30.4.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 108/81


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση των οδηγιών 84/450/ΕΟΚ, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (οδηγία για τις αθέμιτες πρακτικές)»

[COM(2003) 356 τελικό — 2003/0134 (COD)]

(2004/C 108/17)

Στις 25 Ιουλίου 2003, και σύμφωνα με το άρθρο 95 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την ανωτέρω πρόταση

Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 16 Δεκεμβρίου 2003, με βάση εισηγητική έκθεση του κ. HERNÁNDEZ BATALLER.

Κατά την 405η Σύνοδο Ολομέλειας της 28ης και 29ης Ιανουαρίου 2004 (συνεδρίαση της 29ης Ιανουαρίου 2004), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 77 ψήφους υπέρ, 8 κατά και 10 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Εισαγωγή

1.1

Στο Πράσινο Βιβλίο για την προστασία των καταναλωτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1), η Επιτροπή επεσήμαινε ότι θα ήταν σκόπιμη η μεταρρύθμιση της νομοθεσίας της Ένωσης σε θέματα προστασίας των καταναλωτών, και αναφερόταν σε μια οδηγία-πλαίσιο που θα περιελάμβανε μια γενική υποχρέωση σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ως πιθανή βάση για τη μεταρρύθμιση αυτή.

1.2

Η ΕΟΚΕ εξέδωσε σχετική γνωμοδότηση (2), όπου ετάσσετο υπέρ μιας οδηγίας-πλαίσιο και συμφωνούσε ότι «μια γενική ρήτρα που περιέχει ένα νομικό πρότυπο αποτελεί ευέλικτο και κατάλληλο μέσο ρύθμισης της εμπορικής συμπεριφοράς σε έναν πολύ δυναμικό τομέα, που αναπτύσσεται και μεταλλάσσεται συνεχώς» (3).

1.3

Στην Ανακοίνωση που εξεδόθη ως συνέχεια στο Πράσινο Βιβλίο (4), δημοσιεύτηκαν πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα της διαβούλευσης, καθώς και ένα πρώτο σχέδιο για την ενδεχόμενη διάρθρωση της οδηγίας-πλαίσιο που θα εναρμονίζει τη σχέση μεταξύ αθέμιτου ανταγωνισμού και προστασίας των καταναλωτών και τη λειτουργία των κωδίκων συμπεριφοράς.

1.4

Σχεδόν ταυτόχρονα, η Επιτροπή υιοθέτησε «Ανακοίνωση σχετικά με τις πρακτικές προώθησης των πωλήσεων στην εσωτερική αγορά» και «Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις πρακτικές προώθησης των πωλήσεων στην εσωτερική αγορά» (5), επί των οποίων η ΕΟΚΕ εξέδωσε γνωμοδότηση (6), όπου συνιστούσε στην Επιτροπή να αναθεωρήσει την πρόταση, προκειμένου να διαφυλαχθεί η συνοχή διαφόρων κοινοτικών πολιτικών, και ιδιαίτερα με βάση τα συμπεράσματα της δημόσιας συζήτησης του Πράσινου Βιβλίου για την προστασία των καταναλωτών.

2.   Κύρια σημεία της Πρότασης Οδηγίας

2.1

Η πρόταση καθορίζει τις συνθήκες που προσδιορίζουν εάν μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη, χωρίς όμως να επιβάλλει καμία θετική υποχρέωση που να οφείλουν να τηρούν οι έμποροι προκειμένου να αποδείξουν ότι οι πρακτικές τους είναι θεμιτές.

2.2

Περιλαμβάνει μια «ρήτρα εσωτερικής αγοράς», η οποία προβλέπει ότι οι έμποροι οφείλουν να τηρούν μόνο τις απαιτήσεις της χώρας προέλευσης και εμποδίζει τα άλλα κράτη μέλη να επιβάλλουν πρόσθετες απαιτήσεις στους εμπόρους που τηρούν εκείνες της χώρας προέλευσης (δηλ. αμοιβαία αναγνώριση).

