30.4.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 112/4


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών: Ενημέρωση και απλούστευση του κοινοτικού κεκτημένου

[COM(2003) 71 τελικό]

(2004/C 112/02)

Στις 11 Φεβρουαρίου 2003, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 262 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή να γνωμοδοτήσει για την ανωτέρω ανακοίνωση.

Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση» στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΟΚΕ κατήρτισε τη γνωμοδότησή τους στις 10 Μαρτίου 2004 (εισηγητής ο κ. RETUREAU).

Κατά τη διάρκεια της 407ης συνόδου ολομέλειας της 31ης Μαρτίου και 1ης Απριλίου 2004 (συνεδρίαση της 31ης Μαρτίου 2004) η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 88 ψήφους υπέρ, μία ψήφο κατά και μια αποχή την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Η ανακοίνωση της Επιτροπής, η πρώτη εξαμηνιαία έκθεση και η έκθεση του Κοινοβουλίου

1.1.

Το ΠΕΑ άκουσε τον εισηγητή του Κοινοβουλίου κ. Medina Ortega (1), όπως επίσης και τους εκπροσώπους της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της συνεδρίασής του στις 13 Νοεμβρίου 2003 σε ό,τι αφορά την ανακοίνωση του πλαισίου δράσης «ενημέρωση και απλούστευση του κοινοτικού κεκτημένου» (2) για τα οποία η Επιτροπή υπέβαλε την πρώτη ενδιάμεση εξαμηνιαία έκθεσή της [COM(2003) 623 (τελικό].

1.2.

Σύμφωνα με την έκθεση αυτή «οι κύριες ενέργειες ώστε να μειωθεί ο όγκος της νομοθεσίας, να απλουστευθεί, να γίνει πιο προσιτή και να εξυπηρετεί το σκοπό της βρίσκονται σε εξέλιξη». Οι δράσεις που έχουν αναληφθεί ή προβλέπονται αφορούν το 4 % του σημερινού όγκου του κεκτημένου.

1.3.

Η ανακοίνωση και το πλαίσιο δράσης αντιμετωπίζουν την απλούστευση και την ενημέρωση του κεκτημένου από διαφορετικές σκοπιές και με διαφορετικά μέσα:

την παγίωση, που έγκειται στην ενσωμάτωση σε ένα αρχικό κείμενο όλων των τροποποιήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί προκειμένου να είναι ευανάγνωστο και ενημερωμένο· στη συνέχεια, η παγίωση θα πραγματοποιείται συστηματικά κατά την προσαρμογή των νέων κανονιστικών ή νομοθετικών κειμένων· η παγίωση δεν δημιουργεί νέους νομικούς κανόνες και αποτελεί τεχνική αποστολή που έχει ανατεθεί στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων (OPOCE),

την επανεγγραφή των νομικών κειμένων προκειμένου να ενισχυθεί η συνοχή και η κατανόηση, χωρίς να αλλοιωθεί η νομική κατάσταση,

την κωδικοποίηση, που έγκειται στη συνένωση σε ενιαίο κείμενο των διασκορπισμένων κειμένων καθώς και στην ενημέρωσή τους· η κωδικοποίηση αποτελεί καινούργιο κανόνα που αντικαθιστά τα παλαιότερα κείμενα και θα πρέπει να ακολουθήσει νομοθετική διαδικασία παράλληλη με την αντίστοιχη των κειμένων που συνενώθηκαν,

την αφαίρεση της παρωχημένης νομοθεσίας,

μία αξιόπιστη και φιλική οργάνωση και παρουσίαση της κοινοτικής νομοθεσίας,

μακροπρόθεσμα, την απλοποίηση της νομοθεσίας και των πολιτικών προκειμένου να αντικατασταθούν από πιο προσαρμοσμένα και αναλογικά μέσα,

την ενδεχόμενη προσφυγή σε «εναλλακτικούς τύπους ρύθμισης».

1.4.

Οι εργασίες για κάθε μία από τις μορφές απλοποίησης εξελίσσονται με διαφορετικούς ρυθμούς· όλες οι Διευθύνσεις της Επιτροπής δεν έχουν ακόμη ενεργοποιηθεί. Ουσιαστικά προβλήματα μεθοδολογίας, προσωπικού και προϋπολογισμού επιβράδυναν την εφαρμογή της Φάσης Ι (από τον Φεβρουάριο έως τον Σεπτέμβριο 2003). Η Επιτροπή ελπίζει ότι η Φάση ΙΙ (Οκτώβριος 2003 έως Μάρτιος 2004) θα επιτρέψει την πιο γρήγορη πρόοδο και την κάλυψη ορισμένων καθυστερήσεων προκειμένου να γίνει σεβαστό το σύνολο του προγράμματος στα τέλη της Φάσης ΙΙΙ (Απρίλιος 2004 έως Δεκέμβριος 2004).

2.   Παρατηρήσεις: Η απλούστευση; Όχι και τόσο απλή …

2.1.

Θα πρέπει να διαχωριστούν:

η νομοθετική και κανονιστική απλούστευση· η ενημέρωσή τους,

η απλούστευση των διαδικασιών και των διοικητικών εγγράφων και η ενοποίησή τους στα πλαίσια της ενιαίας αγοράς.

