52004PC0448

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας /* COM/2004/0448 τελικό - COD 2004/0137 */


Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Περίληψη

Οι προσπάθειες της Κοινότητας όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αντανακλώνται στις οδηγίες του 1991 και του 2001. Η οδηγία του 1991 ακολούθησε πιστά τις συστάσεις της ομάδας χρηματοοικονομικής δράσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (FATF), που αποτελούν το παγκόσμιο πρότυπο σε αυτόν τον τομέα.

Η οδηγία του 1991 όρισε τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ως μια σειρά αδικημάτων που συνδέονται με τα ναρκωτικά και επέβαλε υποχρεώσεις μόνο στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η τροποποίηση του 2001 επέκτεινε το πεδίο της οδηγίας τόσο όσον αφορά τα αδικήματα όσο και την κλίμακα των καλυπτόμενων επαγγελμάτων και δραστηριοτήτων.

Η οδηγία του 2001 άφησε ανοικτό τον ακριβή ορισμό των σοβαρών αδικημάτων και κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει περαιτέρω πρόταση το 2004 σχετικά με το θέμα αυτό.

Τον Ιούνιο του 2003 η FATF αναθεώρησε τις συστάσεις της, που καλύπτουν τώρα τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η παρούσα πρόταση οδηγίας αναφέρεται επίσης ειδικά στην καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και προβλέπει τις αλλαγές που απαιτούνται ώστε να ληφθούν υπόψη οι αναθεωρημένες σαράντα συστάσεις της FATF.

Εισαγωγή

Οι προσπάθειες της Κοινότητας για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ήτοι των προσπαθειών των εγκληματιών να αποκρύψουν την παράνομη προέλευση των προϊόντων του εγκλήματος) δρομολογήθηκαν με την οδηγία του Συμβουλίου 91/308/ΕΟΚ για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Η οδηγία του 1991 έλαβε ιδίως υπόψη της τις σαράντα συστάσεις της ομάδας χρηματοοικονομικής δράσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (FATF), η οποία αποτελεί τον διεθνή φορέα καθοδήγησης των παγκόσμιων προσπαθειών σε αυτόν τον τομέα.

Η οδηγία του 1991 απαιτούσε από τα κράτη μέλη να απαγορεύσουν τη νομιμοποίηση των προϊόντων της διακίνησης ναρκωτικών, να επιβάλουν στον χρηματοπιστωτικό τομέα τους την εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών, τη φύλαξη αρχείων, τη θέσπιση εσωτερικών διαδικασιών ελέγχου και την αναφορά στις αρμόδιες αρχές κάθε ένδειξης για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Ο περιορισμός στα προϊόντα της διακίνησης ναρκωτικών σύντομα αποδείχθηκε υπερβολικά στενός. Επίσης, καταδείχθηκε ότι η ενίσχυση των ελέγχων στον χρηματοπιστωτικό τομέα ώθησε τους μετερχόμενους τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στην αναζήτηση εναλλακτικών μεθόδων νομιμοποίησης εσόδων.

Το 1999, η Επιτροπή πρότεινε τη διεύρυνση της κλίμακας των ποινικών αδικημάτων που καλύπτονται και την εισαγωγή στην οδηγία ευρείας κλίμακας ευαίσθητων μη χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων και επαγγελμάτων.

Η τροποποιητική οδηγία 2001/97/ΕΚ εκδόθηκε την 4η Δεκεμβρίου 2001. Ακολούθησε σε μεγάλο μέρος την πρόταση της Επιτροπής για την κάλυψη των μη χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων και επαγγελμάτων. Όσον αφορά την κάλυψη των εγκληματικών δραστηριοτήτων, οι συννομοθέτες αποφάσισαν να καλύψουν τη νομιμοποίηση εσόδων σοβαρών αδικημάτων. Ένα τελικό στοιχείο του ορισμού αναφερόταν σε αδικήματα τα οποία μπορούν να αποφέρουν «ουσιώδεις προσόδους» ή «τιμωρούνται με σοβαρή ποινή φυλάκισης». Στο άρθρο 1(E) ορίστηκε ότι «τα κράτη μέλη, το αργότερο στις 15 Δεκεμβρίου 2004, τροποποιούν τον ορισμό που προβλέπεται στην παρούσα περίπτωση προκειμένου να ευθυγραμμιστεί ο ορισμός αυτός με τον ορισμό του σοβαρού εγκλήματος στην κοινή δράση 98/699/ΔΕΥ» και κλήθηκε η Επιτροπή να υποβάλει σχετική πρόταση.

Παρόλο που δεν έγινε ρητή μνεία της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τα κράτη μέλη συμφώνησαν ότι η έννοια των σοβαρών αδικημάτων πρέπει να καλύπτει όλα τα αδικήματα που συνδέονται με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η νέα πρόταση κάνει ειδική μνεία της κάλυψης της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησής της.

Τον Ιούνιο του 2003 η FATF συμφώνησε για την ουσιώδη αναθεώρηση των σαράντα συστάσεων προκειμένου να συνυπολογισθεί η αποκτηθείσα πείρα και να προβλεφθούν τα αυξημένα μέτρα που απαιτούνται για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του φαινομένου.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η FATF αύξησε σε μεγάλο βαθμό το επίπεδο λεπτομερειών των συστάσεών της, ιδίως όσον αφορά την εξακρίβωση και τον έλεγχο της ταυτότητας του πελάτη, τις περιπτώσεις όπου ο υψηλότερος κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μπορεί να δικαιολογεί αυξημένα μέτρα και επίσης τις περιπτώσεις όπου ο μειωμένος κίνδυνος μπορεί να δικαιολογεί λιγότερο αυστηρούς ελέγχους.

Τα κράτη μέλη της ΕΕ και η Επιτροπή θεωρούν ότι οι αναθεωρημένες σαράντα συστάσεις της FATF πρέπει να εναρμονιστούν με συντονισμένο τρόπο στο επίπεδο της ΕΕ.

Για λόγους σαφήνειας αποφασίστηκε να καταργηθεί η υφιστάμενη οδηγία και να προταθεί νέο αυτόνομο κείμενο. Το σημείο εκκίνησης της Επιτροπής είναι ότι η νέα οδηγία πρέπει να βασίζεται στο τρέχον κεκτημένο και ότι οι υφιστάμενες διατάξεις, ιδίως όσον αφορά την αντιμετώπιση των επαγγελμάτων, δεν πρέπει να τεθούν υπό αμφισβήτηση, εάν δεν παρίσταται ανάγκη.

Τέλος, η επιτροπή επαφών θα απωλέσει τη βάση της στο κοινοτικό δίκαιο και πρέπει να θεσπιστεί νέα επιτροπή. Στην Επιτροπή πρέπει να ανατεθούν περιορισμένες εκτελεστικές αρμοδιότητες σε ορισμένους τεχνικούς τομείς και γι' αυτό πρέπει να επικουρείται από νέα επιτροπή για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σύμφωνα με τις διατάξεις της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Σχολιασμός των επιμέρους άρθρων της πρότασης

Άρθρο 1

Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως ορίζεται στην οδηγία, πρέπει να συνιστά ποινικό αδίκημα. Η εφαρμογή των κυρώσεων του ποινικού δικαίου είναι ουσιώδης για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας.

Ειδικά για την κάλυψη της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας προτείνεται νέος ορισμός της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ο τίτλος της οδηγίας αναφέρεται στη «χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας». Η περίπτωση χρησιμοποίησης νόμιμων περιουσιακών στοιχείων για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας προβλέπεται τώρα ως μέρος του ορισμού της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Επομένως, όλες οι επόμενες μνείες της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες περιλαμβάνουν επίσης τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

Άρθρο 2

Η νέα πρόταση έχει ως στόχο να συμπληρώσει ορισμένα κενά στην κάλυψη και να ακολουθήσει τις αναθεωρημένες σαράντα συστάσεις της FATF. Αναφέρεται ειδικά στους φορείς παροχής υπηρεσιών στις εταιρείες καταπιστευτικής διαχείρισης (trust) και τις επιχειρήσεις και επίσης περιλαμβάνει τους διαμεσολαβητές ασφαλειών ζωής.

Επί του παρόντος, προτείνεται να εμπίπτουν στο πεδίο της οδηγίας όλα τα πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά ή παρέχουν υπηρεσίες και τα οποία δέχονται πληρωμές σε μετρητά που υπερβαίνουν το κατώτατο όριο.

Άρθρο 3

Το άρθρο αυτό, το οποίο περιέχει ορισμούς, επαναλαμβάνει όλους τους ορισμούς από την προηγούμενη οδηγία. Διενεργεί τεχνικές προσαρμογές μερικών ορισμών, επιφέρει ουσιώδεις τροποποιήσεις σε άλλους και προσθέτει μερικούς νέους ορισμούς.

Ο ορισμός του χρηματοπιστωτικού οργανισμού τροποποιείται σύμφωνα με την προσέγγιση που ακολούθησε η FATF. Κάθε επιχείρηση που ασχολείται με τα ειδικά θέματα των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων θεωρείται ως χρηματοπιστωτικός οργανισμός, αλλά τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν την οδηγία σε περιπτώσεις πολύ χαμηλού κινδύνου.

Προστίθενται οι ορισμοί των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, της τρομοκρατίας, του δικαιούχου, των φορέων παροχής υπηρεσιών σε εταιρείες καταπιστευτικής διαχείρισης και επιχειρήσεις, των πολιτικά εκτεθειμένων προσώπων (ΠΕΠ), της μονάδας χρηματοοικονομικών πληροφοριών, της επιχειρηματικής σχέσης και των εικονικών τραπεζών.

Η περισσότερο ουσιώδης τροπολογία αφορά τον ορισμό των εγκληματικών δραστηριοτήτων. Η τρομοκρατία εισάγεται ως χωριστό στοιχείο ενώ πρέπει να καλύπτονται όλα τα σοβαρά αδικήματα, όπως αυτά καθορίζονται στο σχετικό μέσο του τρίτου πυλώνα. Τούτο συνεπάγεται μια περισσότερο συντονισμένη προσέγγιση, παρόλο που η ακριβής κάλυψη κάθε κράτους μέλους θα συνεχίσει να εξαρτάται από τον αντίστοιχο εθνικό Ποινικό του Κώδικα.

Άρθρο 5

Η οδηγία του 1991 όριζε ότι η εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών διενεργείται «όταν συνάπτουν επιχειρηματικές σχέσεις» και δεν εξέταζε ειδικότερα τις προϋπάρχουσες περιπτώσεις. Το νέο κείμενο, που βασίζεται στις συστάσεις της FATF, ορίζει σαφώς ότι τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δεν πρέπει να διατηρούν ανώνυμους λογαριασμούς.