2.3

Εναρμονίζει πλήρως τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων κατά τις σχέσεις τους με τους καταναλωτές και παρέχει —σύμφωνα με την Επιτροπή— δεόντως υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.

2.3.1

Η προσέγγιση αυτή αφορά τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών. Ως εκ τούτου, οι πτυχές που σχετίζονται με την υγεία και την ασφάλεια των προϊόντων παραμένουν εκτός του πεδίου εφαρμογής της, με εξαίρεση τους παραπλανητικούς ισχυρισμούς που σχετίζονται με την υγεία, οι οποίοι θα εκτιμώνται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές.

2.3.2

Η Πρόταση Οδηγίας προβλέπει την εφαρμογή της όταν δεν υφίστανται ειδικές διατάξεις στην τομεακή νομοθεσία που να ρυθμίζουν τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Όταν υφίστανται τέτοιες ειδικές διατάξεις, θα υπερισχύουν της οδηγίας-πλαίσιο.

2.4

Περιλαμβάνει μια γενική απαγόρευση που θα αντικαταστήσει τις σημερινές αποκλίνουσες γενικές ρήτρες και αρχές των κρατών μελών και προτίθεται να καθορίσει ένα κοινό πλαίσιο σε κλίμακα Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.4.1

Η γενική απαγόρευση καλύπτει τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Θεσπίζει τρεις όρους βάσει των οποίων αποφασίζεται εάν μια πρακτική είναι αθέμιτη. Προκειμένου να θεωρηθεί αθέμιτη μια πρακτική, ο ενάγων θα πρέπει να αποδείξει ότι πληρούνται και οι τρεις αυτοί όροι:

η πρακτική πρέπει να αντιβαίνει προς τις απαιτήσεις της επαγγελματικής ευσυνειδησίας·

ο καταναλωτής που θα πρέπει να εξετάζεται ως σημείο αναφοράς για την αξιολόγηση του αντίκτυπου της πρακτικής, είναι ο «μέσος» καταναλωτής·

η υπό εξέταση πρακτική πρέπει να στρεβλώνει, ή να ενδέχεται να στρεβλώσει, κατά ουσιαστικό τρόπο την οικονομική συμπεριφορά των καταναλωτών.

2.5

Ορίζει ως καταναλωτή-σημείο αναφοράς τον «μέσο καταναλωτή», όπως έχει οριστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, και όχι τον ευάλωτο ή τον μη τυπικό καταναλωτή. Ως παραμέτρους για τον μέσο καταναλωτή, το Δικαστήριο των ΕΚ έχει ορίσει το «να έχει τη συνήθη πληροφόρηση και να είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος». Ωστόσο, ο ορισμός αυτός προσαρμόζεται ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών, λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά του μέσου μέλους της εν λόγω ομάδας για την εκτίμηση του αντίκτυπου της πρακτικής αυτής.

2.6

Περιλαμβάνει δύο βασικές μορφές αθέμιτων εμπορικών πρακτικών: τις «παραπλανητικές» και τις «επιθετικές» πρακτικές. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζουν τα ίδια στοιχεία που περιλαμβάνονται στη «γενική απαγόρευση», αλλά λειτουργούν ανεξάρτητα από αυτήν.

2.6.1

Αυτό σημαίνει ότι μία πρακτική που είναι είτε «παραπλανητική» είτε «επιθετική», σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις, είναι αυτομάτως αθέμιτη· εάν η πρακτική δεν είναι ούτε «παραπλανητική» ούτε «επιθετική», η γενική απαγόρευση καθορίζει αν είναι αθέμιτη.

2.6.2

Μια εμπορική πρακτική ενδέχεται να παραπλανά είτε με κάποια ενέργεια είτε με κάποια παράλειψη, και ο διαχωρισμός αυτός αντικατοπτρίζεται στη δομή των άρθρων.