Το προαναφερθέν πλαίσιο δράσης αφορά μόνο την απλούστευση του κοινοτικού κεκτημένου. Η απλούστευση των διαδικασιών και των εγγράφων είναι ωστόσο επίσης ουσιαστική για τους οικονομικούς παράγοντες.

Η ΕΟΚΕ αναφέρεται στις προηγούμενες σχετικές γνωμοδοτήσεις της (3).

3.   Νομοθετική και κανονιστική απλούστευση, ενημέρωση των νομικών κειμένων

3.1.

Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει τη διοργανική συμφωνία (4) που επιτεύχθηκε μεταξύ του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σε ότι αφορά τις διαδικασίες εφαρμογής της απλούστευσης με σεβασμό των αρμοδιοτήτων και των ευθυνών του κάθε οργάνου· η πιθανή προώθηση της συναπόφασης σε μελλοντική συνθήκη θα πρέπει κανονικά να διευρύνει το ρόλο του Κοινοβουλίου κατά την κατάρτιση του κοινοτικού δικαίου και του ελέγχου της εφαρμογής του.

3.1.1.

Η διοργανική συμφωνία προβλέπει τη βελτίωση του συντονισμού της νομοθετικής διαδικασίας μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, βάσει ενδεικτικού χρονοδιαγράμματος των διαφορετικών φάσεων που οδηγούν στην τελική υιοθέτηση κάθε νομοθετικής πρότασης· η Επιτροπή και το Συμβούλιο θα πρέπει να συμμετέχουν τακτικά, στο υψηλότερο επίπεδο, στις συζητήσεις των αρμόδιων για το κάθε σχέδιο κοινοβουλευτικών επιτροπών.

3.1.2.

Κατά τη συζήτηση μιας ουσιαστικής τροποποίησης, η συμφωνία αντιμετωπίζει τη δυνατότητα μελέτης του αντικτύπου πριν από την ενδεχόμενη υιοθέτηση της τροποποίησης (αυτό μπορεί ωστόσο να επιφέρει επιπλοκές στη διαδικασία και στις προθεσμίες).

3.1.3.

Σε ό,τι αφορά τους «εναλλακτικούς τύπους ρύθμισης», δηλαδή την από κοινού ρύθμιση μεταξύ ιδιωτικών εταίρων ή την ιδιωτική αυτορύθμιση, η συμφωνία προβλέπει ότι οι μηχανισμοί αυτοί δεν μπορούν να ενεργοποιηθούν αν «διακυβεύονται τα θεμελιώδη δικαιώματα ή σημαντικές πολιτικές επιλογές ή τέλος σε καταστάσεις όπου οι κανόνες θα πρέπει να εφαρμόζονται ενιαίως σε όλα τα κράτη μέλη». Επιπλέον οι μηχανισμοί αυτοί θα πρέπει «να διασφαλίζουν ταχεία και ευέλικτη ρύθμιση που δεν πλήττει τις αρχές του ανταγωνισμού ούτε τον ενιαίο χαρακτήρα της εσωτερικής αγοράς». Η «εναλλακτική» ρύθμιση έτσι αποκτά περιοριστικό πλαίσιο.

3.1.4.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι κανόνες που συμφωνούνται μεταξύ ευρωπαϊκών κοινωνικών εταίρων (άρθρα 138-139 ΣΕΚ) δεν θα έπρεπε να κατατάσσονται στην γενική κατηγορία της «από κοινού ρύθμισης» η οποία αφορά «εκούσιες πρωτοβουλίες» μεταξύ ιδιωτικών εταίρων, οι οποίες δεν συνεπάγονται τοποθέτηση εκ μέρους των Οργάνων. Οι ευρωπαϊκές συλλογικές διαπραγματεύσεις αποτελούν έναν ιδιαίτερο τρόπο ρύθμισης που διέπεται από το πρωτογενές δίκαιο.

3.1.4.1.

Η Επιτροπή θα επαληθεύει τις εκούσιες πρωτοβουλίες ρύθμισης από τη σκοπιά της συμμόρφωσής τους με την Συνθήκη και θα ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο, όπως επίσης για την αντιπροσωπευτικότητα των δεσμευόμενων πλευρών. Αυτό φαίνεται κάπως αντιφατικό και δεν προκύπτει με σαφήνεια ποιές συνέπειες ενδέχεται να υπάρξουν σήμερα για πληροφόρηση που δεν κρίνεται ικανοποιητική από το Κοινοβούλιο, το οποίο όμως δεν μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία που θα αντικαταστήσει την αυτορύθμιση· στο μέλλον το Κοινοβούλιο εκφράζει την επιθυμία για επίσημη διαδικασία «call back», που θα εγγραφεί στη νέα συνταγματική Συνθήκη, προκειμένου να αντικατασταθούν οι πρωτοβουλίες αυτορύθμισης με κοινοτική νομοθεσία.

3.1.5.

Τέλος, η διοργανική συμφωνία εξετάζει το σοβαρό πρόβλημα της μεταφοράς των κοινοτικών οδηγιών στο εθνικό δίκαιο· τα Όργανα δεσμεύονται να προβλέπουν την πιο σύντομη δυνατή προθεσμία μεταφοράς που δεν θα ξεπερνά τα δύο έτη (η Συνθήκη δεν αναφέρει τίποτα για προθεσμίες μεταφοράς). Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ευχαρίστησή της για τη δέσμευση αυτή, διερωτάται όμως για την εφαρμογή της στην πράξη, εφαρμογή που προβλέπεται να ανατεθεί στο Συμβούλιο, στο βαθμό που η Συνθήκη δεν προβλέπει ότι οι προθεσμίες μεταφοράς που προσδιορίζονται στην οδηγία είναι δεσμευτικές και ότι ο μη σεβασμός τους οδηγεί ipso facto σε διαδικασία παράβασης από τη στιγμή που λήγει η σχετική προθεσμία.