Άρθρα 6 και 7

Τα άρθρα αυτά περιγράφουν λεπτομερώς την κλίμακα των μέτρων που τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που υπάγονται στην οδηγία πρέπει να λάβουν για να διασφαλίσουν ότι γνωρίζουν τους πελάτες τους και κατανοούν το χαρακτήρα των χρηματοπιστωτικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους. Αυτές οι νέες διατάξεις δεν είναι ριζικά διαφορετικές από αυτές που περιλαμβάνονταν στην προηγούμενη οδηγία. Ωστόσο, σύμφωνα με τις αναθεωρημένες συστάσεις της FATF, η νέα πρόταση περιλαμβάνει περισσότερο λεπτομερείς απαιτήσεις. Διευκρινίζεται ότι οι διαδικασίες αυτές μπορούν να διεξαχθούν ανάλογα με το βαθμό κινδύνου.

Η μάλλον γενική απαίτηση της προηγούμενης οδηγίας για τους δικαιούχους δεν θεωρείται πλέον επαρκής. Τα πρόσωπα, τα ιδρύματα και οι οργανισμοί που υπάγονται στην οδηγία πρέπει να επιτύχουν τη διαπίστωση και την κατανόηση κάθε περίπτωσης δικαιούχου, βασιζόμενα σε σαφή ορισμό της έννοιας του δικαιούχου. Οι ιδιαίτερα πολύπλοκες ή δυσνόητες περιπτώσεις πρέπει να υπαγορεύσουν πρόσθετη επαγρύπνηση.

Άρθρο 8

Η βασική αρχή ορίζει ότι η εξακρίβωση και ο έλεγχος της ταυτότητας του πελάτη πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν από τη σύναψη της επιχειρηματικής σχέσης αλλά στην παρούσα ορίζεται επίσης ότι η επιχειρηματική σχέση μπορεί να αρχίσει ενώ συνεχίζονται οι διαδικασίες εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη. Αυτό απαντά στις ανησυχίες που εκφράστηκαν ιδιαίτερα από τους επαγγελματίες. Ταυτόχρονα, στην παρούσα αναφέρεται σαφώς ότι εάν η εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη δεν μπορεί τελικά να διενεργηθεί ικανοποιητικά, η σχέση πρέπει να περατωθεί.

Οι παλαιοί λογαριασμοί και σχέσεις πρέπει επίσης να εξετάζονται την κατάλληλη στιγμή όταν μπορεί να υφίσταται κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Άρθρο 9

Το άρθρο αυτό επαναλαμβάνει τις διατάξεις της οδηγίας του 2001 για την εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών για τα καζίνα.

Άρθρο 10

Το άρθρο αυτό, που είναι διατυπωμένο ως επιλογή που παρέχεται σε κράτος μέλος, εισάγει την έννοια της απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας όταν υφίσταται σαφώς μειωμένος κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και παρέχει παραδείγματα. Για τη διασφάλιση του συντονισμού, τα άρθρα 37 και 38 προβλέπουν ότι η Επιτροπή, επικουρούμενη από νέα επιτροπή, θα εγκρίνει μέτρα εφαρμογής σχετικά με τη θέσπιση κριτηρίων για τον καθορισμό των περιπτώσεων που αντιπροσωπεύουν χαμηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Άρθρο 11

Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις όπου ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι σαφώς μεγαλύτερος και πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή. Το άρθρο αυτό διευκρινίζει τρεις ανάλογες περιπτώσεις τουλάχιστον, ήτοι περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει διαπροσωπική επαφή με τον πελάτη, διασυνοριακές σχέσεις τραπεζικής ανταπόκρισης και σχέσεις με πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η Επιτροπή, επικουρούμενη από τη νέα επιτροπή, πρέπει να μπορεί να εγκρίνει μέτρα εφαρμογής που αφορούν τη θέσπιση κριτηρίων για τον καθορισμό άλλων περιπτώσεων όπου υφίσταται ανάγκη αυξημένης δέουσας επιμέλειας.

Άρθρα 12 έως 16

Η άσκοπη επανάληψη των διαδικασιών εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στις νόμιμες επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες. Αυτό αφορά, για παράδειγμα, την περίπτωση όπου ένα πελάτης απευθύνεται μέσω μια τράπεζας ή δικηγόρου σε άλλη τράπεζα ή δικηγόρο. Συχνά πρέπει να είναι δυνατό να γίνονται δεκτοί οι εν λόγω πελάτες, χωρίς να απαιτείται η εκ νέου εφαρμογή των διαδικασιών εξακρίβωσης της ταυτότητάς τους, με ορισμένες εγγυήσεις.

Άρθρο 17

Το άρθρο αυτό επαναλαμβάνει διατάξεις της προηγούμενης οδηγίας που συνιστούν ιδιαίτερη προσοχή όσον αφορά τις πολύπλοκες ή ασυνήθιστες συναλλαγές. Από τις εργασίες της FATF για τις τάσεις και τις τεχνικές της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μπορεί να εξαχθούν χρήσιμες κατευθυντήριες γραμμές.

Άρθρα 18 έως 22

Τα άρθρα αυτά για την υποβολή αναφορών για τις ύποπτες συναλλαγές κάνουν ειδική μνεία της μονάδας χρηματοοικονομικών πληροφοριών ως τον φορέα που είναι υπεύθυνος για την παραλαβή και επεξεργασία ανάλογων αναφορών. Ο ορισμός της μονάδας χρηματοοικονομικών πληροφοριών επαναλαμβάνει τον ορισμό της απόφασης-πλαισίου 2000/642/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 17ης Οκτωβρίου 2000.

Ο μηχανισμός υποβολής αναφορών για τα νομικά και άλλα επαγγέλματα και οι σχετικές εγγυήσεις επαναλαμβάνονται, χωρίς αλλαγές, από την οδηγία του 2001.

Άρθρο 23

Επιβεβαιώνεται ότι η αναφορά της υπόνοιας νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν αποτελεί παράβαση της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας βάσει του ποινικού η αστικού δικαίου. Η μνεία των αναφορών που γίνονται «καλή τη πίστη» αντικαθίσταται από μνεία των αναφορών που γίνονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας.

Άρθρο 24

Αυτή είναι μια νέα διάταξη. Η Επιτροπή γνωρίζει ότι έχουν διατυπωθεί απειλές έναντι εργαζομένων, όταν αποκαλύφθηκε ότι αυτοί υπέβαλαν την αναφορά προς τις αρχές, η οποία οδήγησε σε έρευνα ή σε δίωξη. Παρόλο που η παρούσα οδηγία δεν μπορεί να έχει ως στόχο την τροποποίηση των δικαστικών διαδικασιών ή των διαδικασιών δίωξης των κρατών μελών, συμπεριλήφθηκε το παρόν άρθρο ώστε τα κράτη μέλη να προσέξουν ιδιαίτερα αυτό το σοβαρό πρόβλημα, λόγω της σημασίας του για την αποτελεσματικότητα της οδηγίας. Τα κράτη μέλη πρέπει να κάνουν οτιδήποτε μπορούν για να εμποδίσουν τις απειλές κατά των εργαζομένων ή τη θυματοποίησή τους.

Άρθρο 25

Όταν υποβάλλεται αναφορά ύποπτης συναλλαγής ο ενεχόμενος πελάτης δεν πρέπει να ενημερώνεται για το γεγονός αυτό. Η δυνατότητα του κράτους μέλους να επιτρέπει σε επαγγελματίες που ενεργούν ως νομικοί σύμβουλοι να ενημερώνουν τον πελάτη τους σχετικά με την υποβολή αναφοράς απορρίφθηκε, καθώς δεν συνάδει με τις αναθεωρημένες σαράντα συστάσεις της FATF. Ωστόσο, ορίζεται ότι όπου οι νομικοί σύμβουλοι προσπαθούν να αποτρέψουν ένα πελάτη από παράνομη δραστηριότητα αυτό δεν θα αποτελεί παράβαση της απαγόρευσης να προειδοποιηθεί ο πελάτης.

Άρθρα 26 έως 29

Το άρθρο 26 επιβεβαιώνει την υφιστάμενη υποχρέωση φύλαξης αρχείων τουλάχιστον για πέντε έτη. Το άρθρο 27 απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που υπάγονται στην οδηγία να εφαρμόσουν, στο μέτρο του δυνατού, τις υποχρεώσεις της οδηγίας σχετικά με την εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη στα υποκαταστήματά τους και στις θυγατρικές τους εκτός της ΕΕ. Το άρθρο 28 ορίζει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί της ΕΕ πρέπει να μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως και γρήγορα σε αιτήματα της μονάδας χρηματοοικονομικών πληροφοριών ή άλλων αρμόδιων αρχών σχετικά με πληροφορίες για τις επιχειρηματικές τους σχέσεις με συγκεκριμένα νομικά ή φυσικά πρόσωπα. Παρόλο που η Επιτροπή, στο παρόν στάδιο, δεν προτείνει την υποχρεωτική καταχώρηση των τραπεζικών λογαριασμών σε όλα τα κράτη μέλη, η νέα πρόταση θέτει το στόχο αυτό, αλλά ο καθορισμός του τρόπου επίτευξής του εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος. Η Επιτροπή, θα παρακολουθεί τον αντίκτυπο αυτής της διάταξης. Τέλος, το άρθρο 29 απαιτεί από τα κράτη μέλη να τηρούν τις κατάλληλες στατιστικές, ιδίως σχετικά με τη χρησιμοποίηση των αναφορών ύποπτων συναλλαγών και τα αποτελέσματα που απορρέουν από αυτές. Αυτές οι πληροφορίες, καθώς και η ανάδραση που αναφέρεται στο άρθρο 31, μπορούν να αποτελέσουν κινητήριο παράγοντα για τους υπαγόμενους στην οδηγία και μπορούν να τους βοηθήσουν να αναπτύξουν περισσότερο αποτελεσματικές διαδικασίες.

Άρθρα 32 και 33

Τα άρθρα αυτά απαιτούν από τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος και τους φορείς παροχής υπηρεσιών σε εταιρείες καταπιστευτικής διαχείρισης και επιχειρήσεις να υποχρεούνται σε άδεια ή σε εγγραφή σε μητρώο και από τα καζίνα να έχουν λάβει άδεια. Τα κράτη μέλη πρέπει να απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές τους να παρακολουθούν τη συμμόρφωση όλων των ιδρυμάτων, των οργανισμών και των προσώπων που υπάγονται στην οδηγία.

Άρθρα 34 έως 36

Αυτά τα άρθρα αντιμετωπίζουν το θέμα των κυρώσεων. Με την απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ του Συμβουλίου για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και την απόφαση-πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας έχει ήδη επιτευχθεί η μερική προσέγγιση των ποινών για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Το άρθρο 34 απαιτεί από τα κράτη μέλη να επιβάλλουν τις κατάλληλες ποινές για την παράβαση των εθνικών μέσων εφαρμογής που θεσπίστηκαν με την οδηγία.

Τα άρθρα 35 και 36 αφορούν την ευθύνη των νομικών προσώπων.

Άρθρα 37 και 38

Αυτό το άρθρο 37 καθορίζει τους τομείς όπου η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει μέτρα εφαρμογής, σύμφωνα με τη διαδικασία επιτροπολογίας της απόφασης 1999/468/ΕΚ, προκειμένου να λάβει υπόψη της τις τεχνικές εξελίξεις και να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας.