2.6.3

Όσον αφορά τις θεμιτές ή αθέμιτες εμπορικές πρακτικές μετά την πώληση, η πρόταση δεν περιλαμβάνει σχετικούς ορισμούς, εφαρμόζει όμως τις ίδιες αρχές ως προς το θεμιτό χαρακτήρα για τις εμπορικές πρακτικές πριν και μετά την πώληση.

2.6.4

Αναγνωρίζεται ότι οι κώδικες συμπεριφοράς έχουν κυρίως εθελοντικό χαρακτήρα και θεσπίζονται κριτήρια βάσει των οποίων υποδεικνύεται σε ποιες περιπτώσεις η συμπεριφορά του εμπόρου σε σχέση με τον κώδικα αναμένεται εύλογα να επηρεάσει την απόφαση του καταναλωτή.

2.6.5

Περιγράφει πώς μπορεί να είναι επιθετική μια εμπορική πρακτική, με τρεις διαφορετικούς τρόπους: παρενόχληση, καταναγκασμό και κατάχρηση επιρροής.

2.7

Ενσωματώνει τις διατάξεις για τις συναλλαγές των επιχειρήσεων με τους καταναλωτές που περιλαμβάνονται στην οδηγία για την παραπλανητική διαφήμιση, και περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της ισχύουσας οδηγίας στη διαφήμιση από επιχειρήσεις προς επιχειρήσεις και στη συγκριτική διαφήμιση που ενδέχεται να βλάψει έναν ανταγωνιστή, χωρίς όμως να υπάρχει ζημία των καταναλωτών.

2.8

Σε παράρτημα της Οδηγίας περιλαμβάνεται σύντομος μαύρος πίνακας εμπορικών πρακτικών. Πρόκειται για πρακτικές οι οποίες σε κάθε περίσταση είναι αθέμιτες και, κατά συνέπεια, απαγορευμένες σε όλα τα κράτη μέλη. Επιβάλλεται έτσι μια εκ των προτέρων απαγόρευση των συγκεκριμένων αυτών πρακτικών.

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί ως προς το στόχο της Επιτροπής να παρασχεθεί υψηλός βαθμός προστασίας στους καταναλωτές και να καταστεί δυνατή η λειτουργία της ενιαίας αγοράς. Οφείλει λοιπόν να αναγνωρίσει, όχι μόνο την υποβολή της πρότασης σε εύθετο χρόνο, αλλά και τις προσπάθειες που κατεβλήθησαν κατά τη δημόσια συζήτηση που προκάλεσε η Επιτροπή και κατά την εκ των προτέρων αξιολόγηση που διενεργήθηκε πριν από την υποβολή της πρότασης. Η ΕΟΚΕ ευελπιστεί ότι η Επιτροπή θα ενεργήσει κατά τον ίδιο τρόπο και για μελλοντικές προτάσεις σχετικές με την προστασία των καταναλωτών.

3.1.1

Η ΕΟΚΕ έχει ήδη εκφράσει την ικανοποίησή της για τη νέα προσέγγιση της Επιτροπής όσον αφορά τη θέσπιση μιας γενικής νομοθεσίας-πλαίσιο που θα στηρίζεται σε κώδικες. Η ΕΟΚΕ συμφωνεί ότι πρέπει να αποτραπεί μια υπερβολικά λεπτομερής ρύθμιση, η οποία δεν θα απέβαινε προς το συμφέρον ούτε των καταναλωτών ούτε των επιχειρήσεων, και ότι πρέπει να εισαχθεί βαθμιαία το υψηλότερο δυνατό επίπεδο εναρμόνισης στον τομέα της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών, και τούτο με προσφυγή στα πλέον κατάλληλα μέσα (7).

3.1.2

Η ΕΟΚΕ κρίνει ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι η πρόταση προβλέπει ότι οι ειδικές Οδηγίες θα υπερισχύουν της οδηγίας-πλαίσιο σε περίπτωση αποκλίσεως μεταξύ των δύο.

