52004PC0284

Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 151/2003 του Συμβουλίου για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων φύλλων από χάλυβα με προσανατολισμένους κόκκους που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικές εφαρμογές, καταγωγής Ρωσίας /* COM/2004/0284 τελικό */


Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 151/2003 του Συμβουλίου για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων φύλλων από χάλυβα με προσανατολισμένους κόκκους που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικές εφαρμογές, καταγωγής Ρωσίας

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Τον Φεβρουάριο 1996, η Επιτροπή επέβαλε ενιαίο για ολόκληρη τη χώρα οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων φύλλων με προσανατολισμένους κόκκους που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικές εφαρμογές καταγωγής Ρωσίας. Έγινε επίσης αποδεκτή ανάληψη υποχρέωσης σχετικά με τις εν λόγω εισαγωγές. Τα μέτρα επιβεβαιώθηκαν περαιτέρω με επανεξέταση της λήξεως των μέτρων τον Ιανουάριο 2003.

Η Επιτροπή άρχισε, με δική της πρωτοβουλία (ex-officio), στις 20 Φεβρουαρίου 2001 ενδιάμεση επανεξέταση που περιοριζόταν στην εξέταση της καταλληλότητας της μορφής των μέσων.

Επιπλέον, οι μόνοι δύο γνωστοί παραγωγοί-εξαγωγείς στη Ρωσία ζήτησαν να αρχίσει ενδιάμεση επανεξέταση που θα περιοριζόταν στα θέματα ντάμπινγκ με την αιτιολογία ότι είχαν εκπληρώσει εντωμεταξύ τους όρους για μεταχείριση υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς. Οι ενδιάμεσες επανεξετάσεις άρχισαν τον Αύγουστο 2002 και τον Οκτώβριο 2002, αντίστοιχα.

Η έρευνα έδειξε ότι τα κριτήρια για οικονομία της αγοράς πληρούνταν και από τους δύο παραγωγείς-εξαγωγείς. Η έρευνα απεκάλυψε επίσης ότι εξακολουθούσε να ασκείται σημαντική πρακτική ντάμπινγκ κατά την περίοδο έρευνας.

Ο ένας αιτών δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι οι περιστάσεις είχαν αλλάξει σημαντικά μετά την επιβολή των οριστικών μέτρων. Η ενδιάμεση επανεξέταση όσον αφορά το εν λόγω παραγωγό-εξαγωγέα θα πρέπει συνεπώς να περατωθεί και να διατηρηθεί το αρχικό επίπεδο του δασμού αντιντάμπινγκ (40,1%). Όσον αφορά τον δεύτερο αιτούντα, η έρευνα απεκάλυψε ότι εξακολουθούσε να ασκεί σημαντική πρακτική ντάμπινγκ κατά την περίοδο έρευνας, αν και σε χαμηλότερο επίπεδο από το αρχικά διαπιστωθέν (14,7%). Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι η μεταβολή των περιστάσεων όσον αφορά τον δεύτερο αιτούντα είναι μόνιμης φύσεως.

Προτείνεται συνεπώς να περατωθεί η ενδιάμεση επανεξέταση όσον αφορά τον έναν αιτούντα και να τροποποιηθεί το επίπεδο του οριστικού δασμού όσον αφορά τον άλλο αιτούντα.

Όσον αφορά την ισχύουσα ανάληψη υποχρέωσης, διαπιστώθηκε ότι οι περιστάσεις που ίσχυαν την εποχή που είχε γίνει αποδεκτή έχουν αλλάξει και ότι, συνεπώς, η ανάληψη υποχρέωσης στην εν λόγω μορφή της δεν είναι πλέον κατάλληλη.

Μετά την κοινοποίηση των πορισμάτων, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις απόψεις τους γραπτώς και να ζητήσουν ακρόαση.

Μετά την κοινοποίηση, ένας από τους αιτούντες πρότεινε ανάληψη υποχρέωσης σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, η οποία όμως απορρίφθηκε λόγω του χαμηλού επιπέδου συνεργασίας της εν λόγω εταιρείας κατά τη διάρκεια της έρευνας.

Προτείνεται στο Συμβούλιο να εγκρίνει τη συνημμένη πρόταση κανονισμού.

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 151/2003 του Συμβουλίου για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων φύλλων από χάλυβα με προσανατολισμένους κόκκους που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικές εφαρμογές, καταγωγής Ρωσίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

Εκτιμώντας:

τoν κανoνισμό τoυ Συμβoυλίoυ (ΕΚ) αριθ. 384/96 της 22ας Δεκεμβρίoυ 1995 για την άμυνα κατά των εισαγωγών πoυ απoτελoύν αντικείμενo ντάμπινγκ εκ μέρoυς χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης [1] ("ο βασικός κανονισμός"), και ιδίως τo άρθρo 11 παράγραφoς 3,

[1] ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12).

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα εξής :

A. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1. Προηγούμενες έρευνες και ισχύοντα μέτρα

(1) Η Επιτροπή, με την απόφαση αριθ. 303/96/EΚΑΧ [2] επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων φύλλων από χάλυβα με προσανατολισμένους κόκκους για ηλεκτρικές εφαρμογές που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικές εφαρμογές, καταγωγής Ρωσίας («η αρχική έρευνα»). Ο δασμός που επιβλήθηκε ήταν 40,1%. Έγινε αποδεκτή ανάληψη υποχρέωσης όσον αφορά τις εν λόγω εισαγωγές με την ίδια απόφαση της Επιτροπής.

[2] ΕΕ L 42 της 20.2.1996, σ. 7.

(2) Μετά από αίτημα της European Confederation of Iron and Steel Industries (Eurofer) εν ονόματος του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ορισμένων φύλλων από χάλυβα με προσανατολισμένους κόκκους για ηλεκτρικές εφαρμογές, η Επιτροπή άρχισε επανεξέταση για τη λήξη των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 της απόφασης αριθ. 2277/96/EΚΑΧ [3] (η «βασική απόφαση»). Παράλληλα, η Επιτροπή άρχισε επίσης με δική της πρωτοβουλία έρευνα σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 της βασικής απόφασης για να εξετάσει την καταλληλότητα της μορφής των μέτρων [4].

[3] ΕΕ L 308 της 29.11.1996, σ. 11, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση αριθ. 1000/99/ΕΚΑΧ (ΕΕ L 122 της 12.5.1999, σ. 35.

[4] ΕΕ C 53 της 20.2.2001, σ. 13.

(3) Ενόψει της λήξεως της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Άνθρακα και Χάλυβα στις 23 Ιουλίου 2002, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 963/2002 [5], αποφάσισε ότι οι διαδικασίες αντιντάμπινγκ, που άρχισαν σύμφωνα με τη βασική απόφαση και εξακολουθούν να ισχύουν, πρέπει να συνεχιστούν και να διέπονται από τις διατάξεις του βασικού κανονισμού με ισχύ από τις 24 Ιουλίου 2002. Εξάλλου, όλα τα μέτρα αντιντάμπινγκ που προκύπτουν από εκκρεμούσες έρευνες αντιντάμπινγκ πρέπει να διέπονται από τις διατάξεις του βασικού κανονισμού από τις 24 Ιουλίου 2002.

[5] ΕΕ L 149 της 7.6.2002, σ. 3, κανονισμός που τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1310/2002 (ΕΕ L 192 της 20.7.2002, σ.9).

(4) Κατόπιν της επανεξέτασης για τη λήξη των μέτρων που αναφέρεται στο σημείο 2 του αιτιολογικού, το Συμβούλιο, τον Ιανουάριο 2003, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 151/2003 [6] επιβεβαίωσε τον οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με την απόφαση αριθ. 303/96/EΚΑΧ. Εντούτοις, η ενδιάμεση επανεξέταση που περιορίζεται στη μορφή των μέτρων παρέμεινε ανοιχτή στα συμπεράσματα της επανεξέτασης για τη λήξη των μέτρων.

[6] ΕΕ L 25 της 30.1.2003, σ. 7.

2. Αιτιολόγηση των επανεξετάσεων

2.1 Ενδιάμεσες επανεξετάσεις που περιορίζονται στην πρακτική ντάμπινγκ

(5) Η Επιτροπή έλαβε δύο αιτήσεις για μερική ενδιάμεση επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 της βασικής απόφασης, οι οποίες, δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 963/2002 του Συμβουλίου, εξετάστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

(6) Οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από τη OAO VIZ - STAL ("VIZ-STAL"), και τη Novolipetsk Iron and Steel Corporation ("NLMK") (οι VIZ-STAL και NLMK αναφέρονται στη συνέχεια ως «οι αιτούντες»), που είναι και οι δύο παραγωγοί-εξαγωγείς από τη Ρωσία. Και οι δύο αιτήσεις βασίστηκαν στο επιχείρημα ότι οι αιτούντες πληρούσαν τους όρους για να υπόκεινται σε καθεστώς οικονομίας της αγοράς και τα περιθώρια ντάμπινγκ τους είχαν μειωθεί σημαντικά. Συνεπώς ισχυρίστηκαν ότι η συνεχής επιβολή του μέτρου στο σημερινό του επίπεδο δεν ήταν πλέον απαραίτητη για την εξουδετέρωση της πρακτικής ντάμπινγκ.

(7) Η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή ότι υπήρχαν επαρκείς αποδείξεις για την έναρξη ενδιάμεσης επανεξέτασης, άρχισε, με ανακοίνωση τον Αύγουστο 2002, έρευνα σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, όσον αφορά τη VIZ STAL [7] και αργότερα, τον Οκτώβριο 2002, έρευνα σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού όσον αφορά τη NLMK [8]. Και οι δύο επανεξετάσεις περιορίστηκαν στην εξέταση της πρακτικής ντάμπινγκ.

[7] ΕΕ C 186 της 6.8.2002, σ. 15.

[8] ΕΕ C 242 της 8.10.2002, σ.16.

(8) H Eπιτροπή ενημέρωσε επίσημα τους αιτούντες, καθώς και τους εκπροσώπους της εξάγουσας χώρας σχετικά με την έναρξη των ενδιάμεσων επανεξετάσεων, και παρέσχε σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν γραπτά τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στις ανακοινώσεις για την έναρξη διαδικασίας.

(9) Οι αιτούντες γνωστoπoίησαν τις απόψεις της γραπτά. Τα μέρη τα οποία υπέβαλαν σχετική αίτηση, έγιναν δεκτά σε ακρόαση.

(10) Η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγια στους αιτούντες και σε ένα συνδεδεμένο εισαγωγέα στην Κοινότητα, στο οποίο απάντησαν εντός των προθεσμιών που αναφέρονται στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας.

(11) Επιπλέον, η Επιτροπή απέστειλε έντυπο αίτησης για υπαγωγή σε καθεστώς οικονομίας της αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού και στους δύο αιτούντες.

(12) Η Επιτροπή αναζήτησε επίσης και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ. Πραγματοποιήθηκαν επίσης επιτόπιοι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των ακολούθων εταιρειών: Παραγωγοί-εξαγωγείς της Ρωσίας - VIZ STAL, Yekaterinburg - Novolipetsk Iron and Steel Corporation (NLMK), Lipetsk Συνδεδεμένος εισαγωγέας (της VIZ STAL) - Duferco Commerciale S.p.A., Genoa

Η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ κάλυψε την περίοδο από 1ης Ιουλίου 2001 έως 30 Ιουνίου 2002 (" περίοδος της έρευνας" ή " ΠΕ" ).

2.2 Ενδιάμεση επανεξέταση που περιορίζεται στη μορφή των μέτρων

(13) Όπως αναφέρεται παραπάνω στο σημείο 2 του αιτιολογικού, η Επιτροπή αποφάσισε με δική της πρωτοβουλία να αρχίσει ενδιάμεση επανεξέταση για να εξετάσει την καταλληλότητα της μορφής των ισχυόντων μέτρων ("ex-officio επανεξέταση"). Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι διαπιστώθηκαν προβλήματα εκπλήρωσης της ανειλημμένης υποχρέωσης κατά τον σχετικό έλεγχο, γεγονός που είχε επιπτώσεις στα επανορθωτικά αποτελέσματα των μέτρων. Η έναρξη της παρούσας διαδικασίας και μέρος της έρευνας σχετικά με την παρούσα επανεξέταση διεξήχθησαν συγχρόνως με την επανεξέταση για τη λήξη των μέτρων που κατέληξε στην επιβολή των ισχυόντων μέτρων με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 151/2003 του Συμβουλίου. Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα την Κοινότητα, τους εισαγωγείς, τους προμηθευτές και τους χρήστες που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, καθώς και τους αντιπροσώπους της χώρας εξαγωγής, σχετικά με την έναρξη και των δύο ερευνών, και παρέσχε στα ενδιαφερόμενα μέρη την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας.

