52004DC0225

Εκθεση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Εφαρμογή του κοινοτικού πλαισίου για τη συλλογή και διαχείριση δεδομένων που απαιτούνται για την άσκηση της κοινής αλιευτικής πολιτικής /* COM/2004/0225 Τελικό */


ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ - Εφαρμογή του κοινοτικού πλαισίου για τη συλλογή και διαχείριση δεδομένων που απαιτούνται για την άσκηση της κοινής αλιευτικής πολιτικής

1. Εισαγωγή

Η συστηματική συλλογή αξιόπιστων βασικών δεδομένων για την αλιεία αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την εφαρμογή της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

Ήδη από το 1993, το Συμβούλιο αναγνώριζε «την ανάγκη διατήρησης, επέκτασης ή δημιουργίας μιας κατάλληλης βάσης δεδομένων, η οποία να καλύπτει τις βιολογικές, οικολογικές και κοινωνικοοικονομικές πτυχές, οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας για την εφαρμογή της κοινής αλιευτικής πολιτικής». [1]

[1] Έγγραφο του Συμβουλίου SN 3289/1/93 της 24ης Ιουλίου 1993.

Το 2000, τέθηκε σε εφαρμογή ένα νομικό κοινοτικό πλαίσιο για τη συλλογή και διαχείριση τέτοιου είδους δεδομένων με την έκδοση κανονισμού του Συμβουλίου [2] και αποφάσεως του Συμβουλίου [3], καθώς και με την έκδοση, το 2001, κανονισμού της Επιτροπής [4] για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής.

[2] Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1543/2000, της 29ης Ιουνίου 2000, περί κοινοτικού πλαισίου συλλογής και διαχείρισης των αλιευτικών δεδομένων άσκησης της κοινής αλιευτικής πολιτικής - ΕΕ L 176 της 15.7.2000, σ. 1, (ο οποίος στο εξής καλείται , «Κανονισμός του Συμβουλίου αριθ. 1543/2000»).

[3] Απόφαση του Συμβουλίου αριθ. 439/2000, της 29ης Ιουνίου 2000, περί χρηματοδοτικής συνδρομής της Κοινότητας στις δαπάνες των κρατών μελών για τη συλλογή δεδομένων και για τη χρηματοδότηση μελετών και πιλοτικών σχεδίων άσκησης της κοινής αλιευτικής πολιτικής - ΕΕ L 176 της 15.7.2000, σ. 42.

[4] Κανονισμός της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 1639/2001, της 25ης Ιουλίου 2001, για τον καθορισμό των στοιχειωδών και εκτεταμένων κοινοτικών προγραμμάτων για τη συλλογή δεδομένων στον τομέα της αλιείας και για τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1543/2000 του Συμβουλίου - ΕΕ L 222 της 17.8.2001, σ. 53 (ο οποίος στο εξής καλείται «κανονισμός της Επιτροπής αριθ. 1639/2001»).

Το πλαίσιο αυτό έχει ως στόχο την παγίωση και την ενίσχυση των υφισταμένων δραστηριοτήτων συλλογής δεδομένων στα κράτη μέλη. Μέσω του καλύτερου συντονισμού και της σύμπραξης των δραστηριοτήτων αυτών, θα βελτιωθεί η επάρκεια της συλλογής και διαχείρισης δεδομένων ενώ η παροχή κοινοτικής χρηματοδοτικής στήριξης θα διευκολύνει τη συλλογή τους.

Ο κανονισμός του Συμβουλίου προβλέπει στο άρθρο 10 «ότι κάθε τρία έτη, και για πρώτη φορά το Δεκέμβριο του 2003, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση για την αξιολόγηση των μέτρων που λαμβάνει κάθε κράτος μέλος, την καταλληλότητα των μεθόδων που εφαρμόζονται καθώς και τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται όσον αφορά τη συλλογή και τη διαχείριση των δεδομένων που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό. Στην έκθεση αυτή πρέπει να αξιολογείται και η χρήση των συλλεγόμενων δεδομένων από την Κοινότητα». Το ίδιο άρθρο αναφέρει ότι «πριν τις 31 Δεκεμβρίου 2003, η Επιτροπή εξετάζει αν πρέπει να διευρυνθεί το φάσμα των δεδομένων που συλλέγονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού».

Η παρούσα έκθεση ανταποκρίνεται στην νομική αυτή απαίτηση και στηρίζεται στα στοιχεία που λήφθηκαν από τα κράτη μέλη για τα καθήκοντα που εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια του 2002. Παρά το γεγονός ότι η εμπειρία που αποκτήθηκε από το πλαίσιο συλλογής δεδομένων ήταν, από απόψεως χρόνου, συντομότερη από εκείνη που προβλεπόταν αρχικά, είναι σκόπιμο να πραγματοποιηθεί πρόωρη εξέταση για την προσαρμογή του περίπλοκου από τεχνικής απόψεως κοινοτικού πλαισίου συλλογής δεδομένων.

Η βελτίωση του πλαισίου συλλογής δεδομένων για τη συλλογή και διαχείριση δεδομένων που απαιτούνται για την αξιολόγηση της κατάστασης των αλιευτικών πόρων και του τομέα της αλιείας αποτελεί ένα βασικό βήμα προόδου για την άσκηση της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Πρέπει να αναμένονται γενικά δυσκολίες στην έναρξη μιας τόσο φιλόδοξης και τεχνικά περίπλοκης διαδικασίας. Από την αρχή, η Επιτροπή έχει θεωρήσει ως δεδομένο ότι η θέσπιση εθνικών προγραμμάτων για τη συστηματική συλλογή δεδομένων, μεταξύ των οποίων είναι και τα οικονομικά δεδομένα, θα αποτελέσει μια αληθινή πρόκληση για τα κράτη μέλη και την Επιτροπή. Παρά τις δυσκολίες που εντοπίστηκαν στην έκθεση αυτή, η Επιτροπή πιστεύει ότι έγινε μια καλή αρχή και ότι αναμένονται θετικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για κάθε κράτος μέλος και για την Επιτροπή.

2. Εμπειρία που αποκτήθηκε μέχρι σήμερα

2.1. Τα εθνικά προγράμματα κρατών μελών

Τα κράτη μέλη υπέβαλαν τα εθνικά προγράμματά τους για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του 2001 όσον αφορά το έτος 2002. Τα προγράμματα αξιολογήθηκαν με τη βοήθεια εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, της Επιστημονικής, Τεχνικής και Οικονομικής Επιτροπής Αλιείας (ΕΤΟΕΑ) και των υπηρεσιών της Επιτροπής με αποτέλεσμα την επίσημη έγκριση της απόφασης της Επιτροπής για τη χρηματοδοτική συμμετοχή στις δαπάνες που πραγματοποίησαν τα κράτη μέλη τον Αύγουστο του 2002. Η ίδια διαδικασία τηρήθηκε και το 2003.

Βάσει της εμπειρίας του 2002 και μετά τη σύσταση της ΕΤΟΕΑ σχετικά με τα επιστημονικά προγράμματα, καθώς και της Επιτροπής όσον αφορά τη θέσπιση τυποποιημένων δημοσιονομικών πινάκων, οι υποβολές προγραμμάτων για τα έτη 2003 και 2004 βελτιώθηκαν σημαντικά. Η συνεχής αυτή βελτίωση όσον αφορά συνολικά την ποιότητα των διαδοχικών υποβολών από τα κράτη μέλη είναι ενθαρρυντική. Ωστόσο, ορισμένα προγράμματα συνεχίζουν να παρουσιάζουν βαθμό συνοχής λόγω της έλλειψης συντονισμού σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

2.2. Συντονισμός μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών

Ο συντονισμός μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των κρατών μελών πραγματοποιείται σχεδόν αποκλειστικά μέσω του δικτύου διορισμένων εθνικών ανταποκριτών οι οποίοι συναντώνται αρκετές φορές το έτος σε επίσημες συνεδριάσεις της Επιτροπής Διαχείρισης Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας προκειμένου να εκφράσουν τη γνώμη τους, καθώς και σε ανεπίσημες συνεδριάσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών.

Το δίκτυο εθνικών ανταποκριτών είναι σημαντικό για την εφαρμογή του πλαισίου συλλογής δεδομένων. Οι διμερείς επαφές είναι συχνές καθ' όλη τη διάρκεια του έτους και όλα τα εθνικά προγράμματα, καθώς και οι εκθέσεις των εξωτερικών εμπειρογνωμόνων και της ΕΤΟΕΑ είναι διαθέσιμες σε όλους τους ενδιαφερομένους προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης διαφάνεια.

Η εφαρμογή του πλαισίου για τη συλλογή και τη διαχείριση δεδομένων, που θεσπίστηκε από τον κανονισμό 1543/2000, αποτέλεσε μια πραγματική πρόκληση τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για την Επιτροπή. Η εμπειρία που αποκτήθηκε από τα προγράμματα του 2002, του μοναδικού έτους για το οποίο διατίθενται τεχνικές και δημοσιονομικές εκθέσεις, έδειξε ότι το δίκτυο εθνικών ανταποκριτών ήταν αποτελεσματικό. Το έργο τους ήταν γενικά επιτυχημένο παρά το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη υποτίμησαν το φόρτο εργασίας των ανταποκριτών αυτών. Αυτό συνέβη κυρίως στα κράτη μέλη στα ο οποία εμπλέκονται πολλοί εταίροι (ωκεανογραφικά ινστιτούτα, πανεπιστήμια).

2.3. Ρόλος της Επιστημονικής, Τεχνικής και Οικονομικής Επιτροπής Αλιείας (ΕΤΟΕΑ), της Συμβουλευτικής Επιτροπής Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας (ΣΕΑΥ) και του Διεθνούς Συμβουλίου για την Εξερεύνηση της Θάλασσας (ICES)

2.3.1. ΕΤΟΕΑ

Από την έναρξη του προγράμματος συλλογής δεδομένων, η ΕΤΟΕΑ συμμετείχε σε μεγάλο βαθμό στην εφαρμογή του.

Στο διάστημα αυτό, πραγματοποιήθηκαν τέσσερις συνεδριάσεις για την ανάλυση των παρεκκλίσεων και των περιπτώσεων μη τήρησης των προγραμμάτων συλλογής δεδομένων (Μάρτιος και Δεκέμβριος 2002), για την ανάλυση των δεδομένων αλιευμάτων ανά μονάδα αλιευτικής προσπάθειας (cpue) στο πλαίσιο των εθνικών προγραμμάτων από το 2003 και μετέπειτα (Μάρτιος 2003) και για τη διενέργεια της παρούσας επισκόπησης του κανονισμού συλλογής δεδομένων (Ιούλιος 2003).

Εκθέσεις των συνεδριάσεων αυτών παρουσιάστηκαν και συζητήθηκαν στις συνεδριάσεις ολομελείας της ΕΤΟΕΑ και στη συνέχεια, με ορισμένα πρόσθετα σχόλια και παρατηρήσεις, εγκρίθηκαν από την ΕΤΕΟΑ [5].

[5] ΕΤΟΕΑ, 2002. Έκθεση της υποομάδας της ΕΤΟΕΑ για τις ανάγκες ερευνών: Αξιολόγηση εθνικών προγραμμάτων. Βρυξέλλες, 4-7 Μαρτίου 2002. σ. 46. ΕΤΟΕΑ, 2002. Έκθεση της υποομάδας της ΕΤΟΕΑ για τις ανάγκες ερευνών: Ανάλυση παρεκκλίσεων και των περιπτώσεων μη τήρησης των προγραμμάτων συλλογής δεδομένων για το 2003 και περαιτέρω αξιολόγηση του σχεδίου αποκατάστασης του κεφαλά: Βρυξέλλες, 9-13 Δεκεμβρίου, σ. 69. ΕΤΟΕΑ, 2003. Έκθεση της υποομάδας της ΕΤΟΕΑ για τις ανάγκες ερευνών: Ανάλυση της συλλογής δεδομένων CPUE στο πλαίσιο εθνικών προγραμμάτων το 2003 και μετέπειτα και της χρησιμότητάς τους κατά την περίοδο 1995-2000. Βρυξέλλες 24-28 Μαρτίου, σ. 51. ΕΤΟΕΑ, 2003. Έκθεση της υποομάδας της ΕΤΟΕΑ για τις ανάγκες ερευνών: Ενδιάμεση επισκόπηση. Βρυξέλλες, 7-11 Ιουλίου, στο στάδιο της εκτύπωσης. ΕΤΟΕΑ, 2002. 14η Έκθεση της Επιστημονικής, Τεχνικής και Οικονομικής Επιτροπής Αλιείας. Βρυξέλλες, 22-26 Απριλίου , σ. 120. ΕΤΟΕΑ, 2002. 15η Έκθεση της Επιστημονικής, Τεχνικής και Οικονομικής Επιτροπής Αλιείας. Βρυξέλλες, 4-8 Νοεμβρίου, σ. 140. ΕΤΟΕΑ, 2003. 16η Έκθεση της Επιστημονικής, Τεχνικής και Οικονομικής Επιτροπής Αλιείας. Βρυξέλλες, 31 Μαρτίου -4 Απριλίου, σ. 84. ΕΤΟΕΑ, 2003. 17η Έκθεση της Επιστημονικής, Τεχνικής και Οικονομικής Επιτροπής Αλιείας. Βρυξέλλες, 3-7 Νοεμβρίου , στο στάδιο της εκτύπωσης.

2.3.2. ΣΕΑΥ

Η ΣΕΑΥ ενημερώθηκε για πρώτη φορά σχετικά με τη διεξαγωγή της συλλογής δεδομένων το Μάιο του 2001 [6]. Η εν λόγω επιτροπή ενημερώθηκε για την τρέχουσα κατάσταση και τις εξελίξεις κατά τις συνεδριάσεις της του 2002.

[6] ΣEAY, 2001. Συνοπτική έκθεση της συνεδρίασης της ομάδας εργασίας 1 (Πόροι) της ΣΕΑΥ που πραγματοποιήθήκε στις 4 Μαΐου 2001 στις Βρυξέλλες, σ. 9.

Η ΣΕΑΥ καλωσόρισε το πρόγραμμα συλλογής δεδομένων και ζήτησε να συμμετάσχει στη διαδικασία συλλογής δεδομένων. Η εν λόγω επιτροπή δέχθηκε να συμμετάσχει ενεργώς στη συλλογή οικονομικών δεδομένων υπό τον όρο διασφάλισης του απόρρητου χαρακτήρα των εν λόγω δεδομένων από την Επιτροπή.

2.3.3. ICES

Η επιστημονική κοινότητα γενικά καθώς και ορισμένες διεθνείς επιστημονικές οργανώσεις, όπως είναι το ICES, ανταποκρίθηκαν θετικά στην πρωτοβουλία συλλογής δεδομένων της Κοινότητας. Τα δεδομένα που συλλέγονται βάσει του πλαισίου συλλογής δεδομένων θεωρούνται ότι αφορούν σε μεγάλο βαθμό το έργο του ICES για την αξιολόγηση της κατάστασης των ιχθυαποθεμάτων και για την παροχή συμβουλών σχετικά με τη διαχείρισή τους. Το ICES και η Επιτροπή έχουν κοινά ενδιαφέροντα στον τομέα αυτό, και το ICES ίδρυσε στη συνέχεια ομάδα προγραμματισμού για τα Εμπορικά Αλιεύματα, τις Απορρίψεις και τη Βιολογική Δειγματοληψία (PGCCDBS) [7] η οποία συνεδρίασε δύο φορές από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού. Μέλη της ΕΤΟΕΑ καθώς και υπάλληλοι της Επιτροπής συμμετείχαν στις δύο αυτές συνεδριάσεις.

[7] ICES, 2002. Έκθεση της ομάδας προγραμματισμού για τα εμπορικά αλιεύματα, τις απορρίψεις και τη βιολογική δειγματοληψία (PGCCDBS). ICES CM 2002/ACFM: 07, σ. 102. ICES, 2003. Έκθεση της ομάδας προγραμματισμού για τα εμπορικά αλιεύματα, τις απορρίψεις και τη βιολογική δειγματοληψία (PGCCDBS). ICES CM 2003/ACFM: 16, σ. 38.

Επιπροσθέτως, από την έγκριση του πλαισίου συλλογής δεδομένων, διάφορες ομάδες εργασίας του ICES [8] εξέφρασαν αυθόρμητα σχόλια και υποδείξεις σχετικά με το σύστημα συλλογής δεδομένων. Ως τελικοί χρήστες των συλλεγόμενων δεδομένων, οι απόψεις τους είναι πολύ χρήσιμες και θα υποβληθεί επίσημο αίτημα από την Επιτροπή προς όλες τις ομάδες εργασίας του ICES να εκφράζουν τις απόψεις τους σχετικά με την ποιότητα των παρεχόμενων δεδομένων.

[8] ICES, 2002. Έκθεση της ομάδας εργασίας για τα αποθέματα καραβίδας. ICES CM 2002/ACFM: 15, σ. 246. ICES, 2003. Έκθεση της διεθνούς ομάδας εργασίας για την έρευνα αλιείας με τράτα βυθού. ICES CM 2003/D: 05 , σ. 79.

3. Συλλεγόμενα δεδομένα

Ο κανονισμός σχετικά με τη συλλογή δεδομένων προβλέπει δύο σειρές δεδομένων. Τα υποχρεωτικά δεδομένα που συλλέγονται βάσει των κανονισμών σχετικά με τον έλεγχο αριθ. 2090/1998 [9], αριθ. 2807/1983 [10], αριθ. 2847/1993 [11] και αριθ. 104/2000 [12] (π.χ. αλιευτική ικανότητα, αλιευτική προσπάθεια καθώς και αλιεύματα και αλιευτική προσπάθεια) καθώς και άλλα δεδομένα τα οποία δεν αποτελούσαν αντικείμενο συστηματικής συλλογής κατά το παρελθόν από όλα τα κράτη μέλη, τα οποία ωστόσο είναι αναγκαία για την αξιολόγηση των κατάστασης των αλιευτικών πόρων και των κλάδων της αλιείας (π.χ. απορρίψεις, ερασιτεχνική αλιεία, αλιεύματα ανά μονάδα αλιευτικής προσπάθειας, αλιευτικές έρευνες, σύνθεση από απόψεως μήκους και ηλικίας των αλιευμάτων, βιολογικές παράμετροι, οικονομικά δεδομένα σχετικά με τους στόλους και τη βιομηχανία μεταποίησης).

[9] Κανονισμός της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 2090/98, της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, σχετικά με το μητρώο αλιευτικών σκαφών της Κοινότητας, ΕΕ L 266, 01.10.1998, σ. 27.

[10] Κανονισμός της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 2807/83 της 22ας Σεπτεμβρίου 1983, για τον καθορισμό των ειδικών λεπτομερειών που αφορούν την καταγραφή πληροφοριών σχετικά με τα αλιεύματα των κρατών μελών.

[11] Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2847/1993, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου που εφαρμόζεται στην κοινή αλιευτική πολιτική, ΕΕ L 261, 20.10.1993, σ. 1

[12] Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 104/2000 της 17ης Δεκεμβρίου 1999 για την κοινή οργάνωση των αγορών των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, ΕΕ L 17, 21.1.2000, σ. 22.

Σκοπός του πλαισίου αυτού, εκτός από τη συμπερίληψη της πρώτης σειράς δεδομένων στον κανονισμό, ήταν η παροχή πρόσβασης στους επιστήμονες όσον αφορά τα δεδομένα αυτά για τη βελτιωμένη ανάλυση της κατάστασης των αποθεμάτων και των γνώσεων σχετικά με τους διάφορους τύπους αλιείας.

Για τη δεύτερη σειρά δεδομένα, αποφασίστηκε να διατηρηθούν τα συνήθη επιστημονικά δίκτυα, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται από παραδοσιακούς τελικούς χρήστες (π.χ. ICES, ICCAT, NAFO, GFCM , κλπ.). Κατά τη διάρκεια του 2003, τα δεδομένα που συλλέχθηκαν το 2002 βάσει του πλαισίου του κανονισμού δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν από τις επιστημονικές ομάδες εργασίας που ασχολούνται με τις αξιολογήσεις των αποθεμάτων.

Η ανάλυση των εθνικών προγραμμάτων και τα αποτελέσματά τους για το έτος 2002 έδειξαν ότι τα εθνικά προγράμματα συμβαδίζουν γενικά με τις διατάξεις και τους στόχους του κανονισμού συλλογής δεδομένων για την απόκτηση ακριβέστερων δεδομένων. Όλα τα κράτη μέλη εκπλήρωσαν τις απαιτούμενες υποχρεώσεις τους όσον αφορά τη δημιουργία μέσων για την επίτευξη των στόχων που πλαισίου συλλογής δεδομένων.

1/ Ωστόσο, δεν παρασχέθηκαν πληροφορίες πάντοτε σχετικά με τις χρησιμοποιηθείσες μεθοδολογίες και μόνο λίγα κράτη μέλη εξήγήσαν τη στατιστική βάση των στρατηγικών δειγματοληψίας τους και διαβίβασαν εκτιμήσεις σχετικά με το επίπεδο ακρίβειας που επιτεύχθηκε.

2/ Τα κράτη μέλη υποτίμησαν ιδίως τις δυσκολίες και το κόστος της εκτίμησης των απορρίψεων. Η πρώτη αυτή εμπειρία δείχνει ότι το κόστος των στρατηγικών δειγματοληψίας που απαιτείται για τη σωστή εκτίμηση των απορρίψεων ήταν υψηλότερο από το προβλεπόμενο, ιδίως λόγω του γεγονότος ότι χρησιμοποιήθηκε γενικά μια προσέγγιση που είχε ως βάση το στόλο. Επιπροσθέτως, λόγω του γεγονότος ότι οι απορρίψεις εκτιμώνται γενικά με δειγματοληψία επί του σκάφους, η έλλειψη εθνικής νομοθεσίας, η οποία να υποχρεώνει τους κυβερνήτες των σκαφών να δέχονται επιστήμονες επί του σκάφους επηρέασε τις εκτιμήσεις των απορρίψεων. Οι μεθοδολογίες δειγματοληψίας των περισσότερων κρατών μελών παρεξέκλιναν από τις αρχές της τυχαίας δειγματοληψίας κατά την επιλογή των σκαφών.

3/ Όταν ο κανονισμός συλλογής δεδομένων ετέθη σε ισχύ, οι δραστηριότητες ερασιτεχνικής αλιείας εθεωρούντο πολύ περιορισμένες. Με την πείρα που αποκτήθηκε, φάνηκε ότι η σημασία τους ήταν μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη και ζητήθηκε να διεξαχθούν περισσότερες πιλοτικές μελέτες από τα κράτη μέλη (π.χ. για το γάδο στη Βόρειο Θάλασσα).

4/ Η εφαρμογή του κανονισμού επιβεβαίωσε την υπεροχή του κόστους που αφορά τις έρευνες στη θάλασσα στον συνολικό προϋπολογισμό του πλαισίου συλλογής δεδομένων (βλ. τμήμα 6 της έκθεσης). Θα πρέπει να λαμβάνεται πάντοτε υπόψη η μεγάλη χρησιμότητα των ερευνών αυτών, οι οποίες αποτελούν τον μοναδικό τρόπο απόκτησης άμεσων πληροφοριών για τους διάφορους τύπους αλιείας (εκτίμηση ανεπηρέαστων δεικτών σχετικά με την αφθονία των αποθεμάτων). Επιπροσθέτως, οι έρευνες αυτές έδωσαν πληροφορίες σχετικά με τη χρονική κατανομή των ψαριών και τις αλλαγές στο οικοσύστημα λόγω των αλιευτικών δραστηριοτήτων. Τέλος, χρησιμοποιούνται για τη δειγματοληψία βιολογικού υλικού (γονάδων, ωτολίθων, κλπ.) από τα αλιευόμενα είδη.

Οικονομικά δεδομένα σχετικά με τμήματα των στόλων περιλαμβάνονται στο στοιχειώδες πρόγραμμα του κανονισμού για τη συλλογή δεδομένων, αλλά η υποχρέωση της πλήρους εφαρμογής των διατάξεων άρχισε να ισχύει από τον Ιανουάριο του 2004. Τα περισσότερα κράτη μέλη, ωστόσο, προσπάθησαν να εφαρμόσουν προγράμματα συλλογής δεδομένων για ορισμένα τμήματα του στόλου. Η συλλογή δεδομένων όσον αφορά τη βιομηχανία μεταποίησης θα καταστεί υποχρεωτική μόνο το 2006.

4. Διαχείριση δεδομένων

Η πρώτη σειρά δεδομένων σχετικά με τις εισροές (αλιευτική ικανότητα και αλιευτική προσπάθεια) αποτελεί ήδη αντικείμενο διαχείρισης από την Επιτροπή μέσω του κανονισμού σχετικά με τον έλεγχο αριθ. 2807/8310, με τη χρήση του συστήματος FIDES 2 για σκοπούς επικοινωνίας. Η δεύτερη σειρά δεδομένων (απορρίψεις, ερασιτεχνική αλιεία, αλιεύματα ανά μονάδα αλιευτικής προσπάθειας, αλιευτικές έρευνες, σύνθεση από απόψεως μεγέθους και ηλικίας, βιολογικές παράμετροι, οικονομικά δεδομένα σχετικά με τους στόλους και τη βιομηχανία μεταποίησης) αποφασίστηκε να διατηρήσει κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του κανονισμού συλλογής δεδομένων αριθ. 1639/20014 τα συνήθη επιστημονικά δίκτυα για τη διαβίβαση των δεδομένων αυτών στους παραδοσιακούς τελικούς χρήστες (επιστημονικοί οργανισμοί, περιφερειακές οργανώσεις αλιείας). Η διαδικασία αυτή είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των δικτύων αυτών.

Για τη βελτίωση του υφιστάμενου συστήματος, για τη διευκόλυνση της πρόσβασης και για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής καθώς και μεταξύ των κρατών μελών και των επιστημονικών τελικών χρηστών (περιφερειακές οργανώσεις αλιείας, επιστημονικοί οργανισμοί), πρέπει να αναπτυχθεί μία βάση πληροφορικής.

Προκειμένου να καθοριστεί η κοινή αυτή βάση για τη διαβίβαση δεδομένων βάσει του πλαισίου συλλογής δεδομένων, συγκροτήθηκε μια κοινή ομάδα εργασίας μεταξύ της Επιτροπής, μελών της ΕΤΟΕΑ και προσκεκλημένων εμπειρογνωμόνων τον Απρίλιο του 2002. Οι όροι αναφοράς της ομάδας αυτής αφορούσαν τον καθορισμό των βάσεων δεδομένων και των τρόπων λειτουργίας τους για την τήρηση των απαιτούμενων στοιχείων και για την υποστήριξη της πρόσβασης της Επιτροπής και εγκεκριμένων αντιπροσώπων άλλων κρατών μελών.

Η ομάδα εργασίας πρότεινε μια πρώτη ανάλυση η οποία θα καλύπτει τις προδιαγραφές των απαιτήσεων του συστήματος καθώς και πρόταση για τεχνική λύση. Το έργο αυτό πραγματοποιήθηκε από εξωτερικό σύμβουλο κατά τη διάρκεια του 2003. Τα αποτελέσματα θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή πριν το τέλος του 2004.

Δεδομένου ότι το σύστημα επικοινωνίας καλύπτει ένα ευρύ φάσμα τύπων δεδομένων και γεωγραφικών περιοχών και προκειμένου να διασφαλιστεί ότι λαμβάνεται υπόψη η εμπειρία που αποκτήθηκε στους διάφορους αυτούς τομείς, συγκροτήθηκε από την Επιτροπή μια Ομάδα Υποστήριξης. Ο βασικός στόχος της Ομάδας Υποστήριξης είναι να παρέχει συμβουλές για τις απαιτήσεις του συστήματος, συμπεριλαμβανομένου του πρωτοκόλλου επικοινωνίας, της βάσεως δεδομένων και του λογισμικού συγκεντρωτικής παρουσίασης.

Ανεξάρτητα από την εφαρμογή της βάσεως πληροφορικής, θα διεξαχθούν έλεγχοι από την Επιτροπή το 2004 για τον έλεγχο της ύπαρξης δεδομένων στις βάσεις δεδομένων των κρατών μελών. Οι έλεγχοι αυτοί θα μπορούσαν να είναι απλοί (τυχαίοι έλεγχοι δεδομένων) ή περισσότερο επισταμένοι (συστηματικός έλεγχος των βάσεων δεδομένων σε επιλεγέντα κράτη μέλη, ή αιτήσεις δεδομένων για την αξιολόγηση της κατάστασης συγκεκριμένων αποθεμάτων ή τύπων αλιείας).

5. Μελέτες και πιλοτικά έργα

Προκειμένου να καλυφθεί η χρονική περίοδος μεταξύ της έκδοσης του κανονισμού του Συμβουλίου αριθ. 1543/20002 και του κανονισμού εφαρμογής της Επιτροπής αριθ. 1639/20014, η Επιτροπή δημοσίευσε πρόσκληση υποβολής προτάσεων σύμφωνα με το άρθρο 5 της απόφασης του Συμβουλίου αριθ. 439/20003. Η δυνατότητα αυτή επέτρεψε στα κράτη μέλη να συνεχίσουν τη συλλογή σειρών δεδομένων βάσει του προηγούμενου συστήματος και, ταυτόχρονα, να προετοιμαστούν για την κατάρτιση πλήρους εθνικού προγράμματος συλλογής δεδομένων.

Αποτέλεσμα της τελευταίας πρόσκλησης υποβολής προτάσεων το 2000 ήταν η χρηματοδότηση 23 μελετών κατά τη διάρκεια του 2001. Οι περισσότερες από τις μελέτες αυτές ασχολήθηκαν με δεδομένα που αφορούσαν την έρευνα, την ερασιτεχνική αλιεία, τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα και τα οικονομικά δεδομένα.

Επιπροσθέτως, το άρθρο 9 της απόφασης του Συμβουλίου αριθ. 439/20003 προβλέπει επίσης τη δυνατότητα χρηματοδότησης μελετών που καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες ερευνών. Υλοποιήθηκαν επτά συνολικά μελέτες, οι οποίες καλύπτουν διάφορους τομείς: ετήσιοι περιορισμοί αλιευμάτων για αποθέματα που διατρέχουν κίνδυνο, εφαρμογή συστημάτων ελέγχου και εποπτείας, ανάλυση περιβαλλοντικών δεδομένων και δεδομένων αλιευμάτων.

Τέλος, κατά τη διάρκεια του 2001, εκπονήθηκαν 30 συνολικά μελέτες σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 9 της απόφασης του Συμβουλίου αριθ. 439/2000 με προϋπολογισμό 11,3 εκατ. EUR.

6. Χρηματοδοτικές πτυχές

Σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου αριθ. 439/20003, η χρηματοδοτική στήριξη για την περίοδο 2000-2005 θα ανέλθει σε 132 εκατομμύρια ευρώ.

Τα κράτη μέλη υπέβαλαν τα εθνικά προγράμματά τους για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του 2001, καλύπτοντας το έτος 2002, μαζί με προβλέψεις ετήσιων δαπανών για την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2002 έως το Δεκέμβριο του 2006. Αντιμετώπισαν διάφορες δυσκολίες προκειμένου να προετοιμάσουν και να υποβάλουν τους προϋπολογισμούς. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη πείρας κατά την παρουσίαση τέτοιου είδους προγραμμάτων συλλογής συγκεντρωτικών δεδομένων και λόγω του γεγονότος ότι το κόστος δεν ήταν γνωστό για τα περισσότερα από τα κράτη μέλη όσον αφορά την εκτέλεση ενός νέου συγκεκριμένου καθήκοντος (επί παραδείγματι συλλογή δεδομένων απορρίψεων ή οικονομικών δεδομένων) όσο και ενός συνολικού προγράμματος συλλογής δεδομένων. Κατά συνέπεια, τα εθνικά προγράμματα στηρίχθηκαν κυρίως στην περιορισμένη εμπειρία τους ως εταίρων σε προηγούμενα έργα μελετών που πραγματοποιήθηκαν για τη συλλογή δεδομένων. Το γεγονός αυτό προκάλεσε σοβαρά προβλήματα, όπως επί παραδείγματι, στο τέλος της πρώτης άσκησης συλλογής δεδομένων, ορισμένα κράτη μέλη δεν είχαν δαπανήσει το πενήντα τοις εκατό του συνολικού προϋπολογισμού τους για το 2002, ενώ ένα κράτος μέλος δεν ήταν σε θέση, λόγω καθυστερήσεων στις εσωτερικές διαδικασίες, να μεταφέρει τον προϋπολογισμό συλλογής δεδομένων στα ερευνητικά ιδρύματα.

Ένα από τα βασικά επιτεύγματα του προγράμματος συλλογής δεδομένων ήταν η γνώση για πρώτη φορά της συνολικής εικόνας των εθνικών προγραμμάτων για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που συμμετέχουν στην κοινή αλιευτική πολιτική καθώς και του σχετικού κόστους τους (βλ. πίνακες 1 έως 4).

Η ανάλυση δαπανών των προγραμμάτων συλλογής δεδομένων που καταρτίστηκαν από τα κράτη μέλη για το 2002 δείχνει ότι έχουν στενή σχέση με το μέγεθος των εθνικών στόλων ή των εκφορτώσεων (βασικοί προϋπολογισμοί υπάρχουν για το Η.Β,, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία). Οι έρευνες (το 45% περίπου του στοιχειώδους προγράμματος και το 75% του εκτεταμένου) και οι απορρίψεις (το 15% περίπου του στοιχειώδους προγράμματος) αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού. Στην περίπτωση υποβολής προγράμματος σχετικά με οικονομικά δεδομένα από ένα κράτος μέλος, ο αντίστοιχος προϋπολογισμός ήταν μικρός. Η σύγκριση των προϋπολογισμών που αφορούσαν οικονομικά δεδομένα δεν ήταν δυνατή δεδομένου ότι λίγα μόνο από τα κράτη μέλη παρουσίασαν πρόγραμμα στον τομέα αυτό (βλ. πίνακες 1 έως 4).

Η πρώτη αυτή άσκηση συλλογής δεδομένων έδειξε ότι το πλαίσιο συλλογής δεδομένων αποτελεί ένα εξαιρετικό μέσο προκειμένου να καταστούν διαφανέστερες οι δαπάνες συλλογής δεδομένων έτσι ώστε όλα τα κράτη μέλη και η Επιτροπή να διαθέτουν σχετική ενημέρωση. Στο μέλλον, θα μπορούσαν να μειωθούν οι επικαλύψεις μεταξύ των εθνικών προγραμμάτων και οι δημόσιοι πόροι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικότερα ανάλογα με τα καθήκοντα και τις περιοχές. Επιπροσθέτως, η μεγαλύτερη διαφάνεια και συγκρισιμότητα των δαπανών θα πρέπει να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.

7. Μελλοντικές εξελίξεις

Έχοντας πλέον αποδειχθεί η σκοπιμότητα και η ανάγκη του πλαισίου συλλογής δεδομένων, η προτεραιότητα που πρέπει να τεθεί τώρα είναι η βελτίωσή του. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με μέτρα εφαρμογής για την ενίσχυση του υφιστάμενου συστήματος χωρίς την απαίτηση της συλλογής οποιωνδήποτε νέων δεδομένων ή της τροποποίησης του κανονισμού αριθ. 1639/20014 (βλ. τμήμα 7.1 κατωτέρω), αλλά ίσως να είναι επίσης σκόπιμη η συμπερίληψη ορισμένων τροποποιήσεων βραχυπρόθεσμα για τη βελτίωση του συστήματος και προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι επιστημονικές συστάσεις της ΕΤΟΕΑ κατά τη διάρκεια της ενδιάμεσης επισκόπησης (βλ. τμήμα 7.2 κατωτέρω). Το 2006, δύο γεγονότα θα συμβούν ταυτόχρονα: η αναθεώρηση του προϋπολογισμού για την εξαετή περίοδο 2007-2012 (βλ. άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού του Συμβουλίου αριθ. 439/20003), και βάσει της τριετούς έκθεσης που υποβάλλεται από την Επιτροπή, η ενδεχόμενη τροποποίηση του κανονισμού του Συμβουλίου αριθ. 1543/.20002 και του κανονισμού της Επιτροπής αριθ. 1639/20014. Η ευκαιρία αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την πραγματοποίηση ευρύτερων αλλαγών του υφιστάμενου πλαισίου συλλογής δεδομένων όσον αφορά τη συνολική διάρθρωση του προϋπολογισμού ανά καθήκον και ανά περιοχή και τον τύπο των δεδομένων που πρέπει να συλλέγονται, με δυνατότητα συμπερίληψης νέων, εφόσον είναι αναγκαίο (βλ. τμήμα 7.3 κατωτέρω).

7.1. Ενίσχυση του ισχύοντος κανονισμού (αριθ. 1639/20014)

1/ Ο συντονισμός στο πλαίσιο των εθνικών προγραμμάτων ήταν αποτελεσματικός στην περίπτωση που ιδρύθηκαν διαχειριστικές επιτροπές για το συντονισμό και τη διαχείρισή τους, όπως συνέβη, π.χ. στη Δανία και στις Κάτω Χώρες. Μια τέτοια επιτροπή ή ομάδα θα πρέπει να ιδρυθεί από κάθε κράτος μέλος.

2/ Η διεθνής συνεργασία θα πρέπει να βελτιωθεί. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, μετά τη θέσπιση των Περιφερειακών Γνωμοδοτικών Συμβουλίων (ΠΓΣ), ο καταλληλότερος τρόπος είναι η περιφερειακή προσέγγιση. Οι κυριότερες περιοχές που πρέπει να εξεταστούν για τη συλλογή δεδομένων, λαμβανομένης υπόψη της γεωγραφικής θέσεώς τους καθώς επίσης και της κατανομής των ΠΓΣ, θα ήταν η Βαλτική Θάλασσα, η Βόρειος Θάλασσα, ο Δυτικός Ατλαντικός, τα ύδατα της Μεσογείου καθώς και άλλα ύδατα (τα οποία περιλαμβάνουν υπερπόντιες περιοχές). Θα έπρεπε να διεξάγονται συναντήσεις περιφερειακού συντονισμού μία φορά τουλάχιστον το έτος με τη συμμετοχή υπαλλήλων της Επιτροπής για την εξέταση της εφαρμογής των Εθνικών Προγραμμάτων σε περιφερειακό πλαίσιο και για το συντονισμό των προγραμμάτων αυτών μεταξύ των κρατών μελών.

3/ Απαιτείται μεγαλύτερη διαφάνεια των μεθοδολογιών. Για την εναρμόνιση των στρατηγικών δειγματοληψίας και για τη διευκόλυνση της ανάλυσης των αποτελεσμάτων, θα πρέπει να περιγράφεται από τα κράτη μέλη οποιαδήποτε διαδικασία συλλογής δεδομένων κατά τρόπο ώστε να καθίσταται διαφανής. Οι διαδικασίες υπολογισμού των εκτιμήσεων που προκύπτουν από τα δεδομένα θα πρέπει επίσης να περιγράφεται από τα κράτη μέλη (με την παρουσίαση, επί παραδείγματι, του τρόπου διεξαγωγής των παρεκτάσεων, του τρόπου, εφόσον είναι αναγκαίο, επίλυσης των προβλημάτων που έχουν σχέση με την έλλειψη δεδομένων ή του τρόπου συνδυασμού των διαφόρων εκτιμήσεων). Τα δεδομένα που προκύπτουν στο χαμηλότερο επίπεδο μη συγκεντρωτικής παρουσίασης (π.χ., για κάθε στόλο) θα πρέπει να αποθηκεύονται και να διαβιβάζονται, εφόσον χρειάζεται.

Στη περίπτωση πραγματοποίησης εκτιμήσεων, θα πρέπει να παρέχονται τα στοιχεία τα οποία καθιστούν δυνατή την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των εκτιμήσεων που προκύπτουν από τα δείγματα αυτά (ενδεχόμενα κενά μεταξύ πληθυσμού-στόχου και πληθυσμού-δειγματοληψίας, ενδεχόμενοι επηρεασμοί, διαφορές, διαστήματα εμπιστοσύνης 5% και άλλα όρια). Ακόμη και εάν απαιτείται το επίπεδο ακρίβειας για το σύνολο ή για ένα μέσο όρο αριθμού στόλων, θα πρέπει να αξιολογείται το επίπεδο ακρίβειας το οποίο προκύπτει για κάθε στόλο (βλ. σύνθεση απορρίψεων των εκφορτώσεων).

4/ Ανάγκη ανάπτυξης βάσεων δεδομένων με ημι-συγκεντρωτικά δεδομένα. Η προηγούμενη εμπειρία από τη χρήση των σημερινών δεδομένων ένα χάσμα διακοπή μεταξύ των βασικών δεδομένων σε ένα ελάχιστο επίπεδο μη συγκεντρωτικής παρουσίασης (το οποίο παρουσιάζει συχνά προβλήματα αξιοπιστίας) και των συγκεντρωτικών δεδομένων τα οποία παρουσιάζονται κατά τρόπο ώστε να είναι μειωμένης χρησιμότητας για τους επιστήμονες (π.χ. συνολικά αλιεύματα του αποθέματος για ένα κράτος μέλος. Η εφαρμογή των σχεδίων αποκατάστασης για ορισμένα αποθέματα αύξησε κατά τον τρόπο αυτό τη δυσκολία έγκαιρης διάθεσης δεδομένων αλιευμάτων και αλιευτικής προσπάθειας στο πλαίσιο μιας επαρκώς επακριβούς στρωματοποίησης. Ως εκ τούτου, υπάρχει σημαντική ζήτηση για ημι-συγκεντρωτικά δεδομένα (π.χ., σύνθεση σχετικά με την αλιευτική προσπάθεια και τα αλιεύματα για κάθε στόλο και είδος, ανά στατιστικό τετράγωνο και μήνα). Τα εν λόγω ημι-συγκεντρωτικά δεδομένα θα μειώσουν σημαντικά τα προβλήματα αξιοπιστίας. Η εν λόγω διαδικασία εφαρμογής πρέπει να καλύπτει όλα τα δεδομένα (τα οποία προέρχονται είτε από τον κανονισμό ελέγχου είτε από επιστημονικές έρευνες, έστω και εάν θα πρέπει να καθοριστούν προσεκτικά οι αντίστοιχοι ρόλοι των ερευνητικών δομών και των διοικήσεων). Θα πρέπει να καθορισθούν τα επίπεδα συγκεντρωτικής παρουσίασης καθώς επίσης και οι κανόνες πρόσβασης μετά από διαβούλευση με την ΕΤΟΕΑ.

5/ Τέλος, θα πρέπει να διοργανώνονται τακτικά εργαστήρια αφιερωμένα στην επιμόρφωση στις βασικές τεχνικές της δειγματοληψίας και στην επεξεργασία στατιστικών δεδομένων (βλ. επικύρωση δεδομένων) καθώς και εργαστήρια αφιερωμένα στην ανάλυση των αποτελεσμάτων της εφαρμογής του πλαισίου συλλογής δεδομένων (π.χ. συγκρίσεις των διαφόρων μεθόδων για την εκτίμηση των απορρίψεων, την εκτίμηση των εκφορτώσεων στην αλιεία περιορισμένης κλίμακας - σκάφη μικρότερα των 12/10 μέτρων - και στην ερασιτεχνική αλιεία, κλπ.

Μαθήματα επιμόρφωσης για την απόκτηση βασικών βιολογικών παραμέτρων, όπως είναι η διαπίστωση της ηλικίας και του επιπέδου ωριμότητας, θα πρέπει να διοργανώνονται σε συχνή βάση για τη διατήρηση του επιπέδου των γνώσεων και της πρακτικής καθώς επίσης και για την κατάρτιση επιστημόνων οι οποίοι ασχολούνται με τη βιολογική δειγματοληψία. Ειδικά εργαστήρια θα πρέπει να αφιερωθούν στην εκτίμηση των εν λόγω παραμέτρων στην περίπτωση εισαγωγής νέων ειδών.

7.2. Άμεσες βελτιώσεις του κανονισμού αριθ. 1639/20014 (2004)

Βάσει των συστάσεων της ΕΤΟΕΑ που διατυπώθηκαν κατά τη διάρκεια της ενδιάμεσης επισκόπησης του πλαισίου συλλογής δεδομένων τον Ιούλιο του 20035,, η Επιτροπή προτίθεται να προτείνει τις ακόλουθες τροποποιήσεις στον ισχύοντα κανονισμό συλλογής δεδομένων αριθ. 1639/20014 στις αρχές του 2004:

1/ Θα πρέπει να καθορισθούν τα επίπεδα ακρίβειας των παραμέτρων όσον αφορά τους προς επίτευξη στόχους. Αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο εάν παρασχεθούν όλα τα αναγκαία στοιχεία για τον υπολογισμό της ακρίβειας των εκτιμήσεων (εξαντλητική περιγραφή της διαδικασίας δειγματοληψίας και της μεθόδου υπολογισμού των εκτιμήσεων). Όσον αφορά την περίπτωση που πρέπει να προστεθούν οι συνεισφορές διαφόρων κρατών μελών, θα πρέπει να θεσπιστεί ένας κανόνας βάσει του οποίου να κατανέμεται το βάρος εξίσου μεταξύ τους σε συνάρτηση, ιδίως, με το επίπεδο των αλιευμάτων τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, εάν φανεί προτιμότερο να διατηρηθεί ως στόχος το ποσοστό δειγματοληψίας, θα πρέπει να προστεθεί στο πλαίσιο συλλογής δεδομένων μία ρήτρα η οποία να περιορίζει τους κινδύνους υπερβολικής δειγματοληψίας.

2/ Οι απορρίψεις από τύπους αλιείας που αφορούν αποθέματα τα οποία αξιολογούνται με τη χρήση δεδομένων απορρίψεων θα πρέπει να συλλέγονται ανά έτός και όχι ανά τριετία.

3/ Εισαγωγή νέων ειδών. Ορισμένα είδη βαθέων υδάτων, τα είδη ελασμοβραγχίων και τα είδη ευρωπαϊκών χελιών θα έπρεπε να περιληφθούν στον κανονισμό συλλογής δεδομένων αριθ. 1639/20014. Το ICES [13] εξέδωσε πρόσφατα γνωμοδότηση η οποία αναφέρει ότι ορισμένα αποθέματα θεωρούνται ότι βρίσκονται επί του παρόντος εκτός ασφαλών βιολογικών ορίων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, διατυπώθηκε σύσταση για την επείγουσα κατάρτιση σχεδίου αποκατάστασης. Επιπροσθέτως, ο κανονισμός του Συμβουλίου αριθ. 2347/2002 [14] προέβλεπε την υποχρέωση δειγματοληψίας των αλιευόμενων ειδών βαθέων υδάτων.

[13] ICES, 2002. Έκθεση της Ομάδας Εργασίας για την βιολογία και την αξιολόγηση των τύπων αλιείας βαθέων υδάτων. ICES CM 2002/ACFM: 16, σ. 253. ICES, 2002. Έκθεση της Ομάδας Εργασίας για τα ελασμοβράγχια,, ICES CMα 2002/G: 8, σ. 123. ICES, 2003. Έκθεση της ομάδας εργασίας για τα χέλια του ICES/EIFAC, ICES CM 2003/ACFM: 06, σ. 87.

[14] Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2347/2002 της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση ειδικών απαιτήσεων πρόσβασης και συναφών όρων που εφαρμόζονται στην αλιεία αποθεμάτων βαθέων υδάτων - ΕΕ L 351, 28.12.2002 σ. 6.

4/ Εισαγωγή νέων ερευνών. Θα πρέπει να προβλεφθούν έρευνες αφιερωμένες σε είδη βαθέων υδάτων, στο προσφυγάκι και στα ψάρια βυθού. Πρέπει να εκτιμώνται και να χρησιμοποιούνται για σκοπούς αξιολόγησης των αποθεμάτων ανεπηρέαστοι δείκτες αφθονίας (π.χ. δείκτες που δεν έχουν σχέση με στοιχεία εμπορικών στόλων). Επιπροσθέτως, απαιτείται η έρευνα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της αλιείας που αφορά τα εν λόγω οικοσυστήματα βαθέων υδάτων, τα οποία είναι γνωστό ότι είναι ευαίσθητα.

5/ Συνέπειες της εφαρμογής σχεδίων αποκατάστασης. Στην περίπτωση που το απόθεμα - στόχος υπόκειται σε σχέδιο αποκατάστασης, οι απαιτήσεις δειγματοληψίας του εκτεταμένου προγράμματος θα πρέπει να γίνουν υποχρεωτικές και στο στοιχειώδες πρόγραμμα. Το ίδιο ισχύει για τις έρευνες και την ερασιτεχνική αλιεία. Οι κανόνες αυτοί θα εφαρμόζονται μόνο κατά τη διάρκεια του σχεδίου αποκατάστασης.

6/ Σειρές δεδομένων εμπορικών αλιευμάτων ανά μονάδα αλιευτικής προσπάθειας (cpue). Τα στοιχειώδη προγράμματα θα πρέπει ν α περιέχουν μόνο σειρές δεδομένων για αλιεύματα και αλιευτική προσπάθεια για στόλους οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν οποτεδήποτε, από το 1995 και μετέπειτα, για αξιολογήσεις αποθεμάτων, τύπους αλιείας στους οποίους δεν διατίθεται αξιολόγηση αποθεμάτων, αλλά στους οποίους οι σειρές δεδομένων cpue αποτελούσαν το μοναδικό μέσο για τη διεθνή ομάδα εργασίας προκειμένου να εκτιμήσει τις τάσεις που παρουσιάζει η αφθονία των αποθεμάτων από το 1995 και μετέπειτα, καθώς και τύπους αλιείας οι οποίοι υπόκεινται σε ρυθμίσεις διεθνούς οργάνωσης αλιείας (ρυθμίσεις αλιείας μεγάλων πελαγικών ειδών από το ICCAT επί παραδείγματι). Το εκτεταμένα προγράμματα θα πρέπει να περιέχουν σειρές δεδομένων για αλιεύματα και αλιευτική προσπάθεια για στόλους οι οποίοι δεν χρησιμοποιήθηκαν σε αξιολογήσεις αποθεμάτων αλλά στους οποίους αναμένεται να διεξαχθούν αξιολογήσεις αποθεμάτων στο εγγύς μέλλον (π.χ. ύδατα Μεσογείου, ιδίως για βενθοπελαγικά είδη, όπως είναι ο μερλούκιος, καθώς και για είδη βαθέων υδάτων), στόλους στους οποίους η συλλογή δεδομένων άρχισε πρόσφατα μέχρις ότου οι εν λόγω σειρές δεδομένων χρησιμοποιηθούν σε αξιολογήσεις αποθεμάτων καθώς και στόλους στους οποίους οι σειρές δεδομένων χρησιμοποιούνται μόνο για βιολογικούς σκοπούς (σύνθεση από απόψεως μήκους και ηλικίας).

Αναφορικά με τη συλλογή βιολογικών παραμέτρων (ωριμότητα, ανάπτυξη, βάρος ανά ηλικία, κλπ.), θεωρείται ότι το όριο του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού συλλογής δεδομένων αριθ. 1639/20014 έπρεπε να αποσαφηνισθεί καλύτερα προκειμένου να αποφευχθεί η επικάλυψη με μελέτες και ερευνητικά έργα. Δεδομένου ότι τελικός στόχος του πλαισίου συλλογής δεδομένων είναι η άμεση χρήση των δεδομένων για αξιολογήσεις αποθεμάτων, θεωρείται ότι η συλλογή βιολογικών δεδομένων για μεθοδολογικούς και τεχνολογικούς σκοπούς δεν θα πρέπει να προβλέπεται και να χρηματοδοτείται. Η ΕΤΟΕΑ θα κληθεί να αξιολογήσει εάν οι προτάσεις αυτές στο πλαίσιο εθνικών προγραμμάτων (π.χ. σήμανση, γενετική ανάλυση) θα πρέπει να είναι επιλέξιμες στο πλαίσιο του κανονισμού συλλογής δεδομένων αριθ. 1639/20014 ή στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος.

Ο κανονισμός συλλογής δεδομένων αριθ. 1639/20014 θα εφαρμόζεται στα μελλοντικά κράτη μέλη μετά τη διεύρυνση. Επτά νέα κράτη μέλη αφορά άμεσα ο κανονισμός αυτός, δηλαδή τη Λιθουανία, την Εσθονία, τη Λετονία, την Πολωνία, τη Σλοβενία, τη Μάλτα και την Κύπρο. Οι επιστήμονες των προσχωρούντων βαλτικών κρατών συμμετέχουν ήδη σε Ομάδες Εργασίας του ICES για την Αξιολόγηση Αποθεμάτων και στις Ομάδες Προγραμματισμού του ICES για τα Εμπορικά Αλιεύματα, τις Απορρίψεις και τη Βιολογική Δειγματοληψία (PGCCDBS). Συμμετείχαν επίσης σε διεθνή έργα για τη δειγματοληψία αλιευμάτων στη Βαλτική Θάλασσα και για την εκτίμηση των δεικτών αφθονίας σε συντονισμένες έρευνες θαλάσσιων βυθών. Για τα ύδατα της Μεσογείου, μόλις άρχισε η εν λόγω διεθνής συνεργασία (με την εξαίρεση του έργου MEDITS το οποίο διεξάγεται από το 1994).

7.3. Προετοιμασία μελλοντικών εξελίξεων (2006)

Παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή θα πρέπει να περιμένει μέχρις ότου εξαχθούν τα αποτελέσματα των επόμενων λίγων ετών εφαρμογής πριν καταρτίσει την πρότασή της, υπάρχει ένας αριθμός θεμάτων τα οποία μπορούν ήδη να θεωρηθούν ότι χρειάζονται προσοχή.

Θα πρέπει να μελετηθούν άλλες στρατηγικές δειγματοληψίας εκτός εκείνων που χρησιμοποιούνται σήμερα για τις έρευνες που αφορούν δειγματοληψίες σε επίπεδο ιχθυαγοράς (συμπεριλαμβανομένης της καλύτερης χρήσης των εμπορικών ονομασιών). Εκτός από τις παραδοσιακές αυτές κλασσικές μελέτες, δυνατόν να επανεξετασθεί το συνολικό ισοζύγιο δαπανών.

1/ Χωρίς να τίθεται ως στόχος η τυποποίηση των πάντων, το επόμενο βήμα του κανονισμού συλλογής δεδομένων αριθ. 1639/20014 θα είναι ο περιορισμός των διαφορών των μεθόδων σε αυτές που επιβάλλουν πράγματι οι διάφορες καταστάσεις. Για το σκοπό αυτό, θα πραγματοποιηθεί με ανταλλαγή στοιχείων σχετικά με τις χρησιμοποιούμενες μελέτες μεταξύ των κρατών μελών. Τα εργαστήρια που έχουν ως στόχο την επιμόρφωση στην επιστήμη της δειγματοληψίας, στη στατιστική επεξεργασία και στην ανάλυση δεδομένων θα μέσο για την αύξηση της εναρμόνισης της προσέγγισης.

2/ Οι διαφορές που υπάρχουν στην κατανομή τής δειγματοληπτικής προσπάθειας μεταξύ περιοχών και τμημάτων του κανονισμού συλλογής δεδομένων αριθ. 1639/20014 θα πρέπει να περιοριστούν. Θα καταστεί αναγκαία η διεξαγωγή συγκριτικής ανάλυσης των πλεονεκτημάτων των διαφόρων στρατηγικών δειγματοληψίας που χρησιμοποιούνται για την απόκτηση των ιδίων πληροφοριών με το ίδιο επίπεδο ακρίβειας. Κατόπιν, θα καθοριστούν οι σχέσεις κόστους/ακρίβειας. Θα αναλυθούν τα οφέλη που θα προκύψουν από τις ενδεχόμενες αλλαγές των στρατηγικών δειγματοληψίας θα αναλυθούν και, εφόσον κριθεί σκόπιμο, θα πρέπει να τροποποιηθεί η ισορροπία μεταξύ των στρωμάτων (περιοχή/τμήμα). Αυτό θα οδηγήσει σε μείωση του συνολικού κόστους του πλαισίου συλλογής δεδομένων καθώς και στην τροποποίηση της κατανομής του κόστους μεταξύ των τμημάτων.

3/ Επιπροσθέτως, για την αποφυγή των επικαλύψεων, θα πρέπει να υπάρξει σαφέστερη κατανομή τω καθηκόντων μεταξύ των κρατών μελών (επί παραδείγματι, μεταξύ κρατών μελών στα οποία ανήκουν τα σκάφη και κρατών μελών στα οποία πραγματοποιούνται οι εκφορτώσεις, ή μεταξύ κρατών μελών τα οποία διαθέτουν παρόμοιους στόλους).

4/ Στην προσέγγιση οικοσυστήματος, η ανάλυση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ της αλιείας και του περιβάλλοντος αποτελεί προτεραιότητα. Η ανάλυση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει τις περιβαλλοντικές επιπτώσείς της αλιείας αλλά επίσης και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων στοιχείων του θαλάσσιου οικοσυστήματος επί της αλιείας. Θα πρέπει να μετρηθούν οι επιπτώσεις της αλιείας επί των ειδών που δεν αποτελούν στόχο της αλιείας, όπως είναι οι βενθικοί οργανισμοί και κοινότητες, τα θαλάσσια θηλαστικά, τα θαλάσσια πτηνά, καθώς επίσης και επί των ψαριών που δεν αποτελούν στόχο της αλιείας.. Θα πρέπει να ερευνηθούν οι επιπτώσεις της αλιείας επί των ενδιαιτημάτων. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των θαλάσσιων θηλαστικών και της αλιείας, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ της υδατοκαλλιέργειας και του περιβάλλοντος. Θα πρέπει επίσης να αναλυθούν οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις επί των θαλάσσιων οικοσυστημάτων και τα σχέδια για την αποκατάσταση των υποβαθμισμένων θαλάσσιων ενδιαιτημάτων [15]. Για το σκοπό αυτό, ο κανονισμός αριθ. 1639/2001 θα πρέπει να περιλαμβάνει κατάλογο των βασικών μεταβλητών που πρέπει να μετρώνται, ο οποίος καταρτίζεται βάσει των αποτελεσμάτων των διεξαγόμενων μελετών.

[15] Αναφορικά με τα ψηφίσματα της Παγκόσμιας Διάσκεψης Κορυφής για την Αειφόρο Ανάπτυξη (WSSD): Έκθεση της Παγκόσμιας Συνάντησης Κορυφής για την Αειφόρο Ανάπτυξη, Γιοχάνεσμπουργκ, Νότιος Αφρική (26 Αυγούστου - 4 Σεπτεμβρίου 2002) παράγραφοι 29, 30, 31. A/conf 199/20. Ηνωμένα Έθνη, New York, 2002, σ. 173.

5/ Πέραν από όλες τις χρήσεις των δεδομένων για παραδοσιακές αξιολογήσεις, θα πρέπει να χρησιμοποιείται συνθετική παρουσίαση όλων των χρήσεων των δεδομένων καθώς και του υλικού που συλλέχθηκε κατά τις έρευνες.

8. Συμπεράσματα

Τα συμπεράσματα της άσκησης του 2002 έδειξαν ότι τα κράτη μέλη κατέβαλαν σημαντικές προσπάθειες για την εφαρμογή του κανονισμού συλλογής δεδομένων αριθ. 1639/20014 και αφιέρωσαν πολύ χρόνο στην κατάρτιση των εθνικών προγραμμάτων τους. Ταυτόχρονα, είναι προφανές ότι τα προγράμματα αυτά είναι σε μεγάλο βαθμό ευμετάβλητα από απόψεως ποιότητας και πληρότητας. Για ορισμένα κράτη μέλη, χρειάζεται ακόμη θα καταβληθεί σημαντική προσπάθεια προκειμένου να εκπληρωθούν όλες οι απαιτήσεις του κανονισμού. Θα χρειαστεί κάποιο χρονικό διάστημα για την επίτευξη ενός προγράμματος συστηματικής συλλογής δεδομένων με επαρκή έλεγχο της ποιότητάς του.

Τα εθνικά προγράμματα συμμορφούνται σε γενικές γραμμές με τις ρυθμίσεις και τους στόχους του κανονισμού συλλογής δεδομένων αριθ. 1639/20014 για την επίτευξη ακριβέστερων δεδομένων. Τα περισσότερα κράτη μέλη διατήρησαν τους προηγούμενους βαθμούς δειγματοληψίας τους για τα αποθέματα και είδη εκείνα τα οποία είναι σημαντικά για τον εθνικό τομέα της αλιείας τους και ανέπτυξαν πρότυπα δειγματοληψίας για άλλα είδη. Επιπροσθέτως, οι εκτιμήσεις για τις απορρίψεις επεκτάθηκαν σε νέα αποθέματα και νέους τύπους αλιείας. Το γεγονός αυτό εξασφάλισε την επαρκή κάλυψη, από απόψεως εκτιμήσεων που αφορούν τις εκφορτώσεις και τις απορρίψεις, των στόλων και τύπων αλιείας οι οποίοι πρέπει να ληφθούν περισσότερο υπόψη. Άρχισαν επίσης να συλλέγονται οικονομικά δεδομένα σχετικά με τη δραστηριότητα του στόλου και, σε μικρότερο βαθμό, για τη δραστηριότητα της βιομηχανίας μεταποίησης.

Η εφαρμογή του πλαισίου συλλογής δεδομένων καλωσορίστηκε από την επιστημονική κοινότητα γενικά καθώς και από διεθνείς επιστημονικούς οργανισμούς, όπως είναι το ICES. Κατά τη διάρκεια του 2003, τα δεδομένα που συλλέχθηκαν το 2002 χρησιμοποιήθηκαν από τις επιστημονικές ομάδες εργασίας που ασχολούνται με αξιολογήσεις αποθεμάτων, ενώ διατηρήθηκαν τα συνήθη επιστημονικά δίκτυα για την ανταλλαγή δεδομένων. Η περίοδος που κάλυψε η πρώτη άσκηση συλλογής δεδομένων ήταν πολύ σύντομη (πράγματι, διεξάχθηκε μόνο ένας ολόκληρος κύκλος). Έτσι, δεν είναι ακόμη δυνατόν για την Επιτροπή και τους επιστήμονες να υπολογίσουν την επίπτωση του εν λόγω πλαισίου συλλογής δεδομένων στην ποιότητα των αξιολογήσεων των αποθεμάτων και των επιστημονικών συμβουλών.

Μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τα κράτη μέλη εκπλήρωσαν γενικά τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά την πρόβλεψη μέσων για την επίτευξη των στόχων του πλαισίου συλλογής δεδομένων. Ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί ότι, με ορισμένες εξαιρέσεις, τα κράτη μέλη συμμορφώθηκαν γενικά με το άρθρο 9 του κανονισμού της Επιτροπής αριθ. 1639/20014.

Μεταξύ των εν λόγω κρατών μελών, τα περισσότερα από αυτά δεν διαβίβασαν πάντοτε τις πληροφορίες σχετικά με τις μεθοδολογίες που χρησιμοποίησαν για τη συλλογή των δεδομένων, και μόνο λίγα από αυτά έδωσαν εξηγήσεις σχετικά με τη στατιστική βάση της στρατηγικής δειγματοληψίας τους και έδωσαν εκτιμήσεις σχετικά με το επίπεδο της ακρίβειας που επιτεύχθηκε, όπως απαιτείται από το άρθρο 3 του κανονισμού συλλογής δεδομένων αριθ. 1689/20014. Κατά συνέπεια, δεν κατέστη ακόμα δυνατή η εκτίμηση της καταλληλότητας των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν.

Παρόλα αυτά, σημειώθηκε σημαντική πρόοδος σε μία σύντομη περίοδο από τα κράτη μέλη γενικά και μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο κανονισμός συλλογής δεδομένων αριθ. 1639/20014 έδειξε την καταλληλότητα και την αναγκαιότητά του. Η επιστημονική κοινότητα καλωσόρισε τη νέα αυτή πρωτοβουλία και την υποστηρίζει πλήρως. Το πλαίσιο συλλογής δεδομένων θα πρέπει ως εκ τούτου να συνεχίσει να εφαρμόζεται.

Το υφιστάμενο σύστημα συλλογής δεδομένων θα μπορούσε να ενισχυθεί χωρίς να απαιτηθεί η συλλογή οποιωνδήποτε νέων δεδομένων, ιδίως με την αύξηση του ελέγχου της ποιότητας των δεδομένων και τη χρήση των συλλεγόμενων δεδομένων καθώς και με την εισαγωγή βελτιωμένου συντονισμού σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι συστάσεις της ΕΤΟΕΑ που εκφράστηκαν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της ενδιάμεσης επισκόπησης της ΕΤΟΕΑ τον Ιούλιο του 20035, θα πρέπει να πραγματοποιηθούν ορισμένες τροποποιήσεις βραχυπρόθεσμα (π.χ. συμπερίληψη του επιπέδου ακρίβειας μεταξύ των στόχων, εισαγωγή νέων ειδών και ερευνών, συνέπειες της εφαρμογής των σχεδίων αποκατάστασης και παρατηρήσεις σχετικά με τα εμπορικά αλιεύματα ανά μονάδα αλιευτικής προσπάθειας).

Είναι σκόπιμο να επεκταθεί το φάσμα των δεδομένων που συλλέγονται βάσει του εν λόγω κανονισμού συλλογής δεδομένων προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι συστάσεις αυτές. Αυτό απαιτεί την τροποποίηση του ισχύοντος κανονισμού της Επιτροπής αριθ. 1639/20014.

Η επέκταση αυτή του πεδίου εφαρμογής και η εφαρμογή της διεθνούς συνεργασίας θα αυξήσει τις δαπάνες των εθνικών προγραμμάτων. Επιπροσθέτως, η προσχώρηση νέων κρατών μελών θα έχει συνέπειες για τον προϋπολογισμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων του πλαισίου συλλογής δεδομένων.

Κατά συνέπεια, απαιτείται αύξηση του προϋπολογισμού του κανονισμού συλλογής δεδομένων αριθ. 1639/20014 για το έτος 2005, η οποία θα αποτελέσεί αντικείμενο πρότασης της Επιτροπής.

9. Κατάλογος συντομογραφιών

ΣΕΥΔ: // Συμβουλευτική Επιτροπή Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας

ΣΕΔΑ: // Συμβουλευτική Επιτροπή Διαχείρισης της Αλιείας

ΚΑΠ: // Κοινή Αλιευτική Πολιτική

EIFAC: // Ευρωπαϊκή Συμβουλευτική Επιτροπή Αλιείας Εσωτερικών Υδάτων

FIDES: // Σύστημα Ανταλλαγής Δεδομένων στον Τομέα της Αλιείας

ΓΕΑΜ: // Γενική Επιτροπή Αλιείας για τη Μεσόγειο

ICCAT: // Διεθνής Επιτροπή Διατήρησης του Τόνου του Ατλαντικού

ICES: // Διεθνές Συμβούλιο για την Εξερεύνηση της Θάλασσας

MEDITS: // Διεθνής Έρευνα Αλιείας με Τράτα στη Μεσόγειο

NAFO: // Οργάνωση Αλιείας ΒΔ Ατλαντικού

PGCCGS: // Ομάδα Προγραμματισμού ICES για τα Εμπορικά Αλιεύματα, τις Απορρίψεις και τη Βιολογική Δειγματοληψία

ΠΓΣ: // Περιφερειακό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο

ΕΤΟΕΑ: // Επιστημονική, Τεχνική και Οικονομική Επιτροπή Αλιείας

ΣΠΣ: // Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών

Πίνακας 1 Προϋπολογισμός συλλογής δεδομένων 2001 - 2003 (πράξεις ανάληψης δαπανών)

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 2 : Μέγιστη κοινοτική συνεισφορά 2002-2003 ανά κράτος μέλος και καθήκον

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 3 : Χρονοδιάγραμμα των ασκήσεων συλλογής δεδομένων

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πίνακας 4 Χρονοδιάγραμμα υποβολής εγγράφων από τα κράτη μέλη (μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου το 2004)

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>