Το άρθρο 38 θεσπίζει νέα επιτροπή για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που αντικαθιστά την παλαιά επιτροπή επαφών. Η Επιτροπή, επικουρούμενη από αυτή τη νέα επιτροπή, πρέπει να εγκρίνει τα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 37.

Άρθρα 39 έως 41

Το άρθρο 39 επαναλαμβάνει την υποχρέωση υποβολής περιοδικών εκθέσεων εφαρμογής. Το άρθρο 40 καταργεί την προηγούμενη οδηγία και αναφέρεται στον συνημμένο πίνακα αντιστοιχίας. Τέλος, το άρθρο 41 προβλέπει δωδεκάμηνη περίοδο εφαρμογής.

2004/0137 (COD)

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη :

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 47, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη πρόταση και το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής [1],

[1] ΕΕ C , , σ. .

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [2],

[2] ΕΕ C , , σ. .

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης [3],

[3] ΕΕ C , , σ. .

Εκτιμώντας τα ακόλουθα :

(1) Η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων αποτελεί έναν από τους περισσότερο αποτελεσματικούς τρόπους για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος. Αποτελέσματα μπορούν να επιφέρουν, εκτός από την προσέγγιση του ποινικού δικαίου, και οι προσπάθειες πρόληψης μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

(2) Η φερεγγυότητα, η ακεραιότητα και η σταθερότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και η αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του, μπορούν να κλονιστούν σοβαρά από τις προσπάθειες των εγκληματιών και των συνεργών τους είτε να συγκαλύψουν την προέλευση των προϊόντων των εγκληματικών δραστηριοτήτων είτε να διοχετεύσουν νόμιμο χρήμα με σκοπό την τρομοκρατία. Η κοινοτική δράση σε αυτόν τον τομέα είναι αναγκαία για να αποφευχθεί η θέσπιση μέτρων από τα κράτη μέλη για την προστασία των χρηματοπιστωτικών τους συστημάτων, τα οποία μπορεί να μη συνάδουν με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(3) Εάν δεν θεσπιστούν ορισμένα μέτρα συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο, οι μετερχόμενοι τη νομιμοποίηση των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ενδέχεται να προσπαθήσουν να επωφεληθούν από την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων και την ελεύθερη παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που συνεπάγεται ο ενιαίος χρηματοπιστωτικός χώρος για να διευκολύνουν τις παράνομες δραστηριότητές τους.

(4) Η οδηγία του Συμβουλίου 91/308/ΕΟΚ της 10ης Ιουνίου 1991 για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες [4] θεσπίστηκε για να καλυφθούν αυτές οι ανησυχίες. Απαιτούσε από τα κράτη μέλη να απαγορεύουν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και να υποχρεώνουν το χρηματοπιστωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων και ευρείας κλίμακας άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, να εξακριβώνουν την ταυτότητα των πελατών τους, να τηρούν τα δέοντα αρχεία, να θεσπίζουν εσωτερικές διαδικασίες για την κατάρτιση του προσωπικού και την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες καθώς και να αναφέρουν κάθε ένδειξη νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στις αρμόδιες αρχές.

[4] ΕΕ L 166 της 28.6.1991, σ. 77. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 344 της 28.12.2001, σ. 76).

(5) Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες διενεργείται συνήθως σε διεθνές επίπεδο ώστε να συγκαλύπτεται ευκολότερα η εγκληματική προέλευση των κεφαλαίων. Τα μέτρα που λαμβάνονται αποκλειστικά σε εθνικό ή ακόμα και σε κοινοτικό επίπεδο, χωρίς να ληφθούν υπόψη ο διεθνής συντονισμός και η διεθνής συνεργασία, έχουν πολύ περιορισμένα αποτελέσματα. Τα μέτρα που θεσπίζονται από την Κοινότητα σε αυτόν τον τομέα πρέπει να μην αντιβαίνουν προς τις άλλες δράσεις που έχουν αναληφθεί στα πλαίσια άλλων διεθνών φορέων. Η κοινοτική δράση πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει υπόψη ιδιαίτερα τις σαράντα συστάσεις της ομάδας χρηματοοικονομικής δράσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (που εφεξής καλείται «FATF»), η οποία αποτελεί τον κυριότερο διεθνή φορέα που ενεργοποιείται για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Εφόσον οι σαράντα συστάσεις της FATF αναθεωρήθηκαν ουσιαστικά και επεκτάθηκαν το 2003, η κοινοτική οδηγία πρέπει να ευθυγραμμιστεί με αυτό το νέο διεθνές πρότυπο.

(6) Η Γενική Συμφωνία για τις Συναλλαγές στον τομέα των Υπηρεσιών (GATS) επιτρέπει στα μέλη να θεσπίζουν μέτρα αναγκαία για την προστασία των χρηστών ηθών, την πρόληψη της απάτης και τη θέσπιση μέτρων για λόγους προληπτικής εποπτείας, συμπεριλαμβανόμενης της διασφάλισης της σταθερότητας και ακεραιότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

(7) Παρόλο που αρχικά ο ορισμός περιοριζόταν στα αδικήματα που σχετίζονται με τη διακίνηση ναρκωτικών, τα τελευταία έτη παρατηρείται μια τάση προς έναν πολύ ευρύτερο ορισμό της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, που θα βασίζεται σε ευρύτερη κλίμακα κύριων ή υποκείμενων αδικημάτων. Μια ευρύτερη κλίμακα κύριων αδικημάτων διευκολύνει την υποβολή αναφορών υπόπτων συναλλαγών και τη διεθνή συνεργασία σε αυτόν τον τομέα. Επομένως, ο ορισμός του σοβαρού εγκλήματος πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τον ορισμό του σοβαρού εγκλήματος στην απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου 2001/500/ΔΕΥ της 26ης Ιουνίου 2001, για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος [5].

[5] ΕΕ L 182 της 5.7.2001, σ. 1.

(8) Περαιτέρω, η κλίμακα των εγκληματικών δραστηριοτήτων που περιέχονται στον ορισμό της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες πρέπει να επεκταθεί για να συμπεριλάβει την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Πράγματι, η εκμετάλλευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη διοχέτευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή ακόμα και νόμιμων εσόδων με σκοπό την τρομοκρατία δημιουργεί σαφείς κινδύνους για την ακεραιότητα, την ορθή λειτουργία, τη φήμη και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Συνεπώς, ο ορισμός της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να καλύπτει όχι μόνο τη διαχείριση εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες αλλά και τη συλλογή νόμιμων εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων με σκοπό την τρομοκρατία. Επιπλέον, η τρομοκρατία πρέπει να εμπίπτει στον κατάλογο των σοβαρών αδικημάτων.

(a) Η γενική υποχρέωση θέσπισης αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων, σε συνδυασμό με την υποχρέωση ποινικοποίησης του άρθρου 1, σημαίνει ότι επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις στα φυσικά πρόσωπα που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη, φύλαξης αρχείων και αναφοράς ύποπτων συναλλαγών για το σκοπό της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, εφόσον θεωρείται ότι τα πρόσωπα αυτά συμμετέχουν σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

(9) Η οδηγία 91/308/ΕΟΚ, παρόλο που επέβαλε την υποχρέωση της εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη, περιλάμβανε σχετικά λίγες λεπτομέρειες για τις συναφείς διαδικασίες. Ενόψει της ουσιώδους σημασίας που έχει αυτή η πτυχή της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, πρέπει, σύμφωνα με τα νέα διεθνή πρότυπα, να εισαχθούν περισσότερο ειδικές και λεπτομερείς διατάξεις που να αφορούν την εξακρίβωση και τον έλεγχο της ταυτότητας του πελάτη και κάθε δικαιούχου. Προς τούτο, είναι απαραίτητος ο ακριβής ορισμός της έννοιας του «δικαιούχου».

(10) Η απλή απαγόρευση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν επαρκεί. για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, πρέπει να προβλεφθούν ποινικές κυρώσεις. Επομένως, η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες πρέπει να συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει της κοινοτικής νομοθεσίας.

(11) Καθώς η εντατικοποίηση των ελέγχων στον χρηματοπιστωτικό τομέα ώθησε πολλούς μετερχόμενους τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες να αναζητήσουν εναλλακτικές μεθόδους για την απόκρυψη της προέλευσης των προϊόντων των εγκληματικών δραστηριοτήτων, οι υποχρεώσεις κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες πρέπει να επεκταθούν και στους διαμεσολαβητές ασφαλειών ζωής και στους φορείς παροχής υπηρεσιών σε εταιρείες καταπιστευτικής διαχείρισης και επιχειρήσεις.

(12) Η οδηγία 91/308/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε, συμπεριέλαβε τους συμβολαιογράφους και τους ανεξάρτητους επαγγελματίες νομικούς στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος της Κοινότητας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Το πεδίο αυτό εφαρμογής πρέπει να παραμείνει ως έχει στη νέα οδηγία. Αυτοί οι επαγγελματίες νομικοί, όπως ορίζονται από τα κράτη μέλη, υπάγονται στις διατάξεις της οδηγίας όταν συμμετέχουν σε χρηματοπιστωτικές ή εταιρικές συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της παροχής φορολογικών συμβουλών, όπου υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος κατάχρησης των υπηρεσιών τους για τη νομιμοποίηση των προϊόντων των εγκληματικών δραστηριοτήτων.

(13) Όταν ανεξάρτητα μέλη επαγγελμάτων που παρέχουν νομικές συμβουλές, και τα οποία αναγνωρίζονται από το νόμο και υπόκεινται σε έλεγχο, όπως οι δικηγόροι, διαπιστώνουν τη νομική θέση ενός πελάτη ή εκπροσωπούν τον πελάτη στα πλαίσια νομικής διαδικασίας, δεν θα ήταν σκόπιμο, βάσει της οδηγίας, να επιβληθεί σε αυτούς τους επαγγελματίες νομικούς, για τις συγκεκριμένες δραστηριότητές τους η υποχρέωση να αναφέρουν τυχόν υπόνοιες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Πρέπει να προβλεφθούν εξαιρέσεις από την υποχρέωση αναφοράς πληροφοριών που αποκτήθηκαν πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά από νομικές διαδικασίες ή κατά τη διάρκεια της διαπίστωσης της νομικής θέσης του πελάτη. Συνεπώς, η παροχή νομικών συμβουλών εξακολουθεί να υπόκειται στη φύλαξη του επαγγελματικού απορρήτου εκτός εάν ο ίδιος ο νομικός σύμβουλος συμμετέχει σε δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, εάν οι νομικές συμβουλές παρέχονται με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή εάν ο δικηγόρος γνωρίζει ότι ο πελάτης ζητά νομικές συμβουλές με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

(14) Υπηρεσίες άμεσα συγκρίσιμες πρέπει να αντιμετωπίζονται ομοίως, όταν παρέχονται από επαγγελματία καλυπτόμενο από την παρούσα οδηγία. Προκειμένου να διαφυλαχθούν τα δικαιώματα που θεσπίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και στη συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά τους ελεγκτές, τους εξωτερικούς λογιστές και τους φορολογικούς συμβούλους που, σε ορισμένα κράτη μέλη, δικαιούνται να υπερασπίζονται ή να εκπροσωπούν ένα πελάτη στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών ή να διαπιστώνουν τη νομική του θέση, οι πληροφορίες που αποκτούν κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων δεν πρέπει να υπόκεινται στις υποχρεώσεις αναφοράς βάσει της παρούσας οδηγίας.