(14) Όπως αναφέρεται στο σημείο 6 του κανονισμού αριθ. 151/2003, κατά τη διάρκεια των προαναφερθεισών ερευνών, η Επιτροπή έλαβε δύο αιτήσεις από τους εν λόγω παραγωγούς-εξαγωγείς, ήτοι τη VIZ STAL και τη NLMK, για την έναρξη των ενδιάμεσων επανεξετάσεων που περιορίζονται στα θέματα ντάμπινγκ, όπως εξηγήθηκε στο σημείο 6 του αιτιολογικού του παρόντος κανονισμού. Δεδομένου ότι και στις δύο επανεξετάσεις απαιτήθηκε διερεύνηση των θεμάτων ντάμπινγκ, που τελικά μπορεί να επηρεάσει το επίπεδο των μέτρων που υπόκεινται στην ex-officio επανεξέταση, θεωρήθηκε σκόπιμο να περατωθεί η παρούσα επανεξέταση συγχρόνως με τις ενδιάμεσες επανεξετάσεις που περιορίζονται στο ντάμπινγκ, έτσι ώστε να ληφθεί υπόψη η ενδεχόμενη μεταβολή των οικονομικών συνθηκών των εν λόγω παραγωγών-εξαγωγέων.

2.3 Κοινά συμπεράσματα

(15) Λόγω του ότι οι τρεις εν λόγω επανεξετάσεις αφορούσαν το ίδιο μέτρο αντιντάμπινγκ, θεωρήθηκε σκόπιμο, για λόγους χρηστής διαχείρισης, να περατωθούν συγχρόνως.

Β. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1. Υπό εξέταση προϊόν

(16) Το υπό εξέταση προϊόν είναι το ίδιο με αυτό της αρχικής έρευνας, ήτοι φύλλα και ταινίες από πυριτιούχο χάλυβα ψυχρής έλασης με προσανατολισμένους κόκκους για ηλεκτρικές εφαρμογές, με πλάτος που υπερβαίνει τα 500 mm, καταγωγής Ρωσίας ("GOES" ή το "υπό εξέταση προϊόν"), που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 7225 11 00 και ex 7226 11 00 (νέος κωδικός ΣΟ από την 1.1.2004). Το εν λόγω προϊόν χρησιμοποιείται για ηλεκτρομαγνητικές συσκευές και σε εγκαταστάσεις όπως μετασχηματιστές ισχύος και διανομής.

(17) Στην μάλλον σύνθετη διαδικασία παραγωγής των GOES, τα συγκροτήματα κόκκων προσανατολίζονται ομοιόμορφα προς την κατεύθυνση της έλασης του φύλλου ή της ταινίας προκειμένου να άγει μαγνητικό πεδίο με υψηλού βαθμού απόδοση. Το υπό εξέταση προϊόν οφείλει να πληροί τις προδιαγραφές σχετικά με τη μαγνητική επαγωγή, τον συντελεστή στήλης, καθώς και το ανώτατο αποδεκτό επίπεδο απωλειών ηλεκτρομαγνήτισης. Γενικά, και οι δύο πλευρές του προϊόντος καλύπτονται με λεπτή μονωτική επίστρωση.

2. Ομοειδές προϊόν

(18) Διαπιστώθηκε ότι τα GOES που παράγονται και πωλούνται στη Ρωσία έχουν τα ίδια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά με τα GOES που παράγονται στη Ρωσία και εξάγονται στην Κοινότητα. Ως εκ τούτου, τα προϊόντα αυτά πρέπει να θεωρούνται ομοειδή προϊόντα, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

Γ. ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

(19) Το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1972/2002 [9]αναγνώρισε ότι είναι σκόπιμο να επιτραπεί ο καθορισμός της κανονικής αξίας για τους Ρώσους εξαγωγείς και παραγωγούς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 1 έως 6 του βασικού κανονισμού και τροποποίησε ανάλογα τον βασικό κανονισμό. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1972/2002, η εν λόγω τροποποίηση θα πρέπει να ισχύσει μόνο για έρευνες που άρχισαν μετά την έναρξη ισχύος του, ήτοι την 8η Νοεμβρίου 2002. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι και οι δύο ενδιάμεσες επανεξετάσεις που ζήτησαν οι αιτούντες άρχισαν πριν την εν λόγω ημερομηνία, η εν λόγω τροποποίηση δεν εφαρμόζεται στις παρούσες έρευνες. Συνεπώς, όλες οι περαιτέρω αναφορές στον βασικό κανονισμό αφορούν τον κανονισμό που ίσχυε πριν την προαναφερθείσα τροποποίηση.

[9] ΕΕ L 305 της 7.11.2002, σ.1.

(20) Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο β του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία μπορεί να προσδιοριστεί σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6 του εν λόγω άρθρου μόνο εάν οι αιτούντες αποδείξουν ότι πληρούν τα κριτήρια που θεσπίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ, ήτοι ότι ισχύουν γι´αυτούς συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση ομοειδούς προϊόντος.

2. Καθεστώς οικονομίας της αγοράς ("ΚΟΑ")

(21) Υποβλήθηκαν έντυπα αίτησης για υπαγωγή σε καθεστώς οικονομίας της αγοράς εντός της προθεσμίας που καθορίζει η ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας από τους δύο αιτούντες.

(22) Η έρευνα κατέδειξε και για τους δύο αιτούντες ότι οι αποφάσεις όσον αφορά τις τιμές, το κόστος και τους συντελεστές παραγωγής είχαν ληφθεί σε συνάρτηση με τις ενδείξεις της αγοράς χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, και ότι το κόστος των σημαντικότερων συντελεστών παραγωγής αντανακλούσε τις αγοραίες τιμές. Οι εταιρείες χρησιμοποιούσαν συγκεκριμένη σειρά βασικών λογιστικών εγγράφων που αποτελούσαν αντικείμενο ανεξάρτητου ελέγχου, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα και χρησιμοποιούνταν για όλους τους σκοπούς. Το κόστος παραγωγής και η χρηματοοικονομική κατάσταση των αιτούντων δεν υπέστησαν σημαντικές στρεβλώσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν από το προηγούμενο καθεστώς μη οικονομίας της αγοράς. Και οι δύο εταιρείες υπόκεινταν σε νομοθεσία περί πτωχεύσεως και ιδιοκτησιακού καθεστώτος η οποία εγγυάται ασφάλεια δικαίου και λειτουργική σταθερότητα των επιχειρήσεων. Τέλος, ο καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών πραγματοποιήθηκε σε τιμές αγοράς. Με βάση τα παραπάνω, συνήχθη το συμπέρασμα ότι πληρούνται τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 σημείο γ του βασικού κανονισμού.

(23) Η Επιτροπή πληροφόρησε τους αιτούντες και τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής της Κοινότητας σχετικά με τις παραπάνω διαπιστώσεις και τους παρέσχε τη δυνατότητα να υποβάλουν σχόλια. Δεν ελήφθησαν σχόλια από κανένα ενδιαφερόμενο μέρος. Με βάση τα παραπάνω, συνήχθη το συμπέρασμα ότι θα πρέπει να αναγνωριστεί καθεστώς οικονομίας της αγοράς και για τους δύο αιτούντες.

3. NLMK

(24) Παρόλο που ο αιτών ζήτησε την έναρξη της τρέχουσας ενδιάμεσης επανεξέτασης, στη συνέχεια δεν παρέσχε στην Επιτροπή τις πληροφορίες που ήταν απαραίτητες για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ. Πιο συγκεκριμένα, κατά την επιτόπια έρευνα δεν ήταν δυνατόν να επαληθευθεί το κόστος παραγωγής. Επιπλέον, οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν στην απάντηση στο ερωτηματολόγιο δεν συνοδεύονταν από επαρκή αποδεικτικά στοιχεία και η πρόσβαση σε βασικές πληροφορίες δεν επιτράπηκε. Σε ορισμένες περιπτώσεις, υποβλήθηκαν παραπλανητικές πληροφορίες. Π.χ., όπως παραδέχθηκε η NLMK, το κόστος παραγωγής υποτιμήθηκε κατά περίπου 50% στην απάντηση στο ερωτηματολόγιο για το οικονομικό έτος 2001 που αλληλεπικαλύφθηκε με την περίοδο έρευνας κατά έξι μήνες. Στην πραγματικότητα, η εταιρεία δεν τεκμηρίωσε ούτε απέδειξε το αληθές του κόστους παραγωγής, όπως αναφέρθηκε στην απάντηση στο ερωτηματολόγιο. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν ήταν δυνατόν να γίνει ορθή επαλήθευση των στοιχείων της απάντησης του ερωτηματολογίου και τα στοιχεία που αναφέρθηκαν θεωρήθηκαν αναξιόπιστα.

(25) Η NLMK ενημερώθηκε για το ότι οι πληροφορίες που υπέβαλε δεν ήταν επαληθεύσιμες και συνεπώς δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Παρεσχέθη η δυνατότητα στον αιτούντα να υποβάλει περαιτέρω εξηγήσεις. Επιπλέον, του παρεσχέθηκε η δυνατότητα ακρόασης σχετικά με αυτό το θέμα. Εντούτοις, η NLMK δεν παρέσχε ικανοποιητική εξήγηση εντός της καθορισθείσας προθεσμίας.

(26) Επομένως η NLMK παραδέχθηκε τα προβλήματα σχετικά, ιδίως, με την επαλήθευση του κόστους, αλλά ισχυρίστηκε ότι, για να προσδιοριστεί το κόστος παραγωγής, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια άλλης έρευνας σχετικά με ομοειδές προϊόν. Η NLMK αναφέρθηκε στην έρευνα αντιντάμπινγκ που άρχισε τον Μάιο 2002 [10] κατά των εισαγωγών στην Κοινότητα ορισμένων φύλλων και ταινιών με προσανατολισμένους κόκκους που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρικές εφαρμογές (προϊόντα θερμής έλασης), πλάτους μη υπερβαίνοντος τα 500 mm, καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ρωσίας ("μικρά GOES"). Η NLMK αποτέλεσε αντικείμενο αυτής της έρευνας και υπέβαλε απάντηση σε ερωτηματολόγιο. Ως εκ τούτου, ισχυρίστηκε ότι οι πληροφορίες για το κόστος παραγωγής που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να προσδιοριστεί το κόστος κατά την παρούσα επανεξέταση. Η NLMK ισχυρίστηκε ότι λόγω της ομοιότητας των δύο προϊόντων, ήτοι των μικρών GOES και του υπό εξέταση προϊόντος, το κόστος θα ήταν σχεδόν το ίδιο.

[10] ΕΕ C 111 της 8.5.2002, σ.5.

(27) Εντούτοις, η έρευνα σχετικά με τα μικρά GOES και η παρούσα ενδιάμεση επανεξέταση κάλυπταν διαφορετικά προϊόντα και αποτελούσαν αντικείμενο διαφορετικών ΠΕ. Πάντως, ακόμη και αν το κόστος παραγωγής αυτών των δύο προϊόντων ήταν σχεδόν το ίδιο και για τις δύο έρευνες- πράγμα που δεν έχει αποδειχθεί- θα πρέπει να τονιστεί ότι το κόστος και οι τιμές που σχετίζονται με τις διάφορες περιόδους δεν είναι απαραίτητα συγκρίσιμα. Επιπλέον, η έρευνα σχετικά με τα μικρά GOES περατώθηκε τον Φεβρουάριο 2003 λόγω της απόσυρσης της καταγγελίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής [11]. Ως εκ τούτου, δεν συνήχθησαν τελικά συμπεράσματα ή πορίσματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα επανεξέταση. Συνεπώς συνήχθη το συμπέρασμα ότι οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά την έρευνα που σχετίζεται με τα μικρά GOES δεν θα αποτελούσε κατάλληλη βάση για να προσδιοριστεί η κανονική αξία κατά την παρούσα διαδικασία. Συνεπώς, το αίτημα της NLMK απορρίφθηκε.

