52004PC0486

Πρόταση για ΟΔΗΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Αναδιατύπωση της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1993 για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων /* COM/2004/0486 τελικό */


EL

|| ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Βρυξέλλες, 14.7.2004

COM(2004) 486 τελικό

2004/0155 (COD) 2004/0159 (COD) Τόμος I

 

Πρόταση για

ΟΔΗΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Αναδιατύπωση της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1993 για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων

(υποβλήθηκε από την Επιτροπή) {SEC(2004) 921}

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.           γενικεσ παρατηρησεισ

Η ύπαρξη μιας ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς στην ΕΕ θα αποτελέσει αποφασιστικό παράγοντα για την προώθηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και τη μείωση του κεφαλαιουχικού κόστους των επιχειρήσεων. Το Πρόγραμμα Δράσης για τις Χρηματοπιστωτικές Υπηρεσίες προαναγγέλλει την έκδοση οδηγίας σχετικά με νέους κανόνες επάρκειας κεφαλαίων για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρείες επενδύσεων το 2004, παράλληλα με την πρόοδο σε επίπεδο G-10 στο πλαίσιο της Επιτροπής της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία[1].

Η λεγόμενη Συμφωνία της Βασιλείας που συνάφθηκε το 1988 (Βασιλεία Ι) από την Επιτροπή G-10 της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία οδήγησε στην καθιέρωση ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων σε περισσότερες από 100 χώρες[2]. Αυτό συνέπεσε γενικότερα με την έκδοση βασικών οδηγιών της ΕΕ (οδηγία 89/299/EΟΚ της 17.4.1989 για τα ίδια κεφάλαια, οδηγία 89/647/EΟΚ της 18.12.1989 για τον συντελεστή φερεγγυότητας, που ενοποιήθηκαν στην οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20.3.2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων).

Οι οδηγίες αυτές αφορούν τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα εξαιτίας των πιστώσεων που χορηγούν. Η οδηγία 93/6/EEC της 15.3.1993 για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων επεξέτεινε το πεδίο εφαρμογής των κανόνων περί πιστωτικού κινδύνου και κινδύνου αγοράς στις επιχειρήσεις επενδύσεων.

1) Ανάγκη βελτίωσης των ευρωπαϊκών απαιτήσεων.

Οι υφιστάμενοι κανόνες συνέβαλαν σημαντικά στην ενιαία αγορά και στην καθιέρωση εποπτικών προτύπων υψηλού επιπέδου. Ωστόσο, έχουν διαπιστωθεί διάφορες σημαντικές ελλείψεις.

1. Πρόχειρες εκτιμήσεις όσον αφορά τους πιστωτικούς κινδύνου έχουν ως αποτέλεσμα την εξαιρετικά αδρομερή μέτρηση του κινδύνου και μπορούν να δημιουργήσουν κακές εντυπώσεις.

2. Περιθώριο για κεφαλαιακές εξισορροπήσεις: οι καινοτομίες στις αγορές επέτρεψαν στα χρηματοδοτικά ιδρύματα να εκμεταλλευθούν αποτελεσματικά την αναντιστοιχία που υφίσταται μεταξύ της κατανομής των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος στους επιμέρους κινδύνους και των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων.

3. Έλλειψη αναγνώρισης της πραγματικής μείωσης του κινδύνου: οι ισχύουσες οδηγίες δεν προβλέπουν κατάλληλα επίπεδα αναγνώρισης για τεχνικές μείωσης του κινδύνου.

4. Μη πλήρης κάλυψη κινδύνων βάσει των ισχυουσών οδηγιών, περιλαμβανομένου του λειτουργικού κινδύνου, για τους οποίους δεν προβλέπεται κάλυψη με ίδια κεφάλια.

5. Έλλειψη υποχρεωτικής αξιολόγησης από τους εποπτικούς φορείς του πραγματικού προφίλ κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων προκειμένου να βεβαιωθούν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν επαρκή κεφάλαια σε σχέση με το προφίλ κινδύνου το οποίο εμφανίζουν.

6. Έλλειψη υποχρεωτικής εποπτικής συνεργασίας: σε μια αγορά που αποκτά ολοένα και περισσότερο διασυνοριακό χαρακτήρα οι αρχές πρέπει να συνεργάζονται αποτελεσματικά μεταξύ τους όσον αφορά την εποπτεία των διασυνοριακών ομίλων με σκοπό τη μείωση των κανονιστικών βαρών.

7. Έλλειψη ορθών δημοσιοποιήσεων στην αγορά: οι ισχύουσες οδηγίες δεν διευκολύνουν την αποτελεσματική πειθαρχία στην αγορά όσον αφορά την παροχή αξιόπιστων πληροφοριών στους παράγοντες της αγοράς ούτως ώστε να είναι σε θέση να κάνουν εμπεριστατωμένες εκτιμήσεις.

8. Έλλειψη ευελιξίας στο κανονιστικό πλαίσιο: το ισχύον σύστημα της ΕΕ δεν διαθέτει την απαιτούμενη ευελιξία ώστε να παρακολουθεί την ταχεία εξέλιξη των χρηματοπιστωτικών αγορών και των μεθόδων διαχείρισης κινδύνου, καθώς και τις βελτιώσεις στα κανονιστικά και εποπτικά μέσα.

Τι θα συνέβαινε σε περίπτωση «αμετάβλητης πολιτικής»;

Είναι, γενικά, δεκτό ότι η τρέχουσα κατάσταση δεν είναι βιώσιμη. Η αναντιστοιχία μεταξύ κεφαλαιακών απαιτήσεων και κινδύνων θα συνεχιστεί με αποτέλεσμα την περιορισμένη αποτελεσματικότητα των εποπτικών κανόνων και την αύξηση των κινδύνων για τους καταναλωτές και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι κίνδυνοι που αναλαμβάνουν ορισμένα χρηματοδοτικά ιδρύματα θα συνεχίσουν να μην λαμβάνονται υπόψη σε όλη τους την έκταση. Επιπλέον, δεν ενθαρρύνονται ούτε αναγνωρίζονται οι νεώτερες και πιο αποτελεσματικές τεχνικές διαχείρισης κινδύνου και οι όμιλοι χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που αναπτύσσουν δραστηριότητες σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη θα συνεχίσουν να φέρουν δυσανάλογα βάρη εξαιτίας των αλλεπάλληλων κανονιστικών και εποπτικών στρωμάτων. Τέλος, η ΕΕ δεν θα μπορέσει να εκμεταλλευτεί κατάλληλα τις μελλοντικές εξελίξεις δεδομένου ότι δεν είναι εύκολο να επικαιροποιηθεί γρήγορα το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ. Ενόψει της προτεινόμενης εφαρμογής της νέας Συμφωνίας της Βασιλείας σε παγκόσμια κλίμακα, ο τομέας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών της ΕΕ θα περιέλθει σε σημαντικά μειονεκτικότερη θέση σε σχέση με ανταγωνιστές του εξωτερικού.

2) Η προσέγγιση που ακολουθεί η οδηγία

Το Πρόγραμμα Δράσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που ενέκρινε η Επιτροπή το 1998 ανέφερε ότι η ΕΕ απαιτεί ακριβή, διεθνώς αναγνωριζόμένα και σύγχρονα εποπτικά πρότυπα. Τα πρότυπα αυτά πρέπει, επίσης, να αναγνωρίζουν αναλογικά τη μείωση των κινδύνων που απορρέουν από το πλαίσιο στο οποίο δημιουργούνται χρηματοδοτικά ανοίγματα και ιδίως από τη χορήγηση δανείων σε καταναλωτές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι κανόνες πρέπει να ισχύουν τόσο για πιστωτικά ιδρύματα όσο και για επενδυτικές επιχειρήσεις (ισότιμη μεταχείριση) πρέπει, ωστόσο, να είναι αναλογικοί και να λαμβάνουν πλήρως υπόψη την «βιοποικιλότητα» των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων της ΕΕ.

2.           Διαβουλευσεισ και αξιολογηση επιπτωσεων

α) Διαβουλεύσεις με όλους τους ενδιαφερομένους

Από τον Νοέμβριο του 1999 η Επιτροπή βρίσκεται σε διαβουλεύσεις με όλους τους ενδιαφερομένους. Στις 22.11.1999, στις 5.2.2001 και την 1.7.2003 δημοσιεύθηκαν τρία πλήρη έγγραφα διαβούλευσης. Στις 18.11.2002 οργανώθηκε διεξοδικός και δομημένος διάλογος με ενδιαφερομένους. Δημοσιεύθηκαν, επίσης, έγγραφα διαβούλευσης για ειδικά τεχνικά θέματα (ακίνητα και καλυμμένα ομόλογα στις 7.4.2003, αναμενόμενες ζημίες και μη αναμενόμενες ζημίες στις 26.11.2003, οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων στις 3.2.2004).

Οι διάφοροι σχολιαστές υπήρξαν πολύ θετικοί όσον αφορά τους βασικούς στόχους της προσπάθειας αυτής. Η αύξηση της ευαισθησίας στους κινδύνους που οδηγεί σε μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική σταθερότητα τυγχάνει υποστήριξης, ενώ διαπιστώνεται επείγουσα ανάγκη επικαιροποίησης των κανόνων ώστε να ανταποκρίνονται στις σημαντικές εξελίξεις που σημειώνονται όσον αφορά τις τεχνικές μέτρησης και διαχείρισης κινδύνου στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και να αντικατοπτρίζουν την αυξανόμενη κανονιστική και εποπτική πολυπλοκότητα. Η προσέγγιση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία το πλαίσιο της ΕΕ όσον αφορά τα κεφάλαια πρέπει να αναθεωρηθεί ώστε να ανταποκρίνεται στο νέο διεθνές πλαίσιο διαφοροποιούμενο, ωστόσο, στα σημεία που το απαιτούν οι ιδιαιτερότητες της ΕΕ, βρίσκει μεγάλη απήχηση.

Λιγότερο πολύπλοκα ιδρύματα

Υπάρχει επίσης ευρεία και σημαντική υποστήριξη όσον αφορά την εφαρμογή των νέων κανόνων στην Ευρώπη – σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα και στους φορείς παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ανεξαρτήτως νομικής μορφής και πολυπλοκότητας του εκάστοτε ιδρύματος, καθώς και την αποφυγή της δημιουργίας ιδρυμάτων «δεύτερης κατηγορίας», πράγμα το οποίο θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση αποκλεισμού ορισμένων εξ αυτών. Αυτό αντικατοπτρίζει την αντίληψη ότι το προτεινόμενο νέο πλαίσιο έχει καλό σχεδιασμό, και ότι είναι κατάλληλο προς ευρεία εφαρμογή.

Ευελιξία της νέας οδηγίας

Συνεχίζεται η ευρείας κλίμακας ισχυρή υποστήριξη της προταθείσας προσέγγισης με την οποία εξασφαλίζεται ότι το νέο πλαίσιο ανταποκρίνεται στις καινοτομίες της αγοράς και του εποπτικού τομέα ούτως ώστε ο τομέας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών της ΕΕ να διατηρηθεί σε βέλτιστα επίπεδα αποτελεσματικότητας και ανταγωνιστικότητας. Οι ενδιαφερόμενα μέρη υποστηρίζουν την προσέγγιση βάσει της οποίας τα άρθρα περιλαμβάνουν τις πάγιες αρχές και τους στόχους και παρέχουν την εντολή για τις λεπτομερέστερες και τεχνικού χαρακτήρα διατάξεις που περιέχουν τα παραρτήματα. Η διαδικασία τροποποίησης των παραρτημάτων πρέπει να εξασφαλίζει τη διεξαγωγή διεξοδικών και αποτελεσματικών διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Επιχειρήσεις επενδύσεων

Επήλθαν ορισμένες σημαντικές τροποποιήσεις προκειμένου να αρθούν οι ανησυχίες που εξέφρασαν ορισμένοι από τον τομέα των επιχειρήσεων επενδύσεων όσον αφορά την επιβολή κεφαλαιακών απαιτήσεων που οι επιχειρήσεις αυτές θεωρούν καταλληλότερες για πιστωτικά ιδρύματα.

Πολυπλοκότητα

Ορισμένοι από τους ερωτηθέντες ζήτησαν απλουστεύσεις και λιγότερες κανονιστικές επιταγές. Η Επιτροπή κατέστησε το κείμενο σαφέστερο και φιλικότερο προς τον χρήστη. Η μορφή αυτή θα ευχαριστήσει ιδρύματα που επιζητούν απλούστερους κανόνες προς εφαρμογή ή επιθυμούν την προοδευτική μετάβαση σε πολυπλοκότερους κεφαλαιακούς κανόνες. Το προτεινόμενο νέο πλαίσιο περιλαμβάνει μια σειρά επιλογών και προσεγγίσεων που εκπροσωπούν διαφορετικά επίπεδα πολυπλοκότητας.

Από το 1999 και μετά έγιναν διάφορες διαβουλεύσεις για επί μέρους θέματα. Η πρόταση έλαβε, επίσης, υπόψη τις εξαιρετικά αναλυτικές και χρήσιμες παρατηρήσεις ενδιαφερομένων μερών, ιδίως από τον κλάδο των τραπεζών και των επιχειρήσεων επενδύσεων.

β) Αξιολόγηση επιπτώσεων

Προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει ανάγκη δράσης σε επίπεδο ΕΕ και, εάν ναι, τι είδους, πραγματοποιήθηκε εκτενής αξιολόγηση επιπτώσεων.

Η Επιτροπή της Βασιλείας δημοσίευσε μια ποσοτική μελέτη επιπτώσεων (QIS3) που κάλυπτε πιστωτικά ιδρύματα από 40 χώρες προκειμένου να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις των νέων προτάσεων της Βασιλείας σχετικά με τα ελάχιστα απαιτούμενα κεφάλαια. Η Επιτροπή βοήθησε να συμπεριληφθούν στην εν λόγω μελέτη χώρες της ΕΕ που δεν εκπροσωπούνται στη Βασιλεία. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι οι νέοι κανόνες γενικά θα μειώσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τα εγκατεστημένα στην ΕΕ πιστωτικά ιδρύματα κατά 5% περίπου σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα. Επιπλέον, τα αποτελέσματα των διαφόρων προσεγγίσεων ανταποκρίνονται στους στόχους – ιδίως όσον αφορά τον συνδυασμό της κεφαλαιακής ουδετερότητας με την παροχή κατάλληλων κινήτρων στα πιστωτικά ιδρύματα ώστε να υιοθετήσουν πιο προηγμένες μεθόδους. Τέλος, μικρότερα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα που υιοθετούν την απλή μέθοδο θα έχουν κάπως μικρότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Για τα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα που αναπτύσσουν διεθνή δραστηριότητα, τα οποία υιοθετούν την πιο εξελιγμένη μέθοδο οι κεφαλαιακές απαιτήσεις θα παραμείνουν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες. Μικρότερα, αλλά εξειδικευμένα και προηγμένα πιστωτικά ιδρύματα, εγκατεστημένα στην ΕΕ, που υιοθετούν την εξελιγμένη μέθοδο ενδέχεται να έχουν σημαντικά χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις από ό,τι σήμερα. Σημειωτέον ότι κύρια αιτία της μείωσης των κεφαλαιακών απαιτήσεων είναι το χαρτοφυλάκιο «λιανικής» που απαρτίζεται κυρίως από δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) μικρότερα του 1 εκατομμυρίου ευρώ και από ενυπόθηκα δάνεια για την αγορά κατοικίας. Η νέα κεφαλαιακή απαίτηση λειτουργικού κινδύνου αποτελεί την κύρια πηγή αντιστάθμισης της μείωσης αυτής στις κεφαλαιακές απαιτήσεις για πιστωτικά ιδρύματα.

Επιπλέον, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης, η Επιτροπή προέβη στην ανάθεση μελέτης σχετικά με τις συνέπειες του προτεινόμενου σχεδίου κεφαλαιακών απαιτήσεων για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων εγκατεστημένα στην ΕΕ[3]. Η τελική έκθεση, την οποία κατήρτισε η PricewaterhouseCoopers, είναι θετική όσον αφορά τον αντίκτυπο (με παρατηρήσεις όσον αφορά δύο μόνον τομείς – τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τα κεφάλαια κινδύνου – οι οποίες λήφθηκαν υπόψη στις προτάσεις της Επιτροπής)[4]. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι το νέο πλαίσιο κεφαλαιακών απαιτήσεων θα είναι θετικό για την ΕΕ και για την ρύθμιση της εποπτείας στην ΕΕ. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην ΕΕ πρέπει να μειωθούν κατά ± 5% (90 δισεκατομμύρια ευρώ) και να οδηγήσουν σε ετήσια αύξηση των κερδών κατά ± 10-12 δισεκατομμύρια ευρώ. Τα μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα δεν περιέρχονται σε μειονεκτική θέση ούτε υπάρχουν ενδείξεις ότι το νέο καθεστώς θα τα εξαναγκάσει σε συγχωνεύσεις ή ενοποιήσεις. Η απόφαση να καλυφθούν από την οδηγία όλα τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα φέρει τις επιχειρήσεις της ΕΕ σε μειονεκτική θέση από ανταγωνιστική άποψη, ούτε η απόφαση των ΗΠΑ να εφαρμοστούν μόνον προηγμένες μέθοδοι σε 20 περίπου μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα αποτελεί σημαντικό παράγοντα ανταγωνιστικότητας. Το κόστος εφαρμογής για πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην ΕΕ δεν εξαρτάται μόνον από την συμφωνία της Βασιλείας ΙΙ και πολλές από τις επενδύσεις αυτές (ίσως μέχρι το 80%), ούτως ή άλλως θα πραγματοποιούνταν, αλλά μέσα σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Σημειωτέον ότι δεν θα υπάρξει αρνητικός αντίκτυπος όσον αφορά τη διαθεσιμότητα και το κόστος χρηματοδότησης για τις ΜΜΕ στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ (τα αποτελέσματα της «προκυκλικότητας» είναι όλο και λιγότερο επιζήμια από τους ισχύοντες κανόνες). Οι φόβοι που εκφράζονται από ΜΜΕ πηγάζουν από ανεπαρκή κατανόηση της Βασιλείας ΙΙ. Οι μακροοικονομικές συνέπειες της Βασιλείας ΙΙ για την οικονομία της ΕΕ είναι μικρά – ένα θετικό τράνταγμα της οικονομίας από πλευράς προσφοράς που θα μειώσει το κόστος των κεφαλαίων για τις επιχειρήσεις και θα οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ της ΕΕ κατά 0,07%. Γενικά, το νέο πλαίσιο επάρκειας κεφαλαίων θα αυξήσει την ευρωστία του τραπεζικού συστήματος καθώς μεγαλώνει την ευαισθησία κινδύνου, βελτιώνει τη διαχείριση κινδύνου, και οδηγεί σε αποτελεσματικότερη κατανομή των κεφαλαίων με τελικό αποτέλεσμα να ωφεληθεί μακροπρόθεσμα η οικονομία της ΕΕ.

3.           Νομικη βαση

Οι προτάσεις βασίζονται στο άρθρο 47 παράγραφος 2 της Συνθήκης που αποτελεί τη νομική βάση για την έγκριση κοινοτικών μέτρων που αποβλέπουν στη δημιουργία εσωτερικής αγοράς στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Κρίνεται ότι η έκδοση οδηγίας αποτελεί το καταλληλότερο μέσο για την επίτευξη των στόχων, καθώς τροποποιεί υφιστάμενες οδηγίες που αφορούν τα ίδια τεχνικά ζητήματα. Οι διατάξεις της δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων.

4.           Παρατηρησεισ οσον αφορα τα αρθρα

Οι προτάσεις ακολουθούν την τεχνική της «αναδιατύπωσης» (Διοργανική συμφωνία 2002/C 77/01) που επιτρέπει τροποποιήσεις επί της ουσίας στην υφιστάμενη νομοθεσία χωρίς την έκδοση χωριστής τροποποιητικής οδηγίας. Η διαδικασία αυτή καθιστά την νομοθεσία της ΕΕ λιγότερο πολύπλοκη, πιο προσιτή και πιο κατανοητή.

Σε πολλές διατάξεις επέρχονται τροποποιήσεις οι οποίες δεν είναι, μεν, επί της ουσίας, αλλά έχουν ως στόχο τη βελτίωση της δομής, της διατύπωσης και της κατανόησης των οδηγιών.

A.          Οδηγία 2000/12/ΕΟΚ

Άρθρο 4: Ορισμοί

Το άρθρο 4 περιλαμβάνει ορισμένους νέους ορισμούς για βασικές έννοιες προκειμένου να διευκρινιστεί το περιεχόμενό τους και να γίνουν πιο κατανοητές.

Άρθρο 22:

Η υφιστάμενη διατύπωση τροποποιήθηκε ώστε να διευκρινιστεί και να αναπτυχθεί η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να διαθέτουν αποτελεσματικά εσωτερικά συστήματα διαχείρισης κινδύνου. Λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλομορφία των πιστωτικών ιδρυμάτων που καλύπτει η οδηγία, οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να ικανοποιηθούν σε αναλογική βάση. Οι σχετικές τεχνικές διατάξεις περιλαμβάνονται στο Παράρτημα V.

Άρθρα 56-67:

Οι τροποποιήσεις είναι περιορισμένες τον αριθμό. Μολονότι σκοπός δεν είναι η αναθεώρηση του ορισμού των «ιδίων κεφαλαίων», ως αποτέλεσμα της τροποποιημένης προσέγγισης όσον αφορά τις αναμενόμενες ζημίες στην Επιτροπή της Βασιλείας (Απόφαση της Μαδρίτης) ορισμένες περιορισμένες τροποποιήσεις είναι αναγκαίες.

Άρθρα 68-75:

Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να διαθέτουν επαρκή ίδια κεφάλαια σε συνεχή βάση και να δηλώνουν το ελάχιστο επίπεδο των εν λόγω ιδίων κεφαλαίων. Οι διατάξεις ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ικανοποιούνται οι απαιτήσεις αυτές όταν το πιστωτικό ίδρυμα ανήκει σε όμιλο (διατηρήθηκε η υφιστάμενη δυνατότητα των αρχών των κρατών μελών να παρεκκλίνουν από ορισμένες απαιτήσεις, αλλά με περισσότερες διευκρινίσεις). Ο υπολογισμός των απαιτήσεων εξηγείται με περισσότερη σαφήνεια ενόψει της έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) 1606/2002 για τα διεθνή λογιστικά πρότυπα.

Άρθρα 76-101:

Οι διατάξεις αυτές αντικαθιστούν τις υφιστάμενες απαιτήσεις όσον αφορά τον συντελεστή φερεγγυότητας για τον πιστωτικό κίνδυνο και εισάγουν δύο μεθόδους υπολογισμού του ύψους των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων.

Η τυποποιημένη μέθοδος (Standardised Approach) (Άρθρα 78-83) βασίζεται στο υφιστάμενο πλαίσιο· οι συντελεστές στάθμισης προσδιορίζονται με βάση την κατανομή των στοιχείων ενεργητικού και των στοιχείων εκτός ισολογισμού σε έναν περιορισμένο αριθμό κατηγοριών κινδύνου. Η ευαισθησία κινδύνου αυξήθηκε κατά τον αριθμό των κλάσεων ανοίγματος και κατηγοριών κινδύνου (Άρθρο 79). Οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για μη ενυπόθηκα λιανικά στοιχεία (75%) και στεγαστικά ενυπόθηκα δάνεια (35%) είναι χαμηλότεροι. Εισάγεται συντελεστής κινδύνου 150% για στοιχεία ενεργητικού σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (100% για στεγαστικά ενυπόθηκα δάνεια). Επιτρέπεται η χρήση διαβαθμίσεων από σχετικούς οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης για την επιλογή του συντελεστή στάθμισης κινδύνου (εξωτερικές διαβαθμίσεις) (άρθρα 81-83). Οι σχετικές τεχνικές διατάξεις περιλαμβάνονται στο Παράρτημα VΙ.

Η μέθοδος των εσωτερικών διαβαθμίσεων (Ιnternal Ratings Based Approach - μέθοδος IRB) (άρθρα 84-89), επιτρέπει στα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις για τις παραμέτρους κινδύνου που ενέχονται στα διάφορά χρηματοδοτικά τους ανοίγματα. Οι παράμετροι αυτές υπεισέρχονται σε έναν προκαθορισμένο τύπο υπολογισμού στόχος του οποίου είναι επίπεδο αξιοπιστίας 99,9%. Η βασική μέθοδος (Foundation Approach), αφενός, επιτρέπει στα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις για την πιθανότητα αθέτησης ενώ για άλλες συνιστώσες κινδύνου χρησιμοποιούνται κανονιστικά προκαθορισμένες τιμές. Αφετέρου, η «εξελιγμένη» μέθοδος (Advanced Approach) επιτρέπει στα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν δικές τους εκτιμήσεις για ζημίες σε περίπτωση αθέτησης και για τις απαιτήσεις τους σε περίπτωση αθέτησης. Τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν συγκεντρωτικά δεδομένα κατά την εκτίμηση των τιμών των παραμέτρων κινδύνου. Αυτό επιτρέπει στα μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν μια μέθοδο μεγαλύτερης ευαισθησίας στους κινδύνους κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους.

Οι προτεινόμενοι κανόνες εφαρμογής της μεθόδου IRB (άρθρο 85) παρέχουν ευελιξία στα πιστωτικά ιδρύματα για την μετάβαση διαφόρων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και κλάσεων ανοίγματος προς τη βασική ή την εξελιγμένη μέθοδο IRB μέσα σε λογικό χρονικό διάστημα. Επιτρέπεται η «μερική» εφαρμογή για μη ουσιώδεις κλάσεις ανοίγματος και επιχειρηματικές δραστηριότητες (οι κεφαλαιακές απαιτήσεις μπορούν να υπολογιστούν με βάση την τυποποιημένη μέθοδο ακόμη και εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο IRB για άλλες κλάσεις ανοίγματος). Το προτεινόμενο πλαίσιο ΕΕ αναγνωρίζει ότι η υποχρέωση ανάπτυξης ενός συστήματος αξιολόγησης για ορισμένους αντισυμβαλλόμενους μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα επαχθές για τα μικρά πιστωτικά ιδρύματα. Προτείνεται η μερική εφαρμογή, σε μόνιμη βάση, για αυτές τις κλάσεις ανοίγματος ακόμη και όταν τα ανοίγματα των πιστωτικών ιδρυμάτων έναντι αντισυμβαλλομένων του είδους αυτού είναι σημαντικά (άρθρο 89).

Οι σχετικές τεχνικές διατάξεις όσον αφορά τη μέθοδο IRB περιλαμβάνονται στο Παράρτημα VΙ.

Άρθρα 90-93:

Οι κανόνες προσδιορίζουν κοινά ζητήματα όσον αφορά τις τεχνικές μείωσης του κινδύνου και αντιμετωπίζουν συνεκτικά τους κοινούς υποκείμενους κινδύνους ή οικονομικά αποτελέσματα. Σε αυτά περιλαμβάνεται η αναγνώριση ενός ευρύτερου φάσματος παρόχων εξασφαλίσεων και εγγυήσεων/πιστωτικών παραγώγων από ό,τι σήμερα. Η βασική μέθοδος IRB παρέχει ένα κατάλληλο από εποπτική άποψη επίπεδο αναγνώρισης των χρηματοοικονομικών εισπρακτέων και των εγγυήσεων εις είδος. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να επιλέξουν μεταξύ μεθόδων με ποικίλα επίπεδα πολυπλοκότητας (μια απλή μέθοδο – βασιζόμενη σε μια εύχρηστη μέθοδο «υποκατάστασης του συντελεστή στάθμισης κινδύνου», ή μια αναλυτική μέθοδο – που περιλαμβάνει προσαρμογές μεταβλητότητας στην αξία της παρασχεθείσας εξασφάλισης). Για τον υπολογισμό των προσαρμογών μεταβλητότητας υπάρχουν διάφορες κατά το μάλλον ή ήττον πολύπλοκες μέθοδοι (μια απλή «εποπτική» μέθοδος όπου τα ποσά των βασικών προσαρμογών μεταβλητότητας παρατίθενται σε πίνακα, ή μια πιο ευαίσθητη σε κινδύνους μέθοδος «εσωτερικών εκτιμήσεων»). Οι σχετικές τεχνικές διατάξεις περιλαμβάνονται στο Παράρτημα VΙΙΙ.

Άρθρα 94-101:

Τα άρθρα αυτά εισάγουν για πρώτη φορά ένα εναρμονισμένο σύνολο κανόνων όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για δραστηριότητες τιτλοποίησης και επενδύσεις. Έτσι δημιουργείται ένα πολύ βελτιωμένο πλαίσιο κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιτρέπει στα πιστωτικά ιδρύματα να επωφεληθούν από τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση ισολογισμού και άλλα πλεονεκτήματα τα οποία προσφέρουν οι συναλλαγές τέτοιου είδους. Θα μειώσει, επίσης, τον βαθμό στον οποίο η τιτλοποίηση αντιμετωπίζεται ως τεχνική κεφαλαιακών εξισορροπήσεων. Οι σχετικές τεχνικές διατάξεις περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΧ.

Άρθρα 102-105:

Οι εν λόγω διατάξεις εισάγουν υποχρεώσεις που αποβλέπουν στην κάλυψη του λειτουργικού κινδύνου που αντιμετωπίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα. Υπάρχουν τρεις διαφορετικές μεθοδολογίες. Μια απλή μέθοδος (άρθρο 103) βασιζόμενη σε έναν ενιαίο δείκτη εισοδήματος (Basic Indicator Approach - μέθοδος BIA), η οποία παρέχει κεφαλαιακή κάλυψη για λειτουργικό κίνδυνο χωρίς να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να αναπτύξουν πολύπλοκα και δαπανηρά συστήματα πληροφόρησης σχετικά με τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν. Μια ακριβέστερη μέθοδος βάσει του κλάδου δραστηριότητας (τυποποιημένη μέθοδος) (Άρθρο 104), προσφέρει μεγαλύτερη ευαισθησία κινδύνου δεδομένου ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για λειτουργικό κίνδυνο διαφοροποιούνται ούτως ώστε να αντικατοπτρίζουν τους σχετικούς κινδύνους που παρουσιάζει κάθε κλάδος δραστηριότητας. Η μέθοδος αυτή μάλλον θα προσελκύσει έναν μεγάλο αριθμό μικρότερων ή λιγότερο πολύπλοκων πιστωτικών ιδρυμάτων. Άλλες πιο προηγμένες μεθοδολογίες (εξελιγμένες μέθοδοι μέτρησης - Advanced Measurement Approaches - AMAs) (Άρθρο 105) παράγουν δικές τους μετρήσεις του λειτουργικού κινδύνου αλλά προϋποθέτουν την εφαρμογή απαιτητικότερων προτύπων διαχείρισης κινδύνου. Οι ΑΜΑ αναμένεται ότι θα υιοθετηθούν προοδευτικά κυρίως από μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα διεθνούς εμβέλειας, καθώς και από μικρότερα εξειδικευμένα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία έχουν αναπτύξει εξελιγμένα συστήματα παρακολούθησης κινδύνου για τις κυριότερες δραστηριότητές τους. Οι σχετικές τεχνικές διατάξεις περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Χ.

Άρθρα 106-119:

Επήλθαν ορισμένες τροποποιήσεις ώστε να δημιουργηθεί συνοχή μεταξύ κεφαλαιακών απαιτήσεων και κανόνων περί μεγάλων ανοιγμάτων με συγκεκριμένο σκοπό να αντικατοπτρίζεται η αυξημένη αναγνώριση των τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου.

Άρθρα 123-124:

Τα άρθρα αυτά αντικατοπτρίζουν τον δεύτερο «πυλώνα» της συμφωνίας της Επιτροπής της Βασιλείας όσον αφορά τα απαιτούμενα κεφάλαια. Το άρθρο 51Α απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν εσωτερικές διαδικασίες για τη μέτρηση και τη διαχείριση των κινδύνων τους και να διαθέτουν το «εσωτερικό» κεφάλαιο που τα ίδια κρίνουν αναγκαίο για την κάλυψη των κινδύνων αυτών. Οι αρμόδιες αρχές υποχρεώνονται (άρθρο 124) να εξετάσουν τη συμμόρφωση των πιστωτικών ιδρυμάτων προς τις διάφορες νομικές υποχρεώσεις τους όσον αφορά την οργάνωση και τον έλεγχο κινδύνου και να αξιολογήσουν τους κινδύνους που αναλαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα. Με βάση την αξιολόγηση αυτή οι φορείς εποπτείας θα διαπιστώνουν αν υφίστανται αδυναμίες στους ασκούμενους ελέγχους και στα διατηρούμενα κεφάλαια. Οι σχετικές τεχνικές διατάξεις περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΧΙΙΙ.

Άρθρα 125-143:

Ο όγκος των διασυνοριακών συναλλαγών αυξάνει ενώ παρατηρείται τάση συγκεντρωτισμού όσον αφορά τη διαχείριση κινδύνου στο εσωτερικό των διασυνοριακών ομίλων. Αυτό απαιτεί καλύτερο συντονισμό και συνεργασία μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών στην ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύχθηκε περαιτέρω ο υφιστάμενος και παγιωμένος ρόλος του ενοποιητικού εποπτικού φορέα. Βάσει του άρθρου 136, οι εποπτικοί φορείς θα διαθέτουν ένα ελάχιστο εναρμονισμένο φάσμα εξουσιών που θα τους επιτρέπει να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να αποκαθιστούν τις ανεπάρκειές τους σε σχέση με τις απαιτήσεις της οδηγίας.

Άρθρο 144:

Όσον αφορά τις αρχές των κρατών μελών υπάρχει ένα ελάχιστο σύνολο απαιτήσεων δημοσιοποίησης πληροφοριών προκειμένου να αυξηθεί η σύγκλιση στον τομέα της εφαρμογής και να δημιουργηθεί διαφάνεια.

Άρθρα 145-149:

Τα άρθρα αυτά αντικατοπτρίζουν τον τρίτο «πυλώνα» της νέας συμφωνίας της Επιτροπής της Βασιλείας όσον αφορά τα απαιτούμενα κεφάλαια. Η δημοσιοποίηση πληροφοριών από πιστωτικά ιδρύματα προς παράγοντες της αγοράς συμβάλλει στην αύξηση της οικονομικής υγείας και σταθερότητας, εξασφαλίζει ισότιμη μεταχείριση και σέβεται τον ευαίσθητο χαρακτήρα ορισμένων πληροφοριών. Το άρθρο 147 απαιτεί τη δημοσιοποίηση στοιχείων τουλάχιστον σε ετήσια βάση για τα περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ενώ εάν πληρούνται ορισμένα συγκεκριμένα κριτήρια, ενδέχεται να απαιτείται συχνότερη δημοσιοποίηση στοιχείων. Οι σχετικές τεχνικές διατάξεις περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΧΙΙ.

Άρθρο 150:

Η οδηγία πρέπει να παρακολουθεί τις εξελίξεις της αγοράς. Η απαιτούμενη ευελιξία εξασφαλίζεται με τη διάκριση μεταξύ βασικών και τεχνικών κανόνων (ιδίως στα παραρτήματα της οδηγίας) που ενδέχεται να απαιτήσουν προσαρμογές στο βραχυπρόθεσμο έως μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Το άρθρο 150 προσθέτει νέους τεχνικούς τομείς σε εκείνους της οδηγίας 2000/12/ΕΚ (που θεσπίστηκαν το 1989) και προτείνει την μελλοντική τροποποίηση των νέων τεχνικών Παραρτημάτων με βάση την ίδια εσπευσμένη διαδικασία.

B.           Οδηγία 93/6/ΕΟΚ για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων

Άρθρο 2: Πεδίο εφαρμογής

Το άρθρο 2 προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται οι απαιτήσεις σε μεμονωμένες επιχειρήσεις επενδύσεων, σε ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων και σε μεικτούς ομίλους.

Άρθρο 3: Ορισμοί

Περιλαμβάνει ορισμένους νέους και τροποποιημένους ορισμούς βασικών εννοιών προκειμένου να διευκρινιστεί το περιεχόμενό τους και να βελτιωθεί η κατανόηση.

Άρθρο 11: Μεταχείριση του κεφαλαίου του χαρτοφυλακίου συναλλαγών

Βελτιώνεται ο ορισμός του «χαρτοφυλακίου συναλλαγών» προκειμένου να αυξηθεί η ασφάλεια όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που ισχύουν ως προς αυτό και να περιοριστεί το ενδεχόμενο εξισορροπήσεων μεταξύ «επενδυτικού χαρτοφυλακίου» και «χαρτοφυλακίου συναλλαγών». Οι σχετικές τεχνικές διατάξεις περιλαμβάνονται στο Παράρτημα VΙΙ.

Άρθρα 18 και 20:

Το άρθρο 18 ορίζει τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις ως προς τον κίνδυνο αγοράς που ισχύουν για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων. Η μεταχείριση των θέσεων σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και σε πιστωτικά παράγωγα, καθώς και ορισμένες άλλες τροποποιήσεις με σκοπό την μεγαλύτερη ευαισθησία κινδύνου αποτελούν νέα στοιχεία. Οι σχετικές τεχνικές διατάξεις περιλαμβάνονται στα Παραρτήματα Ι έως VII. Το άρθρο 20 επεκτείνει τους κανόνες όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον πιστωτικό και τον λειτουργικό κίνδυνο της οδηγίας 2000/12 στις επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως έχουν σήμερα. Στα νέα στοιχεία πιστωτικού κινδύνου περιλαμβάνονται η πρόβλεψη της μεταχείρισης των πιστωτικών παράγωγων μέσων και μια τροποποιημένη μέθοδος μέτρησης του χρηματοδοτικού ανοίγματος για συναλλαγές επαναγοράς και χρηματοδοτήσεις τίτλων / βασικών εμπορευμάτων. Όσον αφορά τον λειτουργικό κίνδυνο επήλθαν σημαντικές τροποποιήσεις προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες του τομέα των επιχειρήσεων επενδύσεων με δυνατότητα συνέχισης της «κεφαλαιακών απαιτήσεων βάσει των παγίων εξόδων»…. για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που υπάγονται στις κατηγορίες μικρού, χαμηλού και μέτριου;;;; κινδύνου.

Άρθρο 28: Μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα

Συνεχίζεται η τρέχουσα κατάσταση, στο πλαίσιο της οποίας πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων υπόκεινται στους ίδιους κανόνες, με τροποποιήσεις όσον αφορά τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα για συναλλαγές χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Ένα νέο στοιχείο αποτελεί η τροποποίηση της μεθόδου μέτρησης του ανοίγματος για συναλλαγές επαναγοράς και χρηματοδοτήσεις τίτλων / βασικών εμπορευμάτων. Οι σχετικές τεχνικές διατάξεις περιλαμβάνονται στο Παράρτημα VΙ.

Άρθρο 33: Αποτίμηση θέσεων για λόγους χρηματοοικονομικής πληροφόρησης

Περιλαμβάνει βελτιωμένες απαιτήσεις όσον αφορά την αποτίμηση θέσεων χαρτοφυλακίου συναλλαγών για λόγους εποπτικής εξασφάλισης στο πλαίσιο κανόνων για τον υπολογισμό της αξίας των θέσεων χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε καθημερινή βάση. Οι σχετικές τεχνικές διατάξεις περιλαμβάνονται στο Παράρτημα VΙΙ.

Άρθρο 22: Ενοποιημένες απαιτήσεις

Η υφιστάμενη δυνατότητα των αρμόδιων αρχών να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων για ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων συνεχίζει να ισχύει υπό βελτιωμένους όρους προληπτικής εποπτείας.

Άρθρο 34: Διαχείριση κινδύνου και εκτίμηση κεφαλαίου

Το άρθρο 34 ενσωματώνει την υποχρέωση των επιχειρήσεων επενδύσεων να εφαρμόζουν αποτελεσματικά εσωτερικά συστήματα διαχείρισης κινδύνου όπως τα πιστωτικά ιδρύματα (άρθρο 17 της οδηγίας 2000/12). Λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλομορφία των ιδρυμάτων που καλύπτει η οδηγία, οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να πληρούνται σε αναλογική βάση. Εκτός αυτού επεκτείνει στις επιχειρήσεις επενδύσεων την απαίτηση του άρθρου 51Α της οδηγίας 2000/12, σύμφωνα με την οποία πρέπει να εφαρμόζουν εσωτερικές διαδικασίες μέτρησης και διαχείρισης του κινδύνου τον οποίο αναλαμβάνουν και του ποσού ιδίων κεφαλαίων («εσωτερικό» κεφάλαιο) που θεωρούν αναγκαίο για την κάλυψη των κινδύνων αυτών. Αυτό προστίθεται στις απαιτήσεις διαχείρισης κινδύνου της οδηγία 2004/39/ΕΚ για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

Άρθρο 37: Εποπτεία

Το άρθρο αυτό εφαρμόζει τους κανόνες της οδηγίας 2000/12, τηρουμένων των αναλογιών, στις επιχειρήσεις επενδύσεων.

Άρθρο 42

Όπως η οδηγία 2000/12, έτσι και η οδηγία 93/6 πρέπει να παρακολουθεί τις εξελίξεις της αγοράς. Η απαιτούμενη ευελιξία επέρχεται με τη διάκριση μεταξύ βασικών και τεχνικών κανόνων (ιδίως στα παραρτήματα) που θα απαιτήσουν προσαρμογές σε βραχυπρόθεσμο έως μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Τα τεχνικά Παραρτήματα πρέπει να μπορούν να τροποποιηθούν με εσπευσμένη διαδικασία. Εκτός των άλλων περιλαμβάνεται και ρήτρα επανεξέτασης όσον αφορά τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου ούτως ώστε να αντικατοπτρίζονται οι αναμενόμενες σημαντικές εξελίξεις που πρόκειται να παρουσιασθούν στην κανονιστική πρακτική τα επόμενα χρόνια.

ê 2000/12/EΚ

2004/0155 (COD)

Πρόταση για

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση)

ò νέο

(Κείμενο που αφορά τον ΕΟΧ)

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47 παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη φράση,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[5],

αποφασίζοντας με την διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης[6],

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 1 (Προσαρμοσμένο)

(1) Η οδηγία 73/183/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1973, περί της καταργήσεως των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών για τις μη μισθωτές δραστηριότητες τραπεζών και λοιπών πιστωτικών ιδρυμάτων[7], η πρώτη οδηγία 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος[8], η οδηγία 89/299/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 1989 σχετικά με τα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων[9], η δεύτερη οδηγία (89/646/ΕΟΚ) του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος[10], η οδηγία 89/647/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τον συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων[11], η οδηγία 92/30/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 1992, σχετικά με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση[12], και η οδηγία 92/121/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1992, σχετικά με την εποπτεία και τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων[13] έχουν επανειλημμένα τροποποιηθεί κατά τρόπο ουσιαστικό και είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και εξορθολογισμού, η κωδικοποίηση της εν λόγω οδηγίας σε ένα ενιαίο κείμενο. Ö Η οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων[14] υπέστη επανειλημμένα σοβαρές τροποποιήσεις. Δεδομένου ότι πρέπει να επέλθουν περαιτέρω τροποποιήσεις, η οδηγία πρέπει, για λόγους σαφήνειας, να αναδιατυπωθεί. Õ

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 2 (Προσαρμοσμένο)

Κατ' εφαρμογή της συνθήκης απαγορεύεται όσον αφορά την εγκατάσταση και την παροχή υπηρεσιών κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας ή λόγω ελλείψεως εγκαταστάσεως στο κράτος μέλος όπου παρέχονται οι υπηρεσίες.

ê 2000/12/EΚ Αιτιολογική σκέψη 3

(2) Είναι αναγκαίο, προς διευκόλυνση της αναλήψεως της δραστηριότητος πιστωτικού ιδρύματος και της ασκήσεώς της, να απαλειφθούν οι πιο ενοχλητικές διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών που δημιουργούν τα περισσότερα εμπόδια ως προς το καθεστώς, στο οποίο υπόκεινται οι δραστηριότητες αυτές.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 4 (Προσαρμοσμένο)

(3) Η παρούσα οδηγία πρέπει να αποτελέσει το κύριο μέσο για την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς, η οποία αποφασίστηκε από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και προγραμματίστηκε με τη Λευκή Βίβλο της Επιτροπής, τόσο όσον αφορά την ελευθερία εγκατάστασης όσο και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 5 (Προσαρμοσμένο)

(4) Τα μέτρα συντονισμού στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων πρέπει, τόσο για την προστασία της αποταμιεύσεως όσο και για τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ αυτών των ιδρυμάτων να εφαρμοσθούν στο σύνολό τους. Πρέπει Ö Θα πρέπει πάντως Õ να ληφθούν δεόντως υπόψη, κατά περίπτωση, οι αντικειμενικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ των καταστατικών τους και της ιδιαίτερης αποστολής τους όπως προβλέπονται στις εθνικές νομοθεσίες.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 6 (Προσαρμοσμένο)

(5) Είναι, συνεπώς, από τώρα απαραίτητο, το πεδίο εφαρμογής των ενεργειών συντονισμού να είναι όσο το δυνατόν ευρύτερο και να περιλαμβάνει όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, των οποίων η δραστηριότης συνίσταται στη συγκέντρωση από το κοινό επιτρεπτέων κεφαλαίων, τόσο υπό μορφή καταθέσεων, όσο και υπό άλλες μορφές, όπως είναι η διαρκής έκδοση ομολόγων και άλλων παρόμοιων τίτλων, καθώς και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό. Πρέπει να προβλέπονται εξαιρέσεις για ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία δεν δύναται να εφαρμοσθεί η παρούσα οδηγία. Η παρούσα οδηγία δεν Ö πρέπει να Õ θίγει την εφαρμογή εθνικών νομοθεσιών, όταν αυτές προβλέπουν ειδικές συμπληρωματικές άδειες, που επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να ασκούν ειδικές δραστηριότητες ή να εκτελούν ορισμένης μορφής εργασίες.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 7 (Προσαρμοσμένο)

(6)             Η μεθόδευση που έχει επιλεγεί συνίσταται Ö Είναι σκόπιμο Õ στην πραγματοποίηση Ö να επέλθει Õ μόνον η επί της ουσίας εναρμόνιση που είναι αναγκαία και ικανή της ουσιαστικής, αναγκαίας και επαρκούς εναρμόνισης για την εξασφάλιση της αμοιβαίας αναγνώρισης των αδειών λειτουργίας και των συστημάτων προληπτικού ελέγχου ώστε να καταστεί δυνατή η εφ' άπαξ χορήγηση άδειας λειτουργίας που να ισχύει σε όλη την Κοινότητα και η εφαρμογή της αρχής του ελέγχου από το κράτος μέλος καταγωγής. Επομένως η ανάγκη προγράμματος δραστηριότητος δύναται, από την άποψη αυτή, να θεωρηθεί μόνο ως στοιχείο που οδηγεί τις αρμόδιες αρχές να αποφαίνονται βάσει ακριβέστερης ενημερώσεως, με αντικειμενικά κριτήρια. Ö Πρέπει Õ πάντως να είναι δυνατή μία μείωση των απαιτήσεων που αφορούν τη νομική μορφή των πιστωτικών ιδρυμάτων και Ö σε σχέση με Õ την προστασία των επωνυμιών.

ò Νέο

(7) Δεδομένου ότι ο στόχος της προτεινόμενης δράσης δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δεδομένου ότι μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, η Κοινότητα δύναται να λάβει μέτρα βάσει της αρχής της επικουρικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης. Βάσει της αρχής της αναλογικότητας, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία περιορίζεται στο ελάχιστο απαιτούμενο για την επίτευξη των υπόψη στόχων και δεν περιλαμβάνει στοιχεία που δεν είναι απαραίτητα για τον σκοπό αυτόν.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 8 (Προσαρμοσμένο)

(8) Είναι αναγκαίο να είναι ισότιμες οι οικονομικές προϋποθέσεις που απαιτούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα για την εξασφάλιση όμοιων εγγυήσεων στους αποταμιευτές καθώς και ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων της αυτής κατηγορίας. Μέχρις επιτεύξεως καλυτέρου συντονισμού, πρέπει να καθορίζονται κατάλληλοι διορθωτικοί συντελεστές, που θα επιτρέπουν Ö καθιστούν δυνατή, Õ στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών αρχών, την παρατήρηση, με κοινές μεθόδους, της καταστάσεως συγκρίσιμων κατηγοριών πιστωτικών ιδρυμάτων. Η διαδικασία αυτή δύναται να διευκολύνει την προοδευτική προσέγγιση των συστημάτων συντελεστών που καθορίζονται και εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη. Είναι, πάντως, αναγκαίο να διακρίνονται οι συντελεστές, που αποβλέπουν στην εξασφάλιση της υγιούς διαχειρίσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων από εκείνους που αποβλέπουν σε σκοπούς οικονομικής και νομισματικής πολιτικής

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 9

(9) Οι αρχές της αμοιβαίας αναγνώρισης και του ελέγχου τον οποίο ασκεί το κράτος μέλος καταγωγής, απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να μη χορηγούν ή να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας, εάν στοιχεία, όπως το περιεχόμενο του προγράμματος δραστηριοτήτων, ο τόπος άσκησης των δραστηριοτήτων ή οι πράγματι ασκούμενες δραστηριότητες δείχνουν σαφώς ότι το πιστωτικό ίδρυμα προτίμησε να υπαχθεί στο νομικό σύστημα ενός κράτους μέλους για να αποφύγει την υπαγωγή της σε αυστηρότερους κανόνες ισχύοντες σε άλλο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου προτίθεται να ασκήσει το μεγαλύτερο τμήμα των δραστηριοτήτων της. Ένα πιστωτικό ίδρυμα το οποίο είναι νομικό πρόσωπο πρέπει να έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα. Ένα πιστωτικό ίδρυμα το οποίο δεν είναι νομικό πρόσωπο πρέπει να έχει κεντρική διοίκηση στο κράτος μέλος στο οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Εξ' άλλου, τα κράτη μέλη πρέπει να απαιτούν από το πιστωτικό ίδρυμα να έχει την κεντρική του διοίκηση οπωσδήποτε στο κράτος μέλος καταγωγής του και όντως να ασκεί εκεί δραστηριότητα.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 10 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

(10) Οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να χορηγούν ούτε να διατηρούν σε ισχύ άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, εάν οι στενοί δεσμοί που το συνδέουν με άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα είναι ικανοί να παρεμποδίσουν την σωστή άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων. Τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει ήδη χορηγηθεί άδεια λειτουργίας οφείλουν επίσης να παρέχουν σχετική εξασφάλιση στις αρμόδιες αρχές. Ο προβλεπόμενος από την παρούσα οδηγία ορισμός των «στενών δεσμών» αποτελείται από ελάχιστα κριτήρια και ότι αυτό δεν κωλύει τα κράτη μέλη να τον εφαρμόζουν και για περιπτώσεις μη προβλεπόμενες από τον παρόντα ορισμό. Καθαυτή η απόκτηση σημαντικού ποσοστού του κεφαλαίου μιας εταιρείας δεν αποτελεί συμμετοχή η οποία λαμβάνεται υπόψη κατά την έννοια των «στενών δεσμών», αν η απόκτηση αυτή γίνεται μόνο ως προσωρινή επένδυση η οποία δεν επιτρέπει την άσκηση επιρροής επί της δομής και της οικονομικής πολιτικής της επιχείρησης.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 11

(11) Στην ορθή εκπλήρωση της αποστολής των ελεγκτικών αρχών στον τομέα της εποπτείας περιλαμβάνεται η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση που θα πρέπει να ασκείται επί πιστωτικού ιδρύματος όταν αυτό το είδος εποπτείας προβλέπεται από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Σε αυτή την περίπτωση, οι αρχές από τις οποίες ζητείται η άδεια λειτουργίας πρέπει να μπορούν να εξακριβώνουν τις αρχές τις αρμόδιες για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του πιστωτικού αυτού ιδρύματος.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 12 (Προσαρμοσμένο)

Το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί, εξάλλου, να θεσπίσει αυστηρότερους κανόνες από εκείνους που ορίζονται στα άρθρα 5 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο και παράγραφος 2, 7, 16, 30, 51 και 65 όσον αφορά τα ιδρύματα τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από τις δικές του αρμόδιες αρχές.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 13 (Προσαρμοσμένο)

Η κατάργηση της άδειας λειτουργίας που απαιτείται για τα υποκαταστήματα κοινοτικών πιστωτικών ιδρυμάτων, συνεπάγεται, κατ' ανάγκη, την κατάργηση του προικώου κεφαλαίου.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 14 (Προσαρμοσμένο)

(12) Χάρη στην αμοιβαία αναγνώριση, η επιλεγείσα λύση επιτρέπει στΤα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος καταγωγής, Ö πρέπει να μπορούν Õ να ασκούν, σε όλη την Κοινότητα, το σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος I, μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος ή μέσω παροχής υπηρεσιών. Για την άσκηση δραστηριοτήτων οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό, εξακολουθεί να ισχύει η ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις της συνθήκης.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 15 (Προσαρμοσμένο)

(13) Εντούτοις, θΘεωρείται σκόπιμο να επεκταθεί το ευεργέτημα της αμοιβαίας αναγνώρισης στις δραστηριότητες που περιέχονται στον εν λόγω κατάλογο, εφόσον ασκούνται από χρηματοδοτικό ίδρυμα που είναι θυγατρική ενός πιστωτικού ιδρύματος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η θυγατρική συμπεριλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην οποία υπόκειται και η μητρική της επιχείρηση και πληροί αυστηρές προϋποθέσεις.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 16 (Προσαρμοσμένο)

(14) Το κράτος μέλος υποδοχής Ö πρέπει να Õ έχει τη δυνατότητα, για την άσκηση του δικαιώματος εγκαταστάσεων και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, να επιβάλλει την τήρηση των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από τις εθνικές, νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις του, στα ιδρύματα τα οποία δεν έχουν λάβει άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος στο κράτος μέλος καταγωγής ή στις δραστηριότητες που δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό, εφόσον, αφενός, οι διατάξεις αυτές συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο και έχουν θεσπιστεί για λόγους γενικού συμφέροντος και, αφετέρου, εφόσον αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα ή αυτές οι δραστηριότητες δεν υπόκεινται σε ισοδύναμους κανόνες σύμφωνα με τις νομοθετικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις του κράτους μέλους καταγωγής.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 17

(15) Τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε να μην προσκρούουν σε κανένα εμπόδιο οι δραστηριότητες που υπάγονται στο καθεστώς της αμοιβαίας αναγνώρισης και να μπορούν να ασκούνται με τον ίδιο τρόπο στο κράτος μέλος καταγωγής, εφόσον δεν αντίκεινται στις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις γενικού συμφέροντος του κράτους μέλους υποδοχής.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 18 (Προσαρμοσμένο)

Ο σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με την ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων, η οποία υλοποιείται παράλληλα μέσω άλλων κοινοτικών νομοθετικών πράξεων. Τα μέτρα ελευθέρωσης των τραπεζικών υπηρεσιών πρέπει, οπωσδήποτε, να είναι σε αρμονία με τα μέτρα ελευθέρωσης των κινήσεων κεφαλαίων.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 19 (Προσαρμοσμένο)

(16) Το καθεστώς που εφαρμόζεται στα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους εκτός της Κοινότητας, θα πρέπει να είναι ανάλογο σ' όλα τα κράτη μέλη. ενδιαφέρει Ö Είναι σημαντικό Õ να προβλεφθεί ότι το καθεστώς αυτό δεν δύναται να είναι ευνοϊκότερο από το καθεστώς των υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων των άλλων κρατών μελών. Πρέπει να προσδιορισθεί, πως η Η Κοινότητας δύναται Ö πρέπει να μπορεί Õ να συνάπτει συμφωνίες με τρίτες χώρες περί εφαρμογής διατάξεων που παρέχουν στα υποκαταστήματα αυτά την αυτή μεταχείριση εφ' όλης της επικρατείας της, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αμοιβαιότητος. Τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία έχουν την έδρα τους εκτός της Κοινότητας δεν Ö πρέπει να Õ υπάγονται στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών του άρθρου 49 δεύτερο εδάφιο της συνθήκης, ούτε στην ελευθερία εγκαταστάσεως σε κράτη μέλη εκτός εκείνου στο οποίο είναι εγκαταστημένα. Εντούτοις, οι αιτήσεις για χορήγηση άδειας λειτουργίας μιας θυγατρικής ή για απόκτηση συμμετοχής εκ μέρους μιας επιχείρησης η οποία διέπεται από τη νομοθεσία τρίτης χώρας, υπόκεινται σε διαδικασία η οποία διασφαλίζει καθεστώς αμοιβαιότητας υπέρ των πιστωτικών ιδρυμάτων της Κοινότητας στην εν λόγω τρίτη χώρα.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 20 (Προσαρμοσμένο)

Οι άδειες λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων που εκδίδουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, ισχύουν σε όλη την Κοινότητα και όχι πλέον σ' ένα μόνο κράτος μέλος, και κατά συνέπεια οι ισχύουσες ρήτρες αμοιβαιότητας καθίστανται ανενεργείς. Συνεπώς, απαιτείται μια ευέλικτη διαδικασία με την οποία θα διαπιστώνεται αν υπάρχει αμοιβαιότητα σε κοινοτική κλίμακα. Σκοπός της διαδικασίας αυτής δεν είναι το κλείσιμο των χρηματαγορών της Κοινότητας, αλλά η προώθηση της φιλελευθεροποίησης των χρηματαγορών εν γένει σε άλλες τρίτες χώρες, δεδομένου ότι η Κοινότητα σκοπεύει να διατηρήσει τις χρηματαγορές της ανοιχτές στον υπόλοιπο κόσμο• προς το σκοπό αυτό, η παρούσα οδηγία θεσπίζει διαδικασίες διαπραγματεύσεων με τρίτες χώρες ή, σαν ύστατο μέσο, τη δυνατότητα λήψης μέτρων συνισταμένων σε αναστολή της χορήγησης νέων αδειών λειτουργίας ή σε περιορισμό των νέων αδειών λειτουργίας.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 21

(17) Πρέπει να συναφθούν συμφωνίες, σε βάση αμοιβαιότητας, μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών προκειμένου να επιτευχθεί η πραγματική άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση σε ένα όσο το δυνατό ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 22 (Προσαρμοσμένο)

(18) Η ευθύνη για την εποπτεία της οικονομικής ευρωστίας ενός πιστωτικού ιδρύματος, και ιδίως της φερεγγυότητάς του, Ö πρέπει να Õ εναπόκειται στοην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αυτού του ιδρύματος.· η Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής εξακολουθεί Ö πρέπει Õ να είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της ρευστότητας Ö των υποκαταστημάτων Õ και της νομισματικής πολιτικής Ö των νομισματικών πολιτικών Õ . Η εποπτεία του κινδύνου της αγοράς πρέπει να αποτελεί αντικείμενο στενής συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογικές σκέψεις 23 και 24 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

(19) Για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής τραπεζικής αγοράς, απαιτείται, πέρα από τους νομικούς κανόνες, στενή και τακτική συνεργασία ð καθώς και πολύ μεγαλύτερη σύγκλιση όσον αφορά τις κανονιστικές και εποπτικές πρακτικές, μεταξύ ï των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών. Ö Προς τούτο, συγκεκριμένα, Õ Η ομάδα συνεργασίας των αρχών ελέγχου των τραπεζών των κρατών μελών εξακολουθεί να αποτελεί το πλέον ενδεδειγμένο πλαίσιο για την κατά περίπτωση η εξέταση των προβλημάτων που αφορούν τα πιστωτικά ιδρύματα ð και η αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να πραγματοποιούνται στο πλαίσιο ï της ð Επιτροπής Ευρωπαϊκών Τραπεζικών Εποπτικών φορέων ï ð που συστάθηκε με την απόφαση της Επιτροπής 2004/5/EΚ[15] ï• η ομάδα αυτή αποτελεί τον κατάλληλο φορέα για την αμοιβαία ενημέρωση που προβλέπεται στο άρθρο 28. Παρ' όλα αυτά, αυτή η διαδικασία αμοιβαίας ενημέρωσης δεν Ö πρέπει, σε καμία περίπτωση, να Õ αντικαθιστά τη διμερή συνεργασία. που καθορίζεται στο άρθρο 28. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, μΜε την επιφύλαξη των δικών της αρμοδιοτήτων ελέγχου, Ö η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους υποδοχής πρέπει Õ εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να ελέγχει, είτε, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, με δική της πρωτοβουλία, είτε με πρωτοβουλία της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, αν η δραστηριότητα ενός πιστωτικού ιδρύματος στο έδαφός της είναι σύμφωνη με τη σχετική νομοθεσία, τις αρχές της καλής διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και του επαρκούς εσωτερικού ελέγχου. 

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 25

(20) Θα πρέπει να επιτραπεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και των αρχών ή οργανισμών που, ως εκ των καθηκόντων τους, συμβάλλουν στην ενίσχυση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για να διαφυλαχθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των πληροφοριών που διαβιβάζονται, ο κατάλογος των αποδεκτών τους πρέπει να παραμένει αυστηρά περιοριστικός.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογικές σκέψεις 26 και 27 (Προσαρμοσμένο)

(21) Ορισμένες πράξεις, όπως π.χ. οι απάτες και τα εγκλήματα των προσώπων που είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, ακόμα και όταν αφορούν επιχειρήσεις άλλες από πιστωτικά ιδρύματα, είναι ικανές να επηρεάσουν τη σταθερότητα και το αδιάβλητο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Είναι αναγκαίο να θεσπιστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών Ö σε τέτοιες περιπτώσεις Õ .

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 28 (Προσαρμοσμένο)

(22) Οσάκις προβλέπεται ότι οι πληροφορίες δεν διαβιβάζονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών, οι αρχές αυτές Ö πρέπει να Õ μπορούν, αν συντρέχει λόγος, να εξαρτήσουν τη συγκατάθεσή τους από την τήρηση συγκεκριμένων αυστηρών όρων.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 29

(23) Θα πρέπει επίσης να επιτραπεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ, αφενός, των αρμοδίων αρχών και, αφετέρου, των κεντρικών τραπεζών και άλλων οργανισμών με ανάλογη αποστολή, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, κατά περίπτωση δε, και άλλων δημοσίων αρχών επιφορτισμένων με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 30 (Προσαρμοσμένο)

(24) Για την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και για την προστασία των πελατών των πιστωτικών ιδρυμάτων, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι ο ελεγκτής οφείλει να ενημερώνει ταχέως τις αρμόδιες αρχές όταν, στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, λάβει γνώση, κατά την εκπλήρωση της αποστολής του, ορισμένων γεγονότων, τα οποία είναι ικανά να επηρεάσουν σοβαρά τη χρηματοπιστωτική κατάσταση ή τη διοικητική και λογιστική οργάνωση του πιστωτικού ιδρύματος•. λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου στόχου, είναι ευκταίο Ö Για τον ίδιο λόγο, Õ τα κράτη μέλη Ö πρέπει, επίσης, Õ να προβλέψουν ότι η υποχρέωση αυτή ισχύει σε κάθε περίπτωση οσάκις τα γεγονότα αυτά διαπιστώνονται από έναν ελεγκτή κατά την εκπλήρωση της αποστολής του σε μια επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με ένα πιστωτικό ίδρυμα. Η υποχρέωση που επιβάλλεται στους ελεγκτές να ανακοινώνουν, ενδεχομένως, στις αρμόδιες αρχές, σχετικά με ένα πιστωτικό ίδρυμα, ορισμένα γεγονότα ή αποφάσεις που διαπίστωσαν κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους σε ένα μη πιστωτικό ίδρυμα δεν Ö πρέπει να Õ μεταβάλλει από μόνη της το χαρακτήρα της αποστολής τους σε αυτό το ίδρυμα, ούτε τον τρόπο με τον οποίο οφείλουν να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους έναντι του ιδρύματος αυτού.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογικές σκέψεις 31 έως 35 (Προσαρμοσμένο)

Κοινοί βασικοί κανόνες για τα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων αποτελούν θεμελιώδη παράγοντα για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς στον τραπεζικό τομέα, επειδή τα ίδια κεφάλαια χρησιμεύουν για τη διασφάλιση της συνέχειας της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και για την προστασία των αποταμιεύσεων. Η εναρμόνιση αυτή ενισχύει την εποπτεία που ασκείται στα πιστωτικά ιδρύματα και προωθεί τις υπόλοιπες συντονιστικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στον τραπεζικό τομέα.

Οι εν λόγω κανόνες πρέπει να εφαρμόζονται σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα.

Τα ίδια κεφάλαια ενός πιστωτικού ιδρύματος μπορούν να συντελούν στην κάλυψη των ζημιών που δεν καλύπτονται επαρκώς από τα κέρδη. Τα ίδια κεφάλαια χρησιμεύουν επίσης στις αρμόδιες αρχές ως σημαντικό μέτρο σύγκρισης για την εκτίμηση ιδίως της φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και για άλλους εποπτικούς σκοπούς.

Επειδή σε μια εσωτερική αγορά στον τραπεζιτικό τομέα, τα πιστωτικά ιδρύματα βρίσκονται σε άμεσο ανταγωνισμό μεταξύ τους, οι ορισμοί και οι κανόνες σχετικά με τα ίδια κεφάλαια πρέπει να είναι ισοδύναμοι• γι' αυτό το σκοπό, τα κριτήρια καθορισμού της σύνθεσης των ιδίων κεφαλαίων δεν πρέπει να επαφίενται αποκλειστικά στα κράτη μέλη. Με τη θέσπιση αυτών των κοινών βασικών κανόνων, εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον της Κοινότητας μέσω της αποφυγής στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και ενισχύεται ταυτόχρονα ο τραπεζικός τομέας της Κοινότητας.

Ο ορισμός των ιδίων κεφαλαίων που δίνεται με την παρούσα οδηγία προβλέπει ένα ανώτατο όριο στοιχείων και περιοριστικών ποσών, αφήνοντας σε κάθε κράτος μέλος την ευχέρεια να χρησιμοποιεί το σύνολο ή μέρος των στοιχείων αυτών ή να θεσπίζει χαμηλότερα ανώτατα όρια για τα εν λόγω περιοριστικά ποσά.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 36 (Προσαρμοσμένο)

(25) Η παρούσα οδηγία διευκρινίζει Ö ότι για ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, Õ τα κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνονται ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, Ö πρέπει να προσδιορίζονται χωρίς να θίγεται η δυνατότητα των κρατών μελών Õ ενώ τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να εφαρμόσουν αυστηρότερες διατάξεις.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 37 (Προσαρμοσμένο)

Σε ένα πρώτο στάδιο, αυτοί οι κοινοί βασικοί κανόνες προσδιορίζονται με αρκετά γενικούς όρους ώστε να συμπεριλάβουν το σύνολο των στοιχείων που συνιστούν τα ίδια κεφάλαια στα διάφορα κράτη μέλη.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 38

ð Νέο

(26) Η παρούσα οδηγία διακρίνει, βάσει ποιοτικών κριτηρίων, μεταξύ των στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων τα οποία συνιστούν τα βασικά ίδια κεφάλαια, αφενός, και των στοιχείων τα οποία συνιστούν τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια, αφετέρου.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 39 (Προσαρμοσμένο)

(27) Προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα στοιχεία τα οποία συνιστούν τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια δεν είναι της ίδιας ποιότητας με τα στοιχεία τα οποία συνιστούν τα βασικά ίδια κεφάλαια, το ύψος των συμπληρωματικών κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια δεν πρέπει να υπερβαίνει το 100 % των βασικών ιδίων κεφαλαίων. Επιπλέον, το ύψος των συμπληρωματικών κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50 % των βασικών ιδίων κεφαλαίων.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 39 (Προσαρμοσμένο)

(28) Για να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, τα δημόσια πιστωτικά ιδρύματα δεν πρέπει να συνυπολογίζουν στα ίδια κεφάλαιά τους τις εγγυήσεις που τους χορηγούν τα κράτη μέλη ή οι τοπικές αρχές.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 40 (Προσαρμοσμένο)

(29) Όταν, στα πλαίσια της εποπτείας, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί η έκταση των ενοποιημένων ιδίων κεφαλαίων ομίλου πιστωτικών ιδρυμάτων, ο υπολογισμός αυτός Ö πρέπει να Õ γίνεται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 41 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

(30) Η ακριβής λογιστική μέθοδος που θα εφαρμόζεται για τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων, του συντελεστή φερεγγυότητας ð την επάρκειά τους σε σχέση με τον κίνδυνο τον οποίο αναλαμβάνει ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ï και για την αξιολόγηση της συγκέντρωσης των ανοιγμάτων πρέπει να λάβει υπόψη τις διατάξεις της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και των λοιπών χρηματοδοτικώνπιστωτικών ιδρυμάτων[16], στην οποία έχουν ενσωματωθεί ορισμένες προσαρμογές των διατάξεων της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, που βασίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) της συνθήκης, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς Ö [17] Õ ð ή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων[18] αναλόγως του ποιο από τα δύο διέπει τη λογιστική των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων βάσει της εθνικής νομοθεσίας. ï

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 42 έως 47 (Προσαρμοσμένο)

Οι διατάξεις οι σχετικές με τα ίδια κεφάλαια εντάσσονται στα πλαίσια της διεθνούς προσπάθειας που έχει αναληφθεί, σε ευρύτερη κλίμακα, με στόχο την προσέγγιση των κανόνων που ισχύουν στις σημαντικότερες χώρες όσον αφορά την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων.

Τα πιστωτικά ιδρύματα καλούνται εντός μιας εσωτερικής αγοράς στον τραπεζικό τομέα να ανταγωνίζονται απευθείας μεταξύ τους και οι κοινοί κανόνες φερεγγυότητας με τη μορφή ενός ελάχιστου συντελεστή θα έχουν ως αποτέλεσμα την πρόληψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος της Κοινότητας.

Η Επιτροπή πρόκειται να εκπονήσει έκθεση και να εξετάζει περιοδικά τις διατάξεις τις σχετικές με τα ίδια κεφάλαια με σκοπό να ενισχύει τις διατάξεις αυτές για την επίτευξη περαιτέρω σύγκλισης προς ένα κοινό ορισμό των ιδίων κεφαλαίων. Η σύγκλιση αυτή θα επιτρέψει την καλύτερη ευθυγράμμιση των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων της Κοινότητας.

Οι διατάξεις οι σχετικές με τον συντελεστή φερρεγγυότητας είναι το αποτέλεσμα των εργασιών της συμβουλευτικής επιτροπής τραπεζών, η οποία είναι υπεύθυνη να υποβάλλει οποιαδήποτε πρόταση στην Επιτροπή για το συντονισμό των συντελεστών που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη.

Η θέσπιση ενός κατάλληλου συντελεστή φερεγγυότητας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Ένας συντελεστής, για τον υπολογισμό του οποίου τα στοιχεία του ενεργητικού και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία σταθμίζονται ανάλογα με το βαθμό πιστωτικού κινδύνου, αποτελεί ιδιαίτερως χρήσιμο μέτρο για τη διασφάλιση της φερεγγυότητας.

ò Νέο

(31) Η θέσπιση ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και στην αμοιβαία αναγνώριση των εποπτικών τεχνικών. Από την άποψη αυτή, οι διατάξεις όσον αφορά τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις πρέπει να εξεταστούν σε συνδυασμό με άλλα ειδικά μέσα τα οποία επίσης εναρμονίζουν τις θεμελιώδεις τεχνικές εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

(32) Προκειμένου να προληφθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να ενισχυθεί το τραπεζικό σύστημα στην εσωτερική αγορά, είναι σκόπιμο να θεσπιστούν κοινές ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

(33) Προκειμένου να εξασφαλιστεί επαρκής φερεγγυότητα είναι σημαντικό να θεσπιστούν ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που σταθμίζουν στοιχεία του ενεργητικού και στοιχεία εκτός ισολογισμού ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 51 (Προσαρμοσμένο)

Ο καθορισμός κοινών κανόνων για τα ίδια κεφάλαια σε συνάρτηση με τα στοιχεία του ενεργητικού και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία που υπόκεινται στον πιστωτικό κίνδυνο είναι, συνεπώς, ένα από τα ουσιαστικά στοιχεία της εναρμόνισης που απαιτείται για την επίτευξη της αμοιβαίας αναγνώρισης των τεχνικών ελέγχου και, επομένως, για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς στον τραπεζικό τομέα.

Για το λόγο αυτό, οι διατάξεις οι σχετικές με τον συντελεστή φερεγγυότητας πρέπει να εξεταστούν σε συνδυασμό με άλλα ειδικά μέσα τα οποία επίσης εναρμονίζουν τις θεμελιώδεις τεχνικές του ελέγχου των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Τα πιστωτικά ιδρύματα καλούνται εντός μιας εσωτερικής αγοράς στον τραπεζιιτικό τομέα να ανταγωνίζονται απευθείας μεταξύ τους και οι κοινοί κανόνες φερεγγυότητας με τη μορφή ενός ελάχιστου συντελεστή θα έχουν ως αποτέλεσμα την πρόληψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος της Κοινότητας.

Η παρούσα οδηγία προβλέπει διαφορετικούς συντελεστές στάθμισης για τις εγγυήσεις που χορηγούνται από τα διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (institutions financiéres). Η Επιτροπή αναλαμβάνει, συνεπώς, να εξετάσει εάν η παρούσα οδηγία δημιουργεί σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού ανάμεσα στα πιστωτικά ιδρύματα και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και να κρίνει, ανάλογα με τα συμπεράσματα της εξέτασης αυτής, εάν δικαιολογείται να ληφθούν διορθωτικά μέτρα.

ò Νέο

(34) Είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη η ποικιλομορφία των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Κοινότητα παρέχοντας εναλλακτικές λύσεις ως προς τον υπολογισμό των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για πιστωτικό κίνδυνο ενσωματώνοντας διάφορα επίπεδα ευαισθησίας κινδύνου και απαιτώντας διαφορετικά επίπεδα πολυπλοκότητας Η χρήση εξωτερικών πιστοληπτικών διαβαθμίσεων και εκτιμήσεων των ίδιων των πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά τις παραμέτρους πιστωτικού κινδύνου αντιπροσωπεύει σημαντική βελτίωση όσον αφορά την ευαισθησία κινδύνου και την ορθότητα, από άποψη προληπτικής εποπτείας, των κανόνων περί πιστωτικού κινδύνου. Πρέπει να παρέχονται τα κατάλληλα κίνητρα στα πιστωτικά ιδρύματα, ούτως ώστε να υιοθετούν μεθόδους μεγαλύτερης ευαισθησίας κινδύνου.

(35) Οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις πρέπει να είναι αναλογικές προς τους κινδύνους τους οποίους προορίζονται να αντιμετωπίσουν. Συγκεκριμένα, η μείωση των επιπέδων κινδύνου που απορρέει από την ανάληψη ενός μεγάλου αριθμού σχετικά μικρών ανοιγμάτων πρέπει να αντικατοπτρίζεται στις απαιτήσεις.

(36) Πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη αναγνώριση στις τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων σχεδιασμένο να εξασφαλίσει ότι η φερεγγυότητα δεν θα υπονομεύεται από περιττή αναγνώριση κινδύνων.

(37) Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι κίνδυνοι και οι μειώσεις των κινδύνων που απορρέουν από δραστηριότητες τιτλοποίησης και από επενδύσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων αντικατοπτρίζονται κατάλληλα στις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις για πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να συμπεριληφθούν και κανόνες που προβλέπουν την βάσει ευαισθησίας κινδύνου και ορθή από άποψη προληπτικής εποπτείας, μεταχείριση των εν λόγω δραστηριοτήτων και επενδύσεων.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 52 (Προσαρμοσμένο)

Το παράρτημα ΙΙΙ ρυθμίζει τη μεταχείριση των εκτός ισολογισμού στοιχείων κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα προς εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, και ιδίως των ίσων όρων ανταγωνισμού, τα κράτη μέλη επιδιώκουν την εκ μέρους των αρμοδίων αρχών τους ομοιόμορφη αξιολόγηση των συμφωνιών περί συμβατικού συμψηφισμού. Το παράρτημα III λαμβάνει υπόψη τις εργασίες ενός διεθνούς πλαισίου τραπεζικών εποπτικών αρχών σχετικά με την αναγνώριση του διμερούς συμψηφισμού από τις αρχές αυτές, και ιδίως με τη δυνατότητα υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για ορισμένες συναλλαγές βάσει ενός καθαρού και όχι ενός ακαθάριστου ποσού, υπό τον όρον ότι υπάρχουν νομικά δεσμευτικές συμφωνίες που εξασφαλίζουν ότι ο σχετικός πιστωτικός κίνδυνος περιορίζεται στο καθαρό αυτό ποσό. Για τα πιστωτικά ιδρύματα και τους ομίλους πιστωτικών ιδρυμάτων που ασκούν δραστηριότητες διεθνώς σε ευρύ φάσμα χωρών και ανταγωνίζονται τα πιστωτικά ιδρύματα της Κοινότητας, οι κανόνες που θεσπίζονται σε ευρύτερο διεθνές επίπεδο θα έχουν ως αποτέλεσμα την πληρέστερη αντιμετώπιση, από άποψη εποπτείας, των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσων. Η μεγαλύτερη ακρίβεια εξασφαλίζει καταλληλότερη υποχρεωτική κεφαλαιακή κάλυψη, δεδομένου ότι λαμβάνεται υπόψη το αποτέλεσμα μείωσης του κινδύνου των αναγνωρισμένων από τις εποπτικές αρχές συμφωνιών συμβατικού συμψηφισμού για τους ενδεχομένους μελλοντικούς πιστωτικούς κινδύνους. Ο συμψηφισμός των εξωχρηματιστηριακών παράγωγων μέσων που διενεργείται από τα γραφεία συμψηφισμού που λειτουργούν ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε ορισμένα κράτη μέλη. Είναι σκόπιμο να αναγνωρισθούν τα οφέλη ενός τέτοιου συμψηφισμού, όσον αφορά τη μείωση των πιστωτικών κινδύνων και των σχετικών συστημικών κινδύνων στα πλαίσια της προσεκτικής αντιμετώπισης των πιστωτικών κινδύνων. Τα τρέχοντα και τα ενδεχόμενα μελλοντικά ανοίγματα, τα οποία προκύπτουν από το συμψηφισμό συμβάσεων σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα πρέπει να καλύπτονται πλήρως και να μην υπάρχει κίνδυνος διεύρυνσης των ανοιγμάτων του γραφείου συμψηφισμού πέραν της αγοραίας αξίας της παρεχόμενης εγγύησης, ώστε επί μία μεταβατική περίοδο να υπάρξει για τα υπαγόμενα σε συμψηφισμό παράγωγα μέσα η αυτή προσεκτική αντιμετώπιση, όπως και για παράγωγα μέσα που αποτελούν αντικείμενο χρηματιστηριακής συναλλαγής. Πρέπει κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών να είναι ικανοποιητικό το επίπεδο του αρχικού περιθωρίου και του περιθωρίου διακύμανσης που απαιτούνται καθώς και το είδος και η μορφή της διασφάλισης που εξασφαλίζεται με την παρεχόμενη εγγύηση. Το παράρτημα III παρέχει στα πιστωτικά ιδρύματα των κρατών μελών αντίστοιχη δυνατότητα αναγνώρισης του διμερούς συμψηφισμού από τις εποπτικές αρχές και τους εξασφαλίζει κατ' αυτόν τον τρόπο ισότιμους όρους ανταγωνισμού. Οι εν λόγω κανόνες είναι καλά σταθμισμένοι και κατάλληλοι για την ενίσχυση της εφαρμογής των μέτρων προληπτικής εποπτείας στα πιστωτικά ιδρύματα. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να μεριμνούν ώστε ο υπολογισμός των πρόσθετων ποσών να γίνεται βάσει των πραγματικών και όχι των φαινομενικών πλασματικών ποσών.

ò Nέο

(38) Ο λειτουργικός κίνδυνος αποτελεί σημαντικό κίνδυνο τον οποίο αντιμετωπίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα, για τον οποίο απαιτείται κάλυψη με ίδια κεφάλαια. Είναι ουσιώδες να ληφθεί υπόψη η ποικιλομορφία των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Κοινότητα παρέχοντας εναλλακτικές λύσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε σχέση με λειτουργικούς κινδύνους που ενσωματώνουν διάφορα επίπεδα ευαισθησίας κινδύνου και απαιτούν διαφορετικoύς βαθμούς πολυπλοκότητας Πρέπει να παρέχονται τα κατάλληλα κίνητρα στα πιστωτικά ιδρύματα, ούτως ώστε να υιοθετούν μεθόδους μεγαλύτερης ευαισθησίας κινδύνου. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κλάδος μέτρησης και διαχείρισης λειτουργικού κινδύνου βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα, οι κανόνες πρέπει εξετάζονται και να επικαιροποιούνται καταλλήλως, μεταξύ άλλων, και σε σχέση με τις απαιτήσεις για διαφορετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες και την αναγνώριση των τεχνικών μείωσης του κινδύνου.

(39) Προκειμένου να εξασφαλιστεί επαρκής φερεγγυότητα για πιστωτικά ιδρύματα που ανήκουν σε ομίλους επιχειρήσεων, είναι σημαντικό, οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις να διαμορφώνονται με βάση την ενοποιημένη οικονομική κατάσταση του ομίλου. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα κεφάλαια έχουν κατανεμηθεί καταλλήλως εντός του ομίλου και ότι είναι διαθέσιμα για την προστασία των καταθέσεων εφόσον χρειαστεί, οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις πρέπει να ισχύουν για καθένα από τα πιστωτικά ιδρύματα ενός ομίλου, εκτός εάν ο στόχος αυτός δύναται να επιτευχθεί αποτελεσματικά με άλλον τρόπο.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 53 (Προσαρμοσμένο)

Ο ελάχιστος συντελεστής που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία ενισχύει το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Κοινότητα. Επελέγη το ποσοστό του 8%, μετά από στατιστική έρευνα σχετικά με τις απαιτήσεις κεφαλαίου που ίσχυαν στις αρχές του 1988.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 54

(40) Πρέπει να εναρμονισθούν οι ουσιώδεις κανόνες εποπτείας των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Είναι σημαντικό να δοθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να θεσπίσουν αυστηρότερες διατάξεις από τις διατάξεις που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 55 (Προσαρμοσμένο)

(41) Η εποπτεία επιτήρηση και ο έλεγχος των ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων Ö πρέπει να Õ αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της εποπτείας τους. Ö Συνεπώς, Õ Ηη υπερβολική συγκέντρωση ανοιγμάτων σε ένα μόνο πελάτη ή σε μία μόνο ομάδα συνδεδεμένων πελατών μπορεί να οδηγήσει σε απαράδεκτη πιθανότητα ζημιών. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί επιζήμια για τη φερεγγυότητα ενός πιστωτικού ιδρύματος.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 56 (Προσαρμοσμένο)

(42) Επειδή όντως τα πιστωτικά ιδρύματα, σε μιατην εσωτερική αγορά στον τραπεζικό τομέα, ευρίσκονται σε άμεσο ανταγωνισμό μεταξύ τους, θα πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία των υποχρεώσεων σχετικά με την εποπτεία επιτήρηση που ισχύουν στο σύνολο της Κοινότητας. Για το σκοπό αυτό, τα κριτήρια που εφαρμόζονται για τον καθορισμό της συγκέντρωσης των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο δεσμευτικών νομικών κανόνων στο επίπεδο της Κοινότητας και δεν πρέπει να επαφίεται αποκλειστικά στην κρίση των κρατών μελών. Η θέσπιση κοινών κανόνων θα εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα της Κοινότητας, δεδομένου ότι θα αποφευχθούν οι διαφορές στους όρους ανταγωνισμού ενώ ταυτόχρονα θα ενισχυθεί το τραπεζικό σύστημα της Κοινότητας.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 57 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

(43) Οι διατάξεις οι σχετικές με το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνουν ονοματολογία των πιστωτικών κινδύνων που αντιμετωπίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα. Πρέπει συνεπώς να χρησιμοποιηθεί επίσης αυτή η ονοματολογία για τον ορισμό των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς της οριοθέτησης των μεγάλων κινδύνων· δεν πρέπει όμως ð Ενώ, για τους σκοπούς του περιορισμού των μεγάλων ανοιγμάτων, είναι σκόπιμο να βασιστεί ο ορισμός των ανοιγμάτων σε εκείνον που ισχύει για τους σκοπούς των ελάχιστων απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια σε σχέση με τον πιστωτικό κίνδυνο, δεν είναι σκόπιμο ï να γίνει αναφορά κατ’ αρχήν στις σταθμίσεις ούτε στους βαθμούς κινδύνου που θεσπίζονται από τις εν λόγω διατάξεις. Πράγματι, αυτές οι σταθμίσεις και βαθμοί κινδύνου σχεδιάστηκαν προκειμένου να διασφαλιστεί γενικά η φερεγγυότητα για την κάλυψη των πιστωτικών κινδύνων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Στα πλαίσια μιας ρύθμισης για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, στόχος είναι Ö Προκειμένου Õ να περιοριστεί ο μέγιστος κίνδυνος ζημιών ενός πιστωτικού ιδρύματος από έναν πελάτη ή ομάδα συνδεδεμένων πελατών. Πρέπει, Ö πρέπει Õ συνεπώς, να υιοθετηθείούν μια συνετή προσέγγιση που να αποσκοπεί στο να λαμβάνεται κατά γενικό κανόνα υπόψη η ονομαστική αξία των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, χωρίς Ö κανόνες για τον προσδιορισμό των μεγάλων χρηματοοικονομικών ανοιγμάτων που θα λαμβάνουν υπόψη την ονομαστική αξία του ανοίγματος χωρίς την Õ εφαρμογή σταθμίσεων ή βαθμών κινδύνου.

ò νέο

(44) Μολονότι είναι επιθυμητό, εν αναμονή της περαιτέρω αναθεώρησης των διατάξεων για τα μεγάλα ανοίγματα, να επιτραπεί η αναγνώριση των επιπτώσεων της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν που επιτρέπεται για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις προκειμένου να περιοριστούν οι απαιτήσεις υπολογισμού, οι κανόνες σχετικά με τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου σχεδιάστηκαν μέσα στο πλαίσιο του γενικότερου διαφοροποιημένου πιστωτικού κινδύνου που προέρχεται από ανοίγματα έναντι ενός μεγάλου αριθμού αντισυμβαλλομένων. Ως εκ τούτου, η αναγνώριση των επιπτώσεων των τεχνικών αυτών στο πλαίσιο της επιβολής ορίων στα μεγάλα ανοίγματα ούτως ώστε να περιοριστεί η μέγιστη ζημία που δύναται να υποστεί ένα πιστωτικό ίδρυμα από έναν μεμονωμένο πελάτη ή μια μεμονωμένη ομάδα συνδεδεμένων πελατών, πρέπει να εξαρτάται από την εκπλήρωση κριτηρίων προληπτικής εποπτείας.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 58 (Προσαρμοσμένο)

(45) Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα αναλαμβάνει χρηματοδοτικό άνοιγμα έναντι της μητρικής του επιχείρησης ή έναντι των άλλων θυγατρικών αυτής της μητρικής επιχείρησης, πρέπει να επιδεικνύεται ιδιαίτερη σύνεση. Η διαχείριση χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που αναλαμβάνονται από τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να γίνεται εντελώς αυτόνομα, στο πλαίσιο της τήρησης των αρχών της υγιούς τραπεζικής διαχείρισης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη κανένας Ö άλλος Õ παράγοντας ξένος προς αυτές τις αρχές. Η παρούσα οδηγία προβλέπει ότι, στηνΣε περίπτωση που η επιρροή που ασκείται από τα πρόσωπα τα οποία κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος, οι αρμόδιες αρχές Ö πρέπει να Õ λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί αυτή η κατάσταση. Στον τομέα των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, ενδείκνυται επίσης να προβλεφθούν ειδικοί κανόνες Ö , περιλαμβανομένων και αυστηρότερων περιορισμών, Õ για τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που αναλαμβάνονται από ένα πιστωτικό ίδρυμα έναντι επιχειρήσεων του ιδίου ομίλου και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυστηρότεροι κανόνες περιορισμού γι' αυτά τα χρηματοδοτικά ανοίγματα σε σχέση με τα άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα. Αυτός ο αυστηρότερος περιορισμός Ö Τέτοιοι κανόνες Õ δεν πρέπει, πάντως, να εφαρμόζεονται όταν η μητρική επιχείρηση είναι χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή πιστωτικό ίδρυμα, και ή όταν οι άλλες θυγατρικές είναι πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικά ιδρύματα, ή επιχειρήσεις παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, εφόσον όλες αυτές οι επιχειρήσεις υπόκεινται στην εποπτεία του πιστωτικού ιδρύματος σε ενοποιημένη βάση. Σ' αυτήν την περίπτωση, η εποπτεία σε εντοποιημένη βάση του κατ' αυτόν τον τρόπο διαμορφωθέντος συνόλου επιτρέπει την άσκηση επαρκώς αποτελεσματικής εποπτείας, χωρίς να είναι απαραίτητο να προβλεφθούν αυστηρότεροι κανόνες για τον περιορισμό των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων. Αυτό θα ενθαρρύνει επίσης τους τραπεζικούς ομίλους να οργανώσουν τις διαρθρώσεις τους κατά τρόπο που να καθίσταται δυνατή η άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, πράγμα επιθυμητό δεδομένου ότι έτσι θα είναι δυνατό να ασκείται πληρέστερη εποπτεία.

ò Νέο

(46) Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι διαθέτουν εσωτερικά κεφάλαια τα οποία επαρκούν από πλευράς ποσότητας, ποιότητας και κατανομής για τους κινδύνους τους οποίους έχουν αναλάβει ή τους οποίους ενδεχομένως να αναλάβουν. Συνεπώς, τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να εφαρμόζουν στρατηγικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διατήρηση της επάρκειας των εσωτερικών τους κεφαλαίων.

(47) Οι αρμόδιες αρχές είναι υπεύθυνες για τον έλεγχο της καλής οργάνωσης και της επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους τους οποίους έχουν αναλάβει ή τους οποίους ενδεχομένως να αναλάβουν τα πιστωτικά ιδρύματα.

(48) Προς τον σκοπό της αποτελεσματικής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς στον τραπεζικό τομέα, η επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας πρέπει να συμβάλλει στην συνεπή εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών σε ολόκληρη την Κοινότητα.

(49) Για τον ίδιο λόγο και προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα πιστωτικά ιδρύματα στην Κοινότητα, που αναπτύσσουν δραστηριότητα σε περισσότερα κράτη μέλη δεν φέρουν δυσανάλογα βάρη λόγω του ότι οι αρμόδιες αρχές των μεμονωμένων κρατών μελών συνεχίζουν να είναι υπεύθυνες για την άδεια λειτουργίας και την εποπτεία, είναι σημαντικό να δοθεί ώθηση στη συνεργασία μεταξύ αρμοδίων αρχών. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος του ενοποιημένου εποπτικού φορέα. Η επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας πρέπει να υποστηρίξει και να ενισχύσει τη συνεργασία αυτή.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 65 (Προσαρμοσμένο)

(50) Η εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση πρέπει να έχει σαν στόχο Ö στοχεύει Õ στην προστασία των συμφερόντων των καταθετών των εν λόγω Ö πιστωτικών Õ ιδρυμάτων και στην εξασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοδοτικού συστήματος.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 59 (Προσαρμοσμένο)

(51) Ö Συνεπώς, Õ Ηη Εεποπτεία σε ενοποιημένη βάση, προκειμένου να είναι αποτελεσματική, πρέπει να μπορεί να εφαρμόζεται σε όλους τους τραπεζικούς ομίλους, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η μητρική επιχείρηση δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διαθέτουν τα απαραίτητα νομικά μέσα για την άσκηση της εν λόγω εποπτείας.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 60 (Προσαρμοσμένο)

(52) Όσον αφορά τους ομίλους με ποικίλες δραστηριότητες, των οποίων η μητρική επιχείρηση ελέγχει τουλάχιστον μία θυγατρική που είναι πιστωτικό ίδρυμα, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμούν τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος στο πλαίσιο αυτών των ομίλων. Τα κράτη μέλη μπορούν, μέχρις ότου επιτευχθεί πλήρης συντονισμός, να καθορίζουν τις κατάλληλες μεθόδους ενοποίησης για να επιτευχθεί ο στόχος της παρούσας οδηγίας. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει τουλάχιστον να διαθέτουν τα μέσα για να λαμβάνουν από όλες τις επιχειρήσεις του ομίλου τις αναγκαίες προς εκτέλεση της αποστολής τους πληροφορίες. Οι αρμόδιες εποπτικές αρχές των διαφόρων χρηματοπιστωτικών τομέων πρέπει να συνεργάζονται όταν πρόκειται για επιχειρηματικούς ομίλους που ασκούν ποικίλες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Ö Μέχρις ότου επιτευχθεί συντονισμός, τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να καθορίζουν τις κατάλληλες μεθόδους ενοποίησης για να επιτευχθεί ο στόχος της παρούσας οδηγίας. Õ

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 61 (Προσαρμοσμένο)

(53) Τα κράτη μέλη μπορούν επιπλέον Ö πρέπει να μπορούν Õ να αρνηθούν ή να αποσύρουν την άδεια λειτουργίας τραπεζών από ορισμένες μορφές ομίλων επιχειρήσεων τις οποίες θεωρούν ακατάλληλες για την άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων, ιδίως επειδή δεν είναι δυνατόν να ασκείται κατά τρόπο ικανοποιητικό η εποπτεία των εν λόγω δραστηριοτήτων. Οι αρμόδιες αρχές Ö πρέπει να Õ διαθέτουν, για το σκοπό αυτό, τις Ö απαραίτητες Õ εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο και παράγραφος 2 στο άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και στο άρθρο 16, προκειμένου να διασφαλιστεί η υγιής και συνετή διαχείριση των πιστωτικών ιδρυμάτων.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογικές σκέψεις 62 έως 64 (Προσαρμοσμένο)

Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να οργανώσουν την εποπτεία σύμφωνα με μεθόδους κατάλληλες για ομίλους των οποίων οι δομές δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. Πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να συμπληρωθούν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας προκειμένου να καλυφθούν παρόμοιες δομές, εφόσον γενικευθεί η χρησιμοποίησή τους.

Η ενοποιημένη εποπτεία πρέπει να καλύπτει κάθε δραστηριότητα οριζόμενη στο παράρτημα I. Κατά συνέπεια όλες οι επιχειρήσεις που αναπτύσσουν κατά κύριο λόγο τις δραστηριότητες αυτές πρέπει να υπόκεινται σε εποπτεία επί ενοποιημένης βάσης. Επομένως ο ορισμός των πιστωτικών ιδρυμάτων διευρύνθηκε έτσι ώστε να περιλαμβάνει αυτές τις δραστηριότητες.

Η οδηγία 86/635/ΕΟΚ παράλληλα με την οδηγία 83/349/ΕΟΚ καθόρισε τους κανόνες ενοποίησης των ενοποιημένων λογαριασμών που δημοσιεύονται από τα πιστωτικά ιδρύματα. Είναι επομένως δυνατόν να διαπιστωθούν σαφέστερα οι μέθοδοι που πρέπει να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

ò νέο

(54) Προκειμένου να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα η εσωτερική τραπεζική αγορά και να υπάρχει επαρκής διαφάνεια για τους πολίτες της Κοινότητας, είναι αναγκαίο οι αρμόδιες αρχές να δημοσιοποιούν, και μάλιστα κατά τρόπο που να επιτρέπει αξιόπιστες συγκρίσεις, τον τρόπο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(55) Προκειμένου να ενισχυθεί η πειθαρχία στην αγορά και να δοθούν στα πιστωτικά ιδρύματα κίνητρα ώστε να βελτιώσουν την στρατηγική τους στην αγορά, τον έλεγχο των κινδύνων και την εσωτερική διαχειριστική τους οργάνωση, πρέπει να προβλέπεται η δημοσιοποίηση των κατάλληλων στοιχείων από μέρους τους.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 66 (Προσαρμοσμένο)

(56) Η εξέταση των προβλημάτων που τίθενται στους τομείς, οι οποίοι καλύπτονται από την παρούσα οδηγία καθώς και από άλλες οδηγίες που αφορούν τις δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων, ιδιαίτερα με την προοπτική ευρύτερου συντονισμού, απαιτεί την συνεργασία των αρμοδίων αρχών και της Επιτροπής στο πλαίσιο μιας συμβουλευτικής επιτροπής. Αυτή η επιτροπή των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών δεν θίγει άλλες μορφές συνεργασίας μεταξύ αρχών ελέγχου στον τομέα της ενάρξεως της δραστηριότητας και της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και ιδιαίτερα της συνεργασίας που καθιερώνεται στο πλαίσιο ομάδας συνεργασίας που συνεστήθη μεταξύ των αρχών ελέγχου των τραπεζών.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 67 (Προσαρμοσμένο)

(57) Ενδέχεται να φανεί αναγκαίο να επέρχονται κατά καιρούς τεχνικές τροποποιήσεις των λεπτομερών κανόνων που περιέχονται στην παρούσα οδηγία, ούτως ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι νέες εξελίξεις που σημειώνονται στον τραπεζικό τομέα. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή θα προβαίνει σ' αυτές τις τροποποιήσεις, εφόσον είναι αναγκαίες, μετά από διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή τραπεζών στα πλαίσια των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή από τις διατάξεις της συνθήκης· Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας πράξης θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή Ö [19] Õ .

ò Νέο

(58) Προκειμένου να αποφευχθεί η αναστάτωση των αγορών και να εξασφαλιστεί συνέχεια ως προς το συνολικό ύψος των ιδίων κεφαλαίων είναι σκόπιμο να προβλεφθούν ειδικές μεταβατικές ρυθμίσεις.

(59) Λαμβάνοντας υπόψη την ευαισθησία κινδύνου των κανόνων σχετικά με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι επιθυμητό να εξετάζεται αν οι εν λόγω κανόνες έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον οικονομικό κύκλο. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πρέπει να υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με τα θέματα αυτά, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 68 (Προσαρμοσμένο)

Το άρθρο 36 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας επιτρέπει στα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία έχουν συσταθεί υπό μορφή συνεταιριστικών εταιρειών ή ταμείων να περιλαμβάνουν τις αλληλέγγυες υποχρεώσεις των δανειζομένων στα ίδια κεφάλαιά τους κατά την έννοια του άρθρου 34 παράγραφος 2 σημείο 7. Η δανική κυβέρνηση εξέφρασε τη ζωηρή της επιθυμία να μετατραπούν σε ανώνυμες εταιρείες τα ευάριθμα ιδρύματα της ενυπόθηκης πίστης τα οποία έχουν συσταθεί υπό μορφή συνεταιριστικών εταιρειών ή ταμείων. Για να διευκολυνθεί ή να καταστεί δυνατή αυτή η μετατροπή, απαιτείται η θέσπιση προσωρινής παρέκκλισης η οποία να τους επιτρέπει να συνυπολογίζουν μέρος των αλληλέγγυων υποχρεώσεων ως ίδια κεφάλαιά τους. Αυτή η προσωρινή παρέκκλιση δεν πρέπει να επηρεάσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογικές σκέψεις 69 έως 71

(69) Η εφαρμογή συντελεστή στάθμισης 20% στις ενυπόθηκες ομολογίες που διατηρούνται από πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να προκαλέσει διαταραχές στην εθνική χρηματαγορά, όπου αυτού του είδους τα αξιόγραφα παίζουν βαρύνοντα ρόλο· στην περίπτωση αυτή λαμβάνονται προσωρινά μέτρα, ώστε να εφαρμοστεί στάθμιση 10%. Η αγορά τιτλοποίησης εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς ότι, επομένως είναι ευκταίο να εξετάσει η Επιτροπή μαζί με τα κράτη μέλη την εποπτική μεταχείριση των τίτλων που εξασφαλίζονται με περιουσιακά στοιχεία και, πριν την 22α Ιουνίου 1999, να υποβάλει προτάσεις με στόχο την προσαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας, ώστε να καθοριστεί η ενδεδειγμένη συνετή μεταχείριση όσον αφορά τους τίτλους που εξασφαλίζονται με περιουσιακά στοιχεία. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 50% στα δάνεια που, κατά την κρίση τους, εξασφαλίζονται πλήρως και καθ' ολοκληρίαν με υποθήκες επί γραφείων ή εμπορικών χώρων πολλαπλής χρήσης. Τα ενυπόθηκα ακίνητα πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρά κριτήρια αποτίμησης και τακτική επανεκτίμηση της αξίας τους, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στην αγορά εμπορικών ακινήτων. Τα ακίνητα πρέπει να χρησιμοποιούνται ή να εκμισθώνονται από τον ιδιοκτήτη· τα δάνεια για την αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας εξαιρούνται από το συντελεστή στάθμισης κινδύνου 50%.

(70) Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αρμονική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να προβλέψουν την εφαρμογή των νέων ορίων σε δύο στάδια· για τα μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα, μια μεγαλύτερη μεταβατική περίοδος μπορεί να δικαιολογηθεί, δεδομένου ότι η ταχύτερη εφαρμογή του κανόνα του 25 % θα περιόριζε πολύ απότομα την πιστωτική τους δραστηριότητα.

(71) Εξάλλου, πραγματοποιείται ήδη η εναρμόνιση των προϋποθέσεων οικονομικής εξυγίανσης και εκκαθάρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 72 (Προσαρμοσμένο)

(60) Θα εναρμονιστούν πρέπει, επίσης, να εναρμονιστούν τα μέσα που απαιτούνται για τον έλεγχο των κινδύνων ρευστότητας.

ê 2000/12/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 73 (Προσαρμοσμένο)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες ενσωμάτωσης των οδηγιών που παρατίθενται στο παράρτημα V, μέρος Β.

ò Νέο

(61) Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

(62) Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που αντιπροσωπεύουν ουσιώδη μεταβολή σε σχέση με τις προγενέστερες οδηγίες. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που παραμένουν αμετάβλητες απορρέει από τις προγενέστερες οδηγίες.

(63) Η παρούσα οδηγία δεν πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που παρατίθενται στο παράρτημα XIII, μέρος Β.

ê 2000/12/ΕΚ

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ò Νέο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΤΙΤΛΟΣ I || ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

TITΛΟΣ II || ΟΡΟΙ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ

TITΛΟΣ III || ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Τμήμα 1 || Πιστωτικά ιδρύματα

Τμήμα 2 || Χρηματοδοτικά ιδρύματα

Τμήμα 3 || Άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης

Τμήμα 4 || Άσκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών

Τμήμα 5 || Εξουσίες των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής

ΤΙΤΛΟΣ IV || ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

Τμήμα 1 || Γνωστοποίηση σε σχέση με τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών και τους όρους πρόσβασης στις αγορές των χωρών αυτών

Τμήμα 2 || Συνεργασία στον τομέα της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση με τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών

ΤΙΤΛΟΣ V || ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗΣ;;;

Κεφάλαιο 1 || Αρχές της προληπτικής εποπτείας

Τμήμα 1 || Αρμοδιότητες του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής

Τμήμα 2 || Ανταλλαγή πληροφοριών και επαγγελματικό απόρρητο

Τμήμα 3 || Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών

Τμήμα 4 || Επιβολή κυρώσεων και δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη

Κεφάλαιο 2 || Τεχνικά μέσα προληπτικής εποπτείας

Τμήμα 1 || Ίδια κεφάλαια

Τμήμα 2 || Πρόβλεψη για κινδύνους

Υποτμήμα 1 || Επίπεδο εφαρμογής

Υποτμήμα 2 || Υπολογισμός των απαιτήσεων

Υποτμήμα 3 || Ελάχιστο ύψος ιδίων κεφαλαίων

Τμήμα 3 || Ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον πιστωτικό κίνδυνο

Υποτμήμα 1 || Τυποποιημένη μέθοδος

Υποτμήμα 2 || Μέθοδος των εσωτερικών διαβαθμίσεων

Υποτμήμα 3 || Μείωση του πιστωτικού κινδύνου

Υποτμήμα 4 || Τιτλοποίηση

Τμήμα 4 || Ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για λειτουργικό κίνδυνο

Τμήμα 5 || Μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα

Τμήμα 6 || Ειδική συμμετοχή εκτός του πιστωτικού τομέα

Κεφάλαιο 3 || Διαδικασία αξιολόγησης των πιστωτικών ιδρυμάτων

Κεφάλαιο 4 || Εποπτεία και δημοσιοποίηση πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές

Τμήμα 1 || Εποπτεία

Τμήμα 2 || Δημοσιοποίηση πληροφοριών από τις δημόσιες αρχές

Κεφάλαιο 5 || Δημοσιοποίηση πληροφοριών από τα πιστωτικά ιδρύματα

ΤΙΤΛΟΣ VI || ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ

ΤΙΤΛΟΣ VII || ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Κεφάλαιο 1 || Μεταβατικές διατάξεις

Κεφάλαιο 2 || Τελικές διατάξεις

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I || Κατάλογος των δραστηριοτήτων που απολαμβάνουν αμοιβαίας αναγνώρισης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II || Κατάταξη των εκτός ισολογισμού στοιχείων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III || Μεταχείριση των παράγωγων μέσων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV || Είδη παραγώγων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V || Τεχνικά κριτήρια για την οργάνωση και την αντιμετώπιση των κινδύνων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI || Τυποποιημένη μέθοδος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI Μέρος 1 || Συντελεστές στάθμισης κινδύνου

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI Μέρος 2 || Αναγνώριση των ECAI και κατάταξη των πιστοληπτικών τους αξιολογήσεων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI Μέρος 3 || Χρησιμοποίηση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ECAI για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII || Μέθοδος των εσωτερικών διαβαθμίσεων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII Μέρος 1 || Σταθμισμένα ποσά και ποσά αναμενόμενης ζημίας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII Μέρος 2 || Πιθανότητα αθέτησης, ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης και ληκτότητα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII Μέρος 3 || Αξία ανοίγματος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII Μέρος 4 || Ελάχιστες απαιτήσεις για την εφαρμογή της μεθόδου των εσωτερικών διαβαθμίσεων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII || Μείωση του πιστωτικού κινδύνου

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII Μέρος 1 || Επιλεξιμότητα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII Μέρος 2 || Ελάχιστες απαιτήσεις

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII Μέρος 3 || Υπολογισμός των αποτελεσμάτων της μείωσης κινδύνου

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII Μέρος 4 || Αναντιστοιχία ληκτότητας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII Μέρος 5 || Συνδυασμός τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου στην τυποποιημένη μέθοδο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII Μέρος 6 || Τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου συνόλου ανοιγμάτων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX || Τιτλοποίηση

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX Μέρος 1 || Ορισμοί για τους σκοπούς του παραρτήματος ΙX

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX Μέρος 2 || Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση σημαντικής μεταφοράς πιστωτικού κινδύνου και υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας για τιτλοποιημένα ανοίγματα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX Μέρος 3 || Εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX Μέρος 4 || Υπολογισμός

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X || Λειτουργικός κίνδυνος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X Μέρος 1 || Μέθοδος του βασικού δείκτη

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X Μέρος 2 || Τυποποιημένη μέθοδος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X Μέρος 3 || Εξελιγμένες μέθοδοι μέτρησης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X Μέρος 4 || Συνδυασμένη χρήση διαφόρων μεθοδολογιών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X Μέρος 5 || Ταξινόμηση των ζημιών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XI || Τεχνικά κριτήρια επανεξέτασης και αξιολόγησης από τις αρμόδιες αρχές

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XII || Τεχνικά κριτήρια για τις δημοσιοποιήσεις

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XII Μέρος 1 || Γενικά κριτήρια

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XII Μέρος 2 || Γενικές υποχρεώσεις

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XII Μέρος 3 || Απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται για τη χρήση συγκεκριμένων μέσων ή μεθόδων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII Μέρος A || Καταργούμενες οδηγίες με τις διαδοχικές τροποποιήσεις τους (αναφέρονται στο άρθρο 158)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII Μέρος B || Προθεσμίες ενσωμάτωσης (αναφέρονται στο άρθρο 158)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIV || Πίνακας αντιστοίχισης

||

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

ΤΙΤΛΟΣ I

Ö αντικειμενο, πεδιο εφαρμογησ και Õ ορισμοι και πεδιο εφαρμογησ

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 2 παρ. (1) και (2) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 1

1.           Η παρούσα οδηγία αφορά Ö θεσπίζει κανόνες σχετικά με Õ την ανάληψη και άσκηση δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και την Ö προληπτική τους εποπτεία Õ . Εφαρμόζεται σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα.

2.           Ταo άρθραo 25 Ö 39 Õ και 52 έως 56 Ö τo Τμήμα 1 του Τίτλου V, Κεφάλαιο 4 Õ , εφαρμόζονται και στις χρηματοδοτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και στις μεικτές εταιρείες χαρτοφυλακίου που έχουν την έδρα τους στην Κοινότητα.

3.           Τα ιδρύματα που εξαιρούνται μόνιμα βάσει της παραγράφου 3 Ö δυνάμει του άρθρου 5 Õ , εκτός ωστόσο των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών, αντιμετωπίζονται ως χρηματοδοτικά ιδρύματα για την εφαρμογή των άρθρων 25 και 52 έως 56 Ö του άρθρου 39 και του τμήματος 1 του Τίτλου V, Κεφάλαιο 4 Õ .

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 2 παρ.(3) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 2

Η παρούσα οδηγία δεν αφορά τη δραστηριότητα Ö των κάτωθι φορέων Õ :

– των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών,

– των γραφείων ταχυδρομικών επιταγών,

– στο Βέλγιο, του «Institut de Réescompte et de garantie/Herdiscontering- en Waarborginstituut»,

– στη Δανία, του «Dansk Eksportfinansieringsfond», του «Danmarks Skibskreditfond» και του «Dansk Landbrugs Realkreditfonds»,

– στη Γερμανία, της «Kreditanstalt für Wiederaufbau», των οργανισμών, οι οποίοι δυνάμει του «Wohnungsgemeinnützigkeitsgesetz», αναγνωρίζονται ως όργανα της εθνικής πολιτικής στον στεγαστικό τομέα και των οποίων οι τραπεζικές εργασίες δεν συνιστούν την κύρια δραστηριότητα, καθώς και των οργανισμών, οι οποίοι, δυνάμει του νόμου αυτού, αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς στεγαστικοί οργανισμοί,

– στην Ελλάδα, της «Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως», του «Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων» και του «Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου»,

– στην Ισπανία του «Instituto de Crédito Oficial»,

– στη Γαλλία, της «Caisse des dépôts et consignations»,

– στην Ιρλανδία των «Credit Unions» και των «Friendly Societies»,

– στην Ιταλία της «Cassa Depositi e Prestiti»,

– στις Κάτω Χώρες της «Nederlandse Investeringsbank voor Ontwikkelingslanden NV», της «NV Noordelijke Ontwikkelingsmaatschappij», της «NV Industriebank Limburgs Instituut voor ontwikkeling en financiering», και της «Overijsselse Ontwikkelingsmaatschappij NV»,

– στην Αυστρία των επιχειρήσεων που αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς οικοδομικοί συνεταιρισμοί και της «Österreichische Kontrollbank AG»,

– στην Πορτογαλία των «Caixas Económicas» που υπάρχουν από την 1η Ιανουαρίου 1986, με εξαίρεση των επιχειρήσεων που έχουν τη μορφή ανωνύμων εταιρειών καθώς και της «Caixa Económica Montepio Geral»,

– στη Φινλανδία: της «Teollisen yhteistyön rahasto Oy/Fonden för industriellt samarbete AbB, Suomen Vientiluotto Oy/Finlands Exportkredit Ab», και της «Kera Oy/Kera Ab»,

– στη Σουηδία: της «Svenska Skeppshypotekskassan»,

– στο Ηνωμένο Βασίλειο, της «National Savings Bank», της «Commonwealth Development Finance Company Ltd», της «Agricultural Mortgage Corporation Ltd» και της «Scottish Agricultural Securities Corporation Ltd», των «Crown Agents for overseas governments and administrations», των «Credit Unions» και των «Municipal Banks»,

ê Πράξη προσχώρησης του 2003

– στη Λετονία, των “kra¯jaizdevu sabiedrı¯bas”, επιχειρήσεων που αναγνωρίζονται βάσει του “kra¯jaizdevu sabiedrı¯bu likums” ως συνεταιριστικές επιχειρήσεις που παρέχουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μόνον στα μέλη τους,

– στη Λιθουανία, των “kredito unijos” πέραν της “Centrine˙ kredito unija”,

– στην Ουγγαρία, της “Magyar Fejlesztési Bank Rt.” και της “Magyar Export-Import Bank Rt.”,

– στην Πολωνία, της “Spółdzielcze Kasy Oszcze˛dnos´ciowo - Kreditowe” και της “Bank Gospodarstwa Krajowego”.’

ê Οδηγία 2004/xx/ΕΚ Άρθρο 3.1 (Προσαρμοσμένο)

4. Η Επιτροπή, ενεργώντας με τη διαδικασία του άρθρου 60 παράγραφος 2, αποφασίζει για κάθε ενδεχόμενη τροποποίηση του καταλόγου της παραγράφου 3.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 2 παρ.(5) και (6) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 3

1.         Ö Ένα ή περισσότερα Õ Τα πιστωτικά ιδρύματα που υφίσταντο στο αυτό κράτος μέλος την 15η Δεκεμβρίου 1977 και που τα οποία συνδέοντο κατά την ημερομηνία αυτή κατά τρόπο μόνιμο σε κεντρικό οργανισμό, ο οποίος τα εποπτεύει και είναι εγκατεστημένος στο αυτό κράτος μέλος, δύνανται να εξαιρεθούν από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1, στα άρθρα Ö 7 και 11 παράγραφος 1 Õ 8 και 59, αν το αργότερο την 15η Δεκεμβρίου 1979 στο εθνικό δίκαιο προβλεπόταν:

α)           ότι οι υποχρεώσεις του κεντρικού οργανισμού και των ιδρυμάτων που συνδέονται μ' αυτόν αποτελούν αλληλέγγυες υποχρεώσεις, ή ότι οι υποχρεώσεις των ιδρυμάτων που συνδέονται μ' αυτό τον κεντρικό οργανισμό καλύπτονται πλήρως από εγγυήσεις του κεντρικού οργανισμού αυτού.,

β)           ότι η φερεγγυότητα και η ρευστότητα του κεντρικού οργανισμού και όλων των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν υπόκεινται στο σύνολό τους σε εποπτεία βάσει ενοποιημένων λογαριασμών,.

γ)           ότι η διοίκηση του κεντρικού οργανισμού έχει τη δυνατότητα να παρέχει οδηγίες στα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν,.

Τα πιστωτικά ιδρύματα με τοπική δραστηριότητα πού συνδέθηκαν Ö μόνιμα Õ , μετά τις 15 Δεκεμβρίου 1977, με κεντρικό οργανισμό κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου δύνανται να επωφελούνται από τους όρους του καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο, εάν αποτελούν κανονική επέκταση του δικτύου που εξαρτάται από τον κεντρικό οργανισμό.

ê Οδηγία 2004/xx/EΚ Άρθρο 3 παρ. 2 (Προσαρμοσμένο)

Ως προς τα πιστωτικά ιδρύματα εκτός από τα συσταθέντα σε περιοχές που προήλθαν τελευταία από προσχώσεις ή εκείνα που προέρχονται από απόσχιση ή συγχώνευση υφισταμένων ιδρυμάτων που εξαρτώνται ή υπάγονται σε κεντρικό φορέα, η Επιτροπή δύναται, με τη διαδικασία του άρθρου 60 παράγραφος 2 Ö 150 Õ , να καθορίζει συμπληρωματικούς κανόνες για την εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, εάν κρίνει ότι η σύνδεση νέων ιδρυμάτων που επωφελούνται από το καθεστώς που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τον ανταγωνισμό.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 2 παρ. (5) και (6) (Προσαρμοσμένο)

2.         Τα πιστωτικά ιδρύματα, που συνδέονται, όπως καθορίζεται που αναφέρονται στην παράγραφο 5 Ö 1 Õ πρώτο εδάφιο, με έναν κεντρικό οργανισμό που βρίσκεται στο ίδιο κράτος μέλος μπορούν ομοίως να εξαιρούνται από την εφαρμογή Ö των διατάξεων των άρθρων 9 και 10 Õ του άρθρου 5 όπως επίσης και από τα άρθρα 40 έως 51 και 65 Ö του Τίτλου V, Κεφάλαιο 2, Τμήματα 2, 3, 4, 5 και 6 και Κεφάλαιο 3 Õ εφόσον, και με την επιφύλαξη της εφαρμογής των εν λόγω απαιτήσεων στον κεντρικό οργανισμό, το σύνολο που αποτελείται από τον κεντρικό οργανισμό και τα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν, υπόκειται στις εν λόγω απαιτήσεις σε ενοποιημένη βάση.

Σε περίπτωση εξαίρεσης, τα άρθρα Ö 16, 23, 24, 25, 26 παράγραφοι 1 έως 3, και τα άρθρα 28 και 29 έως 37 Õ 13, 18, 19, οι παράγραφοι 1 έως 6 του άρθρου 20 και τα άρθρα 21 και 22 εφαρμόζονται στο σύνολο που αποτελείται από τον κεντρικό οργανισμό και τα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν.

ê 2000/12/ΕΚ άρθρο 1 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 4

Ορισμοί

Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας Ö ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί: Õ

ê 2000/28/EΚ Άρθρο 1 παρ. (1) έως (5) (Προσαρμοσμένο)

(1) "πιστωτικό ίδρυμα":

(α)     επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό, ή

(β)     ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος κατά την έννοια της οδηγίας 2000/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για την ανάληψη, την άσκηση και την προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος[20].

            Για τους σκοπούς της εφαρμογής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, θεωρείται πιστωτικό ίδρυμα ένα πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου και κάθε ιδιωτική ή δημόσια επιχείρηση που ανταποκρίνεται στον ορισμό του πρώτου εδαφίου και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα.

            Για τους σκοπούς της εφαρμογής της εποπτείας και του ελέγχου των μεγάλων ανοιγμάτων, θεωρείται πιστωτικό ίδρυμα, το πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων του ιδρύματος αυτού σε τρίτες χώρες, και κάθε ιδιωτική ή δημόσια επιχείρηση, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων της, που ανταποκρίνεται στον ορισμό του πρώτου εδαφίου και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα.

(2) «Άδεια λειτουργίας»: πράξη οποιασδήποτε μορφής, των αρχών, από την οποίαν απορρέει η δυνατότητα άσκησης της δραστηριότητος του πιστωτικού ιδρύματος.

(3) «Υποκατάστημα»: έδρα εκμετάλλευσης ενός πιστωτικού ιδρύματος, η οποία δεν έχει ίδια νομική προσωπικότητα και η οποία διενεργεί απ' ευθείας, εν όλω ή εν μέρει, πράξεις που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος περισσότερες της μιας έδρες εκμετάλλευσης που έχει εγκαταστήσει στο ίδιο κράτος μέλος ένα πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος, θεωρούνται ως ένα μόνο υποκατάστημα.

(4) «Αρμόδιες αρχές»: οι εθνικές αρχές που είναι εξουσιοδοτημένες, βάσει νόμου ή κανονιστικών διατάξεων, να ελέγχουν τα πιστωτικά ιδρύματα.

(5) «Χρηματοδοτικό ίδρυμα»: επιχείρηση η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα και της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μιας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που αναγράφονται στα σημεία 2 έως 12 του καταλόγου του Παραρτήματος I.

ò Νέο

(6) «Ιδρύματα»: για τους σκοπούς των Τμημάτων 2 και 3 του Τίτλου V Kεφάλαιο 2, ιδρύματα σύμφωνα με τον ορισμό [του άρθρου 2 παράγραφος 3 της οδηγίας του Συμβουλίου 96/3/EΟΚ[21]].

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 1 παρ. 6 έως 8 (Προσαρμοσμένο)

(7) «Κράτος μέλος καταγωγής»:το κράτος μέλος όπου έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 11 Ö 6 έως 9 και 11 έως 14 Õ.

(8) «Κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος όπου ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες.

(9) «Έλεγχος» η σχέση που υφίσταται μεταξύ μιας μητρικής και μιας θυγατρικής επιχείρησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή μια παρεμφερής σχέση μεταξύ οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης.

ê 2002/87/EC Άρθρο 29 παρ. (1)(α) (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

(10) «Συμμετοχή»: για τους σκοπούς της εφαρμογής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και για τους σκοπούς των σημείων Ö (ιε) και (ιστ) Õ 15 και 16 του άρθρου 34 Ö των άρθρων 57 Õ παράγραφος 2, Ö 71 έως 73 Õ άρθρου 42 και του Τίτλου V, Κεφάλαιο 4, η συμμετοχή κατά την έννοια της πρώτης πρότασης του άρθρου 17 της οδηγίας Ö του Συμβουλίου Õ 78/660/ΕΟΚ[22] , ή η άμεση ή έμμεση, κατοχή του 20% ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 1 παρ.10 έως 13 (Προσαρμοσμένο)

(11) «Ειδική συμμετοχή»: η άμεση ή έμμεση κατοχή, τουλάχιστον του 10 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης ή η άσκηση ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης Ö αυτής Õ στην οποία κατέχεται η συμμετοχή.

«Αρχικό κεφάλαιο»: το κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 34, παράγραφος 2, σημεία 1 και 2

(12) «Μητρική επιχείρηση»            :

α)      μητρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ.

β)      Για τους σκοπούς της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και του ελέγχου των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων Ö των άρθρων 71 και 73, του Τίτλου V, Κεφάλαιο 2, Τμήμα 5 και Κεφάλαιο 4 Õ , θεωρείται μητρική επιχείρηση η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ καθώς και κάθε επιχείρηση η οποία, κατά τη κρίση των αρμοδίων αρχών, ασκεί πράγματι δεσπόζουσα επιρροή επί άλλης επιχείρησης.

(13) «Θυγατρική»:

α)      θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ.

β)      Για τους σκοπούς της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και του ελέγχου των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων Ö των άρθρων 71 και 73, του Τίτλου V, Κεφάλαιο 2, Τμήμα 5 και Κεφάλαιο 4 Õ , θεωρείται θυγατρική επιχείρηση η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και κάθε επιχείρηση επί της οποίας η μητρική επιχείρηση ασκεί, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, δεσπόζουσα πράγματι επιρροή.

Κάθε θυγατρική επιχείρηση άλλης θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.

ò Νέο

(14) «Μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος»: πιστωτικό ίδρυμα το οποίο διαθέτει θυγατρικό πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή το οποίο κατέχει συμμετοχή σε τέτοιο ίδρυμα και το οποίο δεν αποτελεί το ίδιο θυγατρική άλλου πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου με έδρα στο ίδιο κράτος μέλος, στο οποίο κανένα άλλο πιστωτικό ίδρυμα με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος δεν κατέχει συμμετοχή.

(15) «Μητρική χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε κράτος μέλος»: χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου με έδρα στο ίδιο κράτος μέλος.

(16) «Μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ»: μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, το οποίο δεν αποτελεί θυγατρική άλλου πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου με έδρα σε οιοδήποτε κράτος μέλος, στο οποίο κανένα άλλο πιστωτικό ίδρυμα με άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος δεν κατέχει συμμετοχή.

(17) «Μητρική χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ»: μητρική χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε κράτος μέλος η οποία δεν αποτελεί θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οιοδήποτε κράτος μέλος.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 1 παρ.14 έως 18 (Προσαρμοσμένο)

(14) «Ζώνη Α» :          όλα τα κράτη μέλη και όλες οι άλλες χώρες πλήρη μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) καθώς και οι χώρες που έχουν συνάψει ειδικές συμφωνίες δανειοδότησης με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και συνδέονται με τις γενικές συμφωνίες δανειοληψίας (ΓΣΔ) του ΔΝΤ. Ωστόσο κάθε χώρα, που προβαίνει σε αναδιαπραγμάτεύση του εξωτερικού δημόσιου χρέους της, δεν μπορεί να αποτελέσει μέλος της Ζώνης Α για μια περίοδο πέντε ετών.

(15) «Ζώνη Β» :          όλες οι χώρες εκτός από εκείνες της ζώνης Α.

(16) «Πιστωτικά ιδρύματα της ζώνης Α» :     όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 4, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων τους στις τρίτες χώρες καθώς και όλες οι δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις που ανταποκρίνονται στον ορισμό του σημείου 1, πρώτο εδάφιο και έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλες χώρες της Ζώνης Α, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων τους.

(17) «Πιστωτικά ιδρύματα της ζώνης Β» :     όλες οι ιδιωτικές ή δημόσιες επιχειρήσεις, που έχουν λάβει άδεια να λειτουργούν εκτός της ζώνης Α και ανταποκρίνονται στον ορισμό του σημείου 1, πρώτο εδάφιο συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων τους στην Κοινότητα.

(18) «Μη τραπεζικός τομέας»: το σύνολο των δανειζομένων, εκτός από τα πιστωτικά ιδρύματα που ορίζονται στα σημεία 16) και 17), τις κεντρικές τράπεζες, τις κεντρικές κυβερνήσεις, τις περιφερειακές κυβερνήσεις και τις τοπικές αρχές, τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και τις πολυμερείς τράπεζες αναπτύξεως, όπως ορίζονται στο σημείο 19).

ê 2004/69/EΚ Άρθρο 1 (Προσαρμοσμένο)

«Πολυμερείς τράπεζες αναπτύξεως»: η Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, η Διεθνής Εταιρεία Χρηματοδοτήσεων, η Διαμερικανική Τράπεζα Αναπτύξεως, η Ασιατική Τράπεζα Αναπτύξεως, η Αφρικανική Τράπεζα Αναπτύξεως, το Ταμείο Αποκαταστάσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης, η «Nordic Investment Bank» και η Τράπεζα Αναπτύξεως της Καραϊβικής, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων, η Διαμερικανική εταιρεία επενδύσεων και ο Πολυμερής Οργανισμός Εγγύησης Επενδύσεων.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 1 παρ. 20

(20) «Εκτός ισολογισμού στοιχεία υψηλού κινδύνου, μέσου κινδύνου, μέτριου κινδύνου και χαμηλού κινδύνου»: τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 και περιλαμβάνονται στο παράρτημα II.

ò Νέο

(18) «Δημόσιοι φορείς»: διοικητικοί μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί υπεύθυνοι έναντι κεντρικών ή περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών ή αρχών που, κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών, ασκούν τα ίδια καθήκοντα με τις περιφερειακές κυβερνήσεις και τις τοπικές αρχές.

ê 2002/87/EΚ Άρθρο 29 παρ. 1 β) (Προσαρμοσμένο)

(19) «Χρηματοδοτικήοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου»: χρηματοδοτικόοικονομικό ίδρυμα, οι θυγατρικές επιχειρήσεις του οποίου είναι, αποκλειστικώς ή κυρίως, πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοδοτικάοικονομικά ιδρύματα, ενώ μία τουλάχιστον από τις θυγατρικές αυτές επιχειρήσεις είναι πιστωτικό ίδρυμα, και το οποίο δεν είναι εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων[23].

(20) «Μεικτή εταιρεία χαρτοφυλακίου»: μητρική εταιρεία, η οποία δεν είναι χρηματοδοτικήοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, και μεταξύ των θυγατρικών της οποίας περιλαμβάνεται ένα τουλάχιστον πιστωτικό ίδρυμα.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 1 παρ. 23 (Προσαρμοσμένο)

(21) «Επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών»: επιχείρηση της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην κατοχή ή διαχείριση ακινήτων, στην διαχείριση υπηρεσιών πληροφορικής, ή σε κάθε άλλη παρεμφερή δραστηριότητα βοηθητικού χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα ενός ή περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων.

ò Νέο

(22) «Λειτουργικός κίνδυνος»: ο κίνδυνος ζημιών οφειλόμενων στην ανεπάρκεια ή στην αποτυχία εσωτερικών διαδικασιών, ατόμων και συστημάτων ή σε εξωτερικά γεγονότα και περιλαμβάνει τον νομικό κίνδυνο.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 1 παρ. 24 (Προσαρμοσμένο)

«Χρηματοδοτικά ανοίγματα»: για τους σκοπούς της εφαρμογής των άρθρων 47, 48 και 49 τα στοιχεία ενεργητικού και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 43 και στα παραρτήματα ΙΙ και IV, thereto Title V, Chapter 2, Section 2, and 3, without application of the risk weightings or degrees of risk there provided for; the risks referred to in Annex IV χωρίς εφαρμογή των συντελεστών στάθμισης ή βαθμών κινδύνου που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές· Όλα τα στοιχεία που καλύπτονται κατά 100 % από ίδια κεφάλαια, μπορούν, με τη συμφωνία των αρμοδίων αρχών, να εξαιρούνται από τον ορισμό των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, εφόσον τα κεφάλαια αυτά δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του συντελεστή φερεγγυότητας for the purposes of Article 44, και των άλλων συντελεστών εποπτείας που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία καλώς από άλλες κοινοτικές πράξεις. Στα χρηματοδοτικά ανοίγματα δεν συμπεριλαμβάνονται:

– στην περίπτωση των πράξεων συναλλάγματος, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν κανονικά κατά το διακανονισμό, κατά την περίοδο των 48 ωρών μετά την πληρωμή ή

– στην περίπτωση συναλλαγών για την αγοραπωλησία τίτλων, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν κανονικά κατά το διακανονισμό στις πέντε εργάσιμες ημέρες που ακολουθούν την ημερομηνία πληρωμής ή την παράδοση των τίτλων, εάν η τελευταία γίνει νωρίτερα.

ò Νέο

(23) «Κεντρικές τράπεζες»: περιλαμβάνουν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκτός αν προσδιορίζεται κάτι άλλο.

(24) «Κίνδυνος απομείωσης της αξίας εισπρακτέων»: ο κίνδυνος ότι ένα εισπρακτέο ποσό θα μειωθεί με την παροχή πιστώσεων σε μετρητά ή άλλα μέσα προς τον οφειλέτη.

(25) «Πιθανότητα αθέτησης»: η πιθανότητα αθέτησης ενός αντισυμβαλλομένου σε περίοδο ενός έτους.

(26) «Ζημία»: οικονομική ζημία, περιλαμβανομένων σημαντικών μειωτικών επιδράσεων και σημαντικών άμεσων και έμμεσων δαπανών συνδεόμενων με την ενεργοποίηση ποσών στο πλαίσιο ενός μέσου.

(27) «Ζημία σε περίπτωση αθέτησης»: ο λόγος της ζημίας από άνοιγμα εξαιτίας της αθέτησης υποχρεώσεων από μέρους ενός αντισυμβαλλομένου προς το ανεξόφλητο, κατά τον χρόνο της αθέτησης, ποσό .

(28) «Συντελεστής μετατροπής»: ο λόγος μεταξύ του μη αναληφθέντος μέρους μιας πιστοδότησης που υπόκειται σε ένα εγκεκριμένο όριο που θα έχει αναληφθεί και θα είναι ανεξόφλητο σε περίπτωση αθέτησης και του μη αναληφθέντος μέρους της πιστοδότησης αυτής γενικότερα.

(29) «Αναμενόμενη ζημία»: ο λόγος της αναμενόμενης ζημίας από άνοιγμα εξαιτίας της δυνητικής αθέτησης υποχρεώσεων από μέρους ενός αντισυμβαλλομένου ή της απομείωσης της αξίας εισπρακτέων σε περίοδο ενός έτους, προς το ανεξόφλητο ποσό κατά τον χρόνο της αθέτησης.

(30) «Μείωση πιστωτικού κινδύνου»: μέθοδος χρησιμοποιούμενη από πιστωτικό ίδρυμα προκειμένου να μειωθεί ο πιστωτικός κίνδυνος που συνδέεται με ένα ή περισσότερα ανοίγματα που εξακολουθεί να διατηρεί το πιστωτικό ίδρυμα.

(31) «Χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία»: μέθοδος μείωσης του πιστωτικού κινδύνου όταν η ελάττωση του πιστωτικού κινδύνου από το άνοιγμα ενός πιστωτικού ιδρύματος απορρέει από το δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος - σε περίπτωση αθέτησης του αντισυμβαλλομένου ή επέλευσης άλλων συγκεκριμένων πιστωτικών γεγονότων που έχουν σχέση με τον αντισυμβαλλόμενο - να προβεί στη ρευστοποίηση ή να επιτύχει την μεταβίβαση ή την κατάσχεση ή την παρακράτηση ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού ή ποσών, ή στη μείωση του ποσού του ανοίγματος ή στην αντικατάστασή του με το ποσό της διαφοράς μεταξύ του ύψους του χρηματοδοτικού ανοίγματος και του ύψους μιας απαίτησης κατά του πιστωτικού ιδρύματος.

(32) «Μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία»: μέθοδος ελάττωσης του πιστωτικού κινδύνου όταν η μείωση του πιστωτικού κινδύνου από το χρηματοδοτικό άνοιγμα ενός πιστωτικού ιδρύματος απορρέει από τη δέσμευση που αναλαμβάνει τρίτος να καταβάλει ένα ποσό σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων του δανειζομένου ή την επέλευση άλλων συγκεκριμένων γεγονότων.

(33) «Πράξη επαναγοράς»: πράξη που διέπεται από συμφωνία υπαγόμενη στον ορισμό της συμφωνίας ‘πώλησης και επαναγοράς’ ή συμφωνία ‘αγοράς και επαναπώλησης’ σύμφωνα με τον ορισμό [Άρθρο 3 σημείο (ιγ) της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ].

(34) «Δανειοδοσία ή δανειοληψία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων»: πράξη υπαγόμενη στον ορισμό της ‘δανειοδοσίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων’ σύμφωνα με τον ορισμό [του άρθρου 3 σημείο (ιγ) της οδηγίας 93/6/EEC].

(35) «Μέσο εξομοιούμενο με μετρητά»: πιστοποιητικό καταθέσεων ή άλλο παρόμοιο μέσο εκδιδόμενο από το δανειοδοτικό πιστωτικό ίδρυμα.

(36) «Τιτλοποίηση»: πράξη ή πρόγραμμα τμηματοποίησης του πιστωτικού κινδύνου που συνδέεται με ένα άνοιγμα ή μια δέσμη ανοιγμάτων με τα εξής χαρακτηριστικά:

α)      οι πληρωμές στο πλαίσιο της πράξης ή του προγράμματος εξαρτώνται από την απόδοση του ανοίγματος ή της δέσμης ανοιγμάτων,

β)      ο χαρακτηρισμός των τμημάτων τιτλοποίησης ως μειωμένης εξασφάλισης προσδιορίζει την κατανομή των ζημιών κατά τη διάρκεια ζωής της πράξης ή του προγράμματος.

(37) «Παραδοσιακή τιτλοποίηση»: τιτλοποίηση που περιλαμβάνει την οικονομική μεταφορά των τιτλοποιούμενων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων σε μια οντότητα ειδικού σκοπού που εκδίδει τους τίτλους. Αυτό επιτυγχάνεται με την μεταβίβαση της κυριότητας των τιτλοποιούμενων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων από το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα ή μέσω μερικής εκχώρησης των απαιτήσεων. Οι εκδιδόμενοι τίτλοι δεν αντιπροσωπεύουν υποχρεώσεις πληρωμών του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος.

(38) «Tιτλοποίηση συνθετικής μορφής»: τιτλοποίηση κατά την οποία η τμηματοποίηση επιτυγχάνεται με τη χρήση πιστωτικών παράγωγων μέσων ή εγγυήσεων χωρίς τη διαγραφή της δέσμης χρηματοδοτικών ανοιγμάτων από τον ισολογισμό του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος.

(39) «Τμήμα τιτλοποίησης»: συμβατικά προσδιοριζόμενο μέρος του πιστωτικού κινδύνου που συνδέεται με ένα ή περισσότερα χρηματοδοτικά ανοίγματα, η κατοχή θέσης στο οποίο συνεπάγεται κίνδυνο πιστωτικής ζημίας μεγαλύτερο ή μικρότερο από ισόποση θέση σε άλλο ανάλογο μέρος πιστωτικού κινδύνου, χωρίς να ληφθεί υπόψη η πιστωτική προστασία που παρέχεται άμεσα από τρίτους σε όσους κατέχουν θέσεις στο εν λόγω ή σε άλλα μέρη πιστωτικού κινδύνου.

(40) «Θέση τιτλοποίησης»: χρηματοδοτικό άνοιγμα σε τιτλοποίηση.

(41) «Μεταβιβάζουσα οντότητα»:

α)      οντότητα που, είτε η ίδια είτε μέσω συγγενικών οντοτήτων, άμεσα ή έμμεσα, συμμετείχε στην αρχική συμφωνία με την οποία δημιουργήθηκαν οι υποχρεώσεις ή οι δυνητικές υποχρεώσεις του χρεώστη ή του δυνητικού χρεώστη οι οποίες οδηγούν στο υπό τιτλοποίηση άνοιγμα· ή

β)      οντότητα που αγοράζει τα ανοίγματα ενός τρίτου, τα εισαγάγει στον ισολογισμό της και, κατόπιν, τα τιτλοποιεί.

(42) «Ανάδοχος»: πιστωτικό ίδρυμα διαφορετικό από το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο καταρτίζει και διαχειρίζεται ένα πρόγραμμα εμπορεύσιμων τίτλων εξασφαλισμένων με περιουσιακά στοιχεία ή κάποιο άλλο πρόγραμμα τιτλοποίησης που αγοράζει ανοίγματα από τρίτες οντότητες.

(43) «Πιστωτική ενίσχυση»: συμβατική ρύθμιση με την οποία η πιστωτική ποιότητα της θέσης σε μια τιτλοποίηση βελτιώνεται σε σχέση με ό,τι θα ήταν χωρίς την ενίσχυση πίστεως, περιλαμβανομένης και της ενίσχυσης που παρέχουν ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας τμήματα τιτλοποίησης και άλλα είδη πιστωτικής προστασίας.

(44) «Οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση (ΟΕΣΤ)»: οντότητα, πλην πιστωτικού ιδρύματος, που έχει συσταθεί προκειμένου να αναλάβει μια ή περισσότερες τιτλοποιήσεις, οι δραστηριότητες της οποίας περιορίζονται σε εκείνες που είναι κατάλληλες για την επίτευξη του σκοπού αυτού, η δομή της οποίας αποσκοπεί στην απομόνωση των υποχρεώσεων της ΟΕΣΤ από εκείνες του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος, και οι κάτοχοι συμφερόντων στην οποία δικαιούνται να ενεχυριάζουν ή να ανταλλάσσουν τα συμφέροντα αυτά χωρίς κανένα περιορισμό.

ê 2000/12/ΕΚ άρθρο 1 παρ. (25) έως (27) (Προσαρμοσμένο)

(45) «Ομάδα συνδεδεμένων πελατών»:

α)      είτε δύο ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, τα οποία, πλην αντιθέτου αποδείξεως, αντιπροσωπεύουν έναν ενιαίο κίνδυνο διότι το ένα κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, εξουσία ελέγχου επί του άλλου ή των άλλων,

β)      είτε δύο ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει δεσμός ελέγχου κατά την έννοια της πρώτης περίπτωσης, αλλά τα οποία θεωρούνται ως αποτελούντα έναν ενιαίο κίνδυνο διότι συνδέονται μεταξύ τους κατά τρόπο ώστε να είναι πιθανό ότι, εάν ένα από αυτά αντιμετωπίζει χρηματοοικονομικά προβλήματα, το άλλο ή όλα τα άλλα θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες εξόφλησης.

(46) «Στενοί δεσμοί»: η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μέσω Ö με έναν από τους κάτωθι τρόπους Õ :

α)      συμμετοχής, δηλαδή της Ö υπό μορφή Õ άμεσης ή δι' ενός δεσμού ελέγχου, κατοχής του 20% ή άνω των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης, ή

β)      β) δεσμόού ελέγχου, δηλαδή μέσω του δεσμού που υπάρχει μεταξύ μιας μητρικής επιχείρησης και μιας θυγατρικής, σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρουν οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή μέσω μιας σχέσης της ίδιας φύσεως, μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης·

γ)      Θεωρείται επίσης ότι δημιουργεί στενούς δεσμούς μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων φυσικών ή νομικών, μια κατάσταση κατά την οποία Ö αμφότερα ή όλα Õ τα πρόσωπα αυτά συνδέονται σταθερά με το αυτό πρόσωπο δια δεσμού ελέγχου.

(47) «Αναγνωρισμένα χρηματιστήρια»: χρηματιστήρια που τα οποία αναγνωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές, Ö και Õ τα οποία Ö ανταποκρίνονται στα κάτωθι κριτήρια Õ :

α)      Öλειτουργούν κανονικά,

β)      Öδιέπονται από κανόνες που θεσπίζονται ή εγκρίνονται από τις ενδεδειγμένες αρχές της χώρας του χρηματιστηρίου, οι οποίοι ορίζουν τις προϋποθέσεις λειτουργίας του χρηματιστηρίου, τις προϋποθέσεις πρόσβασης στο χρηματιστήριο, καθώς και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί μια σύμβαση προτού γίνει αντικείμενο ουσιαστικής διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο,

γ)      Öέχουν ένα συμψηφιστικό μηχανισμό βάσει του οποίου οι συμβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα IV υπόκεινται σε υποχρεωτικά καθημερινά όρια κάλυψης καλύμματος που Ö κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών Õ παρέχουν επαρκή κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών διεξασφάλιση.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 3 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 5

Απαγόρευση σε επιχειρήσεις εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων της δραστηριότητας αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό

Τα κράτη μέλη απαγορεύουν σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα να ασκούν, κατ' επάγγελμα, τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.

ÖΗ Ö πρώτη παράγραφος Õ απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για την αποδοχή καταθέσεων ή άλλων κεφαλαίων επιστρεπτέων από ένα κράτος μέλος, από τις περιφερειακές ή τοπικές αρχές ενός κράτους μέλους ή από δημόσιους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους είναι μέλη ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, καθώς και για τις περιπτώσεις που αναφέρονται ρητά από τις εθνικές ή κοινοτικές νομοθεσίες, υπό την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες αυτές υπόκεινται σε κανόνες και ελέγχους που αφορούν την προστασία των καταθετών και των επενδυτών και εφαρμόζονται στις περιπτώσεις αυτές.

ê 2000/12/ΕΚ

ΤΙΤΛΟΣ II

ΟΡΟΙ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 4 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 6

Άδεια

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα, που πρέπει να έχουν λάβει άδεια λειτουργίας προ της ενάρξεως των δραστηριοτήτων τους. Ö Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 έως 9 και 12 Õ Κκαθορίζουν τους όρους χορήγησης της άδειας, υπό την επιφύλαξη των άρθρων 5 έως 9 και τους γνωστοποιούν στην Επιτροπή.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 8 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 7

Πρόγραμμα δραστηριότητος και διάρθρωση της οργάνωσης

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αίτηση αδείας λειτουργίας πρέπει να συνοδεύεται από πρόγραμμα δραστηριότητος στο οποίο θα αναφέρονται, μεταξύ άλλων, ιδίως το είδος των σχεδιαζομένων πράξεων και η οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 9 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 8

Οικονομική ανάγκη

Τα κράτη μέλη δεν δύνανται να προβλέπουν ότι η αίτηση αδείας λειτουργίας εξετάζεται βάσει των οικονομικών αναγκών της αγοράς.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο. 5 παρ. (1) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 9

Αρχικό κεφάλαιο

1.           1. Χωρίς να θίγονται οι άλλες γενικές διατάξεις που απαιτούνται από τις εθνικές νομοθεσίες, οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει χωριστά ίδια κεφάλαια: ή όταν το αρχικό κεφάλαιο είναι μικρότερο από πέντε εκατομμύρια ευρώ.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 1 παρ. (11) (Προσαρμοσμένο)

Ö Το Õ «Ααρχικό κεφάλαιο» Ö περιλαμβάνει Õ το κεφάλαιο και Ö τα αποθεματικά Õ κατά την έννοια του άρθρου 34 Ö 57 παράγραφοι α) και β) Õ , παράγραφος 2, σημεία 1 και 2.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 5 παρ. 1 και 2 (Προσαρμοσμένο)

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν τη συνέχιση λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία δεν πληρούν τον όρο για τα χωριστά ίδια κεφάλαια και υφίσταντο την 15η Δεκεμβρίου 1979. Δύναται να απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις αυτές της τηρήσεως του όρου που προβλέπεται στο άρθρο 6 Ö 11 Õ παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο.

2.           2. Ωστόσο, τΤα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα Ö , εφόσον πληρούνται οι παρακάτω προϋποθέσεις, Õ να χορηγούν άδεια λειτουργίας, σε ειδικές κατηγορίες πιστωτικών ιδρυμάτων, το αρχικό κεφάλαιο των οποίων είναι μικρότερο από το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1. Στην περίπτωση αυτή:

α)      Το αρχικό κεφάλαιο δεν Ö πρέπει να Õ είναι μικρότερο από ένα εκατομμύριο ευρώ.

β)      Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τους λόγους για τους οποίους κάνουν χρήση της δυνατότητας Ö αυτής Õ που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο.

γ)      κατά τη δημοσίευσή της στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 11, Ö Στον κατάλογο που αναφέρεται στο παράρτημα 14, Õ η επωνυμία του πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να ακολουθείται από σημείωση που αναφέρει ότι το εν λόγω ίδρυμα δεν διαθέτει το ελάχιστο κεφάλαιο που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 5 παρ. 3 έως 7 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 10

1.         3. Τα ίδια κεφάλαια ενός πιστωτικού ιδρύματος δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερα από το ποσό του αρχικού κεφαλαίου που απαιτείται σύμφωνα με Ö το άρθρο 9 Õ τις παραγράφους 1 και 2 κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.

2.         Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που υφίστανται την 1η Ιανουαρίου 1993 και των οποίων τα ίδια κεφάλαια δεν ανέρχονται στα επίπεδα που καθορίζονται για το αρχικό κεφάλαιο από Ö το άρθρο 9 Õ τις παραγράφους 1 και 2, μπορούν να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους. Στην περίπτωση αυτή, τα ίδια κεφάλαια δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερα από το ανώτατο ποσό στο οποίο είχαν ανέλθει από την ημερομηνία της 22ας Δεκεμβρίου 1989.

3.         Εάν ο έλεγχος ενός πιστωτικού ιδρύματος, που υπάγεται στην κατηγορία της παραγράφου Ö 2 Õ 4, περιέλθει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο άλλο από εκείνο που ήλεγχε προηγουμένως το ίδρυμα, τα ίδια κεφάλαια αυτού του Ö πιστωτικού Õ ιδρύματος θα πρέπει να ισούνται τουλάχιστον με το αρχικό κεφάλαιο που Ö προβλέπεται στο άρθρο 9 Õ καθορίζεται από τις παραγράφους 1 και 2.

4.         Σε ορισμένες ειδικές περιστάσεις και εφόσον συναινούν οι αρμόδιες αρχές, εάν συγχωνευθούν δύο ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα που υπάγονται στην κατηγορία της παραγράφου 4 Ö 2 Õ , τα ίδια κεφάλαια του Ö πιστωτικού Õ ιδρύματος που προκύπτει από τη συγχώνευση, δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερο από το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων των συγχωνευμένων Ö πιστωτικών Õ ιδρυμάτων, κατά την ημερομηνία της συγχώνευσης, εφόσον τα ίδια κεφάλαια δεν έχουν ανέλθει στα προβλεπόμενα Ö στο άρθρο 9 Õ στις παραγράφους 1 και 2 επίπεδα.

5.         Εάν στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους Ö 1, 2 και 4 Õ 3, 4 και 6 τα ίδια κεφάλαια μειωθούν, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, όταν δικαιολογείται από τις περιστάσεις, να τάσσουν σύντομη προθεσμία, προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να επαναφέρει τα κεφάλαιά του στο απαιτούμενο ελάχιστο όριο ή να παύσει τις δραστηριότητές του.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 6 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 11

Υπεύθυνοι της διοίκησης και έδρα της κεντρικής διοίκησης των πιστωτικών ιδρυμάτων

1.           Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα μόνο με την προϋπόθεση ότι δύο τουλάχιστον πρόσωπα καθορίζουν αποτελεσματικά τον προσανατολισμό της δραστηριότητος του πιστωτικού ιδρύματος.

ÖΕπίσης, οι αρχές δΔεν παρέχουν την άδεια λειτουργίας, όταν τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν την απαιτούμενη εντιμότητα ή επαρκή πείρα για την άσκηση των καθηκόντων αυτών.

2.           Τα κράτη μέλη απαιτούν:

α)      από τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι νομικά πρόσωπα και έχουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, καταστατική έδρα, να ευβρίσκεται η κεντρική τους διοίκηση στο ίδιο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική τους έδρα,

β)      από τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα, να ευβρίσκεται η κεντρική τους διοίκηση στο κράτος μέλος που το οποίο χορήγησε την άδεια λειτουργίας τους, και στο οποίο ασκούν πράγματι δραστηριότητα.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 7 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 12

Μέτοχοι και εταίροι

1.           Οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας που επιτρέπει την ανάληψη δραστηριότητας, σε ένα πιστωτικό ίδρυμα Ö εκτός Õ εάν δεν τους έχει προηγουμένως γνωστοποιηθεί η ταυτότητα των μετόχων ή εταίρων, φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίοι κατέχουν άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή καθώς και το ποσοστό αυτής της συμμετοχής.

Ö Για τον προσδιορισμό Õ τους σκοπούς της εφαρμογής της έννοιας της ειδικής συμμετοχής, στοα πλαίσιοα του παρόντος άρθρου λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 7 Ö 92 Õ της οδηγίας 88/627/ΕΟΚ[24] Ö 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Õ του Συμβουλίου[25].

2.           Οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας εάν, ενόψει της ανάγκης να εξασφαλισθεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα των εν λόγω μετόχων ή/και εταίρων.

3.           Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους.

Οι αρμόδιες αρχές αρνούνται επίσης την άδεια εάν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, με τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς, ή δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή Ö των υπόψη νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων Õ τους, παρεμποδίζουν την σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους.

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να τους παρέχουν τις πληροφορίες που ζητούν, ώστε να μπορούν οι αρχές να βεβαιώνονται ότι τηρούνται πάντοτε οι όροι που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρα 8 & 9 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 8

Πρόγραμμα δραστηριότητος και διάρθρωση της οργάνωσης

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αίτηση αδείας λειτουργίας πρέπει να συνοδεύεται από πρόγραμμα δραστηριότητος στο οποίο θα αναφέρονται, μεταξύ άλλων, ιδίως το είδος των σχεδιαζομένων πράξεων και η οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος.

Άρθρο 9

Οικονομική ανάγκη

Τα κράτη μέλη δεν δύνανται να προβλέπουν ότι η αίτηση αδείας λειτουργίας εξετάζεται βάσει των οικονομικών αναγκών της αγοράς.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 10 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 13

Άρνηση χορήγησης άδειας λειτουργίας

Κάθε άρνηση αδείας λειτουργίας αιτιολογείται και κοινοποιείται στον αιτούντα εντός εξαμήνου από της λήψεως της αιτήσεως ή εάν αυτή δεν είναι πλήρης, εντός εξαμήνου από της διαβιβάσεως υπό του αιτούντος των απαραιτήτων πληροφοριών για την απόφαση. Απόφαση πάντως εκδίδεται εντός έτους από της λήψεως της αιτήσεως.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 11 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 14

Γνωστοποίηση της άδειας στην Επιτροπή

Κάθε άδεια λειτουργίας γνωστοποιείται στην Επιτροπή.

Ö Η επωνυμία κάθε πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας Õ Κάθε πιστωτικό ίδρυμα εγγράφεται σε κατάλογο Ö . Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κατάλογο αυτόν Õ του οποίου η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα Ö της Ευρωπαϊκής Ένωσης Õ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Ö τον τηρεί ενημερωμένο Õ η ενημέρωση πραγματοποιούνται από την Επιτροπή.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 12 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 15

Προηγούμενη διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών

1.         Ö Η αρμόδια αρχή, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, πρέπει να συμβουλεύεται Õ Πρέπει να αποτελεί αντικείμενο προηγούμενης διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές του οικείου άλλου Ö ενεχόμενου Õ κράτους μέλους Ö , στις εξής περιπτώσεις Õ , η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος το οποίο είναι:

α)      Ö όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα αποτελεί Õ θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή

β)      Ö όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα αποτελεί Õ θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή

γ)      Ö όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα Õ ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

ê 2002/87/EΚ Άρθρο 29 παρ. 2 (Προσαρμοσμένο)

2.         Ö Η αρμόδια αρχή, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή Õ Ζητείται η γνώμη της αρμόδιας αρχής του ενεχομένου κράτους μέλους η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων επενδύσεων πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο: Ö στις εξής περιπτώσεις: Õ

α)      Ö όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα Õ είναι θυγατρική ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα, ή

β)      Ö όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα Õ είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα, ή

γ)      Ö όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα Õ ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα.

3.         Οι σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται Ö στις παραγράφους 1 και 2 Õ στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο διαβουλεύονται μεταξύ τους, ιδίως όταν αξιολογούν την ποιότητα των μετόχων καθώς και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών που συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν οποιαδήποτε Ö ενδιαφέρουσα Õ πληροφορία σχετικά με την ποιότητα των μετόχων και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικών στελεχών, που ενδιαφέρει τις άλλες ενεχόμενες αρμόδιες αρχές, όταν πρόκειται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας καθώς και για τον έλεγχο της εφαρμογής των όρων λειτουργίας.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 13 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 16

Υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλα κράτη μέλη

Τα κράτη μέλη υποδοχής δεν μπορούν να απαιτούν Η άδεια λειτουργίας και το προικώο κεφάλαιο, δεν μπορούν να απαιτούνται από τα κράτη μέλη υποδοχής όσον αφορά τα για υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλα κράτη μέλη. Η εγκατάσταση και η εποπτεία αυτών των υποκαταστημάτων διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων Ö 22, 25, 26 παράγραφος 1 έως 3, 29 έως 37 και 40 Õ 17, 20 παράγραφοι 1 έως 6 και των άρθρων 22 και 26.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 14 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 17

Ανάκληση της άδειας

1.           Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνον όταν το ίδρυμα:

α)      δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός έτους, παραιτείται ρητώς απ' αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προβλέπει ότι στις περιπτώσεις αυτές, η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει, ·

β)      απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο, ·

γ)      δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, ·

δ)      δεν έχει πλέον επαρκή ίδια κεφάλαια ή δεν παρέχει την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και ιδίως δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί, ·

ε)      υπάγεται σε μια από τις υπόκειται στις λοιπές περιπτώσεις ανακλήσεως που προβλέπονται από τις εθνικές διατάξεις.