3.1.3

Επίσης, θεωρεί σημαντικό το γεγονός ότι η προστασία έναντι των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών περιλαμβάνει τις εμπορικές πρακτικές και πριν και μετά την πώληση αγαθού ή/και την παροχή υπηρεσίας.

3.1.4

Η ΕΟΚΕ έχει ήδη εκφραστεί (8) υπέρ της θέσπισης κωδίκων συμπεριφοράς με τους οποίους οι επιχειρήσεις θα μπορούν να συμμορφώνονται εθελοντικά, υπό τον όρο ότι οι κώδικες αυτοί θα είναι καλής ποιότητας, θα επικεντρώνονται στον προσδιορισμό ορθών πρακτικών, και θα υπόκεινται σε παρακολούθηση εκ μέρους των δημοσίων αρχών και των οργανώσεων (επιχειρήσεων, καταναλωτών, άλλων) που τους έχουν υπογράψει. Επομένως, υποδέχεται θετικά το γεγονός ότι η πρόταση προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής νομικών κυρώσεων για την μη τήρηση των αποφάσεων των οργάνων επιβολής και ελέγχου των εν λόγω Κωδίκων Συμπεριφοράς.

3.1.5

Η ΕΟΚΕ ελπίζει ότι η Επιτροπή θα ενισχύσει στην πρόταση την προστασία των καταναλωτών έναντι των νέων τεχνολογιών, και ειδικότερα έναντι της χρήσης τους εκ μέρους των πλέον ευάλωτων ομάδων (κυρίως των παιδιών), ούτως ώστε να συμπληρωθεί το νομικό πλαίσιο που δρομολογήθηκε με την υιοθέτηση της Οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο (9).

3.2

Εντούτοις, παρά τα όσα προαναφέρονται, από την πρόταση Οδηγίας προκύπτουν, κατ' αρχήν, ορισμένα ερωτήματα σχετικά με διάφορες πτυχές:

3.3   Ειδικές παρατηρήσεις

Η ελάχιστη εναρμόνιση

3.3.1

Η Συνθήκη ΕΚ επιβάλλει στην Επιτροπή μια «υποχρέωση αποτελέσματος» όσον αφορά την υποβολή των προτάσεών της που αφορούν την εναρμόνιση νομοθεσιών, ούτως ώστε οι προτάσεις αυτές να περιλαμβάνουν «υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών». Στην υπό εξέταση πρόταση, ωστόσο, η Επιτροπή τονίζει περισσότερο τη «θέσπιση ενιαίων κανόνων και τη διασαφήνιση ορισμένων νομικών εννοιών σε κοινοτικό επίπεδο, στο βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και για τη συμμόρφωση με την απαίτηση νομικής βεβαιότητας» (4η αιτιολογική σκέψη της πρότασης).

3.3.2

Η ΕΟΚΕ εκφράζει το φόβο μήπως η πρόταση συνεπάγεται υποβιβασμό του επιπέδου προστασίας των καταναλωτών στα κράτη μέλη, και θεωρεί ότι θα είναι δύσκολο να εξηγηθεί στους πολίτες ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να υποβιβάσει το υφιστάμενο επίπεδο προστασίας (10). Ως εκ τούτου, κρίνει σκόπιμη την εισαγωγή στην πρόταση μιας ρήτρας «stand still» που θα διασφαλίζει ότι δεν θα υπάρξει υποχώρηση ως προς τα υφιστάμενα επίπεδα προστασίας.

3.3.3

Η ΕΟΚΕ έχει ήδη ταχθεί υπέρ της μέγιστης δυνατής εναρμόνισης, καθότι φρονεί ότι η προστασία βάσει του άρθρου 153 θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερη (11).