[11] ΕΕ L 33 της 8.2.2003, σ.41.

(28) Μετά την κοινολόγηση, η NLMK ισχυρίστηκε ότι σημειώθηκε διάκριση εις βάρος της σε σχέση με τη VIZ STAL και ότι το κόστος θα πρέπει να υπολογιστεί με βάση εναλλακτικές πηγές, και όχι με απόρριψη του αιτήματος για επανεξέταση συνολικά. Η NLMK υποστήριξε ότι έπρεπε να είχε χρησιμοποιηθεί το κόστος της VIZ STAL ή του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(29) Αυτό το επιχείρημα ήταν αβάσιμο. Αντίθετα με την περίπτωση της NLMK, η απάντηση της VIZ STAL στο ερωτηματολόγιο επαληθεύθηκε πλήρως και οι διορθώσεις έγιναν βάσει των αναθεωρημένων στοιχείων της ίδιας της VIZ STAL (βλ. παρακάτω σημεία (40) και (56)). Στις περιπτώσεις που τα αριθμητικά στοιχεία της VIZ STAL αντικαταστήθηκαν από άλλες πηγές πληροφόρησης, αυτό δεν οφείλεται στη μη επαλήθευση των στοιχείων, αλλά στους λόγους που αναφέρονται παρακάτω στα σημεία (41) έως (49) και (57) έως (60), του αιτιολογικού.

(30) Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι σκοπός της παρούσας ενδιάμεσης επανεξέτασης ήταν να προσδιοριστεί κατά πόσον οι μεμονωμένες περιστάσεις του εν λόγω παραγωγού-εξαγωγέα μεταβλήθηκαν σημαντικά. Η ενδιάμεση επανεξέταση άρχισε μετά από αίτημα της NLMK. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι αντιφατικό να προβάλλεται πρώτα ο ισχυρισμός ότι οι μεμονωμένες συνθήκες έχουν μεταβληθεί, και, στη συνέχεια, εφόσον αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί, να προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο προσδιορισμός θα πρέπει να γίνει με βάση τα στοιχεία άλλων εταιρειών. Ο προσδιορισμός του κόστους και της κανονικής αξίας αποτελεί βασικό στοιχείο για να προσδιοριστεί η μεμονωμένη κατάσταση μιας εταιρείας όσον αφορά το ντάμπινγκ, και η πλήρης αντικατάσταση αυτών των στοιχείων θα οδηγούσε σε μη ορθά αποτελέσματα υπό αυτές τις συνθήκες.

(31) Συνεπεία των παραπάνω, η εταιρεία δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι οι περιστάσεις όσον αφορά το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε κατά την αρχική έρευνα μεταβλήθηκαν όπως αναφέρει ο ισχυρισμός. Ως εκ τούτου, η ενδιάμεση επανεξέταση όσον αφορά τη NLMK έπρεπε να περατωθεί και το περιθώριο αντιντάμπινγκ που διαπιστώθηκε κατά την αρχική έρευνα, ήτοι 40,1%, θα πρέπει να διατηρηθεί.

(32) Με βάση τα παραπάνω, το περιθώριο ντάμπινγκ, εκφρασμένο ως ποσοστό της τιμής εισαγωγής CIF στα σύνορα της Κοινότητας, είναι το εξής:

Novolipetsk Iron and Steel Corporation (NLMK), Lipetsk: 40.1%

4. VIZ STAL

4.1 Ντάμπινγκ

α) Κανoνική αξία

(33) Όσον αφορά τη VIZ STAL, διαπιστώθηκε κατά πρώτον ότι οι συνολικές εγχώριες πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος ήταν αντιπροσωπευτικές σε σύγκριση με τις συνολικές εξαγωγικές πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, και δεδομένου ότι ο συνολικός όγκος των εγχώριων πωλήσεων της VIZ STAL υπερέβαινε το 5% του συνολικού όγκου των εξαγωγικών πωλήσεων στην Κοινότητα, οι εγχώριες πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικές.

(34) Στη συνέχεια, προσδιορίστηκαν οι τύποι GOES που πωλήθηκαν στην εγχώρια αγορά από τον αιτούντα και που ήταν πανομοιότυποι ή άμεσα συγκρίσιμοι με τους τύπους που πωλήθηκαν για εξαγωγή στην Κοινότητα.

(35) Για καθέναν από τους τύπους που πωλήθηκαν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς στην εγχώρια αγορά και οι οποίοι αποδείχθηκε ότι ήταν άμεσα συγκρίσιμοι με τον τύπο που πωλήθηκε προς εξαγωγή στην Κοινότητα, εξετάστηκε κατά πόσον οι εγχώριες πωλήσεις ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτικές κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Οι εγχώριες πωλήσεις συγκεκριμένου τύπου GOES θεωρήθηκαν επαρκώς αντιπροσωπευτικές εφόσον ο όγκος των συνολικών εγχωρίων πωλήσεων του εν λόγω τύπου κατά την ΠΕ αντιπροσώπευε 5% ή περισσότερο του συνολικού όγκου πωλήσεων του συγκρίσιμου τύπου GOES που εξήχθη στην Κοινότητα.

(36) Εξετάστηκε επίσης κατά πόσον οι εγχώριες πωλήσεις κάθε τύπου του προϊόντος θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 και 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, με τον προσδιορισμό της αναλογίας των αποδοτικών πωλήσεων σε ανεξάρτητους πελάτες του εν λόγω τύπου. Οι εγχώριες πωλήσεις θεωρήθηκαν επικερδείς, στις περιπτώσεις που η καθαρή τιμή πώλησης ήταν ίση ή μεγαλύτερη από το κόστος παραγωγής που υπολογίστηκε για κάθε εν λόγω τύπο (εφεξής " επικερδείς πωλήσεις" ). Στις περιπτώσεις που ο όγκος των πωλήσεων ενός τύπου του προϊόντος, που πραγματοποιήθηκαν σε καθαρή τιμή πώλησης ίση ή μεγαλύτερη από το υπολογισθέν κόστος παραγωγής, αντιπροσώπευε τουλάχιστον το 80% του συνολικού όγκου των πωλήσεων του εν λόγω τύπου και στις περιπτώσεις που η μέση σταθμισμένη τιμή αυτού του τύπου ήταν ίση ή μεγαλύτερη από το κόστος παραγωγής, η κανονική αξία καθορίστηκε με βάση την πραγματική εγχώρια τιμή, με τον υπολογισμό του μέσου σταθμισμένου όρου των τιμών όλων των εγχώριων πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά την ΠΕ, ανεξαρτήτως του αν οι εν λόγω πωλήσεις ήταν επικερδείς ή όχι. Στις περιπτώσεις που ο όγκος των επικερδών πωλήσεων ενός τύπου του υπό εξέταση προϊόντος αντιπροσώπευε λιγότερο από 80%, αλλά τουλάχιστον 10%, του συνολικού όγκου των πωλήσεων, η κανονική αξία υπολογίστηκε με βάση την πραγματική εγχώρια τιμή, υπολογιζόμενη ως σταθμισμένος μέσος όρος των τιμών που εφαρμόστηκαν μόνο στις επικερδείς πωλήσεις.

(37) Στις περιπτώσεις που ο όγκος των επικερδών πωλήσεων ενός τύπου αντιπροσώπευε ποσοστό κατώτερο του 10% του συνολικού όγκου των πωλήσεων του εν λόγω τύπου στην εγχώρια αγορά, θεωρήθηκε ότι ο συγκεκριμένος αυτός τύπος πωλήθηκε σε ανεπαρκείς ποσότητες και ότι συνεπώς η εγχώρια τιμή δεν μπορεί να αποτελέσει κατάλληλη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

(38) Με βάση τα παραπάνω διαπιστώθηκε ότι οι συνολικές εγχώριες πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

(39) Στις περιπτώσεις που οι εγχώριες τιμές ενός συγκεκριμένου τύπου δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, χρειάσθηκε να κατασκευαστεί κανονική αξία. Συνεπώς εξετάστηκε κατά πόσον το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής, ή οι εγχώριες τιμές άλλων παραγωγών στη χώρα καταγωγής θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για την κατασκευή κανονικής αξίας, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παράγραφος 1 και 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

(40) Όσον αφορά το κόστος παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος που ανέφερε η VIZ STAL, χρειάσθηκε να διορθωθεί για να ληφθεί υπόψη το κόστος κατασκευής διαφόρων τύπων του υπό εξέταση προϊόντος. Διαπιστώθηκε ότι ορισμένα χαρακτηριστικά του προϊόντος είχαν πράγματι επίπτωση στο κόστος και στις τιμές ενός ορισμένου τύπου προϊόντος. Ως εκ τούτου, τα στοιχεία που υπέβαλε η VIZ STAL για το κόστος παραγωγής δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν αυτά καθαυτά και έπρεπε να συναχθούν πορίσματα με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Ελλείψει άλλης ικανοποιητικότερης μεθόδου, θεωρήθηκε ότι η διαφορά του κόστους παραγωγής των διαφόρων τύπων GOES θα πρέπει να έχει την ίδια αναλογία με τη διαφορά των τιμών πώλησης αυτών των τύπων του προϊόντος. Επομένως το κόστος κάθε τύπου GOES που παρήχθη εκτιμήθηκε με βάση τη διαφορά μεταξύ του μέσου όρου των εγχωρίων τιμών πώλησης συγκεκριμένου τύπου GOES σε σύγκριση με τον συνολικό μέσον όρο των εγχωρίων τιμών όλων των τύπων του προϊόντος.

(41) Εξάλλου, σημειώνεται ότι η VIZ STAL συνήψε μακροπρόθεσμη συμφωνία με τον προμηθευτή της πρώτων υλών, η οποία ίσχυε κατά την ΠΕ. Οι πρώτες ύλες που αγοράστηκαν από τον εν λόγω προμηθευτή ήταν ταινίες θερμής έλασης («ΤΘΕ»). Σύμφωνα με την εν λόγω συμφωνία, ο προμηθευτής είχε αποκλειστικό δικαίωμα να προμηθεύσει πρώτες ύλες στον εν λόγω παραγωγό-εξαγωγέα κατά την ΠΕ. Ο προμηθευτής παρήγαγε ειδικά προσαρμοσμένες στις ανάγκες ΤΘΕ σύμφωνα με τις προδιαγραφές των παραγωγών-εξαγωγέων. Ο παραγωγός-εξαγωγέας όφειλε να αγοράσει ολόκληρη την παραγωγή ΤΘΕ του προμηθευτή του, ακόμη και αν δεν πληρούνταν οι απαιτούμενες προδιαγραφές. Προκαθορίστηκαν τιμές αγοράς σε ορισμένο επίπεδο, με εγγύηση ανεξάρτητα από την ποιότητα των παραδιδόμενων πρώτων υλών. Διαπιστώθηκε επιπλέον ότι οι τεχνίτες που απασχολούσε ο εν λόγω παραγωγός-εξαγωγέας διεξήγαγαν τακτικούς ποιοτικούς ελέγχους στις εγκαταστάσεις του προμηθευτή.

(42) Παρόλο που η έρευνα δεν κατέδειξε άμεση συμμετοχή ή δικαιώματα ελέγχου μεταξύ των δύο εταιρειών, συνήχθη το συμπέρασμα, με βάση τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά την έρευνα, ότι η σχέση μεταξύ του εν λόγω παραγωγού-εξαγωγέα και του προμηθευτή του ήταν ιδιαίτερα ισχυρή. Συνεπώς, η σχέση μεταξύ της VIZ STAL και του προμηθευτή της δεν περιοριζόταν στην πώληση, αλλά υπερέβαινε μια τέτοια απλή συναλλαγή. Πιο συγκεκριμένα, η VIZ STAL είχε έλεγχο επί την παραγωγής ΤΘΕ στην εγκατάσταση παραγωγής του προμηθευτή της, πράγμα που δείχνει ότι οι εν λόγω εταιρείες συνδέονταν επίσης στο στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας ΤΘΕ. Ως εκ τούτου, η σχέση μεταξύ της VIZ STAL και του προμηθευτή της ήταν τόσο σχέση πώλησης όσο και σχέση κατασκευής, ήτοι υπερέβαινε την απλή σχέση αγοραστή/πωλητή.