2.           Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να κοινοποιείται στους ενδιαφερομένους. Η ανάκληση γνωστοποιείται στην Επιτροπή.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 15 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 18

Επωνυμία

Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιούν, για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους σε ολόκληρη την επικράτεια της Κοινότητας επι του εδάφους της Κοινότητος την ίδια επωνυμία, που χρησιμοποιούν στο κράτος μέλος της έδρας τους, κατά παρέκκλιση των διατάξεων Ö του κράτους μέλους υποδοχής Õ που αφορούν τη χρήση των λέξεων «τράπεζα», «ταμιευτήριο» ή άλλων παρομοίων επωνυμιών, που είναι δυνατό να υφίστανται στο κράτος μέλος υποδοχής. Σε περίπτωση κινδύνου συγχύσεως, τα κράτη μέλη υποδοχής δύνανται να απαιτούν, με σκοπό διευκρινίσεως, την προσθήκη στην επωνυμία μιας επεξηγήσεως.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 16 παρ.1 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 19

Ειδική συμμετοχή σε ένα πιστωτικό ίδρυμα

1.           Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο σκοπεύει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ένα πιστωτικό ίδρυμα, πρέπει να ενημερώνει προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές και να τους κοινοποιεί το ποσό αυτής της συμμετοχής.

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει, ομοίως, να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές εάν σκοπεύει να αυξήσει την ειδική συμμετοχή του ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων του κεφαλαίου που κατέχει να φθάσει ή να υπερβεί το 20%, το 33% ή το 50%, ή το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική του.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν μέγιστη προθεσμία τριών μηνών, από την ημερομηνία της ενημέρωσης που προβλέπεται στο πρώτο και Ö στο δεύτερο Õ εδάφιο, προκειμένου να αντιταχθούν στο εν λόγω σχέδιο εάν, με γνώμονα την ανάγκη να εξασφαλισθεί συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχουν πειστεί για την καταλληλότητα του Ö υπόψη Õ προσώπου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο. Οι αρμόδιες αρχές, εφόσον δεν αντιταχθούν, μπορούν να ορίσουν μέγιστη προθεσμία για την υλοποίηση του σχεδίου που αναφέρει το πρώτο εδάφιο.

ê 2002/87/ΕΚ Άρθρο 29 παρ. 3 (Προσαρμοσμένο)

2.           Εάν Ö το πρόσωπο που σκοπεύει να αγοράσει τις συμμετοχές Õ ο αγοραστής συμμετοχής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή μητρική πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, και εάν, λόγω αυτής της εξαγοράς, Ö το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο Õ η επιχείρηση στην οποία ο αγοραστής σκοπεύει να αποκτήσει συμμετοχή καθίσταται θυγατρική του εν λόγω αγοραστή ή περιέρχεται υπό τον έλεγχό του, η αξιολόγηση της εξαγοράς υπόκειται στη διαδικασία της προηγούμενης διαβούλευσης που Ö προβλέπεται Õ αναφέρεται στο άρθρο Ö 15 Õ 12.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 16 παράγραφος 3

Άρθρο 20

3. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο σκοπεύει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ένα πιστωτικό ίδρυμα, πρέπει να ενημερώνει προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές και να τους γνωστοποιεί το ύψος της προτεινόμενης συμμετοχής του. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει, ομοίως, να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές εφόσον σκοπεύει να μειώσει την ειδική του συμμετοχή έτσι ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20%, το 33% ή το 50% ή έτσι ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική του.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 16 παρ. 4 έως 6 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 21

14.        

 Τα πιστωτικά ιδρύματα ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές, μόλις Ö πληροφορηθούν Õ λάβουν σχετική γνώση, τις αποκτήσεις αγορές ή εκχωρήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό τους οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από ένα από τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 Ö στο άρθρο 19 παράγραφος 1 και στο άρθρο 20, ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές Õ .

Ομοίως, ανακοινώνουν Ö στις αρμόδιες αρχές Õ τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, τα ονόματα των μετόχων ή εταίρων που έχουν ειδικές συμμετοχές καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως, από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή εταίρων ή από τις πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει των υποχρεώσεων που υπέχουν οι εταιρείες, των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο.

25.          Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, σε περίπτωση που η επιρροή των προσώπων τα οποία αναφέρει Ö το άρθρο 19 Õ η παράγραφος 1 είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να τερματισθεί αυτή ή κατάσταση. Στα εν λόγω μέτρα είναι δυνατό να περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, διαταγές, κυρώσεις κατά των διευθυνόντων ή αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή μερίδα που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι ή εταίροι.

Παρόμοια μέτρα εφαρμόζονται κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων που παραβαίνουν την υποχρέωση να ενημερώνουν προηγουμένως τις αρχές όπως ορίζεται στην Ö στο άρθρο 19 Õ παράγραφος 1. Σε περίπτωση που αποκτηθεί συμμετοχή παρά την αντίθεση των αρμοδίων αρχών, τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορούν να θεσπίσουν, ορίζουν είτε την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου, είτε την ακυρότητα ή δυνατότητα ακύρωσης των σχετικών ψήφων.

36.         Ö Για Ö τον προσδιορισμό Õ τους σκοπούς της εφαρμογής της έννοιας της ειδικής συμμετοχής και των άλλων ποσοστών συμμετοχής που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 7 Ö 92 Õ της οδηγίας 88/627/ΕΟΚ Ö 2001/34/ΕΚ Õ .

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 17 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 22

Οργάνωση και πρόσφορες διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου

1.           Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής απαιτούν από κάθε πιστωτικό ίδρυμα να έχει καλή διοικητική και λογιστική οργάνωση και πρόσφορες διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου. Ö να διαθέτει ένα εύρωστο πλαίσιο διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει μια σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές αρμοδιότητας, αποτελεσματικές διαδικασίες διαπίστωσης, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει ή ενδέχεται να αναλάβει, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών. Õ

2.           Το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να είναι περιεκτικά και αναλογικά προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που θεσπίζονται στο Παράρτημα V.

ê 2000/12/ΕΚ

ΤΙΤΛΟΣ III

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö Τμημα 1 πιστωτικα ιδρυματα Õ

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 18 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 23

Πιστωτικά ιδρύματα

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος I μπορούν να ασκούνται στο έδαφός τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων Ö 25, 26 παράγραφοι 1 έως 3, 28 παράγραφοι 1 και 2 και 29 έως 37 Õ20, παράγραφοι 1 έως 6, 21 παράγραφοι 1 και 2 και 22, τόσο με την εγκατάσταση υποκαταστήματος όσο και με την παροχή υπηρεσιών, από κάθε πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από τις αρμόδιες αρχές ενός άλλου κράτους μέλους, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας.

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö Τμημα 2 Χρηματοδοτικα ιδρυματα Õ

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 19 παρ. 1 & 3 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 24

Χρηματοδοτικά ιδρύματα

1.           Τα κράτη μέλη προβλέπουν επίσης ότι οι δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος I μπορούν να ασκούνται στο έδαφός τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου Ö 25, 26 παράγραφοι 1 έως 3, 28 παράγραφοι 1 και 2 και 29 έως 37 Õ20 παράγραφοι 1 έως 6, του άρθρου 21 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 22, με την εγκατάσταση υποκαταστήματος ή με την παροχή υπηρεσιών, από κάθε χρηματοδοτικό ίδρυμα άλλου κράτους μέλους, θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή θυγατρική ενός ή περισσοτέρων πιστωτικών ιδρυμάτων του οποίου το καταστατικό επιτρέπει την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων και το οποίο συγκεντρώνει τις παρακάτω προϋποθέσεις:

α)      η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα στο κράτος μέλος στο δίκαιο του οποίου υπάγεται Ö το χρηματοδοτικό ίδρυμα Õ η θυγατρική,

β)      οι εν λόγω δραστηριότητες ασκούνται πράγματι στο ίδιο κράτος μέλος,

γ)      η μητρική επιχείρηση ή μητρικές επιχειρήσεις κατέχουν το 90% τουλάχιστον των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την κατοχή μεριδίων ή μετοχών Ö του χρηματοδοτικού ιδρύματος Õ της θυγατρικής,

δ)      η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές ότι η διαχείριση Ö του χρηματοδοτικού ιδρύματος Õ της θυγατρικής ασκείται με σύνεση και, εφόσον συγκατατίθενται οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, δηλώνουν ότι ευθύνονται εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει Ö το χρηματοδοτικό ίδρυμα Õ η θυγατρική.

ε)       η θυγατρική Ö το χρηματοδοτικό ίδρυμα Õ περιλαμβάνεται πράγματι, ιδίως ως προς τις εν λόγω δραστηριότητες, στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην οποία υπόκειται η μητρική Ö του Õ της επιχείρηση ή καθεμία από τις μητρικές Ö του Õ της επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 52 έως 56, Ö τον Τίτλο V, Κεφάλαιο 4, Τμήμα 1 Õ, ιδίως για τον υπολογισμό του συντελεστή φερεγγυότητας, για τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και για τον περιορισμό των συμμετοχών που προβλέπεται στο άρθρο Ö 120 Õ 50.

Η συνδρομή αυτών των προϋποθέσεων εκπλήρωση των προϋποθέσεων αυτών πρέπει να επαληθεύεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, οι οποίες χορηγούν Ö στο χρηματοδοτικό ίδρυμα Õ στη θυγατρική σχετικό πιστοποιητικό που πρέπει να επισυνάπτεται στις γνωστοποιήσεις που προβλέπονται στα άρθρα Ö 25 και 28 Õ 20 παράγραφοι 1 έως 6 και 21 παράγραφοι 1 και 2.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ασκούν εποπτεία επί Ö του χρηματοδοτικού ιδρύματος Õ της θυγατρικής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 3 και των άρθρων Ö 10 παράγραφος 1, 19 έως 22, 40, 42 έως 52 και 54. Õ 16, 17, 26, 28, 29, 30 και 32.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 19 παρ. 6 (Προσαρμοσμένο)

2.           Εάν το χρηματοδοτικό ίδρυμα Ö , όπως περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, Õ που υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου παύσει να πληροί μια από τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, το κράτος μέλος καταγωγής ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, και η δραστηριότητα που ασκεί το Ö χρηματοδοτικό Õ ίδρυμα στο κράτος μέλος υποδοχής υπόκειται πλέον στη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 19 παρ. 4 (Προσαρμοσμένο)

3.           Οι διατάξεις που Ö αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 Õ αναφέρει το παρόν άρθρο εφαρμόζονται κατ' αναλογία στις θυγατρικές Ö ενός χρηματοδοτικού ιδρύματος, όπως περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου, Õ με τις αναγκαίες προσαρμογές. Ειδικότερα, όπου «πιστωτικό ίδρυμα» τίθεται «χρηματοδοτικό ίδρυμα που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 19» και όπου «άδεια λειτουργίας» τίθεται «το καταστατικό».

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο (19) παρ. 5 & 6 (Προσαρμοσμένο)

Στο άρθρο 20 παράγραφος 3, το δεύτερο εδάφιο έχει ως εξής:

«Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ανακοινώνει επίσης το ύψος των ιδίων κεφαλαίων του θυγατρικού χρηματοδοτικού ιδρύματος και του ενοποιημένου συντελεστή φερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος που είναι μητρική του επιχείρηση.»

Εάν το χρηματοδοτικό ίδρυμα που υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου παύσει να πληροί μια από τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, το κράτος μέλος καταγωγής ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, και η δραστηριότητα που ασκεί το ίδρυμα στο κράτος μέλος υποδοχής υπόκειται πλέον στη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής.

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

ÖÖ Τμήμα 3 Ασκηση του δικαιώματος εγκατάστασης Õ

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο παρ. 1, 2 & 3, 1ο & 2ο εδ. (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 25

Άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης

1.           Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος, προβαίνει σε σχετική γνωστοποίηση προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

2.           Τα κράτη μέλη απαιτούν από το πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο επιθυμεί την εγκατάσταση υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος, να συνοδεύει τη γνωστοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 1 με τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)      το κράτος μέλος στο οποίο σκοπεύει να ιδρύσει υποκατάστημα,

β)      το πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναγράφονται, μεταξύ άλλων, το είδος των εργασιών τις οποίες σχεδιάζει να ασκήσει το υποκατάστημα και η οργανωτική του δομή,

γ)      τη διεύθυνση, στο κράτος μέλος υποδοχής, στην οποία μπορεί να του ζητούνται τα έγγραφα,

δ)      τα ονόματα των Ö μελλοντικών Õ υπευθύνων για τη διεύθυνση του υποκαταστήματος.

3.           Πλην της περιπτώσεως κατά την οποία η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνοντας υπόψη της το εν λόγω σχέδιο δραστηριοτήτων, έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της οικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος, η εν λόγω αρχή μέσα σε τρεις μήνες αφότου περιέλθουν εις γνώσιν της οι πληροφορίες που αναφέρει η παράγραφος 2, τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και ενημερώνει σχετικά το οικείο πιστωτικό ίδρυμα.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ανακοινώνει, επίσης, το ύψος των ιδίων κεφαλαίων και του συντελεστή φερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 19 5ο εδάφιο (Προσαρμοσμένο)

Ö Κατά παρέκκλιση του δευτέρου εδαφίου, στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 24, Õ «Η η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ανακοινώνει επίσης το ύψος των ιδίων κεφαλαίων του θυγατρικού χρηματοδοτικού ιδρύματος και του ενοποιημένου συντελεστή φερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος που είναι η μητρική του επιχείρηση.»

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 20 παρ. 3, 3ο εδάφιο (Προσαρμοσμένο)

4.           Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αρνείται να κοινοποιήσει τις πληροφορίες που αναφέρει η παράγραφος 2 στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο ενδιαφερόμενο Ö πιστωτικό Õ ίδρυμα μέσα σε τρεις μήνες από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

Η άρνηση αυτή ή η παράλειψη απάντησης μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής στη δικαιοσύνη του κράτους μέλους καταγωγής.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 20 παράγραφοι 4 έως 7 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 26

14.         Πριν το υποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής έχει προθεσμία δύο μηνών από την παραλαβή της ανακοίνωσης που αναφέρεται Ö στο άρθρο 25 Õ η (παράγραφος 3) προκειμένου να οργανώσει την εποπτεία του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το Ö Τμήμα 5 Õ άρθρο 22 και να γνωστοποιήσει, αν χρειάζεται, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αυτές οι δραστηριότητες πρέπει να ασκούνται μέσα στο κράτος υποδοχής.

25.         5. Το υποκατάστημα, μόλις λάβει ανακοίνωση εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής ή, σε περίπτωση σιωπής εκ μέρους της, μόλις λήξει η προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 14, μπορεί να εγκατασταθεί και Ö μπορεί Õ να αρχίσει τις δραστηριότητές του.

36.         6. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με τα στοιχεία β), γ) και δ) Ö του άρθρου 25 παράγραφος 2 Õ της παραγράφου 2, το πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιεί, γραπτώς, αυτή τη μεταβολή στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής, τουλάχιστον ένα μήνα πριν γίνει η μεταβολή αυτή, ώστε η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής να μπορέσει να αποφασίσει σύμφωνα με τις διατάξεις Ö του άρθρου 25 Õ της παραγράφου 3 και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής να αποφασίσει σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 14 Ö του παρόντος άρθρου. Õ

47.         Τα υποκαταστήματα που έχουν αρχίσει τις δραστηριότητές τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής, πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993, θεωρείται ότι έχουν υπαχθεί στη διαδικασία που προβλέπεται Ö στο άρθρο 25 και Õ στις παραγράφους 1 Ö και 2 Õ έως 5 του παρόντος άρθρου. Από την ημερομηνία αυτή, τα υποκαταστήματα αυτά διέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου Ö 3 Õ 6 του παρόντος άρθρου Ö και του άρθρου 23, των Τμημάτων 2 και 5 και του άρθρου 43 Õ των άρθρων 18, 19, 22 και του άρθρου 29.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 1 παρ. 3 τελευταίο εδάφιο

Άρθρο 27

πΠερισσότερες της μιας έδρες εκμετάλλευσης που έχει εγκαταστήσει στο ίδιο κράτος μέλος ένα πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος, θεωρούνται ως ένα μόνο υποκατάστημα.

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö Τμημα 4 Ασκηση της ελευθεριας παροχης υπηρεσιων Õ

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 21 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 28

Άσκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών

1.           Κάθε πιστωτικό ίδρυμα το οποίο επιθυμεί να ασκήσει, για πρώτη φορά, τις δραστηριότητές του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, στα πλαίσια της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, εκείνες από τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος Ι, τις οποίες σκοπεύει να ασκήσει.

2.           Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την παραλαβή της.

3.           Το παρόν άρθρο δεν θίγει τα δικαιώματα τα οποία έχουν κτηθεί από τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στα πλαίσια της παροχής υπηρεσιών πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993.

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö Τμημα 5 Εξουσιες των αρμοδιων αρχών του κρατους μελους υποδοχης Õ

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 22 παρ. (1) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 29

Εξουσίες των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής

1. Το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτεί, για στατιστικούς σκοπούς, από κάθε πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει υποκατάστημα στο έδαφός του, να αποστέλλει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής περιοδική έκθεση για τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν στο έδαφός του.

Για την άσκηση των καθηκόντων που του ανατίθεται βάσει του άρθρου Ö 41 Õ 27, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτεί από τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που κατάγονται από άλλα κράτη μέλη, τις ίδιες πληροφορίες με εκείνες που απαιτεί γι' αυτό το σκοπό από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 22 παρ. 2 έως 4 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 30

12.         Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώσουν ότι Ö ένα πιστωτικό Õ ίδρυμα, το οποίο διαθέτει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες στο έδαφός του, δεν τηρεί τις διατάξεις που έχει θεσπίσει το εν λόγω κράτος μέλος κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που απονέμουν αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, οι εν λόγω αρχές απαιτούν από το εν λόγω Ö πιστωτικό Õ ίδρυμα να παύσει την αντικανονική αυτή κατάσταση.

23.         Εάν το ενδιαφερόμενο Ö πιστωτικό Õ ίδρυμα δεν πράξει τα απαραίτητα, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.

οι οποίες Ö Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής Õ λαμβάνουν, το συντομότερο, όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει την αντικανονική αυτή κατάσταση. Η φύσγη αυτών των μέτρων ανακοινώνεται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

34.         Εάν, παρά τη λήψη των μέτρων από το κράτος μέλος καταγωγής ή λόγω της ακαταλληλότητάς τους ή επειδή δεν ελήφθησαν μέτρα στο κράτος αυτό, το Ö πιστωτικό Õ ίδρυμα συνεχίζει να παραβιάζει τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 Ö 1 Õ , οι οποίες ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής, το εν λόγω κράτος δικαιούται, αφού ενημερώσει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα προκειμένου να προληφθούν ή να κατασταλούν νέες παρατυπίες και, εφόσον είναι απαραίτητο, μπορεί να εμποδίσει το Ö εν λόγω πιστωτικό Õ ίδρυμα αυτό να προβεί σε νέες πράξεις στο έδαφός του. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα έγγραφα που είναι απαραίτητα για τη λήψη παρόμοιων μέτρων να μπορούν να κοινοποιηθούν, μέσα στο έδαφός τους, στα πιστωτικά ιδρύματα.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 22 παρ. 5 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 31

5. Οι διατάξεις των Ö άρθρων 29 και 30 Õ παραγράφων 1 έως 4 δεν θίγουν την εξουσία του κράτους μέλους υποδοχής να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την καταστολή των πράξεων που διενεργούνται στο έδαφός του κατά παράβαση των διατάξεων που έχουν θεσπίσει για λόγους γενικότερου συμφέροντος. Αυτό συνεπάγεται τη δυνατότητα να εμποδίζει Ö τα παρατυπούντα πιστωτικά ιδρύματα να προβαίνουν Õ ένα πιστωτικό ίδρυμα να προβαίνει σε νέες πράξεις στο έδαφός του.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 22 παρ. 6 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 32

6. 6. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ' εφαρμογή Ö του άρθρου 30 παράγραφοι 2 και 3 ή του άρθρου 31 Õ των διατάξεων των παραγράφων 3, 4 και 5 και επιβάλλει κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση παροχής υπηρεσιών, πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο και να ανακοινώνεται στο ενδιαφερόμενο Ö πιστωτικό Õ ίδρυμα. Καθένα από τα μέτρα αυτά μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής στη δικαιοσύνη του κράτους μέλους το οποίο έλαβε τα εν λόγω μέτρα.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 22 παρ. 7 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 33

7. 7. Προτού ακολουθήσουν τη διαδικασία που προβλέπεται Ö στο άρθρο 30 Õ στις παραγράφους 2, 3 και 4, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, να λαμβάνουν τα αναγκαία ασφαλιστικά μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των καταθετών, των επενδυτών ή των άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται οι υπηρεσίες. Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων άλλων κρατών μελών πρέπει να ενημερώνονται το συντομότερο για τα μέτρα αυτά.

Σ' αυτή την περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί, αφού ζητήσει τη γνώμη των αρμοδίων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών, να αποφασίσει ότι το υπόψη οικείο κράτος μέλος πρέπει να τροποποιήσει ή να καταργήσει τα μέτρα αυτά.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 22 παρ. 8 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 34

8. Το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα για την καταστολή ή την πρόληψη των παρατυπιών που διαπράττονται στο έδαφός του, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Αυτό συνεπάγεται τη δυνατότητα να εμποδίζει Ö τα παρατυπούντα πιστωτικά ιδρύματα να προβαίνουν Õ ένα πιστωτικό ίδρυμα να προβαίνει σε νέες πράξεις στο έδαφός του.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 22 παρ. 9 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 35

9. Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνονται και λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εμποδίσουν το εν λόγω Ö πιστωτικό Õ ίδρυμα να προβεί σε νέες πράξεις στο έδαφός τους και να διασφαλίσουν τα συμφέροντα των καταθετών.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 22 παρ. 10 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 36

10. Το κράτος μέλος ανακοινώνει στην Επιτροπή τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων για τις οποίες υπήρξαν απορριπτικές αποφάσεις σύμφωνα με Ö τα άρθρα 25 και 26 Õ το άρθρο 20 παράγραφοι 1 έως 6 ή των περιπτώσεων στις οποίες ελήφθησαν μέτρα σύμφωνα με Ö το άρθρο 30 παράγραφος 3 Õ την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 22 παρ. 11 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 37

11.Ö11. Το παρόν Ö Τμήμα Õ άρθρο δεν κωλύει τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος να διαφημίζουν τις υπηρεσίες, τις οποίες παρέχουν, με όλα τα μέσα επικοινωνίας που υπάρχουν στο κράτος υποδοχής, τηρουμένων των κανόνων που ενδεχομένως διέπουν τον τύπο και το περιεχόμενο της εν λόγω διαφήμισης και έχουν θεσπιστεί για λόγους γενικού συμφέροντος.

ê 2000/12/ΕΚ

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö Τμημα 1 Γνωστοποιηση σε σχεση με τις επιχειρησεισ τριτων χωρων και τους ορους προσβασησ στις αγορες των χωρων αυτων Õ

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 23 (Προσαρμοσμένο)

Γνωστοποίηση των θυγατρικών επιχειρήσεων των τρίτων χωρών και των όρων πρόσβασης στις αγορές των χωρών αυτών

1.           1. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ενημερώνουν την Επιτροπή:

α) για κάθε άδεια λειτουργίας μιας άμεσα ή έμμεσα θυγατρικής επιχείρησης της οποίας μητρική επιχείρηση ή επιχειρήσεις διέπονται από τη νομοθεσία τρίτη χώρας.

β) στις περιπτώσεις όπου μια τέτοια μητρική επιχείρηση αποκτά συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα της Κοινότητας, το οποίο, με τον τρόπο αυτό, καθίσταται θυγατρική της.

Όταν χορηγείται άδεια λειτουργίας σε μια επιχείρηση άμεσα ή έμμεσα θυγατρική μιας ή περισσότερων μητρικών επιχειρήσεων που υπάγονται στο δίκαιο τρίτης χώρας, πρέπει να προσδιορίζεται, στη γνωστοποίηση την οποία αποστέλλουν οι αρμόδιες αρχές στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 11 η δομή του ομίλου επιχειρήσεων.

2.           Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις γενικής φύσεως δυσκολίες που συναντούν τα πιστωτικά τους ιδρύματα κατά την εγκατάστασή τους ή την άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων σε τρίτη χώρα.

3.           Η Επιτροπή συντάσσει περιοδικά έκθεση, στην οποία εξετάζεται η μεταχείριση, κατά την έννοια των παραγράφων 4 και 5, των πιστωτικών ιδρυμάτων της Κοινότητας στις τρίτες χώρες, όσον αφορά την εγκατάσταση και την άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων καθώς και την απόκτηση συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα τρίτων χωρών. Η Επιτροπή διαβιβάζει τις εκθέσεις αυτές στο Συμβούλιο, συνοδευόμενες, ενδεχομένως, από κατάλληλες προτάσεις.

4.           Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει, είτε βάσει των εκθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3, είτε βάσει άλλων πληροφοριών, ότι μια τρίτη χώρα δεν παρέχει στα πιστωτικά ιδρύματα της Κοινότητας πραγματική πρόσβαση στην αγορά συγκρίσιμη με εκείνη που παρέχεται από την Κοινότητα στα πιστωτικά ιδρύματα της τρίτης αυτής χώρας, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει προτάσεις στο Συμβούλιο ζητώντας να της δοθεί η πρέπουσα εντολή διαπραγματεύσεων ώστε να επιτύχει ανάλογες δυνατότητες ανταγωνισμού για τα πιστωτικά ιδρύματα της Κοινότητας. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

5.           Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει, είτε βάσει των εκθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, είτε βάσει άλλων πληροφοριών, ότι στα πιστωτικά ιδρύματα της Κοινότητας σε τρίτη χώρα δεν παρέχεται η εθνική μεταχείριση, η οποία τους προσφέρει τις ίδιες δυνατότητες ανταγωνισμού, όπως και στα εθνικά πιστωτικά ιδρύματα και ότι δεν πληρούνται οι συνθήκες πραγματικής πρόσβασης στην αγορά, μπορεί να αρχίσει διαπραγματεύσεις για να επανορθώσει την κατάσταση.

6.           Όταν συντρέχουν οι περιστάσεις του πρώτου εδαφίου, μπορεί επίσης να αποφασιστεί, ανά πάσα στιγμή και παράλληλα με τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 60, παράγραφος 2, ότι οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οφείλουν να περιορίζουν ή να αναστέλλουν τις αποφάσεις τους σχετικά με τις ήδη κατατεθειμένες κατά τη στιγμή της απόφασης ή τις μέλλουσες αιτήσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας και με τις κτήσεις συμμετοχών των μητρικών επιχειρήσεων, άμεσων ή έμμεσων, που διέπονται από το δίκαιο της εν λόγω τρίτης χώρας. Η διάρκεια ισχύος των μέτρων αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

Πριν από τη λήξη του τριμήνου και ανάλογα με τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, ότι τα μέτρα θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται.

6.           Όταν η Επιτροπή προβεί σε μια από τις διαπιστώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5, τα κράτη μέλη την ενημερώνουν, κατόπιν αιτήσεώς της:

α)       για κάθε αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας μιας άμεσα ή έμμεσα θυγατρικής επιχείρησης, της οποίας οι μητρικές επιχειρήσεις διέπονται από τη νομοθεσία της εν λόγω τρίτης χώρας·

β)       όταν οι αρμόδιες αρχές τους πληροφορούνται, σύμφωνα με το άρθρο 16, ότι μια τέτοια επιχείρηση σκοπεύει να αποκτήσει συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα της Κοινότητας, έτσι ώστε το τελευταίο να καταστεί θυγατρική της επιχείρησης αυτής.

Αυτή η υποχρέωση της ενημέρωσης παύει να υπάρχει μόλις συναφθεί συμφωνία με την τρίτη χώρα που αναφέρεται στις παραγράφους 4 ή 5, ή όταν παύσουν να εφαρμόζονται τα μέτρα της παραγράφου 5 δεύτερο και τρίτο εδάφιο.

7.           Τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του παρόντος άρθρου πρέπει να είναι σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η Κοινότητα βάσει διεθνών συμφωνιών, είτε διμερών είτε πολυμερών, οι οποίες διέπουν την ανάληψη δραστηριότητος πιστωτικού ιδρύματος και την άσκησή της.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 24 (Προσαρμοσμένο)

è1 2004/xx/EΚ Άρθρο 3.7

Άρθρο 38

Υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους εκτός της Κοινότητας

1.         Τα κράτη μέλη, για την ανάληψη της δραστηριότητός τους και την άσκησή της, δεν εφαρμόζουν επί των υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων, που έχουν την έδρα τους εκτός της Κοινότητας, διατάξεις που οδηγούν σε ευνοϊκότερο καθεστώς από εκείνο στο οποίο υπόκεινται τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους εντός της Κοινότητας.

2.         Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην Επιτροπή και την è1 Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών ç όλες τις άδειες λειτουργίας υποκαταστημάτων που χορηγούνται στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους εκτός της Κοινότητας.

3.         Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η Κοινότητα δύναται να συνάπτει συμφωνίες με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες σύμφωνα με τη συνθήκη και να συμφωνεί την εφαρμογή διατάξεων με τις οποίες να παρέχεται, βάσει της αρχής της αμοιβαιότητος, στα υποκαταστήματα ενός πιστωτικού ιδρύματος που έχει την έδρα του εκτός της Κοινότητος, το ίδιο καθεστώς στο σύνολο του εδάφους της Κοινότητας.

ò Νέο

Τμημα 2

Συνεργασια στον τομεα της εποπτειας σε ενοποιημενη βαση με τις αρμοδιες αρχες των τριτων χωρων

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 25 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 39

1.           Η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει προτάσεις στο Συμβούλιο, είτε κατόπιν αιτήσεως ενός κράτους μέλους, είτε με δική της πρωτοβουλία, για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μια ή περισσότερες τρίτες χώρες, με σκοπό τον καθορισμό των τρόπων εφαρμογής της αρχής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση Ö ως προς τα Õ :

α)      στα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων η μητρική επιχείρηση εδρεύει σε μια τρίτη χώρα, και

β)      στα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε μια τρίτη χώρα και των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου που εδρεύει στην Κοινότητα.

2.           Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αποσκοπούν ιδίως στην εξασφάλιση Ö των κάτωθι Õ της δυνατότητας:

α)      αφενός μεν, για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, Ö να μπορούν Õ να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία, σε ενοποιημένη βάση, πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, που είναι εγκατεστημένηες στην Κοινότητα και έχει ως θυγατρική πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που βρίσκεται εκτός Κοινότητας, ή κατέχει συμμετοχή σε τέτοια ιδρύματα,

β)      αφετέρου δε, για τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, Ö να μπορούν Õ να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία των μητρικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στο έδαφός τους και έχουν ως θυγατρική πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που βρίσκεται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, ή κατέχουν συμμετοχή σε τέτοια ιδρύματα.

ê Οδηγία 2004/xx/EΚ Άρθρο 3 παρ. 8

3.           Με την επιφύλαξη του άρθρου 300 παράγραφοι 1 και 2 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Επιτροπή, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών, εξετάζει τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και την κατάσταση που προκύπτει από αυτές.

ê 2000/12/ΕΚ

ΤΙΤΛΟΣ V

ê 2000/12/ΕΚ

ð Νέο

ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ð ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ï

ê 2000/12/ΕΚ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ

ò Νέο

Τμημα 1

Αρμοδιοτητες του κρατους μελους καταγωγης και του κρατους μελους υποδοχης

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 26 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 40

Αρμοδιότητα ελέγχου από το κράτος μέλος καταγωγής

1.            Την προληπτική εποπτεία επί των πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία καλύπτει και τις βάσει των άρθρων 18 και 19 Ö 23 και 24 Õ δραστηριότητές τους, ασκούν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που απονέμουν αρμοδιότητα στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.

2.           Η παράγραφος 1 δεν θίγει την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 27 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 41

Αρμοδιότητες του κράτους μέλους υποδοχής

Μέχρις ότου υπάρξει μεταγενέστερος συντονισμός, το κράτος μέλος υποδοχής, σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, εξακολουθεί να έχει την ευθύνη της εποπτείας της ρευστότητας των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων του υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος.

Με την επιφύλαξη των μέτρων που απαιτούνται για την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, το κράτος μέλος υποδοχής διατηρεί όλη την ευθύνη των μέτρων που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής του.

Τα μέτρα αυτά δεν επιτρέπεται να προβλέπουν άνιση ή περιοριστική μεταχείριση, λόγω του γεγονότος ότι το πιστωτικό ίδρυμα έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 28 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 42

Συνεργασία στον τομέα της εποπτείας

Για την εποπτεία της δραστηριότητος των πιστωτικών ιδρυμάτων, που λειτουργούν, ιδίως λόγω ιδρύσεως υποκαταστημάτων, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, εκτός του Κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών συνεργάζονται στενά. Ανακοινώνουν ή μία στην άλλη όλες τις πληροφορίες, που σχετίζονται με τη διεύθυνση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία των πιστωτικών αυτών ιδρυμάτων, που δύνανται να διευκολύνουν την εποπτεία τους και την εξέταση των όρων εγκρίσεώς τους, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν τον έλεγχο αυτών των ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 29 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 43

Επιτόπια εξακρίβωση των υποκαταστημάτων που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος

1.           Τα κράτη μέλη υποδοχής προβλέπουν ότι, όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ασκεί τη δραστηριότητά του μέσω υποκαταστήματος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής μπορούν, αφού ενημερώσουν προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνουν, οι ίδιες ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, στην επιτόπια εξακρίβωση των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο Ö 42 Õ 28.

2.           Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, μπορούν επίσης να προσφεύγουν, για τον έλεγχο των υποκαταστημάτων, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο Ö 141 Õ 55 παράγραφος 7.

3.           Το παρόν άρθρο δεν θίγει Ö Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν θίγουν Õ το δικαίωμα των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής να προβαίνουν στον επιτόπιο έλεγχο των εγκατεστημένων στο έδαφός τους υποκαταστημάτων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων, οι οποίες τους απονέμονται βάσει της παρούσας οδηγίας.

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö Τμημα 2 Ανταλλαγη πληροφοριων και επαγγελματικο απορρητο Õ

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 30 παρ. 1 έως 3 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 44

Ανταλλαγή πληροφοριών και επαγγελματικό απόρρητο

1.           Member States shall provide that all persons working for  or who have worked for the competent authorities, as well as auditors or experts acting on behalf of the competent authorities, shall be bound by the obligation of professional secrecy.Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό των αρμοδίων αρχών καθώς και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες, υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Ö Καμία από τις Õ Το απόρρητο αυτό συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται εις γνώση τους κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους καθηκόντων δεν επιτρέπεται να γνωστοποιείούνται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο.

Εντούτοις, οσάκις πρόκειται για πιστωτικό ίδρυμα που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή του οποίου διατάχθηκε αναγκαστική εκκαθάριση με δικαστική απόφαση, όσες εμπιστευτικές πληροφορίες δεν αφορούν τους τρίτους που αναμείχθηκαν στις προσπάθειες διάσωσής του, επιτρέπεται να ανακοινωθούν στα πλαίσια διαδικασιών του αστικού ή του εμπορικού δικαίου.

2.           Η παράγραφος 1 δεν κωλύει τις αρμόδιες αρχές διαφόρων κρατών μελών να ανταλλάσσουν πληροφορίες κατά τα προβλεπόμενα στην παρούσα οδηγία, όπως και στις άλλες οδηγίες που εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτές οι πληροφορίες εμπίπτουν στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 30 παρ. 4 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 45

4. Η αρμόδια αρχή η οποία δέχεται εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με Ö το άρθρο 44 Õ τις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να τις χρησιμοποιεί μόνον κατά την άσκηση των καθηκόντων της Ö και μόνον για τους κάτωθι σκοπούς Õ :

α)         για την εξέταση των όρων πρόσβασης στη δραστηριότητα πιστωτικού ιδρύματος και για τη διευκόλυνση του ελέγχου, σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, ιδίως όσον αφορά την εποπτεία της ρευστότητας, της φερεγγυότητας, των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων καθώς και τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, ή

β)         για την επιβολή κυρώσεων, ή

γ)         στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής εναντίον απόφασης της αρμόδιας αρχής, ή

δ)         στο πλαίσιο δικαστικών προσφυγών που έχουν κινηθεί δυνάμει του άρθρου 33 Ö 55 Õ ή δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία καθώς και από άλλες οδηγίες που θεσπίζονται στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 30 παρ. (3) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 46

3.         Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας, που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών όπως ορίζονται Ö στα άρθρα 47 και 48 παράγραφος 1 Õ στην παράγραφο 5 και στην παράγραφο 6, μόνο αν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.

Εάν συγκεκριμένη πληροφορία προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, μπορεί να κοινοποιηθεί μόνο μετά από ρητή έγκριση των αρμοδίων αρχών που τη διαβίβασαν και, όπου αυτό ισχύει, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους δόθηκε η έγκριση αυτή.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 30 παρ. 5 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 47

5. Οι παράγραφοι 1 και 4 Ö Τα άρθρα 44 παράγραφος 1 και 45 Õ δεν εμποδίζουν τη μεταξύ αρμοδίων αρχών ανταλλαγή πληροφοριών εντός του ιδίου κράτους μέλους, εφόσον υπάρχουν περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, Ö ή μεταξύ διαφορετικών κρατών μελών, μεταξύ αρμοδίων αρχών Õ και Ö των κάτωθι Õ :

α)         και των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί η εποπτεία των άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών εταιρειών καθώς και των αρχών που έχουν την ευθύνη της εποπτείας των χρηματοδοτικών αγορών,

β)         και των οργάνων που συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση των πιστωτικών ιδρυμάτων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες,

γ)         και των προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον εκ του νόμου έλεγχο των λογαριασμών του πιστωτικού ιδρύματος και των άλλων χρηματοδοτικώνπιστωτικών ιδρυμάτων,

για την εκπλήρωση της εποπτικής τους αποστολής. καθώς και

Ö Ούτε εμποδίζουν Õ για τη διαβίβαση, σε οργανισμούς αρμόδιους για τη διαχείριση συστημάτων εγγύησης καταθέσεων, πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

Ö Σε αμφότερες τις περιπτώσεις οι Õ Οι λαμβανόμενες από αυτές τις αρχές, οργανισμούς και πρόσωπα πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες επαγγελματικού απόρρητου Ö του άρθρου 44 παράγραφος 1 Õ της παραγράφου 1.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 30 παρ. 6 & 7 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 48

16.         Παρά τις διατάξεις των Ö άρθρων 44 και 46 Õ παραγράφων 1 έως 4, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και Ö των κάτωθι Õ :

α)      των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί η εποπτεία των οργάνων τα οποία συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση των πιστωτικών ιδρυμάτων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες, ή

β)      των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί η εποπτεία των προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον νόμιμο έλεγχο των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.

Ö Στις περιπτώσεις αυτές τ Õ Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση δυνατότητος που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, απαιτούν Ö να πληρούνται Õ τουλάχιστον Ö οι εξής προϋποθέσεις Õ τη συνδρομή των ακολούθων προϋποθέσεων:

α)       οι πληροφορίες Ö πρέπει να Õ προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο,

β)      οι πληροφορίες που λαμβάνονται σ' αυτό το πλαίσιο Ö πρέπει να Õ καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται Ö στο άρθρο 44 παράγραφος 1 Õ στην παράγραφο 1,

γ)      όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν διαβιβάζονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών από τις οποίες προέρχονται οι εν λόγω πληροφορίες, και, στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών, που μπορούν να λαμβάνουν τις πληροφορίες δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

27.         Παρά τις διατάξεις των Ö άρθρων 44 έως 46 Õ παραγράφων 1 έως 4, τα κράτη μέλη, προς επίρρωση της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και των αρχών ή των οργάνων που είναι εκ του νόμου αρμόδια για τον εντοπισμό των παραβάσεων του δικαίου των εταιρειών και για την διερεύνηση των παραβάσεων αυτών.

Ö Στις περιπτώσεις αυτές τα Õ Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση δυνατότητος που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, απαιτούν Ö να πληρούνται τουλάχιστον οι εξής προϋποθέσεις Õ τη συνδρομή των ακολούθων προϋποθέσεων:

α)      οι πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο,

β)      οι πληροφορίες που λαμβάνονται σ' αυτό το πλαίσιο καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται Ö στο άρθρο 44 παράγραφος 1 Õ στην παράγραφο 1,

γ)      όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν διαβιβάζονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών από τις οποίες προέρχονται οι εν λόγω πληροφορίες, και, στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

Εάν, σε ένα κράτος μέλος, οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο προβαίνουν στον εντοπισμό ή την διερεύνηση παραβάσεων χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες εντεταλμένων προς τούτο, λόγω ειδικών προσόντων, προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση, η βάσει του πρώτου εδαφίου δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών μπορεί να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο δεύτερο εδάφιο.

Για την εφαρμογή της τελευταίας περίπτωσης του δεύτερου Ö τρίτου Õ εδαφίου, οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ανακοινώνουν στις δημόσιες αρχές, από τις οποίες προέρχονται οι πληροφορίες, την ταυτότητα και το ακριβές περιεχόμενο της εντολής των προσώπων στα οποία θα διαβιβασθούν οι εν λόγω πληροφορίες.

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών ή οργάνων τα οποία μπορούν να λαμβάνουν τις πληροφορίες δυνάμει Ö του παρόντος άρθρου Õ της παρούσας παραγράφου.

Πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2000, η Η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων Ö του παρόντος άρθρου Õ της παρούσας παραγράφου.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 30 παρ. 8 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 49

8. Οι διατάξεις του παρόντος Ö Τμήματος Õ άρθρου δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν Ö , στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους, πληροφορίες προς τους εξής φορείς Õ :

α)         στις κεντρικές τράπεζες και σε άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής,

β)         ενδεχομένως, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμής.

Ούτε πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους οΟύτε εμποδίζουν τις εν λόγω αρχές ή οργανισμούς να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που αυτές χρειάζονται για τους σκοπούς Ö του άρθρου 45 Õ της παραγράφου 4.

Οι πληροφορίες που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρεται στο παρόν άρθρο Ö 44 παράγραφος 1 Õ .

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 30 παρ. 9 1ο και 2ο εδάφιο (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 50

9. Εξάλλου, πΠαρά τις διατάξεις τις προβλεπόμενες Ö στα άρθρα 44 παράγραφος 1 και 45 Õ στις παραγράφους 1 και 4, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν, νομοθετικώς, τη γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για τη νομοθεσία περί εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, των υπηρεσιών επενδύσεων και των ασφαλιστικών εταιρειών καθώς και στους επιθεωρητές τους εντεταλμένους από τις εν λόγω υπηρεσίες.

Αυτές οι γνωστοποιήσεις πληροφοριών επιτρέπονται όμως μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο για λόγους προληπτικού ελέγχου.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 30 παρ. 9 3ο εδάφιο (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 51

Πάντως, τΤα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει των Ö άρθρων 44 παράγραφος 2 και 47, Õ παραγράφων 2 και 5 καθώς και Ö πληροφορίες που αποκτώνται Õ κατά τους επιτόπιους ελέγχους που αναφέρονται στο άρθρο Ö 43 Õ 29, παράγραφοι 1 και 2, δεν επιτρέπεται να αποτελούν αντικείμενο των γνωστοποιήσεων που προβλέπει Ö το παρόν άρθρο Õ η παρούσα παράγραφος, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που ανακοίνωσε τις πληροφορίες ή της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου διενεργήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 30 παρ. 10 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 52

10.Οι διατάξεις του παρόντος Ö Τμήματος Õ άρθρου δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές Ö ενός κράτους μέλους Õ να ανακοινώνουν τις πληροφορίες που αναφέρονται Ö στα άρθρα 44 έως 46 Õ στις παραγράφους 1 έως 4, σε συμψηφιστικό επιμελητήριο γραφείο συμψηφισμού ή άλλο παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο να παρέχει υπηρεσίες συμψηφισμού ή διακανονισμού συμβάσεων σε αγορά του κράτους μέλους τους, εάν θεωρούν την ανακοίνωση αυτή αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των οργανισμών αυτών, σε σχέση με αθετήσεις παραβάσεις, έστω και δυνητικές, παρεμβαινόντων στην αγορά αυτή. Οι πληροφορίες οι λαμβανόμενες στο πλαίσιο αυτό καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο Ö όπως ορίζει το άρθρο 44 παράγραφος 1 Õ που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Εντούτοις, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι βάσει Ö του άρθρου 44 παράγραφος 2 Õ της παραγράφου 2 λαμβανόμενες πληροφορίες να μην ανακοινώνονται, στην περίπτωση που αναφέρεται Ö στο παρόν άρθρο Õ στην παρούσα παράγραφο, χωρίς την ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών από τις οποίες προήλθαν οι πληροφορίες.

ò Νέο

Τμημα 3

Υποχρεωσεις των προσωπων που ειναι επιφορτισμενα με τον νόμιμο ελεγχο των ετησιων και των ενοποιημενων λογαριασμων

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 31 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 53

Υποχρεωσεις των προσωπων που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών

1.           Τα κράτη μέλη προβλέπουν τουλάχιστον ότι : α) κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια κατά την έννοια της Ö όγδοης Õ οδηγίας του Συμβουλίου 84/253/ΕΟΚ[26] το οποίο ασκεί σε πιστωτικό ίδρυμα την αποστολή που περιγράφεται στο άρθρο 51 της Ö τέταρτης Õ οδηγίας του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ[27], στο άρθρο 37 της οδηγίας του Συμβουλίου 83/349/ΕΟΚ ή στο άρθρο 31 της οδηγίας Ö του Συμβουλίου Õ 85/611/ΕΟΚ ή κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, υποχρεούται να γνωστοποιεί ταχέως στις αρμόδιες αρχές κάθε απόφαση ή γεγονός που αφορά το Ö εν λόγω πιστωτικό Õ ίδρυμα αυτό, των οποίων έλαβε γνώση κατά την άσκηση της αποστολής αυτής, και η οποία ή το οποίο είναι δυνατόν:

α)      να αποτελέσει ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων οι οποίες θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν, ειδικά, την άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων, ή

β)      να θίξειουν τη συνέχεια της εκμετάλλευσης του πιστωτικού ιδρύματος, ή

γ)      να οδηγήσειουν σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση των επιφυλάξεων·

Ö Τα κράτη μέλη προβλέπουν τουλάχιστον ότι Õ β) η ίδια υποχρέωση ισχύει για το αυτό πρόσωπο όσον αφορά τα γεγονότα Ö ή Õ και τις αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση στοα πλαίσιοα αποστολής που αναφέρεται στο πρώτο Ö εδάφιο Õ στοιχείο α), η οποία εκπληρούται σε μια επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο το πρόσωπο αυτό εκπληρώνει την Ö εν λόγω Õ προαναφερόμενη αποστολή.

2.           Η καλή τη πίστη κοινολόγηση στις αρμόδιες αρχές, γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, από πρόσωπα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ, δεν αποτελεί παράβαση τυχόν περιορισμού κοινολόγησης πληροφοριών που επιβάλλεται συμβατικώς ή από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη και δεν συνεπάγεται κανενός είδους ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά.

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö Τμήμα 4 Επιβολη κυρώσεων και δικαιωμα προσφυγησ στη δικαιοσυνη Õ

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 32 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 54

Επιβολή κυρώσεων από τις αρμόδιες αρχές

Με την επιφύλαξη των διαδικασιών ανάκλησης των αδειών λειτουργίας και των διατάξεων του ποινικού δικαίου, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τους μπορούν να επιβάλλουν κυρώσεις ή να λαμβάνουν μέτρα κατά πιστωτικών ιδρυμάτων ή εκείνων που στην πραγματικότητα ελέγχουν τις δραστηριότητες πιστωτικών ιδρυμάτων των υπεύθυνων διευθυνόντων τους, σε περίπτωση παράβασης νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων σχετικών με την εποπτεία τον έλεγχο ή την άσκηση της δραστηριότητας με σκοπό . Σκοπός αυτών των μέτρων ή κυρώσεων είναι να παύσουν οι παραβάσεις που διαπιστώνονται ή να εκλείψουν τα αίτια που τις προκάλεσαν.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 33 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 55

Δικαστική προσφυγή

Τα Κράτη μέλη προβλέπουν ότι κατά των αποφάσεων των λαμβανομένων για τα πιστωτικά ιδρύματα κατ’ά εφαρμογή νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, δύναται να ασκηθεί δικαστική προσφυγή. Το αυτό ισχύει σε περίπτωση, που δεν θα λαμβάνουν απόφαση εντός εξαμήνου από της καταθέσεως αιτήσεως εγκρίσεως, η οποία περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τις ισχύουσες διατάξεις στοιχεία.

ê 2000/28/EΚ 1.2 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 33a

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/46/ΕΚ εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα.

ê 2000/12/ΕΚ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΤΑ ΤΕΧΝΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ

Τμημα 1

Ιδια κεφάλαια

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 34 παρ. 1 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 56

Γενικές αρχές

1. Όταν ένα κράτος μέλος θεσπίζει με νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική πράξη κατ' εφαρμογήν της κοινοτικής νομοθεσίας που διέπει την προληπτική εποπτεία (prudential supervision) που πρέπει να ασκείται επί των ενεργών πιστωτικών ιδρυμάτων, μια διάταξη που χρησιμοποιεί τον όρο ίδια κεφάλαια ή αναφέρεται στην έννοια αυτή, μεριμνά ώστε ο εν λόγω όρος ή η έννοια να ανταποκρίνεται στον ορισμό που δίνεται στα άρθρα Ö 57 έως 61 και στα άρθρα 63 έως 66 Õ στις παραγράφους 2, 3 και 4 και στα άρθρα 35 έως 38.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 34 παρ. 2 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 57

Υπό την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 38 Ö 66 Õ , τα μη ενοποιημένα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων αποτελούνται από τα στοιχεία που παρατίθενται κατωτέρω:

(1α)   Ττο κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, εφόσον έχει καταβληθεί, στο οποίο προστίθεται η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιον, εξαιρουμένων όμως των σωρευτικών προνομιούχων μετοχών.·

(2β)   Ττα αποθεματικά κατά την έννοια του άρθρου 23 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ και τα αποτελέσματα του προηγούμενου έτους που μεταφέρονται μέσω της διάθεσης του τελικού αποτελέσματος. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν το συνυπολογισμό των προσωρινών κερδών, προτού ληφθεί επίσημα η σχετική απόφαση, μόνο εάν τα κέρδη αυτά έχουν ελεγχθεί από πρόσωπα αρμόδια για τον έλεγχο των λογαριασμών και εάν οι αρμόδιες αρχές λάβουν ικανοποιητικές αποδείξεις ότι το ύψος τους έχει εκτιμηθεί σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στην οδηγία 86/635/ΕΟΚ και είναι καθαρό από κάθε προβλέψιμη επιβάρυνση και πρόβλεψη για μερίσματα.

(3γ)   Ττα κεφάλαια για γενικούς τραπεζικούς κινδύνους κατά την έννοια του άρθρου 38 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ.·

(4δ)   Ττα αποθεματικά αναπροσαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 33 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ.·

(5ε)   Ττις διαφορές προσαρμογής αξίας κατά την έννοια του άρθρου 37 παράγραφος 2 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ.·

(6στ) Ττα άλλα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 35 Ö 63 Õ .·

(7ζ)   Ττις αναλήψεις υποχρεώσεων των μελών των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί υπό μορφή συνεταιριστικής εταιρείας και τις αλληλέγγυες υποχρεώσεις των πιστούχωνδανειζομένων από ορισμένα ιδρύματα οργανωμένα υπό μορφή ταμείων, τα οποία αναφέρει το άρθρο 36 Ö 64 Õ παράγραφος 1.·

(8η)   Ττις σωρευτικές προνομιούχες μετοχές καθορισμένης διάρκειας καθώς και τα ληφθέντα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, που αναφέρονται στο άρθρο 36 Ö 64 Õ παράγραφος 3.·

Αφαιρούνται τα κατωτέρω στοιχεία, όπως ορίζεται στο άρθρο 38 Ö 66 Õ :

(9θ)   Ηη λογιστική αξία των ιδίων μετοχών τις οποίες κατέχει το πιστωτικό ίδρυμα.·

(10ι)  Άάυλα στοιχεία του ενεργητικού, κατά την έννοια του άρθρου 4 «ενεργητικό», σημείο 9 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ.·

(11ια)            Τα σημαντικά αρνητικά αποτελέσματα της τρέχουσας χρήσης.·

ê 2002/87/EΚ Άρθρο 29 παρ. 4 α) (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

(12 ιβ)           Οοι συμμετοχές σε άλλα πιστωτικά και χρηματοδοτικάοικονομικά ιδρύματα που υπερβαίνουν το 10 % του κεφαλαίου αυτών των ιδρυμάτων.·

(13 ιγ)            Οοι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 35 Ö 63 Õ και στο άρθρο 36 Ö 64 Õ παράγραφος 3, τα οποία κατέχει πιστωτικό ίδρυμα επί πιστωτικών και χρηματοδοτικώνοικονομικών ιδρυμάτων, εφόσον η συμμετοχή του υπερβαίνει το 10 % του κεφαλαίου σε κάθε περίπτωση.·

(14 ιδ)           Οοι συμμετοχές σε άλλα πιστωτικά και χρηματοδοτικάοικονομικά ιδρύματα μέχρι ποσοστού 10 % του κεφαλαίου τους, καθώς και οι απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 35 Ö 63 Õ και στο άρθρο 36 Ö 64 Õ παράγραφος 3, τα οποία κατέχει το πιστωτικό ίδρυμα επί πιστωτικών και χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, εκτός εκείνων που αναφέρονται στα σημεία 12 και 13 του παρόντος εδαφίου Ö στο παρόν εδάφιο Õ , για το ποσό του συνόλου αυτών των συμμετοχών, απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης και μέσων το οποίο υπερβαίνει το 10 % των ιδίων κεφαλαίων του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, υπολογιζόμενων πριν από την αφαίρεση των στοιχείων των σημείων Ö ιβ) έως ιστ) Õ 12 έως 16 του παρόντος εδαφίου.·

(15 ιε)            Οοι συμμετοχές κατά την έννοια του άρθρου Ö 4 παράγραφος 10 Õ 1 παράγραφος 9, τις οποίες κατέχει ένα πιστωτικό ίδρυμα σε:

(i)      ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 6 της Ö πρώτης Õ οδηγίας Ö του Συμβουλίου Õ 73/239/ΕΟΚ Ö [28] Õ , του άρθρου 6 της Ö πρώτης Õ οδηγίας Ö του Συμβουλίου Õ 79/267/ΕΟΚ Ö [29] Õ ή του άρθρου 1 στοιχείο β) της οδηγίας 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[30],

(ii)     αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 98/78/ΕΚ,

(iii)    ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο θ) της οδηγίας 98/78/ΕΚ.·

(16 ιστ)          Κκάθε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία τα οποία κατέχει το πιστωτικό ίδρυμα σε σχέση με τις οντότητες που αναφέρονται στο σημείο 15ο στις οποίες κατέχει συμμετοχή:

(i)      τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 73/239/EΟΚ,

(ii)     τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 3 Ö της οδηγίας 79/267/EΟΚ Õ .

ò νέο

ιζ)     Για πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν σταθμισμένα χρηματοδοτικά ανοίγματα βάσει του Τμήματος 3 Υποτμήμα 2, τα αρνητικά ποσά που υπολογίζονται βάσει του Παραρτήματος VII Μέρος 1 σημείο 34 και τις αναμενόμενες ζημίες που υπολογίζονται βάσει του Παραρτήματος VII Μέρος 1 σημεία 30 και 31.

ιη)     Το ποσό του ανοίγματος σε θέσεις τιτλοποίησης που σταθμίζονται με συντελεστή στάθμισης 1250% βάσει του Παραρτήματος ΙΧ, Μέρος 4 και υπολογίζονται βάσει της μεθόδου που αναπτύσσεται σε αυτό.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 34 παρ. 2 σημείο 2, τελευταία περίοδος (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Ö Για τους σκοπούς του σημείου β) Õ Ττα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν το συνυπολογισμό των προσωρινών κερδών, προτού ληφθεί επίσημα η σχετική απόφαση, μόνο εάν τα κέρδη αυτά έχουν ελεγχθεί από πρόσωπα αρμόδια για τον έλεγχο των λογαριασμών και εάν οι αρμόδιες αρχές λάβουν ικανοποιητικές αποδείξεις ότι το ύψος τους έχει εκτιμηθεί σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στην οδηγία 86/635/ΕΟΚ και είναι καθαρό από κάθε προβλέψιμη επιβάρυνση και πρόβλεψη για μερίσματα.·

ðð Στην περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος που αποτελεί την μεταβιβάζουσα οντότητα μιας τιτλοποίησης, τα καθαρά κέρδη από την κεφαλαιοποίηση μελλοντικών εσόδων από τα τιτλοποιημένα στοιχεία ενεργητικού, τα οποία ενισχύουν πιστωτικά θέσεις στην τιτλοποίηση αποκλείονται από το στοιχείο που ορίζεται στο σημείο β). ï

ê 2002/87/EK Άρθρο 29 παρ.4 στοιχείο β) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 58

Όταν κατέχεται προσωρινά συμμετοχή σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτικόοικονομικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, με σκοπό τη χρηματοδοτική συνδρομή για ανασυγκρότηση και διάσωση της εν λόγω οντότητας, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εγκρίνουν παρεκκλίσεις από τις προβλεπόμενες στα σημεία Ö ιβ) έως ιστ) Õ 12 έως 16 διατάξεις για την αφαίρεση ποσών.

Άρθρο 59

Ως εναλλακτική λύση στην αφαίρεση των αναφερόμενων στα σημεία Ö ιε) και ιστ) Õ 15 και 16 στοιχείων, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματά τους να εφαρμόζουν, τηρουμένων των αναλογιών, τις μεθόδους 1, 2 ή 3 του Παραρτήματος I της οδηγίας 2002/87/ΕΚ. Η μέθοδος 1 («λογιστική ενοποίηση») Ö μπορεί να Õ εφαρμόζεται μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή είναι πεπεισμένη για το ενιαίο της διαχείρισης και του εσωτερικού ελέγχου όσον αφορά τις οντότητες που θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης. Η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται με τρόπο διαχρονικά σταθερό.

Άρθρο 60

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση, τα πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το κεφάλαιο Ö 4, Τμήμα 1 Õ 3 ή σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 2002/87/ΕΚ, δεν είναι απαραίτητο να αφαιρούν τις αναφερόμενες στα σημεία Ö ιβ) έως ιστ) Õ 12 έως 16 συμμετοχές τους σε πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικάοικονομικά ιδρύματα, ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της ενοποιημένης ή της συμπληρωματικής εποπτείας.

Η διάταξη αυτή ισχύει για το σύνολο των κανόνων προληπτικής εποπτείας που έχουν εναρμονισθεί με κοινοτικές πράξεις.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 34 παρ. 3 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 61

3. Η έννοια των ιδίων κεφαλαίων, όπως ορίζεται σταην παράγραφο 2 σημεία Ö α) έως η) Õ 1 έως 8 Ö του άρθρου 57 Õ , περιλαμβάνει έναν μέγιστο αριθμό στοιχείων και ποσών. Η χρησιμοποίηση αυτών των στοιχείων και ο καθορισμός κατώτερων ορίων, καθώς και η αφαίρεση άλλων στοιχείων εκτός από εκείνα που απαριθμούνται σταην παράγραφο 2 σημεία 9 έως 13 Ö θ) έως ιγ) του άρθρου 57 Õ , επαφίενται στην εκτίμηση των κρατών μελών. Ωστόσο, τα κράτη μέλη πρέπει να αποβλέπουν σε αυξημένη σύγκλιση με στόχο την επίτευξη ενός κοινού ορισμού των ιδίων κεφαλαίων.

Για το σκοπό αυτό, το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 1996, η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και των άρθρων 35 έως 39 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από τις προτάσεις και τροποποιήσεις που θα κρίνει αναγκαίες. Το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 1998, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με την διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης ύστερα από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, θα εξετάσουν τον ορισμό των ιδίων κεφαλαίων με σκοπό την ενιαία εφαρμογή του κοινού ορισμού.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 34 παρ. 4 (Προσαρμοσμένο)

4. Τα στοιχεία που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 σημεία Ö α) έως ε) του άρθρου 57 Õ 1) έως 5), πρέπει να είναι πλήρως και παραχρήμα διαθέσιμα από το πιστωτικό ίδρυμα προς κάλυψη των κινδύνων ή των ζημιών, κατά τη στιγμή της επέλευσής τους. Το ποσόν τους πρέπει να είναι μειωμένο απαλλαγμένο από κάθε φορολογική επιβάρυνση που είναι δυνατόν να προβλεφθεί κατά το χρόνο του υπολογισμού του, ή να προσαρμόζεται καταλλήλως στο μέτρο που η επιβάρυνση αυτή μειώνει το ποσό μέχρι το οποίο τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη κινδύνων ή ζημιών.

ò Νέο

Άρθρο 62

Τα κράτη μέλη υποβάλλουν εκθέσεις στην Επιτροπή για την πρόοδο που επιτεύχθηκε όσον αφορά τη σύγκλιση απόψεων ως προς έναν κοινό ορισμό των ιδίων κεφαλαίων. Βάσει των εκθέσεων αυτών η Επιτροπή, εφόσον κριθεί σκόπιμο, θα υποβάλει το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2009, πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την τροποποίηση του παρόντος άρθρου, καθώς και των άρθρων 35 έως 39.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 35 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 63

Άλλα στοιχεία

1.           Η έννοια των ιδίων κεφαλαίων την οποία χρησιμοποιεί ένα κράτος μέλος μπορεί να περιέχει άλλα στοιχεία εφόσον, ανεξάρτητα από τη νομική ή λογιστική ονομασία τους, έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α)      βρίσκονται στην ελεύθερη διάθεση του πιστωτικού ιδρύματος για την κάλυψη των συνήθων τραπεζικών κινδύνων, όταν η έκταση των ζημιών ή των μειώσεων αξίας δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί,·

β)      η ύπαρξή τους εμφαίνεται στις εσωτερικές λογιστικές εγγραφές,·

γ)      το ποσό τους καθορίζεται από τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος, επαληθεύεται από ανεξάρτητους ελεγκτές, γνωστοποιείται στις αρμόδιες αρχές και τελεί υπό την εποπτεία των αρχών αυτών.

2.           Άλλα στοιχεία μπορούν επίσης να θεωρηθούν οι τίτλοι μη καθορισμένης διάρκειας και άλλα μέσα, εφόσον πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      δεν μπορούν να εξοφληθούν με πρωτοβουλία του κομιστή ή χωρίς προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας αρχής,·

β)      η σύμβαση έκδοσης πρέπει να προβλέπει ότι το πιστωτικό ίδρυμα έχει τη δυνατότητα να αναβάλει την πληρωμή των τόκων του δανείου,·

γ)      οι απαιτήσεις του δανειστή έναντι του πιστωτικού ιδρύματος κατατάσσονται στο σύνολό τους μετά τις απαιτήσεις μη μειωμένης πλήρους εξασφάλισης όλων των άλλων πιστωτών,·

δ)      τα έγγραφα στα οποία βασίζεται η έκδοση των τίτλων πρέπει να προβλέπουν ότι το χρέος και οι μη καταβληθέντες τόκοι είναι δυνατόν να διατεθούν για την απόσβεση ζημιών, ενώ το πιστωτικό ίδρυμα έχει τη δυνατότητα να εξακολουθεί να ασκεί τις δραστηριότητές του,·

ε)      λαμβάνονται υπόψη μόνον τα ποσά τα οποία έχουν πράγματι καταβληθεί.

Στα ανωτέρω μπορούν να προστεθούν οι σωρευτικές προνομιούχες μετοχές εκτός από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 34 Ö 57 Õ παράγραφος 2 σημείο 8 Ö η) Õ .

ò Νέο

3.           Για τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν σταθμισμένα ανοίγματα βάσει του Τμήματος 3 Υποτμήμα 2, τα θετικά ποσά που υπολογίζονται βάσει του Παραρτήματος VII, Μέρος 1 σημείο 34 μπορούν μέχρι το 0,6% των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που υπολογίζονται βάσει του Υποτμήματος 2, να γίνονται δεκτά ως άλλα στοιχεία. Για τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα, οι προσαρμογές αξίας και οι προβλέψεις που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό που αναφέρεται στο Παράρτημα VII, Τμήμα 3, Μέρος 1, σημείο 34, καθώς και οι προσαρμογές αξίας και οι προβλέψεις για ανοίγματα που αναφέρονται στο σημείο ε) του άρθρου 57 δεν περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια παρά μόνον σύμφωνα με την παρούσα διάταξη. Προς τούτο, τα σταθμισμένα ανοίγματα δεν περιλαμβάνουν τα ποσά που υπολογίζονται για θέσεις τιτλοποίησης που λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 1250%.

ê2000/12/ΕΚ Άρθρο 36 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 64

Άλλες διατάξεις που αφορούν τα ίδια κεφάλαια

1.           Οι αναλήψεις υποχρεώσεων των μελών των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία έχουν συσταθεί υπό μορφή συνεταιριστικών εταιρειών, που αναφέρει το άρθρο 34 Ö 57 Õ παράγραφος 2 σημείο 7 Ö ζ) Õ , αποτελούνται από το κεφάλαιο που δεν έχουν κληθεί να καταβάλουν τα μέλη αυτών των εταιρειών καθώς και από τις νομίμως ανειλημμένες υποχρεώσεις των μελών των εν λόγω εταιρειών να πραγματοποιούν, σε περίπτωση που αυτό το πιστωτικό ίδρυμα θα υποστεί ζημία, συμπληρωματικές καταβολές που δεν πρόκειται να τους αποδοθούν. Στην περίπτωση αυτή, η καταβολή των εν λόγω ποσών θα πρέπει να είναι αμέσως απαιτητή.

Με τα ανωτέρω στοιχεία εξομοιούνται οι αλληλέγγυες υποχρεώσεις των δανειζομένων από πιστωτικά ιδρύματα οργανωμένα υπό μορφή ταμείων.

Όλα αυτά τα στοιχεία μπορούν να περιλαμβάνονται στα ίδια κεφάλαια εφόσον, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συνυπολογίζονται ως ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων της κατηγορίας αυτής.

2.           Τα κράτη μέλη δεν περιλαμβάνουν στα ίδια κεφάλαια των δημόσιων πιστωτικών ιδρυμάτων τις εγγυήσεις που τα ίδια ή οι αρχές τους χορηγούν στα εν λόγω ιδρύματα.

3.           Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές μπορούν να περιλάβουν στα ίδια κεφάλαια τις σωρευτικές προνομιούχες μετοχές καθορισμένης διάρκειας που αναφέρονται στο άρθρο Ö 57 Õ 34 παράγραφος 2 σημείο Ö η) Õ 8), καθώς και τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στην αυτή διάταξη, μόνον εάν πράγματι υπάρχουν δεσμευτικές συμφωνίες βάσει των οποίων, σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης του πιστωτικού ιδρύματος, τα δάνεια αυτά κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών και δεν εξοφλούνται παρά μετά την εξόφληση όλων των άλλων εκκρεμούντων τη στιγμή εκείνη χρεών.

Τα εν λόγω δάνεια μειωμένης εξασφάλισης πρέπει επίσης να ανταποκρίνονται και στα ακόλουθα κριτήρια:

α)      λαμβάνονται υπόψη μόνον τα ποσά τα οποία έχουν πράγματι καταβληθεί,·

β)      η αρχική ληκτότητά διάρκειά τους πρέπει να είναι τουλάχιστον πενταετής, μετά την πάροδο της οποίας θα είναι δυνατή η εξόφλησή τους η εάν δεν έχει καθοριστεί ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται ληξιπρόθεσμη η οφειλή, αποδίδονται μόνον ύστερα από πενταετή προειδοποίηση, εκτός εάν έχουν παύσει να λογίζονται ως ίδια κεφάλαια ή εάν απαιτείται τυπικά προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των αρμοδίων αρχών για την προ της λήξεως εξόφλησή τους, . Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν την προ της λήξεως εξόφληση αυτών των δανείων υπό τον όρο ότι η σχετική αίτηση υποβλήθηκε με πρωτοβουλία του εκδότη και ότι δεν θίγεται η φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος·

γ)      το ποσό μέχρι το οποίο επιτρέπεται να περιληφθούν στα ίδια κεφάλαια θα μειώνεται σταδιακά κατά την τελευταία πενταετία, πριν από την ημερομηνία λήξεως,·

δ)      στη σύμβαση δανείου δεν επιτρέπεται να συμπεριλαμβάνονται ρήτρες που να ορίζουν ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκτός από την εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος, η οφειλή καθίσταται απαιτητή πριν καταστεί ληξιπρόθεσμη.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 36 παρ. 3β), εκτός από τις πρώτες 19 λέξεις

ð Νέο

ð Για τους σκοπούς του σημείου β) του δευτέρου εδαφίου, ï εάν δεν έχει καθοριστεί ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται ληξιπρόθεσμη η οφειλή, αποδίδονται μόνον ύστερα από πενταετή προειδοποίηση, εκτός εάν έχουν παύσει να λογίζονται ως ίδια κεφάλαια ή εάν απαιτείται τυπικά προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των αρμοδίων αρχών για την προ της λήξεως εξόφλησή τους. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν την προ της λήξεως εξόφλησή αυτών των δανείων υπό τον όρο ότι η σχετική αίτηση υποβλήθηκε με πρωτοβουλία του εκδότη και ότι δεν θίγεται η φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος.

ò Νέο

4.           Τα πιστωτικά ιδρύματα δεν περιλαμβάνουν στα ίδια κεφάλαιά τους ούτε τα αποθεματικά εύλογης αξίας που σχετίζονται με κέρδη ή ζημίες από αντισταθμίσεις χρηματορροών από χρηματοπιστωτικά μέσα, που μετρώνται βάσει του αποσβεσθέντος κόστους, ούτε κέρδη ή ζημίες από τις υποχρεώσεις τους, αποτιμημένες στην εύλογη αξία τους, που οφείλονται σε μεταβολές της πιστωτικής διαβάθμισης των ίδιων των πιστωτικών ιδρυμάτων.

ê2000/12/ΕΚ Άρθρο 37 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 65

Υπολογισμός των ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση

1.           Όταν ο υπολογισμός πρέπει να γίνει σε ενοποιημένη βάση, τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 34 Ö 57 Õ παράγραφος 2 διατηρούνται για τα ενοποιημένα ποσά τους Ö χρησιμοποιούνται Õ σύμφωνα με τους κανόνες Ö που καθορίζονται στο Κεφάλαιο 4, Τμήμα 1 Õ καθορίζουν τα άρθρα 52 έως 56. Επιπλέον, μπορούν να εξομοιώνονται προς τα ενοποιημένα αποθεματικά, για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων, τα ακόλουθα στοιχεία όταν είναι πιστωτικά («αρνητικά»):

α)      τα δικαιώματα της μειοψηφίας κατά την έννοια του άρθρου 21 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, σε περίπτωση χρησιμοποίησης της μεθόδου της πλήρους ενοποίησης,

β)      η διαφορά πρώτης ενοποίησης κατά την έννοια των άρθρων 19, 30 και 31 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ,

γ)      οι διαφορές εκ μετατροπής που περιλαμβάνονται στα ενοποιημένα αποθεματικά, σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 6 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ,

δ)      η διαφορά που προκύπτει από την καταχώρηση ορισμένων συμμετοχών, σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται στο άρθρο 33 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ.

2.           Όταν τα στοιχεία που προηγούνται είναι χρεωστικά («θετικά»), πρέπει να αφαιρούνται κατά τον υπολογισμό των ενοποιημένων ιδίων κεφαλαίων. Ö Όταν τα στοιχεία που αναφέρονται στα σημεία α) έως δ) της πρώτης παραγράφου είναι χρεωστικά («θετικά»), αφαιρούνται κατά τον υπολογισμό των ενοποιημένων ιδίων κεφαλαίων. Õ

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 38 παρ. 1 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 66

Μειώσεις και περιορισμοί

1. Τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο Ö 57 Õ 34 παράγραφος 2 σημεία Ö δ) έως η) Õ 4) έως 8), υπόκεινται στους ακόλουθους περιορισμούς:

α)      το σύνολο των στοιχείων των σημείων Ö δ) έως η) Õ 4) έως 8), δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 100 %, κατ’ ι ανώτατο όριο, των στοιχείων των σημείων Ö α) συν β) και γ) Õ 1) συν 2) και 3) μείον Ö θ) έως ια) Õ 9), 10) και 11) ð και το 50 % των ποσών του στοιχείου ιζ) ï , •

β)      το σύνολο των στοιχείων των σημείων Ö ζ) έως η) Õ 7) έως 8), δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 50 %, κατ’ ι ανώτατο όριο, των στοιχείων των σημείων Ö α) συν β) και γ) Õ 1) συν 2) και 3) μείον Ö θ) έως ια) Õ 9), 10) και 11) ð και το 50 % των ποσών του στοιχείου ιζ) ï , •

γ)      το σύνολο των στοιχείων των σημείων Ö ιβ) έως ιζ) Õ 12) και 13) αφαιρείται από το σύνολο των στοιχείων.

ò Νέο

2.           Τα στοιχεία που αναφέρονται στο σημείο ιη) του άρθρου 57 αφαιρούνται από το σύνολο των στοιχείων που προσδιορίζονται στα σημεία α) έως η) του ιδίου άρθρου, εκτός εάν το πιστωτικό ίδρυμα περιλαμβάνει τα πρώτα στον υπολογισμό των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 75 σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο Παράρτημα ΙΧ, Μέρος 4.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 38 παρ. 2

23.         Προσωρινά και σε έκτακτες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να υπερβαίνουν τα όρια που θεσπίζονται στην παράγραφο 1.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 39 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 67

Προσκόμιση αποδείξεων στις αρμόδιες αρχές

Η τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο Ö παρόν Τμήμα Õ άρθρο 34, παράγραφοι 2, 3 και 4 και στα άρθρα 35 έως 38 πρέπει να αποδεικνύεται στις αρμόδιες αρχές, κατά ικανοποιητικό τρόπο.

ò Νέο

Τμημα 2

Πρόβλεψη για κινδύνους

Υποτμημα 1 – Επιπεδο εφαρμογησ

Άρθρο 68

1.           Τα πιστωτικά ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 22 και 75 και στο Τμήμα 5, σε μεμονωμένη βάση.

2.           Τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία δεν αποτελούν θυγατρικές στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και στο οποίο υπόκεινται σε εποπτεία, ούτε μητρικές επιχειρήσεις, καθώς και τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν περιλαμβάνονται στην ενοποίηση δυνάμει του άρθρου 73, συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 120 και 123, σε μεμονωμένη βάση.

3.           Τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν αποτελούν μητρικές ούτε θυγατρικές επιχειρήσεις, καθώς και τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν περιλαμβάνονται στην ενοποίηση δυνάμει του άρθρου 73, συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο Κεφάλαιο 5, σε μεμονωμένη βάση.

Άρθρο 69

1.           Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να μην εφαρμόσουν το άρθρο 68 παράγραφος 1 σε θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος εφόσον τόσο η θυγατρική όσο και το πιστωτικό ίδρυμα έχουν άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από το ίδιο κράτος μέλος και η θυγατρική περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία του πιστωτικού ιδρύματος που αποτελεί τη μητρική επιχείρηση, και εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που ακολουθούν, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι τα ίδια κεφάλαια είναι κατάλληλα κατανεμημένα μεταξύ μητρικής επιχείρησης και θυγατρικών:

α)      Δεν υπάρχει κανένα τρέχον η προβλεπόμενο ουσιώδες ή νομικό εμπόδιο για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση.

β)      Η μητρική επιχείρηση έχει αναλάβει άνευ όρων, ρητά και αμετάκλητα την υποχρέωση να μεταβιβάσει ίδια κεφάλαια στη θυγατρική της και να καλύψει τις υποχρεώσεις της ή οι κίνδυνοι των θυγατρικών είναι αμελητέοι.

γ)      Οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν τη θυγατρική.

δ)      Η μητρική επιχείρηση έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει την πλειονότητα των μελών του διαχειριστικού οργάνου της θυγατρικής.

2.           Τα κράτη μέλη μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εφόσον η μητρική επιχείρηση αποτελεί χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου συσταθείσα στο ίδιο κράτος μέλος με το πιστωτικό ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση ότι υπόκειται στην ίδια εποπτεία με τα πιστωτικά ιδρύματα και ιδίως στα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 71 παράγραφος 1.

Άρθρο 70

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν, κατά περίπτωση, σε μητρικά πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε ένα κράτος μέλος να συμπεριλάβουν στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους δυνάμει του άρθρου 68 παράγραφος 1, τις θυγατρικές τους στην Κοινότητα εκείνες που ανταποκρίνονται στα κριτήρια των στοιχείων α), γ) και δ) του άρθρου 69 παράγραφος 1 και των οποίων τα ουσιώδη χρηματοδοτικά ανοίγματα ή οι ουσιώδεις υποχρεώσεις είναι απέναντι στο υπόψη εγκατεστημένο σε κράτος μέλος μητρικό πιστωτικό ίδρυμα.

Άρθρο 71

1.           Με την επιφύλαξη των άρθρων 68 έως 70, τα εγκατεστημένα σε κράτος μέλος μητρικά πιστωτικά ιδρύματα συμμορφώνονται, στον βαθμό και με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 133, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζουν τα άρθρα 75, 120, 123 και το Τμήμα 5 βάσει της ενοποιημένης οικονομικής τους κατάστασης.

2.           Με την επιφύλαξη των άρθρων 68 έως 70, τα πιστωτικά ιδρύματα που ελέγχονται από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος συμμορφώνονται, στον βαθμό και με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 133, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζουν τα άρθρα 75, 120, 123 και το Τμήμα 5 βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της χρηματοδοτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου.

Όταν μια χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ελέγχει πάνω από ένα πιστωτικό ίδρυμα, το πρώτο εδάφιο ισχύει μόνον για το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο ασκείται εποπτεία σε ενοποιημένη βάση δυνάμει των άρθρων 125 και 126.

Άρθρο 72

1.           Τα εγκατεστημένα στην ΕΕ μητρικά πιστωτικά ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που θεσπίζει το Κεφάλαιο 5 βάσει της ενοποιημένης οικονομικής τους κατάστασης.

Ωστόσο, όσον αφορά τις σημαντικότερες θυγατρικές τους, κοινοποιούν τις πληροφορίες που προσδιορίζει το Παράρτημα ΧΙΙ, Μέρος 1, σημείο 5, σε μεμονωμένη ή υποενοποιημένη βάση.

2.           Πιστωτικά ιδρύματα ελεγχόμενα από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζει το Κεφάλαιο 5 βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της εν λόγω χρηματοδοτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου.

Ωστόσο, όσον αφορά τις σημαντικότερες θυγατρικές τους, κοινοποιούν τις πληροφορίες που προσδιορίζει το Παράρτημα ΧΙΙ, Μέρος 1, σημείο 5, σε μεμονωμένη ή υποενοποιημένη βάση.

3.           Οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση δυνάμει των άρθρων 125 έως 131 δύνανται να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν εν μέρει ή εν όλω τις παραγράφους 1 και 2 σε σχέση με πιστωτικά ιδρύματα τα οποία περιλαμβάνονται σε συγκρίσιμες δημοσιοποιήσεις παρεχόμενες σε ενοποιημένη βάση από μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 52 παρ. 3 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 73

61.         Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία βάσει του άρθρου 53 Ö των άρθρων 125 έως 131 Õ μπορούν Ö στις ακόλουθες Õ σε μεμονωμένες περιπτώσεις να μην υπαγάγουν στην ενοποίηση ένα πιστωτικό ίδρυμα, ένα χρηματοδοτικό ίδρυμα ή μια επιχείρηση επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών που αποτελούν θυγατρικές ή στα οποία κατέχεται μια μερίδα συμμετοχής:

α)      όταν η Ö υπόψη Õ επιχείρηση που πρόκειται να περιληφθεί στην ενοποίηση βευρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια στην διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών, ή

β)      όταν η Ö υπόψη Õ επιχείρηση που πρόκειται να περιληφθεί στην ενοποίηση είναι, κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών, αμελητέα μόνον σε σχέση με τους στόχους της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, και εν πάση περιπτώσει όταν ο συνολικός ισολογισμός της Ö υπόψη Õ επιχείρησης αυτής δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο των ακόλουθων δύο ποσών:

(i)      10 εκατομμύρια ευρώ,

(ii)     ή το 1% του συνολικού ισολογισμού της μητρικής ή της κατέχουσας την συμμετοχή επιχείρησης.

Αν πλείονες επιχειρήσεις πληρούν τα κριτήρια αυτά, πρέπει παρά ταύτα να υπαχθούν στην ενοποίηση όταν ως σύνολο παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον σε σχέση με τον ανωτέρω στόχο, ή

γ)      όταν κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία, η ενοποίηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της Ö υπόψη Õ προς έλεγχο επιχείρησης θα αντενδείκνυτο ή θα μπορούσε να οδηγήσει σε λάθη όσον αφορά τους στόχους της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 52 παρ. 3, 2ο εδάφιο, τελευταία πρόταση (Προσαρμοσμένο)

Αν Ö , στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο σημείο β) του πρώτου εδαφίου Õ , πλείονες επιχειρήσεις πληρούν τα κριτήρια Ö που αναφέρονται σε αυτό Õ , πρέπει παρά ταύτα να υπαχθούν στην ενοποίηση όταν ως σύνολο παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον σε σχέση με τον καθορισθέντα ανωτέρω στόχο, ή.

ò Νέο

2.           Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα να τηρούν τις υποχρεώσεις που θεσπίζουν τα άρθρα 75, 120, 123 και το Τμήμα 5 σε υποενοποιημένη βάση όταν τα υπόψη πιστωτικά ιδρύματα ή η μητρική επιχείρηση εφόσον πρόκειται για χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, διαθέτουν σε τρίτη χώρα, εν είδει θυγατρικής, πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 παράγραφος 5 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, ή διαθέτουν συμμετοχή σε μια τέτοια επιχείρηση.

3.           Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από μητρικές και θυγατρικές επιχειρήσεις υπαγόμενες στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας να τηρούν τις υποχρεώσεις που θεσπίζει το άρθρο 22 σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση ούτως ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν χαρακτηρίζονται από συνέπεια, ότι είναι ολοκληρωμένοι και ότι μπορούν να προσκομίσουν όλα τα απαιτούμενα για την εποπτεία στοιχεία και πληροφορίες.

Υποτμημα 2 – Υπολογισμοσ των απαιτησεων

Άρθρο 74

1.           Πλην των περιπτώσεων όπου προβλέπεται κάτι άλλο, η αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και των στοιχείων εκτός ισολογισμού πραγματοποιείται βάσει του λογιστικού πλαισίου στο οποίο υπάγεται το πιστωτικό ίδρυμα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1606/2002 και της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ.

2.           Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που θεσπίζονται στα άρθρα 68 έως 72, οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι οι υπολογισμοί για την επαλήθευση της συμμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων με τις υποχρεώσεις που θεσπίζει το άρθρο 75 πραγματοποιούνται το λιγότερο δύο φορές κατ' έτος.

Οι υπολογισμοί πραγματοποιούνται είτε από τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα, οπότε διαβιβάζουν τα αποτελέσματα και τα απαιτούμενα επί μέρους σχετικά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές , είτε από τις αρμόδιες αρχές βάσει στοιχείων τα οποία παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα.

Υποτμημα 3 - Ελάχιστο ύψος ιδίων κεφαλαίων

Άρθρο 75

Με την επιφύλαξη του άρθρου 136, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν ίδια κεφάλαια τα οποία, ανά πάσα στιγμή, πρέπει να υπερβαίνουν ή να ισούνται με το άθροισμα των ακόλουθων κεφαλαιακών απαιτήσεων:

α)         όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας εισπρακτέων απαιτήσεων για το σύνολο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων με εξαίρεση τις δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών και τα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού εφόσον αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια βάσει [της οδηγίας 93/6/EΟΚ, Άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο δ)], του 8% επί του συνολικού ποσού των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων τους, υπολογισμένων σύμφωνα με το Τμήμα 3,

β)         όσον αφορά τις δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών, για τον κίνδυνο θέσης, τον κίνδυνο διακανονισμού και αντισυμβαλλομένου και, στο μέτρο που επιτρέπεται η υπέρβαση των ορίων που θεσπίζονται στα άρθρα 111 έως 117, για μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα που υπερβαίνουν τα εν λόγω όρια, των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται βάσει [της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ, Κεφάλαιο V, Τμήμα 4],

γ)         όσον αφορά το σύνολο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, για τον κίνδυνο συναλλάγματος και τον κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων, των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται βάσει [του άρθρου 18 της οδηγίας 93/6/EΟΚ],

δ)         όσον αφορά το σύνολο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, για τον λειτουργικό κίνδυνο, των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται βάσει του Τμήματος 4.

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

Τμημα 2

Συντελεστής φερεγγυότητας

Άρθρο 40

Γενικές αρχές

1. Ο συντελεστής φερεγγυότητας εκφράζει τα ίδια κεφάλαια, κατά την έννοια του άρθρου 41, ως ποσοστό του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού και των εκτός ισολογισμού στοιχείων, σταθμισμένων κατά τον κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 42.

2. Ο συντελεστής φερεγγυότητας πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν είναι ούτε μητρικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ούτε θυγατρικές αυτών των επιχειρήσεων, υπολογίζεται σε μεμονωμένη βάση.

3. Ο συντελεστής φερεγγυότητας πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι μητρικές επιχειρήσεις, υπολογίζεται σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία καθώς και στην οδηγία 86/635/ΕΟΚ.

4. Οι αρχές που είναι αρμόδιες για την έγκριση και την εποπτεία της μητρικής επιχείρησης, η οποία είναι πιστωτικό ίδρυμα, μπορούν επίσης να απαιτούν τον υπολογισμό υποενοποιημένου ή μη ενοποιημένου συντελεστή της επιχείρησης αυτής καθώς και κάθε θυγατρικής της η οποία υπόκειται στην έγκριση και την εποπτεία τους. Εάν δεν γίνεται τέτοιος έλεγχος για τη δέουσα κατανομή του κεφαλαίου στο εσωτερικό του τραπεζικού ομίλου, πρέπει να λαμβάνονται άλλα μέτρα για το σκοπό αυτό.

5. Με την επιφύλαξη της τήρησης από τα πιστωτικά ιδρύματα των υποχρεώσεων που θεσπίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 και στο άρθρο 52 παράγραφοι 8 και 9, οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε οι συντελεστές να υπολογίζονται τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, είτε από το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο θα γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές τα προκύπτοντα αποτελέσματα καθώς και όλα τα απαιτούμενα στοιχεία υπολογισμού, είτε από τις αρμόδιες αρχές οι οποίες θα χρησιμοποιούν τα στοιχεία που τους παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα.

6. Η αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και των εκτός ισολογισμού στοιχείων γίνεται σύμφωνα με την οδηγία 86/635/ΕΟΚ.

Άρθρο 41

Αριθμητής: ίδια κεφάλαια

Τα ίδια κεφάλαια όπως ορίζονται στην παρούσα οδηγία αποτελούν τον αριθμητή του συντελεστή φερεγγυότητας.

Άρθρο 42

Παρονομαστής: Στοιχεία ενεργητικού και εκτός ισολογισμού στοιχεία σταθμισμένα κατά τον κίνδυνο

1. Οι βαθμοί πιστωτικού κινδύνου, εκφρασμένοι ως ποσοστιαίες σταθμίσεις, προσδίδονται στα διάφορα στοιχεία του ενεργητικού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 43 και 44, κατ' εξαίρεση δε των άρθρων 45, 62 και 63. Η αξία που εμφανίζεται στον ισολογισμό για κάθε στοιχείο του ενεργητικού πολλαπλασιάζεται με την αντίστοιχη στάθμιση, ώστε να προκύψει η σταθμισμένη κατά τον κίνδυνο αξία.

2. Στην περίπτωση των εκτός ισολογισμού στοιχείων που απαριθμούνται στο παράρτημα II, χρησιμοποιείται μέθοδος υπολογισμού σε δύο στάδια η οποία περιγράφεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2.

3. Όσον αφορά τα εκτός ισολογισμού στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 43 παράγραφος 3, το ενδεχόμενο κόστος αντικατάστασης των συμβάσεων σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου υπολογίζεται με μία από τις δύο μεθόδους του παραρτήματος III. Αυτό το κόστος πολλαπλασιάζεται με τη σχετική στάθμιση που αντιστοιχεί στον αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 1 εκτός από την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή στάθμιση 100% που αντικαθίσταται από τη στάθμιση 50%, ώστε να προκύψουν αξίες προσαρμοσμένες κατά τον κίνδυνο.

4. Το άθροισμα των σταθμισμένων κατά τον κίνδυνο αξιών των στοιχείων ενεργητικού και των εκτός ισολογισμού στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, αποτελεί τον παρονομαστή του συντελεστή φερεγγυότητας.

Άρθρο 43

Συντελεστές στάθμισης κινδύνου

1. Οι ακόλουθοι συντελεστές στάθμισης εφαρμόζονται στις διάφορες κατηγορίες στοιχείων του ενεργητικού πάντως οι αρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα να καθορίσουν υψηλότερους συντελεστές στάθμισης εάν το θεωρήσουν σκόπιμο.

α)         Μηδενικός συντελεστής στάθμισης

(1)     Ταμείο και ισοδύναμα στοιχεία.

(2)     Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών της ζώνης Α.

(3)     στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

(4)     Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις με τη ρητή εγγύηση των κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών της ζώνης Α ή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(5)     Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών της ζώνης Β, και που είναι εκφρασμένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο εθνικό νόμισμα του οφειλέτη.

(6)     Στοιχεία ενεργητικού τα οποία αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις που καλύπτονται από τη ρητή εγγύηση κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών της ζώνης Β, και που είναι εκφρασμένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο κοινό εθνικό νόμισμα του εγγυητή και του οφειλέτη.

(7)     Στοιχεία ενεργητικού εξασφαλισμένα, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με τίτλους που έχουν εκδοθεί από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες της ζώνης Α ή τίτλους που έχουν εκδοθεί από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή με κατάθεση μετρητών στο δανειοδοτούν ίδρυμα ή με πιστοποιητικά καταθέσεων ή άλλους παρόμοιους τίτλους που έχει εκδώσει το ίδιο ίδρυμα και είναι κατατεθειμένα σ' αυτό.

β)         Συντελεστής στάθμισης 20%

(1)     Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι της ΕΤΕπ.

(2)     Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης.

(3)     Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις που καλύπτονται από ρητή εγγύηση της ΕΤΕπ.

(4)     Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις που καλύπτονται από ρητή εγγύηση πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης.

(5)     Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών της ζώνης Α, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 44.

(6)     Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις που καλύπτονται από ρητή εγγύηση των περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών της ζώνης Α, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 44.

(7)     Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων της ζώνης Α, και τα οποία δεν ανήκουν στα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων αυτών.

(8)     Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις, ληξιπρόθεσμες εντός έτους κατ' ανώτατο όριο, έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων της ζώνης Β, εκτός των τίτλων που έχουν εκδοθεί από τα ιδρύματα αυτά και τα οποία θεωρούνται συστατικό στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων τους.

(9)     Στοιχεία ενεργητικού που καλύπτονται από ρητή εγγύηση πιστωτικών ιδρυμάτων της ζώνης Α.

(10)   Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις, ληξιπρόθεσμες εντός έτους κατ' ανώτατο όριο, και τα οποία καλύπτονται από ρητή εγγύηση πιστωτικών ιδρυμάτων της ζώνης Β.

(11)   Στοιχεία ενεργητικού εξασφαλισμένα, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με τίτλους που έχουν εκδοθεί από την ΕΤΕπ ή από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης.

(12)   Στοιχεία ταμείου που βρίσκονται στη διαδικασία είσπραξης.

γ)         Συντελεστής στάθμισης 50%

(1)     Δάνεια που εξασφαλίζονται πλήρως, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με υποθήκες σε κατοικίες στις οποίες διαμένει ή πρόκειται να διαμείνει ή τις οποίες εκμισθώνει ή θα εκμισθώσει ο δανειολήπτης, και δάνεια πλήρως εξασφαλισμένα, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες λειτουργούσες βάσει του φινλανδικού νόμου περί στεγαστικών εταιρειών του 1991 ή βάσει μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας, προκειμένου περί αστικών ακινήτων τα οποία κατοικούνται ή θα κατοικηθούν ή θα εκμισθωθούν από τον δανειολήπτη.

         «Τίτλοι που εξασφαλίζονται με υποθήκη» και μπορούν να εξομοιωθούν με τα δάνεια που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ή στο άρθρο 62, παράγραφος 1, εάν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν, λαμβάνοντας υπόψη το νομοθετικό πλαίσιο σε κάθε κράτος μέλος, ότι είναι ισοδύναμοι ως προς τον πιστωτικό κίνδυνο. Με κάθε επιφύλαξη για το είδος των τίτλων που μπορούν να συμπεριληφθούν και πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος σημείου 1, οι «τίτλοι που εξασφαλίζονται με υποθήκη» μπορεί να συμπεριλάβουν τίτλους κατά την έννοια του τμήματος Β παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του παραρτήματος της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ[31]. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν πεισθεί ότι:

(i)      οι τίτλοι αυτοί εξασφαλίζονται καθ' ολοκληρίαν και άμεσα από ένα σύνολο ενυπόθηκων δανείων της ιδίας φύσης με αυτά που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο ή στο άρθρο 62, παράγραφος 1 και τα οποία είναι απολύτως ενήμερα κατά τη σύσταση των τίτλων που εξασφαλίζονται με υποθήκη

(ii)     έχει εγγραφεί επί των υπεγγύων περιουσιακών στοιχείων και σε αποδεκτό βαθμό υψηλής τάξης υποθήκη είτε άμεσα από τους επενδυτές σε τίτλους που εξασφαλίζονται με υποθήκη, είτε για λογαριασμό τους από κάποιο διαχειριστή ή άλλο εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο κατά την ίδια αναλογία που έχουν οι τίτλοι που έχουν στην κατοχή τους ατομικά προς το σύνολο των διαθέσιμων τίτλων.

(2)     Έξοδα επόμενων χρήσεων και έσοδα χρήσεως εισπρακτέα: σ' αυτά τα στοιχεία εφαρμόζεται ο συντελεστής στάθμισης του αντισυμβαλλομένου, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα είναι σε θέση να τον προσδιορίσει σύμφωνα με την οδηγία 86/635/ΕΟΚ ειδάλλως, στις περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να τον προσδιορίσει, εφαρμόζεται κατ' αποκοπή στάθμιση 50%.

δ)         Συντελεστής στάθμισης 100%

(1)     Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών της ζώνης Β, εκτός εκείνων που είναι εκφρασμένα και έχουν χρηματοδοτηθεί στο νόμισμα του οφειλέτη.

(2)     Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών της ζώνης Β.

(3)     Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις, ληξιπρόθεσμες εντός διαστήματος μεγαλύτερου του έτους, έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων της ζώνης Β.

(4)     Στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις, έναντι των μη τραπεζικών τομέων της ζώνης Α και της ζώνης Β.

(5)     Ενσώματα στοιχεία, κατά την έννοια «ενεργητικό», του άρθρου 4 σημείο 10 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ.

(6)     Χαρτοφυλάκια μετοχών, συμμετοχών και άλλων στοιχείων συστατικών των ιδίων κεφαλαίων άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία δεν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια του δανειοδοτικού ιδρύματος.

(7)     Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία ενεργητικού, εκτός από εκείνα που έχουν αφαιρεθεί από τα ίδια κεφάλαια.

2. Η ακόλουθη μέθοδος εφαρμόζεται στα εκτός ισολογισμού στοιχεία που δεν αναφέρονται στην παράγραφο 3. Πρώτον, κατατάσσονται σε ομάδες ανάλογα με το βαθμό κινδύνου που ορίζεται στο παράρτημα II. Συνυπολογίζεται η πλήρης αξία των στοιχείων υψηλού κινδύνου, το 50% της αξίας των στοιχείων μέσου κινδύνου, το 20% της αξίας των στοιχείων μέτριου κινδύνου, ενώ εκτιμάται ως μηδενική η αξία των στοιχείων χαμηλού κινδύνου. Δεύτερον, οι αξίες των εκτός ισολογισμού στοιχείων, αφού προσαρμοστούν όπως περιγράφεται προηγουμένως, πολλαπλασιάζονται με τους συντελεστές στάθμισης που προσδίδονται στους οικείους αντισυμβαλλομένους, σύμφωνα με τα οριζόμενα για τα στοιχεία ενεργητικού στην παράγραφο 1 και στο άρθρο 44. Στην περίπτωση πράξεων προσωρινής εκχώρησης και άλλων εκχωρήσεων με υποχρέωση επαναγοράς καθώς και στην περίπτωση υποχρεώσεων αγοράς επί προθεσμία, οι συντελεστές στάθμισης θα είναι οι αποδιδόμενοι στα εν λόγω στοιχεία και όχι οι αποδιδόμενοι στους αντισυμβαλλόμενους αυτών των συναλλαγών. Το τμήμα του εγγεγραμμένου κεφαλαίου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων που δεν έχει κληθεί να καταβληθεί μπορεί να σταθμίζεται με συντελεστή 20%.

3. Οι μέθοδοι που περιγράφονται στο παράρτημα III εφαρμόζονται στα εκτός ισολογισμού στοιχεία του παραρτήματος IV εκτός από:

– τις συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένα χρηματιστήρια,

– τις συμβάσεις πράξεων συναλλάγματος (εξαιρουμένων των συμβάσεων που αφορούν χρυσό) αρχικής διάρκειας μέχρι δεκατεσσάρων ημερών.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να εξαιρούν από την εφαρμογή των προβλεπομένων στο παράρτημα III μεθόδων, τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συμψηφίζονται από γραφείο συμψηφισμού όπου το γραφείο συμψηφισμού ενεργεί ως ο νόμιμος αντισυμβαλλόμενος και όλοι οι συμμετέχοντες καλύπτουν πλήρως επί καθημερινής βάσεως το άνοιγμα που παρουσιάζουν έναντι του γραφείου συμψηφισμού, παρέχοντας εγγυήσεις που καλύπτουν τόσο το τρέχον άνοιγμα όσο και το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να κρίνουν ότι η παρεχόμενη εγγύηση προσφέρει αντίστοιχη διασφάλιση με την εγγύηση, η οποία παρέχεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α) σημείο 7 και ότι δεν υπάρχει κίνδυνος διεύρυνσης των ανοιγμάτων του γραφείου συμψηφισμού πέραν της αγοραίας αξίας της παρεχόμενης εγγύησης. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την τυχόν χρησιμοποίηση αυτής της δυνατότητας.

4. Όταν τα εκτός ισολογισμού στοιχεία καλύπτονται από ρητή εγγύηση, σταθμίζονται σαν να είχαν συναφθεί για λογαριασμό του εγγυητή και όχι του πραγματικού αντισυμβαλλόμενου. Όταν ο κίνδυνος που προκύπτει από συναλλαγή εκτός ισολογισμού είναι πλήρως και εξ' ολοκλήρου εξασφαλισμένος, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με κάποια από τα στοιχεία ενεργητικού που αναγνωρίζονται στην παράγραφο 1 σημείο α) στοιχείο 7 και στοιχείο β) σημείο 11, ως επαρκής ασφάλεια, εφαρμόζονται συντελεστές στάθμισης 0 ή 20%, ανάλογα με την εν λόγω ασφάλεια.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης 50% στα στοιχεία εκτός ισολογισμού που αντιπροσωπεύουν εγγυοδοσίες ή εγγυήσεις πιστώσεων που έχουν χαρακτήρα υποκαταστάτων πιστώσεων και τα οποία εξασφαλίζονται πλήρως, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με υποθήκες που πληρούν τους όρους της παραγράφου 1 στοιχείο γ) σημείο 1, υπό την επιφύλαξη ότι ο εγγυητής έχει άμεσο δικαίωμα επί των υπεγγύων.

5. Όταν τα στοιχεία του ενεργητικού και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία σταθμίζονται με χαμηλότερο συντελεστή λόγω ύπαρξης ρητής εγγύησης ή ασφάλειας δεκτής από τις αρμόδιες αρχές, η στάθμιση με χαμηλότερο συντελεστή εφαρμόζεται μόνο στο εγγυημένο τμήμα ή σ' αυτό που καλύπτεται πλήρως από την ασφάλεια.

Άρθρο 44

Στάθμιση των απαιτήσεων έναντι των περιφερειακών κυβερνήσεων και των τοπικών αρχών των κρατών μελών

1. Παρά από τις απαιτήσεις του άρθρου 43 παράγραφος 1, στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν στάθμιση 0% για τις δικές τους περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές, εάν δεν υπάρχει, όσον αφορά τους κινδύνους, διαφορά μεταξύ των απαιτήσεων έναντι αυτών των τελευταίων και των απαιτήσεων έναντι των κεντρικών κυβερνήσεων, λόγω των φορολογικών εξουσιών τις οποίες έχουν οι περιφερειακές κυβερνήσεις και οι τοπικές αρχές, καθώς και λόγω της ύπαρξης ιδιαιτέρων θεσμικών διατάξεων που περιορίζουν την πιθανότητα να βρεθούν σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Η μηδενική στάθμιση που ορίζεται κατ' εφαρμογή αυτών των κριτηρίων ισχύει για τις απαιτήσεις έναντι των εν λόγω περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών και για τα εκτός ισολογισμού στοιχεία που έχουν αναληφθεί για λογαριασμό τους, καθώς και για τις απαιτήσεις έναντι τρίτων και τα ανειλημμένα για λογαριασμό τρίτων στοιχεία εκτός ισολογισμού που καλύπτονται από την εγγύηση των εν λόγω περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών ή είναι εξασφαλισμένα, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με τίτλους που έχουν εκδοθεί από αυτές τις περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές.

2. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, όταν θεωρούν ότι δικαιολογείται μηδενική στάθμιση, σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου 1. Η Επιτροπή κοινολογεί την πληροφορία αυτή. Άλλα κράτη μέλη μπορούν να δίδουν, στα υπό την εποπτεία των αρμοδίων αρχών τους πιστωτικά ιδρύματα, τη δυνατότητα να εφαρμόζουν μηδενική στάθμιση, όταν συναλλάσσονται με τις εν λόγω περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές ή όταν κατέχουν απαιτήσεις εγγυημένες από αυτές, συμπεριλαμβανομένων των εγγυήσεων υπό μορφή τίτλων.

Άρθρο 45

Άλλες σταθμίσεις

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 44 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν στάθμιση 20% στα στοιχεία ενεργητικού που, κατά την κρίση των οικείων αρμοδίων αρχών, είναι εξασφαλισμένα με τίτλους που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές της ζώνης Α, με καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα της ζώνης Α πλην του δανειοδοτούντος ιδρύματος, ή με πιστοποιητικά καταθέσεων ή άλλα παρόμοια μέσα που εκδίδονται από αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν στάθμιση 10 ?% στις απαιτήσεις έναντι των ιδρυμάτων, που είναι εξειδικευμένα στις διατραπεζικές αγορές και στις αγορές δημόσιου χρέους στο κράτος μέλος καταγωγής, και τα οποία υπόκεινται σε στενή εποπτεία εκ μέρους των αρμοδίων αρχών, όταν αυτά τα στοιχεία ενεργητικού καλύπτονται πλήρως και εξ ολοκλήρου, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής, από συνδυασμό στοιχείων ενεργητικού αναφερομένων στο άρθρο 43 παράγραφος 1, στοιχεία α) και β), τα οποία αυτές θεωρούν ότι αποτελούν επαρκή ασφάλεια.

3. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις διατάξεις που θεσπίζουν κατ' εφαρμογήν των παραγράφων 1 και 2 και τους λόγους που τις δικαιολογούν. Η Επιτροπή διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στα κράτη μέλη. Η Επιτροπή εξετάζει περιοδικά τις επιπτώσεις αυτών των διατάξεων, ώστε να εξασφαλίζει ότι δεν προξενούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

Άρθρο 46

Διοικητικοί οργανισμοί και επιχειρήσεις μη κερδοσκοπικού σκοπού

Για την εφαρμογή του άρθρου 43 παράγραφος 1, στοιχείο β), οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να περιλάβουν στην έννοια των «περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών» διοικητικούς μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς υπεύθυνους ενώπιον των περιφερειακών κυβερνήσεων ή των τοπικών αρχών καθώς και μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που αποτελούν ιδιοκτησία κεντρικών κυβερνήσεων, περιφερειακών κυβερνήσεων, τοπικών αρχών ή αρχών που, κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών, έχουν τα ίδια καθήκοντα με τις περιφερειακές κυβερνήσεις και τις τοπικές αρχές.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να περιλάβουν στην έννοια των «περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών» τις εκκλησίες και θρησκευτικές κοινότητες που έχουν μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στο βαθμό που μπορούν να επιβάλλουν φόρους σύμφωνα με τη νομοθεσία που τους παρέχει το δικαίωμα αυτό. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή η δυνατότητα που προβλέπεται στο άρθρο 44 δεν ισχύει.

Άρθρο 47

Επίπεδα του συντελεστή φερεγγυότητας

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να διατηρούν μονίμως το συντελεστή που ορίζεται στο άρθρο 40 σε ύψος τουλάχιστον 8%.

2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίζουν υψηλότερους ελάχιστους συντελεστές φερεγγυότητας εφόσον το θεωρούν ενδεδειγμένο.

3. Στην περίπτωση που ο συντελεστής φερεγγυότητας πέσει κάτω από το 8%, οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε το οικείο πιστωτικό ίδρυμα να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, για να επαναφέρει, το ταχύτερο δυνατόν, τον εν λόγω συντελεστή στο ελάχιστο συμφωνηθέν ύψος.

ò Νέο

ΤΜΗΜΑ 3

Ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τον πιστωτικό κίνδυνο

Άρθρο 76

Τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν είτε την τυποποιημένη μέθοδο που προβλέπεται στα άρθρα 78 έως 83 είτε, εφόσον το επιτρέπουν οι αρμόδιες αρχές βάσει του άρθρου 84, την μέθοδο IRM που προβλέπεται στα άρθρα 84 έως 89 όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων τους για τους σκοπούς του άρθρου 75 α).

Άρθρο 77

Για τους σκοπούς του παρόντος Τμήματος «χρηματοδοτικό άνοιγμα» είναι ένα στοιχείο ενεργητικού ή ένα στοιχείο εκτός ισολογισμού.

Υποτμημα 1 – Τυποποιημενη μεθοδοσ

Άρθρο 78

1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η αξία ανοίγματος ενός στοιχείου του ενεργητικού ισούται με την αξία με την οποία εμφανίζεται στον ισολογισμό ενώ η αξία ανοίγματος ενός στοιχείου εκτός ισολογισμού που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ, ισούται με ποσοστό της αξίας του, ως εξής: 100% για στοιχείο υψηλού κινδύνου, 50% για στοιχείο μεσαίου κινδύνου, 20% για στοιχείο μέτριου κινδύνου και 0% για στοιχείο χαμηλού κινδύνου. Τα εκτός ισολογισμού στοιχεία που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου κατατάσσονται σε κατηγορίες κινδύνου βάσει του Παραρτήματος ΙΙ.

2. Η αξία ανοίγματος ενός παράγωγου μέσου που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα IV, προσδιορίζεται βάσει μιας εκ των δύο μεθόδων που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙΙ λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα συμβάσεων ανανέωσης και άλλων συμψηφιστικών συμφωνιών για τους σκοπούς των εν λόγω μεθόδων σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ.

3. Όταν ένα χρηματοδοτικό άνοιγμα έχει χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, η αξία ανοίγματος που αποδίδεται στο υπόψη στοιχείο δύναται να τροποποιηθεί σύμφωνα με το Υποτμήμα 3.

4. Στην περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος που χρησιμοποιεί την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων βάσει του Παραρτήματος VIII, Μέρος 3, όταν ένα άνοιγμα λαμβάνει τη μορφή πώλησης, παροχής ως εξασφάλιση ή παροχής ως δάνειο τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων στο πλαίσιο μιας πράξης επαναγοράς ή μιας πράξης δανειοδοσίας / δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, η αξία ανοίγματος ισούται με την αξία των τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων προσδιοριζόμενη βάσει του άρθρου 74 παράγραφος 1 προσαυξημένη κατά το ποσό της προσαρμογής μεταβλητότητας που αναλογεί σε τέτοιου είδους τίτλους ή βασικά εμπορεύματα σύμφωνα με τα όσα ορίζει το παράρτημα VIII, Μέρος 3 σημεία 35 έως 60.

Άρθρο 79

1.           Κάθε χρηματοδοτικό άνοιγμα υπάγεται σε μια από τις ακόλουθες κλάσεις:

α)      απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις κατά κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών,

β)      απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις κατά περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών,

γ)      απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις κατά διοικητικών φορέων και μη κερδοσκοπικών επιχειρήσεων,

δ)      απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις κατά πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών,

ε)      απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις κατά διεθνών οργανισμών,

στ)    απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις κατά ιδρυμάτων,

ζ)      απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις κατά εταιρειών,

η)      λιανικές απαιτήσεις ή ενδεχόμενες λιανικές απαιτήσεις,

θ)      απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις εξασφαλισμένες με ακίνητη περιουσία,

ι)       στοιχεία σε καθυστέρηση;

ια)     στοιχεία που ανήκουν σε κανονιστικές κατηγορίες υψηλού κινδύνου,

ιβ)     απαιτήσεις υπό μορφή καλυμμένων ομολόγων,

ιγ)     θέσεις τιτλοποίησης

ιδ)     βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις κατά ιδρυμάτων και εταιρειών,

ιε)     απαιτήσεις υπό μορφή οργανισμών συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ)

ιστ)   Άλλα στοιχεία.

2.           Για να είναι αποδεκτά προς υπαγωγή στην κλάση των λιανικών ανοιγμάτων που αναφέρεται στο στοιχείο η) της παραγράφου 1, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα πρέπει να πληρούν τις κάτωθι προϋποθέσεις:

α)      να αφορούν μεμονωμένο άτομο ή άτομα ή μια οντότητα μικρού ή μεσαίου μεγέθους,

β)      να εντάσσονται σε έναν μεγάλο αριθμό ανοιγμάτων με παρόμοια χαρακτηριστικά ούτως ώστε να είναι πολύ μειωμένοι οι κίνδυνοι που απορρέουν από τέτοιου είδους δανειοδοσία,

γ)      το συνολικό ποσό που οφείλει ο οφειλέτης πελάτης ή η οφειλέτρια ομάδα συνδεδεμένων πελατών στο πιστωτικό ίδρυμα καθώς και σε οιαδήποτε μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της, περιλαμβανομένων των κάθε είδους ανοιγμάτων σε καθυστέρηση, δεν πρέπει, εν γνώσει του πιστωτικού ιδρύματος, να υπερβαίνει το 1 εκατομμύριο ευρώ. Το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να προβεί σε εύλογες ενέργειες προκειμένου να αποκτήσει γνώση των σχετικών πληροφοριών.

Τίτλοι δεν μπορούν να υπαχθούν στην κλάση των λιανικών ανοιγμάτων.

Άρθρο 80

1.           Για τον υπολογισμό σταθμισμένων ανοιγμάτων, εφαρμόζονται συντελεστές στάθμισης κινδύνου σε όλα τα ανοίγματα εκτός εάν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια, σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος VI, Μέρος 1. Η εφαρμογή των συντελεστών στάθμισης πραγματοποιείται βάσει της κλάσης στην οποία υπάγεται το άνοιγμα και της πιστωτικής ποιότητάς του, στο μέτρο που ορίζει το Παράρτημα VI, Μέρος 1. Η πιστωτική ποιότητα δύναται να προσδιορίζεται βάσει των πιστοληπτικών αξιολογήσεων που πραγματοποιούνται από εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης (External credit assessment institutions ECAI) βάσει των διατάξεων των άρθρων 81 έως 83, ή τη διαβάθμιση από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων (Export credit agencies – ECA), σύμφωνα με τα όσα περιγράφονται στο Παράρτημα VI, Μέρος 1.

2.           Για τους σκοπούς της εφαρμογής ενός συντελεστή κινδύνου, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στην παράγραφο 1, η αξία ανοίγματος πολλαπλασιάζεται με τον εκάστοτε συντελεστή στάθμισης ή προσδιορίζεται σύμφωνα με το παρόν υποτμήμα.

3.           Για τους σκοπούς του υπολογισμού του σταθμισμένου ύψους των ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων, οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν αν θα υιοθετηθεί η μέθοδος υπολογισμού βάσει της πιστωτικής ποιότητας της κεντρικής διοίκησης στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγεται το πιστωτικό ίδρυμα ή η μέθοδος υπολογισμού βάσει της πιστωτικής ποιότητας του αντισυμβαλλομένου ιδρύματος σύμφωνα με το Παράρτημα VI.

4.           Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, όταν ένα χρηματοδοτικό άνοιγμα υπόκειται σε χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, ο συντελεστής στάθμισης που αναλογεί στο υπόψη στοιχείο δύναται να τροποποιηθεί σύμφωνα με το Υποτμήμα 3.

5.           Τα σταθμισμένα ποσά για τιτλοποιημένα ανοίγματα υπολογίζονται σύμφωνα με το Υποτμήμα 4.

6.           Στα ανοίγματα ως προς τα οποία το παρόν Υποτμήμα δεν προβλέπει κάτι άλλο όσον αφορά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών ανοίγματος, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100%.

7.           Με εξαίρεση τα ανοίγματα που οδηγούν σε υποχρεώσεις υπό μορφή στοιχείων αναφερόμενων στα σημεία 1 έως 8 του άρθρου 57 παράγραφος 1, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάξουν από τις υποχρεώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου τα ανοίγματα ενός πιστωτικού ιδρύματος σε αντισυμβαλλόμενο που αποτελεί την μητρική του επιχείρηση, δική του θυγατρική ή θυγατρική της μητρικής του επιχείρησης, εφόσον πληρούνται οι κάτωθι προϋποθέσεις:

α)      Ο αντισυμβαλλόμενος είναι ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, χρηματοδοτικό ίδρυμα, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών με την επιφύλαξη των σχετικών απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας.

β)      Ο αντισυμβαλλόμενος περιλαμβάνεται πλήρως στην ίδια ενοποίηση με το πιστωτικό ίδρυμα.

γ)      Ο αντισυμβαλλόμενος υπόκειται στις ίδιες διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου κινδύνων με το πιστωτικό ίδρυμα.

δ)      Ο αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος στο ίδιο κράτος μέλος με το πιστωτικό ίδρυμα.

ε)      Δεν υφίσταται κανένα τρέχον η προβλεπόμενο ουσιώδες ή νομικό εμπόδιο για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τον αντισυμβαλλόμενο προς το πιστωτικό ίδρυμα.

Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται μηδενικός (0%) συντελεστής στάθμισης.

Άρθρο 81

1.           Μια εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης ενός χρηματοδοτικού ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 80 μόνον εφόσον ο εξωτερικός οργανισμός (ΕCAI) ο οποίος την πραγματοποιεί έχει αναγνωριστεί ως επιλεγμένος για τους σκοπούς αυτούς από τις αρμόδιες αρχές . Στο εξής αναφέρεται ως «επιλεγμένος ΕCAI).

2.           Οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν έναν ΕCAI ως επιλέξιμο για τους σκοπούς του άρθρου 80 μόνον εφόσον έχουν πεισθεί ότι η μεθοδολογία αξιολόγησης ανταποκρίνεται στα κριτήρια της αντικειμενικότητας, της ανεξαρτησίας, της συνεχούς αναθεώρησης και της διαφάνειας και ότι οι απορρέουσες πιστοληπτικές αξιολογήσεις ανταποκρίνονται στα κριτήρια της αξιοπιστίας και της διαφάνειας. Για τους σκοπούς αυτούς οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που αναφέρονται στο Παράρτημα VI, Μέρος 2.

3.           Ένας ΕCAI που έχει αναγνωριστεί ως επιλέξιμος από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους, μπορεί να αναγνωριστεί και από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών ως επιλέξιμος χωρίς να προβούν αυτές σε δική τους αξιολόγηση.

4.           Οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν επεξήγηση της διαδικασίας αναγνώρισης, καθώς και κατάλογο των επιλεγμένων ΕCAI.

Άρθρο 82

1.           Οι αρμόδιες αρχές, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που αναφέρονται στο Παράρτημα VI, Μέρος 2, προσδιορίζουν σε ποια από τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας που αναφέρονται στο Μέρος 1 του ιδίου Παραρτήματος, πρέπει να αντιστοιχιστεί κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση που πραγματοποιείται από επιλεγμένο ΕCAI. Αυτό γίνεται με αντικειμενικό και συνεπή τρόπο.

2.           Όταν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους έχουν προβεί σε μια αντιστοίχιση δυνάμει της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών δύνανται να την αναγνωρίσουν χωρίς να προβούν τα ίδια σε αντιστοίχιση.

Άρθρο 83

1.           Η χρήση πιστοληπτικών αξιολογήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί από ΕCAI για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων ενός πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να γίνεται με συνέπεια και σύμφωνα με το Παράρτημα VI, Μέρος 3. Δεν επιτρέπεται η επιλεκτική χρήση πιστοληπτικών αξιολογήσεων.

2.           Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν πιστοληπτικές αξιολογήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν παραγγελίας. Ωστόσο, με την άδεια της αρμόδιας αρχής μπορούν να χρησιμοποιήσουν διαβαθμίσεις οι οποίες δεν έγιναν κατά παραγγελία.

Enothta 2 – Μεθοδοσ των εσωτερικων διαβαθμισεων

Άρθρο 84

1.           Σύμφωνα με το παρόν Υποτμήμα, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν σε πιστωτικά ιδρύματα να υπολογίζουν το ύψος των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων τους με την μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων (μέθοδος IRB). Για κάθε πιστωτικό ίδρυμα απαιτείται ρητή άδεια.

2.           Άδεια χορηγείται μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή πειστεί ότι τα συστήματα του πιστωτικού ιδρύματος για τη διαχείριση και τη διαβάθμιση των αναλαμβανόμενων πιστωτικών κινδύνων είναι αξιόπιστα, ότι εφαρμόζονται στο ακέραιο και, ιδίως, ότι ανταποκρίνονται στα κάτωθι κριτήρια σύμφωνα με το Παράρτημα VII, Μέρος 4:

α)      Τα συστήματα αξιολόγησης του πιστωτικού ιδρύματος επιτρέπουν την έγκυρη αξιολόγηση των χαρακτηριστικών οφειλέτη και πράξης, την έγκυρη διαφοροποίηση του κινδύνου, καθώς και επακριβείς και συνεπείς ποσοτικές εκτιμήσεις του κινδύνου.

β)      Οι εσωτερικές αξιολογήσεις και οι εκτιμήσεις αθέτησης και ζημιών που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων και στα συναφή συστήματα και διαδικασίες, διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο τόσο στη διαχείριση κινδύνου και τη λήψη αποφάσεων, όσο και στην έγκριση πιστώσεων, στην εσωτερική κατανομή των κεφαλαίων και στην εταιρική διακυβέρνηση του πιστωτικού ιδρύματος.

γ)      Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει μονάδα ελέγχου του πιστωτικού κινδύνου, υπεύθυνη για τα συστήματα αξιολόγησης, η οποία διαθέτει την κατάλληλη ανεξαρτησία και δεν υφίσταται αθέμιτες επιρροές.

δ)      Το πιστωτικό ίδρυμα συγκεντρώνει και αποθηκεύει όλα τα σχετικά δεδομένα με σκοπό την αποτελεσματική στήριξη της μέτρησης του πιστωτικού κινδύνου και της διαχείρισης.

ε)      Το πιστωτικό ίδρυμα τεκμηριώνει τα συστήματα διαβάθμισης που εφαρμόζει, καθώς και το σκεπτικό βάσει του οποίου σχεδιάστηκαν και ελέγχει την εγκυρότητά τους.

Όταν ένα μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές αυτού ή ένα μητρικό χρηματοδοτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές αυτού, χρησιμοποιούν τη μέθοδο IRB σε ενοποιημένη βάση για το μητρικό ίδρυμα και τις θυγατρικές αυτού, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν την εκπλήρωση των ελάχιστων απαιτήσεων του Παραρτήματος VII, Μέρος 4 από το μητρικό ίδρυμα και τις θυγατρικές του ως σύνολο.

3.           Το πιστωτικό ίδρυμα το οποίο υποβάλλει αίτηση εφαρμογής της μεθόδου IRB οφείλει να αποδείξει ότι, για τις υπόψη κλάσεις χρηματοδοτικών ανοιγμάτων IRB, χρησιμοποιούσε συστήματα διαβάθμισης ανταποκρινόμενα εν γένει στις ελάχιστες απαιτήσεις του υπόψη Παραρτήματος όσον αφορά την εσωτερική μέτρηση και διαχείριση κινδύνου τουλάχιστον επί μια τριετία προτού αποκτήσει το δικαίωμα χρησιμοποίησης της μεθόδου IRB. Η υποχρέωση αυτή ισχύει από την 31η Δεκεμβρίου 2010 και μετά.

4.           Το πιστωτικό ίδρυμα το οποίο υποβάλλει αίτηση εφαρμογής εσωτερικών εκτιμήσεων για LGD ή/και συντελεστές μετατροπής οφείλει να αποδείξει ότι εκτιμούσε και εφάρμοζε εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD ή/και συντελεστές μετατροπής κατά τρόπο εν γένει συνεπή προς τις ελάχιστες απαιτήσεις του υπόψη Παραρτήματος όσον αφορά τη χρήση ίδιων εκτιμήσεων για τις παραμέτρους αυτές, τουλάχιστον επί μια τριετία προτού αποκτήσει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD ή/και συντελεστές μετατροπής Η υποχρέωση αυτή ισχύει από την 31η Δεκεμβρίου 2010 και μετά.

5.           Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα παύσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παρόντος Υποτμήματος υποβάλλει στην αρμόδια αρχή ένα πρόγραμμα έγκαιρης επανόδου σε κατάσταση συμμόρφωσης ή αποδεικνύει ότι η μη συμμόρφωσή του δεν έχει καμία απολύτως επίπτωση.

6.           Όταν η μέθοδος IRB πρόκειται να χρησιμοποιηθεί από το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό πιστωτικό ίδρυμα και τις θυγατρικές του, ή από την εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου και τις θυγατρικές της, οι αρμόδιες για τα διάφορα νομικά πρόσωπα αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους όπως ορίζεται στα άρθρα 129 έως 132.

Άρθρο 85

1.           Με την επιφύλαξη του άρθρου 89, τα πιστωτικά ιδρύματα και οποιαδήποτε μητρική επιχείρηση και οι θυγατρικές αυτής εφαρμόζουν την μέθοδο IRB σε όλα τα χρηματοδοτικά ανοίγματα.

Εφόσον το εγκρίνουν οι αρμόδιες αρχές, η εφαρμογή δύναται να γίνει διαδοχικά σε όλες τις διάφορες κλάσεις ανοιγμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 86, εντός της ίδιας επιχειρηματικής μονάδας, μεταξύ διαφορετικών μονάδων του ιδίου ομίλου ή στις εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD ή συντελεστές μετατροπής με σκοπό τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου για ανοίγματα έναντι εταιρειών, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών.

Στην περίπτωση της κλάσης των λιανικών ανοιγμάτων που αναφέρεται στο άρθρο 86, η εφαρμογή δύναται να γίνει διαδοχικά σε όλες τις κατηγορίες ανοιγμάτων στις οποίες αντιστοιχούν οι διάφοροι συσχετισμοί του Παραρτήματος VII, παράγραφοι 9, 10 και 11.

2.           Η εφαρμογή όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 γίνεται εντός λογικού χρονικού διαστήματος που συμφωνείται με τις αρμόδιες αρχές. Η εφαρμογή γίνεται υπό αυστηρούς όρους καθοριζόμενους από τις αρμόδιες αρχές. Σκοπός των όρων αυτών είναι να εξασφαλιστεί ότι η ευελιξία που παρέχει η παράγραφος 1 δεν χρησιμοποιείται επιλεκτικά για να επιτευχθεί η μείωση των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις κλάσεις ανοιγμάτων ή τις επιχειρηματικές μονάδες που δεν περιλαμβάνονται ακόμη στη μέθοδο IRB ή στις εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD και συντελεστές μετατροπής.

3.           Πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο IRB για οποιαδήποτε κλάση ανοιγμάτων χρησιμοποιούν ταυτόχρονα τη μέθοδο αυτή και για την κλάση ανοιγμάτων σε μετοχές

4.           Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 3 και του άρθρου 89, τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει βάσει του άρθρου 84 άδεια να χρησιμοποιούν τη μέθοδο IRB δεν επανέρχονται στη χρήση του Υποτμήματος 1 για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων παρά μόνον εφόσον αυτό είναι αποδεδειγμένα σκόπιμο και εφόσον συγκατατεθούν οι αρμόδιες αρχές.

5.           Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2 και του άρθρου 89, τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 9 να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής, δεν επιστρέφουν στη χρήση των τιμών LGD και συντελεστών μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 87 παράγραφος 8 παρά μόνον εφόσον αυτό είναι αποδεδειγμένα σκόπιμο και εφόσον συγκατατεθούν οι αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 86

1.         Κάθε χρηματοδοτικό άνοιγμα κατατάσσεται σε μια από τις ακόλουθες κλάσεις κινδύνου:

α)      απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών,

β)      απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις κατά ιδρυμάτων,

γ)      απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις κατά εταιρειών,

δ)      λιανικές απαιτήσεις ή ενδεχόμενες λιανικές απαιτήσεις,

ε)      απαιτήσεις σε μετοχές,

στ)    θέσεις τιτλοποίησης,

ζ)      άλλα στοιχεία ενεργητικού που δεν συνιστούν πιστωτικές υποχρεώσεις.

2.         Τα κάτωθι χρηματοδοτικά ανοίγματα ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών:

α)      ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών που ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων βάσει του Υποτμήματος 1,

β)      ανοίγματα έναντι Πολυμερών Αναπτυξιακών Τραπεζών και Διεθνών Οργανισμών που λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 0% βάσει του Υποτμήματος 1.

3.         Τα κάτωθι χρηματοδοτικά ανοίγματα ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων:

α)      ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών που δεν ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων βάσει του Υποτμήματος 1,

β)      ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα που ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων βάσει του Υποτμήματος 1,

γ)      ανοίγματα έναντι πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών που δεν λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 0% βάσει του Υποτμήματος 1.

4.         Για να είναι αποδεκτά προς ταξινόμηση στην κλάση των λιανικών ανοιγμάτων που αναφέρεται στο σημείο δ) της παραγράφου 1, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα πρέπει να πληρούν τις κάτωθι προϋποθέσεις:

α)      να αφορούν μεμονωμένο άτομο ή άτομα ή μια μικρή ή μεσαίου μεγέθους οντότητα, υπό τον όρο ότι, στην τελευταία περίπτωση, το συνολικό ποσό που οφείλεται στο πιστωτικό ίδρυμα και σε τυχόν μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές αυτής από τον οφειλέτη πελάτη ή την οφειλέτρια ομάδα συνδεδεμένων πελατών, δεν υπερβαίνει το 1 εκατομμύριο ευρώ, εν γνώσει του πιστωτικού ιδρύματος το οποίο οφείλει να έχει προβεί σε εύλογες ενέργειες προκειμένου να επιβεβαιώσει την κατάσταση,

β)      η μεταχείρισή τους από το πιστωτικό ίδρυμα στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου να είναι συνεπής σε διαχρονική βάση και να πραγματοποιείται με παρόμοιο τρόπο,

γ)      να μην αποτελούν αντικείμενο μεμονωμένης διαχείρισης όπως τα ανοίγματα της εταιρικής κλάσης κινδύνου,

δ)      το καθένα εκπροσωπεί έναν σημαντικό αριθμό ανοιγμάτων υπό παρόμοια διαχείριση,

5.         Τα κάτωθι χρηματοδοτικά ανοίγματα ταξινομούνται στην κλάση των ανοιγμάτων σε μετοχές:

α)      ανοίγματα σε μη χρεωστικούς τίτλους που συνεπάγονται μια υπολειμματική απαίτηση μειωμένης εξασφάλισης επί των στοιχείων ενεργητικού ή του εισοδήματος του εκδότη,

β)      δανειακά ανοίγματα των οποίων η οικονομική ουσία είναι παρόμοια εκείνης των ανοιγμάτων που περιγράφονται στο στοιχείο α).

6.         Στην κλάση των εταιρικών ανοιγμάτων, τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να προσδιορίζουν χωριστά ως ανοίγματα ειδικής δανειοδότησης τα ανοίγματα που φέρουν τα εξής χαρακτηριστικά:

α)      το άνοιγμα αφορά οντότητα που συστάθηκε ειδικά για τη χρηματοδότηση ή/και λειτουργία ενσώματων στοιχείων ενεργητικού,

β)      οι συμβατικές ρυθμίσεις παρέχουν στον δανειοδότη σημαντικό βαθμό ελέγχου επί των στοιχείων ενεργητικού και των εσόδων που αυτά παράγουν,

γ)      την πρωταρχική πηγή εξόφλησης της υποχρέωσης αποτελούν τα έσοδα που παράγουν τα χρηματοδοτούμενα στοιχεία ενεργητικού και όχι η ανεξάρτητη ικανότητα μιας ευρύτερης κερδοσκοπικής επιχείρησης.

7.         Οι πιστωτικές υποχρεώσεις που δεν υπάγονται στις κλάσεις ανοίγματος που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και δ) έως στ) της παραγράφου 1 υπάγονται στην κλάση ανοίγματος που αναφέρεται στο στοιχείο γ) της ιδίας παραγράφου.

8.         Η κλάση ανοίγματος που αναφέρεται στο σημείο ζ) της παραγράφου 1 περιλαμβάνει την υπολειμματική αξία μισθωμένων περιουσιακών στοιχείων εφόσον δεν καλύπτεται από άλλη διάταξη της παρούσας οδηγίας.

9.         Για την υπαγωγή των ανοιγμάτων στις διάφορες κλάσεις το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει την κατάλληλη μεθοδολογία με διαχρονική συνέπεια.

Άρθρο 87

1.         Τα σταθμισμένα ποσά για ανοίγματα πιστωτικού κινδύνου που ανήκουν σε μια από τις κλάσεις που αναφέρονται στα σημεία α) έως ε) ή ζ) του άρθρου 86 παράγραφος 1υπολογίζονται βάσει του Παραρτήματος VII Μέρος 1 σημεία 1 έως 25, εκτός εάν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια.

2.         Τα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος για κίνδυνο απομείωσης της αξίας για αγορασθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις υπολογίζονται βάσει του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, σημείο 26.

3.         Ο υπολογισμός των σταθμισμένων ανοιγμάτων για πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο απομείωσης της αξίας βασίζεται στις παραμέτρους που αφορούν το συγκεκριμένο άνοιγμα. Σε αυτές περιλαμβάνεται η πιθανότητα αθέτησης (probability of default - PD) η ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης (loss given default - LGD), η ληκτότητα (maturity - M) και η αξία του ανοίγματος. Η PD και η LGD λαμβάνονται χωριστά ή από κοινού, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο Παράρτημα VII Μέρος 2.

4.         Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, ο υπολογισμός των σταθμισμένων για πιστωτικό κίνδυνο ποσών για όλα τα ανοίγματα που ανήκουν στην κλάση χρηματοδοτικού ανοίγματος που αναφέρεται στο στοιχείο ε) του άρθρου 86 παράγραφος 1, πραγματοποιείται βάσει του Παραρτήματος VII, Μέρος 1, σημεία 15 έως 24 εφόσον συγκατατεθούν οι αρμόδιες αρχές.

Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν σε ένα πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιεί τη μέθοδο που αναφέρεται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1, σημεία 24 έως 25, μόνον εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα ανταποκρίνεται στις ελάχιστες απαιτήσεις του Παραρτήματος VII, Μέρος 4 σημεία 114 έως 122.

5.         Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, τα σταθμισμένα για πιστωτικό κίνδυνο ανοίγματα ειδικής δανειοδότησης δύνανται να υπολογίζονται σύμφωνα με το Παράρτημα VII, Μέρος 1 παράγραφος 5. Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν οδηγίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα οφείλουν να προσδιορίζουν τους σταθμικούς συντελεστές για ανοίγματα ειδικής δανειοδότησης βάσει του Παραρτήματος VII, Μέρος 1 σημείο 5 και εγκρίνουν τις σχετικές μεθοδολογίες των ιδρυμάτων.

6.         Για ανοίγματα των κλάσεων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ) του άρθρου 86 παράγραφος 1, τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν δικές τους εκτιμήσεις για PD σύμφωνα με το άρθρο 84 και το Παράρτημα VII Μέρος 4.

7.         Για ανοίγματα της κλάσης που αναφέρεται στο στοιχείο δ) του άρθρου 86 παράγραφος 1, τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD σύμφωνα με το άρθρο 84 και το Παράρτημα VII Μέρος 4.

8.         Για ανοίγματα των κλάσεων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως γ) του άρθρου 86 παράγραφος 1, τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν τις τιμές LGD που αναφέρονται στο Παράρτημα VII, Μέρος 2 σημεία 8 και τους συντελεστές μετατροπής που αναφέρονται στο Παράρτημα VII, Μέρος 3 παράγραφος 11 σημεία α) έως γ).

9.         Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, για όλα ανοίγματα των κλάσεων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως γ) του άρθρου 86 παράγραφος 1, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD και συντελεστές μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 84 και το Παράρτημα VII, Μέρος 4.

10.       Τα σταθμισμένα ποσά για τιτλοποιημένα ανοίγματα και ανοίγματα που ανήκουν στην κλάση κινδύνου του στοιχείου στ) του άρθρου 86 παράγραφος 1, υπολογίζονται σύμφωνα με το Υποτμήμα 4.

11.       Όταν τα ανοίγματα έναντι ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ) πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στο Παράρτημα VI, Μέρος 1 σημεία 74 έως 75, και το πιστωτικό ίδρυμα έχει γνώση όλων των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να εξετάσει τα εν λόγω υποκείμενα ανοίγματα προκειμένου να υπολογίσει τα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος και το ύψος των αναμενόμενων ζημιών σύμφωνα με τις μεθόδους που αναφέρονται στο παρόν Υποτμήμα.

Όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να χρησιμοποιεί τις μεθόδους που αναφέρονται στο παρόν Υποτμήμα, τα σταθμισμένα ανοίγματα και οι αναμενόμενες ζημίες υπολογίζονται σύμφωνα με τις ακόλουθες μεθόδους:

α)      Όσον αφορά ανοίγματα της κλάσης του στοιχείου ε) του άρθρου 86 παράγραφος 1, ισχύει η μέθοδος που αναφέρεται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1 σημεία 17 έως 19. Εάν, για τους σκοπούς αυτούς, το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση να διαφοροποιήσει μεταξύ ανοιγμάτων σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο και άλλες μετοχές, τα υπόψη ανοίγματα ισοδυναμούν με ανοίγματα σε άλλες μετοχές.

β)      Όσον αφορά όλα τα υπόλοιπα υποκείμενα ανοίγματα, ισχύει η μέθοδος που αναφέρεται στο Υποτμήμα 1 με τις κάτωθι τροποποιήσεις:

(i)      τα ανοίγματα ταξινομούνται στην κατάλληλη κλάση και λαμβάνουν τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που αντιστοιχεί στην αμέσως ανώτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας από εκείνην στην οποία κατά κανόνα θα ταξινομούνταν,

(ii)     τα ανοίγματα που ταξινομούνται στις ανώτερες βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας οι οποίες κατά κανόνα λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 150 %, λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 200%.

12.       Όταν τα ανοίγματα έναντι ΟΣΕ δεν πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στο Παράρτημα VI, Μέρος 1 σημεία 74 έως 75 ή το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει γνώση όλων των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να εξετάσει τα εν λόγω υποκείμενα ανοίγματα και να υπολογίσει τα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος και τις αναμενόμενες ζημίες σύμφωνα με τη μέθοδο που αναφέρεται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1 σημεία 17 έως 19. Εάν, για τους σκοπούς αυτούς, το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση να διαφοροποιήσει μεταξύ ανοιγμάτων σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο και άλλες μετοχές, τα υπόψη ανοίγματα ισοδυναμούν με ανοίγματα σε άλλες μετοχές. Για τους σκοπούς αυτούς, τα ανοίγματα που δεν αφορούν μετοχές ταξινομούνται σε μια από τις κλάσεις κινδύνου (μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο ή άλλες μετοχές) που αναφέρονται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1 σημείο 17 ενώ τα άγνωστα ανοίγματα ταξινομούνται στην κλάση ανοιγμάτων σε άλλες μετοχές.

Αντί της μεθόδου που περιγράφεται ανωτέρω, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να βασισθούν σε έναν τρίτο για τον υπολογισμό και την αναφορά των μέσων σταθμισμένων ανοιγμάτων βάσει των υποκείμενων ανοιγμάτων των ΟΣΕ και σύμφωνα με τις προσεγγίσεις που ακολουθούν κατωτέρω, εφόσον εξασφαλίζεται καταλλήλως η ορθότητα του υπολογισμού και της αναφοράς:

α)      Όσον αφορά ανοίγματα της κλάσης του στοιχείου ε) του άρθρου 86 παράγραφος 1, ισχύει η μέθοδος που αναφέρεται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1 σημεία 17 έως 19. Εάν, για τους σκοπούς αυτούς, το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση να διαφοροποιήσει μεταξύ ανοιγμάτων σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο και άλλες μετοχές, τα υπόψη ανοίγματα ισοδυναμούν με ανοίγματα σε άλλες μετοχές.

β)      Όσον αφορά όλα τα υπόλοιπα υποκείμενα ανοίγματα, ισχύει η μέθοδος που αναφέρεται στο Υποτμήμα 1 με τις κάτωθι τροποποιήσεις:

(i)      τα ανοίγματα ταξινομούνται στην κατάλληλη κλάση και λαμβάνουν τον συντελεστή στάθμισης που αντιστοιχεί στην αμέσως ανώτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας από εκείνην στην οποία κατά κανόνα θα ταξινομούνταν,

(ii)     τα ανοίγματα που ταξινομούνται στις ανώτερες βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας οι οποίες κατά κανόνα λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 150%, λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 200%.

Άρθρο 88

1.         Οι αναμενόμενες ζημίες από ανοίγματα που ανήκουν σε μια από τις κλάσεις των στοιχείων α) έως ε) του άρθρου 86 παράγραφος 1, υπολογίζονται σύμφωνα με τις μεθόδους που περιγράφονται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1 σημεία 27 έως 33.

2.         Ο υπολογισμός των αναμενόμενων ζημιών σύμφωνα με το Παράρτημα VII Μέρος 1 σημεία 27 έως 33 πρέπει να βασίζεται στα ίδια στοιχεία για την PD, τις LGD και την αξία ανοίγματος κάθε ανοίγματος με εκείνα που χρησιμεύουν για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων σύμφωνα με το άρθρο 87.

3.         Οι αναμενόμενες ζημίες από τιτλοποιημένα ανοίγματα υπολογίζονται σύμφωνα με το Υποτμήμα 4.

4.         Οι αναμενόμενες ζημίες από ανοίγματα που ανήκουν στην κλάση του στοιχείου ζ) του άρθρου 86 παράγραφος 1 είναι μηδενικές.

5.         Οι αναμενόμενες ζημίες από τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας αγορασθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων υπολογίζεται σύμφωνα με τις μεθόδους που περιγράφονται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1 σημείο 33.

6.         Οι αναμενόμενες ζημίες από ανοίγματα που αναφέρονται στο άρθρο 87 παράγραφοι 11 και 12 υπολογίζεται σύμφωνα με τις μεθόδους που περιγράφονται στο Παράρτημα VII, Μέρος 1 σημεία 27 έως 33.

Άρθρο 89

1.         Εφόσον το εγκρίνουν οι αρμόδιες αρχές, τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την άδεια να χρησιμοποιούν τη μέθοδο IRB κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων και των αναμενόμενων ζημιών για μια ή περισσότερες κλάσεις ανοίγματος δύνανται να εφαρμόσουν τις διατάξεις του Υποτμήματος 1 όσον αφορά:

α)      την κλάση ανοίγματος του στοιχείου α) του άρθρου 86 παράγραφος 1 όταν ο αριθμός των σημαντικών αντισυμβαλλομένων είναι περιορισμένος και η εφαρμογή ενός συστήματος διαβάθμισης για τους αντισυμβαλλόμενους αυτούς θα ήταν υπερβολικά επιβαρυντική για το πιστωτικό ίδρυμα,

β)      την κλάση ανοίγματος του στοιχείου β) του άρθρου 86 παράγραφος 1 όταν ο αριθμός των σημαντικών αντισυμβαλλομένων είναι περιορισμένος και η εφαρμογή ενός συστήματος διαβάθμισης για τους αντισυμβαλλόμενους αυτούς θα ήταν υπερβολικά επιβαρυντική για το πιστωτικό ίδρυμα,

γ)      ανοίγματα έναντι μη σημαντικών επιχειρηματικών μονάδων καθώς και κλάσεις ανοιγμάτων που είναι επουσιώδεις από άποψη μεγέθους και προβλέψιμου προφίλ κινδύνου,

δ)      ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων του οικείου κράτους μέλους και έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων, τοπικών αρχών και διοικητικών φορέων, υπό την προϋπόθεση ότι:

(i)      δεν υφίσταται διαφορά ως προς τον κίνδυνο που παρουσιάζουν τα ανοίγματα έναντι της εν λόγω κεντρικής κυβέρνησης σε σχέση με αυτά τα άλλα ανοίγματα λόγω ειδικών δημόσιων διακανονισμών,

(ii)     τα ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης συνδέονται με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 1 δυνάμει του Υποτμήματος 1.

ε)      ανοίγματα ενός πιστωτικού ιδρύματος έναντι αντισυμβαλλομένου ο οποίος είναι η μητρική του επιχείρηση, η θυγατρική του ή θυγατρική της μητρικής επιχείρησης υπό την προϋπόθεση ότι ο αντισυμβαλλόμενος αποτελεί ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, χρηματοδοτικό ίδρυμα, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών και υπόκειται σε κατάλληλες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας,

στ)    ανοίγματα σε μετοχές έναντι οντοτήτων των οποίων οι πιστωτικές υποχρεώσεις λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 0% δυνάμει του Υποτμήματος 1 (περιλαμβανομένων των υπό την αιγίδα του δημοσίου οντοτήτων στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί μηδενικός συντελεστής)

ζ)      ανοίγματα σε μετοχές αναληφθέντα στο πλαίσιο νομοθετημένων προγραμμάτων προώθησης συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας με τα οποία παρέχονται σημαντικές επιδοτήσεις στο πιστωτικό ίδρυμα για επενδύσεις και περιλαμβάνουν κάποια μορφή κρατικής εποπτείας και περιορισμούς όσον αφορά τις επενδύσεις σε μετοχικές. Η εξαίρεση αυτή περιορίζεται στο συνολικό ποσοστό του 10% των αρχικών ιδίων κεφαλαίων συν τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια.

Η παρούσα παράγραφος δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών να επιτρέψουν την εφαρμογή των κανόνων του Υποτμήματος 1 για ανοίγματα σε μετοχές τα οποία επιτρέπεται να υποστούν την μεταχείριση αυτή σε άλλα κράτη μέλη.

2.         Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), η κλάση ανοιγμάτων σε μετοχές ενός πιστωτικού ιδρύματος θεωρείται σημαντική όταν η συνολική τους αξία, μη συμπεριλαμβανομένων των ανοιγμάτων σε μετοχές που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο νομοθετικών προγραμμάτων σύμφωνα με το σημείο ζ), υπερβαίνει κατά μέσο όρο, έναντι του προηγούμενου έτους, το 10% των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος. Εάν ο αριθμός των εν λόγω ανοιγμάτων σε μετοχές είναι μικρότερος από 10 μεμονωμένες συμμετοχές, το σχετικό όριο είναι το 5% των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος.

Υποτμημα 3 - Μειωση του πιστωτικου κινδυνου

Άρθρο 90

Για τους σκοπούς του παρόντος Υποτμήματος, ως «δανειοδοτικό πιστωτικό ίδρυμα» νοείται το πιστωτικό ίδρυμα που έχει αναλάβει το υπόψη άνοιγμα ανεξαρτήτως του εάν αυτό απορρέει από δάνειο ή όχι.

Άρθρο 91

Τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν την τυποποιημένη μέθοδο βάσει των άρθρων 78 έως 83, ή χρησιμοποιούν τη μέθοδο IRB βάσει των άρθρων 84 έως 89, αλλά δεν χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD και συντελεστές μετατροπής βάσει των άρθρων 87 και 88, δύνανται να αναγνωρίζουν την ύπαρξη μειωμένου πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο παρόν Υποτμήμα κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 75 στοιχείο α) ή ως σχετικές αναμενόμενες ζημίες για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στο στοιχείο ιζ) του άρθρου 57, και στο άρθρο 63 παράγραφος 3.

Άρθρο 92

1.           Η μέθοδος που χρησιμοποιείται για την παροχή πιστωτικής προστασίας από κοινού με τις ενέργειες και τα μέτρα που λαμβάνει και τις διαδικασίες και πολιτικές που εφαρμόζει το δανειοδοτούν πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να οδηγούν σε διακανονισμούς πιστωτικής προστασίας αποτελεσματικούς από νομική άποψη και εφαρμόσιμους σε όλους τους συναφείς τομείς δικαιοδοσίας.

2.           Το δανειοδοτικό πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του διακανονισμού πιστωτικής προστασίας και την αντιμετώπιση των σχετικών κινδύνων.

3.           Σε περίπτωση χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, προκειμένου να είναι αποδεκτά προς αναγνώριση, τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία αυτή βασίζεται πρέπει να παρέχουν επαρκή ρευστότητα και η αξία τους να παραμένει αρκετά σταθερή μέσα στο χρόνο ούτως ώστε να δημιουργείται η προσήκουσα βεβαιότητα ως προς την επιτυγχανόμενη πιστωτική προστασία, λαμβάνοντας υπόψη τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων και τον επιτρεπόμενο βαθμό αναγνώρισης. Η επιλεξιμότητα περιορίζεται στα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο Παράρτημα VIII, Μέρος 1.

4.           Σε περίπτωση χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, το δανειοδοτικό πιστωτικό ίδρυμα δικαιούται να ρευστοποιεί ή να διακρατεί, εγκαίρως, στοιχεία ενεργητικού από τα οποία απορρέει η προστασία σε περίπτωση αθέτησης, αφερεγγυότητας ή πτώχευσης – ή σε περίπτωση άλλου πιστωτικού γεγονότος που αναφέρεται στα έγγραφα τεκμηρίωσης της πράξης – και, κατά περίπτωση, το όνομα του θεματοφύλακα που αναλαμβάνει την φύλαξη της εξασφάλισης. Ο βαθμός συσχετισμού μεταξύ αξίας των στοιχείων ενεργητικού στα οποία βασίζεται η προστασία και η πιστωτική ποιότητα του πιστούχου δεν πρέπει να είναι αθέμιτος.

5.           Σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, προκειμένου να είναι αποδεκτό προς αναγνώριση, το μέρος που παρέχει την εξασφάλιση πρέπει να είναι επαρκώς αξιόπιστο και η συμφωνία προστασίας να παράγει αποτελέσματα στις συναφείς περιοχές δικαιοδοσίας ούτως ώστε να υπάρχει η προσήκουσα βεβαιότητα ως προς την επιτυγχανόμενη πιστωτική προστασία, λαμβάνοντας υπόψη τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων και τον επιτρεπόμενο βαθμό αναγνώρισης. Η επιλεξιμότητα περιορίζεται στους παρόχους προστασίας και τα είδη συμφωνίας προστασίας που αναφέρονται στο Παράρτημα VIII, Μέρος 1.

6.           Πρέπει να πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις που αναφέρονται στο Παράρτημα VIII, Μέρος 2.

Άρθρο 93

1.           Όταν πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 92, ο υπολογισμός των σταθμισμένων ανοιγμάτων και, κατά περίπτωση, των αναμενόμενων ζημιών, δύναται να τροποποιηθεί σύμφωνα με το Παράρτημα VIII, Μέρη 3 έως 6.

2.           Ένα χρηματοδοτικό άνοιγμα για το οποίο αποκτάται μείωση του πιστωτικού κινδύνου δεν επιτρέπεται, σε καμία περίπτωση, να οδηγεί σε μεγαλύτερο ποσό σταθμισμένου ανοίγματος ή αναμενόμενης ζημίας από ένα ταυτόσημο άνοιγμα για το οποίο δεν υπάρχει μείωση του πιστωτικού κινδύνου.

3.           Όταν το σταθμισμένο άνοιγμα περιλαμβάνει ήδη πιστωτική προστασία βάσει των άρθρων 78 έως 83 ή των άρθρων 84 έως 93, κατά περίπτωση, ο υπολογισμός της πιστωτικής προστασίας δεν αναγνωρίζεται πλέον βάσει του παρόντος Υποτμήματος.

Υποτμημα 4 - Τιτλοποιηση

Άρθρο 94

Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί την τυποποιημένη μέθοδο που περιγράφεται στο Υποτμήμα 1 για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων για την κλάση στην οποία ανήκουν τα τιτλοποιημένα ανοίγματα βάσει του άρθρου 79, υπολογίζει το ύψος του σταθμισμένου ανοίγματος για μια θέση τιτλοποίησης σύμφωνα με το Παράρτημα IX, Μέρος 4 σημεία 6 έως 35.

Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, υπολογίζει το σταθμισμένο άνοιγμα σύμφωνα με το παράρτημα IX, Μέρος 4 σημεία 36 έως 74.

Άρθρο 95

1.         Όταν έχει μεταβιβαστεί σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος συνδεόμενος με τιτλοποιημένα ανοίγματα από το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με τους όρους του Παραρτήματος IX, Μέρος 2, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει:

α)      σε περίπτωση παραδοσιακής τιτλοποίησης, να αποκλείσει από τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων και, κατά περίπτωση, των αναμενόμενων ζημιών, τα ανοίγματα τα οποία έχει τιτλοποιήσει,

β)      σε περίπτωση τιτλοποίησης συνθετικής μορφής , να υπολογίσει τα σταθμισμένα ανοίγματα και, κατά περίπτωση, τις αναμενόμενες ζημίες για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΧ, Μέρος 2.

2.         Στις περιπτώσεις που ισχύει η παράγραφος 1, το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ανοίγματα που υπαγορεύει το Παράρτημα ΙΧ για τις θέσεις που ενδέχεται να κατέχει στην τιτλοποίηση.

Όταν το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα δεν μεταβιβάζει έναν σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο σύμφωνα με την παράγραφο 1, δεν υποχρεούται να υπολογίσει σταθμισμένα ανοίγματα για καμία από τις θέσεις τις οποίες ενδέχεται να κατέχει στην υπόψη τιτλοποίηση.

Άρθρο 96

1.         Για τον υπολογισμό του σταθμισμένου ανοίγματος μιας θέσης σε τιτλοποίηση, στην αξία ανοίγματος της θέσης εφαρμόζονται συντελεστές στάθμισης σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΧ, βάσει της πιστωτικής ποιότητας της θέσης, πράγμα το οποίο μπορεί να προσδιορισθεί είτε με βάση πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕCAI είτε με άλλο τρόπο, όπως ορίζει το Παράρτημα ΙΧ.

2.         Όταν υφίσταται άνοιγμα σε διάφορα τμήματα μιας τιτλοποίησης, το άνοιγμα σε κάθε τμήμα τιτλοποίησης λαμβάνεται ως χωριστή θέση τιτλοποίησης. Οι φορείς παροχής πιστωτικής προστασίας σε θέσεις τιτλοποίησης θεωρείται ότι κατέχουν θέσεις στην τιτλοποίηση. Οι θέσεις τιτλοποίησης περιλαμβάνουν ανοίγματα σε τιτλοποίηση οφειλόμενα σε συμβάσεις επιτοκίων ή συμβάσεις νομισματικών παραγώγων.

3.         Όταν μια θέση τιτλοποίησης υπόκειται σε χρηματοδοτούμενη ή μη, πιστωτική προστασία ο εφαρμοστέος στη θέση αυτή συντελεστής στάθμισης δύναται να τροποποιηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93, σε συνδυασμό με το Παράρτημα ΙΧ.