3.1.6.

Η ΕΟΚΕ θα προτιμούσε να είχε εκφράσει την άποψη της στο στάδιο του σχεδίου διοργανικής συμφωνίας στο μέτρο που αυτή την αφορούσε και είχε ήδη καταρτίσει στο παρελθόν γνωμοδοτήσεις για τα ζητήματα που εξετάστηκαν· θα μπορούσε έτσι να συμβάλει με τις υποδείξεις της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών, η οποία αποτελεί τον κυριότερο αποδέκτη του κεκτημένου, και ενδιαφέρεται άμεσα για τα θέματα της απλούστευσης, της μεταφοράς και των «εναλλακτικών τύπων» ρύθμισης.

3.2.

Όσον αφορά τον αριθμό και τη φύση των εν λόγω κειμένων που έχουν εγγραφεί στον πίνακα της Επιτροπής θα πρέπει να υπογραμμιστούν οι συσσωρευμένες καθυστερήσεις στην πρώτη φάση, που θα επιβαρύνουν τη δεύτερη και καθιστούν ενδεχομένως αισιόδοξες τις προσδοκίες για την επίτευξη του στόχου κατά το 2005. Επιπλέον, η πλειοψηφία των κειμένων προέρχονταν από την Επιτροπή και την άσκηση της επιτροπολογίας (5) στα πλαίσια των εκχωρημένων κανονιστικών αρμοδιοτήτων (μολονότι η έννοια αυτή δεν περιλαμβάνεται στο σημερινό κείμενο της ΣΕΚ, το οποίο αναφέρεται σε εκτελεστική αρμοδιότητα που εκχωρείται από το Συμβούλιο).

3.3.

Το ρητό «nemo censitur…» (κανείς δεν θεωρείται ότι αγνοεί το νόμο) σήμερα αποτελεί πραγματικό νομικό παραμύθι αν ληφθεί υπόψη η αφθονία και η πολυπλοκότητα των οδηγιών και των κανονισμών, παρά τις πρωτοβουλίες που έχουν επιχειρηθεί για κωδικοποίηση που θα επιτρέψει μία πιο συνεκτική προσέγγιση ορισμένων πεδίων του ευρωπαϊκού δικαίου. Ωστόσο, η πολυμορφία σε θέματα μεταφοράς των οδηγιών σε εθνικό επίπεδο μπορεί να καταλήξει σε ενοχλητικές αποκλίσεις και σε διαφορετικές διαδικασίες. Τα κράτη μέλη και οι εθνικοί νομοθέτες έχουν επίσης σημαντική ευθύνη για την μεταφορά με λογικό, προσβάσιμο και σαφή τρόπο των κοινοτικών οδηγιών, σεβόμενοι επίσης το γράμμα τους αλλά και το στόχο σύγκλισης και εναρμόνισης στα εθνικά δίκαια.

3.4.

Ο διακανονισμός που προκύπτει από την επιτροπολογία είναι συχνά λεπτολόγος και η κατάρτισή του πολύ λίγο διαφανής. Το Κοινοβούλιο επιθυμεί στο μέλλον η επιτροπολογία να προσανατολιστεί περισσότερο προς την εφαρμογή και την προσαρμογή της νομοθεσίας (αυστηρές εκτελεστικές αρμοδιότητες) και όχι τόσο στους υφιστάμενους νόμους καθαυτούς: οι ουσιαστικές τροποποιήσεις του κανονισμού πρέπει κατά την άποψή του να ακολουθούν τη φυσιολογική νομοθετική διαδικασία. Αν υιοθετηθεί αυτός ο προσανατολισμός, η ΕΟΚΕ θα πρέπει να γνωμοδοτεί για παρόμοιες τροποποιήσεις.

3.5.

Η ΕΟΚΕ υποστήριξε συνεχώς τις a posteriori πρωτοβουλίες απλοποίησης του κοινοτικού κεκτημένου. Όμως η προοπτική της απλούστευσης και η σαφήνεια της νομοθεσίας θα πρέπει να προβλεφθεί από τη φάση της κατάρτισης, ειδικότερα με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων πλευρών με τη μορφή ερωτηματολογίων ή διαβουλεύσεων, συνεδριάσεων ή άλλων μεθόδων ad hoc, συμπεριλαμβανόμενης της διαβούλευσης της ΕΟΚΕ στο στάδιο αυτό, πριν η Επιτροπή καταρτίσει νομοθετική ή κανονιστική πρόταση, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι όλα τα προβλήματα λαμβάνονται ex ante δεόντως υπόψη.

3.5.1.

Οι διαβουλεύσεις αυτές μπορούν επιπλέον να βοηθήσουν να υπάρξουν επίσης όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικές αξιολογήσεις του αντίκτυπου και των δημοσιονομικών και άλλων συνεπειών ενός σχεδίου. Πρόκειται, όχι όμως αποκλειστικά, για διαβουλεύσεις επί πράσινων βιβλίων ή άλλων προπαρασκευαστικών εγγράφων εργασίας της Επιτροπής με επισυναπτόμενο ερωτηματολόγιο. Η ΕΟΚΕ εκφράζει τη διαθεσιμότητά της στο να συμβάλει στις συμβουλευτικές διαδικασίες ως εκπρόσωπος των κοινωνικοοικονομικών συμφερόντων του συνόλου της κοινωνίας των πολιτών, και να οργανώσει ακροάσεις με τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις του συνόλου των συμφερόντων αυτών προκειμένου να προσφέρει την ειδική της συμβολή στη συνεχή βελτίωση και στην απλούστευση της νομοθεσίας.

3.5.2.

Υποστηρίζει την ανάλυση κόστους — πλεονεκτημάτων όπως επίσης την αξιολόγηση των νομοθετικών σχεδίων από την άποψη της αναλογικότητας και της επικουρικότητας τους.

3.5.3.

Ωστόσο, στα θέματα υγείας —ασφάλειας ή περιβάλλοντος, η ανάλυση των επιπτώσεων κόστους— πλεονεκτημάτων από καθαρά νομισματική σκοπιά αποτελεί σχετικώς πολυσύνθετη και δύσκολη άσκηση, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποδειχθεί ατελής, όταν ο στόχος της νομοθεσίας είναι η πρόβλεψη των ασθενειών ή η προστασία της ανθρώπινης ζωής.

3.5.4.

Θα πρέπει επίσης να αξιολογηθεί ο αντίκτυπος από τη σκοπιά του κόστους της νομοθεσίας για τους τελικούς αποδέκτες, κυρίως τις επιχειρήσεις. Είναι βέβαιο ότι η κοινοτική νομοθεσία ή η μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, μπορεί να έχουν υψηλό κόστος για τις επιχειρήσεις ή τους ιδιώτες, κυρίως εάν δεν διαθέτουν νομική ακρίβεια, ή όταν η παρουσίαση του σχεδίου δεν αντιστοιχεί επακριβώς σε μια σαφή και συγκεκριμένη επεξήγηση του κειμένου, όσον αφορά την ακριβή εμβέλεια και τους στόχους του σχεδίου (6). Αν θα χρειαστεί προσφυγή σε δικαστή για την ερμηνεία της νομοθεσίας ή της ρύθμισης, προκύπτει δυσανάλογο κόστος για τους αποδέκτες του δικαίου.

3.5.5.

Έτσι η φάση των προκαταρκτικών διαβουλεύσεων θα πρέπει να αποβλέπει κατά κύριο λόγο στους πραγματικά αντιπροσωπευτικούς οργανισμούς των συμφερόντων των κυριότερων αποδεκτών της νομοθεσίας, στους οποίους περιλαμβάνονται οι ειδικευμένοι επαγγελματίες και εμπειρογνώμονες, αλλά να απευθύνεται και στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών.

3.6.

Η ΕΟΚΕ εκφράζει συνεπώς την επιθυμία να συνδεθεί σε τακτή βάση με την ex post ανάλυση του αντίκτυπου της κοινοτικής νομοθεσίας και με την εξέταση των περιοδικών εκθέσεων που προβλέπονται από την νομοθεσία, προκειμένου να διατυπώνει την άποψη των χρηστών και των επαγγελματιών του δικαίου όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των κανόνων· πράγματι, το δίκαιο εξασθενίζει εάν δεν είναι χρήσιμο, αποτελεσματικό ή δεν εφαρμόζεται ορθά, ή αν απαιτεί προκαταρκτική ερμηνεία από το δικαστήριο προκειμένου να εφαρμοστεί.

3.7.

Η παρακολούθηση, που μπορεί να είναι δύσκολη, έγκειται στην αξιολόγηση του αντίκτυπου που έχει στην πραγματική ζωή η άμεση νομοθεσία (κανονισμός) ή η έμμεση νομοθεσία (μεταφορά των οδηγιών) στο εθνικό επίπεδο αλλά και στην πρακτική των διοικητικών αρχών σε διάφορα επίπεδα.

3.8.

Η ΕΟΚΕ υπέδειξε τη σύσταση ανεξάρτητου ευρωπαϊκού οργάνου που θα παρακολουθεί και θα προωθεί την κανονιστική και διοικητική απλούστευση, και διάταξη αυτής της φύσεως πρέπει να αντιμετωπιστεί στο πιο άμεσο δυνατό μέλλον. Οπωσδήποτε όμως, χρειάζεται να διευρυνθεί όσο γίνεται η απλούστευση σε όλα τα πεδία του κεκτημένου, πράγμα που με κανέναν τρόπο δεν έχει γίνει ακόμη. Το επείγον του ζητήματος είναι ακόμη πιο έντονο για το λόγο ότι η απλούστευση αυτή θα διευκολύνει και θα επιταχύνει την πραγματική εφαρμογή του κεκτημένου στις νέες χώρες μέλη και θα ενθαρρύνει τις χώρες που «καθυστερούν» να εκκαθαρίσουν το παθητικό των «μεταφορών» που παρουσιάζουν.

3.8.1.

Η περιβαλλοντική νομοθεσία και η νομοθεσία για την ασφάλεια σχετικά με τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων μπορούν να αποτελέσουν ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό πεδίο για τις δράσεις της απλούστευσης. Μακροπρόθεσμα ένας «ευρωπαϊκός κώδικας περιβάλλοντος» μπορεί να αναδιαρθρώσει επωφελώς το ζήτημα με συνεκτικό και πιο προσβάσιμο τρόπο. Η ΕΟΚΕ σημειώνει ότι ορισμένοι εκδότες του ιδιωτικού τομέα εκδίδουν σε τακτά διαστήματα μη επίσημους ευρωπαϊκούς κώδικες που συγκεντρώνουν και σχολιάζουν ορισμένα θέματα όπως για παράδειγμα ο «ευρωπαϊκός κοινωνικός κώδικας» ή ο «κώδικας επιχειρήσεων», με απεικονίσεις και εξηγήσεις από τη νομολογία και τη θεωρία· οι πρωτοβουλίες αυτές αποδεικνύουν τη σκοπιμότητα της κωδικοποίησης ή της αναδιατύπωσης του κεκτημένου για τους χρήστες και τους επαγγελματίες του κοινοτικού δικαίου.

3.9.

Η απλούστευση συνδέεται στενά με την αρχή της ορθής διακυβέρνησης (7), καθιστά προφανή τα προδικαστικά ζητήματα αναλογικότητας και επικουρικότητας· ανάλογα με τα εξεταζόμενα νομικά κείμενα, θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή η διαδικασία αξιολόγησης που θα προσαρμόζεται στα διάφορα στάδια (σύλληψη, κατάρτιση, υιοθέτηση και δημοσίευση) καθώς και η παρακολούθηση της εφαρμογής. Μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί παρά να ενισχύσει τις νομικές βεβαιότητες των αποδεκτών και τον σεβασμό του δικαίου εκ μέρους τους.

3.10.

Είναι πράγματι προφανές ότι οι χρήστες του κοινοτικού δικαίου που σήμερα αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό τμήμα αν όχι την πλειοψηφία των νομικών κειμένων που εφαρμόζονται στο επίπεδο των κρατών μελών ζητούν λιγότερο πολυσύνθετες διατυπώσεις, χωρίς ασάφειες, εύκολα μεταφερόμενες ή εφαρμόσιμες. Ο νομοθετικός και κανονιστικός πληθωρισμός έχει κόστος για τις επιχειρήσεις και δημιουργεί τα περισσότερα προβλήματα για τις επιχειρήσεις μικρότερων διαστάσεων, που δε διαθέτουν ίδιες νομικές υπηρεσίες όπως επίσης και για τους καταναλωτές που επιθυμούν να έχουν βεβαιότητα για τα δικαιώματά τους αλλά και για τους ενδεχόμενους τρόπους προσφυγής.

3.11.

Η ενιαία αγορά απαιτεί μία ρύθμιση, που είναι φυσικώς εξελικτική, αλλά που θα πρέπει ωστόσο να παρέχει βεβαιότητα και νομική ασφάλεια που θα είναι επαρκής στους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες· η ρύθμιση αυτή θα πρέπει να είναι σκόπιμη, κατάλληλη, να μη δημιουργεί εμπόδια ή ανωφελείς δυσκολίες, ωστόσο η διαδικασία απλούστευσης δεν θα πρέπει να παρεξηγηθεί και να θεωρηθεί ως οποιαδήποτε απορύθμιση (8). Η κωδικοποίηση είναι απλούστευση σε ότι αφορά τη συνάφεια και την κατανόηση του εφαρμόσιμου δικαίου, αλλά θα πρέπει καταρχήν να αποτελεί ισότιμο δίκαιο. Η εφαρμογή της απλούστευσης και της ποιοτικής αξιολόγησης του εφικτού του κεκτημένου θα μπορούσαν έτσι, αν χρειαστεί, να οδηγήσουν σε αναδιατύπωση του δικαίου, με τροπολογίες ή σχέδιο αντικατάστασης εάν αυτό είναι αναγκαίο.

3.12.

Η κοινοτική εναρμόνιση και τα κοινοτικά κείμενα επιφέρουν ήδη απλούστευση στην ενιαία αγορά, αποφεύγοντας την πολυμέρεια των εθνικών κειμένων και διευκολύνοντας έτσι τη γνώση του δικαίου από τους ενδιαφερόμενους ευρωπαίους παράγοντες.

3.13.

Η ενημέρωση και οι σχετικές διαδικασίες έχουν σημασία για τη γνώση του εφαρμόσιμου δικαίου και της εξέλιξής του, ωστόσο θα πρέπει να είναι στοχοθετημένες (να περιοριστούν στην απλή δημοσίευση στην ΕΕ, στη σημασία τους ως ενδεχόμενων ενδιάμεσων ή εναλλακτικών μέσων. Οι ιστοσελίδες των κοινοτικών οργάνων συμμετέχουν στην ενημέρωση του κοινού από την προκαταρκτική φάση· επιπλέον τα νομοθετικά δελτία της ιστοσελίδας του Κοινοβουλίου ενημερώνουν σαφώς για την εξέλιξη των θεμάτων. Τέλος, τα φυλλάδια για το ευρύ κοινό διαδραματίζουν χρήσιμο ρόλο, όπως και οι Ανακοινώσεις Τύπου, οι οποίες σε γενικές γραμμές είναι καλοδιατυπωμένες αλλά συχνά δεν εξηγούνται καλά στους αναγνώστες τους από τους δημοσιογράφους.

3.13.1.

Πολλές επαγγελματικές οργανώσεις (κυρίως οι επαγγελματικοί σύλλογοι ή οι εθνικοί δικηγορικοί σύλλογοι) και ενώσεις δημοσιεύουν για τα μέλη τους τα κείμενα που τα αφορούν, όπως επίσης εξηγήσεις και συμβουλές.

3.13.2.

Η πληροφόρηση συχνά παρέχεται επίσης από τα κράτη αλλά και την εκπαίδευση. Τα πανεπιστημιακά εγχειρίδια, η θεωρία, συμβάλλουν στην κατάρτιση των νομικών και των μελλοντικών Ευρωπαίων νομοθετών, και σ' αυτό συμβάλλουν επίσης και οι ανταλλαγές των σπουδαστών.

3.13.3.

Η ΕΟΚΕ υποδεικνύει στην Επιτροπή να εξετάσει με ποιο τρόπο οι αποδέκτες και οι επαγγελματίες του κοινοτικού δικαίου θα ενημερώνονται καλύτερα στην πράξη, προκειμένου να προσδιορισθεί αν τα σημερινά μέσα ενημέρωσης χρησιμοποιούνται ορθά, εάν είναι η επαρκή ή όχι, με στόχο την ενδεχόμενη προώθηση καλύτερης στρατηγικής για την επικοινωνία και την επιμόρφωση σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο.

4.   Διαδικασίες και διοικητικά έγγραφα

4.1.

Χρειάζεται να υπογραμμιστεί ότι πολλοί κανονισμοί προβλέπουν τις διαδικασίες που θα ακολουθηθούν και δίνουν τα πρότυπα των εγγράφων προς χρήση. Η ΕΟΚΕ ενθαρρύνει τη μέθοδο αυτή, που λόγω φύσεως μπορεί να απλοποιήσει τις διοικητικές διατυπώσεις στα πλαίσια της ενιαίας αγοράς και να μειώσει το κόστος της συναλλαγής.

4.2.

Όσον αφορά τις διαδικασίες και τα διοικητικά έγγραφα που χρησιμοποιούνται, η εναρμόνιση καθίσταται οξύ πρόβλημα για τους φορείς, όταν η κάθε χώρα έχει διαφορετικές απαιτήσεις. Υφίσταται στο πεδίο αυτό σημαντικός χώρος εναρμόνισης που θα αποτελέσει πραγματική απλούστευση για τις αλλαγές και τον οποίο χρειάζεται να εκμεταλλευτούμε πλήρως.

4.3.

Αν ο ρόλος της επιτροπολογίας είναι επίσης ρόλος εφαρμογής της νομοθεσίας, χρειάζεται να συμβάλλει ουσιαστικά στην απλούστευση και στην εναρμόνιση των διαδικασιών και των διοικητικών εγγράφων, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη των επαγγελματιών του δικαίου αλλά και των χρηστών.

4.4.

Η χρήση τεχνολογιών, πληροφορίας και επικοινωνίας (TIC) στην ηλεκτρονική δημόσια διοίκηση αποτελεί επίσης μέσο ορθής διακυβέρνησης που θα πρέπει ταχύτατα να προωθηθεί. Η εφαρμογή της στο πεδίο των τελωνείων που εξετάζεται από την Επιτροπή είναι απόδειξη μίας επιθυμητής οδού απλούστευσης των διαδικασιών και των εγγράφων (ενιαία σελίδα, τυποποιημένα έγγραφα προκειμένου να αποφεύγεται κάθε φραγμός σε κοινοτικά σύνορα). Αυτό συνεπάγεται προφανώς διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη, τις βιομηχανίες, το τελωνειακό προσωπικό, τους μεταφορείς, προκειμένου να αποφευχθούν ανώφελες διατυπώσεις, να διασφαλιστεί η νομική ασφάλεια των ενεργειών και να ασκηθεί αποτελεσματικός έλεγχος που δεν παρεμποδίζει ωστόσο την ελεύθερη διακίνηση και σέβεται την εμπιστευτικότητα των υποθέσεων, εάν δεν υπάρχουν αποδείξεις νοθείας ή ισχυρές υποψίες νοθείας

4.5.

Υποστηρίζοντας σθεναρά την ανάπτυξη της ηλεκτρονικής δημόσιας διοίκησης εάν συνοδεύεται από απλουστεύσεις διαδικασιών και διοικήσεων, η ΕΟΚΕ επιθυμεί να υπενθυμίσει σχετικά τις θεμελιώδεις αρχές λειτουργίας. Αυστηροί κανόνες εμπιστευτικότητας, διάρκεια της διατήρησης ορισμένων εγγράφων εκ μέρους των αρχών, σεβασμός της ανωνυμίας των πληροφοριών που συλλέγονται για λόγους επικοινωνίας ή για στατιστικούς λόγους.

5.   Συν-ρύθμιση και αυτορύθμιση (9)

5.1.

Έως σήμερα δεν έχουν επαρκώς διερευνηθεί οι δυνατότητες ενός διακανονισμού λιγότερο λεπτομερούς, λιγότερο σχολαστικού και με περισσότερο χώρο για συν-ρύθμιση και αυτορύθμιση. Ο ίδιος ο ρόλος των αποδεκτών της ρύθμισης θα πρέπει επίσης να προωθηθεί, πράγμα που δεν μπορεί παρά να συμβάλλει στη γενίκευση και τη διευκόλυνση της εφαρμογής του. Η βάση δεδομένων PRISM της ΕΟΚΕ (Progress Report on Initiatives in the Single Market) δίνει συγκεκριμένα παραδείγματα αυτών που μπορούν να χαρακτηρισθούν αντιστοίχως «συμβασιακή ρύθμιση» και «μονομερής ρύθμιση», οι οποίες απαιτούν επίσης κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και αξιολόγησης (χαρακτηρισμοί, πιστοποιήσεις, ιδιωτικοί ή δημόσιοι ανεξάρτητοι έλεγχοι). Η αμοιβαία αναγνώριση, η σχέση με τους καταναλωτές κ.λπ. ανοίγουν δυνατότητες αποτελεσματικής ή ιδιωτικής ρύθμισης.

5.2.

Σε ό,τι αφορά το κοινωνικό κοινοτικό δίκαιο καθώς και το δίκαιο εργασίας, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις των συνθηκών εργασίας και απασχόλησης καθώς και ο κοινωνικός διάλογος προσφέρουν δυνατότητα συμμετοχής στις αντιπροσωπευτικές ευρωπαϊκές οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις και τους κοινοτικούς κοινωνικούς κανόνες.

5.2.1.

Τα υπό διαπραγμάτευση κείμενα θα πρέπει ωστόσο να αποτελέσουν αντικείμενο πρωτοβουλίας της Επιτροπής και αποφάσεως του Συμβουλίου προκειμένου να μετατραπούν σε νομοθεσία. Στη διαδικασία αυτή, δεν ζητήθηκε πραγματικά η γνώμη του Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι αυτές οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις δεν ελήφθησαν υπόψη.

5.2.2.

Ωστόσο, η αν οι μέθοδοι αυτορύθμισης δεν αποδίδουν αποδεκτά ή επαρκή αποτελέσματα ή σε περίπτωση που χρειαστεί, ο νομοθέτης μπορεί πάντοτε, στα πλαίσια των σημερινών διαδικασιών ή των νέων διαδικασιών της νέας συνθήκης, όπως η «call bac»k, να μετατρέψει την αυτορύθμιση ή την από κοινού ρύθμιση σε νομοθεσία. Θα χρειαστεί ωστόσο, σύμφωνα με την ΕΟΚΕ, να είναι κανείς επιφυλακτικός στο ζήτημα αυτό, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις συλλογικές συμβάσεις μεταξύ των ευρωπαίων κοινωνικών εταίρων, των οποίων η βούληση κι οι διατάξεις θα πρέπει καταρχήν να γίνονται σεβαστές.

5.3.

Έτσι, αν η δημόσια ρύθμιση (νομοθετική πρωτοβουλία) μπορεί ενδεχομένως να αντικατασταθεί από ιδιωτική ρύθμιση (συμβασιακή και μονομερή ρύθμιση, μη κυβερνητικά όργανα ελέγχου, εξωδικαστική επίλυση διαφορών), οι νομοθετικές παρεμβάσεις θα πρέπει να ανταποκρίνονται σε κατοχυρωμένους πολιτικούς λόγους ή σε προφανείς επιταγές δημόσιας τάξης. Σε ένα δημοκρατικό πολιτικό πλαίσιο η ιδιωτική ρύθμιση θα πρέπει γενικώς να αντιπροσωπεύει την ανάπτυξη ή την εφαρμογή της δημόσιας ρύθμισης και ενδεχομένως να την αναπληρώνει σε ορισμένους τομείς ακόμη και όταν πρόκειται για μη γραπτούς κανόνες εθιμικής προέλευσης ή για εσωτερικούς κανονισμούς που ο νομοθέτης και οι δημόσιες αρχές επιθυμούν ρητά ή άρρητα, να καταστήσουν σεβαστούς: οι κώδικες δεοντολογίας ορισμένων επαγγελμάτων για παράδειγμα.

5.4.

Όταν οι σχεδόν δικαστικές διατάξεις εγγράφονται σε ιδιωτικούς κανόνες, η προσφυγή κατά της αποφάσεως —υποχρεωτικώς δικαιολογημένη— του ιδιωτικού οργάνου (πειθαρχικό συμβούλιο, όργανο αποδοχής επαγγελματικής τάξεως) θα πρέπει πάντοτε να γίνεται δεκτή από τη δημόσια δικαστική αρχή ή ενδεχομένως από τη διαιτησία που είναι αποδεκτή από τα ενδιαφερόμενα μέλη.

6.   Τελικές θεωρήσεις

6.1.

Η ΕΟΚΕ θα παρακολουθήσει με προσοχή τις εξαμηνιαίες ενδιάμεσες εκθέσεις της Επιτροπής. Υποστηρίζει την πρωτοβουλία και το πλαίσιο δράσης που αποβλέπουν στην απλούστευση του κοινοτικού κεκτημένου, και εκφράζει την επιθυμία να διευρυνθεί ταχύτατα η απλούστευση αυτή στα διάφορα πεδία του κεκτημένου και να προωθηθεί η πραγματική εφαρμογή της, τόσο στα κράτη μέλη όσο και στις χώρες της διεύρυνσης.

6.2.

Η ΕΟΚΕ επιθυμεί να συμμετάσχει πιο αποτελεσματικά στην κατάρτιση του κοινοτικού δικαίου μέσω των συμβουλευτικών γνωμοδοτήσεων της, πράγμα που προϋποθέτει την ενεργοποίησή της σε αρκετά πιο προκαταρκτικό στάδιο απ' ό,τι συμβαίνει σήμερα· εκφράζει επίσης την επιθυμία να συμμετάσχει στις αναλύσεις αντικτύπου και παρακολούθησης όπως επίσης στις προσπάθειες απλούστευσης, με ενεργό τρόπο προκειμένου να συμβάλει στην καλύτερη γνώση και στην αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου σε μία διευρυμένη Ευρώπη. Τα αιτήματα αυτά εγγράφονται στην αρχή της δημοκρατίας και της ορθής διακυβέρνησης, καθώς και στην αρχή της προσέγγισης των πολιτών με τα κοινοτικά όργανα και την κοινοτική νομοθεσία.

6.3.

Τέλος, η ΕΟΚΕ επικροτεί τη διοργανική συμφωνία «βελτίωση της νομοθεσίας», που υιοθετήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2003 από το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, η οποία θέτει τις συνθήκες για την καλύτερη απλοποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας και, ιδιαίτερα, ορίζει και πλαισιώνει, και ταυτόχρονα ενθαρρύνει, την προσφυγή των κοινωνικοεπαγγελματικών φορέων στην αυτορύθμιση και στην από κοινού ρύθμιση. Η συμφωνία αυτή αντιστοιχεί στις επιθυμίες που είχε εκφράσει η ΕΟΚΕ το Σεπτέμβριο του 2000 σχετικά, όταν είχε υιοθετήσει το δικό της κώδικα συμπεριφοράς, καλώντας ταυτόχρονα τα θεσμικά όργανα να υιοθετήσουν το δικό τους. Μέριμνα της ΕΟΚΕ θα είναι να συμβάλει η ιδία στην καλή λειτουργία της συμφωνίας και θα συνεχίσει να ενθαρρύνει την προσφυγή στην αυτορύθμιση και στην από κοινού ρύθμιση, που αποτελούν αντικείμενο ενημερωτικής έκθεσης της ΕΟΚΕ η οποία βρίσκεται στο στάδιο της προετοιμασίας.

Βρυξέλλες, 31 Μαρτίου 2004.

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Victor Hugo SEQUEIRA


(1)  Έκθεση FINAL A5-0443/2002 της 6.12.2002 και δεύτερη έκθεση FINAL Α5-0235/2003 της 17.6.2003 της νομικής επιτροπής και εσωτερικής αγοράς του ΕΚ για τις ανακοινώσεις της Επιτροπής σχετικά με την απλοποίηση και τη βελτίωση της κοινοτικής ρύθμισης. Οι εκθέσεις αναφέρονται ειδικότερα στα αιτήματα συνταγματικών εξελίξεων του Κοινοβουλίου όσον αφορά τις νομοθετικές και εκτελεστικές αρμοδιότητες καθώς και την αρμοδιότητα ελέγχου.

(2)  SEC(2003) 165 και έγγραφο εργασίας που επισυνάπτεται: μεθοδολογία, διαδικασίες και προτεραιότητες καθώς και λεπτομερείς πληροφορίες για τους ορισμούς και τις προβλεπόμενες εργασίες.

(3)  EE C 14 της 16.1.2001. Απλούστευση Ι, εισηγητής ο κ. VEVER,

EE C 48 της 21.2.2002. Απλούστευση ΙI, εισηγητής ο κ. WALKER,

EE C 125 της 27.5.2002. Απλούστευση ΙII, εισηγητής ο κ. WALKER,

EE C 133 της 6.6.2003. Απλούστευση ΙV, εισηγητής ο κ. SIMPSON.

(4)  Διοργανική συμφωνία «Για μια καλύτερη νομοθεσία» μεταξύ το Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ΕΕ C 321 της 31.12.2003· το ζήτημα της βελτίωσης της συντακτικής ποιότητας της νομοθεσίας είχε από την πλευρά του αποτελέσει το αντικείμενο διοργανικής συμφωνίας στις 22.12.1998.

(5)  Το σύστημα της επιτροπολογίας βασίζεται στο άρθρο 202 της ΣΕΚ· το Κοινοβούλιο ζητεί τη νέα βαθύτατη μεταρρύθμισή του «προκειμένου να αποφευχθεί η υπερβολική εκτελεστική του τάση»

(6)  Για παράδειγμα, η παρουσίαση του σχεδίου οδηγίας σχετικά με τις «εφευρέσεις που εφαρμόζονται μέσω υπολογιστή» οδήγησε σε πλήρη σύγχυση όσον αφορά την ακριβή φύση, την εμβέλεια και τους στόχους του σχεδίου που υποβλήθηκε από την Επιτροπή.

(7)  Βλέπε το Λευκό βιβλίο για τη διακυβέρνηση του 2001 και το πρόγραμμα δράσης «Για μια καλύτερη νομοθεσία» που καταρτίστηκε από ομάδα εργασίας του Συμβουλίου (ομάδα Mandelken για την καλύτερη νομοθεσία).

(8)  Το ζήτημα αυτό αναπτύχθηκε με σαφήνεια στις προαναφερθείσες γνωμοδοτήσεις της ΕΟΚΕ.

(9)  Το κεφάλαιο αυτό εκουσίως δεν αναπτύχθηκε ιδιαίτερα, δεδομένου ότι προετοιμάζεται σχετικά ειδική γνωμοδότηση από τον κ. VEVER.