(43) Με βάση την προαναφερθείσα συμφωνία, συνήχθη επίσης το συμπέρασμα ότι η VIZ STAL δεν ήταν ελεύθερη να προμηθευτεί πρώτες ύλες από άλλους προμηθευτές κατά την ΠΕ, αλλά εξαρτιόταν από έναν αποκλειστικά προμηθευτή. Συνεπώς η VIZ STAL ήταν υποχρεωμένη να αγοράσει ΤΘΕ χαμηλότερης ποιότητας ακόμη και αν οι πρώτες ύλες δεν πληρούσαν τις απαιτούμενες προδιαγραφές για την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος. Από την άλλη πλευρά, οι τιμές ΤΘΕ δεν ήταν δυνατόν να προσαρμοστούν σύμφωνα με το παραδιδόμενο προϊόν, λόγω του ότι ήταν προκαθορισμένες. Εξάλλου, ο προμηθευτής της VIZ STAL δεν ήταν ελεύθερος να προμηθεύσει άλλους πελάτες με ΤΘΕ, διότι ήταν υποχρεωμένος να παράγει αποκλειστικά για τη VIZ STAL σε συγκεκριμένη ποιότητα που καθορίζει η VIZ STAL.

(44) Στη συνέχεια εξετάστηκε κατά πόσον τα στοιχεία για τις τιμές που εφαρμόστηκαν μεταξύ των εν λόγω μερών ήταν δυνατόν να θεωρηθούν αξιόπιστα. Εν προκειμένω, θεωρήθηκε ότι οι τιμές αγοράς μεταξύ της VIZ STAL και του προμηθευτή της, συνεπεία της μακροπρόθεσμης συμφωνίας που είχε συναφθεί μεταξύ τους, καθορίστηκαν σε τεχνητό επίπεδο κατά την ΠΕ. Η έρευνα απεκάλυψε εξάλλου ότι οι τιμές ΤΘΕ παρουσίασαν ασυνήθιστη εξέλιξη και παρέμειναν στο ίδιο επίπεδο καθόλη την ΠΕ, ανεξάρτητα από την ποιότητα του αγορασθέντος προϊόντος ή άλλων συνθηκών αγοράς, όπως είναι οι διακυμάνσεις των τιμών ενέργειας, μιας από τις σημαντικότερες πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ΤΘΕ. Θεωρήθηκε επίσης ότι, όπως αναφέρεται στα σημεία (42) και (43) του αιτιολογικού, η VIZ STAL και ο προμηθευτής της είχαν σχέση που ξεπερνούσε την απλή σχέση αγοραστή/πωλητή. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεώρησε ότι τα έξοδα που σχετίζονταν με την τιμή αγοράς ΤΘΕ δεν αντικατοπτρίζονταν εύλογα στους λογαριασμούς της VIZ STAL κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού και συνεπώς έπρεπε να προσαρμοστούν.

(45) Μετά την κοινολόγηση, η VIZ STAL ισχυρίστηκε ότι ήταν εντελώς ανεξάρτητη από τον προμηθευτή ΤΘΕ και ότι τα δύο μέρη ήταν πράγματι ελεύθερα να επιλέγουν τους επιχειρηματικούς τους εταίρους όσον αφορά τις ΤΘΕ. Εντούτοις, αυτή η δήλωση ερχόταν σε αντίθεση με τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν κατά την έρευνα και συνεπώς απερρίφθη. Η VIZ STAL προέβαλε επίσης το επιχείρημα ότι παρόμοιοι συμβατικοί διακανονισμοί ήταν κοινοί σε κλάδους παραγωγής αυτού του τύπου. Το επιχείρημα αυτό δεν συνοδευόταν από αποδεικτικά στοιχεία και δεν επιβεβαιωνόταν από τα πορίσματα της παρούσας έρευνας. Εν πάση περιπτώσει, η ύπαρξη τέτοιου είδους διακανονισμών θεωρήθηκε ότι δεν έχει σχέση με την παρούσα υπόθεση. Επιπλέον, οι διακανονισμοί αυτού του τύπου και η επίπτωσή τους στο κόστος και στις τιμές που σχετίζονται με το εν λόγω προϊόν θα έπρεπε να εξεταστούν για κάθε περίπτωση ξεχωριστά.

(46) Η VIZ STAL αντέταξε στο συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι τιμές αγοράς ΤΘΕ δεν ακολούθησαν τις συνήθεις διακυμάνσεις στην αγορά, ισχυριζόμενη ότι το αγορασθέν προϊόν ήταν ειδικής ποιότητας και υπόκειτο σε ειδικούς όρους αγοράς σε σύγκριση με άλλους τύπους ΤΘΕ. Προέβαλε επίσης τον ισχυρισμό ότι η εξέλιξη της τιμής ΤΘΕ που χρησιμοποιείται για την παραγωγή GOES στην Κοινότητα θα ήταν παρόμοια με αυτήν στην Ρωσία. Η VIZ STAL ισχυρίστηκε εξάλλου ότι η σύγκριση των τιμών ΤΘΕ με τις τιμές της ενέργειας, και ιδίως του φυσικού αερίου, δεν θα είχε νόημα, διότι η κύρια πρώτη ύλη που χρησιμοποιήθηκε από τον προμηθευτή της VIZ STAL ήταν ο άνθρακας. Σε γενικές γραμμές, η VIZ STAL αμφισβήτησε κάθε σχέση μεταξύ της εξέλιξης των τιμών ενέργειας και των τιμών των προϊόντων χάλυβα.

(47) Οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν σχετικά με τις διαφορές ποιότητας και συνθηκών αγοράς μεταξύ των διαφόρων τύπων ΤΘΕ δεν αναφέρθηκαν ούτε στην απάντηση στο ερωτηματολόγιο, ούτε κατά την επιτόπια επαλήθευση των στοιχείων, παρόλο που είχε ζητηθεί λεπτομερής περιγραφή του τύπου ΤΘΕ που αγοράστηκε κατά την ΠΕ πριν από την επιτόπια επαλήθευση των στοιχείων. Οι πληροφορίες που υπέβαλε η VIZ STAL μετά την επιτόπια επαλήθευση των στοιχείων, ήτοι κατά πολύ εκτός της προθεσμίας που ορίστηκε στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας, δεν ήταν δυνατόν να επαληθευθούν και συνεπώς απορρίφθηκαν. Eν πάση περιπτώσει, αναφέρεται ότι οι τιμές ΤΘΕ στην Κοινότητα υπόκεινταν σε σημαντικές διακυμάνσεις κατά την ΠΕ και ότι σημειώθηκαν επίσης σημαντικές διακυμάνσεις των τιμών άλλων τύπων ΤΘΕ στην παγκόσμια αγορά. Αυτές οι εξελίξεις έδειξαν ότι η τιμή που καθορίστηκε για τις ΤΘΕ στη ρωσική εγχώρια αγορά δεν ακολούθησε τις συνήθεις διακυμάνσεις στην αγορά, αλλά επηρεάστηκε από τη σχέση μεταξύ της VIZ STAL και του προμηθευτή της.

(48) Όσον αφορά τις τιμές ενέργειας, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο προμηθευτής της VIZ STAL δεν υπέβαλε απάντηση στο ερωτηματολόγιο και συνεπώς δεν αποτέλεσε αντικείμενο της παρούσας έρευνας. Ούτε η VIZ STAL δεν υπέβαλε αποδεικτικά στοιχεία για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της. Ως εκ τούτου, η τρέχουσα έρευνα δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει ότι ο προμηθευτής της VIZ STAL πράγματι χρησιμοποίησε τον άνθρακα ως κύρια εισροή για την παραγωγή ΤΘΕ. Επίσης, η VIZ STAL δεν υπέβαλε αποδεικτικά στοιχεία για το ότι οι διακυμάνσεις των τιμών στον τομέα της ενέργειας και του χάλυβα δεν συνδέονται μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, μπορεί κανείς να αναμένει εύλογα ότι οι διακυμάνσεις των τιμών ενέργειας θα πρέπει, υπό κανονικές συνθήκες σε μια ελεύθερη αγορά, να έχουν επίπτωση στις τιμές ΤΘΕ.

(49) Δεδομένων των παραπάνω, οι αναφερθείσες τιμές ΤΘΕ δεν θεωρήθηκαν αξιόπιστες. Επομένως, το κόστος των ΤΘΕ προσαρμόστηκε. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αναγκάστηκε να προσδιορίσει τις τιμές ΤΘΕ όσον αφορά τον εν λόγω αιτούντα με βάση το κόστος για άλλους παραγωγούς ή εξαγωγείς στην ίδια χώρα, ή, στις περιπτώσεις που οι εν λόγω πληροφορίες δεν ήταν διαθέσιμες ή δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, σε οποιαδήποτε άλλη λογική βάση. Όπως αναφέρθηκε στα σημεία (24) έως (31) του αιτιολογικού, το κόστος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους του άλλου γνωστού παραγωγού ΤΘΕ στη Ρωσία, δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν γνώριζε κανέναν άλλο παραγωγό του εν λόγω προϊόντος ή παραγωγούς ΤΘΕ στη Ρωσία, το κόστος των ΤΘΕ όσον αφορά τη VIZ STAL προσδιορίστηκε με βάση οποιαδήποτε άλλη εύλογη πληροφορία. Ελλείψει άλλων πιο αξιόπιστων πληροφοριών, το κόστος κατασκευής για τον αιτούντα ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί μόνο με βάση τις τιμές ΤΘΕ στην Κοινότητα.

(50) Μετά την κοινολόγηση, η VIZ STAL ισχυρίστηκε επίσης ότι οι τιμές ΤΘΕ στην Κοινότητα θα πρέπει να προσαρμοστούν για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στα φυσικά χαρακτηριστικά, στην παραγωγική διαδικασία, στο κόστος μεταφοράς και στις συνθήκες πώλησης.

(51) Όσον αφορά τις διαφορές των φυσικών χαρακτηριστικών, λήφθηκαν υπόψη με τον αποκλεισμό των τύπων ΤΘΕ υψηλής ποιότητας που δεν παράγονται στη Ρωσία κατά τον προσδιορισμό του μέσου όρου της τιμής ΤΘΕ στην Κοινότητα. Συνεπώς δεν δικαιολογείτο άλλη προσαρμογή.

(52) Όσον αφορά τις διάφορες παραγωγικές διαδικασίες που χρησιμοποιούνται στη Ρωσία και στην Κοινότητα, η VIZ STAL ισχυρίστηκε ότι η τεχνολογία που χρησιμοποιείται στην Κοινότητα απαιτεί μεγαλύτερη εισροή ενέργειας, δημιουργεί περισσότερα απόβλητα και έχει μεγαλύτερη απόδοση παραγωγής. Εντούτοις, παρόλο που η παραγωγική διαδικασία που χρησιμοποιείται κυρίως στην Κοινότητα απαιτεί πράγματι μεγαλύτερη εισροή ενέργειας, διαπιστώθηκε ότι δημιουργεί σημαντικά λιγότερα απόβλητα. Ως εκ τούτου, η συνολική αποδοτικότητα των διαφόρων διαδικασιών θεωρήθηκε ίση και το κόστος παραγωγής το ίδιο. Συνεπώς, δεν δικαιολογείτο καμία προσαρμογή.

(53) Όσον αφορά τις διαφορές στους όρους πώλησης, η VIZ STAL ισχυρίστηκε ότι οι τιμές στην Κοινότητα βρίσκονταν σε «μονοπωλιακό επίπεδο», αλλά δεν εξήγησε μέχρι ποιου σημείου αυτό είχε επίπτωση στην τιμή ή στη σύγκριση της τιμής. Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι όροι πώλησης ήταν οι ίδιοι και στις δύο αγορές, ήτοι ότι υπήρχε μόνο ένας παραγωγός ΤΘΕ που πωλούσε το προϊόν και στις δύο εγχώριες αγορές. Στη Ρωσία ωστόσο, οι τιμές επηρεάζονταν ακόμη περισσότερο από τη σχέση μεταξύ του εν λόγω παραγωγού-εξαγωγέα και του προμηθευτή. Συνεπώς, δεν δικαιολογείτο καμία προσαρμογή.