4.         Με την επιφύλαξη του στοιχείου ιη) του άρθρου 57 και του άρθρου 66 παράγραφος 2, το σταθμισμένο άνοιγμα περιλαμβάνεται, για τους σκοπούς του άρθρου 75 στοιχείο α), στο συνολικό ποσό των σταθμισμένων ανοιγμάτων του πιστωτικού ιδρύματος.

Άρθρο 97

1.         Μια πιστοληπτική αξιολόγηση από ECAI μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης ενός ανοίγματος σε τιτλοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 96, μόνον εφόσον ο ΕCAI έχει αναγνωριστεί ως επιλεγμένος προς τον σκοπό αυτόν από τις αρμόδιες αρχές. Στο εξής αναφέρεται ως «επιλεγμένος ΕCAI).

2.         Οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν έναν ΕCAI ως επιλεγμένο για τους σκοπούς της παραγράφου 1 μόνον εφόσον πεισθούν ότι συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 81, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια του Παραρτήματος VI Μέρος 2 και ότι διαθέτει αποδεδειγμένες ικανότητες στον τομέα των τιτλοποιήσεων, απόδειξη του οποίου μπορεί να είναι η ευρεία αποδοχή από την αγορά.

3.         Ένας ΕCAI που έχει αναγνωριστεί ως επιλεγμένος από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους για τους σκοπούς της παραγράφου 1, δύναται να αναγνωριστεί και από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών ως επιλέξιμος χωρίς να προβούν αυτές σε δική τους αξιολόγηση.

4.         Οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν επεξήγηση της διαδικασίας αναγνώρισης, καθώς και κατάλογο των επιλεγμένων ΕCAI.

5.         Προκειμένου να χρησιμοποιηθεί προς τον σκοπό αυτόν, η πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλεγμένο ΕCAI πρέπει να υπακούει στις αρχές της αξιοπιστίας και της διαφάνειας, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο Παράρτημα ΙΧ Μέρος 3.

Άρθρο 98

1.         Για τους σκοπούς της εφαρμογής συντελεστών στάθμισης σε θέσεις τιτλοποίησης, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν σε ποιες από τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας του Παραρτήματος ΙΧ αντιστοιχούν οι σχετικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί από επιλεγμένο ΕCAI. Οι αντιστοιχίες αυτές να είναι αντικειμενικές και συνεπείς.

2.         Όταν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους έχουν καθορίσει τις αντιστοιχίες δυνάμει της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών δύνανται να τις αναγνωρίσουν χωρίς να προβούν οι ίδιες σε καθορισμό αντιστοιχιών.

Άρθρο 99

Η χρήση πιστοληπτικών αξιολογήσεων από ΕCAI για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων ενός πιστωτικού ιδρύματος βάσει του άρθρου 96 γίνεται με συνέπεια και σύμφωνα με το Παράρτημα IX Μέρος 3. Δεν επιτρέπεται η επιλεκτική χρήση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων.

Άρθρο 100

1.           Σε περίπτωση τιτλοποίησης ανανεούμενων πιστώσεων υπαγόμενης σε ρύθμιση πρόωρης εξόφλησης των τίτλων, το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΧ, ένα πρόσθετο σταθμισμένο ποσό ανοίγματος προκειμένου να καλυφθεί ο κίνδυνος να αυξηθούν τα επίπεδα πιστωτικού κινδύνου στον οποίο είναι εκτεθειμένο μετά την πρόωρη εξόφληση των τίτλων.

2.           Για τους σκοπούς αυτούς, οι ανανεούμενες πιστώσεις αποτελούν ανοίγματα στα οποία ο πελάτης δύναται να μεταβάλλει το ποσό της ανάληψης μέχρις ενός συμφωνημένου ορίου, ενώ μια ρύθμιση πρόωρης εξόφλησης των τίτλων αποτελεί συμβατική ρήτρα η οποία, κατά την επέλευση συγκεκριμένων γεγονότων, απαιτεί την εξόφληση των θέσεων των επενδυτών πριν την αρχικά προσδιορισθείσα ληκτότητα των εκδοθέντων τίτλων.

3.           Στην περίπτωση τιτλοποιήσεων που υπάγονται σε ρύθμιση πρόωρης εξόφλησης λιανικών ανοιγμάτων που είναι χωρίς δέσμευση και άνευ όρων ακυρώσιμα χωρίς προειδοποίηση, όταν αφορμή για την πρόωρη εξόφληση είναι μια ποσοτική τιμή για κάτι άλλο από το μέσο τριμηνιαίο περιθώριο υπέρβασης, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να εφαρμόσουν μέθοδο που πλησιάζει πολύ εκείνη που ορίζεται στο Παράρτημα ΙΧ Μέρος 4 σημεία 27 έως 30 προκειμένου να διαμορφωθεί ο ενδεδειγμένος συντελεστής μετατροπής.

4.           Όταν μια αρμόδια αρχή προτίθεται να επιφυλάξει σε μια συγκεκριμένη τιτλοποίηση μεταχείριση ανταποκρινόμενη στην παράγραφο 3, οφείλει πρωτίστως να ενημερώσει τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών. Προτού η εφαρμογή μιας τέτοιας μεθόδου αποτελέσει μέρος της γενικότερης προσέγγισης που ακολουθεί η αρμόδια αρχή στις τιτλοποιήσεις που περιλαμβάνουν ρυθμίσεις πρόωρης εξόφλησης τίτλων του τύπου αυτού, η αρμόδια αρχή συμβουλεύεται τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις τους. Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτές τις διαβουλεύσεις και η υιοθετούμενη μέθοδος δημοσιοποιούνται από την υπόψη αρμόδια αρχή.

Άρθρο 101

1.         Ένα μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα ή ένα πιστωτικό ίδρυμα χρηματοδότης δεν πρέπει, προκειμένου να μειωθούν οι δυνητικές ή οι πραγματικές ζημίες των επενδυτών, να παρέχει στήριξη στην τιτλοποίηση πέραν των όσων προβλέπουν οι συμβατικές συμβατικών του υποχρεώσεις.

2.         Εάν ένα μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα ή ένα χρηματοδοτούν πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφωθεί προς την παράγραφο 1 όσον αφορά μια τιτλοποίηση, η αρμόδια αρχή απαιτεί από αυτό τουλάχιστον να διατηρεί κεφάλαια για όλα τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σαν να μην είχαν τιτλοποιηθεί. Το πιστωτικό ίδρυμα δημοσιοποιεί ότι έχει παράσχει εξωσυμβατική στήριξη, καθώς και τον απορρέοντα αντίκτυπο στα υποχρεωτικά κεφάλαια.

Τμημα 4

Ελαχιστεσ απαιτησεισ ιδιων κεφαλαιων για λειτουργικο κινδυνο

Άρθρο 102

1.         Οι αρμόδιες αρχές υποχρεώνουν τα πιστωτικά ιδρύματα να διατηρούν ίδια κεφάλαια για λειτουργικό κίνδυνο σύμφωνα με τις μεθόδους που αναφέρονται στα άρθρα 103, 104 και 105.

2.         Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο του άρθρου 104 δεν επανέρχονται στη χρήση της μεθόδου που αναφέρεται στο άρθρο 103, παρά μόνον εφόσον υφίσταται αποδεδειγμένος λόγος και με τη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών.

3.         Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν την μέθοδο του άρθρου 105 δεν επανέρχονται στη χρήση των μεθόδων που αναφέρονται στο άρθρο 103, παρά μόνον εφόσον υφίσταται αποδεδειγμένος λόγος και με τη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών.

4.         Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν συνδυασμό μεθόδων σύμφωνα με το Παράρτημα Χ Μέρος 4.

Άρθρο 103

Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για λειτουργικό κίνδυνο σύμφωνα με την μέθοδο ΒΙΑ, ισοδυναμούν με ένα ορισμένο ποσοστό ενός συναφούς δείκτη, σύμφωνα με τις παραμέτρους που αναφέρονται στο Παράρτημα Χ Μέρος 1.

Άρθρο 104

1.           Βάσει της τυποποιημένης μεθόδου, τα πιστωτικά ιδρύματα κατανέμουν τις δραστηριότητές τους σε διάφορες κατηγορίες επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σύμφωνα με το Παράρτημα Χ, Μέρος 2.

2.           Για κάθε κατηγορία επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τα πιστωτικά ιδρύματα υπολογίζουν την κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο ως ένα ορισμένο ποσοστό ενός συναφούς δείκτη, σύμφωνα με τις παραμέτρους που αναφέρονται στο Παράρτημα Χ, Μέρος 2.

3.           Για ορισμένες κατηγορίες επιχειρηματικών δραστηριοτήτων οι αρμόδιες αρχές δύνανται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να επιτρέψουν σε ένα πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιήσει διαφορετικό δείκτη για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για λειτουργικό κίνδυνο.

4.           Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για λειτουργικό κίνδυνο βάσει της τυποποιημένης μεθόδου ισοδυναμούν με το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων για λειτουργικό κίνδυνο που αντιστοιχούν σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

5.           Οι παράμετροι που ισχύουν για την τυποποιημένη μέθοδο περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Χ, Μέρος 2.

6.           Προκειμένου να τους επιτραπεί η εφαρμογή της τυποποιημένης μεθόδου, τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στο Παράρτημα Χ, Μέρος 2.

Άρθρο 105

1.         Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιούν εξελιγμένες μεθόδους μέτρησης βάσει των δικών τους εσωτερικών συστημάτων μέτρησης κινδύνου, εφόσον η αρμόδια αρχή εγκρίνει ρητά τη χρήση των σχετικών μοντέλων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια.

2.         Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να διαβεβαιώσουν τις αρμόδιες αρχές τους ότι πληρούν τα κριτήρια του Παραρτήματος Χ, Μέρος 3.

3.         Όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί εξελιγμένη μέθοδος μέτρησης από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και τις θυγατρικές του, ή από τις θυγατρικές μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες για τα διάφορα νομικά πρόσωπα αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στα άρθρα 128 έως 132. Η εφαρμογή περιλαμβάνει τα στοιχεία που απαριθμούνται στο Παράρτημα Χ, Μέρος 3.

4.         Όταν ένα μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές αυτού ή ένα μητρικό χρηματοδοτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές αυτού χρησιμοποιούν εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης σε ενοποιημένη βάση για το μητρικό ίδρυμα και τις θυγατρικές του, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν την εκπλήρωση των κριτηρίων του Παραρτήματος Χ, Μέρος 3 από κοινού από το μητρικό ίδρυμα και τις θυγατρικές του.

ê 2000/12/ΕΚ

Τμήμα 35

Μεγαλα χρηματοδοτικά ανοίγματα

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 1 παρ. 24 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 106

1.           «Χρηματοδοτικά ανοίγματα»: για τους σκοπούς της εφαρμογής των άρθρων 48, 49 και 50 Ö του παρόντος Τμήματος Õ τα στοιχεία ενεργητικού και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 43 και στα παραρτήματα ΙΙ και IV, Ö στο Τμήμα 3, Υποτμήμα 1 Õ , χωρίς εφαρμογή των συντελεστών στάθμισης ή βαθμών κινδύνου που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές.

Τα χρηματοδοτικά ανοίγματα Ö που προκύπτουν από τα στοιχεία Õ που αναφέρονται στο Παράρτημα IV υπολογίζονται σύμφωνα με μία από τις μεθόδους που περιγράφονται στο Παράρτημα ΙΙΙ.

, χωρίς εφαρμογή των συντελεστών στάθμισης που προβλέπονται για κάθε κατηγορία αντισυμβαλλομένου. Όλα τα στοιχεία που καλύπτονται κατά 100 % από ίδια κεφάλαια, μπορούν, με τη συμφωνία των αρμοδίων αρχών, να εξαιρούνται από τον ορισμό των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, εφόσον τα κεφάλαια αυτά δεν λαμβάνονται υπόψη ð στα ίδια κεφάλαια του πιστωτικού ιδρύματος ï για τον υπολογισμό του συντελεστή φερεγγυότητας ð για τους σκοπούς του άρθρου 75 ï ή ð για τον υπολογισμό ï και των άλλων συντελεστών εποπτείας που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία καλώς από άλλες κοινοτικές πράξεις.

2.           Στα χρηματοδοτικά ανοίγματα δεν συμπεριλαμβάνονται:

α)      στην περίπτωση των πράξεων συναλλάγματος, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν κανονικά κατά το διακανονισμό, κατά την περίοδο των 48 ωρών μετά την πληρωμή Ö , Õ ή

β)      στην περίπτωση συναλλαγών για την αγοραπωλησία τίτλων, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προκύπτουν κανονικά κατά το διακανονισμό στις πέντε εργάσιμες ημέρες που ακολουθούν την ημερομηνία πληρωμής ή την παράδοση των τίτλων, εάν η τελευταία γίνει νωρίτερα.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 1 παρ. 1, 3ο εδάφιο (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 107

Για τους σκοπούς της εφαρμογής της εποπτείας και του ελέγχου των μεγάλων ανοιγμάτων, Ö του παρόντος Τμήματος, Õ θεωρείται πιστωτικό ίδρυμα Ö ο όρος «πιστωτικό ίδρυμα» καλύπτει τα εξής: Õ

α)           το πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων του ιδρύματος αυτού σε τρίτες χώρες, και

β)           κάθε ιδιωτική ή δημόσια επιχείρηση, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων της, που ανταποκρίνεται στον ορισμό του πρώτου εδαφίου του «πιστωτικού ιδρύματος» και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 48 παρ. (1) (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 108

Η κοινοποίηση μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων

1.         Ένα χρηματοδοτικό άνοιγμα ενός πιστωτικού ιδρύματος σε έναν πελάτη σε μια ομάδα συνδεδεμένων πελατών θεωρείται μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα, όταν η αξία του φθάσει ή υπερβεί το 10% των ιδίων κεφαλαίων του.

ð Για τους σκοπούς αυτούς, το Τμήμα 1 δύναται να εφαρμοστεί χωρίς να ληφθεί υπόψη το σημείο ιζ) του άρθρου 57 και το άρθρο 63 παράγραφος 3, ενώ εφαρμόζεται χωρίς να ληφθεί υπόψη το άρθρο 66 παράγραφος 2. ï

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 48(4) 1η παράγραφος (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 109

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν να έχει κάθε πιστωτικό ίδρυμα ασφαλείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου για την επισήμανση και τη λογιστική καταγραφή όλων των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και των επακόλουθων μεταβολών τους, Ö σύμφωνα με την Õ όπως ορίζει και απαιτεί η παρούσα οδηγία, καθώς και για την εποπτεία αυτών των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική που ακολουθεί το πιστωτικό ίδρυμα σε θέματα χρηματοδοτικών ανοιγμάτων.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 48 παρ. 2 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 110

Η κοινοποίηση μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων

21.       Για όλα τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, κατά την έννοια της παραγράφου 1, το πιστωτικό ίδρυμα απευθύνει κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές.

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η κοινοποίηση αυτή πραγματοποιείται, κατ' επιλογήν τους, σύμφωνα με μία από τις ακόλουθες δύο διαδικασίες:

α)           κοινοποίηση όλων των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων τουλάχιστον μία φορά κατ' έτος, συνοδευόμενη από την κοινοποίηση, κατά τη διάρκεια του έτους, κάθε νέου μεγάλου χρηματοδοτικού ανοίγματος και κάθε αύξησης υπαρχόντων μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων κατά τουλάχιστον 20% σε σχέση με την τελευταία κοινοποίηση,

β)           κοινοποίηση όλων των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων τουλάχιστον τέσσερις φορές κατ' έτος.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 48 παρ. 3 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

ð Εκτός από την περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων που βασίζονται στο άρθρο 114 για την αναγνώριση εξασφαλίσεων κατά τον υπολογισμό της αξίας χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 111, ï μΜπορούν, ωστόσο, να απαλλαγούν από την υποχρέωση κοινοποίησης κατά την έννοια της παραγράφου ð 1 ï 2, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που εξαιρούνται βάση του άρθρου 49 Ö 111 Õ παράγραφος 7 Ö 3Õ, στοιχεία α), β), γ), δ), στ), ζ) και η). Η συχνότητα κοινοποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεύτερη περίπτωση ð στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 ï μπορεί να περιοριστεί σε δύο φορές το χρόνο για τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που προβλέπονται στο άρθρο 49 Ö 111 Õ παράγραφος 7 Ö 3 Õ , στοιχεία ε) και θ), έως σ) καθώς και στις παραγράφους 8, 9 και 10 ð στα άρθρα 115 και 116 ï

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 48 παρ. 4 2ο εδάφιο (Προσαρμοσμένο)

Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα επικαλείται το ευεργέτημα της παραγράφου Ö 2 Õ 3, διατηρεί τα στοιχεία τα σχετικά με τους λόγους που επικαλέστηκε επί ένα έτος από το γενεσιουργό γεγονός της απαλλαγής, ώστε να μπορούν οι αρμόδιες αρχές να ελέγξουν το βάσιμο της απαλλαγής αυτής.

ò Νέο

3. Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτήσουν την κοινοποίηση ανοιγμάτων συγκεντρωμένων σε εκδότες εξασφαλίσεων που έχει αναλάβει το πιστωτικό ίδρυμα.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 49 παρ. (1) έως (5) (Προσαρμοσμένο)

è1 2004/xx/EΚ Άρθρο 3.7

ð Νέο

Άρθρο 111

Όρια στα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα

1.           Τα πιστωτικά ιδρύματα δεν δύνανται να έχουν, ως προς ένα πελάτη ή μια ομάδα συνδεδεμένων πελατών, χρηματοδοτικά ανοίγματα των οποίων το συνολικό ποσό υπερβαίνει το 25% των ιδίων κεφαλαίων. ð Για τους σκοπούς αυτούς και τους σκοπούς των άλλων διατάξεων του παρόντος άρθρου, το Τμήμα 1 δύναται να εφαρμοστεί χωρίς να ληφθεί υπόψη το σημείο ιζ) του άρθρου 57 και το άρθρο 63 παράγραφος 3 ενώ εφαρμόζεται χωρίς να ληφθεί υπόψη το άρθρο 66 παράγραφος 2. ï

2.           Όταν αυτός ο πελάτης ή η ομάδα συνδεδεμένων πελατών είναι η μητρική επιχείρηση ή η θυγατρική του πιστωτικού ιδρύματος, ή/και μια ή περισσότερες από τις θυγατρικές αυτής της μητρικής επιχείρησης, το ποσοστό που προβλέπεται στην παράγραφο 1 μειώνεται σε 20%. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δύνανται να μην επιβάλουν το εν λόγω όριο του 20% στα χρηματοδοτικά ανοίγματα, προς αυτούς του πελάτες, υπό την προϋπόθεση ότι θα προβλέπουν ιδιαίτερο έλεγχο των συγκεκριμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων μέσω άλλων μέτρων ή διαδικασιών. Eνημερώνουν την Επιτροπή και την è1 Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών ç για το περιεχόμενο αυτών των μέτρων ή διαδικασιών.

3.           Ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να αναλαμβάνει μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα των οποίων το συνολικό ποσό υπερβαίνει το 800% των ιδίων κεφαλαίων του.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 49 παράγραφος 4 (Προσαρμοσμένο)

4. 4. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν αυστηρότερα όρια από τα όρια που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2 και 3.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 49 παρ. 1 έως 5

54.         Ένα πιστωτικό ίδρυμα οφείλει, όσον αφορά τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που αναλαμβάνει, να τηρεί μονίμως τα όρια που καθορίζονται στις παραγράφους 1, 2 και 3. Εάν, σε εξαιρετική περίπτωση, τα αναληφθέντα χρηματοδοτικά ανοίγματα υπερβαίνουν τα εν λόγω όρια, αυτό πρέπει να κοινοποιείται αμέσως στις αρμόδιες αρχές οι οποίες δύνανται, εφόσον το δικαιολογούν οι περιστάσεις, να παράσχουν περιορισμένη προθεσμία προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να συμμορφωθεί προς τα όρια.

ò Νέο

Άρθρο 112

1.           Για τους σκοπούς των άρθρων 113 έως 117, ο όρος «εγγύηση» περιλαμβάνει πιστωτικά παράγωγα μέσα που αναγνωρίζονται βάσει των άρθρων 90 έως 93 εκτός από ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου (credit linked note)

2.           Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, όταν είναι δυνατή η αναγνώριση χρηματοδοτούμενης ή μη πιστωτικής προστασίας βάσει των άρθρων 113 έως 117, αυτό θα εξαρτάται από τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας και άλλες ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 90 έως 93 για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων βάσει των άρθρων 78 έως 83.

3.           Σε περίπτωση που ένα πιστωτικό ίδρυμα βασίζεται στο άρθρο 114 παράγραφος 2, η αναγνώριση της πιστωτικής προστασίας εξαρτάται από τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των άρθρων 84 έως 89.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 49 παρ. 4 & 6 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 113

1.         Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν αυστηρότερα όρια από τα όρια που προβλέπονται Ö στο άρθρο 111 Õ στις παραγράφους 1, 2 και 3.

62.       Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν πλήρως ή μερικώς από την εφαρμογή Ö του άρθρου 111 Õ των παραγράφων 1, 2 και 3, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα που αναλαμβάνει ένα πιστωτικό ίδρυμα έναντι της μητρικής του επιχείρησης, των άλλων θυγατρικών της μητρικής επιχείρησης, και των δικών του θυγατρικών, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές υπόκεινται στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως, στην οποία υπόκειται και το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή με τους ισοδύναμους κανόνες που ισχύουν σε τρίτη χώρα.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 49 παρ. (7) (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

73. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν, εν λόγω ή εν μέρει, από την εφαρμογή Ö του άρθρου 111 Õ των παραγράφων 1, 2 και 3, τα ακόλουθα χρηματοδοτικά ανοίγματα:

α)      στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι κεντρικών διοικήσεων ή κεντρικών τραπεζών της ζώνης Α ð οι οποίες, άνευ εξασφάλισης, λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 0% βάσει των άρθρων 78 έως 83, ï

β)      στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ð διεθνών οργανισμών ή πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών οι οποίες, άνευ εξασφάλισης, λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 0% βάσει των άρθρων 78 έως 83 ï ,

γ)      στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις οι οποίες καλύπτονται ρητά από εγγύηση των κεντρικών διοικήσεων ή των κεντρικών τραπεζών της ζώνης Α καθώς και των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων· ð κεντρικών διοικήσεων, κεντρικών τραπεζών, διεθνών οργανισμών ή πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών όταν οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις κατά της οντότητας που παρέχει την εγγύηση λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 0% βάσει των άρθρων 78 έως 83, ï

δ)      άλλα ανοίγματα έναντι, ή καλυπτόμενα από την εγγύηση των κεντρικών διοικήσεων ή των κεντρικών τραπεζών της ζώνης Α ή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων· ð κεντρικών διοικήσεων, κεντρικών τραπεζών, διεθνών οργανισμών ή πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών όταν οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις κατά της οντότητας έναντι της οποίας είναι το άνοιγμα ή η οποία παρέχει την εγγύηση λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 0% βάσει των άρθρων 78 έως 83, ï

ε)      στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι των κεντρικών διοικήσεων ή των κεντρικών τραπεζών της ζώνης Β ð που δεν αναφέρονται ανωτέρω στην παράγραφο α) ï , εκφρασμένες και, ενδεχομένως, χρηματοδοτούμενες στο νόμισμα του πιστούχουζδανειζομένου,

στ)    στοιχεία ενεργητικού και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα επαρκώς εξασφαλισμένα κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών με ð χρεωστικούς ï τίτλους που έχουν εκδοθεί από τις κεντρικές διοικήσεις ή τις κεντρικές τράπεζες της ζώνης Α, από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή από τις τοπικές ή περιφερειακές διοικήσεις των κρατών μελών σχετικά με τις οποίες εφαρμόζεται, σε θέματα φερεγγυότητας, στάθμιση 0% σύμφωνα με το άρθρο 44· ð διεθνείς οργανισμούς, πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες ή τοπικές ή περιφερειακές διοικήσεις κρατών μελών, και οι οποίοι αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι του εκδότη που λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 0% βάσει των άρθρων 78 έως 83, ï

ζ)      στοιχεία ενεργητικού και άλλα ανοίγματα επαρκώς εξασφαλισμένα, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με κατάθεση ρευστών διαθέσιμων στο δανειοδοτούν Ö πιστωτικό Õ ίδρυμα ή στο πιστωτικό ίδρυμα που είναι η μητρική επιχείρηση ή θυγατρική του δανειοδοτούντος ιδρύματος,

η)      στοιχεία ενεργητικού και άλλα ανοίγματα επαρκώς εξασφαλισμένα, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με πιστοποιητικά καταθέσεων που έχουν εκδοθεί από το δανειοδοτούν Ö πιστωτικό Õ ίδρυμα ή από πιστωτικό ίδρυμα το οποίο είναι η μητρική επιχείρηση ή θυγατρική του δανειοδοτούντος Ö πιστωτικού Õ ιδρύματος, και κατατεθεί σε οποιοδήποτε από αυτά,

θ)      στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, με ληκτότητα προθεσμίας λήξης ενός έτους ή μικρότερης, και τα οποία δεν αποτελούν ίδια κεφάλαια αυτών των ιδρυμάτων,

ι)       στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, με ληκτότητα προθεσμία λήξης ενός έτους ή μικρότερη, εξασφαλισμένα σύμφωνα με το άρθρο 45, παράγραφος 2 ð Παράρτημα IV, μέρος 1 σημείο 82 ï , έναντι ιδρυμάτων που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα αλλά πληρούν τους όρους της παραγράφου αυτής,

ια)     εμπορικά και άλλα ανάλογα γραμμάτια, με ληκτότητα προθεσμίας λήξης ενός έτους ή μικρότερης, που φέρουν οπισθογράφηση άλλου πιστωτικού ιδρύματος,

ιβ)     ομολογίες κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφος 4 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ· ð καλυμμένα ομόλογα κατά την έννοια των άρθρων 78 έως 83, ï

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

ιγ)     μέχρι μεταγενέστερου συντονισμού, συμμετοχές σε ασφαλιστικές εταιρείες που αναφέρονται στο άρθρο 51, παράγραφος 3 Ö 122 παράγραφος 1 Õ , έως το 40% το πολύ των ιδίων κεφαλαίων του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος·

ιδ)     στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι περιφερειακών ή κεντρικών πιστωτικών ιδρυμάτων με τα οποία το δανειοδοτούν Ö πιστωτικό Õ ίδρυμα είναι συνδεδεμένο, στο πλαίσιο δικτύου, δυνάμει νομοθετικών ή καταστατικών διατάξεων και τα οποία είναι υπεύθυνα, κατ' εφαρμογή αυτών των διατάξεων, να προβαίνουν σε συμψηφισμό των ρευστών διαθεσίμων μεταξύ των ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο δίκτυο,

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

ιε)     χρηματοδοτικά ανοίγματα επαρκώς εξασφαλισμένα, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με τίτλους άλλων από αυτούς που αναφέρονται στο στοιχείο στ), υπό τον όρο ότι οι τίτλοι αυτοί δεν εκδίδονται ούτε από το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα ή τη μητρική του επιχείρηση ή μία από τις θυγατρικές τους, ούτε από τον εν λόγω πελάτη ή ομάδα συνδεδεμένων πελατών. Οι τίτλοι που ενεχυριάζονται πρέπει να αποτιμώνται στην τιμή αγοράς, να έχουν υπεραξία σε σχέση με εξασφαλιζόμενα χρηματοδοτικά ανοίγματα και να είναι είτε εισηγμένοι σε χρηματιστήριο είτε πράγματι διαπραγματεύσιμοι και κανονικά εισηγμένοι σε αγορά που λειτουργεί μέσω αναγνωρισμένων επαγγελματιών φορέων που εξασφαλίζουν, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος, τη δυνατότητα καθορισμού αντικειμενικής τιμής που επιτρέπει να εξακριβώνεται, οποιαδήποτε στιγμή, η υπεραξία αυτών των τίτλων. Απαιτείται υπεραξία 100 %·εντούτοις, η υπεραξία αυτή είναι 150% στην περίπτωση μετοχών και 50% στην περίπτωση ομολογιών εκδιδομένων από τα πιστωτικά ιδρύματα και τις περιφερειακές ή τοπικές αρχές των κρατών μελών εκτός από αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 44 και, στην περίπτωση ομολογιών εκδιδόμενων από την ΕΤΕπ και από τις πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης.

ê 2000/12/ΕΚ

ιστ)   δάνεια ικανοποιητικώς, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, εξασφαλισμένα με υποθήκη επί αστικών ακινήτων ή με μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες, λειτουργούσες βάσει του φινλανδικού νόμου περί στεγαστικών εταιρειών του 1991, ή μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας, και πράξεις χρηματοδοτικής μίσθωσης βάσει των οποίων ο εκμισθωτής διατηρεί την πλήρη κυριότητα του εκμισθωθέντος ακινήτου ενόσω ο μισθωτής δεν έχει αποκτήσει το δικαίωμα να το αγοράσει, μέχρι ποσοστού 50% της αξίας του ακινήτου, Η αξία του ακινήτου υπολογίζεται, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με αυστηρούς κανόνες αξιολόγησης, οι οποίοι προβλέπονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις. Η αξιολόγηση γίνεται τουλάχιστον μία φορά κατ' έτος. Για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, θεωρείται κατοικία η κατοικία την οποία χρησιμοποιεί ή εκμισθώνει ή θα χρησιμοποιήσει ή θα εκμισθώσει ο δανειζόμενος·

ò Νέο

ιζ)     τα εξής, εφόσον λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 50% βάσει των άρθρων 78 έως 83, και μόνον έως το 50 % της αξίας του εκάστοτε ακινήτου:

(i)      ανοίγματα εξασφαλισμένα με υποθήκη επί γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων ή με μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν βάσει του φινλανδικού στεγαστικού νόμου του 1991 ή επακόλουθης ισοδύναμης νομοθεσίας, για γραφεία ή άλλα εμπορικά ακίνητα,

(ii)     ανοίγματα σχετιζόμενα με πράξεις μίσθωσης ακινήτων για γραφεία ή άλλα εμπορικά ακίνητα

         Για τους σκοπούς του σημείου (ii), έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους δύνανται να επιτρέψουν σε πιστωτικά ιδρύματα να αναγνωρίζουν το 100 % της αξίας του σχετικού ακινήτου. Στο τέλος της περιόδου αυτής η δυνατότητα αυτή θα αναθεωρηθεί. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την τυχόν χρησιμοποίηση της προνομιακής αυτής δυνατότητας.

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

ιηζ)   50% των στοιχείων εκτός ισολογισμού, περιορισμένου κινδύνου, που αναφέρονται στο παράρτημα II,

ιθη)   με τη συμφωνία των αρμοδίων αρχών, οι εγγυήσεις εκτός από τις εγγυήσεις πιστώσεων, οι οποίες έχουν νομοθετική ή κανονιστική βάση και τις οποίες παρέχουν στους πελάτες μέλη τους οι εταιρείες αμοιβαίων εγγυήσεων που θεωρούνται πιστωτικά ιδρύματα, υπό την επιφύλαξη στάθμισης 20% του ποσού τους·

         τα κράτη μέλη πληροφορούν την Επιτροπή ότι κάνουν χρήση αυτής της ευχέρειας, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι δεν προκαλούνται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού,

κιθ)   τα στοιχεία εκτός ισολογισμού με χαμηλό κίνδυνο που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ, εφόσον έχει συναφθεί με τον πελάτη ή την ομάδα συνδεδεμένων πελατών, συμφωνία που προβλέπει ότι το χρηματοδοτικό άνοιγμα μπορεί να υπάρχει μόνον εφόσον ελεγχθεί ότι δεν θα οδηγήσει σε υπέρβαση των ορίων που ορίζονται Ö στο άρθρο 111 παράγραφοι 1 έως 3 Õ στις παραγράφους 1, 2 και 3.

ò Νέο

Μετρητά που λήφθηκαν στο πλαίσιο ομολόγων συνδεδεμένων με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου (credit linked note) εκδοθέντων από το πιστωτικό ίδρυμα, καθώς και δάνεια αντισυμβαλλομένου προς το πιστωτικό ίδρυμα καθώς και καταθέσεις του ιδίου στο πιστωτικό ίδρυμα, που υπάγονται σε συμφωνία συμψηφισμού συμπεριλαμβανόμενη στον ισολογισμό και αναγνωριζόμενη βάσει των άρθρων 90 έως 93 θεωρείται ότι υπάγονται στις διατάξεις του στοιχείου ζ).

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 49 παρ. (o) 2η & 3η περίοδοι (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Ö Για τους σκοπούς του στοιχείου ιε) Õ Οοι τίτλοι που ενεχυριάζονται πρέπει να αποτιμώνται στην τιμή αγοράς, να έχουν υπεραξία σε σχέση με εξασφαλιζόμενα χρηματοδοτικά ανοίγματα και να είναι είτε εισηγμένοι σε χρηματιστήριο είτε πράγματι διαπραγματεύσιμοι και κανονικά εισηγμένοι σε αγορά που λειτουργεί μέσω αναγνωρισμένων επαγγελματιών φορέων που εξασφαλίζουν, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος, τη δυνατότητα καθορισμού αντικειμενικής τιμής που επιτρέπει να εξακριβώνεται, οποιαδήποτε στιγμή, η υπεραξία αυτών των τίτλων. Απαιτείται υπεραξία 100 %. εΕντούτοις, η υπεραξία αυτή είναι 150% στην περίπτωση μετοχών και 50% στην περίπτωση ομολογιών εκδιδομένων από τα πιστωτικά ιδρύματα, και τις περιφερειακές Ö διοικήσεις Õ ή τοπικές αρχές των κρατών μελών εκτός από αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 44 Ö στοιχείο στ) Õ και, στην περίπτωση ομολογιών εκδιδόμενων από την ΕΤΕπ και από τις πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης ð άλλες από εκείνες που λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 0% βάσει της τυποποιημένης μεθόδου ï.ð Όταν υφίσταται αναντιστοιχία μεταξύ ληκτότητας του ανοίγματος και ληκτότητας της πιστωτικής προστασίας, η εξασφάλιση δεν αναγνωρίζεται. ï Ö Κινητές αξίες που χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στα ίδια κεφάλαια του πιστωτικού ιδρύματος. Õ Ö Για τους σκοπούς του στοιχείου ιστ) η Õ Η αξία του ακινήτου υπολογίζεται, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με αυστηρούς κανόνες αξιολόγησης, οι οποίοι προβλέπονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις. Η αξιολόγηση γίνεται τουλάχιστον μία φορά κατ' έτος. Για τους σκοπούς του παρόντος σημείου Ö ιστ), Õ θεωρείται κατοικία η κατοικία την οποία χρησιμοποιεί ή εκμισθώνει ή θα χρησιμοποιήσει ή θα εκμισθώσει ο πιστούχοςδανειζόμενος·. Τα κράτη μέλη πληροφορούν την Επιτροπή σχετικά με τις απαλλαγές που χορηγούνται Ö βάσει του στοιχείου ιθ) Õ ότι κάνουν χρήση αυτής της ευχέρειας, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι δεν προκαλούνται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

ò Νέο

Άρθρο 114

1.         Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, για τους σκοπούς του υπολογισμού της αξίας των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφοι 1 έως 3, τα κράτη μέλη, όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις (αναλυτική μέθοδος) βάσει των άρθρων 90 έως 93, αντί να εφαρμόσουν την πλήρη ή μερική απαλλαγή που επιτρέπεται βάσει των στοιχείων στ), ζ), η) και ιε) του άρθρου 113 παράγραφος 3, δύνανται επιτρέψουν στα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιήσουν αξία κατώτερη, μεν, της αξίας του χρηματοδοτικού ανοίγματος αλλά όχι κατώτερη της συνολικής πλήρως προσαρμοσμένης αξίας ανοίγματος των ανοιγμάτων τους έναντι του υπόψη πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών.

Για τους σκοπούς αυτούς ως «πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος» νοείται η αξία εκείνη που υπολογίζεται βάσει των άρθρων 90 έως 93 λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου, τις προσαρμογές μεταβλητότητας και τις τυχόν αναντιστοιχίες ληκτότητας (E*).

Όταν η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται σε ένα πιστωτικό ίδρυμα, τα στοιχεία στ), ζ), η) και ιε) του άρθρου 113 παράγραφος 3 δεν εφαρμόζονται στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα.

2.         Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, σε ένα πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο έχει επιτραπεί να χρησιμοποιεί δικές του εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής για μια κλάση χρηματοδοτικών ανοιγμάτων βάσει των άρθρων 84 έως 89, μπορεί επίσης να επιτραπεί να αναγνωρίζει τα αποτελέσματα αυτά κατά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 113 παράγραφος 3, εφόσον οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα είναι σε θέση να εκτιμήσει τα αποτελέσματα των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων επί των ανοιγμάτων του χωριστά από άλλες συναφείς προς τις LGD πτυχές.

Οι αρμόδιες αρχές βεβαιώνονται ως προς την καταλληλότητα των εκτιμήσεων του πιστωτικού ιδρύματος που προορίζονται για τη μείωση της αξίας ανοίγματος για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του άρθρου 111.

Όταν σε ένα πιστωτικό ίδρυμα επιτρέπεται να χρησιμοποιεί δικές του εκτιμήσεις όσον αφορά τα αποτελέσματα χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να βεβαιώνονται ότι αυτό πραγματοποιείται σε σταθερή βάση. Συγκεκριμένα, η προσέγγιση αυτή πρέπει να υιοθετηθεί για όλα τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα.

Στα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει επιτραπεί να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD και συντελεστές μετατροπής ως προς μια κλάση χρηματοδοτικών ανοιγμάτων βάσει των άρθρων 84 έως 89 η οποία δεν υπολογίζει την αξία των ανοιγμάτων τους βάσει της μεθόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, μπορεί να επιτραπεί να χρησιμοποιούν τη μέθοδο που περιγράφεται ανωτέρω στην παράγραφο 9 (1) ή τη μέθοδο που περιγράφεται στο στοιχείο ιε) του άρθρου 113 παράγραφος 3 όσον αφορά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων. Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιούν μόνον μια από τις δύο μεθόδους.

3.         Ένα πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο έχει επιτραπεί να χρησιμοποιεί τις μεθόδους που περιγράφονται στις παραγράφους 1 και 2 όσον αφορά τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφοι 1 και 3 οφείλει να πραγματοποιεί περιοδικούς ελέγχους με προσομοίωση καταστάσεων κρίσης για τις συγκεντρώσεις πιστωτικού κινδύνου όσον αφορά την αξία εκποίησης των τυχόν εξασφαλίσεων.

Οι εν λόγω έλεγχοι αφορούν τους κινδύνους που συνεπάγονται οι δυνητικές μεταβολές των συνθηκών της αγοράς που μπορούν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος που απορρέουν από την εκποίηση των εξασφαλίσεων σε καταστάσεις κρίσης.

Το πιστωτικό ίδρυμα παρέχει ικανοποιητικά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές σχετικά με την επάρκεια και καταλληλότητα των ελέγχων με προσομοίωση καταστάσεων κρίσης τους οποίους διεξάγει για την εκτίμηση των υπόψη κινδύνων.

Σε περίπτωση που από έναν τέτοιο έλεγχο αποδειχθεί ότι η αξία εκποίησης των εξασφαλίσεων είναι κατώτερη από αυτήν που επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη βάσει των παραγράφων 2 και 3, μειώνεται αναλόγως η αξία των εξασφαλίσεων που επιτρέπεται να αναγνωριστεί κατά τον υπολογισμό της αξίας των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 111 παράγραφοι 1 έως 3.

Στην στρατηγική αντιμετώπισης του κινδύνου συγκέντρωσης τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα περιλαμβάνουν:

α)           πολιτικές και διαδικασίες αντιμετώπισης κινδύνων που απορρέουν από αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ χρηματοδοτικών ανοιγμάτων και της ενδεχόμενης πιστωτικής προστασίας των ανοιγμάτων αυτών,

β)           πολιτικές και διαδικασίες σχετικά με τον κίνδυνο συγκέντρωσης που απορρέει από την εφαρμογή τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου και ιδίως μεγάλων έμμεσων πιστωτικών ανοιγμάτων (π.χ. έναντι ενός μεμονωμένου εκδότη τίτλων που χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση).

4.         Όταν τα αποτελέσματα των εξασφαλίσεων αναγνωρίζονται βάσει των διατάξεων των παραγράφων 1 ή 2, τα κράτη μέλη δύνανται να θεωρήσουν ότι οποιοδήποτε καλυμμένο μέρος ενός ανοίγματος βαρύνει τον εκδότη των εξασφαλίσεων και όχι τον πελάτη.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 49 παρ. (8) & (9) (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 115

81.       Τα κράτη μέλη μπορούν, για την εφαρμογή Ö του άρθρου 111 παράγραφοι 1 έως 3 Õ των παραγράφων 1, 2 και 3, να ορίσουν συντελεστή στάθμισης 20% για τα στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις, καθώς και τα άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, έναντι ή καλυπτόμενα από την εγγύηση των περιφερειακών Ö κυβερνήσεων Õ και τοπικών διοικήσεων των κρατών μελών ð εφόσον οι απαιτήσεις αυτές λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 20% βάσει των άρθρων 78 έως 83, καθώς και τα άλλα ανοίγματα τα οποία έχει έναντι των κυβερνήσεων και διοικήσεων αυτών ή τα οποία είναι εγγυημένα από αυτές και τα οποία λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 20% βάσει των άρθρων 78 έως 83. ï · ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν, υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 44, να μειώσουν το συντελεστή αυτό σε 0%.

ðΩστόσο, τα κράτη μέλη δύνανται να μειώσουν τον συντελεστή αυτόν σε 0% για τα στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών διοικήσεων εφόσον οι απαιτήσεις αυτές λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 0% βάσει των άρθρων 78 έως 83, καθώς και τα άλλα ανοίγματα τα οποία έχει έναντι των κυβερνήσεων και διοικήσεων αυτών ή τα οποία είναι εγγυημένα από αυτές και τα οποία λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης 0% βάσει των άρθρων 73 έως 83.

9.2.      Τα κράτη μέλη μπορούν, για την εφαρμογή Ö του άρθρου 111 παράγραφοι 1 έως 3 Õ των παραγράφων 1, 2 και 3, να ορίσουν συντελεστή στάθμισης 20% στα στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις καθώς και σε άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων με ληκτότητα προθεσμία λήξης άνω του έτους αλλά μικρότερη ή ίση της τριετίας, και συντελεστή στάθμισης 50% στα στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων με ληκτότητα προθεσμία λήξης άνω της τριετίας, υπό τον όρο ότι οι τελευταίες αυτές αντιπροσωπεύονται από χρεωστικούς τίτλους που έχουν εκδοθεί από πιστωτικό ίδρυμα και ότι επίσης, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, οι χρεωστικοί αυτοί τίτλοι είναι πράγματι διαπραγματεύσιμοι σε αγορά αποτελούμενη από επαγγελματίες φορείς και ότι υπόκεινται σε καθημερινή τιμολόγηση στην αγορά αυτή ή η έκδοση των οποίων έχει επιτραπεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους καταγωγής του εκδίδοντος πιστωτικού ιδρύματος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να αντιπροσωπεύουν ίδια κεφάλαια.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 49 παρ. 10 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 116

10. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 7, σημείο θ) και της παραγράφου 9 Ö του άρθρου 113 παράγραφος 3 στοιχείο θ) Õ, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν σε στάθμιση 20% στα στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις και άλλα χρηματοδοτικά ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, ανεξαρτήτως της ληκτότητάς διαρκείας τους.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 49 παρ. 11 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 117

111.       Όταν ένα χρηματοδοτικό άνοιγμα έναντι ενός πελάτη καλύπτεται από εγγύηση τρίτου, ή από ασφάλεια υπό μορφή τίτλων που εκδίδονται από τρίτον υπό τους όρους της παραγράφου 7, Ö του άρθρου 113 παράγραφος 3 Õ στοιχείο ιε), τα κράτη μέλη μπορούν:

α)      να θεωρήσουν ότι το χρηματοδοτικό άνοιγμα υφίσταται έναντι Ö του εγγυητή Õ τρίτου και όχι έναντι του πελάτη, εάν καλύπτεται, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, από την άμεση και άνευ όρων εγγύηση αυτού του τρίτου,

β)      να θεωρήσουν ότι το χρηματοδοτικό άνοιγμα υφίσταται έναντι του τρίτου και όχι έναντι του πελάτη, εάν το χρηματοδοτικό άνοιγμα που ορίζεται στην παράγραφο 7, Ö στο άρθρο 113 παράγραφος 3 Õ στοιχείο ιε), καλύπτεται με ασφάλεια υπό τους όρους που προβλέπονται στη διάταξη αυτή.

ò Νέο

2.           Όταν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την μεταχείριση που προβλέπεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1:

α)      σε περίπτωση που η εγγύηση εκφράζεται σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του χρηματοδοτικού ανοίγματος το ποσό του ανοίγματος που θεωρείται καλυμμένο υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη μεταχείριση των αναντιστοιχιών νομισμάτων για μη χρηματοδοτούμενη προστασία, του Παραρτήματος VIII,

β)      η αναντιστοιχία μεταξύ ληκτότητας του χρηματοδοτικού ανοίγματος και ληκτότητας της προστασίας υπόκειται στις διατάξεις που διέπουν τη μεταχείριση των αναντιστοιχιών ληκτότητας του Παραρτήματος VIII,

γ)      η μερική κάλυψη δύναται να αναγνωριστεί σύμφωνα με την μεταχείριση που περιγράφεται στο Παράρτημα VIII.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 49 παρ.(2) (Προσαρμοσμένο)

12. Το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1999, το Συμβούλιο εξετάζει, βάσει εκθέσεως της Επιτροπής, τη μεταχείριση των διατραπεζικών χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που προβλέπεται στην παράγραφο 7, στοιχείο θ) και στις παραγράφους 9 και 10. Το Συμβούλιο αποφασίζει, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, τις ενδεχόμενες τροποποιήσεις που πρέπει να γίνουν.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 50 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 118

Εποπτεία των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων σε ενοποιημένη και μη ενοποιημένη βάση

1. Όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι ούτε μητρική επιχείρηση ούτε θυγατρική, η εποπτεία της τήρησης των υποχρεώσεων που ορίζονται από τα άρθρα 48 και 49 ή από κάθε άλλη εφαρμοστέα κοινοτική διάταξη, ασκείται σε μη ενοποιημένη βάση.

2. Στις άλλες περιπτώσεις, η εποπτεία της τήρησης των υποχρεώσεων που ορίζονται στα άρθρα 48 και 49 ή σε κάθε άλλη εφαρμοστέα κοινοτική διάταξη, ασκείται σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τα άρθρα 52 έως 56.

3. Τα κράτη μέλη μπορούν να μην επιβάλλουν την άσκηση εποπτείας όσον αφορά την τήρηση των υποχρεώσεων που ορίζονται στα άρθρα 48 και 49 ή σε κάθε άλλη εφαρμοστέα κοινοτική διάταξη, σε μεμονωμένη ή εν μέρει ενοποιημένη βάση, όταν πρόκειται για πιστωτικό ίδρυμα το οποίο, ως μητρική επιχείρηση, υπάγεται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, και για τις θυγατρικές του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος οι οποίες υπάγονται στην άδεια λειτουργίας και εποπτεία τους και συμπεριλαμβάνονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση.

Μπορούν επίσης να μην ασκούν την εποπτεία αυτή εφόσον η μητρική επιχείρηση είναι χρηματοδοτική εταιρεία, εγκατεστημένη στο ίδιο κράτος μέλος με το πιστωτικό ίδρυμα, υπό τον όρο ότι η εν λόγω εταιρεία υπάγεται στην ίδια εποπτεία με αυτή που ασκείται επί των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Στις περιπτώσεις του πρώτου και δευτέρου εδαφίου

ð Όταν η συμμόρφωση ενός πιστωτικού ιδρύματος με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το παρόν Τμήμα, σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, δεν είναι η δέουσα βάσει του άρθρου 69 παράγραφος 1, ή όταν οι διατάξεις του άρθρου 70 εφαρμόζονται σε μητρικά πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε ένα κράτος μέλος, ï πρέπει να ληφθούν μέτρα για να εξασφαλιστεί η ικανοποιητική κατανομή των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων εντός του ομίλου.

ò Νέο

Άρθρο 119

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τη λειτουργία του παρόντος Τμήματος, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από τις κατάλληλες προτάσεις.

ê 2000/12/ΕΚ

Τμημα 6

Ειδικη συμμετοχη εκτος του πιστωτικου τομεα

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 51 παρ. 1 & 2 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 120

Όρια των ειδικών συμμετοχών σε μη χρηματοδοτικές επιχειρήσεις

1.         Ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να κατέχει ειδική συμμετοχή ανώτερη του 15% των ιδίων κεφαλαίων του σε επιχείρηση που δεν είναι ούτε πιστωτικό ίδρυμα ούτε χρηματοδοτικό ίδρυμα ούτε επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα ορίζεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2, στοιχείο στ), της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ.

2.         Το συνολικό ποσό των ειδικών συμμετοχών σε επιχειρήσεις που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις των οποίων η δραστηριότητα ορίζεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2, στοιχείο στ), της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 60% των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος.

ê 2002/87/EC Άρθρο 29 παρ.5 (Προσαρμοσμένο)

5. Τα κράτη μέλη δεν χρειάζεται να εφαρμόζουν τους περιορισμούς που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 στις συμμετοχές σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στην οδηγία 73/239/ΕΟΚ και στην οδηγία 79/267/ΕΟΚ, ή σε αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στην οδηγία 98/78/ΕΚ.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 51 παρ. 4 (Προσαρμοσμένο)

4. Οι μετοχές ή τα μερίδια που κατέχονται προσωρινά, κατά τη διάρκεια χρηματοδοτικής ενίσχυσης που αποσκοπεί στην εξυγίανση ή τη διάσωση μιας επιχείρησης, ή λόγω αναδοχής εκδόσεως τίτλων (underwriting) κατά την κανονική διάρκεια της έκδοσης των τίτλων αυτών ή ιδίω ονόματι αλλά για λογαριασμό τρίτου, δεν συμπεριλαμβάνονται στις ειδικές συμμετοχές κατά τον υπολογισμό των ορίων που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2. Οι μετοχές ή τα μερίδια που δεν έχουν το χαρακτήρα παγίων χρηματοπιστωτικών στοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, δεν συμπεριλαμβάνονται.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 51 παρ. 5

53.       Η υπέρβαση των ορίων που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Εντούτοις, στην περίπτωση αυτή, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος ή τη λήψη άλλων μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 51 παρ. 6 (Προσαρμοσμένο)

6. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές δεν εφαρμόζουν τα όρια που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2, εάν προβλέπουν ότι τα πλεονάσματα ειδικών συμμετοχών σε σχέση με τα όρια αυτά πρέπει να καλύπτονται κατά 100% από τα ίδια κεφάλαια τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του συντελεστή φερεγγυότητας. Αν υπάρχουν πλεονάσματα σε σχέση με τα όρια των παραγράφων 1 και 2, το ποσό που πρέπει να καλύπτεται με ίδια κεφάλαια είναι το υψηλότερο από τα πλεονάσματα.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 51 παρ. 4 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 121

4. Οι μετοχές ή τα μερίδια που κατέχονται προσωρινά, κατά τη διάρκεια χρηματοδοτικής ενίσχυσης που αποσκοπεί στην εξυγίανση ή τη διάσωση μιας επιχείρησης, ή λόγω αναδοχής εκδόσεως τίτλων (underwriting) κατά την κανονική διάρκεια της έκδοσης των τίτλων αυτών ή ιδίω ονόματι αλλά για λογαριασμό τρίτου, δεν συμπεριλαμβάνονται στις ειδικές συμμετοχές κατά τον υπολογισμό των ορίων που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2. Οι μετοχές ή τα μερίδια που δεν έχουν το χαρακτήρα παγίων χρηματοπιστωτικών στοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, δεν συμπεριλαμβάνονται.

ê 2002/87/EΚ Άρθρο 29 παρ. 5

Άρθρο 122

31.         Τα κράτη μέλη δεν χρειάζεται να εφαρμόζουν τους περιορισμούς που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 στις συμμετοχές σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στην οδηγία 73/239/ΕΟΚ και στην οδηγία 79/267/ΕΟΚ, ή σε αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στην οδηγία 98/78/ΕΚ.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 51 παρ. 6 (Προσαρμοσμένο)

62.         Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές δεν εφαρμόζουν τα όρια που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 Ö του άρθρου 120 Õ , εάν προβλέπουν ότι τα πλεονάσματα ειδικών συμμετοχών σε σχέση με τα όρια αυτά πρέπει να καλύπτονται κατά 100% από τα ίδια κεφάλαια τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του συντελεστή φερεγγυότητας. Αν υπάρχουν πλεονάσματα σε σχέση με τα όρια των παραγράφων 1 και 2 Ö του άρθρου 120 Õ, το ποσό που πρέπει να καλύπτεται με ίδια κεφάλαια είναι το υψηλότερο από τα πλεονάσματα.

ò Νέο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ

Άρθρο 123

Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να εφαρμόζουν αξιόπιστες, αποτελεσματικές και πλήρεις στρατηγικές και διαδικασίες όσον αφορά την αξιολόγηση και τη διατήρηση σε διαρκή βάση των ποσών, των τύπων και της κατανομής του εσωτερικού κεφαλαίου που θεωρούν κατάλληλα για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων τους οποίους έχουν αναλάβει ή τους οποίους ενδέχεται να αναλάβουν.

Οι εν λόγω στρατηγικές και διαδικασίες υπόκεινται σε τακτική εσωτερική αναθεώρηση ώστε να εξασφαλιστεί ότι παραμένουν πλήρεις και αναλογικές προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του υπόψη πιστωτικού ιδρύματος.

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34

ΕΠΟΠΤΕΙΑ Ö ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ Õ ΣΕ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΒΑΣΗ

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

è1 2002/87/EC Άρθρο 29.6

Άρθρο 52

Εποπτεία σε ενοποιημένη βάση των πιστωτικών ιδρυμάτων

1. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που έχει ως θυγατρική άλλο πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, ή διαθέτει συμμετοχή σ' αυτά, υπόκειται σε εποπτεία της ενοποιημένης χρηματοοικονομικής του κατάστασης, σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 54. Η εποπτεία καλύπτει τουλάχιστον του τομείς που προβλέπονται στις παραγράφους 5 και 6.

2. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα του οποίου η μητρική επιχείρηση είναι χρηματοδοτική εταιρεία, υπόκειται σε εποπτεία της ενοποιημένης χρηματοοικονομικής κατάστασης της χρηματοδοτικής εταιρείας, σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 54. Η εποπτεία καλύπτει τουλάχιστον του τομείς που προβλέπονται στις παραγράφους 5 και 6. è1 Με την επιφύλαξη του άρθρου 54α, η ενοποίηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της χρηματοοικονομικής εταιρείας χαρτοφυλακίου δεν συνεπάγεται κατ' ουδένα τρόπο την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να ασκούν επί της εταιρείας αυτής εποπτεία σε ατομική βάση. ç

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 52.3

3. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία βάσει του άρθρου 53 μπορούν σε μεμονωμένες περιπτώσεις να μην υπαγάγουν στην ενοποίηση ένα πιστωτικό ίδρυμα ή μια επιχείρηση επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών που αποτελούν θυγατρικές ή στα οποία κατέχεται μια μερίδα συμμετοχής:

– όταν η επιχείρηση που πρόκειται να περιληφθεί στην ενοποίηση ευρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια στην διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών, ή

– όταν η επιχείρηση που πρόκειται να περιληφθεί στην ενοποίηση είναι κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών αμελητέα σε σχέση με τους στόχους της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, και εν πάση περιπτώσει όταν ο συνολικός ισολογισμός της επιχείρησης αυτής δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο των ακόλουθων δύο ποσών: τα 10 εκατομμύρια ευρώ ή το 1% του συνολικού ισολογισμού της μητρικής ή της κατέχουσας την συμμετοχή επιχείρησης. Αν πλείονες επιχειρήσεις πληρούν τα κριτήρια αυτά, πρέπει παρά ταύτα να υπαχθούν στην ενοποίηση όταν ως σύνολο παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον σε σχέση με τον ανωτέρω στόχο, ή

– όταν κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία, η ενοποίηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της προς έλεγχο επιχείρησης θα αντενδείκνυτο ή θα μπορούσε να οδηγήσει σε λάθη όσον αφορά τους στόχους της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 52 (5) έως (8)

5. Ο έλεγχος της φερεγγυότητας, της επαρκείας ιδίων κεφαλαίων σε σχέση με τους κινδύνους της αγοράς και των μεγάλων ανοιγμάτων, διενεργείται σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το παρόν άρθρο και τα άρθρα 53 έως 56. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που ενδεχομένως απαιτούνται για την υπαγωγή στην ενοποιημένη εποπτεία των χρηματοδοτικών εταιρειών, σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η τήρηση των ορίων που προβλέπουν οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 51 αποτελεί αντικείμενο εποπτείας και ελέγχου βάσει της ενοποιημένης ή υποενοποιημένης χρηματοοικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος.

6. Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν, σε όλες τις επιχειρήσεις που συμπεριλαμβάνονται στην ενοποιημένη εποπτεία στην οποία υπόκειται ένα πιστωτικό ίδρυμα δυνάμει των παραγράφων 1 και 2, τη θέσπιση κατάλληλων διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου για την παροχή στοιχείων πληροφοριών χρησίμων για την άσκηση της εποπτείας αυτής.

7. Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων άλλων οδηγιών, τα κράτη μέλη δύνανται να μην εφαρμόσουν σε υποενοποιημένη ή ατομική βάση, τους κανόνες της παραγράφου 5 στα πιστωτικά εκείνα ιδρύματα τα οποία, ως μητρικές επιχειρήσεις, υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία, καθώς και σε κάθε θυγατρική επιχείρηση των πιστωτικών αυτών ιδρυμάτων που εξαρτάται από την παροχή αδείας και την εποπτεία τους και συμπεριλαμβάνεται στην ενοποιημένη εποπτεία του μητρικού πιστωτικού ιδρύματος. Η ίδια δυνατότητα απαλλαγής παρέχεται και όταν η μητρική επιχείρηση είναι χρηματοδοτική εταιρεία εδρεύουσα στο κράτος μέλος που εδρεύει και το πιστωτικό ίδρυμα, υπό τον όρο ότι υπόκειται στην εποπτεία που ασκείται επί των πιστωτικών ιδρυμάτων και ιδίως στους κανόνες της παραγράφου 5.

Στις δύο περιπτώσεις, που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλισθεί η ορθή κατανομή του κεφαλαίου εντός του τραπεζικού ομίλου.

Εάν οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν τους κανόνες αυτούς σε ατομική βάση μπορούν, για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων να κάνουν χρήση της διάταξης του άρθρου 34 παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο.

8. Στην περίπτωση κατά την οποία πιστωτικό ίδρυμα, που αποτελεί θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης που είναι ένα πιστωτικό ίδρυμα, έλαβε άδεια λειτουργίας και είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την εν λόγω άδεια λειτουργίας εφαρμόζουν στο ίδρυμα αυτό τους κανόνες της παραγράφου 5 σε ατομική ή ενδεχομένως υποενοποιημένη βάση.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 52 παρ. 9 (Προσαρμοσμένο)

è1 2004/xx/ΕΚ Άρθρο 3 παρ. 9

9. Παρά τις απαιτήσεις της παραγράφου 8, οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης η οποία αποτελεί πιστωτικό ίδρυμα μπορούν, με διμερή συμφωνία, να εκχωρήσουν την εποπτική τους αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν τη μητρική επιχείρηση με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή πρέπει να ενημερώνεται για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών. è1 Η ενεχόμενη αρμόδια αρχή διαβιβάζει τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. ç

ò Νέο

Τμημα 1 - εποπτεια

Άρθρο 124

1.           Λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που παρατίθενται στο Παράρτημα ΧΙ, οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν τους διακανονισμούς, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία και αξιολογούν τους κινδύνους τους οποίους τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβουν.

2.           Το εύρος της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συμπίπτει με εκείνο των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας.

3.           Βάσει της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν κατά πόσο οι διακανονισμοί, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους εξασφαλίζουν την υγιή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων τους.

4.           Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν την συχνότητα και το βάθος της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνοντας υπόψη την συστημική σπουδαιότητα, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος. Η επανεξέταση και αξιολόγηση επικαιροποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

5.           Η επανεξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιούν οι αρμόδιες αρχές πρέπει να περιλαμβάνει τον κίνδυνο επιτοκίου τον οποίο αναλαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οποίος απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές τους. Μέτρα θα απαιτηθούν στην περίπτωση ιδρυμάτων των οποίων η οικονομική αξία μειώνεται κατά περισσότερο από 20% των ιδίων κεφαλαίων τους ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων το μέγεθος της οποίας καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές και παραμένει το ίδιο για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 53 παρ. 1 και 2 πρώτο εδάφιο (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 125

Αρμόδιες αρχές για την άσκηση

1.           Όταν η μητρική επιχείρηση είναι ð μητρικό ï πιστωτικό ίδρυμα ð εγκατεστημένο σε ένα κράτος μέλος ή μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ ï , η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν στον εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα την άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 4 Ö 6 Õ .

2.           Όταν η μητρική επιχείρηση είναι ð μητρική ï χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ð εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ ï , η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν στον εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα την άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 4 Ö 6 Õ .

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 53 παρ. 2 2ο και 3ο εδάφιο και παρ. 3 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 126

3.1.        Ωστόσο σΣτην περίπτωση κατά την οποία πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια ð μητρική ï χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ð εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος ή την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ ï , η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές του πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο συστάθηκε η χρηματοδοτική εταιρεία.

Εάν δεν υπάρχει θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα το οποίο να έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος όπου έχει συσταθεί η χρηματοδοτική εταιρεία, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών (συμπεριλαμβανομένου του κράτους μέλους στο οποίο έχει συσταθεί η χρηματοδοτική εταιρεία) διαβουλεύονται για να καθορίσουν, με κοινή συμφωνία, ποιες μεταξύ των αρχών θα ασκούν την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση. Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση θα ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα με τον υψηλότερο συνολικό ισολογισμό· εάν οι συνολικοί ισολογισμοί είναι ισόποσοι, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση θα ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν πρώτες την άδεια λειτουργίας του που αναφέρεται στο άρθρο 4.

3. 3. Οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές μπορούν, με κοινή συμφωνία, να παρεκκλίνουν από τους κανόνες που καθορίζονται στην παράγραφο 2 πρώτο και δεύτερο εδάφιο.

ò Νέο

Όταν πρόκειται για πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, τα οποία έχουν ως μητρικές επιχειρήσεις περισσότερες χρηματοδοτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου με κεντρικά γραφεία σε διαφορετικά κράτη μέλη και εφόσον υπάρχει πιστωτικό ίδρυμα σε καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

2.           Όταν πρόκειται για περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα και έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου και όταν κανένα από τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα δεν έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα η χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, το οποίο, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρείται ως το πιστωτικό ίδρυμα το ελεγχόμενο από μητρική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 53 παρ. 4

4. 4. Για την επίτευξη του στόχου της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, οι συμφωνίες της παραγράφου 2 τρίτο εδάφιο και της παραγράφου 3 προβλέπουν τα συγκεκριμένα μέτρα συνεργασίας και διαβίβασης των πληροφοριακών στοιχείων.

ò Νέο

3.           Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, κοινή συναινέσει, να παρεκκλίνουν από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 εάν η εφαρμογή τους αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τα πιστωτικά ιδρύματα και τη σχετική σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στις διάφορες χώρες, και να αναθέσουν σε άλλη αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση. Στις περιπτώσεις αυτές, προτού λάβουν τέτοια απόφαση, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στο εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό πιστωτικό ίδρυμα, ή στην εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή στο πιστωτικό ίδρυμα με τον μεγαλύτερο ισολογισμό τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή.

4.           Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 3.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 52 παρ. 2 τελευταία πρόταση

ð Νέο

Άρθρο 127

1.           ð Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που ενδεχομένως απαιτούνται για την υπαγωγή των χρηματοδοτικών εταιρειών χαρτοφυλακίου σε ενοποιημένη εποπτεία. Με την επιφύλαξη του άρθρου 135, ï η ενοποίηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της χρηματοδοτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου δεν συνεπάγεται κατ' ουδένα τρόπο την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να ασκούν επί της εταιρείας αυτής εποπτεία σε ατομική βάση.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 52 παρ. 4 (Προσαρμοσμένο)

42.          Όταν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους δεν υπάγουν ένα θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα στην ενοποιημένη εποπτεία κατ' εφαρμογή μιας των περιπτώσεων της παραγράφου 3 δεύτερη και τρίτη περίπτωση Ö του άρθρου 73 παράγραφος 1 σημεία β) και γ) Õ , οι αρμόδιες αρχές του κράτους όπου βρίσκεται το ίδρυμα αυτό μπορούν να ζητήσουν από τη μητρική του επιχείρηση πληροφορίες που θα διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας του.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 52 παρ. 10 (Προσαρμοσμένο)

103.       Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες εθνικές τους αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία μπορούν να ζητήσουν από τις θυγατρικές ενός πιστωτικού ιδρύματος ή μιας χρηματοδοτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου που δεν υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 55 Ö 137 Õ . Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό διαδικασίες διαβίβασης και επαλήθευσης των πληροφοριών.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 53 παρ. 5 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 128

5. Όταν κράτη μέλη διαθέτουν πλείονες αρμόδιες αρχές για την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τον μεταξύ τους συντονισμό.

ò Νέο

Άρθρο 129

1.           Η αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση επί μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου εγκατεστημένες στην ΕΕ αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)      επισκόπηση και αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις των άρθρων 71, 72 παράγραφος 1, 72 παράγραφος 2 και 73 παράγραφος 3,

β)      συντονισμό της συγκέντρωσης και της διάδοσης συναφών ή ουσιωδών πληροφοριών τόσο σε περίοδο ομαλής λειτουργίας όσο και σε περίπτωση κρίσης,

γ)      προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε περίοδο ομαλής λειτουργίας, καθώς και σε περίπτωση κρίσης, τόσο σε σχέση με τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 124, σε συνεργασία με τις ενεχόμενες αρμόδιες αρχές όσο και σε σχέση με τα άρθρα 43 και 141.

2.           Όσον αφορά τις αιτήσεις χορήγησης των αδειών που αναφέρονται στα άρθρα 84 παράγραφος 1, 87 παράγραφος 9 και 105, αντίστοιχα, που υποβάλλονται από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και τις θυγατρικές του, ή από κοινού από τις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, σε πλήρη συνεννόηση, προκειμένου να προσδιοριστεί αν πρέπει να χορηγηθεί ή όχι η αιτούμενη άδεια και να προσδιοριστούν οι όροι και προϋποθέσεις που πρέπει ενδεχομένως να πληρούνται για τη χορήγησή της.

Οι αιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο υποβάλλονται μόνον στην αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Οι αρμόδιες αρχές διατυπώνουν την κοινή τους απόφαση ως προς την αίτηση σε ενιαίο έγγραφο, εντός το πολύ έξι μηνών. Το εν λόγω έγγραφο διαβιβάζεται στον αιτούντα. Εάν δεν ληφθεί απόφαση εντός έξι μηνών, η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 λαμβάνει μόνη της απόφαση σχετικά με την αίτηση.

Άρθρο 130

1.           Σε περίπτωση κρίσης που ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την σταθερότητα, καθώς και την ακεραιότητα, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση ειδοποιεί, το συντομότερο δυνατό, δυνάμει του Τίτλου V, Κεφάλαιο 1, Τμήμα 2 τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 49 στοιχείο α) και στο άρθρο 50. Η υποχρέωση αυτή ισχύει για όλες τις αρμόδιες αρχές που προσδιορίζονται βάσει των άρθρων 125 και 126 σε σχέση με συγκεκριμένο όμιλο, καθώς και για την αρμόδια αρχή που προσδιορίζεται βάσει του άρθρου 129 παράγραφος 1.

2.           Η αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, όταν χρειάζεται πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη αρμόδια αρχή, επικοινωνεί με αυτήν, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή υποβολή πληροφοριών στις διάφορες αρχές που ενέχονται στην εποπτεία.

Άρθρο 131

Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία, η αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και οι άλλες αρμόδιες αρχές θεσπίζουν γραπτές ρυθμίσεις σε θέματα συντονισμού και συνεργασίας.

Βάσει των ρυθμίσεων αυτών μπορούν να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και τον συντονισμό με άλλες αρμόδιες αρχές.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 52 παρ. 9 (Προσαρμοσμένο)

Παρά τις απαιτήσεις της παραγράφου 8, οι Ö Οι Õ αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης η οποία αποτελεί πιστωτικό ίδρυμα μπορούν, με διμερή συμφωνία, να εκχωρήσουν την εποπτική τους αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν τη μητρική επιχείρηση με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή πρέπει να ενημερώνεται για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών. Η Επιτροπή διαβιβάζει τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και στη συμβουλευτική επιτροπή τραπεζικών θεμάτων.

ò Νέο

Άρθρο 132

1.           Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους. Διαβιβάζουν μεταξύ τους όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις ή σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας. Από την άποψη αυτή, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν κατόπιν αιτήσεως όλες τις σχετικές πληροφορίες και διαβιβάζουν ιδία πρωτοβουλία όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες.

Συγκεκριμένα, οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την ενοποιημένης εποπτεία εταιρειών εγκατεστημένων στην ΕΕ, εξασφαλίζουν ότι παρέχεται κάθε σχετική πληροφορία στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των κρατών μελών αυτών.

Οι ουσιώδεις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα εξής:

α)      τον προσδιορισμό της διάρθρωσης όλων των μείζονος σημασίας πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου, καθώς και των αρχών που είναι αρμόδιες για τα πιστωτικά ιδρύματα του ομίλου,

β)      τις διαδικασίες συγκέντρωσης πληροφοριών από τα πιστωτικά ιδρύματα ενός ομίλου και την επαλήθευση των πληροφοριών αυτών,

γ)      αρνητικές εξελίξεις σε πιστωτικά ιδρύματα ή άλλες οντότητες ενός ομίλου που δύνανται να επηρεάσουν σοβαρά τα πιστωτικά ιδρύματα,

δ)      σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης βάσει του άρθρου 136 και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της εξελιγμένης μεθόδου μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του άρθρου 105.

2.           Οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία ελέγχονται από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ επικοινωνούν με την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 129 παράγραφος 1 όταν έχουν ανάγκη πληροφοριών όσον αφορά την εφαρμογή των προσεγγίσεων και μεθοδολογιών που περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η εν λόγω αρχή.

3.           Προτού λάβουν απόφαση, οι ενεχόμενες αρμόδιες αρχές έρχονται σε επικοινωνία μεταξύ τους όσον αφορά τα θέματα που ακολουθούν, όταν η απόφαση έχει συνέπειες για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών:

α)      μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διαχειριστική διάρθρωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμοδίων αρχών,

β)      σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης βάσει του άρθρου 136 και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της εξελιγμένης μεθόδου μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του άρθρου 105.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), πρέπει να ζητείται πάντοτε η γνώμη της αρμόδιας για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση αρχής.

Ωστόσο, μια αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει να μην συμβουλευθεί κανέναν σε επείγουσες περιπτώσεις ή στις οποίες αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των αποφάσεών της. Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια αρχή ενημερώνει πάραυτα τις άλλες αρμόδιες αρχές.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 54 παρ. 1 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 133

Μορφή και έκταση της ενοποίησης

1.           Οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση Ö απαιτούν Õ οφείλουν, για την άσκηση της εποπτείας, να απαιτήσουν την πλήρη ενοποίηση των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που αποτελούν θυγατρικές της μητρικής επιχείρησης.

Ωστόσο, Ö οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτήσουν μόνον Õ μπορεί να επιβληθεί η κατ' αναλογίαν ενοποίηση στην περίπτωση που, κατά τη γνώμη Ö τους Õ των αρμοδίων αρχών, η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης η οποία κατέχει τη συμμετοχή περιορίζεται στο τμήμα του κεφαλαίου που κατέχει, Ö ενόψει Õ λόγω της ευθύνης των άλλων μετόχων ή εταίρων και της ικανοποιητικής τους φερεγγυότητας. Η ευθύνη των άλλων μετόχων και εταίρων πρέπει να καθορίζεται σαφώς, εν ανάγκη με την ανάληψη ρητών Ö επίσημων υπογεγραμμένων Õ υποχρεώσεων.

ê 2002/87/EΚ Άρθρο 29 παρ. 7 α)

Στην περίπτωση που επιχειρήσεις συνδέονται με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν πως πρέπει να γίνεται η ενοποίηση.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 54 παρ. 2 & 3 (Προσαρμοσμένο)

2.           Οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση Ö απαιτούν Õ οφείλουν, για την άσκηση της εποπτείας, να απαιτήσουν την κατ' αναλογίαν ενοποίηση των συμμετοχών σε πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, τα οποία διευθύνονται από επιχείρηση συμπεριλαμβανομένη στην ενοποίηση από κοινού με μία ή περισσότερες επιχειρήσεις μη συμπεριλαμβανόμενες στην ενοποίηση, όταν η από την ενοποίηση αυτή προκύπτει περιορισμός της ευθύνης των εν λόγω επιχειρήσεων περιορίζεται στο τμήμα του κεφαλαίου που κατέχουν.

3.           Εκτός των περιπτώσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, στις υπόλοιπες περιπτώσεις συμμετοχών ή κεφαλαιακού δεσμού, οι αρμόδιες αρχές ορίζουν αν και με ποια μορφή πρέπει να πραγματοποιείται η ενοποίηση. Μπορούν ιδιαίτερα να επιτρέψουν ή να επιβάλουν τη χρησιμοποίηση της μεθόδου της καθαρής θέσεως. Η μέθοδος αυτή δεν σημαίνει ωστόσο υπαγωγή των επιχειρήσεων αυτών στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 54(4) 1η παρ. (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 134

41.       Με την επιφύλαξη Ö του άρθρου 133 Õ των παραγράφων 1, 2 και 3, οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν αν και με ποια μορφή θα γίνει η ενοποίηση, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)      όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα ασκεί, κατά τις αρμόδιες αρχές, σημαντική επιρροή επί ενός ή πλειόνων πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, χωρίς όμως να διαθέτει συμμετοχή ή άλλο κεφαλαιακό δεσμό με αυτά,

β)      όταν δύο ή πλείονα πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα τίθενται υπό ενιαία διοίκηση, χωρίς προς τούτο να απαιτείται σχετική σύμβαση ή ρήτρα του καταστατικού.

ê 2002/87/EΚ Άρθρο 29(7)(β)

---------

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 54(4) 2η παρ.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν ιδίως να επιτρέψουν ή να επιβάλουν τη χρήση της μεθόδου του άρθρου 12 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ. Η μέθοδος αυτή δεν σημαίνει ωστόσο υπαγωγή των επιχειρήσεων αυτών στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσεως.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 54(5) (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

52        Όταν η ενοποιημένη εποπτεία επιβάλλεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 52, παράγραφοι 1 και 2 Ö των άρθρων 125 και 126 Õ, οι επιχειρήσεις επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών και ð οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων όπως ορίζονται στην οδηγία 2002/87/ΕΚ ï περιλαμβάνονται στην ενοποίηση στις ίδιες περιπτώσεις και με τις ίδιες μεθόδους όπως οι προβλεπόμενες Ö στο άρθρο 133 και στην παράγραφο Õ στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου.

ê 2002/87/EΚ Άρθρο 29(8) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 135

Διαχειριστικό σώμα των χρηματοοικονομικών εταιρειών χαρτοφυλακίου

Τα κράτη μέλη απαιτούν τα πρόσωπα που όντως διευθύνουν τις δραστηριότητες μιας χρηματοδοτικήςοικονομικής εταιρείας χαρτοφυλακίου να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και την αναγκαία πείρα για την άσκηση των καθηκόντων τους.

ò Νέο

Άρθρο 136

1.         Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας να προβούν εγκαίρως στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κατάσταση.

Στα μέτρα που δύνανται να λάβουν οι αρμόδιες αρχές για τον σκοπό αυτόν περιλαμβάνονται:

α)           υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να διατηρούν ίδια κεφάλαια πάνω από το ελάχιστο επίπεδο που ορίζει το άρθρο 75,

β)           ενίσχυση των διακανονισμών και στρατηγικών που τέθηκαν σε εφαρμογή για τη συμμόρφωση με τα άρθρα 22 και 123,

γ)           υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να εφαρμόσουν ειδική πολιτική προβλέψεων ή μεταχείριση περιουσιακών στοιχείων από άποψη απαιτούμενων ιδίων κεφαλαίων,

δ)           περιορισμός ή μείωση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, του επιχειρηματικού φάσματος ή του δικτύου των πιστωτικών ιδρυμάτων,

ε)           μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Η λήψη των μέτρων αυτών υπάγεται στις διατάξεις του Τίτλου V, Κεφάλαιο 1, Τμήμα 2.

2.         Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν ειδική απαίτηση όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια, η οποία υπερβαίνει το ελάχιστο επίπεδο το οποίο ορίζει το άρθρο 75, τουλάχιστον στα πιστωτικά ιδρύματα που δεν διαθέτουν επαρκείς διακανονισμούς, διαδικασίες, μηχανισμούς και στρατηγικές διαχείρισης και κάλυψης των κινδύνων τους, όταν η εφαρμογή άλλων μέτρων καθεαυτή δεν είναι πιθανό να ενισχύσει τους εν λόγω διακανονισμούς εντός του κατάλληλου χρονικού πλαισίου.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 55 παρ. (1) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 137

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από τις μεικτές εταιρείες και τις θυγατρικές τους

1.           Εν αναμονή μελλοντικού συντονισμού των μεθόδων ενοποίησης, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, όταν η μητρική ενός ή πλειόνων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μεικτή εταιρεία χαρτοφυλακίου, οι αρχές οι αρμόδιες για τη χορήγηση αδείας και την εποπτεία των ιδρυμάτων αυτών απαιτούν από την μεικτή εταιρεία χαρτοφυλακίου και τις θυγατρικές της, είτε απευθείας είτε μέσω των θυγατρικών πιστωτικών ιδρυμάτων, την ανακοίνωση κάθε χρήσιμης πληροφορίας για την άσκηση της εποπτείας των θυγατρικών πιστωτικών ιδρυμάτων.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 55 παρ.(2) (Προσαρμοσμένο)

2.           Τα κράτη μέλη ορίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να προβούν οι ίδιες ή να αναθέσουν σε εξωτερικούς ελεγκτές την επιτόπια επαλήθευση των πληροφοριακών στοιχείων που απέστειλαν οι μεικτές εταιρείες χαρτοφυλακίου και οι θυγατρικές τους. Αν η μεικτή εταιρεία χαρτοφυλακίου ή μία των θυγατρικών της είναι ασφαλιστική επιχείρηση, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και η διαδικασία του άρθρου 56 παράγραφος 4 Ö 140 παράγραφος 1 Õ . Αν η μεικτή εταιρεία χαρτοφυλακίου ή μία των θυγατρικών της βρίσκεται σε κράτος μέλος άλλο από αυτό του θυγατρικού πιστωτικού ιδρύματος, η επιτόπια επαλήθευση των πληροφοριακών στοιχείων γίνεται με τη διαδικασία του άρθρου 56 παράγραφος 7 Ö 140 παράγραφος 1 Õ .

ê 2002/87/EΚ Άρθρο 29(9) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 138

Εντός ομίλου συναλλαγές σε εταιρείες συμμετοχής μικτών δραστηριοτήτων

1.         Με την επιφύλαξη των διατάξεων του τίτλου V κεφάλαιο II τμήμα 3 Ö 5 Õ της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, εάν μια μητρική επιχείρηση ενός ή περισσοτέρων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι μεικτή εταιρεία χαρτοφυλακίου συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων, οι αρμόδιες αρχές οι οποίες είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εν λόγω πιστωτικών ιδρυμάτων ασκούν γενική εποπτεία στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και της μεικτής εταιρείας χαρτοφυλακίου συμμετοχής μικτών δραστηριοτήτων και των θυγατρικών της.

2.         Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανόμενων των ορθών διαδικασιών δημοσίευσης στοιχείων και λογιστικής, ώστε να μπορούν να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν και να ελέγχουν κατάλληλα τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με την μεικτή εταιρεία χαρτοφυλακίου συμμετοχής μικτών δραστηριοτήτων η οποία είναι η μητρική τους και τις θυγατρικές της. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν την γνωστοποίηση από τα πιστωτικά ιδρύματα οποιασδήποτε σημαντικής συναλλαγής πραγματοποιείται με τις οντότητες αυτές, εκτός εκείνης που προβλέπεται στο άρθρο 48 Ö 110 Õ . Οι διαδικασίες αυτές και οι σημαντικές συναλλαγές αποτελούν αντικείμενο ελέγχου από την πλευρά των αρμόδιων αρχών.

Όταν οι προαναφερθείσες εντός ομίλου συναλλαγές απειλούν τη χρηματοοικονομική κατάσταση ενός πιστωτικού ιδρύματος, η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του ιδρύματος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο. 56 (1) έως (3) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 139

Μέτρα για την διευκόλυνση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση

1.         Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κανένα νομικό εμπόδιο να μην εμποδίζει τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη εποπτεία, τις μεικτές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις θυγατρικές τους, ή τις προβλεπόμενες στο άρθρο 52 παράγραφος 10 Ö 127 παράγραφος 3 Õ θυγατρικές, να ανταλλάσσουν Ö μεταξύ τους Õ πληροφορίες χρήσιμες για την άσκηση της εποπτείας σύμφωνα με τα άρθρα 52 έως 55 Ö 124 έως 138 Õ και το παρόν άρθρο.

2.         Όταν η μητρική επιχείρηση και το ή τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι θυγατρικές της επιχείρησης αυτής είναι εγκατεστημένα σε διαφορετικά κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους κοινοποιούν μεταξύ τους όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να επιτρέψουν ή να διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.

Όταν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση δεν ασκούν οι ίδιες την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 53 Ö των άρθρων 125 και 126 Õ , μπορούν να κληθούν από τις αρμόδιες προς άσκηση της ενοποιημένης εποπτείας αρχές να ζητήσουν από τη μητρική πληροφορίες χρήσιμες για την άσκηση της ενοποιημένης εποπτείας, και να τις διαβιβάσουν στις αρχές αυτές.

3.         Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ανταλλαγή, μεταξύ των αρμοδίων αρχών τους, των πληροφοριακών στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 υπό τον όρο ότι, στην περίπτωση χρηματοδοτικών εταιρειών χαρτοφυλακίου, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριών δεν συνεπάγεται κατά κανένα τρόπο ότι οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να ασκούν σε ατομική βάση εποπτεία αυτών των ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων.

Επίσης τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ανταλλαγή, μεταξύ των αρμοδίων αρχών, των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 55 Ö 137 Õ υπό τον όρο ότι η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριακών στοιχείων δεν συνεπάγεται κατά κανένα τρόπο ότι οι αρμόδιες αρχές ασκούν εποπτεία στη μεικτή εταιρεία χαρτοφυλακίου και τις θυγατρικές της που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα, ή στις θυγατρικές που αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 10 Ö 127 παράγραφος 3 Õ.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 56 παρ. (4) έως (6) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 140

41.       Όταν πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή μεικτή εταιρεία χαρτοφυλακίου ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές εταιρείες ή άλλου είδους επιχειρήσεις που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες υποκείμενες σε καθεστώς παροχής άδειας, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές που έχουν δημόσια εξουσία εποπτείας των ασφαλιστικών εταιρειών ή των εν λόγω άλλων επιχειρήσεων που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες συνεργάζονται στενά. Στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, οι αρχές αυτές ανακοινώνουν αμοιβαία όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να διευκολύνουν την εκπλήρωση της αποστολής τους και να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της δραστηριότητας και της χρηματοοικονομικής κατάστασης του συνόλου των επιχειρήσεων που ευρίσκονται υπό την εποπτεία τους.

52.       Οι πληροφορίες που συλλέγονται στα πλαίσια της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, ιδιαίτερα οι ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο, όπως ορίζεται από Ö τον Τίτλο V, Κεφάλαιο 1, Τμήμα 2 Õ το άρθρο 30.

63.       Οι αρμόδιες αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία καταρτίζουν κατάλογο των χρηματοδοτικών εταιρειών χαρτοφυλακίου που αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 2 Ö 71 παράγραφος 2 Õ . Ο κατάλογος αυτός κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών και στην Επιτροπή.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 56 παρ. (7) (Προσαρμοσμένο)

è1 2002/87/EΚ Άρθρο 29.10

Άρθρο 141

7. Όταν, στα πλαίσια της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους επιθυμούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να επαληθεύσουν πληροφορίες σχετικά με πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, χρηματοδοτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, μεικτή εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 55 Ö 137 Õ ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 52 παράγραφος 10 Ö 127 παράγραφος 3 Õ , τα οποία είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος, Ö ζητούν Õ πρέπει να ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους τη διενέργεια του ελέγχου αυτού. Οι αρχές οι οποίες έλαβαν την αίτηση, οφείλουν στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους να δώσουν συνέχεια είτε διενεργώντας οι ίδιες τον έλεγχο αυτόν, είτε επιτρέποντας στις αρχές που υπέβαλαν την αίτηση να διενεργήσουν οι ίδιες τον έλεγχο, είτε επιτρέποντας τη διενέργειά του από εμπειρογνώμονα ή ελεγκτή. è1 Η αρμόδια αρχή που έχει υποβάλει το αίτημα, μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να συμμετάσχει στον έλεγχο, όταν δεν τον πραγματοποιεί η ίδια. ç

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 56 παρ. 8 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 142

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, με την επιφύλαξη της ποινικής τους νομοθεσίας, μπορεί να επιβληθούν σε χρηματοδοτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και μεικτές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή στα υπεύθυνα στελέχη τους, που έχουν παραβεί νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις θεσπισθείσες βάσει των άρθρων 52 έως 55 Ö 124 έως 141 Õ και του παρόντος άρθρου, κυρώσεις ή μέτρα για την παύση της διαπιστωθείσας παράβασης ή της αιτίας τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα μέτρα αυτά μπορεί να απαιτούν την παρέμβαση των δικαστικών αρχών.

Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, ιδίως όταν η εταιρική έδρα μιας χρηματοδοτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή μεικτής εταιρείας χαρτοφυλακίου ευρίσκεται εκτός του τόπου στον οποίο είναι εγκατεστημένη η κεντρική της διοίκηση ή το κύριο κατάστημά της προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι εν λόγω κυρώσεις ή μέτρα παράγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.

ê 2002/87/EΚ Άρθρο 29 παρ. (11) (Προσαρμοσμένο)

è1 2004/xx/EΚ Άρθρο 3.10

Άρθρο 143

Μητρική επιχείρηση σε τρίτη χώρα

1.         Σε περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος, η μητρική επιχείρηση του οποίου είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικήοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου, η έδρα της οποίας Ö βρίσκεται σε τρίτη χώρα Õ είναι εκτός της Κοινότητας και δεν υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 52 Ö των άρθρων 125 και 126 Õ , οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν κατά πόσον το πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, από αρμόδια αρχή τρίτης χώρας, η οποία είναι ισοδύναμη προς αυτή και υπόκειται στις αρχές, οι οποίες καθορίζονται στο άρθρο 52 Ö στην παρούσα οδηγία Õ .

Ο σχετικός έλεγχος πραγματοποιείται από την αρμόδια αρχή που θα ήταν υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία αν ίσχυε το τέταρτο εδάφιο Ö η παράγραφος 3 Õ , κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή μιας από τις ρυθμιζόμενες οντότητες με άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα, ή με δική της πρωτοβουλία. Η εν λόγω αρμόδια αρχή συμβουλεύεται τις άλλες ενεχόμενες αρμόδιες αρχές.

2.         è1 Η Επιτροπή δύναται να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών να ç Η συμβουλευτική επιτροπή τραπεζών μπορεί να εκφράζει γενικές εκτιμήσεις ως προς το κατά πόσον τα καθεστώτα ενοποιημένης εποπτείας των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών είναι σε θέση να επιτυγχάνουν τους στόχους της ενοποιημένης εποπτείας που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα η μητρική εταιρεία των οποίων εδρεύει Ö σε τρίτη χώρα Õ εκτός Κοινότητας. Η επιτροπή αναθεωρεί τις εν λόγω εκτιμήσεις της και λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες μεταβολές των καθεστώτων ενοποιημένης εποπτείας που εφαρμόζονται από τις συγκεκριμένες αρμόδιες αρχές.

Η αρμόδια αρχή που ασκεί τον έλεγχο που αναφέρεται στο Ö πρώτο Õ δεύτερο εδάφιο Ö της παραγράφου 1 Õ λαμβάνει υπόψη της τις τυχόν γενικές εκτιμήσεις. Για τον σκοπό αυτό, η αρμόδια αρχή συμβουλεύεται την επιτροπή προτού λάβει απόφαση.

3.         Ελλείψει ισοδύναμης εποπτείας, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κατ' αναλογία στο πιστωτικό ίδρυμα τις διατάξεις του άρθρου 52 Ö της παρούσας οδηγίας στο πιστωτικό ίδρυμα κατ' αναλογίαν ή επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εφαρμόσουν άλλες κατάλληλες εποπτικές τεχνικές που επιτυγχάνουν τους στόχους της εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση Õ .

Εναλλακτικά, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εφαρμόζουν άλλες κατάλληλες εποπτικές τεχνικές προκειμένου να επιτυγχάνουν τους στόχους της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση.

Οι Ö εν λόγω εποπτικές τεχνικές Õ μέθοδοι αυτές πρέπει να συμφωνούνται από την αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία, μετά από διαβούλευση με τις άλλες ενεχόμενες αρμόδιες αρχές.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν ιδίως να ζητούν τη δημιουργία χρηματοδοτικήςοικονομικής εταιρείας χαρτοφυλακίου που να έχει την έδρα της στην Κοινότητα, και να εφαρμόζουν τις διατάξεις για την ενοποιημένη εποπτεία στην ενοποιημένη θέση της εν λόγω χρηματοδοτικήςοικονομικής εταιρείας χαρτοφυλακίου.

Οι Ö εποπτικές τεχνικές Õ μέθοδοι πρέπει να Ö είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να Õ επιτυγχάνουν τους στόχους της ενοποιημένης εποπτείας, όπως καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο, και πρέπει να κοινοποιούνται στις άλλες ενεχόμενες αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή.

ò Νέο

Τμημα 2

Δημοσιοποιηση πληροφοριων απο τις αρμοδιεσ αρχες

Άρθρο 144

1.         Οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)           τα κείμενα νόμων, κανονισμών, διοικητικών κανόνων και γενικής καθοδήγησης που εκδίδονται στο οικείο κράτος μέλος όσον αφορά τον τομέα της εποπτικής ρύθμισης,

β)           τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων και των ευχερειών που παρέχει η κοινοτική νομοθεσία,

γ)           τα γενικά κριτήρια και μεθοδολογίες που χρησιμοποιούν για την εξέταση και την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 124,

δ)           με την επιφύλαξη των διατάξεων του Τίτλου V Κεφάλαιο 1 Τμήμα 2, τα αθροιστικά στατιστικά δεδομένα για βασικές πτυχές της εφαρμογής του εποπτικού πλαισίου σε κάθε κράτος μέλος.

Οι δημοσιοποιούμενες πληροφορίες που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να επαρκούν για τη αξιόπιστη σύγκριση των μεθόδων που εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Δημοσιοποιηση πληροφοριων από τα πιστωτικα ιδρυματα

Άρθρο 145

1.         Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τα πιστωτικά ιδρύματα δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα ΧΙΙ Μέρος 2 με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 146.

2.         Η αναγνώριση, βάσει του Κεφαλαίου 2 Τμήμα 3 Υποτμήματα 2 και 3 και του άρθρου 105, των μέσων και μεθοδολογιών που αναφέρονται στο Παράρτημα ΧΙΙ, Μέρος 3 από τις αρμόδιες αρχές, εξαρτάται από τη δημοσιοποίηση από μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων των πληροφοριών που ορίζονται σε αυτό.

3.         Τα πιστωτικά ιδρύματα υιοθετούν μια επίσημη πολιτική συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης που θεσπίζονται στις παραγράφους 1 και 2 και διαθέτουν πολιτικές αξιολόγησης της καταλληλότητας των δημοσιοποιήσεών τους, περιλαμβανομένης της επαλήθευσης και της συχνότητάς τους.

Άρθρο 146

1.         Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 145, οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να μην προβούν σε μια ή περισσότερες από τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στο Παράρτημα ΧΙΙ, Μέρος 2 εφόσον το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα κρίνει ότι, βάσει του κριτηρίου του Παραρτήματος ΧΙΙ Μέρος 1 σημείο 1, δεν θεωρούνται ουσιώδεις οι παρεχόμενες με τις εν λόγω δημοσιοποιήσεις πληροφορίες.

2.         Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 145, οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να μην δημοσιεύσουν ένα ή περισσότερα πληροφοριακά στοιχεία περιλαμβανόμενα στις δημοσιοποιήσεις του Παραρτήματος ΧΙΙ, Μέρη 2 και 3 εφόσον το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα κρίνει ότι, βάσει των κριτηρίων του Παραρτήματος ΧΙΙ, Μέρος 1 σημεία 2 και 3, τα στοιχεία αυτά θα περιλάμβαναν πληροφορίες θεωρούμενες αποκλειστικές ή εμπιστευτικές.

3.         Στις έκτακτες περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα δηλώνει στις δημοσιοποιήσεις του το γεγονός ότι δεν δημοσιεύονται τα συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία, τον λόγο της μη δημοσίευσής τους και δημοσιεύει γενικότερου τύπου πληροφορίες σχετικά με το θέμα της υποχρέωσης δημοσιοποίησης.

Άρθρο 147

1.         Τα πιστωτικά ιδρύματα δημοσιεύουν τις απαιτούμενες βάσει του άρθρου 145 πληροφορίες τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Οι δημοσιοποιήσεις πραγματοποιούνται το συντομότερο δυνατό.

2.         Τα πιστωτικά ιδρύματα προσδιορίζουν επίσης αν απαιτείται μεγαλύτερη συχνότητα δημοσιεύσεων από ό,τι προβλέπεται στην παράγραφο 1 βάσει των κριτηρίων του Παραρτήματος ΧΙΙ Μέρος 1 σημείο 4.

Άρθρο 148

1.         Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν σε πιστωτικά ιδρύματα να προσδιορίζουν τον κατάλληλο τρόπο, τόπο και μέσο επαλήθευσης για την αποτελεσματική συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης που ορίζει το άρθρο 145. Στο μέτρο του δυνατού, όλες οι δημοσιοποιήσεις πραγματοποιούνται με τα ίδια μέσα ή στον ίδιο τόπο.

2.         Ισοδύναμες δημοσιοποιήσεις πραγματοποιούμενες από τα πιστωτικά ιδρύματα για λόγους λογιστικής, εισαγωγής τίτλων σε ρυθμιζόμενη αγορά ή άλλους λόγους μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν συμμόρφωση με το άρθρο 145. Εάν οι δημοσιοποιήσεις δεν περιλαμβάνονται στις οικονομικές εκθέσεις τους, τα πιστωτικά ιδρύματα αναφέρουν που υπάρχουν.

Άρθρο 149

Με την επιφύλαξη των άρθρων 146 έως 148, τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα:

α)           να προβαίνουν σε μια ή περισσότερες από τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στο Παράρτημα ΧΙΙ, Μέρη 2 και 3,

β)           να δημοσιεύουν μια ή περισσότερες από τις δημοσιοποιήσεις με μεγαλύτερη συχνότητα από την ετήσια και να θέτουν προθεσμίες δημοσίευσης,

γ)           να χρησιμοποιούν συγκεκριμένα μέσα και τόπους δημοσιοποίησης διαφορετικά από εκείνα που ισχύουν για τις οικονομικές εκθέσεις,

δ)           να χρησιμοποιούν ειδικά μέσα επαλήθευσης για τις δημοσιοποιήσεις που δεν καλύπτονται από τον υποχρεωτικό έλεγχο.

ê 2004/xx/EΚ Άρθρο 3.11

-----

ê 2000/12/ΕΚ

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 60 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 150

Τεχνικές προσαρμογές

1.           Υπό την επιφύλαξη της έκθεσης, όσον αφορά στα ίδια κεφάλαια, που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο ð της πρότασης την οποία η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει δυνάμει του άρθρου 62 ï , τεχνικές προσαρμογές ð οι τροποποιήσεις ï της παρούσας οδηγίας, όσον αφορά τις ακόλουθες περιπτώσεις, θεσπίζονται με τη διαδικασία Ö που αναφέρεται στο άρθρο 151 Õ της παραγράφου 2:

α)      την αποσαφήνιση των ορισμών προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας οι εξελίξεις των χρηματοπιστωτικών αγορών,

β)      την αποσαφήνιση των ορισμών προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στην Κοινότητα,

γ)       την ευθυγράμμιση της ορολογίας και τη διατύπωση των ορισμών σύμφωνα με εκείνες των μεταγενέστερων πράξεων στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων και συναφών θεμάτων,

τον ορισμό της Ζώνης Α στο άρθρο 1 στοιχείο 14),

τον ορισμό των πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης στο άρθρο 1 στοιχείο 19),

δ)      τις τροποποιήσεις του καταλόγου του άρθρου 2,

ε)       την τροποποίηση του ποσού του αρχικού κεφαλαίου το οποίο προβλέπεται στο άρθρο Ö 9 Õ 5 προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και νομισματικές εξελίξεις,

στ)     τη διεύρυνση του περιεχομένου του καταλόγου ο οποίος μνημονεύεται στα άρθρα Ö 23 και 24 Õ 18 και 19 και περιέχεται στο παράρτημα I ή την προσαρμογή της ορολογίας του καταλόγου προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές,

ζ)       τους τομείς στους οποίους οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να ανταλλάσσουν πληροφορίες και οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο Ö 42 Õ 28,

η)      ð τις τροποποιήσεις στα άρθρα 56 έως 67 προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στα λογιστικά πρότυπα ή στις απαιτήσεις που θεσπίζει η κοινοτική νομοθεσία ï ,

(i)      την τροποποίηση του Ö καταλόγου Õ ορισμού των στοιχείων ενεργητικού Ö κλάσεων χρηματοδοτικού ανοίγματος Õ που περιλαμβάνεται στο άρθρο 43 Ö στα άρθρα 79 και 86 Õ , προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις των χρηματοπιστωτικών αγορών,

ι)       ðτο ποσό που προσδιορίζεται στο άρθρο 79 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και στο άρθρο 86 παράγραφος 4 στοιχείο α) προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις του πληθωρισμού,

ια)     τον κατάλογο και την κατάταξη των εκτός ισολογισμού στοιχείων που αναφέρονται στα παραρτήματα ΙΙ και IV και τον τρόπο με τον οποίο συνεκτιμώνται στον υπολογισμό του συντελεστή φερεγγυότητας όπως περιγράφεται στα άρθρα 42, 43 και 44 και στο παράρτημα ΙΙΙ ð της αξίας ανοίγματος για τους σκοπούς του Τίτλου V Κεφάλαιο 2 Τμήμα 3 ï ,

ιβ)     ð την προσαρμογή των διατάξεων των Παραρτημάτων V έως ΧΙΙ προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και ιδίως όσον αφορά τα νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, στα λογιστικά πρότυπα ή στις απαιτήσεις που θεσπίζει η κοινοτική νομοθεσία, ï

Ö 2.     Ö Η Επιτροπή δύναται να λάβει τα ακόλουθα μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 151 Õ .

α)      ð τον προσδιορισμό του μεγέθους των αιφνίδιων και μη αναμενόμενων μεταβολών των επιτοκίων που αναφέρονται στο άρθρο 124 παράγραφος 5, ï

β)      την προσωρινή μείωση του ελάχιστου Ö ύψους των ιδίων κεφαλαίων που Õ συντελεστή φερεγγυότητας ο οποίος ορίζεται στο άρθρο 47 Ö 75 Õ ή των Ö συντελεστών στάθμισης κινδύνου Õ σταθμίσεων οι οποίες Ö που Õ ορίζονται στο άρθρο 43 Ö στον Τίτλο V, Κεφάλαιο 2, Τμήμα 3 Õ προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές συνθήκες,

γ)       ð με την επιφύλαξη της έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 119, ï αποσαφήνιση των απαλλαγών που προβλέπονται στο άρθρο 49 παράγραφοι 5 έως 10 Ö 111 παράγραφος 4 και στα άρθρα 113, 115 και 116 Õ ,

δ)      ð προσδιορισμό των βασικών πτυχών ως προς τις οποίες πρέπει να δημοσιοποιούνται αθροιστικά στατιστικά δεδομένα βάσει του άρθρου 144 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ï ,

ε)       ð προσδιορισμό της μορφής, της δομής, του καταλόγου περιεχομένων και την ημερομηνία της ετήσιας δημοσίευσης των δημοσιοποιήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 114. ï

ê 2004/xx/EΚ Άρθρο 3.12 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 151

1.           Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών που συστάθηκε με την απόφαση της Επιτροπής 2004/10/EΚ (εφεξής "η επιτροπή"). Η επιτροπή απαρτίζεται από εκπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από τον εκπρόσωπο της Επιτροπής.

2.           Κάθε φορά που γίνεται αναφορά Ö στο παρόν άρθρο Õ στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται η διαδικασία "επιτροπολογίας" του άρθρου 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 και το άρθρο 8 της απόφασης αυτής.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ είναι τρεις μήνες.

ê 2000/12/ΕΚ

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΞΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 60 παρ. (2) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 61

Μεταβατικές διατάξεις όσον αφορά το άρθρο 36

Η Δανία μπορεί να επιτρέψει στα ιδρύματα της ενυπόθηκης πίστης τα οποία έχουν συσταθεί υπό μορφή συνεταιριστικών εταιρειών ή ταμείων, πριν από την 1η Ιανουαρίου 1990, και μετατρέπονται σε ανώνυμες εταιρείες, να συνεχίσουν να περιλαμβάνουν τις αλληλέγγυες υποχρεώσεις των μελών τους ή των δανειζομένων που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 και των οποίων οι απαιτήσεις εξομοιώνονται με τις αλληλέγγυες αυτές υποχρεώσεις, στα ίδια κεφάλαιά τους, εντός των ακολούθων ορίων:

α)         η βάση υπολογισμού του μέρους των αλληλέγγυων υποχρεώσεων των δανειζομένων είναι το άθροισμα των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 35 παράγραφος 2, σημεία 1 και 2 μείον τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 35 παράγραφος 2, σημεία 9, 10 και 11·

β)         η βάση υπολογισμού κατά την 1η Ιανουαρίου 1991 ή, σε περίπτωση που η μετατροπή τους γίνει αργότερα, κατά την ημερομηνία μετατροπής, είναι η μέγιστη βάση υπολογισμού. Η βάση υπολογισμού δεν μπορεί ποτέ να υπερβαίνει τη μέγιστη βάση υπολογισμού·

γ)         από την 1η Ιανουαρίου 1997, η μέγιστη βάση υπολογισμού μειώνεται κατά το ήμισυ του προϊόντος των εκδόσεων νέου μετοχικού κεφαλαίου, κατά την έννοια του άρθρου 35 παράγραφος 2, σημείο 1 που πραγματοποιούνται μετά την ημερομηνία αυτή και

δ)         το ανώτατο ποσό των αλληλέγγυων υποχρεώσεων των δανειζομένων που μπορούν να συνυπολογίζονται ως ίδια κεφάλαια δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το ακόλουθο ποσοστό επί της βάσης υπολογισμού:

            50% το 1991 και 1992,

            45% το 1993 και 1994,

            40% το 1995 και 1996,

            35% το 1997,

            30% το 1998,

            20% το 1999,

            10% το 2000 και

            0% μετά την 1η Ιανουαρίου 2001.

ê 2000/12/ΕΚ

Άρθρο 62

Μεταβατικές διατάξεις όσον αφορά το άρθρο 43

1. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 50% στα δάνεια που, κατά την κρίση τους, εξασφαλίζονται πλήρως και καθ' ολοκληρίαν με υποθήκες επί γραφείων ή εμπορικών χώρων πολλαπλής χρήσης που βρίσκονται στο έδαφος των κρατών μελών τα οποία επιτρέπουν την εφαρμογή συντελεστή στάθμισης 50% υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i)         ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου 50% εφαρμόζεται στο μέρος του δανείου το οποίο δεν υπερβαίνει ένα όριο που υπολογίζεται είτε σύμφωνα με το στοιχείο α) είτε σύμφωνα με το στοιχείο β) κατωτέρω:

α)      50% της αγοραίας αξίας του εν λόγω ακινήτου.

         Η αγοραία αξία του ακινήτου πρέπει να υπολογίζεται από δύο ανεξάρτητους εκτιμητές που προβαίνουν σε ανεξάρτητες εκτιμήσεις κατά τη στιγμή της σύναψης του δανείου. Το δάνειο πρέπει να βασίζεται στη χαμηλότερη μεταξύ των δύο εκτιμήσεων.

         Το ακίνητο επανεκτιμάται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο από έναν εκτιμητή. Για τα δάνεια που δεν υπερβαίνουν το 1 εκατομμύριο ευρώ και το 5% των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος, το ακίνητο επανεκτιμάται τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια από έναν εκτιμητή·

β)      50% της αγοραίας αξίας του ακινήτου ή 60% της υποθηκικής αξίας, όποια μεταξύ των δύο είναι χαμηλότερη, σε όσα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει με νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του υπεγγύου για ενυπόθηκο δανεισμό.

         Ως αξία του υπεγγύου για ενυπόθηκο δανεισμό ορίζεται η αξία του ακινήτου που καθορίζεται από τον αρμόδιο εκτιμητή, ο οποίος προβαίνει σε συντηρητική εκτίμηση της μελλοντικής εμπορευσιμότητας του ακινήτου, λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία του ακινήτου που παραμένουν σταθερά σε μακροχρόνια βάση, τις κανονικές και τις τοπικές συνθήκες της αγοράς, τη χρήση του ακινήτου εκείνη τη στιγμή και τυχόν πρόσφορες εναλλακτικές χρήσεις του ακινήτου. Κατά την εκτίμηση της αξίας του υπεγγύου για ενυπόθηκο δανεισμό δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Η υποθηκική αξία τεκμηριώνεται με τρόπο διαφανή και σαφή.

         Τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια ή, εφόσον σημειωθεί πτώση της αγοράς μεγαλύτερη από 10%, επανεκτιμάται η υποθηκική αξία και ειδικότερα οι υποκείμενοι όροι οι σχετικοί με την εξέλιξη της αντίστοιχης αγοράς.

            Όσον αφορά τα στοιχεία α) και β), ως «αγοραία αξία» νοείται η τιμή στην οποία θα μπορούσε να πωληθεί το ακίνητο με ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ ενός πωλητή που ενεργεί εκουσίως και ενός άσχετου προς αυτόν αγοραστή, κατά την ημέρα της εκτίμησης, θεωρώντας ως δεδομένο ότι το ακίνητο προσφέρεται δημοσίως προς πώληση, ότι οι όροι της αγοράς επιτρέπουν την κανονική του εκποίηση και ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του ακινήτου, μεσολαβεί μια κανονική περίοδος για τις διαπραγματεύσεις της πωλήσεως:

(ii)        στο μέρος του δανείου που υπερβαίνει τα όρια που καθορίζονται στο σημείο i) εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100%,

(iii)       το ακίνητο πρέπει να χρησιμοποιείται ή να εκμισθώνεται από τον ιδιοκτήτη.

Το πρώτο εδάφιο δεν κωλύει τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους που εφαρμόζει υψηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου στο έδαφός του να επιτρέπουν υπό τους προαναφερόμενους όρους την εφαρμογή συντελεστή στάθμισης 50% γι' αυτό το είδος δανείων στο έδαφος των κρατών μελών που επιτρέπουν την εφαρμογή συντελεστή στάθμισης κινδύνου 50%.

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 50% στα υφιστάμενα δάνεια έως τις 21 Ιουλίου 2000, υπό τον όρο ότι εκπληρώνονται οι όροι που απαριθμούνται σ' αυτή την παράγραφο. Στην περίπτωση αυτή, το ακίνητο αποτιμάται σύμφωνα με κριτήρια εκτίμησης που παρατίθενται ανωτέρω το αργότερο έως τις 21 Ιουλίου 2003.

Για τα δάνεια που θα έχουν χορηγηθεί πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2006, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου 50% εξακολουθεί να ισχύει μέχρι τη λήξη τους, εάν το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να τηρήσει τους συμβατικούς όρους.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν επίσης να επιτρέπουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 50% στο μέρος των δανείων που εξασφαλίζεται πλήρως και καθ' ολοκληρίαν, κατά την κρίση τους, με μετοχές φινλανδικών στεγαστικών εταιρειών που λειτουργούν σύμφωνα με τον φινλανδικό στεγαστικό νόμο του 1991 ή ισοδύναμη μεταγενέστερη νομοθεσία, υπό τον όρο ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή όσον αφορά τη χρήση αυτής της παραγράφου.

2. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 50% στις χρηματοδοτικές μισθώσεις ακινήτων που θα έχουν συναφθεί πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2006 και αφορούν περιουσιακά στοιχεία για επαγγελματική χρήση, τα οποία βρίσκονται στη χώρα της έδρας και διέπονται από νομοθετικές διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες ο εκμισθωτής παρακρατεί την πλήρη κυριότητα του μισθίου μέχρις ότου ασκήσει ο μισθωτής το δικαίωμα αγοράς. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή όσον αφορά τη χρήση αυτής της παραγράφου.

3. 3. Το άρθρο 43 παράγραφος 3 δεν θίγει την εκ μέρους των εποπτικών αρχών αναγνώριση των διμερών συμβάσεων ανανέωσης οφειλής που έχουν συναφθεί όσον αφορά:

– το Βέλγιο, πριν την 23η Απριλίου 1996,

– τη Δανία, πριν την 1η Ιουνίου 1996,

– τη Γερμανία, πριν την 30ή Οκτωβρίου 1996,

– την Ελλάδα, πριν την 27η Μαρτίου 1997,

– την Ισπανία, πριν την 7η Ιανουαρίου 1997,

– τη Γαλλία, πριν την 30ή Μαΐου 1996,

– την Ιρλανδία, πριν την 27η Ιουνίου 1996,

– την Ιταλία, πριν την 30ή Ιουλίου 1996,

– το Λουξεμβούργο, πριν την 29η Μαΐου 1996,

– τις Κάτω Χώρες, πριν την 1η Ιουλίου 1996,

– την Αυστρία, πριν την 30ή Δεκεμβρίου 1996,

– την Πορτογαλία, πριν την 15η Ιανουαρίου 1997,

– τη Φινλανδία, πριν την 21η Αυγούστου 1996,

– τη Σουηδία, πριν την 1η Ιουνίου 1996 και

– το Ηνωμένο Βασίλειο, πριν την 30ή Απριλίου 1996.

Άρθρο 63

Μεταβατικές διατάξεις όσον αφορά το άρθρο 47

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων ο ελάχιστος συντελεστής φερεγγυότητας ήταν κατώτερος, την 1η Ιανουαρίου 1991, από το 8% που ορίζεται στο άρθρο 47 παράγραφος 1, υποχρεούνται, με διαδοχικές προσεγγίσεις, να πλησιάσουν το εν λόγω ποσοστό. Ενόσω δεν επιτυγχάνουν το σκοπούμενο αυτό όριο, δεν μπορούν να επιτρέπουν να κατέλθει περαιτέρω το ποσοστό του συντελεστή. Εάν, πάντως, παρατηρηθεί παρόμοια διακύμανση, πρέπει να είναι προσωρινή και να γνωστοποιείται η αιτία στις αρμόδιες αρχές.

ê 2000/12/ΕΚ, Άρθρο. 63 παρ. (2) και (3) (Προσαρμοσμένο)

2. Κατά τη διάρκεια περιόδου που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια από την 1η Ιανουαρίου 1993, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης 10% στις ομολογίες που ορίζονται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ και να τον διατηρούν για τα πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον το θεωρούν απαραίτητο, προκειμένου να αποφύγουν σοβαρές διαταραχές στις αγορές τους. Οι παρεκκλίσεις αυτές γνωστοποιούνται στην Επιτροπή.

3. Για διάστημα όχι μεγαλύτερο των επτά ετών, από 1ης Ιανουαρίου 1993, το άρθρο 47 παράγραφος 1 δεν θα εφαρμόζεται στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας. Η εν λόγω τράπεζα πρέπει, πάντως, να πλησιάσει το ποσοστό που ορίζεται στο άρθρο 47 παράγραφος 1 με διαδοχικές προσεγγίσεις, σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου..

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

è1 2004/xx/EΚ Άρθρο. 3.13

Άρθρο 64

Μεταβατικές διατάξεις όσον αφορά το άρθρο 49

1. Εάν, την 5η Φεβρουαρίου 1993, ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει ήδη αναλάβει χρηματοδοτικό άνοιγμα ή ανοίγματα που υπερβαίνουν είτε τα όρια των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων είτε το συνολικό όριο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, που προβλέπονται στο άρθρο 49, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να επαναφέρει το εν λόγω χρηματοδοτικό άνοιγμα ή ανοίγματα στο επίπεδο που προβλέπει το άρθρο 49.

2. Η διαδικασία για την προσαρμογή του χρηματοδοτικού ανοίγματος ή ανοιγμάτων στο επιτρεπόμενο επίπεδο, καθορίζεται, εγκρίνεται, εφαρμόζεται και ολοκληρώνεται εντός της προθεσμίας που οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ενδεδειγμένη, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές της ορθής διαχείρισης και του θεμιτού ανταγωνισμού. Οι αρμόδιες αρχές πληροφορούν την Επιτροπή και την è1 Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών ç για το χρονοδιάγραμμα της γενικής διαδικασίας που έχει καθοριστεί.

3. Ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να λαμβάνει μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σε σχέση με το ποσό στο οποίο είχαν ανέλθει κατά την 5η Φεβρουαρίου 1993.

4. Η προθεσμία που καθορίζεται δυνάμει της παραγράφου 2 λήγει, το αργότερο, στις 31 Δεκεμβρίου 2001. Τα χρηματοδοτικά ανοίγματα μεγαλύτερης διάρκειας, τους συμβατικούς όρους των οποίων υποχρεούται να τηρεί το δανειοδοτούν πιστωτικό ίδρυμα, μπορούν να συνεχισθούν μέχρι την εν λόγω λήξη.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 64 παρ. (5) έως (7) (Προσαρμοσμένο)

è1 2004/xx/EΚ Άρθρο. 3.13

5. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998, τα κράτη μέλη μπορούν να αυξήσουν το όριο που ορίζεται στο άρθρο 49, παράγραφος 1 σε 40% και το όριο που ορίζεται στο άρθρο 49 παράγραφος 2 σε 30%. Στις περιπτώσεις αυτές και με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 4, η προθεσμία μέσα στην οποία τα υφιστάμενα χρηματοδοτικά ανοίγματα, κατά τη λήξη αυτής της περιόδου, πρέπει να επανέλθουν στα επίπεδα που προβλέπει το άρθρο 49 λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2001.

6. Εφόσον πρόκειται για πιστωτικά ιδρύματα των οποίων τα ίδια κεφάλαια, δεν υπερβαίνουν τα 7 εκατομμύρια ευρώ, και μόνο στην περίπτωση τέτοιων ιδρυμάτων, τα κράτη μέλη δύνανται να παρατείνουν τις προθεσμίες της παραγράφου 5 κατά πέντε έτη.Τα κράτη μέλη τα οποία κάνουν χρήση της ευχέρειας που προβλέπει η παρούσα παράγραφος μεριμνούν για την αποφυγή στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και ενημερώνουν την Επιτροπή καθώς και την è1 Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών ç για τα μέτρα που λαμβάνουν προς το σκοπό αυτό.

7. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6, ένα χρηματοδοτικό άνοιγμα μπορεί να θεωρείται ως μεγάλο εφόσον η αξία του ισούται με ή υπερβαίνει το 15% των ιδίων κεφαλαίων.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο. 64 παρ. (8) (Προσαρμοσμένο)

8. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001, τα κράτη μέλη μπορούν να αντικαθιστούν, τη συχνότητα κοινοποίησης μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, που αναφέρεται στο άρθρο 48, παράγραφος 2 δεύτερη περίπτωση, από συχνότητα κοινοποίησης τουλάχιστον δύο φορές το έτος.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο. 64 παρ. (9)

9. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν, πλήρως ή εν μέρει, από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49, παράγραφοι 1, 2 και 3, τα χρηματοδοτικά ανοίγματα τα οποία αναλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα και τα οποία συνίστανται σε ενυπόθηκα δάνεια, κατά την έννοια του άρθρου 62 παράγραφος 1 που συνάφθηκαν πριν την 1η Ιανουαρίου 2002, καθώς και τις συναλλαγές χρηματοδοτικής μίσθωσης επί ακινήτων κατά την έννοια του άρθρου 62 παράγραφος 2 που συνάφθηκαν πριν την 1η Ιανουαρίου 2002 ανερχόμενα, και στις δύο περιπτώσεις, μέχρι του 50% της αξίας του οικείου ακινήτου.

Το ίδιο ισχύει και για δάνεια ικανοποιητικώς, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, εξασφαλισμένα με μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες, λειτουργούσες βάσει του φινλανδικού νόμου περί στεγαστικών εταιρειών του 1991, ή μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας, τα οποία είναι παρόμοια με τα ενυπόθηκα δάνεια του πρώτου εδαφίου.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 65 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 65

Μεταβατικές διατάξεις όσον αφορά το άρθρο 51

Τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία, κατά την 1η Ιανουαρίου 1993, υπέρβαιναν τα όρια που καθορίζονται στο άρθρο 51 παραγράφους 1 και 2, έχουν στη διάθεσή τους προθεσμία μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2003 για να συμμορφωθούν με τις διατάξεις αυτές.

ò Νέο

Άρθρο 152

1.         Πιστωτικά ιδρύματα τα οποία υπολογίζουν τα σταθμισμένα χρηματοδοτικά ανοίγματα βάσει των άρθρων 84 έως 89 ή τα οποία χρησιμοποιούν τις εξελιγμένες μεθόδους μέτρησης σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 105 για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων για λειτουργικό κίνδυνο, προβλέπουν για την πρώτη, δεύτερη και τρίτη δωδεκάμηνη περίοδο που έπεται της ημερομηνίας η οποία ορίζεται στο άρθρο 157 ίδια κεφάλαια τα οποία, ανά πάσα στιγμή, υπερβαίνουν ή ισούνται με τα ποσά που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4.

2.         Για την πρώτη δωδεκάμηνη περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το ποσό των ιδίων κεφαλαίων πρέπει να ανέρχεται στο 95% του συνολικού ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων που θα έπρεπε να διατηρεί το πιστωτικό ίδρυμα κατά την ίδια περίοδο βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ, δεδομένου ότι η εν λόγω οδηγία και η οδηγία 2000/12/ΕΚ τέθηκαν σε ισχύ προ της ημερομηνίας που ορίζεται στο άρθρο 157 της παρούσας οδηγίας.

3.         Για την δεύτερη δωδεκάμηνη περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το ποσό των ιδίων κεφαλαίων πρέπει να ανέρχεται στο 90% του συνολικού ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων που θα έπρεπε να διατηρεί το πιστωτικό ίδρυμα κατά την ίδια περίοδο βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ, δεδομένου ότι η εν λόγω οδηγία και η οδηγία 2000/12/ΕΚ τέθηκαν σε ισχύ προ της ημερομηνίας που ορίζεται στο άρθρο 157 της παρούσας οδηγίας.

4.         Για την τρίτη δωδεκάμηνη περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το ποσό των ιδίων κεφαλαίων πρέπει να ανέρχεται στο 80% του συνολικού ελάχιστου ύψους των ιδίων κεφαλαίων που θα έπρεπε να διατηρεί το πιστωτικό ίδρυμα κατά την ίδια περίοδο βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ, δεδομένου ότι η εν λόγω οδηγία και η οδηγία 2000/12/ΕΚ τέθηκαν σε ισχύ προ της ημερομηνίας που ορίζεται στο άρθρο 157 της παρούσας οδηγίας.

5.         Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 έως 4 γίνεται με ποσά ιδίων κεφαλαίων πλήρως προσαρμοσμένα ώστε να αντικατοπτρίζουν τις διαφορές που υφίστανται, όσον αφορά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων, μεταξύ της οδηγίας 2000/12/ΕΚ και της οδηγίας 93/6/EΟΚ δεδομένου ότι οι δύο οδηγίες τέθηκαν σε ισχύ προ της ημερομηνίας που ορίζεται στο άρθρο 157 της παρούσας οδηγίας, διαφορές απορρέουσες από τη χωριστή μεταχείριση των αναμενόμενων και των μη αναμενόμενων ζημιών βάσει των άρθρων 84 και 89 της παρούσας οδηγίας.

6.         Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 έως 5 του παρόντος άρθρου, ισχύουν τα άρθρα 68 έως 73.

7.         Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2007 τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να εφαρμόζουν αντί των άρθρων τα οποία συνιστούν την τυποποιημένη μέθοδο στον Τίτλο V Κεφάλαιο 2 Τμήμα 3 Υποτμήμα 1 τα άρθρα 42 έως 46 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, δεδομένου ότι τα εν λόγω άρθρα τέθηκαν σε ισχύ προ της ημερομηνίας που αναφέρεται στο άρθρο 157.

8.         Όταν ασκείται η διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 7 ισχύουν τα εξής όσον αφορά τις διατάξεις της οδηγίας 2000/12/ΕΚ:

α)      οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας οι οποίες αναφέρονται στα άρθρα 42 έως 46 ισχύουν δεδομένου ότι τέθηκαν σε ισχύ προ της ημερομηνίας που αναφέρεται στο άρθρο 157,

β)      «η σταθμισμένη κατά τον κίνδυνο αξία» που αναφέρεται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας σημαίνει «σταθμισμένο κατά τον κίνδυνο χρηματοδοτικό άνοιγμα»,

γ)       τα αριθμητικά στοιχεία που προκύπτουν από το άρθρο 42 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας θεωρούνται ως σταθμισμένα κατά τον κίνδυνο χρηματοδοτικά ανοίγματα,

δ)      στον κατάλογο των στοιχείων υψηλού κινδύνου του Παραρτήματος ΙΙ της εν λόγω οδηγίας περιλαμβάνονται τα «πιστωτικά παράγωγα μέσα»,

ε)       η μεταχείριση που προβλέπεται στο άρθρο 43 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας ισχύει για παράγωγα μέσα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος IV της εν λόγω οδηγίας ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται για στοιχεία εντός ή εκτός ισολογισμού και τα αριθμητικά στοιχεία που παράγονται από την μεταχείριση που προβλέπεται στο εν λόγω Παράρτημα πρέπει να λαμβάνονται ως σταθμισμένα κατά τον κίνδυνο χρηματοδοτικά ανοίγματα,

9.         Όταν ασκείται η διακριτική ευχέρεια που προβλέπεται στην παράγραφο 7 ισχύουν τα εξής όσον αφορά την μεταχείριση των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τα οποία χρησιμοποιείται η τυποποιημένη μέθοδος:

α)      Οι διατάξεις του Τίτλου V Κεφάλαιο 2 Τμήμα 3 Υποτμήμα 3 σχετικά με την αναγνώριση της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου δεν ισχύουν,

β)      Οι διατάξεις του Τίτλου V Κεφάλαιο 2 Τμήμα 3 Υποτμήμα 4 σχετικά με την μεταχείριση της τιτλοποίησης δύνανται να μην εφαρμοστούν από τις αρμόδιες αρχές,

β)      Οι κάτωθι διατάξεις του Παραρτήματος ΧΙΙ σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης για τα πιστωτικά ιδρύματα δεν ισχύουν:

(i)      Μέρος 2 παράγραφος 4 β),

(ii)     Μέρος 2 παράγραφος 6,

(iii)    Μέρος 2 παράγραφος 10.

10.       Όταν ασκείται η διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 7, η κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο βάσει του άρθρου 75 στοιχείο ε) μειώνεται κατά το ποσοστό που εκπροσωπεί τον λόγο της αξίας των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων του πιστωτικού ιδρύματος για τα οποία υπολογίζονται σταθμισμένα ποσά ανοίγματος σύμφωνα με την διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 7 προς την συνολική αξία των ανοιγμάτων του.

11.       Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει σταθμισμένα ποσά για όλα τα χρηματοδοτικά του ανοίγματα σύμφωνα με τη διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 7, δύνανται να εφαρμοστούν τα άρθρα 48 έως 50 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ που αφορούν τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα δεδομένου ότι τα άρθρα αυτά προηγήθηκαν της ημερομηνίας που αναφέρεται στο άρθρο 157.

12.         Όταν ασκείται η διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 7, οι παραπομπές στα άρθρα 46 έως 52 της παρούσας οδηγίας, λαμβάνονται ως παραπομπές στα άρθρα 42 έως 46 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, δεδομένου ότι τα άρθρα αυτά προηγήθηκαν της ημερομηνίας που αναφέρεται στο άρθρο 157.

Άρθρο 153

Κατά τον υπολογισμό σταθμισμένων ποσών για χρηματοδοτικά ανοίγματα οφειλόμενα σε πράξεις χρηματοδοτικής μίσθωσης επί γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων που βρίσκονται στο έδαφός τους και ανταποκρίνονται στα κριτήρια του Παραρτήματος VI Μέρος 1 σημείο 51, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012 την εφαρμογή συντελεστή στάθμισης 50% χωρίς να εφαρμοστεί το Παράρτημα VI Μέρος 1 σημεία 55 και 56.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, για τους σκοπούς του προσδιορισμού του εξασφαλισμένου μέρους ενός δανείου σε καθυστέρηση για τους σκοπούς του Παραρτήματος VI, να αναγνωρίσουν εξασφαλίσεις άλλες πλην των επιλέξιμων εξασφαλίσεων που αναφέρονται στα άρθρα 90 έως 93.

Άρθρο 154

1.           Οι απαιτήσεις του άρθρου 84 παράγραφοι 3 και 4 τίθενται σε ισχύ από τις 31 Δεκεμβρίου 2009.

2.           Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, το μέσο σταθμισμένο ύψος του LGD για όλα τα λιανικά ανοίγματα που είναι εξασφαλισμένα με κατοικίες και δεν καλύπτονται από εγγυήσεις των κεντρικών διοικήσεων δεν πρέπει να είναι κατώτερο του 10%.

3.           Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται να απαλλάσσουν από την εφαρμογή της IRB ορισμένα υφιστάμενα την 31η Δεκεμβρίου 2007 ανοίγματα σε μετοχές.

Η απαλλασσόμενη θέση ισούται με τον αριθμό των μετοχών που κατέχονται την ημερομηνία εκείνη συν οποιαδήποτε αύξηση του αριθμού αυτού η οποία αποτελεί άμεση απόρροια της κατοχής των συμμετοχών αυτών, εφόσον δεν αυξάνεται η αναλογία συμμετοχής στη σχετική εταιρεία.

Εάν μια εξαγορά αυξάνει το ποσοστό συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο συγκεκριμένης εταιρείας, το υπερβάλλον ποσοστό συμμετοχής δεν καλύπτεται από την απαλλαγή. Η απαλλαγή δεν ισχύει ούτε για συμμετοχές που αρχικά υπάγονταν σε αυτήν αλλά στη συνέχεια πωλήθηκαν και επαναγοράσθηκαν.

Τα ανοίγματα μετοχών που καλύπτονται από την παρούσα μεταβατική διάταξη υπάγονται στις κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίζονται σύμφωνα με τον Τίτλο V Κεφάλαιο 2 Τμήμα 3 Υποτμήμα 1.

4.           Όσον αφορά τα ανοίγματα έναντι εταιρειών, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους δύνανται, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011, να καθορίσουν τον αριθμό ημερών σε καθυστέρηση την οποία οφείλουν να τηρούν όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που ανήκουν στη δικαιοδοσία τους βάσει του ορισμού της αθέτησης που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα VII, Μέρος 4 σημείο 44 όσον αφορά ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλομένων του είδους αυτού ευρισκόμενων εντός του εκάστοτε κράτους μέλους. Η συγκεκριμένη περίοδος θα είναι 90 έως το πολύ 180 ημέρες αναλόγως του τι επιτρέπουν οι τοπικές συνθήκες. Για ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλομένων του είδους αυτού εγκατεστημένων στην επικράτεια άλλων κρατών μελών, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν έναν αριθμό ημερών σε καθυστέρηση ο οποίος δεν υπερβαίνει τον αριθμό των ημερών που έχει καθορίσει η αρμόδια αρχή του αντίστοιχου κράτους μέλους.

5.           Όσον αφορά την περίοδο παρατήρησης που αναφέρεται στο Παράρτημα VII, Μέρος 4 σημείο 66, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν σε πιστωτικά ιδρύματα στα οποία δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD ή συντελεστές μετατροπής να διαθέτουν, κατά την εφαρμογή της μεθόδου IRB και το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2007, στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, η περίοδος που πρέπει να καλύπτεται αυξάνει ετησίως κατά ένα έτος.

6.           Όσον αφορά την περίοδο παρατήρησης που αναφέρεται στο Παράρτημα VII Μέρος 4 σημεία 71, 85 και 94, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στα πιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν, κατά την εφαρμογή της μεθόδου IRB και το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2007, στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, η περίοδος που πρέπει να καλύπτεται αυξάνει ετησίως κατά ένα έτος.

Άρθρο 155

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόσουν ποσοστό 15% όσον αφορά τον κλάδο δραστηριοτήτων "συναλλαγές και πωλήσεις" στα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων ο σχετικός δείκτης για τον κλάδο αυτόν αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 50% του συνόλου των σχετικών δεικτών για όλους τους κλάδους δραστηριοτήτων τους σύμφωνα με το Παράρτημα Χ, Μέρος 2 σημεία 1 έως 8.

ê 2000/12/ΕΚ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ò Νέο

Άρθρο 156

Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, και λαμβάνοντας υπόψη τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εξετάζει σε περιοδική βάση εάν η παρούσα οδηγία ως σύνολο, από κοινού με την οδηγία [93/6/EΟΚ] έχει σημαντικές επιπτώσεις στον οικονομικό κύκλο και, με βάση την εξέταση αυτή μελετά αν δικαιολογείται η λήψη διορθωτικών μέτρων.

Βάσει της ανάλυσης αυτής και λαμβάνοντας υπόψη τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η Επιτροπή καταρτίζει ανά διετία έκθεση την οποία υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο συνοδευόμενη ενδεχομένως από τις κατάλληλες προτάσεις.

Άρθρο 157

1.         Τα κράτη μέλη εγκρίνουν και δημοσιεύουν, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 το αργότερο, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με τα άρθρα 4, 22, 57, 61, 62, 63, 64, 66, 68 έως 106, 108, 110 έως 115, 117 έως 119, 123 έως 127, 129 έως 132, 133, 136, 144 έως 149, 152 έως 155 και τα Παραρτήματα II, III, V έως XII. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, θέτουν τις εν λόγω διατάξεις σε εφαρμογή από τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, πρέπει να περιλαμβάνεται σε αυτές αναφορά στην παρούσα οδηγία ή να συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν, επίσης, δήλωση που διευκρινίζει ότι οι αναφορές στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία οι οποίες περιλαμβάνονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται ότι αποτελούν αναφορές στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος αναφοράς και η διατύπωση αυτής της δήλωσης καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

2.         Τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2007 το αργότερο, και όχι νωρίτερα, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με το άρθρο 87 παράγραφος 9 και το άρθρο 105.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 66 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 66

Πληροφόρηση από την Επιτροπή

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα κείμενα των κυριοτέρων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων Ö του εθνικού δικαίου Õ που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 67 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 158

1. Οι οδηγίες 73/183/ΕΟΚ, 77/780/ΕΟΚ, 89/299/ΕΟΚ, 89/646/ΕΟΚ, 89/647/ΕΟΚ, 92/30/ΕΟΚ και 92/121/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκαν από τις οδηγίες που παρατίθενται στο παράρτημα V Ö ΧV Õ , μέρος Α, καταργούνται Ö καταργείται Õ , με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά στις προθεσμίες ενσωμάτωσης και εφαρμογής που εμφαίνονται στο παράρτημα V Ö ΧV Õ, μέρος Β.

2. Οι αναφορές στις οδηγίες που καταργούνται θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα VI Ö ΧVI Õ .

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 68 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 159

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα Ö της Ευρωπαϊκής Ένωσης Õ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

ê 2000/12/ΕΚ Άρθρο 69 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 160

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, […].

                                                                       Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

                                                                       Ο Πρόεδρος

                                                                      

                                                                       Για το Συμβούλιο

                                                                       Ο Πρόεδρος

                                                                      

ê 2000/12/ΕΚ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

1. Αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων

2. Χορήγηση πιστώσεων, στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων: η καταναλωτική πίστη, η ενυπόθηκη πίστη, οι πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων (factoring) με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής, η χρηματοδότηση εμπορικών συναλλαγών (συμπεριλαμβανομένου του forfeiting)[32].

3. Χρηματοδοτική μίσθωση (leasing)

4. Πράξεις πληρωμής

5. Έκδοση και διαχείριση μέσων πληρωμής (πιστωτικών καρτών, ταξιδιωτικών επιταγών και πιστωτικών επιστολών)

6. Εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων

7. Συναλλαγές για λογαριασμό του ιδίου του ιδρύματος ή της πελατείας του σε:

α)         μέσα της χρηματαγοράς (επιταγές, γραμμάτια, ομόλογα καταθέσεων κ.λπ.)

β)         αγορές συναλλάγματος

γ)         χρηματοδοτικούς τίτλους επί προθεσμία ή με δικαίωμα επιλογής (option)

δ)         μέσα σχετικά με συνάλλαγμα και επιτόκια

ε)         κινητές αξίες

8. Συμμετοχές σε εκδόσεις τίτλων και παροχή συναφών υπηρεσιών

9. Παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις όσον αφορά τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιομηχανική στρατηγική και συναφή θέματα και συμβουλών και υπηρεσιών στον τομέα της συγχώνευσης και της εξαγοράς επιχειρήσεων

10. Μεσολάβηση στις διατραπεζικές αγορές

11. Διαχείριση χαρτοφυλακίου ή παροχή συμβουλών για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου

12. Φύλαξη και διαχείριση κινητών αξιών

13. Εμπορικές πληροφορίες

14. Εκμίσθωση θυρίδων

ê 2004/39/EΚ Άρθρο 68 (Προσαρμοσμένο)

Οι υπηρεσίες και δραστηριότητες που προβλέπονται στα Τμήματα Α και Β του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων[33] όταν γίνεται αναφορά σε χρηματοπιστωτικά μέσα που προβλέπονται στο Τμήμα Γ του Παραρτήματος Ι της εν λόγω οδηγίας υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

ê 2000/12/ΕΚ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΕΚΤΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Υψηλός κίνδυνος:

– Εγγυήσεις που αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων

– ð Πιστωτικά παράγωγαï

– Τίτλοι αποδοχής

– Οπισθογραφήσεις αξιογράφων που δεν φέρουν την υπογραφή άλλου πιστωτικού ιδρύματος

– Συναλλαγές με δικαίωμα προσφυγής υπέρ του αγοραστή

– Ανέκκλητες stand-by πιστωτικές επιστολές που αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων

– Στοιχεία ενεργητικού που έχουν αγοραστεί βάσει συμφωνιών μελλοντικής αγοράς

– Καταθέσεις προθεσμίας επί προθεσμία («forward forward deposits»)

– Μη καταβληθέν τμήμα μερικώς πληρωθέντων τίτλων και μετοχών

– ð Πράξεις προσωρινής εκχώρησης και εκχώρησης με υποχρέωση επαναγοράς κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ ï

– Άλλα στοιχεία που ενέχουν επίσης υψηλό κίνδυνο

Μέσος κίνδυνος:

– Πιστώσεις έναντι φορτωτικών εγγράφων που έχουν εκδοθεί και βεβαιωθεί (βλέπε επίσης μέτριο κίνδυνο)

– Εγγυήσεις και ασφάλειες (περιλαμβανομένων των εγγυήσεων συμμετοχής σε διαγωνισμό, των εγγυήσεων καλής εκτέλεσης, των τελωνειακών και φορολογικών εγγυήσεων) και εγγυήσεις που δεν αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων

– Πράξεις προσωρινής εκχώρησης και άλλες εκχωρήσεις με υποχρέωση επαναγοράς όπως οριζονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ

– Ανέκκλητες stand-by πιστωτικές επιστολές που δεν αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων

– Μη χρησιμοποιηθείσες πιστωτικές ευχέρειες (υποχρεώσεις δανεισμού, αγοράς τίτλων, παροχής εγγυήσεων και διευκολύνσεις αποδοχής) με αρχική ληκτότητα προθεσμία λήξης μεγαλύτερη του ενός έτους

– Ευχέρειες έκδοσης αξιών («Note issuance facilities NIF») και ανανεούμενες ασφαλιστικές ευχέρειες («Revolving underwriting facilities RUF»)

– Άλλα στοιχεία που ενέχουν επίσης μέσο κίνδυνο ð και όπως κοινοποιούνται στην Επιτροπή ï.

Μέτριος κίνδυνος:

– Πιστώσεις έναντι φορτωτικών εγγράφων, στις οποίες τα εμπορεύματα χρησιμεύουν ως πρόσθετη εγγύηση και άλλες αυτοεξοφλούμενες συναλλαγές

– ð Μη αξιοποιηθείσες πιστωτικές ευχέρειες (υποχρεώσεις δανειοδότησης, αγοράς τίτλων, παροχής εγγυήσεων και διευκολύνσεις αποδοχής) με αρχική ληκτότητα ενός έτους κατ’ ανώτατο όριο που δεν μπορούν να ακυρωθούν άνευ όρων ανά πάσα στιγμή χωρίς προειδοποίηση ή δεν προβλέπουν αυτόματη ακύρωση εξαιτίας της χειροτέρευσης της φερεγγυότητας του δανειoλήπτη, ï

– Άλλα στοιχεία που ενέχουν επίσης μέτριο κίνδυνο ð και όπως κοινοποιούνται στην Επιτροπή ï.

Χαμηλός κίνδυνος:

– Mη αξιοποιηθείσες πιστωτικές ευχέρειες (υποχρεώσεις δανεισμού, αγοράς τίτλων, παροχής εγγυήσεων και διευκολύνσεις αποδοχής) με αρχική προθεσμία λήξης ενός έτους κατ’ ανώτατο όριο ή οι οποίες δεν μπορούν να ακυρωθούν άνευ όρων και χωρίς προειδοποίηση οποιαδήποτε στιγμή,ð Μη αξιοποιηθείσες πιστωτικές ευχέρειες (υποχρεώσεις δανειοδότησης, αγοράς τίτλων, παροχής εγγυήσεων και διευκολύνσεις αποδοχής) με αρχική προθεσμία λήξης ενός έτους κατ’ ανώτατο όριο που δεν μπορούν να ακυρωθούν άνευ όρων ανά πάσα στιγμή χωρίς προειδοποίηση ή δεν προβλέπουν αυτόματη ακύρωση εξαιτίας της χειροτέρευσης της φερεγγυότητας του πιστούχου. Λιανικά πιστωτικά όρια μπορούν να θεωρηθούν ως ακυρώσιμα άνευ όρων όταν οι όροι επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να τα ακυρώσει μέχρι το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσό βάσει της νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή και της συναφούς νομοθεσίας, ï

– Άλλα στοιχεία που ενέχουν επίσης χαμηλό κίνδυνο ð και όπως κοινοποιούνται στην Επιτροπή ï.

Τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν τη δέσμευση να ενημερώσουν την Επιτροπή αμέσως μόλις δεχθούν να προσθέσουν ένα νέο στοιχείο εκτός ισολογισμού σε μια από τις τελευταίες περιπτώσεις που περιλαμβάνονται σε κάθε κατηγορία κινδύνου. Το στοιχείο αυτό θα καταταχθεί οριστικά σε κοινοτικό επίπεδο μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία του άρθρου 59.

ê 2000/12/ΕΚ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΚΤΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ð ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΜΕΣΩΝ ï

1. ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ

Με την επιφύλαξη της συναίνεσης των εποπτικών τους αρχών, τα πιστωτικά ιδρύματα να επιλέγουν μία από τις μεθόδους που περιγράφονται Ö στο παρόν Παράρτημα Õ ð για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος ï κατωτέρω για τη μέτρηση των κινδύνων των σχετιζομένων με τις συμβάσεωνις που απαριθμούνται στα σημεία 1 και 2 του Παραρτήματος IV. Τα πιστωτικά ιδρύματα που πρέπει να τηρούν την υποχρέωση του άρθρου 6 παράγραφος 1 Ö 33 παράγραφοι 1 και 2 Õ της οδηγίας 93/6/EΟΚ[34] πρέπει να χρησιμοποιούν τη μέθοδο 1 που περιγράφεται Ö στο παρόν Παράρτημα Õ κατωτέρω. Για τη μέτρηση των πιστωτικών κινδύνων που σχετίζονται με Ö τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος για Õ τις συμβάσεις που απαριθμούνται στο Παράρτημα IV σημείο 3, όλα τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να χρησιμοποιούν τη μέθοδο 1 που περιγράφεται Ö στο παρόν Παράρτημα Õ κατωτέρω.

ò Νέο

Συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένες αγορές και συμβάσεις ξένου συναλλάγματος (πλην συμβάσεων που αφορούν τον χρυσό) με αρχική ληκτότητα το πολύ 14 ημερολογιακές ημέρες απαλλάσσονται από την εφαρμογή των μεθόδων που αναφέρονται στο παρόν Παράρτημα και τους αποδίδεται μηδενική αξία ανοίγματος.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξαιρούν από την εφαρμογή των προβλεπομένων στο παρόν Παράρτημα μεθόδων και να αποδίδουν μηδενική αξία ανοίγματος όσον αφορά τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συμψηφίζονται από γραφείο συμψηφισμού όπου το γραφείο συμψηφισμού ενεργεί ως ο νόμιμος αντισυμβαλλόμενος και όλοι οι συμμετέχοντες καλύπτουν πλήρως επί καθημερινής βάσεως το άνοιγμα που παρουσιάζουν έναντι του γραφείου συμψηφισμού, παρέχοντας εγγυήσεις που καλύπτουν τόσο το τρέχον άνοιγμα όσο και το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα.

Η παρεχόμενη εξασφάλιση πρέπει:

α)      να επιδέχεται συντελεστή στάθμισης 0%, ή

β)      να έχει τη μορφή καταθέσεων σε μετρητά στο δανειοδοτούν ίδρυμα, ή

γ)       να έχει τη μορφή πιστοποιητικών καταθέσεων ή παρόμοιων μέσων που εκδίδονται και φυλάσσονται από το δανειοδοτικό ίδρυμα

Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να έχουν πεισθεί ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συσσώρευσης ανοιγμάτων από το γραφείο συμψηφισμού πέραν της αγοραίας αξίας της παρεχόμενης εξασφάλισης.

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

2. ΜΕΘΟΔΟΙ

Μέθοδος 1: μέθοδος της αποτίμησης βάσει των τρεχουσών τιμών της αγοράς (mark to market)

Στάδιο α):        το τρέχον κόστος αντικατάστασης όλων των συμβάσεων με θετική αξία υπολογίζεται βάσει των τρεχουσών (αγοραίων) τιμών των συμβάσεων.

Στάδιο β):        για τον υπολογισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος[35], Ö εκτός από την περίπτωση συμβάσεων ανταλλαγής (swap) κυμαινόμενο με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα στις οποίες υπολογίζεται μόνον το τρέχον κόστος αντικατάστασης, Õ τα ονομαστικά (πλασματικά) ποσά των συμβάσεων ή οι αξίες των υποκείμενων μέσων πολλαπλασιάζονται με τα ακόλουθα ποσοστά Ö που αναφέρονται στον Πίνακα 1 Õ :

ΠΙΝΑΚΑΣ 1[36][37]

Εναπομένουσα διάρκεια[38] || Συμβάσεις επιτοκίου || Συμβάσεις που αφορούν τιμές συναλλάγματος και χρυσό || Συμβάσεις που αφορούν μετοχές || Συμβάσεις που αφορούν πολύτιμα μέταλλα εκτός από το χρυσό || Συμβάσεις που αφορούν εμπορεύματα εκτός των πολυτίμων μετάλλων

Κάτω του έτους || 0% || 1% || 6% || 7% || 10%

Ένα έως πέντε έτη || 0,5% || 5% || 8% || 7% || 12%

Πάνω από πέντε έτη || 1,5% || 7,5% || 10% || 8% || 15%

Για τον υπολογισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού ανοίγματος σύμφωνα με το στάδιο β), οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 τα ακόλουθα ποσοστά αντί για τα προβλεπόμενα στον πίνακα 1, εφόσον τα πιστωτικά ιδρύματα κάνουν χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο άρθρο 11α της οδηγίας 93/6/EΟΚ για τις συμβάσεις που εμπίπτουν στο σημείο 3 στοιχεία β) και γ) του Παραρτήματος IV:

ΠΙΝΑΚΑΣ 1α

Εναπομένουσα διάρκεια || Πολύτιμα μέταλλα (εκτός από χρυσό) || Κοινά μέταλλα || Γεωργικά προϊόντα || Άλλα συμπεριλαμβανομένων και ενεργειακών προϊόντων

Κάτω του έτους || 2% || 2,5% || 3% || 4%

Ένα έως πέντε έτη || 5% || 4% || 5% || 6%

Πάνω από πέντε έτη || 7,5% || 8% || 9% || 10%

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

Στάδιο γ):        το άθροισμα του τρέχοντος κόστους αντικατάστασης και του ενδεχόμενου μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος πολλαπλασιάζεται με τον κατ' άρθρο 43 συντελεστή στάθμισης κινδύνου του οικείου αντισυμβαλλόμενου Ö αποτελεί την αξία ανοίγματος Õ .

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

Μέθοδος 2: μέθοδος του «αρχικού ανοίγματος» (original exposure)

Στάδιο α):        το ονομαστικό (πλασματικό) ποσό κάθε σύμβασης πολλαπλασιάζεται με τα ακόλουθα ποσοστά Ö που αναφέρονται στον Πίνακα 2 Õ :

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Αρχική διάρκεια[39] || Συμβάσεις επιτοκίου || Συμβάσεις που αφορούν τιμές συναλλάγματος και χρυσό

Κάτω του έτους || 0,5% || 2%

Πάνω από ένα έτος αλλά όχι μεγαλύτερη από δύο έτη || 1% || 5%

Για κάθε επιπλέον έτος || 1% || 3%

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Στάδιο β):        το αρχικό άνοιγμα που υπολογίζεται κατ' αυτό τον τρόπο πολλαπλασιάζεται με τον κατ' άρθρο 43 συντελεστή στάθμισης κινδύνου των οικείων αντισυμβαλλόμενων ð αποτελεί την αξία ανοίγματος ï .

Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να εξασφαλίζουν και στις δύο μεθόδους 1 και 2 ότι το πλασματικό ονομαστικό ποσό του οποίου γίνεται χρήση αποτελεί κατάλληλο μέσο εκτίμησης του κινδύνου που ενυπάρχει στη σύμβαση. Όταν π.χ. η σύμβαση προβλέπει πολλαπλές ταμειακές ροές, το πλασματικό ονομαστικό ποσό πρέπει να αναπροσαρμόζεται κατάλληλα ώστε να αντανακλά τις επιπτώσεις των πολλαπλών αυτών ροών επί των κινδύνων που ενυπάρχουν στη σύμβαση.

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

3. ΣΥΜΒΑΤΙΚΟΣ ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ (ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΥ)

α) Μορφές συμψηφισμού που μπορούν να αναγνωρισθούν από τις αρμόδιες αρχές

Για τους σκοπούς του παρόντος Ö τμήματος Õ σημείου 3, «αντισυμβαλλόμενος» είναι ο φορέας (συμπεριλαμβανομένων και των φυσικών προσώπων), που έχει ικανότητα σύναψης συμφωνίας περί συμβατικού συμψηφισμού.

Οι αρμόδιες αρχές είναι δυνατόν να αναγνωρίζουν ως στοιχεία ελάττωσης του κινδύνου τα ακόλουθα είδη συμβατικού συμψηφισμού:

(i)           διμερείς συμβάσεις ανανέωσης οφειλής μεταξύ ενός πιστωτικού ιδρύματος και ενός αντισυμβαλλομένου του, βάσει των οποίων οι εκατέρωθεν απαιτήσεις και υποχρεώσεις συγχωνεύονται αυτομάτως, έτσι ώστε η ανανέωση αυτή να καταλήγει σε ένα και μόνο καθαρό ποσόν, οσάκις εφαρμόζεται ανανέωση, και συνεπώς γεννάται νέα νομικά δεσμευτική και ενιαία σύμβαση, δια της οποίας αποσβέννυνται οι προϋπάρχουσες συμβάσεις,

(ii)          άλλες διμερείς συμφωνίες συμψηφισμού μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του αντισυμβαλλομένου του.

β) Προϋποθέσεις αναγνώρισης

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναγνωρίζουν το συμβατικό συμψηφισμό ως στοιχείο ελάττωσης του κινδύνου, μόνον εάν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i)           το πιστωτικό ίδρυμα έχει συνάψει με τον αντισυμβαλλόμενό του σύμβαση συμψηφισμού η οποία γεννά μια ενιαία νομική υποχρέωση περιέχουσα το σύνολο των καλυπτομένων συναλλαγών ούτως ώστε, στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώσει την παροχή είτε λόγω αδυναμίας είτε λόγω πτωχεύσεως ή εκκαθαρίσεως ή άλλων αναλόγων περιστάσεων, το πιστωτικό ίδρυμα να έχει δικαίωμα να λάβει ή υποχρέωση να καταβάλει μόνο το καθαρό αλγεβρικό άθροισμα των αγοραίων αξιών στις οποίες αποτιμώνται οι καλυπτόμενες επί μέρους συναλλαγές,

(ii)          το πιστωτικό ίδρυμα έχει θέσει υπόψη των αρμοδίων αρχών γραπτές και αιτιολογημένες νομικές γνωμοδοτήσεις ούτως ώστε, αν υπάρξει νομική αμφισβήτηση, τα αρμόδια δικαστήρια και οι αρμόδιες διοικητικές αρχές να βρουν, στις περιπτώσεις τις περιγραφόμενες στο σημείο i), ότι οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος, θα περιορισθούν στο καθαρό άθροισμα, κατά τα οριζόμενα στο σημείο i), σύμφωνα με:

– το δίκαιο του κράτους στο οποίο έχει συσταθεί ο αντισυμβαλλόμενος και, στην περίπτωση που συμμετέχει αλλοδαπό υποκατάστημα μιας εταιρείας, και σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους στο οποίο ευρίσκεται το υποκατάστημα,

– το στάδιο που διέπει κάθε επί μέρους καλυπτόμενη από τη σύμβαση συμψηφισμού συναλλαγή,

– το στάδιο που διέπει καθεμία από τις συμβάσεις ή συμφωνίες που απαιτούνται για την πραγματοποίηση του συμβατικού συμψηφισμού,

(iii)         το πιστωτικό ίδρυμα έχει καθιερώσει διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι η εγκυρότης του συμβατικού συμψηφισμού εξακριβώνεται διαρκώς με γνώμονα τις εκάστοτε αλλαγές της οικείας νομοθεσίας.

Οι αρμόδιες αρχές, αφού ζητήσουν τη γνώμη άλλων εμπλεκόμενων αρμοδίων αρχών, εφόσον απαιτείται, πρέπει να βεβαιωθούν ότι ο συμβατικός συμψηφισμός είναι έγκυρος σύμφωνα με το δίκαιο καθεμίας από τις χώρες που έχουν εν προκειμένω δικαιοδοσία. Εάν κάποια αρμόδια αρχή δεν βεβαιωθεί σχετικά, η συμφωνία περί συμβατικού συμψηφισμού δεν αναγνωρίζεται ως παράγοντας ελάττωσης του κινδύνου για κανέναν από τους συμβαλλομένους.

Οι αρμόδιες αρχές μπορεί να δεχθούν αιτιολογημένες νομικές γνωμοδοτήσεις για κατηγορίες συμβατικού συμψηφισμού.

Συμβάσεις περιέχουσες ρήτρα, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται στο συμβαλλόμενο τον εκπληρώνοντα τις υποχρεώσεις του να προβαίνει σε περιορισμένες μόνο καταβολές ή σε καμία καταβολή προς την περιουσία του περιελθόντος σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου, ακόμα και αν ο τελευταίος είναι καθαρός πιστωτής (ρήτρα υπαναχώρησης ή walkaway clause), δεν αναγνωρίζονται ως στοιχεία ελάττωσης του κινδύνου.

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αναγνωρίζουν τον περιορισμό του κινδύνου που συνεπάγονται οι συμφωνίες συμβατικού συμψηφισμού που καλύπτουν συμβάσεις ξένου συναλλάγματος με αρχική ληκτότητα διάρκεια ίση ή μικρότερη των 14 ημερολογιακών ημερών, συμβάσεις πώλησης προαιρέσεων ή άλλα παρεμφερή εκτός ισολογισμού στοιχεία, για τα οποία δεν ισχύει το παρόν παράρτημα, επειδή ο πιστωτικός κίνδυνος είναι μηδενικός ή αμελητέος. Αν ανάλογα με την θετική ή αρνητική τιμή αγοράς των συμβάσεων αυτών, η ένταξή τους σε άλλη συμφωνία συμβατικού συμψηφισμού μπορεί να προκαλέσει αύξηση ή μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να υποχρεώσουν το πιστωτικό ίδρυμα που ελέγχουν να εφαρμόσει ανάλογη μεταχείριση.

γ) Αποτελέσματα της αναγνώρισης

i) Συμβάσεις ανανέωσης οφειλής

Εππρέπεται η στάθμιση των ενιαίων καθαρών ποσών που καθορίζονται από τις συμβάσεις ανανέωσης οφειλής αντί των μεικτών ποσών. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την πρώτη μέθοδο:

– κατά το στάδιο α): το τρέχον κόστος αντικατάστασης και

– κατά το στάδιο β): τα ονομαστικά (πλασματικά) ποσά των συμβάσεων ή οι αξίες των υποκείμενων μέσων,

μπορούν να υπολογισθούν λαμβανομένης υπόψη της σύμβασης ανανέωσης. Αν εφαρμοσθεί η δεύτερη μέθοδος, στο στάδιο α) για τον υπολογισμό του ονομαστικού (πλασματικού) ποσού μπορεί να ληφθεί υπόψη η σύμβαση ανανέωσης οφειλής και πρέπει να ισχύσουν τα ποσοστά που αναφέρονται στον Πίνακα 2.

ii) Άλλες συμφωνίες συμψηφισμού

Για την εφαρμογή της μεθόδου 1:

– Στο στάδιο α), το τρέχον κόστος αντικατάστασης για τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μία συμφωνία συμψηφισμού μπορεί να υπολογισθεί αν ληφθεί υπόψη το υποθετικό καθαρό κόστος αντικατάστασης που προκύπτει από τη συμφωνία όταν από τον συμψηφισμό προκύπτει καθαρή υποχρέωση για το πιστωτικό ίδρυμα που υπολογίζει το καθαρό κόστος αντικατάστασης, το τρέχον κόστος αντικατάστασης υπολογίζεται ως «0».

– Στο στάδιο β) το ποσό που αφορά τα ενδεχόμενα μελλοντικά πιστωτικά ανοίγματα για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μια συμφωνία συμψηφισμού, μπορεί να μειωθεί σύμφωνα με την ακόλουθη εξίσωση: ΕΠΑμειωμένο = 0,4 * ΕΠΑακαθ. +0,6 * ΔΚΑ * ΕΠΑακαθ.

όπου:

— || ΕΠΑμειωμένο || = || το μειωμένο ποσό που αφορά το ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα για όλες τις συμβάσεις με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο που περιλαμβάνονται σε μια νομικά έγκυρη διμερή συμφωνία συμψηφισμού

— || ΕΠΑακαθ. || = || το άθροισμα των ενδεχόμενων μελλοντικών πιστωτικών ανοιγμάτων για όλες τις συμβάσεις με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο που περιλαμβάνονται σε μια νομικά έγκυρη συμφωνία συμψηφισμού, τα οποία υπολογίζονται αν πολλαπλασιαστούν τα πλασματικά ονομαστικά ποσά με τα ποσοστά του πίνακα 1

— || ΔΚΑ || = || Δείκτης καθαρού προς ακαθάριστο (net-to-gross ratio): κατά την κρίση των εποπτικών αρχών είτε: (i)           με χωριστό υπολογισμό: το πηλίκο του καθαρού κόστους αντικατάστασης για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μία νομικά έγκυρη συμφωνία συμψηφισμού με έναν συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο (αριθμητής) προς το ακαθάριστο κόστος αντικατάστασης για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μια νομικά έγκυρη διμερή συμφωνία συμψηφισμού με τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο (παρονομαστής) ή (ii)          με συνολικό υπολογισμό: το πηλίκο του αθροίσματος του καθαρού κόστους αντικατάστασης που υπολογίζεται σε διμερή βάση για όλους τους αντισυμβαλλομένους λαμβανομένων υπόψη όλων των συμβάσεων που περιλαμβάνονται σε νομικά έγκυρες συμφωνίες συμψηφισμού (αριθμητής) προς το ακαθάριστο κόστος αντικατάστασης για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε νομικά έγκυρες συμφωνίες συμψηφισμού (παρονομαστής).               Αν τα κράτη μέλη επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να επιλέγουν τη μέθοδο, τότε η μέθοδος που θα επιλεγεί πρέπει να χρησιμοποιείται με συνέπεια.

Για τον υπολογισμό των ενδεχομένων μελλοντικών πιστωτικών ανοιγμάτων σύμφωνα με τον παραπάνω τύπο, οι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις που περιλαμβάνονται στη συμφωνία συμψηφισμού μπορούν να λαμβάνονται υπόψη ως μια σύμβαση με πλασματικό ονομαστικό ποσό ισοδύναμο προς τις καθαρές εισροές. Οι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις είναι συμβόλαια προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος (forward foreign exchange contracts), ή παρεμφερείς συμβάσεις, στις οποίες το ονομαστικό ποσό είναι ισοδύναμο με τις ταμειακές ροές, αν οι ταμειακές ροές λήγουν την ίδια τοκοφόρο ημερομηνία και πλήρως ή εν μέρει στο ίδιο νόμισμα.

Για την εφαρμογή της μεθόδου 2 στο στάδιο α):

– οι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις που περιλαμβάνονται στη συμφωνία συμψηφισμού, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη ως μία σύμβαση με πλασματικό ονομαστικό ποσό ισοδύναμο προς τις καθαρές εισροές τα πλασματικά ονομαστικά ποσά πολλαπλασιάζονται με τα ποσοστά του πίνακα 2,

– προκειμένου περί οιωνδήποτε άλλων συμβάσεων συμπεριλαμβανομένων σε συμφωνία συμψηφισμού, τα εφαρμοστέα ποσοστά, δυνατόν να ελαττωθούν κατά τα εκτιθέμενα στον πίνακα 3:

Αρχική διάρκεια[40] || Συμβάσεις επιτοκίου || Συμβάσεις τιμών συναλλάγματος

Κάτω του έτους || 0,35% || 1,50%

Πάνω από ένα έτος αλλά όχι μεγαλύτερη από δύο έτη || 0,75% || 3,75%

Για κάθε επιπλέον έτος || 0,75% || 2,25%

ê 2000/12/ΕΚ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

ΕΙΔΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΕΚΤΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ð ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ï

ê 2000/12/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

1. Συμβάσεις επιτοκίου

α)         Πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων στο ίδιο νόμισμα (single-currency interest rate swaps)

β)         Πράξεις ανταλλαγής κυμαινομένων επιτοκίων διαφορετικής βάσης (basis swaps)

γ)         Προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίων (forward rate agreements)

δ)         Προθεσμιακές συμβάσεις (ή συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης - ΣΜΕ) επιτοκίων (interest rate futures)

ε)         Αγορασθέντα δικαιώματα προαιρέσεως επιτοκίου (interest rate options purchased)

στ)       Άλλες συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως.

2. Συμβάσεις συναλλάγματος και συμβάσεις χρυσού

α)         Πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων σε διαφορετικά νομίσματα (cross-currency interest-rate swaps)

β)         Προθεσμιακές πράξεις συναλλάγματος (forward foreign-exchange contracts)

γ)         Προθεσμιακές συμβάσεις (ή συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης - ΣΜΕ)

δ)         Αγορασθέντα δικαιώματα προαιρέσεως συναλλάγματος (currency options purchased)

ε)         Άλλες συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως

στ)       Συμβάσεις χρυσού παρεμφερείς με εκείνες των στοιχείων α) έως ε).

3. Συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως με εκείνες του σημείου 1 στοιχεία α) έως ε) και σημείου 2 στοιχεία α) έως στοιχεία δ) επι άλλων στοιχείων αναφοράς ή επί δεικτών, που αφορούν:

α)         Μετοχές

β)         Πολύτιμα μέταλλα εκτός από χρυσό

γ)         Εμπορεύματα άλλα εκτός από πολύτιμα μέταλλα

δ)         Άλλες συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως. Στάδιο β):  για τον υπολογισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος[41], τα ονομαστικά (πλασματικά) ποσά των συμβάσεων ή οι αξίες των υποκείμενων μέσων πολλαπλασιάζονται με τα ακόλουθα ποσοστά:

é

ò Νέο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V ΕΩΣ XII

[παραλείπονται]

ò Νέο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII

ΜΕΡΟΣ Α

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥΣ

(αναφέρονται στο άρθρο 158)

Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων

Οδηγία 2000/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για τροποποίηση της οδηγίας 2000/12/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων

Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ,

Μόνον τα άρθρα 29.1(α)(β), 29.2, 29.4(α)(β), 29.5, 29.6, 29.7 (α) (β), 29.8, 29.9, 29.10, 29.11

Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

Μόνον το άρθρο 68.

Οδηγία 2004/69/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2004, για τροποποίηση της οδηγίας 2000/12/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον ορισμό των "πολυμερών τραπεζών αναπτύξεως" (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

Μόνον το άρθρο 3

ΜΗ ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙΣΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Πράξη προσχώρησης του 2003

ΜΕΡΟΣ Β

ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ

(αναφέρονται στο άρθρο 158)

Οδηγία || || Προθεσμία ενσωμάτωσης

Οδηγία 2000/12/ΕΚ || || -----

Οδηγία 2000/28/EΚ || || 27.4.2002

Οδηγία 2002/87/EΚ, || || 11.8.2004

Οδηγία 2004/39/EΚ || || Δεν έχει ορισθεί

Οδηγία 2004/69/EΚ || || 30.6.2004

Οδηγία 2004/xx/EΚ || || Δεν έχει ορισθεί

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIV

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΗΣ

Παρούσα οδηγία || Οδηγία 2000/12/ΕΚ || Οδηγία 2000/28/EΚ || Οδηγία 2001/87/EΚ || Οδηγία 2004/69/EΚ || Οδηγία 2004/xx/EΚ

Άρθρο 1 || Άρθρο 2(1) και (2) || || || ||

Άρθρο 2(1) || Άρθρο 2(3) Πράξη προσχώρησης || || || ||

Άρθρο 2(2) || Άρθρο 2(4) || || || ||

Άρθρο 3 || Άρθρο 2(5) και (6) || || || ||

Άρθρο 3 (1) τελευταία πρόταση || || || || || Άρθρο 3.2

Άρθρο 4.1 (1) || Άρθρο 1(1) || || || ||

Άρθρο 4.1 (2) έως (5) || || Άρθρο 1(2) έως (5) || || ||

Άρθρο 4.1 (7) έως (9) || || Άρθρο 1(6) έως (8) || || ||

Άρθρο 4 .1 (10) || || || Άρθρο 29.1 (α) || ||

Άρθρο 4.1 (11) έως (14) || Άρθρο 1 (10), (12) και (13) || || || ||

Άρθρο 4.1 (21) και (22) || || || Άρθρο 29.1 (β) || ||

Άρθρο 4.1 (23) || Άρθρο 1 (23) || || || ||

Άρθρο 4.1 (45 έως (47) || Άρθρο 1 (25 έως (27) || || || ||

Άρθρο 4 .2 || Άρθρο 1(1) δεύτερο εδάφιο || || || ||

Άρθρο 5 || Άρθρο 3 || || || ||

Άρθρο 6 || Άρθρο 4 || || || ||

Άρθρο 7 || Άρθρο 8 || || || ||

Άρθρο 8 || Άρθρο 9 || || || ||

Άρθρο 9 (1) || Άρθρο 5(1) και 1(11) || || || ||

Άρθρο 9 (2) || Άρθρο 5(2) || || || ||

Άρθρο 10 || Άρθρο 5 (3) έως (7) || || || ||

Άρθρο 11 || Άρθρο 6 || || || ||

Άρθρο 12 || Άρθρο 7 || || || ||

Άρθρο 13 || Άρθρο 10 || || || ||

Άρθρο 14 || Άρθρο 11 || || || ||

Άρθρο 15 (1) || Άρθρο 12 || || || ||

Άρθρο 15 (2) και (3) || || || Άρθρο 29.2 || ||

Άρθρο 16 || Άρθρο 13 || || || ||

Άρθρο 17 || Άρθρο 14 || || || ||

Άρθρο 18 || Άρθρο 15 || || || ||

Άρθρο 19 (1) || Άρθρο 16 (1) || || || ||

Άρθρο 19 (2) || || || Άρθρο 29.3 || ||

Άρθρο 20 || Άρθρο 16(3) || || || ||

Άρθρο 21 || Άρθρο 16 (4) έως (6) || || || ||

Άρθρο 22 || Άρθρο 17 || || || ||

Άρθρο 23 || Άρθρο 18 || || || ||

Άρθρο 24 (1) || Άρθρο 19 παράγραφοι (1) έως (3) || || || ||

Άρθρο 24 (2) || Άρθρο 19 παράγραφος (6) || || || ||

Άρθρο 24 (3) || Άρθρο 19 παράγραφος (4) || || || ||

Άρθρο 25 (1) έως (3) || Άρθρο 20 (1) έως (3) εδάφια 1 και 2 || || || ||

Άρθρο 25 (3) || Άρθρο 19 παράγραφος (5) || || || ||

Άρθρο 25 (4) || Άρθρο 20 (3) εδάφιο 3 || || || ||

Άρθρο 26 || Άρθρο 20 (4) έως (7) || || || ||

Άρθρο 27 || Άρθρο 1 (3) τελική ρήτρα || || || ||

Άρθρο 28 || Άρθρο 21 || || || ||

Άρθρο 29 || Άρθρο 22 || || || ||

Άρθρο 30 || Άρθρο 22 (2) έως (4) || || || ||

Άρθρο 31 || Άρθρο 22 (5) || || || ||

Άρθρο 32 || Άρθρο 22 (6) || || || ||

Άρθρο 33 || Άρθρο 22 (7) || || || ||

Άρθρο 34 || Άρθρο 22 (8) || || || ||

Άρθρο 35 || Άρθρο 22 (9) || || || ||

Άρθρο 36 || Άρθρο 22 (10) || || || ||

Άρθρο 37 || Άρθρο 22 (11) || || || ||

Άρθρο 38 || Άρθρο 24 || || || ||

Άρθρο 39 (1) και (2) || Άρθρο 25 || || || ||

Άρθρο 39 (2) || || || || || Άρθρο 3.8

Άρθρο 40 || Άρθρο 26 || || || ||

Άρθρο 41 || Άρθρο 27 || || || ||

Άρθρο 42 || Άρθρο 28 || || || ||

Άρθρο 43 || Άρθρο 29 || || || ||

Άρθρο 44 || Άρθρο 30(1) έως (3) || || || ||

Άρθρο 45 || Άρθρο 30(4) || || || ||

Άρθρο 46 || Άρθρο 30(3) || || || ||

Άρθρο 47 || Άρθρο 30(5) || || || ||

Άρθρο 48 || Άρθρο 30(6) και (7) || || || ||

Άρθρο 49 || Άρθρο 30(8) || || || ||

Άρθρο 50 || Άρθρο 30(9) 1 και 2 παράγραφοι || || || ||

Άρθρο 51 || Άρθρο 30(9) 3 παράγραφος || || || ||

Άρθρο 52 || Άρθρο 30(10) || || || ||

Άρθρο 53 || Άρθρο 31 || || || ||

Άρθρο 54 || Άρθρο 32 || || || ||

Άρθρο 55 || Άρθρο 33 || || || ||

Άρθρο 56 || Άρθρο 34(1) || || || ||

Άρθρο 57 || Άρθρο 34(2) 1 παράγραφος Άρθρο 34(1) σημείο 2 τελευταία πρόταση || || Άρθρο 29.4(α) || ||

Άρθρο 58 || || || Άρθρο 29.4 (β) || ||

Άρθρο 59 || || || Άρθρο 29.4 (β) || ||

Άρθρο 60 || || || Άρθρο 29.4 (β) || ||

Άρθρο 61 || Άρθρο 34(3) και (4) || || || ||

Άρθρο 63 || Άρθρο 35 || || || ||

Άρθρο 64 || Άρθρο 36 || || || ||

Άρθρο 65 || Άρθρο 37 || || || ||

Άρθρο 66 (1) και (2) || Άρθρο 38 (1) και (2) || || || ||

Άρθρο 67 || Άρθρο 39 || || || ||

Άρθρο 73 || Άρθρο 52(3) || || || ||

Άρθρο 106 || Άρθρο 1(24) || || || ||

Άρθρο 107 || Άρθρο 1(1) 3 εδάφιο || || || ||

Άρθρο 108 || Άρθρο 48(1) || || || ||

Άρθρο 109 || Άρθρο 48 (4) 1 παράγραφος || || || ||

Άρθρο 110 || Άρθρο 48(2) έως (4)2 εδάφιο || || || ||

Άρθρο 111 || Άρθρο 49 (1) έως (5) || || || ||

Άρθρο 113 (1) έως (3) || Άρθρο 49 (4) (6) και (7) || || || ||

Άρθρο 115 (1) και (2) || Άρθρο 49(8) και (9) || || || ||

Άρθρο 116 || Άρθρο 49(10) || || || ||

Άρθρο 117 || Άρθρο 49(11) || || || ||

Άρθρο 118 || Άρθρο 50 || || || ||

Άρθρο 120 || Άρθρο 51(1)(2)(5) || || || ||

Άρθρο 121 || Άρθρο 51(4) || || || ||

Άρθρο 122 (1) και (2) || Άρθρο 51 (6) || || Άρθρο 29(5) || ||

Άρθρο 125 || Άρθρο 53(1) και (2) || || || ||

Άρθρο 126 || Άρθρο 53 (3) || || || ||

Άρθρο 128 || Άρθρο 53(5) || || || ||

Άρθρο 133 (1) || Άρθρο 54(1) || || Άρθρο 29(7)(α) || ||

Άρθρο 133 (2) και (3) || Άρθρο 54 (2) και (3) || || || ||

Άρθρο 134(1) || Άρθρο 54(4) πρώτη παράγραφος || || || ||

Άρθρο 134 (2) || Άρθρο 54(4) δεύτερη παράγραφος || || || ||

Άρθρο 135 || || || Άρθρο 29(8) || ||

Άρθρο 137 || Άρθρο 55(1) και (2) || || || ||

Άρθρο 138 || || || Άρθρο 29(9) || ||

Άρθρο 139 || Άρθρο 56(1) έως (3) || || || ||

Άρθρο 140 || Άρθρο 56(4) έως (6) || || || ||

Άρθρο 141 || Άρθρο 56 (7) || || Άρθρο 29(10) || ||

Άρθρο 142 || Άρθρο 56(8) || || || ||

Άρθρο 143 || || || Άρθρο 29(11) || || Άρθρο 3.10

Άρθρο 150 || Άρθρο 60(1) || || || ||

Άρθρο 151 || Άρθρο 60(2) || || || || Άρθρο 3.10

Άρθρο 158 || Άρθρο 67 || || || ||

Άρθρο 159 || Άρθρο 68 || || || ||

Άρθρο 160 || Άρθρο 69 || || || ||

Παράρτημα I || Παράρτημα I || || || ||

Παράρτημα I τελική ρήτρα || || || || Άρθρο 68 ||

Παράρτημα II || Παράρτημα II || || || ||

Παράρτημα III || Παράρτημα III || || || ||

Παράρτημα IV || Παράρτημα IV || || || ||

[1]               Η Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία συστάθηκε από τους διοικητές κεντρικών τραπεζών των χωρών G-10. Απαρτίζεται από εκπροσώπους της αρμόδιας αρχής για την προληπτική εποπτεία τραπεζών από τις εξής χώρες: Βέλγιο, Καναδά, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Ισπανία, Σουηδία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συμμετέχουν ως παρατηρητές.

[2]               Μολονότι εγκρίθηκε επίσημα από τις αρχές των βιομηχανικών χωρών της G-10 προκειμένου να ισχύσει για τις τράπεζες που αναπτύσσουν διεθνείς δραστηριότητες, η συμφωνία του 1988 εφαρμόζεται σε ολόκληρο τον κόσμο σε τράπεζες κάθε μεγέθους και βαθμού πολυπλοκότητας.

[3]               ΕΕ S167 της 29/08/2002,

[4]               Διατίθεται στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής - http://europa.eu.int/comm/internal_market/regcapital/index_en.htm

[5]               ΕΕ C 157, 25.5.1998, σ. 13 Ö […] Õ .

[6]               Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18.1.2000 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) Ö […] Õ και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Μαρτίου 2000 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) Ö […] Õ .

[7]               ΕΕ L 126, της 26.5.2000, σ.1, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης του 2003

[8]               ΕΕ L 126, της 26.5.2000, σ.1, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης του 2003

[9]               ΕΕ L 126, της 26.5.2000, σ.1, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης του 2003

[10]             ΕΕ L 126, της 26.5.2000, σ.1, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης του 2003

[11]             ΕΕ L 126, της 26.5.2000, σ.1, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης του 2003

[12]             ΕΕ L 126, της 26.5.2000, σ.1, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης του 2003

[13]             ΕΕ L 126, της 26.5.2000, σ.1, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης του 2003

[14]             ΕΕ L 126, της 26.5.2000, σ.1 όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2004/xx/EΚ (ΕΕ L, […])

[15]             ΕΕ L 3, 7.1.2004, σ. 28

[16]             ΕΕ L 372 της 17.12.1977, σ. 1·

[17]             ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία . Ö 2003/51/ΕΚ (ΕΕ L 178 της 18.7.1995, σ. 16) Õ

[18]             ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1.

[19]             ÖΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

[20]             ΕΕ L 275 της 27.10.2000, σ. 39.

[21]             ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 1.

[22]             ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ.11.

[23]             ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1.·

[24]             Οδηγία 88/627/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να δημοσιεύονται κατά την απόκτηση και την εκχώρηση σημαντικής συμμετοχής σε εταιρεία της οποίας οι μετοχές είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο (ΕΕ L 348 της 17.12.1988, σ. 62).

[25]             ΕΕ L 184 της 6.7.2001, σ. 1·

[26]             ΕΕ L 126 της 12.5.1984, σ. 20.

[27]             ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 1999/60/ΕΚ (ΕΕ L 62 της 26.6.1999, σ. 65).

[28]             Ö ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3. Õ

[29]             Ö ΕΕ L 63 της 13.3.1979, σ. 1. Õ

[30]             ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1.

[31]             Οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών. (ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 27)· Oδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 97/9/ΕΚ (ΕΕ L 84 της 26.6.1999, σ. 22).

[32]             Στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων: η καταναλωτική πίστη, η ενυπόθηκη πίστη, οι πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων (factoring) με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής, η χρηματοδότηση εμπορικών συναλλαγών (συμπεριλαμβανομένου του forfeiting).

[33]             ΕΕ αριθ. L 145 της 30.04.2004, σ. 1

[34]             Οδηγία 93/6/EΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1993, για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επικειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων. (ΕΕ . Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 98/33/EΚ (ΕΕ L 204, της 21.7.1998, σ. 29).

[35]             Εκτός από τις συμβάσεις «κυμαινόμενου/κυμαινόμενου επιτοκίου» στο ίδιο νόμισμα για τις αποίες υπολογίζεται μόνο το τρέχον κόστος αντικατάστασης.

[36]             Οι συμβάσεις που δεν εμπίπτουν σε μία από τις πέντε κατηγορίες του πίνακα θα αντιμετωπίζονται ως συμβάσεις που αφορούν εμπορεύματα εκτός των πολυτίμων μετάλλων.

[37]             Για τις συμβάσεις με πολλαπλές ανταλλαγές κεφαλαίου, το ποσοστό θα πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των πληρωμών που απομένουν να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τη ούμβαση.

[38]             Για τις συμβάσεις που έχουν διαμορφωθεί έτσι ώστε να διακανονίζονται ανοίγματα σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και στις οποίες οι όροι επανακαθορίζονται έτσι ώστε η αγοραία τιμή της σύμβασης να είναι μηδέν στις εν λόγω ημερομηνίες, η εναπομένουσα προθεσμία θα είναι ίση με τον χρόνο που απομένει μέχρι τον επόμενο επανακαθορισμό. Στην περίπτωση των συμβάσεων επιτοκίου που πληρούν τα κριτήρια αυτά και έχουν υπολειπόμενη προθεσμία πάνω από ένα έτος, το ποσοστό δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από 0,5%.

[39]             Στην περίπτωση των συμβάσεων επιτοκίου, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν, με την έγκριση των αρμοδίων αρχών, να επιλέξουν είτε την αρχική είτε την εναπομένουσα προθεσμία.

[40]             Στην περίπτωση των συμβάσεων επιτοκίου, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν, με την έγκριση των αρμοδίων αρχών, να επιλέξουν είτε την αρχική είτε την εναπομένουσα προθεσμία.

[41]             Εκτός από τις συμβάσεις «κυμαινόμενου/κυμαινόμενου επιτοκίου» στο ίδιο νόμισμα για τις αποίες υπολογίζεται μόνο το τρέχον κόστος αντικατάστασης.

EL

|| ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Βρυξέλλες, 14.7.2004

COM(2004) 486 Τελικό

2004/0155 (COD) 2004/0159 (COD) Τόμος II

 

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την αναδιατύπωση της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 1993 για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων

(υποβάλλεται από την Επιτροπή) {SEC(2004) 921}

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

2004/0159 (COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Ö ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Õ

για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων

(αναδιατύπωση)

Ö ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Õ

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 57 Ö 47 Õ παράγραφος 2 πρώτη και τρίτη φράση,

την πρόταση της Επιτροπής[1],

Σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο[2],

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[3],

Ö Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών[4], Õ

Ö Ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 251 της συνθήκης[5], Õ

Εκτιμώντας τα εξής:

ò νέο

(1) Η οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 1993 για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων[6] έχει τροποποιηθεί ουσιωδώς και επανειλημμένως. Επειδή πρόκειται να θεσπισθούν περαιτέρω τροποποιήσεις της εν λόγω οδηγίας, είναι σκόπιμη η αναδιατύπωσή της προς χάριν της σαφήνειας.

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 1 (Προσαρμοσμένο)

(2) ότι κύριος Ö Ένας από τους Õ στόχους της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 1993 για τις επενδυτικές υπηρεσίες που αφορούν συναλλαγές σε τίτλους[7] Ö 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων[8] και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου[9] Õ είναι να παράσχει, στις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τους και υπόκεινται στην εποπτεία των αρχών αυτών, τη δυνατότητα να ιδρύουν υποκαταστήματα και να παρέχουν υπηρεσίες ελεύθερα σε άλλα κράτη μέλη·. ότι ηΗ εν λόγω οδηγία, κατά συνέπεια, προβλέπει το συντονισμό των κανόνων που αφορούν τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και την άσκηση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων επενδύσεων·.

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 2 (Προσαρμοσμένο)

(3) ότι, ωΩστόσο, η εν λόγω οδηγία δεν ορίζει κοινά κριτήρια για τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων επενδύσεων, ούτε καθορίζει τα ποσά του αρχικού κεφαλαίου των επιχειρήσεων αυτών· ότι Ö ούτε Õ δεν ορίζει κοινό πλαίσιο για την παρακολούθηση των κινδύνων στους οποίους υπόκεινται οι επιχειρήσεις αυτές·. ότι αναφέρεται, σε αρκετές διατάξεις της, σε μια άλλη κοινοτική πρωτοβουλία που θα έχει ακριβώς ως στόχο τη θέσπιση συντονισμένων μέτρων στους τομείς αυτούς·

ê 93/6/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 3 (Προσαρμοσμένο)

(4) ότι η προσέγγιση, η οποία υιοθετήθηκε, συνίσταται Ö Ενδείκνυται η πραγματοποίηση Õ απλώς στην επίτευξη του βασικού επιπέδου εναρμόνισης που είναι αναγκαίο και επαρκές για να εξασφαλισθεί η αμοιβαία αναγνώριση των συστημάτων χορήγησης άδειας λειτουργίας και άσκησης εποπτείας·. ότι η θέσπιση Ö Προκειμένου να επιτευχθεί η αμοιβαία αναγνώριση στο πλαίσιο της εσωτερικής χρηματοπιστωτικής αγοράς, είναι σκόπιμη η θέσπιση Õ συντονιστικών μέτρων όσον αφορά τον ορισμό των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων, τον ο καθορισμός του ύψους του αρχικού κεφαλαίου και την η καθιέρωση κοινού πλαισίου για την παρακολούθηση των κινδύνων στους οποίους υπόκεινται οι επιχειρήσεις επενδύσεων αποτελούν βασικές πλευρές της εναρμόνισης που είναι αναγκαία για την επίτευξη της αμοιβαίας αναγνώρισης στα πλαίσια της εσωτερικής χρηματοπιστωτικής αγοράς·.

ò νέο

(5) Επειδή ο σκοπός της προτεινόμενης δράσης δεν μπορεί να επιτευχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό από τα κράτη μέλη και μπορεί, συνεπώς, με βάση την κλίμακα και τις συνέπειες της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Κοινότητας, η Κοινότητα δύναται να θεσπίσει ρυθμίσεις, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία περιορίζεται αυστηρά στις ελάχιστες ρυθμίσεις που απαιτούνται για την επίτευξη των εν λόγω στόχων και δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για τον σκοπό αυτό.

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 4

(6) ότι εΕπιβάλλεται να ορισθούν διαφορετικά ποσά αρχικού κεφαλαίου, ανάλογα με την έκταση των δραστηριοτήτων που επιτρέπεται να μετέρχονται οι επιχειρήσεις επενδύσεων·.

ê 93/6/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 5 (Προσαρμοσμένο)

(7) ότι θΘα πρέπει να επιτραπεί στις υφιστάμενες επιχειρήσεις επενδύσεων να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμα και αν δεν έχουν συμμορφωθεί προς το ελάχιστο ποσό των αρχικών κεφαλαίων που ορίζεται για τις νέες επιχειρήσεις Ö επενδύσεων Õ ·.

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 6 (Προσαρμοσμένο)

(8) ότι τΤα κράτη μέλη δύνανται Ö είναι σκόπιμο Õ επίσης Ö να μπορούν Õ να επιβάλλουν κανόνες αυστηρότερους από τους κανόνες της παρούσας οδηγίας·.

ê 93/6/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 7 (Προσαρμοσμένο)

ότι η παρούσα οδηγία εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρύτερης προσπάθειας η οποία καταβάλλεται σε διεθνές επίπεδο για την προσέγγιση των κανόνων οι οποίοι ισχύουν όσον αφορά την εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (τα οποία εφεξής αναφέρονται συλλογικά ως «ιδρύματα»)·

ò νέο

(9) Η απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς προϋποθέτει όχι μόνο νομικούς κανόνες, αλλά επίσης στενή και τακτική συνεργασία και σημαντική ενίσχυση της σύγκλισης ρυθμιστικών και εποπτικών πρακτικών μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών.

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 8 (Προσαρμοσμένο)

ότι ο καθορισμός κοινών βασικών κριτηρίων για τα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών, δεδομένου ότι τα ίδια κεφάλαια εξασφαλίζουν την άσκηση των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων σε διαρκή βάση και την προστασία των επενδυτών·

ò νέο

(10) Επειδή οι επιχειρήσεις επενδύσεων διατρέχουν σε σχέση με τις δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους ίδιους κινδύνους όπως και τα πιστωτικά ιδρύματα, ενδείκνυται οι συναφείς διατάξεις της οδηγίας 2000/12/ΕΚ να ισχύουν ομοίως και για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 9 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

(11) ότι, σε μια κοινή αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, τα ιδρύματα είτε αυτά είναι επιχειρήσεις επενδύσεων, είτε είναι πιστωτικά ιδρύματα, ð Τα ίδια κεφάλαια επιχειρήσεων επενδύσεων και πιστωτικών ιδρυμάτων (που εφεξής αναφέρονται από κοινού ως «ιδρύματα») μπορούν να χρησιμεύουν για την απορρόφηση ζημιών οι οποίες δεν αντισταθμίζονται από επαρκή όγκο κερδών, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η διηνεκής λειτουργία των ιδρυμάτων και η προστασία των επενδυτών. Τα ίδια κεφάλαια χρησιμεύουν επίσης ως ένα σημαντικό κριτήριο αξιολόγησης για τις αρμόδιες αρχές, ιδίως για την εκτίμηση της φερεγγυότητας των ιδρυμάτων και για άλλους εποπτικούς σκοπούς. Εξάλλου, στην εσωτερική αγορά, τα ιδρύματα, είτε είναι επιχειρήσεις επενδύσεων είτε είναι πιστωτικά ιδρύματα, ï λειτουργούν υπό συνθήκες άμεσου ανταγωνισμού μεταξύ τους. ð Συνεπώς, προκειμένου να ενισχυθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κοινότητας και να αποτραπούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, ενδείκνυται να καθορισθούν κοινά θεμελιώδη πρότυπα για τα ίδια κεφάλαια. ï

ê 93/6/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 10 (Προσαρμοσμένο)

ότι, συνεπώς, είναι ευκταία η ισότιμη μεταχείριση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων·

ò νέο

(12) Για τους προεκτεθέντες λόγους, ενδείκνυται να εκληφθεί ως βάση ο ορισμός των ιδίων κεφαλαίων ο οποίος διατυπώνεται στην οδηγία 2000/12/ΕΚ και να θεσπισθούν συμπληρωματικοί ειδικοί κανόνες, που να λαμβάνουν υπόψη τη διαφορετική εμβέλεια των σχετιζόμενων με τους κινδύνους αγοράς κεφαλαιακών απαιτήσεων.

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 11 (Προσαρμοσμένο)

(13) ότι, όΌσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα, στην οδηγία 89/647/ΕΟΚ της 18ης Δεκεμβρίου 1989 για το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων[10] έχουν ήδη θεσπισθεί κοινά κριτήρια σχετικά με την εποπτεία και την παρακολούθηση Ö διαφόρων κατηγοριών Õ των πιστωτικών κινδύνων Öμε την οδηγία 2000/12/ΕΚ Õ·.

ò νέο

(14) Εν προκειμένω, οι διατάξεις περί ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων είναι σκόπιμο να εξετάζονται σε συνδυασμό με άλλα ειδικά κείμενα, τα οποία επίσης αποβλέπουν στην εναρμόνιση των θεμελιωδών τεχνικών εποπτείας των ιδρυμάτων.

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 12

(15) ότι εΕίναι αναγκαίο να θεσπισθούν κοινά κριτήρια για τους κινδύνους αγοράς στους οποίους υπόκεινται τα πιστωτικά ιδρύματα και να προβλεφθεί συμπληρωματικό πλαίσιο για την εποπτεία των κινδύνων των ιδρυμάτων, ιδίως των κινδύνων αγοράς και, ειδικότερα, των κινδύνων θέσης, των κινδύνων διακανονισμού/αντισυμβαλλόμενου και των συναλλαγματικών κινδύνων·.

ê 93/6/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 13 (Προσαρμοσμένο)

(16) ότι εΕίναι αναγκαίο να εισαχθεί Ö προβλεφθεί Õ η έννοια του «χαρτοφυλακίου συναλλαγών», που περιλαμβάνει θέσεις σε τίτλους και άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα, τα οποία κατέχονται για λόγους διαπραγμάτευσης και υπόκεινται κυρίως σε κινδύνους αγοράς και ανοίγματα που έχουν σχέση προς ορισμένες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που παρέχονται σε πελάτες·.

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 14 (Προσαρμοσμένο)

(17) ότι είναι ευκταίο να μπορούν Ö Προκειμένου να περιορισθούν τα διοικητικά βάρη για Õ τα ιδρύματα με αμελητέες δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών, τόσο από απόλυτη όσο και από σχετική άποψη, Ö είναι σκόπιμο τα εν λόγω ιδρύματα Õ να μπορούν να εφαρμόζουν την οδηγία 89/647/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ , και όχι τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα παραρτήματα I και II της παρούσας οδηγίας·.

ê 93/6/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 15 (Προσαρμοσμένο)

(18) ότι εΕίναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη, κατά την παρακολούθηση του κινδύνου διακανονισμού/παράδοσης, η ύπαρξη συστημάτων που παρέχουν επαρκή προστασία για τη μείωση του κινδύνου αυτού·.

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 16 (Προσαρμοσμένο)

(19) ότι, εΕν πάση περιπτώσει, τα ιδρύματα πρέπει Ö είναι σκόπιμο Õ να τηρούν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας όσον αφορά την κάλυψη του συναλλαγματικού κινδύνου που αναλαμβάνουν για το σύνολο των εργασιών τους· Ö . Õ ότι χΧαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις πρέπει να απαιτούνται έναντι θέσεων σε στενά συνδεδεμένα νομίσματα όπως προκύπτει είτε από στατιστικά στοιχεία είτε από δεσμευτικές διακρατικές συμφωνίες, και συγκεκριμένα ενόψει της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης·.

ê 93/6/ΕΚ Αιτιολογική σκέψη 17 (Προσαρμοσμένο)

(20) ότι ηΗ ύπαρξη, σε όλα τα ιδρύματα, εσωτερικών συστημάτων για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των κινδύνων επιτοκίου για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους Ö των ιδρυμάτων Õ αποτελεί έναν ιδιαίτερα σημαντικό τρόπο μείωσης ελαχιστοποίησης των κινδύνων αυτών· Ö . Õ ότι είναι αναγκαίο, κΚατά συνέπεια, τα συστήματα αυτά Ö είναι σκόπιμο Õ να εποπτεύονται από τις αρμόδιες αρχές·.

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 18 (Προσαρμοσμένο)

(21) ότι ο στόχος της οδηγίας 92/121/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1992 για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεγάλων ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων[11] δεν είναι η Ö Επειδή η οδηγία [2000/12/ΕΚ] δεν προβλέπει τη Õ θέσπιση κοινών κανόνων σχετικά με την παρακολούθηση Ö και τον έλεγχο Õ μεγάλων ανοιγμάτων που αφορούν δραστηριότητες που υπόκεινται κυρίως σε κινδύνους αγοράς Ö , είναι κατά συνέπεια σκόπιμο να καθιερωθούν τέτοιοι κανόνες Õ · ότι η προαναφερόμενη οδηγία αναφέρεται σε μια άλλη κοινοτική πρωτοβουλία για τη θέσπιση του απαραίτητου συντονισμού των μεθόδων σ' αυτόν τον τομέα·.

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 19 (Προσαρμοσμένο)

ότι είναι απαραίτητο να θεσπισθούν κοινοί κανόνες για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεγάλων ανοιγμάτων των επιχειρήσεων επενδύσεων·

ò νέο

(22) Ο λειτουργικός κίνδυνος είναι σοβαρός κίνδυνος τον οποίο διατρέχουν τα ιδρύματα και καθιστά αναγκαία την κάλυψη με ίδια κεφάλαια. Έχει καίρια σημασία να ληφθεί υπόψη η ποικιλομορφία των ιδρυμάτων στην ΕΕ, με την πρόβλεψη εναλλακτικών προσεγγίσεων.

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογικές σκέψεις 20 έως 22 (Προσαρμοσμένο)

ότι η οδηγία 89/299/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 1989 για τα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνει ήδη τον ορισμό των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων[12]·

ότι η βάση για τον ορισμό των ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων πρέπει να είναι ο ορισμός αυτός·

ότι, ωστόσο, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, προτιμήθηκε να διαφέρει ο ορισμός των ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων από τον ορισμό που περιέχεται στην προαναφερόμενη οδηγία, ώστε να ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων αυτών οι οποίες υπόκεινται κατά κύριο λόγο σε κινδύνους αγοράς·

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 23 (Προσαρμοσμένο)

(23) ότι η οδηγία 92/30/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 6ης Απριλίου 1992 για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων επί ενοποιημένης βάσεως[13]Ö Η οδηγία [2000/12/ΕΚ] Õ ορίζει την αρχή της ενοποίησης· Ö . Õ ότι δΔεν θεσπίζει κοινούς κανόνες όσον αφορά την ενοποίηση χρηματοδοτικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που ασκούν δραστηριότητες κατ’ εξοχήν υποκείμενες στους κινδύνους της αγοράς·. ότι η εν λόγω οδηγία αναφέρεται σε μια άλλη κοινοτική πρωτοβουλία για τη θέσπιση συντονισμένων μέτρων στον τομέα αυτόν·

ò νέο

(24) Για να διασφαλισθεί η επαρκής φερεγγυότητα των ιδρυμάτων που απαρτίζουν έναν όμιλο, έχει μεγάλη σημασία να ισχύουν οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις με βάση την ενοποιημένη χρηματοοικονομική κατάσταση του ομίλου. Προκειμένου να διασφαλίζεται δε ότι τα ίδια κεφάλαια είναι καταλλήλως κατανεμημένα στο εσωτερικό του ομίλου και διαθέσιμα για την προστασία των επενδύσεων οσάκις τούτο είναι αναγκαίο, οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι σκόπιμο να ισχύουν για τα επιμέρους ιδρύματα που απαρτίζουν τον εκάστοτε όμιλο, εκτός αν ο εν λόγω στόχος είναι δυνατό να επιτευχθεί αποτελεσματικά με άλλον τρόπο.

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 24 (Προσαρμοσμένο)

(25) ότι ηΗ οδηγία 92/30/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ δεν ισχύει για ομίλους που περιλαμβάνουν μία ή περισσότερες επιχειρήσεις επενδύσεων αλλά δεν περιλαμβάνουν χρηματοδοτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·. ότι θεωρήθηκε όμως σκόπιμο να παρασχεθεί Ö Κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί Õ κοινό πλαίσιο για την καθιέρωση της εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων επί ενοποιημένης βάσεως·.

ò νέο

(26) Τα ιδρύματα οφείλουν να μεριμνούν ούτως ώστε να διαθέτουν εσωτερικά κεφάλαια τα οποία, με βάση τους κινδύνους στους οποίους είναι ή μπορεί να είναι μελλοντικώς εκτεθειμένα, είναι επαρκή από την άποψη της ποσότητας, της ποιότητας και της κατανομής. Αντιστοίχως, τα ιδρύματα είναι σκόπιμο να διαθέτουν στρατηγικές και διαδικασίες με σκοπό την εκτίμηση και τη διατήρηση της επάρκειας των εσωτερικών τους κεφαλαίων.

(27) Οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να αξιολογούν την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων, λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων στους οποίους αυτά τα τελευταία είναι εκτεθειμένα.

(28) Για να επιτευχθεί η αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, έχει μεγάλη σημασία να υπάρξει σημαντική ενίσχυση της σύγκλισης όσον αφορά την εφαρμογή και υλοποίηση των διατάξεων της εναρμονισμένης κοινοτικής νομοθεσίας.

(29) Για τον ίδιο λόγο και για να διασφαλισθεί ότι τα κοινοτικά ιδρύματα που αναπτύσσουν δραστηριότητα σε περισσότερα κράτη μέλη δεν υφίστανται δυσανάλογη επιβάρυνση εξαιτίας των διατηρούμενων αρμοδιοτήτων των αρμόδιων αρχών των επιμέρους κρατών μελών στον τομέα της χορήγησης αδειών και της εποπτείας, έχει μεγάλη σημασία να αναβαθμισθεί σημαντικά η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Εν προκειμένω, είναι σκόπιμο να ενισχυθεί ο ρόλος της ενοποιημένης εποπτικής αρχής.

(30) Για να μπορεί η εσωτερική αγορά να λειτουργεί με αυξανόμενη αποτελεσματικότητα και να διασφαλισθεί επαρκής βαθμός διαφάνειας προς χάριν των πολιτών της Κοινότητας, είναι αναγκαίο να γνωστοποιούν οι αρμόδιες αρχές, δημοσίως και με τρόπο που να επιτρέπει χρήσιμες συγκρίσεις, τη μέθοδο εφαρμογής των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας.

(31) Προκειμένου να ενισχυθεί η πειθαρχία στην αγορά και να ενθαρρυνθούν τα ιδρύματα να βελτιώσουν τη στρατηγική αγοράς τους, τον έλεγχο των κινδύνων και την οργάνωση της εσωτερικής τους διαχείρισης, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η δημόσια γνωστοποίηση κατάλληλων στοιχείων από μέρους των ιδρυμάτων.

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 25 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

(32) ότι οι τεχνικές προσαρμογές των λεπτομερών κανόνων τους οποίους θεσπίζει η παρούσα οδηγία μπορούν, από καιρού εις καιρόν, να λαμβάνουν υπ' όψη τις πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών· ότι η Επιτροπή θα προτείνει, ενδεχομένως, τις αναγκαίες προσαρμογές ð Οι ρυθμίσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή[14]. ï;

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 26

ότι, σε μεταγενέστερο στάδιο, το Συμβούλιο πρέπει να θεσπίσει διατάξεις για την προσαρμογή της παρούσας οδηγίας στην τεχνική πρόοδο σύμφωνα με τη απόφαση 87/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 1987 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή[15]· ότι, εν τω μεταξύ, το Συμβούλιο θα πρέπει να εγκρίνει τις προσαρμογές αυτές μετά από πρόταση της Επιτροπής·

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 27 (Προσαρμοσμένο)

ότι πρέπει να προβλεφθεί η επανεξέταση της παρούσας οδηγίας εντός τριών ετών από την έναρξη ισχύος της, βάσει της εμπειρίας, των εξελίξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές και των εργασιών στα πλαίσια των διεθνών τραπεζικών επιτροπών των εποπτικών αρχών• ότι η επανεξέταση αυτή πρέπει επίσης να περιλάβει πιθανή αναθεώρηση του καταλόγου των τομέων που επιδέχονται τεχνικές προσαρμογές·

ê 93/6/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 28

ότι η παρούσα οδηγία και η οδηγία 93/22/ΕΟΚ είναι τόσο αλληλένδετες ώστε η θέση σε εφαρμογή τους σε διαφορετικές ημερομηνίες ενδέχεται να οδηγήσει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού·

ò νέο

(33) Για να αποφευχθεί η διατάραξη των αγορών και να διασφαλισθεί η συνέχεια όσον αφορά το συνολικό επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων, ενδείκνυται να προβλεφθούν ειδικές μεταβατικές ρυθμίσεις.

(34) Η παρούσα οδηγία συνάδει με τα θεμελιώδη δικαιώματα και ανταποκρίνεται στις αρχές οι οποίες αναγνωρίζονται, ιδίως, στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

(35) Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στη νομοθεσία των κρατών μελών πρέπει να περιορίζεται στις διατάξεις εκείνες οι οποίες συνιστούν ουσιώδη μεταβολή σε σύγκριση με τις παλαιότερες οδηγίες. Η υποχρέωση μεταφοράς των διατάξεων που παραμένουν αμετάβλητες είναι συνέπεια των παλαιότερων οδηγιών.

(36) Η παρούσα οδηγία πρέπει να τελεί υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία των οδηγιών που καθορίζονται στο παράρτημα VIII, μέρος B.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

ΕΞΕΔΩΣΕΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Ö ΚΕΦΑΛΑΙΟ I Õ

Ö Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί Õ

Ö τμημα 1 Õ

Ö αντικειμενο και πεδιο εφαρμογησ Õ

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 1

1.         Ö Στην παρούσα οδηγία καθορίζονται οι απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας που ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα, οι κανόνες υπολογισμού τους και οι κανόνες που ισχύουν για την άσκηση προληπτικής εποπτείας. Õ Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στα πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 2.

2.         Κάθε κράτος μέλος μπορεί να επιβάλλει συμπληρωματικές ή αυστηρότερες ρυθμίσεις στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει χορηγήσει άδεια λειτουργίας.

ò νέο

Άρθρο 2

1.         Με την επιφύλαξη των άρθρων 18, 20, 28 έως 32, 34 και 39 της παρούσας οδηγίας, τα άρθρα 68 έως 73 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] ισχύουν κατ’ αναλογία για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

Επιπλέον, τα άρθρα 71 έως 73 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] είναι εφαρμοστέα στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)      οσάκις μητρική επιχείρηση μίας επιχείρησης επενδύσεων είναι μητρικό πιστωτικό ίδρυμα το οποίο εδρεύει σε κράτος μέλος·

β)      οσάκις μητρική επιχείρηση ενός πιστωτικού ιδρύματος είναι μητρική επιχείρηση επενδύσεων η οποία εδρεύει σε κράτος μέλος.

Όταν μία χρηματοδοτική εταιρία χαρτοφυλακίου αποτελεί τη μητρική επιχείρηση τόσο ενός πιστωτικού ιδρύματος όσο και μιας επιχείρησης επενδύσεων, το πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται στις απαιτήσεις που προκύπτουν με βάση την ενοποιημένη χρηματοοικονομική κατάσταση της χρηματοδοτικής εταιρίας χαρτοφυλακίου.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 7 (1) και (2) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 7

Γενικές αρχές

1.         Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που αναφέρουν τα άρθρα 4 και 5 για τα ιδρύματα που δεν είναι ούτε μητρικές επιχειρήσεις ούτε θυγατρικές μητρικών επιχειρήσεων, εφαρμόζονται μεμονωμένα για κάθε ίδρυμα.

2.         Οι απαιτήσεις που αναφέρουν τα άρθρα 4 και 5:

– για τα ιδρύματα που έχουν ως θυγατρική πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια της οδηγίας 92/30/ΕΟΚ, επιχείρηση επενδύσεων ή άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή τα οποία έχουν συμμετοχή σε ιδρύματα αυτού του είδους και

– για τα ιδρύματα των οποίων οι μητρικές επιχειρήσεις είναι χρηματοοικονομικές εταιρίες χαρτοφυλακίου

εφαρμόζονται σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τις μεθόδους που ορίζουν η προαναφερόμενη οδηγία και οι παράγραφοι 7 έως 14 του παρόντος άρθρου.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 7 (3) (Προσαρμοσμένο)

è1 2004/xx/ΕΚ Άρθρο 1

ð Νέο

2.         Όταν ένας όμιλος, που εμπίπτει στην παράγραφο 2 Ö 1Õ δεν περιλαμβάνει κανένα πιστωτικό ίδρυμα, εφαρμόζεται η οδηγία 92/30/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ , με την επιφύλαξη των κατωτέρω με τις ακόλουθες προσαρμογές:

– ως χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου νοείται το χρηματοοικονομικό ίδρυμα του οποίου οι θυγατρικές είναι, είτε αποκλειστικά είτε κυρίως, επιχειρήσεις επενδύσεων ή άλλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εφόσον τουλάχιστον μια εξ αυτών είναι επιχείρηση επενδύσεων, και το οποίο δεν είναι χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων[16]·

– ως εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, εφόσον τουλάχιστον μια από τις θυγατρικές της είναι επιχείρηση επενδύσεων,

– -         ως αρμόδιες αρχές νοούνται οι εθνικές αρχές που νομιμοποιούνται βάσει νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων να ασκούν εποπτεία επί των επιχειρήσεων επενδύσεων

– δεν εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 3 της οδηγίας 92/30/ΕΟΚ,

ð α)  οποιαδήποτε αναφορά σε πιστωτικά ιδρύματα λογίζεται ως αναφορά σε επιχειρήσεις επενδύσεων· ï

β)      Ö στα άρθρα 125 και 140 παράγραφος 2 Õ στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 και στην παράγραφο 5 του άρθρου 7 της οδηγίας 92/30/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ], Õ κάθε αναφορά Ö σε άλλα άρθρα της οδηγίας Õ στην οδηγία 77/780/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] λογίζεται ως Õ αντικαθίσταται από αναφορά στην οδηγία 93/22/ΕΟΚ Ö 2004/39/ΕΚ Õ ·

γ)      για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 9 και του άρθρου 8 Ö 39 παράγραφος 3 Õ της οδηγίας 92/30/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ], Õ οι αναφορές στην è1 Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών ç Ö λογίζονται ως Õ αντικαθίστανται από αναφορές στο Συμβούλιο και την Επιτροπή·

δ)      Ö κατά παρέκκλιση από το άρθρο 140 παράγραφος 1 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ], όταν ένας όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικό ίδρυμα, Õ η πρώτη φράση του Ö υπόψη Õ άρθρου 7 αντικαθίσταται από την ακόλουθη φράση: «Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων, μια χρηματοδοτική χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή μια εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές εταιρείες, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με το δημόσιο έλεγχο των ασφαλιστικών εταιρειών συνεργάζονται στενά.».

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 7 (4)

4. Οι αρμόδιες αρχές οι υποχρεωμένες ή εντεταλμένες με την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση των ομίλων που καλύπτονται από την παράγραφο 3, μπορούν, εν αναμονή περαιτέρω συντονισμού όσον αφορά την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση των ομίλων αυτών και όταν οι περιστάσεις το δικαιολογούν, να μην πληρούν την υποχρέωση αυτή υπό τον όρον ότι κάθε επιχείρηση επενδύσεων ενός ομίλου:

(i)           χρησιμοποιεί τον ορισμό των ίδιων κεφαλαίων που προβλέπεται στο σημείο 9 του παραρτήματος V·

(ii)          πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 4 και 5 σε ατομική βάση·

(iii)         θεσπίζει συστήματα παρακολούθησης και ελέγχου των πηγών των κεφαλαίων και της χρηματοδότησης όλων των άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που ανήκουν στον όμιλο.

ê 93/6/ΕΚ Άρθρο 7 (5) και (6) (Προσαρμοσμένο)

5. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ανήκουν σε όμιλο εμπίπτονται στην απαλλαγή που περιγράφεται στην παράγραφο 4 να τους κοινοποιούν τους κινδύνους αυτούς, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που συνδέονται με τη σύνθεση και τις πηγές των κεφαλαίων και της χρηματοδότησής τους, οι οποίοι θα μπορούσαν να βλάψουν την οικονομική κατάσταση αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων. Εάν στη συνέχεια οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι η οικονομική κατάσταση των εν λόγω επιχειρήσεων επενδύσεων δεν προστατεύεται επαρκώς, απαιτούν από τις επιχειρήσεις να λάβουν μέτρα, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, περιορισμών στις μεταφορές κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις αυτές στους οργανισμούς του ομίλου.

6. Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές δεν επιβάλουν την υποχρέωση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση δυνάμει της παραγράφου 4, λαμβάνουν άλλα ανάλογα μέτρα για την εποπτεία των κινδύνων, συγκεκριμένα δε των μεγάλων ανοιγμάτων σε ολόκληρο τον όμιλο, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων οι οποίες δεν είναι εγκατεστημένες σε κανένα κράτος μέλος.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö ΤΜΗΜΑ 2Õ

ΟΡΙΣΜΟΙ

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2 (1) (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 3

1.         Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ð ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: ï νοούνται

(α)1.  ως πιστωτικά ιδρύματα: Ö νοούνται τα πιστωτικά ιδρύματα που εμπίπτουν στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ]· Õ όλα τα ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 1 πρώτη περίπτωση της πρώτης οδηγίας 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 1977 περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητος πιστωτικού ιδρύματος[17] τα οποία υπόκεινται στις απαιτήσεις που απορρέουν από την οδηγία 89/647/ΕΟΚ·

ê 2004/39/ΕΚ Άρθρο 67.2 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

(β)     ως επιχειρήσεις επενδύσεων: Ö νοούνται Õ όλες οι επιχειρήσεις που εμπίπτουν στον ορισμό Ö που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ Õ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, οι οποίες υπόκεινται στις απαιτήσεις που επιβάλλει η εν λόγω οδηγία, εκτός από:

(α)(i)  τα πιστωτικά ιδρύματα·

(β)(ii) τις τοπικές επιχειρήσεις όπως αυτές ορίζονται στο σημείο 20 Ö στοιχείο (ο) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου· Õ, και

(γ)(iii)   τις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν ð άδεια ï μόνο ð για την παροχή υπηρεσίας επενδυτικών συμβουλών ή/και ï για τη λήψη και διαβίβαση εντολών επενδυτών, χωρίς να κατέχουν ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση χρήματα ή τίτλους που ανήκουν στους πελάτες τους, και οι οποίες, για το λόγο αυτό, δεν μπορούν να βρίσκονται ποτέ σε θέση οφειλέτη έναντι των πελατών τους·

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2(3) έως (4) (Προσαρμοσμένο)

3. (γ) ως ιδρύματα: Öνοούνται Õ τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων·

4. (δ) ως ανεγνωρισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων τρίτων χωρών: Öνοούνται Õ οι επιχειρήσεις Ö οι οποίες πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις: Õ

Ö (i)   είναι επιχειρήσεις Õ οι οποίες, αν ήσαν εγκατεστημένες στο έδαφος της Κοινότητας, θα εκαλύπτοντο από τον ορισμό της επιχείρησης επενδύσεων·

Ö (ii)  είναι επιχειρήσεις Õ στο σημείο 2 οι οποίες έχουν άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα·

Ö (iii) είναι επιχειρήσεις που Õ και υπόκεινται σε, και οφείλουν να τηρούν, κανόνες εποπτείας που θεωρούνται από τις αρμόδιες αρχές ως εξίσου τουλάχιστον αυστηροί με τους κανόνες που θεσπίζει η παρούσα οδηγία·

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

5. (ε) ως χρηματοπιστωτικά μέσα χρηματοπιστωτικό μέσο: Öνοείται Õ τα μέσα που ορίζονται στο τμήμα Β του παραρτήματος της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ ð κάθε σύμβαση με την οποία δημιουργείται τόσο ένα χρηματοοικονομικό στοιχείο ενεργητικού για το ένα συμβαλλόμενο μέρος όσο και ένα χρηματοοικονομικό στοιχείο παθητικού ή μέσο ιδίων κεφαλαίων για το έτερο συμβαλλόμενο μέρος ï·

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2(6) (7)

6.           χαρτοφυλάκιο συναλλαγών (trading book) επιχείρησης επενδύσεων ή πιστωτικού ιδρύματος:

(α)     οι κατά κυριότητα κατεχόμενες θέσεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα, σε βασικά εμπορεύματα και σε παράγωγα μέσα βασικών εμπορευμάτων, τις οποίες το ίδρυμα κατέχει με σκοπό την επαναπώληση ή/και τις οποίες έχει λάβει προκειμένου να επωφεληθεί βραχυπρόθεσμα από υπάρχουσες ή/και αναμενόμενες διαφορές μεταξύ των τιμών αγοράς και πώλησής τους ή από άλλες διακυμάνσεις τιμών ή επιτοκίων, καθώς και οι θέσεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα, σε βασικά εμπορεύματα και σε παράγωγα μέσα βασικών εμπορευμάτων που προκύπτουν από ταυτόχρονες αγορές και πωλήσεις για ίδιο λογαριασμό (matched principal broking) ή οι θέσεις που έχει λάβει προκειμένου να καλύψει άλλα στοιχεία του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και

(β)     τα ανοίγματα που οφείλονται σε μη διακανονισθείσες συναλλαγές, ατελείς συναλλαγές και εξωχρηματιστηριακά (OTC) παράγωγα μέσα που αναφέρονται στα σημεία 1, 2 3 και 5 του παραρτήματος II, τα ανοίγματα που οφείλονται σε συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς ή δανειοδοσίας τίτλων και βασικών εμπορευμάτων που αφορούν τίτλους ή βασικά εμπορεύματα περιλαμβανόμενα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών κατά την έννοια του στοιχείου α), οι οποίες αναφέρονται στο σημείο 4 του παραρτήματος II, και, εφόσον υπάρχει η έγκριση των αρμόδιων αρχών, τα ανοίγματα που οφείλονται σε συμφωνίες αγοράς και επαναπώλησης και σε συναλλαγές δανειοληψίας τίτλων και βασικών εμπορευμάτων που περιγράφονται στο ίδιο σημείο 4, οι οποίες πληρούν είτε τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα σημεία i), ii), iii) και v) είτε τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα σημεία iv) και v), κατωτέρω:

(i)      τα ανοίγματα αποτιμώνται, σε ημερήσια βάση, με βάση την τρέχουσα τιμή της αγοράς, σύμφωνα με τις διαδικασίες του παραρτήματος II,

(ii)     η εγγύηση αναπροσαρμόζεται προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη σημαντικές μεταβολές της αξίας των τίτλων ή των βασικών εμπορευμάτων που αφορά η συγκεκριμένη συμφωνία ή συναλλαγή, σύμφωνα με κανόνα αποδεκτό από τις αρμόδιες αρχές,

(iii)    η συμφωνία ή συναλλαγή προβλέπει ότι οι απαιτήσεις του ιδρύματος συμψηφίζονται αυτομάτωs και πάραυτα με απαιτήσεις του αντισυμβαλλομένου του σε περίπτωση υπερημερίας του εν λόγω αντισυμβαλλομένου,

(iv)    η προκείμενη συμφωνία ή συναλλαγή είναι διεπαγγελματική,

(v)     οι συμφωνίες και συναλλαγές αυτές περιορίζονται στην παραδεδεγμένη και πρόσφορη χρήση τους, αποκλειομένης κάθε τεχνητής συναλλαγής, ιδίως μη βραχυπρόθεσης φύσης και

(γ)     τα ανοίγματα υπό μορφή αμοιβών, προμηθειών, τόκων, μερισμάτων και περιθωρίων επί παραγώγων μέσων διαπραγματεύσιμων σε χρηματιστήριο, τα οποία συνδέονται άμεσα με τα περιλαμβανόμενα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών στοιχεία και αναφέρονται στο σημείο 6 του παραρτήματος II.

              Συγκεκριμένα στοιχεία υπάγονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ή εξαιρούνται από αυτό σύμφωνα με αντικειμενικές διαδικασίες, που περιλαμβάνουν, όπου δει, και τους λογιστικούς κανόνες του οικείου πιστωτικού ιδρύματος. Οι διαδικασίες αυτές καθώς και η συνεπής εφαρμογή τους υπόκεινται στην εποπτεία των αρμόδιων αρχών·

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2(7) (Προσαρμοσμένο)

7.           μητρική επιχείρηση, θυγατρική επιχείρηση, χρηματοοικονομικό ίδρυμα: όπως ορίζονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 92/30/ΕΟΚ·

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2(8) (Προσαρμοσμένο)

8.           χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου: χρηματοοικονομικό ίδρυμα οι θυγατρικές του οποίου είναι αποκλειστικά ή κυρίως πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων ή άλλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, περιλαμβάνουν δε τουλάχιστον ένα πιστωτικό ίδρυμα ή μια επιχείρηση επενδύσεων·

ò νέο

(στ)   ως μητρική επιχείρηση επενδύσεων σε κράτος μέλος νοείται μία επιχείρηση επενδύσεων η οποία διαθέτει ένα ίδρυμα ή άλλο χρηματοδοτικό ίδρυμα ως θυγατρική ή κατέχει συμμετοχή σε τέτοιου είδους οντότητες και η οποία δεν είναι η ίδια θυγατρική άλλου ιδρύματος που διαθέτει άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος, ούτε χρηματοδοτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου συσταθείσας στο ίδιο κράτος μέλος, και στην οποία δεν κατέχει συμμετοχή κανένα άλλο ίδρυμα που διαθέτει άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος·

(ζ)     ως κοινοτική μητρική επιχείρηση επενδύσεων νοείται μία μητρική επιχείρηση επενδύσεων σε κράτος μέλος η οποία δεν είναι θυγατρική άλλου ιδρύματος το οποίο διαθέτει άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, ούτε χρηματοδοτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου συσταθείσας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, και στην οποία δεν κατέχει συμμετοχή κανένα άλλο ίδρυμα που διαθέτει άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος·

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2 (9) (Προσαρμοσμένο)

9.           διαβαθμίσεις κινδύνου: ο βαθμός του πιστωτικού κινδύνου που ισχύει για τους συγκεκριμένους αντισυμβαλλόμενους σύμφωνα με την οδηγία 89/647/ΕΟΚ. Εντούτοις, στοιχεία του ενεργητικού που συνίστανται από απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων επενδύσεων ή ανεγνωρισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων τρίτων χωρών, και άλλα ανοίγματα προς ανεγνωρισμένα γραφεία συμψηφισμού και χρηματιστήρια θα λαμβάνουν την αυτή διαβάθμιση όπως αυτή που θα εδίδετο εάν ο συγκεκριμένος αντισυμβαλλόμενος είναι πιστωτικο ίδρυμα·

ê 98/33/ΕΚ Άρθρο 3.1 (Προσαρμοσμένο)

10(η) ως εξωχρηματιστηριακά (over-the-counter, OTC) παράγωγα μέσα: Ö νοούνται Õ τα εκτός ισολογισμού στοιχεία Ö που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος IV της οδηγίας [2000/12/ΕΚ], με εξαίρεση τα στοιχεία εκείνα στα οποία αντιστοιχεί μηδενική τιμή ανοίγματος σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παραρτήματος III της εν λόγω οδηγίας· Õ στα οποία εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ, οι μέθοδοι που περιγράφονται στο παράρτημα II της εν λόγω οδηγίας·

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

11.(θ)            ως οργανωμένη αγορά: Öνοείται κάθε Õ η αγορά που εμπίπτει στον ορισμό που δίδεται στο άρθρο 1 σημείο 13 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ· Ö του άρθρου 4 παράγραφος 14 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ Õ·

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

12.         εγκεκριμένα στοιχεία: οι θέσεις long και short στα στοιχεία ενεργητικού τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ και σε χρεωστικούς τίτλους εκδιδόμενους από επιχειρήσεις επενδύσεων ή από ανεγνωρισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων τρίτων χωρών, καθώς και οι θέσεις long και short σε χρεωστικούς τίτλους, εφόσον οι εν λόγω τίτλοι πληρούν τις ακόλουθες δύο προϋποθέσεις: πρέπει να είναι εισηγμένοι σε μια τουλάχιστον οργανωμένη αγορά κράτους μέλους ή σε χρηματιστήριο τρίτης χώρας, εφόσον αυτό έχει αναγνωρισθεί από τις αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους, και να θεωρούνται από το οικείο ίδρυμα ως επαρκώς ρευστοποιήσιμοι και ως συνεπαγόμενοι, λόγω της φερεγγυότητας του εκδότη, κίνδυνο υπερημερίας ανάλογο ή μικρότερο του αντίστοιχου κινδύνου των στοιχείων του ενεργητικού που απαριθμούνται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ. Ο τρόπος αξιολόγησης των τίτλων αυτών υπόκειται στην εξέταση των αρμόδιων αρχών, οι οποίες ανατρέπουν την απόφαση του ιδρύματος εάν κρίνουν ότι οι συγκεκριμένοι τίτλοι παρουσιάζουν υπερβολικά υψηλό κίνδυνο υπερημερίας και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να αποτελέσουν εγκεκριμένα.

              Ανεξαρτήτως των προηγουμένων, και εν αναμονή περαιτέρω συντονισμού, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναγνωρίζουν ως εγκεκριμένα στοιχεία τίτλους επαρκώς ρευστοποιήσιμους οι οποίοι, λόγω της φερεγγυότητας του εκδότη, υπόκεινται σε κίνδυνο υπερημερίας, ανάλογο ή κατώτερο απ' ό,τι τα στοιχεία του ενεργητικού που απαριθμούνται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ. Ο κίνδυνος υπερημερίας ο συνδεδεμένος με αυτούς τους τίτλους πρέπει να έχει αποτιμηθεί σ'αυτό το επίπεδο από δύο τουλάχιστον οργανισμούς διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας αναγνωρισμένους από τις αρμόδιες αρχές, ή και από έναν μόνο τέτοιο οργανισμό, εφόσον κανείς άλλος αναγνωρισμένος από τις αρμόδιες αρχές οργανισμός διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας δεν έχει διαβαθμίσει δυσμενέστερα τους συγκεκριμένους τίτλους.

              Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να μην επιβάλλουν την προϋπόθεση της προηγούμενης πρότασης, αν την κρίνουν υπερβολικά επαχθή δεδομένων πχ. είτε των χαρακτηριστικών της αγοράς, είτε του εκδότη, ή των ίδιων των τίτλων ή κάποιου συνδυασμού τους.

              Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να εφαρμόζουν την ανώτατη στάθμιση που αναγράφεται στον πίνακα 1 του σημείου 14 του παραρτήματος I, στους τίτλους που λόγω ανεπαρκούς φερεγγυότητας του εκδότη ή/και ανεπαρκούς ρευστότητας, παρουσιάζουν ιδιαίτερο κίνδυνου.

              Οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους διαβιβάζουν τακτικά στο Συμβούλιο και την Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των εγκεκριμένων στοιχείων, ιδίως όσον αφορά τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται κατά την εκτίμηση του βαθμού της ρευστότητας των τίτλων και της φερεγγυότητας του εκδότη·

13.         στοιχεία κεντρικής διοίκησης: οι θέσεις long και short στα στοιχεία του ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ καθώς και σ' εκείνα που σταθμίζονται με μηδενικό συντελεστή σύμφωνα με το άρθρο 7 της αυτής οδηγίας·

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2 (14) (Προσαρμοσμένο)

14.(ι) ως μετατρέψιμος τίτλος: Öνοείται Õ ο τίτλος που μπορεί, κατ’ επιλογήν του κατόχου, να ανταλλαγεί με άλλο τίτλο, όπως με μετοχές του εκδότη·

ê 98/31/ΕΚ Άρθρο 1.1(β) (Προσαρμοσμένο)

15.(ια) ως πιστοποιητικό επιλογής (warrant): Öνοείται Õ ο τίτλος που δίνει στον κάτοχό του το δικαίωμα να αγοράσει ένα υποκείμενο μέσο, σε καθορισμένη τιμή μέχρι ή στην ημερομηνία λήξης του πιστοποιητικού επιλογής Ö και του οποίου ο διακανονισμός Õ . Ο διακανονισμός του μπορεί να γίνεται είτε με παράδοση του υποκείμενου μέσου είτε τοις μετρητοίς·

16. (ιβ)          ως χρηματοδότηση αποθεμάτων (stock financing): Öνοούνται Õ οι θέσεις στις οποίες το φυσικό απόθεμα έχει πωληθεί επί προθεσμία (forward) και το κόστος χρηματοδότησης έχει προκαθορισθεί για την περίοδο μέχρι την ημερομηνία της πώλησης επί προθεσμία·

ê 98/31/ΕΚ Άρθρο 1.1(γ) (Προσαρμοσμένο)

17.(ιγ)  ως συμφωνία πώλησης και επαναγοράς και συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης: Ö νοείται κάθε Õ συμφωνία βάσει της οποίας ένα ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενός του μεταβιβάζει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα ή εγγυημένα δικαιώματα που αφορούν τίτλο κυριότητας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και όπου η εγγύηση αυτή έχει εκδοθεί από αναγνωρισμένο χρηματιστήριο που κατέχει τα δικαιώματα επί των τίτλων ή επί των βασικών εμπορευμάτων και η συμφωνία δεν επιτρέπει σε ένα ίδρυμα να μεταβιβάσει ή ενεχυριάσει ένα συγκεκριμένο τίτλο ή βασικό εμπόρευμα σε πλείονες του ενός αντισυμβαλλόμενους ταυτόχρονα, με την παράλληλη υποχρέωση για το μεταβιβάζοντα να τους επαναγοράσει – (ή να επαναγοράσει υποκατάστατους τίτλους ή βασικό εμπόρευμα με τα αυτά χαρακτηριστικά) - σε καθορισμένη τιμή και συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία, που ορίζεται ή πρόκειται να ορισθεί από τον μεταβιβάζοντα, συμφωνία η οποία για το ίδρυμα που πωλεί τους τίτλους ή τα βασικά εμπορεύματα είναι «συμφωνία πώλησης και επαναγοράς», για δε το ίδρυμα που τους αγοράζει «συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης»·

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2(17) 2η παράγραφος

              Μια συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης θεωρείται διεπαγγελματική όταν ο αντισυμβαλλόμενος υπάγεται στο συντονισμό τραπεζικού ελέγχου σε κοινοτικό επίπεδο ή είναι πιστωτικό ίδρυμα της ζώνης Α κατά την έννοια της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ ή είναι αναγνωρισμένη επιχείρηση επενδύσεων τρίτης χώρας, ή όταν η εν λόγω συναλλαγή συνάπτεται με ανεγνωρισμένο γραφείο συμφηφισμού ή χρηματιστήριο·

ê 98/31/ΕΚ Άρθρο 1.1(δ) (Προσαρμοσμένο)

18.(ιδ)           ως δανειοδοσία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και δανειοληψία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων : Ö νοείται η Õ συναλλαγή στην οποία ένα ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενός του μεταβιβάζει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα έναντι κατάλληλης ασφάλειας υπό την προϋπόθεση ότι ο δανειζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει αντίστοιχης αξίας τίτλους ή βασικά εμπορεύματα σε κάποια μελλοντική ημερομηνία ή όταν του το ζητήσει ο μεταβιβάζων, συναλλαγή η οποία είναι δανειοδοσία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων για το ίδρυμα που μεταβιβάζει τους τίτλους ή τα βασικά εμπορεύματα και δανειοληψία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων για το ίδρυμα προς το οποίο μεταβιβάζονται οι εν λόγω τίτλοι ή βασικά εμπορεύματα·

ê 98/31/ΕΚ Άρθρο 1.1(δ)

              Μια δανειοληψία τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων θεωρείται διεπαγγελματική όταν ο αντισυμβαλλόμενος υπάγεται στο συντονισμό τραπεζικής εποπτείας σε κοινοτικό επίπεδο ή ειναι πιστωτικό ίδρυμα της ζώνης Α κατά την έννοια της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ ή είναι αναγνωρισμένη επιχείρηση επενδύσεων τρίτης χώρας ή όταν η εν λόγω συναλλαγή συνάπτεται με αναγνωρισμένο γραφείο συμψηφισμού ή χρηματιστήριο·

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2(19) (Προσαρμοσμένο)

19.(ιε)            ως μέλος συστήματος συμψηφισμού (clearing member) : Öνοείται Õ ένα μέλος του χρηματιστηρίου ή του γραφείου συμψηφισμού, το οποίο έχει άμεση συμβατική σχέση με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο (ο οποίος εγγυάται την εκτέλεση των πράξεων).· Οι επιχειρήσεις που δεν είναι μέλη του συστήματος συμψηφισμού πρέπει να πραγματοποιούν τις συναλλαγές τους μέσω μέλους του συστήματος συμψηφισμούor)·

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2(20) (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

20.(ιστ)          ως τοπική επιχείρηση (local firm) : Öνοείται Õ η επιχείρηση που πραγματοποιεί συναλλαγές μόνο για ίδιο λογαριασμό ð σε αγορές ï προθεσμιακών χρηματοπιστωτικών μέσων ή προαιρέσεων χρηματιστήριο ð ή άλλων παράγωγων μέσων και σε αγορές μετρητών με αποκλειστικό σκοπό την αντιστάθμιση θέσεων σε αγορές παράγωγων μέσων ή η οποία πραγματοποιεί συναλλαγές ï για λογαριασμό άλλων μελών ή προσφέρει τιμές αγοράς και πώλησηςð των εν λόγω αγορών ï του ιδίου χρηματιστηρίου, και καλύπτεται από την εγγύηση μέλους μελών του συστήματος συμψηφισμού του ίδιου χρηματιστηρίου ð των ίδιων αγορών, όπου ï Ηη ευθύνη για την εξασφάλιση της εκτέλεσης των συμβάσεων της τοπικής επιχείρησης τέτοιων επιχειρήσεων πρέπει να αναλαμβάνεται από μέλοςη του συστήματος συμψηφισμού του ίδιου χρηματιστηρίου ð των ίδιων αγορών· ï , οι δε συμβάσεις αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων του μέλους αυτού, με την παραδοχή ότι οι θέσεις της τοπικής επιχείρησης είναι τελείως χωριστές από τις δικές του·

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2(21) (Προσαρμοσμένο)

21.(ιζ)            ως συντελεστής δέλτα : Öνοείται Õ ο λόγος της αναμενόμενης μεταβολής της τιμής μιας προαίρεσης (option) προς την αντίστοιχη μικρή μεταβολή της τιμής του μέσου το οποίο αφορά η προαίρεση·

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2(22) (Προσαρμοσμένο)

22.         για τους σκοπούς του παραρτήματος I παράγραφος 4, θέση long η θέση στην οποία ένα ίδρυμα έχει καθορίσει το επιτόκιο που πρόκειται να εισπράξει σε ορισμένη μελλοντική ημερομηνία, και ως θέση short η θέση στην οποία μια επιχείρηση έχει καθορίσει το επιτόκιο που πρόκειται να καταβάλει σε μια μελλοντική ημερομηνία·

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2(23) (Προσαρμοσμένο)

23.(ιη) ως ίδια κεφάλαια : Öνοούνται Õ τα ίδια κεφάλαια όπως αυτά ορίζονται στην οδηγία 89/299/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ.Ωστόσο, ο ορισμός αυτός μπορεί να τροποποιηθεί στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο παράρτημα V·

ê 93/6/ΕΚ Άρθρο 2 (24) και (25) (Προσαρμοσμένο)

24.       αρχικό κεφάλαιο: τα σημεία 1 και 2 του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ·

25        αρχικά ίδια κεφάλαια: το άθροισμα των σημείων 1, 2 και 4 του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ, μείον το άθροισμα των σημείων 9, 10 και 11 της ίδιας παραγράφου·

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2 (26) (Προσαρμοσμένο)

26.(ιθ)           ως κεφάλαιο : Ö νοούνται Õ τα ίδια κεφάλαια·.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2(27) (Προσαρμοσμένο)

27.     τροποποιημένη διάρκεια (modified duration): η υπολογιζόμενη βάσει της μεθόδου που προβλέπεται στο σημείο 26 του παραρτήματος I.

ò νέο

Για τους σκοπούς της άσκησης εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, ο όρος «επιχείρηση επενδύσεων» περιλαμβάνει τις αναγνωρισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων τρίτων χωρών.

Για τους σκοπούς του σημείου (ε) της πρώτης υποπαραγράφου, ο όρος «χρηματοπιστωτικό μέσο» περιλαμβάνει τόσο τα πρωτογενή χρηματοπιστωτικά μέσα ή μέσα σε μετρητά, όσο και τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα των οποίων η αξία προκύπτει από την τιμή υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή από συντελεστή ή δείκτη ή από την τιμή άλλου υποκείμενου στοιχείου· περιλαμβάνονται οπωσδήποτε τα μέσα που καθορίζονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος I της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2 (7) και (8) (Προσαρμοσμένο)

2.         Ö Με τους όρους Õ«μητρική επιχείρηση»,«θυγατρική επιχείρηση»,Ö «εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων» Õ και “«χρηματοδοτικό χρηματοοικονομικό ίδρυμα» Ö νοούνται οι επιχειρήσεις Õ όπως ορίζονται στο άρθρο Ö 4Õ 1 της οδηγίας 92/30/ΕΟΚ Ö[2000/12/ΕΚ] Õ.

Ö Με τους όρους Õ «χρηματοδοτική χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου», Ö «μητρική χρηματοδοτική χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου σε κράτος μέλος», «κοινοτική μητρική χρηματοδοτική χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου» και «επιχείρηση παροχής παρεπόμενων υπηρεσιών» Õ χρηματοοικονομικό ίδρυμα οι θυγατρικές του οποίου είναι αποκλειστικά ή κυρίως πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων ή άλλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, περιλαμβάνουν δε τουλάχιστον ένα πιστωτικό ίδρυμα ή μια επιχείρηση επενδύσεων Ö νοούνται οι επιχειρήσεις που ορίζονται ως τέτοιες στο άρθρο 4 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ], με τη διαφορά ότι κάθε αναφορά σε πιστωτικά ιδρύματα λογίζεται ως αναφορά σε ιδρύματα. Õ

ò νέο

3.         Για τους σκοπούς της εφαρμογής της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] σε ομίλους που εμπίπτουν στο άρθρο 2 παράγραφος 1 και οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν πιστωτικό ίδρυμα, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

ê 2002/87/ΕΚ Άρθρο 26 (Προσαρμοσμένο)

1.(α)  ως χρηματοδοτική χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου νοείται το χρηματοδοτικό χρηματοοικονομικό ίδρυμα του οποίου οι θυγατρικές είναι, είτε αποκλειστικά είτε κυρίως, επιχειρήσεις επενδύσεων ή άλλα χρηματοδοτικά χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εφόσον τουλάχιστον μια εξ αυτών είναι επιχείρηση επενδύσεων, και το οποίο δεν είναι χρηματοδοτική χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτών δραστηριοτήτων κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ[18] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.·

2. (β) ως εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι χρηματοδοτική χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατά την έννοια της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, εφόσον τουλάχιστον μια από τις θυγατρικές της είναι επιχείρηση επενδύσεων·

3. (γ) ως αρμόδιες αρχές νοούνται οι εθνικές αρχές οι οποίες δυνάμει νομοθετικής ή κανονιστικής ρύθμισης είναι αρμόδιες να εποπτεύουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö ΚΕΦΑΛΑΙΟ II Õ

ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2(24) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 4

1. Με τον όρο «αρχικό κεφάλαιο» Öνοούνται τα στοιχεία (α) και (β) Õ : τα σημεία 1 και 2 του άρθρου Ö 57 Õ 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ Ö[2000/12/ΕΚ]Õ.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 3(1) και (2) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 5

1.         Οι επιχειρήσεις επενδύσεων Ö οι οποίες δεν προβαίνουν σε αγοραπωλησίες χρηματοπιστωτικών μέσων για ίδιο λογαριασμό ούτε αναλαμβάνουν αμετάκλητα την αναδοχή εκδόσεως χρηματοπιστωτικών μέσων, αλλά Õ που κατέχουν ρευστά ή/και τίτλους πελατών και οι οποίες προσφέρουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες υπηρεσίες, οφείλουν να έχουν αρχικό κεφάλαιο 125 000 Ecu Ö ευρώ Õ :

(α)     λήψη και διαβίβαση εντολών των πελατών για χρηματοπιστωτικά μέσα·

(β)     εκτέλεση εντολών των πελατών για χρηματοπιστωτικά μέσα·

(γ)     διαχείριση ατομικών χαρτοφυλακίων επενδύσεων σε χρηματοπιστωτικά μέσα.

υπό τον όρο ότι δεν προβαίνουν σε αγοραπωλησίες χρηματοπιστωτικών μέσων για ίδιο λογαριασμό ούτε αναλαμβάνουν αμετάκλητα την αναδοχή εκδόσεως χρηματοπιστωτικών μέσων.

Η κατοχή θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα για την επένδυση ιδίων κεφαλαίων δεν θεωρείται «αγοραπωλησία» για τους σκοπούς των διατάξεων του πρώτου εδαφίου ή κατά την έννοια της παραγράφου 2.

2.         Ωστόσο, οΟι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε επιχειρήσεις επενδύσεων που εκτελούν εντολές πελατών για χρηματοπιστωτικά μέσα να τα κατέχουν για ίδιο λογαριασμό, εφόσον Ö πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις Õ :

(α)     η λήψη τέτοιων θέσεων οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η επιχείρηση επενδύσεων δεν είναι ικανή να εξασφαλίσει την ακριβή αλληλοκάλυψη των εντολών των επενδυτών·

(β)     η ολική αγοραία τιμή αυτών των θέσεων δεν υπερβαίνει το 15 % του αρχικού κεφαλαίου της επιχείρησης·

(γ)     η επιχείρηση πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται Ö καθορίζονται Õ στα άρθρα 18, 20 και 28· και

(δ)     αυτές οι θέσεις έχουν συμπτωματικό και προσωρινό χαρακτήρα και είναι αυστηρά περιορισμένες στο διάστημα που απαιτείται για τη διεκπεραίωση της εν λόγω συναλλαγής.

Η κατοχή θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα για την επένδυση ιδίων κεφαλαίων δεν θεωρείται "αγοραπωλησία" για τους σκοπούς των διατάξεων της παραγράφου 1 του πρώτου εδαφίου ή κατά την έννοια της παραγράφου 3.

3.2       Τα κράτη μέλη μπορούν να μειώσουν το αναφερόμενο στην παράγραφο 1 ποσό σε 50 000 Ecu Ö ευρώ Õ εφόσον η επιχείρηση δεν έχει άδεια να κατέχει ρευστά ή τίτλους των πελατών, ούτε να αγοράζει και να πωλεί για ίδιο λογαριασμό, ούτε να αναλαμβάνει αμετάκλητα την αναδοχή εκδόσεων.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 3 (3) (Προσαρμοσμένο)

3. Όλες οι άλλες επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει να έχουν αρχικό κεφάλαιο 730 000 Ecu.

ê 2004/39/ΕΚ Άρθρο 67(2) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 6

4. Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο (β) του άρθρου 2 παράγραφος 2)Ö Οι τοπικές επιχειρήσεις Õ έχουν αρχικό κεφάλαιο 50 000 ευρώ στο βαθμό που απολαύουν της ελεύθερης εγκατάστασης ή παροχής υπηρεσιών Ö όπως αυτή καθορίζεται στα Õ σύμφωνα με τα άρθρα 31 ή 32 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

ê 2004/39/ΕΚ Άρθρο 67 (3) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 7

Εν αναμονή της αναθεώρησης της οδηγίας 93/6/ΕΚ, οΟι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο (β)(iii) του άρθρου 2 Ö 3 Õ παράγραφος 1 πρέπει να διαθέτουν ως κάλυψη:

(α)          αρχικό κεφάλαιο 50.000 ευρώ, ή

(β)          ασφάλιση επαγγελματικής αποζημίωσης καλύπτουσα ολόκληρο το έδαφος της Κοινότητας ή ισοδύναμη εγγύηση κατά της ευθύνης από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό 1.000.000 ευρώ τουλάχιστον ανά ζημία και συνολικά 1.500.000 ευρώ κατ’ έτος για όλες τις ζημίες, ή

(γ)          συνδυασμό αρχικού κεφαλαίου και ασφάλισης επαγγελματικής αποζημίωσης υπό μορφή που να οδηγεί σε επίπεδο κάλυψης αντίστοιχο με το εξασφαλιζόμενο με τα στοιχεία (α) ή (β).

Τα ποσά που αναφέρονται στην παρούσα πρώτη υποπαράγραφο αναθεωρούνται περιοδικά από την Επιτροπή προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του ευρωπαϊκού δείκτη τιμών καταναλωτή που δημοσιεύει η Eurostat, κατ’ αναλογία και ταυτόχρονα με τις προσαρμογές που γίνονται βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 7 της οδηγίας 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[19] (*).

Ö Άρθρο 8 Õ

Όταν επιχείρηση επενδύσεων του στοιχείου (β)(iii) του άρθρου 2 Ö 3 Õ παράγραφος 1 είναι επίσης εγγεγραμμένη βάσει της οδηγίας 2002/92/ΕΚ, οφείλει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας, επί πλέον δε να διαθέτει ως κάλυψη:

(α)          αρχικό κεφάλαιο 25.000 ευρώ, ή

(β)          ασφάλιση επαγγελματικής αποζημίωσης καλύπτουσα ολόκληρο το έδαφος της Κοινότητας ή ισοδύναμη εγγύηση κατά της ευθύνης από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό 500.000 ευρώ τουλάχιστον ανά ζημία και συνολικά 750.000 ευρώ κατ’ έτος για όλες τις ζημίες, ή

(γ)          συνδυασμό αρχικού κεφαλαίου και ασφάλισης επαγγελματικής αποζημίωσης υπό μορφή που να οδηγεί σε επίπεδο κάλυψης αντίστοιχο με το εξασφαλιζόμενο με τα στοιχεία (α) ή (β).

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 3(3) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 9

Όλες οι άλλες επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει να έχουν αρχικό κεφάλαιο 730.000 Ecu Ö ευρώ Õ .

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 3(5) έως (8) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 10

1.         Ö Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 3 και τα άρθρα 6 και 9, Õ Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 έως 4, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την άδεια λειτουργίας επιχειρήσεων επενδύσεων και επιχειρήσεων που καλύπτονται από Ö το άρθρο 6 Õ την παράγραφο 4 που ήδη λειτουργούσαν πριν από Ö τις 31 Δεκεμβρίου 1995 Õ την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και των οποίων τα ίδια κεφάλαια είναι κατώτερα από τα επίπεδα αρχικού κεφαλαίου που ορίζονται γι’ αυτές Ö στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 3 και στα άρθρα 6 και 9 Õ στις παραγράφους 1 έως 4.

Τα ίδια κεφάλαια όλων αυτών των επιχειρήσεων δεν μπορούν να είναι κατώτερα από το υψηλότερο επίπεδο αναφοράς στο οποίο έχουν φθάσει μετά την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας Ö 1993/6/ΕΟΚ Õ. Το επίπεδο αναφοράς είναι ο μέσος όρος του ημερήσιου ύψους των ίδιων κεφαλαίων, υπολογιζόμενος επί του εξαμήνου που προηγείται της ημερομηνίας υπολογισμού. Το εν λόγω επίπεδο αναφοράς υπολογίζεται ανά εξάμηνο επί της αντίστοιχης προηγηθείσης περιόδου.

2.         Σε περίπτωση που ο έλεγχος μιας επιχείρησης επενδύσεων που αναφέρεται στην παράγραφο 5Ö 1 Õ περιέλθει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που ασκούσε τον έλεγχο αυτό προηγουμένως, τα ίδια κεφάλαια της εν λόγω επιχείρησης πρέπει να ανέλθουν τουλάχιστον στο επίπεδο που προβλέπεται γι’ αυτήν Ö στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 3 και στα άρθρα 6 και 9 Õ στις παραγράφους 1 έως 4, εκτός των ακόλουθων περιπτώσεων: (i) στην από την περίπτωση πρώτης κληρονομικής μεταβίβασης μετά Ö τις 31 Δεκεμβρίου 1995 Õ τη θέση σε εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, με την έγκριση των αρμόδιων αρχών και επί διάστημα δέκα το πολύ ετών από την εν λόγω μεταβίβαση.,

(ii)          στην περίπτωση αλλαγής εταίρου προσωπικής εταιρείας εφόσον ο ένας τουλάχιστον από τους εταίρους, κατά την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, παραμένει στην προσωπική εταιρεία και επί διάστημα δέκα το πολύ ετών από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

3.         Ωστόσο, σΣε ορισμένες ειδικές περιστάσεις και με τη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών, σε περίπτωση συγχώνευσης δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων επενδύσεων ή/και επιχειρήσεων που καλύπτονται από την παράγραφο 4Ö το άρθρο 6Õ, τα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης που προκύπτει από τη συγχώνευση μπορούν να μη ανέρχονται στο επίπεδο που ορίζεται γι’ αυτήν στις παραγράφους 1 έως 4Ö στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 3 και στα άρθρα 6 και 9 Õ. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία τα επίπεδα των παραγράφων 1 έως 4 Ö που καθορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 3 και στα άρθρα 6 και 9 Õ δεν έχουν επιτευχθεί, τα ίδια κεφάλαια της νέας επιχείρησης επενδύσεων δεν μπορούν να είναι κατώτερα από το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων των συγχωνευμένων επιχειρήσεων κατά τη στιγμή της συγχώνευσης.

4.         Τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων επενδύσεων και των επιχειρήσεων που καλύπτονται από την παράγραφο 4Ö το άρθρο 6 Õ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μειωθούν κάτω από το επίπεδο που ορίζεται στις παραγράφους 1 έως 5 και 7 Ö στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 3, στα άρθρα 6 και 9, καθώς και στο άρθρο 10 παράγραφοι 1 και 3Õ.

Εάν όμως συμβεί αυτό, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, εφόσον οι περιστάσεις το δικαιολογούν, να ορίσουν περιορισμένη χρονική περίοδο εντός της οποίας αυτές οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να επανορθώσουν την κατάστασή τους ή να τερματίσουν τις δραστηριότητές τους.

ò νέο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

Άρθρο 11

1.         Το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ενός ιδρύματος αποτελείται από το σύνολο των θέσεων σε χρηματοπιστωτικά μέσα και βασικά εμπορεύματα οι οποίες κατέχονται είτε με σκοπό συναλλαγής είτε με σκοπό την αντιστάθμιση κινδύνων σχετιζόμενων με άλλα στοιχεία του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και οι οποίες πρέπει είτε μην υπόκεινται σε καμία συμβατική ρήτρα που να περιορίζει την εμπορευσιμότητά τους είτε να είναι επιδεκτικές αντιστάθμισης κινδύνου.

2.         Ως θέσεις οι οποίες κατέχονται με σκοπό συναλλαγής νοούνται εκείνες οι οποίες κατέχονται σκοπίμως ενόψει βραχυπρόθεσμης μεταπώλησης ή/και με στόχο την αποκόμιση κέρδους από πραγματικές ή αναμενόμενες βραχυπρόθεσμες αποκλίσεις μεταξύ των τιμών αγοράς και των τιμών πώλησης ή από άλλου είδους διακυμάνσεις των τιμών ή των επιτοκίων. Ο όρος «θέσεις» καλύπτει επίσης τις κατά κυριότητα κατεχόμενες θέσεις και τις θέσεις που προκύπτουν από εξυπηρέτηση πελατών και από ειδική διαπραγμάτευση (market making).

3.         Ο σκοπός συναλλαγής αποδεικνύεται με βάση στρατηγικές, πολιτικές και διαδικασίες τις οποίες το εκάστοτε ίδρυμα θεσπίζει με σκοπό τη διαχείριση της θέσεως ή του χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το παράρτημα VII, μέρος A.

4.         Τα ιδρύματα θεσπίζουν και διατηρούν σε ισχύ συστήματα και ελέγχους για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους, σύμφωνα με το παράρτημα VII, μέρος B.

5.         Το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είναι δυνατό να περιλαμβάνει εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου. Στην περίπτωση αυτή, είναι εφαρμοστέο το παράρτημα VII, μέρος Γ.

ò νέο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2 (25) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 12

Με τον όρο «αρχικά ίδια κεφάλαια» :νοείται το άθροισμα των σημείων 1, 2 και Ö στοιχείων α) έως γ) Õ , μείον το άθροισμα των σημείων 9, 10 και 11 Ö στοιχείων θ) έως ια) Õ του άρθρου 2 παράγραφος 1 Ö 57 Õ της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ.

ò νέο

Η Επιτροπή θα υποβάλει το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2009 κατάλληλη πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για την τροποποίηση του παρόντος κεφαλαίου.

ê 93/6/ΕΟΚ Παράρτημα V, πρώτη και δεύτερη υποπαράγραφος (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 13

1.         ð Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 έως 5 του παρόντος άρθρου και των άρθρων 14 έως 17,ï Ττα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων ορίζονται Ö καθορίζονται Õ σύμφωνα με την οδηγία 89/299/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ .

Επιπλέον, η πρώτη υποπαράγραφος ισχύει για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν έχουν μία από τις νομικές μορφές που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 της τέταρτης οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

ê 93/6/ΕΟΚ Παράρτημα V (1) 2η υποπαράγραφος (2) έως (5) (Προσαρμοσμένο)

è1 98/31/ΕΚ Άρθρο 1.7 και παράρτημα, σημ. 4(α) (β)

ð Νέο

2.         è1 Κατά παρέκκλιση της παραγράφου του σημείου 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ιδρύματα που υποχρεούνται να τηρούν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις όσον αφορά τα ίδια κεφάλαιά τους, οι οποίες Ö υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 28 έως 32 και Õ προβλέπονται τα παραρτήματα I, II, III, IV, VI, VII και VIII Ö και III έως VI Õ να χρησιμοποιούν, για τον σκοπό αυτό και μόνο, έναν εναλλακτικό ορισμό των ιδίων κεφαλαίων προκειμένου να τηρήσουν αυτές τις απαιτήσεις και μόνο Ö μια εναλλακτική μέθοδο προσδιορισμού Õτων ιδίων κεφαλαίων. ç Κανένα τμήμα των ιδίων κεφαλαίων τα οποία χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό τα οποία προβλέπονται με τον τρόπο αυτόν δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να τηρηθούν ταυτόχρονα και άλλες κεφαλαιακές απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων.

Ο εναλλακτικός αυτός ορισμός Ö Η εναλλακτική αυτή μέθοδος προσδιορισμού Õ περιλαμβάνει τα στοιχεία που καθορίζονται στα σημεία α) έως γ) κατωτέρω, μείον το στοιχείο που καθορίζεται στο σημείο δ), τα στοιχεία α), β) και γ) μείον το στοιχείο δ), · η αφαίρεση του τελευταίου αυτού στοιχείου οποίου θα αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών:

(α)     ίδια κεφάλαια, όπως αυτά ορίζονται στην οδηγία 89/299/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ], Õ εξαιρουμένων μόνον των σημείων 12 Ö ιβ) έως ιστ) Õ και 13 του άρθρου 2 παράγραφος 1 Ö 57 Õ της εν λόγω οδηγίας 89/299/ΕΟΚ για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που οφείλουν να εκπίπτουν το στοιχείο δ) της παρούσας παραγράφου από το σύνολο των σημείων α), β) και γ) της παρούσας παραγράφου·

(β)     τα καθαρά κέρδη του ιδρύματος από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του καθαρά από κάθε προβλεπόμενη οφειλή ή μέρισμα, μείον τις καθαρές ζημίες του από άλλες δραστηριότητες, υπό τον όρο ότι κανένα από αυτά τα ποσά δεν έχει ήδη συμπεριληφθεί στο σημείο α) της παρούσας παραγράφου βάσει των σημείων 2 ή 11 Ö β) ή ια) Õ του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ Ö 57 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] Õ·

(γ)     δάνεια μειωμένης εξασφάλισης ή/και τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 5, υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται στις παραγράφους 3 έως 7 Ö και 4 και στο άρθρο 14 Õ ·

(δ)     μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού όπως ορίζονται Ö καθορίζονται Õ στην παράγραφο 8 Ö στο άρθρο 15 Õ .

3.         Τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στο σημείο 2 γ) Ö της παραγράφου 2 Õ πρέπει να έχουν αρχική προθεσμία λήξης τουλάχιστον δύο ετών, πρέπει δε να έχουν πλήρως καταβληθεί και η σύμβαση του δανείου δεν πρέπει να περιλαμβάνει καμία ρήτρα που να προβλέπει ότι, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, εκτός από την λύση και εκκαθάριση του ιδρύματος, το χρέος πρέπει να εξοφληθεί πριν από τη συμφωνηθείσα ημερομηνία εξόφλησης, εκτός αν οι αρμόδιες αρχές το επιπτρέψουν. Ούτε το κεφάλαιο ούτε ο τόκος του εν λόγω δανείου μειωμένης εξασφάλισης επιτρέπεται να εξοφληθούν εάν η εξόφληση αυτή συνεπάγεται τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος σε λιγότερο από το 100 % των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων του Ö εν λόγω Õ ιδρύματος.

Επιπλέον, τα ιδρύματα κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές κάθε εξόφληση του εν λόγω δανείου μειωμένης εξασφάλισης, η οποία συνεπάγεται ότι τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος αυτού είναι λιγότερα από το 120 % των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεών του.

4.         Το ποσό των δανείων μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στο σημείο 2 γ) Ö της παραγράφου 2 Õ δεν πρέπει να υπερβαίνει το 150 % κατ’ ανώτατο όριο των αρχικών ιδίων κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων Ö οι οποίες υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 28 έως 32 καιÕ καθορίζονται στα τα παραρτήματα I, II, III, IV, VI, VII, και VIII Ö έως VI Õ και δεν πρέπει να προσεγγίζει αυτό το ανώτατο όριο παρά μόνο σε ειδικές περιστάσεις αποδεκτές από τις αρμόδιες αρχές.

5.         Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να υποκαθιστούν τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται Ö στο σημείο γ) της παραγράφου 2 Õ στα σημεία 3 και 4 με τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία 3 και 5 έως 8 Ö δ) έως η) Õ του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ Ö 57 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] Õ.

ê 98/31/ΕΚ Παράρτημα, σημ. 4(γ) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 14

1.         Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε επιχειρήσεις επενδύσεων να υπερβαίνουν το ανώτατο όριο για το ποσό των δανείων μειωμένης εξασφάλισης Ö που καθορίζεται Õ του σημείου 4 Ö στο άρθρο 13 παράγραφος 4, Õ εφόσον το κρίνουν ορθό από άποψη εποπτείας και υπό την προϋπόθεση ότι το σύνολο των δανείων μειωμένης εξασφάλισης και τα στοιχεία που αναφέρονται στο σημείο 5 Ö άρθρο 13 παράγραφος 5 Õ δεν υπερβαίνει το 200 % των αρχικών ιδίων κεφαλαίων που απομένουν για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων που ορίζονται στα Ö υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 28 έως 32 και με τα Õ παραρτήματα I, II, III, IV, VI, VII και VIII Ö και III έως VI Õ ή το 250 % του αυτού ποσού στην περίπτωση που οι επιχειρήσεις επενδύσεων εκπίπτουν από το στοιχείο δ) που αναφέρεται στο σημείο 2 Ö του άρθρου 13 παράγραφος 2 Õ κατά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων.

2.         Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ένα πιστωτικό ίδρυμα να υπερβεί το ανώτατο όριο κεφαλαίου των δανείων μειωμένης εξασφάλισης του σημείου 4 Ö που καθορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 4 Õ εάν το κρίνουν ορθό από άποψη εποπτείας και υπό τον όρο ότι το σύνολο του κεφαλαίου των εν λόγω δανείων μειωμένης εξασφάλισης και τα στοιχεία που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 8 Ö δ) έως η) Õ του άρθρου 35 παράγραφος 2 Ö 57 Õ της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] που αναφέρονται στο σημείο 5 δεν υπερβαίνουν το 250 % των αρχικών ιδίων κεφαλαίων που απομένουν για την τήρηση των απαιτήσεων που ορίζονται στα Ö υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 32 και τα Õ παραρτήματα I, II, III, IV, V και VI Ö και III έως VI Õ.

ê 93/6/ΕΟΚ Παράρτημα V (8) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 15

Τα μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού Ö για τα οποία γίνεται λόγος στο σημείο δ) του άρθρου 12 παράγραφος 2 Õ περιλαμβάνουν Ö τα ακόλουθα Õ:

(α)     τα ενσώματα πάγια στοιχεία του ενεργητικού, (εκτός στο βαθμό που τα γήπεδα και τα κτίρια μπορούν να συμψηφίζονται με τα δάνεια για τα οποία έχουν δοθεί ως ασφάλεια)·

(β)     συμμετοχές, συμπεριλαμβανομένων των πιστώσεων μειωμένης εξασφάλισης, σε πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, που μπορούν να αποτελούν τμήμα των ιδίων κεφαλαίων των εν λόγω ιδρυμάτων, εκτός εάν έχουν εκπεστεί σύμφωνα με τα σημεία 12 Ö ιβ) έως ιστ) Õ του άρθρου 2 παράγραφος 1 Ö 57 Õ της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ ή βάσει του άρθρου 15 σημείο δ) του παρόντος παραρτήματος Ö της παρούσας οδηγίας Õ ·

(γ)     τις συμμετοχές και λοιπές επενδύσεις, σε επιχειρήσεις εκτός από πιστωτικά και άλλα χρηματοδοτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, που δεν μπορούν εύκολα να πωληθούν·

(δ)     τις ζημίες των θυγατρικών·

(ε)     τις καταθέσεις, εκτός από εκείνες που είναι διαθέσιμες για επαναπληρωμή εντός 90 ημερών· εξαιρούνται επίσης οι πληρωμές με τη μορφή εγγυήσεων (margined) για προθεσμιακές συμβάσεις ή συμβάσεις προαιρέσεων (options contracts)·

(στ)   δάνεια και άλλα οφειλόμενα ποσά, εκτός από όσα πρέπει να εξοφληθούν μέσα σε 90 ημέρες·

(ζ)     υλικά αποθέματα, εκτός εάν υπόκεινται Ö ήδη σε Õ στις κεφαλαιακές απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 και υπό τον όρο ότι αυτές οι απαιτήσεις δεν είναι λιγότερο αυστηρές από εκείνες που επιβάλλει το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο iii) Ö τουλάχιστον εξίσου αυστηρές με εκείνες που καθορίζονται στα άρθρα 18 έως 20 Õ .

ê 93/6/ΕΟΚ Παράρτημα V(8) δεύτερη περίπτωση, δεύτερη υποπαράγραφος (Προσαρμοσμένο)

Ö Για τους σκοπούς του σημείου β), Õ Όόταν οι επιχειρήσεις κατέχουν προσωρινώς μερίδια σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα λόγω πράξεων οικονομικής ενίσχυσης για την αναδιοργάνωση και διάσωση του ιδρύματος αυτού, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να τις απαλλάσσουν από αυτή την υποχρέωση. Μπορούν επίσης να προβλέπουν απαλλαγή στην περίπτωση μεριδίων τα οποία περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών της επιχείρησης επενδύσεων,.

ê 93/6/ΕΟΚ Παράρτημα V (9) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 16

9. Οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων που περιλαμβάνονται σε όμιλο υποκείμενο στην Ö στον οποίον έχει χορηγηθεί η Õ απαλλαγή του άρθρου 7 παράγραφος 4 Ö που προβλέπεται στο άρθρο 22 Õ υπολογίζουν τα ίδια κεφάλαιά τους σύμφωνα με τα σημεία 1 έως 8 Ö άρθρα 13 έως 15 Õ με την επιφύλαξη των ακόλουθων διατάξεων τροποποιήσεων:

(α)(i) τα μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία του σημείου 2Ö που αναφέρονται στο σημείο δ) του άρθρου 13 παράγραφος 2 Õ αφαιρούνται,·

(β)(ii) η εξαίρεση που αναφέρεται στο σημείο 2 Ö α) του άρθρου 12 παράγραφος 2 Õ δεν καλύπτει τα στοιχεία των σημείων 12 Ö που εμπίπτουν στα σημεία ιβ) έως ιστ) Õ του άρθρου 2 παράγραφος 1 Ö 57 Õ της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ τις οποίες τα οποία η επιχείρηση επενδύσεων κατέχει σε επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη βάση που ορίζεται στο άρθρο Ö 2 παράγραφος 1 Õ της παρούσας οδηγίας,·

(γ)(iii) τα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 6 Ö 66 Õ παράγραφος 1 σημεία α) και β) της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ υπολογίζονται σε σχέση με τα αρχικά ίδια κεφάλαια μείον τα στοιχεία των σημείων 12 Ö που εμπίπτουν στα σημεία ιβ) έως ιστ) Õ του άρθρου 2 παράγραφος 1 Ö 57 Õ της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ Ö[2000/12/ΕΚ] Õ που περιγράφονται στο σημείο ii) ανωτέρω Ö για τα οποία γίνεται λόγος στο σημείο β) Õ και τα οποία αποτελούν στοιχεία των αρχικών ιδίων κεφαλαίων των εν λόγω επιχειρήσεων,·

(δ)(iv) τα στοιχεία των σημείων 12 Ö που εμπίπτουν στα σημεία ιβ) έως ιστ) Õ του άρθρου 2 παράγραφος 1 Ö 57 Õ της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ Ö[2000/12/ΕΚ] Õ που αναφέρονται στο σημείο γ) αφαιρούνται από τα αρχικά ίδια κεφάλαια και όχι από το σύνολο των στοιχείων όπως ορίζεται στο άρθρο 6 Ö 66 Õ παράγραφος 1 σημείο γ) της προαναφερόμενης οδηγίας, και δη για τους σκοπούς των σημείων 4 έως 7 Ö του άρθρου 13 παράγραφοι 4 και 5 και του άρθρου 14 Õ του παρόντος παραρτήματος Ö της παρούσας οδηγίας Õ .

ò νέο

Άρθρο 17

1.         Όταν ένα ίδρυμα υπολογίζει ποσά χρηματοδοτικών ανοιγμάτων με στάθμιση κινδύνου για τους σκοπούς του παραρτήματος II σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 84 έως 89 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ], τότε, για τον υπολογισμό που προβλέπεται στην οδηγία [2000/12/ΕΚ] παράρτημα VII, μέρος 1, υποενότητα 4, ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

(α)     οι προσαρμογές αξίας που πραγματοποιούνται για να ληφθεί υπόψη η πιστωτική ποιότητα του αντισυμβαλλόμενου επιτρέπεται να συμπεριλαμβάνονται στο άθροισμα των προσαρμογών αξίας και των προβλέψεων που πραγματοποιούνται για τα χρηματοδοτικά ανοίγματα του παραρτήματος II·

(β)     με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, εάν ο πιστωτικός κίνδυνος του αντισυμβαλλόμενου λαμβάνεται επαρκώς υπόψη για την αποτίμηση θέσης η οποία συμπεριλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, το αναμενόμενο ποσό ζημίας που αντιστοιχεί στο χρηματοδοτικό άνοιγμα με βάση τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου είναι μηδέν.

Για τους σκοπούς του σημείου α), στην περίπτωση τέτοιων ιδρυμάτων, τέτοιου είδους προσαρμογές της αξίας δεν συνυπολογίζονται στα ίδια κεφάλαια παρά μόνο σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα υποπαράγραφο.

2.         Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, είναι εφαρμοστέα τα άρθρα 153 και 154 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ].

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö ΚΕΦΑΛΑΙΟ V Õ

Ö τμημα 1 Õ

ΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 4(1) 1η υποπαράγραφος (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 18

1.         Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τΤα ιδρύματα ð οφείλουν να διαθέτουν ï να έχουν διαρκώς ίδια κεφάλαια τουλάχιστον ίσα προς το άθροισμα των Ö κατωτέρω Õ ακόλουθων ποσών:

ê 98/31/ΕΚ Άρθρο 1.2 (Προσαρμοσμένο)

i) (α)  των κεφαλαιακών απαιτήσεων, που υπολογίζονται σύμφωνα με Ö τις μεθόδους και εναλλακτικές επιλογές που καθορίζονται στα άρθρα 28 έως 32 και Õ τα παραρτήματα I, II και VI και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το παράρτημα VIII, βάσει του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους,

ii) (β) των κεφαλαιακών απαιτήσεων, που υπολογίζονται σύμφωνα με Ö τις μεθόδους και εναλλακτικές επιλογές που καθορίζονται Õ στα παραρτήματα III και VII Ö IV Õ και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το παράρτημα VIII, βάσει του όλου κύκλου εργασιών τους.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 4.1 (iii) και (iv) (Προσαρμοσμένο)

(iii)         των κεφαλαιακών απαιτήσεων που ορίζονται στην οδηγία 89/647/ΕΟΚ για όλες τις συναλλαγές τους, εξαιρουμένων τόσο εκείνων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών όσο και των παγίων στοιχείων του ενεργητικού, εφόσον αυτά αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με το παράρτημα V σημείο 2 στοιχείο δ),

(iv)         των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 4.1 (iii) έως (iv), δεύτερη υποπαράγραφος

Ανεξαρτήτως του ποσού των κεφαλαιακών απαιτήσεων που αναφέρονται στα σημεία i) έως iv), τα απαιτούμενα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων επενδύσεων δεν μπορεί να είναι κατώτερα από ό,τι ορίζεται στο παράρτημα IV.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 4 (2) έως (5)

2. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να καλύπτουν τους κινδύνους, που προκύπτουν σε σχέση με συναλλαγές που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ούτε και στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ, και που θεωρούνται ότι είναι παρόμοιοι με τους κινδύνους που εμπίπτουν στις εν λόγω οδηγίες, με επαρκή ίδια κεφάλαια.

3. Αν τα ίδια κεφάλαια ενός ιδρύματος πέσουν κάτω από το όριο που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι το ίδρυμα λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να επανορθώσει την κατάσταση το ταχύτερο δυνατόν.

4. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να εφαρμόζουν συστήματα για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των κινδύνων επιτοκίου όλων των δραστηριοτήτων τους. Τα συστήματα αυτά υπόκεινται στην εποπτεία των αρμόδιων αρχών.

5. Τα ιδρύματα οφείλουν να αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές ότι διαθέτουν επαρκή συστήματα ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να υπολογίζουν με εύλογη ακρίβεια την οικονομική κατάσταση του ιδρύματος.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 4(6) (Προσαρμοσμένο)

2.         Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τους σύμφωνα με την οδηγία 89/647/ΕΟΚ, αντί σύμφωνα με τα παραρτήματα I και II της παρούσας οδηγίας, εφόσον: Ö το άρθρο 75 σημείο α) της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] και με τις παραγράφους 6, 7, 8 και 10 του παραρτήματος II της παρούσας οδηγίας, Õ αντί σύμφωνα με τα παραρτήματα I και II της παρούσας οδηγίας, εφόσον ο όγκος του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους πληροί τις Ö ακόλουθες Õ προϋποθέσεις που καθορίζονται κατωτέρω:

i) (α)  οι συναλλαγές του χαρτοφυλακίου συναλλαγών των ιδρυμάτων αυτών δεν υπερβαίνουν κανονικά το 5 % των ολικών συναλλαγών τους,

ii) (β) το σύνολο των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους δεν υπερβαίνει κανονικά το ποσό των 15 εκατομμυρίων Ecu Ö ευρώ Õ , και

iii)(γ) οι συναλλαγές του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, των ιδρυμάτων αυτών δεν υπερβαίνουν ποτέ το 6 % των συνολικών τους συναλλαγών, οι δε θέσεις τους δεν υπερβαίνουν ποτέ συνολικά τα 20 εκατομμύρια Ecu Ö ευρώ Õ .

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 4(7) (Προσαρμοσμένο)

3.         Για τον υπολογισμό της αναλογίας των συναλλαγών του χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε σύγκριση με τις ολικές συναλλαγές στην παράγραφο 6 Ö 2 Õ σημεία Ö α) και γ) Õ i) και iii) , οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναφέρονται είτε στον ισολογισμό και τα στοιχεία εκτός ισολογισμού, είτε στο λογαριασμό κερδών και ζημιών, είτε στα ίδια κεφάλαια του οικείου ιδρύματος, είτε και σε συνδυασμό όλων αυτών. Για την αποτίμηση των συναλλαγών εντός και εκτός ισολογισμού, τα χρεώγραφα αποτιμώνται βάσει της ονομαστικής ή της αγοραίας τους αξίας, οι μετοχές βάσει της αγοραίας τους αξίας και τα παράγωγα μέσα βάσει της ονομαστικής ή της αγοραίας αξίας των υποκείμενων μέσων. Οι θετικές και αρνητικές θέσεις long και short αθροίζονται ανεξάρτητα από τα πρόσημά τους.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 4(8) (Προσαρμοσμένο)

4.         Εάν ένα ίδρυμα συμβεί να υπερβεί ένα τουλάχιστον από τα δύο οριζόμενα στην παράγραφο 6 Ö 2 σημεία α) και β)Õ σημεία i) και ii) όρια, εκτός εάν αυτό διαρκέσει μόνο επί σύντομο χρονικό διάστημα ή να υπερβεί ένα τουλάχιστον από τα δύο οριζόμενα στην παράγραφο 6 Ö 2 σημείο γ) Õ σημείο iii), όρια, υποχρεούται να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του άρθρου Ö της παραγράφου 1 σημείο α) Õ 4 παράγραφος 1 σημείο i) όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του, και όχι με τις απαιτήσεις Ö του άρθρου 75 σημείο α) Õτης οδηγίας 89/647/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ , και να ειδοποιήσει την αρμόδια αρχή.

ò νέο

Άρθρο 19

1.         Για τους σκοπούς της παραγράφου 14 του παραρτήματος I, κατά τη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, είναι δυνατό να εφαρμόζεται στάθμιση 0% για τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις ίδιες οντότητες και οι οποίοι είναι εκπεφρασμένοι και χρηματοδοτούνται στο εγχώριο νόμισμα.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 11(2) (Προσαρμοσμένο)

2.         Κατά παρέκκλιση του σημείου Ö των παραγράφων 13 και Õ 14 του παραρτήματος I, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ειδική απαίτηση κινδύνου για τις ομολογίες που σταθμίζονται με 10 % σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ Ö εμπίπτουν στο παράρτημα VI, μέρος 1, παράγραφοι 65 έως 67 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ], Õ και δη ίση με το μισό της ειδικής απαίτησης την ειδική απαίτηση κινδύνου που αντιστοιχεί σ' ένα εγκεκριμένο στοιχείο με την ίδια εναπομένουσα διάρκεια μέχρι τη λήξη της εν λόγω ομολογίας Ö , μειωμένη σύμφωνα με τα ποσοστά που παρατίθενται στο παράρτημα VI, μέρος 1, παράγραφος 68 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] Õ .

ò νέο

3.         Σε περίπτωση που, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 52 του παραρτήματος I, μία αρμόδια αρχή αναγνωρίσει ως επιλέξιμο έναν οργανισμό συλλογικών επενδύσεων («ΟΣΕΚΑ») τρίτης χώρας, η αρμόδια αρχή κάποιου άλλου κράτους μέλους δύναται να κάνει χρήση της αναγνώρισης αυτής χωρίς να διενεργήσει η ίδια αξιολόγηση.

Άρθρο 20

1.         Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου καθώς και του άρθρου 34 της παρούσας οδηγίας, οι απαιτήσεις του άρθρου 75 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

2.         Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές δύναται να επιτρέπουν σε επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν διαθέτουν άδεια για την παροχή υπηρεσιών οι οποίες απαριθμούνται στα σημεία 3 και 6 του παραρτήματος I, τμήμα A της οδηγίας 2004/39/ΕΚ να διαθέτουν ίδια κεφάλαια τα οποία να είναι ανά πάσα στιγμή μεγαλύτερα ή ίσα με το υψηλότερο εκ των ακόλουθων ποσών:

(α)     το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων που προβλέπονται στα σημεία α) έως γ) του άρθρου 75 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ]·

(β)     το ποσό που καθορίζεται στο άρθρο 21 της παρούσας οδηγίας.

3.         Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές δύναται να επιτρέπουν σε επιχειρήσεις επενδύσεων που κατέχουν αρχικό κεφάλαιο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9, αλλά οι οποίες εμπίπτουν στις ακόλουθες κατηγορίες να διαθέτουν ίδια κεφάλαια τα οποία να είναι ανά πάσα στιγμή μεγαλύτερα ή ίσα με το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων που προκύπτει από υπολογισμούς σύμφωνα με τις απαιτήσεις των σημείων α) έως γ) του άρθρου 75 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] και με το ποσό που καθορίζεται στο άρθρο 21 της παρούσας οδηγίας:

(α)     επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες πραγματοποιούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό με σκοπό την εκπλήρωση ή την εκτέλεση εντολών πελατών ή με σκοπό την απόκτηση πρόσβασης σε σύστημα συμψηφισμού και διακανονισμού ή σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο οσάκις ενεργούν υπό την ιδιότητα πράκτορα ή εκτελούν εντολή πελάτη·

(β)     επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες:

(i)      δεν κατέχουν χρήματα ή τίτλους πελατών·

(ii)     πραγματοποιούν συναλλαγές μόνο για ίδιο λογαριασμό·

(iii)    δεν διαθέτουν εξωτερικούς πελάτες·

(iv)    πραγματοποιούν συναλλαγές των οποίων η εκτέλεση και ο διακανονισμός τελούν υπό την ευθύνη και την εγγύηση συμψηφιστικού οργανισμού.

4.         Οι επιχειρήσεις επενδύσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στις παραγράφους 2 και 3 εξακολουθούν να υπόκεινται σε όλες τις υπόλοιπες διατάξεις περί λειτουργικού κινδύνου οι οποίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα V της οδηγίας [2000/12/ΕΚ].

ê 93/6/ΕΟΚ Παράρτημα IV

Άρθρο 21

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει να κατέχουν ίδια κεφάλαια που να ισοδυναμούν με το ένα τέταρτο των παγίων εξόδων τους κατά το προηγούμενο έτος.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να προσαρμόζουν την απαίτηση αυτή σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής των δραστηριοτήτων της επιχείρησης σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Εάν η επιχείρηση δεν έχει ακόμα ασκήσει τις δραστηριότητές της κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους, περιλαμβανομένης της ημέρας έναρξης των δραστηριοτήτων της, η κεφαλαιακή απαίτηση ισοδυναμεί με το ένα τέταρτο του ποσού των παγίων εξόδων που προβλέπεται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων της, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές απαιτήσουν την αναπροσαρμογή αυτού του προγράμματος.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö μεροσ 2 εφαρμογη των απαιτησεων σε ενοποιημενη βαση Õ

ò νέο

Άρθρο 22

1.         Οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες ή εντεταλμένες να ασκούν εποπτεία σε ενοποιημένη βάση επί ομίλων που εμπίπτουν στο άρθρο 2 δύνανται, ανάλογα με την περίπτωση, να χορηγούν απαλλαγή από τη σε ενοποιημένη βάση εφαρμογή των κεφαλαιακών απαιτήσεων υπό την προϋπόθεση ότι:

(α)     έκαστη επιχείρηση επενδύσεων ενός τέτοιου ομίλου εφαρμόζει τον ορισμό των ιδίων κεφαλαίων που παρατίθεται στο άρθρο 16·

(β)     όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενός τέτοιου ομίλου εμπίπτουν στις κατηγορίες των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 20·

(γ)     έκαστη επιχείρηση επενδύσεων ενός τέτοιου ομίλου πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 18 και 20 σε ατομική βάση και συγχρόνως αφαιρεί από τα ίδια κεφάλαιά της τις τυχόν ενδεχόμενες υποχρεώσεις προς όφελος επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και επιχειρήσεων παροχής παρεπόμενων υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης·

(δ)     κάθε χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου η οποία είναι η μητρική επιχείρηση οποιασδήποτε επιχείρησης επενδύσεων ενός τέτοιου ομίλου διαθέτει τουλάχιστον τόσα κεφάλαια (που ορίζονται εδώ ως το άθροισμα των σημείων α) έως η) του άρθρου 57 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ]) όσα το άθροισμα της πλήρους αξίας σύμφωνα με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών των τυχόν συμμετοχών, των απαιτήσεων μειωμένης εξασφάλισης και των μέσων που μνημονεύονται στο άρθρο 57 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] σε επιχειρήσεις επενδύσεων, χρηματοδοτικά ιδρύματα, εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και επιχειρήσεις παροχής παρεπόμενων υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης, καθώς και το συνολικό ποσό τυχόν ενδεχόμενων υποχρεώσεων προς όφελος επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και επιχειρήσεων παροχής παρεπόμενων υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης.

Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της πρώτης υποπαραγράφου, κάθε επιχείρηση επενδύσεων διαθέτει και εφαρμόζει συστήματα για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των πηγών κεφαλαίων και χρηματοδότησης όλων των χρηματοδοτικών εταιρειών χαρτοφυλακίου, επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και επιχειρήσεων παροχής παρεπόμενων υπηρεσιών που ανήκουν στον εκάστοτε όμιλο.

2.         Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν σε χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου η οποία είναι η μητρική επιχείρηση μιας επιχείρησης επενδύσεων ενός τέτοιου ομίλου να εφαρμόζει αξία χαμηλότερη από την αξία που υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο δ) της παραγράφου 1, αλλά όχι χαμηλότερη από το άθροισμα των απαιτήσεων που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 20 σε ατομική βάση σε επιχειρήσεις επενδύσεων, χρηματοδοτικά ιδρύματα, εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και επιχειρήσεις παροχής παρεπόμενων υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης, καθώς και από το συνολικό ποσό τυχόν ενδεχόμενων υποχρεώσεων προς όφελος επιχειρήσεων επενδύσεων, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και επιχειρήσεων παροχής παρεπόμενων υπηρεσιών που διαφορετικά θα αποτελούσαν αντικείμενο ενοποίησης. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η κεφαλαιακή απαίτηση που ισχύει για τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, τις εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και τις επιχειρήσεις παροχής παρεπόμενων υπηρεσιών αποτελεί πλασματική κεφαλαιακή απαίτηση.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 7(5) και (6) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 23

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ανήκουν σε όμιλο εμπίπτοντα στην απαλλαγή που περιγράφεται στο άρθρο 20 Ö 22 Õ να τους κοινοποιούν τους κινδύνους αυτούς, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που συνδέονται με τη σύνθεση και τις πηγές των κεφαλαίων και της χρηματοδότησής τους, οι οποίοι θα μπορούσαν να βλάψουν την οικονομική κατάσταση αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων. Εάν στη συνέχεια οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι η οικονομική κατάσταση των εν λόγω επιχειρήσεων επενδύσεων δεν προστατεύεται επαρκώς, απαιτούν από τις επιχειρήσεις να λάβουν μέτρα, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, περιορισμών στις μεταφορές κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις αυτές στους οργανισμούς του ομίλου.

Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές δεν επιβάλουν την υποχρέωση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση δυνάμει Ö του άρθρου 22 Õ της παραγράφου 4, λαμβάνουν άλλα ανάλογα μέτρα για την εποπτεία των κινδύνων, συγκεκριμένα δε των μεγάλων ανοιγμάτων σε ολόκληρο τον όμιλο, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων οι οποίες δεν είναι εγκατεστημένες σε κανένα κράτος μέλος.

ò νέο

Όταν οι αρμόδιες αρχές χορηγούν απαλλαγή από την υποχρέωση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση η οποία προβλέπεται στο άρθρο 22, οι απαιτήσεις που προβλέπονται στον τίτλο V, κεφάλαιο 5 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] εξακολουθούν να ισχύουν σε ατομική βάση, ενώ οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 124 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] εξακολουθούν να ισχύουν σε ατομική βάση για την εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων.

ê 93/6/ΕΚ Άρθρο 7 (7) έως (9)

7. Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν, σε ατομική ή σε υπό ενοποιημένη βάση, τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 5 σε ίδρυμα το οποίο, ως μητρική επιχείρηση, υπάγεται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, και σε οποιαδήποτε θυγατρική επιχείρηση τέτοιου ιδρύματος η οποία υπάγεται στην εξουσία και τον έλεγχό τους και περιλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του ιδρύματος που είναι η μητρική εταιρεία.

Προβλέπεται το αυτό δικαίωμα μη εφαρμογής όταν η μητρική επιχείρηση είναι χρηματοοικονομική εταιρεία χαρτοφυλακίου η οποία έχει την έδρα της στο ίδιο κράτος μέλος με το ίδρυμα, υπό τον όρο ότι η εταιρεία αυτή υπάγεται στην αυτή εποπτεία με την ασκούμενη επί των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των επιχειρήσεων επενδύσεων, και συγκεκριμένα στις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 4 και 5.

Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, αν ασκηθεί το δικαίωμα μη εφαρμογής πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για να εξασφαλίζεται η ικανοποιητική κατανομή των ιδίων κεφαλαίων εντός του ομίλου.

8. Όταν ένα ίδρυμα η μητρική επιχείρηση του οποίου είναι επίσης ίδρυμα έχει λάβει άδεια και είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές που παραχώρησαν την άδεια αυτή εφαρμόζουν τους κανόνες που ορίζονται στα άρθρα 4 και 5 στο ίδρυμα αυτό σε ατομική ή, ενδεχομένως, σε υποενοποιημένη βάση.

9. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 8, οι αρμόδιες αρχές οι υπεύθυνες για την παροχή αδείας στη θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης που είναι ίδρυμα μπορούν, μέσω διμερούς συμφωνίας, να μεταβιβάζουν την ευθύνη που έχουν όσον αφορά την εποπτεία της κεφαλαιακής επάρκειας και των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων στις αρμόδιες αρχές που παραχώρησαν άδεια στη μητρική επιχείρηση και την εποπτεύουν. Η Επιτροπή τηρείται οπωσδήποτε ενήμερη για την ύπαρξη και το περιεχόμενο συμφωνιών αυτού του είδους, διαβιβάζει δε τις σχετικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών καθώς και στη Συμβουλευτική Τραπεζική Επιτροπή και στο Συμβούλιο εκτός από την περίπτωση των ομίλων που καλύπτονται από την παράγραφο 3.

ò νέο

Άρθρο 24

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2 παράγραφος 2, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων από την ενοποιημένη κεφαλαιακή απαίτηση που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, υπό την προϋπόθεση ότι όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων του ομίλου εμπίπτουν στην κατηγορία επιχειρήσεων επενδύσεων για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 20 παράγραφος 2 και ότι ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα.

Οσάκις πληρούνται οι απαιτήσεις της πρώτης υποπαραγράφου, η μητρική επιχείρηση επενδύσεων οφείλει να διαθέτει ίδια κεφάλαια τα οποία να είναι οπωσδήποτε ίσα ή μεγαλύτερα από την υψηλότερη εκ των ακόλουθων δύο ενοποιημένων απαιτήσεων, που υπολογίζονται με τη μέθοδο που καθορίζεται στο τμήμα 3 του παρόντος κεφαλαίου:

              α)       το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων που περιέχονται στα σημεία α) έως γ) του άρθρου 75 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ]·

              β)       το ποσό που καθορίζεται στο άρθρο 21.

Άρθρο 25

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2 παράγραφος 2, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων από την ενοποιημένη κεφαλαιακή απαίτηση που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, υπό την προϋπόθεση ότι όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων του ομίλου εμπίπτουν στην κατηγορία επιχειρήσεων επενδύσεων για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 20 παράγραφοι 2 και 3 και ότι ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα.

Οσάκις πληρούνται οι απαιτήσεις της πρώτης υποπαραγράφου, η μητρική επιχείρηση επενδύσεων οφείλει να διαθέτει ίδια κεφάλαια τα οποία να είναι οπωσδήποτε ίσα ή μεγαλύτερα από το άθροισμα των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων, που υπολογίζονται με τη μέθοδο που καθορίζεται στο τμήμα 3 του παρόντος κεφαλαίου, των απαιτήσεων που περιέχονται στα σημεία α) έως γ) του άρθρου 75 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] και του ποσού που καθορίζεται στο άρθρο 21 της παρούσας οδηγίας.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö τμημα 3 Õ

υπολογισμοσ των ενοποιημενων απαιτησεων

ê 98/31/ΕΚ Άρθρο 1.4 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 26

1.         Όταν δεν ασκείται το οριζόμενο στο άρθρο 20 Ö 22 Õ δικαίωμα μη εφαρμογής, προς ενοποιημένο υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων στα παραρτήματα I και VIII και των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων έναντι των πελατών Ö στα άρθρα 28 έως 32 και Õ στο παράρτημα VI, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν το συμψηφισμό των θέσεων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ενός ιδρύματος με τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών άλλου ιδρύματος σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται Ö στα άρθρα 28 έως 32 Õ στα παραρτήματα I, VI και VIII.

Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν το συμψηφισμό θέσεων συναλλάγματος ενός ιδρύματος με θέσεις συναλλάγματος άλλου ιδρύματος, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο παράρτημα III ή/και στο παράρτημα VIII. Μπορούν επίσης να επιτρέπουν το συμψηφισμό θέσεων ενός ιδρύματος σε βασικά εμπορεύματα με τις θέσεις άλλου ιδρύματος σε βασικά προϊόντα, σύμφωνα με τους κανόνες των παραρτημάτων VII Ö IV Õ ή/και VIII.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 7(11) (Προσαρμοσμένο)

2.         Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέψουν συμψηφισμό όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και συμψηφισμό θέσεων σε συνάλλαγμα και σε βασικά εμπορεύματα, αντιστοίχως, επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε τρίτες χώρες, εφόσον πληρούνται ταυτόχρονα οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) (α)  οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν άδεια λειτουργίας σε μια τρίτη χώρα και είτε ανταποκρίνονται οτον ορισμό του πιστωτικού ιδρύματος του άρθρου 1 Ö 4 παράγραφος 1 Õ πρώτη περίπτωση της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ είτε είναι ανεγνωρισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων τρίτων χωρών,

ii) (β) οι εν λόγω επιχειρήσεις τηρούν, σε μεμονωμένη βάση, κανόνες επάρκειας κεφαλαίων ισοδύναμους με τους κανόνες της παρούσας οδηγίας,

iii)(γ) δεν υπάρχουν στις οικείες χώρες κανονισμοί που να επηρεάζουν ουσιαστικά τις μεταβιβάσεις κεφαλαίων εντός του ομίλου.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 7(12) (Προσαρμοσμένο)

3.         Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέπουν τον συμψηφισμό που περιγράφεται στην παράγραφο 10 Ö 1 Õ μεταξύ ιδρυμάτων τα οποία ανήκουν σε όμιλο που έχει σχετική άδεια στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, υπό τον όρον ότι:

i) (α)  υπάρχει ικανοποιητική κατανομή κεφαλαίων εντός του ομίλου,

ii) (β) το κανονιστικό, νομικό ή συμβατικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούν τα ιδρύματα εγγυάται, ως εκ της φύσεώς του, την αμοιβαία χρηματοοικονομική υποστήριξη εντός του ομίλου.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 7(13) (Προσαρμοσμένο)

4.         Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν τον συμψηφισμό που περιγράφεται στην παράγραφο 10 Ö 1 Õ μεταξύ ιδρυμάτων που ανήκουν σε έναν όμιλο ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 12 Ö 3 Õ και οιουδήποτε ιδρύματος που ανήκει στον ίδιον όμιλο και έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος, υπό τον όρον ότι το δεύτερο ίδρυμα υποχρεούται να πληροί τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του επί ατομικής βάσεως δυνάμει των άρθρων 4 και 5 Ö 18, 20 και 28 Õ.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 7(14) και (15) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 27

1.         Κατά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση, εφαρμόζεται το άρθρο 5 Ö 65 Õ της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ.

2.         Οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση μπορούν να αναγνωρίζουν ως έγκυρους τους ειδικούς ορισμούς των ιδίων κεφαλαίων που ισχύουν για τα ενδιαφερόμενα ιδρύματα βάσει του παραρτήματος IV κατά τον υπολογισμό των ενοποιημένων ιδίων κεφαλαίων τους.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö τμημα 4 Õ

Ö ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΑΝΟΙΓΜΑΤΩΝ Õ

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 5(1) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 28

1.         Τα ιδρύματα παρακολουθούν και θέτουν υπό έλεγχο τα μεγάλα τους ανοίγματα σύμφωνα με την οδηγία 92/121/ΕΟΚ Ö τα άρθρα 106 έως 118 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ]. Õ

ê 98/31/ΕΚ Άρθρο 1.3 (Προσαρμοσμένο)

2.         Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, τα ιδρύματα που υπολογίζουν τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τους, σύμφωνα με τα παραρτήματα I και II και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το παράρτημα VIII, παρακολουθούν και ελέγχουν τα μεγάλα τους ανοίγματα σύμφωνα με την οδηγία 92/121/ΕΟΚ Ö τα άρθρα 106 έως 118 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] Õ , με την επιφύλαξη των τροποποιήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 27 έως 30 Ö 29 έως 32 Õ της παρούσας οδηγίας.

ò Νέο

3.         Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή θα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για τη λειτουργία του παρόντος τμήματος, μαζί με τυχόν κατάλληλες προτάσεις.

ê 93/6/ΕΟΚ Παράρτημα VI (2) (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 29

1.         Τα ανοίγματα έναντι κατ’ ιδίαν πελατών που προκύπτουν από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών υπολογίζονται αθροίζοντας τα παρακάτω στοιχεία (i), (ii) και (iii):

i) (α)  την αξία —εφόσον είναι θετική— κατά την οποία οι θετικές θέσεις long του ιδρύματος υπερβαίνουν τις αρνητικές θέσεις short σε όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται από τον εν λόγω πελάτη·, (η καθαρή θέση σε καθένα από τα διάφορα μέσα υπολογίζεται σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στο παράρτημα I),

ii) (β) ð το καθαρό άνοιγμα, ï στην περίπτωση αναδοχής της έκδοσης χρεωστικών τίτλων ή μετοχών, το άνοιγμα του ιδρύματος είναι η καθαρή του θέση (η οποία υπολογίζεται αφαιρώντας τις θέσεις αναδοχής που αναλαμβάνουν ή υπαναδέχονται τρίτοι βάσει τυπικής συμφωνίας) μειωμένη βάσει των συντελεστών που ορίζονται στο σημείο 39 του παραρτήματος I.

iii)(γ) τα ανοίγματα που οφείλονται στις συναλλαγές, συμφωνίες και συμβάσεις που αναφέρονται στο παράρτημα II, με τον οικείο πελάτη· τα ανοίγματα αυτά υπολογίζονται κατά τον τρόπο που ορίζεται στο ίδιο παράρτημα, ð για τον υπολογισμό του ύψους των ανοιγμάτων ï χωρίς την εφαρμογή των συντελεστών στάθμισης για κίνδυνο αντισυμβαλλομένου.

Ö Για τους σκοπούς του σημείου β), το καθαρό άνοιγμα υπολογίζεται αφαιρώντας τις θέσεις αναδοχής που αναλαμβάνουν ή υπαναδέχονται τρίτοι βάσει τυπικής συμφωνίας μειωμένες βάσει των συντελεστών που ορίζονται στην παράγραφο 41 του παραρτήματος I. Õ

Ö Για τους σκοπούς του σημείου β), Õ Εεν αναμονή περαιτέρω συντονισμού, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να εγκαθιδρύσουν συστήματα για να παρακολουθούν και να ελέγχουν τα ανοίγματα που υφίστανται λόγω αναδοχής εκδόσεων από τη στιγμή της πρώτης ανάληψης υποχρεώσεων μέχρι την πρώτη εργάσιμη ημέρα, ανάλογα με τη φύση των κινδύνων των οικείων αγορών.

ðΓια τους σκοπούς του στοιχείου γ), τα άρθρα 84 έως 89 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] εξαιρούνται από τη μνεία του παραρτήματος ΙΙ της παρούσας οδηγίας η οποία γίνεται στην παράγραφο 5.ï

ê 93/6/ΕΟΚ Παράρτημα VI (3) (Προσαρμοσμένο)

2.         Στη συνέχεια, τα Ö Τα Õ ανοίγματα έναντι ομίλων συνδεδεμένων πελατών στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών υπολογίζονται αθροίζοντας τα ανοίγματα έναντι κατ’ ιδίαν πελατών εντός ενός ομίλου, όπως προβλέπει η παράγραφος 12.

ê 93/6/ΕΟΚ Παράρτημα VI (4) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 30

1.         Τα συνολικά ανοίγματα έναντι κατ’ ιδίαν πελατών ή ομίλων συνδεδεμένων πελατών υπολογίζονται αθροίζοντας τα ανοίγματα που προκύπτουν από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και εκείνα που προκύπτουν από τις συναλλαγές εκτός χαρτοφυλακίου, λαμβάνοντας υπόψη ταο άρθραο 4 Ö 112 έως 117 Õ παράγραφοι 6 έως 12 της οδηγίας 92/121/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ.

Για να υπολογίσουν τα εκτός χαρτοφυλακίου ανοίγματα, τα ιδρύματα υπολογίζουν ως μηδενικό το άνοιγμα που προκύπτει από στοιχεία του ενεργητικού τα οποία αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαιά τους δυνάμει του Ö σημείου δ) του άρθρου 13 παράγραφος 2 Õ σημείου 2 στοιχείο δ) του παραρτήματος V.

ê 93/6/ΕΟΚ Παράρτημα VI (5) (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

2.         Τα συνολικά ανοίγματα των ιδρυμάτων έναντι κατ’ ιδίαν πελατών και ομίλων συνδεδεμένων πελατών, όπως υπολογίζονται στην παράγραφο 4, αναφέρονται σύμφωνα με το άρθρο 3 Ö 110 Õ της οδηγίας 92/121/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ.

ð Ο υπολογισμός μεγάλων ανοιγμάτων έναντι πελατών και ομίλων συνδεδεμένων πελατών ενόψει της υποχρεωτικής παροχής στοιχείων, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες σχετίζεται με συναλλαγές επαναγοράς ή με δανειοδοσίες ή δανειοληψίες τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, δεν περιλαμβάνει την αναγνώριση της μείωσης πιστωτικού κινδύνου. ï

ê 93/6/ΕΟΚ Παράρτημα VI (6) (Προσαρμοσμένο)

3.         Το άθροισμα των ανοιγμάτων έναντι ενός κατ’ ιδίαν πελάτη ή ομίλου συνδεδεμένων πελατών Ö σύμφωνα με την παράγραφο 1 Õ περιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 Ö τα άρθρα 111 έως 117 Õ της οδηγίας 92/121/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ με την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 6 της ίδιας οδηγίας.

ê 93/6/ΕΟΚ Παράρτημα VI (7) (Προσαρμοσμένο)

4.         Ö Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 Õ Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν, για τα στοιχεία που αποτελούν απαιτήσεις και άλλα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων επενδύσεων, ανεγνωρισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων τρίτων χωρών και ανεγνωρισμένων γραφείων συμψηφισμού, καθώς και σε συναλλαγές σε χρηματοδοτικά μέσα, την ίδια μεταχείριση που επιφυλάσσεται στα στοιχεία των πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο Ö στα άρθρα 113 παράγραφος 2 (i), 115 παράγραφος 2 και 116Õ 4 παράγραφος 7 στοιχείο θ) και παράγραφοι 9 και 10 της οδηγίας 92/121/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ]. Õ

ê 93/6/ΕΟΚ Παράρτημα VI (8) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 31

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν την υπέρβαση των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 4 Ö στα άρθρα 111 έως 117 Õ της οδηγίας 92/121/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ εφόσον πληρούνται ταυτόχρονα οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

1. (α)      το εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών άνοιγμα απέναντι στον εν λόγω πελάτη ή την εν λόγω ομάδα πελατών δεν υπερβαίνει τα όρια που καθορίζονται στην οδηγία 92/121/ΕΟΚ Ö στα άρθρα 111 έως 117 της [οδηγίας 2000/12/ΕΚ] Õ, υπολογιζόμενο κατά την έννοια της οδηγίας Ö σε συνάρτηση με τα ίδια κεφάλαια όπως αυτά καθορίζονται στην οδηγία Õ 89/299/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ, ώστε η υπέρβαση να προκύπτει αποκλειστικά από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών·

2.(β)       το πιστωτικό ίδρυμα πληροί μια πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση, επί της υπέρβασης αυτής εντός των ορίων που ορίζει το άρθρο 4 Ö 111 Õ παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 92/121/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ], σύμφωνα με τον υπολογισμό που προβλέπεται στο παράρτημα VI της παρούσας οδηγίαςÕ·

3.(γ)       σε περίπτωση παρέλευσης δέκα το πολύ ημερών από την παραγματοποίηση της υπέρβασης, το άνοιγμα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών για το συγκεκριμένο πελάτη ή τον όμιλο συνδεδεμένων πελατών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 500% των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος·

4.(δ)       όλες οι υπερβάσεις που διαρκούν περισσότερο από δέκα ημέρες δεν πρέπει να υπερβαίνουν, συνολικά, το 600% των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος·

5 .(ε)      κάθε τρίμηνο, τα ιδρύματα αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές όλες τις περιπτώσεις όπου υπήρξε υπέρβαση, κατά το παρελθόν τρίμηνο, των ορίων που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 Ö 111 Õ της οδηγίας 92/121/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ .

Σε σχέση με το σημείο ε), σε κάθε περίπτωση υπέρβασης των ορίων πρέπει υποχρεωτικά να γνωστοποιούνται το ποσό της υπέρβασης και το όνομα του εκάστοτε πελάτη.

ê 93/6/ΕΟΚ Παράρτημα VI (9) και (12) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 32

1.         Οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν διαδικασίες —τις οποίες κοινοποιούν στο Συμβούλιο και την Επιτροπή— ώστε να εμποδιζονται τα ιδρύματα από του να αποφεύγουν εσκεμμένα τις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες ειδάλλως θα προέκυπταν σε ανοίγματα που υπερβαίνουν τα όρια των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4 Ö 111 Õ της οδηγίας 92/121/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ αφ’ης στιγμής τα ανοίγματα αυτά θα διετηρούντο περισσότερο από δέκα ημέρες, μεταφέροντας προσωρινά τα εν λόγω ανοίγματα σε άλλη εταιρεία, είτε ανήκουσα στον ίδιο όμιλο είτε όχι, ή/και πραγματοποιώντας εικονικές συναλλαγές ώστε να κλείνουν το άνοιγμα κατά την περίοδο των δέκα ημερών και να δημιουργήσουν άλλο. Τα ιδρύματα οφείλουν να διατηρούν συστήματα που εξασφαλίζουν ότι οιαδήποτε μεταφορά με το αποτέλεσμα αυτό θα ανακοινώνεται πάραυτα στην αρμόδια αρχή.

Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν Ö στο Συμβούλιο και Õ στην Επιτροπή τις εν λόγω διαδικασίες.

Τα ιδρύματα διατηρούν σε εφαρμογή συστήματα με τα οποία να διασφαλίζεται η άμεση ενημέρωση των αρμόδιων αρχών για οποιαδήποτε μεταφορά η οποία έχει τις συνέπειες που μνημονεύονται στην πρώτη υποπαράγραφο.

2.         Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα που δικαιούνται να χρησιμοποιούν τον εναλλακτικό ορισμό Ö προσδιορισμό Õ των ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το σημείο 2 του παραρτήματος V Ö άρθρο 13 παράγραφος 2 Õ να χρησιμοποιούν τον ορισμό Ö προσδιορισμό Õ αυτό για τους σκοπούς των σημείων 5, 6 και 8 του παρόντος παραρτήματος Ö του άρθρου 30 παράγραφοι 2 και 3 και του άρθρου 31 Õ υπό τον όρο ότι τα εν λόγω ιδρύματα πρέπει επίσης να τηρούν τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 3 και 4 Ö 110 έως 117 Õ της οδηγίας 92/121/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ, όσον αφορά τα ανοίγματα που εμφανίζονται στις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγές τους, χρησιμοποιώντας ίδια κεφάλαια σύμφωνα με την έννοια της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö τμημα 5 Õ

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Άρθρο 33

ò νέο

1.         Το σύνολο των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών υπόκειται σε κανόνες συνετής αποτίμησης κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VII, μέρος B. Οι εν λόγω κανόνες αξιώνουν από τα ιδρύματα να διασφαλίζουν ότι η αξία η οποία αποδίδεται σε κάθε θέση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του εκάστοτε ιδρύματος αντικατοπτρίζει με τον δέοντα τρόπο την τρέχουσα αγοραία αξία. Η εν λόγω αξία πρέπει να περιλαμβάνει ικανοποιητικό βαθμό βεβαιότητας με γνώμονα τον δυναμικό χαρακτήρα των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, τις απαιτήσεις της συνετής αποτίμησης και τον τρόπο λειτουργίας και τον σκοπό των κεφαλαιακών απαιτήσεων όσον αφορά τις θέσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

2.         Οι θέσεις αποτιμώνται εκ νέου τουλάχιστον άπαξ ημερησίως.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 6 (Προσαρμοσμένο)

1. Τα ιδρύματα οφείλουν να αποτιμούν το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τους σε τρέχουσες τιμές της αγοράς καθημερινώς, εκτός εάν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 6.

23.       Ελλείψει άμεσα διαθέσιμων τρεχουσών τιμών της αγοράς, π.χ. στις περιπτώσεις πράξεων που αφορούν νέες εκδόσεις στις πρωτογενείς αγορές, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να μην εφαρμόζουν την απαίτηση που προβλέπεται στις παραγράφους τη διάταξη της παραγράφου 1 Ö και 2 Õ και να απαιτούν από τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εναλλακτικές μεθόδους αποτίμησης, εφόσον οι εν λόγω μέθοδοι είναι επαρκώς συνετές και έχουν εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές.

ê 93/6/ΕΟΚ

ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΕ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΒΑΣΗ

ò νέο

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

ê 96/3/ΕΟΚ

Άρθρο 7

Γενικές αρχές

ê 98/31/ΕΚ Άρθρο 7(10) (Προσαρμοσμένο)

10. Όταν δεν ασκείται το οριζόμενο στις παραγράφους 7 και 9 δικαίωμα μη εφαρμογής, προς ενοποιημένο υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων στα παραρτήματα I και VIII και των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων έναντι των πελατών στο παράρτημα VI, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν το συμψηφισμό των θέσεων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ενός ιδρύματος με τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών άλλου ιδρύματος σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στα παραρτήματα I, VI και VIII.

Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν το συμψηφισμό θέσεων συναλλάγματος ενός ιδρύματος με θέσεις συναλλάγματος άλλου ιδρύματος, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο παράρτημα III ή/και στο παράρτημα VIII. Μπορούν επίσης να επιτρέπουν το συμψηφισμό θέσεων ενός ιδρύματος σε βασικά εμπορεύματα με τις θέσεις άλλου ιδρύματος σε βασικά προϊόντα, σύμφωνα με τους κανόνες των παραρτημάτων VII ή/και VIII.

ò νέο

τμημα 6

διαχειριση κινδυνου και αξιολογηση των κεφαλαιων

Άρθρο 34

Οι αρμόδιες αρχές αξιώνουν από κάθε επιχείρηση επενδύσεων να πληροί, εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 13 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, και τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 22 και 123 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ].

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö τμημα 7 Õ

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 8 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 35

1.         Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτίμηση της συμμόρφωσής τους με τους κανόνες που θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου και οι διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες των ιδρυμάτων επιτρέπουν, ανά πάσα στιγμή, τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους προς τους εν λόγω κανόνες.

2.         Οι επιχειρήσεις επενδύσεων υποχρεούνται να υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές έκθεση, η οποία καταρτίζεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζουν οι αρχές αυτές, τουλάχιστον μία φορά τον μήνα στην περίπτωση των επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 Ö 9 Õ, τουλάχιστον κάθε τρεις μήνες στην περίπτωση των επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 3 Ö 5 Õ παράγραφος 1 και τουλάχιστον κάθε έξι μήνες στην περίπτωση των επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 3 Ö 5 Õ παράγραφος 2.

3.         Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 3 Ö 5 Õ παράγραφοςι 1 και 3 Ö στο άρθρο 9 Õ υποχρεούνται να υποβάλλουν τα στοιχεία σε ενοποιημένη ή υποενοποιημένη βάση κάθε έξι μήνες.

4.         Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές έκθεση η οποία καταρτίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζουν οι αρχές αυτές, με την ίδια συχνότητα με εκείνη που προβλέπει η οδηγία 89/647/ΕΟΚ Ö [2000/12/ΕΚ] Õ.

ê 98/31/EK Άρθρο 1.5

5.         Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν στα ιδρύματα την υποχρέωση να τους αναφέρουν πάραυτα οποιαδήποτε περίπτωση όπου οι αντισυμβαλλόμενοί τους σε συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς και αγοράς και επαναπώλησης ή συναλλαγές δανειοληψίας τίτλων και βασικών εμπορευμάτων και δανειοδοσίας τίτλων και βασικών εμπορευμάτων περιέρχονται σε υπερημερία ως προς την εκτέλεση των υποχρεώσεών τους. Η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση για τις περιπτώσεις αυτές και τις επιπτώσεις τους στην αντιμετώπιση αυτών των συμφωνιών και συναλλαγών στην παρούσα οδηγία, το βραδύτερο τρία χρόνια μετά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 12. Η έκθεση αυτή περιγράφει, επίσης, τον τρόπο με τον οποίο τα ιδρύματα αυτά πληρούν τις προϋποθέσεις i) έως v) που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 6 στοιχείο β) και οι οποίες εφαρμόζονται σε αυτά, και δη την προϋπόθεση v). Επιπλέον, η έκθεση αναφέρει λεπτομερώς κάθε μεταβολή επελθούσα στο σχετικό ύψος της παραδοσιακής δανειοδοσίας των ιδρυμάτων και των δανειοδοτικών δραστηριοτήτων τους μέσω συμφωνιών αγοράς και επαναπώλησης και συμφωνιών δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων. Εάν η Επιτροπή συμπεράνει, βάσει αυτής της έκθεσης αλλά και βάσει άλλων στοιχείων, ότι απαιτούνται πρόσθετες διασφαλίσεις για την αποτροπή καταχρήσεων, υποβάλλει τις δέουσες προτάσεις.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö Κεφάλαιο VI Õ

Ö ΤΜΗΜΑ 1 Õ

ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 9 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 36

1.         Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρχές που είναι Ö αρμόδιες για Õ επιφορτισμένες με την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, ενημερώνουν δε σχετικά την Επιτροπή, αναφέροντας κάθε ενδεχόμενο καταμερισμό καθηκόντων.

2.         Οι Ö αρμόδιες Õ αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να είναι δημόσιες αρχές ή όργανα που έχουν επίσημα αναγνωριστεί από την εθνική νομοθεσία ή από τις δημόσιες αρχές ως συμμετέχοντα στο σύστημα εποπτείας που ισχύει στο οικείο κράτος μέλος.

3.         Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διαθέτουν όλες τις εξουσίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, και κυρίως για να εποπτεύουν τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

1. 4. Οι αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών συνεργάζονται στενά για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, ιδίως όταν οι επενδυτικές υπηρεσίες παρέχονται μέσω απευθείας παροχής υπηρεσιών ή μέσω της εγκατάστασης υποκαταστημάτων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη. Οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν, μετά από σχετική αίτηση, κάθε πληροφορία που μπορεί να διευκολύνει την εποπτεία της επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων, και ιδίως τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους με τους κανόνες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Κάθε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία όσον αφορά τις επιχειρήσεις επενδύσεων, υπόκειται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που ορίζεται στο άρθρο 25 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ, προκειμένου δε για πιστωτικά ιδρύματα, και στην υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 12 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 89/646/ΕΟΚ.

ò νέο

ΤΜΗΜΑ 2

εποπτεια

Άρθρο 37

1.         Τα άρθρα 124 έως 132, 136 και 144 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για την εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων, σύμφωνα με τις ακόλουθες ρυθμίσεις:

(α)     κάθε παραπομπή στο άρθρο 6 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] νοείται ως παραπομπή στο άρθρο 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

(β)     κάθε παραπομπή στα άρθρα 22 και 123 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] νοείται ως παραπομπή στο άρθρο 34 της παρούσας οδηγίας·

(γ)     κάθε παραπομπή στα άρθρα 44 έως 52 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] νοείται ως παραπομπή στα άρθρα 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

Οσάκις μία μητρική χρηματοδοτική εταιρεία χαρτοφυλακίου της ΕΕ διαθέτει ως θυγατρικές τόσο ένα πιστωτικό ίδρυμα όσο και μια επιχείρηση επενδύσεων, μία αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του πιστωτικού ιδρύματος ορίζεται ως υπεύθυνη για τη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία των οντοτήτων που ελέγχονται από την εν λόγω μητρική εταιρεία.

2.         Οι απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 129 παράγραφος 2 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] ισχύουν επίσης για την αναγνώριση των εσωτερικών υποδειγμάτων ιδρυμάτων κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα V της παρούσας οδηγίας.

Η προθεσμία για την αναγνώριση η οποία μνημονεύεται στην πρώτη υποπαράγραφο είναι εξάμηνη.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 9 (4) (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 38

1.         Οι αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών συνεργάζονται στενά για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, ιδίως όταν Ö οσάκις Õοι επενδυτικές υπηρεσίες παρέχονται μέσω απευθείας παροχής υπηρεσιών ή μέσω της εγκατάστασης υποκαταστημάτων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

Οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν, μετά από σχετική αίτηση, κάθε πληροφορία που μπορεί να διευκολύνει την εποπτεία της επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων, και ιδίως τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους με τους κανόνες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

2.         Κάθε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία όσον αφορά τις επιχειρήσεις επενδύσεων, υπόκειται στην υποχρέωση Ö στις ακόλουθες υποχρεώσεις Õ τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου Ö : Õ

(α)     Ö για τις επιχειρήσεις επενδύσεων ισχύουν οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα Õ που ορίζεται στο άρθρο 25 Ö 54 και 58 Õ της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ Ö 2004/39/ΕΚ Õ·

(β)     προκειμένου δε για τα πιστωτικά ιδρύματα, και στην υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο Ö ισχύουν οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 44 έως 52 Õ 12 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 89/646/ΕΟΚ Öτης οδηγίας [2000/12/ΕΚ] Õ .

ò νέο

Κεφάλαιο VII

Δημοσιοποίηση

Άρθρο 39

Οι απαιτήσεις που καθορίζονται στον τίτλο V, κεφάλαιο 5 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö Κεφάλαιο VIII Õ

Ö ΤΜΗΜΑ 1 Õ

ò νέο

Άρθρο 40

Για τους σκοπούς του υπολογισμού των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου δυνάμει της παρούσας οδηγίας, καθώς και για τον πιστωτικό κίνδυνο βάσει της οδηγίας [2000/12/ΕΚ], και με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 έως 6 του παραρτήματος III της οδηγίας [2000/12/ΕΚ], τα ανοίγματα έναντι αναγνωρισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων τρίτων χωρών και τα ανοίγματα έναντι αναγνωρισμένων γραφείων συμψηφισμού και χρηματιστήριων λογίζονται ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων.

Άρθρο 41

Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2008, η Επιτροπή θα εξετάσει και, εάν κριθεί αναγκαίο, θα αναθεωρήσει την αντιμετώπιση του κινδύνου αντισυμβαλλόμενου που καθορίζεται στο παράρτημα ΙΙ.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö ΤΜΗΜΑ 2 Õ

Öεξουσιεσ εκτελεσησÕ

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 10 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 42

1.         Μέχρις ότου εκδοθεί μια άλλη οδηγία στην οποία θα καθορίζονται οι διατάξεις για την προσαρμογή της παρούσας οδηγίας στην τεχνική πρόοδο στους παρακάτω τομείς, το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία και μετά από πρόταση της Επιτροπής, εγκρίνει, σύμφωνα με την απόφαση 87/373/ΕΟΚ, τις παρακάτω προσαρμογές που ενδεχομένως θα κριθούν αναγκαίες ÖΗ Επιτροπή αποφασίζει για τυχόν τροποποιήσεις στους ακόλουθους τομείς σύμφωνα με τη διαδικασία που μνημονεύεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2: Õ

(α)     διασαφήνιση των ορισμών του άρθρου 2 Ö 3 Õ για να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας σε όλη την Κοινότητα·

(β)     διασαφήνιση των ορισμών του άρθρου 2 Ö 3 Õ ούτως ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στον τομέα των χρηματοπιστωτικών αγορών·

(γ)     μεταβολή του ύψους του αρχικού κεφαλαίου που αναφέρεται σταο άρθραο 3 Ö 5 έως 9 Õ και του ποσού του άρθρου 4 παράγραφος 6 Ö18 παράγραφος 2Õ ούτως ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στον οικονομικό και νομισματικό τομέα·

ð (δ) τροποποίηση των κατηγοριών των επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφοι 2 και 3 ούτως ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές· ï

ð (ε) διασαφήνιση της απαίτησης που καθορίζεται στο άρθρο 21 για να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας σε όλη την Κοινότητα· ï

(στ)   η ευθυγράμμιση της ορολογίας καθώς και η διατύπωση των ορισμών σύμφωνα με τις μεταγενέστερες πράξεις για τα ιδρύματα καθώς και τα συναφή θέματα.·

ð (ζ) τροποποίηση των τεχνικών διατάξεων των παραρτημάτων I έως VII ούτως ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η μέτρηση των κινδύνων, τα λογιστικά πρότυπα και οι απαιτήσεις που καθορίζονται στην κοινοτική νομοθεσία. ï

ò νέο

Άρθρο 43

1.         Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.         Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται η διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 παράγραφος 3 και στο άρθρο 8 της εν λόγω απόφασης.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ είναι τρίμηνη.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Ö ΤΜΗΜΑ 3 Õ

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 11 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 11

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη λειτουργία επιχειρήσεων επενδύσεων υποκείμενων στο άρθρο 30 παράγραφος 1 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ έστω και αν, την ημέρα που τίθεται σε εφαρμογή η παρούσα οδηγία, τα ίδια κεφάλαιά τους δεν φτάνουν τα όρια που ορίζονται στο άρθρο 3 πράγραφοι 1 έως 3 της παρούσας οδηγίας. Στην περίπτωση όμως αυτή, τα ίδια κεφάλαια αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων πρέπει να πληρούν ακολούθως τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 5 έως 8 της παρούσας οδηγίας.

2. Κατά παρέκκλιση του σημείου 14 του παραρτήματος I, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ειδική απαίτηση κινδύνου για τις ομολογίες που σταθμίζονται με 10 % σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ, και δη ίση με το μισό της ειδικής απαίτησης κινδύνου που αντιστοιχεί σ' ένα εγκεκριμένο στοιχείο με την ίδια εναπομένουσα διάρκεια μέχρι τη λήξη της εν λόγω ομολογίας.

ê 98/31/ΕΚ Άρθρο 1.6 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 1

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα τους να χρησιμοποιούν τους ελάχιστους συντελεστές διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης (spread rate), μεταφοράς (carry rate) και μη αντιστοιχισμένης θέσης (outright rate) που καθορίζονται στον κατωτέρω πίνακα αντί εκείνων που αναφέρονται στις παραγράφους 13, 14, 17 και 18 του παραρτήματος VIII, εφόσον τα ιδρύματα, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών τους:

(i)           διενεργούν σημαντικές συναλλαγές σε βασικά εμπορεύματα,

(ii)          διαθέτουν διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο βασικών εμπορευμάτων,

(iii)         δεν είναι ακόμη σε θέση να χρησιμοποιήσουν εσωτερικά μοντέλα για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος σύμφωνα με το παράρτημα VIII.

Πίνακας

|| Πολύτιμα μέταλλα (εκτός χρυσού) || Βασικά μέταλλα || Γεωργικά προϊόντα || Άλλα περιλαμβάνοντα των ενεργειακών προϊόντων

Συντελεστής διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης (%) || 1,0 || 1,2 || 1,5 || 1,5

Συντελεστής μεταφοράς (%) || 0,3 || 0,5 || 0,6 || 0,6

Συντελεστής μη αντιστοιχισμένης θέσης (%) || 8 || 10 || 12 || 15

Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν το παρόν άρθρο.

ò νέο

Άρθρο 44

Το άρθρο 152 παράγραφοι 1 έως 6 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] είναι εφαρμοστέο, σύμφωνα με το άρθρο 2 και το κεφάλαιο V, τμήματα 2 και 3 της παρούσας οδηγίας, στις επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες υπολογίζουν το ποσό ανοιγμάτων με στάθμιση κινδύνου για τους σκοπούς του παραρτήματος II της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ], ή με χρήση της Εξελιγμένης Προσέγγισης Υπολογισμού, η οποία καθορίζεται στο άρθρο 105 της εν λόγω οδηγίας με σκοπό τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων που ισχύουν στην περίπτωσή τους για τον λειτουργικό κίνδυνο.

Άρθρο 45

Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2012, προκειμένου για τις επιχειρήσεις επενδύσεων των οποίων η επιχειρηματική δραστηριότητα συναλλαγών και πωλήσεων χαρακτηρίζεται από σχετικό δείκτη που αντιπροσωπεύει το 50% τουλάχιστον του συνόλου των σχετικών δεικτών για όλες τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες σύμφωνα με τον υπολογισμό που καθορίζεται στο άρθρο 20 της παρούσας οδηγίας και στο παράρτημα X, μέρος 2, παράγραφοι 1 έως 8 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ], τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν ποσοστό 15% για την επιχειρηματική δραστηριότητα «συναλλαγές και πωλήσεις».

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 12 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Ö ΤΜΗΜΑ 4 Õ

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 46

1.         Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι την ημερομηνία που καθορίζεται στο άρθρο 31 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

1.         Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για τη συμμόρφωση με τα άρθρα 2, 3, 11, 13, 17, 18, 19, 20, 22, 23, 24, 25, 29, 30, 33, 34, 35, 37, 39, 40, 42, 44, 45 και 47, καθώς και με τα παραρτήματα I, II, III, V, VII. Κοινοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη οφείλουν να θέσουν σε εφαρμογή τις προαναφερθείσες διατάξεις από τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ö Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν επιπλέον δήλωση σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε παραπομπή η οποία υπάρχει σε υφιστάμενες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προς τις οδηγίες που καταργούνται με την παρούσα οδηγία πρέπει να νοείται ως παραπομπή στην παρούσα οδηγία. Õ Οι λεπτομέρειες της αναφοράς αυτής εκδίδονται από τα κράτη μέλη.

2.         Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα κείμενα των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

ò νέο

Άρθρο 47

1.         Το άρθρο 152 παράγραφοι 7 έως 12 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] εφαρμόζεται κατ’ αναλογία για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, με την επιφύλαξη των παρακάτω διατάξεων, οι οποίες εφαρμόζονται σε περιπτώσεις άσκησης της διακριτικής ευχέρειας για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 152 παράγραφος 7 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ]:

(α)     Οι παραπομπές που περιέχει το παράρτημα II παράγραφος 6 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] νοούνται ως παραπομπές στην οδηγία 2000/12/ΕΚ ως αυτή είχε προ της ημερομηνίας που αναφέρεται στο άρθρο 46.

(β)     Το παράρτημα II παράγραφος 4.1 ισχύει ως είχε προ της ημερομηνίας που αναφέρεται στο άρθρο 46.

2.         Το άρθρο 157 παράγραφος 2 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] εφαρμόζεται κατ’ αναλογία για τους σκοπούς των άρθρων 18 και 20.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 13 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 13

Η Επιτροπή θα υποβάλει στο Συμβούλιο, το συντομότερο δυνατόν, προτάσεις για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις σχετικά με τις αγοραπωλησίες πρώτων υλών, τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα πρώτων υλών και τα μερίδια των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες.

Το Συμβούλιο αποφασίζει επί των προτάσεων της Επιτροπής, το αργότερο έξι μήνες πριν από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

ò νέο

Άρθρο 48

Η οδηγία 93/6/ΕΟΚ, όπως έχει τροποποιηθεί με τις οδηγίες που απαριθμούνται στο παράρτημα VIII, μέρος A, καταργείται με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες ενσωμάτωσης στην εθνική τους νομοθεσία των οδηγιών που καθορίζονται στο παράρτημα VIII, μέρος B.

Κάθε παραπομπή στις καταργούμενες οδηγίες νοείται ως παραπομπή στην παρούσα οδηγία και πρέπει να γίνεται αντιληπτή σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος IX.

Άρθρο 49

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 14 (Προσαρμοσμένο)

ΡΗΤΡΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ

Άρθρο 14

Μέσα σε τρία χρόνια από την παρέλευση της ημερομηνίας που αναφέρεται στο άρθρο 12, το Συμβούλιο θα εξετάσει, προτάσει της Επιτροπής, την παρούσα οδηγία και εάν χρειαστεί θα την αναθεωρήσει βάσει της εμπειρίας που θα έχει αποκτηθεί κατά την εφαρμογή της, λαμβάνοντας υπόψη τις καινοτομίες της αγοράς, και ειδικότερα τις εξελίξεις στα πλαίσια των διεθνών τραπεζικών επιτροπών.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 15

Άρθρο 50

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, […]

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο                     Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος                                                   Ο Πρόεδρος

[…]                                                                […]

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ð ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ï ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΘΕΣΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ö ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Õ

Συμψηφισμός (netting)

1. Το ποσό κατά το οποίο οι θετικές (αρνητικές) θέσεις long (short) του ιδρύματος υπερβαίνουν τις αρνητικές (θετικές) θέσεις short (long) στην ίδια μετοχή, στον ίδιο χρεωστικό ή μετατρέψιμο τίτλο και σε πανομοιότυπες συμβάσεις προθεσμιακών χρηματοπιστωτικών μέσων (financial futures), προαιρέσεων (options), πιστοποιητικών επιλογής (warrants), ή καλυμμένων πιστοποιητικών επιλογής, αντιπροσωπεύει την καθαρή θέση της σε καθένα από τα διάφορα αυτά μέσα. Κατά τον υπολογισμό της καθαρής θέσης, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν το συνυπολογισμό των θέσεων σε παράγωγα μέσα ως θέσεων στον(στους) ίδιο(ους) τον(τους) τίτλο(-ους) αναφοράς ή τον(τους) πλασματικό(-ούς) (noational) τίτλο(-ους) στον οποίο αυτά βασίζονται, σύμφωνα με τη μέθοδο που διευκρινίζεται στα σημεία 4 έως 7. Τα χαρτοφυλάκια των ιδίων τους χρεωστικών τίτλων των ιδρυμάτων δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ειδικού κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 14.

2. Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός μεταξύ ενός μετατρέψιμου τίτλου και μιας αντισταθμιστικής θέσης στο ίδιο το μέσο στο οποίο βασίζεται ο μετατρέψιμος τίτλος, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν μια προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη την πιθανότητα μετατροπής ενός συγκεκριμένου μετατρέψιμου τίτλου, ή επιβάλλουν κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη κάθε ενδεχόμενου κινδύνου που θα μπορούσε να προκύψει κατά τη μετατροπή.

3. Όλες οι καθαρές θέσεις, ανεξάρτητα από το πρόσημό τους, μετατρέπονται καθημερινά, βάσει της τρέχουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας, στο νόμισμα που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για την κατάρτιση των εγγράφων κοινοποίησης των πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές, πριν από το συγκεντρωτικό υπολογισμό τους.

Ειδικά μέσα

ê 93/6/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

è1 98/31/ΕΚ Άρθρο 1.7 και παράρτημα, σημ. 1(α)

4. Οι προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου (interest rate futures), οι συμφωνίες επιτοκίου προθεσμίας (FRAs) και οι προθεσμιακές δεσμεύσεις αγοράς ή πώλησης χρεωστικών τίτλων αντιμετωπίζονται ως συνδυασμοί θετικών και αρνητικών θέσεων long και short. Έτσι, μια θετική θέση long σε προθεσμιακή σύμβαση επιτοκίου θεωρείται ότι αντιστοιχεί στο συνδυασμό ενός λαμβανόμενου δανείου που λήγει την ημερομηνία παράδοσης που προβλέπεται στην προθεσμιακή σύμβαση, και κατοχής ενός στοιχείου ενεργητικού με προθεσμία λήξης ίση προς την προθεσμία του τίτλου ή της πλασματικής θέσης τα οποία αφορά η συγκεκριμένη προθεσμιακή σύμβαση. Παρομοίως, μια πωλούμενη συμφωνία επιτοκίου προθεσμίας (sold FRA) αντιμετωπίζεται ως θετική θέση long με ημερομηνία λήξεως ίση με την ημερομηνία διακανονισμού συν τη διάρκεια της σύμβασης, και ως αρνητική θέση short με ημερομηνία λήξεως την ημερομηνία διακανονισμού. Τόσο το λαμβανόμενο δάνειο όσο και το κατεχόμενο στοιχείο ενεργητικού θα συμπεριλαμβάνονται στην στήλη «κεντρική διοίκηση» Ö πρώτη κατηγορία η οποία καθορίζεται Õ του στον κατωτέρω πίνακα 1 Ö της παραγράφου 14 Õ για να υπολογίζεται το κεφάλαιο που απαιτείται ως κάλυψη του ειδικού κινδύνου των προθεσμιακών συμβάσεων επιτοκίου και των FRA. Η προθεσμιακή δέσμευση αγοράς χρεωστικού τίτλου αντιμετωπίζεται ως συνδυασμός ληφθέντος δανείου εξοφλητέου την ημερομηνία παραδόσεως και θετικής (spot) θέσης long στον ίδιο το χρεωστικό τίτλο. Το ληφθέν δάνειο συμπεριλαμβάνεται στην στήλη «κεντρική διοίκηση» Ö πρώτη κατηγορία η οποία καθορίζεται Õ του στον πίνακα 1 Ö της παραγράφου 14 Õ για ό,τι αφορά τον ειδικό κίνδυνο, ο δε χρεωστικός τίτλος σε όποια στήλη του ίδιου πίνακα είναι η πρέπουσα.è1 --- ç

ê 98/31/ΕΚ Άρθρο 1.7 και παράρτημα, σημ. 1(α) (Προσαρμοσμένο)

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης (margins) που απαιτείται από το χρηματιστήριο εάν πιστεύουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με την εν λόγω σύμβαση και ότι είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για προθεσμιακή σύμβαση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού μοντέλου, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VIII.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, οΟι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέπουν, για τις συμβάσεως εξωχρηματιστηριακών παράγωγων μέσων του τύπου που αναφέρεται στο παρόν σημείο οι οποίες διακανονίζονται από αναγνωρισμένο συμψηφιστικό γραφείο, κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης που απαιτεί το συμψηφιστικό γραφείο, εφόσον κρίνουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με τη σύμβαση παράγωγων μέσων και είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για την εν λόγω σύμβαση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού μοντέλου, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VIII.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθρο 2(22)

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, με τον όρο «θετική θέση long» νοείται η θέση στην οποία ένα ίδρυμα έχει καθορίσει το επιτόκιο που πρόκειται να εισπράξει σε ορισμένη μελλοντική ημερομηνία, ενώ με τον όρο «αρνητική θέση short» νοείται η θέση στην οποία μια επιχείρηση έχει καθορίσει το επιτόκιο που πρόκειται να καταβάλει σε μια μελλοντική ημερομηνία.

ê 93/6/ΕΟΚ

5. Οι προαιρέσεις (options) επί επιτοκίων, χρεωστικών τίτλων, μετοχών, δεικτών μετοχών, προθεσμιακών συμβάσεων χρηματοπιστωτικών μέσων, ανταλλαγών (swaps) και συναλλάγματος, αντιμετωπίζονται ως θέσεις ισόποσες με την αξία του μέσου στο οποίο βασίζεται η προαίρεση, πολλαπλασιασμένη με το συντελεστή δέλτα της προαίρεσης για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος. Οι θέσεις αυτές μπορούν να συμψηφίζονται με τυχόν αντίθετες θέσεις στις ίδιες τις υποκείμενες μετοχές ή σε παράγωγα μέσα. Ο συντελεστής δέλτα που χρησιμοποιείται γι’ αυτό το σκοπό πρέπει να είναι εκείνος που παρέχεται από το σχετικό χρηματιστήριο ή που υπολογίζεται από τις αρμόδιες αρχές ή, εάν αυτός δεν είναι διαθέσιμος ή εάν πρόκειται για εξωχρηματιστηριακές (OTC) προαιρέσεις, ο συντελεστής που υπολογίζει το ίδιο το ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ικανοποιητική τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιεί το ίδρυμα.

Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να ορίζουν ότι τα ιδρύματα πρέπει να υπολογίζουν τους συντελεστές δέλτα χρησιμοποιώντας μια μέθοδο που καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές.

ê 98/31/ΕΚ Άρθρο 1.7 και παράρτημα, σημ. 1(β) (Προσαρμοσμένο)

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν επίσης τηνÖ Πρέπει να παρέχεται Õ κατάλληλη κάλυψη των άλλων κινδύνων, εκτός του κινδύνου που σχετίζεται με το συντελεστή δέλτα, στους οποίους υπόκεινται οι προαιρέσεις. Σε περίπτωση πωλούμενης προαίρεσης (written option) διαπραγματεύσιμης σε χρηματιστήριο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης που απαιτείται από το χρηματιστήριο εάν πιστεύουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με την προαίρεση αυτή και ότι είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για προαίρεση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού μοντέλου, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VIII. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, οΟι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέπουν, για τις εξωχρηματιστηριακές προαιρέσεις οι οποίες διακανονίζονται από αναγνωρισμένο συμψηφιστικό γραφείο, κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης που απαιτεί το συμψηφιστικό γραφείο, εφόσον κρίνουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με την εξωχρηματιστηριακή προαίρεση και είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για την εν λόγω προαίρεση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού μοντέλου, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VIII. Επιπλέον, σε περίπτωση αγοραζόμενης προαίρεσης διαπραγματεύσιμης σε χρηματιστήριο ή εκτός χρηματιστηρίου, μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίση με εκείνην που καθορίζεται για το μέσο στο οποίο αφορά η προαίρεση, υπό τον περιορισμό ότι η κεφαλαιακή απαίτηση που προκύπτει κατ' αυτόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει την αγοραία αξία της προαίρεσης. Σε περίπτωση πωλούμενης εξωχρηματιστηριακής προαίρεσης (written OTC option), η κεφαλαιακή απαίτηση ορίζεται σε συνάρτηση με το μέσο στο οποίο αφορά η προαίρεση.

ê 98/31/ΕΚ Άρθρο 1.7 και παράρτημα, 1(γ)

6. Για τα πιστοποιητικά επιλογής (warrants) που αφορούν χρεωστικούς και μετοχικούς τίτλους η μέθοδος αντιμετώπισης είναι ίδια με εκείνη που προβλέπεται για τις προαιρέσεις στην παράγραφο στο σημείο 5.

ê 93/6/ΕΟΚ

7. Οι ανταλλαγές (swaps) αντιμετωπίζονται, όσον αφορά τον κίνδυνο επιτοκίου, με βάση την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιείται και για τα στοιχεία εντός ισολογισμού. Κατά συνέπεια, μια ανταλλαγή επιτοκίου (interest rate swap) με την οποία ένα ίδρυμα λαμβάνει χρηματικές ροές βάσει μεταβλητού επιτοκίου και καταβάλλει χρηματικές ροές βάσει σταθερού επιτοκίου, θεωρείται ότι ισοδυναμεί με θετική θέση long σε ένα μέσο μεταβλητού επιτοκίου με προθεσμία λήξης ίση με την περίοδο που εναπομένει έως τον επόμενο επανακαθορισμό του επιτοκίου και με αρνητική θέση short σε ένα μέσο σταθερού επιτοκίου με προθεσμία λήξης ίση με εκείνην της ίδιας της ανταλλαγής.

ò νέο

8. Για τα πιστωτικά παράγωγα, εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, πρέπει να χρησιμοποιείται το πλασματικό ποσό της σύμβασης του πιστωτικού παραγώγου. Κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης που ισχύει για τον κίνδυνο αγοράς του συμβαλλόμενου που επωμίζεται τον πιστωτικό κίνδυνο (δηλαδή του «πωλητή προστασίας»), οι θέσεις καθορίζονται ως εξής:

Κάθε σύμβαση της μορφής «total return swap» δημιουργεί θετική θέση στον γενικό κίνδυνο αγοράς του μέσου αναφοράς και αρνητική θέση στον γενικό κίνδυνο αγοράς κρατικού ομολόγου με συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0% βάσει του παραρτήματος VI της οδηγίας [2000/12/ΕΚ]. Επίσης δημιουργεί θετική θέση στον ειδικό κίνδυνο του μέσου αναφοράς.

Μία σύμβαση της μορφής «credit default swap» δεν δημιουργεί θέση όσον αφορά τον γενικό κίνδυνο αγοράς. Αναφορικά με τον ειδικό κίνδυνο, το εκάστοτε ίδρυμα πρέπει να καταγράφει θετική θέση σύνθετης μορφής στα μέσα της οντότητας αναφοράς. Εάν βάσει του προϊόντος πρέπει να καταβληθεί προσαύξηση ή τόκος, οι εν λόγω χρηματικές ροές πρέπει να εμφανίζονται ως πλασματικές θέσεις σε κρατικό ομόλογο με το κατάλληλο σταθερό ή κυμαινόμενο επιτόκιο.

Μία σύμβαση της μορφής «credit linked note» δημιουργεί θετική θέση στον γενικό κίνδυνο αγοράς του ίδιου του γραμματίου, ως τοκοφόρου προϊόντος. Αναφορικά με τον ειδικό κίνδυνο, δημιουργείται θετική θέση σύνθετης μορφής στα μέσα της οντότητας αναφοράς. Επιπλέον, δημιουργείται θετική θέση στον ειδικό κίνδυνο του εκδότη του γραμματίου.

Ένα καλάθι πρώτης επισφάλειας στοιχείου ενεργητικού δημιουργεί θέση για το πλασματικό ποσό της υποχρέωσης εκάστης οντότητας αναφοράς. Εάν το μέγεθος της μέγιστης πληρωμής για το πιστωτικό γεγονός είναι μικρότερο από την κεφαλαιακή απαίτηση σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας υποπαραγράφου, το μέγιστο ποσό πληρωμής επιτρέπεται να εκληφθεί ως η κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο.

Ένα προϊόν καλαθιού δεύτερης επισφάλειας στοιχείου ενεργητικού δημιουργεί θέση για το πλασματικό ποσό της υποχρέωσης εκάστης οντότητας αναφοράς πλην μίας (εκείνης με τη χαμηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση ειδικού κινδύνου). Εάν το μέγεθος της μέγιστης πληρωμής για το πιστωτικό γεγονός είναι μικρότερο από την κεφαλαιακή απαίτηση σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας υποπαραγράφου, το εν λόγω ποσό επιτρέπεται να εκληφθεί ως η κεφαλαιακή απαίτηση για τον ειδικό κίνδυνο.

Όταν ένα προϊόν καλαθιού που υπόκειται σε σύμβαση της μορφής «credit linked note» διαθέτει εξωτερική διαβάθμιση και πληροί τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί εγκεκριμένο χρεωστικό στοιχείο, επιτρέπεται να καταγραφεί μία και μόνο θετική θέση με τον ειδικό κίνδυνο του εκδότη του γραμματίου αντί των θέσεων ειδικού κινδύνου για όλες τις οντότητες αναφοράς.

Ένα προϊόν καλαθιού το οποίο παρέχει αναλογική προστασία δημιουργεί θέση σε κάθε οντότητα αναφοράς για τους σκοπούς του ειδικού κινδύνου, ενώ το συνολικό πλασματικό ποσό της σύμβασης κατανέμεται μεταξύ των θέσεων με βάση την αναλογία του συνολικού πλασματικού ποσού το οποίο αντιπροσωπεύει έκαστο άνοιγμα έναντι οντότητας αναφοράς. Όταν είναι δυνατή η επιλογή περισσοτέρων από μία υποχρεώσεων μιας οντότητας αναφοράς, ο ειδικός κίνδυνος καθορίζεται με βάση την υποχρέωση με τη μεγαλύτερη στάθμιση κινδύνου. Αντί της ληκτότητας της υποχρέωσης εφαρμόζεται η ληκτότητα της σύμβασης πιστωτικού παραγώγου.

Για το συμβαλλόμενο μέρος που μεταβιβάζει πιστωτικό κίνδυνο (δηλαδή για τον «αγοραστή προστασίας»), οι θέσεις προσδιορίζονται ως πιστά είδωλα του πωλητή προστασίας, με εξαίρεση τη σύμβαση της μορφής «credit linked note» (που δεν συνεπάγεται αρνητική θέση στο πλαίσιο του εκδότη). Εάν σε κάποια χρονική στιγμή ασκηθεί δικαίωμα αγοράς (call option) σε συνδυασμό με αναβάθμιση, η συγκεκριμένη χρονική στιγμή λογίζεται ως η ληκτότητα της προστασίας. Σε περίπτωση που πρόκειται για πιστωτικό παράγωγο με νιοστή σειρά επισφάλειας, οι αγοραστές προστασίας έχουν την ευχέρεια να αντισταθμίσουν τον ειδικό κίνδυνο για ν-1 υποκείμενα μέσα (δηλαδή για τα ν-1 στοιχεία ενεργητικού με τη μικρότερη απαίτηση ειδικού κινδύνου).

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

89. Ωστόσο, τΤα ιδρύματα που αποτιμούν με την τρέχουσα τιμή της αγοράς και διαχειρίζονται τον κίνδυνο επιτοκίων των παράγωγων μέσων που αναφέρονται στις παραγράφους στα σημεία 4 έως 7 με τη μέθοδο της παρούσας αξίας των μελλοντικών χρηματικών ροών, μπορούν να χρησιμοποιούν μοντέλα ευαισθησίας για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων θέσεων και θα χρησιμοποιούν για κάθε ομολογία που αποσβέννυται κατά την εναπομένουσα διάρκειά της, παρά μέσω οριστικής εξόφλησης του κεφαλαίου. Τόσο το μοντέλο όσο και η χρησιμοποίησή του από το ίδρυμα πρέπει να εγκρίνονται από τις αρμόδιες αρχές. Τα μοντέλα αυτά πρέπει να οδηγούν σε θέσεις που να έχουν την ίδια ευαισθησία στις διακυμάνσεις των επιτοκίων όπως και οι υποκείμενες χρηματικές ροές. Η εκτίμηση της ευαισθησίας τους πρέπει να γίνεται με βάση αναφοράς ανεξάρτητες κινήσεις δειγματοληπτικά επιλεγμένων επιτοκίων σ' ολόκληρη την καμπύλη απόδοσης με ένα τουλάχιστον σημείο ευαισθησίας σε καθένα από τα διαστήματα προθεσμιών λήξης που περιλαμβάνονται στον πίνακα 2 του σημείου 18 Ö της παραγράφου 20 Õ . Οι θέσεις αυτές συνυπολογίζονται κατά τον προσδιορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στα σημεία 15 έως 30 Ö στις παραγράφους 17 έως 32 Õ .

910. Όσα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν μοντέλα σύμφωνα με το σημείο 8 Ö την παράγραφο 9 Õμπορούν αντ’αυτών, με την έγκριση των αρμόδιων αρχών, να θεωρούν ως πλήρως συμψηφίζουσες (fully offsetting) οιεσδήποτε θέσεις σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα που καλύπτονται από τις παραγράφους τα σημεία 4 έως 7, εφόσον πληρούν τουλάχιστον, τις παρακάτω προϋποθέσεις:

(iα)    οι θέσεις είναι της αυτής αξίας και είναι εκφρασμένες στο αυτό νόμισμα,

(iiβ)   το επιτόκιο αναφοράς (για θέσεις μεταβλητού) ή το τοκομερίδιο (για θέσεις σταθερού επιτοκίου) είναι στενά αντιστοιχισμένο,

(iiiγ)  η αμέσως επόμενη ημερομηνία καθορισμού του τόκου ή, για θέσεις σε τοκομερίδια σταθερού επιτοκίου, ο χρόνος που απομένει μέχρι τη λήξη τους ανταποκρίνεται στα παρακάτω όρια:

(i)      εάν είναι κάτω του μηνός, τότε αυθημερόν,·

(ii)     εάν είναι ενός μηνός και ενός έτους, τότε εντός επτά ημερών,·

(iii)    εάν είναι άνω του έτους, τότε εντός 30 ημερών.

1011. Ο μεταβιβάζων τίτλους ή εγγυημένα δικαιώματα κυριότητας τίτλων, σε συμφωνία πώλησης και επαναγοράς και ο δανείζων τίτλους σε δανειοδοσία τίτλων, περιλαμβάνει αυτούς τους τίτλους στον υπολογισμό των κεφαλαιακών του απαιτήσεων σύμφωνα με το παρόν παράρτημα, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω τίτλοι ανταποκρίνονται στα κριτήρια που θεσπίζονται στο άρθρο 2 σημείο 6 στοιχείο α) Ö 11 Õ .

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

11. Οι θέσεις σε μερίδια οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες υπόκεινται στις κεφαλαιακές απαιτήσεις της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ, και όχι στις απαιτήσεις για κίνδυνο θέσης βάσει του παρόντος παραρτήματος.

Ειδικοί και γενικοί κίνδυνοι

12. Ο κίνδυνος θέσης για ένα διαπραγματεύσιμο χρεωστικό τίτλο ή μια μετοχή (ή έναν παράγωγο τίτλο μετοχής ή χρεωστικό τίτλου), διαιρείται σε δύο συνιστώσες, προκειμένου να υπολογιστεί η κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψή του. Η πρώτη συνιστώσα αφορά τον ειδικό κίνδυνο που ενέχει η θέση, δηλαδή τον κίνδυνο μεταβολής της τιμής του σχετικού μέσου λόγω της επίδρασης παραγόντων που σχετίζονται με τον εκδότη του ή, στην περίπτωση ενός παράγωγου μέσου, με τον εκδότη του υποκείμενου μέσου. Η δεύτερη συνιστώσα καλύπτει το γενικό κίνδυνο της θέσης, δηλαδή τον κίνδυνο μεταβολής της τιμής του σχετικού μέσου λόγω μιας μεταβολής στο επίπεδο των επιτοκίων (στην περίπτωση ενός διαπραγματεύσιμου χρεωστικού τίτλου ή παράγωγου μέσου χρεωστικού τίτλου) ή λόγω μιας ευρείας μεταβολής στην αγορά μετοχών που δεν σχετίζεται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μεμονωμένων τίτλων (στην περίπτωση μιας μετοχής ή ενός παράγωγου μέσου που βασίζεται σε μετοχή).

ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΙΜΟΙ ΧΡΕΩΣΤΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ

13.       Το ίδρυμα κατατάσσει τις Οι καθαρές θέσεις του Ö κατατάσσονται Õ ανάλογα με το νόμισμα στο οποίο αυτές είναι εκφρασμένες και υπολογίζει τις οι κεφαλαιακές απαιτήσεις υπολογίζονται έναντι του γενικού και του ειδικού κινδύνου για κάθε νόμισμα χωριστά.

Ειδικός κίνδυνος

ê 93/6/ΕΚ

ð Νέο

14. Το ίδρυμα κατατάσσει τις καθαρές θέσεις του, όπως αυτές υπολογίζονται στην παράγραφο 1, στις κατάλληλες κατηγορίες του πίνακα 1 με βάση την εναπομένουσα προθεσμία λήξης τους και, στη συνέχεια, πολλαπλασιάζει τις θέσεις αυτές με τους συντελεστές στάθμισης. Οι σταθμισμένες θέσεις του ιδρύματος αθροίζονται (ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για θέσεις long ή short), προκειμένου να υπολογιστούν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις του έναντι του ειδικού κινδύνου. ð στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, με βάση τον υπολογισμό που καθορίζεται στην παράγραφο 1, μεταξύ των ενδεδειγμένων κατηγοριών του πίνακα 1, με κριτήριο τον εκδότη/οφειλέτη τους, την εξωτερική ή εσωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση και την εναπομένουσα ληκτότητα· στη συνέχεια τις πολλαπλασιάζει επί τους αναγραφόμενους συντελεστές στάθμισης. Αθροίζει τις σταθμισμένες θέσεις του (ανεξάρτητα από το εάν είναι θετικές ή αρνητικές), προκειμένου να υπολογίσει την κεφαλαιακή του απίτηση έναντι του ειδικού κινδύνου. ï

ê 93/6/ΕΟΚ

Πίνακας 1

Στοιχεία κεντρικής διοίκησης || Εγκεκριμένα στοιχεία || Άλλα στοιχεία

|| 0 έως 6 μήνες || 6 έως 24 μήνες || Άνω των 24 μηνών ||

0,00 % || 0,25 % || 1,00 % || 1,60 % || 8,00 %

ò νέο

Πίνακας 1

Στοιχεία || Κεφαλαιακή απαίτηση ειδικού κινδύνου

Χρεωστικοί τίτλοι που έχουν εκδοθεί από κεντρική διοίκηση ή καλύπτονται από εγγύηση κεντρικής διοίκησης ή οι οποίοι έχουν εκδοθεί από κεντρικές τράπεζες, διεθνείς οργανισμούς, πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες ή περιφερειακές ή τοπικές αρχές κρατών μελών, για τα οποία θα ίσχυε συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0% βάσει των μεθόδων RSA ή IRB. || 0%

Χρεωστικοί τίτλοι που έχουν εκδοθεί από κεντρική διοίκηση ή καλύπτονται από εγγύηση κεντρικής διοίκησης ή οι οποίοι έχουν εκδοθεί από κεντρικές τράπεζες, διεθνείς οργανισμούς, πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες ή περιφερειακές ή τοπικές αρχές κρατών μελών, για τα οποία θα ίσχυε συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20% ή 50% βάσει της μεθόδου RSA Άλλα εγκεκριμένα στοιχεία όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 15 κατωτέρω || 0,25% (εναπομένουσα διάρκεια μέχρι την οριστική ληκτότητα έως έξι μήνες) 1,00% (εναπομένουσα διάρκεια μέχρι την οριστική ληκτότητα λήξης μεγαλύτερη των έξι μηνών και μικρότερη ή ίση με 24 μήνες) 1,60% (εναπομένουσα διάρκεια μέχρι τη ληκτότητα άνω των 24 μηνών)

Όλες οι άλλες περιπτώσεις || 8,00%

15.       Για τους σκοπούς της παραγράφου 14, η έννοια των «εγκεκριμένων στοιχείων» περιλαμβάνει:

(α)     θετικές και αρνητικές θέσεις σε στοιχεία ενεργητικού τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις για κλιμάκιο πιστωτικής ποιότητας που αντιστοιχεί τουλάχιστον σε επενδυτική κλάση σύμφωνα με τη μέθοδο κατάταξης που περιγράφεται στον τίτλο V, κεφάλαιο 2, τμήμα 3, ενότητα 1 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ]·

(β)     θετικές και αρνητικές θέσεις σε στοιχεία ενεργητικού τα οποία, λόγω της φερεγγυότητας του εκδότη, έχουν PD όχι υψηλότερο από εκείνο των στοιχείων ενεργητικού για τα οποία γίνεται λόγος στο ανωτέρω στοιχείο α), βάσει της μεθόδου που περιγράφεται στον τίτλο V, κεφάλαιο 2, τμήμα 3, ενότητα 2 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ]·

(γ)     θετικές και αρνητικές θέσεις σε στοιχεία ενεργητικού για τα οποία δεν είναι διαθέσιμη πιστοληπτική αξιολόγηση από διορισμένο οργανισμό εξωτερικής αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και τα οποία πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i)      χαρακτηρίζονται από επαρκή βαθμό ρευστότητας κατά την εκτίμηση των οικείων ιδρυμάτων·

(ii)     η επενδυτική τους ποιότητα είναι, κατά την κρίση του ίδιου του εκάστοτε ιδρύματος, τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη των στοιχείων ενεργητικού για τα οποία γίνεται λόγος στο στοιχείο α)·

(iii)    είναι εισηγμένα σε μία τουλάχιστον οργανωμένη αγορά κράτους μέλους ή σε χρηματιστήριο αξιών τρίτης χώρας, υπό τον όρο ότι το εν λόγω χρηματιστήριο αναγνωρίζεται από τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους·

(δ)     είναι, κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, θετικές και αρνητικές θέσεις σε στοιχεία ενεργητικού εκδοθέντα από ιδρύματα τα οποία υπόκεινται στις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας που προβλέπονται στην οδηγία [2000/12/ΕΚ].

Η μέθοδος αξιολόγησης των χρεωστικών τίτλων υπόκειται σε έλεγχο από μέρους των αρμόδιων αρχών, οι οποίες δύνανται να ανατρέψουν την κρίση του ιδρύματος εάν πιστεύουν ότι ο εκάστοτε τίτλος υπόκειται σε υπερβολικά υψηλό βαθμό ειδικού κινδύνου για να θεωρηθεί ως εγκεκριμένο στοιχείο.

16. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από το ίδρυμα να εφαρμόζει τον ανώτατο συντελεστή στάθμισης που αναγράφεται στον πίνακα 1 για τους τίτλους που παρουσιάζουν ιδιαίτερο κίνδυνο λόγω της ανεπαρκούς φερεγγυότητας του εκδότη ρευστότητας.

ê 93/6/ΕΟΚ

Γενικός κίνδυνος

a) σε συνάρτηση με τη ληκτότητα προθεσμία

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

1517. Η διαδικασία υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι του γενικού κινδύνου περιλαμβάνει δύο βασικά στάδια. Πρώτον, όλες οι θέσεις σταθμίζονται ανάλογα με την προθεσμία λήξης τους (όπως εξηγείται στην παράγραφο 16 Ö 18 Õ ), προκειμένου να υπολογιστεί το ποσό του κεφαλαίου που απαιτείται για την κάλυψή τους. Δεύτερον, αυτή η κεφαλαιακή απαίτηση μπορεί να μειώνεται όταν μια σταθμισμένη θέση κατέχεται παράλληλα με μια αντίθετη σταθμισμένη θέση στο ίδιο διάστημα προθεσμιών λήξης. Μείωση της κεφαλαιακής απαίτησης επιτρέπεται επίσης όταν οι αντίθετες σταθμισμένες θέσεις ανήκουν σε διαφορετικά διαστήματα προθεσμιών λήξης· στην περίπτωση αυτή, η έκταση της επιτρεπόμενης μείωσης εξαρτάται τόσο από το εάν οι δύο θέσεις ανήκουν ή όχι στην ίδια ομάδα διαστημάτων προθεσμιών λήξης, όσο και από τα συγκεκριμένα διαστήματα προθεσμιών λήξης στα οποία αυτές ανήκουν. Οριζονται συνολικά τρεις ομάδες διαστημάτων προθεσμιών λήξης (ή ζώνες).

1618. Το ίδρυμα κατατάσσει τις καθαρές θέσεις του στις κατάλληλες ζώνες προθεσμιών λήξης στη δεύτερη ή την τρίτη, κατά περίπτωση, στήλη του πίνακα 2 του σημείου 18 Ö της παραγράφου 20 Õ . Η κατάταξη γίνεται βάσει της εναπομένουσας προθεσμίας λήξης στην περίπτωση των μέσων σταθερού επιτοκίου και της περιόδου μέχρι τον επόμενο επανακαθορισμό του επιτοκίου στην περίπτωση των μέσων που έχουν μεταβλητό επιτόκιο πριν από την τελική ημερομηνία λήξης. Το ίδρυμα κάνει επίσης διάκριση μεταξύ των χρεωστικών τίτλων με απόδοση τοκομεριδίου 3 % ή μεγαλύτερη και εκείνων με απόδοση τοκομεριδίου μικρότερη από 3 %, και τα κατατάσσει, αντίστοιχα, στη δεύτερη ή την τρίτη στήλη του πίνακα 2. Στη συνέχεια καθεμία από τις θέσεις αυτές πολλαπλασιάζεται με τους συντελεστές στάθμισης που αναφέρονται στην τέταρτη στήλη του πίνακα 2 για το σχετικό διάστημα προθεσμιών λήξης.

ê 93/6/ΕΟΚ

1719. Το ίδρυμα υπολογίζει στη συνέχεια το άθροισμα των σταθμισμένων θετικών θέσεων long και το άθροισμα των σταθμισμένων αρνητικών θέσεων short, για κάθε διάστημα προθεσμιών λήξης. Το ποσό των θετικών θέσεων long που αντιστοιχίζονται έναντι των αρνητικών θέσεων short εντός ενός δεδομένου διαστήματος προθεσμιών ληξης, αντιπροσωπεύει την αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση σ’ αυτό το διάστημα προθεσμιών ενώ η εναπομένουσα θετική ή αρνητική θέση long ή short αντιπροσωπεύει τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση στο ίδιο διάστημα προθεσμιών λήξης. Υπολογίζεται στη συνέχεια το σύνολο των αντιστοιχισμένων σταθμισμένων θέσεων σε όλα τα διαστήματα προθεσμιών λήξης.

1820. Το ίδρυμα υπολογίζει το άθροισμα των μη αντιστοιχισμένων σταθμισμένων θετικών θέσεων long στα διαστήματα που περιλαμβάνονται σε καθεμία από τις ζώνες του πίνακα 2, προκειμένου να προσδιορίσει τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θετική θέση long για κάθε ζώνη. Ομοίως, τα αθροίσματα των μη αντιστοιχισμένων σταθμισμένων αρνητικών θέσεων short για κάθε διάστημα μιας δεδομένης ζώνης προστιθενται προκειμένου να υπολογιστεί η μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη αρνητική θέση short αυτής της ζώνης. Το τμήμα της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θετικής θέσης long σε μια δεδομένη ζώνη το οποίο αντιστοιχίζεται έναντι της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης αρνητικής θέσης short στην ίδια ζώνη αντιπροσωπεύει την αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση σ’ αυτή τη ζώνη. Το τμήμα της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θετικής θέσης long ή της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης αρνητικής θέσης short σε μια ζώνη το οποίο δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί κατ' αυτό τον τρόπο, αντιπροσωπεύει τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση γι’ αυτή τη ζώνη.

Πίνακας 2

Ζώνες || Διαστήματα προθεσμιών λήξης || Συντελεστές στάθμισης (%) || Μεταβολή επιτοκίου (%)

Απόδοση τοκομεριδίου 3% ή μεγαλύτερη || Απόδοση τοκομεριδίου κάτω του 3%

1 || 0 ≤ 1 μήνας || 0 ≤ 1 μήνας || 0,00 || —

> 1 ≤ 3 μήνες || > 1 ≤ 3 μήνες || 0,20 || 1,00

> 3 ≤ 6 μήνες || > 3 ≤ 6 μήνες || 0,40 || 1,00

> 6 ≤ 12 μήνες || > 6 ≤ 12 μήνες || 0,70 || 1,00

2 || > 1 ≤ 2 έτη || > 1,0 ≤ 1,9 έτη || 1,25 || 0,90

> 2 ≤ 3 έτη || > 1,9 ≤ 2,8 έτη || 1,75 || 0,80

> 3 ≤ 4 έτη || > 2,8 ≤ 3,6 έτη || 2,25 || 0,75

3 || > 4 ≤ 5 έτη || > 3,6 ≤ 4,3 έτη || 2,75 || 0,75

> 5 ≤ 7 έτη || > 4,3 ≤ 5,7 έτη || 3,25 || 0,70

> 7 ≤ 10 έτη || > 5,7 ≤ 7,3 έτη || 3,75 || 0,65

> 10 ≤ 15 έτη || > 7,3 ≤ 9,3 έτη || 4,50 || 0,60

> 15 ≤ 20 έτη || > 9,3 ≤ 10,6 έτη || 5,25 || 0,60

> 20 έτη || > 10,6 ≤ 12,0 έτη || 6,00 || 0,60

|| > 12,0 ≤ 20,0 έτη || 8,00 || 0,60

|| > 20 έτη || 12,50 || 0,60

ê 93/6/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

1921. Υπολογίζεται στη συνέχεια το ποσό της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θετικής (αρνητικής) θέσης long (short) στη ζώνη 1 το οποίο αντιστοιχίζεται έναντι της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης αρνητικής (θετικής) θέσης short (long) στη ζώνη 2. Το ποσό αυτό αναφέρεται στο σημείο 23 Ö 25Õ ως αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 1 και 2. Ο ίδιος υπολογισμός πραγματοποιείται για το εναπομένον τμήμα της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 2 και τη μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση στη ζώνη 3, προκειμένου να προσδιοριστεί η αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 2 και 3.

2022. Το ίδρυμα μπορεί, εάν το επιθυμεί, να αντιστρέφει τη σειρά των υπολογισμών της παραγράφου του σημείου 19 Ö 21 Õ και να υπολογίσει την αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 2 και 3 πριν από τον υπολογισμό της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης μεταξύ των ζωνών 1 και 2.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

2123. Το υπόλοιπο της μη αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 1 αντιστοιχίζεται έναντι εκείνου που εναπομένει στη ζώνη 3 μετά την αντιστοίχισή της με τη ζώνη 2, προκειμένου να προσδιοριστεί η αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση μεταξύ των ζωνών 1 και 3.

2224. Οι εναπομένουσες θέσεις, μετά τις τρεις χωριστές αντιστοιχίσεις των παραγράφων σημείων 19, 20 και 21 Ö 21, 22 και 23, Õ αθροίζονται.

2325. Η κεφαλαιακή απαίτηση του ιδρύματος υπολογίζεται ως το άθροισμα:

α)           του 10% του αθροίσματος των αντιστοιχισμένων σταθμισμένων θέσεων σε όλα τα διαστήματα προθεσμιών ληξης·

β)           του 40% της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 1·

γ)           του 30% της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 2·

δ)           του 30% της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης στη ζώνη 3·

ε)           του 40% της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης μεταξύ των ζωνών 1 και 2, και μεταξύ των ζωνών 2 και 3 (βλέπε παράγραφο σημείο 19 Ö 21 Õ )·

στ)         του 150% της αντιστοιχισμένης σταθμισμένης θέσης μεταξύ των ζωνών 1 και 3·

ζ)           του 100% των εναπομενουσών μη αντιστοιχισμένων σταθμισμένων θέσεων.

β) σε συνάρτηση με το μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας (Duration-based)

2426. Για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων που αντιστοιχούν στο γενικό κίνδυνο τον οποίο ενέχουν οι διαπραγματεύσιμοι χρεωστικοί τίτλοι, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν, γενικά ή μεμονωμένα, να επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν σύστημα βασιζόμενο στο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας, αντί να εφαρμόζουν τους κανόνες που ορίζονται στις παραγράφους στα σημεία 15 έως 23 Ö 17 έως 25 Õ , υπό τον όρο ότι το ίδρυμα εφαρμόζει το σύστημα αυτό με συνέπεια.

ê 93/6/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

2527. Στα πλαίσια ενός τέτοιου συστήματος Ö για το οποίο γίνεται λόγος στην παράγραφο 26 Õ , το ίδρυμα λαμβάνει την αγοραία τιμή κάθε χρεωστικού τίτλου σταθερού επιτοκίου και βάσει αυτής υπολογίζει την απόδοσή του μέχρι τη λήξη, που αποτελεί τρόπον τινά το προεξοφλητικό του επιτόκιο. Αν πρόκειται για μέσα μεταβλητού επιτοκίου, η επιχείρηση λαμβάνει την αγοραία τιμή κάθε μέσου, και βάσει αυτής υπολογίζει την απόδοσή του με βάση την υπόθεση ότι το κεφάλαιο είναι πληρωτέο την επόμενη φορά που μπορεί να αλλάξει το επιτόκιο.

ê 93/6/ΕΟΚ

2628. Το ίδρυμα υπολογίζει στη συνέχεια τον τροποποιημένο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας (modified duration) κάθε χρεωστικού τίτλου, χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο τύπο:modified duration = ((duration (D))/(1 + r)), όπου:

D || = || ((∑t = 1m((t Ct)/((1 + r)t)))/(∑t = 1m((Ct)/((1 + r)t))))

όπου:

r || = || ονομαστική απόδοση μέχρι τη λήξη του τίτλου (yield to maturity) (βλέπε παράγραφο σημείο 25)

Ct || = || χρηματική πληρωμή κατά τη χρονική στιγμή t

m || = || ολική διάρκεια μέχρι τη λήξη (βλέπε σημείο 25).

2729. Το ίδρυμα κατατάσσει ακολούθως κάθε χρεωστικό τίτλο στην κατάλληλη ζώνη του πίνακα 3, με βάση τον τροποποιημένο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας κάθε μέσου.

Πίνακας 3

Ζώνες || Τροποποιημένος μέσος σταθμικός δείκτης διάρκειας (σε έτη) || Τεκμαιρόμενη μεταβολή επιτοκίου σε %

1 || > 0 ≤ 1,0 || 1,0

2 || > 1,0 ≤ 3,6 || 0,85

3 || > 3,6 || 0,7

2830. Το ίδρυμα υπολογίζει κατόπιν τη σταθμισμένη βάσει του δείκτη διαρκείας θέση κάθε μέσου, πολλαπλασιάζοντας την αγοραία αξία του με τον τροποποιημένο σταθμικό δείκτη διαρκείας του καθώς και με την τεκμαιρόμενη μεταβολή του επιτοκίου όταν πρόκειται για μέσο που έχει αυτό το συγκεκριμένο τροποποιημένο σταθμικό δείκτη διαρκείας (βλέπε στήλη 3 του πίνακα 3).

2931. Το ίδρυμα υπολογίζει τις σταθμισμένες βάσει του δείκτη διάρκειας θετικές και αρνητικές θέσεις του long και short, σε κάθε ζώνη. Το ποσό των θετικών θέσεων long που αντιστοιχίζεται με αρνητικές θέσεις short σε κάθε ζώνη αποτελεί τη σταθμισμένη βάσει του δείκτη διάρκειας μη αντιστοιχισμένη θέση σε κάθε ζώνη.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

και σΣτη συνέχεια εφαρμόζει τη μέθοδο που περιγράφεται στις παραγράφους 19 έως 22 Ö 21 έως 24 Õ για τις μη αντιστοιχισμένες σταθμισμένες θέσεις.

ê 93/6/ΕΚ

3032. Η κεφαλαιακή απαίτηση του ιδρύματος υπολογίζεται ακολούθως ως το άθροισμα:

α)           του 2% των σταθμισμένων βάσει του δείκτη διάρκειας αντιστοιχισμένων θέσεων σε κάθε ζώνη·

β)           του 40% των σταθμισμένων βάσει του δείκτη διάρκειας θέσεων που αντιστοιχίζονται μεταξύ των ζωνών 1 και 2, και μεταξύ των ζωνών 2 και 3·

γ)           του 150% των σταθμισμένων βάσει του δείκτη διάρκειας θέσεων που αντιστοιχίζονται μεταξύ των ζωνών 1 και 3·

δ)           του 100% των σταθμισμένων του δείκτη διάρκειας μη αντιστοιχισμένων θέσεων που εναπομένουν.

ΜΕΤΟΧΕΣ

3133. Το ίδρυμα αθροίζει όλες τις καθαρές —σύμφωνα με την παράγραφο 1— θετικές θέσεις του long, και όλες τις καθαρές αρνητικές του short. Το άθροισμα των δύο αυτών ποσών αντιπροσωπεύει τη συνολική μεικτή θέση του. Το ποσό κατά το οποίο το ένα από τα δύο αθροίσματα υπερβαίνει το άλλο, αντιπροσωπεύει τη συνολική καθαρή θέση του.

Ειδικός κίνδυνος

ê 93/6/ΕΟΚ

ð Νέο

32.34ð Το ίδρυμα αθροίζει όλες τις καθαρές θετικές θέσεις του και όλες τις καθαρές αρνητικές θέσεις του κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1. ï Το ίδρυμα πολλαπλασιάζει τη συνολική μεικτή θέση του επί 4%, προκειμένου να υπολογίσει την κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου.

ê 93/6/ΕΚ (Προσαρμοσμένο)

3335. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο το σημείο 35 Ö 34 Õ, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση έναντι του ειδικού κινδύνου ίση με το 2%, και όχι το 4%, της συνολικής μεικτής θέσης για τα χαρτοφυλάκια μετοχών που κατέχονται από ένα ίδρυμα και πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

ê 98/31/ΕΚ Άρθρο 1.7 και παράρτημα, σημ. 1(δ) (Προσαρμοσμένο)

iα)          οι μετοχές δεν είναι μετοχές εκδοτών που έχουν εκδώσει διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους οι οποίοι τη δεδομένη στιγμή συνεπάγονται 8% κεφαλαιακή απαίτηση στον πίνακα 1 του σημείου 14 ή συνεπάγονται χαμηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση για το λόγο μόνο ότι καλύπτονται από εγγύηση ή ασφάλεια,

ê 93/6/ΕΟΚ

iiβ)         οι μετοχές πρέπει να θεωρούνται άκρως ρευστοποιήσιμες από τις αρμόδιες αρχές, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων,

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

iiiγ)        καμιά ατομική θέση δεν περιλαμβάνει περισσότερο από το 5% της αξίας του συνολικού χαρτοφυλακίου μετοχών του ιδρύματος. Εντούτοις

Ö Για την εφαρμογή του σημείου γ) Õ, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν ατομικές θέσεις έως 10% υπό την προϋπόθεση ότι οι θέσεις αυτές δεν πρέπει συνολικά να υπερβαίνουν το 50% του χαρτοφυλακίου.

ê 93/6/ΕΟΚ

Γενικός κίνδυνος

3436. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις του ιδρύματος για την κάλυψη του γενικού κινδύνου ισούνται με τη συνολική καθαρή του θέση πολλαπλασιασμένη επί 8%.

Προθεσμιακές συμβάσεις με βάση δείκτη μετοχών

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

3537. Οι προθεσμιακές συμβάσεις με βάση δείκτη μετοχών, τα σταθμισμένα με το συντελεστή δέλτα ισοδύναμα των προαιρέσεων σε τέτοιες συμβάσεις, και οι δείκτες τιμών μετοχών, που εφεξής καλούνται συλλήβδην «προθεσμιακές συμβάσεις επί δεικτών μετοχών», μπορούν να αναλύονται σε θέσεις σε όλες τις μετοχές που τις συναποτελούν. Οι θέσεις αυτές μπορούν ν’ αντιμετωπίζονται ως υποκείμενες θέσεις στις εν λόγω μετοχές. Κατά συνέπεια Ö και είναι δυνατό Õ, με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμοδίων αρχών, μπορούν να συμψηφίζονται με τις αντίθετες θέσεις στις ίδιες τις υποκείμενες μετοχές.

ê 93/6/ΕΟΚ

3638. Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε τα ιδρύματα που έχουν συμψηφίσει τις θέσεις που έχουν σε μία ή περισσότερες από τις μετοχές που συναποτελούν μια σύμβαση προθεσμίας δείκτη μετοχών με αντίθετη θέση ή θέσεις στην ίδια τη σύμβαση προθεσμίας να έχουν επαρκή κεφάλαια ώστε να καλύπτουν τον κίνδυνο ζημίας που γεννάται από το ενδεχόμενο να μην ακολουθεί πλήρως η τιμή της προθεσμιακής σύμβασης τις τιμές των μετοχών που τη συναποτελούν. Το αυτό ισχύει όταν ένα ίδρυμα κατέχει αντίθετες θέσεις σε συμβάσεις προθεσμίας δείκτη μετοχών των οποίων η λήξη προθεσμίας ή/και η σύνθεση δεν είναι πανομοιότυπες.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

3739. Κατά παρέκκλιση από τα σημεία 35 και 36 Ö τις παραγράφους 37 και 38 Õ, οι προθεσμιακές συμβάσεις δείκτη μετοχών οι οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεων στο χρηματιστήριο και αντιπροσωπεύουν, κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών, ευρέως διαφοροποιημένους δείκτες συνοδεύονται από κεφαλαιακές απαιτήσεις της τάξης του 8 % για την κάλυψη του γενικού κινδύνου αλλά δεν προβλέπεται καμία απαίτηση για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου. Οι προθεσμιακές αυτές συμβάσεις συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό της συνολικής καθαρής θέσης που προβλέπεται στο σημείο 31 Ö στην παράγραφο 33 Õ, αλλά δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής μεικτής θέσης που προβλέπεται στο ίδιο σημείο στην ίδια παράγραφο.

ê 93/6/ΕΟΚ

3840. Εάν μια προθεσμιακή σύμβαση δείκτη μετοχών δεν αναλύεται στις διάφορες υποκείμενες θέσεις, η σύμβαση αυτή αντιμετωπίζεται ως μεμονωμένη μετοχή. Ωστόσο, ο ειδικός κίνδυνος της μεμονωμένης αυτής μετοχής μπορεί να αγνοείται αν η εν λόγω προθεσμιακή σύμβαση είναι διαπραγματεύσιμη στο χρηματιστήριο και αντιπροσωπεύει, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, ευρέως διαφοροποιημένο δείκτη.

ΑΝΑΔΟΧΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

3941. Σε περίπτωση αναδοχής της έκδοσης χρεωστικών μέσων και μετοχών, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ένα ίδρυμα να ακολουθεί την εξής διαδικασία για να υπολογίζει τις κεφαλαιακές του απαιτήσεις. Πρώτον, υπολογίζει τις καθαρές θέσεις αφαιρώντας τις θέσεις αναδοχής που έχουν αναληφθεί ή υπασφαλίζονται από τρίτους βάσει τυπικής συμφωνίας. Δεύτερον, περιορίζει τις καθαρές θέσεις με την εφαρμογή των ακόλουθων συντελεστών μείωσης: Ö του πίνακα 4. Õ

Πίνακας 4

— εργάσιμη ημέρα 0: || 100 %

— εργάσιμη ημέρα 1: || 90 %

— εργάσιμες ημέρες 2 έως και 3: || 75 %

— εργάσιμη ημέρα 4: || 50 %

— εργάσιμη ημέρα 5: || 25 %

— μετά την εργάσιμη ημέρα 5: || 0 %.

ê 93/6/ΕΟΚ

«Εργάσιμη ημέρα Ο» είναι η πρώτη εργάσιμη ημέρα κατά την οποία το ίδρυμα αναλαμβάνει την αμετάκλητη δέσμευση να δεχθεί μια δεδομένη (known) ποσότητα τίτλων σε προσυμφωνημένη τιμή.

Τρίτον, υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση, χρησιμοποιώντας τις μειωμένες θέσεις της αναδοχής έκδοσης τίτλων.

Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι το ίδρυμα κρατεί αρκετά κεφάλαια για την κάλυψη του κινδύνου ζημίας που υφίσταται ανάμεσα στην ημέρα της αρχικής δέσμευσης και στην εργάσιμη ημέρα 1.

ò νέο

ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΘΕΣΕΙΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΠΑΡΑΓΩΓΑ

42. Αναγνωρίζεται η προστασία που παρέχεται από πιστωτικά παράγωγα, σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στις παραγράφους 43 έως 46.

43. Ισχύει υποχρέωση πλήρους αναγνώρισης όταν η αξία δύο σκελών κινείται πάντα προς αντίθετες κατευθύνσεις και στην ίδια περίπου έκταση. Τούτο ισχύει σε καθεμιά από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α)     τα δύο σκέλη συνίστανται σε μέσα με απόλυτη ομοιότητα μεταξύ τους·

(β)     μία θετική ταμειακή θέση αντισταθμίζεται από σύμβαση ανταλλαγής ολικής απόδοσης (και αντιστρόφως) και υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία μεταξύ του μέσου αναφοράς και των υποκείμενων ανοιγμάτων (δηλαδή της ταμειακής θέσης). Η ληκτότητα της ίδιας της σύμβασης ανταλλαγής μπορεί να διαφέρει από τη ληκτότητα του υποκείμενου ανοίγματος.

Στις περιπτώσεις αυτές, δεν πρέπει να εφαρμόζεται κεφαλαιακή απαίτηση ειδικού κινδύνου σε αμφότερα σκέλη της θέσης.

44. Εφαρμόζεται αντιστάθμισμα ύψους 80% όταν η αξία δύο σκελών κινείται πάντα προς την αντίθετη κατεύθυνση και εφόσον υφίσταται απόλυτη αντιστοιχία όσον αφορά το μέσο αναφοράς, τη ληκτότητα τόσο της υποχρέωσης αναφοράς όσο και του πιστωτικού παραγώγου και το νόμισμα του υποκείμενου ανοίγματος. Επιπλέον, τα βασικά στοιχεία της σύμβασης που διέπει το πιστωτικό παράγωγο δεν πρέπει να έχουν ως συνέπεια σημαντική απόκλιση των αυξομειώσεων της τιμής του πιστωτικού παραγώγου σε σύγκριση με τις αυξομειώσεις της τιμής της ταμειακής θέσης. Στο μέτρο που η συναλλαγή συνεπάγεται μεταβίβαση του κινδύνου, εφαρμόζεται αντιστάθμισμα ειδικού κινδύνου ύψους 80% στο σκέλος της συναλλαγής με τη μεγαλύτερη κεφαλαιακή απαίτηση, ενώ οι απαιτήσεις ειδικού κινδύνου στο έτερο σκέλος είναι μηδενικές.

45. Εφαρμόζεται μερική αναγνώριση όταν η αξία δύο σκελών κινείται συνήθως προς αντίθετες κατευθύνσεις. Τούτο ισχύει στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α)     η θέση εμπίπτει στην παράγραφο 43 σημείο β), αλλά υπάρχει αναντιστοιχία μέσων μεταξύ του μέσου αναφοράς και του υποκείμενου ανοίγματος. Παρόλα αυτά, οι θέσεις πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

(i)      η υποχρέωση αναφοράς είναι της αυτής προτεραιότητας ή υποδεέστερη σε σύγκριση με την υποχρέωση που απορρέει από το υποκείμενο μέσο·

(ii)     η υποχρέωση που απορρέει από το υποκείμενο μέσο και η υποχρέωση αναφοράς έχουν τον ίδιο οφειλέτη και περιλαμβάνουν νομικά εκτελεστές ρήτρες αλληλοσύνδεσης αθέτησης υποχρέωσης και αλληλοσύνδεσης επίσπευσης εξόφλησης οφειλής·

(β)     η θέση εμπίπτει στην παράγραφο 43 σημείο α) ή στην παράγραφο 44, αλλά υφίσταται αναντιστοιχία νομισμάτων ή ληκτότητας μεταξύ της πιστωτικής προστασίας και του υποκείμενου μέσου (οι αναντιστοιχίες νομισμάτων πρέπει να περιλαμβάνονται στην συνήθη γνωστοποίηση κινδύνου τιμών συναλλάγματος σύμφωνα με το παράρτημα III·

(γ)     η θέση εμπίπτει στην παράγραφο 44, αλλά υφίσταται αναντιστοιχία μέσων μεταξύ της ταμειακής θέσης και του πιστωτικού παραγώγου. Εντούτοις, το υποκείμενο μέσο συμπεριλαμβάνεται στις (παραδόσιμες) υποχρεώσεις στα έγγραφα σχετικά με το πιστωτικό παράγωγο.

Σε καθεμιά από τις ανωτέρω περιπτώσεις, αντί της προσθήκης των κεφαλαιακών απαιτήσεων ειδικού κινδύνου για κάθε σκέλος της συναλλαγής, ισχύει μόνο η υψηλότερη εκ των δύο κεφαλαιακών απαιτήσεων.

46. Σε κάθε περίπτωση που δεν υπάγεται στην παράγραφο 45, η κεφαλαιακή απαίτηση ειδικού κινδύνου υπολογίζεται σε σχέση με αμφότερα σκέλη της θέσης.

κεφαλαιακεσ απαιτησεισ για οργανισμουσ συλλογικών επενδυσεων σε κινητεσ αξιεσ στο χαρτοφυλακιο συναλλαγων

47. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για θέσεις σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες («ΟΣΕΚΑ») που πληρούν τις προϋποθέσεις οι οποίες καθορίζονται στο άρθρο 11 για την κεφαλαιακή επάρκεια των χαρτοφυλακίων συναλλαγών υπολογίζονται σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στις παραγράφους 48 έως 56.

48. Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος τμήματος, οι θέσεις σε ΟΣΕΚΑ υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση για κίνδυνο θέσης (ειδικό και γενικό) ύψους 32%. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παραρτήματος III (3)(i) ή του παραρτήματος V (13)(v), οσάκις γίνεται χρήση της τροποποιημένης αναγωγής σε χρυσό που καθορίζεται στις εν λόγω παραγράφους, οι θέσεις σε ΟΣΕΚΑ υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση για κίνδυνο θέσης (ειδικό και γενικό) και για κίνδυνο τιμών συναλλάγματος σε ποσοστό όχι μεγαλύτερο από 40%.

49. Τα ιδρύματα δύνανται να καθορίζουν την κεφαλαιακή απαίτηση για θέσεις σε ΟΣΕΚΑ που πληρούν τις προϋποθέσεις οι οποίες καθορίζονται στην παράγραφο 51 με τις μεθόδους που καθορίζονται στις παραγράφους 53 έως 56.

50. Με την επιφύλαξη τυχόν διαφορετικής επισήμανσης, δεν επιτρέπεται συμψηφισμός μεταξύ των υποκείμενων επενδύσεων ενός ΟΣΕΚΑ και άλλων θέσεων που κατέχει το ίδρυμα.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

51. Οι γενικές προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για χρήση των μεθόδων των παραγράφων 53 έως 56 στην περίπτωση ΟΣΕΚΑ που εκδίδονται από επιχειρήσεις οι οποίες υπόκεινται σε εποπτεία ή έχουν συσταθεί στην Κοινότητα είναι οι εξής:

(α)     Το ενημερωτικό δελτίο ή ισοδύναμο έγγραφο του ΟΣΕΚΑ πρέπει να περιλαμβάνει:

(i)      τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού στις οποίες επιτρέπεται να επενδύει ο ΟΣΕΚΑ·

(ii)     εάν ισχύουν επενδυτικά όρια, τα σχετικά όρια και τις μεθόδους υπολογισμού τους·

(iii)    εάν επιτρέπεται μόχλευση, τον μέγιστο βαθμό μόχλευσης·

(iv)    εάν επιτρέπονται επενδύσεις σε εξωχρηματιστηριακά χρηματοοικονομικά παράγωγα ή συναλλαγές παρόμοιες με συμφωνία επαναγοράς, την τακτική με την οποία περιορίζεται ο κίνδυνος αντισυμβαλλόμενου που απορρέει από τις εν λόγω συναλλαγές.

(β)     Οι δραστηριότητες του ΟΣΕΚΑ αποτελούν αντικείμενο εξαμηνιαίων και ετήσιων εκθέσεων, ούτως ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση του ενεργητικού και του παθητικού, των εσόδων και των πράξεων που διενεργήθηκαν κατά τη χρονική περίοδο αναφοράς.

(γ)     Οι μονάδες/μερίδια του ΟΣΕΚΑ είναι εξαγοράσιμα σε μετρητά, με χρήση των στοιχείων ενεργητικού του οργανισμού, σε καθημερινή βάση και κατόπιν αιτήσεως του κατόχου του μεριδίου.

(δ)     Οι επενδύσεις σε ΟΣΕΚΑ διαχωρίζονται από τα στοιχεία ενεργητικού του διαχειριστή του ΟΣΕΚΑ.

(ε)     Υπάρχει επαρκής εκτίμηση κινδύνου του ΟΣΕΚΑ από μέρους του ιδρύματος που πραγματοποιεί την επένδυση.

52. Οι ΟΣΕΚΑ τρίτων χωρών μπορούν να είναι επιλέξιμοι εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των σημείων α) έως ε) της παραγράφου 51, με την επιφύλαξη της έγκρισης της αρχής που είναι αρμόδια για το εκάστοτε ίδρυμα.

ΕΙΔΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ

53. Όταν ένα ίδρυμα γνωρίζει σε καθημερινή βάση τις υποκείμενες επενδύσεις του ΟΣΕΚΑ, το ίδρυμα έχει την ευχέρεια να εμβαθύνει την εξέτασή του στις εν λόγω υποκείμενες επενδύσεις προκειμένου να υπολογίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο θέσης (γενικό και ειδικό) για τις συγκεκριμένες θέσεις σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν παράρτημα ή, εάν έχει χορηγηθεί άδεια, σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παράρτημα V. Στο πλαίσιο της προσέγγισης αυτής, οι θέσεις σε ΟΣΕΚΑ αντιμετωπίζονται ως θέσεις στις υποκείμενες επενδύσεις του εκάστοτε ΟΣΕΚΑ. Επιτρέπεται συμψηφισμός μεταξύ θέσεων στις υποκείμενες επενδύσεις του ΟΣΕΚΑ και άλλων θέσεων τις οποίες κατέχει το ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα κατέχει ικανό αριθμό μεριδίων, ώστε να είναι δυνατή η εξαγορά/σύσταση σε αντάλλαγμα των υποκείμενων επενδύσεων.

54. Ένα ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο θέσης (γενικό και ειδικό) προκειμένου για θέσεις σε ΟΣΕΚΑ σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν παράρτημα ή, εάν έχει χορηγηθεί άδεια, σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παράρτημα V, με αναγωγή σε υποθετικές θέσεις οι οποίες να αντιστοιχούν στις θέσεις που απαιτούνται για την αναπαραγωγή της σύνθεσης και των επιδόσεων ενός εξωτερικά διαμορφούμενου δείκτη ή ενός πάγιου καλαθιού μετοχών ή χρεωστικών τίτλων για το οποίο γίνεται λόγος στο στοιχείο α), εφόσον πληρούνται οι εξής όροι:

(α)     σκοπός της εντολής του ΟΣΕΚΑ είναι η αναπαραγωγή της σύνθεσης και των επιδόσεων ενός εξωτερικά διαμορφούμενου δείκτη ή ενός πάγιου καλαθιού μετοχών ή χρεωστικών τίτλων·

(β)     είναι δυνατό να προσδιορισθεί με σαφήνεια και για ελάχιστο χρονικό διάστημα έξι μηνών ελάχιστη τιμή συσχέτισης 0,9 μεταξύ των ημερήσιων μεταβολών των τιμών του ΟΣΕΚΑ και του δείκτη ή του καλαθιού μετοχών ή χρεωστικών τίτλων που χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς. Με τον όρο «συσχέτιση» στο πλαίσιο αυτό νοείται ο συντελεστής συσχέτισης μεταξύ των καθημερινών αποδόσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου που είναι διαπραγματεύσιμο σε χρηματιστήριο και του δείκτη ή του καλαθιού μετοχών ή χρεωστικών τίτλων που χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς.

55. Όταν ένα ίδρυμα δεν γνωρίζει σε καθημερινή βάση τις υποκείμενες επενδύσεις του ΟΣΕΚΑ, τότε μπορεί να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο θέσης (γενικό και ειδικό) σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν παράρτημα, εφόσον πληρούνται οι εξής όροι:

(α)     ισχύει η παραδοχή ότι ο ΟΣΕΚΑ επενδύει καταρχάς στον μέγιστο επιτρεπόμενο βαθμό σύμφωνα με την εντολή του στις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού για τις οποίες ισχύει η υψηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο θέσης (γενικό και ειδικό), ενώ στη συνέχεια εξακολουθεί να πραγματοποιεί επενδύσεις με φθίνουσα σειρά μέχρι την επίτευξη του ανώτατου συνολικού επενδυτικού ορίου. Η θέση στον ΟΣΕΚΑ λογίζεται ως άμεση συμμετοχή στην υποθετική θέση·

(β)     τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη το μέγιστο έμμεσο άνοιγμα που θα μπορούσαν να επιτύχουν με την ανάληψη μοχλευμένων θέσεων μέσω του ΟΣΕΚΑ κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής τους απαίτησης για τον κίνδυνο θέσης, αυξάνοντας αναλόγως τη θέση στον ΟΣΕΚΑ μέχρι την επίτευξη του ανώτατου ανοίγματος στα υποκείμενα επενδυτικά στοιχεία που προκύπτει από την επενδυτική εντολή·

(γ)     σε περίπτωση που η κεφαλαιακή απαίτηση για τον κίνδυνο θέσης (γενικό και ειδικό βάσει της προσέγγισης αυτής υπερβαίνει την απαίτηση που καθορίζεται στην παράγραφο 48, γίνεται δεκτό ότι η κεφαλαιακή απαίτηση ισούται με το επίπεδο αυτό και δεν λαμβάνεται υπόψη το υπερβάλλον.

56. Τα ιδρύματα δύνανται να καταφεύγουν στις υπηρεσίες τρίτου για τον υπολογισμό και τη γνωστοποίηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο θέσης (γενικό και ειδικό) προκειμένου για θέσεις σε ΟΣΕΚΑ που εμπίπτουν στις παραγράφους 53 και 55, σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν παράρτημα, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται επαρκώς η ορθότητα του υπολογισμού και της γνωστοποίησης.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Ö ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ Õ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ/ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ

ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ/ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ

ê 98/31/ΕΚ Άρθρο 1.7 και παράρτημα, σημ. 2(α)

1. Σε περίπτωση συναλλαγών στις οποίες χρεωστικοί τίτλοι, μετοχές και βασικά εμπορεύματα (εξαιρουμένων των συμφωνιών πώλησης και επαναγοράς ή αγοράς και επαναπώλησης και των δανειοδοσιών και δανειοληψιών τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων) δεν έχουν διακανονισθεί ακόμη μετά τις προβλεπόμενες ημερομηνίες παράδοσής τους, το ίδρυμα πρέπει να υπολογίζει τον κίνδυνο διαφοράς τιμών στον οποίο υπόκειται, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ της συμφωνηθείσας τιμής διακανονισμού των εν λόγω χρεωστικών τίτλων, μετοχών ή βασικών εμπορευμάτων και της τρέχουσας τιμής τους στην αγορά, εφόσον η διαφορά αυτή θα μπορούσε να του προκαλέσει ζημία. Το ίδρυμα πρέπει να πολλαπλασιάζει αυτή τη διαφορά με τον κατάλληλο συντελεστή της στήλης Α του πίνακα του σημείου της παραγράφου 2 προκειμένου να υπολογίσει την κεφαλαιακή απαίτησή του.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο το σημείο 1, το ίδρυμα μπορεί, εφόσον το επιτρέπουν οι αρμόδιες αρχές, να υπολογιζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του πολλαπλασιάζοντας τη συμφωνηθείσα τιμή διακανονισμού κάθε συναλλαγής που δεν έχει ακόμα διακανονιστεί εντός 5 έως 45 εργάσιμων ημερών μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού, με τον κατάλληλο συντελεστή της στήλης Β του εν λόγω πίνακα 1. Για περιόδους που υπερβαίνουν τις 46 εργάσιμες ημέρες από την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού, το ίδρυμα καθορίζει την κεφαλαιακή απαίτησή του σε 100% της διαφοράς τιμών στην οποία είναι εκτεθειμένο, όπως στη στήλη Α Ö του πίνακα 1Õ .

Ö Πίνακας 1 Õ

Αριθμός εργάσιμων ημερών μετά την ημερομηνία που έπρεπε να γίνει ο διακανονισμός || Στήλη A (%) || Στήλη B (%)

5 έως 15 || 8 || 0,5

16 έως 30 || 50 || 4,0

31 έως 45 || 75 || 9,0

46 και άνω || 100 || βλέπε παράγραφο 2

ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ

ò νέο

3. Κάθε ίδρυμα υποχρεούται να διαθέτει κεφάλαια προς κάλυψη του κινδύνου αντισυμβαλλόμενου που απορρέει από ανοίγματα τα οποία οφείλονται σε:

(α)     ατελείς παραδόσεις·

(β)     εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα και πιστωτικά παράγωγα·

(γ)     συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς, συμφωνίες αγοράς και επαναπώλησης, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων ή συναλλαγές δανειοληψίας με βάση τίτλους ή βασικά εμπορεύματα που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών·

(δ)     ανοίγματα υπό μορφή αμοιβών, προμηθειών, τόκων, μερισμάτων και περιθωρίων σε συμβάσεις παραγώγων που αποτελούν αντικείμενο χρηματιστηριακής διαπραγμάτευσης, δεν καλύπτονται από το παρόν παράρτημα ούτε από το παράρτημα I, ούτε αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια δυνάμει της παραγράφου 2 σημείο δ) του άρθρου 13 και αφορούν άμεσα τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

4. Εν προκειμένω, γίνεται δεκτό ότι έχει πραγματοποιηθεί ατελής παράδοση εφόσον το ίδρυμα έχει καταβάλει το αντίτιμο για τίτλους ή βασικά εμπορεύματα πριν να τα παραλάβει ή εφόσον έχει παραδώσει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα πριν να εισπράξει το αντίτιμο γι’ αυτά και, εάν πρόκειται για διασυνοριακή συναλλαγή, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μιας τουλάχιστον ημέρας από τότε που το ίδρυμα προέβη στην πληρωμή ή την παράδοση.

5. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 6 έως 9, η αξία ανοιγμάτων και τα ποσά ανοίγματος με στάθμιση κινδύνου για τέτοια ανοίγματα υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου V, κεφάλαιο 2, τμήμα 3 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ], όπου κάθε αναφορά σε «πιστωτικά ιδρύματα» στο εν λόγω τμήμα νοείται ως αναφορά σε «ιδρύματα», κάθε αναφορά σε «μητρικά πιστωτικά ιδρύματα» νοείται ως αναφορά σε «μητρικά ιδρύματα», ενώ οι συναφείς όροι νοούνται με ανάλογο τρόπο.

6. Για τους σκοπούς της παραγράφου 5:

Το παράρτημα IV της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] θεωρείται ότι τροποποιείται ούτως ώστε να περιλαμβάνει, μετά το σημείο 3(δ) τη φράση «και πιστωτικά παράγωγα»·

Το παράρτημα III της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] θεωρείται ότι τροποποιείται ούτως ώστε να περιλαμβάνει τα εξής μετά τον πίνακα 1(α):

Για να υπολογισθεί το ύψος ενδεχόμενου μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος οσάκις πρόκειται για πιστωτικό παράγωγο που στηρίζεται σε σύμβαση της μορφής «total return swap» ή για πιστωτικό παράγωγο που στηρίζεται σε σύμβαση της μορφής «credit default swap», το ονομαστικό ποσό του μέσου πολλαπλασιάζεται επί τα ακόλουθα ποσοστά:

5% σε περίπτωση που η υποχρέωση αναφοράς είναι τέτοιου τύπου ώστε, εάν δημιουργούσε άμεσο άνοιγμα για το ίδρυμα, θα εθεωρείτο εγκεκριμένο στοιχείο για τους σκοπούς του παραρτήματος I·

10% σε περίπτωση που η υποχρέωση αναφοράς είναι τέτοιου τύπου ώστε, εάν δημιουργούσε άμεσο άνοιγμα για το ίδρυμα, δεν θα εθεωρείτο εγκεκριμένο στοιχείο για τους σκοπούς του παραρτήματος I.

Εντούτοις, εάν πρόκειται για σύμβαση της μορφής «credit default swap», το ίδρυμα του οποίου το άνοιγμα που προκύπτει από την εν λόγω σύμβαση αποτελεί θετική θέση στο υποκείμενο μέσο, έχει την ευχέρεια να εφαρμόσει ποσοστό 0% για το ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα, εκτός αν η σύμβαση της μορφής «credit default swap» υπόκειται σε ρήτρα εκκαθάρισης σε περίπτωση αφερεγγυόητης της οντότητας της οποίας το άνοιγμα που προκύπτει από τη σύμβαση ανταλλαγής (swap) αποτελεί αρνητική θέση στο υποκείμενο μέσο, έστω και αν το υποκείμενο μέσο δεν τελεί σε κατάσταση αθέτησης τήρησης υποχρέωσης.»

Οσάκις το πιστωτικό παράγωγο παρέχει προστασία έναντι της «νιοστής αθέτησης τήρησης υποχρέωσης» μεταξύ ενός πλήθους υποκείμενων υποχρεώσεων, το ποιο από τα παραπάνω ποσοστά είναι εφαρμοστέο καθορίζεται από την υποχρέωση με τη νιοστή χαμηλότερη πιστωτική ποιότητα, με κριτήριο το κατά πόσον πρόκειται για υποχρέωση η οποία, εάν βάρυνε το ίδρυμα, θα εθεωρείτο εγκεκριμένο στοιχείο για τους σκοπούς του παραρτήματος I.»

7. Για τους σκοπούς της παραγράφου 5, κατά τον υπολογισμό του ποσού ανοιγμάτων με στάθμιση κινδύνου, τα ιδρύματα δεν επιτρέπεται να εφαρμόζουν την «απλή μέθοδο χρήσης των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων», η οποία καθορίζεται στο παράρτημα VIII, μέρος 3, παράγραφοι 25 έως 30 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ], για την αναγνώριση των συνεπειών χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων.

8. Για τους σκοπούς της παραγράφου 5, στην περίπτωση συναλλαγών πώλησης και επαναγοράς και συναλλαγών δανειοδοσίας ή δανειοδοσίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, κάθε χρηματοοικονομικό μέσο και βασικό εμπόρευμα που πληροί τις προϋποθέσεις για να συμπεριληφθεί στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είναι δυνατό να αναγνωρισθεί ως αποδεκτή εξασφάλιση. Όταν πρόκειται για άνοιγμα που οφείλεται σε εξωχρηματιστηριακό παράγωγο μέσο το οποίο εγγράφεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, τα βασικά εμπορεύματα που πληρούν τις προϋποθέσεις για να συμπεριληφθούν στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών μπορούν ομοίως να αναγνωρισθούν ως αποδεκτή εξασφάλιση. Προκειμένου να υπολογισθούν οι προσαρμογές μεταβλητότητας όταν τέτοιου είδους χρηματοοικονομικά μέσα ή βασικά εμπορεύματα διατίθενται ως δάνειο, πωλούνται ή παρέχονται ή αποτελούν αντικείμενο δανειοληψίας, αγοράζονται ή λαμβάνονται ως εξασφάλιση ή υπό άλλη μορφή στο πλαίσιο τέτοιας συναλλαγής, τα εν λόγω μέσα ή βασικά εμπορεύματα αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και οι μετοχές οι οποίες δεν περιλαμβάνονται σε βασικό δείκτη και είναι εισηγμένες σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο.

9. Για τους σκοπούς της παραγράφου 5, σε σχέση με την αναγνώριση συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές πώλησης και επαναγοράς ή/και συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοδοσίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων ή/και άλλου είδους συναλλαγές κεφαλαιαγοράς, ο συμψηφισμός μεταξύ θέσεων εντός και εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών αναγνωρίζεται μόνο εφόσον οι συμψηφιζόμενες συναλλαγές πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     όλες οι συναλλαγές αποτιμώνται καθημερινά με βάση τις τρέχουσες αγοραίες τιμές·

(β)     κάθε στοιχείο το οποίο διατίθεται ως δάνειο, πωλείται ή παρέχεται ή το οποίο αποτελεί αντικείμενο δανειοληψίας, αγοράζεται ή λαμβάνεται στο πλαίσιο των συναλλαγών δύναται να αναγνωρισθεί ως αποδεκτή χρηματοοικονομική εξασφάλιση βάσει του τίτλου V, κεφάλαιο 2, τμήμα 3, ενότητα 3 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ] χωρίς εφαρμογή της παραγράφου 8 του παρόντος παραρτήματος.

10. Όταν ένα πιστωτικό παράγωγο το οποίο περιλαμβάνεται σε χαρτοφυλάκιο συναλλαγών αποτελεί στοιχείο εσωτερικής αντιστάθμισης κινδύνου και η πιστωτική προστασία αναγνωρίζεται βάσει της οδηγίας [2000/12/ΕΚ], γίνεται δεκτό ότι δεν υφίσταται κίνδυνος αντισυμβαλλομένου εξαιτίας της θέσης στο πιστωτικό παράγωγο.

11. Η κεφαλαιακή απαίτηση είναι 8% των συνολικών ποσών ανοίγματος με στάθμιση κινδύνου.

ê 93/6/ΕΟΚ

Ατελείς συναλλαγές (free deliveries)

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 2(β) (Προσαρμοσμένο)

3.1. Το ίδρυμα οφείλει να κατέχει κεφάλαια για να καλύπτει τον κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου εάν:

(i)           έχει καταβάλει το αντίτιμο τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων προτού του παραδοθούν οι εν λόγω τίτλοι ή βασικά εμπορεύματα, ή εάν έχει παραδώσει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα προτού λάβει το σχετικό αντίτιμο,

              και εάν

(ii)          στην περίπτωση διασυνοριακών συναλλαγών, έχουν παρέλθει μία ή περισσότερες ημέρες από τη στιγμή της εν λόγω πληρωμής ή παράδοσης.

3.2. Η κεφαλαιακή απαίτηση είναι το 8 % της αξίας των τίτλων ή των βασικών εμπορευμάτων ή των χρεωστούμενων χρηματικών ποσών επί το συντελεστή στάθμισης κινδύνου που ισχύει για το συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 2(γ)

Συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς, συμφωνίες αγοράς και επαναπώλησης, δανειοδοσίες και δανειοληψίες τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων

4.1. Στην περίπτωση των συμφωνιών πώλησης και επαναγοράς και των συμφωνιών δανειοδοσίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων που αφορούν τίτλους ή βασικά εμπορεύματα περιλαμβανόμενα στο χρηματοφυλάκιο συναλλαγών, το ίδρυμα υπολογίζει τη διαφορά μεταξύ της αγοραίας αξίας των τίτλων ή των βασικών εμπορευμάτων αφενός και του ποσού που έχει δανεισθεί ή της αγοραίας αξίας της ασφάλειας που έχει λάβει αφετέρου, εφόσον η διαφορά αυτή είναι θετική. Στην περίπτωση των συμφωνιών αγοράς και επαναπώλησης και των συμφωνιών δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, το ίδρυμα υπολογίζει τη διαφορά μεταξύ του ποσού που έχει δανείσει ή της αγοραίας αξίας της ασφάλειας που έχει καταθέσει αφενός και της αγοραίας αξίας των τίτλων ή των βασικών εμπορευμάτων που έχει λάβει αφετέρου, εφόσον η διαφορά αυτή είναι θετική.

ê 93/6/EOK

Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι η παρεχόμενη πρόσθετη εγγύηση είναι ικανοποιητική.

Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να μη συμπεριλαμβάνουν το ποσό της επιπλέον ασφάλειας στους υπολογισμούς που περιγράφονται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος σημείου, εφόσον αυτό είναι εγγυημένο με τέτοιον τρόπο ώστε ο μεταβιβάζων να είναι πάντοτε βέβαιος ότι η επιπλέον ασφάλεια θα του επιστραφεί αν ο αντισυμβαλλόμενος αθετήσει τις υποχρεώσεις του.

Οι δεδουλευμένοι τόκοι συνυπολογίζονται στην αγοραία αξία των ποσών που αποτελούν αντικείμενο δανειοδοσίας ή δανειοληψίας και της παρεχόμενης ασφάλειας.

4.2. Η κεφαλαιακή απαίτηση ανέρχεται στο 8 % του ποσού που προκύπτει από το σημείο 4.1 επί το συντελεστή στάθμισης κινδύνου που ισχύει για το συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο.

Εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα

ê 98/33/EK Άρθ. 3.2

5. Για να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που αντιστοιχούν στα εξωχρηματιστηριακά τους παράγωγα μέσα, τα ιδρύματα εφαρμόζουν το παράρτημα II της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ. Οι εφαρμοστέοι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τους συγκεκριμένους αντισυμβαλλομένους καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 της παρούσας οδηγίας.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να εξαιρούν από την εφαρμογή των προβλεπομένων στο παράρτημα II μεθόδων τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συμψηφίζονται από γραφείο συμψηφισμού όπου το γραφείο συμψηφισμού ενεργεί ως ο νόμιμος αντισυμβαλλόμενος και όλοι οι συμβαλλόμενοι με αυτό καλύπτουν πλήρως επί καθημερινής βάσεως το άνοιγμα που παρουσιάζουν έναντι του γραφείου συμψηφισμού, παρέχοντας εγγυήσεις οι οποίες καλύπτουν τόσο το τρέχον άνοιγμα όσο και το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να κρίνουν ότι η παρεχόμενη εγγύηση προσφέρει αντίστοιχη διασφάλιση με την εγγύηση η οποία παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 σημείο 7 στοιχείο α) σημείο της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ και ότι δεν υπάρχει κίνδυνος διεύρυνσης των ανοιγμάτων του γραφείου συμψηφισμού πέραν της αγοραίας αξίας της παρεχομένης εγγύησης. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την τυχόν χρησιμοποίηση αυτής της δυνατότητας.

ê 93/6/ΕΟΚ

ΑΛΛΑ

6. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ ισχύουν σε όσα ανοίγματα, παρουσιαζόμενα υπό μορφήν αμοιβών, προμηθειών, τόκων, μερισμάτων και περιθωρίων σε προθεσμιακές συμβάσεις ή προαιρέσεις που αποτελούν αντικείμενο χρηματιστηριακής διαπραγμάτευσης, δεν καλύπτονται αύτε από το παρόν παράρτημα, ούτε από το παράρτημα I, ούτε αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια δυνάμει του σημείου 2 στοιχείο δ) του παραρτήματος V, και αφορούν άμεσα τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

Οι εφαρμοστέοι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τους συγκεκριμένους αντισυμβαλλόμενους καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2 σημείο 9 της παρούσας οδηγίας.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Ö ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ Õ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΙΜΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΟΣ

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 3(α) (Προσαρμοσμένο)

1. Εάν το άθροισμα της συνολικής καθαρής θέσης του ιδρύματος σε συνάλλαγμα και της συνολικής καθαρής θέσης του σε χρυσό, υπολογιζόμενης με τη μέθοδο που ορίζεται στα επόμενα Ö στην παράγραφο 2 Õ , υπερβαίνει το 2 % των συνολικών του ιδίων κεφαλαίων, το άθροισμα της συνολικής καθαρής θέσης του σε συνάλλαγμα και της συνολικής καθαρής θέσης του σε χρυσό πολλαπλασιάζεται επί 8 % για να υπολογιστεί το ίδιο κεφάλαιο που απαιτείται έναντι συναλλαγματικού κινδύνου.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να υπολογίζουν το απαιτούμενο ίδιο κεφάλαιο πολλαπλασιάζοντας επί 8 % το ποσό κατά το οποίο το άθροισμα της συνολικής καθαρής θέσης σε συνάλλαγμα και της συνολικής καθαρής θέσης σε χρυσό υπερβαίνει το 2 % των συνολικών ιδίων κεφαλαίων.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

2. Χρησιμοποιείται μια μέθοδος υπολογισμού σε δύο στάδια Ö για τον καθορισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο τιμών συναλλάγματος Õ.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 3(β) (Προσαρμοσμένο)

32.1. Πρώτον, υπολογίζεται η καθαρή ανοικτή θέση του ιδρύματος σε κάθε νόμισμα (συμπεριλαμβανομένου του νομίσματος υποβολής στοιχείων) και σε χρυσό.

Η Ö καθαρή ανοικτή Õ θέση αυτή αντιστοιχεί στο άθροισμα των ακόλουθων (θετικών ή αρνητικών) στοιχείων:

-α)     καθαρή τρέχουσα θέση (δηλαδή όλα τα στοιχεία ενεργητικού μείον όλα τα στοιχεία παθητικού, συμπεριλαμβανομένων των δεδουλευμένων τόκων, στο σχετικό νόμισμα ή, για το χρυσό, καθαρή τρέχουσα θέση σε χρυσό),

-β)     καθαρή προθεσμιακή θέση (δηλαδή όλα τα εισπρακτέα ποσά μείον όλα τα πληρωτέα ποσά βάσει προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος και χρυσού, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιακών συμβάσεων συναλλάγματος και χρυσού και του κεφαλαίου των ανταλλαγών νομισμάτων που δεν έχει συνυπολογισθεί στην τρέχουσα θέση),

-γ)     αμετάκλητες εγγυήσεις (και παρεμφερή μέσα) που είναι βέβαιο ότι θα καταστούν απαιτητές και πιθανό ότι δεν θα ανακτηθούν,

-δ)     καθαρά μελλοντικά έσοδα/έξοδα μη ακόμη δεδουλευμένα αλλά ήδη πλήρως καλυμμένα (κατ’ επιλογή του ιδρύματος που υποβάλλει τα στοιχεία και με προηγούμενη έγκριση των αρμόδιων αρχών, τα καθαρά μελλοντικά έσοδα/έξοδα που δεν έχουν καταχωρηθεί ακόμη λογιστικά αλλά έχουν καλυφθεί ήδη πλήρως μέσω προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος μπορούν να συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτόν τον υπολογισμό). Το ίδρυμα πρέπει να εφαρμόζει με συνέπεια τη μέθοδο που έχει επιλέξει,

-ε)     ποσό ισοδύναμο με το αποτέλεσμα του συμψηφισμού των συντελεστών δέλτα (net delta ή delta-based equivalent) για το σύνολο του χαρτοφυλακίου προαιρέσεων συναλλάγματος και χρυσού,

-στ)   η αγοραία αξία των άλλων (πλην συναλλάγματος και χρυσού) προαιρέσεων,.

- οΟι τυχόν θέσεις που έχει αναλάβει σκοπίμως το ίδρυμα προκειμένου να καλυφθεί έναντι των δυσμενών συνεπειών των συναλλαγματικών διακυμάνσεων για το λόγο κεφαλαίου/υποχρεώσεών της, μπορούν να μη συνοπολογίζονται στον υπολογισμό της καθαρής ανοικτής θέσης ανά νόμισμα. Οι θέσεις αυτές δεν πρέπει να είναι διαρθρωτικής φύσης, να μη συνδέονται δηλαδή με τρέχουσες συναλλαγές, η δε εξαίρεσή τους από τον υπολογισμό καθώς και κάθε αλλαγή των συνθηκών εξαίρεσής τους προϋποθέτουν τη συναίνεση των αρμόδιων αρχών. Η ίδια μεταχείριση και με τους ίδιους όρους μπορεί να επιφυλάσσεται στις θέσεις που έχει ένα ίδρυμα, οι οποίες αφορούν στοιχεία ήδη εκπεσθέντα κατά τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων.

ò νέο

Για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στην πρώτη υποπαράγραφο, στην περίπτωση των ΟΣΕΚΑ, λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές θέσεις συναλλάγματος του ΟΣΕΚΑ. Τα ιδρύματα δύνανται να βασίζονται στα στοιχεία που παρέχουν τρίτοι για τις θέσεις συναλλάγματος στον εκάστοτε ΟΣΕΚΑ, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται επαρκώς η ορθότητα των εν λόγω στοιχείων. Εάν ένα ίδρυμα δεν γνωρίζει τις θέσεις συναλλάγματος σε έναν ΟΣΕΚΑ, γίνεται δεκτό ότι ο ΟΣΕΚΑ έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις σε συνάλλαγμα μέχρι το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο βάσει της εντολής του ΟΣΕΚΑ, και τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη, για τις θέσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών, το μέγιστο έμμεσο άνοιγμα που θα μπορούσαν να επιτύχουν με την ανάληψη μοχλευμένων θέσεων μέσω του ΟΣΕΚΑ κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής τους απαίτησης για τον κίνδυνο τιμών συναλλάγματος. Τούτο πραγματοποιείται με κατ’ αναλογία αύξηση της θέσης στον ΟΣΕΚΑ μέχρι το μέγιστο άνοιγμα στα υποκείμενα επενδυτικά στοιχεία που προκύπτουν από την επενδυτική εντολή. Η υποθετική θέση του ΟΣΕΚΑ σε συνάλλαγμα αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστό νόμισμα, κατά το πρότυπο της μεταχείρισης των επενδύσεων σε χρυσό, με τη διαφορά ότι, εάν είναι διαθέσιμη η κατεύθυνση της επένδυσης του ΟΣΕΚΑ, η συνολική θετική θέση μπορεί να προστεθεί στη συνολική θετική ανοικτή θέση συναλλάγματος, ενώ η συνολική αρνητική θέση μπορεί να προστεθεί στη συνολική αρνητική ανοικτή θέση συναλλάγματος. Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός μεταξύ τέτοιων θέσεων πριν από τον υπολογισμό.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 3(β)

3.2 Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να επιτρέπουν σε ιδρύματα να χρησιμοποιούν την καθαρή τρέχουσα αξία κατά τον υπολογισμό της καθαρής ανοικτής θέσης σε κάθε νόμισμα και σε χρυσό.

ê 93/6/ΕΟΚ

è1 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 3(γ)

è1 42.2. Δεύτερον, οι καθαρές θετικές και αρνητικές θέσεις long και short σε κάθε νόμισμα, εκτός του νομίσματος υποβολής στοιχείων και η καθαρή θετική ή αρνητική θέση long ή short σε χρυσό μετατρέπονται στο νόμισμα υποβολής στοιχείων βάσει των τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών ç. Οι θέσεις αυτές αθροίζονται χωριστά έτσι ώστε να προκύψει, αντίστοιχα, το άθροισμα των καθαρών αρνητικών θέσεων short και το άθροισμα των καθαρών θετικών θέσεων long. Το μεγαλύτερο από αυτά τα δύο αθροίσματα είναι η συνολική καθαρή θέση του ιδρύματος σε συνάλλαγμα.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

53. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους τα σημεία 1 έως 4 Ö και 2 Õ και εν αναμονή περαιτέρω συντονισμού, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, να επιβάλλουν ή να επιτρέπουν στα ιδρύματα τη χρησιμοποίηση εναλλακτικών Ö των παρακάτω Õ διαδικασιών.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

63.1. Εν πρώτοις, ηΗ αρμόδια αρχή μπορεί να επιβάλλει στα ιδρύματα, για θέσεις σε στενά συσχετιζόμενα (correlated) νομίσματα, κεφαλαιακές απαιτήσεις χαμηλότερες από τις απαιτήσεις που θα προέκυπταν από την εφαρμογή των παραγράφων 1 σημείων έως 4 Ö και 2 Õ σε αυτές. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να θεωρούν δύο νομίσματα ως στενά συσχετιζόμενα μόνον όταν η πιθανότητα ζημίας —υπολογιζόμενη με βάση τα ημερήσια στοιχεία συναλλαγματικών ισοτιμιών για τα προηγούμενα τρία ή πέντε χρόνια— που θα προκύψει σε ίσες και αντίθετες θέσεις στα νομίσματα αυτά κατά τις επόμενες δέκα εργάσιμες ημέρες, ήτοι 4 % ή λιγότερο της αξίας της συγκεκριμένης αντιστοιχισμένης θέσης (αποτιμώμενης στο νόμισμα που χρησιμοποιείται για την υποβολή εκθέσεων) έχει πιθανότητα τουλάχιστον 99 % όταν χρησιμοποιείται τριετής περίοδος παρακολούθησης ή 95 % όταν η περίοδος παρακολούθησης είναι πενταετής. Οι απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια έναντι της αντιστοιχισμένης θέσης σε δύο στενά συσχετιζόμενα νομίσματα είναι 4 % πολλαπλασιαζόμενο επί την αξία της αντιστοιχισμένης θέσης. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι μη αντιστοιχισμένων θέσεων σε στενά συσχετιζόμενα νομίσματα, καθώς και όλες οι θέσεις σε άλλα νομίσματα είναι 8 %, πολλαπλασιαζόμενο επί το υψηλότερο ποσό της καθαρής αρνητικής θέσης short, ή της καθαρής θετικής θέσης long στα νομίσματα αυτά, ύστερα από την αφαίρεση των αντιστοιχισμένων θέσεων σε στενά συσχετιζόμενα νομίσματα.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 3(δ) (Προσαρμοσμένο)

7. Δεύτερον, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ιδρύματα να εφαρμόζουν άλλη μέθοδο από εκείνες που περιγράφονται στα σημεία 1 έως 6 για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που προκύπτουν από τη μέθοδο αυτή πρέπει να επαρκούν για να υπερκαλύπτεται το 2 % της καθαρής ανοικτής θέσης όπως μετράται σύμφωνα με το σημείο 4, και, βάσει μιας ανάλυσης των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών σε όλες τις κυλιόμενες περιόδους δέκα εργάσιμων ημερών κατά τα τελευταία τρία χρόνια, για να καλύπτεται η πιθανή ζημία κατά το 99 % ή περισσότερο του χρονικού διαστήματος.

Η εναλλακτική μέθοδος που περιγράφεται στο παρόν σημείο μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)            ο τύπος υπολογισμού και οι συντελεστές συσχέτισης καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές με βάση την ανάλυσή τους για τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών,

ii)           οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν τακτικά τους συντελεστές συσχέτισης υπό το φως των εξελίξεων στις αγορές συναλλάγματος.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

83.2. Τρίτον, οΟι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ιδρύματα να μετακινούν θέσεις σε νομίσματα που εμπιπτουν σε νομικά δεσμευτική διακρατική συμφωνία για τον περιορισμό της διακύμανσής τους εν σχέσει προς άλλα νομίσματα καλυπτόμενα από την ίδια συμφωνία, από οποιαδήποτε μέθοδο που περιγράφεται στις παραγράφους στα σημεία 1 έως 7 Ö, 2 και 3.1 Õ και την οποία εφαρμόζουν. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις αντιστοιχισμένες θέσεις τους στα νομίσματα αυτά και τις υπάγουν σε κεφαλαιακές απαιτήσεις ίσες τουλάχιστον προς το ήμισυ της μέγιστης αποδεκτής διακύμανσης που καθορίζεται στη συγκεκριμένη διακυβερνητική συμφωνία όσον αφορά τα περί ων ο λόγος νομίσματα. Οι μη αντιστοιχισμένες θέσεις στα νομίσματα αυτά αντιμετωπίζονται όπως και τα άλλα νομίσματα.

Κατά παρέκκλιση Ö της πρώτης υποπαραγράφου Õ του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στις κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι αντιστοιχισμένων θέσεων σε νομίσματα κρατών μελών που συμμετέχουν στη δεύτερη φάση της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης να είναι 1,6 %, πολλαπλασιαζόμενο επί την αξία των αντιστοιχισμένων αυτών θέσεων.

ê 93/6/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

9. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή τις ενδεχόμενες μεθόδους που επιβάλλουν ή επιτρέπουν σε σχέση με τα σημεία 6 έως 8.

10. Η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση για τις μεθόδους που αναφέρονται στο σημείο 9, ενώ ταυτόχρονα λαμβάνοντας ενδεχομένως, δεόντως υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις, προτείνει πιο εναρμονισμένη μεταχείριση των κινδύνων τιμών συναλλάγματος.

ê 93/6/ΕΟΚ

114. Οι καθαρές θέσεις σε σύνθετα νομίσματα μπορούν να διαχωρίζονται με βάση τα συμμετέχοντα νομίσματα και σύμφωνα με τις ισχύουσες αναλογίες τους.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5 (Προσαρμοσμένο)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII Ö IV Õ

Ö ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ Õ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΒΑΣΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΣ

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5

1. Κάθε θέση σε βασικά εμπορεύματα ή σε παράγωγα μέσα βασικών εμπορευμάτων εκφράζεται σε τυποποιημένες μονάδες μέτρησης. Για κάθε βασικό εμπόρευμα, η τιμή για άμεση παράδοση (spot price) εκφράζεται στο νόμισμα υποβολής στοιχείων στις αρμόδιες αρχές.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5 (Προσαρμοσμένο)

2. Οι θέσεις σε χρυσό ή σε παράγωγα μέσα χρυσού θεωρούνται ότι ενέχουν κίνδυνο συναλλάγματος και αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το παράρτημα III ή το παράρτημα VIII, κατά περίπτωση, ως προς τον υπολογισμό του κινδύνου αγοράς.

3. Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, οι θέσεις που είναι αποκλειστικά χρηματοδοτήσεις φυσικών αποθεμάτων μπορούν να εξαιρούνται μόνο από τον υπολογισμό του κινδύνου βασικού εμπορεύματος.

4. Οι κίνδυνοι επιτοκίου και συναλλάγματος που δεν καλύπτονται από άλλες διατάξεις του παρόντος παραρτήματος περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του γενικού κινδύνου διαπραγματεύσιμων χρεωστικών τίτλων και στον υπολογισμό του κινδύνου συναλλάγματος.

5. Όταν η αρνητική θέση short καθίσταται ληξιπρόθεσμη πριν από τη θετική θέση long, τα ιδρύματα καλύπτονται επίσης έναντι του κινδύνου ανεπαρκούς ρευστότητας που ενδέχεται να υπάρχει σε ορισμένες αγορές.

6. Για τους σκοπούς της παραγράφου του σημείου 19, το ποσό κατά το οποίο οι θετικές (αρνητικές) θέσεις long (short) υπερβαίνουν τις θετικές (αρνητικές) θέσεις long (short) του ιδρύματος στο ίδιο βασικό εμπόρευμα και σε πανομοιότυπες προθεσμιακές συμβάσεις (futures), προαιρέσεις (options) και πιστοποιητικά επιλογής (warrants) αντιπροσωπεύει την καθαρή θέση του ιδρύματος σε κάθε βασικό εμπόρευμα.

Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν την αντιμετώπιση, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους στα σημεία 8, 9 και 10, των θέσεων σε παράγωγα μέσα ως θέσεων στο υποκείμενο βασικό εμπόρευμα μέσο.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5

7. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να θεωρήσουν τις ακόλουθες θέσεις ως θέσεις στο ίδιο βασικό εμπόρευμα:

-α)          θέσεις σε διαφορετικές υποκατηγορίες βασικών εμπορευμάτων, οσάκις είναι αμοιβαίως δυνατή η παράδοση μιας υποκατηγορίας έναντι άλλης,

              και

-β)          θέσεις σε ομοειδή βασικά εμπορεύματα, εάν είναι στενά υποκατάστατα μεταξύ τους και εφόσον είναι δυνατόν να καταδειχθεί σαφώς ελάχιστη συσχέτιση ύψους 0,9 μεταξύ των διακυμάνσεων των τιμών στη διάρκεια ενός τουλάχιστον έτους.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5

ειδικα μεσα

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5 (Προσαρμοσμένο)

8. Οι προθεσμιακές συμβάσεις βασικών εμπορευμάτων και οι προθεσμιακές δεσμεύσεις αγοράς ή πώλησης μεμονωμένων βασικών εμπορευμάτων ενσωματώνονται στο σύστημα μέτρησης ως πλασματικά (notional) ποσά εκφρασμένα στην τυποποιημένη μονάδα μέτρησης και τους αποδίδεται προθεσμία λήξης με βάση την ημερομηνία λήξης.

Σε περίπτωση προθεσμιακής σύμβασης διαπραγματεύσιμης σε χρηματιστήριο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης (margins) που επιβάλλει το χρηματιστήριο εάν έχουν πεισθεί ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου από την εν λόγω σύμβαση και ότι είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για προθεσμιακή σύμβαση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν πράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού μοντέλου, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VIII.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, οΟι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέπουν, για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παράγωγων μέσων (OTC) του τύπου που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο στο παρόν σημείο οι οποίες διακανονίζονται από αναγνωρισμένο συμψηφιστικό γραφείο, κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης που απαιτεί το συμψηφιστικό γραφείο, εφόσον κρίνουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με τη σύμβαση παράγωγων μέσων και είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για την εν λόγω σύμβαση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού μοντέλου, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VIII.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5 (Προσαρμοσμένο)

9. Οι συμβάσεις ανταλλαγής βασικών εμπορευμάτων με ένα σκέλος σε σταθερές τιμές και το άλλο σε τρέχουσες τιμές πρέπει να ενσωματώνονται στην προσέγγιση του πίνακα προθεσμιών λήξης Ö, όπως ορίζεται στις παραγράφους 13 έως 18, Õ ως σύνολο θέσεων ίσων προς το πλασματικό ποσό της σύμβασης, όπου κάθε πληρωμή για την εξυπηρέτηση της σύμβασης ανταλλαγής είναι μία θέση που αναγράφεται στο αντίστοιχο διάστημα ληκτότητας του πίνακα προθεσμιών λήξης του Πίνακα σημείου 13 Ö 1 Õ. Οι θέσεις θα είναι θετικές long εάν το ίδρυμα πληρώνει σταθερές τιμές και εισπράττει κυμαινόμενες τιμές και αρνητικές short εάν το ίδρυμα εισπράττει σταθερές τιμές και πληρώνει κυμαινόμενες τιμές.

Οι συμβάσεις ανταλλαγής βασικών εμπορευμάτων στις οποίες τα δύο σκέλη της συναλλαγής είναι σε διαφορετικά εμπορεύματα πρέπει να κατατάσσονται στα αντίστοιχα διαστήματα ληκτότητας σύμφωνα με την προσέγγιση του πίνακα προθεσμιών λήξης.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5 (Προσαρμοσμένο)

10. Οι προαιρέσεις σε βασικά εμπορεύματα ή σε παράγωγα μέσα βασικών εμπορευμάτων αντιμετωπίζονται ως θέσεις αξίας ίσης με το ποσό του υποκείμενου μέσου της προαίρεσης, πολλαπλασιασμένο επί το συντελεστή δέλτα για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος. Οι θέσεις που υπολογίζονται έτσι μπορούν να συμψηφίζονται με αντίθετες θέσεις στο ίδιο υποκείμενο εμπόρευμα ή στο ίδιο παράγωγο μέσο βασικού εμπορεύματος. Ο χρησιμοποιούμενος συντελεστής δέλτα είναι είτε εκείνος του σχετικού χρηματιστηρίου είτε εκείνος που υπολογίζεται από τις αρμόδιες αρχές είτε, εάν κανένας από αυτούς δεν είναι διαθέσιμος ή εάν πρόκειται για εξωχρηματιστηριακές προαιρέσεις (OTC options), εκείνος που υπολογίζεται από το ίδιο το ίδρυμα, εφόσον οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα του μοντέλου που χρησιμοποιεί το ίδρυμα.

Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να απαιτούν από τα ιδρύματα να υπολογίζουν τους συντελεστές δέλτα με τη μέθοδο που αυτές ορίζουν.

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν την Ö Είναι υποχρεωτική η Õ κάλυψη των άλλων κινδύνων, εκτός του κινδύνου συντελεστή δέλτα, που σχετίζονται με προαιρέσεις βασικών εμπορευμάτων.

Σε περίπτωση παραχωρούμενης προαίρεσης βασικού εμπορεύματος διαπραγματεύσιμης σε χρηματιστήριο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό της απαίτησης περιθωρίου που επιβάλλει το χρηματιστήριο εάν κρίνουν ότι το ποσό αυτό δίνει το ακριβές μέτρο του κινδύνου από την εν λόγω προαίρεση και ότι είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για προαίρεση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού μοντέλου, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VIII.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, οΟι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέπουν, για τις εξωχρηματιστηριακές προαιρέσεις οι οποίες διακανονίζονται από ανεγνωρισμένο συμψηφιστικό γραφείο, κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το ποσό των περιθωρίων εγγύησης που απαιτεί το συμψηφιστικό γραφείο, εφόσον κρίνουν ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει το ακριβές μέτρο του κινδύνου που συνδέεται με την προαίρεση και είναι τουλάχιστον ίσο με την κεφαλαιακή απαίτηση για την εν λόγω προαίρεση που προκύπτει σύμφωνα με τη μέθοδο την εκτιθέμενη στο παρόν παράρτημα ή σύμφωνα με μέθοδο εσωτερικού μοντέλου, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα VIII.

Επιπλέον, σε περίπτωση αποκτώμενης προαίρεσης βασικού εμπορεύματος διαπραγματεύσιμης σε χρηματιστήριο ή εξωχρηματιστηριακής, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν κεφαλαιακή απαίτηση ίδια με εκείνη που απαιτείται για το υποκείμενο βασικό εμπόρευμα, υπό τον περιορισμό ότι η απαίτηση που υπολογίζεται έτσι δεν υπερβαίνει την αγοραία αξία της προαίρεσης. Η κεφαλαιακή απαίτηση για παραχωρούμενη εξωχρηματιστηριακή προαίρεση καθορίζεται σε σχέση με το υποκείμενο βασικό εμπόρευμα.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5 (Προσαρμοσμένο)

11. Τα πιστοποιητικά επιλογής που αφορούν βασικά εμπορεύματα αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι προαιρέσεις βασικών εμπορευμάτων του σημείου Ö που μνημονεύονται στην παράγραφο Õ 10.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5

12. Το ίδρυμα που μεταβιβάζει βασικά εμπορεύματα ή εγγυημένα δικαιώματα κυριότητας βασικών εμπορευμάτων σε συμφωνία πώλησης και επαναγοράς και το ίδρυμα που δανείζει βασικά εμπορεύματα σε συμφωνία δανειοδοσίας βασικών εμπορευμάτων περιλαμβάνει τα εμπορεύματα αυτά στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησής του βάσει του παρόντος παραρτήματος.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5 (Προσαρμοσμένο)

α) Προσέγγιση με βάση τον πίνακα προθεσμιών λήξης

13. Ακολουθώντας τον κατωτέρω πΠίνακα 1, το ίδρυμα χρησιμοποιεί διαφορετική προθεσμία λήξης για έκαστο βασικό προϊόν. Οι θέσεις που αντιστοιχούν σε κάθε βασικό προϊόν, αλλά και οι θεωρούμενες ως θέσεις σ’ αυτό το προϊόν, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο στο σημείο 7, κατατάσσονται στο οικείο διάστημα λήξεως. Τα υλικά αποθέματα κατατάσσονται στο πρώτο διάστημα.

Ö Πίνακας 1 Õ

Διάρκεια προθεσμιών λήξης (1) || Συντελεστής διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης (Spread rate) (σε %) (2)

0 ≤ 1 μήνα || 1,50

> 1 ≤ 3 μήνες || 1,50

> 3 ≤ 6 μήνες || 1,50

> 6 ≤ 12 μήνες || 1,50

> 1 ≤ 2 έτη || 1,50

> 2 ≤ 3 έτη || 1,50

> 3 έτη || 1,50

14. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν το συμψηφισμό των θέσεων που είναι ή θεωρούνται βάσει της παραγράφου του σημείου 7, θέσεις στο ίδιο βασικό προϊόν και την κατάταξή τους στο οικείο διάστημα λήξεως επί εκκαθαρισμένης βάσεως, προκειμένου περί Ö των εξής Õ :

- α)       θέσεων σε συμβάσεις λήγουσες την αυτή ημερομηνία,

και

- β)         θέσεων σε συμβάσεις λήγουσες με διαφορά δεκαημέρου, εάν οι συμβάσεις αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αγορές έχουσες καθημερινά ημερομηνίες παραδόσεως.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5

15. Στη συνέχεια το ίδρυμα αθροίζει για κάθε διάστημα ληκτότητας τις θετικές θέσεις long αφενός, και τις αρνητικές θέσεις short, αφετέρου. Το ποσό των πρώτων (δεύτερων) που αντιστοιχίζεται έναντι των δεύτερων (πρώτων) σε κάθε διάστημα ληκτότητας είναι η αντιστοιχισμένη θέση στο διάστημα αυτό, ενώ η απομένουσα θετική ή αρνητική θέση long ή short είναι η μη αντιστοιχισμένη θέση στο ίδιο διάστημα ληκτότητας (unmatched position).

16. Το τμήμα της μη αντιστοιχισμένης θετικής (αρνητικής) θέσης long (short) σε δεδομένο διάστημα ληκτότητας που αντιστοιχίζεται έναντι της μη αντιστοιχισμένης αρνητικής (θετικής) θέσης short (long) στο επόμενο διάστημα ληκτότητας είναι η αντιστοιχισμένη θέση μεταξύ των δύο διαστημάτων ληκτότητας. Το μέρος της μη αντιστοιχισμένης θετικής ή αρνητικής θέσης long ή short που δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί με τον τρόπο αυτό είναι η μη αντιστοιχισμένη θέση.

17. Η κεφαλαιακή απαίτηση, την οποία υποχρεούται να πληροί το ίδρυμα για κάθε βασικό εμπόρευμα, υπολογίζεται με βάση το σχετικό πίνακα προθεσμιών λήξεως και ισούται με το άθροισμα των στοιχείων:

iα)          άθροισμα των αντιστοιχισμένων θετικών και αρνητικών θέσεων long και short, πολλαπλασιασμένο με τον κατάλληλο συντελεστή διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης (spread rate) που αναφέρεται στη στήλη 2 του πίνακα της παραγράφου του σημείου 13 για κάθε διάστημα προθεσμιών λήξης και επί την τιμή του βασικού εμπορεύματος για άμεση παράδοση (spot price),

iiβ)         αντιστοιχισμένη θέση μεταξύ δύο διαστημάτων προθεσμιών λήξης για κάθε διάστημα προσθεσμιών λήξης στο οποίο μεταφέρεται μια μη αντιστοιχισμένη θέση, πολλαπλασιασμένη επί 0,6 % (συντελεστής μεταφοράς) (carry rate) και επί την τιμή του βασικού εμπορεύματος για άμεση παράδοση,

(iiic)       απομένουσες μη αντιστοιχισμένες θέσεις, πολλαπλασιασμένες επί 15 % (συντελεστής μη αντιστοιχισμένης θέσης) (outright rate) και επί την τιμή του βασικού εμπορεύματος για άμεση παράδοση.

18. Η συνολική κεφαλαιακή απαίτηση την οποία υποχρεούται να πληροί το ίδρυμα για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος ισούται με το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων για έκαστο βασικό εμπόρευμα, σύμφωνα με την παράγραφο το σημείο 17.

β) Απλουστευμένη προσέγγιση

19. Η κεφαλαιακή απαίτηση την οποία υποχρεούται να πληροί το ίδρυμα για κάθε βασικό εμπόρευμα ισούται με το άθροισμα των ακόλουθων δύο στοιχείων:

iα)          15 % της καθαρής θέσης, θετικής ή αρνητικήςlong ή short, πολλαπλασιασμένο επί την τιμή του εμπορεύματος για άμεση παράδοση (spot price),

iiβ)         3 % της μεικτής θέσης, θετική θέση συν αρνητική θέσηlong συν short, πολλαπλασιασμένο επί την τιμή του εμπορεύματος για άμεση παράδοση.

20. Η συνολική κεφαλαιακή απαίτηση την οποία υποχρεούται να πληροί το ίδρυμα για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος ισούται με το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων για έκαστο βασικό εμπόρευμα, σύμφωνα με την παράγραφο το σημείο 19.

ê 93/6/ΕΟΚ Άρθ. 11α (Προσαρμοσμένο)

Ö γ) Διευρυμένη προσέγγιση με βάση τον πίνακα προθεσμιών λήξης Õ

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, τα κράτη μέλη Ö Οι αρμόδιες αρχές Õ μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα τους να χρησιμοποιούν τους ελάχιστους συντελεστές διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης (spread rate), μεταφοράς (carry rate) και μη αντιστοιχισμένης θέσης (outright rate) που καθορίζονται στον κατωτέρω πίνακα αντί εκείνων που αναφέρονται στις παραγράφους 13, 14, 17 και 18 του παραρτήματος VII , εφόσον τα ιδρύματα, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών τους:

αi)     διενεργούν σημαντικές συναλλαγές σε βασικά εμπορεύματα,

βii)    διαθέτουν διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο βασικών εμπορευμάτων,

γiii)   δεν είναι ακόμη σε θέση να χρησιμοποιήσουν εσωτερικά μοντέλα για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος σύμφωνα με το παράρτημα Ö V Õ VIII.

Πίνακας 2

|| Πολύτιμα μέταλλα (εκτός χρυσού) || Βασικά μέταλλα || Γεωργικά προϊόντα || Άλλα, περιλαμβανομένων περιλαμβάνοντα των ενεργειακών προϊόντων

Συντελεστής διαφοράς αντιστοιχισμένης θέσης (%) || 1,0 || 1,2 || 1,5 || 1,5

Συντελεστής μεταφοράς (%) || 0,3 || 0,5 || 0,6 || 0,6

Συντελεστής μη αντιστοιχισμένης θέσης (%) || 8 || 10 || 12 || 15

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5 (Προσαρμοσμένο)

è1 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5, όπως έχει τροποποιηθεί με Διορθωτικό, ΕΕ L 248, 8.9.1998, σελ. 20

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

Ö ΧΡΗΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ Õ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ

1. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν παράρτημα, να επιτρέπουν στα ιδρύματα να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους για τον κίνδυνο θέσης, τον κίνδυνο συναλλάγματος ή/και τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος με δικά τους εσωτερικά μοντέλα διαχείρισης κινδύνων αντί, ή σε συνδυασμό με τα μοντέλα που περιγράφονται στα παραρτήματα I, III και VII Ö IV Õ. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται ρητή αναγνώριση των αρμόδιων αρχών για τη χρησιμοποίηση των μοντέλων αυτών, χάριν εποπτείας των κεφαλαίων.

2. Οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στην αναγνώριση αυτή μόνον εφόσον έχουν πεισθεί ότι το σύστημα διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος βασίζεται σε υγιείς αρχές, εφαρμόζεται με ακεραιότητα και πληροί ιδίως τα ακόλουθα ποιοτικά κριτήρια:

iα)     το εσωτερικό μοντέλο μέτρησης κινδύνων του ιδρύματος εντάσσεται στενά στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνων και αποτελεί τη βάση για τις εκθέσεις προς τη γενική διοίκηση του ιδρύματος σχετικά με το ύψος του τρέχοντος ανοίγματος του ιδρύματος,

iiβ)    το ίδρυμα διαθέτει τμήμα ελέγχου κινδύνων, ανεξάρτητο από τα τμήματα διαπραγμάτευσης και απευθείας υπόλογο έναντι της γενικής διοίκησης. Το τμήμα αυτό ευθύνεται για το σχεδιασμό και τη λειτουργία του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος. Συντάσσει και αναλύει τις καθημερινές εκθέσεις για τα αποτελέσματα του μοντέλου μέτρησης κινδύνων και για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται ως προς τα όρια διαπραγμάτευσης,

iiiγ)   το διοικητικό συμβούλιο και η γενική διοίκηση του ιδρύματος συμμετέχουν ενεργώς στη διαδικασία ελέγχου των κινδύνων και οι καθημερινές εκθέσεις του τμήματος ελέγχου κινδύνων εξετάζονται σε διοικητικό επίπεδο που διαθέτει επαρκή εξουσία για να επιβάλλει μειώσεις τόσο στις θέσεις μεμονωμένων διαπραγματευτών όσο και στο ύψος του συνολικού ανοίγματος του ιδρύματος,

ivδ)   το ίδρυμα διαθέτει επαρκές προσωπικό ικανό να χρησιμοποιεί πολύπλοκα μοντέλα στους τομείς της διαπραγμάτευσης, του ελέγχου κινδύνων, του εσωτερικού ελέγχου και της υποστήριξης και διαχείρισης συναλλαγών,

vε)    το ίδρυμα έχει θεσπίσει διαδικασίες για την παρακολούθηση και την εξασφάλιση της τήρησης των εσωτερικών πολιτικών και ελέγχων όσον αφορά τη συνολική λειτουργία που συστήματος μέτρησης κινδύνων,

viστ) έχει αποδειχθεί ότι τα μοντέλα του ιδρύματος μπορούν να μετρούν τους κινδύνους με ικανοποιητική ακρίβεια,

viiζ)  το ίδρυμα εφαρμόζει τακτικά αυστηρό πρόγραμμα προσομοίωσης καταστάσεων κρίσης (stress testing), τα αποτελέσματα του οποίου εξετάζονται από τη γενική διοίκηση και λαμβάνονται υπόψη στις πολιτικές και τα όρια που αυτή καθορίζει,

viiiη) το ίδρυμα διενεργεί, στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου, ανεξάρτητη ανάλυση του οικείου συστήματος μέτρησης κινδύνων.

Η ανάλυση αυτή Ö που μνημονεύεται στο στοιχείο η) της πρώτης υποπαραγράφου Õ αφορά τόσο τις δραστηριότητες των τμημάτων διαπραγμάτευσης όσο και εκείνες της ανεξάρτητης μονάδας ελέγχου κινδύνων. Τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο, το ίδρυμα προβαίνει σε αναθεώρηση της συνολικής διαδικασίας διαχείρισης κινδύνων.

Η αναθεώρηση λαμβάνει υποχρεωτικά υπόψη Ö τα εξής Õ :

- α)    την καταλληλότητα της τεκμηρίωσης σχετικά με το σύστημα και τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων, καθώς και την οργάνωση της μονάδας ελέγχου κινδύνων,

- β)    την ενσωμάτωση των μετρήσεων κινδύνων αγοράς στην καθημερινή διαχείριση κινδύνων, καθώς και την ακεραιότητα του συστήματος πληροφόρησης της διοίκησης,

- γ)    τη διαδικασία που εφαρμόζει το ίδρυμα για την έγκριση των μοντέλων και συστημάτων υπολογισμού των κινδύνων σε τιμές αγοράς τα οποία χρησιμοποιούνται από τους διαπραγματευτές και από το προσωπικό του τμήματος υποστήριξης και διαχείρισης συναλλαγών,

- δ)    την έκταση των κινδύνων αγοράς που λαμβάνουν υπόψη τα μοντέλα και την πιστοποίηση κάθε σημαντικής μεταβολής στη διαδικασία μέτρησης κινδύνων,

- ε)    την ακρίβεια και την πληρότητα των δεδομένων για τις ανοικτές θέσεις, την ακρίβεια των υποθέσεων μεταβλητότητας και συσχέτισης, καθώς και την ακρίβεια των υπολογισμών αποτίμησης και ευαισθησίας,

- στ)  τις διαδικασίες που εφαρμόζει το ίδρυμα για να ελέγχει τη συνοχή, την ενημέρωση και την αξιοπιστία των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στα εσωτερικά μοντέλα, περιλαμβανομένης της ανεξαρτησίας των πηγών των δεδομένων αυτών,

         και

- ζ)    τις διαδικασίες που εφαρμόζει το ίδρυμα για να αξιολογεί τους εκ των υστέρων δοκιμαστικούς ελέγχους που διενεργούνται για να εξακριβωθεί η ακρίβεια των μοντέλων.

3. Το ίδρυμα παρακολουθεί την ακρίβεια και την απόδοση του μοντέλου, διά της εφαρμογής ενός προγράμματος δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου. Με τον έλεγχο αυτό, συγκρίνεται για κάθε εργάσιμη ημέρα, το μέτρο δυνητικής ζημίας è1 το υπολογιζόμενο σύμφωνα με το μοντέλο του ιδρύματος για τις θέσεις του χαρτοφυλακίου στο τέλος της ημέρας, προς την ημερήσια μεταβολή της αξίας του χαρτοφυλακίου ç μέχρι το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

Οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν την ικανότητα του ιδρύματος να προβαίνει σε δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο τόσο των πραγματικών όσο και των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου. Ο δοκιμαστικός εκ των υστέρων έλεγχος των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου γίνεται με βάση μια σύγκριση μεταξύ της αξίας του χαρτοφυλακίου κατά το πέρας της ημέρας, και της αξίας του κατά το πέρας της επομένης, υποτιθεμένου ότι οι θέσεις παραμένουν αμετάβλητες. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη βελτίωση του προγράμματος δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου εφόσον αυτό κρίνεται ανεπαρκές.

4. Για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου από διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς και μετοχικούς τίτλους, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναγνωρίζουν τη χρήση του εσωτερικού μοντέλου ενός ιδρύματος, εφόσον το μοντέλο αυτό πληροί Ö , εκτός από Õ τους υπόλοιπους όρους του παρόντος παραρτήματος, και επιπλέον Ö τους ακόλουθους όρους Õ :

- α)    εξηγεί τη διαχρονική διακύμανση των τιμών του χαρτοφυλακίου,

- β)    λαμβάνει υπόψη τη συγκέντρωση από άποψη μεγέθους και τις μεταβολές στη σύνθεση του χαρτοφυλακίου,

- γ)    αντέχει στις αντίξοες συνθήκες,

- δ)    επιβεβαιώνεται με δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο με τον οποίο εκτιμάται εάν έχει υπολογισθεί ακριβώς ο ειδικός κίνδυνος. Εάν οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν τη διενέργεια του δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου βάσει σχετικών υποχαρτοφυλακίων, τα εν λόγω υποχαρτοφυλάκια πρέπει να επιλέγονται με συνέπεια.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5

5. Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικά μοντέλα μη ανεγνωρισμένα σύμφωνα με την παράγραφο το σημείο 4 υπόκεινται σε χωριστή κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου, όπως περιγράφεται στο παράρτημα I.

6. Για τους σκοπούς της παραγράφου του σημείου 10.ii), στο αποτέλεσμα του υπολογισμού που διενεργεί το ίδρυμα εφαρμόζεται πολλαπλασιαστικός συντελεστής 3 τουλάχιστον.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5 (Προσαρμοσμένο)

7. Ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής προσαυξάνεται κατά ένα συμπληρωματικό συντελεστή ύψους μηδέν (0) έως ένα (1), σύμφωνα με τον Ππίνακα Ö 1 Õ, ανάλογα με τον αριθμό των υπερβάσεων κατά τις αμέσως προηγούμενες 250 εργάσιμες ημέρες. Τα σχετικά στοιχεία αντλούνται από τον εκ των υστέρων δοκιμαστικό έλεγχο του ιδρύματος. Οι αρμόδιες αρχές υποχρεώνουν τα ιδρύματα να υπολογίζουν τις υπερβάσεις χωρίς ανακολουθίες βάσει του εκ των υστέρων δοκιμαστικού ελέγχου επί πραγματικών ή υποθετικών αλλαγών της αξίας του χαρτοφυλακίου. Υπέρβαση είναι η εντός μιας ημέρας μεταβολή αξίας που υπερβαίνει το μέτρο ημερήσιας δυνητικής ζημίας το προκύπτον από το μοντέλο του ιδρύματος. Για τον καθορισμό του συμπληρωματικού συντελεστή, καταγράφεται ο συνολικός αριθμός των υπερβάσεων τουλάχιστον ανά τρίμηνο.

Ö Πίνακας 1 Õ

Αριθμός υπερβάσεων || Συμπληρω-ματικός συντελεστής(Plus factor)

Λιγότερες από 5 || 0,00

5 || 0,40

6 || 0,50

7 || 0,65

8 || 0,75

9 || 0,85

10 ή περισσότερες || 1,00

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν Ö δύνανται Õ, σε μεμονωμένες περιπτώσεις και εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να άρουν την υποχρέωση προσαύξησης του πολλαπλασιαστικού συντελεστή με το συμπληρωματικό συντελεστή του πΠίνακα Ö 1 Õ, εάν το ίδρυμα αποδείξει ότι η αύξηση είναι αδικαιολόγητη και το μοντέλο είναι κατά βάση υγιές.

Εάν, λόγω πολυάριθμων υπερβάσεων, πιθανολογείται ότι το μοντέλο δεν είναι αρκετά ακριβές, οι αρμόδιες αρχές ανακαλούν την αναγνώρισή του ή επιβάλλουν τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων προς άμεση βελτίωσή του.

Για να μπορούν οι αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν συνεχώς την καταλληλότητα του συμπληρωματικού συντελεστή, τα ιδρύματα τους κοινοποιούν πάραυτα και οπωσδήποτε εντός πέντε εργάσιμων ημερών τις υπερβάσεις οι οποίες διαπιστώνονται κατά την εφαρμογή του προγράμματος ημερήσιου δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου, και οι οποίες, σύμφωνα με τον πίνακα συνεπάγονται αύξηση του συμπληρωματικού συντελεστή.

8. Εάν το μοντέλο του ιδρύματος έχει αναγνωρισθεί από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο το σημείο 4 για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη ειδικού κινδύνου, το ίδρυμα αυξάνει την κεφαλαιακή του απαίτηση που υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους τα σημεία 6, 7 και 10 προσαυξάνοντας το ποσό που αντιστοιχεί:

iα)          είτε στην αναλογία ειδικού κινδύνου της δυνητικής ζημίας που πρέπει να υπολογίζεται χωριστά σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές εποπτείας είτε κατ’ επιλογή του ιδρύματος,

iiβ)         είτε στη δυνητική ζημία των υποχαρτοφυλακίων χρεωστικών και μετοχικών τίτλων που ενέχουν ειδικό κίνδυνο.

Τα ιδρύματα που επιλέγουν τη λύση ii) Ö β) Õ) προσδιορίζουν τη διάρθρωση του χαρτοφυλακίου εκ των προτέρων και δεν μεταβάλλουν τη διάρθρωση αυτή χωρίς τη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5

9. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να άρουν την απαίτηση προσαύξησης που προβλέπεται στην παράγραφο στο σημείο 8, εάν το ίδρυμα αποδείξει ότι, σύμφωνα με τα ισχύοντα διεθνή πρότυπα, το μοντέλο που χρησιμοποιεί λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο γεγονότος και τον κίνδυνο υπερημερίας για τους διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς και μετοχικούς τίτλους του.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5 (Προσαρμοσμένο)

10. Κάθε ίδρυμα υπόκειται σε κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το υψηλότερο από τα ακόλουθα δύο ποσά:

iα)          δυνητική ζημία της προηγούμενης ημέρας, υπολογιζόμενη σύμφωνα με τις παραμέτρους που ορίζονται στο παρόν παράρτημα,

iiβ)         μέσος όρος των ημερήσιων δυνητικών ζημιών για καθεμία από τις εξήντα προηγούμενες εργάσιμες ημέρες, πολλαπλασιασμένος επί το συντελεστή της παραγράφου του σημείου 6 και προσαρμοσμένος κατά το συντελεστή του σημείου Ö για τον οποίον γίνεται λόγος στην παράγραφο Õ 7.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5

11. Ο υπολογισμός της δυνητικής ζημίας πρέπει να πληροί τα ακόλουθα ελάχιστα πρότυπα:

iα)          τουλάχιστον καθημερινός υπολογισμός της δυνητικής ζημίας,

iiβ)         μονοκατάληκτο (one-tailed) διάστημα εμπιστοσύνης, 99 εκατοστά (percentile),

iiiγ)        περίοδος διακράτησης ισοδύναμη με δέκα ημέρες,

ivδ)        πραγματική περίοδος παρατήρησης τουλάχιστον ενός έτους, εκτός αν δικαιολογείται βραχύτερο διάστημα συνεπεία σημαντικής έξαρσης της αστάθειας των τιμών,

vε)         τριμηνιαία ενημέρωση των δεδομένων.

12. Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν επίσης ότι το μοντέλο λαμβάνει επακριβώς υπόψη όλους τους ουσιαστικούς κινδύνους τιμών από θέσεις σε προαιρέσεις και σε εξομοιούμενα με προαιρέσεις μέσα και ότι οι μη καλυπτόμενοι από το μοντέλο κίνδυνοι αυτού του είδους καλύπτονται με επαρκή ίδια κεφάλαια.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5 (Προσαρμοσμένο)

13. Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι τΤο μοντέλο υπολογισμού κινδύνων λαμβάνει υπόψη επαρκή αριθμό παραγόντων κινδύνου, ανάλογα με το επίπεδο της δραστηριότητας του ιδρύματος στις αντίστοιχες αγορές Ö , ιδίως δε τους παρακάτω παράγοντες Õ .

Οι ελάχιστες απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται είναι οι ακόλουθες:

Ö Κίνδυνος επιτοκίου Õ

i)          καθόσον αφορά τον κίνδυνο επιτοκίου, τΤο σύστημα μέτρησης κινδύνων περιλαμβάνει ένα σύνολο παραγόντων κινδύνου αντιστοιχούντων στον κίνδυνο επιτοκίου για κάθε ένα από τα νομίσματα στο οποία το ίδρυμα έχει εντός ή εκτός ισολογισμού θέσεις ευαίσθητες στα επιτόκια. Το ίδρυμα διαμορφώνει την καμπύλη αποδόσεως σύμφωνα με μία από τις γενικά αποδεκτές μεθόδους. Για τις θέσεις που ενέχουν ουσιαστικό κίνδυνο επιτοκίου στα κυριότερα νομίσματα και αγορές, η καμπύλη αποδόσεων διαιρείται σε τουλάχιστον έξι διαστήματα προθεσμιών λήξης, κατά τρόπο ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διακυμάνσεις μεταβλητότητας σε όλα τα σημεία της καμπύλης. Το σύστημα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο ατελώς συσχετισμένων κινήσεων μεταξύ διαφορετικών καμπυλών απόδοσης,.

Ö Κίνδυνος συναλλάγματος Õ

ii)         για τον κίνδυνο συναλλάγματος, τΤο σύστημα μέτρησης κινδύνων ενσωματώνει παράγοντες κινδύνου για χρυσό και για κάθε μεμονωμένο νόμισμα στο οποίο είναι εκφρασμένες οι θέσεις του ιδρύματος,.

ò νέο

Στην περίπτωση των ΟΣΕΚΑ, λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές θέσεις συναλλάγματος του εκάστοτε ΟΣΕΚΑ. Τα ιδρύματα δύνανται να βασίζονται στα στοιχεία που παρέχουν τρίτοι για τις θέσεις συναλλάγματος στον εκάστοτε ΟΣΕΚΑ, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται επαρκώς η ορθότητα των εν λόγω στοιχείων. Εάν ένα ίδρυμα δεν γνωρίζει τις θέσεις συναλλάγματος σε έναν ΟΣΕΚΑ, γίνεται δεκτό ότι ο ΟΣΕΚΑ έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις σε συνάλλαγμα μέχρι το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο βάσει της εντολής του ΟΣΕΚΑ, ενώ τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη, για τις θέσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών, το μέγιστο έμμεσο άνοιγμα που θα μπορούσαν να επιτύχουν με την ανάληψη μοχλευμένων θέσεων μέσω του ΟΣΕΚΑ κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής τους απαίτησης για τον κίνδυνο τιμών συναλλάγματος. Τούτο πραγματοποιείται με κατ’ αναλογία αύξηση της θέσης στον ΟΣΕΚΑ μέχρι το μέγιστο άνοιγμα στα υποκείμενα επενδυτικά στοιχεία που προκύπτουν από την επενδυτική εντολή. Η υποθετική θέση του ΟΣΕΚΑ σε συνάλλαγμα αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστό νόμισμα, κατά το πρότυπο της αντιμετώπισης των επενδύσεων σε χρυσό. Εάν, όμως, είναι διαθέσιμη η κατεύθυνση της επένδυσης του ΟΣΕΚΑ, η συνολική θετική θέση μπορεί να προστεθεί στη συνολική θετική ανοικτή θέση συναλλάγματος, ενώ η συνολική αρνητική θέση μπορεί να προστεθεί στη συνολική αρνητική ανοικτή θέση συναλλάγματος. Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός μεταξύ τέτοιων θέσεων πριν από τον υπολογισμό.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5 (Προσαρμοσμένο)

Ö Κίνδυνος μετοχικών τίτλων Õ

iii)        για τον κίνδυνο μετοχικών τίτλων τΤο σύστημα μέτρησης κινδύνων χρησιμοποιεί χωριστό παράγοντα κινδύνου, τουλάχιστον για καθεμία από τις αγορές μετοχών στην οποία το ίδρυμα κατέχει ουσιαστικές θέσεις,.

Ö Κίνδυνος βασικού εμπορεύματος Õ

iv)        για τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος, τΤο σύστημα μέτρησης κινδύνων χρησιμοποιεί χωριστό παράγοντα κινδύνου, τουλάχιστον για καθένα από τα βασικά εμπορεύματα στα οποία το ίδρυμα κατέχει ουσιαστικές θέσεις. Το σύστημα λαμβάνει επίσης υπόψη τον κίνδυνο ατελώς συσχετισμένων κινήσεων μεταξύ παρεμφερών αλλά όχι πανομοιότυπων βασικών εμπορευμάτων, καθώς και τον κίνδυνο που σχετίζεται με μεταβολές στις προθεσμιακές τιμές λόγω μη αντιστοιχισμένων προσθεσμιών λήξης. Λαμβάνει επίσης υπόψη τα χαρακτηριστικά της αγοράς, ιδίως τις ημερομηνίες παράδοσης και τα περιθώρια ελιγμού των διαπραγματευτών όσον αφορά το κλείσιμο θέσεων,.

ê 98/31/ΕΚ Άρθ. 1.7 και παράρτημα, σημ. 5

14. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εμπειρικές συσχετίσεις στο εσωτερικό και μεταξύ κατηγοριών κινδύνου, εάν έχουν πεισθεί ότι το σύστημα που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τη μέτρηση αυτών των συσχετίσεων είναι υγιές και εφαρμόζεται με ακεραιότητα.

ê 93/6/ΕΟΚ παράρτημα VI (8) (2) δεύτερο εδάφιο (Προσαρμοσμένο)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Ö ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΓΙΑ Õ ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ

1. Η υπέρβαση που μνημονεύεται στο άρθρο 29 Ö 31 Õ στοιχείο β) υπολογίζεται με την επιλογή των συνιστωσών εκείνων του συνολικού κινδύνου συναλλαγής έναντι του αντίστοιχου πελάτη ή της αντίστοιχης ομάδας πελατών στις οποίες εφαρμόζονται οι αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στα παραρτήματα I ή/και II απαιτήσεις για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου και των οποίων το άθροισμα ισούται προς το ποσό της υπέρβασης που αναφέρεται στο άρθρο 29 Ö 31 Õ στοιχείο α).

2. Εάν η υπέρβαση αυτή δεν διήρκεσε περισσότερο από δέκα ημέρες, η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ισούται προς το 200 % των απαιτήσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 για τις συνιστώσες αυτές.

3. Δέκα ημέρες μετά την πραγματοποίηση της υπέρβασης, οι συνιστώσες της, επιλεγόμενες σύμφωνα με την παράγραφο 1, καταλογίζονται στην αντίστοιχη σειρά της στήλης 1 του πίνακα 1 κατ’ αύξουσα τάξη των απαιτήσεων για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου του παραρτήματος I ή/και των απαιτήσεων του παραρτήματος II. Η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ισούται προς το άθροισμα των απαιτήσεων ειδικού κινδύνου του παραρτήματος I ή/και του παραρτήματος ΙI, για τις συνιστώσες αυτές, επί τον αντίστοιχο συντελεστή που αναγράφεται στη στήλη 2 του πίνακα 1.

Ö Πίνακας 1 Õ

Υπέρβαση των ορίων (βάσει ποσοστού ιδίων κεφαλαίων) || Συντε-λεστές

Τμήμα έως 40 % || 200 %

Τμήμα μεταξύ 40 και έως 60 % || 300 %

Τμήμα μεταξύ 60 % και έως 80 % || 400 %

Τμήμα μεταξύ 80 % και έως 100 % || 500 %

Τμήμα μεταξύ 100 % και έως 250 % || 600 %

Τμήμα άνω του 250 % || 900 %

é

ò νέο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ

μεροσ A – σκοποσ συναλλαγησ

1. Οι θέσεις/τα χαρτοφυλάκια που κατέχονται με σκοπό συναλλαγής πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)      πρέπει να υπάρχει σαφώς τεκμηριωμένη, έγγραφη στρατηγική συναλλαγών για την εκάστοτε θέση/μέσο ή το χαρτοφυλάκιο, η οποία να έχει εγκριθεί από τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και να περιλαμβάνει τον αναμενόμενο ορίζοντα κατοχής·

β)      πρέπει να υπάρχουν σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για την ενεργό διαχείριση της θέσης, οι οποίες να περιλαμβάνουν οπωσδήποτε τα εξής:

i)       οι θέσεις συνομολογούνται σε θυρίδα συναλλαγών·

ii)      υπάρχει καθορισμός ορίων θέσης και έλεγχος της καταλληλότητάς τους·

iii)     οι χρηματιστηριακές εταιρείες διαθέτουν αυτονομία για τη συνομολόγηση/διαχείριση των θέσεων εντός συμφωνημένων ορίων και βάσει της συμφωνηθείσας στρατηγικής·

iv)     οι θέσεις γνωστοποιούνται στα ανώτερα διευθυντικά στελέχη ως αναπόσπαστο στοιχείο της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος·

v)      οι θέσεις αποτελούν αντικείμενο ενεργούς παρακολούθησης σε συσχετισμό με πηγές πληροφόρησης για την αγορά και γίνεται εκτίμηση της εμπορευσιμότητας ή της ικανότητας αντιστάθμισης της θέσης ή των κινδύνων που τη συνιστούν, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης, ιδίως, της ποιότητας και της διαθεσιμότητας δεδομένων της αγοράς στη διαδικασία αποτίμησης, του ύψους του κύκλου εργασιών αγοράς και του μεγέθους των θέσεων που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής στην αγορά·

γ)      πρέπει να υπάρχει σαφώς καθορισμένη πολιτική και διαδικασίες για την παρακολούθηση της θέσης σε συνάρτηση με τη συναλλακτική στρατηγική του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης των θέσεων κύκλου εργασιών και πώλησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του ιδρύματος.

μεροσ B – συστηματα και ελεγχοι

1. Τα ιδρύματα συγκροτούν και διατηρούν σε ισχύ συστήματα και ελέγχους που να είναι επαρκή για την παροχή συνετών και αξιόπιστων εκτιμήσεων αποτίμησης.

2. Τα συστήματα και οι έλεγχοι περιλαμβάνουν οπωσδήποτε τα ακόλουθα στοιχεία:

α)      τεκμηριωμένες έγγραφες πολιτικές και διαδικασίες για τη μέθοδο αποτίμησης. Το εν λόγω στοιχείο περιλαμβάνει τον σαφή καθορισμό των ευθυνών των διαφόρων τομέων που έχουν σημασία για τον καθορισμό της αποτίμησης, τις πηγές πληροφόρησης για την αγορά και την εξέταση της καταλληλότητάς τους, τη συχνότητα ανεξάρτητων αποτιμήσεων, τις χρονικές παραμέτρους των τιμών κλεισίματος, διαδικασίες για την προσαρμογή αποτιμήσεων και διαδικασίες επαλήθευσης, τόσο στη λήξη μήνα όσο και μεμονωμένου χαρακτήρα·

β)      σαφείς και ανεξάρτητους (δηλαδή ανεξάρτητους από το γραφείο εξυπηρέτησης πελατών (front office)) διαύλους αναφοράς για το τμήμα που είναι υπόλογο για τη διαδικασία αποτίμησης.

Ο δίαυλος αναφοράς πρέπει, εν τέλει, να είναι προς εκτελεστικό διευθυντή του κύριου συμβουλίου.

Μέθοδοι συνετής αποτίμησης

3. Με τον όρο «καθημερινή αποτίμηση» νοείται η σε ημερήσια τουλάχιστον βάση αποτίμηση θέσεων σε τιμές εκκαθάρισης άμεσα διαθέσιμες και προερχόμενες από ανεξάρτητη πηγή (π.χ. τιμές χρηματιστηρίου, τιμές που είναι διαθέσιμες ηλεκτρονικά και τιμές προερχόμενες από περισσότερες ανεξάρτητες και έγκυρες χρηματιστηριακές εταιρείες.

4. Κατά την καθημερινή αποτίμηση χρησιμοποείται η πλέον συνετή τιμή αγοράς ή τιμή πώλησης εκτός εάν το ίδρυμα είναι σημαντικός ειδικός διαπραγματευτής (market maker) για τον συγκεκριμένο τύπο χρηματοπιστωτικού μέσου ή βασικού εμπορεύματος και μπορεί να εκκαθαρίσει τη θέση στη μέση τιμή της αγοράς.

5. Όταν δεν είναι δυνατή η καθημερινή αποτίμηση, τα ιδρύματα οφείλουν να αποτιμούν τις θέσεις ή τα χαρτοφυλάκιά τους βάσει υποδείγματος πριν από την εφαρμογή της κεφαλαιακής μεταχείρισης που αρμόζει στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Με τον όρο «αποτίμηση βάσει υποδείγματος» νοείται κάθε αποτίμηση η οποία πρέπει να γίνει με τη μέθοδο της συγκριτικής αξιολόγησης ή της παρέκτασης ή να υπολογισθεί άλλως με βάση δεδομένα της αγοράς.

6. Κατά την αποτίμηση βάσει υποδείγματος, πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α)           τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη γνωρίζουν τα στοιχεία του χαρτοφυλακίου συναλλαγών που υπόκεινται σε αποτίμηση βάσει υποδείγματος και αντιλαμβάνονται τον βαθμό αβεβαιότητας που τούτο συνεπάγεται για τη γνωστοποίηση του κινδύνου ή της επίδοσης της εκάστοτε πράξης·

β)           τα δεδομένα αγοράς αντλούνται στο μέτρο του δυνατού με γνώμονα τις αγοραίες τιμές, ενώ η καταλληλότητα των δεδομένων αγοράς της εκάστοτε αποτιμώμενης θέσης και οι παράμετροι του υποδείγματος υποβάλλονται σε καθημερινή αξιολόγηση·

γ)           οσάκις είναι διαθέσιμες, χρησιμοποιούνται μεθοδολογίες αποτίμησης οι οποίες αποτελούν αποδεκτή πρακτική στην αγορά για συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα ή βασικά εμπορεύματα·

δ)           όταν το υπόδειγμα αναπτύσσεται από το ίδιο το ίδρυμα, πρέπει να στηρίζεται σε κατάλληλες παραδοχές οι οποίες έχουν αξιολογηθεί και ελεγχθεί από πρόσωπα με κατάλληλη κατάρτιση και μη έχοντα σχέση με τη διαδικασία ανάπτυξης του υποδείγματος·

ε)           υφίστανται τυπικές διαδικασίες ελέγχου των αλλαγών, ενώ ασφαλές αντίγραφο του υποδείγματος φυλάσσεται και χρησιμοποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα για τον έλεγχο των αποτιμήσεων·

στ)         οι υπεύθυνοι για τη διαχείριση κινδύνων γνωρίζουν τις αδυναμίες των χρησιμοποιούμενων υποδειγμάτων, καθώς και τον ενδεδειγμένο τρόπο για την αποτύπωσή τους στα πορίσματα των αποτιμήσεων·

ζ)           το υπόδειγμα υποβάλλεται σε τακτική επανεξέταση προκειμένου να κριθεί η ακρίβεια των επιδόσεών του (π.χ. για να εξακριβωθεί κατά πόσον οι παραδοχές εξακολουθούν να είναι κατάλληλες, να γίνει ανάλυση των κερδών και ζημιών σε αντιπαραβολή με τους παράγοντες κινδύνου ή να συγκριθούν οι πραγματικές τιμές εκκαθάρισης με τις τιμές που προκύπτουν από το υπόδειγμα).

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), το υπόδειγμα αναπτύσσεται ή εγκρίνεται χωρίς την ανάμειξη του γραφείου εξυπηρέτησης πελατών και η ορθότητά του ελέγχεται από ανεξάρτητο φορέα. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει την επικύρωση των μαθηματικών υπολογισμών, των παραδοχών και του χρησιμοποιούμενου λογισμικού.

7. Επιπλέον της καθημερινής αποτίμησης ή της αποτίμησης βάσει υποδείγματος, πρέπει να διενεργείται ανεξάρτητη επαλήθευση των τιμών. Πρόκειται για τη διαδικασία με την οποία οι τιμές αγοράς ή τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για το υπόδειγμα υποβάλλονται σε τακτικό έλεγχο της ακρίβειας και ανεξαρτησίας τους. Μολονότι η καθημερινή αποτίμηση είναι δυνατό να πραγματοποιείται από τις χρηματιστηριακές εταιρείες, η επαλήθευση των τιμών αγοράς και των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για το υπόδειγμα είναι σκόπιμο να διενεργείται από μονάδα ανεξάρτητη σε σχέση με την αίθουσα συναλλαγών, τουλάχιστον σε μηνιαία βάση (ή συχνότερα, αναλόγως του χαρακτήρα της αγοράς ή της συναλλακτικής δραστηριότητας). Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν ανεξάρτητες πηγές για τις τιμές ή υπάρχουν μεν αλλά χαρακτηρίζονται από αυξημένη υποκειμενικότητα, ενδείκνυται ενδεχομένως η εφαρμογή μέτρων σύνεσης, όπως είναι οι προσαρμογές αποτίμησης.