3.3.4

Θα πρέπει, πιθανόν, να πραγματοποιηθεί, στο μέλλον, μεγαλύτερη πρόοδος στις εργασίες που αφορούν την εναρμόνιση του δικαίου των συμβάσεων, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις που δρομολογήθηκαν με την πρόσφατη Ανακοίνωση της Επιτροπής (12).

3.4   Πεδίο εφαρμογής

3.4.1

Η πρόταση οδηγίας θεσπίζει ένα νέο νομικό καθεστώς για την παραπλανητική διαφήμιση που απευθύνεται στους καταναλωτές, χωρίς να υποκαθιστά το προηγούμενο καθεστώς, το οποίο, με κάποιες τροποποιήσεις, προτείνεται να διατηρηθεί για τη διαφήμιση που απευθύνεται σε επιχειρήσεις. Η ρύθμιση για τη συγκριτική διαφήμιση εξαιρείται από την παρούσα πρόταση οδηγίας για την προστασία των καταναλωτών και θα περιλαμβάνεται, με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, στα πλαίσια της ισχύουσας οδηγίας 1984/450/ΕΟΚ, όπως αυτή τροποποιήθηκε από την Οδηγία 1997/55/ΕΚ σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση που απευθύνεται στις επιχειρήσεις. Επιπλέον, και αντίθετα προς τα όσα θεσπίζονται από την υπό εξέταση πρόταση, προτείνεται να επιτραπεί στα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή και να υιοθετήσουν διατάξεις που θα εξασφαλίζουν στους εμπορευόμενους και τους ανταγωνιστές ευρύτερη προστασία για θέματα παραπλανητικής διαφήμισης.

3.4.1.1

Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η ταυτόχρονη θέσπιση δύο διαφοροποιημένων νομικών καθεστώτων για τη ρύθμιση του ιδίου θέματος, της παραπλανητικής διαφήμισης, ανάλογα με το ποιος είναι ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας —επιχειρηματίες ή καταναλωτές— ενδέχεται να περιπλέξει σημαντικά το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και ότι η εφαρμογή τους κινδυνεύει να εισαγάγει ανακολουθίες και διαφορές αντιμετώπισης και ρύθμισης. Όλα αυτά έρχονται σε αντίθεση με την αρχή της απλούστευσης της νομοθεσίας και ενδέχεται να προκαλέσουν έλλειμμα νομικής ασφάλειας.

3.4.1.2

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερη μια ενιαία ρύθμιση για την παραπλανητική διαφήμιση, είτε μέσω της παρούσας πρότασης, η οποία θα καταργεί την ισχύουσα οδηγία, είτε μέσω τροποποίησης της ισχύουσας οδηγίας, παράλληλα με την υιοθέτηση της παρούσας πρότασης. Ο νομοθετικός στόχος θα πρέπει να επικεντρωθεί στη διευθέτηση της εσωτερικής αγοράς και την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, μέσω μιας αντικειμενικής ρύθμισης που θα καλύπτει τα «γεγονότα» —την παραπλανητική διαφήμιση— και θα παρέχει, ταυτόχρονα, προστασία σε όλους τους ενδιαφερόμενους, αντί να θεσπίζονται δύο ρυθμίσεις που ενδέχεται να αποβούν αποκλίνουσες ως προς το περιεχόμενο και τους μηχανισμούς προστασίας, ανάλογα με τα αντίστοιχα πεδία υποκειμενικής προστασίας (προσφορά ή ζήτηση).

3.4.2

Στην περίπτωση όπου η Επιτροπή δεν έχει την πρόθεση να διευρύνει ουσιαστικά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας προς την προαναφερόμενη κατεύθυνση, θα πρέπει, τουλάχιστον σε ένα αρχικό στάδιο, να προβλέψει την υποχρεωτική εφαρμογή, κατ' αναλογίαν («reflex-application»), στις περιπτώσεις εκείνες όπου μία εμπορική πρακτική που μπορεί να θεωρηθεί ως αθέμιτη στη σχέση μεταξύ «καταναλωτή-επιχείρησης» αποτελεί μέρος συμβατικής σχέσης μεταξύ επιχειρήσεων σε προγενέστερη φάση της αλυσίδας της διάθεσης στην αγορά.

3.4.3

Η διάταξη σύμφωνα με την οποία το κράτος εγκατάστασης οφείλει να μεριμνά για την τήρηση των διατάξεων δημιουργεί προβλήματα πρακτικής φύσης, σε περίπτωση που η επιχείρηση αναπτύσσει διασυνοριακή δραστηριότητα. Η ΕΟΚΕ καλεί γι' αυτό την Επιτροπή να εισαγάγει τις αντίστοιχες τροποποιήσεις για την εφαρμογή αυτής της διάταξης.

3.5   Νομική βάση

3.5.1

Η πρόταση έχει ως νομική βάση το άρθρο 95 της ΣΕΚ, το οποίο αφορά την προσέγγιση των νομοθεσιών με αντικείμενο την καθιέρωση και λειτουργία της ενιαίας αγοράς. Εντούτοις, για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας και τη συμβολή στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, υπάρχει το άρθρο 153 της Συνθήκης ΕΚ. Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι αυτός είναι ο κανόνας (13) που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση της πρότασης ή, ενδεχομένως, ότι θα πρέπει να επιλεγεί μια κοινή νομική βάση που να περιλαμβάνει και τα δύο άρθρα.

3.6   Η έννοια του «μέσου καταναλωτή»

3.6.1

Στην πρόταση, η Επιτροπή χρησιμοποιεί την έννοια του «μέσου καταναλωτή», έτσι όπως την έχει ερμηνεύσει η νομολογία του Δικαστηρίου, δηλαδή ως του καταναλωτή που «έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος».

3.6.2

Η ΕΟΚΕ εκφράζει το φόβο ότι η χρήση του ερμηνευτικού αυτού κριτηρίου θα οδηγήσει την πολιτική για την προστασία των καταναλωτών σε απώλεια του προστατευτικού της χαρακτήρα και, με την επιφύλαξη της ειδικής προσοχής που δίδει η πρόταση στις «πιο ευάλωτες ομάδες», ότι θα μείνουν ενδεχομένως απροστάτευτοι οι λιγότερο ενημερωμένοι καταναλωτές ή εκείνοι που έχουν χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο. Δεν πρέπει να λησμονάται η κατάσταση ουσιαστικής ανισότητας μεταξύ των μερών που ενυπάρχει στις σχέσεις μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων.

3.6.3

Το απαιτούμενο «προφίλ» του μέσου καταναλωτή που ορίζει η πρόταση Οδηγίας προϋποθέτει τη λήψη «ενημερωμένων» αποφάσεων. Σε ορισμένα κράτη μέλη, βάσει της κυρίαρχης νομολογίας, τα διαφημιστικά μηνύματα των επιχειρήσεων δεν οφείλουν να περιλαμβάνουν αρνητικό ή μειονεκτικό περιεχόμενο για το ίδιο το προϊόν τους ή την υπηρεσία τους. Ωστόσο, μόνο βάσει αυτών των γνώσεων μπορούν οι καταναλωτές να είναι κατάλληλα ενημερωμένοι για τη λήψη αποφάσεων. Η ΕΟΚΕ θεωρεί αναγκαία την εξεύρεση μίας σαφούς και βιώσιμης λύσης.

3.7   Οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές

3.7.1

Η ΕΟΚΕ έχει ήδη συμφωνήσει με την άποψη ότι μια γενική ρήτρα που θα περιέχει έναν νομικό κανόνα αποτελεί ευέλικτο και κατάλληλο μέσον για τη ρύθμιση των εμπορικών πρακτικών σε έναν τομέα πολύ δυναμικό, που αναπτύσσεται και μεταλλάσσεται συνεχώς (14).

3.7.2

Η πρόταση περιλαμβάνει έναν «αρνητικό» ορισμό της αθέμιτης εμπορικής πρακτικής και ένα παράρτημα όπου παρατίθενται ορισμένες συμπεριφορές. Εντούτοις, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι θα έπρεπε να υιοθετηθεί ένας θετικός ορισμός της αθέμιτης εμπορικής πρακτικής που να συμφωνεί περισσότερο με τις σύγχρονες σχετικές νομοθεσίες. Μια εμπορική ρήτρα με παρόμοια προσέγγιση θα εξασφάλιζε την δυνατότητα προσαρμογής της στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς και στις ανταγωνιστικές συμπεριφορές και θα παρείχε, ειδικότερα, τη δυνατότητα να υπόκεινται οι ανάρμοστες συμπεριφορές σε έλεγχο για τον αθέμιτο χαρακτήρα τους.

3.8   Εννοιολογική σαφήνεια της πρότασης

3.8.1

Όλοι οι νομικοί κανόνες οφείλουν να επιφέρουν ασφάλεια δικαίου. Η πρόταση εισάγει έννοιες άγνωστες σε πολλές νομοθεσίες των κρατών μελών, όπως για παράδειγμα την έννοια της «επαγγελματικής ευσυνειδησίας», η οποία, σύμφωνα με την Επιτροπή, εμπεριέχει την έννοια της «καλής πίστης» και, επιπροσθέτως, την έννοια της «επαγγελματικής ικανότητας». Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η Επιτροπή θα πρέπει να εξηγεί στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης, κατά τρόπο σαφή, το περιεχόμενο της έννοιας αυτής, ώστε οι νομικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί φορείς να μπορούν να κατανοούν με ακρίβεια το πεδίο εφαρμογής της πρότασης.

3.9   Συμβατότητα με τη λοιπή κοινοτική νομοθεσία

3.9.1

Η ΕΟΚΕ φοβάται ότι η υιοθέτηση της οδηγίας δεν πρόκειται να αυξήσει τη διαφάνεια στις σχέσεις μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων, ούτε και να διατηρήσει τη δέουσα συμβατότητα σε σχέση με τη λοιπή κοινοτική νομοθεσία. Ειδικότερα, ελπίζει να αποδειχθούν αβάσιμες οι ανησυχίες σχετικά με την ενδεχόμενη σύγκρουση με τα όσα προβλέπει η Πρόταση Κανονισμού σχετικά με τις πρακτικές προώθησης των πωλήσεων στην εσωτερική αγορά (15), και τα δύο κείμενα να αλληλοσυμπληρώνονται. Η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να παράσχει περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με τη σχέση της υπό εξέταση οδηγίας προς τις υφιστάμενες τομεακές οδηγίες και άλλους τομείς της νομοθεσίας (λόγου χάρη, το δίκαιο των συμβάσεων), πριν από τη θέση της οδηγίας σε ισχύ.

3.9.2

Ορισμένες έννοιες της πρότασης θα έπρεπε να ελεγχθούν στις διάφορες γλωσσικές εκδόσεις, ειδικότερα εκείνες που αναφέρονται στις «επιθετικές εμπορικές πρακτικές», δεδομένου ότι η χρήση όρων όπως «καταναγκασμός» ή «απειλή» δεν φαίνεται ιδιαίτερα κατάλληλη όταν αυτοί περιλαμβάνονται σε ένα κείμενο ιδιωτικού δικαίου, εφόσον αναφέρονται σε συμπεριφορές οι οποίες χαρακτηρίζονται ως αδικήματα στα νομικά καθεστώτα πολλών εκ των κρατών μελών.