(54) Όσον αφορά το κόστος μεταφοράς για τις αγορές ΤΘΕ, δεν δικαιολογείτο προσαρμογή διότι οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής υπολογίζονταν με βάση τις τιμές «εκ του εργοστασίου», ήτοι με εξαίρεση το κόστος μεταφοράς.

(55) Μετά την κοινολόγηση, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ισχυρίστηκε ότι οι τιμές ενέργειας (ιδίως του φυσικού αερίου) στη ρωσική εγχώρια αγορά δεν οφείλονταν στην αλληλεπίδραση των δυνάμεων της ελεύθερης αγοράς, οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον προσδιορισμό του κόστους παραγωγής για τη VIZ STAL. Σχετικά με αυτό σημειώνεται ότι η Επιτροπή παρέσχε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής τη δυνατότητα να υποβάλει σχόλια για την αναγνώριση καθεστώτος οικονομίας της αγοράς στους δύο Ρώσους παραγωγούς-εξαγωγείς. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν επέστησε την προσοχή στην ανάγκη εξέτασης των επιπτώσεων των ρωσικών τιμών φυσικού αερίου κατά τον μετέπειτα προσδιορισμό της κανονικής αξίας (βλ. παραπάνω, σημείο 23 του αιτιολογικού). Παρόλο που οι τιμές στη Ρωσία μπορεί να μην είναι ομοιόμορφες για τις διάφορες περιοχές και τους πελάτες τους, δεν ήταν δυνατόν στο όψιμο αυτό στάδιο της διαδικασίας να διερευνηθεί διεξοδικότερα το θέμα των τιμών ενέργειας. Εν πάση περιπτώσει, η έρευνα απεκάλυψε ότι η άμεση εισροή ενέργειας της VIZ STAL στην παραγωγή GOES δεν ήταν σημαντική και συνεπώς είχε μικρή μόνο επίπτωση στο κόστος παραγωγής. Όσον αφορά τον προμηθευτή της ΤΘΕ, όπως αναφέρεται παραπάνω στο σημείο 48 του αιτιολογικού, η εν λόγω εταιρεία δεν αποτέλεσε αντικείμενο άμεσης έρευνας κατά την παρούσα ενδιάμεση επανεξέταση και δεν συνήχθησαν συμπεράσματα όσον αφορά την αξιοπιστία των στοιχείων για το κύριο κόστος εισροής ενέργειας του προμηθευτή. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι οι τιμές μεταξύ της VIZ STAL και του προμηθευτή της διαπιστώθηκε ότι δεν είναι αξιόπιστες και αντικαταστάθηκαν από τις τιμές που εφήρμοσε η κοινοτική αγορά, οι τυχόν στρεβλώσεις των τιμών είχαν ήδη εξουδετερωθεί.

(56) Για να υπολογιστεί το πλήρες κόστος παραγωγής GOES, έπρεπε να προσδιοριστούν τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα («έξοδα ΠΓ&Δ» ). Η VIZ STAL ισχυρίστηκε ότι ορισμένες δαπάνες που σημειώθηκαν πριν την ΠΕ, αλλά καταγράφηκαν κατά την ΠΕ πρέπει να θεωρηθούν ως απλές λογιστικές δαπάνες και να αφαιρεθούν από τα έξοδα ΠΓ&Δ . Εντούτοις, δεν υποβλήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία για το εάν αυτές οι δαπάνες σημειώθηκαν de facto πριν την ΠΕ. Πράγματι, οι υπό εξέταση δαπάνες αυξήθηκαν σημαντικά σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη, και συνεπώς δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι πράγματι σημειώθηκαν αυτές οι δαπάνες κατά την ΠΕ.

(57) Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, οι χρηματοπιστωτικές δαπάνες έπρεπε να προστεθούν στα έξοδα ΠΓ&Δ που αναφέρθηκαν. Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώθηκε ότι ένα συνδεδεμένο μέρος είχε χορηγήσει στη VIZ STAL άτοκα δάνεια σε δολάρια ΗΠΑ. Δεδομένου ότι τα έξοδα ΠΓ&Δ δεν αντανακλούσαν συνεπώς πλήρως όλες τις δαπάνες που σχετίζονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος, προστέθηκε το ποσό των χρηματοπιστωτικών δαπανών υπό κανονικές συνθήκες αγοράς. Για τον σκοπό αυτό, εφαρμόστηκε το επιτόκιο για τέτοιου είδους δάνεια υπό συνθήκες αγοράς κατά την ΠΕ στα δάνεια που χορηγήθηκαν. Ελλείψει καταλληλότερης μεθόδου, το συνολικό ποσό των καταβληθέντων τόκων κατανεμήθηκε στο υπό εξέταση προϊόν με βάση τον κύκλο εργασιών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

(58) Η VIZ STAL αντιτέθηκε στην προσαρμογή που υπέστησαν τα έξοδα ΠΓ&Δ όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές δαπάνες. Η VIZ STAL ισχυρίστηκε ότι το συμβαλλόμενο μέρος που της χορήγησε το εν λόγω δάνειο ήταν μέτοχος πλειοψηφίας της VIZ STAL και θα μπορούσε να είχε προτιμήσει να αυξήσει το μετοχικό κεφάλαιο, πράγμα που δεν θα είχε χρηματοοικονομικό κόστος. Εξάλλου, η VIZ STAL ισχυρίστηκε ότι οι επιστροφές πραγματοποιήθηκαν κατά την ΠΕ και ότι το επιτόκιο που εφαρμόστηκε θα πρέπει να είναι αυτό που θα μπορούσε να εξασφαλιστεί στην εγχώρια αγορά του χορηγού του δανείου. Τέλος, η VIZ STAL ισχυρίστηκε ότι μέρος των καταβληθέντων τόκων (ονομαστικό επιτόκιο) έχουν ήδη συμπεριληφθεί στα έξοδα ΠΓ&Δ και δεν θα πρέπει να υπολογιστούν δύο φορές. Συνεπώς το ποσό του πρόσθετου χρηματοοικονομικού κόστους θα πρέπει να μειωθεί ανάλογα.

(59) Το πρώτο αίτημα απορρίφθηκε διότι το κόστος θα πρέπει να αντικατοπτρίζει όλες τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος, πράγμα που δεν συνέβη, όπως εξηγήθηκε παραπάνω στο σημείο (57) του αιτιολογικού. Υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, η VIZ STAL θα είχε αναγκαστεί να αναζητήσει χρηματοοικονομικούς πόρους στην ελεύθερη αγορά και θα είχε υποβληθεί σε πρόσθετες χρηματοοικονομικές δαπάνες οι οποίες θα αντικατοπτρίζονταν στις δαπάνες της. Σημειώνεται επίσης ότι τα δάνεια και οι μετοχές δεν αλληλο-υπoκαθιστούνται διότι έχουν εντελώς διαφορετικές επιπτώσεις. Πράγματι, ενώ το δάνειο επιστρέφεται, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις μετοχές.

(60) Θεωρήθηκε ότι το καταλληλότερο επιτόκιο θα ήταν αυτό που ισχύει στην εγχώρια αγορά του δανειζόμενου, διότι θα αντανακλούσε με κατάλληλο τρόπο τις δαπάνες που σχετίζονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος στη ρωσική εγχώρια αγορά, για την οποία προσδιορίζεται κανονική αξία. Εν πάση περιπτώσει, η VIZ STAL δεν υπέβαλε αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά το επιτόκιο που, κατά τον ισχυρισμό, εφαρμόζεται στην εγχώρια αγορά του χορηγού του δανείου. H VIZ STAL υπέβαλε ορισμένες πρόσθετες πληροφορίες μετά την κοινολόγηση της επιστροφής του κεφαλαίου κίνησης, οι οποίες δεν ήταν δυνατόν πλέον να επαληθευθούν, λόγω του ότι η διαδικασία βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο, και συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να ληφθούν υπόψη. Επιπλέον, δεν υποβλήθηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι μέρος των καταβληθέντων τόκων είχε ήδη συμπεριληφθεί στα έξοδα ΠΓ&Δ ή ότι η VIZ STAL είχε πράγματι καταβάλει τόκους. Επομένως, απερρίφθη αυτός ο ισχυρισμός.

(61) Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ισχυρίστηκε ότι οι στρεβλώσεις όσον αφορά την εκτίμηση και την απόσβεση των στοιχείων του ενεργητικού θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό των εξόδων ΠΓ&Δ . Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι τα έξοδα ΠΓ&Δ θα ήταν σημαντικά υψηλότερα από ότι στην Κοινότητα, λόγω, ιδίως, των υψηλότερων δαπανών για την εξυπηρέτηση των πελατών, του υψηλότερου κόστους Ε&Α και των μεγαλύτερων δαπανών για απαραίτητα επικοινωνιακά μέσα και συστήματα τεχνολογίας της πληροφόρησης.

(62) Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν υπέβαλε αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τους παραπάνω ισχυρισμούς. Εξάλλου, αυτοί οι ισχυρισμοί πραγματοποιήθηκαν επίσης σε πολύ όψιμο στάδιο της διαδικασίας και, συνεπώς, δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο λεπτομερούς έρευνας. Επομένως, απερρίφθησαν οι παραπάνω ισχυρισμοί.

(63) Επιπλέον, εξετάστηκε κατά πόσον η κανονική αξία μπορούσε να προσδιοριστεί με βάση τις εγχώριες τιμές άλλων παραγωγών σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι για τον άλλο αιτούντα, την NLMK, δεν υπήρχαν αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τις εγχώριες τιμές πώλησης του υπό εξέταση προϊόντος (όπως εξηγήθηκε παραπάνω στα σημεία (24) έως (31) του αιτιολογικού), και δεδομένου ότι υπήρχαν άλλοι συνεργασθέντες πωλητές ή παραγωγοί στη ρωσική εγχώρια αγορά εκτός από τους αιτούντες, η Επιτροπή δεν διέθετε πληροφορίες σχετικά με τις εγχώριες τιμές πώλησης άλλου παραγωγού.

(64) Ως εκ τούτου, σε όλες τις περιπτώσεις που χρησιμοποιήθηκε η κανονική αξία, αυτή κατασκευάστηκε με τη προσθήκη στο κόστος παρασκευής των εξαγόμενων τύπων, το οποίο προσαρμόστηκε εφόσον κρίθηκε απαραίτητο, εύλογου ποσοστού για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα (έξοδα ΠΓ&Δ ) και εύλογου περιθωρίου κέρδους, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

(65) Για τον σκοπό αυτό, εξετάστηκε κατά πόσον τα έξοδα ΠΓ&Δ και το κέρδος που απεκόμισε ο αιτών στην εγχώρια αγορά, διορθωμένα όπως περιγράφεται παραπάνω, αποτελούσαν αξιόπιστα στοιχεία. Τα πραγματικά εγχώρια έξοδα ΠΓ&Δ θεωρήθηκαν αξιόπιστα δεδομένου ότι ο όγκος των εγχωρίων πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορούσε να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικός. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι συνολικές εγχώριες πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος δεν πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές κατά την έννοια του βασικού κανονισμού (βλ. παραπάνω σημείο (38) του αιτιολογικού), το εγχώριο περιθώριο κέρδους δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί σύμφωνα με την πρώτη πρόταση του άρθρου 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν στοιχεία για τα έξοδα ΠΓ&Δ και το περιθώριο κέρδους άλλων εξαγωγέων ή παραγωγών που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας έρευνας και δεδομένου ότι η VIZ STAL δεν παρήγαγε ή πώλησε άλλα προϊόντα που υπάγονται στην ίδια γενική κατηγορία προϊόντων με τα GOES, το εγχώριο περιθώριο κέρδους καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού, ήτοι με οποιαδήποτε άλλη εύλογη μέθοδο. Ελλείψει άλλων πιο αξιόπιστων στοιχείων, το περιθώριο κέρδους στην εγχώρια αγορά εκτιμήθηκε σε 10% του κόστους παραγωγής. Δεδομένων των επενδύσεων στη Ρωσία, που εξακολουθεί να θεωρείται ως νέα οικονομία αγοράς με δυναμικότερες προοπτικές ανάπτυξης και υψηλότερο περιθώριο πληθωρισμού απ' ότι στις περισσότερες πιο ανεπτυγμένες οικονομίες και επομένως με υψηλότερες προσδοκίες απόδοσης των τυχόν επενδύσεων κεφαλαίου, το περιθώριο κέρδους 10% που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα έρευνα θεωρήθηκε ως μετριοπαθής εκτίμηση.