(15) Πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο κίνδυνος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας δεν είναι ο ίδιος σε όλες τις περιπτώσεις. Σύμφωνα με την προσέγγιση που βασίζεται στον κίνδυνο, πρέπει να εισαχθεί στην κοινοτική νομοθεσία η αρχή ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να επιτρέπεται η απλουστευμένη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη.

(16) Επίσης, η κοινοτική νομοθεσία πρέπει να αναγνωρίσει ότι ορισμένες καταστάσεις ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Παρόλο που η ταυτότητα και το επιχειρηματικό προφίλ όλων των πελατών πρέπει να διαπιστώνονται, υπάρχουν περιπτώσεις όπου απαιτούνται ιδιαίτερα αυστηρές διαδικασίες εξακρίβωσης και ελέγχου της ταυτότητας του πελάτη.

(17) Αυτό ισχύει ιδίως στις επιχειρηματικές σχέσεις με άτομα που κατέχουν ή κατείχαν σημαντικές δημόσιες θέσεις, ιδίως αυτά που προέρχονται από χώρες όπου η δωροδοκία είναι ευρέως διαδεδομένη. αυτές οι σχέσεις μπορούν να εκθέσουν ιδίως τον χρηματοπιστωτικό τομέα σε σημαντικούς νομικούς κινδύνους ή/και σε κινδύνους για τη φήμη του. Η αυξημένη προσοχή σε αυτές τις περιπτώσεις δικαιολογείται επίσης από τις διεθνείς προσπάθειες για την καταπολέμηση της δωροδοκίας.

(18) Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας πρέπει να θεσπισθούν με βάση την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [6].

[6] ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(19) Εφόσον τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγία είναι γενικά μέτρα, σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 2 της προαναφερθείσας οδηγίας του Συμβουλίου, πρέπει να εγκρίνονται με τη χρήση της διαδικασίας της κανονιστικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 5 της εν λόγω απόφασης. Προς τούτο, πρέπει να θεσπιστεί νέα επιτροπή για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η οποία θα αντικαταστήσει την επιτροπή επαφών για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, που συστάθηκε από την οδηγία 91/308/ΕΟΚ.

(20) Για την αποφυγή των επαναλαμβανόμενων διαδικασιών εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη, που οδηγούν σε καθυστερήσεις και έλλειψη αποτελεσματικότητας στις διεθνείς επιχειρήσεις, πρέπει, υπό τον όρο των κατάλληλων εγγυήσεων, να επιτρέπεται η παρουσίαση πελατών, των οποίων η εξακρίβωση της ταυτότητας έχει ήδη πραγματοποιηθεί σε άλλα πλαίσια.

(21) Η αναφορά ύποπτων συναλλαγών πρέπει να υποβάλλεται στις αρχές που είναι υπεύθυνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Επί του παρόντος, αυτές οι αρχές καλούνται «μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών» και αυτή η ορολογία πρέπει να χρησιμοποιηθεί και στην παρούσα οδηγία. Όλα τα κράτη μέλη πρέπει να διαθέτουν μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών και πρέπει να καταστεί σαφές ότι υποβάλλεται υποχρεωτικά αναφορά και για την απόπειρα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

(22) Σε ορισμένες περιπτώσεις οι εργαζόμενοι που ανέφεραν τις υποψίες τους για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες απειλήθηκαν ή παρενοχλήθηκαν. Παρόλο που η παρούσα οδηγία δεν μπορεί να επέμβει στις δικαστικές διαδικασίες των κρατών μελών, αυτό το ζήτημα είναι καίριο για την αποτελεσματικότητα του συστήματος καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Τα κράτη μέλη πρέπει να συνειδητοποιήσουν αυτό το πρόβλημα και να πράξουν ότι μπορούν για να προστατεύσουν τους εργαζόμενους.

(23) Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας αποτελούν διεθνή προβλήματα και η προσπάθεια καταπολέμησής τους πρέπει να είναι παγκόσμια. Όταν τα κοινοτικά πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν υποκαταστήματα και θυγατρικές που βρίσκονται σε τρίτες χώρες των οποίων η νομοθεσία σε αυτόν τον τομέα είναι ελλιπής, προκειμένου να αποφευχθεί η εφαρμογή πολύ διαφορετικών προτύπων εντός ενός ιδρύματος ή οργανισμού ή ομίλου ιδρυμάτων ή οργανισμών, πρέπει αυτά τα υποκαταστήματα ή οι θυγατρικές να εφαρμόζουν το κοινοτικό πρότυπο ή να γνωστοποιούν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσής τους ότι αυτό δεν είναι δυνατό.

(24) Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί πρέπει να μπορούν να ανταποκρίνονται γρήγορα στα αιτήματα πληροφοριών των αρχών σχετικά με τις επιχειρηματικές σχέσεις που έχουν με συγκεκριμένα πρόσωπα.

(25) Για να διατηρηθεί η κινητοποίηση των ιδρυμάτων, οργανισμών και άλλων φορέων που υπάγονται στην κοινοτική νομοθεσία σε αυτόν τον τομέα, πρέπει να παρέχεται, όπου είναι δυνατόν, σε αυτούς δυνατότητα ανάδρασης σχετικά με τη χρησιμότητα των αναφορών που υποβάλουν και τη συνέχεια που δίδεται σε αυτές. Προς τούτο και για να είναι δυνατή η επανεξέταση των συστημάτών τους για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν και να βελτιώνουν τις σχετικές στατιστικές.

(26) Η σημασία της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες πρέπει να οδηγήσει τα κράτη μέλη στη θέσπιση αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων στην εθνική νομοθεσία για αδυναμία τήρησης των εθνικών διατάξεων που θα εκδοθούν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Εφόσον τα νομικά πρόσωπα συχνά εμπλέκονται σε πολύπλοκες πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αυτές οι κυρώσεις πρέπει επίσης να προσαρμοστούν στις δραστηριότητες των νομικών προσώπων.

(27) Ενόψει των πολύ σημαντικών τροπολογιών που πρέπει να γίνουν στην οδηγία 91/308/ΕΟΚ, αυτή πρέπει να αντικατασταθεί για λόγους σαφήνειας.

(28) Εφόσον οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη μόνο και μπορούν επομένως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται σε αυτό το άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτών των στόχων.

(29) Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και ακολουθεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως από το Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ :

Κεφάλαιο I

Αντικείμενο, πεδίο και ορισμοί

Άρθρο 1

1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες συνιστά ποινικό αδίκημα.

2. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η ακόλουθη συμπεριφορά, όταν τελείται εκ προθέσεως, θεωρείται ως νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες :

(α) η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε εγκληματική δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της, ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του.

(β) η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο στον οποίο αυτή ευρίσκεται, ή την κυριότητα επί περιουσίας ή εκ σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε εγκληματική δραστηριότητα.

(γ) η απόκτηση, η κατοχή ή η χρήση περιουσίας εν γνώσει, κατά το χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε εγκληματική δραστηριότητα.

(δ) η παροχή ή η συλλογή νόμιμης περιουσίας, με κάθε τρόπο, με την πρόθεση να χρησιμοποιηθεί ή εν γνώσει του γεγονότος ότι θα χρησιμοποιηθεί εν όλω ή εν μέρει για την τρομοκρατία.

(ε) η συμμετοχή σε μια από τις πράξεις που αναφέρουν τα προηγούμενα τρία στοιχεία, η σύσταση οργανώσεως για τη διάπραξή της, η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξή της ή η διευκόλυνση της τέλεσης της πράξης.

Η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία των πράξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να συνάγονται από τις πραγματικές περιστάσεις.

Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες υπάρχει ακόμα και εάν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία διεξήχθησαν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή στο έδαφος τρίτης χώρας.

Άρθρο 2

1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα ακόλουθα ιδρύματα, οργανισμούς και πρόσωπα :

(1) πιστωτικά ιδρύματα.

(2) χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.

(3) τα ακόλουθα νομικά ή φυσικά πρόσωπα κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων :

(α) ελεγκτές, εξωτερικούς λογιστές και φορολογικούς συμβούλους.

(β) συμβολαιογράφους και άλλους ανεξάρτητους επαγγελματίες νομικούς, όταν συμμετέχουν είτε ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ή συναλλαγών επί ακινήτων είτε βοηθώντας στο σχεδιασμό ή στην υλοποίηση συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με:

(i) την αγορά και πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων.

(ii) τη διαχείριση χρημάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους.

(iii) το άνοιγμα ή τη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών ταμιευτηρίου ή λογαριασμών τίτλων.

(iv) την οργάνωση των εισφορών των αναγκαίων για τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών.

(v) τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών καταπιστευτικής διαχείρισης (trust), επιχειρήσεων ή ανάλογων μονάδων,

(γ) φορείς παροχής υπηρεσιών σε εταιρείες καταπιστευτικής διαχείρισης ή επιχειρήσεις που δεν καλύπτονται ήδη στα στοιχεία (α) ή (β).

(δ) ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, όταν δραστηριοποιούνται στον τομέα της ασφάλειας ζωής και άλλων ασφαλειών που συνδέονται με επενδύσεις.

(ε) κτηματομεσίτες.

(στ) άλλα πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά ή παρέχουν υπηρεσίες, όταν η πληρωμή γίνεται σε μετρητά και αφορά ποσό ίσο ή μεγαλύτερο από 15 000 ευρώ, ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση.

(ζ) καζίνα.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών οργανισμών που ασκούν χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες περιστασιακά ή σε πολύ περιορισμένη κλίμακα και όπου ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι χαμηλός.

Άρθρο 3

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί :

(1) ως «πιστωτικό ίδρυμα» νοείται κάθε ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [7], συμπεριλαμβανομένου και κάθε ευρισκόμενου στην Κοινότητα υποκαταστήματος, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας, πιστωτικού ιδρύματος με έδρα εντός ή εκτός της Κοινότητας.

[7] ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1.

(2) ως «χρηματοπιστωτικός οργανισμός» νοείται :

(α) κάθε επιχείρηση εκτός από πιστωτικό ίδρυμα, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στη διενέργεια μιας ή περισσοτέρων από τις πράξεις που περιλαμβάνονται στα σημεία 2 έως 12 και 14 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων των ανταλλακτηρίων συναλλάγματος και των γραφείων έμβασης χρημάτων.

(β) οι ασφαλιστικές εταιρίες οι οποίες έχουν λάβει μόνιμη άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [8], εφόσον ασκούν δραστηριότητες που καλύπτονται από την οδηγία αυτή.

[8] ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1.

(γ) οι επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [9].

[9] ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1

(δ) οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που διαθέτουν στο κοινό μέσω της αγοράς μερίδια ή μετοχές τους.

(ε) τα υποκαταστήματα, όταν βρίσκονται στην Κοινότητα, των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, που αναφέρονται στα στοιχεία (α) έως (δ) και των οποίων η έδρα βρίσκεται εντός ή εκτός της Κοινότητας.

(3) ως «ασφαλιστικός διαμεσολαβητής» νοείται ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής όπως καθορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 3 της οδηγίας 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [10].

[10] ΕΕ L 9 της 15.1.2003, σ. 3.

(4) ως «τρομοκρατία» νοείται καθένα από τα αδικήματα κατά την έννοια των άρθρων 1 έως 4 της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ [11] του Συμβουλίου.

[11] ΕΕ L 164 της 22.6.2002, σ. 3.

(5) ως «περιουσία» νοούνται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία με οποιαδήποτε μορφή, συμπεριλαμβανόμενης της ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων.

(6) ως «εγκληματική δραστηριότητα» νοείται κάθε είδους εγκληματική ανάμειξη στη διάπραξη σοβαρού εγκλήματος.

(7) ως «σοβαρά εγκλήματα» νοούνται τουλάχιστον:

(α) η τρομοκρατία.

(β) οποιοδήποτε από τα αδικήματα που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) της σύμβασης του 1988 των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών.

(γ) οι δραστηριότητες των εγκληματικών οργανώσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 της κοινής δράσης 98/733/ΔΕΥ [12].

[12] ΕΕ L 351 της 29.12.1998, σ. 1.

(δ) η απάτη, τουλάχιστον βαρείας μορφής, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και άρθρο 2 της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [13].

[13] ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 48.

(ε) η δωροδοκία.

(στ) όλα τα αδικήματα που τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας μέγιστης διάρκειας άνω του έτους, ή όσον αφορά τα κράτη εκείνα που έχουν ελάχιστο κατώτατο όριο για τα αδικήματα στο νομικό σύστημά τους, όλα τα αδικήματα που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο ασφαλείας ελάχιστης διάρκειας τουλάχιστον έξι μηνών.

(8) ως «δικαιούχος» νοείται

(α) το φυσικό πρόσωπο, το οποίο τελικά, άμεσα ή έμμεσα, κατέχει ή ελέγχει τουλάχιστον το 10 % των μετοχών ή των δικαιωμάτων ψήφου νομικού προσώπου ή το οποίο με άλλο τρόπο ασκεί ανάλογη επιρροή στη διοίκηση του νομικού προσώπου, εκτός από εταιρία που έχει νόμιμα εισαχθεί στο χρηματιστήριο αξιών και η οποία υπόκειται σε απαιτήσεις γνωστοποίησης που συνάδουν με την κοινοτική νομοθεσία ή υπόκειται σε ισότιμα διεθνή πρότυπα.

(β) το φυσικό πρόσωπο που είναι ο τελικός δικαιούχος, άμεσα ή έμμεσα, τουλάχιστον του 10% της περιουσίας ιδρύματος, εταιρείας καταπιστευτικής διαχείρισης ή παρόμοιου νομικού μηχανισμού ή το οποίο ασκεί επιρροή σε ανάλογο τμήμα της περιουσίας ιδρύματος, εταιρείας καταπιστευτικής διαχείρισης ή παρόμοιου νομικού μηχανισμού, εκτός από εταιρεία που έχει νόμιμα εισαχθεί στο χρηματιστήριο αξιών και η οποία υπόκειται σε απαιτήσεις γνωστοποίησης που συνάδουν με την κοινοτική νομοθεσία ή υπόκειται σε ισότιμα διεθνή πρότυπα.

(γ) τα φυσικά πρόσωπα εξ' ονόματος των οποίων διενεργείται συναλλαγή ή δραστηριότητα.

(9) ως «φορείς παροχής υπηρεσιών σε εταιρείες καταπιστευτικής διαχείρισης και επιχειρήσεις» νοούνται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ως επιχειρηματική δραστηριότητα παρέχουν μία από τις ακόλουθες υπηρεσίες σε τρίτα μέρη:

(α) συστήνουν εταιρείες ή άλλα νομικά πρόσωπα,

(β) ασκούν καθήκοντα διευθυντή ή γραμματέα εταιρείας, εταίρου προσωπικής εταιρείας ή κάτοχου ανάλογης θέσης σε σχέση με άλλα νομικά πρόσωπα ή μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει ανάλογα καθήκοντα.

(γ) παρέχουν έδρα, επιχειρηματική διεύθυνση ή στέγαση, ταχυδρομική ή διοικητική διεύθυνση για εταιρία, προσωπική εταιρεία ή κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή μηχανισμό.

(δ) ασκούν καθήκοντα καταπιστευματοδόχου εταιρείας ρητής καταπιστευματικής διαχείρισης (express trust) ή ανάλογου νομικού μηχανισμού ή μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει ανάλογα καθήκοντα.

(ε) ασκούν καθήκοντα μετόχου εξ ονόματος άλλου προσώπου ή μεριμνούν ώστε άλλο πρόσωπο να ασκήσει ανάλογα καθήκοντα.

(10) ως «πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα» νοούνται τα φυσικά πρόσωπα, στα οποία έχει ή είχε ανατεθεί σημαντικό δημόσιο λειτούργημα και των οποίων οι σημαντικές ή πολύπλοκες χρηματοπιστωτικές ή επιχειρηματικές συναλλαγές μπορούν να αντιπροσωπεύουν αυξημένο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και οι στενοί συγγενείς τους ή οι στενοί συνεργάτες των προσώπων αυτών.

(11) ως «επιχειρηματική σχέση» νοείται μια επιχειρηματική, επαγγελματική ή εμπορική σχέση η οποία αναμενόταν, κατά το χρόνο σύναψης της επαφής, ότι θα είχε κάποια διάρκεια.

(12) ως «εικονική τράπεζα» νοείται ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει συσταθεί σε μια χώρα, στην οποία δεν έχει φυσική παρουσία, συμπεριλαμβανομένης πραγματικής διεύθυνσης και διοίκησης, και το οποίο δεν έχει σχέση με ρυθμιζόμενο χρηματοπιστωτικό όμιλο.

Άρθρο 4

Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ αυστηρότερες διατάξεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία.

Κεφάλαιο II

Δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη

ΤΜΗΜΑ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 5

Τα κράτη μέλη απαγορεύουν στα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να τηρούν ανώνυμους λογαριασμούς, ανώνυμα βιβλιάρια καταθέσεων ή λογαριασμούς με πλαστά ονόματα.

Άρθρο 6

Τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη βάσει εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών από αξιόπιστες και ανεξάρτητες πηγές στις ακόλουθες περιπτώσεις :

(α) όταν συνάπτουν επιχειρηματικές σχέσεις,

(β) όταν διενεργούν περιστασιακές συναλλαγές που ανέρχονται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο από 15 000 ευρώ ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση,

(γ) όταν υπάρχει υπόνοια νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ανεξάρτητα από κάθε παρέκκλιση, εξαίρεση ή κατώτατο όριο,

(δ) όταν υπάρχουν αμφιβολίες για την ακρίβεια ή την καταλληλότητα των δεδομένων που συγκεντρώθηκαν προηγουμένως για την εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη.

Άρθρο 7

1. Οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη περιλαμβάνουν τις ακόλουθες δραστηριότητες :

(α) την εξακρίβωση και τον έλεγχο της ταυτότητας του πελάτη.

(β) την εξακρίβωση, ενδεχομένως, της ταυτότητας του δικαιούχου και τη λήψη εύλογων μέτρων για τον έλεγχο της ταυτότητας του δικαιούχου ώστε να διασφαλίζεται ότι το ίδρυμα, τον οργανισμό ή το πρόσωπο γνωρίζει το δικαιούχο. όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, τις εταιρείες καταπιστευτικής διαχείρισης και ανάλογους νομικούς μηχανισμούς, τη λήψη εύλογων μέτρων για να γίνει κατανοητή η διάρθρωση της κυριότητας και του ελέγχου του πελάτη.

(γ) τη συλλογή πληροφοριών για το σκοπό και τον σχεδιαζόμενο χαρακτήρα της επιχειρηματικής σχέσης.

(δ) την άσκηση συνεχούς δέουσας επιμέλειας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, όπου συμπεριλαμβάνεται η ενδελεχής εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής της σχέσης, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές που διενεργούνται συνάδουν με τις γνώσεις του ιδρύματος, του οργανισμού ή του προσώπου σχετικά με τον πελάτη, την επιχείρηση και το προφίλ του κινδύνου, και, όπου απαιτείται, σχετικά με την προέλευση των κεφαλαίων, καθώς και η διασφάλιση της τήρησης ενημερωμένων εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών.

2. Τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία εφαρμόζουν καθεμία από τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, που προβλέπεται στην παράγραφο 1, αλλά μπορούν να καθορίζουν την έκταση των μέτρων αυτών ανάλογα με το βαθμό κινδύνου, που θα εξαρτάται από το είδος του πελάτη, της επιχειρηματικής σχέσης, του προϊόντος ή της συναλλαγής.

3. Όσον αφορά τις πράξεις πληρωμής που αναφέρονται στο σημείο 4 του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις για την εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη που καθορίζονται στον κανονισμό.... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές πίστωσης και τις μεταφορές με έμβαση χρημάτων.

Άρθρο 8

1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία να εφαρμόζουν τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη πριν ή κατά τη διάρκεια της σύναψης επιχειρηματικών σχέσεων ή της διενέργειας συναλλαγής για τους περιστασιακούς πελάτες.

2. Τα κράτη μέλη απαιτούν, όπου το ίδρυμα, ο οργανισμός ή το πρόσωπο που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία δεν μπορεί να συμμορφωθεί προς τα στοιχεία (α), (β) και (γ) του άρθρου 7 παράγραφος 1, να μην μπορεί να ανοίξει το λογαριασμό, να συνάψει την επιχειρηματική σχέση ή να εκτελέσει τη συναλλαγή, ή να πρέπει να περατώσει την επιχειρηματική σχέση και να εξετάσει τη δυνατότητα υποβολής έκθεσης στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών σε σχέση με τον πελάτη σύμφωνα με το άρθρο 19.

3. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία να εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, όχι μόνο σε όλους τους νέους πελάτες, αλλά και στους υπάρχοντες πελάτες την κατάλληλη χρονική στιγμή, ανάλογα με το βαθμό κινδύνου.

Άρθρο 9

1. Τα κράτη μέλη απαιτούν να εξακριβώνεται και να ελέγχεται η ταυτότητα όλων των πελατών των καζίνων όταν αγοράζουν ή ανταλλάσσουν μάρκες αξίας ίσης ή μεγαλύτερης από 1000 ευρώ.

2. Σε κάθε περίπτωση, τα καζίνα που τελούν υπό κρατική εποπτεία θεωρείται ότι πληρούν τις υποχρεώσεις της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, εάν πραγματοποιούν την καταχώριση, εξακρίβωση και έλεγχο της ταυτότητας των πελατών τους ήδη κατά την είσοδό τους στο καζίνο, ή πριν από αυτήν, ανεξάρτητα από το πόσες μάρκες αγοράζουν.

ΤΜΗΜΑ 2

ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΜΕΝΗ ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΛΑΤΗ

Άρθρο 10

1. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 6, 7 και 8 παράγραφος 2 τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία να μην εφαρμόζουν τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη όσον αφορά τους πελάτες που αντιπροσωπεύουν χαμηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως :

(α) τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς από τα κράτη μέλη ή από τρίτες χώρες, υπό τον όρο ότι υπόκεινται σε απαιτήσεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που συνάδουν με τα διεθνή πρότυπα, και τελούν υπό εποπτεία όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους προς αυτές τις απαιτήσεις.

(β) τις εισηγμένες εταιρείες των οποίων οι τίτλοι είναι δεκτοί για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά κατά την έννοια της οδηγίας 2004/39/ΕΟΚ σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη και τις εισηγμένες εταιρείες από τρίτες χώρες που υπόκεινται στις απαιτήσεις γνωστοποίησης που συνάδουν με την κοινοτική νομοθεσία.

(γ) τους δικαιούχους ομαδοποιημένων λογαριασμών που τηρούνται από συμβολαιογράφους και άλλους ανεξάρτητους επαγγελματίες νομικούς από τα κράτη μέλη ή από τρίτες χώρες υπό τον όρο ότι υπόκεινται σε απαιτήσεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που συνάδουν με τα διεθνή πρότυπα και τελούν υπό εποπτεία όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους προς αυτές τις απαιτήσεις.

2. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή ενημερώνονται αμοιβαία για τις περιπτώσεις όπου εκτιμούν ότι μια τρίτη χώρα δεν πληροί τις προϋποθέσεις που θεσπίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία (α), (β) ή (γ).

3. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 6, 7 και 8 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία να μην εφαρμόζουν τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη, όσον αφορά προϊόντα και συναλλαγές που αντιπροσωπεύουν χαμηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως :

(α) τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής όταν τα ετήσια ασφάλιστρα δεν υπερβαίνουν τα 1000 ευρώ ή η εφάπαξ καταβολή δεν υπερβαίνει τα 2500 ευρώ.

(β) τα συμβόλαια συνταξιοδοτικής ασφάλισης εάν δεν περιέχουν ρήτρα εξαγοράς και το συμβόλαιο δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως εγγύηση.

(γ) τα συνταξιοδοτικά ή ανάλογα καθεστώτα που προσφέρουν συνταξιοδοτικές παροχές στους εργαζόμενους, στα οποία οι εισφορές καταβάλλονται μέσω αφαίρεσης από το μισθό και των οποίων οι κανόνες δεν επιτρέπουν τη μεταφορά των δικαιωμάτων των μελών.

(δ) το ηλεκτρονικό χρήμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/46/ΕΚ [14], όταν επιβάλλονται χαμηλά όρια στο εκδοθέν ποσό, στο ποσό που μπορεί να αποθηκευτεί σε ηλεκτρονικό υπόθεμα ή στο μέγεθος των επιτρεπόμενων συναλλαγών.

[14] ΕΕ L 275 της 27.10.2000, σ. 39.

Άρθρο 10α

Όπου η Επιτροπή εκδίδει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 3, τα κράτη μέλη απαγορεύουν στα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία να εφαρμόζουν την απλουστευμένη δέουσα επιμέλεια στα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ή στις εισηγμένες εταιρείες από την τρίτη ενεχόμενη χώρα.

ΤMHMA 3

ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΛΑΤΗ

Άρθρο 11

1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία να εφαρμόζουν, ανάλογα με το βαθμό κινδύνου, αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, επιπλέον των μέτρων που αναφέρονται στα άρθρα 6, 7 και 8 παράγραφος 2, σε περιπτώσεις όπου λόγω της φύσης τους μπορούν να παρουσιάσουν υψηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις σύμφωνα με το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Όταν ο πελάτης δεν είναι φυσικά παρών για να εξακριβωθεί η ταυτότητά του, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα αυτά να εφαρμόζουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα :

(α) μέτρα όπως η διασφάλιση της εξακρίβωσης της ταυτότητας με πρόσθετα αποδεικτικά έγγραφα.

(β) συμπληρωτικά μέτρα για τον έλεγχο ή την πιστοποίηση των υποβληθέντων εγγράφων ή απαίτηση επιβεβαιωτικής πιστοποίησης από ίδρυμα ή οργανισμό που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία.

(γ) τη διενέργεια της πρώτης πληρωμής στα πλαίσια των συναλλαγών μέσω λογαριασμού, ο οποίος έχει ανοιχθεί επ' ονόματι του πελάτη σε πιστωτικό ίδρυμα.

Όσον αφορά τις διασυνοριακές σχέσεις τραπεζικής ανταπόκρισης με τα πιστωτικά ιδρύματα από άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πιστωτικά τους ιδρύματα :

(α) να συγκεντρώνουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το ίδρυμα πελάτη για να καταλάβουν πλήρως το είδος της επιχείρησης του πελάτη και να εκτιμήσουν, από τις δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες, τη φήμη του ιδρύματος και την ποιότητα της εποπτείας.

(β) να αξιολογούν τους ελέγχους του ιδρύματος πελάτη κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

(γ) να λαμβάνουν έγκριση από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη πριν τη σύναψη νέων σχέσεων ανταπόκρισης.

(δ) να τεκμηριώνουν τις αντίστοιχες αρμοδιότητες κάθε ιδρύματος.

(ε) όσον αφορά τους λογαριασμούς πλάγιας πρόσβασης (payable through accounts), να διασφαλίζουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα πελάτης έχει ελέγξει την ταυτότητα των πελατών και έχει εφαρμόσει τη συνεχή δέουσα επιμέλεια ως προς τους πελάτες που έχουν άμεση πρόσβαση στους λογαριασμούς του ανταποκριτή και ότι αυτό μπορεί να παράσχει δεδομένα σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη κατόπιν αιτήματος του ιδρύματος ανταποκριτή.

Όσον αφορά τις σχέσεις με πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα, τα κράτη μέλη απαιτούν από αυτά τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα :

(α) να διαθέτουν τα κατάλληλα συστήματα διαχείρισης του κινδύνου για να καθορίζουν εάν ο πελάτης είναι πολιτικά εκτεθειμένο πρόσωπο.

(β) να διαθέτουν την έγκριση από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη για τη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων με παρόμοιους πελάτες.

(γ) να λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να καθορίσουν την πηγή του πλούτου και την προέλευση των κεφαλαίων ή να απαιτούν τη διενέργεια συνεχούς παρακολούθησης της επιχειρηματικής σχέσης.

2. Τα κράτη μέλη απαγορεύουν στα πιστωτικά ιδρύματα να συνάπτουν ή να συνεχίζουν σχέση τραπεζικής ανταπόκρισης με εικονική τράπεζα ή με τράπεζα πελάτη που επιτρέπει τη χρησιμοποίηση των λογαριασμών της από εικονικές τράπεζες.

3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία προσέχουν ιδιαίτερα κάθε απειλή νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η οποία μπορεί να προκύψει από προϊόντα ή συναλλαγές που μπορούν να ευνοούν την ανωνυμία, και λαμβάνουν μέτρα, εάν χρειαστεί, για την πρόληψη της χρησιμοποίησής τους σε σχέδια νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

ΤΜΗΜΑ 4

ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟ ΤΡΙΤΑ ΜΕΡΗ

Άρθρο 12

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία να βασίζονται σε τρίτα μέρη για την εκτέλεση των απαιτήσεων που θεσπίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία (α), (β) και (γ).

Ωστόσο, η τελική ευθύνη εναπόκειται στο ίδρυμα, τον οργανισμό ή το πρόσωπο που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία, το οποίο βασίζεται σε τρίτο μέρος.

Άρθρο 13

1. Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, ως «τρίτα μέρη» νοούνται τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που είναι ισοδύναμα με αυτά που απαριθμούνται στο άρθρο 2 και πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις :

(α) υπόκεινται σε υποχρεωτική επαγγελματική καταχώρηση.

(β) εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και μέτρα φύλαξης αρχείων ισοδύναμα με αυτά που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία και υπόκεινται σε εποπτεία, σύμφωνα με το Τμήμα 2 του Κεφαλαίου V, όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας ή βρίσκονται σε τρίτη χώρα που επιβάλλει ισοδύναμες απαιτήσεις με αυτές που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία.

2. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή ενημερώνονται αμοιβαία για τις περιπτώσεις όπου εκτιμούν ότι μια τρίτη χώρα δεν πληροί τις προϋποθέσεις που θεσπίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο (β).

Άρθρο 13α

Όπου η Επιτροπή εκδίδει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 3, τα κράτη μέλη απαγορεύουν στα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία να επιτρέπουν σε τρίτα μέρη από την ενεχόμενη τρίτη χώρα να εκτελούν τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη εξ ονόματός τους.

Άρθρο 14

Τα τρίτα μέρη θέτουν άμεσα στη διάθεση του ιδρύματος, του οργανισμού ή του προσώπου στο οποίο απευθύνεται ο πελάτης, τις πληροφορίες οι οποίες βασίζονται στις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία (α), (β), και (γ).

Τα αντίστοιχα αντίγραφα των δεδομένων εξακρίβωσης και ελέγχου της ταυτότητας και άλλα συναφή έγγραφα για την ταυτότητα του πελάτη ή του δικαιούχου διαβιβάζονται άμεσα, κατόπιν αιτήματος, από το τρίτο μέρος στο ίδρυμα, τον οργανισμό ή το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται ο πελάτης.

Άρθρο 15

Κάθε κράτος μέλος, επιτρέπει σε κάθε περίπτωση, στα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα, που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφοι 1, 2, και 4 και στα στοιχεία (α) έως (δ), να αναγνωρίζουν και να δέχονται το αποτέλεσμα των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, που θεσπίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία (α) έως (γ), οι οποίες διενεργούνται, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, από ίδρυμα, οργανισμό ή πρόσωπο, που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1, 2 και 4 και στα στοιχεία (α) έως (δ), σε άλλο κράτος μέλος και οι οποίες πληρούν τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στα άρθρα 12, 13 και 14, ακόμα και εάν τα έγγραφα ή τα δεδομένα στα οποία βασίζονται αυτές οι απαιτήσεις διαφέρουν από εκείνα που απαιτούνται στο κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται ο πελάτης.

Άρθρο 16

Το Τμήμα αυτό δεν εφαρμόζεται σε σχέσεις εξωτερικής ανάθεσης ή σχέσεις αντιπροσώπευσης όπου δυνάμει της συμβατικής ρύθμισης ο φορέας παροχής της εξωτερικής υπηρεσίας ή ο αντιπρόσωπος πρέπει να εξομοιωθεί με το ίδρυμα, τον οργανισμό ή το πρόσωπο που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία.

Κεφάλαιο III

Υποχρεώσεις αναφοράς

ΤΜΗΜΑ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 17

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία να εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή κάθε συναλλαγή που κρίνεται ότι λόγω της φύσεώς της, είναι ιδιαίτερα επιδεκτική ως προς το να συνδεθεί με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και ιδιαίτερα τις πολύπλοκες και ασυνήθιστα μεγάλες συναλλαγές και όλα τα ασυνήθιστα είδη συναλλαγών χωρίς προφανή οικονομικό ή νόμιμο λόγο.

Άρθρο 18

Κάθε κράτος μέλος δημιουργεί μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών για να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Η μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών δημιουργείται σε επίπεδο κεντρικής εθνικής μονάδας με επαρκείς πόρους. Είναι υπεύθυνη να παραλαμβάνει, και, στο βαθμό που επιτρέπεται, να ζητά, να αναλύει και να διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές τις γνωστοποιήσεις χρηματοοικονομικών πληροφοριών οι οποίες αφορούν εικαζόμενα προϊόντα που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες ή οι οποίες επιβάλλονται από εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις.

Άρθρο 19

1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, και, όπου χρειάζεται, από τους διευθυντές και τους υπαλλήλους τους, να συνεργάζονται πλήρως :

(α) ενημερώνοντας απευθείας και άμεσα τη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών, με δική τους πρωτοβουλία, όταν το ίδρυμα, ο οργανισμός ή το πρόσωπο που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία γνωρίζει, έχει υποψίες ή έχει εύλογους λόγους να υποπτεύεται ότι διαπράττεται ή επιχειρείται να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

(β) παρέχοντας άμεσα στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών, κατόπιν δικού της αιτήματος, όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει η εφαρμοστέα νομοθεσία.

2. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διαβιβάζονται στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το ίδρυμα, ο οργανισμός ή το πρόσωπο το οποίο τις διαβιβάζει. Η διαβίβαση αυτή πραγματοποιείται κατά κανόνα από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που έχουν ορισθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 30.

Άρθρο 20

1. Στην περίπτωση των συμβολαιογράφων και των ανεξάρτητων επαγγελματιών νομικών, που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 3 στοιχείο (β), τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ως αρχή που πρέπει να ενημερωθεί σε πρώτο στάδιο μια κατάλληλη αυτορρυθμιζόμενη οργάνωση του οικείου επαγγελματικού κλάδου αντί για τη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Στην περίπτωση αυτή, ορίζουν τις κατάλληλες μορφές συνεργασίας μεταξύ αυτής της οργάνωσης και της μονάδας χρηματοοικονομικών πληροφοριών.

2. Τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 έναντι των συμβολαιογράφων, των ανεξάρτητων επαγγελματιών νομικών, των ελεγκτών, εξωτερικών λογιστών και φορολογικών συμβούλων όσον αφορά τις πληροφορίες που λαμβάνουν από ή σχετικά με πελάτη τους, κατά τη διαπίστωση της νομικής θέση του πελάτη ή όταν τον υπερασπίζονται ή τον εκπροσωπούν στα πλαίσια ή σχετικά με κάποια δικαστική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των συμβουλών για την κίνηση ή την αποφυγή σχετικής διαδικασίας, ανεξαρτήτως αν οι πληροφορίες λαμβάνονται πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη δικαστική διαδικασία.

Άρθρο 21

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία να αποφεύγουν την διενέργεια συναλλαγών, για τις οποίες γνωρίζουν ή υποπτεύονται ότι συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, προτού ενημερώσουν τη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών.

Η μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών μπορεί, υπό τους όρους που προβλέπει η εθνική νομοθεσία, να δώσει εντολή να μην εκτελεστεί η συναλλαγή.

Αν υπάρχει υπόνοια ότι η συναλλαγή συνιστά νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και εφόσον η αποφυγή της είναι αδύνατη ή ενδέχεται να εμποδίσει τη δίωξη των προσώπων υπέρ των οποίων διενεργείται η εικαζόμενη νομιμοποίηση εσόδων, τα ενεχόμενα ιδρύματα, οργανισμοί και πρόσωπα ενημερώνουν τη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών αμέσως μετά τη συναλλαγή.

Άρθρο 22

1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εάν κατά τη διάρκεια των ελέγχων που πραγματοποιούνται στα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, από τις αρμόδιες αρχές, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, οι αρχές αυτές ανακαλύψουν γεγονότα που θα μπορούσαν να αποτελούν αποδείξεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αυτές ενημερώνουν απευθείας και άμεσα τη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών.

2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτεύουσες αρχές, οι οποίες είναι επιφορτισμένες, βάσει νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης, με την εποπτεία των αγορών μετοχών, συναλλάγματος και χρηματοοικονομικών παραγώγων, ενημερώνουν τη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών, εάν ανακαλύψουν γεγονότα που θα μπορούσαν να αποτελούν αποδείξεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Άρθρο 23

Η γνωστοποίηση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών από ίδρυμα, οργανισμό ή πρόσωπο που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία ή από υπάλληλο ή από διευθυντή αυτών, των πληροφοριών που αναφέρονται στα άρθρα 19, 20 και 21 δεν αποτελεί παράβαση τυχόν συμβατικής ή νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής απαγόρευσης της γνωστοποίησης πληροφοριών και δεν συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους ευθύνη για το ίδρυμα, τον οργανισμό ή το πρόσωπο, τους διευθυντές ή τους υπαλλήλους τους.

Άρθρο 24

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να προστατεύσουν τους υπαλλήλους των ιδρυμάτων, οργανισμών ή προσώπων που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, οι οποίοι αναφέρουν τις υπόνοιές τους για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είτε εσωτερικά είτε στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών, από την έκθεσή τους σε απειλές ή εχθρικές ενέργειες.

ΤΜΗΜΑ 2

ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ

Άρθρο 25

Τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία και οι διευθυντές και οι υπάλληλοί τους δεν γνωστοποιούν στον ενεχόμενο πελάτη ή σε τρίτους ότι διαβιβάστηκαν πληροφορίες στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 19, 20 και 21 ή ότι διεξάγεται ή μπορεί να διεξαχθεί έρευνα για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Όταν οι ανεξάρτητοι επαγγελματίες νομικοί, οι συμβολαιογράφοι, οι ελεγκτές, οι λογιστές και οι φορολογικοί σύμβουλοι, οι οποίοι ενεργούν ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες νομικοί, επιχειρούν να αποτρέψουν ένα πελάτη από το να εμπλακεί σε παράνομη δραστηριότητα, αυτό δεν αποτελεί γνωστοποίηση κατά την έννοια της πρώτης παραγράφου.

Κεφάλαιο IV

Φύλαξη αρχείων και στατιστικά δεδομένα

Άρθρο 26

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία να φυλάσσουν τα ακόλουθα έγγραφα και πληροφορίες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία σε κάθε έρευνα για νομιμοποίηση εσόδων παράνομες δραστηριότητες :

(α) στην περίπτωση της διαδικασίας δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, αντίγραφο ή τα στοιχεία αναφοράς των απαιτούμενων αποδεικτικών στοιχείων, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά το τέλος της σχέσης τους με τον πελάτη.

(β) στην περίπτωση επιχειρηματικών σχέσεων και συναλλαγών, τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και τα αρχεία, που συνίστανται στα πρωτότυπα έγγραφα ή σε αντίγραφα τα οποία γίνονται δεκτά σε δικαστικές διαδικασίες σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά την εκτέλεση των συναλλαγών ή την περάτωση της επιχειρηματικής σχέσης.

(γ) στην περίπτωση πληρωμών σε μετρητά ποσού ίσου ή μεγαλύτερου από 15 000 ευρώ, τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και τα αρχεία των σχετικών αποδείξεων, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά την εκτέλεση των πληρωμών σε μετρητά.

Άρθρο 27

1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα και τους οργανισμούς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία να εφαρμόσουν, στα υποκαταστήματά τους και τις θυγατρικές τους πλειοψηφικής συμμετοχής που βρίσκονται σε τρίτες χώρες, μέτρα τουλάχιστον ισοδύναμα με αυτά που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία όσον αφορά τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη και τη φύλαξη αρχείων.

Όπου, η νομοθεσία τρίτης χώρας δεν διασφαλίζει την εφαρμογή αυτών των ισοδύναμων μέτρων, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ενεχόμενα ιδρύματα ή τους οργανισμούς να ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές της χώρας τους.

2. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή ενημερώνονται αμοιβαία για τις περιπτώσεις όπου η νομοθεσίας της τρίτης χώρας δεν διασφαλίζει την εφαρμογή των μέτρων που απαιτούνται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1.

Άρθρο 28

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί τους μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως και γρήγορα σε αίτημα της μονάδας χρηματοοικονομικών πληροφοριών ή άλλων αρχών σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, ως προς το εάν διατηρούν ή είχαν διατηρήσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών επιχειρηματική σχέση με συγκεκριμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα καθώς και το είδος αυτής της επιχειρηματικής σχέσης.

Άρθρο 29

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι μπορούν να αναθεωρήσουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων τους όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με την τήρηση ολοκληρωμένων στατιστικών για θέματα που αφορούν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων αυτών.

Αυτές οι στατιστικές καλύπτουν τουλάχιστον τις αναφορές ύποπτων συναλλαγών που υποβλήθηκαν στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών, τη συνέχεια που δόθηκε σε αυτές τις αναφορές και την καταγραφή σε ετήσια βάση του αριθμού των περιπτώσεων που ερευνήθηκαν, του αριθμού των προσώπων που διώχθηκαν και του αριθμού των προσώπων που καταδικάστηκαν για τα αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Κεφάλαιο V

Μέτρα εκτέλεσης

ΤΜΗΜΑ 1

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ, ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΡΑΣΗ

Άρθρο 30

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, να θεσπίσουν κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, αναφοράς, φύλαξης αρχείων, εσωτερικού ελέγχου, αξιολόγησης κινδύνου, διαχείρισης κινδύνου και επικοινωνίας ώστε να προλαμβάνουν και να εμποδίζουν τη διενέργεια συναλλαγών που συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Άρθρο 31

1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε οι υπάλληλοί τους να λάβουν γνώση των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τη συμμετοχή των εν λόγω υπαλλήλων σε ειδικά τρέχοντα προγράμματα κατάρτισης, τα οποία τους βοηθούν να ανιχνεύουν τις δραστηριότητες που τυχόν συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τους διδάσκουν να ενεργούν σωστά σε παρόμοιες περιπτώσεις.

Όταν φυσικό πρόσωπο, εμπίπτον σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 3, αναλαμβάνει επαγγελματική δραστηριότητα ως υπάλληλος νομικού προσώπου, οι δυνάμει του παρόντος τμήματος υποχρεώσεις βαρύνουν το νομικό πρόσωπο και όχι το φυσικό.

2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία έχουν πρόσβαση σε ενημερωμένες πληροφορίες σχετικά με τις πρακτικές των μετερχομένων τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τις ενδείξεις για τον εντοπισμό υπόπτων συναλλαγών.

3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όπου είναι δυνατό, προβλέπεται η έγκαιρη ανάδραση σχετικά την αποτελεσματικότητα των αναφορών ύποπτων περιπτώσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες καθώς τη συνέχεια που δόθηκε στις αναφορές αυτές.

ΤΜΗΜΑ 2

ΕΠΟΠΤΕΙΑ

Άρθρο 32

1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος και οι φορείς παροχής υπηρεσιών σε εταιρείες καταπιστευτικής διαχείρισης και επιχειρήσεις πρέπει να έχουν λάβει άδεια ή να έχουν εγγραφεί σε μητρώο ενώ τα καζίνα πρέπει να έχουν λάβει άδεια για να μπορούν να διενεργούν τις επιχειρήσεις τους νόμιμα.

2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να αρνούνται τη χορήγηση αδειών ή εγγραφής σε μητρώο στις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εάν δεν έχουν πειστεί ότι τα πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν ή θα διευθύνουν τις επιχειρήσεις των οντοτήτων αυτών ή οι δικαιούχοι των εν λόγω οντοτήτων είναι κατάλληλα και έντιμα πρόσωπα.

Άρθρο 33

1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν αποτελεσματικά τη συμμόρφωση όλων των ιδρυμάτων, των οργανισμών και των προσώπων που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία προς τις απαιτήσεις της.

2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν επαρκή εξουσία, συμπεριλαμβανόμενης της δυνατότητας συγκέντρωσης πληροφοριών, και έχουν επαρκείς πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

ΤΜΗΜΑ 3

ΠΟΙΝΕΣ

Άρθρο 34

Οι ποινές που εφαρμόζονται στις παραβάσεις των εθνικών διατάξεων, που εγκρίθηκαν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 35

1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να θεωρούνται υπεύθυνα για τις παραβάσεις των υποχρεώσεων φύλαξης αρχείων, εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη και αναφοράς ύποπτων συναλλαγών που περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία και οι οποίες διαπράττονται προς όφελος τους, από κάθε πρόσωπο που ενεργεί είτε για λογαριασμό του είτε ως μέρος οργάνου νομικού προσώπου, και το οποίο κατέχει στο εσωτερικό του νομικού προσώπου διευθυντική θέση βασιζόμενη :

α) σε αρμοδιότητα εκπροσώπησης του νομικού προσώπου.

β) σε εξουσία λήψης αποφάσεων εξ ονόματος του νομικού προσώπου.

γ) σε εξουσία άσκησης ελέγχου στο εσωτερικό του νομικού προσώπου.

2. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται ήδη στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα νομικά πρόσωπα δύνανται να υπέχουν ευθύνη όταν η απουσία εποπτείας ή ελέγχου από πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατέστησε εφικτή τη διάπραξη των παραβάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 προς όφελος του νομικού προσώπου από πρόσωπο το οποίο τελεί υπό την εξουσία του.

Άρθρο 36

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το νομικό πρόσωπο που θεωρείται υπεύθυνο για τις παραβάσεις των υποχρεώσεων φύλαξης αρχείων, εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη και αναφοράς ύποπτων συναλλαγών που περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία υπόκειται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, οι οποίες μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν :

α) πρόστιμα.

β) απαγόρευση πρόσβασης σε κρατικές ενισχύσεις ή επιχορηγήσεις.

γ) προσωρινή ή οριστική απαγόρευση άσκησης εμπορικής δραστηριότητας.

δ) θέση υπό δικαστική εποπτεία.

ε) δικαστική εκκαθάριση.

Κεφάλαιο VI

Μέτρα εφαρμογής και τροποποιήσεις

Άρθρο 37

1. Για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 2, θεσπίζει τα ακόλουθα μέτρα εφαρμογής :

(α) διασαφήνιση των τεχνικών πτυχών των ορισμών του άρθρου 1 παράγραφος 2 και του άρθρου 3 σημεία (1), (2), στοιχεία (α) και (δ), (5), (8), (9), (10), (11) και (12).

(β) κατάρτιση λεπτομερών κανόνων για τον προσδιορισμό των περιπτώσεων που αντιπροσωπεύουν χαμηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όπως αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 3.

(γ) κατάρτιση λεπτομερών κανόνων για τον προσδιορισμό των περιπτώσεων που αντιπροσωπεύουν υψηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όπως αναφέρεται στο άρθρο 11.

(δ) κατάρτιση λεπτομερών κανόνων για τον προσδιορισμό των περιπτώσεων όπου, σύμφωνα με το άρθρο 2 σημείο 2 δικαιολογείται η μη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σε ορισμένες επιχειρήσεις που ασκούν χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες περιστασιακά ή πολύ περιορισμένη κλίμακα.

2. Η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 2, προσαρμόζει τα ποσά, που αναφέρονται στα άρθρα 2 στοιχείο (στ), 6 στοιχείο (β), 9 παράγραφος 1 και 10 παράγραφος 3 στοιχείο (α), για να λάβει υπόψη της τον πληθωρισμό.

3. Η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία, που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 2, εκδίδει απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ότι μια τρίτη χώρα δεν πληροί τις προϋποθέσεις, που θεσπίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχεία (α), (β) ή (γ) ή στο άρθρο 13 στοιχείο (β), ή ότι η νομοθεσία αυτής της τρίτης χώρας δεν διασφαλίζει την εφαρμογή των μέτρων που απαιτούνται από το πρώτο εδάφιο του άρθρου 27 παράγραφος 1.

Άρθρο 38

1. Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, που εφεξής καλείται «η επιτροπή».

2. Όπου γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της προαναφερθείσας απόφασης.

Η περίοδος που θεσπίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε τρεις μήνες.

3. Η επιτροπή θα θεσπίσει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Κεφάλαιο VII

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 39

Εντός τριών ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας και τουλάχιστον κάθε τρία έτη κατόπιν, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση περί εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, την οποία και διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 40

Η οδηγία 91/308/ΕΟΚ καταργείται.

Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο Παράρτημα.

Άρθρο 41

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως [να αναγραφεί ημερομηνία 12 μηνών μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας] το αργότερο. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων αυτών και τον πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία, ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των σημαντικότερων διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 42

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωση.

Άρθρο 43

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Παρούσα οδηγία // Οδηγία 91/308/ΕΟΚ

Άρθρο 1 (1) // Άρθρο 2

Άρθρο 1 (2)(α) έως (γ) και (ε) // Άρθρο 1(Γ)

Άρθρο 1 (2)(δ) //

Άρθρο 2(1) // Άρθρο 2α(1)

Άρθρο 2(2) // Άρθρο 2α(2)

Άρθρο 2(3)(α), (γ) και (ε) έως (ζ) // Άρθρο 2α(3) έως (7)

Άρθρο 2(3)(γ ) και (δ) //

Άρθρο 3(1) // Άρθρο 1(A)

Άρθρο 3(2)(α) // Άρθρο 1(B)(1)

Άρθρο 3(2)(β) // Άρθρο 1(B)(2)

Άρθρο 3(2)(γ) // Άρθρο 1(B)(3)

Άρθρο 3(2)(δ) // Άρθρο 1(B)(4)

Άρθρο 3(2)(ε) // Άρθρο 1(B), παράγραφος 2

Άρθρο 3(3) // -

Άρθρο 3(4) // -

Άρθρο 3(5) // Άρθρο 1(Δ)

Άρθρο 3(6) // Άρθρο 1(E), πρώτο εδάφιο

Άρθρο 3(7), // Άρθρο 1(E), δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3(7)(α) // -

Άρθρο 3(7)(β) // Άρθρο 1(E), πρώτη περίπτωση

Άρθρο 3(7)(γ) // Άρθρο 1(E), δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 3(7)(δ) // Άρθρο 1(E), τρίτη περίπτωση

Άρθρο 3(7)(ε) // Άρθρο 1(E), τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 3(7)(στ) // Άρθρο 1(E), πέμπτη περίπτωση, και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 3(8) // -

Άρθρο 3(9) // -

Άρθρο 3(10) // -

Άρθρο 3(11) //

Άρθρο 3(12) // -

Άρθρο 4 // Άρθρο 15

Άρθρο 5 // _

Άρθρο 6(α) // Άρθρο 3(1)

Άρθρο 6(β) // Άρθρο 3(2)

Άρθρο 6(γ) // Άρθρο 3(8)

Άρθρο 6(δ) // Άρθρο 3(7)

Άρθρο 7(1)(α) // Άρθρο 3(1)

Άρθρο 7(1)(β) έως (δ) // -

Άρθρο 7(2) // -

Άρθρο 7(3) // -

Άρθρο 8(1) // Άρθρο 3(1)

Άρθρο 8(2) και (3) //

Άρθρο 9 // Άρθρο 3(5) και (6)

Άρθρο 10(1)(α) // Άρθρο 3(9)

Άρθρο 10(1)(β) και (γ) //

Άρθρο 10(3)(α) // Άρθρο 3(3)

Άρθρο 10(3)(β) // Άρθρο 3(4)

Άρθρο 10(3)(γ) // Άρθρο 3(4)

Άρθρο 10(3)(δ) //

Άρθρο 10α //

Άρθρο 11(1) πρώτη και δεύτερη παράγραφος // Άρθρο 3(11)

Άρθρο 11(1) τρίτη και τέταρτη παράγραφος // -

Άρθρο 11(2) και (3) // -

Άρθρο 12 // -

Άρθρο 13 // -

Άρθρο 13α //

Άρθρο 14 // -

Άρθρο 15 // -

Άρθρο 16 // -

Άρθρο 17 // Άρθρο 5

Άρθρο 18 //

Άρθρο 19 // Άρθρο 6(1) και (2)

Άρθρο 20 // Άρθρο 6(3)

Άρθρο 21 // Άρθρο 7

Άρθρο 22 // Άρθρο 10

Άρθρο 23 // Άρθρο 9

Άρθρο 24 // -

Άρθρο 25, πρώτη παράγραφος // Άρθρο 8(1)

Άρθρο 25, δεύτερη παράγραφος //

Άρθρο 26 (α) // Άρθρο 4, πρώτη περίπτωση

Άρθρο 26 (β) // Άρθρο 4, δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 26 (γ) // -

Άρθρο 27 // -

Άρθρο 28 // -

Άρθρο 29 // -

Άρθρο 30 // Άρθρο 11(1) (α)

Άρθρο 31(1), πρώτο εδάφιο // Άρθρο 11(1)(β), πρώτη πρόταση

Άρθρο 31(1), δεύτερο εδάφιο // Άρθρο 11(1)(β) δεύτερη πρόταση

Άρθρο 31(1), τρίτο εδάφιο // Άρθρο 11(1), δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 31(2) // Άρθρο 11(2)

Άρθρο 32 //

Άρθρο 33 //

Άρθρο 34 // Άρθρο 14

Άρθρο 35 //

Άρθρο 36 //

Άρθρο 37 //

Άρθρο 38 //

Άρθρο 39 // Άρθρο 17

Άρθρο 40 //

Άρθρο 41 // Άρθρο 16