Προσαρμογές ή αποθεματικά αποτίμησης

8. Τα ιδρύματα συγκροτούν και διατηρούν σε ισχύ διαδικασίες που να επιτρέπουν την προσαρμογή ή τη σύσταση αποθεματικών αποτίμησης.

Γενικά πρότυπα

9. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν την τυπική διερεύνηση της σκοπιμότητας των ακόλουθων προσαρμογών/αποθεμάτων αποτίμησης: μη δουλευμένα πιστωτικά περιθώρια, έξοδα εκκαθάρρισης, λειτουργικοί κίνδυνοι, πρόωρη λήξη, επενδυτικά έξοδα και έξοδα χρηματοδότησης, μελλοντικά διοικητικά έξοδα και, εφόσον ισχύει, κίνδυνος υποδείγματος.

Πρότυπα για στοιχεία μειωμένης ρευστότητας

10. Θέσεις μειωμένης ρευστότητας είναι δυνατό να προκύψουν τόσο από γεγονότα της αγοράς όσο και από καταστάσεις που αφορούν το ίδρυμα, π.χ. συγκεντρωμένες ή/και έωλες θέσεις.

11. Όταν ένα ίδρυμα εξετάζει κατά πόσον είναι απαραίτητο αποθεματικό αποτίμησης για στοιχεία μειωμένης ρευστότητας, συνεκτιμά διάφορους παράγοντες, στους οποίους συγκαταλέγονται οι εξής: το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την αντιστάθμιση της θέσης ή των κινδύνων που περικλείει η θέση· η μεταβλητότητα και ο μέσος όρος των αποκλίσεων μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης· η διαθεσιμότητα παρεχόμενων τιμών (πλήθος και ταυτότητα των ειδικών διαπραγματευτών)· και η μεταβλητότητα και ο μέσος όρος των όγκων συναλλαγών.

12. Όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί αποτιμήσεις τρίτων ή αποτιμήσεις βάσει υποδείγματος, πρέπει να εξετάζει τη σκοπιμότητα προσαρμογής αποτίμησης. Επιπλέον, τα ιδρύματα εξετάζουν την αναγκαιότητα συγκρότησης αποθεματικών για θέσεις μειωμένης ρευστότητας και ελέγχουν εις το διηνεκές την καταλληλότητά τους.

13. Σε περίπτωση που οι προσαρμογές ή τα αποθεματικά αποτίμησης προκαλούν σημαντικά αρνητικά αποτελέσματα της τρέχουσας χρήσης, αυτά αφαιρούνται από τα αρχικά ίδια κεφάλαια του ιδρύματος σύμφωνα με το στοιχείο ια) του άρθρου 57 της οδηγίας [2000/12/ΕΚ].

14. Τα λοιπά κέρδη ή ζημίες που προέρχονται από προσαρμογές ή αποθεματικά αποτίμησης συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό των «καθαρών κερδών χαρτοφυλακίου συναλλαγών» που μνημονεύεται στο σημείο 2β) του άρθρου 13 και προστίθενται σε ή αφαιρούνται από τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη απαιτήσεων κινδύνου αγοράς σύμφωνα με τις υπόψη διατάξεις.

μεροσ γ – εσωτερικη αντισταθμιση κινδυνου

1. Με τον όρο «εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου» νοείται μία θέση η οποία αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό ή εξ ολοκλήρου το συστατικό στοιχείο κινδύνου μιας θέσης εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή μιας ομάδας θέσεων. Οι θέσεις που προκύπτουν από εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου είναι επιλέξιμες για κεφαλαιακή μεταχείριση χαρτοφυλακίου συναλλαγών, υπό την προϋπόθεση ότι η κατοχή τους έχει σκοπό συναλλαγής και ότι πληρούνται οι γενικές προϋποθέσεις σχετικά με τον σκοπό συναλλαγής και τη συνετή αποτίμηση οι οποίες καθορίζονται στα μέρη A και B. Ειδικότερα:

α)      οι εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου δεν έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την αποφυγή ή τον περιορισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων·

β)      οι εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου είναι δεόντως και εγγράφως τεκμηριωμένες και υπόκεινται σε ειδικές εσωτερικές διαδικασίες έγκρισης και ελέγχου·

γ)      η εσωτερική συναλλαγή διενεργείται υπό τους όρους που ισχύουν στην αγορά·

δ)      το μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου αγοράς που δημιουργείται από την εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου αποτελεί αντικείμενο δυναμικής διαχείρισης στο πλαίσιο του χαρτοφυλακίου συναλλαγών εντός των επιτρεπόμενων ορίων·

ε)      οι εσωτερικές συναλλαγές παρακολουθούνται επισταμένως.

Η παρακολούθηση διασφαλίζεται με επαρκείς διαδικασίες.

2. Η μεταχείριση που μνημονεύεται στην παράγραφο 1 ισχύει με την επιφύλαξη των κεφαλαιακών απαιτήσεων που ισχύουν για το «εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σκέλος» της εσωτερικής αντιστάθμισης κινδύνου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

ΜΕΡΟΣ A

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

(μνημονεύονται στο άρθρο 48)

Οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 1993 για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων

Οδηγία 98/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 με την οποία τροποποιείται η οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων

Οδηγία 98/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση του άρθρου 12 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, των άρθρων 2, 5, 6, 7, 8 και των παραρτημάτων II και III της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και του άρθρου 2 και του παραρτήματος II της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων

Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ,

Μόνο άρθρο 26

Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου

Μόνο άρθρο 67

ΜΕΡΟΣ B

ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

(αναφέρονται στο άρθρο 48)

Οδηγία || || Προθεσμία εφαρμογής

Οδηγία του Συμβουλίου 93/6/ΕΟΚ || || 1.7.1995

Οδηγία 98/31/ΕΚ || || 21.7.2000

Οδηγία 98/33/ΕΚ || || 21.7.2000

Οδηγία 2002/87/ΕΚ || || 11.8.2004

Οδηγία 2004/39/ΕΚ || || Δεν είναι ακόμη διαθέσιμη

Οδηγία 2004/xx/ΕΚ || || Δεν είναι ακόμη διαθέσιμη

ò νέο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Παρούσα οδηγία || Οδηγία 93/6/ΕΟΚ || Οδηγία 98/31/ΕΚ || Οδηγία 98/33/ΕΚ || Οδηγία 2002/87/ΕΚ || Οδηγία 2004/39/ΕΚ

Άρθρο 1(1) πρώτο εδάφιο || || || || ||

Άρθρο 1(1) δεύτερο εδάφιο και (2) || Άρθρο 1 || || || ||

Άρθρο 2(1) || || || || ||

Άρθρο 2(2) || Άρθρο 7(3) || || || ||

Άρθρο 3(1)(α) || Άρθρο 2(1) || || || ||

Άρθρο 3(1)(β) || Άρθρο 2(2) || || || || Άρθρο 67(1)

Άρθρο 3(1)(γ) έως (ε) || Άρθρο 2(3) έως (5) || || || ||

Άρθρο 3(1)(στ) και (ζ) || || || || ||

Άρθρο 3(1)(η) || Άρθρο 2(10) || || || ||

Άρθρο 3(1)(θ) || Άρθρο 2(11) || || Άρθρο 3(1) || ||

Άρθρο 3(1)(ι) || Άρθρο 2(14) || || || ||

Άρθρο 3(1)(ια) και (ιβ) || Άρθρο 2(15) και (16) || Άρθρο 1(1)(β) || || ||

Άρθρο 3(1)(ιγ) || Άρθρο 2(17) || Άρθρο 1(1)(γ) || || ||

Άρθρο 3(1)(ιδ) || Άρθρο 2(18) || Άρθρο 1(1)(δ) || || ||

Άρθρο 3(1)(ιε) έως (ιζ) || Άρθρο 2(19) έως (21) || || || ||

|| || || || ||

Άρθρο 3(1)(ιη) || Άρθρο 2(23) || || || ||

Άρθρο 3(1)(ιθ) || Άρθρο 2(26) || || || ||

Άρθρο 3(2) || Άρθρο 2(7) και (8) || || || ||

Άρθρο 3(3)(α) και (β) || Άρθρο 7(3) || || || Άρθρο 26 ||

Άρθρο 3(3)(γ) || Άρθρο 7(3) || || || ||

Άρθρο 4 || Άρθρο 2(24) || || || ||

Άρθρο 5 || Άρθρο 3(1) και (2) || || || ||

Άρθρο 6 || Άρθρο 3(4) || || || || Άρθρο 67(2)

Άρθρο 7 || Άρθρο 3(4α) || || || || Άρθρο 67(3)

Άρθρο 8 || Άρθρο 3(4β) || || || || Άρθρο 67(3)

Άρθρο 9 || Άρθρο 3(3) || || || ||

Άρθρο 10 || Άρθρο 3(5) έως (8) || || || ||

Άρθρο 11 || Άρθρο 2(6) || || || ||

Άρθρο 12 πρώτη υποπαράγραφος || Άρθρο 2(25) || || || ||

Άρθρο 12 δεύτερη υποπαράγραφος || || || || ||

Άρθρο 13(1) πρώτη υποπαράγραφος || Παράρτημα V(1) πρώτη υποπαράγραφος || || || ||

Άρθρο 13(1) δεύτερη υποπαράγραφος και (2) έως (5) || Παράρτημα V(1) δεύτερη υποπαράγραφος και (2) έως (5) || Άρθρο 1(7) και παράρτημα 4(α)(β) || || ||

Άρθρο 14 || Παράρτημα V(6) και (7) || Παράρτημα 4(γ) || || ||

Άρθρο 15 || Παράρτημα V(8) || || || ||

Άρθρο 16 || Παράρτημα V(9) || || || ||

Άρθρο 17 || || || || ||

Άρθρο 18(1) πρώτη υποπαράγραφος || Άρθρο 4(1) πρώτη υποπαράγραφος || || || ||

Άρθρο 18(1)(α) και (β) || Άρθρο 4(1)(i) και (ii) || Άρθρο 1(2) || || ||

Άρθρο 18(2) έως (4) || Άρθρο 4(6) έως (8) || || || ||

Άρθρο 19(1) || || || || ||

Άρθρο 19(2) || Άρθρο 11(2) || || || ||

Άρθρο 19(3) || || || || ||

Άρθρο 20 || || || || ||

Άρθρο 21 || Παράρτημα IV || || || ||

Άρθρο 22 || || || || ||

Άρθρο 23 πρώτη και δεύτερη υποπαράγραφος || Άρθρο 7(5) και (6) || || || ||

Άρθρο 23 τρίτη υποπαράγραφος || || || || ||

Άρθρο 24 || || || || ||

Άρθρο 25 || || || || ||

Άρθρο 26(1) || Άρθρο 7(10) || Άρθρο 1(4) || || ||

Άρθρο 26(2) έως (4) || Άρθρο 7(11) έως (13) || || || ||

Άρθρο 27 || Άρθρο 7(14) και (15) || || || ||

Άρθρο 28(1) || Άρθρο 5(1) || || || ||

Άρθρο 28(2) || Άρθρο 5(2) || Άρθρο 1(3) || || ||

Άρθρο 28(3) || || || || ||

Άρθρο 29(1)(α) έως (γ) και επόμενες δύο υποπαράγραφοι || Παράρτημα VI(2) || || || ||

Άρθρο 29(1) τελευταία υποπαράγραφος || || || || ||

Άρθρο 29(2) || Παράρτημα VI(3) || || || ||

Άρθρο 30(1) και (2) πρώτη υποπαράγραφος || Παράρτημα VI(4) και (5) || || || ||

Άρθρο 30(2) δεύτερη υποπαράγραφος || || || || ||

Άρθρο 30(3) και (4) || Παράρτημα VI(6) και (7) || || || ||

Άρθρο 31 || Παράρτημα VI(8)(1), (2) πρώτο εδάφιο, (3) έως (5) || || || ||

Άρθρο 32 || Παράρτημα VI(9) και (10) || || || ||

Άρθρο 33(1) και (2) || || || || ||

Άρθρο 33(3) || Άρθρο 6(2) || || || ||

Άρθρο 34 || || || || ||

Άρθρο 35(1) έως (4) || Άρθρο 8(1) έως (4) || || || ||

Άρθρο 35(5) || Άρθρο 8(5) πρώτο εδάφιο || Άρθρο 1(5) || || ||

Άρθρο 36 || Άρθρο 9(1) έως (3) || || || ||

Άρθρο 37 || || || || ||

Άρθρο 38 || Άρθρο 9(4) || || || ||

Άρθρο 39 || || || || ||

Άρθρο 40 || Άρθρο 2(9) || || || ||

Άρθρο 41 || || || || ||

Άρθρο 42(1)(α) έως (γ) || Άρθρο 10 πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση || || || ||

Άρθρο 42(1)(δ) και (ε) || || || || ||

Άρθρο 42(1)(στ) || Άρθρο 10 τέταρτη περίπτωση || || || ||

Άρθρο 42(1)(ζ) || || || || ||

Άρθρο 43 || || || || ||

Άρθρο 44 || || || || ||

Άρθρο 45 || || || || ||

Άρθρο 46 || Άρθρο 12 || || || ||

Άρθρο 47 || || || || ||

Άρθρο 48 || || || || ||

Άρθρο 49 || || || || ||

Άρθρο 50 || Άρθρο 15 || || || ||

|| || || || ||

Παράρτημα I(1) έως (4) ||  Παράρτημα I(1) έως (4) || || || ||

Παράρτημα I(4) τελευταία υποπαράγραφος || Άρθρο 2(22) || || || ||

Παράρτημα I(5) έως (7) || Παράρτημα I(5) έως (7) || || || ||

Παράρτημα I(8) || || || || ||

Παράρτημα I(9) έως (11) || Παράρτημα I(8) έως (10) || || || ||

Παράρτημα I(12) έως (14) || Παράρτημα I(12) έως (14) || || || ||

Παράρτημα I(15) και (16) || Άρθρο 2(12) || || || ||

Παράρτημα I(17) έως (41) || Παράρτημα I(15) έως (39) || || || ||

Παράρτημα I(42) έως (56) || || || || ||

Παράρτημα II(1) και (2) || Παράρτημα II(1) και (2) || || || ||

Παράρτημα II(3) έως (11) || || || || ||

Παράρτημα III(1) || Παράρτημα III(1) πρώτη υποπαράγραφος || Άρθρο 1(7) και παράρτημα 3(α) || || ||

Παράρτημα III(2) || Παράρτημα III(2) || || || ||

Παράρτημα III(2.1) πρώτη έως τρίτη υποπαράγραφοι || Παράρτημα III(3.1) || Άρθρο 1(7) και παράρτημα 3(β) || || ||

Παράρτημα III(2.1) τέταρτη υποπαράγραφος || || || || ||

Παράρτημα III(2.1) πέμπτη υποπαράγραφος || Παράρτημα III(3.2) || Άρθρο 1(7) και παράρτημα 3(β) || || ||

Παράρτημα III(2.2), (3), (3.1) || Παράρτημα III(4) έως (6) || Άρθρο 1(7) και παράρτημα 3(γ) || || ||

Παράρτημα III(3.2) || Παράρτημα III(8) || || || ||

Παράρτημα III(4) || Παράρτημα III(11) || || || ||

Παράρτημα IV(1) έως (20) || Παράρτημα VII(1) έως (20) || Άρθρο 1(7) και παράρτημα 5 || || ||

Παράρτημα IV(21) || Άρθρο 11α || Άρθρο 1(6) || || ||

Παράρτημα V(1) έως (13) τρίτη υποπαράγραφος || Παράρτημα VIII(1) έως (13)(ii) || Άρθρο 1(7) και παράρτημα 5 || || ||

Παράρτημα V(13) τέταρτη υποπαράγραφος || || || || ||

Παράρτημα V(13) πέμπτη υποπαράγραφος έως (14) || Παράρτημα VIII(13)(iii) έως (14) || Άρθρο 1(7) και παράρτημα 5 || || ||

Παράρτημα VI || Παράρτημα VI(8)(2) μετά το πρώτο εδάφιο || || || ||

Παράρτημα VII || || || || ||

Παράρτημα VIII || || || || ||

Παράρτημα IX || || || || ||

[1]               ΕΕ C […], […], σ. […].

[2]               ΕΕ C

[3]               ΕΕ C […], […], σ. […].

[4]               ΕΕ C […], […], σ. […].

[5]               ΕΕ C […], […], σ. […].

[6]               ΕΕ L αριθ. 141, 11.6.1993, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2004/xx/ΕΚ, ΕΕ […]

[7]               ΕΕ L αριθ. 141, 11.06.1993, σ. 0027, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία [2004/…/EΚ (ΕΕ ………..)]

[8]               ΕΕ αριθ. 126, 26.5.2000, σ. 1.

[9]               ΕΕ L αριθ. 145, 30.04.2004, σ. 1.

[10]             ΕΕ αριθ. L 386 της 30. 12. 1989, σ. 14. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 92/30/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 110 της 28. 4. 1992, σ. 52).

[11]             ΕΕ αριθ. L 29 της 5. 2. 1993, σ. 1.

[12]             ΕΕ αριθ. L 124 της 5. 5. 1989, σ. 16. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 92/30/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 110 της 24. 9. 1992, σ. 52).

[13]             ΕΕ αριθ. L 110 της 28. 4. 1992, σ. 52.

[14]             ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

[15]             ΕΕ αριθ. L 197 της 18. 7. 1987, σ. 33.

[16]             ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1.

[17]             ΕΕ αριθ. L 322 της 17. 12. 1977, σ. 30. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 89/646/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 386 της 30. 12. 1989, σ. 1).

[18]             ΕΕ L 35, 11.2.2003, σ. 1.

[19]             ΕΕ L 9, 15.1.2003, σ. 3.

EL

|| ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Βρυξέλλες, 14.7.2004

COM(2004) 486 τελικό

2004/0155 (COD) 2004/0159 (COD) Τεχνικά παραρτήματα

 

Πρόταση για

ΟΔΗΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την αναδιατύπωση της οδηγίας 2000/12/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 1993 για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων.

(υποβάλλεται από την Επιτροπή) {SEC(2004) 921}

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

-

Πρόταση για

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με […]

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο […],

την πρόταση της Επιτροπής[1],

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[2],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[3],

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών[4],

Εκτιμώντας:

(1) [Κεφαλαίο….…].

(2) [Κεφαλαίο…….],

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

[…]

Άρθρο […]

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις […]. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο […]

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την […] ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο […]

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, […]

                                                                       Για το Συμβούλιο

                                                                       Ο Πρόεδρος

                                                                       […]

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ò Νέο

Παράρτημα V – Τεχνικά κριτήρια για την οργάνωση και την αντιμετώπιση των κινδύνων

1. διακυβερνηση

1. Το διοικητικό όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 11 θεσπίζει τις ρυθμίσεις για το διαχωρισμό των καθηκόντων στο πλαίσιο του οργανισμού και για την αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων.

2. αντιμετωπιση των κινδυνων

2. Το διοικητικό όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 11 εγκρίνει και επανεξετάζει περιοδικά τις στρατηγικές και τις πολιτικές για την ανάληψη, τη διαχείριση, τον έλεγχο και τη μείωση των κινδύνων στους οποίους είναι ή θα μπορούσε να είναι εκτεθειμένο το πιστωτικό ίδρυμα, περιλαμβανομένων εκείνων που προκαλούνται από το μακροοικονομικό περιβάλλον στο οποίο ασκεί τις δραστηριότητές του, λαμβανομένης υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου.

3. πιστωτικος κινδυνος και κινδυνος αντισυμβαλλομενου

3. Η χορήγηση πιστώσεων βασίζεται σε υγιή και σαφώς προσδιορισμένα κριτήρια. Η διαδικασία έγκρισης, τροποποίησης, ανανέωσης και αναχρηματοδότησης των πιστώσεων ορίζεται με σαφήνεια.

4. Χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά συστήματα για τη διαχείριση και τον έλεγχο σε συνεχή βάση των διαφόρων χαρτοφυλακίων και ανοιγμάτων που είναι εκτεθειμένα σε πιστωτικό κίνδυνο, και ιδίως για τον προσδιορισμό και τη διαχείριση των προβληματικών πιστώσεων και για την πραγματοποίηση κατάλληλων προσαρμογών αξίας και το σχηματισμό των αναγκαίων προβλέψεων.

5. Η διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων πιστώσεων πρέπει να είναι επαρκής, λαμβανομένων υπόψη των αγορών στις οποίες δραστηριοποιείται το πιστωτικό ίδρυμα και της συνολικής πιστοδοτικής στρατηγικής.

4. υπολειπομενος κινδυνος

6. Ο κίνδυνος να αποδειχθούν οι αναγνωρισμένες τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου που χρησιμοποιεί το πιστωτικό ίδρυμα λιγότερο αποτελεσματικές από ό,τι αναμενόταν αντιμετωπίζεται και ελέγχεται με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες.

5. κινδυνος συγκεντρωσης

7. Ο κίνδυνος συγκέντρωσης από ανοίγματα έναντι μεμονωμένων αντισυμβαλλόμενων, ομάδων συνδεδεμένων αντισυμβαλλομένων και αντισυμβαλλόμενων στον ίδιο οικονομικό τομέα ή γεωγραφική περιοχή, ή από την ίδια δραστηριότητα ή βασικό εμπόρευμα, ή από την εφαρμογή τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, και ιδίως ο κίνδυνος που συνδέεται με μεγάλα έμμεσα πιστωτικά ανοίγματα (π.χ. έναντι ενός μόνο εκδότη εξασφαλίσεων), αντιμετωπίζεται και ελέγχεται με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες.

6. κινδυνος τιτλοποιησης

8. Οι κίνδυνοι από συναλλαγές τιτλοποίησης στις οποίες τo πιστωτικó ίδρυμα είναι μεταβιβάζων ή χρηματοδότης αξιολογούνται και αντιμετωπίζονται με κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες που εξασφαλίζουν ιδίως ότι η οικονομική σημασία της συναλλαγής λαμβάνεται πλήρως υπόψη στην αξιολόγηση των κινδύνων και στις διαχειριστικές αποφάσεις.

9. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα είναι το μεταβιβάζον ίδρυμα ανακυκλούμενων συναλλαγών τιτλοποίησης με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης, διαθέτει πρόγραμμα ρευστότητας για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων τόσο των προγραμματισμένων όσο και των πρόωρων εξοφλήσεων.

7. κινδυνοσ επιτοκιου απο δραστηριοτητες που δεν σχετιζονται με το χαρτοφυλακιο συναλλαγων

10. Εφαρμόζονται συστήματα για την αξιολόγηση και τη διαχείριση του κινδύνου από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων που μπορούν να επηρεάσουν τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος που δεν σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

8. λειτουργικος κινδυνος

11. Εφαρμόζονται πολιτικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου, περιλαμβανομένου εκείνου που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις. Με την επιφύλαξη του ορισμού του άρθρου 4 σημείο 22, τα πιστωτικά ιδρύματα προσδιορίζουν τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο για τους σκοπούς αυτών των πολιτικών και διαδικασιών.

12. Καταρτίζονται σχέδια αντιμετώπισης επειγουσών καταστάσεων και συνέχισης της λειτουργίας που διασφαλίζουν την ικανότητα του πιστωτικού ιδρύματος να συνεχίζει τη λειτουργία του και να περιορίζει τις ζημίες σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής της δραστηριότητάς του.

9. κινδυνος ρευστοτητας

13. Υπάρχουν πολιτικές και διαδικασίες για την μέτρηση και διαχείριση της καθαρής χρηματοδοτικής θέσης και των καθαρών χρηματοδοτικών απαιτήσεων τόσο σε συνεχή βάση όσο και με βάση τις προβλέψεις για τις μελλοντικές εξελίξεις. Εξετάζονται εναλλακτικά σενάρια και αναθεωρούνται σε τακτική βάση οι παραδοχές στις οποίες στηρίζονται οι αποφάσεις σχετικά με την καθαρή χρηματοδοτική θέση.

14. Καταρτίζονται σχέδια επείγουσας αντιμετώπισης των κρίσεων ρευστότητας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI Τυποποιημένη μέθοδος Μέρος 1 – Συντελεστές στάθμισης κινδύνου

1. ανοιγματα εναντι κεντρικων κυβερνησεων ή κεντρικων τραπεζων 1.1. Αντιμετώπιση

1. Με την επιφύλαξη των σημείων 2 έως 8, στα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100%.

2. Στα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από διορισμένο για το σκοπό αυτό ECAI εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον πίνακα 1, με βάση την κατάταξη από τις αρμόδιες αρχές των πιστοληπτικών αξιολογήσεων αποδεκτών ECAI σε έξι βαθμίδες σε μια κλίμακα πιστωτικής ποιότητας.

Πίνακας 1

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας || 1 || 2 || 3 || 4 || 5 || 6

Συντελεστής στάθμισης || 0% || 20% || 50% || 100% || 100% || 150%

3. Στα ανοίγματα έναντι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0%.

1.2. Ανοίγματα στο εθνικό νόμισμα του πιστούχου

4. Με διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών κράτους μέλους, στα ανοίγματα έναντι της κεντρικής τους κυβέρνησης και της κεντρικής τους τράπεζας που είναι εκφρασμένα και χρηματοδοτούνται σε εθνικό νόμισμα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης χαμηλότερος από εκείνον που αναφέρεται στο σημείο 2.

5. Εάν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειας του σημείου 4, οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους μπορούν επίσης να επιτρέψουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να εφαρμόζουν τον ίδιο συντελεστή στάθμισης στα ανοίγματα έναντι αυτής της κεντρικής κυβέρνησης ή κεντρικής τράπεζας που είναι εκφρασμένα και χρηματοδοτούνται στο νόμισμα αυτό.

6. Εάν οι αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας με εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Κοινότητα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης χαμηλότερο από εκείνον που ορίζεται στα σημεία 1 και 2 στα ανοίγματα έναντι της κεντρικής τους κυβέρνησης και της κεντρικής τους τράπεζας που είναι εκφρασμένα και χρηματοδοτούνται σε εθνικό νόμισμα, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να σταθμίζουν τα ανοίγματα αυτά με τον ίδιο τρόπο.

1.3. Χρήση πιστοληπτικών αξιολογήσεων οργανισμών εξαγωγικών πιστώσεων

7. Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις ενός οργανισμού εξαγωγικών πιστώσεων μπορούν να αναγνωρίζονται μόνο εάν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     η πιστοληπτική αξιολόγηση είναι μια συναινετική βαθμολόγηση κινδύνου από οργανισμό εξαγωγικών πιστώσεων που συμμετέχει στο “Διακανονισμό περί κατευθυντηρίων γραμμών στον τομέα των εξαγωγικών πιστώσεων οι οποίες τυγχάνουν δημόσιας στήριξης” του ΟΟΣΑ·

(β)     ο οργανισμός εξαγωγικών πιστώσεων δημοσιεύει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις του και εφαρμόζει τη μεθοδολογία που έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ, και η πιστοληπτική αξιολόγηση συνδέεται με ένα από τα επτά ελάχιστα ασφάλιστρα εξαγωγικών πιστώσεων (ΕΑΕΠ) που προβλέπονται από τη μεθοδολογία αυτή.

8. Στα ανοίγματα για τα οποία αναγνωρίζεται πιστοληπτική αξιολόγηση οργανισμού εξαγωγικών πιστώσεων για τους σκοπούς της στάθμισης κινδύνων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον πίνακα 2.

Πίνακας 2

ΕΑΕΠ || 1 || 2 || 3 || 4 || 5 || 6 || 7

Συντελεστής στάθμισης || 0% || 20% || 50% || 100% || 100% || 100% || 150%

2. ανοιγματα εναντι περιφερειακων κυβερνησεων ή τοπικων αρχων

9. Με την επιφύλαξη των σημείων 10 έως 12, τα ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών σταθμίζονται όπως τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων. Η χρήση αυτής της διακριτικής ευχέρειας από τις αρμόδιες αρχές είναι ανεξάρτητη από τη χρήση από τις αρχές αυτές της διακριτικής ευχέρειας του άρθρου 80. Η προτιμησιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων σύμφωνα με τα σημεία 30, 31 και 36 δεν εφαρμόζεται.

10. Με διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών, τα ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγονται εάν δεν υπάρχει διαφορά κινδύνου μεταξύ αυτών των ανοιγμάτων λόγω των ειδικών εξουσιών άντλησης εσόδων αυτών των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών και λόγω της ύπαρξης ειδικών θεσμικών ρυθμίσεων που περιορίζουν τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεών τους.

11. Όταν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειας του σημείου 10, οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους μπορούν επίσης να επιτρέπουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να εφαρμόζουν τον ίδιο συντελεστή στάθμισης στα ανοίγματα έναντι αυτών των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών.

12. Όταν οι αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας με εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Κοινότητα αντιμετωπίζουν τα ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής τους κυβέρνησης, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να σταθμίζουν με τον ίδιο τρόπο τα ανοίγματά τους έναντι αυτών των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών.

3. ανοιγματα εναντι διοικητικων οργανισμων και μη κερδοσκοπικών επιχειρησεων 3.1. Αντιμετώπιση

13. Με την επιφύλαξη των σημείων 14 έως 18, στα ανοίγματα έναντι διοικητικών οργανισμών και μη κερδοσκοπικών επιχειρήσεων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100%.

3.2. Οντότητες του δημοσίου τομέα

14. Με την επιφύλαξη των σημείων 15 έως 17, στα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημοσίου τομέα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100%.

15. Με διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων αρχών, τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημοσίου τομέα μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων. Η χρήση αυτής της διακριτικής ευχέρειας από τις αρμόδιες αρχές είναι ανεξάρτητη από τη χρήση από τις αρχές αυτές της διακριτικής ευχέρειας του άρθρου 80. Η προτιμησιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων σύμφωνα με τα σημεία 30, 31 και 36 δεν εφαρμόζεται.

16. Όταν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειας να αντιμετωπίζουν τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημοσίου τομέα ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων, οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να σταθμίζουν με τον ίδιο τρόπο τα ανοίγματα έναντι αυτών των οντοτήτων του δημοσίου τομέα.

17. Όταν οι αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας με εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Κοινότητα αντιμετωπίζουν τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημοσίου τομέα ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να σταθμίζουν με τον ίδιο τρόπο τα ανοίγματα έναντι αυτών των οντοτήτων του δημοσίου τομέα.

3.3. Εκκλησίες και θρησκευτικές κοινότητες

18. Τα ανοίγματα έναντι εκκλησιών και θρησκευτικών κοινοτήτων με μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αντιμετωπίζονται, στο βαθμό που μπορούν να επιβάλλουν φόρους σύμφωνα με τη νομοθεσία που τους παρέχει το δικαίωμα αυτό, ως ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημοσίου τομέα.

4. ανοιγματα εναντι πολυμερων τραπεζων αναπτυξησ 4.1. Πεδίο εφαρμογής

19. Για τους σκοπούς των άρθρων 78 έως 83, η Διαμερικανική Εταιρεία Επενδύσεων (Inter-American Investment Corporation) θεωρείται πολυμερής τράπεζα ανάπτυξης (ΠΤΑ).

4.2. Αντιμετώπιση

20. Με την επιφύλαξη των σημείων 21 και 22, τα ανοίγματα έναντι πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως τα ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τα σημεία 28 έως 31. Η προτιμησιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων σύμφωνα με τα σημεία 30, 31 και 36 δεν εφαρμόζεται.

21. Στα ανοίγματα έναντι των ακόλουθων πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0%:

(α) Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης·

(β) Διεθνής·Εταιρεία Χρηματοδοτήσεων·

(γ) Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης·

(δ) Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης·

(ε) Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης·

(στ) Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης·

(ζ) Σκανδιναβική Τράπεζα Επενδύσεων

(η) Τράπεζα Ανάπτυξης της Καραϊβικής·

(θ) Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης·

(ια) Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων·

(ιβ) Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων·

(ιγ) Πολυμερής Οργανισμός για την Εγγύηση των Επενδύσεων

22. Στο τμήμα του εγγεγραμμένου και μη καταβεβλημένου κεφαλαίου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20%.

5. ανοιγματα εναντι διεθνων οργανισμων

23. Στα ανοίγματα έναντι των ακόλουθων διεθνών οργανισμών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0%:

(α) Ευρωπαϊκή Κοινότητα

(β) Διεθνές Νομισματικό Ταμείο·

(γ) Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών.

6. ανοιγματα εναντι ιδρυματων 6.1. Αντιμετώπιση

24. Εφαρμόζεται μία από τις δύο μεθόδους των σημείων 26 και 27 και 28 έως 31 για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων.

6.2. Κατώτατος συντελεστής στάθμισης για ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων χωρίς διαβάθμιση

25. Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων χωρίς διαβάθμιση δεν εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης χαμηλότερος από εκείνον που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης.

6.3. Μέθοδος στάθμισης με βάση το συντελεστή στάθμισης της κεντρικής κυβέρνησης

26. Σύμφωνα με τον Πίνακα 3, στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων εφαρμόζεται ο συντελεστής στάθμισης που αντιστοιχεί στη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας στην οποία κατατάσσονται τα ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας εδρεύει το ίδρυμα.

Πίνακας 3

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας στην οποία κατατάσσεται η κεντρική κυβέρνηση || 1 || 2 || 3 || 4 || 5 || 6

Συντελεστής στάθμισης του ανοίγματος || 20% || 50% || 100% || 100% || 100% || 150%

27. Για τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων που εδρεύουν σε χώρες των οποίων η κεντρική κυβέρνηση δεν αποτελεί αντικείμενο διαβάθμισης, ο συντελεστής στάθμισης δεν υπερβαίνει το 100%.

6.4. Μέθοδος στάθμισης με βάση τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις

28. Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με αρχική πραγματική ληκτότητα άνω των τριών μηνών για τα οποία υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από διορισμένο ECAI εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον Πίνακα 4 με βάση την κατάταξη από τις αρμόδιες αρχές των πιστοληπτικών αξιολογήσεων αποδεκτών ECAI σε έξι βαθμίδες σε μια κλίμακα πιστωτικής ποιότητας.

Πίνακας 4

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας || 1 || 2 || 3 || 4 || 5 || 6

Συντελεστής στάθμισης || 20% || 50% || 50% || 100% || 100% || 150%

29. Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων χωρίς διαβάθμιση εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50%.

30. Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με αρχική πραγματική ληκτότητα μικρότερη ή ίση των τριών μηνών για τα οποία υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από διορισμένο ECAI εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον Πίνακα 5 με βάση την κατάταξη από τις αρμόδιες αρχές των πιστοληπτικών αξιολογήσεων αποδεκτών ECAI σε έξι βαθμίδες σε μια κλίμακα πιστωτικής ποιότητας:

Πίνακας 5

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας || 1 || 2 || 3 || 4 || 5 || 6

Συντελεστής στάθμισης || 20% || 20% || 20% || 50% || 50% || 150%

31. Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων χωρίς διαβάθμιση με αρχική πραγματική ληκτότητα μικρότερη ή ίση των τριών μηνών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20%.

6.5. Αλληλεπίδραση με βραχυπρόθεσμες πιστοληπτικές αξιολογήσεις

32. Εάν η μέθοδος των σημείων 28 έως 31 εφαρμόζεται σε ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων, η αλληλεπίδραση με βραχυπρόθεσμες πιστοληπτικές αξιολογήσεις είναι η ακόλουθη.

33. Εάν δεν υπάρχει βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση, εφαρμόζεται η γενική προτιμησιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων του σημείου 30 σε όλα τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με αρχική ληκτότητα μικρότερη ή ίση των τριών μηνών.

34. Εάν υπάρχει βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση που συνεπάγεται την εφαρμογή ευνοϊκότερου ή ισοδύναμου συντελεστή στάθμισης με εκείνον της γενικής προτιμησιακής αντιμετώπισης των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων του σημείου 30, η βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση χρησιμοποιείται μόνο για το εν λόγω άνοιγμα. Στα άλλα βραχυπρόθεσμα ανοίγματα εφαρμόζεται η γενική προτιμησιακή αντιμετώπιση του σημείου 30.

35. Εάν υπάρχει βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση που συνεπάγεται την εφαρμογή λιγότερο ευνοϊκού συντελεστή στάθμισης από εκείνον της γενικής προτιμησιακής αντιμετώπισης των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων του σημείου 30, η γενική προτιμησιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων δεν χρησιμοποιείται και σε όλες τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις χωρίς διαβάθμιση εφαρμόζεται ο ίδιος συντελεστής στάθμισης με εκείνον της εν λόγω βραχυπρόθεσμης αξιολόγησης.

6.6. Βραχυπρόθεσμα ανοίγματα στο εθνικό νόμισμα του πιστούχου

36. Όταν οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν στα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών τη μέθοδο των σημείων 4 έως 6, έχουν την ευχέρεια να εφαρμόσουν, βάσει και των δύο μεθόδων των σημείων 26 έως 27 και 28 έως 31, στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με αρχική πραγματική ληκτότητα ίση ή μικρότερη των τριών μηνών που είναι εκφρασμένα ή χρηματοδοτούνται σε εθνικό νόμισμα, συντελεστή στάθμισης λιγότερο ευνοϊκό κατά μία κατηγορία από τον προτιμησιακό συντελεστή στάθμισης των σημείων 4 έως 6 που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης.

37. Σε κανένα άνοιγμα με αρχική πραγματική ληκτότητα μικρότερη ή ίση των τριών μηνών που είναι εκφρασμένο και χρηματοδοτείται στο εθνικό νόμισμα του πιστούχου δεν εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης χαμηλότερος του 20%.

6.7     Επενδύσεις σε μέσα εποπτικού κεφαλαίου

38. Στις επενδύσεις σε μετοχές ή σε μέσα εποπτικών κεφαλαίων που εκδίδονται από ιδρύματα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100%, εκτός εάν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια.

7. ανοιγματα εναντι επιχειρησεων 7.1. Αντιμετώπιση

39. Στα ανοίγματα για τα οποία υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από διορισμένο ECAI εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον πίνακα 5, με βάση την κατάταξη από τις αρμόδιες αρχές των πιστοληπτικών αξιολογήσεων αποδεκτών ECAI σε έξι βαθμίδες σε μια κλίμακα πιστωτικής ποιότητας.

Πίνακας 5

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας || 1 || 2 || 3 || 4 || 5 || 6

Συντελεστής στάθμισης || 20% || 50% || 100% || 100% || 150% || 150%

40. Στα ανοίγματα για τα οποία δεν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100% ή ο συντελεστής στάθμισης της κεντρικής κυβέρνησης, όποιος είναι υψηλότερος.

8. ανοιγματα λιανικησ τραπεζικησ

41. Στα ανοίγματα που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 79 παράγραφος 2 εφαρμόζεται, με διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων αρχών, συντελεστής στάθμισης 75%.

9. ανοιγματα που εξασφαλιζονται με ακινητα

42. Με την επιφύλαξη των σημείων 43 έως 57, στα ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως με ακίνητα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100%.

9.1. Ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί αστικών ακινήτων

43. Στα ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με υποθήκες επί αστικών ακινήτων που κατοικούνται ή θα κατοικηθούν ή εκμισθώνονται ή θα εκμισθωθούν από τον ιδιοκτήτη εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 35%.

44. Στα ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν βάσει του φινλανδικού νόμου περί στεγαστικών εταιρειών του 1991 ή βάσει μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας, και αφορούν αστικά ακίνητα που κατοικούνται ή θα κατοικηθούν ή εκμισθώνονται ή θα εκμισθωθούν από τον ιδιοκτήτη εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 35%.

45. Οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι η εξασφάλιση είναι, κατά την κρίση τους, πλήρης μόνον εφόσον βεβαιωθούν ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

(α)     η αξία του ακινήτου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την πιστωτική ποιότητα του πιστούχου. Η απαίτηση αυτή δεν αφορά καταστάσεις στις οποίες καθαρά μακροοικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν τόσο την αξία του ακινήτου όσο και την οικονομική κατάσταση του πιστούχου.

(β)     ο κίνδυνος του πιστούχου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την απόδοση του υποκείμενου ακινήτου ή έργου, αλλά από την ικανότητα του πιστούχου να εξοφλήσει την οφειλή από άλλες πηγές. Έτσι, η εξόφληση της πιστωτικής διευκόλυνσης δεν εξαρτάται ουσιωδώς από ενδεχόμενες χρηματοροές που σχετίζονται με το υποκείμενο ακίνητο που χρησιμοποιείται ως εξασφάλιση·

(γ)     πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις του Παραρτήματος VIII Μέρος 2 σημείο 8 και οι κανόνες αποτίμησης του Παραρτήματος VIII Μέρος 3 σημεία 63 έως 66·

(δ)     η αξία του ακινήτου υπερβαίνει κατά ένα επαρκές περιθώριο τα ανοίγματα.

46. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να άρουν την απαίτηση του σημείου 13 στοιχείο (β) για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες σε αστικά ακίνητα που βρίσκονται στο κράτος μέλος τους εάν έχουν πεισθεί ότι υπάρχει από μακρού καλά αναπτυγμένη αγορά αστικών ακινήτων με ποσοστά ζημίας επαρκώς χαμηλά ώστε να δικαιολογείται η αντιμετώπιση αυτή.

47. Όταν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους κάνουν χρήση της ευχέρειας απαλλαγής του σημείου 46, οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους μπορούν να επιτρέψουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να εφαρμόσουν συντελεστή στάθμισης 35% σε παρόμοια ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως με υποθήκες επί αστικών ακινήτων.

9.2. Ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων

48. Με διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών, στα ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με υποθήκες επί γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων στο έδαφός τους εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50%.

49. Με διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών, στα ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν σύμφωνα με το φινλανδικό νόμο περί στεγαστικών εταιρειών του 1991 ή βάσει μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας, και αφορούν γραφεία ή άλλα εμπορικά κτίρια, μπορεί να εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50%.

50. Με διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών, στα ανοίγματα που συνδέονται με πράξεις χρηματοδοτικής μίσθωσης γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων στο έδαφός τους οι οποίες διέπονται από κανονιστικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες ο εκμισθωτής διατηρεί την πλήρη κυριότητα του εκμισθωθέντος ακινήτου έως ότου ο μισθωτής ασκήσει το δικαίωμα αγοράς του ακινήτου, μπορεί να εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50%.

51. Η εφαρμογή των σημείων 48 έως 50 υπόκειται στις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     η αξία του ακινήτου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την πιστωτική ποιότητα του πιστούχου. Η απαίτηση αυτή δεν αφορά καταστάσεις στις οποίες καθαρά μακροοικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν τόσο την αξία του ακινήτου όσο και την οικονομική κατάσταση του πιστούχου.

(β)     ο κίνδυνος του πιστούχου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την απόδοση του υποκείμενου ακινήτου ή έργου, αλλά από την ικανότητα του πιστούχου να εξοφλήσει την οφειλή από άλλες πηγές. Έτσι, η εξόφληση της πιστωτικής διευκόλυνσης δεν εξαρτάται ουσιωδώς από ενδεχόμενες χρηματοροές που σχετίζονται με το υποκείμενο ακίνητο που χρησιμοποιείται ως εξασφάλιση·

(γ)     πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις του Παραρτήματος VIII Μέρος 2 σημείο 8 και οι κανόνες αποτίμησης του Παραρτήματος VIII Μέρος 3 σημεία 63 έως 66.

52. Εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50% στο μέρος του δανείου που δεν υπερβαίνει ένα όριο που υπολογίζεται είτε σύμφωνα με το στοιχείο α) είτε σύμφωνα με το στοιχείο β) κατωτέρω:

(α)     το 50% της αγοραίας αξίας του ακινήτου·

(β)     το 50% της αγοραίας αξίας του ακινήτου ή το 60% της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, όποιο είναι χαμηλότερο, στα κράτη μέλη που έχουν θεσπίσει με νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου.

53. Εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100% στο μέρος του δανείου που υπερβαίνει τα όρια του σημείου 52.

54. Όταν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειας των σημείων 48 έως 50, οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους μπορούν να επιτρέψουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να εφαρμόσουν συντελεστή στάθμισης 50% σε παρόμοια ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων.

55. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να άρουν την απαίτηση του σημείου 51 στοιχείο (β) για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων που βρίσκονται στο έδαφός τους, εφόσον έχουν αποδείξεις ότι στην επικράτειά τους υπάρχει από μακρού μια καλά αναπτυγμένη αγορά εμπορικών ακινήτων με ποσοστά ζημίας που δεν υπερβαίνουν τα ακόλουθα όρια:

(α)     οι ζημίες που αντιπροσωπεύουν έως και το 50% της αγοραίας αξίας (ή, κατά περίπτωση και εφόσον είναι χαμηλότερο, το 60% της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου) δεν υπερβαίνουν το 0,3% του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων σε δεδομένο έτος·

(β)     οι συνολικές ζημίες από δάνεια που σχετίζονται με εμπορικά ακίνητα δεν υπερβαίνουν το 0,5% του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων σε δεδομένο έτος.

56. Εάν ένα από τα δύο όρια του σημείου 55 δεν τηρείται σε δεδομένο έτος, η αντιμετώπιση αυτή δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί έως ότου ικανοποιηθεί εκ νέου η δεύτερη προϋπόθεση του σημείου 51 στοιχείο (β).

57. Όταν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειας του σημείου 55, οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους μπορούν να επιτρέψουν στα πιστωτικά τους ιδρύματα να εφαρμόσουν συντελεστή στάθμισης 50% σε παρόμοια ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων.

10. στοιχεια σε καθυστερηση

58. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των σημείων 59 έως 62, στο μη εξασφαλισμένο τμήμα οποιουδήποτε στοιχείου σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης:

(α)     150% εάν οι αναπροσαρμογές αξίας αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 20% του μη εξασφαλισμένου τμήματος του ανοίγματος προ αναπροσαρμογών αξίας·

(β)     100% εάν οι αναπροσαρμογές αξίας αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 20% του μη εξασφαλισμένου τμήματος του ανοίγματος προ αναπροσαρμογών αξίας·

(γ)     50%, με διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων αρχών, εάν οι αναπροσαρμογές αξίας αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 50% του μη εξασφαλισμένου τμήματος του ανοίγματος προ αναπροσαρμογών αξίας.

59. Για τους σκοπούς του προσδιορισμού του εξασφαλισμένου τμήματος του στοιχείου σε καθυστέρηση, αποδεκτές εξασφαλίσεις και εγγυήσεις είναι εκείνες που είναι αποδεκτές για τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου.

60. Ωστόσο, όταν ένα στοιχείο σε καθυστέρηση εξασφαλίζεται πλήρως με μορφές εξασφαλίσεων άλλες από εκείνες που είναι αποδεκτές για τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου, μπορεί να εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100% με διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων αρχών και με βάση αυστηρά λειτουργικά κριτήρια που διασφαλίζουν την ποιότητα της εξασφάλισης όταν οι αναπροσαρμογές αξίας αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 15% του ανοίγματος προ αναπροσαρμογών αξίας.

61. Στα ανοίγματα των σημείων 43 έως 47 εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100% μετά από αναπροσαρμογές αξίας εάν είναι σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών. Εάν οι αναπροσαρμογές αξίας αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 20% του ανοίγματος προ αναπροσαρμογών αξίας, ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στο υπόλοιπο τμήμα του ανοίγματος μπορεί να μειωθεί σε 50% με διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών.

62. Στα ανοίγματα των σημείων 48 έως 57 εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100% εάν είναι σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών.

11. στοιχεια που ανηκουν στις εποπτικές κατηγοριες υψηλων κινδυνων

63. Με διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών, στα ανοίγματα που ενέχουν ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο όπως οι επενδύσεις σε εταιρείες επιχειρηματικών κεφαλαίων και σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 150%.

64. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν την εφαρμογή των κατωτέρω συντελεστών στάθμισης στα στοιχεία που δεν είναι σε καθυστέρηση και έχουν συντελεστή στάθμισης 150% σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων τμημάτων και για τα οποία έχουν υπολογιστεί αναπροσαρμογές αξίας:

(α)     100% εάν οι αναπροσαρμογές αξίας αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 20% του ανοίγματος προ αναπροσαρμογών αξίας·

(β)     50% εάν οι αναπροσαρμογές αξίας αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 50% του ανοίγματος προ αναπροσαρμογών αξίας.

12. ανοιγματα με μορφη καλυμμενων ομολογων

65. Ως “καλυμμένα ομόλογα” νοούνται τα ομόλογα που ορίζονται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ και που εξασφαλίζονται με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα αποδεκτά στοιχεία ενεργητικού:

(α)     ανοίγματα έναντι ή καλυπτόμενα από την εγγύηση κεντρικών κυβερνήσεων, κεντρικών τραπεζών, πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης ή διεθνών οργανισμών που κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος παραρτήματος·

(β)     ανοίγματα έναντι ή καλυπτόμενα από την εγγύηση οντοτήτων του δημοσίου τομέα, περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών που σταθμίζονται κατά τον κίνδυνο ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων ή κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών σύμφωνα με τα σημεία 15, 9 ή 10 αντίστοιχα και κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος παραρτήματος·

(γ)     ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων που κατατάσσονται στη πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος παραρτήματος. Το σύνολο αυτών των ανοιγμάτων δεν υπερβαίνει το 10% του ονομαστικού υπολοίπου των καλυμμένων ομολόγων του εκδίδοντος πιστωτικού ιδρύματος. Τα ανοίγματα που δημιουργούνται από τη μεταβίβαση πληρωμών οφειλετών δανείων που εξασφαλίζονται με ακίνητα σε κατόχους καλυμμένων ομολόγων δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του ορίου του 10%·

(δ)     δάνεια που εξασφαλίζονται με αστικά ακίνητα ή με μετοχές στις φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες του σημείου 44, εφόσον οι αντίστοιχες υποθήκες, σε συνδυασμό με κάθε προηγούμενη υποθήκη, δεν υπερβαίνουν το 80% της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου·

(ε)     δάνεια που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα ή μετοχές στις φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες του σημείου 49, εφόσον οι αντίστοιχες υποθήκες, σε συνδυασμό με κάθε προηγούμενη υποθήκη, δεν υπερβαίνουν το 60% της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναγνωρίζουν ως αποδεκτά τα δάνεια που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα σε περίπτωση υπέρβασης μέχρι μέγιστου ποσοστού 70% της ανωτέρω οριζόμενης τιμής του 60% για το λόγο “δάνειο/αξία” εάν η αξία όλων των στοιχείων ενεργητικού που δόθηκαν ως εξασφάλιση των καλυμμένων ομολόγων υπερβαίνει το ονομαστικό υπόλοιπο των καλυμμένων ομολόγων κατά τουλάχιστον 10% και η απαίτηση των ομολογιούχων είναι σύμφωνη με τις υποχρεώσεις ασφάλειας δικαίου του Παραρτήματος IX. Η απαίτηση των ομολογιούχων πρέπει να προηγείται όλων των άλλων απαιτήσεων επί της εξασφάλισης.

66. Για τα ακίνητα που δίνονται σε εξασφάλιση καλυμμένων ομολόγων, τα πιστωτικά ιδρύματα πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Παραρτήματος VIII Μέρος 2 σημείο 8 και τους κανόνες αποτίμησης του Παραρτήματος VIII Μέρος 3 σημεία 63 έως 66.

67. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις των σημείων 65 και 66, τα καλυμμένα ομόλογα που πληρούν τον ορισμό του άρθρου 22 παράγραφος 4 της οδηγίας 85/611/EΟΚ και έχουν εκδοθεί πριν την 31η Δεκεμβρίου 2007 είναι επίσης αποδεκτά για την προτιμησιακή αντιμετώπιση μέχρι τη λήξη τους.

68. Στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης που βασίζεται στο συντελεστή στάθμισης που εφαρμόζεται στα μη εξασφαλισμένα ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα έναντι του πιστωτικού ιδρύματος που τα εκδίδει. Εφαρμόζεται η ακόλουθη αντιστοιχία μεταξύ συντελεστών στάθμισης:

(α)     εάν ο συντελεστής στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι του ιδρύματος είναι 20%, στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 10%·

(β)     εάν ο συντελεστής στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι του ιδρύματος είναι 50%, στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20%·

(γ)     εάν ο συντελεστής στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι του ιδρύματος είναι 100%, στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50%·

(δ)     εάν ο συντελεστής στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι του ιδρύματος είναι 150%, στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100%.

13. στοιχεια που αντιπροσωπευουν θεσεις τιτλοποιησης

69. Οι συντελεστές στάθμισης για τις θέσεις τιτλοποίησης προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 94 έως 101.

14. βραχυπροθεσμα ανοιγματα εναντι πιστωτικων ιδρυματων και επιχειρησεων

70. Στα βραχυπρόθεσμα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων για τα οποία υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από διορισμένο ECAI εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον Πίνακα 6, με βάση την κατανομή από τις αρμόδιες αρχές των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των αποδεκτών ECAI σε έξι βαθμίδες σε μια κλίμακα πιστωτικής ποιότητας:

Πίνακας 6

|Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας || 1 || 2 || 3 || 4 || 5 || 6

Συντελεστής στάθμισης || 20% || 50% || 100% || 150% || 150% || 150%

15. ανοιγματα εναντι οργανισμων συλλογικων επενδυσεων

71. Με την επιφύλαξη των σημείων 72 έως 78, στα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ) εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100%.

72. Στα ανοίγματα με μορφή μεριδίων ΟΣΕ για τους οποίους υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από διορισμένο ECAI εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον Πίνακα 7, με βάση την κατάταξη από τις αρμόδιες αρχές των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των αποδεκτών ECAI σε έξι βαθμίδες σε μια κλίμακα πιστωτικής ποιότητας:

Πίνακας 7

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας || 1 || 2 || 3 || 4 || 5 || 6

Συντελεστής στάθμισης || 20% || 50 || 100% || 100% || 150% || 150%

73. Εάν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι μια θέση σε έναν ΟΣΕ ενέχει ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο, απαιτούν να εφαρμόζεται στη θέση αυτή συντελεστής στάθμισης 150%.

74. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να προσδιορίζουν το συντελεστή στάθμισης για έναν ΟΣΕ σύμφωνα με τα σημεία 76 έως 78, εφόσον πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια επιλεξιμότητας:

(α)     ο ΟΣΕ διαχειρίζεται από εταιρεία που υπόκειται σε εποπτεία σε κράτος μέλος ή, με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, εάν:

(i)      ο ΟΣΕ διαχειρίζεται από εταιρεία η οποία υπόκειται σε εποπτεία που θεωρείται ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία, και

(ii)     εξασφαλίζεται σε επαρκή βαθμό η συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών·

(β)     το ενημερωτικό δελτίο του ΟΣΕ ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο περιλαμβάνει:

– τις κατηγορίες των στοιχείων ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται να επενδύει ο ΟΣΕ,

– εάν οι επενδύσεις του υπόκεινται σε όρια, τα όρια που εφαρμόζονται και οι μέθοδοι υπολογισμού τους·

(γ)     ο ΟΣΕ υποβάλλει τουλάχιστον ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων που επιτρέπει την αξιολόγηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, των εσόδων και των συναλλαγών στην περίοδο που καλύπτει η έκθεση.

75. Εάν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους αναγνωρίσουν ως αποδεκτό έναν ΟΣΕ τρίτης χώρας σύμφωνα με το σημείο 74 στοιχείο (α), οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους μπορούν να κάνει χρήση αυτής της αναγνώρισης χωρίς να προβούν σε δική τους αξιολόγηση.

76. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα έχει γνώση των υποκειμένων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, μπορεί να τα λάβει άμεσα υπόψη προκειμένου να υπολογίσει ένα μέσο συντελεστή στάθμισης για τον ΟΣΕ με τις μεθόδους των άρθρων 78 ως 83.

77. Όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει γνώση των υποκειμένων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, μπορεί να υπολογίσει το μέσο συντελεστή στάθμισης για τον ΟΣΕ με τις μεθόδους των άρθρων 78 ως 83 με την επιφύλαξη των ακόλουθων κανόνων: γίνεται η παραδοχή ότι ο ΟΣΕ επενδύει πρώτα, στο μεγαλύτερο βαθμό που επιτρέπεται από το σκοπό του, στις κλάσεις ανοιγμάτων που απαιτούν την υψηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση και στη συνέχεια επενδύει με φθίνουσα σειρά έως το ανώτατο συνολικό όριο των επενδύσεων.

78. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να αναθέτουν σε τρίτο να υπολογίσει κοινοποιήσει, με τις μεθόδους των σημείων 76 και 77, συντελεστή στάθμισης για τον ΟΣΕ με την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται επαρκώς η ορθότητα του υπολογισμού και της κοινοποίησης.

16. αλλα στοιχεια 16.1. Αντιμετώπιση

79. Στα ενσώματα πάγια στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 10 της οδηγίας 86/635/EΟΚ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100%.

80. Στα προπληρωθέντα έξοδα και τα μη εισπραχθέντα έσοδα για τα οποία το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει τον αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με την οδηγία 86/635/ΕΟΚ, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100%.

81. Στα υπό είσπραξη μετρητά εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20%. Στο μετρητά στο ταμείο και στα εξομοιούμενα με αυτά στοιχεία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0%·

82. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν την εφαρμογή στάθμιση 10% στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων που ειδικεύονται στη διατραπεζική αγορά και στην αγορά τίτλων δημοσίου χρέους στο κράτος μέλος καταγωγής και τα οποία υπόκεινται σε αυστηρή εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές, εάν αυτά τα στοιχεία ενεργητικού καλύπτονται πλήρως, κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής, από στοιχεία ενεργητικού στα οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0% ή 20% και τα οποία οι αρχές αυτές θεωρούν ότι αποτελούν επαρκή εξασφάλιση.

83. Εκτός εάν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια, στα χαρτοφυλάκια μετοχών και άλλων συμμετοχών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης τουλάχιστον 100%.

84. Στα αποθέματα χρυσού σε ίδιο θησαυροφυλάκιο ή υπό κοινή διαχείριση, και μέχρι του ποσού των υποχρεώσεων σε χρυσό, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0%.

85. Στην περίπτωση των συμφωνιών πώλησης και επαναγοράς και των δεσμεύσεων μελλοντικής αγοράς, οι συντελεστές στάθμισης είναι εκείνοι που εφαρμόζονται στα στοιχεία ενεργητικού και όχι εκείνοι των αντισυμβαλλομένων στις συναλλαγές.

86. Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα παρέχει πιστωτική προστασία για ορισμένο αριθμό ανοιγμάτων με τον όρο ότι η νιοστή (n) αθέτηση μεταξύ αυτών των ανοιγμάτων ενεργοποιεί την πληρωμή και το πιστωτικό αυτό γεγονός λύει τη σύμβαση, και εάν το σχετικό προϊόν έχει εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI, εφαρμόζονται οι συντελεστές στάθμισης των άρθρων 78-83. Εάν το προϊόν δεν έχει διαβάθμιση από αποδεκτό ECAI, οι συντελεστές στάθμισης των ανοιγμάτων που περιλαμβάνονται στην ομάδα αθροίζονται, με την εξαίρεση n-1 ανοιγμάτων, μέχρι του 1250% κατ’ ανώτατο όριο και πολλαπλασιάζονται με το ονομαστικό ποσό της προστασίας που παρέχει το πιστωτικό παράγωγο ώστε να προκύψει ο συντελεστής στάθμισης. Τα n-1 ανοίγματα που εξαιρούνται από το άθροισμα προσδιορίζονται κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνουν κάθε άνοιγμα του οποίου το σταθμισμένο ποσό είναι χαμηλότερο από το σταθμισμένο ποσό καθενός από τα ανοίγματα που περιλαμβάνονται στο άθροισμα

Μέρος 2 – Αναγνώριση των ECAI και κατάταξη των πιστοληπτικών τους αξιολογήσεων

1. MEΘΟΔΟΛΟΓΙΑ 1.1. Αντικειμενικότητα

1. Οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις είναι αυστηρή, συστηματική, σταθερή και ότι υπόκειται σε διαδικασία πιστοποίησης με βάση τα ιστορικά δεδομένα.

1.2. Ανεξαρτησία

2. Οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν ότι η μεθοδολογία αυτή δεν υπόκειται σε εξωτερικές πολιτικές επιρροές και περιορισμούς ή σε οικονομικές πιέσεις που μπορούν να επηρεάσουν την πιστοληπτική αξιολόγηση.

3. Η ανεξαρτησία της μεθοδολογίας των ECAI αξιολογείται από τις αρμόδιες αρχές βάσει παραγόντων όπως:

(α)     η ιδιοκτησία και η οργανωτική διάρθρωση του ECAI·

(β)     οι οικονομικοί πόροι του ECAI·

(γ)     το προσωπικό και η εμπειρογνωμοσύνη του ECAI·

(δ)     η εταιρική διακυβέρνηση του ECAI.

1.3. Τακτική επανεξέταση

4. Οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν ότι οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ECAI υπόκεινται σε τακτική επανεξέταση και λαμβάνουν υπόψη κάθε μεταβολή στη χρηματοοικονομική κατάσταση. Η εξέταση αυτή πραγματοποιείται μετά από κάθε σημαντικό γεγονός και τουλάχιστον μια φορά το χρόνο.

5. Προτού αναγνωρίσουν έναν ECAI, οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν ότι η μεθοδολογία αξιολόγησης που εφαρμόζει για κάθε τμήμα της αγοράς έχει σχεδιαστεί με πρότυπα όπως τα ακόλουθα:

(α)     πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί δοκιμαστικοί εκ των υστέρων έλεγχοι επί ένα τουλάχιστον έτος·

(β)     οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ελέγχουν την κανονικότητα της διαδικασίας επανεξέτασης που εφαρμόζει ο ECAI·

(γ)     οι αρμόδιες αρχές πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν από τον ECAI πληροφορίες σχετικά με την έκταση των επαφών του με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη των οντοτήτων που βαθμολογεί.

6. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να ενημερώνονται αμέσως από τους ECAI για τυχόν ουσιώδεις μεταβολές στη μεθοδολογία που χρησιμοποιούν για τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις.

1.4. Διαφάνεια και δημοσιοποίηση

7. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι οι αρχές της μεθοδολογίας που χρησιμοποιούν οι ECAI για τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις δημοσιοποιούνται με τρόπο που επιτρέπει σε όλους τους δυνητικούς χρήστες να κρίνουν κατά πόσο οι αρχές αυτές είναι βάσιμες.

2. μεμονωμενες πιστοληπτικες αξιολογησεις 2.1. Αξιοπιστία και αποδοχή από την αγορά:

8. Οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν ότι οι μεμονωμένες πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ECAI αναγνωρίζονται από τους χρήστες τους στην αγορά ως αξιόπιστες και βάσιμες.

9. Η αξιοπιστία αξιολογείται από τις αρμόδιες αρχές με βάση παράγοντες όπως:

(α)     το μερίδιο αγοράς του ECAI·

(β)     τα εισοδήματα του ECAI, και γενικότερα οι χρηματοοικονομικοί πόροι του·

(γ)     το κατά πόσο η βαθμολόγηση λαμβάνεται ως βάση για τον καθορισμό τιμών.

2.2. Διαφάνεια και δημοσιοποίηση

10. Οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν ότι τουλάχιστον όλα τα μέρη που έχουν έννομο συμφέρον στις μεμονωμένες πιστοληπτικές αξιολογήσεις έχουν πρόσβαση σε αυτές με ίσους όρους.

11. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι οι μεμονωμένες πιστοληπτικές αξιολογήσεις είναι διαθέσιμες σε αλλοδαπούς ενδιαφερόμενους με ίσους όρους όπως οι εγχώριοι ενδιαφερόμενοι που έχουν έννομο συμφέρον σε αυτές.

3. κατάτασξη

12. Για να διαφοροποιηθούν οι σχετικοί βαθμοί κινδύνου που εκφράζονται με κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη ποσοτικούς παράγοντες όπως το μακροπρόθεσμο ποσοστό αθέτησης για όλα τα στοιχεία που έχουν την ίδια πιστοληπτική αξιολόγηση. Οι αρμόδιες αρχές ζητούν από τους νεοσυσταθέντες ECAI και από εκείνους που διαθέτουν περιορισμένο μόνο όγκο δεδομένων για τις περιπτώσεις αθέτησης να προσδιορίσουν ποιο μακροπρόθεσμο ποσοστό αθέτησης θεωρούν ότι αντιστοιχεί σε όλα τα στοιχεία που έχουν την ίδια πιστοληπτική αξιολόγηση

13. Για να διαφοροποιηθούν οι σχετικοί βαθμοί κινδύνου που εκφράζονται με κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη ποιοτικούς παράγοντες όπως η ομάδα ομοειδών εκδοτών που καλύπτει ο ECAI, το φάσμα των πιστοληπτικών αξιολογήσεων του ECAI, η σημασία κάθε πιστοληπτικής αξιολόγησης και ο ορισμός της “αθέτησης” που δίνει ο ECAI.

14. Οι αρμόδιες αρχές συγκρίνουν το ποσοστό αθέτησης που καταγράφεται για κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση δεδομένου ECAI με ένα ποσοστό αναφοράς που υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά αθέτησης που εκτιμούν άλλοι ECAI σε ένα πληθυσμό εκδοτών που παρουσιάζει, κατά την άποψη των αρμόδιων αρχών, ισοδύναμο επίπεδο πιστωτικού κινδύνου.

15. Όταν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι το ποσοστό αθέτησης που καταγράφεται για την πιστοληπτική αξιολόγηση δεδομένου ECAI είναι ουσιωδώς και συστηματικά υψηλότερα από το ποσοστό αναφοράς, κατατάσσουν την πιστοληπτική αξιολόγηση του ECAI σε υψηλότερη βαθμίδα κινδύνου στην κλίμακα πιστωτικής ποιότητας.

16. Όταν οι αρμόδιες αρχές έχουν αυξήσει το συντελεστή στάθμισης που αποδίδεται σε συγκεκριμένη πιστοληπτική αξιολόγηση δεδομένου ECAI, και εφόσον ο ECAI αποδείξει ότι τα ποσοστά αθέτησης που καταγράφονται για την πιστοληπτική του αξιολόγηση δεν είναι πλέον υψηλότερα από το ποσοστό αναφοράς κατά τρόπο ουσιώδη και συστηματικό, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίσουν να κατατάξουν εκ νέου την πιστοληπτική αξιολόγηση του ECAI στην αρχική του βαθμίδα στην κλίμακα πιστωτικής ποιότητας.

Μέρος 3 – Χρησιμοποίηση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ECAI για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης

1. αντιμετωπιση

1. Ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους αποδεκτούς ECAI των οποίων τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις θα χρησιμοποιεί για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης που εφαρμόζονται στα στοιχεία ενεργητικού και στα στοιχεία εκτός ισολογισμού.

2. Ένα πιστωτικό ίδρυμα που αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις αποδεκτού ECAI για δεδομένη κλάση ανοιγμάτων πρέπει να χρησιμοποιεί αυτές τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις κατά τρόπο συνεπή για όλα τα ανοίγματα που ανήκουν σε αυτή την κλάση.

3. Ένα πιστωτικό ίδρυμα που αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις αποδεκτού ECAI πρέπει να τις χρησιμοποιεί σε συνεχή βάση και με διαχρονική συνέπεια.

4. Ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιήσει μόνο τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ECAI που λαμβάνουν υπόψη όλα τα ποσά που τού οφείλονται τόσο σε κεφάλαιο όσο και σε τόκους.

5. Εάν για ένα διαβαθμισμένο στοιχείο είναι διαθέσιμη μία μόνο πιστοληπτική αξιολόγηση από διορισμένο ECAI, αυτή η πιστοληπτική αξιολόγηση χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης για το στοιχείο αυτό.

6. Εάν για ένα διαβαθμισμένο στοιχείο είναι διαθέσιμες δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από διορισμένους ECAI οι οποίες αντιστοιχούν σε διαφορετικούς συντελεστές στάθμισης, εφαρμόζεται ο υψηλότερος συντελεστής στάθμισης.

7. Εάν για ένα διαβαθμισμένο στοιχείο είναι διαθέσιμες περισσότερες από δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από διορισμένους ECAI, οι δύο αξιολογήσεις που αντιστοιχούν στους δύο χαμηλότερους συντελεστές στάθμισης είναι οι αξιολογήσεις αναφοράς. Εάν οι δύο χαμηλότεροι συντελεστές στάθμισης είναι διαφορετικοί, εφαρμόζεται ο υψηλότερος. Εάν οι δύο χαμηλότεροι συντελεστές στάθμισης είναι ισοδύναμοι, εφαρμόζεται αυτός ο συντελεστής στάθμισης.

8. Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν πιστοληπτικές αξιολογήσεις που έχουν ζητηθεί. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν πιστοληπτικές αξιολογήσεις που δεν έχουν ζητηθεί.

2. πιστοληπτικη αξιολογηση εκδοτη και εκδοσησ

9. Εάν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση για δεδομένο πρόγραμμα ή διευκόλυνση έκδοσης στο οποίο ανήκει το στοιχείο που συνιστά το άνοιγμα, αυτή η πιστοληπτική αξιολόγηση χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης που εφαρμόζεται σε αυτό το στοιχείο.

10. Εάν δεν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση που μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα στο στοιχείο που συνιστά το άνοιγμα, αλλά υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση για δεδομένο πρόγραμμα ή διευκόλυνση έκδοσης στο οποίο δεν ανήκει το στοιχείο αυτό ή γενική πιστοληπτική αξιολόγηση για τον εκδότη, αυτή η πιστοληπτική αξιολόγηση χρησιμοποιείται εάν συνεπάγεται υψηλότερο συντελεστή στάθμισης από ό,τι σε κάθε άλλη περίπτωση ή εάν συνεπάγεται χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης και το εν λόγω άνοιγμα έχει, από κάθε άποψη, την ίδια ή υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα από εκείνη του δεδομένου προγράμματος ή διευκόλυνσης έκδοσης ή, κατά περίπτωση, από εκείνη όλων των άλλων μη εξασφαλισμένων ανοιγμάτων με εξοφλητική προτεραιότητα του ίδιου εκδότη.

11. Τα σημεία 9 και 10 δεν εμποδίζουν την εφαρμογή των σημείων 65 έως 68 του Μέρους 1 του παρόντος παραρτήματος.

12. Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις εκδοτών που ανήκουν σε όμιλο δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ως πιστοληπτικές αξιολογήσεις άλλου εκδότη του ιδίου ομίλου.

3. μακροπροθεσμεσ και βραχυπροθεσμες πιστοληπτικεσ αξιολογησεισ

13. Οι βραχυπρόθεσμες πιστοληπτικές αξιολογήσεις μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για βραχυπρόθεσμα στοιχεία ενεργητικού και στοιχεία εκτός ισολογισμού που συνιστούν ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων και επιχειρήσεων.

14. Κάθε βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση εφαρμόζεται μόνο στο στοιχείο στο οποίο αναφέρεται η βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση και δεν χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό συντελεστών στάθμισης για άλλα στοιχεία.

15. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του σημείου 14, εάν σε μια διαβαθμισμένη βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 150%, εφαρμόζεται επίσης συντελεστής στάθμισης 150% σε όλα τα μη διαβαθμισμένα ανοίγματα χωρίς εξασφάλιση έναντι αυτού του οφειλέτη, είτε είναι βραχυπρόθεσμα είναι μακροπρόθεσμα.

16. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του σημείου 14, εάν σε μια διαβαθμισμένη βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50%, δεν μπορεί να εφαρμοστεί συντελεστής χαμηλότερος από 100% σε κανένα μη διαβαθμισμένο βραχυπρόθεσμο άνοιγμα.

4. στοιχεια που εκφραζονται σε εθνικο και σε ξενο νομισμα

17. Μια πιστοληπτική αξιολόγηση που αναφέρεται σε στοιχείο εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα του πιστούχου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό συντελεστή στάθμισης για άλλο άνοιγμα έναντι του ίδιου πιστούχου που είναι εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα.

18. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του σημείου 17, όταν προκύπτει άνοιγμα από τη συμμετοχή τράπεζας σε δάνειο που έχει χορηγήσει πολυμερή τράπεζα ανάπτυξης της οποίας το καθεστώς προτιμησιακού πιστωτή αναγνωρίζεται στην αγορά, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν τη χρησιμοποίηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του στοιχείου που είναι εκφρασμένο στο εθνικό νόμισμα του πιστούχου για τους σκοπούς της στάθμισης του κινδύνου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII Μέθοδος των εσωτερικών διαβαθμίσεων Μέρος 1 – Σταθμισμένα ποσά και ποσά αναμενόμενης ζημίας

1. υπολογισμός των σταθμισμενων ποσων για πιστωτικο κινδυνο

1. Εάν δεν αναφέρεται διαφορετικά, οι εισαγόμενες τιμές για την πιθανότητα αθέτησης της υποχρέωσης (PD), τη ζημία ως ποσοστό του χρηματοδοτικού ανοίγματος σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης (LGD) και τη ληκτότητα (M) προσδιορίζονται σύμφωνα με το Μέρος 2, ενώ η αξία ανοίγματος προσδιορίζεται σύμφωνα με το Μέρος 3.

2. Για κάθε άνοιγμα, το σταθμισμένο ποσό υπολογίζεται με τους τύπους που αναφέρονται κατωτέρω.

1.1. Σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

3. Με την επιφύλαξη των σημείων 4 έως 8, τα σταθμισμένα ποσά των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:

Συσχέτιση (R) =       

Συντελεστής προσαρμογής ληκτότητας (b) =

Συντελεστής στάθμισης (RW) =      

όπου N() είναι η αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής (δηλαδή η πιθανότητα να είναι μια κανονική τυχαία μεταβλητή με μέσο όρο 0 και διακύμανση 1 μικρότερη ή ίση με x).  είναι η αντίστροφη αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής (δηλαδή η τιμή του x ώστε = z).

Σταθμισμένο ποσό = RW * αξία ανοίγματος.

4. Για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων σε όμιλο με ενοποιημένο κύκλο εργασιών μικρότερο των 50 εκατ. EUR, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να εφαρμόζουν τον ακόλουθο τύπο συσχέτισης για τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης. Στον τύπο αυτό, S είναι οι ενοποιημένες ετήσιες πωλήσεις σε εκατ. EUR με τη συνθήκη 5 εκατ. EUR <= S <= 50 εκατ. EUR. Κάθε κύκλος εργασιών κάτω των 5 εκατ. EUR θεωρείται ότι ισούται με 5 εκατ. EUR. Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, οι συνολικές ετήσιες πωλήσεις είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος των μεμονωμένων απαιτήσεων της ομάδας.

Συσχέτιση (R) =

Τα πιστωτικά ιδρύματα αντικαθιστούν τις ενοποιημένες ετήσιες πωλήσεις με το σύνολο του ενοποιημένου ενεργητικού του ομίλου εάν οι ενοποιημένες ετήσιες πωλήσεις δεν αποτελούν έγκυρο δείκτη του μεγέθους της επιχείρησης και εάν το σύνολο του ενεργητικού είναι πιο αντιπροσωπευτικός δείκτης από την άποψη αυτή.

5. Για τα ανοίγματα από ειδικό δανεισμό για τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να αποδείξει ότι οι εσωτερικές εκτιμήσεις του PD πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Μέρους 4, το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει τους συντελεστές στάθμισης του πίνακα 1.

Πίνακας 1:

Εναπομένουσα ληκτότητα || Κατηγο-ρία1 || Κατηγο-ρία 2 || Κατηγο-ρία 3 || Κατηγο-ρία 4 || Κατηγο-ρία 5

Μικρότερη των 2,5 ετών || 50% || 70% || 115% || 250% || 0%

Ίση ή μεγαλύτερη των 2,5 ετών || 70% || 90% || 115% || 250% || 0%

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να εφαρμόζει γενικά προνομιακή στάθμιση 50% σε ανοίγματα της κατηγορίας 1 και 70% σε ανοίγματα της κατηγορίας 2, με την προϋπόθεση ότι οι όροι αναδοχής και τα άλλα χαρακτηριστικά κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος είναι εξαιρετικά εύρωστα για τη σχετική κατηγορία.

Κατά τον καθορισμό των συντελεστών για τα ανοίγματά τους από ειδικό δανεισμό, τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες: χρηματοοικονομική βάση, πολιτικό και νομικό περιβάλλον, χαρακτηριστικά των συναλλαγών και/ή των στοιχείων ενεργητικού, οικονομική ευρωστία του χρηματοδότη και του κυρίου του έργου, περιλαμβανομένης κάθε ροής εσόδων από εταιρική σχέση δημοσίου-ιδιωτών, πακέτο εγγυήσεων.

6. Για να μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, οι αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων πρέπει να πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Μέρους 4 σημεία 104 έως 108. Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων που πληρούν επιπλέον τις προϋποθέσεις του σημείου 12, και εφόσον η χρήση των προτύπων ποσοτικοποίησης του κινδύνου ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων του Μέρους 4 θα επιβάρυνε αδικαιολόγητα το πιστωτικό ίδρυμα, μπορούν να χρησιμοποιούνται τα πρότυπα ποσοτικοποίησης του κινδύνου ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής του Μέρους 4.

7. Στην περίπτωση των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων, οι επιστρεπτέες εκπτώσεις επί της τιμής αγοράς και οι εξασφαλίσεις ή μερικές εγγυήσεις που παρέχουν προστασία κατά της πρωτεύουσας ζημίας από αθέτηση, κατά της ζημίας από απομείωση αξίας εισπρακτέων απαιτήσεων, ή κατά αμφοτέρων, μπορούν να αντιμετωπίζονται ως θέσεις πρωτεύουσας ζημίας σύμφωνα με τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων που εφαρμόζεται στις τιτλοποιήσεις.

8. Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα παρέχει πιστωτική προστασία για ορισμένο αριθμό ανοιγμάτων με τον όρο ότι η νιοστή (n) αθέτηση μεταξύ αυτών των ανοιγμάτων ενεργοποιεί την πληρωμή και το πιστωτικό αυτό γεγονός λύει τη σύμβαση, και εάν το σχετικό προϊόν έχει εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI, εφαρμόζονται οι συντελεστές στάθμισης των άρθρων 94-101. Εάν το προϊόν δεν έχει πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI, οι συντελεστές στάθμισης των ανοιγμάτων που περιλαμβάνονται στην ομάδα αθροίζονται, με την εξαίρεση n-1 ανοιγμάτων εάν το άθροισμα του ποσού αναμενόμενης ζημίας πολλαπλασιασμένο επί 12,5 και του σταθμισμένου ποσού δεν υπερβαίνει το ονομαστικό ποσό της προστασίας που παρέχει το πιστωτικό παράγωγο πολλαπλασιασμένο επί 12,5. Τα n-1 ανοίγματα που εξαιρούνται από το άθροισμα προσδιορίζονται κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνουν κάθε άνοιγμα του οποίου το σταθμισμένο ποσό είναι χαμηλότερο από το σταθμισμένο ποσό καθενός από τα ανοίγματα που περιλαμβάνονται στο άθροισμα.

1.2. Σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής

9. Με την επιφύλαξη των σημείων 10 και 11, τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:

Συσχέτιση (R) =

Συντελεστής στάθμισης:      

Όπου N() είναι η αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής (δηλαδή η πιθανότητα να είναι μια κανονική τυχαία μεταβλητή με μέσο όρο 0 και διακύμανση 1 μικρότερη ή ίση με x).  είναι η αντίστροφη αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής (δηλαδή η τιμή του x ώστε = z).

Σταθμισμένο ποσό = RW * αξία ανοίγματος.

10. Για τα ανοίγματα λιανικής που εξασφαλίζονται με ακίνητα, η συσχέτιση που προκύπτει από τον τύπο υπολογισμού του σημείου 9 αντικαθίσταται από συσχέτιση (R) ίση με 0,15.

11. Για τα αποδεκτά ανακυκλούμενα ανοίγματα λιανικής, όπως αυτά ορίζονται κατωτέρω στα στοιχεία (α) έως (ε), η συσχέτιση που προκύπτει από τον τύπο υπολογισμού του σημείου 9 αντικαθίσταται από συσχέτιση (R) ίση με 0,04.

Αποδεκτά ανακυκλούμενα ανοίγματα λιανικής είναι τα ανοίγματα που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     είναι ανοίγματα έναντι ιδιωτών.

(β)     τα ανοίγματα είναι ανακυκλούμενα, μη εξασφαλισμένα και, στο βαθμό που δεν έχουν εκταμιευθεί, άμεσα και άνευ όρων ακυρώσιμα από το πιστωτικό ίδρυμα (στο πλαίσιο αυτό, ως ανακυκλούμενα ανοίγματα ορίζονται εκείνα στα οποία είναι δυνατή η αυξομείωση των ανεξόφλητων υπολοίπων των πελατών με βάση τις αντίστοιχες αποφάσεις τους, μέχρις ενός ορίου που καθορίζει το πιστωτικό ίδρυμα). Οι μη εκταμιευθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις μπορούν να θεωρούνται ακυρώσιμες άνευ όρων εάν οι ρήτρες τους επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να τις ακυρώνει πλήρως στο βαθμό που επιτρέπεται από τη νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών και τις συναφείς διατάξεις·

(γ)     το ανώτατο άνοιγμα έναντι ενός μεμονωμένου ιδιώτη στο υποχαρτοφυλάκιο δεν υπερβαίνει το ποσό των 100.000 EUR·

(δ)     το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αποδείξει ότι η χρήση του τύπου συσχέτισης του παρόντος τμήματος περιορίζεται στα χαρτοφυλάκια με χαμηλή μεταβλητότητα ποσοστών ζημίας σε σχέση με το μέσο επίπεδο των ποσοστών ζημίας, ιδίως εντός των ζωνών χαμηλής πιθανότητας αθέτησης (PD). Οι εποπτικές αρχές ελέγχουν τη σχετική μεταβλητότητα των ποσοστών ζημίας των υποχαρτοφυλακίων και του συγκεντρωτικού χαρτοφυλακίου αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής και είναι πρόθυμες να διαβιβάσουν σε άλλες χώρες πληροφορίες σχετικά με τα τυπικά χαρακτηριστικά των ποσοστών ζημίας αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής·

(ε)     οι αρμόδιες αρχές συμφωνούν ότι η αντιμετώπιση ως αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής είναι συνεπής με τα υποκείμενα χαρακτηριστικά κινδύνου του υποχαρτοφυλακίου.

12. Για να μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, οι αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις πρέπει να πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Μέρους 4, σημεία 104 έως 108, καθώς και τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     το πιστωτικό ίδρυμα έχει αγοράσει τις εισπρακτέες απαιτήσεις από μη συνδεδεμένους τρίτους και το άνοιγμά του έναντι του οφειλέτη των εισπρακτέων απαιτήσεων δεν περιλαμβάνει ανοίγματα που έχει άμεσα ή έμμεσα μεταβιβάσει το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα·

(β)     οι αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις πρέπει να έχουν συνομολογηθεί υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού μεταξύ του πωλητή και του οφειλέτη. Συνεπώς, δεν είναι αποδεκτοί οι λογαριασμοί διεπιχειρησιακών απαιτήσεων ούτε οι εισπρακτέες απαιτήσεις που συνδέονται με αντιθετικούς λογαριασμούς μεταξύ επιχειρήσεων που πραγματοποιούν αμοιβαίες αγοραπωλησίες·

(γ)     το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα έχει απαίτηση επί του συνόλου των εσόδων από τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις ή επί μέρους των εσόδων αυτών·

(δ)     το χαρτοφυλάκιο εισπρακτέων απαιτήσεων είναι επαρκώς διαφοροποιημένο.

13. Στην περίπτωση των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, οι επιστρεπτέες εκπτώσεις επί της τιμής αγοράς και οι εξασφαλίσεις ή μερικές εγγυήσεις που παρέχουν προστασία κατά της πρωτεύουσας ζημίας από αθέτηση, κατά της ζημίας από απομείωση αξίας εισπρακτέων απαιτήσεων, ή κατά αμφοτέρων, μπορούν να αντιμετωπίζονται ως θέσεις πρωτεύουσας ζημίας σύμφωνα με τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων που εφαρμόζεται στις τιτλοποιήσεις.

14. Στην περίπτωση των υβριδικών ομάδων αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων λιανικής τραπεζικής, για τις οποίες τα αποκτώντα πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να διαχωρίσουν τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με ακίνητα και τα αποδεκτά ανακυκλούμενα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής από τα άλλα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, εφαρμόζεται η μέθοδος στάθμισης των κινδύνου λιανικής τραπεζικής που οδηγεί στις υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τα ανοίγματα αυτά.

1.3. Σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων σε μετοχές

15. Με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να εφαρμόζει διαφορετικές προσεγγίσεις σε διαφορετικά χαρτοφυλάκια, εφόσον χρησιμοποιεί το ίδιο διαφορετικές προσεγγίσεις εσωτερικά. Εάν επιτρέπεται στο πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιεί διαφορετικές προσεγγίσεις, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι η επιλογή γίνεται με συνέπεια και δεν υπαγορεύεται από λόγους “εποπτικού αρμπιτράζ”.

16. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 15, για τα ανοίγματα σε μετοχές επιχειρήσεων επικουρικών υπηρεσιών, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν την εφαρμογή σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με την αντιμετώπιση που εφαρμόζεται στα άλλα στοιχεία ενεργητικού που δεν σχετίζονται με πιστωτικές υποχρεώσεις.

1.3.1. Μέθοδος της απλής στάθμισης κινδύνου

17. Τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται με τον ακόλουθο τύπο:

Συντελεστής στάθμισης (RW) = 190% για ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια.

Συντελεστής στάθμισης (RW) = 290% για ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο .

Συντελεστής στάθμισης (RW) = 370% για όλα τα άλλα ανοίγματα σε μετοχές.

Σταθμισμένο ποσό = RW * αξία ανοίγματος

18. Οι εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών αρνητικές θέσεις στην αγορά τοις μετρητοίς και σε παράγωγα μέσα μπορούν να αντισταθμίζουν θετικές θέσεις στις αντίστοιχες μετοχές εάν έχουν χαρακτηριστεί ρητά ως αντισταθμίσεις συγκεκριμένων ανοιγμάτων σε μετοχές και εάν παρέχουν αντιστάθμιση για τουλάχιστον ένα ακόμα έτος. Οι άλλες αρνητικές θέσεις αντιμετωπίζονται σαν να είναι θετικές θέσεις και στην απόλυτη αξία κάθε θέσης εφαρμόζεται κατάλληλος συντελεστής στάθμισης. Σε περίπτωση αναντιστοιχίας ληκτότητας των θέσεων, εφαρμόζεται η ίδια μέθοδος όπως και στα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων.

19. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για ένα άνοιγμα σε μετοχές σύμφωνα με τις μεθόδους των άρθρων 90 έως 93.

1.3.2. Μέθοδος στάθμισης με βάση την πιθανότητας αθέτησης και την ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης (μέθοδος PD/LGD)

20. Τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται με τους τύπους του σημείου 3. Εάν τα πιστωτικά ιδρύματα δεν διαθέτουν επαρκείς πληροφορίες για να χρησιμοποιήσουν τον ορισμό της αθέτησης υποχρέωσης του Μέρους 4 σημεία 44 έως 48, στους συντελεστές στάθμισης εφαρμόζεται συντελεστής προσαύξησης 1,5.

21. Στο επίπεδο κάθε μεμονωμένου ανοίγματος, το άθροισμα του ποσού αναμενόμενης ζημίας πολλαπλασιασμένο επί 12,5 και του σταθμισμένου ποσού δεν υπερβαίνει την αξία ανοίγματος πολλαπλασιασμένη επί 12,5.

22. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίζουν μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για ένα άνοιγμα σε μετοχές σύμφωνα με τις μεθόδους των άρθρων 90 έως 93 εφόσον εφαρμόζεται LGD 90% στο άνοιγμα έναντι του παρέχοντος την προστασία. Για τα ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια, μπορεί να χρησιμοποιείται LGD 65%. Για τους σκοπούς αυτούς η ληκτότητα (Μ) είναι 5 έτη.

1.3.3. Μέθοδος των εσωτερικών υποδειγμάτων

23. Τα σταθμισμένα ποσά αντιστοιχούν στην ενδεχόμενη ζημία από τα ανοίγματα του ιδρύματος σε μετοχές, όπως αυτή υπολογίζεται με εσωτερικά υποδείγματα “δυνητικής ζημίας” με μονόπλευρο διάστημα εμπιστοσύνης 99% για τη διαφορά μεταξύ τριμηνιαίας απόδοσης και ενός κατάλληλου τριμηνιαίου επιτοκίου χωρίς κίνδυνο υπολογιζόμενου σε μακροχρόνια δειγματική περίοδο, πολλαπλασιασμένη επί 12,5. Στο επίπεδο κάθε μεμονωμένου ανοίγματος, το σταθμισμένο ποσό δεν είναι μικρότερο από το άθροισμα του ελάχιστου σταθμισμένου ποσού που απαιτείται βάσει της μεθόδου PD/LGD και του αντίστοιχου ποσού αναμενόμενης ζημίας, πολλαπλασιασμένο επί 12,5.

24. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίζουν μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για μια θέση σε μετοχές.

1.4. Σταθμισμένα ποσά για άλλα στοιχεία ενεργητικού εκτός των πιστωτικών υποχρεώσεων

25. Τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται με τον τύπο:

Σταθμισμένο ποσό = 100% * αξία ανοίγματος

2. υπολογισμός των σταθμισμενων ποσών για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισων εισπρακτέων απαιτήσεων

26. Συντελεστές στάθμισης για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων και έναντι πελατών λιανικής τραπεζικής:

Οι συντελεστές στάθμισης υπολογίζονται με τον τύπο του σημείου 3. Οι τιμές που εισάγονται για τα PD και LGD προσδιορίζονται σύμφωνα με το Μέρος 2, η αξία ανοίγματος προσδιορίζεται σύμφωνα με το Μέρος 3 και η ληκτότητα (M) είναι ένα έτος. Εάν τα πιστωτικά ίδρυμα μπορούν να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές ότι ο κίνδυνος απομείωσης αξίας των εισπρακτέων απαιτήσεων δεν είναι σημαντικός, μπορούν να μην τον λάβουν υπόψη.

3. υπολογισμοσ των ποσων αναμενομενησ ζημιασ

27. Εάν δεν αναφέρεται διαφορετικά, οι τιμές που εισάγονται για τα PD και LGD προσδιορίζονται σύμφωνα με το Μέρος 2 και η αξία ανοίγματος υπολογίζεται σύμφωνα με το Μέρος 3.

28. Τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών και για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:

Αναμενόμενη ζημία (EL) = PD × LGD

Ποσό αναμενόμενης ζημίας = EL × αξία ανοίγματος

Οι αυξήσεις αξίας αποκτηθέντων ανοιγμάτων αντιμετωπίζονται ως αναμενόμενη ζημία EL.

29. Στην περίπτωση των ανοιγμάτων από ειδικό δανεισμό για τα οποία τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν τις μεθόδους του σημείου 5 για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης, οι τιμές της EL καθορίζονται σύμφωνα με τον πίνακα 2.

Πίνακας 2

Εναπομένουσα ληκτότητα || Κατηγο-ρία 1 || Κατηγο-ρία 2 || Κατηγο-ρία 3 || Κατηγο-ρία 4 || Κατηγο-ρία 5

Μικρότερη των 2,5 ετών || 0% || 5% || 35% || 100% || 625%

Ίση ή μικρότερη των 2,5 ετών || 5% || 10% || 35% || 100% || 625%

Εάν οι αρμόδιες αρχές έχουν επιτρέψει στο πιστωτικό ίδρυμα να εφαρμόζει γενικά προνομιακές σταθμίσεις 50% στα ανοίγματα της κατηγορίας 1 και 70% στα ανοίγματα της κατηγορίας 2, η τιμή του EL είναι 0% για τα ανοίγματα της κατηγορίας 1 και 5% για τα ανοίγματα της κατηγορίας 2.

30. Στην περίπτωση των ανοιγμάτων σε μετοχές των οποίων τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται σύμφωνα με τις μεθόδους των σημείων 17 έως 19, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας υπολογίζονται με τον ακόλουθο τύπο:

Ποσό αναμενόμενης ζημίας = EL × αξία ανοίγματος

Οι τιμές της EL είναι οι ακόλουθες:

Αναμενόμενη ζημία (EL) = 10% για ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγμεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια.

Αναμενόμενη ζημία (EL) = 10% για ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο.

Αναμενόμενη ζημία (EL) = 30% για όλα τα άλλα ανοίγματα σε μετοχές.

31. Στην περίπτωση των ανοιγμάτων σε μετοχές των οποίων τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται με τις μεθόδους των σημείων 20 έως 22, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:

Αναμενόμενη ζημία (EL) = PD × LGD.

Ποσό αναμενόμενης ζημίας = EL × αξία ανοίγματος.

32. Στην περίπτωση των ανοιγμάτων σε μετοχές των οποίων τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται με τις μεθόδους των σημείων 23 έως 24, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας είναι 0%.

33. Τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:

Αναμενόμενη ζημία (EL) = PD × LGD.

Ποσό αναμενόμενης ζημίας = EL × αξία ανοίγματος.

4. αντιμετωπιση των ποσων αναμενομενης ζημιασ

34. Τα ποσά αναμενόμενης ζημίας που υπολογίζονται σύμφωνα με τα σημεία 28, 29 και 33 αφαιρούνται από το άθροισμα των προσαρμογών αξίας και των προβλέψεων που σχετίζονται με αυτές τις απαιτήσεις. Οι μειώσεις αξίας αποκτηθέντων ανοιγμάτων σύμφωνα με το Μέρος 3 σημείο 1 αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι προσαρμογές αξίας, και οι αυξήσεις αξίας αποκτηθέντων ανοιγμάτων σύμφωνα με το Μέρος 3 σημείο 1 προστίθενται στα ποσά αναμενόμενης ζημίας. Τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για τιτλοποιημένες απαιτήσεις και οι προσαρμογές αξίας και προβλέψεις που σχετίζονται με αυτά τα ανοίγματα δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό.

Μέρος 2 – Πιθανότητα αθέτησης, ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης και ληκτότητα

1. Οι τιμές που εισάγονται για την πιθανότητα αθέτησης της υποχρέωσης (PD), τη ζημία ως ποσοστό του χρηματοδοτικού ανοίγματος σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης (LGD) και τη ληκτότητα (M) για στον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας του Μέρους 1 είναι εκείνες που εκτιμώνται από το πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με το Μέρος 4, με την επιφύλαξη των ακόλουθων διατάξεων.

1. ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυματων και κεντρικων διοικησεων και κεντρικων τραπεζων 1.1. Πιθανότητα αθέτησης της υποχρέωσης (PD)

2. Το PD για ένα άνοιγμα έναντι επιχείρησης ή ιδρύματος είναι τουλάχιστον 0,03%.

3. Στην περίπτωση των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων, εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να αποδείξει ότι οι εσωτερικές εκτιμήσεις του PD πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Μέρους 4, προσδιορίζει το PD για αυτά τα ανοίγματα με τις ακόλουθες μεθόδους: για τις πλήρως εξασφαλισμένες εισπρακτέες απαιτήσεις το PD είναι η εσωτερική εκτίμηση του EL διαιρεμένη με το LGD για αυτές τις εισπρακτέες απαιτήσεις. Για τις εισπρακτέες απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης, το PD είναι η εσωτερική εκτίμηση του EL. Εάν επιτρέπεται στο πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων και εάν μπορεί να επιμερίσει αξιόπιστα σε PD και LGD τις εσωτερικές εκτιμήσεις του EL για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσει έναντι επιχειρήσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εκτίμηση του PD.

4. Το PD οφειλετών που αθέτησαν είναι 100%.

5. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για το PD σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93.

6. Τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD μπορούν να λαμβάνουν υπόψη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία με κατάλληλη προσαρμογή του PD, με την επιφύλαξη του σημείου 11.

7. Για τον κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων, το PD ορίζεται ίσο με την εκτίμηση του EL για τον κίνδυνο απομείωσης αξίας. Εάν επιτρέπεται στο πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων και εάν μπορεί να επιμερίσει αξιόπιστα σε PD και LGD τις εσωτερικές εκτιμήσεις του EL για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εκτίμηση PD.

1.2. Ζημία ως ποσοστό του χρηματοδοτικού ανοίγματος σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης (LGD)

8. Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν τις ακόλουθες τιμές του LGD:

(α)     ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα χωρίς αποδεκτή εξασφάλιση: 45%.

(β)     ανοίγματα ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας χωρίς αποδεκτή εξασφάλιση: 75%.

(γ)     τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη χρηματοδοτούμενη και μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για το LGD σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93.

(δ)     για τα καλυμμένα ομόλογα που ορίζονται στο Παράρτημα VI Μέρος 1 σημεία 65 έως 67 μπορεί να εφαρμόζεται LGD 12,5%.

(ε)     για πλήρως εξασφαλισμένες αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, για τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να αποδείξει ότι οι εσωτερικές εκτιμήσεις του PD πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Μέρους 4: 45%.

(στ)   για μειωμένης εξασφάλισης αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, για τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να αποδείξει ότι οι εσωτερικές εκτιμήσεις του PD πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Μέρους 4: 100%.

(ζ)     για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων: έναντι επιχειρήσεων: 75%.

9. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 8, για τους κινδύνους απομείωσης αξίας και αθέτησης, εάν επιτρέπεται στο πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων και εάν το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να επιμερίσει αξιόπιστα σε PD και LGD τις εσωτερικές εκτιμήσεις του EL, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εκτίμηση του LGD για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων.

10. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 8, εάν επιτρέπεται στο πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, η μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία μπορεί να αναγνωρίζεται με προσαρμογή των εκτιμήσεων του PD ή του LGD, με την επιφύλαξη των ελάχιστων απαιτήσεων του Μέρους 4 και της έγκρισης των αρμόδιων αρχών. Το πιστωτικό ίδρυμα δεν εφαρμόζει σε εγγυημένα ανοίγματα προσαρμοσμένη τιμή του PD ή του LGD τέτοια ώστε ο προσαρμοσμένος συντελεστής στάθμισης να είναι χαμηλότερος από εκείνον που εφαρμόζεται σε συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του εγγυητή.

1.3. Ληκτότητα

11. Με την επιφύλαξη του σημείου 12, τα πιστωτικά ιδρύματα αποδίδουν στα ανοίγματα από συναλλαγές επαναγοράς και από συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων ληκτότητα (M) 0,5 ετών και σε όλα τα άλλα ανοίγματα Μ 2,5 ετών. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στη δικαιοδοσία τους να εφαρμόζουν για κάθε άνοιγμα την τιμή του Μ που ορίζεται στο σημείο 12.

12. Τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD ή εσωτερικούς συντελεστές μετατροπής για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων ή κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, υπολογίζουν το M για καθένα από αυτά τα ανοίγματα σύμφωνα με τα στοιχεία (α) έως (ε) κατωτέρω, με την επιφύλαξη των σημείων 13 έως 15. Το Μ δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 5 έτη σε καμία περίπτωση:

(α)     για τα μέσα με χρονοδιάγραμμα χρηματοροών, το M υπολογίζεται με τον ακόλουθο τύπο:

M = MAX{1; MIN{ ; 5}}

όπου CFt είναι οι χρηματοροές (κεφάλαιο, πληρωμές τόκων και προμήθειες) που καταβάλλει ο οφειλέτης στην περίοδο t βάσει της σύμβασης·

(β)     για τα παράγωγα που υπάγονται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, το M αντιστοιχεί στη σταθμισμένη μέση εναπομένουσα ληκτότητα του ανοίγματος, και δεν μπορεί να είναι μικρότερο του ενός έτους. Το πλασματικό ποσό κάθε ανοίγματος χρησιμοποιείται για τη στάθμιση της ληκτότητας·

(γ)     για ανοίγματα από συναλλαγές επαναγοράς και συναλλαγές δανειοδότησης ή δανειοληψίας που υπάγονται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, το M είναι η σταθμισμένη μέση εναπομένουσα ληκτότητα των συναλλαγών και δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 5 ημερών. Το πλασματικό ποσό κάθε συναλλαγής χρησιμοποιείται για τη στάθμιση της ληκτότητας·

(δ)     εάν επιτρέπεται στο πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις του PD για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, το Μ για τα εκταμιευθέντα ποσά ισούται με τη σταθμισμένη μέση ληκτότητα των απαιτήσεων και δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός έτους. Η ίδια τιμή του Μ εφαρμόζεται επίσης στα μη εκταμιευθέντα ποσά μιας πιστωτικής διευκόλυνσης αγοράς με δέσμευση εφόσον αυτή περιέχει περιοριστικές ρήτρες, σημεία ενεργοποίησης πρόωρης εξόφλησης ή άλλα χαρακτηριστικά που προστατεύουν το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα κατά μιας ουσιαστικής επιδείνωσης της ποιότητας των μελλοντικών εισπρακτέων απαιτήσεων που υποχρεούται να αγοράσει μέχρι τη λήξη ισχύος της διευκόλυνσης. Ελλείψει παρόμοιας αποτελεσματικής προστασίας, το M για τα μη εκταμιευθέντα ποσά ισούται με το άθροισμα της δυνητικής εισπρακτέας απαίτησης με τη μεγαλύτερη ληκτότητα δυνάμει της συμφωνίας αγοράς και της εναπομένουσας ληκτότητας της πιστωτικής διευκόλυνσης αγοράς, και δεν μπορεί να είναι μικρότερο του ενός έτους·

(ε)     για κάθε άλλο μέσο εκτός των αναφερόμενων στο παρόν σημείο ή εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι σε θέση να υπολογίσει το M σύμφωνα με το στοιχείο (α), η τιμή του M είναι το ανώτατο χρονικό διάστημα (σε έτη) που έχει ακόμα στη διάθεσή του ο οφειλέτης για να εκπληρώσει πλήρως τις συμβατικές του υποχρεώσεις και δεν μπορεί να είναι μικρότερο του ενός έτους.

13. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 12 στοιχεία (α), (β), (δ) και (ε), για τα καθοριζόμενα από τις αρμόδιες αρχές βραχυπρόθεσμα ανοίγματα με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους που δεν αποτελούν μέρος της τρέχουσας χρηματοδότησης του οφειλέτη από το πιστωτικό ίδρυμα, το M είναι τουλάχιστον μία ημέρα.

14. Για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στην Κοινότητα και έχουν ενοποιημένο κύκλο εργασιών και ενοποιημένο ενεργητικό κάτω των 500 εκατ. EUR, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση του M που ορίζεται στο σημείο 11.

15. Οι αναντιστοιχίες ληκτότητας αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93.

2. ανοιγματα λιανικής τραπεζικής 2.1. Πιθανότητα αθέτησης (PD)

16. Το PD ενός ανοίγματος είναι τουλάχιστον 0,03%.

17. Για τους οφειλέτες που αθέτησαν, ή εάν υιοθετείται μια αντιμετώπιση ανά πιστωτική υποχρέωση για τα ανοίγματα σε αθέτηση, το PD είναι 100%.

18. Για τον κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, το PD ορίζεται ίσο με τις εκτιμήσεις του EL για κίνδυνο απομείωσης αξίας. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να επιμερίσει αξιόπιστα σε PD και LGD τις εσωτερικές εκτιμήσεις του EL για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εκτίμηση του PD.

19. Μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία μπορεί να λαμβάνεται υπόψη με προσαρμογή του PD, με την επιφύλαξη του σημείου 21.

2.2. Ζημία ως ποσοστό του χρηματοδοτικού ανοίγματος σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης (LGD)

20. Τα πιστωτικά ιδρύματα υπολογίζουν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD, με την επιφύλαξη των ελάχιστων απαιτήσεων του Μέρους 4 και της έγκρισης των αρμόδιων αρχών. Για τον κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων εφαρμόζεται LGD 75%. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να επιμερίσει αξιόπιστα σε PD και LGD τις εκτιμήσεις του EL για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εκτίμηση του PD

21. Μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία μπορεί να λαμβάνεται υπόψη με προσαρμογή των εκτιμήσεων του PD ή του LGD, με την επιφύλαξη των ελάχιστων απαιτήσεων του Μέρους 4 σημεία 95 έως 103 και της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, για την κάλυψη μεμονωμένου ανοίγματος ή ομάδας ανοιγμάτων. Το πιστωτικό ίδρυμα δεν εφαρμόζει σε εγγυημένα ανοίγματα προσαρμοσμένο PD ή LGD τέτοιο ώστε ο προσαρμοσμένος συντελεστής στάθμισης να είναι χαμηλότερος από εκείνον που εφαρμόζεται σε συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του εγγυητή.

3. ανοίγματα σε μετοχες υποκείμενα στη μέθοδο PD/LGD 3.1. Πιθανότητα αθέτησης (PD)

22. Το PD προσδιορίζεται με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων.

Εφαρμόζονται τα ακόλουθα ελάχιστα PD:

(α)     0,09% για ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο εφόσον η επένδυση αποτελεί μέρος μακροχρόνιας σχέσης με τον πελάτη·

(β)     0,09% για ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο εφόσον η απόδοση της επένδυσης βασίζεται σε τακτικές και περιοδικές χρηματοροές που δεν προέρχονται από υπεραξίες κεφαλαίου·

(γ)     0,40% για ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, περιλαμβανομένων των άλλων αρνητικών θέσεων του Μέρους 1 σημείο 17·

(δ)     1,25% για όλα τα άλλα ανοίγματα σε μετοχές, περιλαμβανομένων των άλλων αρνητικών θέσεων του Μέρους 1 σημείο 17.

3.2. Ζημία ως ποσοστό του χρηματοδοτικού ανοίγματος σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης (LGD)

23. Στα ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια μπορεί να εφαρμόζεται LGD 65 %.

24. Σε όλα τα άλλα ανοίγματα εφαρμόζεται LGD 90 %.

3.3. Ληκτότητα (Μ)

25. Το Μ είναι 5 έτη για όλα τα ανοίγματα.

Μέρος 3 – Αξία ανοίγματος

1. ανοίγματα έναντι επιχειρησεων, ιδρυματων, κεντρικων κυβερνησεων και κεντρικων τραπεζων και ανοιγματα λιανικησ τραπεζικης

1. Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά, η αξία ανοίγματος των ανοιγμάτων σε θέσεις ισολογισμού μετράται προ προσαρμογών αξίας. Ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται επίσης σε στοιχεία ενεργητικού που αποκτήθηκαν σε τιμή διαφορετική από το οφειλόμενο ποσό. Για τα αποκτηθέντα στοιχεία ενεργητικού, η διαφορά μεταξύ του οφειλόμενου ποσού και της καθαρής αξίας που εγγράφεται στον ισολογισμό των πιστωτικών ιδρυμάτων καταχωρείται ως μείωση αξίας εάν το οφειλόμενο ποσό είναι μεγαλύτερο και ως αύξηση αξίας εάν είναι μικρότερο.

2. Εάν τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού για τις συναλλαγές επαναγοράς και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων, η αξία ανοίγματος υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93.

3. Για το συμψηφισμό δανείων και καταθέσεων στον ισολογισμό, τα πιστωτικά ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος με τις μεθόδους των άρθρων 90 έως 93.

4. Η αξία ανοίγματος των χρηματοδοτικών μισθώσεων είναι η παρούσα αξία των χρηματοροών τους.

5. Για κάθε στοιχείο του Παραρτήματος IV, η αξία ανοίγματος προσδιορίζεται με μία από τις δύο μεθόδους του Παραρτήματος ΙΙΙ.

6. Για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, η αξία ανοίγματος είναι το ανεξόφλητο υπόλοιπο μείον την κεφαλαιακή απαίτηση για κίνδυνο απομείωσης αξίας πριν τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου.

7. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 5, οι συμβάσεις που είναι διαπραγματεύσιμες σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο και οι συμβάσεις συναλλάγματος (εκτός των συμβάσεων χρυσού) με αρχική ληκτότητα 14 ημερολογιακών ημερών ή λιγότερο εξαιρούνται από την εφαρμογή των μεθόδων του Παραρτήματος III και τους αποδίδεται μηδενική αξία ανοίγματος.

8. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 5, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξαιρούν από την εφαρμογή των μεθόδων του Παραρτήματος III, αποδίδοντάς τους μηδενική αξία ανοίγματος, τις εξωχρηματιστηριακές συμβάσεις που εκκαθαρίζονται από οργανισμό συμψηφισμού εάν αυτός ενεργεί ως νόμιμος αντισυμβαλλόμενος και εάν όλοι οι συμμετέχοντες εξασφαλίζουν πλήρως και καθημερινά το άνοιγμα που υποβάλλουν στο γραφείο συμψηφισμού, παρέχοντας έτσι προστασία που καλύπτει τόσο το τρέχον κόστος αντικατάστασης όσο και το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα.

Η παρεχόμενη εξασφάλιση πρέπει:

(α)     να είναι αποδεκτή για την εφαρμογή συντελεστή στάθμισης 0%, ή

(β)     να έχει μορφή κατάθεσης ρευστών διαθεσίμων στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση, ή·

(γ)     να έχει μορφή πιστοποιητικών καταθέσεων ή παρόμοιων μέσων που εκδίδονται από το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση και κρατούνται σε αυτό.

Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να έχουν πεισθεί ότι έχει εξαλειφθεί κάθε κίνδυνος αύξησης των ανοιγμάτων του οργανισμού συμψηφισμού πέραν της τρέχουσας αξίας των κατατεθεισών εξασφαλίσεων.

9. Για μη εκταμιευθέντα ποσά αποκτηθεισών ανακυκλούμενων εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων, η αξία ανοίγματος υπολογίζεται ως το ποσό δέσμευσης που δεν έχει εκταμιευθεί πολλαπλασιασμένο επί 75%.

10. Για ανοίγματα με μορφή τίτλων που πωλούνται, κατατίθενται ή δίνονται σε δανεισμό σε συναλλαγή επαναγοράς ή σε συναλλαγή δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, η αξία ανοίγματος είναι η αξία των τίτλων ή των εμπορευμάτων που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 74. Εάν χρησιμοποιείται η αναλυτική μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων του Παραρτήματος VIII Μέρος 3, η αξία ανοίγματος προσαυξάνεται με την προσαρμογή για μεταβλητότητα που είναι κατάλληλη για αυτούς τους τίτλους ή εμπορεύματα σύμφωνα με το εν λόγω παράρτημα.

11. Για τα ακόλουθα στοιχεία, η αξία ανοίγματος υπολογίζεται ως το ποσό δέσμευσης που δεν έχει εκαταμιευθεί πολλαπλασιασμένο με ένα συντελεστή μετατροπής.

Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν τους ακόλουθους συντελεστές μετατροπής:

(α)     για τα πιστωτικά όρια χωρίς δέσμευση που είναι ακυρώσιμα άνευ όρων ή παρέχουν στο πιστωτικό ίδρυμα πραγματική δυνατότητα αυτόματης ακύρωσης ανά πάσα στιγμή χωρίς προειδοποίηση, εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 0%. Όταν εφαρμόζουν συντελεστή μετατροπής 0%, τα πιστωτικά ιδρύματα παρακολουθούν ενεργά τη χρηματοοικονομική κατάσταση του οφειλέτη και διαθέτουν εσωτερικά συστήματα ελέγχου που τους επιτρέπουν να εντοπίζουν αμέσως κάθε επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας του οφειλέτη. Τα μη εκταμιευθέντα πιστωτικά όρια σε πελάτες λιανικής θεωρούνται ακυρώσιμα άνευ όρων εάν οι όροι τους επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να τα ακυρώσει πλήρως στο βαθμό που επιτρέπεται από τη νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών και τις συναφείς διατάξεις·

(β)     για τις βραχυπρόθεσμες πιστωτικές επιστολές που συνδέονται με κινήσεις αγαθών, εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 20% τόσο από το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει όσο και από εκείνο που επιβεβαιώνει την πιστωτική επιστολή·

(γ)     για τα άλλα πιστωτικά όρια, τις διευκολύνσεις έκδοσης βραχυπρόθεσμων γραμματίων (NIFs) και τις ανακυκλούμενες διευκολύνσεις αναδοχής (RUFs), εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 75%·

(δ)     τα πιστωτικά ιδρύματα που πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων συντελεστών μετατροπής σύμφωνα με το Μέρος 4, μπορούν να εφαρμόζουν τις εσωτερικές τους εκτιμήσεις σε διάφορα είδη προϊόντων, με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών.

12. Εάν η πιστωτική διευκόλυνση αφορά την επέκταση άλλης πιστωτικής διευκόλυνσης, εφαρμόζεται ο μικρότερος από τους δύο συντελεστές μετατροπής που συνδέονται με τις μεμονωμένες πιστωτικές διευκολύνσεις.

13. Για όλα τα άλλα στοιχεία εκτός ισολογισμού πλην εκείνων που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 11, η αξία ανοίγματος προσδιορίζεται σύμφωνα με το Παράρτημα II.

2. ανοίγματα σε μετοχεσ

14. Η αξία ανοίγματος είναι η αξία που καταχωρείται στις οικονομικές καταστάσεις. Γίνονται δεκτές οι ακόλουθες μετρήσεις:

(α)     για τις επενδύσεις που αποτιμώνται στην εύλογη αξία και των οποίων οι μεταβολές αξίας λαμβάνονται άμεσα υπόψη στα αποτελέσματα και, στη συνέχεια, στα ίδια κεφάλαια, η αξία ανοίγματος είναι η εύλογη αξία που καταχωρείται στον ισολογισμό·

(β)     για τις επενδύσεις που αποτιμώνται στην εύλογη αξία και των οποίων οι μεταβολές αξίας δεν λαμβάνονται άμεσα υπόψη στα αποτελέσματα αλλά σε προσαρμοσμένη για φορολογικούς σκοπούς χωριστή συνιστώσα των ιδίων κεφαλαίων, η αξία ανοίγματος είναι η εύλογη αξία που καταχωρείται στον ισολογισμό·

(γ)     για τις επενδύσεις που αποτιμώνται στην τιμή κτήσης ή στη χαμηλότερη μεταξύ τιμής κτήσης και αγοραίας τιμής, η αξία ανοίγματος είναι η τιμή κτήσης ή η τρέχουσα αξία που καταχωρείται στον ισολογισμό.

3. αλλα στοιχεια ενερηγητικου εκτοσ των πιστωτικων υποχρεωσεων

15. Η αξία ανοίγματος των στοιχείων ενεργητικού που δεν είναι πιστωτικές υποχρεώσεις είναι η αξία που καταχωρείται στις οικονομικές καταστάσεις.

Μέρος 4 – Ελάχιστες απαιτήσεις για την εφαρμογή της μεθόδου των εσωτερικών διαβαθμίσεων

1. συστήματα διαβάθμισης

1. Ως “σύστημα διαβάθμισης” νοείται το σύνολο των μεθόδων, διαδικασιών, ελέγχων, συστημάτων συλλογής δεδομένων και πληροφοριακών συστημάτων που υποστηρίζουν την αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου, την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες κινδύνου ή σε ομάδες με ομοειδή χαρακτηριστικά κινδύνου (δηλαδή τη διαβάθμισή τους) και την ποσοτική εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης και της ζημίας για δεδομένο είδος ανοίγματος.

2. Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί πολλά συστήματα διαβάθμισης, τα κριτήρια υπαγωγής ενός οφειλέτη ή μιας συναλλαγής σε συγκεκριμένο σύστημα διαβάθμισης τεκμηριώνονται γραπτώς και εφαρμόζονται με τρόπο που αντικατοπτρίζει επαρκώς το επίπεδο του αναλαμβανόμενου κινδύνου.

3. Τα κριτήρια και οι διαδικασίες ταξινόμησης σε βαθμίδες ή ομάδες επανεξετάζονται περιοδικά προκειμένου να εξακριβωθεί εάν εξακολουθούν να είναι κατάλληλα για το τρέχον χαρτοφυλάκιο και τις εξωτερικές συνθήκες.

1.1. Διάρθρωση των συστημάτων διαβάθμισης

4. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί άμεσες εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου, οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να θεωρούνται ως το αποτέλεσμα μιας ταξινόμησης στις βαθμίδες μιας συνεχούς κλίμακας διαβάθμισης.

1.1.1. Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

5. Το σύστημα διαβάθμισης λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά κινδύνου του οφειλέτη και της συναλλαγής.

6. Το σύστημα διαβάθμισης έχει κλίμακα διαβάθμισης οφειλετών που αντικατοπτρίζει αποκλειστικά την ποσοτικοποίηση του κινδύνου αθέτησης της υποχρέωσης του οφειλέτη. Η κλίμακα διαβάθμισης οφειλετών περιλαμβάνει τουλάχιστον 7 βαθμίδες για τους οφειλέτες που δεν αθέτησαν και μία βαθμίδα για τους οφειλέτες που αθέτησαν.

7. Ως “βαθμίδα οφειλέτη” νοείται μια κατηγορία κινδύνου στην κλίμακα διαβάθμισης οφειλετών του συστήματος διαβάθμισης, στην οποία οι οφειλέτες ταξινομούνται με βάση ένα σύνολο προκαθορισμένων και διακριτών κριτηρίων διαβάθμισης που χρησιμοποιούνται για τη εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης. Το πιστωτικό ίδρυμα τεκμηριώνει γραπτώς τη σχέση μεταξύ βαθμίδων οφειλέτη από την άποψη του επιπέδου κινδύνου αθέτησης που αντιστοιχεί σε κάθε βαθμίδα και των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό αυτού του επιπέδου.

8. Τα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων τα χαρτοφυλάκια είναι συγκεντρωμένα σε δεδομένο τμήμα αγοράς και εύρος κινδύνου αθέτησης διαθέτουν επαρκή αριθμό βαθμίδων οφειλέτη εντός του εύρους αυτού ώστε να αποφεύγουν την υπερβολική συγκέντρωση οφειλετών σε δεδομένη βαθμίδα. Σημαντικές συγκεντρώσεις σε μία βαθμίδα πρέπει να δικαιολογούνται εάν υπάρχουν πειστικές εμπειρικές ενδείξεις ότι η βαθμίδα αυτή καλύπτει ένα εύλογα στενό εύρος πιθανοτήτων αθέτησης και ότι ο κίνδυνος αθέτησης που αντιπροσωπεύουν όλοι οι οφειλέτες της βαθμίδας δεν υπερβαίνει τα όρια αυτού του εύρους πιθανοτήτων.

9. Για να είναι αποδεκτή από τις αρμόδιες αρχές η χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων του LGD για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, το σύστημα διαβάθμισης περιλαμβάνει χωριστή κλίμακα διαβάθμισης πιστοδοτήσεων που αντικατοπτρίζει αποκλειστικά τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής που σχετίζονται με την ποσοστιαία ζημία ως ποσοστό του ανοίγματος σε περίπτωση αθέτησης.

10. Για να είναι αποδεκτή από τις αρμόδιες αρχές η χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων των συντελεστών προσαρμογής για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, το σύστημα διαβάθμισης περιλαμβάνει χωριστή κλίμακα διαβάθμισης πιστοδοτήσεων που αντικατοπτρίζει αποκλειστικά τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής που σχετίζονται με τους συντελεστές μετατροπής.

11. Ως “βαθμίδα πιστοδότησης” νοείται μια κατηγορία κινδύνου στην κλίμακα διαβάθμισης πιστοδοτήσεων του συστήματος διαβάθμισης, στην οποία οι πιστοδοτήσεις ταξινομούνται με βάση ένα σύνολο προκαθορισμένων και διακριτών κριτηρίων διαβάθμισης που χρησιμοποιούνται για την εσωτερική εκτίμηση του LGD ή των συντελεστών μετατροπής. Ο ορισμός της βαθμίδας περιλαμβάνει περιγραφή του τρόπου με τον οποίο τα ανοίγματα ταξινομούνται σε δεδομένη βαθμίδα και των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τη διάκριση των επιπέδων κινδύνου των διαφόρων βαθμίδων.

12. Σημαντικές συγκεντρώσεις σε μία βαθμίδα πιστοδότησης δικαιολογούνται εάν υπάρχουν πειστικές εμπειρικές ενδείξεις ότι η βαθμίδα αυτή καλύπτει ένα εύλογα στενό εύρος τιμών του LGD ή των συντελεστών μετατροπής και ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν όλα τα ανοίγματα της βαθμίδας δεν υπερβαίνει τα όρια αυτού του εύρους τιμών.

13. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εφαρμόζουν τις μεθόδους του Μέρους 1 σημείο 5 για τον καθορισμό συντελεστών στάθμισης για τα ανοίγματα από ειδικό δανεισμό απαλλάσσονται από την απαίτηση να διαθέτουν κλίμακα διαβάθμισης οφειλετών που αντικατοπτρίζει αποκλειστικά την ποσοτικοποίηση του κινδύνου αθέτησης των υποχρεώσεων των οφειλετών για τα ανοίγματα αυτά. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 6, τα ιδρύματα αυτά χρησιμοποιούν για τα ανοίγματα αυτά τουλάχιστον 4 βαθμίδες για τους οφειλέτες που δεν αθέτησαν και τουλάχιστον μία βαθμίδα για τους οφειλέτες που αθέτησαν.

1.1.2. Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

14. Τα συστήματα διαβάθμισης πρέπει να αντικατοπτρίζουν τόσο τον κίνδυνο του οφειλέτη όσο και τον κίνδυνο της συναλλαγής και να λαμβάνουν υπόψη όλα τα κατάλληλα χαρακτηριστικά του οφειλέτη και της συναλλαγής.

15. Ο βαθμός διαφοροποίησης των κινδύνων εξασφαλίζει ότι ο αριθμός των ανοιγμάτων σε δεδομένη βαθμίδα ή ομάδα με ομοειδή χαρακτηριστικά είναι επαρκής για να είναι δυνατή μια ουσιαστική ποσοτικοποίηση και επικύρωση των χαρακτηριστικών ζημίας αυτής της βαθμίδας ή ομάδας. Η ταξινόμηση των ανοιγμάτων και των οφειλετών σε βαθμίδες ή ομάδες είναι τέτοια ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική συγκέντρωση.

16. Τα πιστωτικά ιδρύματα αποδεικνύουν ότι η διαδικασία ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες επιτρέπει μια ουσιαστική διαφοροποίηση των κινδύνων, την ομαδοποίηση ανοιγμάτων με επαρκώς ομοιογενή χαρακτηριστικά και μια ακριβή και συνεπή εκτίμηση των χαρακτηριστικών ζημίας στο επίπεδο κάθε βαθμίδας ή ομάδας. Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, η ομαδοποίηση αντικατοπτρίζει τις πρακτικές αναδοχής των πωλητών και την ανομοιογένεια των πελατών τους.

17. Κατά την ταξινόμηση των ανοιγμάτων τους σε βαθμίδες ή ομάδες, τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες κινδύνου.

Χαρακτηριστικά κινδύνου του οφειλέτη

(α)     Τα χαρακτηριστικά κινδύνου της συναλλαγής περιλαμβανομένου του είδους του προϊόντος ή της εξασφάλισης, ή αμφοτέρων. Τα πιστωτικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν χωριστά τις περιπτώσεις στις οποίες περισσότερα ανοίγματα καλύπτονται από την ίδια εξασφάλιση.

(β)     Οι καθυστερήσεις, εκτός εάν το πιστωτικό ίδρυμα αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι δεν αποτελούν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για το σχετικό άνοιγμα.

(γ)     Η ταξινόμηση σε βαθμίδες ή ομάδες.

18. Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει ειδικούς ορισμούς, διαδικασίες και κριτήρια για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων του στις βαθμίδες ή ομάδες ενός συστήματος διαβάθμισης.

(α)     Οι ορισμοί των βαθμίδων ή ομάδων και τα κριτήρια ταξινόμησης σε αυτές είναι επαρκώς λεπτομερείς ώστε να επιτρέπουν στους υπεύθυνους για τις διαβαθμίσεις να κατατάσσουν με συνέπεια τους οφειλέτες ή τις πιστοδοτήσεις με παρόμοιο κίνδυνο στην ίδια βαθμίδα ή ομάδα, όποιες και εάν είναι οι σχετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες, αρμόδιες υπηρεσίες ή γεωγραφικοί τόποι.

(β)     Η γραπτή τεκμηρίωση της διαδικασίας διαβάθμισης επιτρέπει στους τρίτους να κατανοούν τον τρόπο ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες, να αναπαράγουν την ταξινόμηση αυτή και να αξιολογούν την καταλληλότητα της ταξινόμησης σε δεδομένη βαθμίδα ή ομάδα.

(γ)     Τα χρησιμοποιούμενα κριτήρια πρέπει επίσης να είναι συνεπή με τα πιστοδοτικά πρότυπα του πιστωτικού ιδρύματος και με τις πολιτικές του για τη διαχείριση των προβληματικών οφειλετών και πιστοδοτήσεων.

19. Το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει υπόψη όλες τις κατάλληλες πληροφορίες για την ταξινόμηση των οφειλετών και των πιστοδοτήσεων του σε βαθμίδες ή ομάδες. Οι πληροφορίες πρέπει να είναι επίκαιρες και να επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να προβλέπει τη μελλοντική συμπεριφορά του ανοίγματος. Όσο λιγότερες πληροφορίες διαθέτει το πιστωτικό ίδρυμα, τόσο πιο συντηρητική πρέπει να είναι η ταξινόμηση των ανοιγμάτων του σε βαθμίδες ή ομάδες οφειλετών και πιστοδοτήσεων. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί μια εξωτερική διαβάθμιση ως τον κυριότερο παράγοντα προσδιορισμού μιας εσωτερικής ταξινόμησης, πρέπει να εξασφαλίζει ότι λαμβάνει υπόψη και άλλες κατάλληλες πληροφορίες.

1.2. Ταξινόμηση των ανοιγμάτων 1.2.1. Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

20. Κάθε οφειλέτης κατατάσσεται σε μία βαθμίδα οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης της πίστωσης.

21. Για τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD ή των συντελεστών μετατροπής, κάθε άνοιγμα κατατάσσεται επίσης σε μία βαθμίδα πιστοδότησης στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης της πίστωσης.

22. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εφαρμόζουν τις μεθόδους του Μέρους 1 σημείο 5 για τον καθορισμό των συντελεστών στάθμισης για ανοίγματα από ειδικό δανεισμό ταξινομούν καθένα από τα ανοίγματα αυτά σε μία βαθμίδα σύμφωνα με το σημείο 13.

23. Κάθε χωριστή οντότητα έναντι της οποίας έχει άνοιγμα το πιστωτικό ίδρυμα διαβαθμίζεται χωριστά. Το πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι εφαρμόζει αποδεκτές πολιτικές για την αντιμετώπιση των μεμονωμένων οφειλετών-πελατών και των ομάδων συνδεδεμένων πελατών.

24. Χωριστά ανοίγματα έναντι του ιδίου οφειλέτη κατατάσσονται στην ίδια βαθμίδα οφειλέτη, ανεξάρτητα από τις τυχόν διαφορές μεταξύ των σχετικών συναλλαγών. Κατ’ εξαίρεση, στις ακόλουθες περιπτώσεις επιτρέπεται η ταξινόμηση χωριστών ανοιγμάτων έναντι του ιδίου οφειλέτη σε περισσότερες της μιας βαθμίδες:

(α)     όταν υπάρχει κίνδυνος μεταφοράς σε άλλη χώρα, ανάλογα με το εάν τα ανοίγματα είναι εκφρασμένα σε τοπικό ή σε ξένο νόμισμα·

(β)     όταν οι εγγυήσεις που συνδέονται με ένα άνοιγμα μπορούν να αναγνωρίζονται με προσαρμογή της ταξινόμησης σε βαθμίδα οφειλέτη.

1.2.2. Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

25. Κάθε άνοιγμα κατατάσσεται σε μία βαθμίδα οφειλέτη στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης της πίστωσης.

1.2.3. Υπερβάσεις των αποτελεσμάτων της ταξινόμησης

26. Τα πιστωτικά ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς τις περιπτώσεις στις οποίες η ανθρώπινη κρίση μπορεί να αγνοήσει τις εισαγόμενες παραμέτρους και τα αποτελέσματα της διαδικασίας ταξινόμησης σε βαθμίδες και ομάδες, καθώς και το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για την έγκριση αυτών των παρεκκλίσεων. Καταγράφουν όλες τις παρεκκλίσεις και το υπεύθυνο προσωπικό. Αναλύουν τις συμπεριφορές των ανοιγμάτων των οποίων οι ταξινομήσεις τροποποιήθηκαν. Η ανάλυση περιλαμβάνει την αξιολόγηση της συμπεριφοράς των ανοιγμάτων των οποίων η διαβάθμιση δεν λήφθηκε υπόψη από συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο αναλαμβάνει την ευθύνη για όλο το αρμόδιο προσωπικό.

1.3. Αρτιότητα της διαδικασίας ταξινόμησης 1.3.1. Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

27. Οι ταξινομήσεις και οι περιοδικές αναθεωρήσεις τους πραγματοποιούνται ή εγκρίνονται από ανεξάρτητο τρίτο που δεν επωφελείται άμεσα από την απόφαση χορήγησης της πίστωσης.

28. Τα πιστωτικά ιδρύματα επικαιροποιούν τις ταξινομήσεις τους τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Οι οφειλέτες με υψηλό κίνδυνο και τα προβληματικά ανοίγματα αποτελούν αντικείμενο συχνότερων αναθεωρήσεων. Τα πιστωτικά ιδρύματα πραγματοποιούν νέα ταξινόμηση εάν καθίστανται διαθέσιμες νέες σημαντικές πληροφορίες για τον οφειλέτη ή το άνοιγμα.

29. Το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει αποτελεσματική διαδικασία συγκέντρωσης και επικαιροποίησης των κατάλληλων πληροφοριών για τα χαρακτηριστικά των οφειλετών τα οποία έχουν επίπτωση στην πιθανότητα αθέτησης, καθώς και για τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών τα οποία επηρεάζουν την ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης (LGD ) και τους συντελεστές μετατροπής.

1.3.2. Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

30. Τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, το πιστωτικό ίδρυμα επικαιροποιεί τις ταξινομήσεις των οφειλετών και των πιστοδοτήσεων ή επανεξετάζει, κατά περίπτωση, τα χαρακτηριστικά ζημίας και την κατάσταση καθυστερήσεων για κάθε ομάδα κινδύνου. Τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, το πιστωτικό ίδρυμα επανεξετάζει, βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος, την κατάσταση των μεμονωμένων ανοιγμάτων σε κάθε ομάδα προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα ανοίγματα εξακολουθούν να είναι ταξινομημένα στην κατάλληλη ομάδα.

1.4. Χρήση υποδειγμάτων

31. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί στατιστικά υποδείγματα και άλλες αυτοματοποιημένες μεθόδους για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες οφειλετών ή πιστοδοτήσεων:

(α)     αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι το υπόδειγμα έχει καλή προβλεπτική ικανότητα και ότι η χρήση του δεν οδηγεί σε στρεβλώσεις των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Οι μεταβλητές που εισάγονται στο υπόδειγμα πρέπει να αποτελούν μια εύλογη και αποτελεσματική βάση για τις προβλέψεις του. Το υπόδειγμα δεν πρέπει να έχει σημαντικές μεροληψίες·

(β)     διαθέτει διαδικασία για την εξακρίβωση των δεδομένων που εισάγονται στο υπόδειγμα, η οποία περιλαμβάνει τον έλεγχο της ακρίβειας, της πληρότητας και της καταλληλότητας των δεδομένων·

(γ)     αποδεικνύει ότι τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για το σχεδιασμό του υποδείγματος είναι αντιπροσωπευτικά του συνόλου των πραγματικών οφειλετών ή ανοιγμάτων του·

(δ)     διαθέτει τακτικό κύκλο επικύρωσης του υποδείγματος, ο οποίος περιλαμβάνει τον έλεγχο των επιδόσεων και της σταθερότητάς του, την αναθεώρηση των προδιαγραφών του και τη σύγκριση των προβλέψεών του με τα πραγματικά αποτελέσματα·

(ε)     συμπληρώνει το στατιστικό υπόδειγμα με την ανθρώπινη κρίση και εποπτεία προκειμένου να ελέγξει τις ταξινομήσεις που γίνονται με το υπόδειγμα και να διασφαλίσει ότι αυτό χρησιμοποιείται ορθά. Διαδικασίες επανεξέτασης επιτρέπουν τον εντοπισμό και τον περιορισμό των σφαλμάτων που σχετίζονται με τις αδυναμίες του υποδείγματος. Η ανθρώπινη κρίση λαμβάνει υπόψη όλες τις κατάλληλες πληροφορίες που δεν συλλαμβάνονται από το υπόδειγμα. Το πιστωτικό ίδρυμα τεκμηριώνει γραπτώς τον τρόπο με τον οποίο η ανθρώπινη κρίση πρέπει να συνδυάζεται με τα αποτελέσματα του υποδείγματος.

1.5. Έγγραφη τεκμηρίωση των συστημάτων διαβάθμισης

32. Τα πιστωτικά ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς το σχεδιασμό και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των συστημάτων διαβάθμισής τους. Η γραπτή τεκμηρίωση πιστοποιεί τη συμμόρφωση με τις ελάχιστες απαιτήσεις του παρόντος Μέρους και εξετάζει θέματα όπως η διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων, τα κριτήρια διαβάθμισης, οι ευθύνες των μερών που είναι επιφορτισμένα με τη διαβάθμιση των οφειλετών και των ανοιγμάτων, η συχνότητα αναθεώρησης των ταξινομήσεων και η εποπτεία της διαδικασίας διαβάθμισης από τη διοίκηση.

33. Το πιστωτικό ίδρυμα τεκμηριώνει γραπτώς τους λόγους και τις αναλύσεις που το οδήγησαν στην επιλογή των κριτηρίων διαβάθμισης. Καταγράφει όλες τις σημαντικές μεταβολές στη διαδικασία διαβάθμισης των κινδύνων με τρόπο που επιτρέπει τον εντοπισμό των μεταβολών που πραγματοποιήθηκαν μετά τον τελευταίο έλεγχο των αρμόδιων αρχών. Τεκμηριώνει επίσης γραπτώς την οργάνωση της διαδικασίας διαβάθμισης και τη διάρθρωση των εσωτερικών ελέγχων.

34. Τα πιστωτικά ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς τους ειδικούς ορισμούς της αθέτησης υποχρεώσεων και της ζημίας που χρησιμοποιούν εσωτερικά και καταδεικνύουν τη συνέπεια των ορισμών αυτών με εκείνους της παρούσας οδηγίας.

35. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί στατιστικά υποδείγματα στη διαδικασία διαβάθμισης, τεκμηριώνει γραπτώς τις μεθοδολογίες τους. Η τεκμηρίωση αυτή:

(α)     περιγράφει λεπτομερώς τη θεωρία, τις παραδοχές και/ή τη μαθηματική και εμπειρική βάση της αντιστοίχισης των εκτιμήσεων με συγκεκριμένες βαθμίδες, μεμονωμένους οφειλέτες, ανοίγματα ή ομάδες κινδύνου, καθώς και τις πηγές δεδομένων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του υποδείγματος·

(β)     εφαρμόζει αυστηρή στατιστική διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος (η οποία περιλαμβάνει δοκιμές επιδόσεων εκτός χρόνου και εκτός δείγματος)· και

(γ)     αναφέρει κάθε περίσταση στην οποία το υπόδειγμα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά.

36. Η χρήση υποδείγματος που έχει πωλήσει τρίτος ο οποίος διεκδικεί αποκλειστικό δικαίωμα επί της τεχνολογίας του δεν δικαιολογεί απαλλαγή από την υποχρέωση έγγραφης τεκμηρίωσης ή από οποιαδήποτε άλλη απαίτηση σχετική με τα συστήματα διαβάθμισης. Το βάρος της απόδειξης έναντι των αρμόδιων αρχών φέρει το πιστωτικό ίδρυμα.

1.6. Διαχείριση των δεδομένων

37. Τα πιστωτικά ιδρύματα συλλέγουν και αποθηκεύουν δεδομένα σχετικά με ορισμένες πτυχές των εσωτερικών τους διαβαθμίσεων σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 145 έως 149.

1.6.1. Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

38. Τα πιστωτικά ιδρύματα συλλέγουν και αποθηκεύουν:

(α)     τα πλήρη ιστορικά δεδομένα για τις διαβαθμίσεις των οφειλετών και των αποδεκτών εγγυητών·

(β)     τις ημερομηνίες των διαβαθμίσεων·

(γ)     τα κυριότερα δεδομένα και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκαν για τις διαβαθμίσεις·

(δ)     τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για κάθε διαβάθμιση·

(ε)     την ταυτότητα των οφειλετών που αθέτησαν και τα ανοίγματα σε αθέτηση·

(στ)   τις ημερομηνίες και περιστάσεις των αθετήσεων·

(ζ)     τα δεδομένα για την πιθανότητα αθέτησης και το πραγματικό ποσοστό αθέτησης για κάθε βαθμίδα διαβάθμισης και για κάθε μεταβολή διαβάθμισης·

(η)     τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD και/ή των συντελεστών μετατροπής συλλέγουν και αποθηκεύουν δεδομένα για τις συγκρίσεις μεταξύ των πραγματικών τιμών του LGD και των τιμών του Μέρους 2 σημείο 8 και για τις συγκρίσεις μεταξύ των πραγματικών τιμών των συντελεστών μετατροπής και των τιμών του Μέρους 3 σημείο 11.

39. Τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD και/ή των συντελεστών μετατροπής συλλέγουν και αποθηκεύουν:

(α)     τα πλήρη ιστορικά δεδομένα για τις διαβαθμίσεις των πιστοδοτήσεων και για τις εκτιμήσεις των LGD και των συντελεστών μετατροπής για κάθε κλίμακα διαβάθμισης·

(β)     τις ημερομηνίες των διαβαθμίσεων και των εκτιμήσεων·

(γ)     τα κυριότερα δεδομένα και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκαν για τις διαβαθμίσεις των πιστοδοτήσεων και για την εκτίμηση των LGD και των συντελεστών μετατροπής·

(δ)     τα πρόσωπα που διαβάθμισαν την πιστοδότηση και τα πρόσωπα που εκτίμησαν τα LGD και τους συντελεστές μετατροπής·

(ε)     τα δεδομένα για τις εκτιμηθείσες και τις πραγματικές τιμές των LGD και των συντελεστών μετατροπής για κάθε άνοιγμα σε αθέτηση·

(στ)   τα δεδομένα για τα LGD του ανοίγματος πριν και μετά την αξιολόγηση της επίπτωσης μιας εγγύηση ή ενός πιστωτικού παράγωγου, για τα ιδρύματα τα οποία λαμβάνουν υπόψη στον υπολογισμό των LGD τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου που επιτυγχάνεται με εγγυήσεις ή πιστωτικά παράγωγα.

(η)     τα δεδομένα για τις συνιστώσες της ζημίας για κάθε άνοιγμα σε αθέτηση.

1.6.2. Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

40. Τα πιστωτικά ιδρύματα συλλέγουν και αποθηκεύουν:

(α)     τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες·

(β)     τα δεδομένα για τις εκτιμήσεις των PD, των LGD και των συντελεστών μετατροπής για κάθε βαθμίδα ή ομάδα·

(γ)     την ταυτότητα των οφειλετών που αθέτησαν και τα ανοίγματα σε αθέτηση·

(δ)     για τα ανοίγματα σε αθέτηση, τα δεδομένα για τη βαθμίδα ή την ομάδα στην οποία το άνοιγμα είχε ταξινομηθεί κατά το έτος πριν την αθέτηση και για τις πραγματικές τιμές των LGD και των συντελεστών μετατροπής.

(ε)     τα δεδομένα για τα ποσοστά ζημίας και τα έσοδα περιθωρίου για τις αποδεκτές ανακυκλούμενες πιστώσεις λιανικής τραπεζικής.

1.7. Προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων για την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας

41. Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει εύρωστες διαδικασίες προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειάς του. Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να εντοπίζει δυνητικά γεγονότα ή μελλοντικές μεταβολές των οικονομικών συνθηκών που μπορούν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα ανοίγματα του και να αξιολογεί την ικανότητά του να αντιμετωπίσει τις μεταβολές αυτές.

42. Το πιστωτικό ίδρυμα πραγματοποιεί τακτικά προσομοίωση ακραίων καταστάσεων για να αξιολογεί την επίπτωση ορισμένων ειδικών συνθηκών στη συνολική του κεφαλαιακή απαίτηση για πιστωτικό κίνδυνο. Η προσομοίωση που θα πραγματοποιηθεί επιλέγεται από το πιστωτικό ίδρυμα, με την επιφύλαξη της επανεξέτασης από τις αρμόδιες αρχές. Πρέπει να είναι κατάλληλη και επαρκώς συντηρητική και να λαμβάνει υπόψη τουλάχιστον την επίπτωση σεναρίων ήπιας οικονομικής ύφεσης. Το πιστωτικό ίδρυμα αξιολογεί τη μεταβολή των διαβαθμίσεών του ως αποτέλεσμα των προσομοιώσεων σεναρίων ακραίων καταστάσεων. Τα χαρτοφυλάκια που υποβάλλονται σε προσομοίωση περιέχουν το μεγαλύτερο μέρος των ανοιγμάτων του πιστωτικού ιδρύματος.

2. ποσοτικοποιηση των κινδυνων

43. Κατά τον προσδιορισμό των παραμέτρων κινδύνου για τις βαθμίδες ή ομάδες διαβάθμισης, τα πιστωτικά ιδρύματα συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

2.1. Ορισμός της αθέτησης

44. Ένας οφειλέτης θεωρείται σε “αθέτηση” εάν έχει επέλθει ένα ή και τα δύο από τα ακόλουθα γεγονότα:

(α)     το πιστωτικό ίδρυμα εκτιμά ότι ο οφειλέτης δεν είναι πιθανό να εκπληρώσει πλήρως την πιστωτική του υποχρέωση έναντι του πιστωτικού ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή μιας από τις θυγατρικές του, εκτός εάν το πιστωτικό ίδρυμα προσφύγει σε μέτρα όπως η ρευστοποίηση της εξασφάλισης (εάν υπάρχει)·

(β)     ο οφειλέτης είναι σε καθυστέρηση πληρωμών άνω των 90 ημερών σε οποιασδήποτε σημαντική πιστωτική υποχρέωση έναντι του ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή των θυγατρικών του.

Η καθυστέρηση αρχίζει να τρέχει αμέσως μόλις ο οφειλέτης υπερβεί ένα εγκεκριμένο όριο, ειδοποιηθεί ότι διαθέτει όριο χαμηλότερο από το τρέχον υπόλοιπο ή πραγματοποιήσει ανάληψη ποσών χωρίς έγκριση.

Ως “εγκεκριμένο όριο” νοείται ένα όριο που έχει γνωστοποιηθεί στον οφειλέτη.

Στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής και των ανοιγμάτων έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν τον αριθμό των ημερών καθυστέρησης σύμφωνα με το σημείο 48.

Στην περίπτωση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίσουν τον αριθμό των ημερών καθυστέρησης σύμφωνα με το άρθρο 154 παράγραφος 4.

Στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να εφαρμόσουν αυτό τον ορισμό της αθέτησης στο επίπεδο της πιστοδότησης.

45. Τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως ενδείξεις πιθανής αδυναμίας πληρωμής είναι ιδίως τα εξής:

(α)     η πιστωτική υποχρέωση έχει χαρακτηριστεί από το πιστωτικό ίδρυμα ως μη εκτοκιζόμενη·

(β)     το πιστωτικό ίδρύμα πραγματοποιεί προσαρμογή αξίας που δικαιολογείται από τη διαπίστωση σημαντικής επιδείνωσης της ποιότητας της πίστωσης από το χρόνο της χορήγησής της·

(γ)     το πιστωτικό ίδρυμα πωλεί την πιστωτική υποχρέωση με σημαντική οικονομική ζημία λόγω της επιδείνωσης της ποιότητας της πίστωσης·

(δ)     το πιστωτικό ίδρυμα συναινεί στην επείγουσα αναδιάρθρωση της πιστωτικής υποχρέωσης, η οποία είναι πιθανό ότι θα οδηγήσει στη μείωσή της λόγω διαγραφής ή αναδιάταξης σημαντικού τμήματος του κεφαλαίου, των τόκων ή (κατά περίπτωση) των προμηθειών. Στην περίπτωση των ανοιγμάτων σε μετοχές που αποτιμώνται με τη μέθοδο PD/LGD, αυτό περιλαμβάνει την επείγουσα αναδιάρθρωση της ίδιας της μετοχικής θέσης·

(ε)     το πιστωτικό ίδρυμα έχει ζητήσει την κήρυξη σε πτώχευση του οφειλέτη ή την εφαρμογή ανάλογου μέτρου ως προς την πιστωτική υποχρέωση του οφειλέτη έναντι του πιστωτικού ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή μιας από τις θυγατρικές του·

(στ)   ο οφειλέτης έχει ζητήσει να κηρυχθεί ή έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή τεθεί σε παρόμοιο καθεστώς προστασίας προκειμένου να αποφύγει ή να καθυστερήσει την αποπληρωμή πιστωτικής του υποχρέωσης έναντι του πιστωτικού ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή μιας από τις θυγατρικές του.

46. Τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν εξωτερικά δεδομένα που δεν είναι συνεπή με τον ορισμό της αθέτησης, αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές ότι έχουν πραγματοποιήσει κατάλληλες προσαρμογές για να επιτύχουν μια γενική ισοδυναμία με τον ορισμό της αθέτησης.

47. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα θεωρεί ότι πίστωση που ήταν προηγουμένως σε αθέτηση είναι εφεξής τέτοια ώστε να μην εφαρμόζεται πλέον καμία ρήτρα ενεργοποίησης της αθέτησης, διαβαθμίζει τον οφειλέτη ή την πιστοδότηση σαν να είναι άνοιγμα που δεν είναι σε αθέτηση. Σε περίπτωση μεταγενέστερης ενεργοποίησης του ορισμού της αθέτησης θα θεωρηθεί ότι έλαβε χώρα νέα αθέτηση.

48. Για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής και ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους καθορίζουν τον ακριβή αριθμό ημερών καθυστέρησης που όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στη δικαιοδοσία τους πρέπει να τηρούν βάσει του ορισμού της αθέτησης του σημείου 44 για αντισυμβαλλομένους εγκατεστημένους στο εν λόγω κράτος μέλος. Ο αριθμός αυτός κυμαίνεται μεταξύ 90 και 180 ημερών και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το είδος του προϊόντος. Για ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλομένων εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν αριθμό ημερών καθυστέρησης που δεν υπερβαίνει εκείνον που έχουν καθορίσει οι αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους.

2.2. Γενικές απαιτήσεις για τις εκτιμήσεις

49. Οι εκτιμήσεις του πιστωτικού ιδρύματος για τις παραμέτρους κινδύνου PD, LGD, συντελεστής μετατροπής και EL λαμβάνουν υπόψη όλα τα κατάλληλα δεδομένα, πληροφορίες και μεθόδους. Υπολογίζονται λαμβάνοντας υπόψη τα ιστορικά δεδομένα και τις εμπειρικές ενδείξεις, και δεν βασίζονται αποκλειστικά σε υποκειμενικές κρίσεις. Οι εκτιμήσεις είναι εύλογες και διαισθητικές και βασίζονται στους κυριότερους προσδιοριστικούς παράγοντες των αντίστοιχων παραμέτρων κινδύνου. Όσο λιγότερα δεδομένα διαθέτει το πιστωτικό ίδρυμα, τόσο πιο συντηρητικές πρέπει να είναι οι εκτιμήσεις του.

50. Το πιστωτικό ίδρυμα είναι σε θέσει να παράσχει ιστορικό των ζημιών του κατανεμημένο σε συχνότητα αθέτησης, LGD, συντελεστή μετατροπής, ή ζημία εάν χρησιμοποιούνται εκτιμήσεις του EL, ανάλογα με τους παράγοντες που θεωρεί καθοριστικούς για την εξέλιξη των διαφόρων παραμέτρων κινδύνου. Τα πιστωτικά ιδρύματα αποδεικνύουν ότι οι εκτιμήσεις τους είναι αντιπροσωπευτικές μιας μακροχρόνιας εμπειρίας.

51. Λαμβάνεται υπόψη κάθε μεταβολή στις πιστοδοτικές πρακτικές ή στις διαδικασίες επανείσπραξης στις περιόδους παρατήρησης των σημείων 66, 71, 81, 85, 92 και 94. Οι εκτιμήσεις του πιστωτικού ιδρύματος λαμβάνουν επίσης υπόψη τις επιπτώσεις των τεχνικών εξελίξεων και των νέων δεδομένων ή άλλων πληροφοριών, καθώς αυτές καθίστανται διαθέσιμες. Τα πιστωτικά ιδρύματα αναθεωρούν τις εκτιμήσεις τους εάν λάβουν γνώση νέων πληροφοριών και τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

52. Ο πληθυσμός των ανοιγμάτων που αντιπροσωπεύονται στα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τις εκτιμήσεις, τα πιστοδοτικά πρότυπα εν ισχύ κατά τη διαμόρφωση των δεδομένων και τα άλλα κατάλληλα χαρακτηριστικά είναι συγκρίσιμα με εκείνα των ανοιγμάτων και προτύπων του πιστωτικού ιδρύματος. Το πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει επίσης ότι οι οικονομικές συνθήκες ή οι συνθήκες της αγοράς υπό τις οποίες διαμορφώθηκαν τα δεδομένα είναι συμβατές με τις τρέχουσες και τις προβλεπόμενες συνθήκες. Ο αριθμός ανοιγμάτων στο δείγμα και η περίοδος αναφοράς που χρησιμοποιούνται για την ποσοτικοποίηση είναι επαρκείς για να έχει το πιστωτικό ίδρυμα εμπιστοσύνη στην ακρίβεια και ευρωστία των εκτιμήσεών του.

53. Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, οι εκτιμήσεις λαμβάνουν υπόψη όλες τις κατάλληλες πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα σχετικά με την ποιότητα των υποκείμενων απαιτήσεων, περιλαμβανομένων των σχετικών με παρόμοιες ομάδες ομοειδών απαιτήσεων δεδομένων που προέρχονται από τον πωλητή, από το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα, ή από εξωτερικές πηγές. Το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα εξακριβώνει κάθε δεδομένο που του παρέχει ο πωλητής εφόσον βασίζεται σε αυτό για τις εκτιμήσεις του.

54. Το πιστωτικό ίδρυμα προσθέτει στις εκτιμήσεις του ένα περιθώριο ασφαλείας που συναρτάται με το αναμενόμενο περιθώριο σφάλματος της εκτίμησης. Εάν οι μέθοδοι και τα δεδομένα είναι λιγότερο ικανοποιητικά και το αναμενόμενο περιθώριο σφάλματος είναι μεγαλύτερο, το περιθώριο ασφαλείας είναι και αυτό μεγαλύτερο.

55. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί διαφορετικές εκτιμήσεις για τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης και για εσωτερικούς σκοπούς, τις τεκμηριώνει γραπτώς και αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές τον εύλογο χαρακτήρα τους.

56. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι στα δεδομένα που συλλέχθηκαν πριν από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή της παρούσας οδηγίας έγιναν κατάλληλες προσαρμογές για να επιτευχθεί γενική ισοδυναμία με τους ορισμούς της αθέτησης ή της ζημίας, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν κάποια ευελιξία στην εφαρμογή των απαιτούμενων προτύπων για τα δεδομένα.

57. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί δεδομένα που συγκεντρώνονται από κοινού από ομάδα πολλών πιστωτικών ιδρυμάτων, αποδεικνύει ότι:

(α)     τα συστήματα διαβάθμισης και τα κριτήρια των άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων της ομάδας είναι παρόμοια με τα δικά του·

(β)     η ομάδα πιστωτικών ιδρυμάτων είναι αντιπροσωπευτική του χαρτοφυλακίου για το οποίο χρησιμοποιούνται τα κοινά δεδομένα·

(γ)     τα κοινά δεδομένα χρησιμοποιούνται με διαχρονική συνέπεια από το πιστωτικό ίδρυμα για τις τακτικές εκτιμήσεις του.

58. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί δεδομένα που συγκεντρώνονται από κοινού από πολλά πιστωτικά ιδρύματα, παραμένει υπεύθυνο για την ακεραιότητα των συστημάτων διαβάθμισής του. Αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι διαθέτει επαρκή εσωτερική γνώση των συστημάτων διαβάθμισής του, περιλαμβανομένης της πραγματικής ικανότητας παρακολούθησης και ελέγχου της διαδικασίας διαβάθμισης.

2.2.1. Ειδικές απαιτήσεις για την εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης (PD)

Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

59. Τα πιστωτικά ιδρύματα εκτιμούν το PD ανά βαθμίδα οφειλέτη βάσει μακροπρόθεσμων μέσων όρων των ετήσιων ποσοστών αθέτησης.

60. Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να εκτιμούν την αναμενόμενη ζημία (EL) ανά βαθμίδα οφειλέτη βάσει μακροπρόθεσμων μέσων όρων των ετήσιων πραγματικών ποσοστών αθέτησης.

61. Εάν, για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τις μέσες μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις των PD και LGD βάσει μιας εκτίμησης του EL και μιας κατάλληλης εκτίμησης του PD ή του LGD, η διαδικασία εκτίμησης των συνολικών ζημιών πληροί τα γενικά πρότυπα του παρόντος Μέρους για την εκτίμηση του PD και του LGD και το αποτέλεσμα είναι συνεπές με την έννοια του LGD που ορίζεται στο σημείο 73.

62. Τα πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τεχνικές εκτίμησης του PD χωρίς αναλυτική υποστήριξη. Τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τη σημασία της υποκειμενικής κρίσης κατά το συνδυασμό των αποτελεσμάτων των διαφόρων τεχνικών και τις προσαρμογές που γίνονται λόγω των περιορισμών των τεχνικών και των πληροφοριών.

63. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί για την εκτίμηση του PD δεδομένα από την εσωτερική εμπειρία αθέτησης, αποδεικνύει στην ανάλυσή του ότι οι εκτιμήσεις αντικατοπτρίζουν τα πρότυπα αναδοχής και όλες τις διαφορές μεταξύ του συστήματος διαβάθμισης από το οποίο απορρέουν τα δεδομένα και του τρέχοντος συστήματος διαβάθμισης. Εάν τα πρότυπα αναδοχής ή τα συστήματα διαβάθμισης έχουν τροποποιηθεί, το πιστωτικό ίδρυμα προσθέτει μεγαλύτερο περιθώριο ασφαλείας στις εσωτερικές εκτιμήσεις του PD.

64. Στο βαθμό που το πιστωτικό ίδρυμα συσχετίζει ή αντιστοιχίζει τις εσωτερικές του βαθμίδες με την κλίμακα ενός ECAI ή παρόμοιου οργανισμού, και τους αποδίδει στη συνέχεια το ποσοστό αθέτησης των βαθμίδων της κλίμακας του εξωτερικού οργανισμού, η αντιστοίχιση πρέπει να βασίζεται σε μια σύγκριση των εσωτερικών κριτηρίων διαβάθμισης με τα κριτήρια του εξωτερικού οργανισμού και σε μια σύγκριση μεταξύ των εσωτερικών και των εξωτερικών διαβαθμίσεων για κάθε κοινό οφειλέτη. Το πιστωτικό ίδρυμα αποφεύγει κάθε μεροληψία ή ασυνέπεια στη μέθοδο αντιστοίχισης ή στα υποκείμενα δεδομένα. Τα κριτήρια του εξωτερικού οργανισμού για τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στην ποσοτικοποίηση αντικατοπτρίζουν αποκλειστικά τον κίνδυνο αθέτησης και όχι τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής. Η ανάλυση του πιστωτικού ιδρύματος περιλαμβάνει σύγκριση των αντίστοιχων ορισμών της αθέτησης, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων των σημείων 44 έως 48. Το πιστωτικό ίδρυμα τεκμηριώνει γραπτώς τη βάση της αντιστοίχισης.

65. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί στατιστικά υποδείγματα πρόβλεψης της αθέτησης, επιτρέπεται να εκτιμά τα PD ως τον απλό μέσο όρο των εκτιμήσεων των PD των μεμονωμένων οφειλετών δεδομένης βαθμίδας. Η χρησιμοποίηση από το πιστωτικό ίδρυμα υποδειγμάτων πρόβλεψης της πιθανότητας αθέτησης πληροί τις απαιτήσεις του σημείου 31.

66. Ανεξάρτητα από το εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί εξωτερικές, εσωτερικές ή κοινές πηγές δεδομένων, ή συνδυασμό των τριών, η υποκείμενη περίοδος ιστορικής παρατήρησης που χρησιμοποιείται είναι τουλάχιστον πέντε έτη για μία τουλάχιστον από τις πηγές αυτές. Εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για οποιαδήποτε πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, χρησιμοποιείται αυτή η μεγαλύτερη περίοδος. Το παρόν σημείο ισχύει επίσης και για τη μέθοδο PD/LGD που εφαρμόζεται στα ανοίγματα σε μετοχές.

Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

67. Τα πιστωτικά ιδρύματα εκτιμούν το PD ανά βαθμίδα ή ομάδα οφειλετών βάσει μακροπρόθεσμων μέσων όρων των ετήσιων ποσοστών αθέτησης.

68. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 67, οι εκτιμήσεις του PD μπορούν επίσης να βασίζονται στις πραγματοποιηθείσες ζημίες και σε κατάλληλες εκτιμήσεις των LGD.

69. Τα πιστωτικά ιδρύματα θεωρούν ότι τα εσωτερικά δεδομένα για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες αποτελούν την πρωταρχική πηγή πληροφοριών για την εκτίμηση των χαρακτηριστικών ζημίας. Επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εξωτερικά δεδομένα (περιλαμβανομένων των δεδομένων από κοινές πηγές) ή στατιστικά υποδείγματα για τους σκοπούς της ποσοτικοποίησης, με την προϋπόθεση ότι μπορούν να αποδείξουν την ύπαρξη στενής σύνδεσης μεταξύ:

(α)     της διαδικασίας που χρησιμοποιεί το πιστωτικό ίδρυμα για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες και της διαδικασίας που χρησιμοποιεί η εξωτερική πηγή δεδομένων·

(β)     του εσωτερικού προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος και της σύνθεσης των εξωτερικών δεδομένων.

Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις λιανικής τραπεζικής, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εξωτερικά και εσωτερικά δεδομένα αναφοράς. Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν όλες τις πηγές κατάλληλων δεδομένων ως σημεία σύγκρισης.

70. Εάν, για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τις μακροπρόθεσμες μέσες εκτιμήσεις των PD και LGD βάσει μιας εκτίμησης των συνολικών ζημιών και μιας κατάλληλης εκτίμησης του PD ή του LGD, η διαδικασία εκτίμησης των συνολικών ζημιών πληροί τα γενικά πρότυπα του παρόντος Μέρους για την εκτίμηση του PD και του LGD και το αποτέλεσμα είναι συνεπές με την έννοια του LGD που ορίζεται στο σημείο 73.

71. Ανεξάρτητα από το εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί, για τις εσωτερικές εκτιμήσεις των χαρακτηριστικών ζημίας, εξωτερικές, εσωτερικές ή κοινές πηγές δεδομένων ή συνδυασμό των τριών, η υποκείμενη περίοδος ιστορικής παρατήρησης που χρησιμοποιείται είναι τουλάχιστον πέντε έτη για μία τουλάχιστον από τις πηγές αυτές. Εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για οποιαδήποτε πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, χρησιμοποιείται αυτή η μεγαλύτερη περίοδος. Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να μην αποδίδει την ίδια σημασία σε όλα τα ιστορικά δεδομένα εάν μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι τα πλέον πρόσφατα δεδομένα έχουν καλύτερη ικανότητα πρόβλεψης των ποσοστών ζημίας.

72. Τα πιστωτικά ιδρύματα εντοπίζουν και αναλύουν τις αναμενόμενες μεταβολές των παραμέτρων κινδύνου στη διάρκεια ζωής των ανοιγμάτων (εποχικές διακυμάνσεις).

2.2.2. Ειδικές απαιτήσεις για τις εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD

73. Τα πιστωτικά ιδρύματα εκτιμούν το LGD ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων με βάση το μέσο όρο των πραγματοποιηθέντων LGD ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παρατηρηθείσες αθετήσεις για τις διάφορες πηγές δεδομένων (σταθμισμένος μέσος όρος αθετήσεων).

74. Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν εκτιμήσεις του LGD που είναι κατάλληλες για περιόδους οικονομικής επιβράδυνσης εάν οι εκτιμήσεις αυτές είναι πιο συντηρητικές από το μακροπρόθεσμο μέσο όρο. Στο βαθμό που αναμένεται ότι ένα σύστημα διαβάθμισης θα παρέχει διαχρονικά μια σταθερή πραγματική τιμή του LGD ανά βαθμίδα ή ομάδα, τα πιστωτικά ιδρύματα προσαρμόζουν τις εσωτερικές εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου ανά βαθμίδα ή ομάδα προκειμένου να περιορίσουν την επίπτωση της οικονομικής επιβράδυνσης στα ίδια κεφάλαιά τους.

75. Το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει υπόψη το βαθμό ενδεχόμενης εξάρτησης μεταξύ του κινδύνου του οφειλέτη και του κινδύνου της εξασφάλισης ή του παρόχου της εξασφάλισης Οι περιπτώσεις υψηλού βαθμού εξάρτησης αντιμετωπίζονται συντηρητικά.

76. Οι αναντιστοιχίες νομισμάτων μεταξύ της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης και της εξασφάλισης αντιμετωπίζεται συντηρητικά από τα πιστωτικά ιδρύματα στις εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD.

77. Στο βαθμό που λαμβάνουν υπόψη την ύπαρξη εξασφάλισης, οι εκτιμήσεις του LGD δεν βασίζονται αποκλειστικά στην εκτιμώμενη αγοραία αξία της εξασφάλισης. Οι εκτιμήσεις του LGD λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση ενδεχόμενης αδυναμίας του πιστωτικού ιδρύματος να αποκτήσει ταχέως τον έλεγχο της εξασφάλισης και να την ρευστοποιήσει.

78. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις του Παραρτήματος VIII για τις εξασφαλίσεις, δεν λαμβάνει υπόψη στις εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD κανένα ποσό που αναμένεται να εισπραχθεί από εξασφαλίσεις.

79. Στην ειδική περίπτωση των ανοιγμάτων που είναι ήδη σε αθέτηση, το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί την καλύτερη εσωτερική εκτίμηση της αναμενόμενης ζημίας για κάθε άνοιγμα, λαμβανομένων υπόψη των τρεχουσών οικονομικών συνθηκών και το καθεστώς του ανοίγματος.

80. Στο βαθμό που κεφαλαιοποιούνται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων, οι μη καταβληθέντες τόκοι υπερημερίας προστίθενται στη μέτρηση των ανοιγμάτων και των ζημιών του πιστωτικού ιδρύματος.

Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

81. Οι εκτιμήσεις του LGD βασίζονται σε δεδομένα που καλύπτουν ελάχιστη περίοδο επτά ετών για μία τουλάχιστον πηγή δεδομένων. Εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για οποιαδήποτε πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, λαμβάνεται υπόψη αυτή η μεγαλύτερη περίοδος.

Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

82. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 73, οι εκτιμήσεις του LGD μπορούν να βασίζονται στις πραγματοποιηθείσες ζημίες και σε κατάλληλες εκτιμήσεις του PD.

83. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 88, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τις μελλοντικές αναλήψεις είτε στους εσωτερικούς συντελεστές μετατροπής είτε στις εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD.

84. Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις λιανικής τραπεζικής, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εξωτερικά και εσωτερικά δεδομένα αναφοράς για την εκτίμηση του LGD.

85. Οι εκτιμήσεις του LGD βασίζονται σε δεδομένα που καλύπτουν ελάχιστη περίοδο 5 ετών. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 73, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να μην αποδίδει την ίδια σημασία σε όλα τα ιστορικά δεδομένα εάν μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι τα πλέον πρόσφατα δεδομένα έχουν καλύτερη ικανότητα πρόβλεψης των ποσοστών ζημίας.

2.2.3. Ειδικές απαιτήσεις για την εκτίμηση των εσωτερικών συντελεστών μετατροπής

86. Τα πιστωτικά ιδρύματα εκτιμούν τους συντελεστές μετατροπής ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων με βάση το μέσο όρο των πραγματικών συντελεστών μετατροπής ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παρατηρηθείσες αθετήσεις για τις διάφορες πηγές δεδομένων (σταθμισμένος μέσος όρος αθετήσεων).

87. Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν τις εκτιμήσεις συντελεστών μετατροπής που είναι κατάλληλες για περιόδους οικονομικής επιβράδυνσης εάν οι εκτιμήσεις αυτές είναι πιο συντηρητικές από το μακροπρόθεσμο μέσο όρο. Στο βαθμό που αναμένεται ότι ένα σύστημα διαβάθμισης θα παρέχει διαχρονικά σταθερές πραγματικές τιμές συντελεστών μετατροπής ανά βαθμίδα ή ομάδα, τα πιστωτικά ιδρύματα προσαρμόζουν τις εσωτερικές εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου ανά βαθμίδα ή ομάδα προκειμένου να περιορίσουν την επίπτωση της οικονομικής επιβράδυνσης στα ίδια κεφάλαιά τους.

88. Οι εσωτερικές εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής λαμβάνουν υπόψη τη δυνατότητα πρόσθετων αναλήψεων από τον οφειλέτη μέχρι την ημερομηνία ενεργοποίησης της αθέτησης και μετά την ημερομηνία αυτή.

Η εκτίμηση του συντελεστή μετατροπής ενσωματώνει μεγαλύτερο περιθώριο ασφαλείας εάν μπορεί εύλογα να αναμένεται σημαντικότερη θετική συσχέτιση μεταξύ της συχνότητας των αθετήσεων και του τιμής του συντελεστή μετατροπής.

89. Κατά την εκτίμηση των συντελεστών μετατροπής, τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές πολιτικές και στρατηγικές που έχουν υιοθετήσει για τη λογιστική παρακολούθηση και την επεξεργασία των πληρωμών. Λαμβάνουν επίσης υπόψη την ικανότητα και τη βούλησή τους να εμποδίσουν νέες αναλήψεις πριν την αθέτηση πληρωμών, για παράδειγμα σε περίπτωση παραβίασης συμβατικών ρητρών ή άλλων τεχνικών γεγονότα που προσομοιάζουν με αθέτηση.

90. Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν επαρκή συστήματα και διαδικασίες για την παρακολούθηση των ποσών των πιστοδοτήσεων, των τρεχόντων υπολοίπων σε σχέση με τα πιστωτικά όρια και τις μεταβολές των τρεχόντων υπολοίπων ανά οφειλέτη και ανά βαθμίδα. Το πιστωτικό ίδρυμα είναι σε θέση να παρακολουθεί τα τρέχοντα υπόλοιπα σε καθημερινή βάση.

91. Εάν τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν διαφορετικές εκτιμήσεις συντελεστών μετατροπής για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και για εσωτερικούς σκοπούς, τεκμηριώνουν γραπτώς την επιλογή αυτή και αποδεικνύουν τον εύλογο χαρακτήρα της στις αρμόδιες αρχές.

Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών

92. Οι εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής βασίζονται σε δεδομένα που καλύπτουν ελάχιστη περίοδο επτά ετών για τουλάχιστον μία πηγή πληροφοριών. Εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για μια πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, χρησιμοποιείται αυτή η μεγαλύτερη περίοδος.

Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής

93. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 88, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τις μελλοντικές αναλήψεις είτε στους εσωτερικούς συντελεστές μετατροπής είτε στις εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD.

94. Οι εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής βασίζονται σε δεδομένα που καλύπτουν ελάχιστη περίοδο 5 ετών. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 86, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να μην αποδίδει την ίδια σημασία σε όλα τα ιστορικά δεδομένα εάν μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι τα πλέον πρόσφατα δεδομένα έχουν καλύτερη ικανότητα πρόβλεψης των αναλήψεων.

2.2.4. Ελάχιστες απαιτήσεις για την αξιολόγηση της επίπτωσης των εγγυήσεων και των πιστωτικών παράγωγων

Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών για τα οποία χρησιμοποιούνται εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD και ανοίγματα λιανικής τραπεζικής.

95. Οι απαιτήσεις των σημείων 96 έως 103 δεν εφαρμόζονται για τις εγγυήσεις που παρέχονται από ιδρύματα και κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες εάν το πιστωτικό ίδρυμα έχει λάβει άδεια να εφαρμόζει τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 στα ανοίγματα έναντι των οντοτήτων αυτών. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι απαιτήσεις των άρθρων 90 έως 93.

96. Στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, οι απαιτήσεις αυτές εφαρμόζονται επίσης στην ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες, καθώς και στην εκτίμηση του PD.

Αποδεκτοί εγγυητές και αποδεκτές εγγυήσεις

97. Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν σαφώς διατυπωμένα κριτήρια για τα είδη εγγυητών που αποδέχονται για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών.

98. Οι κανόνες που εφαρμόζονται στους αποδεκτούς εγγυητές είναι ίδιοι με εκείνους που ορίζονται για τους οφειλέτες στα σημεία 18 έως 30.

99. Η εγγύηση υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο, δεν μπορεί να ακυρωθεί από τον εγγυητή, ισχύει έως την πλήρη εκπλήρωση της οφειλής (μέχρι του ποσού και για τη διάρκεια ισχύος της εγγύησης) και είναι αντιτάξιμη έναντι του εγγυητή σε κάθε χώρα στην οποία στην οποία αυτός έχει στοιχεία ενεργητικού που μπορούν να κατασχεθούν με δικαστική απόφαση. Με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, μπορούν να αναγνωρίζονται εγγυήσεις που συνοδεύονται από όρους δυνάμει των οποίων ο εγγυητής μπορεί να μην υποχρεωθεί να προβεί σε καταβολή (υπό αίρεση εγγύηση). Το πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει ότι τα κριτήρια ταξινόμησης που εφαρμόζει λαμβάνουν επαρκώς υπόψη κάθε δυνητικό περιορισμό της αποτελεσματικότητας της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου.

Κριτήρια προσαρμογής

100. Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει σαφώς διατυπωμένα κριτήρια προσαρμογής των βαθμίδων, των ομάδων ή των εκτιμήσεων του LGD και, στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής και των αποδεκτών αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, της διαδικασίας ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες, κατά τρόπο ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις των εγγυήσεων για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών. Τα κριτήρια αυτά είναι σύμφωνα με τις ελάχιστες απαιτήσεις των σημείων 18 έως 30.

101. Τα κριτήρια αυτά είναι εύλογα και διαισθητικά. Λαμβάνουν υπόψη την ικανότητα και τη βούληση του εγγυητή να καταβάλει την εγγύηση, την πιθανή ημερομηνία ενδεχόμενων πληρωμών από τον εγγυητή, το βαθμό στον οποίο η ικανότητα καταβολής της εγγύησης από τον εγγυητή συσχετίζεται με την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, καθώς και το βαθμό στον οποίο υπάρχουν ακόμα υπολειπόμενοι κίνδυνοι έναντι του οφειλέτη.

Πιστωτικά παράγωγα

102. Οι ελάχιστες απαιτήσεις του παρόντος Μέρους σχετικά με τις εγγυήσεις εφαρμόζονται επίσης στα πιστωτικά παράγωγα για τη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου μεμονωμένου πιστούχου. Σε περίπτωση αναντιστοιχίας μεταξύ της υποκείμενης υποχρέωσης και της υποχρέωσης αναφοράς του πιστωτικού παράγωγου ή της υποχρέωσης που χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός, εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του Παραρτήματος VIII Μέρος 2 σημείο 20. Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής και τις αποδεκτές αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, το σημείο αυτό εφαρμόζεται στη διαδικασία ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες.

103. Τα κριτήρια λαμβάνουν υπόψη τη διάρθρωση των πληρωμών των πιστωτικών παράγωγων και αξιολογούν συντηρητικά την επίπτωσή της στο επίπεδο και το χρονοδιάγραμμα είσπραξης. Το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει επίσης υπόψη το βαθμό στον οποίο υπάρχουν ακόμα άλλες μορφές υπολειπόμενου κινδύνου.

2.2.5. Ελάχιστες απαιτήσεις για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις

Ασφάλεια δικαίου

104. Η διάρθρωση της πιστοδότησης εξασφαλίζει ότι σε κάθε προβλέψιμη περίσταση το πιστωτικό ίδρυμα είναι ο πραγματικός δικαιούχος και έχει τον πραγματικό έλεγχο κάθε πληρωμής μετρητών από τις εισπρακτέες απαιτήσεις. Εάν ο οφειλέτης πραγματοποιεί πληρωμές απευθείας σε έναν πωλητή ή διαχειριστή, το πιστωτικό ίδρυμα εξακριβώνει τακτικά ότι οι πληρωμές αυτές πραγματοποιούνται στο σύνολό τους και σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους. Ως “διαχειριστής” νοείται μια οντότητα που διαχειρίζεται σε καθημερινή βάση ομάδα αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων ή τα υποκείμενα ανοίγματα. Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν διαδικασίες που εγγυώνται ότι τα δικαιώματά τους επί των εισπρακτέων απαιτήσεων και των πληρωμών μετρητών προστατεύονται έναντι της αναστολής των διώξεων σε διαδικασίες πτώχευσης ή της προβολής νομίμων αξιώσεων που θα μπορούσαν να καθυστερήσουν ουσιωδώς την ρευστοποίηση ή εκχώρηση των εισπρακτέων απαιτήσεων από το δανειστή ή να περιορίσουν να τον έλεγχό του επί των πληρωμών μετρητών.

Αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου

105. Το πιστωτικό ίδρυμα ελέγχει τόσο την ποιότητα των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων όσο και τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πωλητή και του διαχειριστή. Ειδικότερα:

(α)     το πιστωτικό ίδρυμα αξιολογεί τη συσχέτιση μεταξύ της ποιότητας των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων και της χρηματοοικονομικής κατάστασης τόσο του πωλητή όσο και του διαχειριστή, και διαθέτει εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων εξελίξεων και οι οποίες περιλαμβάνουν την ταξινόμηση κάθε πωλητή ή αγοραστή σε εσωτερική διαβάθμιση κινδύνου·

(β)     το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει σαφείς και αποτελεσματικές πολιτικές για τον προσδιορισμό της επιλεξιμότητας του πωλητή και του διαχειριστή. Το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα ή ο εντολοδόχος του επανεξετάζει περιοδικά τους πωλητές και τους διαχειριστές προκειμένου να εξακριβώσει την ακρίβεια των εκθέσεών τους, να εντοπίσει τυχόν απάτες ή λειτουργικές αδυναμίες και να ελέγξει την ποιότητα των πιστοδοτικών πολιτικών του πωλητή και τις εισπρακτικές πολιτικές και διαδικασίες του διαχειριστή. Οι διαπιστώσεις των ελέγχων αυτών τεκμηριώνονται γραπτώς·

(γ)     το πιστωτικό ίδρυμα αξιολογεί τα χαρακτηριστικά των ομάδων αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, και ιδίως τις υπερβάλλουσες προκαταβολές, το ιστορικό καθυστερήσεων πληρωμών, επισφαλών απαιτήσεων και προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις του πωλητή, τους όρους πληρωμής και τους ενδεχόμενους αντιθετικούς λογαριασμούς·

(δ)     το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει αποτελεσματικές πολιτικές και διαδικασίες για τον έλεγχο, σε συνολική βάση, των συγκεντρώσεων κινδύνων σε έναν μόνο οφειλέτη τόσο εντός μιας ομάδας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων όσο και μεταξύ ομάδων·

(ε)     το πιστωτικό ίδρυμα εξασφαλίζει ότι λαμβάνει έγκαιρα από το διαχειριστή επαρκώς λεπτομερείς εκθέσεις σχετικά με την παλαίωση και την απομείωση αξίας των εισπρακτέων απαιτήσεων ώστε να είναι σε θέση να εξακριβώνει την τήρηση των κριτηρίων επιλεξιμότητας του πιστωτικού ιδρύματος και των πολιτικών του όσον αφορά τη χορήγηση προκαταβολών για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις και να μπορεί ελέγχει και να επιβεβαιώνει τους όρους πώλησης που εφαρμόζει ο πωλητής και τις απομειώσεις αξίας.

Αποτελεσματικότητα των συστημάτων αντιμετώπισης προβλημάτων

106. Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει συστήματα και διαδικασίες για τον έγκαιρο εντοπισμό κάθε επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης του πωλητή και της ποιότητας των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων και για την προδραστική αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανακύπτουν. Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει ιδίως σαφείς και αποτελεσματικές πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα πληροφορικής για τον εντοπισμό κάθε παράβασης των συμβατικών όρων, καθώς και σαφείς και αποτελεσματικές πολιτικές και διαδικασίες για την αίτηση ένδικης προστασίας και τη διαχείριση των προβληματικών εισπρακτέων απαιτήσεων.

Αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εξασφαλίσεων, των πιστοδοτήσεων και των χρηματικών διαθεσίμων

107. Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει σαφείς και αποτελεσματικές πολιτικές και διαδικασίες για τον έλεγχο των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, των πιστοδοτήσεων και των χρηματικών διαθεσίμων. Διαθέτει ιδίως γραπτώς τεκμηριωμένες εσωτερικές πολιτικές που διευκρινίζουν όλα τα ουσιώδη στοιχεία των προγραμμάτων απόκτησης εισπρακτέων απαιτήσεων, περιλαμβανομένων των ποσοστών προκαταβολών, των αποδεκτών εξασφαλίσεων, των αναγκαίων εγγράφων, των ορίων συγκέντρωσης και του τρόπου με τον οποίο θα αντιμετωπίζονται τα έσοδα από πληρωμές μετρητών. Τα στοιχεία αυτά λαμβάνουν επαρκώς υπόψη όλους τους κατάλληλους και σημαντικούς παράγοντες, και ιδίως τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πωλητή και του διαχειριστή, τις συγκεντρώσεις κινδύνου και την εξέλιξη της ποιότητας των απαιτήσεων και της πελατειακής βάσης του πωλητή, ενώ τα εσωτερικά συστήματα εγγυώνται ότι τα κεφάλαια εκταμιεύονται μόνο εφόσον έχουν κατατεθεί οι αντίστοιχες εξασφαλίσεις και έγγραφα.

Συμμόρφωση με τις εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες του πιστωτικού ιδρύματος

108. Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει αποτελεσματικές εσωτερικές διαδικασίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με όλες τις εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες. Η διαδικασία περιλαμβάνει ιδίως τακτικούς ελέγχους όλων των κρίσιμων φάσεων του προγράμματος απόκτησης εισπρακτέων απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος, την εξακρίβωση του διαχωρισμού καθηκόντων μεταξύ, αφενός, της αξιολόγησης του πωλητή, του διαχειριστή και του οφειλέτη και, αφετέρου, της αξιολόγησης και του επιτόπιου ελέγχου του πωλητή και του διαχειριστή, καθώς και της αξιολόγησης των υποστηρικτικών τους λειτουργιών με ιδιαίτερη έμφαση στα προσόντα και την εμπειρία του προσωπικού, τον αριθμό του προσωπικού και τα συστήματα πληροφορικής.

3. επικυρωση των εσωτερικων εκτιμησεων

109. Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν εύρωστα συστήματα για την επικύρωση της ακρίβειας και της συνέπειας των συστημάτων και διαδικασιών διαβάθμισης, καθώς και των εκτιμήσεων όλων των κατάλληλων παραμέτρων κινδύνου. Αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές ότι η εσωτερική διαδικασία επικύρωσης τούς επιτρέπει να αξιολογούν με συνεπή και ουσιαστικό τρόπο την αποτελεσματικότητα των εσωτερικών συστημάτων διαβάθμισης και εκτίμησης.

110. Τα πιστωτικά ιδρύματα συγκρίνουν τακτικά τα πραγματικά ποσοστά αθέτησης με τις εκτιμήσεις του PD για κάθε βαθμίδα και, εάν τα πραγματικά ποσοστά αθέτησης είναι εκτός του αναμενόμενου εύρους τιμών για δεδομένη βαθμίδα, αναλύουν ειδικά τους λόγους της απόκλισης. Τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD ή των συντελεστών μετατροπής πραγματοποιούν επίσης ανάλογη ανάλυση για τις εκτιμήσεις αυτές. Οι συγκρίσεις αυτές βασίζονται σε ιστορικά δεδομένα που καλύπτουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περίοδο. Τα πιστωτικά ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς τις μεθόδους και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στις συγκρίσεις αυτές. Οι αναλύσεις τους και η σχετική γραπτή τεκμηρίωση επικαιροποιούνται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

111. Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν επίσης άλλα μέσα ποσοτικής επικύρωσης και συγκρίσεις με κατάλληλες εξωτερικές πηγές δεδομένων. Οι αναλύσεις αυτές βασίζονται σε δεδομένα που είναι προσαρμοσμένα στο σχετικό χαρτοφυλάκιο, επικαιροποιούνται τακτικά και καλύπτουν κατάλληλη περίοδο παρατήρησης. Οι εσωτερικές εκτιμήσεις της αποτελεσματικότητας των συστημάτων διαβάθμισης του πιστωτικού ιδρύματος βασίζονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περίοδο.

112. Οι μέθοδοι και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την ποσοτική επικύρωση είναι συνεπείς διαχρονικά. Κάθε μεταβολή στις μεθόδους εκτίμησης και επικύρωσης και στα δεδομένα (πηγές δεδομένων και καλυπτόμενες περίοδοι) τεκμηριώνεται γραπτώς.

113. Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν εύρωστα εσωτερικά πρότυπα για τις περιπτώσεις στις οποίες οι αποκλίσεις των πραγματικών PD, LGD, συντελεστών μετατροπής και συνολικών ζημιών (όταν χρησιμοποιείται το EL) από τις αναμενόμενες τιμές τους είναι επαρκώς σημαντικές ώστε να τίθεται σε αμφισβήτηση η εγκυρότητα των εκτιμήσεων. Τα πρότυπα αυτά λαμβάνουν υπόψη τους οικονομικούς κύκλους και άλλες παρόμοιες συστηματικές διακυμάνσεις των πραγματικών ποσοστών αθέτησης. Εάν οι πραγματικές τιμές παραμένουν υψηλότερες από τις αναμενόμενες, τα πιστωτικά ιδρύματα αναθεωρούν προς τα πάνω τις εσωτερικές εκτιμήσεις ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά τους ποσοστά αθέτησης και ζημίας.

4. υπολογισμος των σταθμισμενων ποσων των ανοιγματων σε μετοχεσ με τη μεθοδο των εσωτερικων υποδειγματων 4.1. Κεφαλαιακές απαιτήσεις και ποσοτικοποίηση του κινδύνου

114. Για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους, τα πιστωτικά ιδρύματα πληρούν τα ακόλουθα πρότυπα:

(α)     η εκτίμηση της δυνητικής ζημίας είναι ανθεκτική στις δυσμενείς εξελίξεις της αγοράς που επηρεάζουν το μακροπρόθεσμο προφίλ κινδύνου των διαφόρων συμμετοχών του πιστωτικού ιδρύματος. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την απεικόνιση της κατανομής των αποδόσεων αντικατοπτρίζουν τη μεγαλύτερη δειγματική περίοδο για την οποία είναι διαθέσιμα σημαντικά δεδομένα για την απεικόνιση του προφίλ κινδύνου των ανοιγμάτων σε μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος. Τα χρησιμοποιούμενα δεδομένα πρέπει να είναι επαρκή για μια συντηρητική, στατιστικά αξιόπιστη και ανθεκτική εκτίμηση ζημίας που δεν βασίζεται μόνο σε υποκειμενικές ή προσωπικές κρίσεις. Τα πιστωτικά ιδρύματα αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές ότι η διαταραχή που λαμβάνεται ως παραδοχή οδηγεί σε συντηρητική εκτίμηση των δυνητικών ζημιών σε μακροχρόνιο κύκλο αγοράς ή οικονομικό κύκλο. Το πιστωτικό ίδρυμα συνδυάζει εμπειρικές αναλύσεις των διαθέσιμων δεδομένων με προσαρμογές που βασίζονται σε διάφορους παράγοντες προκειμένου να επιτύχει επαρκώς ρεαλιστικά και συντηρητικά αποτελέσματα από τη χρήση του υποδείγματος. Κατά το σχεδιασμό υποδειγμάτων “αξίας σε κίνδυνο” (VaR) για την εκτίμηση των δυνητικών τριμηνιαίων ζημιών τους, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τριμηνιαία δεδομένα ή να μετατρέπουν δεδομένα μικρότερου χρονικού ορίζοντα σε ισοδύναμα τριμηνιαία δεδομένα χρησιμοποιώντας κατάλληλη αναλυτική μέθοδο που στηρίζεται σε εμπειρικά δεδομένα και καλά σχεδιασμένη και τεκμηριωμένη διαδικασία και ανάλυση. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται με σύνεση και διαχρονική συνέπεια. Εάν ο όγκος των διαθέσιμων κατάλληλων δεδομένων είναι περιορισμένος, τα πιστωτικά ιδρύματα προσθέτουν κατάλληλα περιθώρια ασφαλείας·

(β)     τα χρησιμοποιούμενα υποδείγματα καλύπτουν επαρκώς όλους τους σημαντικούς κινδύνους που σχετίζονται με τις αποδόσεις των μετοχών, περιλαμβανομένου του γενικού κινδύνου αγοράς και του ειδικού κινδύνου του χαρτοφυλακίου μετοχών του πιστωτικού ιδρύματος. Εξηγούν επαρκώς τις ιστορικές διακυμάνσεις των τιμών, συλλαμβάνουν τόσο την έκταση όσο και τις μεταβολές της σύνθεσης των δυνητικών συγκεντρώσεων και είναι εύρωστα ως προς τα δυσμενή περιβάλλοντα αγοράς. Ο πληθυσμός των ανοιγμάτων σε μετοχές που αντιπροσωπεύονται στα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τις εκτιμήσεις αντιστοιχεί ή είναι τουλάχιστον συγκρίσιμος με εκείνον των ανοιγμάτων σε μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος·

(γ)     το εσωτερικό υπόδειγμα είναι προσαρμοσμένο στο προφίλ κινδύνου και στη σύνθεση του χαρτοφυλακίου μετοχών του πιστωτικού ιδρύματος. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα κατέχει σημαντικές συμμετοχές των οποίων οι αξίες έχουν εκ φύσεως ισχυρή μη γραμμικότητα, το εσωτερικό υπόδειγμα σχεδιάζεται με τρόπο ώστε να συλλαμβάνει επαρκώς τους κινδύνους που συνδέονται με αυτά τα μέσα·

(δ)     η αντιστοίχιση των μεμονωμένων θέσεων με προσεγγιστικές τιμές, δείκτες αγοράς και παράγοντες κινδύνου είναι εύλογη, διαισθητική και εννοιολογικά άρτια·

(ε)     τα πιστωτικά ιδρύματα αποδεικνύουν με εμπειρικές αναλύσεις την καταλληλότητα των παραγόντων κινδύνου, περιλαμβανομένης της ικανότητάς τους να καλύπτουν τόσο γενικούς όσο και ειδικούς κινδύνους·

(στ)   οι εκτιμήσεις της μεταβλητότητας των αποδόσεων των ανοιγμάτων σε μετοχές ενσωματώνουν όλα τα κατάλληλα και διαθέσιμα δεδομένα, πληροφορίες και μεθόδους. Χρησιμοποιούνται τόσο εσωτερικά δεδομένα που ελέγχονται από ανεξάρτητο τρίτο όσο και δεδομένα από εξωτερικές πηγές (περιλαμβανομένων των δεδομένων από κοινές πηγές)·

(η)     τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν αυστηρό και πλήρες πρόγραμμα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων.

4.2. Διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων και σχετικοί έλεγχοι

115. Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους που εγγυώνται την ακεραιότητα των εσωτερικών υποδειγμάτων που σχεδιάζουν και χρησιμοποιούν για να υπολογίσουν τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις, καθώς και την ακεραιότητα της διαδικασίας υποδειγματοποίησης. Αυτές οι πολιτικές, διαδικασίες και έλεγχοι περιλαμβάνουν:

(α)     την πλήρη ένταξη του υποδείγματος στα συστήματα πληροφορικής συνολικής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και στη διαχείριση των θέσεων σε μετοχές του τραπεζικού χαρτοφυλακίου. Τα εσωτερικά υποδείγματα είναι πλήρως ενταγμένα στην υποδομή διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος, ιδίως εάν χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση και αξιολόγηση της απόδοσης του χαρτοφυλακίου μετοχών (περιλαμβανομένης της προσαρμοσμένης κατά τον κίνδυνο απόδοσης), για την κατανομή οικονομικών ιδίων κεφαλαίων στα ανοίγματα σε μετοχές και για την αξιολόγηση της συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας, καθώς και για τη διαδικασία διαχείρισης των επενδύσεων·

(β)     καθιερωμένα συστήματα, διαδικασίες και ελέγχους διαχείρισης που εγγυώνται την περιοδική και ανεξάρτητη επανεξέταση όλων των στοιχείων της εσωτερικής διαδικασίας υποδειγματοποίσης, περιλαμβανομένης της έγκρισης των αναθεωρήσεων των υποδειγμάτων, την εξακρίβωση των εισαγόμενων παραμέτρων και την ανάλυση των αποτελεσμάτων τους, για παράδειγμα με την απευθείας εξακρίβωση των υπολογισμών κινδύνου. Η επανεξέταση αποσκοπεί στην εκτίμηση της ακρίβειας, πληρότητας και καταλληλότητας των εισαγόμενων παραμέτρων και των αποτελεσμάτων του υποδείγματος και επικεντρώνεται στον εντοπισμό και περιορισμό των δυνητικών σφαλμάτων που σχετίζονται με γνωστές αδυναμίες καθώς και στον εντοπισμό μη γνωστών αδυναμιών του υποδείγματος. Η επανεξέταση μπορεί να πραγματοποιείται από ανεξάρτητη εσωτερική μονάδα ή από ανεξάρτητο τρίτο·

(γ)     κατάλληλα συστήματα και διαδικασίες για την παρακολούθηση των ορίων επενδύσεων και των αναλαμβανόμενων κινδύνων στα ανοίγματα σε μετοχές·

(δ)     μονάδες υπεύθυνες για το σχεδιασμό και την εφαρμογή του υποδείγματος, οι οποίες είναι λειτουργικά ανεξάρτητες από τις μονάδες που είναι υπεύθυνες για τη διαχείριση των μεμονωμένων επενδύσεων·

(ε)     υπεύθυνο προσωπικό με κατάλληλα προσόντα για κάθε πτυχή της διαδικασίας υποδειγματοποίησης. Η διοίκηση διαθέτει στη μονάδα υποδειγματοποίησης επαρκές προσωπικό με τις αναγκαίες γνώσεις και εμπειρία.

4.3. Επικύρωση και τεκμηρίωση

116. Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν εύρωστο σύστημα επικύρωσης της ακρίβειας και της συνέπειας των εσωτερικών τους υποδειγμάτων και της διαδικασίας υποδειγματοποίησης. Όλα τα σημαντικά στοιχεία των εσωτερικών υποδειγμάτων, και των διαδικασιών υποδειγματοποίησης και επικύρωσης τεκμηριώνονται γραπτώς.

117. Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν την εσωτερική διαδικασία επικύρωσης για να αξιολογούν με συνεπή και ουσιαστικό τρόπο την αποτελεσματικότητα των εσωτερικών τους υποδειγμάτων και διαδικασιών.

118. Οι μέθοδοι και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την ποσοτική επικύρωση είναι συνεπή διαχρονικά. Οι μεταβολές στις μεθόδους εκτίμησης και επικύρωσης και στα δεδομένα (πηγές δεδομένων και καλυπτόμενες περίοδοι) να τεκμηριώνονται γραπτώς.

119. Τα πιστωτικά ιδρύματα συγκρίνουν τακτικά τις πραγματικές αποδόσεις των επενδύσεων σε μετοχές (υπολογιζόμενες με βάση τα πραγματοποιηθέντα και μη κέρδη και ζημίες) με τις εκτιμήσεις των υποδειγμάτων. Οι συγκρίσεις αυτές βασίζονται σε ιστορικά δεδομένα που καλύπτουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περίοδο. Τα πιστωτικά ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς τις μεθόδους και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται σε αυτές τις συγκρίσεις. Οι αναλύσεις τους και η σχετική γραπτή τεκμηρίωση επικαιροποιείται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

120. Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν επίσης άλλα μέσα ποσοτικής επικύρωσης και συγκρίσεις με εξωτερικές πηγές δεδομένων. Οι αναλύσεις αυτές βασίζονται σε δεδομένα που είναι προσαρμοσμένα στο σχετικό χαρτοφυλάκιο, επικαιροποιούνται τακτικά και καλύπτουν κατάλληλη περίοδο παρατήρησης. Οι εσωτερικές αξιολογήσεις της αποτελεσματικότητας των υποδειγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων βασίζονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περίοδο.

121. Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν αποτελεσματικά εσωτερικά πρότυπα για την αντιμετώπιση περιπτώσεων στις οποίες οι αποκλίσεις των πραγματικών αποδόσεων των επενδύσεών τους σε μετοχές σε σχέση με τις εκτιμήσεις των υποδειγμάτων θέτουν σε αμφισβήτηση την εγκυρότητα των εκτιμήσεων ή των ίδιων των υποδειγμάτων. Τα πρότυπα αυτά λαμβάνουν υπόψη τους οικονομικούς κύκλους και άλλες παρόμοιες συστηματικές διακυμάνσεις στις αποδόσεις των μετοχών. Όλες οι προσαρμογές που γίνονται στα εσωτερικά υποδείγματα μετά την επανεξέτασή τους τεκμηριώνονται γραπτώς και είναι συνεπείς με τα πρότυπα του πιστωτικού ιδρύματος για την αναθεώρηση των υποδειγμάτων.

122. Τα εσωτερικά υποδείγματα και η διαδικασία υποδειγματοποίησης αποτελούν αντικείμενο γραπτής τεκμηρίωσης στην οποία διευκρινίζονται ιδίως οι ευθύνες των προσώπων που συμμετέχουν στην υποδειγματοποίηση και οι διαδικασίες έγκρισης και αναθεώρησης των υποδειγμάτων.

5. διακυβέρνηση και εποπτεία 5.1. Διακυβέρνηση

123. Όλες οι σημαντικές πτυχές των διαδικασιών διαβάθμισης και εκτίμησης εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο ή από ειδική επιτροπή που διορίζεται από αυτό, καθώς και από τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος. Τα όργανα αυτά γνωρίζουν γενικά το σύστημα διαβάθμισης του πιστωτικού ιδρύματος και κατανοούν πλήρως τις σχετικές με το σύστημα αυτό εκθέσεις διαχείρισης.

124. Η διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο ή ειδική επιτροπή που διορίζεται από αυτό σχετικά με κάθε ουσιαστική μεταβολή των καθιερωμένων πολιτικών ή παρέκκλιση από τις πολιτικές αυτές που αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τη λειτουργία του συστήματος διαβάθμισης του πιστωτικού ιδρύματος.

125. Η διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος κατανοεί πλήρως το σχεδιασμό και τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος διαβάθμισης. Μεριμνά σε μόνιμη βάση για την καλή λειτουργία του. Ενημερώνεται τακτικά από τις μονάδες ελέγχου πιστωτικού κινδύνου για την αποτελεσματικότητα του συστήματος διαβάθμισης, τις πτυχές που πρέπει να βελτιωθούν και την πρόοδο των προσπαθειών για τη βελτίωση των δυσλειτουργιών που έχουν διαπιστωθεί.

126. Η ανάλυση του προφίλ πιστωτικού κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος με βάση τις εσωτερικές διαβαθμίσεις αποτελεί ουσιώδη πτυχή των εκθέσεων διαχείρισης που υποβάλλονται στα όργανα που αναφέρονται ανωτέρω. Οι εκθέσεις αυτές περιλαμβάνουν τουλάχιστον το προφίλ κινδύνου ανά βαθμίδα, τις μεταβολές βαθμίδας διαβάθμισης, τις εκτιμήσεις των κατάλληλων παραμέτρων ανά βαθμίδα και τις συγκρίσεις μεταξύ πραγματικών ποσοστών αθέτησης και εσωτερικών εκτιμήσεων του LGD και των συντελεστών μετατροπής, αφενός και, αφετέρου, των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων. Η συχνότητα των εκθέσεων εξαρτάται από τη σημασία και το είδος των γνωστοποιούμενων πληροφοριών και από το επίπεδο του αποδέκτη τους.

5.2. Έλεγχος του πιστωτικού κινδύνου

127. Η μονάδα ελέγχου πιστωτικού κινδύνου είναι ανεξάρτητη από το προσωπικό και από τα ανώτερα στελέχη που είναι επιφορτισμένα με την έγκριση και ανανέωση των πιστοδοτήσεων και τα οποία αναφέρουν απευθείας στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος. Η μονάδα είναι υπεύθυνη για το σχεδιασμό ή την επιλογή, την εφαρμογή, την εποπτεία και την αποτελεσματικότητα του συστήματος διαβάθμισης. Καταρτίζει και αναλύει τακτικά εκθέσεις σχετικά με τα αποτελέσματα του συστήματος διαβάθμισης.

128. Οι τομείς ευθύνης της μονάδας ή των μονάδων ελέγχου πιστωτικού κινδύνου περιλαμβάνουν:

(α)     τη δοκιμή και τον έλεγχο των βαθμίδων και ομάδων·

(β)     την κατάρτιση και ανάλυση συνοπτικών εκθέσεων σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος διαβάθμισης του πιστωτικού ιδρύματος·

(γ)     την εφαρμογή διαδικασιών για να εξακριβωθεί ότι οι ορισμοί των βαθμίδων και ομάδων εφαρμόζονται με συνέπεια στις διάφορες υπηρεσίες και γεωγραφικές περιοχές·

(δ)     την εξέταση και γραπτή τεκμηρίωση κάθε μεταβολής στη διαδικασία διαβάθμισης, περιλαμβανομένων των λόγων της μεταβολής·

(ε)     την επανεξέταση των κριτηρίων διαβάθμισης για να εκτιμηθεί κατά πόσο διατηρούν ικανότητα πρόβλεψης του κινδύνου. Οι μεταβολές στη διαδικασία και τα κριτήρια διαβάθμισης ή στις μεμονωμένες διαβαθμίσεις τεκμηριώνονται γραπτώς και αρχειοθετούνται·

(στ)   την ενεργό συμμετοχή στο σχεδιασμό, την εφαρμογή και την επικύρωση των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία διαβάθμισης·

(η)     τον έλεγχο και την εποπτεία των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία διαβάθμισης·

(θ)     τη συνεχή επανεξέταση και βελτίωση των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία διαβάθμισης.

129. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 128, τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν κοινές πηγές δεδομένων σύμφωνα με τα σημεία 57 και 58 μπορούν να αναθέτουν σε τρίτους τα ακόλουθα καθήκοντα:

(α)     προετοιμασία κατάλληλων πληροφοριών για τη δοκιμή και τον έλεγχο των βαθμίδων και ομάδων διαβάθμισης·

(β)     σύνταξη συνοπτικών εκθέσεων σχετικά με τη λειτουργία των συστημάτων διαβάθμισης του πιστωτικού ιδρύματος·

(γ)     προετοιμασία κατάλληλων πληροφοριών για την επανεξέταση των κριτηρίων διαβάθμισης προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσο διατηρούν ικανότητα πρόβλεψης του κινδύνου·

(δ)     γραπτή τεκμηρίωση των μεταβολών στη διαδικασία, τα κριτήρια ή τις μεμονωμένες παραμέτρους διαβάθμισης·

(ε)     προετοιμασία κατάλληλων πληροφοριών για τη συνεχή επανεξέταση και βελτίωση των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία διαβάθμισης.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που εφαρμόζουν τις διατάξεις του παρόντος σημείου μεριμνούν ώστε τα αυτοί οι τρίτοι να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές πρόσβαση σε όλες τις κατάλληλες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εξέταση της συμμόρφωσης με τις εφαρμοστέες ελάχιστες απαιτήσεις και δυνατότητα επιτόπιων εξακριβώσεων όπως και στις εγκαταστάσεις του πιστωτικού ιδρύματος.

5.3. Εσωτερικοί έλεγχοι

130. Η μονάδα εσωτερικού ελέγχου επανεξετάζει τουλάχιστον μία φορά το χρόνο το σύστημα διαβάθμισης και τη λειτουργία του, περιλαμβανομένων των εργασιών της υπηρεσίας πιστοδότησης, καθώς και τις εκτιμήσεις των PD, LGD, EL και των συντελεστών μετατροπής. Ελέγχει επίσης τη συμμόρφωση με όλες τις εφαρμοστέες ελάχιστες απαιτήσεις.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII – Μείωση του πιστωτικού κινδύνου Μέρος 1 - Επιλεξιμότητα

1. Στο παρόν μέρος ορίζονται οι αποδεκτές μορφές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου για τους σκοπούς του άρθρου 92.

2. Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος:

ως “πιστοδότηση με εξασφάλιση” νοείται κάθε συναλλαγή που δημιουργεί άνοιγμα καλυπτόμενο από εξασφάλιση που δεν περιλαμβάνει ρήτρα παρέχουσα στο πιστωτικό ίδρυμα το δικαίωμα να λαμβάνει περιθώριο ασφάλισης σε συχνά χρονικά διαστήματα·

ως “συναλλαγή με όρους με όρους κεφαλαιαγοράς” νοείται κάθε συναλλαγή που δημιουργεί άνοιγμα καλυπτόμενο από εξασφάλιση που περιλαμβάνει ρήτρα παρέχουσα στο πιστωτικό ίδρυμα το δικαίωμα να λαμβάνει περιθώριο ασφάλισης σε συχνά χρονικά διαστήματα.

1. χρηματοδοτουμενη πιστωτικη προστασια 1.1. Συμψηφισμός εντός ισολογισμού

3. Ο εντός ισολογισμού συμψηφισμός αμοιβαίων απαιτήσεων μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του αντισυμβαλλομένου του μπορεί αναγνωρίζεται.

4. Με την επιφύλαξη του σημείου 5, η επιλεξιμότητα περιορίζεται στα αμοιβαίως τηρούμενα υπόλοιπα διαθεσίμων στο πιστωτικό ίδρυμα και στον αντισυμβαλλόμενο. Μόνο τα δάνεια και οι καταθέσεις του πιστωτικού ιδρύματος που παρέχει την πιστοδότηση μπορούν να υπόκεινται σε μεταβολή των σταθμισμένων ποσών και, κατά περίπτωση, των ποσών αναμενόμενης ζημίας ως αποτέλεσμα της εφαρμογής σύμβασης συμψηφισμού εντός του ισολογισμού.

1.2. Συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους με όρους κεφαλαιαγοράς

5. Τα πιστωτικά ιδρύματα που υιοθετούν την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων του Μέρους 3 του παρόντος παραρτήματος μπορούν να αναγνωρίζουν τα αποτελέσματα των συμβάσεων διμερούς συμψηφισμού που καλύπτουν συμφωνίες επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς με έναν αντισυμβαλλόμενο. Με την επιφύλαξη του Παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας [93/6/ΕΟΚ], οι λαμβανόμενες εξασφαλίσεις και οι τίτλοι ή εμπορεύματα που λαμβάνονται με δανεισμό στο πλαίσιο τέτοιων συμβάσεων αναγνωρίζονται μόνο εάν πληρούν τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας των εξασφαλίσεων των σημείων 7 έως 11.

1.3. Εξασφαλίσεις

6. Εάν η τεχνική μείωσης του πιστωτικού κινδύνου βασίζεται στο δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος να ρευστοποιεί ή να διακρατεί στοιχεία ενεργητικού, η επιλεξιμότητα εξαρτάται από το εάν τα σταθμισμένα ποσά και, κατά περίπτωση, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας, υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 ή σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89. Η επιλεξιμότητα εξαρτάται επίσης από το εάν χρησιμοποιείται η απλή μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων ή η αναλυτική μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων του Τμήματος 3. Όσον αφορά τις συμβάσεις επαναγοράς και τις συμβάσεις δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων, η επιλεξιμότητα εξαρτάται τέλος από το εάν η συναλλαγή καταχωρείται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ή εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

1.3.1. Επιλεξιμότητα σε όλες τις προσεγγίσεις και μεθόδους

7. Τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή εξασφάλιση σε όλες τις προσεγγίσεις και μεθόδους:

(α)     καταθέσεις μετρητών ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά που τηρούνται στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση·

(β)     χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες και έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση εξωτερικού οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ECAI) ή οργανισμού εξαγωγικών πιστώσεων που αναγνωρίζεται ως αποδεκτό για τους σκοπούς των άρθρων 78 έως 83, την οποία οι αρμόδιες αρχές αντιστοιχίζουν με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 4 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών·

(γ)     χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από ιδρύματα και έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI την οποία οι αρμόδιες αρχές αντιστοιχίζουν με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων·

(δ)     χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από άλλες οντότητες και έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI την οποία οι αρμόδιες αρχές αντιστοιχίζουν με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων·

(ε)     χρεωστικοί τίτλοι που έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI την οποία οι αρμόδιες αρχές αντιστοιχίζουν με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 για τη στάθμιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων·

(στ)   μετοχές ή μετατρέψιμες ομολογίες που περιλαμβάνονται σε σημαντικό δείκτη·

(ζ)     χρυσός.

Για τους σκοπούς του στοιχείου (β), οι “χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες” περιλαμβάνουν:

(i)      τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές τα ανοίγματα έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγονται σύμφωνα με το Παράρτημα VI·

(ii)     τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0% σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83·

(iii)    τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από διεθνείς οργανισμούς στους οποίους εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0% σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83·

Για τους σκοπούς του στοιχείου (γ), οι “χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από ιδρύματα” περιλαμβάνουν:

(i)      τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές τα ανοίγματα έναντι των οποίων δεν αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγονται σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83·

(ii)     τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από οντότητες του δημόσιου τομέα τα ανοίγματα έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83·

(iii)    τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης, εκτός εκείνων στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0% σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83.

8. Οι χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από ιδρύματα οι οποίοι δεν έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή εξασφάλιση εφόσον πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

(α)     είναι διαπραγματεύσιμοι σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο·

(β)     είναι αποδεκτοί ως χρεωστικοί τίτλοι με εξοφλητική προτεραιότητα

(γ)     όλοι οι άλλοι τίτλοι με την ίδια εξοφλητική προτεραιότητα που εκδίδονται από το πιστωτικό ίδρυμα έχουν διαβαθμιστεί από αποδεκτό ECAI με πιστοληπτική αξιολόγηση την οποία οι αρμόδιες αρχές αντιστοιχίζουν με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων ή των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων·

(δ)     το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση δεν διαθέτει καμία πληροφορία που υποδηλώνει ότι η πιστοληπτική αξιολόγηση της έκδοσης θα έπρεπε να είναι χαμηλότερη από εκείνη που αναφέρεται στο στοιχείο (γ)·

(ε)     το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι η εμπορευσιμότητα του σχετικού μέσου στην αγορά είναι επαρκής για τους σκοπούς αυτούς.

9. Τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή εξασφάλιση εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     η τιμή τους ανακοινώνεται δημόσια σε καθημερινή βάση·

(β)     ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων επενδύει αποκλειστικά σε μέσα που αναγνωρίζονται ως αποδεκτά σύμφωνα με τα σημεία 7 και 8.

Η χρήση (ή η δυνητική χρήση) από οργανισμό συλλογικών επενδύσεων παράγωγων μέσων για την αντιστάθμιση των επιτρεπόμενων επενδύσεων δεν εμποδίζει την επιλεξιμότητα των μεριδίων αυτού του οργανισμού.

10. Όσον αφορά τα στοιχεία (β) έως (ε) του σημείου 7, εάν ένας τίτλος έχει λάβει δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από αποδεκτούς ECAI, εφαρμόζεται ή λιγότερο ευνοϊκή αξιολόγηση. Εάν ένας τίτλος έχει λάβει περισσότερες από δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από αποδεκτούς ECAI, εφαρμόζονται οι δύο ευνοϊκότερες αξιολογήσεις. Εάν οι δύο ευνοϊκότερες πιστοληπτικές αξιολογήσεις είναι διαφορετικές, εφαρμόζεται η λιγότερο ευνοϊκή από αυτές.

1.3.2. Συμπληρωματική επιλεξιμότητα στην αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

11. Εκτός από την εξασφάλιση που αναφέρεται στα σημεία 7 έως 10, εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων σύμφωνα με το Μέρος 3, τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή εξασφάλιση:

(α)     μετοχές ή μετατρέψιμα ομόλογα που δεν περιλαμβάνονται σε σημαντικό δείκτη αλλά είναι διαπραγματεύσιμες σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο.

(β)     μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i)      η τιμή τους ανακοινώνεται δημόσια σε καθημερινή βάση· και

(ii)     ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων επενδύει αποκλειστικά σε μέσα που αναγνωρίζονται ως αποδεκτά σύμφωνα με τα σημεία 7 και 8 και στα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο (α) του παρόντος σημείου.

Η χρήση (ή η δυνητική χρήση) από οργανισμό συλλογικών επενδύσεων παράγωγων μέσων για την αντιστάθμιση επιτρεπόμενων επενδύσεων δεν εμποδίζει την επιλεξιμότητα των μεριδίων αυτού του οργανισμού.

1.3.3. Συμπληρωματική επιλεξιμότητα για τους υπολογισμούς των άρθρων 84 έως 89

12. Εκτός από τις εξασφαλίσεις που αναφέρονται ανωτέρω, οι διατάξεις των σημείων 13 έως 22 εφαρμόζονται εάν το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας με τη μέθοδο των άρθρων 84 έως 89:

(α)     Εξασφάλιση με ακίνητα

13. Τα αστικά ακίνητα που κατοικούνται ή εκμισθώνονται ή θα κατοικηθούν ή εκμισθωθούν από τον ιδιοκτήτη και τα εμπορικά ακίνητα, δηλαδή τα γραφεία και οι άλλοι εμπορικοί χώροι, μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή εξασφάλιση εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     η αξία του ακινήτου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την πιστωτική ποιότητα του πιστούχου. Η απαίτηση αυτή δεν αφορά καταστάσεις στις οποίες καθαρά μακροοικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν τόσο την αξία του ακινήτου όσο και την τήρηση των υποχρεώσεων του πιστούχου·

(β)     ο κίνδυνος του πιστούχου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την απόδοση του υποκείμενου ακινήτου ή έργου, αλλά κυρίως από την ικανότητα του πιστούχου να εξοφλήσει το χρέος με έσοδα από άλλες πηγές. Στην περίπτωση αυτή, η εξόφληση του δανείου δεν εξαρτάται ουσιωδώς από ενδεχόμενες χρηματοροές που σχετίζονται με το υποκείμενο ακίνητο που χρησιμοποιείται ως εξασφάλιση.

14. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν επίσης να αναγνωρίζουν ως αποδεκτή εξασφάλιση με αστικά ακίνητα μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν βάσει του φινλανδικού νόμου περί στεγαστικών εταιρειών του 1991 ή βάσει μεταγενέστερης ισοδύναμης νομοθεσίας, προκειμένου περί αστικών ακινήτων τα οποία κατοικούνται ή εκμισθώνονται ή θα κατοικηθούν ή εκμισθωθούν από τον ιδιοκτήτη, εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις.

15. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να επιτρέψουν στα πιστωτικά ιδρύματα να αναγνωρίζουν ως αποδεκτή εξασφάλιση με εμπορικά ακίνητα μετοχές σε φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες που λειτουργούν βάσει του φινλανδικού νόμου περί στεγαστικών εταιρειών του 1991 ή βάσει μεταγενέστερων ισοδύναμης νομοθεσίας, εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις.

16. Οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους μπορούν να απαλλάξουν τα πιστωτικά ιδρύματα από την υποχρέωση συμμόρφωσης με την απαίτηση του σημείου 13 στοιχείο (β) για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με αστικά ακίνητα στο έδαφος του κράτους μέλους, εάν έχουν πεισθεί ότι υπάρχει από μακρού μια καλά αναπτυγμένη σχετική αγορά με ποσοστά ζημίας επαρκώς χαμηλά ώστε να δικαιολογείται η απαλλαγή αυτή. Αυτό δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους που δεν κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής να αναγνωρίζει ως αποδεκτή εξασφάλιση τα αστικά ακίνητα που είναι αποδεκτά σε άλλο κράτος μέλος δυνάμει της απαλλαγής αυτής. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν δημόσια τον τρόπο με τον οποίο κάνουν χρήση της ευχέρειας αυτής.

17. Οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους μπορούν να απαλλάξουν τα πιστωτικά ιδρύματα από την υποχρέωση συμμόρφωσης με την απαίτηση του σημείου 13 στοιχείο (β) για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα στο έδαφος του κράτους μέλους εάν έχουν πεισθεί ότι υπάρχει από μακρού μια καλά αναπτυγμένη σχετική αγορά και ότι τα ποσοστά ζημίας από δάνεια εξασφαλισμένα με εμπορικά ακίνητα πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     οι ζημίες που αντιπροσωπεύουν έως και το 50% της αγοραίας αξίας (ή, κατά περίπτωση και εφόσον είναι χαμηλότερο, το 60% της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου) δεν υπερβαίνουν το 0,3% του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα σε δεδομένο έτος·

(β)     οι συνολικές ζημίες από δάνεια που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα δεν υπερβαίνουν το 0,5% του ανεξόφλητου υπολοίπου αυτών των δανείων σε δεδομένο έτος

18. Εάν μία από τις ανωτέρω δύο προϋποθέσεις δεν πληρούται σε δεδομένο έτος, η αντιμετώπιση αυτή δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί έως ότου οι προϋποθέσεις ικανοποιηθούν σε μεταγενέστερο έτος.

19. Οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους που δεν κάνει χρήση της ευχέρειας απαλλαγής του σημείου 17 μπορούν να αναγνωρίσουν ως αποδεκτή εξασφάλιση εμπορικά ακίνητα που είναι αποδεκτά σε άλλο κράτος μέλος δυνάμει της απαλλαγής αυτής.

(β)     Εισπρακτέες απαιτήσεις

20. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναγνωρίσουν ως αποδεκτές εξασφαλίσεις τις εισπρακτέες απαιτήσεις που συνδέονται με εμπορική(-ές) συναλλαγή(-ές) με αρχική ληκτότητα ενός έτους ή μικρότερη. Εξαιρούνται οι εισπρακτέες απαιτήσεις που συνδέονται με τιτλοποιήσεις, έμμεσες συμμετοχές, πιστωτικά παράγωγα ή ποσά που οφείλονται από συνδεδεμένα μέρη.

(γ)      Άλλες εμπράγματες εξασφαλίσεις

21. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναγνωρίσουν ως αποδεκτές εξασφαλίσεις ενσώματα αγαθά άλλου είδους από εκείνα που αναφέρονται στα σημεία 13 έως 19, εφόσον έχουν πεισθεί ότι:

(α)     υπάρχουν αγορές με ικανοποιητική ρευστότητα για τη γρήγορη και οικονομικά αποτελεσματική ρευστοποίηση της εξασφάλισης· και

(β)     υπάρχουν από μακρού δημόσια διαθέσιμες τιμές για την εξασφάλιση. Το ίδρυμα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η καθαρή τιμή από τη ρευστοποίηση της εξασφάλισης αποκλίνει σημαντικά από αυτές τις αγοραίες τιμές.

(δ)     Χρηματοδοτική μίσθωση

22. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Μέρους 3 σημείο 73, όταν πληρούνται οι απαιτήσεις του Μέρους 2 σημείο 11 τα ανοίγματα από συναλλαγές στις οποίες ένα πιστωτικό ίδρυμα εκμισθώνει ακίνητο σε τρίτο θα αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως τα δάνεια που εξασφαλίζονται με το είδος του ακινήτου που εκμισθώνεται.

1.4. Άλλες μορφές χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας 1.4.1. Καταθέσεις μετρητών ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά που τηρούνται σε τρίτο ίδρυμα

23. Μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή πιστωτική προστασία καταθέσεις μετρητών ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά που τηρούνται σε τρίτο ίδρυμα χωρίς σύμβαση θεματοφυλακής και είναι ενεχυριασμένα στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση.

1.4.2. Ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής ενεχυριασμένα στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση

24. Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής που είναι ενεχυριασμένα στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή πιστωτική προστασία.

1.4.3. Μέσα που εκδίδονται από ίδρυμα με δυνατότητα επαναγοράς σε πρώτη ζήτηση

25. Τα μέσα που εκδίδονται από τρίτο ίδρυμα με δυνατότητα επαναγοράς σε πρώτη ζήτηση από αυτό το ίδρυμα μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτή πιστωτική προστασία.

2. μη χρηματοδοτουμενη πιστωτικη προστασια 2.1. Επιλεξιμότητα των παρόχων προστασίας σε όλες τις προσεγγίσεις

26. Τα ακόλουθα μέρη μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτοί παροχείς μη χρηματοδοτούμενης προστασίας:

(α)     κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες·

(β)     περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές·

(γ)     πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης·

(δ)     διεθνείς οργανισμοί στα ανοίγματα έναντι των οποίων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0% σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83·

(ε)     οντότητες του δημόσιου τομέα οι απαιτήσεις έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται από τις αρμόδιες αρχές ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83·

(στ)   ιδρύματα·

(ζ)     άλλες επιχειρήσεις, περιλαμβανομένης της μητρικής, των θυγατρικών και των συνδεδεμένων επιχειρήσεων του πιστωτικού ιδρύματος, εφόσον

(i)      έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI την οποία οι αρμόδιες αρχές αντιστοιχίζουν με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 2 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες στάθμισης των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων των άρθρων 78 έως 83·

(ii)     στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με τα άρθρα 84 και 89, δεν έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI αλλά τους αποδίδεται με εσωτερική διαβάθμιση πιθανότητα αθέτησης ισοδύναμη με εκείνη που αντιστοιχεί στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ECAI που αντιστοιχίζονται από τις αρμόδιες αρχές με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 2 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων.

27. Εάν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89, ο εγγυητής είναι αποδεκτός μόνον εάν αποτελεί αντικείμενο εσωτερικής διαβάθμισης από το πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος VII Μέρος 4.

28. Κατά παρέκκλιση από το σημείο 26, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να αναγνωρίζουν ως αποδεκτούς παροχείς μη χρηματοδοτούμενης προστασίας άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την έγκριση και εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τα οποία υπόκεινται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα.

3. ειδη πιστωτικων παραγωγων

29. Τα ακόλουθα είδη πιστωτικών παράγωγων και μέσων που μπορούν να συντεθούν από αυτά τα πιστωτικά παράγωγα ή έχουν τα ίδια οικονομικά αποτελέσματα, μπορούν να αναγνωρίζονται ως αποδεκτά.

(α)     συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (credit default swaps)·

(β)     συμβάσεις ανταλλαγής συνολικής απόδοσης (total return swaps)·

(γ)     ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου (credit linked notes), στο βαθμό που χρηματοδοτούνται με μετρητά.

30. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα αγοράζει πιστωτική προστασία με σύμβαση ανταλλαγής συνολικής απόδοσης και καταχωρεί τα καθαρά ποσά που λαμβάνει από τη σύμβαση ανταλλαγής ως καθαρό εισόδημα χωρίς αντίστοιχη μείωση της αξίας του προστατευόμενου στοιχείου ενεργητικού (είτε με μείωση της εύλογης αξίας είτε με αύξηση αποθεματικών), η πιστωτική προστασία δεν αναγνωρίζεται.

3.1. Εσωτερικές αντισταθμίσεις

31. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα πραγματοποιεί εσωτερική αντιστάθμιση χρησιμοποιώντας πιστωτικό παράγωγο - δηλαδή εάν αντισταθμίζει τον πιστωτικό κίνδυνο ανοίγματος που δεν περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών με πιστωτικό παράγωγο που περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών – η προστασία αναγνωρίζεται για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος μόνον εφόσον ο μεταφερόμενος στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών κίνδυνος αναλαμβάνεται από τρίτο ή τρίτους. Στις περιπτώσεις αυτές, με την επιφύλαξη της συμφωνίας της μεταφοράς αυτής με τις απαιτήσεις του παρόντος παραρτήματος για την αναγνώριση της μείωσης κινδύνου, εφαρμόζονται οι κανόνες των Μερών 3 έως 6 για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας.

Μέρος 2 – Ελάχιστες απαιτήσεις

1. Το πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι διαθέτει κατάλληλες διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων που του επιτρέπουν να ελέγχει τους κινδύνους στους οποίες ενδέχεται να εκτεθεί ως αποτέλεσμα της εφαρμογής πρακτικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου.

2. Ανεξάρτητα από το εάν υπάρχει μείωση του πιστωτικού κινδύνου που αναγνωρίζεται για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και, κατά περίπτωση, των ποσών αναμενόμενης ζημίας, τα πιστωτικά ιδρύματα συνεχίζουν να αξιολογούν πλήρως τον πιστωτικό κίνδυνο του υποκείμενου ανοίγματος και είναι σε θέση να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές ότι συμμορφώνονται με την απαίτηση αυτή. Στην περίπτωση των συναλλαγών επαναγοράς και/ή δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων, το υποκείμενο άνοιγμα ισούται, μόνο για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, με το καθαρό ποσό του ανοίγματος.

4. χρηματοδοτουμενη πιστωτικη προστασια 4.1. Συμψηφισμός εντός του ισολογισμού (εκτός των συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς, δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς)

3. Οι συμβάσεις συμψηφισμού εντός ισολογισμού – πλην των συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς – αναγνωρίζονται για τους σκοπούς των άρθρων 90 έως 93 εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     οι συμβάσεις έχουν ορθή νομική βάση και είναι εκτελεστές βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή πτώχευσης ενός αντισυμβαλλομένου·

(β)     το πιστωτικό ίδρυμα είναι σε θέση να προσδιορίζει ανά πάσα στιγμή τις απαιτήσεις και υποχρεώσεις που αποτελούν αντικείμενο της σύμβασης συμψηφισμού·

(γ)     το πιστωτικό ίδρυμα παρακολουθεί και ελέγχει τους κινδύνους που συνδέονται με την παύση της πιστωτικής προστασίας·

(δ)     το πιστωτικό ίδρυμα παρακολουθεί και ελέγχει τα σχετικά ανοίγματα σε καθαρή βάση.

4.2. Συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς

4. Οι συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς αναγνωρίζονται για τους σκοπούς των άρθρων 90 έως 93 εάν:

(α)     έχουν ορθή νομική βάση και είναι εκτελεστές βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή πτώχευσης του αντισυμβαλλομένου·

(β)     παρέχουν στο μέλος που δεν αθέτησε την υποχρέωσή του, το δικαίωμα να τερματίσει και να κλείσει ταχέως όλες τις συναλλαγές που υπάγονται στις συμβάσεις αυτές σε περίπτωση αθέτησης από αντισυμβαλλόμενο, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή πτώχευσής του·

(γ)     επιτρέπουν το συμψηφισμό κερδών και ζημιών από συναλλαγές που κλείνουν βάσει σύμβασης-πλαισίου κατά τρόπο ώστε το ένα μέρος να οφείλει στο άλλο μόνο ένα καθαρό ποσό.

5. Επιπλέον, πρέπει να πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις του σημείου 6 για την αναγνώριση των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων στο πλαίσιο της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων.

4.3. Χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις 4.3.1. Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων σε όλες τις προσεγγίσεις και μεθόδους

6. Για την αναγνώριση των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων και του χρυσού πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     Χαμηλή συσχέτιση

Δεν πρέπει να υπάρχει σημαντική θετική συσχέτιση μεταξύ της πιστωτικής ποιότητας του οφειλέτη και της αξίας της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης.

Οι τίτλοι που εκδίδονται από τον οφειλέτη ή από συνδεδεμένη με αυτόν οντότητα του ιδίου ομίλου δεν είναι αποδεκτοί.

(β)     Ασφάλεια δικαίου

Τα πιστωτικά ιδρύματα εκπληρώνουν όλες τις συμβατικές και κανονιστικές απαιτήσεις και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι μπορούν να επικαλεσθούν τις συμβάσεις χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων βάσει της νομοθεσίας που εφαρμόζεται στα δικαιώματά τους από αυτές τις εξασφαλίσεις.

Τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν προβεί σε επαρκή νομική εξέταση που επιβεβαίωσε ότι οι συμβάσεις εξασφάλισης είναι εκτελεστές σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία. Προβαίνουν κατά περίπτωση σε νέα νομική εξέταση για να επιβεβαιώσουν ότι οι συμβάσεις εξακολουθούν να είναι εκτελεστές.

(β)     Λειτουργικές απαιτήσεις

Οι συμβάσεις χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων είναι δεόντως και γραπτώς τεκμηριωμένες και περιλαμβάνουν σαφή και αξιόπιστη διαδικασία για την ταχεία ρευστοποίηση της εξασφάλισης.

Τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν αποτελεσματικές διαδικασίες και μηχανισμούς για τον έλεγχο των κινδύνων από τη χρήση εξασφαλίσεων – περιλαμβανομένου του κινδύνου απώλειας ή μείωσης της πιστωτικής προστασίας, του κινδύνου αποτίμησης, του κινδύνου παύσης της πιστωτικής προστασίας και του κινδύνου συγκέντρωσης, οι οποίοι απορρέουν από τη χρήση εξασφαλίσεων και από την αλληλεπίδραση με το συνολικό προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος.

Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και πρακτικές για τα είδη και τα ποσά των εξασφαλίσεων που αποδέχονται.

Τα πιστωτικά ιδρύματα υπολογίζουν την αγοραία αξία των εξασφαλίσεων και την αναπροσαρμόζουν τουλάχιστον κάθε έξι μήνες και κάθε φορά που έχουν λόγους να πιστεύουν ότι η αγοραία αξία των εξασφαλίσεων έχει μειωθεί σημαντικά.

Εάν η εξασφάλιση κρατείται σε τρίτο, το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει ότι το τρίτο μέρος απομονώνει την εξασφάλιση από τα δικά του στοιχεία ενεργητικού.

4.3.2. Συμπληρωματικές ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων στην απλή μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

7. Επιπλέον των απαιτήσεων του σημείου 6, η προστασία δεν αναγνωρίζεται στην απλή μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων παρά μόνο εάν έχει εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον ίση με την εναπομένουσα ληκτότητα του ανοίγματος.

4.4. Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση των εξασφαλίσεων με ακίνητα

8. Οι εξασφαλίσεις με ακίνητα αναγνωρίζονται εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     Ασφάλεια δικαίου

Η υποθήκη ή άλλο βάρος πρέπει να είναι εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία και να έχει εγγραφεί ορθά και έγκαιρα. Η σύμβαση κατοχυρώνει πλήρη εμπράγματη ασφάλεια (δηλαδή έχουν τηρηθεί όλες οι νομικές απαιτήσεις για τη σύστασή της). Η σύμβαση εξασφάλισης και η σχετική νομική διαδικασία επιτρέπουν στο πιστωτικό ίδρυμα να ικανοποιήσει σε εύλογο χρόνο την απαίτησή του με τη ρευστοποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου.

(β)     Έλεγχος της αξίας του ακινήτου

Η αξία του ακινήτου ελέγχεται τακτικά και τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Πιο συχνές αποτιμήσεις πραγματοποιούνται εάν οι όροι της αγοράς υπόκεινται σε συχνές μεταβολές. Μπορούν να χρησιμοποιούνται στατιστικές μέθοδοι για την αποτίμηση των ακινήτων και για τον εντοπισμό των ακινήτων που πρέπει να αποτιμηθούν. Η αποτίμηση γίνεται από ανεξάρτητο εκτιμητή εάν υπάρχουν πληροφορίες ότι η αξία του ακινήτου ενδέχεται να έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με τις γενικές τιμές της αγοράς. Για δάνεια που υπερβαίνουν τα 3 εκατ. EUR ή το 5% των ιδίων κεφαλαίων, το ακίνητο αποτιμάται από ανεξάρτητο εκτιμητή τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια.

Ως “ανεξάρτητος εκτιμητής” νοείται πρόσωπο που έχει τα απαιτούμενα προσόντα, ικανότητα και εμπειρία και είναι ανεξάρτητος από τη διαδικασία πιστοδοτικών αποφάσεων.

(γ)     Έγγραφη τεκμηρίωση

Τα είδη αστικών και εμπορικών ακινήτων που γίνονται δεκτά από το πιστωτικό ίδρυμα και οι σχετικές πιστοδοτικές πολιτικές του τεκμηριώνονται σαφώς και γραπτώς.

(δ)     Ασφάλιση

Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει διαδικασίες που του επιτρέπουν να ελέγχει εάν το ακίνητο που λαμβάνεται ως προστασία καλύπτεται επαρκώς από ασφάλιση ζημιών.

4.5. Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση των εξασφαλίσεων με εισπρακτέες απαιτήσεις

9. Οι εξασφαλίσεις με εισπρακτέες απαιτήσεις αναγνωρίζονται εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     Ασφάλεια δικαίου

(i)      Η νομική πράξη με την οποία παρέχεται η εξασφάλιση είναι συμπαγής και αποτελεσματική και διασφαλίζει ότι ο δανειστής έχει σαφή δικαιώματα επί των καταβαλλομένων ποσών.

(ii)     Τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις των οικείων κρατών ως προς το αντιτάξιμο των δικαιωμάτων τους από την εξασφάλιση. Υπάρχει πλαίσιο που επιτρέπει στο δανειστή να έχει απαίτηση πρώτης προτεραιότητας στην εξασφάλιση, με την επιφύλαξη της ευχέρειας του οικείου κράτους να κατατάξει την απαίτηση αυτή μετά τις απαιτήσεις των προνομιούχων πιστωτών που προβλέπονται στις νομοθετικές ή εκτελεστικές διατάξεις του.

(iii)    Τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν προβεί σε επαρκή νομική εξέταση που επιβεβαίωσε ότι οι συμβάσεις εξασφάλισης είναι εκτελεστές σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία,

(iv)    Οι συμβάσεις εξασφάλισης είναι δεόντως και γραπτώς τεκμηριωμένες και περιλαμβάνουν σαφή και αξιόπιστη διαδικασία ταχείας ρευστοποίησης της εξασφάλισης. Οι διαδικασίες των πιστωτικών ιδρυμάτων κατοχυρώνουν την τήρηση όλων των νομικών απαιτήσεων για την κήρυξη του πελάτη σε αθέτηση υποχρέωσης και την ταχεία ρευστοποίηση της εξασφάλισης. Σε περίπτωση χρηματοοικονομικών δυσχερειών του πιστούχου ή αθέτησης της υποχρέωσής του, το πιστωτικό ίδρυμα έχει νόμιμη εξουσία να πωλήσει ή να εκχωρήσει σε τρίτους τις εισπρακτέες απαιτήσεις χωρίς τη συναίνεση των οφειλετών των εισπρακτέων απαιτήσεων.

(β)     Διαχείριση κινδύνων

(i)      Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει αποτελεσματική διαδικασία εκτίμησης του πιστωτικού κινδύνου από εισπρακτέες απαιτήσεις. Η διαδικασία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων αναλύσεις της δραστηριότητας και του επιχειρηματικού τομέα του πιστούχου και των κατηγοριών πελατών με τους αυτός οποίους συναλλάσσεται. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα βασίζεται στην εκτίμηση του πιστούχου για τον προσδιορισμό του πιστωτικού κινδύνου των πελατών, επανεξετάζει τις πιστωτικές πρακτικές του πιστούχου για να εξακριβώσει την επάρκεια και την αξιοπιστία τους.

(ii)     Το περιθώριο μεταξύ ποσού του ανοίγματος και αξίας των εισπρακτέων απαιτήσεων πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, περιλαμβανομένου του κόστους είσπραξης, της συγκέντρωσης στην ομάδα εισπρακτέων απαιτήσεων που έχει ενεχυριάσει μεμονωμένος δανειολήπτης και του δυνητικού κινδύνου συγκέντρωσης στο σύνολο των ανοιγμάτων του πιστωτικού ιδρύματος πέραν εκείνου που ελέγχεται με τη γενική μεθοδολογία του. Το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει διαδικασία συνεχούς ελέγχου προσαρμοσμένη στις εισπρακτέες απαιτήσεις. Ελέγχεται η τήρηση των συνολικών ορίων συγκέντρωσης του πιστωτικού ιδρύματος. Επιπλέον, ελέγχεται τακτικά η συμμόρφωση με τις ρήτρες των δανείων, τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς και τις λοιπές νομικές απαιτήσεις.

(iii)    Οι εισπρακτέες απαιτήσεις που ενεχυριάζονται από τον πιστούχο είναι επαρκώς διαφοροποιημένες και δεν συσχετίζονται σημαντικά με αυτόν. Σε περίπτωση σημαντικής θετικής συσχέτισης, οι συνδεδεμένοι κίνδυνοι λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό περιθωρίων για την ομάδα εξασφαλίσεων στο σύνολό της.

(iv)    Οι εισπρακτέες απαιτήσεις από μέρη συνδεδεμένα με τον πιστούχο (περιλαμβανομένων των θυγατρικών και των υπαλλήλων του) δεν αναγνωρίζονται ως παράγοντες μείωσης του κινδύνου.

(v)     Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει γραπτώς τεκμηριωμένη διαδικασία για την είσπραξη των οφειλόμενων ποσών σε καταστάσεις κρίσεις. Οι αναγκαίες διαδικασίες είσπραξης είναι διαθέσιμες ακόμα και εάν το πιστωτικό ίδρυμα βασίζεται κανονικά στον πιστούχο για τις εισπράξεις.

4.6. Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση άλλων εμπράγματων εξασφαλίσεων

10. Οι λοιπές εμπράγματες εξασφαλίσεις αναγνωρίζονται εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     η σύμβαση εξασφάλισης είναι εκτελεστή σύμφωνα με όλες τις εφαρμοστέες νομοθεσίες και επιτρέπει στο πιστωτικό ίδρυμα να ικανοποιήσει σε εύλογο χρόνο την απαίτησή του με τη ρευστοποίηση του βεβαρυμένου αγαθού·

(β)     με μόνη εξαίρεση τις αποδεκτές προνομιούχες απαιτήσεις του σημείου 9 στοιχείο (α)(ii), είναι αποδεκτά μόνο δικαιώματα ή βάρη πρώτης τάξης επί των εξασφαλίσεων. Το πιστωτικό ίδρυμα έχει συνεπώς προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων δανειστών επί του προϊόντος της ρευστοποίησης της εξασφάλισης·

(γ)     η αξία του αγαθού ελέγχεται τακτικά και τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Πιο συχνές αποτιμήσεις πραγματοποιούνται εάν οι όροι της αγοράς υπόκεινται σε συχνές μεταβολές·

(δ)     η σύμβαση δανείου περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή της εξασφάλισης και του τρόπου και της συχνότητας των αναπροσαρμογών αξίας·

(ε)     τα είδη εμπράγματης εξασφάλισης που είναι αποδεκτά από τα πιστωτικά ιδρύματα και οι πολιτικές και πρακτικές για το κατάλληλο ποσό κάθε είδους εξασφάλισης σε σχέση με το ποσό του ανοίγματος διευκρινίζονται σαφώς στις γραπτώς τεκμηριωμένες εσωτερικές πιστοδοτικές πολιτικές και διαδικασίες που είναι διαθέσιμες για εξέταση·

(στ)   οι πολιτικές του πιστωτικού ιδρύματος για τη διάρθρωση της συναλλαγής καθορίζουν κατάλληλες απαιτήσεις εξασφάλισης σε συνάρτηση με το ποσό του ανοίγματος, την ικανότητα ταχείας ρευστοποίησης της εξασφάλισης, την ικανότητα αντικειμενικού προσδιορισμού μιας τιμής ή αγοραίας αξίας, τη συχνότητα με την οποία μπορεί να προσδιοριστεί άμεσα η αξία της εξασφάλισης (ιδίως με επαγγελματική εκτίμηση ή αποτίμηση) και τη μεταβλητότητα της αξίας της εξασφάλισης·

(ζ)     τόσο η αρχική αποτίμηση όσο και οι αναπροσαρμογές αξίας λαμβάνουν πλήρως υπόψη κάθε επιδείνωση ή παλαίωση του βεβαρυμένου αγαθού. Κατά την αποτίμηση και την αναπροσαρμογή αξίας δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στις επιπτώσεις που έχει η πάροδος του χρόνου στις εξασφαλίσεις που επηρεάζονται από τη μόδα ή συνδέονται με συγκεκριμένες ημερομηνίες·

(η)     το πιστωτικό ίδρυμα έχει δικαίωμα φυσικής επιθεώρησης του αγαθού. Διαθέτει πολιτικές και διαδικασίες για την άσκηση του δικαιώματος αυτού·

(θ)     το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει διαδικασίες που του επιτρέπουν να ελέγχει εάν το αγαθό που λαμβάνεται ως προστασία καλύπτεται επαρκώς από ασφάλιση ζημιών.

4.7. Ελάχιστες απαιτήσεις για την αντιμετώπιση των ανοιγμάτων από συναλλαγές χρηματοδοτική μίσθωσης ως εξασφαλισμένων ανοιγμάτων

11. Τα ανοίγματα από συναλλαγές χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα εξασφαλισμένα με το είδος του εκμισθούμενου περιουσιακού στοιχείου εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     πληρούνται οι προϋποθέσεις των σημείων 8 έως 10, κατά περίπτωση, για την αναγνώριση του είδους περιουσιακού στοιχείου που εκμισθώνεται ως εξασφάλιση·

(β)     ο εκμισθωτής διαθέτει αποτελεσματικό πλαίσιο διαχείρισης των κινδύνων που σχετίζονται με τον τόπο του περιουσιακού στοιχείου, τη χρήση του, την παλαιότητά του και την προγραμματισμένη παλαίωσή του·

(γ)     υπάρχει συμπαγές νομικό πλαίσιο που κατοχυρώνει τη νόμιμη κυριότητα του εκμισθωτή επί του περιουσιακού στοιχείου και την ικανότητά του να ασκήσει τα δικαιώματα κυριότητάς του σε εύθετο χρόνο·

(δ)     η διαφορά μεταξύ του συντελεστή απόσβεσης του περιουσιακού στοιχείου και του συντελεστή απόσβεσης των μισθωμάτων δεν πρέπει να είναι τόσο μεγάλη ώστε να οδηγεί σε υπερεκτίμηση της μείωσης κινδύνου που αποδίδεται στο εκμισθούμενο περιουσιακό στοιχείο.

4.8. Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση άλλων μορφών μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας 4.8.1. Καταθέσεις μετρητών ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά που τηρούνται σε τρίτο ίδρυμα

12. Η προστασία που αναφέρεται στο Μέρος 1 σημείο 23 είναι αποδεκτή για την αντιμετώπιση του Μέρους 3 σημείο 80 εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     η απαίτηση του πιστούχου έναντι του τρίτου ιδρύματος ενεχυριάζεται ανοικτά ή εκχωρείται στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση·

(β)     η ενεχυρίαση ή εκχώρηση κοινοποιείται στο τρίτο ίδρυμα·

(γ)     ως αποτέλεσμα της ανωτέρω κοινοποίησης, το τρίτο ίδρυμα δεν μπορεί ν πραγματοποιεί πληρωμές παρά μόνο στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση ή σε άλλα μέρη που εξουσιοδοτούνται από αυτό·

(δ)     το ενέχυρο ή η εκχώρηση δεν υπόκειται σε αίρεση ή ανάκληση.

4.8.2. Ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής ενεχυριασμένα στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση

13. Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής που έχουν ενεχυριαστεί στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση αναγνωρίζονται εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     η επιχείρηση που παρέχει την ασφάλιση ζωής μπορεί να αναγνωρίζεται ως πάροχος μη χρηματοδοτούμενης προστασίας σύμφωνα με το Μέρος 1 σημείο 26·

(β)     το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής ενεχυριάζεται ανοικτά ή εκχωρείται στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση·

(γ)     η ενεχυρίαση ή εκχώρηση κοινοποιείται στην επιχείρηση που παρέχει την ασφάλιση ζωής, η οποία δεν δύναται μετά την κοινοποίηση αυτή να καταγγείλει το ασφαλιστήριο ή να καταβάλει ποσά που οφείλονται βάσει του ασφαλιστηρίου χωρίς τη συναίνεση του πιστωτικού ιδρύματος που παρέχει την πιστοδότηση·

(δ)     το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής έχει δηλωμένη αξία εξαγοράς, το ποσό της οποίας δεν μπορεί να μειωθεί·

(ε)     το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση έχει το δικαίωμα να καταγγείλει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και να λάβει σε εύθετο χρόνο την αξία εξαγοράς σε περίπτωση αθέτησης του πιστούχου·

(στ)   το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση ενημερώνεται από τον κάτοχο του συμβολαίου για κάθε περίπτωση μη πληρωμής στο πλαίσιο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής·

(ζ)     η πιστωτική προστασία παρέχεται για όλη τη διάρκεια του δανείου· και

(η)     το ενέχυρο είναι εκτελεστό σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία.

5. μη χρηματοδοτουμενη πιστωτικη προστασια και ομολογα συνδεομενα με τον πιστωτικο κινδυνο υποκειμενου μεσου 5.1. Κοινές απαιτήσεις για τις εγγυήσεις και τα πιστωτικά παράγωγα

14. Με την επιφύλαξη του σημείου 16, η πιστωτική προστασία που απορρέει από εγγύηση ή πιστωτικό παράγωγο αναγνωρίζεται εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     η πιστωτική προστασία είναι άμεση·

(β)     η έκταση της πιστωτικής προστασίας ορίζεται σαφώς και αμετάκλητα·

(γ)     η σύμβαση πιστωτικής προστασίας δεν περιέχει καμία ρήτρα της οποίας η τήρηση είναι εκτός του ελέγχου του πιστοδότη και η οποία:

(i)      θα επέτρεπε στον πάροχο της προστασίας να την καταγγείλει μονομερώς,

(ii)     θα αύξανε το πραγματικό κόστος της προστασίας σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας του προστατευόμενου ανοίγματος,

(iii)    θα μπορούσε να απαλλάξει τον πάροχο της προστασίας από την υποχρέωση να πραγματοποιήσει σε εύθετο χρόνο τις πληρωμές εάν ο αρχικός οφειλέτης δεν καταβάλει τις οφειλόμενες πληρωμές, ή

(iv)    θα επέτρεπε στον πάροχο της πιστωτικής προστασίας να μειώσει τη ληκτότητά της

(δ)     είναι εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία.

5.1.1. Λειτουργικές απαιτήσεις

15. Το πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι διαθέτει συστήματα για τη διαχείριση κάθε δυνητικής συγκέντρωσης κινδύνου από τις εγγυήσεις ή τα πιστωτικά παράγωγα που χρησιμοποιεί. Το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να είναι σε θέσει να καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η στρατηγική του όσον αφορά τη χρήση πιστωτικών παράγωγων και εγγυήσεων αλληλεπιδρά με τη διαχείριση του συνολικού του προφίλ κινδύνου.

5.2. Αντεγγυήσεις του κράτους και άλλων οντοτήτων του δημόσιου τομέα

16. Εάν το άνοιγμα προστατεύεται από εγγύηση που είναι αντεγγύηση κεντρικής κυβέρνησης ή κεντρικής τράπεζας, περιφερειακής κυβέρνησης ή τοπικής αρχής οι απαιτήσεις έναντι της οποίας αντιμετωπίζονται σαν απαιτήσεις έναντι του κράτους στο έδαφος του οποίου αυτή είναι εγκατεστημένη σύμφωνα με τα άρθρα των άρθρων 78 έως 83, πολυμερούς τράπεζας ανάπτυξης στην οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0% σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, ή οντότητας του δημόσιου τομέα οι απαιτήσεις έναντι της οποίας αντιμετωπίζονται ως απαιτήσεις έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, το άνοιγμα μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν να προστατεύεται από εγγύηση που παρέχεται από την εν λόγω οντότητα εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     η αντεγγύηση καλύπτει όλα τα στοιχεία πιστωτικού κινδύνου της απαίτησης·

(β)     τόσο η αρχική εγγύηση όσο και η αντεγγύηση πληρούν τις απαιτήσεις των σημείων 14, 15 και 17 για τις εγγυήσεις, με μόνη εξαίρεση ότι η αντεγγύηση μπορεί να μην είναι άμεση·

(γ)     οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί ότι η παρεχόμενη κάλυψη είναι αποτελεσματική και ότι κανένα ιστορικό δεδομένο δεν υποδηλώνει ότι η κάλυψη που παρέχει η αντεγγύηση δεν είναι στην πραγματικότητα ισοδύναμη με εκείνη της άμεσης εγγύησης της εν λόγω οντότητας.

5.3. Συμπληρωματικές απαιτήσεις για την αναγνώριση των εγγυήσεων

17. Η εγγύηση αναγνωρίζεται εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     αμέσως μετά την αθέτηση/μη πληρωμή που ενεργοποιεί την εγγύηση, το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση έχει το δικαίωμα να ενάγει τον εγγυητή εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και να ζητήσει την καταβολή κάθε ποσού που οφείλεται βάσει της απαίτησης. Η καταβολή από τον εγγυητή δεν υπόκειται σε ένσταση κατά του πιστωτικού ιδρύματος που παρέχει την πιστοδότηση προκειμένου να στραφεί πρώτα κατά του οφειλέτη·

(β)     η εγγύηση αποτελεί ρητή και γραπτώς τεκμηριωμένη υποχρέωση που αναλαμβάνει ο εγγυητής·

(γ)     με την επιφύλαξη της επόμενης φράσης, η εγγύηση καλύπτει όλα τα είδη πληρωμών που αναμένεται να πραγματοποιήσει ο οφειλέτης για την εκπλήρωση της απαίτησης. Εάν ορισμένα είδη πληρωμών εξαιρούνται από την εγγύηση, η αναγνωρισμένη αξία της εγγύησης προσαρμόζεται για να ληφθεί υπόψη ο περιορισμός της κάλυψης.

18. Στην περίπτωση των εγγυήσεων που παρέχονται στο πλαίσιο συστημάτων αμοιβαίων εγγυήσεων που αναγνωρίζονται για τους σκοπούς αυτούς από τις αρμόδιες αρχές ή των εγγυήσεων που παρέχονται ή καλύπτονται από την αντεγγύηση των οντοτήτων του σημείου 16, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι απαιτήσεις του στοιχείου (α) ικανοποιούνται εάν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί ότι το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση έχει το δικαίωμα να λάβει σε εύθετο χρόνο από τον εγγυητή προσωρινή πληρωμή που υπολογίζεται κατά τρόπο ώστε να αντιπροσωπεύει μια ανθεκτική εκτίμηση του ποσού οικονομικής ζημίας, περιλαμβανομένης της ζημίας από τη μη πληρωμή τόκων και από τα άλλη είδη πληρωμών που υποχρεούται να πραγματοποιήσει ο πιστούχος, την οποία είναι πιθανό να υποστεί το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση, κατ’ αναλογία προς την κάλυψη που παρέχει η εγγύηση·

(β)     οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί για την επάρκεια των αποτελεσμάτων της εγγύησης όσον αφορά την προστασία κατά της ζημίας, περιλαμβανομένης της ζημίας από τη μη πληρωμή τόκων και από τα άλλα είδη πληρωμών που υποχρεούται να πραγματοποιήσει ο πιστούχος.

5.4. Συμπληρωματικές απαιτήσεις για τα πιστωτικά παράγωγα

19. Το πιστωτικό παράγωγο αναγνωρίζεται εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     με την επιφύλαξη του σημείου (β), τα πιστωτικά γεγονότα που προβλέπονται από το πιστωτικό παράγωγο περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

(i)      τη μη πληρωμή των ποσών που οφείλονται δυνάμει των όρων της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης που ισχύουν κατά το χρόνο της μη πληρωμής (με περίοδο χάριτος αντίστοιχη η μικρότερη από εκείνη της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης), και

(ii)     την πτώχευση, αφερεγγυότητα ή αδυναμία του οφειλέτη να πληρώσει τα χρέη του, ή την αδυναμία του ή την εκ μέρους του γραπτή παραδοχή της αδυναμίας του να πληρώσει γενικά τα ληξιπρόθεσμα χρέη του, και άλλα ανάλογα γεγονότα,

(iii)    την αναδιάρθρωση της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης με διαγραφή ή αναδιάταξη του κεφαλαίου, των τόκων ή των προμηθειών που έχει ως αποτέλεσμα ζημία από πίστωση (π.χ. λόγω αναπροσαρμογής αξίας ή άλλης παρόμοιας χρέωσης στο λογαριασμό κερδών και ζημιών)·

(β)     εάν τα πιστωτικά γεγονότα που προβλέπονται από το πιστωτικό παράγωγο δεν περιλαμβάνουν την αναδιάρθρωση της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης σύμφωνα με το στοιχείο (α) (iii), η πιστωτική προστασία μπορεί ωστόσο να ληφθεί υπόψη, με την προϋπόθεση ότι θα μειωθεί η αναγνωρισμένη αξία της σύμφωνα με το Μέρος 3 σημείο 84·

(γ)     στην περίπτωση των πιστωτικών παράγωγων που επιτρέπουν το διακανονισμό με μετρητά, υπάρχει εύρωστη διαδικασία αποτίμησης για την αξιόπιστη εκτίμηση της ζημίας. Η προθεσμία αποτίμησης της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης μετά το πιστωτικό γεγονός ορίζεται σαφώς·

(δ)     εάν είναι αναγκαίο για το διακανονισμό να έχει ο αγοραστής της προστασίας το δικαίωμα και την ικανότητα να μεταβιβάσει την υποκείμενη πιστωτική υποχρέωση στον πάροχο της προστασίας, οι όροι της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης προβλέπουν ότι τα μέρη δεν μπορούν να αρνούνται χωρίς βάσιμους λόγους τη συναίνεση που απαιτείται για τη μεταβίβαση αυτή·

(ε)     η ταυτότητα των μερών που είναι υπεύθυνα να διαπιστώσουν εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός ορίζεται σαφώς. Ο πωλητής της προστασίας δεν έχει μόνος την ευθύνη της διαπίστωσης αυτής. Ο αγοραστής της προστασίας έχει το δικαίωμα/την ικανότητα να πληροφορεί τον πάροχο της προστασίας ότι επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός.

20. Τυχόν αναντιστοιχία μεταξύ της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης και της υποχρέωσης αναφοράς του πιστωτικού παράγωγου (δηλαδή της υποχρέωσης που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της αξίας διακανονισμού με χρηματικά διαθέσιμα ή της αξίας του παραδοτέου μέσου), ή μεταξύ της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης και της υποχρέωσης που χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός, επιτρέπεται μόνο εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     η υποχρέωση αναφοράς ή, κατά περίπτωση, η υποχρέωση που χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός έχει την ίδια ή χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα με την υποκείμενη υποχρέωση·

(β)     η υποκείμενη υποχρέωση και η υποχρέωση αναφοράς ή κατά περίπτωση, η υποχρέωση που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός, προέρχονται από τον ίδιο οφειλέτη (δηλαδή την ίδια νομική οντότητα) και υπάρχουν εκτελεστές ρήτρες σταυροειδούς αθέτησης υποχρέωσης (cross-default) ή σταυροειδούς πρόωρης εξόφλησης (cross-acceleration).

Μέρος 3 – Υπολογισμός των αποτελεσμάτων της μείωσης κινδύνου

1. Με την επιφύλαξη των Μερών 4 έως 6, εάν πληρούνται οι διατάξεις των Μερών 1 και 2 ο υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με το Υποτμήμα 1 άρθρα 78 έως 83 και ο υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.

2. Τα μετρητά, οι τίτλοι και τα εμπορεύματα που αγοράζονται, λαμβάνονται με δανεισμό ή παραλαμβάνονται σε συναλλαγή επαναγοράς ή συναλλαγή δανειοληψίας ή δανειοδοσίας τίτλων ή εμπορευμάτων αντιμετωπίζονται ως εξασφαλίσεις.

1. χρηματοδοτουμενη πιστωτικη προστασια 1.1. Ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου

3. Οι επενδύσεις σε ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου μπορούν να αντιμετωπίζονται ως εξασφαλίσεις.

1.2. Συμψηφισμός εντός ισολογισμού

4. Τα δάνεια και οι καταθέσεις που κρατούνται στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση και υπόκεινται σε συμψηφισμό στον ισολογισμό αντιμετωπίζονται ως εξασφαλίσεις με χρηματικά διαθέσιμα.

1.3. Συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς 1.3.1. Υπολογισμός της πλήρως προσαρμοσμένης αξίας ανοίγματος

(α)          Χρήση της μεθόδου των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής για μεταβλητότητα ή της μεθόδου των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής για μεταβλητότητα

5. Με την επιφύλαξη των σημείων 12 έως 22, κατά τον υπολογισμό της “πλήρως προσαρμοσμένης αξίας ανοίγματος” (E*) για τα ανοίγματα που υπάγονται σε αποδεκτή σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού που καλύπτει συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς, οι εφαρμοζόμενες προσαρμογές για μεταβλητότητα υπολογίζονται με τον τρόπο που αναφέρεται κατωτέρω, είτε με τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής για μεταβλητότητα είτε με τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής για μεταβλητότητα, όπως αυτές παρουσιάζονται στα σημεία 35 έως 60 για την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων. Για τη χρήση της μεθόδου των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής για μεταβλητότητα εφαρμόζονται οι ίδιες προϋποθέσεις και απαιτήσεις όπως για την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων.

6. Η καθαρή θέση σε κάθε είδος τίτλου υπολογίζεται αφαιρώντας από τη συνολική αξία των τίτλων αυτού του είδους που δίνονται σε δανεισμό, πωλούνται ή παραδίδονται δυνάμει της σύμβασης-πλαισίου, τη συνολική αξία των τίτλων του ιδίου είδους που λαμβάνονται με δανεισμό, αγοράζονται ή παραλαμβάνονται δυνάμει της σύμβασης.

7. Για τους σκοπούς του σημείου 6, ως “είδος τίτλου” νοούνται οι τίτλοι που εκδίδονται από την ίδια οντότητα, έχουν την ίδια ημερομηνία έκδοσης και την ίδια ληκτότητα και υπόκεινται στους ίδιους όρους και προϋποθέσεις και στις ίδιες περιόδους ρευστοποίησης των σημείων 35 έως 60.

8. Η καθαρή θέση σε κάθε νόμισμα, εκτός του νομίσματος διακανονισμού της σύμβασης-πλαισίου συμψηφισμού, υπολογίζεται αφαιρώντας από τη συνολική αξία των τίτλων στο σχετικό νόμισμα που δίνονται σε δανεισμό, πωλούνται ή παραδίδονται δυνάμει της σύμβασης-πλαισίου, συν το ποσό μετρητών στο νόμισμα αυτό που δίνεται σε δανεισμό, πωλείται ή μεταβιβάζεται δυνάμει της σύμβασης, τη συνολική αξία των τίτλων σε αυτό το νόμισμα που λαμβάνονται με δανεισμό, αγοράζονται ή παραλαμβάνονται δυνάμει της συμφωνίας, συν το ποσό μετρητών στο νόμισμα αυτό που λαμβάνεται με δανεισμό ή παραλαμβάνεται δυνάμει της σύμβασης.

9. Η κατάλληλη προσαρμογή για μεταβλητότητα για δεδομένο είδος τίτλου ή θέσης σε μετρητά εφαρμόζεται στην καθαρή θετική ή αρνητική θέση στους τίτλους της εν λόγω κατηγορίας.

10. Η προσαρμογή για μεταβλητότητα λόγω κινδύνου συναλλάγματος (fx) εφαρμόζεται στην καθαρή θετική ή αρνητική θέση σε κάθε νόμισμα εκτός του νομίσματος διακανονισμού της σύμβασης-πλαισίου συμψηφισμού.

11. Το E* υπολογίζεται με τον ακόλουθο τύπο:

E* = max {0, [(∑(E) - ∑(C)) + ∑(|καθαρή θέση σε κάθε τίτλο| x Hsec) + + (∑|Efx| x Hfx)]}

Εάν τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, E είναι η αξία ανοίγματος που θα αποδιδόταν σε κάθε χωριστό άνοιγμα στη σύμβαση-πλαίσιο ελλείψει της πιστωτικής προστασίας.

Εάν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89, E είναι η αξία ανοίγματος που θα αποδιδόταν σε κάθε χωριστό άνοιγμα στη σύμβαση-πλαίσιο ελλείψει της πιστωτικής προστασίας.

C είναι η αξία των τίτλων ή εμπορευμάτων που λαμβάνονται με δανεισμό, αγοράζονται ή παραλαμβάνονται ή τα μετρητά που λαμβάνονται με δανεισμό ή παραλαμβάνονται για καθένα από τα ανοίγματα αυτά.

∑(E) είναι το άθροισμα όλων των E στη σύμβαση-πλαίσιο.

∑(C) είναι το άθροισμα όλων των C στη σύμβαση-πλαίσιο.

Efx είναι η καθαρή θέση (θετική ή αρνητική) σε δεδομένο νόμισμα εκτός του νομίσματος διακανονισμού όπως αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο 8.

Hsec είναι η κατάλληλη για δεδομένο είδος τίτλου προσαρμογή για μεταβλητότητα.

Hfx είναι η προσαρμογή για μεταβλητότητα λόγω κινδύνου συναλλάγματος.

E* είναι η πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος.

(β)          Χρήση της μεθόδου των εσωτερικών υποδειγμάτων

12. Αντί της μεθόδου των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής για μεταβλητότητα ή της μεθόδου των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής για μεταβλητότητα για τον υπολογισμό της πλήρως προσαρμοσμένης αξίας ανοίγματος (E*) που προκύπτει από την εφαρμογή αποδεκτής σύμβασης-πλαισίου συμψηφισμού που καλύπτει συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς εκτός των συναλλαγών σε παράγωγα, επιτρέπεται στα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν μια μέθοδο που βασίζεται σε εσωτερικά υποδείγματα, η οποία λαμβάνει υπόψη τις συσχετίσεις μεταξύ των θέσεων σε τίτλους που υπάγονται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, καθώς και την εμπορευσιμότητα των σχετικών μέσων. Τα εσωτερικά υποδείγματα που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό παρέχουν εκτιμήσεις της δυνητικής μεταβολής της αξίας ανοίγματος που δεν καλύπτεται από εξασφάλιση (∑E - ∑C).

13. Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να επιλέξει μια μέθοδο εσωτερικού υποδείγματος ανεξάρτητα από την επιλογή που έχει κάνει μεταξύ της τυποποιημένης μεθόδου και της βασικής μεθόδου των εσωτερικών διαβαθμίσεων για τη μέτρηση του πιστωτικού κινδύνου. Ωστόσο, εάν το πιστωτικό ίδρυμα επιθυμεί να χρησιμοποιήσει μια μέθοδο εσωτερικού υποδείγματος, πρέπει να την εφαρμόσει σε όλους τους αντισυμβαλλομένους και σε όλους τους τίτλους με την εξαίρεση των μη σημαντικών χαρτοφυλακίων, για τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής για μεταβλητότητα ή τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής για μεταβλητότητα σύμφωνα με τα σημεία 5 έως 11.

14. Η μέθοδος των εσωτερικών υποδειγμάτων μπορεί να εφαρμόζεται από τα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων το εσωτερικό υπόδειγμα διαχείρισης έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με το Παράρτημα V της οδηγίας [93/6/ΕΟΚ].

15. Τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν έχουν λάβει την έγκριση των αρμόδιων αρχών για τη χρήση τέτοιων υποδειγμάτων σύμφωνα με την οδηγία 93/6/ΕΟΚ, μπορούν να ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές την αναγνώριση ενός εσωτερικού υποδείγματος μέτρησης των κινδύνων για τους σκοπούς των παρόντων σημείων.

16. Η αναγνώριση χορηγείται μόνον εάν οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί ότι το σύστημα διαχείρισης κινδύνων που χρησιμοποιεί το πιστωτικό ίδρυμα για τη διαχείριση των κινδύνων από συναλλαγές που καλύπτονται από τη σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού είναι εννοιολογικά άρτιο, εφαρμόζεται με ακεραιότητα και πληροί ιδίως τα ακόλουθα ποιοτικά πρότυπα:

(α)     το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης των κινδύνων που εφαρμόζεται για τον υπολογισμό της δυνητικής μεταβλητότητας των τιμών των σχετικών συναλλαγών είναι στενά ενταγμένο στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος και χρησιμοποιείται ως βάση για την αναφορά των αναλαμβανόμενων κινδύνων στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος·

(β)     το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει τμήμα ελέγχου κινδύνων που είναι ανεξάρτητο από τα τμήματα διαπραγμάτευσης και αναφέρει απευθείας στη διοίκησή του πιστωτικού ιδρύματος. Το τμήμα ελέγχου κινδύνων είναι υπεύθυνο για το σχεδιασμό και την εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος. Συντάσσει και αναλύει τις καθημερινές εκθέσεις για τα αποτελέσματα του υποδείγματος διαχείρισης κινδύνων και για τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την τήρηση των ορίων θέσης·

(γ)     οι καθημερινές εκθέσεις που συντάσσει το τμήμα ελέγχου κινδύνων εξετάζονται σε επίπεδο διοίκησης που έχει την εξουσία να απαιτήσει τη μείωση των ανοικτών θέσεων και του συνολικού αναλαμβανομένου κινδύνου·

(δ)     το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει στο τμήμα ελέγχου κινδύνων επαρκή προσωπικό με κατάρτιση στη χρήση πολύπλοκων υποδειγμάτων·

(ε)     το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει διαδικασίες για την παρακολούθηση και εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις γραπτώς τεκμηριωμένες εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες ελέγχου που σχετίζονται με τη συνολική λειτουργία του συστήματος μέτρησης κινδύνων·

(στ)   τα υποδείγματα του πιστωτικού ιδρύματος έχουν αποδεδειγμένο ιστορικό εύλογης ακρίβειας στη μέτρηση των κινδύνων, η οποία αποδεικνύεται ιδίως με εκ των υστέρων ελέγχους των αποτελεσμάτων τους με βάση τα δεδομένα ενός τουλάχιστον έτους·

(ζ)     το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει συχνά αυστηρό πρόγραμμα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων, των οποίων τα αποτελέσματα εξετάζονται από τη διοίκηση και αντικατοπτρίζονται στις πολιτικές και στα όρια που καθορίζονται από αυτήν·

(η)     το πιστωτικό ίδρυμα πραγματοποιεί, στο πλαίσιο της τακτικής του διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου, ανεξάρτητη επανεξέταση του συστήματος μέτρησης κινδύνων. Η επανεξέταση περιλαμβάνει τόσο τις δραστηριότητες των τμημάτων διαπραγμάτευσης όσο και εκείνες του ανεξάρτητου τμήματος ελέγχου κινδύνων·

(θ)     το πιστωτικό ίδρυμα επανεξετάζει τουλάχιστον μία φορά το χρόνο το εσωτερικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων.

17. Ο υπολογισμός της δυνητικής μεταβολής αξίας πρέπει να πληροί τα ακόλουθα ελάχιστα πρότυπα:

(α)     τουλάχιστον καθημερινός υπολογισμός της δυνητικής μεταβολής αξίας·

(β)     μονόπλευρο διάστημα εμπιστοσύνης 99%·

(γ)     περίοδος ρευστοποίησης 5 ημερών, με την εξαίρεση των άλλων συναλλαγών εκτός των συναλλαγών επαναγοράς και/ή των συναλλαγών δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και εμπορευμάτων, για τις οποίες χρησιμοποιείται περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών·

(δ)     πραγματική ιστορική περίοδος παρατήρησης ενός έτους τουλάχιστον, εκτός εάν δικαιολογείται μικρότερη περίοδος παρατήρησης λόγω σημαντικής αύξησης της μεταβλητότητας τιμών·

(ε)     τριμηνιαία επικαιροποίηση των δεδομένων.

18. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν να συλλαμβάνει το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων επαρκείς παράγοντες κινδύνου ώστε να καλύπτει όλους τους σημαντικούς κινδύνους τιμών.

19. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν εμπειρικές συσχετίσεις στο εσωτερικό και μεταξύ των κατηγοριών κινδύνου εάν έχουν πεισθεί ότι το σύστημα που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για να μετρήσει αυτές τις συσχετίσεις είναι εύρωστο και εφαρμόζεται με ακεραιότητα.

20. Τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν μέθοδο εσωτερικών υποδειγμάτων υποχρεούνται να ελέγχουν εκ των υστέρων τα αποτελέσματα των υποδειγμάτων βάσει δείγματος 20 αντισυμβαλλομένων που επιλέγονται σε ετήσια βάση. Στους αντισυμβαλλομένους αυτούς περιλαμβάνονται οι 10 σημαντικότεροι, όπως αυτοί προσδιορίζονται από το πιστωτικό ίδρυμα με την εσωτερική του μέθοδο μέτρησης των ανοιγμάτων, και άλλοι 10 αντισυμβαλλόμενοι που επιλέγονται τυχαία. Για κάθε ημέρα και κάθε αντισυμβαλλόμενο, το πιστωτικό ίδρυμα συγκρίνει την πραγματική μεταβολή στην αξία του ανοίγματος έναντι του αντισυμβαλλομένου σε ορίζοντα μιας ημέρας με την εκτιμώμενη μεταβολή της αξίας ανοίγματος που υπολογίζεται με τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων στο κλείσιμο της προηγούμενης εργάσιμης ημέρας. Θεωρείται ότι υπάρχει εξαίρεση για κάθε παρατήρηση για την οποία η πραγματική μεταβολή στην αξία του ανοίγματος υπερβαίνει την εκτίμηση του εσωτερικού υποδείγματος. Ανάλογα με τον αριθμό των εξαιρέσεων που διαπιστώνονται στις παρατηρήσεις για τους 20 αντισυμβαλλομένους τις τελευταίες 250 εργάσιμες ημέρες (δηλαδή σε σύνολο 5.000 παρατηρήσεων), στην εκτίμηση που παρέχει το εσωτερικό υπόδειγμα εφαρμόζεται ο αντίστοιχος πολλαπλασιαστής του Πίνακα 1.

Πίνακας 1

Ζώνη || Αριθμός εξαιρέσεων || Πολλαπλασιαστής

Πράσινη ζώνη ||             0-99 ||             1

||             100-119 ||             1.13

||             120-139 ||             1.17

Κίτρινη ζώνη ||             140-159 ||             1.22

||             160-179 ||             1.25

||             180-199 ||             1.28

Κόκκινη ζώνη || 200 ή περισσότερες ||             1.33

Στο πλαίσιο του εκ των υστέρων δοκιμαστικού ελέγχου, το πιστωτικό ίδρυμα εξακριβώνει ότι οι εξαιρέσεις δεν είναι συγκεντρωμένες στα ανοίγματά του έναντι ενός ή περισσοτέρων αντισυμβαλλομένων.

21. Για τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο των εσωτερικών υποδειγμάτων, η πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος (E*) υπολογίζεται με τον ακόλουθο τύπο:

E* = max {0, [(∑E - ∑C) + (εκτίμηση του εσωτερικού υποδείγματος x κατάλληλος πολλαπλασιαστής)]}

Εάν τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται σύμφωνα με το Υποτμήμα 1 άρθρα 78 έως 83, E είναι η αξία ανοίγματος που θα εφαρμοζόταν σε κάθε χωριστό άνοιγμα στη σύμβαση-πλαίσιο ελλείψει της πιστωτικής προστασίας.

Εάν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89, E είναι η αξία ανοίγματος που θα εφαρμοζόταν σε κάθε χωριστό άνοιγμα στη σύμβαση-πλαίσιο ελλείψει της πιστωτικής προστασίας.

C είναι η τρέχουσα αγοραία αξία των τίτλων που λαμβάνονται με δανεισμό, αγοράζονται ή παραλαμβάνονται ή των μετρητών που λαμβάνονται με δανεισμό ή παραλαμβάνονται για καθένα από τα ανοίγματα αυτά.

∑(E) είναι το άθροισμα όλων των E στη σύμβαση-πλαίσιο.

∑(C) είναι το άθροισμα όλων των C στη σύμβαση-πλαίσιο.

22. Όταν υπολογίζουν τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις με εσωτερικά υποδείγματα, τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν τις εκτιμήσεις που παρέχει το υπόδειγμα για την προηγούμενη εργάσιμη ημέρα.

1.3.2. Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας για συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και εμπορευμάτων και/ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς που καλύπτονται από σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού

Τυποποιημένη μέθοδος

23. Το E* που υπολογίζεται σύμφωνα με τα σημεία 5 έως 22 είναι για τους σκοπούς του άρθρου 80 η αξία ανοίγματος του ανοίγματος έναντι του αντισυμβαλλομένου που προκύπτει από τις συναλλαγές που υπάγονται στη σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού.

Βασική μέθοδος των εσωτερικών διαβαθμίσεων

24. Το E* που υπολογίζεται σύμφωνα με τα σημεία 5 έως 22 είναι για τους σκοπούς του Παραρτήματος VII η αξία ανοίγματος του ανοίγματος έναντι του αντισυμβαλλομένου που προκύπτει από τις συναλλαγές που υπάγονται στη σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού.

1.4. Χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις 1.4.1. Απλή μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

25. Η απλή μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων εφαρμόζεται μόνο εάν τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83. Το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να χρησιμοποιεί ταυτόχρονα την απλή μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων και την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων.

Αποτίμηση

26. Στη μέθοδο αυτή, σε κάθε αναγνωρισμένη χρηματοοικονομική εξασφάλιση αποδίδεται αξία ίση με την αγοραία αξία της σύμφωνα με το Μέρος 2 σημείο 6.

Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών

27. Ο συντελεστής κινδύνου που θα εφαρμοζόταν σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 εάν το ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση είχε άμεσο άνοιγμα στο μέσο της χρηματοοικονομικής εξασφάλισης εφαρμόζεται στα τμήματα απαιτήσεων τα οποία εξασφαλίζονται με την τρέχουσα αγοραία αξία των αναγνωρισμένων εξασφαλίσεων. Ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στο τμήμα που καλύπτεται από την εξασφάλιση είναι τουλάχιστον 20%, με την επιφύλαξη των σημείων 28 έως 30. Στο υπόλοιπο τμήμα του ανοίγματος εφαρμόζεται ο συντελεστής στάθμισης που θα εφαρμοζόταν σε ένα μη εξασφαλισμένο άνοιγμα έναντι του αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83.

Συναλλαγές επαναγοράς και/ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων

28. Εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0% στο εξασφαλισμένο τμήμα του ανοίγματος που προκύπτει από συναλλαγές που πληρούν τα κριτήρια των σημείων 59 έως 60. Εάν ο αντισυμβαλλόμενος στη συναλλαγή δεν είναι βασικός συμμετέχων στην αγορά εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 10%.

Συναλλαγές σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα που υπόκεινται σε καθημερινή αποτίμηση

29. Εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0%, εντός του ορίου κάλυψης από την εξασφάλιση, στις αξίες ανοίγματος που προσδιορίζονται σύμφωνα με το Παράρτημα III για τα παράγωγα μέσα που απαριθμούνται στο Παράρτημα IV και υπόκεινται σε καθημερινή αποτίμηση, εφόσον η εξασφάλιση συνίσταται σε μετρητά ή σε μέσα εξομοιούμενα με μετρητά και δεν υπάρχει αναντιστοιχία νομισμάτων. Συντελεστής στάθμισης 10% εφαρμόζεται, εντός του ορίου κάλυψης από την εξασφάλιση, στις αξίες ανοίγματος παρόμοιων συναλλαγών που εξασφαλίζονται με χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0% σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83.

Για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, οι “χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες” περιλαμβάνουν:

(α)     τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές τα ανοίγματα έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας αυτές υπάγονται σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83·

(β)     τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0% σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83·

(γ)     τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από διεθνείς οργανισμούς στους οποίους εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0% σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83.

Άλλες συναλλαγές

30. Εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0% εάν τα ανοίγματα και οι εξασφαλίσεις είναι εκφρασμένα στο ίδιο νόμισμα, και:

(α)     η εξασφάλιση έχει μορφή κατάθεσης μετρητών ή μέσου εξομοιούμενου με μετρητά· ή

(β)     η εξασφάλιση έχει μορφή χρεωστικών τίτλων που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0% σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 και η αγοραία αξία της μειώνεται κατά 20%.

Για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, οι “χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες” περιλαμβάνουν τους τίτλους που αναφέρονται στο προηγούμενο σημείο.

1.4.2. Αναλυτική μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

31. Κατά την αποτίμηση των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων για τους σκοπούς της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, στην αγοραία αξία της εξασφάλισης εφαρμόζονται “προσαρμογές για μεταβλητότητα” σύμφωνα με τα σημεία 35 έως 60 κατωτέρω, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η μεταβλητότητα τιμών.

32. Με την επιφύλαξη της αντιμετώπισης που προβλέπεται στο σημείο 33 για τις αναντιστοιχίες νομισμάτων σε συναλλαγές σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, εάν η εξασφάλιση είναι εκφρασμένη σε νόμισμα άλλο από εκείνο του υποκείμενου ανοίγματος, στην κατάλληλη για την εξασφάλιση προσαρμογή για μεταβλητότητα που υπολογίζεται σύμφωνα με τα σημεία 35 έως 60 προστίθεται μια προσαρμογή που λαμβάνει υπόψη τη μεταβλητότητα των τιμών συναλλάγματος.

33. Στην περίπτωση των συναλλαγών σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα οι οποίες καλύπτονται από συμβάσεις συμψηφισμού που αναγνωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το Παράρτημα III, εφαρμόζεται προσαρμογή για μεταβλητότητα που αντικατοπτρίζει τη μεταβλητότητα των τιμών συναλλάγματος εάν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ του νομίσματος της εξασφάλισης και του νομίσματος διακανονισμού. Ανεξάρτητα από τον αριθμό των νομισμάτων στις συναλλαγές που καλύπτονται από τη σύμβαση συμψηφισμού, εφαρμόζεται μία μόνο προσαρμογή για μεταβλητότητα.

(α)          Υπολογισμός των προσαρμοσμένων αξιών

34. Η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία της εξασφάλισης που λαμβάνεται υπόψη υπολογίζεται ως εξής για όλες τις συναλλαγές, εκτός εκείνων που καλύπτονται από αναγνωρισμένη σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις των σημείων 5 έως 24:

CVA = C x (1-HC-HFX)

Η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία ανοίγματος που λαμβάνεται υπόψη υπολογίζεται ως εξής:

EVA = E x (1+HE) και, στην περίπτωση των συναλλαγών σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, EVA = E.

Η πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος, εάν ληφθεί υπόψη η μεταβλητότητα και η επίπτωση της εξασφάλισης στη μείωση του κινδύνου, υπολογίζεται ως εξής:

E* = max {0, [EVA - CVAM]}

όπου

E είναι η αξία ανοίγματος όπως θα υπολογιζόταν σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 ή με τα άρθρα 84 έως 89, κατά περίπτωση, εάν το άνοιγμα δεν ήταν εξασφαλισμένο,

EVA είναι η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία ανοίγματος,

CVA είναι η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία της εξασφάλισης,

CVAM είναι το CVA προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχία ληκτότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους 4,

HE είναι η κατάλληλη για το άνοιγμα (E) προσαρμογή για μεταβλητότητα, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα σημεία 35 έως 60,

HC είναι η κατάλληλη για την εξασφάλιση προσαρμογή για μεταβλητότητα, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα σημεία 35 έως 60,

HFX είναι η κατάλληλη για την αναντιστοιχία νομισμάτων προσαρμογή για μεταβλητότητα, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα σημεία 35 έως 60,

E* είναι η πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος, λαμβανομένης υπόψη της μεταβλητότητας και της επίπτωσης της εξασφάλισης στη μείωση του κινδύνου.

(β)          Υπολογισμός των εφαρμοστέων προσαρμογών για μεταβλητότητα

35. Οι προσαρμογές για μεταβλητότητα μπορούν να υπολογιστούν με δύο τρόπους: με τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής για μεταβλητότητα και με τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής για μεταβλητότητα.

36. Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να επιλέξει τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής για μεταβλητότητα ή τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής για μεταβλητότητα ανεξάρτητα από την επιλογή που έχει κάνει μεταξύ των άρθρων 78 έως 83 και των άρθρων 84 έως 89 για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών. Ωστόσο, εάν το πιστωτικό ίδρυμα επιθυμεί να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής για μεταβλητότητα, πρέπει να την εφαρμόσει σε όλα τα είδη μέσων με την εξαίρεση των μη σημαντικών χαρτοφυλακίων, για τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής για μεταβλητότητα.

Εάν η εξασφάλιση συνίσταται σε ορισμένο αριθμό αναγνωρισμένων στοιχείων, η προσαρμογή για μεταβλητότητα δίνεται από τη σχέση , όπου ai είναι η αναλογία δεδομένου στοιχείου στο σύνολο της εξασφάλισης και Hi είναι η προσαρμογή για μεταβλητότητα που εφαρμόζεται στο στοιχείο αυτό.

(i)           Εποπτικοί συντελεστές προσαρμογής για μεταβλητότητα

37. Οι προσαρμογές για μεταβλητότητα που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της μεθόδου των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής για μεταβλητότητα (με την παραδοχή της καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας) είναι εκείνες που αναφέρονται στους πίνακες 2 έως 5.

ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΓΙΑ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΤΗΤΑ

Πίνακας 2

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχί-ζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση του χρεωστικού τίτλου || Εναπο-μένουσα ληκτό-τητα || Προσαρμογές για μεταβλητότητα για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του Μέρους 1 σημείο 7 (β) || Προσαρμογές για μεταβλητότητα για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του Μέρους 1 σημείο 7 (γ) και (δ)

|| || Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%) || Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%) || Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%) || Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%) || Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%) || Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%)

1 || ≤ 1 έτους || 0.707 || 0.5 || 0.354 || 1.414 || 1 || 0.707

|| >1 ≤ 5 ετών || 2.828 || 2 || 1.414 || 5.657 || 4 || 2.828

|| > 5 ετών || 5.657 || 4 || 2.828 || 11.314 || 8 || 5.657

2-3 || ≤ 1 έτους || 1.414 || 1 || 0.707 || 2.828 || 2 || 1.414

|| >1 ≤ 5 ετών || 4.243 || 3 || 2.121 || 8.485 || 6 || 4.243

|| > 5 ετών || 8.485 || 6 || 4.243 || 16.971 || 12 || 8.485

4 || ≤ 1 έτος || 21.213 || 15 || 10.607 || Μ/Δ || Μ/Δ || Μ/Δ

|| >1 ≤ 5 ετών || 21.213 || 15 || 10.607 || Μ/Δ || Μ/Δ || Μ/Δ

|| > 5 ετών || 21.213 || 15 || 10.607 || Μ/Δ || Μ/Δ || Μ/Δ

Πίνακας 3

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχί-ζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση του βραχυ-πρόθεσμου χρεωστικού τίτλου || Προσαρμογές για μεταβλητότητα για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του Μέρους 1 σημείο 7 (β) και έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση || Προσαρμογές για μεταβλητότητα για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του Μέρους 1 σημείο 7 (γ) και (δ) και έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

|| Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%) || Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%) || Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%) || Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%) || Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%) || Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%)

1 || 0.707 || 0.5 || 0.354 || 1.414 || 1 || 0.707

2-3 || 1.414 || 1 || 0.707 || 2.828 || 2 || 1.414

Πίνακας 4

Άλλα είδη εξασφαλίσεων ή ανοιγμάτων

|| Περίοδος ρευ-στοποίησης 20 ημερών (%) || Περίοδος ρευ-στοποίησης 10 ημερών (%) || Περίοδος ρευ-στοποίησης 5 ημερών (%)

Μετοχές που περιλαμβάνονται σε σημαντικό δείκτη, μετατρέψιμα ομόλογα που περιλαμβάνονται σε σημαντικό δείκτη || 21.213 || 15 || 10.607

Άλλες μετοχές ή μετατρέψιμα ομόλογα που διαπραγματεύονται σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο || 35.355 || 25 || 17.678

Μετρητά || 0 || 0 || 0

Χρυσός || 21.213 || 15 || 10.607

Πίνακας 5

Προσαρμογές για μεταβλητότητα σε περίπτωση αναντιστοιχίας ληκτότητας

Περίοδος ρευστοποίησης 20 ημερών (%) || Περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών (%) || Περίοδος ρευστοποίησης 5 ημερών (%)

11.314 || 8 || 5.657

38. Για τις πιστοδοτήσεις που καλύπτονται από εξασφάλιση, η περίοδος ρευστοποίησης είναι 20 εργάσιμες ημέρες. Για τις συναλλαγές επαναγοράς (στο βαθμό που δεν περιλαμβάνουν τη μεταβίβαση εμπορευμάτων ή εγγυημένων δικαιωμάτων κυριότητας επί εμπορευμάτων) και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων, η περίοδος ρευστοποίησης είναι 5 εργάσιμες ημέρες. Για τις άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς, η περίοδος ρευστοποίησης είναι 10 εργάσιμες ημέρες.

39. Στους πίνακες 2 έως 5 και στα σημεία 40 έως 42, ως “βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση” νοείται η βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν να αντιστοιχίσουν την εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83. Για τους σκοπούς αυτούς, εφαρμόζεται επίσης το Μέρος 1 σημείο 10.

40. Για τους μη αποδεκτούς τίτλους που δίνονται σε δανεισμό ή πωλούνται σε συναλλαγές επαναγοράς ή σε συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας, η προσαρμογή για μεταβλητότητα είναι ίδια με εκείνη που εφαρμόζεται στις μη περιλαμβανόμενες σε σημαντικό δείκτη μετοχές που είναι διαπραγματεύσιμες σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο.

41. Για τα αποδεκτά μερίδια σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, η προσαρμογή για μεταβλητότητα είναι η υψηλότερη προσαρμογή για μεταβλητότητα που θα εφαρμοζόταν, λαμβανομένης υπόψη της περιόδου ρευστοποίησης της συναλλαγής που ορίζεται στο σημείο 38, σε οποιοδήποτε από τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται στον οργανισμό να επενδύει.

42. Για τους μη διαβαθμισμένους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από ιδρύματα και πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Μέρους 1 σημείο 8, οι προσαρμογές για μεταβλητότητα είναι ίδιες με εκείνες που εφαρμόζονται στους τίτλους που εκδίδονται από ιδρύματα ή επιχειρήσεις των οποίων η εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση αντιστοιχίζεται με τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας 2 ή 3.

(ii)          Εσωτερικές εκτιμήσεις προσαρμογής για μεταβλητότητα

43. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα που πληρούν τις απαιτήσεις των σημείων 48 έως 57 να χρησιμοποιούν τις εσωτερικές τους εκτιμήσεις μεταβλητότητας για τον υπολογισμό των προσαρμογών για μεταβλητότητα που εφαρμόζονται στις εξασφαλίσεις και τα ανοίγματα.

44. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να υπολογίζουν μία εκτίμηση μεταβλητότητας για κάθε κατηγορία χρεωστικών τίτλων που έχει πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI τουλάχιστον ισοδύναμη ή καλύτερη του επενδυτικού βαθμού.

45. Κατά τον προσδιορισμό των κατάλληλων κατηγοριών τίτλων, τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη το είδος του εκδότη, την εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση, την εναπομένουσα ληκτότητα και τον τροποποιημένο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας (modified duration) των τίτλων. Οι εκτιμήσεις μεταβλητότητας πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικές των τίτλων τους οποίους το πιστωτικό ίδρυμα περιλαμβάνει στη σχετική κατηγορία.

46. Για τους χρεωστικούς τίτλους των οποίων η πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI είναι χαμηλότερη του επενδυτικού βαθμού και για τις άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις, οι προσαρμογές για μεταβλητότητα πρέπει να υπολογίζονται χωριστά για κάθε τίτλο.

47. Τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής για μεταβλητότητα εκτιμούν τη μεταβλητότητα της εξασφάλισης ή την αναντιστοιχία ληκτότητας χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τυχόν συσχετίσεις μεταξύ μη εξασφαλισμένου ανοίγματος, εξασφάλισης και/ή συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Ποσοτικά κριτήρια

48. Κατά τον υπολογισμό των προσαρμογών για μεταβλητότητα χρησιμοποιείται μονόπλευρο διάστημα εμπιστοσύνης 99%.

49. Η περίοδος ρευστοποίησης είναι 20 εργάσιμες ημέρες για τις εξασφαλισμένες πιστοδοτήσεις, 5 εργάσιμες ημέρες για τις συναλλαγές επαναγοράς (στο βαθμό που δεν περιλαμβάνουν μεταβίβαση εμπορευμάτων ή εγγυημένων δικαιωμάτων κυριότητας επί εμπορευμάτων) και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων και 10 εργάσιμες ημέρες για τις άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς.

50. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν συντελεστές προσαρμογής για μεταβλητότητα που υπολογίζονται βάσει μικρότερων ή μεγαλύτερων περιόδων ρευστοποίησης, τους οποίους κλιμακώνουν ή αποκλιμακώνουν σε συνάρτηση με τις περιόδους ρευστοποίησης που ορίζονται στο σημείο 49 για το σχετικό είδος συναλλαγής, χρησιμοποιώντας την τετραγωνική ρίζα του χρόνου που δίνεται από τη σχέση:

όπου TM είναι η κατάλληλη περίοδος ρευστοποίησης,·

HM είναι η προσαρμογή για μεταβλητότητα που αντιστοιχεί στην κατάλληλη περίοδο ρευστοποίησης,·

HN είναι η προσαρμογή για μεταβλητότητα με βάση την περίοδο ρευστοποίησης TN.

51. Τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη την έλλειψη εμπορευσιμότητας των στοιχείων χαμηλής ποιότητας. Η περίοδος ρευστοποίησης αναπροσαρμόζεται προς τα πάνω εάν υπάρχουν αμφιβολίες για την εμπορευσιμότητα της εξασφάλισης. Τα πιστωτικά ιδρύματα εντοπίζουν επίσης τις περιπτώσεις στις οποίες τα ιστορικά δεδομένα ενδέχεται να υποεκτιμούν τη δυνητική μεταβλητότητα, για παράδειγμα σε περίπτωση νομίσματος συνδεδεμένου με άλλο νόμισμα. Οι περιπτώσεις αυτές υποβάλλονται σε προσομοίωση σεναρίου ακραίων καταστάσεων.

52. Η ιστορική περίοδος παρατήρησης (η δειγματική περίοδος) για τον υπολογισμό των προσαρμογών για μεταβλητότητα είναι τουλάχιστον ένα έτος. Για τα πιστωτικά ιδρύματα που εφαρμόζουν κλίμακα σταθμίσεων ή άλλη μέθοδο στην ιστορική περίοδο παρατήρησης, η πραγματική περίοδος παρατήρησης είναι τουλάχιστον ένα έτος (έτσι ώστε η μέση σταθμισμένη υστέρηση των μεμονωμένων παρατηρήσεων να μην είναι μικρότερη των έξι μηνών). Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να απαιτούν από το πιστωτικό ίδρυμα να υπολογίζει τις εσωτερικές προσαρμογές για μεταβλητότητα χρησιμοποιώντας μικρότερη περίοδο παρατήρησης εάν, κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, αυτό δικαιολογείται από μια σημαντική αύξηση της μεταβλητότητας τιμών.

53. Τα πιστωτικά ιδρύματα επικαιροποιούν τις σειρές δεδομένων τους τουλάχιστον μία φορά κάθε τρεις μήνες, καθώς και μετά από κάθε σημαντική διακύμανση των αγοραίων τιμών. Αυτό συνεπάγεται ότι οι προσαρμογές για μεταβλητότητα υπολογίζονται τουλάχιστον μία φορά κάθε τρεις μήνες.

Ποιοτικά κριτήρια

54. Οι εκτιμήσεις μεταβλητότητας χρησιμοποιούνται στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος, περιλαμβανομένης των διαχείρισης των εσωτερικών ορίων ανοιγμάτων.

55. Εάν η περίοδος ρευστοποίησης που χρησιμοποιεί το πιστωτικό ίδρυμα στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνων είναι μεγαλύτερη από εκείνη που καθορίζεται στο παρόν Μέρος για το σχετικό είδος συναλλαγής, το πιστωτικό ίδρυμα κλιμακώνει τις εσωτερικές προσαρμογές για μεταβλητότητα χρησιμοποιώντας τον τύπο της τετραγωνικής ρίζας του χρόνου του σημείου 50.

56. Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει διαδικασίες για την εξακρίβωση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με ένα σύνολο γραπτώς τεκμηριωμένων πολιτικών και ελέγχων σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος που χρησιμοποιεί για την εκτίμηση των προσαρμογών για μεταβλητότητα και για την ένταξη των εκτιμήσεων αυτών στη διαδικασία διαχείρισης των κινδύνων του.

57. Στο πλαίσιο της διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου του πιστωτικού ιδρύματος πραγματοποιείται τακτικά ανεξάρτητη επανεξέταση του εσωτερικού συστήματος εκτίμησης των προσαρμογών για μεταβλητότητα. Τουλάχιστον μία φορά το χρόνο πραγματοποιείται ανεξάρτητη επανεξέταση του συνολικού συστήματος που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των προσαρμογών για μεταβλητότητα και για την ένταξή τους στη διαδικασία διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος· η επανεξέταση αυτή καλύπτει τουλάχιστον:

(α)     την ένταξη των εκτιμώμενων προσαρμογών για μεταβλητότητα στην καθημερινή διαχείριση κινδύνων·

(β)     την επικύρωση κάθε σημαντικής μεταβολής στη διαδικασία εκτίμησης των προσαρμογών για μεταβλητότητα·

(γ)     την εξακρίβωση της συνέπειας, του επίκαιρου χαρακτήρα και της αξιοπιστίας των πηγών δεδομένων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση των προσαρμογών για μεταβλητότητα, περιλαμβανομένης της ανεξαρτησίας αυτών των πηγών δεδομένων·

(δ)     την ακρίβεια και την καταλληλότητα των παραδοχών σχετικά με τη μεταβλητότητα.

(iii)         Κλιμάκωση των προσαρμογών για μεταβλητότητα

58. Οι προσαρμογές για μεταβλητότητα που προβλέπονται στα σημεία 37 έως 42 είναι εκείνες που εφαρμόζονται σε περίπτωση καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας. Παρομοίως, όταν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις προσαρμογών για μεταβλητότητα σύμφωνα με τα σημεία 43 έως 57, οι εκτιμήσεις αυτές πρέπει να υπολογίζονται πρώτα με βάση την καθημερινή αναπροσαρμογή αξίας. Εάν οι αναπροσαρμογές αξίας πραγματοποιούνται με συχνότητα μικρότερη της καθημερινής, εφαρμόζονται σημαντικότερες προσαρμογές για μεταβλητότητα που υπολογίζονται με την κλιμάκωση των καθημερινών προσαρμογών για μεταβλητότητα με τον ακόλουθο τύπο “τετραγωνικής ρίζας του χρόνου”:

όπου

H είναι η εφαρμοστέα προσαρμογή για μεταβλητότητα,

HM είναι η προσαρμογή για μεταβλητότητα σε περίπτωση καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας,

NR είναι ο πραγματικός αριθμός εργάσιμων ημερών μεταξύ αναπροσαρμογών αξίας,

TM είναι η περίοδος ρευστοποίησης για το σχετικό είδος συναλλαγής.

(iv)         Προϋποθέσεις για την εφαρμογή προσαρμογής για μεταβλητότητα 0%

59. Όσον αφορά τις συναλλαγές επαναγοράς και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων, εάν το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής για μεταβλητότητα ή τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων και εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων (α) έως (θ), οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να μην εφαρμόζουν τις προσαρμογές για μεταβλητότητα που υπολογίζονται σύμφωνα με τα σημεία 35 έως 58 και να τις αντικαθιστούν με προσαρμογή για μεταβλητότητα 0%. Η ευχέρεια αυτή δεν παρέχεται στα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο των εσωτερικών υποδειγμάτων των σημείων 12 έως 22.

(α)     τόσο το άνοιγμα όσο και η εξασφάλιση συνίστανται σε μετρητά ή τίτλους που εμπίπτουν στο Μέρος 1 σημείο 7 (β)·

(β)     τόσο το άνοιγμα όσο και η εξασφάλιση είναι εκφρασμένα στο ίδιο νόμισμα·

(γ)     είτε η ληκτότητα της συναλλαγής δεν υπερβαίνει τη μία ημέρα είτε το άνοιγμα και η εξασφάλιση υπόκεινται αμφότερα σε καθημερινή αποτίμηση ή σε καθημερινό επανακαθορισμό των περιθωρίων ασφάλισης·

(δ)     θεωρείται ότι το χρονικό διάστημα μεταξύ της τελευταίας καθημερινής αποτίμησης πριν από τη μη κατάθεση περιθωρίου ασφάλισης από τον αντισυμβαλλόμενο και της ρευστοποίησης της εξασφάλισης δεν υπερβαίνει τις τέσσερις εργάσιμες ημέρες·

(ε)     η συναλλαγή διακανονίζεται από σύστημα διακανονισμού με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα για αυτό το είδος συναλλαγής·

(στ)   η σύμβαση συνοδεύεται από τα στερεότυπα έγγραφα που χρησιμοποιούνται στην αγορά για τις συναλλαγές επαναγοράς ή τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας των σχετικών τίτλων·

(η)     η συναλλαγή περιλαμβάνει έγγραφες ρήτρες που ορίζουν ότι εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώσει υποχρέωση παράδοσης μετρητών ή τίτλων ή αθετήσει άλλη υποχρέωση, η συναλλαγή μπορεί να τερματιστεί αμέσως·

(θ)     ο αντισυμβαλλόμενος θεωρείται “βασικός συμμετέχων στην αγορά” από τις αρμόδιες αρχές. Οι βασικοί συμμετέχοντες στην αγορά περιλαμβάνουν τις ακόλουθες οντότητες:

– οντότητες του Μέρους 1 σημείο 7 (β), στα ανοίγματα έναντι των οποίων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0% σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83,

– ιδρύματα,

– άλλες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (περιλαμβανομένων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων), στα ανοίγματα έναντι των οποίων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20% σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 ή οι οποίες, στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με τα άρθρα 83 έως 89, δεν έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI και διαβαθμίζονται εσωτερικά σαν να έχουν πιθανότητα αθέτησης ισοδύναμη με εκείνη των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ECAI που αντιστοιχίζονται από τις αρμόδιες αρχές με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 2 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 78 έως 83 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων,

– ρυθμιζόμενοι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που υπόκεινται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων ή μόχλευσης,

– ρυθμιζόμενα συνταξιοδοτικά ταμεία, και

– αναγνωρισμένοι οργανισμοί εκκαθάρισης.

60. Εάν οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν την εφαρμογή της αντιμετώπισης του σημείου 59 στις συναλλαγές επαναγοράς ή στις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων που εκδίδονται από την κεντρική κυβέρνηση του κράτους μέλους τους, οι αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών έχουν την ευχέρεια να επιτρέψουν στα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην επικράτειά τους να εφαρμόσουν την ίδια αντιμετώπιση στις ίδιες συναλλαγές.

(γ)          Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας

Τυποποιημένη μέθοδος

61. E* όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο 34 είναι η αξία ανοίγματος για τους σκοπούς του άρθρου 80.

Βασική μέθοδος των εσωτερικών διαβαθμίσεων

62. Το LGD* (πραγματική ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης) όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το παρόν σημείο είναι το LGD για τους σκοπούς του Παραρτήματος VII.

LGD* = Max {0, LGD x [(E*/E]}

όπου

LGD είναι η ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης που θα εφαρμοζόταν στο άνοιγμα σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 εάν το άνοιγμα δεν ήταν εξασφαλισμένο,

E είναι η αξία ανοίγματος σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89,

E* υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο 34.

1.5. Άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις για τους σκοπούς των άρθρων 84 έως 89 1.5.1. Αποτίμηση

(α)          Εξασφάλιση με ακίνητα

63. Το ακίνητο αποτιμάται από ανεξάρτητο εκτιμητή στην αγοραία αξία ή σε χαμηλότερη αξία. Στα κράτη μέλη που έχουν προβλέψει στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τους αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, το ακίνητο μπορεί να αποτιμάται από ανεξάρτητο εκτιμητή σε αξία ίση ή μικρότερη από την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου.

64. Η αγοραία αξία είναι το εκτιμώμενο ποσό έναντι του οποίου θα ανταλλασσόταν το ακίνητο κατά την ημέρα της αποτίμησης μεταξύ ενός αγοραστή και ενός πωλητή που εκφράζουν ελεύθερα τη δικαιοπρακτική τους βούληση, συναλλάσσονται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού μετά από κατάλληλη εμπορική διαπραγμάτευση και ενεργούν καθένας εν πλήρη γνώσει, με σύνεση και χωρίς καταναγκασμό. Η αγοραία αξία τεκμηριώνεται γραπτώς με διαφανή και σαφή τρόπο.

65. Η αξία του ενυπόθηκου ακινήτου είναι η αξία του ακινήτου που αποτιμάται με συνετή εκτίμηση της μελλοντικής εμπορικής του αξίας, λαμβάνοντας υπόψη τα μακροχρόνια διατηρήσιμα χαρακτηριστικά του, τις κανονικές και τις τοπικές συνθήκες της αγοράς, την τρέχουσα χρήση του ακινήτου και τις ενδεχόμενες εναλλακτικές χρήσεις του. Στην εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου δεν λαμβάνονται υπόψη κερδοσκοπικά στοιχεία. Η αξία του ενυπόθηκου ακινήτου τεκμηριώνεται γραπτώς με διαφανή και σαφή τρόπο.

66. Η αξία της εξασφάλισης ισούται με την αγοραία αξία ή με την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου, μειωμένη κατά περίπτωση για να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα του ελέγχου που προβλέπεται στο Μέρος 2 σημείο 8, καθώς και κάθε άλλη παλαιότερη απαίτηση επί του ακινήτου.

(β)          Εισπρακτέες απαιτήσεις

67. Η αξία των εισπρακτέων απαιτήσεων ισούται με το εισπρακτέο ποσό των απαιτήσεων.

(γ)          Άλλες εμπράγματες εξασφαλίσεις

68. Το περιουσιακό στοιχείο αποτιμάται στην αγοραία αξία του, η οποία είναι το εκτιμώμενο ποσό έναντι του οποίου θα ανταλλασσόταν κατά την ημερομηνία της αποτίμησης μεταξύ ενός αγοραστή και ενός πωλητή που εκφράζουν ελεύθερα τη δικαιοπρακτική τους βούληση και συναλλάσσονται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού.

1.5.2. Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας

(α)          Γενική αντιμετώπιση

69. Το LGD* (πραγματική ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης) όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα σημεία 70 έως 73 είναι το LGD για τους σκοπούς του Παραρτήματος VII.

70. Εάν ο λόγος της αξίας της εξασφάλισης (C) προς την αξία ανοίγματος (E) είναι χαμηλότερος από το κατώτατο όριο C* (απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο εξασφάλισης του ανοίγματος) που αναφέρεται στον Πίνακα 6, η τιμή του LGD* είναι η τιμή του LGD που προβλέπεται στο Παράρτημα VII για τα μη εξασφαλισμένα ανοίγματα έναντι του αντισυμβαλλομένου.

71. Εάν ο λόγος της αξίας της εξασφάλισης προς την αξία ανοίγματος υπερβαίνει το ανώτατο όριο C** (απαιτούμενο επίπεδο εξασφάλισης για την πλήρη αναγνώριση του LGD) που αναφέρεται στον Πίνακα 6, η τιμή του LGD* είναι εκείνη που καθορίζεται στον ακόλουθο πίνακα.

72. Για το σκοπό αυτό, εάν το απαιτούμενο επίπεδο εξασφάλισης C** δεν επιτυγχάνεται για το σύνολο του ανοίγματος, το άνοιγμα αντιμετωπίζεται σαν δύο χωριστά ανοίγματα – το τμήμα του ανοίγματος για το οποίο επιτυγχάνεται το απαιτούμενο επίπεδο εξασφάλισης C** και το υπόλοιπο τμήμα.

73. Ο Πίνακας 6 καθορίζει τις εφαρμοστέες τιμές του LGD* και τα απαιτούμενα επίπεδα εξασφάλισης για τα εξασφαλισμένα τμήματα των ανοιγμάτων.

Πίνακας 6

Ελάχιστη τιμή του LGD για το εξασφαλισμένο τμήμα του ανοίγματος

|| LGD* για απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις με εξοφλητική προτεραιότητα || LGD* για απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας || Απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο εξασφάλισης του ανοίγματος (C*) || Απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο εξασφάλισης του ανοίγματος (C**)

Εισπρακτέες απαιτήσεις || 35% || 65% || 0% || 125%

Αστικά ακίνητα / εμπορικά ακίνητα || 35% || 65% || 30% || 140%

Άλλες εξασφαλίσεις || 40% || 70% || 30% || 140%

Κατά παρέκκλιση, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, με την επιφύλαξη των επιπέδων εξασφάλισης που αναφέρονται ανωτέρω:

(α)     να επιτρέψουν στα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόσουν LGD 30% για τα ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα με μορφή χρηματοδοτικής μίσθωσης εμπορικών ακινήτων· και

(β)     να επιτρέψουν στα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόσουν LGD 35% στα ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα με μορφή χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού.

Η παρέκκλιση θα επανεξεταστεί στο τέλος της ανωτέρω περιόδου.

(β)          Εναλλακτική αντιμετώπιση των εξασφαλίσεων με ακίνητα

74. Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του παρόντος σημείου και του σημείου 75, οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης 50% στο τμήμα του ανοίγματος που εξασφαλίζεται πλήρως με αστικό ή εμπορικό ακίνητο που βρίσκεται στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους εάν έχουν πεισθεί ότι οι σχετικές αγορές είναι καλά αναπτυγμένες και λειτουργούν από μακρού με ποσοστά ζημίας από δάνεια εξασφαλισμένα με αστικά ή εμπορικά ακίνητα που δεν υπερβαίνουν, αντίστοιχα, τα ακόλουθα όρια:

(α)     οι ζημίες που αντιπροσωπεύουν έως και το 50% της αγοραίας αξίας (ή, κατά περίπτωση και εφόσον είναι χαμηλότερο, το 60% της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου) δεν υπερβαίνουν το 0,3% του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων που εξασφαλίζονται με αστικά ή εμπορικά ακίνητα σε δεδομένο έτος·

(β)     οι συνολικές ζημίες από δάνεια που εξασφαλίζονται με αστικά ή εμπορικά ακίνητα δεν υπερβαίνουν το 0,5% του ανεξόφλητου υπολοίπου αυτών των δανείων σε δεδομένο έτος

75. Εάν μία από τις ανωτέρω δύο προϋποθέσεις δεν πληρούται σε δεδομένο έτος, η αντιμετώπιση αυτή δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί έως ότου οι προϋποθέσεις ικανοποιηθούν σε μεταγενέστερο έτος.

76. Οι αρμόδιες αρχές που δεν επιτρέπουν τη χρήση της αντιμετώπισης του σημείου 73 μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν τους προβλεπόμενους στο σημείο αυτό συντελεστές στάθμισης στα ανοίγματα που είναι εξασφαλισμένα με αστικά ή εμπορικά ακίνητα που βρίσκονται, αντίστοιχα, στο έδαφος κράτους μέλους του οποίου οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν την αντιμετώπιση αυτή, με τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος.

1.6. Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας στην περίπτωση των μεικτών εξασφαλίσεων

77. Εάν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 και εάν ένα άνοιγμα καλύπτεται τόσο από χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις όσο και από άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις, το LGD* (πραγματική ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης) που χρησιμοποιείται αντί του LGD για τους σκοπούς του Παραρτήματος VII υπολογίζεται με τον ακόλουθο τρόπο.

78. Το πιστωτικό ίδρυμα διαιρεί την προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία του ανοίγματος (δηλαδή την αξία μετά την εφαρμογή της προσαρμογής για μεταβλητότητα του σημείου 34) σε τμήματα, καθένα από τα οποία καλύπτεται από ένα μόνο είδος εξασφάλισης. Με άλλα λόγια, το πιστωτικό ίδρυμα διαιρεί το άνοιγμα στο τμήμα που καλύπτεται από αποδεκτές χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις, το τμήμα που καλύπτεται από εισπρακτέες απαιτήσεις, τα τμήματα που καλύπτονται από εξασφαλίσεις με εμπορικά ακίνητα και/ή αστικά ακίνητα, το τμήμα που καλύπτεται από άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις και το μη εξασφαλισμένο τμήμα, κατά περίπτωση.

79. Το LGD* για κάθε τμήμα του ανοίγματος υπολογίζεται χωριστά σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος παραρτήματος.

1.7. Άλλες μορφές χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας 1.7.1. Καταθέσεις που τηρούνται σε τρίτα ιδρύματα

80. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του Μέρους 2 σημείο 12, η πιστωτική προστασία του Μέρους 1 σημείο 23 μπορεί να αντιμετωπίζεται ως εγγύηση από το τρίτο ίδρυμα.

1.7.2. Ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής ενεχυριασμένα στο πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την πιστοδότηση

81. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του Μέρους 2 σημείο 13, η πιστωτική προστασία του Μέρους 1 σημείο 24 μπορεί να αντιμετωπίζεται ως εγγύηση από την επιχείρηση που παρέχει την ασφάλιση ζωής. Η αξία της αναγνωριζόμενης πιστωτικής προστασίας είναι η αξία εξαγοράς του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής.

1.7.3. Μέσα εκδιδόμενα από ίδρυμα με δυνατότητα επαναγοράς σε πρώτη ζήτηση

82. Τα μέσα που είναι αποδεκτά σύμφωνα με το Μέρος 1 σημείο 25 μπορούν να αντιμετωπίζονται ως εγγύηση από το ίδρυμα που τα εκδίδει.

83. Για τους σκοπούς αυτούς, η αξία της αναγνωριζόμενης πιστωτικής προστασίας είναι η ακόλουθη:

(α)     εάν το μέσο θα επαναγοραστεί στην ονομαστική του αξία, η αξία αυτή είναι η αξία της πιστωτικής προστασίας·

(β)     εάν το μέσο θα επαναγοραστεί στην αγοραία τιμή του, η αξία της πιστωτικής προστασίας είναι η αξία που αποτιμάται με τον ίδιο τρόπο όπως εκείνη των χρεωστικών τίτλων του Μέρους 1 σημείο 8.

2. μη χρηματοδοτουμενη πιστωτικη προστασια 2.1. Αποτίμηση

84. Η αξία της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας (G) είναι το ποσό που ο πάροχος της προστασίας ανέλαβε να καταβάλει σε περίπτωση αθέτησης ή μη πληρωμής από τον πιστούχο, ή σε περίπτωση άλλου προκαθορισμένου πιστωτικού γεγονότος. Για τα πιστωτικά παράγωγα που δεν ορίζουν ως πιστωτικό γεγονός την αναδιάρθρωση της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης με διαγραφή ή αναδιάταξη κεφαλαίου, τόκων ή προμηθειών που έχει ως αποτέλεσμα ζημία από πίστωση (π.χ. λόγω αναπροσαρμογής αξίας ή άλλης παρόμοιας χρέωσης στο λογαριασμό κερδών και ζημιών), η αξία της πιστωτικής προστασίας που υπολογίζεται σύμφωνα με την πρώτη πρόταση του παρόντος σημείου μειώνεται κατά 40%.

85. Εάν η μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία είναι εκφρασμένη σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα του ανοίγματος (αναντιστοιχία νομισμάτων), η αξία της πιστωτικής προστασίας μειώνεται με την εφαρμογή της προσαρμογής για μεταβλητότητα HFX που υπολογίζεται ως εξής:

G* = G x (1-HFX)

όπου

G είναι το ονομαστικό ποσό της πιστωτικής προστασίας·

G* είναι η τιμή του G προσαρμοσμένη για κάθε συναλλαγματικό κίνδυνο, και

Hfx είναι η προσαρμογή για μεταβλητότητα για κάθε αναντιστοιχία νομισμάτων μεταξύ της πιστωτικής προστασίας και της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης.

Εάν δεν υπάρχει αναντιστοιχία νομισμάτων

G* = G

86. Οι προσαρμογές για μεταβλητότητα που εφαρμόζονται σε τυχόν αναντιστοιχία νομισμάτων μπορούν να υπολογίζονται με τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής για μεταβλητότητα ή με τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής για μεταβλητότητα, σύμφωνα με τα σημεία 35 έως 58.

2.2. Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας 2.2.1. Μερική προστασία – τμηματοποίηση

87. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα μεταφέρει μέρος του κινδύνου ενός δανείου σε ένα ή περισσότερα επιμέρους τμήματα, εφαρμόζονται οι κανόνες των άρθρων 94 έως 101. Τα όρια σημαντικότητας των πληρωμών κάτω από οποία δεν πραγματοποιείται καμία πληρωμή σε περίπτωση ζημίας θεωρούνται ισοδύναμα με τις διακρατηθείσες θέσεις πρωτεύουσας ζημίας και οδηγούν σε μεταφορά του κινδύνου κατά τμήματα.

2.2.2. Τυποποιημένη μέθοδος

(α)          Πλήρης προστασία

88. Για τους σκοπούς του άρθρου 80, g είναι ο συντελεστής στάθμισης που αποδίδεται σε έναν κίνδυνο που καλύπτεται πλήρως από τη μη χρηματοδοτούμενη προστασία (GA),

όπου

g είναι ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι του παρόχου της προστασίας σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, και

GA είναι η τιμή του G* όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο 85, προσαρμοσμένη για κάθε αναντιστοιχία νομισμάτων σύμφωνα με το Μέρος 4.

(β)          Μερική προστασία – ισοδύναμη εξοφλητική προτεραιότητα

89. Εάν το προστατευόμενο ποσό είναι μικρότερο από την αξία ανοίγματος και τα προστατευόμενα και μη προστατευόμενα τμήματα έχουν ισοδύναμη εξοφλητική προτεραιότητα – δηλαδή εάν το πιστωτικό ίδρυμα και ο πάροχος της προστασίας μοιράζονται τις ζημίες κατ’ αναλογία, επιτρέπεται η αναλογική μείωση της κεφαλαιακής απαίτησης. Για τους σκοπούς του άρθρου 80, τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται με τον ακόλουθο τύπο:

(E-GA) x r + GA x g

όπου

E είναι η αξία ανοίγματος,

GA είναι η τιμή του G* όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο 85, προσαρμοσμένη για κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας σύμφωνα με το Μέρος 4,

r είναι ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι του οφειλέτη σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83,

g είναι ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι του παρόχου της προστασίας σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83.

(γ)          Κρατικές εγγυήσεις

90. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επεκτείνουν την αντιμετώπιση του Παραρτήματος VI σημεία 4 έως 6 στα ανοίγματα ή τμήματα ανοιγμάτων που καλύπτονται από την εγγύηση κεντρικής κυβέρνησης ή κεντρικής τράπεζας εάν η εγγύηση είναι εκφρασμένη στο εθνικό νόμισμα του πιστούχου και το άνοιγμα χρηματοδοτείται στο ίδιο νόμισμα.

2.2.3. Βασική μέθοδος των εσωτερικών διαβαθμίσεων

Πλήρης / μερική προστασία – ισοδύναμη εξοφλητική προτεραιότητα

91. Για το καλυμμένο τμήμα του ανοίγματος (με βάση την προσαρμοσμένη αξία της πιστωτικής προστασίας GA), το PD για τους σκοπούς του Παραρτήματος VII Μέρος 2 μπορεί να είναι το PD του παρόχου της προστασίας ή ένα PD μεταξύ εκείνου του πιστούχου και εκείνου του εγγυητή εάν θεωρείται ότι δεν δικαιολογείται πλήρης υποκατάσταση. Σε περίπτωση ανοιγμάτων μειωμένης εξασφάλισης και μη χρηματοδοτούμενης προστασίας μη μειωμένης εξασφάλισης, το LGD που εφαρμόζεται για τους σκοπούς του Παραρτήματος VII Μέρος 2 μπορεί να είναι εκείνο που αποδίδεται στις απαιτήσεις με εξοφλητική προτεραιότητα.

92. Για κάθε μη καλυμμένο τμήμα του ανοίγματος, το PD είναι εκείνο του πιστούχου και το LGD εκείνο του υποκείμενου ανοίγματος.

93. GA είναι η τιμή του G* που υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο 85, προσαρμοσμένη για κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας σύμφωνα με το Μέρος 4.

Μέρος 4 – Αναντιστοιχία ληκτότητας

1. Για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ποσών, υπάρχει αναντιστοιχία ληκτότητας εάν η εναπομένουσα ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας είναι μικρότερη από εκείνη του προστατευόμενου ανοίγματος. Εάν η εναπομένουσα ληκτότητα της προστασίας είναι μικρότερη των τριών μηνών και μικρότερη από τη ληκτότητα του υποκείμενου ανοίγματος, η προστασία δεν αναγνωρίζεται.

2. Σε περίπτωση αναντιστοιχίας ληκτότητας, η πιστωτική προστασία δεν αναγνωρίζεται εάν:

(α)     η αρχική ληκτότητα της προστασίας είναι μικρότερη από 1 έτος· ή

(β)     το άνοιγμα ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές ως βραχυπρόθεσμο άνοιγμα με ληκτότητα (Μ) τουλάχιστον μιας ημέρας και όχι ενός έτους σύμφωνα με το Παράρτημα VII Μέρος 2 σημείο 13.

1. ορισμος της ληκτοτητας

3. Η πραγματική ληκτότητα του υποκείμενου είναι το μεγαλύτερο δυνατό χρονικό διάστημα που απομένει έως την ημερομηνία στην οποία ο οφειλέτης πρέπει να εκπληρώσει την υποχρέωσή του, με ανώτατο όριο 5 ετών. Με την επιφύλαξη του σημείου 4, η ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας είναι το χρονικό διάστημα έως τη νωρίτερη ημερομηνία στην οποία η προστασία παύει ή τερματίζεται.

4. Εάν υπάρχει προαίρεση για τερματισμό της προστασίας με διακριτική ευχέρεια του πωλητή της προστασίας, η ληκτότητα της προστασίας είναι το χρονικό διάστημα έως τη νωρίτερη ημερομηνία στην οποία μπορεί να ασκηθεί η προαίρεση. Εάν υπάρχει προαίρεση για τερματισμό της προστασίας με διακριτική ευχέρεια του αγοραστή της και οι όροι της σύμβασης παροχής προστασίας περιέχουν θετικό κίνητρο για το πιστωτικό ίδρυμα να τερματίσει τη συναλλαγή πριν τη συμβατική ημερομηνία λήξης, η ληκτότητα της προστασίας είναι το χρονικό διάστημα έως τη νωρίτερη ημερομηνία στην οποία μπορεί να ασκηθεί αυτή η προαίρεση· διαφορετικά, θεωρείται ότι η προαίρεση δεν επηρεάζει τη ληκτότητα της προστασίας.

5. Εάν τίποτα δεν εμποδίζει την εκπνοή του πιστωτικού παράγωγου πριν τη λήξη τυχόν περιόδου χάριτος που απαιτείται για την κήρυξη σε αθέτηση ως αποτέλεσμα μη εξυπηρέτησης της υποκείμενης υποχρέωσης, η ληκτότητα της προστασίας μειώνεται κατά τη διάρκεια της περιόδου χάριτος.

2. αποτιμηση της προστασιας 2.1. Συναλλαγές που καλύπτονται από χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία – απλή μέθοδος των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

6. Εάν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της ληκτότητας του ανοίγματος και της ληκτότητας της προστασίας, η εξασφάλιση δεν αναγνωρίζεται.

2.2. Συναλλαγές που καλύπτονται από χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία – αναλυτική μέθοδος των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων

7. Η ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας και εκείνη του ανοίγματος λαμβάνονται υπόψη στην προσαρμοσμένη αξία της εξασφάλισης με την ακόλουθη σχέση:

CVAM = CVA x (t-t*)/(T-t*)

όπου

CVA είναι η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία της εξασφάλισης σύμφωνα με το Μέρος 3 σημείο 34 ή το ποσό του ανοίγματος, όποιο είναι χαμηλότερο,

t είναι ο αριθμός των ετών που εναπομένουν έως την ημερομηνία λήξης της πιστωτικής προστασίας όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα σημεία 3 έως 5, ή η τιμή του T, όποιο είναι χαμηλότερο,

T είναι ο αριθμός των ετών που εναπομένουν έως την ημερομηνία λήξης του ανοίγματος όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα σημεία 3 έως 5, ή 5 έτη, όποιο είναι χαμηλότερο, και

t* είναι 0.25.

CVAM είναι το CVA προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχία ληκτότητας που εισάγεται στον τύπο υπολογισμού της πλήρως προσαρμοσμένης αξίας ανοίγματος (E*) στο Μέρος 3 σημείο 34.

2.3. Συναλλαγές που καλύπτονται από μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία

8. Η ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας και εκείνη του ανοίγματος λαμβάνονται υπόψη στην προσαρμοσμένη αξία της πιστωτικής προστασίας με την ακόλουθη σχέση:

GA = G* x (t-t*)/(T-t*)

όπου

G* είναι το ποσό της προστασίας προσαρμοσμένο για κάθε αναντιστοιχία νομισμάτων,

GA είναι το G* προσαρμοσμένο για κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας,

t είναι ο αριθμός των ετών που εναπομένουν έως την ημερομηνία λήξης της πιστωτικής προστασίας όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα σημεία 3 έως 5, ή η τιμή του T, όποιο είναι χαμηλότερο,

T είναι ο αριθμός των ετών που εναπομένουν έως την ημερομηνία λήξης του ανοίγματος όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα σημεία 3 έως 5, ή 5 έτη, όποιο είναι χαμηλότερο, και

t* είναι 0.25.

Το GA αντιστοιχεί επομένως στην αξία της προστασίας για τους σκοπούς του Μέρους 3 σημεία 84 έως 93.

Μέρος 5 – Συνδυασμός τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου στην τυποποιημένη μέθοδο

1. Εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα που υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 καλύπτει ένα μεμονωμένο άνοιγμα με περισσότερα μέσα μείωσης του πιστωτικού κινδύνου (π.χ. εάν μια εξασφάλιση και μια εγγύηση καλύπτουν καθεμία εν μέρει το ίδιο άνοιγμα), το πιστωτικό ίδρυμα διαιρεί το άνοιγμα σε τμήματα που καλύπτονται καθένα από ένα είδος μέσου μείωσης του πιστωτικού κινδύνου (στο ανωτέρω παράδειγμα, ένα τμήμα που καλύπτεται από την εξασφάλιση και ένα τμήμα που καλύπτεται από την εγγύηση) και υπολογίζει χωριστά ένα σταθμισμένο ποσό για κάθε τμήμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 78 έως 83 και του παρόντος παραρτήματος.

2. Εάν η πιστωτική προστασία που παρέχεται από ένα μεμονωμένο πάροχο προστασίας έχει περισσότερες διαφορετικές ληκτότητες, η μέθοδος του σημείου 1 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

Μέρος 6 – Τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου συνόλου ανοιγμάτων

1. πιστωτικα παραγωγα για την κάλυψη του κινδυνου πρωτησ αθετησησ (first-to-default credit derivatives)

1. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει πιστωτική προστασία για ορισμένο αριθμό ανοιγμάτων με όρους που προβλέπουν ότι η πρώτη αθέτηση μεταξύ των ανοιγμάτων αυτών ενεργοποιεί την πληρωμή και λύει τη σύμβαση, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να τροποποιήσει τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και, κατά περίπτωση, των ποσών αναμενόμενης ζημίας για το άνοιγμα το οποίο, ελλείψει πιστωτικής προστασίας, θα είχε το χαμηλότερο σταθμισμένο ποσό σε εφαρμογή των άρθρων 78 έως 83 ή 84 έως 89, κατά περίπτωση, και σύμφωνα με το παρόν παράρτημα, αλλά μόνον εφόσον η αξία ανοίγματος είναι μικρότερη ή ίση με την αξία της πιστωτικής προστασίας.

2. πιστωτικα παραγωγα για την καλυψη του κινδυνου νιοστησ αθετησησ (nth-to-default credit derivatives)

2. Εάν η νιοστή (n) αθέτηση στο σύνολο των ανοιγμάτων ενεργοποιεί την πληρωμή βάσει της πιστωτικής προστασίας, το πιστωτικό ίδρυμα που αγοράζει την προστασία δεν μπορεί να την αναγνωρίσει για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και, κατά περίπτωση, των ποσών αναμενόμενης ζημίας παρά μόνο εάν έχει επίσης ληφθεί προστασία για τις αθετήσεις 1 έως n-1 ή εάν έχουν ήδη επέλθει n-1 αθετήσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, η εφαρμοζόμενη μέθοδος είναι εκείνη που προβλέπεται στο σημείο 1 κατάλληλα προσαρμοσμένη για τα παράγωγα προϊόντα για την κάλυψη του κινδύνου νιοστής αθέτησης.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX – Τιτλοποίηση Μέρος 1 – Ορισμοί για τους σκοπούς του παραρτήματος IX

1. Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος νοούνται ως:

– “περιθώριο υπέρβασης” (excess spread): το σύνολο των χρηματοοικονομικών εσόδων και λοιπών αμοιβών από τιτλοποιημένα ανοίγματα μετά την αφαίρεση των εξόδων και δαπανών·

– “δικαίωμα επαναγοράς εκδοθέντων τίτλων” (clean-up call option): το συμβατικό δικαίωμα του μεταβιβάζοντος ιδρύματος να επαναγοράσει ή να κλείσει τις θέσεις τιτλοποίησης πριν την αποπληρωμή του συνόλου των υποκείμενων ανοιγμάτων, εφόσον το ανεξόφλητο υπόλοιπο των υποκείμενων ανοιγμάτων μειώνεται κάτω από ορισμένο επίπεδο·

– “ταμειακή διευκόλυνση” (liquidity facility): θέση τιτλοποίησης που απορρέει από συμβατική συμφωνία χρηματοδότησης με την οποία εξασφαλίζεται η έγκαιρη πληρωμή των χρηματοροών στους επενδυτές·

– “kirb”: το 8% του αθροίσματος των σταθμισμένου ποσών των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων, όπως αυτά θα είχαν υπολογιστεί σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 ελλείψει τιτλοποίησης, και των υπολογιζόμενων σύμφωνα με τα άρθρα αυτά ποσών αναμενόμενης ζημίας από αυτά τα ανοίγματα·

– “μέθοδος των διαβαθμίσεων” (ratings based method): η μέθοδος υπολογισμού των σταθμισμένων ποσών για τις θέσεις τιτλοποίησης σύμφωνα με το Μέρος 4 σημεία 45 έως 49·

– “μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος” (supervisory formula method): η μέθοδος υπολογισμού των σταθμισμένων ποσών για τις θέσεις τιτλοποίησης σύμφωνα με το Μέρος 4 σημεία 50 έως 52·

– “μη διαβαθμισμένη θέση” (unrated position): μια θέση τιτλοποίησης χωρίς αποδεκτή πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI κατά την έννοια του άρθρου 97·

– “διαβαθμισμένη θέση” (rated position): θέση τιτλοποίησης με πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI κατά την έννοια του άρθρου 97·

– “πρόγραμμα έκδοσης εμπορικών χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού” (asset-backed commercial paper programme), εφεξής πρόγραμμα ABCP: πρόγραμμα τιτλοποιήσης εκδιδόμενων τίτλων που έχουν κυρίως μορφή εμπορικών χρεογράφων και αρχική ληκτότητα μικρότερη ή ίση του ενός έτους.

Μέρος 2 – Ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση σημαντικής μεταφοράς πιστωτικού κινδύνου και υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας για τιτλοποιημένα ανοίγματα

1. ελαχιστες απαιτησεις για την αναγνωριση μιασ σημαντικησ μεταφορας πιστωτικου κινδυνου στις παραδοσιακεσ τιτλοποιήσεισ

1. Το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα σε μια παραδοσιακή τιτλοποίηση μπορεί να εξαιρεί τα τιτλοποιημένα ανοίγματα από τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας εάν ένα σημαντικό μέρος του πιστωτικού κινδύνου των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων έχει μεταφερθεί σε τρίτους και εάν η μεταφορά αυτή πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     τα έγγραφα της τιτλοποίησης αντικατοπτρίζουν τα ουσιώδη οικονομικά χαρακτηριστικά της συναλλαγής·

(β)     τα τιτλοποιημένα ανοίγματα τίθενται εκτός του ελέγχου του μεταβιβάζοντος ιδρύματος και των πιστωτών του, ιδίως σε διαδικασίες πτώχευσης και θέσης υπό αναγκαστική διαχείριση. Το αποτέλεσμα αυτό επιβεβαιώνεται από ειδικό νομικό σύμβουλο του οποίου ζητείται η γνώμη·

(γ)     oι εκδιδόμενοι τίτλοι δεν επιβάλλουν καμία υποχρέωση πληρωμής στο μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα·

(δ)     ο εκδοχέας είναι οντότητα ειδικού σκοπού (securitisation special-purpose entity (SSPE))·

(ε)     το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα δεν διατηρεί πραγματικό ή έμμεσο έλεγχο επί των μεταβιβασθέντων ανοιγμάτων. Θεωρείται ότι ο μεταβιβάζων έχει διατηρήσει πραγματικό έλεγχο επί των μεταβιβασθέντων ανοιγμάτων εάν έχει το δικαίωμα να τα επαναγοράσει από τον εκδοχέα για να ρευστοποιήσει τα κέρδη τους ή εάν είναι υποχρεωμένος να αναλάβει εκ νέου το μεταφερθέντα κίνδυνο. Η διατήρηση από το μεταβιβάζον ίδρυμα δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων εξυπηρέτησης των μεταβιβασθέντων ανοιγμάτων δεν συνιστά καθαυτή έμμεσο έλεγχο επί των ανοιγμάτων·

(στ)   εάν υπάρχει δικαίωμα επαναγοράς των εκδοθέντων τίτλων, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i)      το δικαίωμα επαναγοράς μπορεί να ασκηθεί με διακριτική ευχέρεια του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος·

(ii)     το δικαίωμα επαναγοράς μπορεί να ασκηθεί μόνο εάν 10% ή λιγότερο της αρχικής αξίας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων παραμένει ανεξόφλητη· και

(iii)    το δικαίωμα επαναγοράς δεν είναι διαρθρωμένο με τρόπο ώστε να αποφεύγεται ο καταλογισμός των ζημιών σε θέσεις πιστωτικής ενίσχυσης ή σε άλλες θέσεις που κατέχονται από επενδυτές, ούτε κατά τρόπο ώστε να παρέχει πιστωτική ενίσχυση·

(η)     τα έγγραφα που συνοδεύουν την τιτλοποίηση δεν περιέχουν καμία ρήτρα που:

(i)      απαιτεί, εκτός των ρυθμίσεων πρόωρης εξόφλησης, τη βελτίωση των θέσεων τιτλοποίησης από το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα, μεταξύ άλλων με την αναδιάταξη των υποκείμενων πιστωτικών ανοιγμάτων ή με την αύξηση της απόδοσης που καταβάλλεται στους επενδυτές σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων· ή που

(ii)     αυξάνει την απόδοση που καταβάλλεται στους κατόχους των θέσεων τιτλοποίησης σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας της υποκείμενης ομάδας απαιτήσεων.

2. ελαχιστεσ απαιτησεις για την αναγνωριση μιασ σημαντικησ μεταφορασ πιστωτικου κινδυνου στις συνθετικεσ τιτλοποίησεισ

2. Το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα σε μια συνθετική τιτλοποίηση μπορεί να υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά και, κατά περίπτωση, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σύμφωνα με τα σημεία 3 και 4 κατωτέρω, εάν σημαντικό μέρος του πιστωτικού κινδύνου έχει μεταφερθεί σε τρίτους με χρηματοδοτούμενη ή με μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία και εάν η μεταβίβαση αυτή πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     τα έγγραφα της τιτλοποίησης αντικατοπτρίζουν τα ουσιώδη οικονομικά χαρακτηριστικά της συναλλαγής·

(β)     η πιστωτική προστασία με την οποία μεταφέρεται ο πιστωτικός κίνδυνος πληροί τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας και τις λοιπές απαιτήσεις των άρθρων 90 έως 93 για την αναγνώριση αυτής της πιστωτικής προστασίας. Για τους σκοπούς αυτούς, οι οντότητες τιτλοποίησης ειδικού σκοπού δεν αναγνωρίζονται ως αποδεκτοί πάροχοι μη χρηματοδοτούμενης προστασίας·

(γ)     τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη μεταβίβαση του πιστωτικού κινδύνου δεν περιέχουν όρους ή προϋποθέσεις που:

(i)      επιβάλλουν όρια σημαντικότητας κάτω από τα οποία η πιστωτική προστασία θεωρείται ότι δεν ενεργοποιείται από την έλευση ενός πιστωτικού γεγονότος,

(ii)     προβλέπουν τον τερματισμό της προστασίας σε περίπτωση επιδείνωσης της ποιότητας των υποκείμενων ανοιγμάτων,

(iii)    απαιτούν, εκτός των ρυθμίσεων πρόωρης εξόφλησης, τη βελτίωση των θέσεων τιτλοποίησης από το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα,

(iv)    αυξάνουν το κόστος της πιστωτικής προστασίας για το πιστωτικό ίδρυμα ή την απόδοση που καταβάλλεται στους κατόχους θέσεων τιτλοποίησης σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας της υποκείμενης ομάδας ανοιγμάτων·

(δ)     έχει ληφθεί γνώμη ειδικού νομικού συμβούλου που επιβεβαιώνει ότι είναι δυνατή η επίκληση της πιστωτικής προστασίας σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία.

3. υπολογισμός από το μεταβιβαζον πιστωτικο ιδρυμα των σταθμισμενων ποσων για τα τιτλοποιημενα ανοιγματα στις συνθετικεσ τιτλοποιησεισ

3. Κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του σημείου 2, το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα σε μια συνθετική τιτλοποίηση χρησιμοποιεί, με την επιφύλαξη των σημείων 5 έως 8, τις κατάλληλες μεθόδους υπολογισμού του Μέρους 4 και όχι εκείνες των άρθρων 78 έως 89. Για τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89, το ποσό αναμενόμενης ζημίας για τα ανοίγματα αυτά είναι μηδέν.

4. Για λόγους σαφήνειας, το σημείο 3 αναφέρεται στο σύνολο της ομάδας ανοιγμάτων που περιλαμβάνονται στην τιτλοποίηση. Με την επιφύλαξη των σημείων 5 έως 8, το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά για όλα τα τμήματα της τιτλοποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους IV, περιλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την αναγνώριση της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου. Για παράδειγμα, εάν ένα τμήμα μεταφέρεται σε τρίτο με μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται σε αυτόν τον τρίτο εφαρμόζεται και στο τμήμα αυτό κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ανοίγματος.

3.1. Αντιμετώπιση των αναντιστοιχιών ληκτότητας σε συνθετικές τιτλοποιήσεις

5. Για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών των ανοιγμάτων σύμφωνα με το σημείο 3, κάθε αναντιστοιχία μεταξύ της ληκτότητας της πιστωτικής προστασίας με την οποία επιτυγχάνεται η τμηματοποίηση και της ληκτότητας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων λαμβάνεται υπόψη σύμφωνα με τα σημεία 6 έως 8. Η ληκτότητα των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων είναι η μεγαλύτερη ληκτότητα οποιουδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, με ανώτατο όριο τα 5 έτη.

6. Η ληκτότητα των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων είναι η μεγαλύτερη ληκτότητα οποιουδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, με ανώτατο όριο τα 5 έτη. Η ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας προσδιορίζεται σύμφωνα με το Παράρτημα VIII.

7. Εάν το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει τις διατάξεις του Μέρους 4 σημεία 6 έως 35 για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών, αγνοεί κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών για τα τμήματα χωρίς διαβάθμιση ή με διαβάθμιση κάτω του επενδυτικού βαθμού. Για όλα τα άλλα τα τμήματα, εφαρμόζεται η μέθοδος αντιμετώπισης των αναντιστοιχιών ληκτότητας του Παραρτήματος VIII, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

RW* είναι [RW(SP) x (t-t*)/(T-t*)] + [RW(Ass) x (T-t)/(T-t*)]

Όπου

RW* είναι τα σταθμισμένα ποσά για τους σκοπούς του άρθρου 75 σημείο α)·

RW(Ass) είναι τα σταθμισμένα ποσά ελλείψει τιτλοποίησης, ανοιγμάτων όπως θα είχαν υπολογιστεί κατ’ αναλογία,

RW(SP) είναι τα σταθμισμένα ποσά όπως θα είχαν υπολογιστεί σύμφωνα με το σημείο 3 εάν δεν υπήρχε αναντιστοιχία ληκτότητας,

T είναι η ληκτότητα των υποκείμενων ανοιγμάτων, εκφρασμένη σε έτη,

t είναι η ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας, εκφρασμένη σε έτη,

t* είναι ίσο με 0,25.

8. Εάν το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει το Μέρος 4, σημεία 36 έως 74 για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών, αγνοεί κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών για τα τμήματα ή τα μέρη τμημάτων στα οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 1250% σύμφωνα με τα σημεία αυτά. Για όλα τα άλλα τμήματα ή μέρη τμημάτων εφαρμόζεται η μέθοδος αντιμετώπισης των αναντιστοιχιών ληκτότητας του Παραρτήματος VIII, σύμφωνα με τον τύπο του σημείου 7.

Μέρος 3 – Εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας

4. απαιτησεις που πρεπει να πληρουν οι πιστοληπτικες αξιολογησεισ των ecai

9. Για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με το Μέρος 4 του παρόντος παραρτήματος, μια πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις.

(α)     δεν πρέπει να υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ των ειδών πληρωμών που λαμβάνονται υπόψη στην πιστοληπτική αξιολόγηση και των ειδών πληρωμών που δικαιούται να λάβει το πιστωτικό ίδρυμα βάσει της σύμβασης που δημιουργεί τη σχετική θέση τιτλοποίησης·

(β)     η πιστοληπτική αξιολόγηση πρέπει να είναι δημόσια διαθέσιμη στην αγορά. Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις θεωρούνται δημόσια διαθέσιμες μόνο εάν έχουν δημοσιευτεί σε δημόσια προσβάσιμο φόρουμ και περιλαμβάνονται στον πίνακα μετάβασης του ECAI. Δεν θεωρούνται δημόσια διαθέσιμες οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις που είναι διαθέσιμες μόνο σε περιορισμένο αριθμό οντοτήτων.

5. χρηση πιστοληπτικων αξιολογησεων

10. Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους αποδεκτούς ECAI τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των οποίων θα χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών του σύμφωνα με τα άρθρα 94 έως 101 (εφεξής “διορισμένος ECAI”).

11. Με την επιφύλαξη των σημείων 5 έως 7 κατωτέρω, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να εφαρμόζει με συνέπεια στις θέσεις τιτλοποίησής του τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις που παρέχουν οι διορισμένοι ECAI.

12. Με την επιφύλαξη των σημείων 5 και 6, το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις ενός ECAI για τις θέσεις του σε ορισμένα τμήματα και τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις άλλου ECAI για τις θέσεις του σε άλλα τμήματα της ιδίας διάρθρωσης τιτλοποίησης, είτε αυτές έχουν διαβαθμιστεί από το πρώτο ECAI είτε όχι.

13. Εάν μια θέση έχει δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από διορισμένους ECAI, το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί τη λιγότερο ευνοϊκή αξιολόγηση.

14. Εάν μια θέση έχει περισσότερες των δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις, χρησιμοποιούνται οι δύο ευνοϊκότερες. Εάν οι δύο ευνοϊκότερες αξιολογήσεις είναι διαφορετικές, χρησιμοποιείται η λιγότερο ευνοϊκή από τις δύο.

15. Εάν σε μια οντότητα ειδικού σκοπού (SSPE) παρέχεται άμεσα πιστωτική προστασία αποδεκτή κατά την έννοια των άρθρων 90 έως 93 η οποία λαμβάνεται υπόψη στην πιστοληπτική αξιολόγηση μιας θέσης από διορισμένο ECAI, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το σταθμισμένο ποσό που αντιστοιχεί σε αυτή την πιστοληπτική αξιολόγηση. Η πιστωτική προστασία δεν αναγνωρίζεται εάν δεν είναι αποδεκτή κατά την έννοια των άρθρων 90 έως 93. Η πιστοληπτική αξιολόγηση δεν λαμβάνεται υπόψη εάν η προστασία δεν παρέχεται στην SSPE, αλλά απευθείας σε θέση τιτλοποίησης.

6. αντιστοιχιση

16. Οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας των πινάκων του Μέρους 4 με την οποία πρέπει να αντιστοιχιστεί κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση αποδεκτού ECAI. Για το σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαφοροποιούν τους σχετικούς βαθμούς κινδύνου που εκφράζει κάθε αξιολόγηση. Λαμβάνουν υπόψη ποσοτικούς παράγοντες όπως τα ποσοστά αθέτησης και/ή ζημίας, καθώς και ποιοτικούς παράγοντες όπως το φάσμα των συναλλαγών που αξιολογούνται από τον ECAI και το περιεχόμενο της πιστοληπτικής αξιολόγησης.

17. Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε οι θέσεις τιτλοποίησης στις οποίες εφαρμόζεται η ίδια στάθμιση κινδύνου με βάση τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις διορισμένων ECAI να ενέχουν ισοδύναμους βαθμούς πιστωτικού κινδύνου. Για το σκοπό αυτό, μπορούν να τροποποιήσουν την απόφασή τους για τη βαθμίδα διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας στην οποία αντιστοιχεί κατά περίπτωση δεδομένη πιστοληπτική αξιολόγηση.

Μέρος 4 - Υπολογισμός

1. υπολογισμοσ των σταθμισμενων ποσων

1. Για τους σκοπούς του άρθρου 96, το σταθμισμένο ποσό της θέσης τιτλοποίησης υπολογίζεται εφαρμόζοντας τον κατάλληλο συντελεστή στάθμισης στην αξία ανοίγματος της θέσης, όπως ορίζεται στο παρόν Μέρος.

2. Με την επιφύλαξη του σημείου 3,

(α)     εάν το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα σημεία 6 έως 35, η αξία ανοίγματος μιας εντός ισολογισμού θέσης τιτλοποίησης είναι η αξία της θέσης στον ισολογισμό·

(β)     εάν το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα σημεία 36 έως 74, η αξία ανοίγματος μιας εντός ισολογισμού θέσης τιτλοποίησης υπολογίζεται προ προσαρμογών αξίας· και

(γ)     η αξία ανοίγματος μιας εκτός ισολογισμού θέσης τιτλοποίησης είναι η ονομαστική της αξία πολλαπλασιασμένη με ένα συντελεστή μετατροπής, όπως ορίζεται στο παρόν παράρτημα. Ο συντελεστής μετατροπής ισούται με 100%, εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά.

3. Η αξία ανοίγματος μιας θέσης τιτλοποίησης που απορρέει από ένα από τα παράγωγα μέσα που απαριθμούνται στο Παράρτημα IV προσδιορίζεται σύμφωνα με το Παράρτημα III.

4. Εάν η θέση τιτλοποίησης αποτελεί αντικείμενο χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, η αξία ανοίγματος της θέσης μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με και με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του Παραρτήματος VIII του, όπως διευκρινίζεται στο παρόν παράρτημα.

5. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα έχει δύο ή περισσότερες επικαλυπτόμενες θέσεις, υποχρεούται, στο μέτρο που οι θέσεις επικαλύπτονται, να συμπεριλάβει στον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών μόνο τη θέση ή το τμήμα θέσης που οδηγεί στο υψηλότερο σταθμισμένο ποσό. Για τους σκοπούς αυτούς, “επικάλυψη” σημαίνει ότι οι θέσεις αντιπροσωπεύουν, εν όλω ή εν μέρει, άνοιγμα ως προς τον ίδιο κίνδυνο κατά τρόπο ώστε, στο μέτρο της επικάλυψής τους, να υπάρχει ένα μόνο άνοιγμα.

2. υπολογισμος των σταθμισμενων ποσων με την τυποποιημενη μεθοδο

6. Με την επιφύλαξη των σημείων 8 και 9, το σταθμισμένο ποσό μιας διαβαθμισμένης θέσης τιτλοποίησης υπολογίζεται εφαρμόζοντας στην αξία του ανοίγματος το συντελεστή στάθμισης που αντιστοιχεί στη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία οι αρμόδιες αρχές αποφάσισαν σύμφωνα με το άρθρο 98, να αντιστοιχίσουν την πιστοληπτική αξιολόγηση, όπως καθορίζεται στους πίνακες 1 και 2 κατωτέρω.

Πίνακας 1

Θέσεις πλην των θέσεων με βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας || 1 || 2 || 3 || 4 || 5 και λοιπές

Συντελεστής στάθμισης || 20% || 50% || 100% || 350% || 1250%

Πίνακας 2

Θέσεις με βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας || 1 || 2 || 3 || Κάθε άλλη πιστοληπτική αξιολόγηση

Συντελεστής στάθμισης || 20% || 50% || 100% || 1250%

7. Με την επιφύλαξη των σημείων 10 έως 16, τα σταθμισμένα ποσά μιας μη διαβαθμισμένης θέσης τιτλοποίησης υπολογίζονται εφαρμόζοντας συντελεστή στάθμισης 1250%.

2.1. Μεταβιβάζον και χρηματοδοτούν πιστωτικό ίδρυμα

8. Το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα και το χρηματοδοτούν πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης 1250% σε όλες τις διακρατηθείσες ή επαναγορασθείσες θέσεις τιτλοποίησης με πιστοληπτική αξιολόγηση διορισμένου ECAI την οποία οι αρμόδιες αρχές έχουν αντιστοιχίσει με βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας χαμηλότερη της τρίτης βαθμίδας. Για να προσδιοριστεί εάν μια θέση έχει αυτή την πιστοληπτική αξιολόγηση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Μέρους 3 σημεία 2 έως 7.

9. Για το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα ή το χρηματοδοτούν πιστωτικό ίδρυμα, τα σταθμισμένα ποσά που υπολογίζονται για τις θέσεις του σε μια τιτλοποίηση μπορούν να περιορίζονται στα σταθμισμένα ποσά που θα είχαν υπολογιστεί για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα εάν τα ανοίγματα αυτά δεν είχαν τιτλοποιηθεί, με την επιφύλαξη της εφαρμογής συντελεστή στάθμισης 150% σε όλα τα στοιχεία σε καθυστέρηση και στα στοιχεία που ανήκουν σε “εποπτικές κατηγορίες υψηλών κινδύνων”.

2.2. Αντιμετώπιση των μη διαβαθμισμένων θέσεων

10. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν σε ένα πιστωτικό ίδρυμα που κατέχει μη διαβαθμισμένη θέση τιτλοποίησης να υπολογίσει το σταθμισμένο ποσό για τη θέση αυτή με την αντιμετώπιση του σημείου 11, υπό τον όρο ότι η σύνθεση της ομάδας τιτλοποιημένων ανοιγμάτων είναι γνωστή ανά πάσα στιγμή.

11. Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να εφαρμόζει το μέσο συντελεστή στάθμισης που θα εφαρμοζόταν στα τιτλοποιημένα ανοίγματα σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 από ένα πιστωτικό ίδρυμα που θα κατείχε τα ανοίγματα, πολλαπλασιασμένο με ένα δείκτη συγκέντρωσης. Ο δείκτης συγκέντρωσης ισούται με το λόγο του αθροίσματος των ονομαστικών ποσών όλων των τμημάτων της τιτλοποίησης προς το άθροισμα των ονομαστικών ποσών των τμημάτων ελάσσονος ή ίσης εξοφλητικής προτεραιότητας με εκείνη του τμήματος στην οποία κατέχεται η θέση, περιλαμβανομένου του τμήματος αυτού. Ο προκύπτων συντελεστής στάθμισης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1250% ή να είναι χαμηλότερος από εκείνον που εφαρμόζεται σε διαβαθμισμένο τμήμα υψηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί να προσδιορίσει τους συντελεστές στάθμισης που θα εφαρμόζονταν στα τιτλοποιημένα ανοίγματα σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, εφαρμόζει συντελεστή στάθμισης 1250% στη θέση αυτή.

2.3. Αντιμετώπιση των θέσεων τιτλοποίησης σε τμήμα δευτερεύουσας ζημίας ή σε ευνοϊκότερο τμήμα σε ένα πρόγραμμα ABCP

12. Με την επιφύλαξη της δυνατότητας ευνοϊκότερης μεταχείρισης βάσει των διατάξεων για τις ταμειακές διευκολύνσεις των σημείων 14 έως 16, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να εφαρμόζει στις θέσεις τιτλοποίησης που πληρούν τις προϋποθέσεις του σημείου 13 τον υψηλότερο από τους ακόλουθους δύο συντελεστές στάθμισης (i) 100%, ή (ii) υψηλότερος συντελεστής στάθμισης που θα εφαρμοζόταν σε οποιοδήποτε από τα τιτλοποιημένα ανοίγματα βάσει των άρθρων 78 έως 83 από ένα πιστωτικό ίδρυμα που θα κατείχε τα ανοίγματα.

13. Η αντιμετώπιση του σημείου 12 μπορεί να εφαρμοστεί εάν η θέση τιτλοποίησης:

(α)     περιλαμβάνεται σε τμήμα δευτερεύουσας ζημίας ή σε ευνοϊκότερο από οικονομική άποψη τμήμα της τιτλοποίησης και το τμήμα πρωτεύουσας ζημίας παρέχει ουσιαστική πιστωτική ενίσχυση στο τμήμα δευτερεύουσας ζημίας·

(β)     είναι ποιότητας ισοδύναμης ή υψηλότερης του επενδυτικού βαθμού· και

(γ)     κατέχεται από πιστωτικό ίδρυμα που δεν κατέχει θέση στο τμήμα πρωτεύουσας ζημίας.

2.4. Αντιμετώπιση των μη διαβαθμισμένων ταμειακών διευκολύνσεων 2.4.1. Αποδεκτές ταμειακές διευκολύνσεις

14. Εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 20% στο ονομαστικό ποσό της ταμειακής διευκόλυνσης εάν αυτή έχει αρχική ληκτότητα ίση ή μικρότερη του έτους και 50% εάν η ταμειακή διευκόλυνση έχει αρχική ληκτότητα μεγαλύτερη του έτους, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     στα έγγραφα που συνοδεύουν την ταμειακή διευκόλυνση διευκρινίζονται και περιορίζονται σαφώς οι περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατή η ανάληψη ποσών από αυτήν·

(β)     η ταμειακή διευκόλυνση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πιστωτική στήριξη για την κάλυψη ζημιών που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της ανάληψης – για παράδειγμα, με την παροχή διαθεσίμων για ανοίγματα σε αθέτηση κατά το χρόνο της ανάληψης ή με την απόκτηση στοιχείων ενεργητικού σε τιμή υψηλότερη από την εύλογη αξία τους·

(γ)     η ταμειακή διευκόλυνση δεν χρησιμοποιείται για τη μόνιμη ή τακτική χρηματοδότηση της τιτλοποίησης·

(δ)     η εξόφληση των ποσών που έχουν αναληφθεί από την ταμειακή διευκόλυνση δεν πρέπει να έπεται της ικανοποίησης των απαιτήσεων των επενδυτών, εκτός εκείνων που απορρέουν από συμβάσεις παράγωγων σε επιτόκια ή σε συναλλαγματικές ισοτιμίες ή από προμήθειες ή άλλες παρόμοιες πληρωμές, ούτε επιτρέπεται παραίτηση από τη σχετική απαίτηση ή αναβολή της·

(ε)     δεν είναι δυνατή η ανάληψη ποσών από την ταμειακή διευκόλυνση μετά την εξάντληση όλων των πιστωτικών ενισχύσεων από τις οποίες αυτή μπορεί να ωφεληθεί·

(στ)   η ταμειακή διευκόλυνση περιλαμβάνει ρήτρα που συνεπάγεται την αυτόματη μείωση του ποσού που μπορεί να αναληφθεί κατά το ποσό των ανοιγμάτων σε αθέτηση κατά την έννοια των άρθρων 84 έως 89 ή, όταν η ομάδα τιτλοποιημένων ανοιγμάτων αποτελείται από διαβαθμισμένα μέσα, την ανάκληση της ταμειακής διευκόλυνσης εάν η μέση ποιότητα της ομάδας ανοιγμάτων μειώνεται κάτω του επενδυτικού βαθμού.

Ο εφαρμοστέος συντελεστής στάθμισης είναι ο υψηλότερος συντελεστής που θα εφαρμοζόταν σε οποιοδήποτε από τα τιτλοποιημένα ανοίγματα βάσει των άρθρων 78 έως 83 από ένα πιστωτικό ίδρυμα που θα κατείχε τα ανοίγματα.

2.4.2. Ταμειακές διευκολύνσεις που μπορούν να αναληφθούν μόνο σε περίπτωση γενικής διαταραχής της αγοράς

15. Για να προσδιοριστεί η αξία ανοίγματος μιας ταμειακής διευκόλυνσης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε περίπτωση γενικής διαταραχής της αγοράς (δηλαδή όταν περισσότερες της μιας ΟΕΣ που καλύπτουν διαφορετικές συναλλαγές δεν είναι σε θέση να ανανεώσουν ληξιπρόθεσμα εμπορικά χρεόγραφα και αυτή η αδυναμία δεν είναι αποτέλεσμα της μείωσης της πιστωτικής ποιότητας της ΟΕΣ ή της πιστωτικής ποιότητας των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων), μπορεί να εφαρμοστεί συντελεστής μετατροπής 0% στην ονομαστική αξία της ταμειακής διευκόλυνσης, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του σημείου 14.

2.4.3. Ταμειακές διευκολύνσεις με προεγκεκριμένο όριο

16. Για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος μιας άνευ όρων ανακλητέας ταμειακής διευκόλυνσης, μπορεί να εφαρμοστεί συντελεστής μετατροπής 0% στο ονομαστικό ποσό της ταμειακής διευκόλυνσης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του σημείου 14 και η εξόφληση των αναληφθέντων από τη διευκόλυνση ποσών έχει υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα έναντι κάθε άλλης απαίτησης επί των χρηματοροών από τα τιτλοποιημένα ανοίγματα.

2.5. Συμπληρωματικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τιτλοποιήσεις ανακυκλούμενων ανοιγμάτων με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης

17. Εκτός από τα σταθμισμένα ποσά για τις θέσεις τιτλοποίησης, το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει ένα σταθμισμένο ποσό με τη μέθοδο των σημείων 18 έως 32 όταν πωλεί ανακυκλούμενα ανοίγματα σε μια τιτλοποίηση που περιλαμβάνει ρήτρα πρόωρης εξόφλησης.

18. Το πιστωτικό ίδρυμα υπολογίζει ένα σταθμισμένο ποσό για το άθροισμα των συμφερόντων του μεταβιβάζοντος και των συμφερόντων των επενδυτών.

19. Για τις διαρθρώσεις τιτλοποίησης που περιλαμβάνουν ανακυκλούμενα και μη ανακυκλούμενα ανοίγματα, το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει τον τρόπο αντιμετώπισης που περιγράφεται κατωτέρω στο τμήμα της υποκείμενης ομάδας που περιέχει τα ανακυκλούμενα ανοίγματα.

20. Για το σκοπό αυτό, ως “συμφέροντα του μεταβιβάζοντος” νοείται το ονομαστικό ποσό του πωληθέντος στην τιτλοποίηση πλασματικού τμήματος της ομάδας αναληφθέντων ποσών, του οποίου η αναλογία στο σύνολο της ομάδας που πωλήθηκε στη διάρθρωση προσδιορίζει την αναλογία των χρηματοροών από εισπράξεις κεφαλαίου και τόκων και τα άλλα σχετικά ποσά που δεν είναι διαθέσιμα για πληρωμές τους κατόχους θέσεων στην τιτλοποίηση.

Για να ανταποκρίνονται στον ορισμό αυτό, τα συμφέροντα του μεταβιβάζοντος δεν πρέπει να έχουν ελάσσονα προτεραιότητα σε σχέση με τα συμφέροντα των επενδυτών.

Ως “συμφέροντα των επενδυτών” νοείται το ονομαστικό ποσό του απομένοντος πλασματικού τμήματος της ομάδας αναληφθέντων ποσών.

21. Το άνοιγμα του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος που αντιστοιχεί στα δικαιώματά του στα συμφέροντα του μεταβιβάζοντος δεν θεωρείται θέση τιτλοποίησης, αλλά άνοιγμα κατ’ αναλογία προς τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σαν να μην έχουν τιτλοποιηθεί.

2.5.1. Εξαιρέσεις από την αντιμετώπιση των διαρθρώσεων με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης

22. Τα μεταβιβάζοντα πιστωτικά ιδρύματα των ακόλουθων ειδών τιτλοποίησης απαλλάσσονται από την κεφαλαιακή απαίτηση του σημείου 17:

(α)     τιτλοποιήσεις ανακυκλούμενων ανοιγμάτων στις οποίες οι επενδυτές παραμένουν πλήρως εκτεθειμένοι σε όλες τις μελλοντικές αναλήψεις από πιστούχους με τρόπο ώστε ο κίνδυνος των υποκείμενων ταμειακών διευκολύνσεων να μην αναλαμβάνεται εκ νέου από το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα, ακόμα και μετά από γεγονός που ενεργοποιεί την πρόωρη εξόφληση, και

(β)     τιτλοποιήσεις στις οποίες η ρήτρα πρόωρης εξόφλησης ενεργοποιείται μόνον από γεγονότα που δεν συνδέονται με την απόδοση των τιτλοποιημένων στοιχείων ενεργητικού ή του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος, όπως μια ουσιαστική μεταβολή των φορολογικών νομοθετικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων.

2.5.2. Ανώτατη κεφαλαιακή απαίτηση

23. Για ένα μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα που υπόκειται στις απαιτήσεις του σημείου 17, το σύνολο των σταθμισμένων ποσών για τις θέσεις του στα συμφέροντα των επενδυτών και των σταθμισμένων ποσών που υπολογίζονται σύμφωνα με το σημείο 17 δεν πρέπει να υπερβαίνει το υψηλότερο από τα ακόλουθα δύο ποσά:

(α)     σταθμισμένα ποσά για τις θέσεις του στα συμφέροντα των επενδυτών, ή

(β)     σταθμισμένα ποσά που θα υπολογίζονταν για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα από ένα πιστωτικό ίδρυμα που θα κατείχε τα ανοίγματα σαν να μην είχαν τιτλοποιηθεί μέχρι του ισόποσου των συμφερόντων των επενδυτών.

24. Η εξαίρεση, βάσει του άρθρου 57, τυχόν καθαρών κερδών από την κεφαλαιοποίηση των μελλοντικών εισοδημάτων των τιτλοποιημένων στοιχείων ενεργητικού, αντιμετωπίζεται χωριστά από το ανώτατο ποσό που αναφέρεται στο σημείο 23.

2.5.3. Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών

25. Το σταθμισμένο ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο 17 προσδιορίζεται πολλαπλασιάζοντας το ποσό των συμφερόντων των επενδυτών με το προϊόν του κατάλληλου συντελεστή μετατροπής των σημείων 27 έως 32 επί το σταθμισμένο μέσο όρο των συντελεστών στάθμισης που θα εφαρμοζόταν στα τιτλοποιημένα ανοίγματα εάν δεν είχαν τιτλοποιηθεί.

26. Μια ρήτρα πρόωρης εξόφλησης θεωρείται “ελεγχόμενη” εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει κατάλληλο πρόγραμμα ιδίων κεφαλαίων/διαθεσίμων για να εξασφαλίσει ότι διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια και διαθέσιμα σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης·

(β)     σε όλη τη διάρκεια της συναλλαγής, η κατανομή των πληρωμών τόκων, κεφαλαίου, εξόδων, ζημιών και επανεισπράξεων γίνεται κατ’ αναλογία προς τα συμφέροντα του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος και τα συμφέροντα των επενδυτών, με βάση τα υπόλοιπα εισπρακτέων απαιτήσεων στην αρχή του μηνός·

(γ)     η περίοδος εξόφλησης θεωρείται επαρκής ώστε το 90% του συνολικού υπολοίπου των χρεών να έχει εξοφληθεί ή αναγνωριστεί σε αθέτηση στην αρχή της περιόδου πρόωρης εξόφλησης (συμφέροντα μεταβιβάζοντος ιδρύματος και επενδυτών)·

(δ)     ο ρυθμός αποπληρωμής δεν είναι ταχύτερος από εκείνον που θα επιτυγχανόταν με μια σταθερή απόσβεση στην περίοδο της προϋπόθεσης του στοιχείου (γ).

27. Στην περίπτωση των τιτλοποιήσεων με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης ανοιγμάτων λιανικής χωρίς δέσμευση που είναι ακυρώσιμα άνευ όρων και χωρίς προειδοποίηση, και εφόσον η πρόωρη εξόφληση ενεργοποιείται από τη μείωση του υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω από ορισμένο επίπεδο, το πιστωτικό ίδρυμα συγκρίνει το μέσο τριμηνιαίο επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου με το επίπεδο πέραν του οποίου το υπερβάλλον περιθώριο πρέπει να παρακρατηθεί.

28. Στις περιπτώσεις τις οποίες η τιτλοποίηση δεν απαιτεί την παρακράτηση του υπερβάλλοντος περιθωρίου, θεωρείται ότι το όριο παρακράτησης είναι κατά 4,5 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου που ενεργοποιεί την πρόωρη εξόφληση.

29. Ο εφαρμοστέος συντελεστής μετατροπής προσδιορίζεται από το επίπεδο του πραγματικού τριμηνιαίου υπερβάλλοντος περιθωρίου, σύμφωνα με τον πίνακα 3:

Πίνακας 3

|| Τιτλοποιήσεις με ρήτρα ελεγχόμενης πρόωρης εξόφλησης || Τιτλοποιήσεις με ρήτρα μη ελεγχόμενης πρόωρης εξόφλησης

Μέσο τριμηνιαίο υπερβάλλον περιθώριο || Συντελεστής μετατροπής || Συντελεστής μετατροπής

Πάνω από το επίπεδο A || 0% || 0%

Επίπεδο Α || 1% || 5%

Επίπεδο Β || 2% || 15%

Επίπεδο Γ || 20% || 50%

Επίπεδο Δ || 20% || 100%

Επίπεδο E || 40% || 100%

30. Στον Πίνακα 3, ως “επίπεδο Α” νοείται κάθε επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω του 133,33% αλλά όχι χαμηλότερο από το 100% του ορίου παρακράτησης· ως “επίπεδο Β” νοείται κάθε επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω του 100% αλλά όχι χαμηλότερο από το 75% του ορίου παρακράτησης· ως “επίπεδο Γ” νοείται κάθε επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω του 75% αλλά όχι χαμηλότερο από το 50% του ορίου παρακράτησης· ως “επίπεδο Δ” νοείται κάθε επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω του 50% αλλά όχι χαμηλότερο από το 25% του ορίου παρακράτησης· και ως "επίπεδο Ε" νοείται κάθε επίπεδο υπερβάλλοντος περιθωρίου κάτω του 25% του ορίου παρακράτησης.

31. Κάθε άλλη τιτλοποίηση με ρήτρα ελεγχόμενης πρόωρης εξόφλησης ανακυκλούμενων ανοιγμάτων υπόκειται σε συντελεστή μετατροπής 90%.

32. Κάθε άλλη τιτλοποίηση με ρήτρα μη ελεγχόμενης πρόωρης εξόφλησης ανακυκλούμενων ανοιγμάτων υπόκειται σε συντελεστή μετατροπής 100%.

2.6. Αναγνώριση της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου σε τιτλοποιημένες θέσεις

33. Εάν λαμβάνεται πιστωτική προστασία για μια τιτλοποιημένη θέση, ο υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με το Παράρτημα VIII.

2.7. Μείωση των σταθμισμένων ποσών

34. Σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγραφος 2, για μια θέση τιτλοποίησης στην οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 1250%, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν, αντί να συμπεριλάβουν τη θέση αυτή στον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών, να αφαιρέσουν από τα ίδια κεφάλαιά τους την αξία ανοίγματος της θέσης. Για το σκοπό αυτό, η χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία μπορεί να λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος με τρόπο συμβατό με το σημείο 33.

35. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα κάνει χρήση της εναλλακτικής ευχέρειας του σημείου 34, ένα ποσό ίσο με 12,5 φορές το ποσό που αφαιρείται σύμφωνα με το σημείο αυτό αφαιρείται, για τους σκοπούς του σημείου 9, από το ποσό που ορίζεται στο σημείο αυτό ως το ανώτατο σταθμισμένο ποσό που πρέπει να υπολογίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα.

3. υπολογισμοσ των σταθμισμενων ποσων με τη μεθοδο των εσωτερικων διαβαθμισεων 3.1. Ιεράρχηση των μεθόδων

36. Για τους σκοπούς του άρθρου 96, τα σταθμισμένα ποσά για τιτλοποιημένες θέσεις υπολογίζονται σύμφωνα με τα σημεία 36 έως 74.

37. Για μια διαβαθμισμένη θέση ή θέση για την οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί τεκμαιρόμενη διαβάθμιση, η μέθοδος των διαβαθμίσεων των σημείων 45 έως 49 χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του σταθμισμένου ποσού.

38. Για μια μη διαβαθμισμένη θέση χρησιμοποιείται η μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος των σημείων 50 έως 52, εκτός εάν επιτρέπεται η χρήση της μεθόδου της εσωτερικής αξιολόγησης σύμφωνα με τα σημεία 42 και 43.

39. Ένα πιστωτικό ίδρυμα, άλλο από το μεταβιβάζον ή το χρηματοδοτούν πιστωτικό ίδρυμα, δεν μπορεί να εφαρμόζει τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος παρά μόνο με την έγκριση των αρμόδιων αρχών.

40. Σε περίπτωση μεταβιβάζοντος ή χρηματοδοτούντος πιστωτικού ιδρύματος που δεν είναι σε θέση να υπολογίσει το ποσοστό “Kirb” και δεν έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων για θέσεις σε προγράμματα ABCP, καθώς και σε περίπτωση άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν έχουν λάβει άδεια να χρησιμοποιούν τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος ή, για θέσεις σε προγράμματα ABCP, τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 1250% στις μη διαβαθμισμένες θέσεις τιτλοποίησης για τις οποίες δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί τεκμαιρόμενη διαβάθμιση.

3.1.1. Χρήση συνεπαγόμενων διαβαθμίσεων

41. Εφόσον πληρούνται οι ελάχιστες λειτουργικές απαιτήσεις που αναφέρονται κατωτέρω, το πιστωτικό ίδρυμα αποδίδει σε μια μη διαβαθμισμένη θέση τιτλοποίησης πιστοληπτική αξιολόγηση ισοδύναμη με εκείνη των διαβαθμισμένων θέσεων (“θέσεις αναφοράς”) με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα μεταξύ των θέσεων που είναι από κάθε άποψη ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας σε σχέση με την εν λόγω μη διαβαθμισμένη θέση:

(α)     οι θέσεις αναφοράς πρέπει να είναι από κάθε άποψη ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας σε σχέση με το μη διαβαθμισμένο τμήμα της τιτλοποίησης·

(β)     η ληκτότητα των θέσεων αναφοράς πρέπει να είναι ίση ή μεγαλύτερη από τη ληκτότητα της εν λόγω μη διαβαθμισμένης θέσης·

(γ)     η συνεπαγόμενη διαβάθμιση πρέπει να επικαιροποιείται σε συνεχή βάση για να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές στην πιστοληπτική αξιολόγηση των θέσεων αναφοράς.

3.1.2. Εφαρμογή της μεθόδου της εσωτερικής αξιολόγησης στις θέσεις σε προγράμματα ABCP

42. Με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις, να αποδώσει σε μια μη διαβαθμισμένη θέση σε πρόγραμμα ABCP μια τεκμαιρόμενη διαβάθμιση σύμφωνα με το σημείο 43:

(α)     οι θέσεις στα εμπορικά χρεόγραφα του προγράμματος είναι διαβαθμισμένες θέσεις·

(β)     το πιστωτικό ίδρυμα αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι η εσωτερική αξιολόγηση της πιστωτικής ποιότητας της θέσης αντικατοπτρίζει τη δημόσια διαθέσιμη μέθοδο αξιολόγησης που εφαρμόζεται από έναν ή περισσότερους αποδεκτούς ECAI για τη διαβάθμιση τίτλων που εξασφαλίζονται με απαιτήσεις του ιδίου τύπου όπως οι τιτλοποιημένες·

(γ)     οι ECAI των οποίων ακολουθείται η μέθοδος αξιολόγησης σύμφωνα με το στοιχείο (β) περιλαμβάνουν τους ECAI που παρείχαν εξωτερική διαβάθμιση για τα εμπορικά χρεόγραφα του προγράμματος. Τα ποσοτικά στοιχεία – όπως οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων – που χρησιμοποιούνται για την αντιστοίχιση της θέσης με συγκεκριμένη πιστωτική ποιότητα πρέπει να είναι τουλάχιστον εξίσου συντηρητικά με εκείνα που χρησιμοποιούνται στη μέθοδο αξιολόγησης των εν λόγω ECAI·

(δ)     κατά το σχεδιασμό της μεθόδου εσωτερικής αξιολόγησης, το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει υπόψη όλες τις μεθόδους διαβάθμισης που εφαρμόζουν αποδεκτοί ECAI για τη διαβάθμιση τίτλων εξασφαλισμένων με απαιτήσεις του ίδίου τύπου με τις τιτλοποιημένες. Το πιστωτικό ίδρυμα τεκμηριώνει γραπτώς τις αναλύσεις αυτές και τις επικαιροποιεί τουλάχιστον μία φορά το χρόνο·

(ε)     η μέθοδος εσωτερικής αξιολόγησης του πιστωτικού ιδρύματος περιλαμβάνει βαθμίδες διαβάθμισης. Υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ αυτών των βαθμίδων διαβάθμισης και των πιστοληπτικών αξιολογήσεων αποδεκτών ECAI. Η αντιστοιχία αυτή πρέπει να τεκμηριώνεται γραπτώς·

(στ)   το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο εσωτερικής αξιολόγησης στις εσωτερικές διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων, και ιδίως στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, πληροφόρησης των διοικητικών στελεχών και κατανομής των κεφαλαίων·

(ζ)     εσωτερικοί ή εξωτερικοί ελεγκτές, ένας ECAI ή το τμήμα εσωτερικού ελέγχου ή διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος, εξετάζουν τακτικά τη διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης και την ποιότητα των εσωτερικών αξιολογήσεων της πιστωτικής ποιότητας των ανοιγμάτων του πιστωτικού ιδρύματος σε ένα πρόγραμμα ABCP. Εάν η εξέταση αυτή πραγματοποιείται από τα τμήματα εσωτερικού ελέγχου, ανάλυσης πιστώσεων ή διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος, οι λειτουργίες αυτές πρέπει να είναι ανεξάρτητες από τη σχετική με τα προγράμματα ABCP δραστηριότητα, καθώς και από τις υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με τις σχέσεις με την πελατεία·

(η)     το πιστωτικό ίδρυμα παρακολουθεί τη διαχρονική αποτελεσματικότητα των εσωτερικών διαβαθμίσεων προκειμένου να αξιολογήσει τη συνολική απόδοση της μεθόδου εξωτερικής αξιολόγησης και πραγματοποιεί τις αναγκαίες προσαρμογές στην εφαρμοζόμενη μέθοδο εάν η συμπεριφορά των ανοιγμάτων αποκλίνει συστηματικά από εκείνη που υποδεικνύουν οι εσωτερικές διαβαθμίσεις·

(θ)     το πρόγραμμα ABCP περιλαμβάνει πρότυπα αναδοχής υπό μορφή πιστωτικών και επενδυτικών κατευθυντήριων γραμμών. Όταν αποφασίζει να προβεί σε αγορά στοιχείου ενεργητικού, ο διαχείρισης του προγράμματος εξετάζει το είδος του αγοραζόμενου στοιχείου ενεργητικού, το είδος και τη νομισματική αξία των ανοιγμάτων από την παροχή ταμειακών διευκολύνσεων και πιστωτικών ενισχύσεων, την κατανομή των ζημιών και τη νομική και οικονομική απομόνωση των μεταβιβαζόμενων στοιχείων ενεργητικού από την οντότητα που τα πωλεί. Πραγματοποιείται πιστωτική ανάλυση του προφίλ κινδύνου του πωλητή του στοιχείου ενεργητικού, περιλαμβανομένης της ανάλυσης των ιστορικών και των αναμενόμενων χρηματοοικονομικών επιδόσεων, της τρέχουσας θέσης στην αγορά, της αναμενόμενης μελλοντικής ανταγωνιστικότητας, της δανειακής εξάρτησης, των ταμειακών ροών, του δείκτη κάλυψης χρηματοοικονομικών εξόδων και της διαβάθμισης των εν κυκλοφορία τίτλων χρέους του. Επιπλέον, εξετάζονται τα πρότυπα αναδοχής του πωλητή, η ικανότητα εξυπηρέτησης του δανείου και οι διαδικασίες είσπραξης του πωλητή·

(ι)      τα πρότυπα αναδοχής του προγράμματος ABCP ορίζουν ελάχιστα κριτήρια επιλεξιμότητας των στοιχείων ενεργητικού, τα οποία ιδίως:

(i)      αποκλείουν την απόκτηση στοιχείων ενεργητικού σε σημαντική καθυστέρηση πληρωμών ή σε αθέτηση·

(ii)     περιορίζουν τη συγκέντρωση κινδύνων στον ίδιο οφειλέτη ή στην ίδια γεωγραφική ζώνη· και

(iii)    περιορίζουν την προθεσμία εξόφλησης των αγοραζόμενων στοιχείων ενεργητικού·

(κ)     το πρόγραμμα ABCP εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες είσπραξης που λαμβάνουν υπόψη τη λειτουργική ικανότητα και την πιστωτική ποιότητα του διαχειριστή. Το πρόγραμμα μειώνει τον κίνδυνο πωλητή/διαχειριστή με διάφορες μεθόδους, όπως ο καθορισμός ορίων ενεργοποίησης που βασίζονται στην τρέχουσα πιστωτική ποιότητα και επιτρέπουν να αποφευχθεί κάθε επικάλυψη κεφαλαίων·

(λ)     η συγκεντρωτική εκτίμηση της ζημίας για ομάδα στοιχείων ενεργητικού που προτίθεται να αγοράσει το πρόγραμμα ABCP πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις πηγές δυνητικού κινδύνου, όπως ο πιστωτικός κίνδυνος και ο κίνδυνος απομείωσης αξίας των εισπρακτέων απαιτήσεων. Εάν η παρεχόμενη από τον πωλητή πιστωτική ενίσχυση μετράται μόνο σε συνάρτηση με τις ζημίες που συνδέονται με πιστώσεις, τότε σχηματίζεται ειδικό αποθεματικό για τον κίνδυνο απομείωσης αξίας εάν ο κίνδυνος αυτός είναι ουσιαστικός για τη συγκεκριμένη ομάδα απαιτήσεων. Επιπλέον, για τη μέτρηση του απαιτούμενου επιπέδου πιστωτικής ενίσχυσης, το πρόγραμμα εξετάζει μακροχρόνια ιστορικά δεδομένα για τις ζημίες, την κατάσταση καθυστερήσεων, τις απομειώσεις αξίας και την κυκλοφοριακή ταχύτητα των εισπρακτέων ποσών·

(μ)     το πρόγραμμα ABCP ενσωματώνει διαρθρωτικά στοιχεία – όπως τα όρια κλεισίματος – στις αγοραζόμενες απαιτήσεις προκειμένου να περιορίσει τη δυνητική επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας του υποκείμενου χαρτοφυλακίου.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αίρουν την απαίτηση δημόσιας διαθεσιμότητας των μεθόδων αξιολόγησης των ECAI εάν έχουν πεισθεί ότι λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών της τιτλοποίησης – για παράδειγμα, η μοναδική της διάρθρωση – παρόμοια μέθοδος αξιολόγησης δεν είναι ακόμα δημόσια διαθέσιμη.

43. Το πιστωτικό ίδρυμα αντιστοιχίζει τη μη διαβαθμισμένη θέση με μια από τις βαθμίδες διαβάθμισης του σημείου 42. Στη θέση αποδίδεται τακμαιρόμενη διαβάθμιση ισοδύναμη με τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις που αντιστοιχούν σε αυτή την βαθμίδα διαβάθμισης, σύμφωνα με το σημείο 42. Εάν η τεκμαιρόμενη διαβάθμιση είναι, στην αρχή της τιτλοποίησης, ίση ή υψηλότερη του επενδυτικού βαθμού, θεωρείται ισοδύναμη με μια αποδεκτή πιστοληπτική αξιολόγηση από αποδεκτό ECAI για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ποσών.

3.2. Ανώτατα σταθμισμένα ποσά

44. Για ένα μεταβιβάζον, χρηματοδοτούν ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα που μπορεί να υπολογίσει το KIRB, τα σταθμισμένα ποσά που υπολογίζονται για τις θέσεις του στην τιτλοποίηση μπορεί να περιοριστούν στα ποσά που θα αντιστοιχούσαν, σύμφωνα με το άρθρο 75 σημείο α), σε κεφαλαιακή απαίτηση ίση με το άθροισμα i) του 8% των σταθμισμένων ποσών που θα προέκυπταν εάν τα τιτλοποιημένα στοιχεία ενεργητικού δεν είχαν τιτλοποιηθεί και περιλαμβάνονταν στον ισολογισμό του πιστωτικού ιδρύματος, και ii) των ποσών αναμενόμενης ζημίας από αυτά τα ανοίγματα.

3.3. Μέθοδος των διαβαθμίσεων

45. Στη μέθοδο των διαβαθμίσεων, το σταθμισμένο ποσό μιας διαβαθμισμένης θέσης τιτλοποίησης υπολογίζεται εφαρμόζοντας στην αξία ανοίγματος το συντελεστή στάθμισης της βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας με την οποία οι αρμόδιες αρχές αποφάσισαν να αντιστοιχίσουν την πιστοληπτική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 98, όπως αναφέρεται στους πίνακες 4 και 5 κατωτέρω.

Πίνακας 4

Θέσεις πλην των θέσεων με βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας (ΒΠΠ) || Συντελεστής στάθμισης

|| Α || Β || Γ

ΒΠΠ 1 || 7% || 12% || 20%

ΒΠΠ 2 || 8% || 15% || 25%

ΒΠΠ 3 || 10% || 18% || 35%3

ΒΠΠ 4 || 12% || 20% || 35%

ΒΠΠ 5 || 20% || 35% || 35%

ΒΠΠ 6 || 35% || 50% || 50%

ΒΠΠ 7 || 60% || 75% || 75%

ΒΠΠ 8 || 100% || 100% || 100%

ΒΠΠ 9 || 250% || 250% || 250%

ΒΠΠ 10 || 425% || 425% || 425%

ΒΠΠ 11 || 650% || 650% || 650%

Κάτω της ΒΠΠ 11 || 1250% || 1250% || 1250%

Πίνακας 5

Θέσεις με βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας (ΒΠΠ) || Συντελεστής στάθμισης

|| Α || Β || Γ

ΒΠΠ 1 || 7% || 12% || 20%

ΒΠΠ 2 || 12% || 20% || 35%

ΒΠΠ 3 || 60% || 75% || 75%

Κάθε άλλη πιστοληπτική αξιολόγηση || 1250% || 1250% || 1250%

46. Με την επιφύλαξη του σημείου 47, οι συντελεστές στάθμισης της στήλης Α των δύο πινάκων εφαρμόζονται εάν η θέση ανήκει στο τμήμα της τιτλοποίησης με την υψηλότερη προτεραιότητα. Για τους σκοπούς αυτούς, κατά τον προσδιορισμό του τμήματος με την υψηλότερη προτεραιότητα δεν απαιτείται να λαμβάνονται υπόψη τα ποσά που οφείλονται δυνάμει συμβάσεων παράγωγων μέσων επιτοκίου και τιμών συναλλάγματος, ούτε οι οφειλόμενες προμήθειες ή άλλες παρόμοιες πληρωμές.

47. Οι συντελεστές στάθμισης της στήλης Γ των δύο πινάκων εφαρμόζονται εάν η θέση περιλαμβάνεται σε τιτλοποίηση με πραγματικό αριθμό τιτλοποιημένων απαιτήσεων μικρότερο από έξι. Κατά τον υπολογισμό του πραγματικού αριθμού τιτλοποιημένων απαιτήσεων, όλες οι απαιτήσεις έναντι του ιδίου οφειλέτη αντιμετωπίζονται ως μία και μόνο απαίτηση. Ο πραγματικός αριθμός απαιτήσεων υπολογίζεται με τον τύπο:

όπου EADi είναι το άθροισμα των αξιών ανοιγμάτων έναντι του iστού οφειλέτη. Σε περίπτωση επανατιτλοποίησης (τιτλοποίηση τιτλοποιημένων ανοιγμάτων), το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων στο επίπεδο της ομάδας του και όχι τον αριθμό των υποκείμενων ανοιγμάτων στις αρχικές ομάδες από τις οποίες απορρέουν τα τιτλοποιημένα ανοίγματα. Εάν το τμήμα χαρτοφυλακίου που αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο άνοιγμα, C1, είναι διαθέσιμο, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να υπολογίσει τον αριθμό Ν ως 1/C1.

48. Οι συντελεστές στάθμισης της στήλης Β εφαρμόζονται σε όλες τις άλλες θέσεις.

49. Η μείωση του πιστωτικού κινδύνου σε τιτλοποιημένες θέσεις μπορεί να αναγνωρίζεται σύμφωνα με τα σημεία 58 έως 60.

3.4. Μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος

50. Με την επιφύλαξη των σημείων 56 και 57, ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στην τιτλοποιημένη θέση με τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος είναι 7% ή ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται σύμφωνα με το σημείο 51, όποιο είναι μεγαλύτερο.

51. Με την επιφύλαξη των σημείων 56 και 57, ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στην αξία ανοίγματος υπολογίζεται ως εξής:

12.5 x (S[L+T] – S[L]) / T

όπου

όπου

t = 1000,

και w = 20.

Στους ανωτέρω τύπους, Beta [x; a, b] είναι η σωρευτική κατανομή Βήτα με παραμέτρους a και b υπολογιζόμενες στο x.

T (το “πάχος” του τμήματος στο οποίο κατέχεται η θέση) είναι ο λόγος μεταξύ (α) του ονομαστικού ποσού του τμήματος και (β) του αθροίσματος των αξιών των ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν. Για το σκοπό αυτό, όταν το τρέχον κόστος αντικατάστασης δεν είναι θετική αξία, η αξία ανοίγματος ενός από τα παράγωγα μέσα που αναφέρονται στο Παράρτημα IV είναι το ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα που υπολογίζεται σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ.

Kirbr είναι ο λόγος μεταξύ (α) του Kirb και (β) του αθροίσματος των αξιών ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν. Εκφράζεται σε δεκαδική μορφή (π.χ. ένα Kirb που ισούται με 15% έχει τιμή 0,15).

L (επίπεδο πιστωτικής ενίσχυσης) μετράται ως ο λόγος του ονομαστικού ποσού όλων των τμημάτων ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας σε σχέση με το τμήμα στο οποίο κατέχεται η θέση, προς το άθροισμα των αξιών ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν. Τα κεφαλαιοποιημένα μελλοντικά κέρδη δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του L. Τα ποσά που οφείλονται από αντισυμβαλλομένους σε παράγωγα μέσα του Παραρτήματος IV, τα οποία αντιπροσωπεύουν τμήματα ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας σε σχέση το εν λόγω τμήμα, μπορούν να μετρώνται με βάση το τρέχον κόστος αντικατάστασης (εκτός ενδεχόμενων μελλοντικών πιστωτικών ανοιγμάτων) κατά τον υπολογισμό του επιπέδου πιστωτικής ενίσχυσης.

N είναι ο πραγματικός αριθμός ανοιγμάτων όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο 47.

ELGD, δηλαδή η σταθμισμένη ως προς το άνοιγμα μέση ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης, υπολογίζεται ως εξής:

όπου LGDi είναι το μέσο LGD για το σύνολο των ανοιγμάτων έναντι του iστού οφειλέτη, και όπου το LGD προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89. Σε περίπτωση επανατιτλοποίησης, εφαρμόζεται LGD 100% σε όλες τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις. Εάν οι κίνδυνοι αθέτησης και απομείωσης αξίας εισπρακτέων απαιτήσεων αντιμετωπίζονται συγκεντρωτικά σε μια τιτλοποίηση (π.χ. εάν υπάρχει ενιαίο αποθεματικό ή πλεονάζουσες εξασφαλίσεις για την κάλυψη των ζημιών από τη μια ή την άλλη πηγή), η εισαγόμενη τιμή για το LGD υπολογίζεται ως σταθμισμένος μέσος του LGD για πιστωτικό κίνδυνο και του LGD 75% για κίνδυνο απομείωσης. Οι συντελεστές στάθμισης είναι οι μεμονωμένες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο και για τον κίνδυνο απομείωσης, αντίστοιχα.

Απλουστευμένες τιμές

Εάν η αξία ανοίγματος του μεγαλύτερου τιτλοποιημένου ανοίγματος, C1, δεν υπερβαίνει το 3% του αθροίσματος των αξιών ανοίγματος των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί, για τους σκοπούς της μεθόδου του εποπτικού υποδείγματος, να θέσει LGD = 50% και N ίσο είτε με

 .

είτε με

N=1/ C1.

Cm είναι ο λόγος του αθροίσματος των αξιών ανοίγματος των ‘m’ μεγαλύτερων ανοιγμάτων προς το άθροισμα των αξιών ανοιγμάτων των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων. Το επίπεδο του ‘m’ μπορεί να ορίζεται από το πιστωτικό ίδρυμα.

Για τιτλοποιήσεις που περιλαμβάνουν ανοίγματα λιανικής, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν την εφαρμογή της μεθόδου του εποπτικού υποδείγματος με τις ακόλουθες απλουστεύσεις: h = 0 και v = 0.

52. Η μείωση του πιστωτικού κινδύνου σε θέσεις τιτλοποίησης μπορεί να αναγνωρίζεται σύμφωνα με τα σημεία 58, 59 και 61 έως 65.

3.5. Ταμειακές διευκολύνσεις

53. Οι διατάξεις των σημείων 54 και 55 εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος μιας μη διαβαθμισμένης θέσης τιτλοποίησης που έχει τη μορφή ορισμένων ειδών ταμειακών διευκολύνσεων.

3.5.1. Ταμειακές διευκολύνσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο σε περίπτωση γενικής διαταραχής της αγοράς

54. Μπορεί να εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 20% στο ονομαστικό ποσό μιας ταμειακής διευκόλυνσης που μπορεί να αναληφθεί μόνο σε περίπτωση γενικής διαταραχής της αγοράς και πληροί τις προϋποθέσεις του σημείου 14 για τις "αποδεκτές ταμειακές διευκολύνσεις".

3.5.2. Ταμειακές διευκολύνσεις με προεγκεκριμένο όριο

55. Μπορεί να εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 0% στο ονομαστικό ποσό μιας ταμειακής διευκόλυνσης που πληροί τις προϋποθέσεις του σημείου 16.

Εξαιρετική αντιμετώπιση σε περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να υπολογιστεί το Kirb.

56. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει την πρακτική ευχέρεια να υπολογίσει τα σταθμισμένα ποσά για τα τιτλοποιημένα ανοίγματα σαν να μην είχαν τιτλοποιηθεί, μπορεί να του επιτραπεί προσωρινά, κατ’ εξαίρεση και με έγκριση των αρμόδιων αρχών, να εφαρμόζει την ακόλουθη μέθοδο για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών για μια μη διαβαθμισμένη θέση τιτλοποίησης με μορφή ταμειακής διευκόλυνσης.

57. Ο υψηλότερος συντελεστής στάθμισης που θα εφαρμοζόταν σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 σε οποιοδήποτε από τα τιτλοποιημένα ανοίγματα εάν δεν είχαν τιτλοποιηθεί μπορεί να εφαρμοστεί στη θέση τιτλοποίησης που αντιπροσωπεύεται από την ταμειακή διευκόλυνση. Για να προσδιοριστεί η αξία ανοίγματος της θέσης μπορεί να εφαρμοστεί συντελεστής μετατροπής 50% στο ονομαστικό ποσό της ταμειακής διευκόλυνσης εάν αυτή έχει αρχική ληκτότητα ενός έτους ή λιγότερο. Εάν η ταμειακή διευκόλυνση πληροί τις προϋποθέσεις του σημείου 54, μπορεί να εφαρμοστεί συντελεστής μετατροπής 20%.

3.6. Αναγνώριση της μείωσης πιστωτικού κινδύνου για θέσεις τιτλοποίησης 3.6.1. Χρηματοδοτούμενη προστασία

58. Η αποδεκτή χρηματοδοτούμενη προστασία περιορίζεται σε εκείνη που είναι αναγκαία σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93 για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 και αναγνωρίζεται μόνο εάν ικανοποιεί τις ελάχιστες απαιτήσεις των άρθρων αυτών.

3.6.2. Μη χρηματοδοτούμενη προστασία

59. Οι αποδεκτοί πάροχοι μη χρηματοδοτούμενης προστασίας είναι εκείνοι που πληρούν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας των άρθρων 90 έως 93 και η μη χρηματοδοτούμενη προστασία αναγνωρίζεται μόνο εάν πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις των άρθρων αυτών.

3.6.3. Υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων για θέσεις τιτλοποίησης με μείωση πιστωτικού κινδύνου

Μέθοδος των διαβαθμίσεων

60. Εάν τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται με τη μέθοδο των διαβαθμίσεων, η αξία ανοίγματος και/ή το σταθμισμένο ποσό μιας θέσης τιτλοποίησης για την οποία έχει ληφθεί πιστωτική προστασία μπορούν να τροποποιηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος VIII όπως αυτές εφαρμόζονται στον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83.

Μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος – πλήρης προστασία

61. Εάν τα σταθμισμένα ποσά υπολογίζονται με τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος, το πιστωτικό ίδρυμα προσδιορίζει την “πραγματική στάθμιση κινδύνου” της θέσης. Για το σκοπό αυτό, διαιρεί το σταθμισμένο ποσό της θέσης με την αξία ανοίγματος της θέσης και πολλαπλασιάζει το αποτέλεσμα επί 100.

62. Σε περίπτωση χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, το σταθμισμένο ποσό της θέσης τιτλοποίησης υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το προσαρμοσμένο κατά τη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία ποσό ανοίγματος της θέσης (E*, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 93 για τους σκοπούς του υπολογισμού των σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, όπου Ε είναι το ποσό της τιτλοποιημένης θέσης), επί την πραγματική στάθμιση κινδύνου.

63. Σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, το σταθμισμένο ποσό της τιτλοποιημένης θέσης υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το GA (ποσό της προστασίας προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχίες νομισμάτων και ληκτότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος VIII), επί το συντελεστή στάθμισης του παρόχου της προστασίας, και προσθέτοντας στο αποτέλεσμα το ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ποσού της θέσης τιτλοποίησης μείον GA επί την πραγματική στάθμιση κινδύνου.

Μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος – μερική προστασία

64. Εάν η μείωση του πιστωτικού κινδύνου καλύπτει την “πρωτεύουσα ζημία” της θέσης τιτλοποιήσης ή όλες τις ζημίες της σε αναλογική βάση, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να εφαρμόσει τις διατάξεις των σημείων 61 έως 63.

65. Στις άλλες περιπτώσεις, το πιστωτικό ίδρυμα αντιμετωπίζει τη θέση τιτλοποίησης ως δύο ή περισσότερες θέσεις και θεωρεί το μη καλυμμένο τμήμα ως τη θέση με τη χαμηλότερη πιστωτική ποιότητα. Για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών για τη θέση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις των σημείων 50 έως 52, θέτοντας όμως ‘T’ ίσο με e* στην περίπτωση της χρηματοδοτούμενης προστασίας και με T-g στην περίπτωση της μη χρηματοδοτούμενης προστασίας, όπου e* είναι ο λόγος του E* προς το συνολικό ονομαστικό ποσό της υποκείμενης ομάδας και E* είναι το προσαρμοσμένο ποσό ανοίγματος της θέσης τιτλοποίησης υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος VIII όπως αυτές εφαρμόζονται στον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, με Ε = ποσό της τιτλοποιημένης θέσης· και g είναι ο λόγος του ονομαστικού ποσού της πιστωτικής προστασίας (προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχίες νομισμάτων και ληκτότητας σύμφωνα με το Παράρτημα VIII) προς το άθροισμα των ποσών ανοίγματος των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων. Στην περίπτωση της μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, ο συντελεστής στάθμισης του παρόχου της προστασίας εφαρμόζεται στο τμήμα της θέσης που δεν περιλαμβάνεται στην προσαρμοσμένη τιμή του ‘T’.

3.7. Συμπληρωματικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για τιτλοποιήσεις ανακυκλούμενων ανοιγμάτων με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης

66. Επιπλέον των σταθμισμένων ποσών που υπολογίζει για τις τιτλοποιημένες θέσεις του, το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να υπολογίσει ένα σταθμισμένο ποσό με τη μέθοδο των σημείων 17 έως 32 εάν πωλεί ανακυκλούμενα ανοίγματα σε τιτλοποίηση με ρήτρα πρόωρης τιτλοποίησης.

67. Για τους σκοπούς του σημείου 66, τα σημεία 68 και 69 αντικαθιστούν τα σημεία 20 και 21.

68. Για τους σκοπούς των παρουσών διατάξεων, ως “συμφέροντα μεταβιβάζοντος” νοείται το άθροισμα των ακόλουθων δύο ποσών:

(α)     ονομαστικό ποσό του πωληθέντος στην τιτλοποίηση πλασματικού τμήματος της ομάδας αναληφθέντων ποσών, του οποίου η αναλογία στο σύνολο της πωληθείσας ομάδας προσδιορίζει την αναλογία των χρηματοροών από εισπράξεις κεφαλαίου και τόκων και από άλλα σχετικά ποσά οι οποίες δεν είναι διαθέσιμες για πληρωμές στους κατόχους θέσεων στην τιτλοποίηση· και

(β)     ονομαστικό ποσό του τμήματος της ομάδας των μη αναληφθέντων ποσών των πιστωτικών γραμμών των οποίων τα αναληφθέντα ποσά πωλήθηκαν στην τιτλοποίηση, του οποίου η αναλογία στο σύνολο των μη αναληφθέντων ποσών είναι ίδια με την αναλογία του ονομαστικού ποσού που αναφέρεται στο σημείο (α) στο ονομαστικό ποσό της ομάδας αναληφθέντων ποσών που πωλήθηκαν στην τιτλοποίηση.

Για να ανταποκρίνονται στον ανωτέρω ορισμό, τα συμφέροντα του μεταβιβάζοντος ιδρύματος δεν μπορούν να έχουν χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα σε σχέση με τα συμφέροντα των επενδυτών.

Ως “συμφέροντα επενδυτών” νοείται το ονομαστικό ποσό του μη εμπίπτοντος στο σημείο (α) πλασματικού τμήματος της ομάδας αναληφθέντων ποσών, συν το ονομαστικό ποσό του μη εμπίπτοντος στο σημείο (β) τμήματος της ομάδας μη αναληφθέντων ποσών των πιστωτικών γραμμών των οποίων τα αναληφθέντα ποσά πωλήθηκαν στην τιτλοποίηση.

69. Το άνοιγμα του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος από τα δικαιώματά του στο τμήμα των “συμφερόντων του μεταβιβάζοντος ιδρύματος” που αναφέρεται στο σημείο 68 (α) δεν θεωρείται θέση τιτλοποίησης, αλλά άνοιγμα κατ’ αναλογία προς τα τιτλοποιημένα αναληφθέντα ποσά ανοιγμάτων σαν να μην είχαν τιτλοποιηθεί, μέχρι ποσού ίσου με εκείνο που αναφέρεται στο σημείο 68 στοιχείο (α). Το μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα θεωρείται επίσης ότι κατέχει άνοιγμα κατ’ αναλογία προς τα μη αναληφθέντα ποσά των πιστωτικών γραμμών των οποίων τα αναληφθέντα ποσά πωλήθηκαν στην τιτλοποίηση, μέχρι ποσού ίσου με εκείνο που αναφέρεται στο σημείο 68 (β).

3.8. Μείωση των σταθμισμένων ποσών

70. Το σταθμισμένο ποσό μιας θέσης τιτλοποίησης στην οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 1250% μπορεί να μειωθεί κατά 12,5 φορές το ποσό κάθε προσαρμογής αξίας που εφαρμόζει το πιστωτικό ίδρυμα στα τιτλοποιημένα ανοίγματα. Στο βαθμό που λαμβάνονται υπόψη για το σκοπό αυτό, οι προσαρμογές αξίας δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στο Παράρτημα VII Μέρος 1 σημείο 34.

71. Το σταθμισμένο ποσό μιας θέσης τιτλοποίησης μπορεί να μειωθεί κατά 12,5 φορές το ποσό κάθε προσαρμογής αξίας που εφαρμόζει το πιστωτικό ίδρυμα στη θέση αυτή.

72. Σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγραφος 2, στην περίπτωση μιας θέσης τιτλοποίησης στην οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 1250%, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν, αντί να συμπεριλάβουν τη θέση στον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών, να αφαιρέσουν την αξία ανοίγματός της από τα ίδια κεφάλαιά τους.

73. Για τους σκοπούς του σημείου 73:

(α)     η αξία ανοίγματος της θέσης μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τα σταθμισμένα ποσά, λαμβάνοντας υπόψη κάθε μείωση σύμφωνα με τα σημεία 70 και 71·

(β)     στον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος μπορεί να λαμβάνεται υπόψη κάθε αποδεκτή χρηματοδοτούμενη προστασία με τρόπο συμβατό με τη μέθοδο των σημείων 58 έως 65·

(γ)     εάν η μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και εάν L < KIRBR και [L+T] > KIRBR, η θέση μπορεί να αντιμετωπίζεται ως δύο χωριστές θέσεις, με L = KIRBR για την θέση με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα.

74. Εάν το πιστωτικό ίδρυμα κάνει χρήση της εναλλακτικής ευχέρειας του σημείου 72, ποσό ίσο με 12,5 φορές το ποσό που αφαιρείται σύμφωνα με το σημείο 72 αφαιρείται, για τους σκοπούς του σημείου 44, από το ποσό που ορίζεται στο σημείο αυτό ως το ανώτατο σταθμισμένο ποσό που πρέπει να υπολογίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στο σημείο αυτό.

Παράρτημα X Λειτουργικός κίνδυνος Μέρος 1 – Μέθοδος του βασικού δείκτη

1. κεφαλαιακη απαιτηση

1. Στη μέθοδο του βασικού δείκτη, η κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο ισούται με το 15% του κατάλληλου δείκτη που ορίζεται κατωτέρω.

2. καταλληλος δεικτησ

2. Ο κατάλληλος δείκτης είναι ο μέσος όρος σε τριετή βάση του αθροίσματος των καθαρών εσόδων από τόκους και των καθαρών εσόδων εκτός τόκων.

3. Ο τριετής μέσος όρος υπολογίζεται με βάση τις τελευταίες έξι δωδεκάμηνες παρατηρήσεις στη μέση και στο τέλος της διαχειριστικής χρήσης. Εάν δεν είναι διαθέσιμα ελεγμένα στοιχεία, μπορούν να χρησιμοποιούνται εκτιμήσεις.

4. Εάν για δεδομένη παρατήρηση το άθροισμα των καθαρών εσόδων από τόκους και των καθαρών εσόδων εκτός τόκων είναι αρνητικό ή μηδενικό, το αποτέλεσμα δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό του τριετούς μέσου όρου. Ο κατάλληλος δείκτης υπολογίζεται ως το άθροισμα των θετικών αποτελεσμάτων διαιρούμενο με τον αριθμό των θετικών αποτελεσμάτων.

2.1. Πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στην οδηγία 86/635/ΕΟΚ

5. Με βάση τις θέσεις του λογαριασμού κερδών και ζημιών των πιστωτικών ιδρυμάτων στο άρθρο 27 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, ο κατάλληλος δείκτης εκφράζεται ως το άθροισμα των στοιχείων που απαριθμούνται στον Πίνακα 1. Κάθε στοιχείο περιλαμβάνεται στο άθροισμα με το πρόσημό του, θετικό ή αρνητικό.

6. Τα στοιχεία αυτά πρέπει ενδεχομένως να προσαρμόζονται κατά τρόπο ώστε να πληρούν τις προϋποθέσεις των σημείων 7 και 8.

Πίνακας 1:

1          Τόκοι εισπρακτέοι και εξομοιούμενα έσοδα 2          Τόκοι πληρωτέοι και εξομοιούμενα έξοδα

3          Έσοδα από τίτλους: α)         έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής απόδοσης β)         έσοδα από συμμετοχές γ)         έσοδα από μερίδια σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις

4          Προμήθειες/αμοιβές εισπρακτέες 5          Προμήθειες/αμοιβές πληρωτέες

6          Καθαρό αποτέλεσμα από χρηματοδοτικές πράξεις

7          Άλλα έσοδα εκμετάλλευσης

2.1.1. Προϋποθέσεις

7. Ο δείκτης υπολογίζεται πριν από την αφαίρεση των προβλέψεων και των εξόδων λειτουργίας.

8. Τα ακόλουθα στοιχεία δεν χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό του δείκτη:

(α)     πραγματοποιηθέντα κέρδη/ζημίες από την πώληση στοιχείων που δεν ανήκουν στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών·

(β)     έκτακτα ή μη επαναλαμβανόμενα έσοδα·

(γ)     έσοδα από ασφαλίσεις.

Εάν καταχωρούνται στο λογαριασμό κερδών και ζημιών, οι αναπροσαρμογές αξίας στοιχείων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών μπορούν να περιληφθούν στον υπολογισμό. Εάν εφαρμόζεται το άρθρο 36 παράγραφος 2 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, οι αναπροσαρμογές αξίας που καταχωρούνται στο λογαριασμό κερδών και ζημιών πρέπει να περιληφθούν στον υπολογισμό.

2.2. Πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται σε άλλο λογιστικό πλαίσιο

9. Εάν τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε λογιστικό πλαίσιο διαφορετικό από εκείνο που ορίζει η οδηγία 86/635/ΕΚ, πρέπει να υπολογίζουν τον κατάλληλο δείκτη με βάση τα στοιχεία που αντικατοπτρίζουν όσο το δυνατόν πιο πιστά τον ανωτέρω ορισμό.

Μέρος 2 – Τυποποιημένη μέθοδος

1. κεφαλαιακή απαιτηση

1. Στην τυποποιημένη μέθοδο, η κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο ισούται με το απλό άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται για καθέναν από τους επιχειρηματικού τομείς του πίνακα 2.

2. Η κεφαλαιακή απαίτηση για έναν επιχειρηματικό τομέα ισούται με ορισμένο ποσοστό ενός κατάλληλου δείκτη.

3. Ο δείκτης υπολογίζεται χωριστά για κάθε επιχειρηματικό τομέα.

4. Για κάθε επιχειρηματικό τομέα, ο κατάλληλος δείκτης είναι ο μέσος όρος σε τριετή βάση του αθροίσματος των καθαρών ετήσιων εσόδων από τόκους και των καθαρών ετήσιων εσόδων εκτός τόκων, όπως αυτός ορίζεται στο Μέρος 1 σημεία 5 έως 9.

5. Ο τριετής μέσος όρος υπολογίζεται με βάση τις τελευταίες έξι δωδεκάμηνες παρατηρήσεις στη μέση και στο τέλος της διαχειριστικής χρήσης. Εάν δεν είναι διαθέσιμα ελεγμένα στοιχεία, μπορούν να χρησιμοποιούνται εκτιμήσεις.

6. Εάν για δεδομένη παρατήρηση το άθροισμα των καθαρών εσόδων από τόκους και των καθαρών εσόδων εκτός τόκων είναι αρνητικό, το αποτέλεσμα θεωρείται ίσο με το μηδέν.

Πίνακας 2:

Επιχειρηματικός τομέας || Κατάλογος δραστηριοτήτων || Ποσοστό

Χρηματοδότηση επιχειρήσεων || Αναδοχή και/ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης Υπηρεσίες συνδεόμενες με την αναδοχή Επενδυτικές συμβουλές Συμβουλές σε επιχειρήσεις σε θέματα κεφαλαιακής διάρθρωσης, βιομηχανικής στρατηγικής και συναφή θέματα· συμβουλές και υπηρεσίες σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων Επενδυτική έρευνα και χρηματοοικονομική ανάλυση, καθώς και κάθε άλλη μορφή γενικών συστάσεων σχετικά με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα || 18%

Διαπραγμάτευση και πώληση || Διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό Διαμεσολάβηση στις διατραπεζικές χρηματαγορές Λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών Τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης Εκμετάλλευση Πολυμερών Μηχανισμών Διαπραγμάτευσης || 18%

Υπηρεσίες χρηματιστηριακής διαμεσολάβησης σε πελάτες λιανικής (Δραστηριότητες με φυσικά πρόσωπα ή με μικρομεσαίες επιχειρήσεις που ικανοποιούν τα κριτήρια του άρθρου 55 για την υπαγωγή στην κλάση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής) || Λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών Τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης || 12%

Εμπορική τραπεζική || Αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων Δανειοδοτήσεις Χρηματοδοτική μίσθωση Εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων || 15%

Λιανική τραπεζική (Δραστηριότητες με φυσικά πρόσωπα ή με μικρομεσαίες επιχειρήσεις που ικανοποιούν τα κριτήρια του άρθρου 55 για την υπαγωγή στην κλάση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής) || Αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων Δανειοδοτήσεις Χρηματοδοτική μίσθωση Εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων || 12%

Πληρωμές και διακανονισμός || Πράξεις πληρωμής Έκδοση και διαχείριση μέσων πληρωμής || 18%

Υπηρεσίες φύλαξης και διαχείρισης || Φύλαξη και διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της θεματοφυλακής και συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση διαθεσίμων / εξασφαλίσεων || 15%

Διαχείριση περιουσιακών στοιχείων || Διαχείριση χαρτοφυλακίων Διαχείριση ΟΣΕΚΑ Άλλες μορφές διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων || 12%

7. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν σε ένα πιστωτικό ίδρυμα να υπολογίσει τα κεφαλαιακές του απαιτήσεις για λειτουργικό κίνδυνο με την εναλλακτική τυποποιημένη μέθοδο των σημείων 9 έως 16.

2. αρχες αντιστοιχισης των δραστηριοτητων με τους επιχειρηματικουσ τομεισ

8. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να αναπτύξουν και να τεκμηριώσουν γραπτώς ειδικές πολιτικές και κριτήρια για την αντιστοίχιση του δείκτη δραστηριοτήτων τους με τους επιχειρηματικούς τομείς στο πρότυπο πλαίσιο. Τα κριτήρια αντιστοίχισης πρέπει να αναθεωρούνται και να προσαρμόζονται σε συνάρτηση με την εξέλιξη και τις μεταβολές των δραστηριοτήτων και των κινδύνων. Οι αρχές αντιστοίχισης με τους επιχειρηματικούς τομείς είναι οι ακόλουθες:

(α)     όλες οι δραστηριότητες πρέπει να αντιστοιχίζονται με τους επιχειρηματικούς τομείς χωρίς επικαλύψεις και εξαντλητικά·

(β)     κάθε δραστηριότητα που δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί εύκολα με επιχειρηματικό τομέα στο πρότυπο πλαίσιο αλλά έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με δραστηριότητα που περιλαμβάνεται στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αντιστοιχίζεται με τον επιχειρηματικό τομέα που υποστηρίζεται από τη δραστηριότητα αυτή. Εάν η παρεπόμενη δραστηριότητα υποστηρίζει περισσότερους του ενός επιχειρηματικούς τομείς, πρέπει να χρησιμοποιείται αντικειμενικό κριτήριο αντιστοίχισης·

(γ)     εάν μια δραστηριότητα δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί με συγκεκριμένο επιχειρηματικό τομέα, πρέπει να αντιστοιχίζεται με τον επιχειρηματικό τομέα που έχει το υψηλότερο ποσοστό. Με τον ίδιο επιχειρηματικό τομέα αντιστοιχίζεται επίσης κάθε παρεπόμενη δραστηριότητα που συνδέεται με αυτή τη δραστηριότητα·

(δ)     τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα τιμολόγησης για τον επιμερισμό του δείκτη σε επιχειρηματικούς τομείς. Τα κόστη που συνδέονται με έναν επιχειρηματικό τομέα αλλά καταλογίζονται σε άλλο τομέα μπορούν να αντιστοιχίζονται εκ νέου με τον επιχειρηματικό τομέα με τον οποίο συνδέονται, για παράδειγμα με μια αντιμετώπιση που βασίζεται στις τιμές εσωτερικής μεταφοράς μεταξύ των δύο επιχειρηματικών τομέων·

(ε)     η αντιστοίχιση των δραστηριοτήτων με τους επιχειρηματικούς τομείς για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο πρέπει να είναι συνεπής με τις κατηγορίες που χρησιμοποιούνται για τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς·

(στ)   η διοίκηση είναι υπεύθυνη για την πολιτική αντιστοίχισης, υπό τον έλεγχο των οργάνων διακυβέρνησης του πιστωτικού ιδρύματος·

(ζ)     η διαδικασία αντιστοίχισης υπόκειται σε ανεξάρτητη επανεξέταση.

3. εναλλακτικοι δεικτες για ορισμενους επιχειρηματικούς τομείς 3.1. Τρόπος εφαρμογής

9. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν στο πιστωτικό ίδρυμα να χρησιμοποιήσει εναλλακτικό δείκτη για τους επιχειρηματικούς τομείς της λιανικής τραπεζικής και της εμπορικής τραπεζικής.

10. Για αυτούς τους επιχειρηματικούς τομείς, ο κατάλληλος δείκτης είναι ένας κανονικοποιημένος δείκτης εσόδων που ισούται με το μέσο όρο σε τριετή βάση του συνολικού ονομαστικού ποσού των δανείων και προκαταβολών, πολλαπλασιασμένο επί 0,035.

11. Για τη δραστηριότητα λιανικής τραπεζικής, ως “δάνεια και προκαταβολές” νοείται το σύνολο των αναληφθέντων ποσών στα ακόλουθα χαρτοφυλάκια πιστώσεων: πελάτες λιανικής, μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζονται ως πελάτες λιανικής και αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι πελατών λιανικής.

12. Για τη δραστηριότητα εμπορικής τραπεζικής, ως “δάνεια και προκαταβολές” νοείται το σύνολο των αναληφθέντων ποσών στα ακόλουθα χαρτοφυλάκια πιστώσεων: επιχειρήσεις, κράτος, ιδρύματα, ειδικές χρηματοδοτήσεις, μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζονται ως επιχειρήσεις και αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων. Περιλαμβάνονται επίσης οι κινητές αξίες που δεν κατέχονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

3.2. Προϋποθέσεις

13. Η άδεια για τη χρήση εναλλακτικών δεικτών χορηγείται υπό τις προϋποθέσεις των σημείων 14 έως 16.

3.2.1. Γενική προϋπόθεση

14. Το πιστωτικό ίδρυμα πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας του σημείου 17.

3.2.2. Ειδικές προϋποθέσεις για τη λιανική τραπεζική και την εμπορική τραπεζική

15. Το πιστωτικό ίδρυμα ασκεί κατά κύριο λόγο δραστηριότητες λιανικής τραπεζικής και εμπορικής τραπεζικής, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 90% των εισοδημάτων του.

16. Το πιστωτικό ίδρυμα είναι σε θέση να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι ουσιαστικό τμήμα των δραστηριοτήτων λιανικής και/ή εμπορικής τραπεζικής περιλαμβάνει δάνεια με υψηλή πιθανότητα αθέτησης και ότι η εναλλακτική τυποποιημένη μέθοδο αποτελεί μια βελτιωμένη βάση για την εκτίμηση του λειτουργικού κινδύνου.

4. κριτηρια επιλεξιμοτητας

17. Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια επιλεξιμότητας, επιπλέον των γενικών προτύπων διαχείρισης κινδύνων του άρθρου 22 και του Παραρτήματος V:

(α)     τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν πλήρως και γραπτώς τεκμηριωμένο σύστημα εκτίμησης και διαχείρισης του λειτουργικού κινδύνου, με σαφή κατανομή των σχετικών ευθυνών. Προσδιορίζουν τα ανοίγματά τους που υπόκεινται σε λειτουργικό κίνδυνο και παρακολουθούν τα κατάλληλα δεδομένα που σχετίζονται με τον κίνδυνο αυτό, ιδίως εκείνα που αφορούν τις σημαντικές ζημίες. Το σύστημα υπόκειται σε τακτική ανεξάρτητη επανεξέταση·

(β)     το σύστημα αξιολόγησης του λειτουργικού κινδύνου πρέπει να είναι στενά ενταγμένο στη διαδικασία διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος. Τα αποτελέσματά του πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας παρακολούθησης και ελέγχου του προφίλ λειτουργικού κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος·

(γ)     τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν σύστημα εκθέσεων διαχείρισης που παρέχει στα αρμόδια τμήματα του πιστωτικού ιδρύματος πληροφορίες σχετικά με το λειτουργικό κίνδυνο. Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν διαδικασίες για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στις εκθέσεις διαχείρισης.

Part 3 – Εξελιγμένες μέθοδοι μέτρησης

1. κριτήρια επιλεξιμοτητας

1. Για να μπορούν να εφαρμόζουν μια εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης, τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές ότι ικανοποιούν τα ακόλουθα κριτήρια επιλεξιμότητας, επιπλέον των γενικών προτύπων διαχείρισης κινδύνων του άρθρου 22 και του Παραρτήματος V.

1.1. Ποιοτικά πρότυπα

2. Το εσωτερικό σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να είναι στενά ενταγμένο στις διαδικασίες καθημερινής διαχείρισης κινδύνων.

3. Το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να διαθέτει ανεξάρτητο τμήμα επιφορτισμένο με τη διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου.

4. Τα ανοίγματα σε λειτουργικό κίνδυνο και οι ζημίες από τον κίνδυνο αυτό πρέπει να αποτελούν αντικείμενο τακτικών εκθέσεων. Το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να εφαρμόζει διαδικασίες που επιτρέπουν τη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων.

5. Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να είναι πλήρως και γραπτώς τεκμηριωμένο. Το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει τακτικές διαδικασίες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης, καθώς και πολιτικές για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης.

6. Οι διαδικασίες διαχείρισης και τα συστήματα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου πρέπει να υπόκεινται σε τακτική επανεξέταση από εσωτερικούς και/ή εξωτερικούς ελεγκτές.

7. Προτού πιστοποιήσουν το σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου, οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν:

(α)     ότι τα συστήματα εσωτερικής επικύρωσης λειτουργούν ικανοποιητικά·

(β)     ότι οι ροές δεδομένων και οι διαδικασίες που συνδέονται με τα συστήματα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου είναι διαφανείς και προσπελάσιμες.

1.2. Ποιοτικά πρότυπα 1.2.1. Διαδικασίες

8. Τα πιστωτικά ιδρύματα υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις κατά τρόπο ώστε να καλύπτεται τόσο η αναμενόμενη όσο και η μη αναμενόμενη ζημία, εκτός εάν μπορούν να αποδείξουν ότι η αναμενόμενη ζημία λαμβάνεται επαρκώς υπόψη στις εσωτερικές επιχειρηματικές πρακτικές τους. Η μέτρηση του λειτουργικού κινδύνου πρέπει να συλλαμβάνει δυνητικά σοβαρά ακραία γεγονότα και να επιτυγχάνει ένα πρότυπο αξιοπιστίας συγκρίσιμο με διάστημα εμπιστοσύνης 99,9% σε περίοδο ενός έτους.

9. Το σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία-κλειδιά που εξασφαλίζουν ότι ανταποκρίνεται στο ανωτέρω πρότυπο αξιοπιστίας. Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν υποχρεωτικά τη χρησιμοποίηση εσωτερικών δεδομένων, εξωτερικών δεδομένων, αναλύσεων σεναρίων και παραγόντων που αντικατοπτρίζουν το οικονομικό περιβάλλον και τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου, σύμφωνα με τα σημεία 13 έως 24 κατωτέρω. Το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να διαθέτει πλήρως και γραπτώς τεκμηριωμένη προσέγγιση για τη στάθμιση των τεσσάρων αυτών στοιχείων στο συνολικό σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου.

10. Το σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου συλλαμβάνει τους κυριότερους παράγοντες κινδύνου που επηρεάζουν τις εκτιμήσεις ζημίας στα απομακρυσμένα σημεία της κατανομής.

11. Οι συσχετίσεις μεταξύ μεμονωμένων εκτιμήσεων ζημίας από λειτουργικό κίνδυνο μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνον εάν τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές ότι τα συστήματα μέτρησης αυτών των συσχετίσεων είναι εύρωστα, εφαρμόζονται με ακεραιότητα και λαμβάνουν υπόψη την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει αυτές τις εκτιμήσεις συσχέτισης, ιδίως σε περιόδους ακραίων καταστάσεων. Το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να επικυρώνει τις παραδοχές του για τις συσχετίσεις αυτές με κατάλληλες ποσοτικές και ποιοτικές τεχνικές.

12. Το σύστημα μέτρησης του κινδύνου είναι συνεπές σε εσωτερικό επίπεδο και αποφεύγει την πολλαπλή συνεκτίμηση ποιοτικών αξιολογήσεων ή τεχνικών μείωσης του κινδύνου που αναγνωρίζονται σε άλλους τομείς του πλαισίου κεφαλαιακής επάρκειας.

1.2.2. Εσωτερικά δεδομένα

13. Οι εσωτερικές μετρήσεις του λειτουργικού κινδύνου βασίζονται σε ελάχιστη περίοδο ιστορικής παρατήρησης πέντε ετών. Όταν το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει για πρώτη φορά μια εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης, μπορεί να γίνει δεκτή τριετής περίοδος ιστορικής παρατήρησης.

14. Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να είναι σε θέση να αντιστοιχίζουν τα εσωτερικά τους ιστορικά δεδομένα ζημίας με τους επιχειρηματικούς τομείς που ορίζονται στο Μέρος 2 και τις κατηγορίες γεγονότων που ορίζονται στο Μέρος 5 και να παρέχουν τα δεδομένα αυτά στις αρμόδιες αρχές όταν αυτές τα ζητούν. Ο καταλογισμός των ζημιών στους διάφορους επιχειρηματικούς τομείς και κατηγορίες γεγονότων πρέπει να γίνεται με αντικειμενικά και γραπτώς τεκμηριωμένα κριτήρια. Οι ζημίες από λειτουργικό κίνδυνο που συνδέονται με τον πιστωτικό κίνδυνο και έχουν ιστορικά περιληφθεί στις εσωτερικές βάσεις δεδομένων για τον πιστωτικό κίνδυνο πρέπει να καταχωρούνται στις βάσεις δεδομένων για το λειτουργικό κίνδυνο και να εντοπίζονται χωριστά. Οι ζημίες αυτές δεν υπόκεινται σε κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο ενόσω εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως πιστωτικός κίνδυνος για τους σκοπούς του υπολογισμού των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων. Οι ζημίες από λειτουργικό κίνδυνο που σχετίζονται με τον κίνδυνο αγοράς περιλαμβάνονται στην κεφαλαιακή απαίτηση για λειτουργικό κίνδυνο.

15. Τα εσωτερικά δεδομένα ζημίας του πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να είναι πλήρη και να καλύπτουν όλες τις σημαντικές δραστηριότητες και ανοίγματα σε όλα τα σχετικά υποσυστήματα και γεωγραφικές υποδιαιρέσεις. Το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι οι εξαιρούμενες δραστηριότητες ή ανοίγματα, τόσο μεμονωμένα όσο και στο σύνολό τους, δεν θα είχαν καμία ουσιαστική επίπτωση στη συνολική εκτίμηση των κινδύνων. Πρέπει να καθορίζεται κατάλληλο ελάχιστο όριο ζημίας για τη συλλογή των εσωτερικών δεδομένων ζημίας.

16. Εκτός από τις πληροφορίες για τα ακαθάριστα ποσά ζημίας, τα πιστωτικά ιδρύματα συγκεντρώνουν πληροφορίες σχετικά με την ημερομηνία του σχετικού γεγονότος, τις ενδεχόμενες επανεισπράξεις ακαθάριστων ποσών ζημίας, καθώς και ορισμένες περιγραφικές πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες ή τις αιτίες του ζημιογόνου γεγονότος.

17. Υπάρχουν ειδικά κριτήρια για τον καταλογισμό των ζημιών από ένα γεγονός ή από γεγονότα που συνδέονται μεταξύ τους διαχρονικά σε μια κεντρική λειτουργία ή σε δραστηριότητα κοινή σε περισσότερους του ενός επιχειρηματικούς τομείς.

18. Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν γραπτώς τεκμηριωμένες διαδικασίες για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των ιστορικών δεδομένων ζημίας· η αξιολόγηση αυτή αφορά ιδίως καταστάσεις στις οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπερβάσεις που βασίζονται στην ανθρώπινη κρίση, αναθεωρήσεις ποσών ή άλλες προσαρμογές, το βαθμό στον οποίο αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και το πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο να λάβει τις σχετικές αποφάσεις.

1.2.3. Εξωτερικά δεδομένα

19. Το σύστημα μέτρησης του λειτουργικού κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος χρησιμοποιεί κατάλληλα εξωτερικά δεδομένα, ιδίως εάν υπάρχουν λόγοι να θεωρηθεί ότι το πιστωτικό ίδρυμα είναι εκτεθειμένο σε κίνδυνο έκτακτων αλλά δυνητικά σοβαρών ζημιών. Το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να διαθέτει συστηματική διαδικασία προσδιορισμού των καταστάσεων στις οποίες πρέπει να χρησιμοποιούνται εξωτερικά δεδομένα και των μεθόδων ενσωμάτωσης των δεδομένων αυτών στο σύστημα μέτρησης. Οι προϋποθέσεις και πρακτικές για τη χρήση εξωτερικών δεδομένων πρέπει να αναθεωρούνται τακτικά, να τεκμηριώνονται γραπτώς και να υπόκεινται σε περιοδική ανεξάρτητη επανεξέταση.

1.2.4. Ανάλυση σεναρίων

20. Το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί αναλύσεις σεναρίων βασιζόμενων σε γνώμες εμπειρογνωμόνων σε συνδυασμό με τα εξωτερικά δεδομένα για να αξιολογεί το βαθμό στον οποίο είναι εκτεθειμένο στον κίνδυνο πολύ σοβαρών γεγονότων. Με την πάροδο του χρόνου, οι αξιολογήσεις αυτές πρέπει να επικυρώνονται και να αναθεωρούνται βάσει συγκρίσεων με τις πραγματικές ζημίες προκειμένου να διασφαλίζεται ο εύλογος χαρακτήρας τους.

1.2.5. Παράγοντες επιχειρηματικού περιβάλλοντος και εσωτερικού ελέγχου

21. Η μεθοδολογία αξιολόγησης που εφαρμόζεται σε επίπεδο επιχείρησης πρέπει να συλλαμβάνει τους βασικούς παράγοντες του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και του εσωτερικού ελέγχου οι οποίοι μπορούν να μεταβάλουν το προφίλ κινδύνου της.

22. Η επιλογή καθενός από τους παράγοντες αυτούς πρέπει να δικαιολογείται από την πραγματική του επίπτωση στον κίνδυνο, με βάση την αποκτηθείσα εμπειρία και τη γνώμη εμπειρογνωμόνων για τους επηρεαζόμενους επιχειρηματικούς τομείς.

23. Η ευαισθησία των εκτιμήσεων κινδύνου στις μεταβολές των παραγόντων και οι σχετικές σταθμίσεις των διαφόρων παραγόντων πρέπει να βασίζονται σε εμπεριστατωμένη ανάλυση. Εκτός από τις μεταβολές του κινδύνου που σχετίζονται με βελτιώσεις στον έλεγχό του, το πλαίσιο πρέπει επίσης να συλλαμβάνει τις δυνητικές αυξήσεις κινδύνου λόγω μεγαλύτερης πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων ή του αυξημένου όγκου τους.

24. Το πλαίσιο πρέπει να τεκμηριώνεται γραπτώς και να υπόκειται σε ανεξάρτητη επανεξέταση τόσο εντός του πιστωτικού ιδρύματος όσο και από τις αρμόδιες αρχές. Με την πάροδο του χρόνου, η διαδικασία και τα αποτελέσματα της επανεξέτασης πρέπει να επικυρώνονται και να αναθεωρούνται βάσει συγκρίσεων με εσωτερικά δεδομένα πραγματικών ζημιών και με κατάλληλα εξωτερικά δεδομένα.

2. επιπτωση τησ ασφαλισησ

25. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίζουν την επίπτωση της ασφάλισης, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων των σημείων 26 έως 29.

26. Ο ασφαλειοδότης έχει λάβει άδεια να παρέχει ασφαλιστικά ή αντασφαλιστικά προϊόντα.

27. Η διαβάθμιση του ασφαλειοδότη ως προς την ικανότητα πληρωμής ασφαλιστικών αποζημιώσεων είναι τουλάχιστον A (ή ισοδύναμη).

(α)     Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο πρέπει να έχει αρχική διάρκεια ενός έτους τουλάχιστον. Για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια με εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη του ενός έτους, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να εφαρμόσει κατάλληλο ποσοστό περικοπής που αντικατοπτρίζει την προοδευτική μείωση της εναπομένουσας διάρκειας του ασφαλιστηρίου και μπορεί να ανέλθει στο 100% για συμβόλαια με εναπομένουσα διάρκεια 90 ημερών ή λιγότερο.

(β)     Η περίοδος προειδοποίησης για την καταγγελία του ασφαλιστηρίου συμβολαίου είναι τουλάχιστον 90 ημέρες.

(γ)     Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο δεν προβλέπει εξαιρέσεις ή περιορισμούς που ενεργοποιούνται μετά από πράξεις των εποπτικών αρχών ή που εμποδίζουν, σε περίπτωση αφερέγγυου πιστωτικού ιδρύματος, το πιστωτικό ίδρυμα, το σύνδικο ή τον εκκαθαριστή να εισπράξει αποζημιώσεις για ζημίες ή έξοδα που υπέστη το πιστωτικό ίδρυμα, με εξαίρεση τα γεγονότα που επέρχονται μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του πιστωτικού ιδρύματος, εφόσον το ασφαλιστήριο συμβόλαιο μπορεί να αποκλείσει κάθε πρόστιμο, ποινική ρήτρα ή αποζημίωση που απορρέει από πράξεις των αρμόδιων αρχών.

(δ)     Ο υπολογισμός της μείωσης κινδύνου πρέπει να αντικατοπτρίζει την ασφαλιστική κάλυψη με τρόπο διαφανή και συνεπή με την πραγματική πιθανότητα και τις επιπτώσεις της ζημίας που χρησιμοποιούνται για το γενικό προσδιορισμό της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο.

(ε)     Η ασφάλιση παρέχεται από τρίτο. Εάν η ασφάλιση παρέχεται μέσω εξαρτημένων ή θυγατρικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, το άνοιγμα πρέπει να μεταβιβάζεται σε ανεξάρτητο τρίτο που πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας, για παράδειγμα με αντασφάλιση.

(στ)   Το πλαίσιο αναγνώρισης της ασφάλισης είναι εύλογο και γραπτώς τεκμηριωμένο.

28. Η μεθοδολογία για την αναγνώριση της ασφάλισης πρέπει να συλλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία μέσω κατάλληλων μειώσεων ή ποσοστών περικοπής του ποσού ασφάλισης που αναγνωρίζεται:

(α)     εναπομένουσα διάρκεια του ασφαλιστήριου συμβολαίου, εάν είναι μικρότερη του ενός έτους, όπως αναφέρεται ανωτέρω·

(β)     όροι καταγγελίας του ασφαλιστήριου συμβολαίου, εάν η διάρκεια του είναι μικρότερη του ενός έτους·

(γ)     αβεβαιότητα των πληρωμών και αναντιστοιχίες ασφαλιστικής κάλυψης.

29. Η μείωση της κεφαλαιακής απαίτησης που προκύπτει από την αναγνώριση της ασφάλισης δεν υπερβαίνει το 20% της κεφαλαιακής απαίτησης για λειτουργικό κίνδυνο πριν την αναγνώριση των τεχνικών μείωσης του κινδύνου.

3. αιτηση για τη χρηση εξελιγμενησ μεθοδου μετρησης σε επιπεδο ομιλου

30. Εάν το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα στην ΕΕ και οι θυγατρικές του ή οι θυγατρικές μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου στην ΕΕ προτίθενται να χρησιμοποιήσουν εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης, η σχετική αίτηση περιλαμβάνει περιγραφή των μεθόδων που εφαρμόζονται για την κατανομή της κεφαλαιακής κάλυψης του λειτουργικού κινδύνου μεταξύ των διαφόρων οντοτήτων του ομίλου.

31. Η αίτηση αναφέρει εάν και με ποιο τρόπο σχεδιάζεται να ενσωματωθούν οι επιπτώσεις της διαφοροποίησης στο σύστημα μέτρησης κινδύνων.

Μέρος 4 – Συνδυασμένη χρήση διαφόρων μεθοδολογιών

1. χρηση εξελιγμενης μεθοδου μετρησης σε συνδυασμο με αλλες μεθοδους

1. Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης σε συνδυασμό είτε με τη μέθοδο του βασικού δείκτη είτε με την τυποποιημένη μέθοδο, με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)     λαμβάνονται υπόψη όλοι οι λειτουργικοί κίνδυνοι του πιστωτικού ιδρύματος. Οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα της μεθοδολογίας που εφαρμόζεται για την κάλυψη των διαφόρων δραστηριοτήτων, γεωγραφικών τόπων, νομικών διαρθρώσεων ή άλλων υποδιαιρέσεων που προσδιορίζονται σε εσωτερικό επίπεδο·

(β)     τα κριτήρια επιλεξιμότητας των Μερών 2 και 3 πληρούνται για το μέρος των δραστηριοτήτων που καλύπτεται από την τυποποιημένη μέθοδο και την εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης, αντίστοιχα·

2. Κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλουν τις ακόλουθες συμπληρωματικές προϋποθέσεις:

(α)     κατά την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή της εξελιγμένης μεθόδου μέτρησης, η μέθοδος αυτή συλλαμβάνει ένα ουσιαστικό μέρος των λειτουργικών κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος·

(β)     το πιστωτικό ίδρυμα αναλαμβάνει να επεκτείνει σταδιακά τη χρήση της εξελιγμένης μέθοδου μέτρησης σε σημαντικό τμήμα των δραστηριοτήτων του, με χρονοδιάγραμμα που έχει συμφωνηθεί με τις αρμόδιες αρχές.

2. συνδυασμένη χρηση της μεθοδου του βασικου δεικτη και της τυποποιημενησ μεθοδου

3. Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να συνδυάζει τη μέθοδο του βασικού δείκτη και την τυποποιημένη μέθοδο μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως η πρόσφατη απόκτηση νέων δραστηριοτήτων που ενδέχεται να απαιτήσει μια μεταβατική περίοδο για τη σταδιακή επέκταση της τυποποιημένης μεθόδου.

4. Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί συνδυασμό της μεθόδου του βασικού δείκτη και της τυποποιημένης μεθόδου μόνο εφόσον αναλάβει τη δέσμευση να επεκτείνει σταδιακά την τυποποιημένη μέθοδο με χρονοδιάγραμμα που έχει συμφωνηθεί με τις αρμόδιες αρχές.

Κατηγοριοποίηση των ζημιογόνων γεγονότων

Πίνακας 3

Κατηγορία γεγονότος || Ορισμός ||

Εσωτερική απάτη || Ζημίες από πράξεις που διαπράττονται με πρόθεση καταδολίευσης, υπεξαίρεσης περιουσιακών στοιχείων ή καταστρατήγησης κανονιστικών ή νομοθετικών διατάξεων ή πολιτικών της επιχείρησης, με την εξαίρεση των περιπτώσεων που σχετίζονται με πρακτικές αντίθετες με τους κανόνες περί πολιτιστικής πολυμορφίας / διακριτικής μεταχείρισης, στις οποίες εμπλέκεται τουλάχιστον ένα μέλος της επιχείρησης. ||

Εξωτερική απάτη || Ζημίες από πράξεις που διαπράττονται από τρίτο με πρόθεση καταδολίευσης, υπεξαίρεσης περιουσιακών στοιχείων ή καταστρατήγησης της νομοθεσίας. ||

Πρακτικές σε θέματα απασχόλησης και ασφάλειας στο χώρο της εργασίας || Ζημίες από πράξεις αντίθετες με την εργατική νομοθεσία και τη νομοθεσία και τις συμβάσεις για την υγιεινή και την ασφάλεια, από πληρωμές αποζημιώσεων για σωματική βλάβη ή από πρακτικές αντίθετες με τους κανόνες περί πολιτιστικής πολυμορφίας / διακριτικής μεταχείρισης. ||

Πελάτες, προϊόντα και επιχειρηματικές πρακτικές || Ζημίες από ακούσια ή εξ αμελείας παράλειψη εκπλήρωσης επαγγελματικής υποχρέωσης έναντι πελάτη (περιλαμβανομένων των απαιτήσεων εμπιστοσύνης και εντιμότητας), ή από τη φύση ή τα χαρακτηριστικά του προϊόντος. ||

Βλάβη σε ενσώματα περιουσιακά στοιχεία || Ζημίες από απώλεια ή βλάβη ενσώματων περιουσιακών στοιχείων λόγω φυσικών καταστροφών ή άλλων γεγονότων. ||

Διακοπή δραστηριότητας και δυσλειτουργία συστημάτων || Ζημίες από διακοπή επιχειρηματικής δραστηριότητας ή δυσλειτουργία των συστημάτων ||

Εκτέλεση, παράδοση και διαχείριση των διαδικασιών || Ζημίες από ανεπάρκειες στην επεξεργασία των συναλλαγών ή στη διαχείριση των διαδικασιών και από τις σχέσεις με τους εμπορικούς αντισυμβαλλομένους και τους πωλητές. ||

Παράρτημα XI Τεχνικά κριτήρια επανεξέτασης και αξιολόγησης από τις αρμόδιες αρχές

1. Εκτός από τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και το λειτουργικό κίνδυνο, η επανεξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιείται από τις αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 124 καλύπτει τα εξής:

(α)     τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που πραγματοποιούν τα πιστωτικά ιδρύματα που εφαρμόζουν τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων·

(β)     τον κίνδυνο ρευστότητας και τον κίνδυνο συγκέντρωσης που αναλαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τη διαχείριση των κινδύνων αυτών, περιλαμβανομένης της συμμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις των άρθρων 108 έως 118·

(γ)     την ευρωστία, την καταλληλότητα και τον τρόπο εφαρμογής των πολιτικών και διαδικασιών των πιστωτικών ιδρυμάτων για τη διαχείριση του υπολειπόμενου κινδύνου που συνδέεται με τη χρήση αναγνωρισμένων τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου·

(δ)     το μέτρο στο οποίο τα ίδια κεφάλαια που διατηρεί το πιστωτικό ίδρυμα σε σχέση με στοιχεία ενεργητικού που έχει τιτλοποιήσει επαρκούν λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής σημασίας της συναλλαγής και του επιτευχθέντος βαθμού μεταφοράς κινδύνου.

2. Οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν κατά πόσο το πιστωτικό ίδρυμα έχει παράσχει έμμεση υποστήριξη σε μια τιτλοποίηση. Εάν διαπιστωθεί ότι το πιστωτικό ίδρυμα έχει παράσχει πάνω από μία φορά έμμεση υποστήριξη, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα που αντικατοπτρίζουν την αυξημένη προσδοκία ότι το πιστωτικό ίδρυμα θα παράσχει μελλοντικά υποστήριξη στις τιτλοποιήσεις του και δεν θα μπορέσει να επιτύχει μια ουσιαστική μεταφορά κινδύνου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XII Τεχνικά κριτήρια για τις δημοσιοποιήσεις ΜΕΡΟΣ 1 – ΓΕΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ

1. Οι πληροφορίες θεωρούνται ουσιώδεις εάν η παράλειψη ή η ανακριβής παρουσίασή τους στις δημοσιοποιήσεις μπορεί να μεταβάλει ή να επηρεάσει την εκτίμηση ή την απόφαση ενός χρήστη που στηρίζεται στις πληροφορίες αυτές για τη λήψη οικονομικών αποφάσεων.

2. Οι πληροφορίες θεωρούνται ότι αποτελούν ιδιοκτησία του πιστωτικού ιδρύματος εάν η δημοσιοποίησή τους θα έθετε σε κίνδυνο την ανταγωνιστική του θέση. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται πληροφορίες για προϊόντα ή συστήματα οι οποίες, εάν δημοσιοποιούνταν σε ανταγωνιστές, θα μείωναν την αξία των επενδύσεων του πιστωτικού ιδρύματος σε αυτά τα προϊόντα ή συστήματα.

3. Οι πληροφορίες θεωρούνται εμπιστευτικές εάν υπάρχουν υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας έναντι πελατών ή άλλων αντισυμβαλλομένων οι οποίες δεσμεύουν το πιστωτικό ίδρυμα.

4. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να αξιολογούν την ανάγκη να γίνονται ορισμένες ή όλες οι δημοσιοποιήσεις με συχνότητα μεγαλύτερη της ετήσιας λαμβάνοντας υπόψη τα κατάλληλα χαρακτηριστικά των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, όπως το μέγεθος των συναλλαγών τους, το φάσμα των δραστηριοτήτων τους, την παρουσία τους σε διάφορες χώρες, τη δραστηριοποίησή τους σε διαφόρους χρηματοπιστωτικούς τομείς και τη συμμετοχή τους σε διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και διεθνή συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και συμψηφισμού. Η εκτίμηση αυτή λαμβάνει ιδίως υπόψη την ενδεχόμενη ανάγκη συχνότερης δημοσιοποίησης των πληροφοριών του Μέρους 2 σημεία 3 (β) και (ε) και 4 (β) έως (στ) και πληροφοριών σχετικά με τους αναλαμβανόμενους κινδύνους και με τα άλλα στοιχεία που υπόκεινται σε ταχείες μεταβολές.

5. Η δημοσιοποίηση των πληροφοριών που προβλέπονται στο Μέρος 2 σημείο 4 στοιχείο στ) γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφοι 1 και 2.

Μέρος 2 – Γενικές υποχρεώσεις

1. Οι στόχοι και οι πολιτικές διαχείρισης κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος δημοσιοποιούνται για κάθε χωριστή κατηγορία κινδύνου, περιλαμβανομένων των κινδύνων που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 13. Οι δημοσιοποιήσεις αυτές περιλαμβάνουν:

(α)     τις στρατηγικές και τις διαδικασίες για τη διαχείριση αυτών των κινδύνων·

(β)     τη διάρθρωση και την οργάνωση του τμήματος διαχείρισης του σχετικού κινδύνου ή κάθε άλλο σχετικό μηχανισμό·

(γ)     την έκταση και τη φύση των συστημάτων αναφοράς και μέτρησης των κινδύνων·

(δ)     τις πολιτικές αντιστάθμισης και μείωσης των κινδύνων και τις στρατηγικές και διαδικασίες για την παρακολούθηση της διαρκούς αποτελεσματικότητας των αντισταθμίσεων και μέσων μείωσης του κινδύνου.

2. Δημοσιοποιούνται οι ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με το πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας:

(α)     επωνυμία του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο εφαρμόζονται οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας·

(β)     συνοπτική παρουσίαση των διαφορών μεταξύ των βάσεων ενοποίησης για λογιστικούς και για εποπτικούς σκοπούς, με σύντομη περιγραφή των οντοτήτων οι οποίες:

(i)      είναι πλήρως ενοποιημένες,

(ii)     είναι ενοποιημένες κατ’αναλογία,

(iii)    αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια,

(iv)    ούτε είναι ενοποιημένες ούτε αφαιρούνται·

(γ)     κάθε τρέχον ή προβλεπόμενο πραγματικό ή νομικό εμπόδιο στην άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή στην εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και των θυγατρικών της·

(δ)     το συνολικό ποσό κατά το οποίο τα πραγματικά ίδια κεφάλαια υπολείπονται των ελάχιστων απαιτούμενων σε όλες τις θυγατρικές που δεν περιλαμβάνονται στην ενοποίηση και την επωνυμία ή τις επωνυμίες των θυγατρικών αυτών·

(ε)     κατά περίπτωση, τις περιστάσεις στις οποίες γίνεται χρήση των διατάξεων των άρθρων 69 και 70.

3. Τα πιστωτικά ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τα ίδια κεφάλαιά τους:

(α)     συνοπτικές πληροφορίες για τους όρους και τις προϋποθέσεις των κυριότερων χαρακτηριστικών όλων των στοιχείων ιδίων κεφαλαίων και των συνιστωσών τους·

(β)     το ποσό των αρχικών ιδίων κεφαλαίων, με χωριστή δημοσιοποίηση κάθε θετικού στοιχείου και κάθε μείωσης·

(γ)     το συνολικό ποσό των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων και των ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο [Παράρτημα V της οδηγίας 93/6/EΟΚ]·

(δ)     τα ποσά που αφαιρούνται από τα αρχικά και από τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγραφος 1 στοιχείο γ), με χωριστή δημοσιοποίηση των στοιχείων του άρθρου 57 στοιχείο ιζ)·

(ε)     το σύνολο των αποδεκτών ιδίων κεφαλαίων, μετά την εφαρμογή των μειώσεων και των ορίων του άρθρου 66.

4. Δημοσιοποιούνται οι ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση του πιστωτικού ιδρύματος με τις απαιτήσεις των άρθρων 75 και 123:

(α)     περίληψη της μεθόδου που εφαρμόζει το πιστωτικό ίδρυμα για την εκτίμηση της επάρκειας του εσωτερικών του κεφαλαίων για τη στήριξη των τρεχουσών και των μελλοντικών δραστηριοτήτων του·

(β)     για τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83, το 8% του σταθμισμένου ποσού για καθεμία από τις κλάσεις ανοιγμάτων του άρθρου 79·

(γ)     για τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89, το 8% του σταθμισμένου ποσού για καθεμία από τις κλάσεις ανοιγμάτων του άρθρου 86. Για την κλάση ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, η απαίτηση αυτή εφαρμόζεται σε καθεμία από τις κατηγορίες ανοιγμάτων στις οποίες αντιστοιχούν οι διάφορες συσχετίσεις του Παραρτήματος VII Μέρος 1 σημεία 9 έως 11. Για την κλάση ανοιγμάτων σε μετοχές, η απαίτηση αυτή εφαρμόζεται:

(i)      σε καθεμία από τις μεθόδους που Παραρτήματος VII Μέρος 1 σημεία 15 έως 25,

(ii)     στα ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, στα ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια, και στα άλλα ανοίγματα,

(iii)    στα ανοίγματα που υπόκεινται σε μεταβατικό εποπτικό καθεστώς κεφαλαιακών απαιτήσεων,

(iv)    στα ανοίγματα που υπόκεινται σε ρήτρα κεκτημένων δικαιωμάτων σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις·

(δ)     οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 75 στοιχεία β) και γ)·

(ε)     οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 103 έως 105, οι οποίες δημοσιοποιούνται χωριστά·

(στ)   οι συντελεστές φερεγγυότητας που υπολογίζονται με βάση τα συνολικά ίδια κεφάλαια και τα αρχικά ίδια κεφάλαια.

5. Δημοσιοποιούνται οι ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο απομείωσης αξίας στους οποίους είναι εκτεθειμένο το πιστωτικό ίδρυμα:

(α)     οι ορισμοί για λογιστικούς σκοπούς της απαίτησης σε καθυστέρηση και της απαίτησης σε αθέτηση·

(β)     περιγραφή των προσεγγίσεων και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των προσαρμογών αξίας και των προβλέψεων·

(γ)     το συνολικό ποσό των ανοιγμάτων μετά από λογιστικούς συμψηφισμούς και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, καθώς και το μέσο ποσό των ανοιγμάτων στη σχετική περίοδο με κατανομή ανά κλάση ανοιγμάτων·

(δ)     η γεωγραφική κατανομή των ανοιγμάτων με διάκριση ανά μεγάλη κλάση ανοιγμάτων για τις κυριότερες περιοχές, με περαιτέρω υποδιαίρεση εάν απαιτείται·

(ε)     η κατανομή των ανοιγμάτων ανά κλάδο ή είδος αντισυμβαλλόμενου με διάκριση ανά κλάση ανοιγμάτων, με περαιτέρω υποδιαίρεση εάν απαιτείται·

(στ)   η κατανομή όλων των ανοιγμάτων βάση την εναπομένουσα ληκτότητα και διάκριση ανά κλάση ανοιγμάτων, με περαιτέρω υποδιαίρεση εάν απαιτείται·

(ζ)     για κάθε σημαντικό τομέα ή είδος αντισυμβαλλομένου, το ποσό:

(i)      των ανοιγμάτων σε αθέτηση και των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση, χωριστά,

(ii)     των προσαρμογών αξίας και των προβλέψεων,

(iii)    των ποσών των προσαρμογών αξίας στην περίοδο,

(η)     το ποσό των ανοιγμάτων σε αθέτηση και των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση, χωριστά, με κατανομή ανά μεγάλη γεωγραφική περιοχή περιλαμβανομένων, εφόσον είναι δυνατόν, των ποσών των προσαρμογών αξίας και των προβλέψεων για κάθε γεωγραφική περιοχή,

(i)      τη συμφωνία των μεταβολών από προσαρμογές αξίας και των προβλέψεων για ανοίγματα σε αθέτηση, με χωριστή παράθεση. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν:

(i)      περιγραφή του είδους των προσαρμογών αξίας και των προβλέψεων,

(ii)     τα αρχικά υπόλοιπα,

(iii)    τα ποσά των προβλέψεων που σχηματίστηκαν στην περίοδο,

(iv)    τα ποσά που έχουν εγγραφεί σε πρόβλεψη ή παρακρατηθεί για εκτιμώμενες πιθανές ζημίες από ανοίγματα στην περίοδο, κάθε άλλη προσαρμογή περιλαμβανομένων εκείνων που προσδιορίζονται από συναλλαγματικές διαφορές, συγκεντρώσεις επιχειρήσεων, εξαγορές και πωλήσεις θυγατρικών, καθώς και τις μεταφορές μεταξύ προβλέψεων,

(v)     τα τελικά υπόλοιπα της περιόδου.

Οι προσαρμογές αξίας και οι επανεισπράξεις που καταχωρούνται άμεσα στο λογαριασμό αποτελεσμάτων δημοσιοποιούνται χωριστά.

6. Για τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 78 ως 83, δημοσιοποιούνται οι ακόλουθες πληροφορίες για κάθε κλάση ανοιγμάτων του άρθρου 79:

(α)     οι επωνυμίες των διορισμένων ECAI και των ECA και οι λόγοι κάθε μεταβολής·

(β)     οι κλάσεις ανοιγμάτων για τις οποίες χρησιμοποιούνται οι αξιολογήσεις καθενός από αυτούς τους ECAI ή ECA·

(γ)     περιγραφή της διαδικασίας για τη μεταφορά των εκδόσεων και των αντίστοιχων πιστοληπτικών αξιολογήσεων σε στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών·

(δ)     η αντιστοίχιση των εξωτερικών διαβαθμίσεων κάθε διορισμένου ECAI ή ECA με τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας του Παραρτήματος VI, έχοντας υπόψη ότι αυτή η δημοσιοποίηση δεν είναι αναγκαία εάν το πιστωτικό ίδρυμα συμμορφώνεται με την πρότυπη αντιστοίχιση που δημοσιεύουν οι αρμόδιες αρχές·

(ε)     οι αξίες ανοίγματος, πριν και μετά και τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου, που αντιστοιχούν στις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας του Παραρτήματος VI, καθώς και εκείνες που αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια.

7. Τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με το παράρτημα VII Μέρος 1 σημεία 5 ή 17 έως 19 δημοσιοποιούν τα ανοίγματα που αντιστοιχούν σε κάθε κατηγορία του πίνακα του προαναφερθέντος σημείου 5, ή σε κάθε συντελεστή στάθμισης των προαναφερθέντων σημείων 17 έως 19.

8. Τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 75 στοιχεία β) και γ) δημοσιοποιούν τις απαιτήσεις αυτές χωριστά για κάθε κίνδυνο που αναφέρεται στις διατάξεις αυτές.

9. Τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους σύμφωνα με [το Παράρτημα VIII της οδηγίας 93/6/EΟΚ] δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α)     για κάθε καλυπτόμενο υποχαρτοφυλάκιο:

(i)      τα χαρακτηριστικά των χρησιμοποιούμενων υποδειγμάτων,

(ii)     περιγραφή του προγράμματος προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που εφαρμόζεται στο υποχαρτοφυλάκιο,

(iii)    περιγραφή της προσέγγισης που χρησιμοποιείται για το δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο και την επικύρωση της ακρίβειας και της συνέπειας των εσωτερικών υποδειγμάτων και των διαδικασιών υποδειγματοποίησης·

(β)     το βαθμό αποδοχής από τις αρμόδιες αρχές·

(γ)     για τα υποχαρτοφυλάκια που καλύπτονται από το υπόδειγμα:

(i)      την ανώτατη, τη μέση και τη χαμηλότερη τιμή δυνητικής ζημίας (VaR) στην καλυπτόμενη περίοδο και στο τέλος της περιόδου,

(ii)     σύγκριση των τιμών δυνητικής ζημίας με τα πραγματικά κέρδη και ζημίες του πιστωτικού ιδρύματος, με ανάλυση των σημαντικότερων ακραίων τιμών στα αποτελέσματα του εκ των υστέρων δοκιμαστικού ελέγχου.

10. Τα πιστωτικά ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με το λειτουργικό κίνδυνο:

(α)     τις μεθόδους αξιολόγησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για λειτουργικό κίνδυνο που εφαρμόζονται στο πιστωτικό ίδρυμα·

(β)     περιγραφή της μεθοδολογίας του άρθρου 105, εφόσον χρησιμοποιείται από το πιστωτικό ίδρυμα, περιλαμβανομένης της ανάλυσης των κατάλληλων εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη στη μέθοδο μέτρησης του πιστωτικού ιδρύματος. Σε περίπτωση μερικής χρήσης, το πεδίο εφαρμογής των διαφόρων μεθόδων που χρησιμοποιούνται.

11. Οι ακόλουθες πληροφορίες δημοσιοποιούνται για τα ανοίγματα σε μετοχές τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών:

(α)     κατάταξη των ανοιγμάτων με βάση τους στόχους τους, περιλαμβανομένης της επιδίωξης υπεραξιών και των ενδεχόμενων στρατηγικών στόχων, και επισκόπηση των χρησιμοποιούμενων λογιστικών τεχνικών και μεθόδων αποτίμησης, με αναφορά των βασικών παραδοχών και πρακτικών που επηρεάζουν την αποτίμηση και κάθε σημαντικής μεταβολής των πρακτικών αυτών·

(β)     την αξία στον ισολογισμό, την εύλογη αξία, και για τις μετοχές που είναι διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, σύγκριση με την αγοραία τιμή, όταν διαφέρει αισθητά από την εύλογη αξία·

(γ)     τα είδη, τη φύση και τα ποσά των ανοιγμάτων σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, των ανοιγμάτων σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια, και άλλων ανοιγμάτων·

(δ)     το σύνολο των πραγματοποιηθέντων κερδών ή ζημιών από πωλήσεις και ρευστοποιήσεις στην περίοδο·

(ε)     το σύνολο των μη πραγματοποιηθέντων κερδών ή ζημιών, το σύνολο των λανθανόντων κερδών ή ζημιών από αναπροσαρμογές αξίας, καθώς και κάθε παρόμοιο ποσό που περιλαμβάνεται στα αρχικά ή τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια.

12. Τα πιστωτικά ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο επιτοκίου σε θέσεις που δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών:

(α)     φύση του κινδύνου επιτοκίου και βασικές παραδοχές (περιλαμβανομένων των παραδοχών για τις πρόωρες εξοφλήσεις δανείων και τη συμπεριφορά των καταθέσεων όψεως), και συχνότητα μέτρησης του κινδύνου επιτοκίου·

(β)     αυξομειώσεις κερδών, οικονομικής αξίας ή άλλων κατάλληλων παραμέτρων που χρησιμοποιούνται από τη διοίκηση για τη μέτρηση των επιπτώσεων μιας απότομης ανόδου ή πτώσης των επιτοκίων, σύμφωνα με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του κινδύνου επιτοκίου, για κάθε νόμισμα.

13. Τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 94 έως 101 δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α)     ανάλυση των στόχων του πιστωτικού ιδρύματος σε σχέση με τη δραστηριότητα τιτλοποίησης·

(β)     ρόλος του πιστωτικού ιδρύματος στη διαδικασία τιτλοποίησης·

(γ)     βαθμός συμμετοχής του πιστωτικού ιδρύματος σε κάθε τιτλοποίηση·

(δ)     μέθοδοι υπολογισμού των σταθμισμένων ποσών τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει στις δραστηριότητες τιτλοποίησης·

(ε)     περίληψη των λογιστικών μεθόδων τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει στις δραστηριότητες τιτλοποίησης, περιλαμβανομένων των εξής πληροφοριών:

(i)      κατάταξη των συναλλαγών ως πωλήσεις ή ως χρηματοδοτήσεις,

(ii)     λογιστική καταχώριση των κερδών από πωλήσεις,

(iii)    βασικές παραδοχές για την αποτίμηση των παρακρατούμενων τόκων,

(iv)    αντιμετώπιση των συνθετικών τιτλοποιήσεων εάν αυτές δεν καλύπτονται από άλλες λογιστικές μεθόδους·

(στ)   επωνυμίες των ECAI των οποίων οι αξιολογήσεις χρησιμοποιούνται για τις τιτλοποιήσεις και είδη των ανοιγμάτων για τα οποία χρησιμοποιείται κάθε ECAI·

(ζ)     συνολικό υπόλοιπο των ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν από το πιστωτικό ίδρυμα και υπάγονται στο πλαίσιο της τιτλοποίησης (με διάκριση μεταξύ παραδοσιακής και συνθετικής τιτλοποίησης), ανά είδος ανοίγματος·

(η)     για τα ανοίγματα που τιτλοποιήθηκαν από το πιστωτικό ίδρυμα και υπάγονται στο πλαίσιο της τιτλοποίησης, κατανομή ανά είδος ανοίγματος του ποσού των ανοιγμάτων σε αθέτηση και των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση, καθώς και των ζημιών που αναγνωρίστηκαν από το πιστωτικό ίδρυμα στην περίοδο·

(θ)     συνολικό ποσό των θέσεων τιτλοποίησης που διακρατήθηκαν ή αγοράστηκαν, με κατανομή ανά είδος ανοίγματος·

(ι)      συνολικό ποσό των θέσεων τιτλοποίησης που διακρατήθηκαν ή αγοράστηκαν, με κατανομή σε κατάλληλο αριθμό ζωνών συντελεστών στάθμισης. Οι θέσεις που έχουν συντελεστή στάθμισης 1250% ή που αφαιρέθηκαν δημοσιοποιούνται χωριστά·

(κ)     συνολικό υπόλοιπο των τιτλοποιημένων ανακυκλούμενων ανοιγμάτων, με διάκριση μεταξύ των συμφερόντων του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος και των συμφερόντων των επενδυτών·

(λ)     περίληψη της δραστηριότητας τιτλοποίησης στην περίοδο, περιλαμβανομένου του ποσού των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων (ανά είδος ανοίγματος) και των κερδών ή ζημιών από πωλήσεις που αναγνωρίστηκαν ανά είδος ανοίγματος.

3. Μέρος 3 – Απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται για τη χρήση συγκεκριμένων μέσων ή μεθόδων

14. Τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α)     αποδοχή από την αρμόδια αρχή της μεθόδου ή της μετάβασης σε αυτήν·

(β)     επεξηγήσεις και συνοπτική παρουσίαση:

(i)      της διάρθρωσης των συστημάτων εσωτερικής διαβάθμισης και της σχέσης μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών διαβαθμίσεων,

(ii)     της χρήσης των εσωτερικών εκτιμήσεων για άλλους σκοπούς εκτός από τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89,

(iii)    της διαδικασίας διαχείρισης και αναγνώρισης της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου,

(iv)    των μηχανισμών ελέγχου και αναθεώρησης των συστημάτων διαβάθμισης, ιδίως από την άποψη της ανεξαρτησίας και ευθυνών·

(γ)     περιγραφή της διαδικασίας εσωτερικής διαβάθμισης, χωριστά για καθεμία από τις ακόλουθες κλάσεις ανοιγμάτων:

(i)      κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες,

(ii)     ιδρύματα,

(iii)    επιχειρήσεις περιλαμβανομένων των ΜΜΕ, ειδικός δανεισμός και αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων,

(iv)    λιανική τραπεζική, για καθεμία από τις κατηγορίες ανοιγμάτων στις οποίες αντιστοιχούν οι διάφορες συσχετίσεις του παραρτήματος VII Μέρος 1 σημεία 9 έως 11,

(v)     μετοχές·

(δ)     αξίες ανοίγματος για καθεμία από τις κλάσεις ανοιγμάτων του άρθρου 86. Εάν τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD ή των συντελεστών μετατροπής για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών, τα ανοίγματα έναντι των κεντρικών κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών, των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων πρέπει να δημοσιοποιούνται χωριστά από τα ανοίγματα για τα οποία τα πιστωτικά ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν παρόμοιες εκτιμήσεις·

(ε)     για να καθίσταται δυνατή μια εύλογη διαφοροποίηση του πιστωτικού κινδύνου για καθεμία από τις κλάσεις ανοιγμάτων “κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες”, “ιδρύματα”, “επιχειρήσεις” και “μετοχές” και για επαρκή αριθμό βαθμίδων οφειλέτη (περιλαμβανόμενης της βαθμίδας των οφειλετών σε αθέτηση), τα πιστωτικά ιδρύματα δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

(i)      σύνολο των ανοιγμάτων (για τις κλάσεις ανοιγμάτων “κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες”, “ιδρύματα” και “επιχειρήσεις”, άθροισμα των ανεξόφλητων υπολοίπων δανείων και αξιών ανοιγμάτων για μη εκταμιευθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις· για τα ανοίγματα σε μετοχές, ανεξόφλητα υπόλοιπα,

(ii)     για τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών, σταθμισμένο ως προς το άνοιγμα μέσο LGD σε ποσοστό,

(iii)    σταθμισμένος ως προς το άνοιγμα μέσος συντελεστής στάθμισης,

(iv)    για τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών, ποσό των μη εκταμιευθεισών πιστωτικών διευκολύνσεων και σταθμισμένη ως προς το άνοιγμα μέση αξία ανοίγματος για κάθε κλάση ανοιγμάτων·

(στ)   για την κλάση ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής και για καθεμία από τις κατηγορίες που ορίζονται στο στοιχείο γ) ανωτέρω, είτε τις πληροφορίες του στοιχείου ε) ανωτέρω (κατά περίπτωση, σε ομαδοποιημένη βάση), είτε ανάλυση των ανοιγμάτων (ανεξόφλητα υπόλοιπα δανείων και αξίες ανοίγματος για μη εκταμιευθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις) για επαρκή αριθμό βαθμίδων αναμενόμενης ζημίας (ΕL) ώστε να καθίσταται δυνατή μια εύλογη διαφοροποίηση του πιστωτικού κινδύνου (κατά περίπτωση, σε ομαδοποιημένη βάση)·

(ζ)     πραγματικές προσαρμογές αξίας στην προηγούμενη περίοδο για κάθε κλάση ανοιγμάτων (στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, για καθεμία από τις κατηγορίες που ορίζονται στο στοιχείο (γ) ανωτέρω) και τις διαφορές σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους·

(η)     περιγραφή των παραγόντων που επηρέασαν τις πραγματικές ζημίες στην προηγούμενη περίοδο (για παράδειγμα, εάν το πιστωτικό ίδρυμα είχε ποσοστά αθέτησης υψηλότερα από το μέσο όρο, ή LGD και συντελεστές μετατροπής υψηλότερους από το μέσο όρο)·

(θ)     σύγκριση των εκτιμήσεων του πιστωτικού ιδρύματος με τα πραγματικά αποτελέσματα σε μεγαλύτερη περίοδο. Η σύγκριση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εκτιμήσεις ζημιών σε σχέση με τις πραγματικές ζημίες για κάθε κλάση ανοιγμάτων (στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής, για καθεμία από τις κατηγορίες του στοιχείου (γ) ανωτέρω) σε περίοδο επαρκώς μεγάλη ώστε να επιτρέπει μια εύλογη αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών εσωτερικής διαβάθμισης για κάθε κλάση ανοιγμάτων (στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής, για καθεμία από τις κατηγορίες του στοιχείου (γ) ανωτέρω). Κατά περίπτωση, τα πιστωτικά ιδρύματα αναλύουν πιο λεπτομερώς τα στοιχεία αυτά και συγκρίνουν τα PD και, για τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις των LGD και/ή των συντελεστών μετατροπής, τις πραγματικές τιμές του LGD και των συντελεστών μετατροπής με τις εκτιμήσεις που παρέχονται στις ανωτέρω δημοσιοποιήσεις σχετικά με την ποσοτική αξιολόγηση των κινδύνων.

Για τους σκοπούς του στοιχείου (γ) ανωτέρω, η περιγραφή περιλαμβάνει τα διάφορα είδη ανοιγμάτων κάθε κλάσης, τους ορισμούς, τις μεθόδους και τα δεδομένα για την εκτίμηση και την επικύρωση των PD και, κατά περίπτωση, των LGD και των συντελεστών μετατροπής, περιλαμβανομένων των παραδοχών που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό αυτών των μεταβλητών, καθώς και την περιγραφή των σημαντικών αποκλίσεων από τον ορισμό της αθέτησης στο Παράρτημα VII Μέρος 4 σημεία 44 έως 48 και των σημαντικών τμημάτων του χαρτοφυλακίου που επηρεάζονται από αυτές τις αποκλίσεις.

15. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εφαρμόζουν τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α)     τις πολιτικές και διαδικασίες συμψηφισμού εντός και εκτός ισολογισμού, καθώς και το βαθμό στον οποίο το πιστωτικό ίδρυμα κάνει χρήση παρόμοιου συμψηφισμού·

(β)     τις πολιτικές και διαδικασίες αποτίμησης και διαχείρισης των εξασφαλίσεων·

(γ)     περιγραφή των κυριότερων ειδών εξασφαλίσεων που αποδέχεται το πιστωτικό ίδρυμα·

(δ)     τα κυριότερα είδη εγγυητών και αντισυμβαλλομένων σε πράξεις πιστωτικών παραγώγων, καθώς και την πιστωτική ποιότητά τους·

(ε)     πληροφορίες σχετικά με συγκεντρώσεις κινδύνου αγοράς ή πιστωτικού κινδύνου στα χρησιμοποιούμενα μέσα μείωσης του πιστωτικού κινδύνου·

(στ)   για τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 ή 84 έως 89 αλλά δεν παρέχουν εσωτερικές εκτιμήσεις των LGD ή των συντελεστών μετατροπής για τις κλάσεις ανοιγμάτων, χωριστά για κάθε κλάση ανοιγμάτων, τη συνολική αξία ανοίγματος (κατά περίπτωση, μετά το συμψηφισμό εντός ή εκτός ισολογισμού), που καλύπτεται – μετά την εφαρμογή των προσαρμογών για μεταβλητότητα – από αποδεκτές χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις ή από άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις·

(ζ)     για τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 78 έως 83 ή 84 έως 89, χωριστά για κάθε κλάση ανοιγμάτων, το συνολικό άνοιγμα (κατά περίπτωση, μετά το συμψηφισμό εκτός ή εντός ισολογισμού) που καλύπτεται από εγγυήσεις ή πιστωτικά παράγωγα. Για την κλάση των ανοιγμάτων σε μετοχές, η απαίτηση αυτή ισχύει για καθεμία από τις προσεγγίσεις του Παραρτήματος VII Μέρος 1 σημεία 15 έως 24.

16. Τα πιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο του άρθρου 105 για τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για λειτουργικό κίνδυνο δημοσιοποιούν περιγραφή του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούν την ασφάλιση για τους σκοπούς της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου.

[1]               ΕΕ C […], […], σ. […].

[2]               ΕΕ C […], […], σ. […].

[3]               ΕΕ C […], […], σ. […].

[4]               ΕΕ C […], […], σ. […].