β) Τιμή εξαγωγής

(66) Η VIZ STAL ανήκει, σε μεγάλο βαθμό, και βρίσκεται υπό τον έλεγχο συνδεδεμένης εταιρείας χαρτοφυλακίου/εμπορικής εταιρείας στην Ελβετία. Όλες οι εξαγωγικές πωλήσεις κατά την περίοδο έρευνας πραγματοποιήθηκαν μέσω της ελβετικής εταιρείας σε συνδεδεμένο εισαγωγέα στην Κοινότητα, ο οποίος μεταπώλησε το εν λόγω προϊόν στους τελικούς πελάτες στην Κοινότητα. Ως εκ τούτου, οι τιμές εξαγωγής κατασκευάστηκαν με βάση τις τιμές μεταπώλησης στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην Κοινότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού.

(67) Έγιναν προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη όλα τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των ΠΓ&Δ, που επιβάρυναν τον συνδεδεμένο εισαγωγέα στην Κοινότητα μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης, καθώς και εύλογο περιθώριο κέρδους, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού.

(68) Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρεται παρακάτω στο σημείο 75 του αιτιολογικού, πραγματοποιήθηκε προσαρμογή στην τιμή εξαγωγής για το κόστος πίστωσης (ήτοι το χρηματοοικονομικό κόστος) για τους όρους πληρωμής που παραχώρησε ο συνδεδεμένος εισαγωγέας στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή στην Κοινότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο ζ) του βασικού κανονισμού, όπως ισχυρίστηκε η VIZ STAL στην απάντησή της στο ερωτηματολόγιο. Από την άλλη πλευρά, κατά την κατασκευή των τιμών εξαγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, πραγματοποιήθηκαν επίσης προσαρμογές για όλες τις δαπάνες που μεσολάβησαν μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης του υπό εξέταση προϊόντος. Στα στοιχεία για τα οποία πραγματοποιήθηκε προσαρμογή συμπεριλήφθηκε μεταξύ άλλων, ένα εύλογο περιθώριο για τα έξοδα ΠΓ&Δ του συνδεδεμένου εισαγωγέα. Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα εν λόγω έξοδα ΠΓ&Δ μπορεί να περιλαμβάνουν χρηματοοικονομικά έξοδα, που προκύπτουν από τους προαναφερθέντες όρους πληρωμής. Ως εκ τούτου, για να αποφευχθεί η διπλή αφαίρεση του χρηματοοικονομικού κόστους, ήτοι i) του χρηματοοικονομικού κόστους που προκύπτει από τους όρους πληρωμής που αναφέρονται παραπάνω και αφαιρούνται βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο ζ) του βασικού κανονισμού, και ii) του χρηματοοικονομικού κόστους που αποτελεί μέρος των εξόδων ΠΓ&Δ του συνδεδεμένου εισαγωγέα, ο συνδεδεμένος εισαγωγέας είχε την ευκαιρία να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι υποβλήθηκε σε χρηματοοικονομικά έξοδα για να χρηματοδοτήσει τους όρους πληρωμής που παραχώρησε στους ανεξάρτητους πελάτες του στην Κοινότητα. Ο συνδεδεμένος εισαγωγέας δεν υπέβαλε ωστόσο τεκμηριωμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αυτό πράγματι συνέβη και συνεπώς πρέπει να αφαιρεθεί το σύνολο των εξόδων ΠΓ&Δ του εισαγωγέα από την κατασκευασμένη τιμή εξαγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού.

(69) Μετά την κοινολόγηση, η VIZ STAL ισχυρίστηκε ότι μέρος των χρηματοοικονομικών εξόδων που αφαιρέθηκαν από την τιμή εξαγωγής, βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο ζ) του βασικού κανονισμού, συμπεριλήφθηκαν στα έξοδα ΠΓ&Δ του συνδεδεμένου εισαγωγέα και ότι ο υπολογισμός της κατασκευασμένης τιμής εξαγωγής θα πρέπει συνεπώς να αναθεωρηθεί για να αποφευχθεί διπλή αφαίρεση αυτών των εξόδων. Σημειώνεται ότι αυτός ο ισχυρισμός προβλήθηκε για πρώτη φορά μετά την κοινολόγηση και ότι ακόμη και σε αυτό το στάδιο δεν υποβλήθηκαν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την άποψη της VIZ STAL. Επιπλέον, ο έλεγχος των εγκαταστάσεων του συνδεδεμένου εισαγωγέα δεν επιβεβαίωσε ότι το κόστος της πίστωσης που χορήγησε η VIZ STAL στον ανεξάρτητο πελάτη στην Κοινότητα βάρυνε πράγματι τον συνδεδεμένο εισαγωγέα και συνεπώς συμπεριλήφθηκε στα έξοδα ΠΓ&Δ. Επομένως, αυτός ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

(70) Όσον αφορά τον συνδεδεμένο εισαγωγέα στην Κοινότητα, η έρευνα απεκάλυψε ότι το κόστος αποσβέσεων που βάρυνε τον συνδεδεμένο εισαγωγέα δεν είχε αναφερθεί. Συνεπώς το εν λόγω κόστος προστέθηκε αντίστοιχα στα συνολικά έξοδα ΠΓ&Δ. Τα συνολικά έξοδα ΠΓ&Δ αφαιρέθηκαν στη συνέχεια από την τιμή μεταπώλησης στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην Κοινότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή απέρριψε την μέθοδο που εφήρμοσε η VIZ STAL για να υπολογίσει την αναλογία που χρησιμοποιήθηκε για την κατανομή των συνολικών εξόδων ΠΓ&Δ στο υπό εξέταση προϊόν αφενός, και στα «άλλα προϊόντα» αφετέρου. To εισόδημα του συνδεδεμένου εισαγωγέα όσον αφορά αυτές τις συναλλαγές συνίστατο μόνο στις προμήθειες που έλαβε για «άλλα προϊόντα. Ως εκ τούτου, ο παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι, για να υπολογίσει την αναλογία κατανομής με βάση τον κύκλο εργασιών, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί υποθετικός μεγαλύτερος κύκλος εργασιών για τις πωλήσεις άλλων προϊόντων, αντί του χαμηλότερου πραγματικού εισοδήματος που καταχωρήθηκε στους λογαριασμούς του συνδεδεμένου εισαγωγέα. Υποστηρίχθηκε ότι ο υποθετικός κύκλος εργασιών θα πρέπει να αντιστοιχεί στην τιμή πώλησης των εν λόγω «άλλων προϊόντων» στην Κοινότητα. Επομένως, τα κατανεμηθέντα έξοδα ΠΓΔ θα αυξάνονταν για τα «άλλα προϊόντα», ενώ θα μειώνονταν για το υπό εξέταση προϊόν. Η VIZ STAL ισχυρίστηκε ότι αυτή η μέθοδος θα αντανακλούσε καλύτερα τις διοικητικές δαπάνες για τις επιχειρήσεις σχετικά αφενός με το υπό εξέταση προϊόν και αφετέρου με τα «άλλα προϊόντα».

(71) Εντούτοις, διαπιστώθηκε ότι ο συνδεδεμένος εισαγωγέας άσκησε καθήκοντα πράκτορα όσον αφορά τα «άλλα προϊόντα». Τα καθήκοντα ενός πράκτορα προβλέπουν, εκ φύσεως, μικρότερο διοικητικό κόστος σε σύγκριση με τα καθήκοντα ενός εισαγωγέα. Συνεπώς, ένας εισαγωγέας αγοράζει και μεταπωλεί τα προϊόντα εξ ονόματός του, πράγμα που συνεπάγεται όχι μόνο υψηλότερο διοικητικό κόστος, αλλά και υψηλότερο κίνδυνο. Επιπλέον, ο εισαγωγέας οφείλει κατά κανόνα να δημιουργήσει κεφάλαιο για την αγορά αγαθών. Οι εν λόγω παράγοντες θα πρέπει κανονικά να αντικατοπτρίζονται στη διαφορά των εξόδων ΠΓΔ μεταξύ εισαγωγέα και πράκτορα. Αυτή η διαφορά δεν αντικατοπτρίστηκε, εντούτοις, στη μέθοδο κατανομής που χρησιμοποίησε η VIZ STAL, πράγμα που οδήγησε σε παράλογα αποτελέσματα.}

(72) Δεδομένων των παραπάνω, συνήχθη συνεπώς το συμπέρασμα ότι η κατανομή των εξόδων ΠΓ&Δ με βάση τον πραγματικό κύκλο εργασίας θα ήταν η καταλληλότερη μέθοδος για να υπολογιστούν τα έξοδα ΠΓ&Δ για τα διάφορα υπό εξέταση προϊόντα.

(73) Eλλείψει άλλων αξιόπιστων πληροφοριών, υπολογίστηκε εύλογο περιθώριο κέρδους 5%. Αυτό το περιθώριο θεωρήθηκε κατάλληλο για τον εν λόγω τύπο επιχειρήσεων. Το ίδιο περιθώριο κέρδους χρησιμοποιήθηκε επίσης κατά την προηγούμενη έρευνα, ήτοι την επανεξέταση για τη λήξη των μέτρων που αναφέρεται στο σημείο 2 του αιτιολογικού.

γ) Σύγκριση

(74) Προκειμένου να γίνει ορθή σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής όπως καθορίζονται παραπάνω, λήφθηκαν υπόψη οι διαφορές των παραγόντων, που διαπιστώθηκε ότι επηρεάζουν τις τιμές και την συγκρισιμότητα των τιμών σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού.

(75) Η VIZ STAL ζήτησε προσαρμογές της τιμής εξαγωγής για τα έξοδα εσωτερικών μεταφορών και μεταφοράς δια θαλάσσης, για τον δασμό κατά την εξαγωγή, για τα έξοδα ασφάλισης, για τις διάφορες επιβαρύνσεις, για το πιστωτικό κόστος, τις τραπεζικές επιβαρύνσεις, τις επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή και άλλες επιβαρύνσεις, τα ταχυδρομικά τέλη και τις επιβαρύνσεις για τη διαδικασία σχισίματος, και το αίτημα έγινε δεκτό διότι θεωρήθηκε εύλογο, ακριβές και συνοδευόταν από επαληθευμένα στοιχεία.

δ) Περιθώριο ντάμπινγκ

(76) Όσον αφορά τη VIZ STAL, ο σταθμισμένος μέσος όρος της κανονικής αξίας ανά τύπο προϊόντος συγκρίθηκε με τον σταθμισμένο μέσον όρο της τιμής εξαγωγής σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 11 του βασικού κανονισμού.

(77) Η σύγκριση αυτή κατέδειξε την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ. Το περιθώριο ντάμπινγκ, εκφραζόμενο ως εκατοστιαίο ποσοστό της τιμής εισαγωγής CIF στα σύνορα της Κοινότητας, καθορίζεται ως εξής: - VIZ STAL, Yekaterinburg: 14,7%

4.2. Μόνιμος χαρακτήρας της μεταβολής των περιστάσεων

(78) Όσον αφορά τη VIZ STAL, εξετάστηκε επίσης κατά πόσον οι μεταβληθείσες περιστάσεις όσον αφορά την αρχική έρευνα μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι έχουν μόνιμο χαρακτήρα. Εν προκειμένω, αναλύθηκε η πιθανή εξέλιξη της κανονικής αξίας, καθώς και της τιμής εξαγωγής της εταιρείας. Ιδιαίτερη σημασία αποδόθηκε στα επίπεδα των τιμών GOES στην εγχώρια και στην εξαγωγική αγορά, στο κόστος παραγωγής GOES, στην παραγωγική ικανότητα και χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, καθώς και στον όγκο των εξαγωγών στην Κοινότητα.