3.10   Εξωδικαστικές λύσεις

3.10.1

Ως συμπλήρωμα των Κωδίκων Συμπεριφοράς, η πρόταση θα έπρεπε να προβλέπει τη δυνατότητα υιοθέτησης μέτρων για την εξωδικαστική επίλυση ενδεχόμενων διαφορών, ούτως ώστε οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις να μπορούν να επιλύουν τις διαφορές τους σχετικά με αθέμιτες εμπορικές πρακτικές ενώπιον τέτοιου είδους οργάνων, με ευελιξία και ταχύτητα, και τούτο χωρίς απώλεια του θεμελιώδους δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη. Τα προαναφερόμενα όργανα, ούτως ή άλλως, θα οφείλουν να τηρούν τις αρχές της ανεξαρτησίας, της διαφάνειας, της εκατέρωθεν ακροάσεως, της αποτελεσματικότητας, της νομιμότητας, της ελευθερίας και της εκπροσώπησης, οι οποίες προβλέπονται στη Σύσταση της Επιτροπής 98/257/ΕΚ (16).

3.10.2

Η πρόταση προβλέπει μέτρα επιβολής τα οποία θα πρέπει να υιοθετούν τα κράτη μέλη για την αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας-πλαίσιο, όπως την υιοθέτηση συντηρητικών μέτρων ή τη δυνατότητα να απαιτείται από τον εμπορευόμενο να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς για το προϊόν ή την υπηρεσία. Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι θα έπρεπε να προβλέπονται άλλα μέτρα, τα οποία η πρόταση ρυθμίζει ως προαιρετικά, και τα οποία θα ενίσχυαν την εφαρμογή της οδηγίας-πλαίσιο, όπως λ.χ. η δημοσίευση στα μέσα κοινωνικής ενημέρωσης, σύμφωνα με την προληπτική κρίση του δικαστή, των δικαστικών αποφάσεων που υποχρεώνουν την παύση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.

Βρυξέλλες, 29 Ιανουαρίου 2004

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Roger BRIESCH


(1)  COM(2001) 531 τελικό.

(2)  ΕΕ C 125 της 27.5.2002.

(3)  Βλ. υποσημείωση αριθ. 2.

(4)  COM(2002) 289 τελικό.

(5)  COM(2001) 546 τελικό.

(6)  ΕΕ C 221 της 17.9.2002. COM(2001) 546 τελικό.

(7)  EE C 95 της 23.04.2003.

(8)  Βλ. υποσημείωση 7.

(9)  Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά.

(10)  Βλ. υποσημείωση 7.

(11)  Βλ. υποσημείωση 2.

(12)  COM(2003) 68 τελικό.

(13)  Βλ. υποσημείωση 2.

(14)  Βλ. υποσημείωση 2.

(15)  Βλ. υποσημείωση 6.

(16)  Σύσταση της Επιτροπής σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα αρμόδια όργανα για την εξώδικη επίλυση των διαφορών κατανάλωσης. ΕΕΕΚ L 115 της 17.04.1998.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

στη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Οι τροπολογίες που ακολουθούν, οι οποίες έλαβαν τουλάχιστο το ένα τέταρτο των ψήφων, απορρίφθηκαν:

Σημείο 3.6

Να διαγραφούν τα σημεία 3.6.1 και 3.6.2.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας:

Ψήφοι υπέρ 24, Ψήφοι κατά 55, Αποχές 3

Σημείο 3.7.2

Να διαγραφεί.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας:

Ψήφοι υπέρ 24, Ψήφοι κατά 59, Αποχές 4

Το κείμενο της γνωμοδότησης του τμήματος που ακολουθεί απορρίφθηκε με βάση μία τροπολογία, αλλά έλαβε τουλάχιστο το ένα τέταρτο των ψήφων:

Σημείο 3.3.1, η δεύτερη περίοδος να αναδιατυπωθεί ως εξής:

«Η πρόταση εξισορροπεί καλύτερα δύο σημαντικούς στόχους: τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και τη διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή.»

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας:

Ψήφοι υπέρ 28, Ψήφοι κατά 53, Αποχές 5