(79) Θεωρήθηκε κατά πρώτον ότι κατά την αρχική έρευνα ο αιτών δεν ενήργησε υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Εντούτοις, όπως εξηγήθηκε παραπάνω στο σημείο 22 του αιτιολογικού, κατά την περίοδο έρευνας της τρέχουσας ενδιάμεσης επανεξέτασης, ο αιτών μπόρεσε να αποδείξει ότι πληρούσε τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού, και συνεπώς του αναγνωρίστηκε καθεστώς οικονομίας της αγοράς. Ως εκ τούτου, η κανονική αξία του εν λόγω αιτούντα καθορίστηκε με βάση τα επαληθευμένα στοιχεία που υπέβαλε η εν λόγω εταιρεία, και όχι με βάση τις πληροφορίες που υπέβαλαν οι παραγωγοί ανάλογης χώρας.

(80) Η κανονική αξία για τη VIZ STAL βασίστηκε τόσο στις εγχώριες τιμές πώλησης όσο και στην κατασκευασμένη κανονική αξία. Όσον αφορά τις τιμές πώλησης GOES, διαπιστώθηκε ότι κατά την περίοδο έρευνας οι εν λόγω τιμές ήταν σχετικά σταθερές. Αυτό οφείλεται στη σταθερή εγχώρια ζήτηση και κατανάλωση που δεν αναμένεται να μεταβληθεί σημαντικά κατά το εγγύς μέλλον, καθώς και στον περιορισμένο αριθμό παραγωγών και χρηστών. Ως εκ τούτου, αναμένεται ότι οι εγχώριες τιμές πώλησης GOES δεν θα σημειώσουν σημαντικές διακυμάνσεις στο μέλλον.

(81) Όσον αφορά το κόστος παραγωγής, υπενθυμίζουμε ότι το κόστος χρειάστηκε να προσαρμοστεί λόγω των μη αξιόπιστων στοιχείων για τις τιμές εισροών (ΤΘΕ) (βλέπε παραπάνω σημεία (41) έως (49)). Η VIZ STAL ισχυρίστηκε ότι η φύση της σχέσεώς της με τον προμηθευτή της είχε αλλάξει μετά την περίοδο έρευνας, δηλαδή ότι η VIZ STAL σκοπεύει να προμηθεύεται ΤΘΕ σε μεγαλύτερο βαθμό από άλλους προμηθευτές, συμπεριλαμβανομένων των προμηθευτών στην Κοινότητα. Εξετάστηκε κατά πόσον αυτό το γεγονός θα μπορούσε να είχε επίπτωση στο κόστος εισροών της VIZ STAL και συνεπώς στο κόστος κατασκευής. Εντούτοις, διαπιστώθηκε ότι οποιαδήποτε αύξηση της τιμής ΤΘΕ δεν είναι πιθανό να έχει επίπτωση στην κανονική αξία που καθορίστηκε κατά την παρούσα έρευνα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η κανονική αξία προσδιορίστηκε με βάση το προσαρμοσμένο κόστος κατασκευής, μη λαμβανομένης υπόψη της μη αξιόπιστης τιμής εισροών. Συνεπώς κάθε πραγματική αύξηση των τιμών αγοράς ΤΘΕ άνω της τιμής αγοράς συμπεριλαμβάνεται στην κανονική αξία που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι η κανονική αξία του αιτούντα δεν θα μεταβληθεί σημαντικά κατά το εγγύς μέλλον.

(82) Η Επιτροπή εξέτασε επίσης την πιθανή εξέλιξη των εξαγωγικών πωλήσεων της VIZ STAL συνεπεία της εφαρμογής χαμηλότερου δασμού. Σχετικά με αυτό, θεωρήθηκε ότι κατά το παρελθόν οι εξαγωγικές πωλήσεις της εν λόγω εταιρείας ήταν ποσοτικά περιορισμένες λόγω της υποχρεώσεως που είχε αναληφθεί κατά την αρχική έρευνα. Όπως αναφέρεται παραπάνω στο σημείο (96) του αιτιολογικού, διαπιστώθηκε ότι αυτός ο τύπος ανάληψης υποχρέωσης δεν είναι πλέον κατάλληλος. Επομένως, εξετάστηκε κατά πόσον ένας χαμηλότερος δασμός χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς εισαγωγής θα είχε ως αποτέλεσμα αύξηση των εξαγωγών GOES από τον αιτούντα στην Κοινότητα σε χαμηλότερες τιμές από αυτές που ισχύουν κατά την ΠΕ. Στο σημείο αυτό θεωρήθηκε ότι το ποσοστό χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας του αιτούντα ήταν 90% κατά την περίοδο έρευνας. Επιπλέον, η έρευνα δεν απεκάλυψε προβλεπόμενες επενδύσεις που θα μπορούσαν να αυξήσουν την ικανότητα του αιτούντα. Ως εκ τούτου, μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι ο όγκος παραγωγής θα παραμείνει σταθερός και δεν θα αυξηθεί σημαντικά στο εγγύς μέλλον. Επιπλέον, δεν θεωρήθηκε ότι υπάρχει λόγος να μεταφέρει ο αιτών μεγαλύτερο μέρος της τρέχουσας παραγωγής του στην κοινοτική αγορά. Συνεπώς συνήχθη το συμπέρασμα ότι ο όγκος των εξαγωγών GOES από την εν λόγω εταιρεία στην Κοινότητα δεν θα σημείωνε σημαντική μεταβολή.

(83) Όσον αφορά τις τιμές εξαγωγής, υπενθυμίζουμε ότι η ισχύουσα ανάληψη υποχρέωσης είχε κυρίως ποσοτικό χαρακτήρα που επέτρεπε στον αιτούντα να καθορίζει τις τιμές εξαγωγής του σχετικά ελεύθερα για καθορισμένο όγκο εξαγωγών. Πράγματι, οι συνυπογράφοντες την εν λόγω ανάληψη υποχρέωσης θεωρείτο απλώς ότι ακολουθούσαν "τα επίπεδα τιμών που κυριαρχούσαν στην κοινοτική αγορά". Ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ εφαρμοζόταν μόνον εφόσον είχε επιτευχθεί το ανώτατο ποσοτικό όριο. Παρά τα πορίσματα της Επιτροπής, όπως περιγράφονται παρακάτω στα σημεία (94) και (95) του αιτιολογικού, ο όγκος εξαγωγών μεγάλων GOES από τη Ρωσία κατά την ΠΕ θεωρήθηκε ότι τηρούσε το ανώτατο ποσοτικό όριο της ανάληψης υποχρέωσης. Ως εκ τούτου, η τιμή εξαγωγής κατά την περίοδο της τρέχουσας έρευνας δεν περιείχε τον δασμό αντιντάμπινγκ που καθορίστηκε κατά την αρχική έρευνα. Επομένως, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι για την εν λόγω εταιρεία ένα χαμηλότερο περιθώριο ντάμπινγκ δεν θα είχε ως αποτέλεσμα σημαντική μείωση των τρεχουσών τιμών εξαγωγής.

5. Συμπεράσματα

(84) Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, οι δασμοί δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν το περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίστηκε, αλλά θα πρέπει να είναι χαμηλότεροι από το περιθώριο, εφόσον ένας χαμηλότερος δασμός θα ήταν κατάλληλος για την εξουδετέρωση της ζημίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Δεδομένου ότι οι παρόντες ενδιάμεσοι έλεγχοι περιορίζονται στην εξέταση των θεμάτων που αφορούν το ντάμπινγκ, το επίπεδο των επιβληθέντων δασμών δεν θα πρέπει να είναι υψηλότερο από το επίπεδο της ζημίας που διαπιστώθηκε κατά την αρχική έρευνα, όπως επιβεβαιώθηκε κατά την επανεξέταση για τη λήξη των μέτρων που αναφέρεται στο σημείο 2 του αιτιολογικού.

(85) Όπως αναφέρεται στο παράρτημα 29 της απόφασης αριθ. 303/96/EΚΑΧ, το αρχικό τελικό περιθώριο ντάμπινγκ ήταν υψηλότερο από το επίπεδο εξουδετέρωσης της ζημίας που καθορίστηκε οριστικά και, ως εκ τούτου, ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ βασίστηκε στο κατώτερο περιθώριο ντάμπινγκ, ήτοι 40,1%. Δεδομένου ότι το περιθώριο ντάμπινγκ για τη VIZ STAL κατά την ενδιάμεση επανεξέταση είναι χαμηλότερο από το εν λόγω επίπεδο, ο τροποποιημένος δασμός αντιντάμπινγκ θα πρέπει να βασιστεί στο εν λόγω χαμηλότερο περιθώριο ντάμπινγκ, ήτοι 14,7%.

(86) Από τα παραπάνω προκύπτει ότι όσον αφορά τη VIZ STAL και όπως προβλέπει το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, ο δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με την απόφαση της Επιτροπής αριθ. 303/96/EΚΑΧ και επιβεβαιώθηκε με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 151/2003 του Συμβουλίου για τις εισαγωγές GOES καταγωγής Ρωσίας θα πρέπει να τροποποιηθεί.

(87) Όσον αφορά την NLMK, η παρούσα ενδιάμεση επανεξέταση θα πρέπει να τερματιστεί και να διατηρηθεί ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με την απόφαση αριθ. 303/96/EΚΑΧ της Επιτροπής και επιβεβαιώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 151/2003.

(88) Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη πληροφορήθηκαν τα βασικά περιστατικά με βάση τα οποία επρόκειτο να γίνει σύσταση για τροποποίηση των ισχυόντων μέτρων όσον αφορά τη VIZ STAL και να τερματιστεί η ενδιάμεση επανεξέταση όσον αφορά τη NLMK, και τους δόθηκε η ευκαιρία να υποβάλουν σχόλια. Οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν ελήφθησαν υπόψη, εφόσον αυτό θεωρήθηκε σκόπιμο. Μετά την ενημέρωση αυτή, παραχωρήθηκε επίσης σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη προθεσμία εντός της οποίας μπορούσαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

Δ. ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΠΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

(89) Όπως αναφέρεται στο σημείο 2 του αιτιολογικού, η ενδιάμεση επανεξέταση σχετικά με την μορφή των μέτρων για τις εισαγωγές GOES καταγωγής Ρωσίας άρχισε με πρωτοβουλία της Επιτροπής με σκοπό να εξεταστεί η καταλληλότητα και η αποτελεσματικότητα της ανάληψης υποχρέωσης που έγινε αποδεκτή με την απόφαση της Επιτροπής αριθ. 303/96/ΕΚΑΧ. Η έρευνα διεξήχθη σε συνδυασμό με την επανεξέταση για τη λήξη των μέτρων που περατώθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 151/2003, και τις ενδιάμεσες επανεξετάσεις που περιορίζονται στην πρακτική ντάμπινγκ που άσκησαν οι αιτούντες.

(90) Εν προκειμένω, σημειώνεται ότι η ανάληψη υποχρέωσης που έγινε αρχικά δεκτή ήταν, ουσιαστικά, ποσοτική ανάληψη υποχρέωσης σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες ανέλαβαν να εξασφαλίσουν ότι οι εξαγωγές τους στην Κοινότητα πραγματοποιούνταν εντός συνολικών ανώτατων ποσοτικών ορίων.

(91) Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, σκοπός των αναλήψεων υποχρεώσεων είναι η εξουδετέρωση της επιζήμιας επίπτωσης των εισαγωγών με ντάμπινγκ. Αυτό επιτυγχάνεται με την αύξηση των τιμών του εξαγωγέα ή την παύση των εξαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ. Οι έρευνες κατέδειξαν ότι ο τύπος αναλήψεων υποχρεώσεων που έγιναν αρχικά αποδεκτές, οι οποίες απλώς περιόριζαν την ποσότητα των εισαγωγών στην Κοινότητα δεν αύξησε τελικά τις τιμές σε μη ζημιογόνο επίπεδο ώστε να αποκατασταθούν θεμιτές συνθήκες στην κοινοτική αγορά. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, οι αναλήψεις υποχρεώσεων υπό την παρούσα μορφή τους δεν θεωρήθηκαν ως κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για την εξουδετέρωση της επιζήμιας επίπτωσης του ντάμπινγκ.

(92) Οι αρχικές αναλήψεις υποχρεώσεων όχι μόνο υπεγράφησαν από τους αιτούντες των τρεχουσών ενδιάμεσων επανεξετάσεων, αλλά και από Ρώσο έμπορο που εξάγει το υπό εξέταση προϊόν κατά την περίοδο της αρχικής έρευνας και από τις ρωσικές αρχές, προκειμένου να εξασφαλιστεί η σωστή παρακολούθηση της εκτέλεσης της εν λόγω ανάληψης υποχρέωσης. Όπως διαπιστώθηκε ήδη κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης για τη λήξη των μέτρων που αναφέρεται στο σημείο 2 του αιτιολογικού, η συνυπογράφουσα εμπορική εταιρεία, ήτοι η VO "Promsyrioimport" (Mόσχα), σταμάτησε τις εξαγωγικές δραστηριότητες όσον αφορά τα GOES στην Κοινότητα μετά την επιβολή των οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ πριν τον Ιανουάριο 2000. Η εν λόγω εμπορική εταιρεία δεν θεωρήθηκε συνεπώς ως ενδιαφερόμενο μέρος της επανεξέτασης για τη λήξη των μέτρων που οδήγησε στη διατήρηση των οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ τον Ιανουάριο 2003. Η εν λόγω εμπορική εταιρεία ούτε έκανε γνωστή την παρουσία της ούτε επιβεβαίωσε το ενδιαφέρον της να επανεξάγει GOES στην Κοινότητα, ούτε ζήτησε να θεωρηθεί ως δυνάμει ενδιαφερόμενο μέρος κατά την τρέχουσα διαδικασία αντιντάμπινγκ.

(93) Επιπλέον, θεωρήθηκε ότι, δεδομένης της μεταβολής των συνθηκών στη Ρωσία, που εντωμεταξύ αναγνωρίστηκε πλήρως ως χώρα με οικονομία αγοράς, οι τυχόν εγγυήσεις των ρωσικών αρχών όσον αφορά την ορθή παρακολούθηση της εκτέλεσης των υποχρεώσεων που ανέλαβαν οι Ρώσοι παραγωγοί-εξαγωγείς στο πλαίσιο της έρευνα αντιντάμπινγκ, ούτε είναι απαραίτητες ούτε συμβατές με το νέο αυτό καθεστώς.

(94) Τέλος, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση για την έναρξη της ενδιάμεσης επανεξέτασης που περιορίζεται στη μορφή των μέτρων, προέκυψαν προβλήματα εφαρμογής όσον αφορά την παρακολούθηση της εκτέλεσης της ανειλημμένης υποχρέωσης, με επιπτώσεις στο επανορθωτικό αποτέλεσμα των μέτρων. Αυτό επιβεβαιώθηκε με την τρέχουσα έρευνα. Συνεπώς, διαπιστώθηκε ότι η δομή των πωλήσεων και των δύο παραγωγών-εξαγωγέων, καθώς και τα χρησιμοποιηθέντα κυκλώματα πωλήσεων, δεν επέτρεψαν τον προσδιορισμό του τελικού προορισμού του υπό εξέταση προϊόντος. Ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί κατά πόσον τα προϊόντα πράγματι επανεξήχθησαν ή τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα (βλ. επίσης παρακάτω, σημείο (95) του αιτιολογικού). Ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί κατά πόσον οι εκθέσεις που υπέβαλαν οι εν λόγω παραγωγοί- εξαγωγείς, όπως απαιτούσε η ανάληψη υποχρέωσης, ήταν πλήρεις και ορθές.

(95) Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, μετά την αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης, καθιερώθηκαν δύο διαφορετικοί τύποι αδειών εξαγωγής, ήτοι οι άδειες τύπου Α (εξαγωγές που προορίζονται για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα) και άδειες τύπου Β (εξαγωγές που προορίζονται για εισαγωγή στην Κοινότητα υπό άλλα τελωνειακά καθεστώτα). Ενώ για τα εμπορεύματα που εξάγονται με άδεια τύπου Α απαιτείτο ετήσιο ανώτατο όριο ποσόστωσης, τα εμπορεύματα που εξάγονται με άδεια τύπου Β δεν υπόκεινταν σε τέτοια ποσοτικά όρια. Οι συνδεδεμένοι εισαγωγείς, δεδομένου ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσουν τον τελικό προορισμό των εισαγομένων προϊόντων, δεν μπόρεσαν να υποβάλουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την επακόλουθη επανεξαγωγή των εμπορευμάτων που είχαν αποχωρήσει από τη Ρωσία με άδεια εξαγωγής Β. Επιπλέον, διαπιστώθηκε, σε συνεργασία με τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές, ότι ορισμένες από τις εν λόγω εισαγωγές διασαφήθηκαν για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της ανειλημμένης υποχρέωσης. Οι διαδικασίες που χρησιμοποίησαν οι δύο εταιρείες αποδείχθηκε ότι δεν επαρκούσαν για να εφαρμοστούν ορθά όλοι οι όροι που τέθηκαν στο πλαίσιο της ανάληψης υποχρέωσης. Έτσι, ο κίνδυνος πιθανής καταστρατήγησης της ανειλημμένης υποχρέωσης δεν μπορεί να αποκλειστεί.

(96) Υπό το φως των παραπάνω παρατηρήσεων, συνήχθη το συμπέρασμα ότι η ανάληψη υποχρέωσης υπό την παρούσα της μορφή δεν ήταν πλέον κατάλληλη, ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματική παρακολούθηση της εκτέλεσής της. Οι αιτούντες, καθώς και οι υπόλοιποι συνυπογράφοντες την ανάληψη υποχρέωσης, ήτοι η VO "Promsyrioimport" (Μόσχα), καθώς και οι ρωσικές αρχές, πληροφορήθηκαν τα συμπεράσματα της Επιτροπής και είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν σχόλια.

(97) Ένας αιτών, η NLMK, εξέφρασε αντίρρηση στα πορίσματα της Επιτροπή όσον αφορά την καταλληλότητα της υποχρέωσης που αναλήφθηκε. Ο εν λόγω αιτών ισχυρίστηκε συγκεκριμένα i) ότι το εφαρμοζόμενο καθεστώς αδειών θα απέκλειε κάθε πιθανότητα καταστρατήγησης ii) ότι οι εισαγωγές εντός των ανωτάτων ορίων που θέτει η ανειλημμένη υποχρέωση δεν θα υπερέβαιναν το ελάχιστο επίπεδο ζημίας και, ως εκ τούτου, εξασφαλίζουν την εξουδετέρωση των επιζημίων αποτελεσμάτων της πρακτικής ντάμπινγκ. και iii) ότι η μεταβολή του αριθμού συνυπογραφόντων μερών δεν θα αποτελούσε επαρκή λόγο για την απόσυρση της αποδοχής της ανάληψης υποχρέωσης.

(98) Τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν όσον αφορά την εφαρμογή της ισχύουσας ανάληψης υποχρέωσης αντέκρουαν τα πορίσματα της Επιτροπής (βλ. παραπάνω, σημεία (94) και (95) του αιτιολογικού) σχετικά με αυτό το θέμα και δεν συνοδεύονταν από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Δεν μπορεί επίσης να αποκλεισθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος πιθανής καταστρατήγησης της ανειλημμένης υποχρέωσης. Από τα παραπάνω απορρέει ότι η υποχρέωση που έχει αναληφθεί επί του παρόντος δεν εξασφαλίζει επαρκώς την εξουδετέρωση του επιζημίου αποτελέσματος της πρακτικής ντάμπινγκ και συνεπώς θεωρείται ακατάλληλη. Η μεταβολή του αριθμού των συνυπογραφόντων μερών δεν πρέπει να εξετασθεί ξεχωριστά, αλλά στο πλαίσιο των περιστάσεων που μεταβλήθηκαν σημαντικά στη Ρωσία μετά την αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης. Συνεπώς αυτοί οι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν.

(99) Τέλος, ο εν λόγω αιτών ισχυρίστηκε επίσης ότι η παρούσα ενδιάμεση επανεξέταση που περιορίζεται στη μορφή των μέτρων θα πρέπει να διεξαχθεί μαζί με άλλες ενδιάμεσες επανεξετάσεις που θα πιθανόν να αρχίσουν μετά τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Μαΐου 2004. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μερική ενδιάμεση επανεξέταση των μέτρων για τις εισαγωγές GOES από τη Ρωσία, που άρχισε στις 20 Μαρτίου 2004 [12] θα εκτιμήσει, υπό το φως του κοινοτικού συμφέροντος, εάν υπάρχει λόγος προσαρμογής των ισχυόντων μέτρων για να αποφευχθεί απότομη και υπερβολικά αρνητική επίπτωση της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών, των φορέων διανομής και των καταναλωτών. Συνεπώς, δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της παρούσας ενδιάμεσης επανεξέτασης που περιορίζεται στη μορφή των ισχυόντων μέτρων και στη διεξαγόμενη μερική ενδιάμεση επανεξέταση στο πλαίσιο της διεύρυνσης. Επομένως, το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε.

[12] ΕΕ C 70 της 20.3.2004, σ. 15.

(100) Από τα παραπάνω απορρέει ότι η ανάληψη υποχρέωσης, υπό την παρούσα μορφή της, δεν είναι πλέον κατάλληλη.

E. NEΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ

(101) Μετά την κοινολόγηση, των βασικών γεγονότων και παρατηρήσεων, βάσει των οποίων συνήχθη το συμπέρασμα ότι το επίπεδο του ισχύοντος περιθωρίου ντάμπινγκ πρέπει να τροποποιηθεί, εφόσον κριθεί απαραίτητο, και ότι η ποσοτική ανάληψη υποχρέωσης στην τρέχουσα μορφή της δεν είναι πλέον κατάλληλη, η NLMK πρότεινε ανάληψη υποχρέωσης σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

(102) Εντούτοις, το επίπεδο συνεργασίας της εν λόγω εταιρείας καθόλη την έρευνα, καθώς η ακρίβεια και η αξιοπιστία των στοιχείων που είχε υποβάλει, δεν ήταν ικανοποιητικό (βλ. παραπάνω σημείο 24 του αιτιολογικού). Ως εκ τούτου, είναι πολύ απίθανο να επιτευχθεί αποτελεσματική παρακολούθηση της εκτέλεσης της υποχρέωσης που ανέλαβε η εν λόγω εταιρεία. Για τον λόγο αυτό, η αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης που πρότεινε η NLMK θεωρήθηκε μη εφαρμόσιμη, κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Συνεπώς συνήχθη το συμπέρασμα ότι η ανάληψη υποχρέωσης που προτάθηκε μετά την κοινολόγηση δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή.

(103) Συνεπώς τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά και κοινοποιήθηκαν λεπτομερώς στον ενδιαφερόμενο αιτούντα οι λόγοι για τους οποίους δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτή η ανάληψη υποχρέωσης. Ζητήθηκε η γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Περατώνεται η επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων φύλλων και ταινιών με προσανατολισμένους κόκκους από πυριτιούχο χάλυβα ψυχρής έλασης για ηλεκτρικές εφαρμογές, με πλάτος που υπερβαίνει τα 500 mm, καταγωγής Ρωσίας, που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 7225 11 00 (φύλλα με πλάτος 600 mm ή περισσότερο) και 7226 11 00 (φύλλα με πλάτος που υπερβαίνει τα 500 mm, αλλά μικρότερο από 600 mm) όσον αφορά τη Novolipetsk Iron & Steel Corporation ("NLMK").

Άρθρο 2

Στον κανονισμό αριθ. (ΕΚ) 151/2003, το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

1. Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων φύλλων και ταινιών με προσανατολισμένους κόκκους από πυριτιούχο χάλυβα ψυχρής έλασης για ηλεκτρικές εφαρμογές, με πλάτος που υπερβαίνει τα 500 mm, καταγωγής Ρωσίας, που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 7225 11 00 (φύλλα με πλάτος 600 mm ή περισσότερο) και ex 7226 11 00 (κωδικός TARIC 7226 11 00 10) (φύλλα με πλάτος που υπερβαίνει τα 500 mm, αλλά μικρότερο από 600 mm).

2. Ο οριστικός δασμός που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή «ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας», πριν τον εκτελωνισμό, για το προϊόν που παράγεται από τις ακόλουθες εταιρείες, είναι ο ακόλουθος:

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

3. Με την επιφύλαξη τυχόν διαφορετικής ρύθμισης, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος