52003PC0622

Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα /* COM/2003/0622 τελικό - COD 2003/0242 */


Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης του Εrhus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

1.1 Γενικά σχόλια

Τον Ιούνιο του 1998, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, από κοινού με τα δεκαπέντε κράτη μέλη, υπέγραψε τη σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής για την Ευρώπη των Ηνωμένων Εθνών (ΗΕ/ΟΕΕ) για την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (εφεξής αποκαλούμενη "η Σύμβαση του Εrhus"). Η σύμβαση ετέθη σε ισχύ τον Οκτώβριο του 2001. Πρόκειται για πράξη ιδιαίτερης σημασίας για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη μέλη της καθώς και για τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και τα προσφάτως ανεξαρτητοποιηθέντα κράτη, πολλά εκ των οποίων έχουν ήδη επικυρώσει τη Σύμβαση και ανοίγουν σταδιακά τις διοικητικές διαδικασίες για το περιβάλλον στις απαιτήσεις της. Κύριος στόχος της Σύμβασης είναι να επιτρέψει τη μεγαλύτερη συμμετοχή του κοινού στα περιβαλλοντικά θέματα και να συμβάλλει ενεργώς στην αρτιότερη διαφύλαξη και προστασία του περιβάλλοντος.

Με την υπογραφή της Σύμβασης του Εrhus η Ευρωπαϊκή Κοινότητα υποχρεώνεται να ευθυγραμμίσει τη νομοθεσία της προς τις απαιτήσεις της Σύμβασης. Όσον αφορά τη νομοθεσία για τα κράτη μέλη αξίζει να σημειωθεί ότι εκδόθηκαν δύο οδηγίες: η οδηγία 2003/4/EΚ του Συμβουλίου για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες [1]και η οδηγία 2003/35/EΚ σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμών σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον και με την τροποποίηση όσον αφορά τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, των οδηγιών 85/337/EΟΚ και 96/61/EΚ [2] του Συμβουλίου. Από κοινού με την παρούσα πρόταση υποβάλλεται πρόταση οδηγίας για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα.

[1] Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου; ΕΕ L 41,14.2.2003, σ. 26.

[2] Οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Μαΐου 2003 σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον και την τροποποίηση όσον αφορά τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, των οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, ΕΕ L 156 της 25.6.2003, σ. 17.

Σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της Σύμβασης του Εrhus σε κοινοτικό επίπεδο, ορισμένα νομοθετικού χαρακτήρα κείμενα θεωρούνται σχετικά με το εν λόγω θέμα. Σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 [3] επιτρέπει την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Επιπλέον, στις 18 Δεκεμβρίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία καθορίζει τις γενικές αρχές και τα ελάχιστα πρότυπα για τις διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη [4]. Ως προς την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, θεωρείται σχετικό το άρθρο 230 της συνθήκης ΕΚ δυνάμει του οποίου προβλέπεται η πρόσβαση των φυσικών ή νομικών προσώπων, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

[3] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

[4] Ανακοίνωση της Επιτροπής: Προς ενίσχυση της διαβούλευσης και του διαλόγου - Γενικές αρχές και ελάχιστε προδιαγραφές για τη διαβούλευση των ενδιαφερομένων μερών από την Επιτροπή, COM(2002) της 11ης Δεκεμβρίου 2002.

Ωστόσο, οι ως άνω νομοθετικές διατάξεις δεν επιτρέπουν ακόμη στην Κοινότητα να επικυρώσει τη Σύμβαση του Εrhus, δεδομένου ότι οι διατάξεις της εν λόγω σύμβασης είναι, εν μέρει, λεπτομερέστερες, μεγαλύτερης εμβέλειας ή ευρύτερου πεδίου εφαρμογής των ήδη υφιστάμενων στην ΕΚ. Ως εκ τούτου κρίνεται απαραίτητη η λήψη επιπλέον μέτρων για την πλήρη εφαρμογή των απαιτήσεων της Σύμβασης του Εrhus στα θεσμικά όργανα και τους φορείς της Κοινότητας.

Η παρούσα πρόταση εξετάζει την εφαρμογή των τριών σκελών της Σύμβασης - την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε ό,τι αφορά τα θέματα περιβάλλοντος, στα θεσμικά όργανα και τους φορείς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αξιοποιώντας δεόντως τις ήδη υφιστάμενες διατάξεις στον εν λόγω τομέα.

1.2 Επιδιωκόμενοι περιβαλλοντικοί στόχοι

Η παρούσα πρόταση συμβάλλει στην επιδίωξη των περιβαλλοντικών στόχων που αναφέρονται συνοπτικά στο άρθρο 174 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Η πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες και η συμμετοχή του κοινού στη λήψη των αποφάσεων συνεισφέρουν στην πραγμάτωση των ως άνω στόχων, βελτιώνοντας την ποιότητα των αποφάσεων και δημιουργώντας κτητική σχέση προς το τελικό αποτέλεσμα. Επιβάλλεται να καταστούν προσπελάσιμοι αποτελεσματικοί δικαστικοί μηχανισμοί ώστε τα θεμιτά συμφέροντα του κοινού να προστατεύονται και να τηρείται ο νόμος. Κατά πρώτον, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για να μπορέσει η Κοινότητα να επικυρώσει τη Σύμβαση του Εrhus. Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι η κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες για το περιβάλλον καθώς και σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων για το περιβάλλον αποτέλεσε, σε μεγάλο βαθμό, την πηγή για τις διεθνείς διαπραγματεύσεις που τελικά οδήγησαν στη Σύμβαση του Εrhus. Το 1985 η Κοινότητα εξέδωσε την οδηγία 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον [5]. Η ως άνω οδηγία προέβλεπε την ενημέρωση του κοινού σχετικά με κάθε αίτηση χορήγησης άδειας για έργα που καλύπτει η οδηγία και επέβαλε την υποχρέωση να δοθεί η δυνατότητα στο "ενδιαφερόμενο κοινό" να εκφράζει γνώμη για το εκάστοτε έργο πριν να ληφθεί απόφαση για την αντίστοιχη αίτηση αδείας. Επιπλέον το 1990 η Κοινότητα ενέκρινε την οδηγία 90/313/EΟΚ σχετικά με την ελεύθερη πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος [6], που εκχώρησε σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες για το περιβάλλον που είχαν στη διάθεσή τους οι δημόσιες αρχές.

[5] Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985 για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175, 5.7.1985, σ. 40, που τροπποιήθηκε από την οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997, ΕΕ L 73, 14.3.1997, σ. 5).

[6] Οδηγία του Συμβουλίου 90/313/ΕΟΚ, Ε L 158, 23.6.1990, σ. 56.

Αμφότερες οι ως άνω οδηγίες, που εν συνεχεία εφαρμόστηκαν από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, χρησίμευσαν ως πρότυπο σε διεθνές επίπεδο και η βασική τους φιλοσοφία υιοθετείται στη Σύμβαση του Εrhus. Υπ' αυτές τις συνθήκες κρίνεται σκόπιμο η Ευρωπαϊκή Κοινότητα να προσχωρήσει στη Σύμβαση του Εrhus, η οποία είναι ανοικτή για προσχώρηση οικονομικών οργανισμών περιφερειακής ολοκλήρωσης. Αυτό θα αποδείξει στα υπόλοιπα συμβαλλόμενα μέρη και τα κράτη που έχουν υπογράψει - ιδίως μάλιστα στην Ανατολική Ευρώπη - ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα υποστηρίζει πλήρως τις αρχές της Σύμβασης.

Επιπλέον, ο κανονισμός συμβάλλει στην ένταξη των περιβαλλοντικών απαιτήσεων σε όλες τις πτυχές της κοινοτικής πολιτικής. Το άρθρο 6 της ΕΚ προβλέπει ότι οι απαιτήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος επιβάλλεται να ενσωματώνονται σε όλες τις κοινοτικές πολιτικές, ιδίως σε ό,τι αφορά την προαγωγή της αειφόρου ανάπτυξης. Η εφαρμογή εκ μέρους των κοινοτικών θεσμικών οργάνων και φορέων των επιμέρους αρχών της Σύμβασης του Εrhus θα αποδείξει ότι προτίθενται, σε ό,τι αφορά την περιοχή για την οποία είναι αρμόδια η Ευρωπαϊκή Κοινότητα σχετικά με το περιβάλλον, να επωμιστούν τις ίδιες υποχρεώσεις με τα κράτη μέλη. Τοιουτοτρόπως όχι μονό θα εξασφαλιστεί μεγαλύτερη συνέπεια μεταξύ πολιτικών και μέτρων σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο αλλά παράλληλα θα αναγνωριστεί το γεγονός ότι τα περιβαλλοντικά μέτρα συχνά πρέπει να αντιμετωπίζονται σε επίπεδο που υπερβαίνει το εθνικό.

Τέλος, η έγκριση του παρόντος κανονισμού θα αποδείξει σε παγκόσμιο επίπεδο ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι αποφασισμένη να αναλάβει τις ευθύνες της σε ό,τι αφορά τα θέματα περιβάλλοντος. Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα αποτελέσει τον πρώτο διεθνή οργανισμό που θα εγκρίνει νομικά δεσμευτικούς κανόνες σε ό,τι αφορά τη πρόσβαση στις πληροφορίες για το περιβάλλον, τη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων για το περιβάλλον και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για θέματα που αφορούν το περιβάλλον. Δεδομένου ότι θα αυξηθεί ο αριθμός των περιβαλλοντικών προβλημάτων τα οποία, μελλοντικά, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σε πανευρωπαϊκό ή ακόμη και παγκόσμιο επίπεδο, η επιρροή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, δεν μπορεί παρά να ενισχυθεί με την προσχώρηση στη σύμβαση, ιδίως αν ληφθούν υπόψη τα συμπεράσματα της Διάσκεψης Κορυφής των Ην. Εθνών για την αειφόρο ανάπτυξη στο Γιοχάνεσμπουργκ (WSSD, 2002).

2. ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΥΠΟΒΑΘΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

Η πρόταση αποσκοπεί στη βελτίωση της προστασίας του περιβάλλοντος, επιτρέποντας στο κοινό να συμμετάσχει περαιτέρω σε θέματα που αφορούν το περιβάλλον και, ως εκ τούτου, η πλέον ενδεδειγμένη νομοθετική βάση για τον κανονισμό είναι το άρθρο 175 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

Δεδομένου ότι η πρόσβαση στη Σύμβαση του Εrhus θα καταστεί δυνατή μόνο μετά από την λήψη δεσμευτικών νομοθετικών μέτρων για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, θεωρείται ως ενδεδειγμένη νομοθετική πράξη ο κανονισμός. Η ενδεδειγμένη προς τούτο νομική πράξη είναι ο κανονισμός. Η οδηγία αποκλείεται δεδομένου ότι οι οδηγίες απευθύνονται στα κράτη μέλη, ενώ εν προκειμένω, η πράξη θα πρέπει να απευθύνεται στα θεσμικά όργανα και τους φορείς της Κοινότητας. Το ενδεχόμενο απόφασης αποκλείεται, δεδομένου ότι στόχος της θεσπιζόμενης νομοθετικής πράξης είναι να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση αριθμητικά απροσδιόριστων καταστάσεων στο μέλλον και όχι, όπως τυπικά προβλέπεται για τις αποφάσεις, για την αντιμετώπιση ειδικής και μεμονωμένης περίπτωσης.

3. ΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

3.1 Στόχοι της προτεινόμενης δράσης εν σχέσει προς τις υποχρεώσεις της Κοινότητας

Το άρθρο 1 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι "οι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσεις, λαμβάνονται κατά το δυνατόν ανοικτά και κατά το δυνατόν πλησιέστερα προς τους πολίτες". Κάθε δημοκρατική και ανοικτή κοινωνία οφείλει να μεριμνά για τη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και να εξασφαλίζει κατά το δυνατόν τη διαφάνεια των πολιτικών και διοικητικών ενεργειών. Οι αρχές αυτές αναφέρθηκαν εκ νέου και υπογραμμίστηκαν από τη Λευκή Βίβλο της Επιτροπής για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση [7], η οποία αναφέρει ότι οι δυο πρώτες αρχές καλής διακυβέρνησης είναι "ο ανοικτός χαρακτήρας" (αναφέροντας ότι "τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να λειτουργούν με πιο ανοικτό τρόπο") και η "συμμετοχή" (αναφέροντας ότι "η βελτίωση της συμμετοχής αναμένεται να δημιουργήσει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη για τα τελικά αποτελέσματα και προς τα θεσμικά όργανα που παράγουν πολιτική"). Οι αρχές της Σύμβασης του Εrhus είναι απλώς και μόνο η εφαρμογή της καλής διακυβέρνησης στον τομέα του περιβάλλοντος.

[7] COM(2001) 428 της 25ης Ιουλίου 2001

Δυνάμει της συνθήκης ΕΚ, η Κοινότητα έχει την υποχρέωση να επιδιώκει υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος (άρθρο 174 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ). Η βελτιωμένη πρόσβαση στις πληροφορίες και η συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων δύνανται να καταστήσουν σαφές στους πολίτες ότι το δικό τους περιβάλλον επηρεάζεται, θετικά και αρνητικά, από τις δραστηριότητες των διοικητικών φορέων και ότι δύνανται να συμβάλλουν, ενεργά στην καλυτέρευση του περιβάλλοντος εντός και εκτός της Κοινότητας.

3.2 Ποια είναι η κοινοτική διάσταση το προβλήματος;

Σε έναν ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένο κόσμο, όπως τονίστηκε στην WSSD, οι αποφάσεις που επηρεάζουν το περιβάλλον δεν λαμβάνονται πλέον αποκλειστικά και μόνο σε εθνικό επίπεδο. Όλο και περισσότερο έχουν κοινοτική διάσταση. Αυτή η αρχή οδήγησε στη διαμόρφωση κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον η οποία, κατά την προηγούμενη δεκαπενταετία, απέκτησε ολοένα και μεγαλύτερη θεσμική και πολιτική σημασία. Όσο περισσότερες αποφάσεις για περιβαλλοντικά θέματα λαμβάνονται σε κοινοτικό επίπεδο, τόσο περισσότερο καθίσταται αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι σε ανάλογο επίπεδο εφαρμόζονται και οι βασικές αρχές επί των οποίων πρέπει να στηρίζεται οιαδήποτε περιβαλλοντική ενέργεια.

3.3. Ποια είναι η πλέον αποτελεσματική λύση εάν συγκριθούν τα μέσα των κρατών μελών με τα αντίστοιχα μέσα της Κοινότητας;

Τα υπό μελέτη μέτρα είναι συμπληρωματικά προς τα ήδη εγκριθέντα ή τα προς έγκριση μέτρα σε επίπεδο κρατών μελών.

3.4. Ποιο θα ήταν το κόστος της αδράνειας της Κοινότητας;

Δεν συνάγονται σοβαρές οικονομικές δαπάνες λόγω της έγκρισης της παρούσας πράξης ή αδράνειας.

Πολιτικά το κύριο κόστος της αδράνειας της Κοινότητας θα ήταν η σοβαρή απώλεια αξιοπιστίας. Όντως, η υπογραφή της Σύμβασης του Εrhus εκ μέρους της Κοινότητας, και των κρατών μελών, συνεπάγεται ότι η Κοινότητα δεν εγκαταλείπει τη νομική και πρακτική εφαρμογή των αρχών του Εrhus αποκλειστικά και μόνο στα κράτη μέλη. Επιπλέον, η προαναφερθείσα Λευκή Βίβλος για την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση αναγνωρίζει το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η ενημέρωση και η συμμετοχή των πολιτών και εκφράζεται υπέρ της βελτίωσης της επικρατούσας κατάστασης. Θα ήταν ως εκ τούτου ασυνεπές προς την ως άνω προσέγγιση να αδρανήσει η Κοινότητα ενώ καλείται να εφαρμόσει τις έννοιες της Λευκής Βίβλου σε συγκεκριμένη περίπτωση. Οι προσδοκίες αυτές ενισχύονται από τα αποτελέσματα της Παγκόσμιας Διάσκεψης για την Αειφόρο Ανάπτυξη.

3.5. Ποια μέσα διαθέτει η Κοινότητα για να επιτύχει τους στόχους;

Όσον αφορά τις νομοθετικώς δεσμευτικές πράξεις, το μόνο ενδεδειγμένο μέσο είναι ο κανονισμός (βλ. ανωτέρω).

Μη δεσμευτικές πράξεις, όπως οι εσωτερικές κατευθύνσεις ή οι κώδικες συμπεριφοράς, δεν επαρκούν για να επικυρώσει η Κοινότητα τη Σύμβαση του Εrhus. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει κατ'επανάληψη δηλώσει στη νομολογία του ότι τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να προσφεύγουν σε μη δεσμευτικές νομοθετικές πράξεις για να μεταφέρουν στην εθνική νομοθεσία τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας για το περιβάλλον, βάσει της οποίας ενδεχομένως θεσπίζονται δικαιώματα και υποχρεώσεις για πρόσωπα. Η αντίστοιχη ασφάλεια δικαίου για τα πρόσωπα θα ήταν ανεπαρκής. Οι ίδιες αρχές πρέπει να ισχύσουν για την Κοινότητα κατά την προσχώρησή της στη Σύμβαση του Εrhus που επίσης περιλαμβάνει διατάξεις που ενδεχομένως συνεπάγονται τη θέσπιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για πρόσωπα.

3.6. Αναλογικότητα

Η συγκεκριμένη νομοθετική πράξη αποσκοπεί στο να εξασφαλιστεί ότι όλα τα κοινοτικά θεσμικά όργανα και φορείς εφαρμόζουν τις διατάξεις της Σύμβασης του Εrhus. Κατά συνέπεια, δεν εξετάζεται το ενδεχόμενο να υπάρξει υπέρβαση των όσων θεωρούνται αναγκαία για να δυνηθεί η Κοινότητα να συνάψει τη Σύμβαση του Εrhus. Παράλληλα, ωστόσο, η πρόταση ευθυγραμμίζεται στο μέτρο του δυνατού και όσο αυτό κρίνεται ενδεδειγμένο με τις αντίστοιχες οδηγίες που καλούνται να εφαρμόσουν τα κράτη μέλη ιδίως μάλιστα την οδηγία 2003/4/ΕΚ για τη πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και την οδηγία 2002/35/ΕΚ σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού. Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ως άνω οδηγίες υπερβαίνουν τα αυστηρώς απαραίτητα για τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Σύμβαση του Εrhus, το αυτό πράττει και η νομοθετική πράξη, εφόσον θεωρείται σκόπιμο και ενδεδειγμένο, λαμβάνοντας υπόψη τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της λήψης αποφάσεων σε κοινοτικό επίπεδο.

4. ΚΟΣΤΟΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

Τα υπό μελέτη μέρη απευθύνονται στα θεσμικά όργανα και τους φορείς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. ως εκ τούτου κατά τα φαινόμενα η έγκριση της παρούσας πράξης δεν συνεπάγεται οικονομικές δαπάνες για τα κράτη μέλη.

5. ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

Το φθινόπωρο του 2002, οι υπηρεσίες της Επιτροπής συνέταξαν έγγραφο εργασίας στο οποίο σκιαγραφούσαν τους στόχους και τις εναλλακτικές δυνατότητες σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της προς εκπόνηση νομοθετικής πράξης. Βάσει των ανωτέρω, πραγματοποιήθηκε σειρά συνεδριάσεων με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, των υποψηφίων χωρών, περιφερειακών και τοπικών αρχών, μη κυβερνητικών οργανισμών και εκπροσώπων των οικονομικών φορέων. Μετά από τις ως άνω συνεδριάσεις, υποβλήθηκαν περαιτέρω γραπτά σχόλια.

Ετέθησαν εν γένει ερωτήσεις σχετικά με την προσέγγιση που προβλέπει την κάλυψη και των τριών σκελών της Σύμβασης του Εrhus από μια και μόνο νομοθετική πράξη. Ως επί το πλείστον χαιρετίστηκε το γεγονός ότι η ευρύτητα με την οποία ορίζονται στη νομοθετική πράξη οι δημόσιες αρχές ορίζονται ευρέως ώστε να μην καλύπτονται μόνο τα θεσμικά όργανα που αναφέρονται στο άρθρο 7 της συνθήκης ΕΚ.

Πρόσβαση στις πληροφορίες

Τα σχόλια σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες αναφέρονταν στις σχέσεις μεταξύ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1049/2001/EΚ και της υπό μελέτη νομοθετικής πράξης. Ορισμένοι από τους εμπειρογνώμονες αμφισβήτησαν κατά πόσον είναι απαραίτητο να υιοθετηθεί χωριστή πράξη αντί να τροποποιηθεί ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Άλλοι τόνισαν ότι ήταν σημαντικό να ισχύσουν τα πρότυπα που εφαρμόζονται σε επίπεδο κρατών μελών, στο πλαίσιο της νέας οδηγίας για την πρόσβαση του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες. Οι εν λόγω προβληματισμοί επηρέασαν, κατά περίπτωση, τη διατύπωση της πρότασης. Λεπτομερέστερα σχόλια αφορούσαν ιδίως τις εξαιρέσεις που προέβλεπε το έγγραφο εργασίας και τη σχέση τους με τις εξαιρέσεις βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1049/2001/EΚ.

Συμμετοχή του κοινού

Διατυπώθηκε σειρά σχολίων για τον ορισμό των "σχεδίων και προγραμμάτων" που αφορούν το περιβάλλον. Ορισμένα των ενδιαφερομένων μερών αμφισβήτησαν κατά πόσον ο εν λόγω ορισμός ήταν αρκούντως επιχειρησιακός, δίχως εντούτοις να διατυπώσουν εναλλακτικές προτάσεις. Ορισμένοι των ενδιαφερομένων θα επιθυμούσαν περαιτέρω διευκρινίσεις ως προς τη συμπερίληψη υπό προπαρασκευή σχεδίων και προγραμμάτων από άλλους τομείς που ενδέχεται να έχουν περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Ως προς αυτό δεν πραγματοποιήθηκαν αλλαγές. Θεωρείται ότι ο τελικός ορισμός των σχεδίων και των προγραμμάτων σε ό,τι αφορά το περιβάλλον, καθιερώνει σχέση με τις ενέργειες που καλύπτονται από το Έκτο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον και είναι κατά συνέπεια αρκούντως επιχειρησιακού χαρακτήρα. Παράλληλα εξασφαλίζει την απαραίτητη σαφήνεια ως προς την συμπερίληψη των σχεδίων και των προγραμμάτων από άλλους τομείς που ενδέχεται να έχουν σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Διατυπώθηκαν περαιτέρω σχόλια σχετικά με την ανάγκη διευκρίνισης του βαθμού στον οποίο καλύπτονταν σχέδια και προγράμματα τα οποία εν συνεχεία εγκρίνονται ή αποφασίζονται με νομική πράξη. Το θέμα αυτό αντιμετωπίζεται στον ορισμό των «θεσμικών οργάνων και φορέων» που περιλαμβάνεται στην παρούσα πρόταση, τα οποία εξαιρούνται μόνο στο βαθμό «στον οποίο ενεργούν υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα». Ως εκ τούτου, όταν για παράδειγμα η Επιτροπή εκπονεί σχέδιο ή πρόγραμμα για το περιβάλλον, προβλέπεται συμμετοχή του κοινού.

Διατυπώθηκαν επίσης σχόλια σχετικά με τη συνολική κάλυψη των διατάξεων για τη συμμετοχή του κοινού. Ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη εκφράστηκαν υπέρ της συμμετοχής του κοινού σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη λήψη σημαντικών αποφάσεων σχετικά με τη χρηματοδότηση έργων καθώς και υπέρ του ενδεχομένου να εξεταστούν οι δυνατότητες συμμετοχής σε ορισμένα στάδια της λήψης αποφάσεων για την έγκριση προϊόντων (χημικών, φυτοφαρμάκων), ιδίως σε ό,τι αφορά τους γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς (εκ μέρους ενός των ενδιαφερομένων μερών). Τα εν λόγω σχόλια δεν οδήγησαν σε μεταβολές της προσέγγισης που προβλέπει να μην συμπεριληφθούν οι σχετικές διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων για τους λόγους που αναφέρονται κατωτέρω στο κεφάλαιο ΙΙΙ, (1). Άλλα σχόλια αφορούσαν τις πρακτικές διαδικασίες και το χρονοδιάγραμμα της συμμετοχής του κοινού. Ιδίως από την άποψη αυτή, το παρόν κείμενο αποκλίνει από την αρχική προσέγγιση του εγγράφου εργασίας. Η παρούσα πρόταση, ευθυγραμμιζόμενη πλήρως προς τη διατύπωση του πρώτου τμήματος του άρθρου 7 της Σύμβασης του Εrhus, δεν καθορίζει τις πρακτικές διαδικασίες συμμετοχής του κοινού, αλλά υποχρεώνει τα θεσμικά όργανα και φορείς να λάβουν πρακτικά μέτρα για την επίτευξη του στόχου αυτού. Εν προκειμένω, σκιαγραφώνται τα κύρια στοιχεία, που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από τις εν λόγω διατάξεις, σύμφωνα με τη Σύμβαση.

Πρόσβαση στη δικαιοσύνη

Τα ενδιαφερόμενα μέρη τόνισαν ότι οι απαιτήσεις θα πρέπει να είναι ανάλογες προς τις ήδη προταθείσες στο επίπεδο των κρατών μελών, στο οποίο έχει ήδη λάβει χώρα διαδικασία διαβούλευσης βασιζόμενη σε δύο έγγραφα εργασίας. Με την παρούσα πρόταση επιχειρείται να διατηρηθεί αυτός ο παραλληλισμός στο μέτρο του δυνατού.

Ζητήθηκαν περαιτέρω διευκρινίσεις ως προς τις διατάξεις για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη που προβλέπει η κοινοτική πράξη και τα άρθρα 230 και 232 της συνθήκης ΕΚ. Η παρούσα πρόταση διευκρινίζει ότι καθιερώνεται διαδικασία διευκόλυνσης της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για τους "νομιμοποιούμενους φορείς", θεσπίζοντας το δικαίωμα εσωτερικής επανεξέτασης κάθε διοικητικής πράξης ή παράλειψης εκ μέρους των κοινοτικών θεσμικών οργάνων και φορέων.

Ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη θεώρησαν ότι δεν ήταν ιδιαίτερα δικαιολογημένο να περιορίζεται η πρόσβαση στη δικαιοσύνη στους "νομιμοποιούμενους φορείς", δεδομένου ότι η αποδοχή της δυνατότητας 'actio popularis' ("άμεσης προσφυγής των πολιτών") δεν αναμένεται να έχει ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη επιβάρυνση των ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Αμφισβητήθηκε επίσης κατά πόσον είναι απαραίτητο να απαιτείται εσωτερική διαδικασία επανεξέτασης πριν από την προσφυγή στο ευρωπαϊκό δικαστήριο. Τα σχόλια αυτά δεν οδήγησαν σε μεταβολή της προσέγγισης που είχε υιοθετηθεί για τη συγκεκριμένη πρόταση δεδομένου ότι υπήρχε η πρόθεση να μην υπάρξει παρέμβαση ως προς τις απαιτήσεις της Συνθήκης.

Τα σχόλια από τις τοπικές και τις περιφερειακές αρχές κυρίως αφορούσαν το ρόλο τους κατά την εφαρμογή της υπό μελέτη πράξης, θεωρώντας ότι θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναγνωρίζονται ως "νομιμοποιούμενοι φορείς". Τα σχόλια αυτά δεν ελήφθησαν υπόψη δεδομένου ότι οι εν λόγω φορείς ασκούν δημόσια εξουσία.

6. ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ (Tιτλοσ I)

Στόχος (Άρθρο 1)

Ο προτεινόμενος κανονισμός αποσκοπεί στην εφαρμογή των αρχών της Σύμβασης του Εrhus στα θεσμικά όργανα και τους φορείς της Κοινότητας καθιερώνοντας πλαίσιο απαιτήσεων για την πρόσβαση στην πληροφορία, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη των αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για τα περιβαλλοντικά θέματα σε κοινοτικό επίπεδο.

Ο προτεινόμενος κανονισμός καλύπτει τα τρία σκέλη της Σύμβασης του Εrhus με μια νομοθετική πράξη, ώστε να εξασφαλιστεί η αναγκαία συνέπεια.

Ορισμοί (Άρθρο 2)

Το άρθρο δίδει τους ορισμούς που είναι καθοριστικής σημασίας για την ερμηνεία του παρόντος κανονισμού. Οι σημαντικότεροι έχουν ως εξής:

* Το κοινό

Ο εν λόγω ορισμός αφορά τις διατάξεις για τη συμμετοχή του κοινού και επαναλαμβάνει τον αντίστοιχο ορισμό της Σύμβασης του Εrhus.

* Κοινοτικά θεσμικά όργανα και φορείς

Ο ορισμός διατυπώθηκε με στόχο να δοθεί υπόσταση στην έννοια των δημοσίων αρχών που καλύπτονται από τη Σύμβαση του Εrhus. Η Σύμβαση του Εrhus αντιμετωπίζει τη σχέση μεταξύ ατόμων και των ενώσεών τους αφενός και των δημοσίων αρχών αφετέρου. Η έννοια της "δημόσιας αρχής" ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 της Σύμβασης με ευρύτατο τρόπο. Περιλαμβάνει παράλληλα προς όλα τα κυβερνητικά επίπεδα, και "τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εκτελούν δημόσιο διοικητικό λειτούργημα, ..., συμπεριλαμβανομένων ειδικών καθηκόντων, δραστηριοτήτων ή υπηρεσιών σε σχέση με το περιβάλλον, ..". Η βασική ιδέα είναι ότι οπουδήποτε ασκείται δημόσια αρχή εξαιρουμένων των Κοινοβουλίων και των Δικαστηρίων επιβάλλεται να υπάρχουν δικαιώματα βάσει της Σύμβασης για τα άτομα και τις οργανώσεις τους.

Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, εδάφιο (δ) "δημόσιες αρχές" σημαίνει επίσης και τους περιφερειακούς οργανισμούς οικονομικής ολοκλήρωσης που αναφέρονται στο άρθρο 17 του κανονισμού και συγκαταλέγονται μεταξύ των συμβαλλομένων μερών της Σύμβασης. Όπως προκύπτει από την ευρεία έννοια που χρησιμοποιήθηκε στο υπόλοιπο τμήμα του ορισμού, για την Κοινότητα αυτό θα πρέπει να ερμηνευθεί πλατειά και δεν μπορεί να περιορίζεται στα κοινοτικά θεσμικά όργανα και φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 7 της συνθήκης ΕΚ. Ειδάλλως, θα ίσχυαν διαφορετικά πρότυπα σε επίπεδο κρατών μελών και Κοινότητας.

Γι'αυτό το λόγο, η παρούσα πρόταση απευθύνεται στα «Θεσμικά όργανα και φορείς της Κοινότητας» τα οποία ορίζονται ως «οιοδήποτε δημόσιο θεσμικό όργανο, φορέας, γραφείο ή υπηρεσία που έχει συγκροτηθεί ή ιδρυθεί βάσει της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και που επιτελεί δημόσια λειτουργήματα, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες και στο βαθμό στον οποίο ενεργεί υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα.» Η εξαίρεση των φορέων των θεσμικών οργάνων που ενεργούν υπό νομική ή δικαστική ιδιότητα απορρέει από το άρθρο 2 παράγραφος 2 της Σύμβασης του Εrhus.

* Νομιμοποιούμενος φορέας

Αυτό σημαίνει οιαδήποτε ένωση ή οργάνωση με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος εφόσον έχει αναγνωριστεί βάσει της διαδικασίας που ορίζεται στο άρθρο 13 του κανονισμού. Για να αναγνωρισθεί ο νομιμοποιούμενος φορέας θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις του άρθρου 12. Ο ορισμός αφορά τις διατάξεις της πρότασης για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

* Περιβαλλοντικές πληροφορίες

Πρόκειται για οιεσδήποτε γραπτές, οπτικές, προφορικές, ηλεκτρονικές ή άλλης μορφής πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των περιβαλλοντικών στοιχείων, τους παράγοντες, τα μέτρα, τις πολιτικές, τη νομοθεσία, τα σχέδια, τα προγράμματα, τις περιβαλλοντικές συμφωνίες και τις δραστηριότητες που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν το περιβάλλον. Οι περιβαλλοντικές πληροφορίες περιλαμβάνουν επίσης εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, των οικονομικών αναλύσεων και των υποθέσεων που σχετίζονται με το περιβάλλον καθώς και τις πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της ανθρώπινης υγείας και τις συνθήκες ασφαλείας για την ανθρώπινη ζωή, τους χώρους και τα κτίσματα πολιτιστικής σημασίας εφόσον είναι περιβαλλοντικής σημασίας.

Ο ορισμός στην παρούσα πρόταση ταυτίζεται με τον ορισμό που χρησιμοποιήθηκε στην οδηγία 2003/4/EΚ για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες. Μολονότι ο εν λόγω ορισμός είναι λεπτομερέστερος ή αναλυτικότερος από τον αντίστοιχο ορισμό στη Σύμβαση του Εrhus, καλύπτει ακριβώς τις ίδιες πληροφορίες που καλύπτει και η Σύμβαση του Εrhus.

* Σχέδια και προγράμματα σχετικά με το περιβάλλον

Η Σύμβαση του Εrhus δεν ορίζει την έννοια των σχεδίων και των προγραμμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον. Στο γενικό της πλαίσιο, οι ως άνω όροι προσλαμβάνουν γενικό νόημα καλύπτοντας και σύνθετες στρατηγικές όπως τα προγράμματα δράσης για το περιβάλλον που ενδέχεται να οδηγήσουν στην καθιέρωση σχεδίων βάσει των στρατηγικών [8]. Ο προτεινόμενος ορισμός για τα «σχέδια και προγράμματα που σχετίζονται με το περιβάλλον» διατυπώθηκε κατά τρόπο που, στο μέτρου του δυνατού και εφόσον αυτό κρίνεται σκόπιμο, να ευθυγραμμίζεται προς τις υποχρεώσεις των κρατών μελών ιδίως δυνάμει της οδηγίας 2003/35/ΕΚ για τη συμμετοχή του κοινού και της οδηγίας 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί "στρατηγικού χαρακτήρα εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων" [9]. Ο προτεινόμενος ορισμός θα περιλαμβάνει τα «σχέδια και προγράμματα» που συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον. Επιπλέον, προβλέπεται να συμπεριληφθούν σχέδια και προγράμματα που ενδέχεται να έχουν ουσιαστικές επιπτώσεις στην επίτευξη των ως άνω στόχων. Αυτό ευθυγραμμίζεται προς τις απαιτήσεις περί ολοκλήρωσης του άρθρου 6 της συνθήκης ΕΚ. Σε ό,τι αφορά τα κράτη μέλη, παράλληλη προσέγγιση ακολουθεί η οδηγία 2001/42/ΕΚ η οποία, στο πλαίσιο των απαιτήσεων για τις περιβαλλοντικές εκτιμήσεις, προβλέπει τη συμμετοχή του κοινού σύμφωνα με τη Σύμβαση του Εrhus. Η πρόταση, προσπαθώντας να προσφέρει καθοδήγηση σε ό,τι αφορά την επιλογή αναλόγων σχεδίων και προγραμμάτων, αναφέρεται στην απόφαση 1600/2002/ΕΚ για τη θέσπιση του Έκτου Κοινοτικού Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον [10], η οποία περιέχει τις δράσεις που θα πρέπει να αναληφθούν κατά την επόμενη δεκαετία ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της περιβαλλοντικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ανάλογα σχέδια και προγράμματα θα αποτελέσουν το αντικείμενο των διατάξεων για τη συμμετοχή του κοινού. Ο ορισμός προβλέπει ειδικές εξαιρέσεις. Ως εκ τούτου, χρηματοδοτικά ή δημοσιονομικά σχέδια και προγράμματα δεν περιλαμβάνονται, δεδομένου ότι συνήθως δεν έχουν άμεσο και ουσιαστικό αντίκτυπο στο περιβάλλον. Στα δημοσιονομικά σχέδια και προγράμματα περιλαμβάνονται οι ετήσιοι προϋπολογισμοί του κοινοτικού θεσμικού οργάνου ή φορέα. Στα χρηματοδοτικά σχέδια και προγράμματα περιλαμβάνονται όσα περιγράφουν τον τρόπο χρηματοδότησης κάποιου έργου ή δραστηριότητας, ή τον τρόπο κατανομής χορηγιών ή επιδοτήσεων. Αποκλείονται επίσης και τα εσωτερικά προγράμματα εργασίας.

[8] βλέπε ΗΕ/ΟΕΕ «Η Σύμβαση του Εrhus - Οδηγός εφαρμογής», ΟΗΕ, 2000, ISBN 92-1-116745-0, σελίδα 115.

[9] Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, ΕΕ L 197 της 21.07.2001, σ.30

[10] Απόφαση 1600/2002/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό του Έκτου Κοινοτικού Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον.

* Περιβαλλοντικό δίκαιο

Ο ορισμός του «περιβαλλοντικού δικαίου» αφορά το μέρος της πρότασης που σχετίζεται με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Το περιβαλλοντικό δίκαιο ορίζεται εν γένει, έτσι ώστε ο αντίστοιχος ορισμός να περιλαμβάνει τα νομοθετήματα που σχετίζονται με το περιβάλλον. Δεδομένου ότι το περιβαλλοντικό δίκαιο εξελίσσεται συνεχώς, θεωρείται προβληματικό να επιχειρηθεί σύνταξη εξαντλητικού καταλόγου, επειδή θα ήταν απαραίτητο να καθιερωθεί διαδικασία τακτικής ενημέρωσης του καταλόγου αυτού. Κατά συνέπεια, η προτιμηθείσα εναλλακτική δυνατότητα λαμβάνει υπόψη τα εξής:

- Ο νομοθετικός στόχος θα πρέπει να είναι ένας από τούς αναφερόμενους στο άρθρο 174 της συνθήκης ΕΚ.

- Ο ορισμός επιβάλλεται να συνάδει προς τις διατάξεις της Σύμβασης του Εrhus, αναφέροντας τα κύρια θέματα του περιβάλλοντος. Δεν φαίνεται να είναι σκόπιμο να εκπονηθεί αναλυτικός κατάλογος όλων των πράξεων που μπορούν να θεωρηθούν ως "περιβαλλοντική νομοθεσία", δεδομένου ότι η έννοια αυτή δεν ορίζεται στη Σύμβαση του Εrhus. Λόγω της συνεχούς εξέλιξης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας επιβάλλεται να προτιμηθεί ένας ενδεικτικός κατάλογος.

* Διοικητικές ενέργειες και παραλείψεις

Διοικητικές ενέργειες και παραλείψεις κοινοτικού θεσμικού οργάνου ή φορέα είναι δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής εφόσον παραβαίνουν τη κοινοτική νομοθεσία. Ως διοικητική ενέργεια νοείται κάθε διοικητικό μέτρο που λαμβάνεται από κοινοτικό θεσμικό όργανο ή φορέα με δεσμευτικές εξωτερικές επιπτώσεις. Ως διοικητική παράλειψη νοείται η αδράνεια κοινοτικού θεσμικού οργάνου ή φορέα να αναλάβει διοικητική δράση στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής νομοθεσίας εφόσον τούτο απαιτείται νομικά.

Δεδομένου ότι οι φορείς και τα θεσμικά όργανα που ενεργούν υπό δικαστική νομοθετική ιδιότητα δεν καλύπτονται από τον ορισμό των κοινοτικών θεσμικών οργάνων και φορέων, δεν καλύπτεται ούτε η αντίστοιχη διοικητική δράση.

Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου για τους ορισμούς, δεν καλύπτονται ούτε οι ενέργειες ή οι παραλείψεις από κοινοτικό θεσμικό όργανο ή φορέα υπό την ιδιότητά του ως φορέα διοικητικής επανεξέτασης. Από την άποψη αυτή διευκρινίζεται ότι δεν καλύπτονται οι λαμβανόμενες αποφάσεις για δικαστικές υποθέσεις ανταγωνισμού ή κρατικών ενισχύσεων, διαδικασιών επί παραβάσει, προσφυγών στο διαμεσολαβητή και υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση της Απάτης. Οι αποφάσεις αυτές περιλαμβάνουν ανακριτικές διαδικασίες, των οποίων η αποτελεσματικότητα θα κινδύνευε σοβαρά εάν ήταν δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικής επανεξέτασης.

(ΤΙΤΛΟΣ II)

ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Τα αντίστοιχα άρθρα για την πρόσβαση του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες είναι τα άρθρα 1 έως 5 της Σύμβασης του Εrhus. Ως επί το πλείστον, οι κανόνες που ορίζονται στα άρθρα αυτά επαναλαμβάνουν τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1049/2001/EΚ για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Η εφαρμογή του συγκεκριμένου κανονισμού διευρύνθηκε πρόσφατα κατά τρόπο που να καλύπτονται και ορισμένες υπηρεσίες και γραφεία της Κοινότητας, εκ των οποίων ο σχετικότερος φορέας εν προκειμένω είναι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος [11]. Οι εν λόγω κανόνες εφαρμόστηκαν, κατ'αναλογία, για αιτήσεις πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες που απευθύνονταν σε θεσμικά όργανα και φορείς της Κοινότητας που καλύπτει ο παρών κανονισμός.

[11] Οι αλλαγές καθιερώθηκαν με τροποποιήσεις των πράξεων συγκρότησης των εν λόγω γραφείων και υπηρεσιών. για τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος βλέπε κανονισμό (ΕΚ) αριθ. xxx: 2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της xx.xx.2003 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1210/90 του Συμβουλίου για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος και του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πληροφοριών και Παρατηρήσεων σχετικά με το περιβάλλον ΕΕ L ...

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1049/2001, οι διατάξεις αυτού συμπληρώνονται περαιτέρω από ειδικές διατάξεις, που θεωρήθηκαν απαραίτητες για να ευθυγραμμιστεί πλήρως προς τις διατάξεις της Σύμβασης του Εrhus. Επιπλέον και στο μέτρο του δυνατού, η διατύπωση του κανονισμού ευθυγραμμίζεται προς τη διατύπωση της οδηγίας 2003/4/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες.

Οι διαφορές μεταξύ των διατάξεων της Σύμβασης του Εrhus και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1049/2001 που αντιμετωπίζει ο παρών κανονισμός αφορούν πρωτίστως τα κάτωθι θέματα:

- αναγνωρίζεται το δικαίωμα πρόσβασης σε οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξαρτήτως υπηκοότητας ή διαμονής.

- εκχωρείται το δικαίωμα πρόσβασης σε όλα τα θεσμικά όργανα και φορείς που εκτελούν δημόσια λειτουργήματα (συμπεριλαμβανομένων ως εκ τούτου για παράδειγμα του, της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της Επιτροπής των Περιφερειών, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων).

- διατυπώνονται λεπτομερέστερες και ειδικές διατάξεις σχετικά με τη συλλογή και τη διάδοση των περιβαλλοντικών πληροφοριών.

Εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 για την πρόσβαση σε έγγραφα, σε αιτήσεις πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες που διαθέτει κοινοτικό θεσμικό όργανο ή φορέας (Άρθρο 3)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001εφαρμόζεται άμεσα, σε κάθε αίτηση για περιβαλλοντικές πληροφορίες που διαθέτει ή διατίθενται για θεσμικό όργανο ή φορέα της Κοινότητας. Διευκρινίζεται ότι εφεξής οι λέξεις «θεσμικό όργανο» στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 αντικαθίσταται από τις λέξεις «θεσμικό όργανο ή φορέας». Κατά συνέπεια το άρθρο 3 ευθυγραμμίζει το κείμενο του κανονισμού προς τις απαιτήσεις της Σύμβασης του Εrhus. Επιπλέον, ο πρακτικός χειρισμός των αιτημάτων, οι εξαιρέσεις για την άρνηση πρόσβασης ή οι δικαιολογήσεις για τη μη διάδοση, καθώς και οι μηχανισμοί επανεξέτασης είναι πανομοιότυποι και για τα δυο κείμενα.

Συλλογή και διάδοση των περιβαλλοντικών πληροφοριών (Άρθρο 4)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 περιλαμβάνει σειρά διατάξεων σχετικά με τη δημοσίευση των εγγράφων σε μητρώα. Σε μεγάλο βαθμό οι διατάξεις αυτές ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της Σύμβασης του Εrhus. Στις περιπτώσεις που αυτό κρίνεται απαραίτητο, η παρούσα πρόταση καθιερώνει τις διατάξεις που απαιτεί η Σύμβαση του Εrhus. Οι διατάξεις αυτές είναι συμπληρωματικές προς τις ήδη θεσπισθείσες βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1049/2001/EΚ και καθιερώνουν τις λεπτομερέστερες διατάξεις που είναι απαραίτητες για την πλήρη ευθυγράμμιση των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1049/2001/EΚ προς τη Σύμβαση του Εrhus. Η έκθεση ποθ απαιτείται βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 4 αφορά την κάλυψη της κοινοτικής επικράτειας και θα είναι συμπληρωματικό προς παρόμοιες εκθέσεις που ζητείται να εκπονήσουν τα κράτη μέλη δυνάμει της οδηγίας 2003/4/ΕΚ.

Ποιότητα των πληροφοριών (Άρθρο 5)

Ούτε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, ούτε η Σύμβαση του Εrhus περιλαμβάνουν ρητές διατάξεις σχετικά με την ποιότητα των πληροφοριών που θα πρέπει να διατίθενται. Ωστόσο, εξυπακούεται ότι δίχως αξιόπιστες πληροφορίες, το δικαίωμα του κοινού για πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές δεν έχει νόημα. Ως προς την εφαρμογή της Σύμβασης του Εrhus σε επίπεδο των κρατών μελών, η οδηγία 2003/4/EΚ για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, περιέχει ρητούς κανόνες σχετικά με την ποιότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών. Για λόγους συνέπειας, καθιερώνονται με παρόντα κανονισμό ανάλογες διατάξεις.

Παραπομπή αιτήσεων (Άρθρο 6)

Το παρόν άρθρο αφορά την περίπτωση αιτήσεων για πρόσβαση σε πληροφορίες που δεν διαθέτει το κοινοτικό θεσμικό όργανο ή φορέας. Ο κανονισμος (ΕΟΚ) αριθ. 1049/2001/EΚ δεν προβλέπει σχετικούς κανόνες που απορρέουν άμεσα από τις απαιτήσεις της Σύμβασης του Εrhus.

Διευκρινίζεται η υποχρέωση των κοινοτικών θεσμικών οργάνων και φορέων, σε περιπτώσεις που δεν διαθέτουν τις αιτούμενες πληροφορίες, είτε να αναφέρουν που θεωρούν ότι οι πληροφορίες αυτές είναι δυνατό να ανευρεθούν είτε να διαβιβάζουν το αίτημα στη δημόσια αρχή που θεωρούν ότι διαθέτει ανάλογες πληροφορίες.

Συνεργασία (Άρθρο 7)

Το παρόν άρθρο επιβάλλει την υποχρέωση συνεργασίας σε περίπτωση άμεσης απειλής για την υγεία του ανθρώπου ή το περιβάλλον. Η σύμβαση του Εrhus απαιτεί σε ανάλογες περιπτώσεις οι τυχόν διαθέσιμες πληροφορίες που θα μπορούσαν να προλάβουν ή να ανάλογη υποχρέωση για τα κράτη μέλη. Η παρούσα πρόταση συμπληρώνει το ως άνω σύστημα ενημέρωσης απαιτώντας από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα και φορείς να συνεργάζονται, άμα τη υποβολή σχετικού αιτήματος εκ μέρους των δημόσιων αρχών, με τις εν λόγω αρχές παρέχοντας σε αυτές κάθε δυνατή βοήθεια ώστε να εξασφαλίζεται η διάδοση των πληροφοριών στο κοινό, συμπεριλαμβανόμενων και των πληροφοριών από ή για τα θεσμικά όργανα ή φορείς της Κοινότητας.

Σε ό,τι αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες απειλείται άμεσα η υγεία του άνθρωπου, η απόφαση αριθ. 2119/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1998 για τη δημιουργία δικτύου επιδημιολογικής παρακολούθησης και ελέγχου των μεταδοτικών ασθενειών στην Κοινότητα [12] οδήγησε στη συγκρότηση δικτύου σε κοινοτικό επίπεδο για την παραγωγή της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών, με την αρωγή της Επιτροπής, και στόχο τη βελτίωση της πρόληψης και του ελέγχου, στην Κοινότητα σειράς λοιμωδών νοσημάτων. Το εν λόγω δίκτυο χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, από ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης και ανταπόκρισης για την πρόληψη και τον έλεγχο των ως άνω ασθενειών. Το δίκτυο αυτό και το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης και ανταπόκρισης ευθυγραμμίζονται πλήρως προς τις απαιτήσεις της Σύμβασης του Εrhus. Η απόφαση αριθ. 1786/2002/ΕΚ θεσπίζει πρόγραμμα κοινοτικής δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας που συμπληρώνει τις εθνικές πολιτικές. Η βελτίωση των πληροφοριών και των γνώσεων για την ανάπτυξη της δημόσιας υγείας και τη βελτίωση της ικανότητας ταχείας και συντονισμένης απόκρισης σε κάθε απειλή για την υγεία αποτελούν στοιχεία του παρόντος προγράμματος και συνιστούν στόχους που ευθυγραμμίζονται επίσης πλήρως προς τις απαιτήσεις της Σύμβασης του Εrhus.

[12] ΕΕ L 268 της 3.10.1998, σ. 1

Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα εφαρμοστεί υπό την επιφύλαξη της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ και της απόφασης αριθ. 1786/2002/ΕΚ.

(ΤΙΤΛΟΣ III)

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Το σημείο αφετηρίας της παρούσας πρότασης κανονισμού ήταν ότι θα πρέπει να περιοριστεί στις νομικώς δεσμευτικές απαιτήσεις της Σύμβασης του Εrhus, ήγουν τα άρθρα 6 και 7, εκ των οποίων το τελευταίο αφορά τη συμμετοχή του κοινού στην προπαρασκευή σχεδίων και προγραμμάτων τα οποία σχετίζονται με το περιβάλλον.

(1) Η συμμετοχή του κοινού σε αποφάσεις που αφορούν οι συγκεκριμένες δραστηριότητες και έργα (άρθρο 6 της Σύμβασης του Εrhus)

Η Σύμβαση του Εrhus προβλέπει τη συμμετοχή του κοινού "όσον αφορά αποφάσεις για το κατά πόσον θα επιτραπούν" ορισμένες δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της Σύμβασης (άρθρο 6 παράγραφος 1 εδάφιο (α)). Αποφάσεις για την έγκριση των αναφερόμενων δραστηριοτήτων δεν λαμβάνονται σε κοινοτικό επίπεδο αλλά από τα κράτη μέλη σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο.

Εξετάστηκε κατά πόσον οι διατάξεις του άρθρου 6 της Σύμβασης του Εrhus ισχύουν για τις αποφάσεις που ελήφθησαν σε κοινοτικό επίπεδο ως προς τη χρηματοδότηση των αναφερόμενων και των υπολοίπων δραστηριοτήτων με ενδεχομένως σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον (άρθρο 6 παράγραφος 1 εδάφιο (β)). Η πρόταση αποφαίνεται κατά ανάλογης συμμετοχής. Όντως η Σύμβαση του Εrhus δεν περιλαμβάνει διατάξεις που να καθιστούν υποχρεωτική τη συμμετοχή στη λήψη οικονομικών αποφάσεων σχετικά με τις καλυπτόμενες δραστηριότητες. Όταν η Επιτροπή διατύπωσε την πρότασή της για τη μεταφορά των απαιτήσεων της Σύμβασης του Εrhus ως προς τη συμμετοχή του κοινού στη νομοθεσία των κρατών μελών, δεν πρότεινε την ύπαρξη αναλόγων διατάξεων σε εθνικό επίπεδο ενώ και το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν θεώρησαν κάτι ανάλογο απαραίτητο ή επιθυμητό. Η καθιέρωση των απαιτήσεων συμμετοχής στις οικονομικές αποφάσεις που λαμβάνονται σε κοινοτικό επίπεδο ως εκ τούτου αναμένεται να οδηγήσει σε διαφορετικές προσεγγίσεις σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο. Επιπλέον, υφίσταται σοβαρός κίνδυνος διπλασιασμού, δεδομένου ότι συνήθως η διαδικασία χορήγησης αδειών για την αντίστοιχη δραστηριότητα που καλύπτεται από τη Σύμβαση του Εrhus προβλέπει υποχρεωτικά τη δυνατότητα συμμετοχής του κοινού. Ως εκ τούτου, η συμμετοχή του κοινού θα πρέπει να καταστεί υποχρεωτική για τις περιπτώσεις που προβλέπεται διαδικασία χορήγησης αδείας, όπως προβλέπεται στην οδηγία 2003/35/ΕΚ αλλά όχι για τις οικονομικές αποφάσεις που σχετίζονται με ανάλογες δραστηριότητες.

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, εδάφιο (β) της Σύμβασης του Εrhus, που προβλέπει τη συμμετοχή του κοινού σε αποφάσεις για άλλες προτεινόμενες δραστηριότητες "οι οποίες μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον", δεν ισχύει σε κοινοτικό επίπεδο. Οι διοικητικές αποφάσεις σχετικά με την έγκριση χημικών ουσιών, φυτοφαρμάκων και βιοκτόνων λαμβάνονται, κατά κανόνα στο επίπεδο των κρατών μελών. Οι αποφάσεις σε κοινοτικό επίπεδο, όπως η σύνταξη καταλόγων δραστικών ουσιών ή η ταξινόμηση ουσιών, ως εκ τούτου δεν αφορούν ειδικές δραστηριότητες κατά την έννοια του άρθρου 6. Βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ 2037/2000 για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στοιβάδα του όζοντος [13], οι διοικητικές διατάξεις λαμβάνονται σε κοινοτικό επίπεδο. Ωστόσο, οι εν λόγω αποφάσεις δεν έχουν ουσιαστικές επιπτώσεις για το περιβάλλον δεδομένου ότι αφορούν αποκλειστικά και μόνο τη διαχείριση των επιμέρους ποσοστώσεων για τη διακίνηση στην αγορά ή την εισαγωγή ανάλογων ουσιών.

[13] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ 2037/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000, για τις ουσίες που καταστρέφουν την στοιβάδα του όζοντος, ΕΕ L 244 της 29.9.2000.

Εν σχέσει προς τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (ΓΤΟ), η οδηγία 2001/18/EΚ [14] προβλέπει, επίσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ότι οι αποφάσεις για τη διακίνηση στην αγορά των ΓΤΟ λαμβάνονται σε κοινοτικό επίπεδο και το άρθρο 24 περιέχει διατάξεις σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού. Βάσει της παρούσας πρότασης, δεν προβλέπεται περαιτέρω συμμετοχή του κοινού σε ό,τι αφορά τους ΓΤΟ [15]. Όντως η Σύμβαση του Εrhus αναγνωρίζει ειδικό καθεστώς για τους ΓΤΟ. Στο πλαίσιο της, συνεχίζονται οι εργασίες για την εκπόνηση ειδικών κανόνων σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της Σύμβασης στους ΓΤΟ, και η Κοινότητα και τα κράτη μέλη συμμετέχουν στις αντίστοιχες συζητήσεις. Κατά συνέπεια θα ήταν σκοπιμότερο να τηρηθεί στάση αναμονής έως ότου καταλήξουν οι εν λόγω διεθνείς διαπραγματεύσεις πριν τη θέσπιση ειδικών κανόνων σε κοινοτικό επίπεδο.

[14] Οδηγία 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου, ΕΕ L 106, 17.4.2010, σ. 1.

[15] Σύμβαση του Εrhus, άρθρο 6 παράγραφος 1: «Κάθε μέρος, στο πλαίσιο του πλαίσιο του εθνικού του δικαίου, εφαρμόζεται στο βαθμό που είναι εφικτό και ενδεδειγμένο, τις διατάξεις του παρόντος άρθρου για αποφάσεις σχετικά με το κατά πόσον θα επιτρέψει τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον».

(2) Η συμμετοχή του κοινού σε ό,τι αφορά σχέδια και προγράμματα για το περιβάλλον (άρθρο 7, πρώτο μέρος, της Σύμβασης του Εrhus)

Το πρώτο μέρος του άρθρου 7 της Σύμβασης του Εrhus προβλέπει την υποχρεωτική θέσπιση διατάξεων για τη συμμετοχή του κοινού στην προπαρασκευή των σχεδίων και των προγραμμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον [16]. Όσον αφορά τις βασικές απαιτήσεις για ανάλογη συμμετοχή του κοινού, αυτή βασίζεται σε ορισμένα μέρη του άρθρου 6. Η έννοια "σχέδια και προγράμματα που σχετίζονται με το περιβάλλον" δεν ορίζεται από τη Σύμβαση. Για να μεταφερθούν οι εν λόγω απαιτήσεις στην κοινοτική νομοθεσία και να εξασφαλιστεί παράλληλα ασφάλεια δικαίου στις διοικήσεις και το κοινό, προτείνεται να ανατεθεί ο ορισμός των σχεδίων και προγραμμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον (βλ. άρθρο 2, παράγραφος 1, εδάφιο η) της παρούσας πρότασης). Η διατύπωση είναι επαρκώς ευρεία ώστε να καλύπτει επίσης δέσμες μέτρων που, μολονότι δεν αποκαλούνται επισήμως "σχέδια" ή "προγράμματα", αποτελούν στην ουσία "οργανωμένο και συντονιζόμενο σύστημα" για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων [17].

[16] Άρθρο 7, πρώτο μέρος: «Κάθε μέρος προβλέπει ενδεδειγμένα πρακτικά ή/και άλλα μέτρα για τη συμμετοχή του κοινού κατά την προπαρασκευή σχεδίων και προγραμμάτων σχετικά με το περιβάλλον, εντός διαφανούς και δικαίου πλαισίου, κατόπιν παροχής των αναγκαίων πληροφοριών στο κοινό. Εντός του πλαισίου αυτού εφαρμόζεται το άρθρο 6 παράγραφοι 3, 4 και 8. Το κοινό που δύναται να συμμετάσχει επισημαίνεται από τη σχετική δημόσια αρχή, λαμβανομένων υπόψη των στόχων της παρούσας Σύμβασης ...»

[17] ΔΕΚ, υπόθεση C-3847/97 Επιτροπή κατά Ελλάδος, ECR 2000, σ. Ι-5047.

Το άρθρο 2 παράγραφος 1, εδάφιο (γ) του κανονισμού διευκρινίζει ότι ο ορισμός των "θεσμικών οργάνων ή φορέων της Κοινότητας" δεν περιλαμβάνει κοινοτικά θεσμικά όργανα και φορείς όταν και στο βαθμό που ενεργούν υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα. Εάν αυτό εφαρμοστεί στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για σχέδια και προγράμματα σχετικά με το περιβάλλον, τα οποία καταρτίζονται από την Επιτροπή και στη συνέχεια εγκρίνονται ή γίνονται αποδεκτά βάσει νομοθετικής πράξης, αυτό θα σήμαινε ότι οι απαιτήσεις για τη συμμετοχή του κοινού καλύπτουν το στάδιο που προηγείται της νομοθετικής πρότασης της Επιτροπής. Μετά από τη διατύπωση της πρότασης, εξασφαλίζεται η συμμετοχή μέσω της κοινοβουλευτικής διαδικασίας.

Απαιτήσεις για τη συμμετοχή του κοινού (άρθρο 8)

Το πρώτο μέρος του άρθρου 7 επιβάλλει τη λήψη «πρακτικών και/ή άλλων μέτρων» για τη συμμετοχή του κοινού στην προπαρασκευή σχεδίων και προγραμμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον. Σε ό,τι αφορά τις πρακτικές διαδικασίες που αντιστοίχως θα πρέπει να θεσπιστούν, γίνεται αναφορά στο άρθρο 6, παράγραφοι 3, 4 και 8. Η παρούσα πρόταση ενσωματώνει τις εν λόγω απαιτήσεις, οι οποίες απευθύνονται πλέον στα θεσμικά όργανα και τους φορείς της Κοινότητας που προπαρασκευάζουν σχέδια και προγράμματα σχετικά με το περιβάλλον.

Σύμφωνα με το άρθρο 7, πρόταση 3, της Σύμβασης του Εrhus, εναπόκειται στο αντίστοιχο θεσμικό όργανο ή φορέα της Κοινότητας να καθορίσει το κοινό που δύναται να συμμετάσχει. Τοιουτοτρόπως λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι τα καλυπτόμενα σχέδια και προγράμματα είναι ενδεχομένως ποικίλου χαρακτήρα και ότι οι αντίστοιχες δημόσιες αρχές δύναται να αξιολογήσουν καλύτερα το κοινό - στόχο. Εν πάση περιπτώσει, κατά τον προσδιορισμό του κοινού, το θεσμικό όργανο ή ο φορέας της Κοινότητας πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους στόχους της Σύμβασης, και να περιλαμβάνουν τους αντίστοιχους μη κυβερνητικούς οργανισμούς, όπως για παράδειγμα όσους ασχολούνται με την προστασία του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με τα άρθρα 7, 6 (3) της Σύμβασης του Εrhus, προτείνεται στο κείμενο οι διατάξεις για τη συμμετοχή του κοινού να περιέχουν εύλογες προθεσμίες και να παρέχουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για αποτελεσματική συμμετοχή του κοινού. Η απαίτηση για έγκυρη και αποτελεσματική συμμετοχή διατυπώνεται σύμφωνα με το περιεχόμενο του άρθρου 6 παράγραφος 4 της Σύμβασης του Εrhus. Η απαίτηση να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της συμμετοχής του κοινού απορρέει από το άρθρο 7 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παράγραφος 8 της Σύμβασης του Εrhus.

Για την Επιτροπή, οι γενικές αρχές και τα ελάχιστα πρότυπα διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν ήδη καθιερωθεί το Δεκέμβριο του 2002 [18]. Τα πρότυπα αυτά δεν αποσκοπούσαν ειδικά στην κάλυψη της λήψης αποφάσεων στον τομέα του περιβάλλοντος, αλλά αφορούσαν τις «μείζονες πολιτικές πρωτοβουλίες», οι οποίες, σε πρώτο στάδιο, θεωρούνται ως εκείνες για τις οποίες απαιτείται επίσης ευρεία αξιολόγηση επιπτώσεων σύμφωνα με την αντίστοιχη ανακοίνωση της Επιτροπής στις 5 Ιουνίου 2002 [19]. Στο πλαίσιο αυτό, περιέχονται βασικές απαιτήσεις για τις διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη, οι οποίες σύμφωνα με την εκπονούμενη πολιτική πρόταση, καλύπτουν επίσης εν γένει τους δημόσιους φορείς και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές και τα ελάχιστα πρότυπα απαιτείται οι διαβουλεύσεις να πραγματοποιούνται σε αρχικό στάδιο, να παρέχονται οι αναγκαίες πληροφορίες για τη διαβούλευση, να εξασφαλίζεται ο επαρκής χρόνος για τη διατύπωση σχολίων και να υφίστανται μηχανισμοί αναδραστικής ενημέρωσης με τους διαβουλευόμενους, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων της διαβούλευσης καθώς και του τρόπου με τον οποίο τα εν λόγω αποτελέσματα ελήφθησαν υπόψη στην πρόταση.

[18] COM(2002) 704 της 11ης Δεκεμβρίου 2002.

[19] Ανακοίνωση της Επιτροπής για την αξιολόγηση των επιπτώσεων, COM(2002) 276 τελικό.

Οι ως άνω κατευθύνσεις ωστόσο δεν ισχύουν για τα άλλα θεσμικά όργανα ή φορείς της Κοινότητας, που με την παρούσα πρόταση θα έχουν την υποχρέωση να θεσπίσουν ανάλογες διατάξεις σε ό,τι αφορά την προπαρασκευή σχεδίων και προγραμμάτων τα οποία σχετίζονται με το περιβάλλον.

Δεδομένου ότι οι γενικές αρχές και τα ελάχιστα πρότυπα της Επιτροπής για τη συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων εγκρίθηκαν με στόχο την κάλυψη ενός ευρύτερου πεδίου, η Επιτροπή θα πρέπει να συμπληρώσει τα ως άνω ώστε να ενσωματωθούν πλήρως σε αυτά οι ειδικές απαιτήσεις της Σύμβασης του Εrhus, ιδίως σε ό,τι αφορά την κάλυψη των αντιστοίχων «σχεδίων και προγραμμάτων τα οποία σχετίζονται με το περιβάλλον». Ανάλογη δέσμευση περιέχεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής για την καθιέρωση των εν λόγω προτύπων [20]. Δεδομένου ότι τα πρότυπα για τις διαβουλεύσεις εφαρμόζονται εδώ και σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, εξετάζεται το ενδεχόμενο το θέμα αυτό να ρυθμιστεί μετά από δύο χρόνια, όταν θα έχει συγκεντρωθεί μεγαλύτερη πείρα για όλες τις πτυχές της εφαρμογής τους.

[20] Βλέπε κεφάλαιο ΙΙΙ. Η βελτίωση των διαδικασιών διαβούλευσης της Επιτροπής - Μια διαδικασία υπό εξέλιξη, και την υποσημείωση 10.

(ΤΙΤΛΟΣ IV)

ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Τα αντίστοιχα άρθρα για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα είναι τα άρθρα 9 έως 13 του κανονισμού. Τα εν λόγω άρθρα αποσκοπούν στην πλήρη ευθυγράμμιση του κοινοτικού δικαίου προς τις διατάξεις της Σύμβασης σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

Σε ό,τι αφορά το άρθρο 9, παράγραφος 1 της Σύμβασης του Εrhus, για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σχετικά με αιτήσεις που έχουν υποβληθεί για περιβαλλοντικές πληροφορίες, τα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 έχει ήδη καθιερώσει διατάξεις. Η παρούσα πρόταση θα διευρύνει τις αντίστοιχες διατάξεις που σχετίζονται με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικές πληροφορίες που διαθέτουν και τα υπόλοιπα θεσμικά όργανα και φορείς της Κοινότητας πέραν του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

Το άρθρο 9, παράγραφος 2 της Σύμβασης δεν σχετίζεται άμεσα με τη συγκεκριμένη πρόταση, δεδομένου ότι η λήψη αποφάσεων που καλύπτεται από το άρθρο 6 της Σύμβασης συνήθως λαμβάνει χώρα σε επίπεδο κρατών μελών και όχι σε επίπεδο Κοινότητας. Ωστόσο, οι νομικές διατάξεις για τη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον μπορούν να αποτελέσουν μέρος «νόμου για το περιβάλλον», οπότε και η πρόσβαση στη δικαιοσύνη θα ήταν δυνατή βάσει της γενικής διαδικασίας για την εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 3 της Σύμβασης.

Δεν θεωρήθηκε επιθυμητό να ευθυγραμμιστεί η κοινοτική νομοθεσία προς τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 3 της Σύμβασης σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη καθιερώνοντας αντίστοιχο δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη σχετικά με περιβαλλοντικά θέματα για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Κάτι ανάλογο θα συνεπάγετο την ανάγκη τροποποίησης των άρθρων 230 και 232 της συνθήκης ΕΚ και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να καθιερωθεί μέσω διατάξεων παράγωγου δικαίου. Η παρούσα πρόταση προβλέπει το δικαίωμα του παρίστασθαι για τους περιβαλλοντικούς οργανισμούς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εφόσον «οι νομιμοποιούμενοι φορείς» πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Ανάλογος περιορισμός θεωρείται ότι είναι σύμφωνος με το άρθρο 9, παράγραφος 3, δεδομένου ότι οι αντίστοιχες διατάξεις επιτρέπουν στα συμβαλλόμενα μέρη να καθορίσουν κριτήρια για τα μέλη του κοινού τα οποία θα έχουν δικαίωμα νομικής παράστασης. Η επιπλέον απαίτηση του άρθρου 9, παράγραφος 3, που προβλέπει ότι η πρόσβαση στη δικαιοσύνη πρέπει να καλύπτει επίσης ενέργειες και παραλήψεις ιδιωτών, συνδυάζεται με την πρόταση οδηγίας για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα. Προτείνεται το θέμα αυτό να αντιμετωπιστεί στην οδηγία για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, δεδομένου ότι εναπόκειται πρωτίστως στα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση των ιδιωτών προς την περιβαλλοντική νομοθεσία. Η προτεινόμενη οδηγία ορίζει στόχους σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3 της Σύμβασης του Εrhus, με αποτέλεσμα να επαφίεται στα κράτη μέλη ο καθορισμός των ενδεδειγμένων κριτηρίων για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη βάσει της εθνικής νομοθεσίας.

Ως εκ τούτου, η παρούσα πρόταση περιέχει διατάξεις με τις οποίες καθιερώνεται η πρόσβαση στη δικαιοσύνη όσον αφορά ενέργειες και παραλείψεις θεσμικών οργάνων και φορέων της Κοινότητας που συνεπάγονται παράβαση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

Αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης (Άρθρο 9)

Οι νομιμοποιούμενοι φορείς δύνανται να υποβάλουν αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης για διοικητική πράξη ή παράληψη, εφόσον κατά τη γνώμη τους, αντίκειται προς την περιβαλλοντική νομοθεσία. Το σχετικό αίτημα πρέπει να υποβάλλεται στο αντίστοιχο θεσμικό όργανο ή φορέα της Κοινότητας και επιβάλλεται να προηγείται οιασδήποτε δικαστικής ενέργειας.

Η προκαταρκτική διαδικασία καθιερώθηκε με στόχο να μην υπάρξει παρέμβαση στο δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη βάσει του άρθρου 230 της συνθήκης ΕΚ, ένα πρόσωπο δύναται να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατά αποφάσεων που το αφορούν άμεσα και προσωπικά. Ο αποδέκτης της απόφασης για την εσωτερική επανεξέταση δικαιούται να ενεργήσει βάσει του άρθρου 230 της συνθήκης ΕΚ. Ως εκ τούτου, η παρούσα πρόταση ακολουθεί τακτική παράλληλη προς την πρόταση οδηγίας σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα και με το άρθρο 230 της συνθήκης ΕΚ. Το εκάστοτε θεσμικό όργανο ή ο φορέας της Κοινότητας οφείλει να εξετάσει κατά πόσον επιβάλλεται να ενεργήσει σε περίπτωση διατύπωσης ανάλογης αίτησης, εκτός φυσικά εάν θεωρεί ότι το διάβημα είναι αδικαιολόγητο. Ενημερώνει τον νομιμοποιούμενο φορέα που διατύπωσε ανάλογο αίτημα, εντός δώδεκα εβδομάδων μετά από τη κατάθεση της αίτησης, σχετικά με τυχόν αποφάσεις του για λήψη μέτρων με στόχο να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς την κοινοτική νομοθεσία ή σχετικά με αποφάσεις του για την απόρριψη της αίτησης για ανάληψη δράσης. Τέλος, το κοινοτικό θεσμικό όργανο ή φορέας καλείται να αναφέρει τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη της απόφασής του.

Εάν το θεσμικό όργανο ή φορέας της Κοινότητας, παρά τις προσπάθειές του, να αδυνατεί να λάβει απάντηση εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας υποχρεούται να ειδοποιήσει το ταχύτερο δυνατό το νομιμοποιούμενο φορέα, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους δεν είναι σε θέση να λάβει απόφαση και το πότε προτίθεται να λάβει απόφαση. Το θεσμικό όργανο ή ο φορέας της Κοινότητας αποφασίζει όσον αφορά την αίτηση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα, το βαθμό και τη σοβαρότητα της παράβασης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

Το έννομο δικαίωμα του παρίστασθαι των νομιμοποιούμενων φορέων (Άρθρο 10)

Η προσέγγιση υπέρ της εκχώρησης αναλόγων δικαιωμάτων σε αντιπροσωπευτικές ομάδες του κοινού συνδυάζεται με τη συμβατότητα προς τις διατάξεις της συνθήκης ΕΚ και τις ανάγκες ευρείας προστασίας του περιβάλλοντος. Οι ομάδες αυτές δεν οφείλουν να βασισθούν σε παράβαση δικαιώματος ούτε επιβάλλεται να έχουν επαρκή συμφέροντα πριν να προσφύγουν στο Δικαστήριο, σύμφωνα με την πρόταση οδηγίας για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα και τις διατάξεις της Σύμβασης του Εrhus. Εντούτοις, δεν προβλέπεται το δικαίωμα προσφυγής σε ανάλογες διαδικασίες για όλες τις αντίστοιχες ομάδες. Για να εκχωρηθεί ανάλογο δικαίωμα, ο νομιμοποιούμενος φορέας πρέπει να είναι αναγνωρισμένος και να ανταποκρίνεται στα κριτήρια που καθορίζει το άρθρο 12της παρούσας πρότασης. Ιδίως, το θέμα της προσφυγής επιβάλλεται να εμπίπτει στο πεδίο των καταστατικών και γεωγραφικών δραστηριοτήτων του φορέα.

Προσφυγές στο Δικαστήριο (Άρθρο 11)

Εφόσον

- το αντίστοιχο κοινοτικό θεσμικό όργανο ή φορέας απορρίψει την προαναφερόμενη αίτηση, ή

- το αντίστοιχο κοινοτικό θεσμικό όργανο ή φορέας δεν λαμβάνει απόφαση εντός του χρονικού διαστήματος που προβλέπει το άρθρο 9 του κανονισμού, ή

- ο νομιμοποιούμενος φορέας θεωρεί ότι η απόφαση είναι ανεπαρκής και δεν εξασφαλίζει τη συμμόρφωση προς τις αντίστοιχες διατάξεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας,

ο νομιμοποιούμενος φορέας δικαιούται να προσφύγει στο Δικαστήριο.

Ο νομιμοποιούμενος φορέας δικαιούται να κινήσει διαδικασία δικαστικής επανεξέτασης της ουσιαστικής και διαδικαστικής νομιμότητας της προαναφερόμενης απόφασης του κοινοτικού θεσμικού οργάνου ή φορέα.

Κριτήρια για την αναγνώριση των νομιμοποιούμενων φορέων (Άρθρο 12)

Στους "νομιμοποιούμενος φορείς" μπορεί να περιλαμβάνονται ομάδες, ενώσεις ή οργανισμοί των οποίων κύριος καταστατικός στόχος είναι η προστασία του περιβάλλοντος. Η εκχώρηση στους εν λόγω φορείς του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη δικαιολογείται από τον ολοένα σημαντικότερο ρόλο που διαδραματίζουν όσον αφορά στην προστασία του περιβάλλοντος σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Σοβαρά πλεονεκτήματα εξασφαλίζονται με τη συμμετοχή των οργανισμών αυτών στις περιβαλλοντικές διαδικασίες δεδομένου ότι επωμίζονται το ρόλο των φορέων που εξασφαλίζουν την προστασία του περιβάλλοντος. Οι εν λόγω φορείς συχνά διαθέτουν καλώς εκπαιδευμένο ιδιαίτερα διαθέσιμο και με πολλά προσόντα προσωπικό.

Εν πάση περιπτώσει, κάθε αντίστοιχη οργάνωση πρέπει να ανταποκρίνεται στα εξής κριτήρια:

(α) Θα πρέπει να έχει νομική υπόσταση. Επιβάλλεται να είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και να αναπτύσσει εν γένει δραστηριότητες υπέρ του περιβάλλοντος: δεν θα πρέπει να αναπτύσσει οικονομικές δραστηριότητες εκτός εκείνων που σχετίζονται με τον κύριο στόχο της οργάνωσης.

(β) Θα πρέπει να δραστηριοποιείται σε κοινοτικό επίπεδο. Εφόσον αναπτύσσει δραστηριότητα με τη μορφή πολλών συντονιζόμενων ενώσεων, επιβάλλεται αυτές να καλύπτουν τουλάχιστον τρία κράτη μέλη.

(γ) Θα πρέπει να έχει ιδρυθεί πριν από τουλάχιστον δυο χρόνια και μετά την ίδρυσή της θα πρέπει να έχει επιδιώξει στόχους σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις της.

(δ) Θα πρέπει να έχει πιστοποιημένη από επίσημο ελεγκτή την ετήσια κατάσταση των λογαριασμών του.

Διαδικασία για την αναγνώριση των νομιμοποιούμενων φορέων (Άρθρο 13)

Ως προς τη διαδικασία αναγνώρισης των νομιμοποιούμενων φορέων, η πρόταση προβλέπει μεικτή προσέγγιση, η οποία να συνδυάζει τη δυνατότητα προκαταρκτικής διαδικασίας με την κατά περίπτωση ["ad hoc"] αναγνώριση. Η προσέγγιση αυτή συνδυάζει την αποτελεσματικότητα με την ελαστικότητα. Οι λεπτομέρειες της ως άνω διαδικασίας θα διαμορφωθούν και θα εγκριθούν από την Επιτροπή.

Εφόσον ένας νομιμοποιούμενος φορέας δεν ανταποκρίνεται πλέον στα κριτήρια του άρθρου 12 της παρούσας πρότασης, είναι δυνατό να καταργείται η αναγνώριση. Επιβάλλεται να ενημερώνεται σχετικά ο αντίστοιχος νομιμοποιούμενος φορέας τουλάχιστον ένα μήνα νωρίτερα για τους λόγους της προτεινόμενης κατάργησης.

(ΤΙΤΛΟΣ V)

Τελικές διατάξεις

Μέτρα εφαρμογής (Άρθρο 14)

Το άρθρο αυτό υποχρεώνει τα κοινοτικά θεσμικά όργανα και φορείς να προσαρμόσουν τον κανονισμό εσωτερικής λειτουργίας τους προς τις διατάξεις της παρούσας πρότασης κανονισμού. Οι διατάξεις αυτές τίθενται σε ισχύ στις [ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ]

Θέση σε ισχύ (Άρθρο 15)

Οι τελικές διατάξεις καθορίζουν την ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ ο κανονισμός [ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ] και διευκρινίζουν ότι είναι δεσμευτικός στο σύνολό του και άμεσα εφαρμοστέος σε όλα τα κράτη μέλη.

2003/0242 (COD)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης του Εrhus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής [21],

[21] ΕΕ C [...] [...], σ.[...]

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [22],

[22] ΕΕ C [...] [...], σ.[...]

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [23],

[23] ΕΕ C [...] [...], σ.[...]

Ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 251 της Συνθήκης [24],

[24] ΕΕ C [...] [...], σ.[...]

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Η κοινοτική νομοθεσία στον τομέα του περιβάλλοντος αποσκοπεί στη διαφύλαξη, προστασία και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος καθώς και την προστασία της υγείας του ανθρώπου.

(2) Το Έκτο Κοινοτικό Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον [25] τονίζει τη σημασία της παροχής κατάλληλων περιβαλλοντικών πληροφοριών και ουσιαστικών ευκαιριών στο κοινό για συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που αφορούν το περιβάλλον, βελτιώνοντας τοιουτοτρόπως τις δυνατότητες απόδοσης ευθυνών και τη διαφάνεια της όλης διαδικασίας λήψης αποφάσεων ενώ παράλληλα συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση του κοινού και τη στήριξη των λαμβανόμενων αποφάσεων. Το ως άνω πρόγραμμα δράσης ενθαρρύνει περαιτέρω, όπως συνέβη και με τα προηγούμενα [26], την αποτελεσματικότερη εφαρμογή και υλοποίηση της κοινοτικής διαδικασίας για την προστασία του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανόμενης της τήρησης των κοινοτικών κανόνων και της ανάληψης δράσης για την αντιμετώπιση των παραβάσεων της κοινοτικής νομοθεσίας για το περιβάλλον.

[25] Απόφαση 1600/2002/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον καθορισμό του Έκτου Κοινοτικού Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον. ΕΕ L 242 της 10.9. 2002, σ. 1

[26] Τέταρτο Κοινοτικό Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον: ΕΕ C 328 της 7.12.1987. Πέμπτο Κοινοτικό Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον: ΕΕ C 138 της 17.9.1993. σ. 1.

(3) Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα υπέγραψε στις 25 Ιουνίου 1998, τη σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ-ΟΕΕ) για την Ευρώπη, σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (εφεξής αναφερόμενη ως "η Σύμβαση του Εrhus"). Οι διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας πρέπει να είναι σύμφωνες με τη Σύμβαση ώστε να επιτευχθεί η σύναψή της εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

(4) Η Κοινότητα, για να συμβάλει στην εφαρμογή της Σύμβασης, έχει ήδη εγκρίνει δυο οδηγίες [27] ενώ υποβλήθηκε και τρίτη οδηγία [28]. Θα πρέπει να προβλεφθεί η εφαρμογή των απαιτήσεων της Σύμβασης στα θεσμικά όργανα και τους φορείς της Κοινότητας.

[27] Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου; ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26. Οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Μαΐου 2003 για τη συμμετοχή του κοινού στη διαμόρφωση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον και την τροποποίηση, σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη των οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου. (ΕΕ L 156, 25.6.2003, σ. 17.

[28] Πρόταση οδηγίας σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, COM(2003) 624 τελικό

(5) Κρίνεται σκόπιμο να αντιμετωπιστούν τα τρία σκέλη της Σύμβασης του Εrhus, ήτοι η πρόσβαση στις πληροφορίες, η συμμετοχή του κοινού στη λήψη των αποφάσεων και η πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε ό,τι αφορά τα θέματα περιβάλλοντος, με μία νομοθετική πράξη και να θεσπιστούν κοινές διατάξεις σε ό,τι αφορά τους στόχους και τους ορισμούς. Η προσέγγιση αυτή συμβάλλει στον εξορθολογισμό της νομοθεσίας και αυξάνει τη διαφάνεια των μέτρων εφαρμογής που λαμβάνονται εν προκειμένω σε κοινοτικό επίπεδο.

(6) Κατά γενικό κανόνα, τα δικαιώματα που εγγυώνται τα τρία σκέλη της Σύμβασης του Εrhus εκχωρούνται στο κοινό άνευ διακρίσεων ως προς την υπηκοότητα, την εθνικότητα ή τον τόπο διαμονής.

(7) Το άρθρο 2, παράγραφος 2 της Σύμβασης του Εrhus ορίζει με ευρύ τρόπο τις δημόσιες αρχές, δεδομένου ότι η βασική ιδέα της Σύμβασης είναι ότι οποτεδήποτε ασκείται δημόσια αρχή θα πρέπει να υφίστανται αντίστοιχα δικαιώματα για τα άτομα και τις οργανώσεις τους. Κατά συνέπεια κρίνεται αναγκαίο τα θεσμικά όργανα και οι φορείς της Κοινότητας που καλύπτονται από τον κανονισμό να οριστούν με τον ίδιο ευρύ και λειτουργικό τρόπο. Σύμφωνα με τη Σύμβαση του Εrhus, τα θεσμικά όργανα και οι φορείς της Κοινότητας εξαιρούνται εφόσον και στο βαθμό που ενεργούν υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα.

(8) Ο ορισμός των περιβαλλοντικών πληροφοριών καλύπτει παντοειδείς πληροφορίες για την κατάσταση του περιβάλλοντος. Ο ορισμός αυτός, που ευθυγραμμίστηκε προς τον ορισμό της οδηγίας 2003/4/ΕΚ για την πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες, έχει το ίδιο περιεχόμενο όπως και ο αντίστοιχος που περιλαμβάνεται στη Σύμβαση του Εrhus. Στον ορισμό των "εγγράφων" του άρθρου 3, παράγραφος α) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 σχετικά με την ελεύθερη πρόσβαση σε έγγραφα [29] περιλαμβάνονται οι περιβαλλοντικές πληροφορίες όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

[29] ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(9) Κρίνεται σκόπιμο ο παρών κανονισμός να περιλαμβάνει ορισμό για τα «σχέδια και προγράμματα» κατά την έννοια των διατάξεων της Σύμβασης του Εrhus, ακολουθώντας παράλληλα την ισχύουσα προσέγγιση για τις υποχρεώσεις των κρατών μελών βάσει της υφιστάμενης νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Τα σχέδια και τα προγράμματα που είναι σχετικά με το περιβάλλον θα πρέπει να οριστούν βάσει της συμβολής στην επίτευξη, ή τα ενδεχόμενα ουσιαστικά αποτελέσματα για την επίτευξη, των στόχων της κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον. Η απόφαση αριθ. 1600/2002/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του Έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης [30] για το περιβάλλον καθορίζει τους στόχους της κοινοτικής πολιτικής περιβάλλοντος και για τις δράσεις που προγραμματίζονται για την επίτευξη των στόχων αυτών, καλύπτοντας περίοδο δέκα ετών από τις 22 Ιουλίου 2002. Μετά την εκπνοή της προβλέπονται ανάλογες ρυθμίσεις στο επόμενο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον.

[30] ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1.

(10) Δεδομένου ότι εξελίσσεται συνεχώς η νομοθεσία για το περιβάλλον και με στόχο να προβλεφθούν ανάλογες διατάξεις για το θέμα αυτό, ο ορισμός της περιβαλλοντικής νομοθεσίας πρέπει να αναφέρεται στους στόχος της κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον, ιδίως μάλιστα στην προστασία ή στη βελτίωση του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβάνοντας την υγεία του ανθρώπου και την προστασία των φυσικών πόρων.

(11) Οι διοικητικές πράξεις πρέπει να επανεξετάζονται εφόσον είναι νομικώς δεσμευτικές και έχουν εξωτερικές επιπτώσεις. Αντίστοιχα επιβάλλεται να καλύπτονται τυχόν παραλήψεις εφόσον υφίσταται υποχρέωση ανάληψης δράσης δυνάμει της νομοθεσίας για το περιβάλλον. Δεδομένου ότι οι πράξεις θεσμικών οργάνων και φορέων της Κοινότητας που ενεργούν υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα εξαιρούνται, η ίδια αρχή επιβάλλεται να ισχύει και για τις διαδικασίες έρευνας εφόσον το θεσμικό όργανο ή ο φορέας της Κοινότητας ενεργεί ως φορέας διοικητικής επανεξέτασης βάσει των διατάξεων της συνθήκης ΕΚ.

(12) Η Σύμβαση του Εrhus προβλέπει την πρόσβαση του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες είτε κατόπιν διατύπωσης σχετικής αίτησης είτε μέσω της ενεργούς διάδοσης των πληροφοριών εκ μέρους των αρχών που υπόκεινται στη Σύμβαση. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα, ισχύει για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, καθώς και για τους οργανισμούς και παρόμοιους φορείς που συγκροτούνται με νομοθετική πράξη της Κοινότητας. Προβλέπονται κανόνες για τα εν λόγω θεσμικά όργανα που σε μεγάλο βαθμό είναι σύμφωνοι με τους κανόνες που ορίζονται στη Σύμβαση του Εrhus. Είναι αναγκαίο να διευρυνθεί η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 σε όλα τα λοιπά θεσμικά όργανα και φορείς της Κοινότητας.

(13) Εφόσον η Σύμβαση του Εrhus περιλαμβάνει διατάξεις οι οποίες δεν απαντούν, συνολικά ή εν μέρει, στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ 1049/2001, είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστούν ιδιαίτερα όσες αφορούν τη συλλογή και τη διάδοση των περιβαλλοντικών πληροφοριών

(14) Οι περιβαλλοντικές πληροφορίες καλής ποιότητας είναι καθοριστικής σημασίας για να είναι ουσιαστικό το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες. Ως εκ τούτου κρίνεται σκόπιμο να καθιερωθούν κανόνες που να υποχρεώνουν τα θεσμικά όργανα και τους φορείς της Κοινότητας να εξασφαλίζουν την ποιότητα των εν λόγω πληροφοριών.

(15) Στις περιπτώσεις για τις οποίες προβλέπονται εξαιρέσεις στο άρθρο 4 παράγραφοι 1, 2 και 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1049/2001, οι εξαιρέσεις αυτές ισχύουν, κατ'αναλογία, για τις αιτήσεις που υποβάλλονται βάσει της παρούσας πρότασης σχετικά με τις περιβαλλοντικές πληροφορίες.

(16) Βάσει της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1998 για τη δημιουργία δικτύου επιδημιολογικής παρακολούθησης και ελέγχου των μεταδοτικών ασθενειών στην Κοινότητα, [31] έχει ήδη συγκροτηθεί δίκτυο σε κοινοτικό επίπεδο για την προαγωγή της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών, με την αρωγή της Επιτροπής, και στόχο τη βελτίωση της πρόληψης και του ελέγχου στην Κοινότητα ορισμένων λοιμωδών νοσημάτων. Η απόφαση αριθ. 1786/2002/ΕΚ [32] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 θεσπίζει πρόγραμμα κοινοτικής δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας και συμπληρώνει τις εθνικές πολιτικές. Η βελτίωση των πληροφοριών και των γνώσεων για την ανάπτυξη της δημόσιας υγείας και η βελτίωση των δυνατοτήτων άμεσης και συντονισμένης αντίδρασης για την αντιμετώπιση απειλών στρεφομένων κατά της υγείας αποτελούν στοιχεία του εν λόγω προγράμματος και είναι στόχοι που ευθυγραμμίζονται πλήρως προς τις απαιτήσεις της Σύμβασης του Εrhus. Ο παρών κανονισμός κατά συνέπεια εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη των αποφάσεων αριθ. 2119/98/ΕΚ και αριθ. 1786/2002/ΕΚ.

[31] ΕΕ L 268 της 3.10.1998, σ. 1

[32] ΕΕ L 271 της 9.10.2002. σ. 1

(17) Το άρθρο 7, πρώτο μέρος της Σύμβασης του Εrhus απαιτεί από τα συμβαλλόμενα μέρη να θεσπίσουν διατάξεις για τη συμμετοχή του κοινού στην προπαρασκευή των σχεδίων και των προγραμμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον.

(18) Σύμφωνα με τη Σύμβαση του Εrhus, ανάλογες διατάξεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν εύλογες προθεσμίες για την ενημέρωση του κοινού σε ό,τι αφορά την λήψη αποφάσεων για το εκάστοτε περιβαλλοντικό θέμα. Για να είναι αποτελεσματική, η συμμετοχή του κοινού, θα πρέπει να πραγματοποιείται σε αρχικό στάδιο, όταν ακόμη όλες οι εναλλακτικές δυνατότητες είναι υπό εξέταση. Κατά τη λήψη αποφάσεων για σχέδια και προγράμματα τα οποία σχετίζονται με το περιβάλλον, επιβάλλεται να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της συμμετοχής του κοινού. Τα θεσμικά όργανα και οι φορείς της Κοινότητας, κατά τη διατύπωση των διατάξεων σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού, οφείλουν να διευκρινίζουν το κοινό που μπορεί να συμμετάσχει λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της Σύμβασης του Εrhus, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων μη κυβερνητικών οργανισμών.

(19) Το άρθρο, παράγραφος 3 της Σύμβασης του Εrhus, προβλέπει την πρόσβαση σε διαδικασίες δικαστικής ή άλλης επανεξέτασης για την αμφισβήτηση της νομιμότητας ενεργειών ή παραλείψεων ιδιωτών ή δημοσίων αρχών που παραβαίνουν τις διατάξεις της νομοθεσίας για το περιβάλλον. Ως εκ τούτου επιβάλλεται να θεσπιστούν διατάξεις για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη ώστε να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τη σύμβαση κατά τρόπο που να συνάδει προς τις διατάξεις της Συνθήκης. Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται σκόπιμο ο παρών κανονισμός να αφορά αποκλειστικά και μόνο ενέργειες και παραλείψεις των δημόσιων αρχών, αφήνοντας το θέμα των ιδιωτών στα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της οδηγίας χχχχ/χχ/ΕΚ για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε περιβαλλοντικά θέματα [33].

[33] Οδηγία χχχχ/χχ/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, ΕΕ L......σ. ...

(20) Για να εξασφαλισθεί η κατάλληλη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων, σύμφωνα με την αντίστοιχη κοινοτική νομοθεσία για την πρόσβαση στις διαδικασίες αναθεώρησης ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, κρίνεται σκόπιμο το θεσμικό όργανο ή ο φορέας της Κοινότητας του οποίου αμφισβητείται η ενέργεια, ή ο οποίος κατηγορείται για παράλειψη, να έχει την ευκαιρία είτε να επανεξετάσει την προηγούμενη απόφασή του είτε να ενεργήσει σε περίπτωση παράλειψης.

(21) Φορείς που ενεργοποιούνται στο πεδίο της προστασίας του περιβάλλοντος και πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις ώστε να εξασφαλίζεται ότι πρωτεύων στόχος τους είναι η προστασία του περιβάλλοντος, θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στις αντίστοιχες διαδικαστικές δυνατότητες προσφυγής για περιβαλλοντικά θέματα ώστε να δύνανται να προσβάλλουν επί της ουσίας ή επί της διαδικασίας τη νομιμότητα διοικητικών ενεργειών και παραλείψεων κατά παράβαση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Το αντικείμενο της προσφυγής των φορέων αυτών πρέπει να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των καταστατικών τους δραστηριοτήτων.

(22) Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες προηγούμενα αιτήματα για εσωτερική επανεξέταση υποβάλλεται δίχως επιτυχία, οι νομιμοποιούμενοι φορείς θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να κινούν διαδικασία για τα περιβαλλοντικά αυτά θέματα ενώπιον του Δικαστηρίου προσβάλλοντας τις αντίστοιχες διοικητικές ενέργειες ή παραλείψεις.

(23) Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδιαίτερα από το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ιδίως, ο παρών κανονισμός επιδιώκει να εξασφαλίσει την προστασία του περιβάλλοντος και την εφαρμογή του άρθρου 37 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Τίτλος I

Γενικές διατάξεισ

Άρθρο 1

Στόχος

1. Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί στην υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος εφαρμόζοντας τις αρχές της Σύμβασης της ΟΕΕ/ΗΕ σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, που εφεξής αποκαλείται Σύμβαση του Εrhus, για τα θεσμικά όργανα και τους φορείς της Κοινότητας, ιδίως:

α) εξασφαλίζοντας το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στις περιβαλλοντικές πληροφορίες που διατηρούνται από ή για τα θεσμικά όργανα και τους φορείς της Κοινότητας και καθορίζοντας τους βασικούς όρους και τις προϋποθέσεις, καθώς και τις πρακτικές ρυθμίσεις για την άσκηση του ως άνω δικαιώματος.

β) εξασφαλίζοντας ότι οι περιβαλλοντικές πληροφορίες σταδιακά διατίθενται σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων και είναι ευπρόσιτες στο κοινό μέσω των δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων.

γ) προβλέποντας τη συμμετοχή του κοινού κατά την προπαρασκευή εκ μέρους των θεσμικών οργάνων και φορέων της Κοινότητας σχεδίων και προγραμμάτων σχετικών προς το περιβάλλον.

δ) επιτρέποντας τη πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα σε κοινοτικό επίπεδο υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει ο κανονισμός.

2. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη των λοιπών κοινοτικών διατάξεων για την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη των αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για θέματα περιβάλλοντος.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοείται ως

α) Αιτών: οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο ζητεί περιβαλλοντικές πληροφορίες.

β) Το κοινό: ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και οι ενώσεις, οργανώσεις ή ομάδες των προσώπων αυτών.

γ) Θεσμικά όργανα και φορείς της Κοινότητας: οιοδήποτε δημόσιο θεσμικό όργανο, φορέας, γραφείο ή υπηρεσία που έχει συγκροτηθεί ή ιδρυθεί βάσει της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και που επιτελεί δημόσια λειτουργήματα, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες και στο βαθμό στον οποίο ενεργεί υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα.

δ) Νομιμοποιούμενος φορέας: οιαδήποτε ένωση ή οργανισμός με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος και που έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13.

ε) Περιβαλλοντικές πληροφορίες: οιεσδήποτε πληροφορίες γραπτές, οπτικές, ηχητικές, ηλεκτρονικές ή υπό άλλη μορφή σχετικά με:

i) την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως ο αέρας και η ατμόσφαιρα, το νερό, το έδαφος, οι εδαφικές εκτάσεις, το τοπίο και οι φυσικές τοποθεσίες μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι υγρότοποι, οι παράκτιες και θαλάσσιες περιοχές, η βιοποικιλότητα και τα συστατικά της στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των εν λόγω στοιχείων.

ii) τους παράγοντες, όπως οι ουσίες, η ενέργεια, ο θόρυβος, οι ακτινοβολίες ή τα απόβλητα, συμπεριλαμβανομένων των ραδιενεργών αποβλήτων, οι εκπομπές, οι εναποθέσεις και οι λοιπές αποβολές στο περιβάλλον, που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν τα στοιχεία του περιβάλλοντος που αναφέρονται στο σημείο (i).

iii) τα μέτρα (συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών), πολιτικές, νομοθεσία, σχέδια, προγράμματα, περιβαλλοντικές συμφωνίες και δραστηριότητες που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν τα στοιχεία και τους παράγοντες που αναφέρονται στα ανωτέρω σημεία (i) και (ii), καθώς και μέτρα ή δραστηριότητες που αποσκοπούν στην προστασία των ως άνω στοιχείων.

iv) τις εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

v) τις αναλύσεις κόστους-οφέλους και λοιπές οικονομικές αναλύσεις και παραδοχές που χρησιμοποιόύνται στο πλαίσιο των μέτρων και δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο σημείο (iii). και

vi) την κατάσταση της υγείας και της ασφάλειας του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένης της μόλυνσης της τροφικής αλυσίδας, των συνθηκών διαβίωσης του ανθρώπου, των τοποθεσιών και των κτισμάτων πολιτιστικής σημασίας στο μέτρο που επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν από την κατάσταση των στοιχείων του περιβάλλοντος που αναφέρονται στο σημείο (i) ή, μέσω των ως άνω στοιχείων, από οιοδήποτε των ζητημάτων που αναφέρονται στα σημεία (ii) και (iii).

στ) Σχέδια και προγράμματα σχετικά με το περιβάλλον: οιαδήποτε σχέδια και προγράμματα, τα οποία

i) εκπονούνται και/ή εγκρίνονται από θεσμικό όργανο ή φορέα της Κοινότητας,

ii) απαιτούνται βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων,

iii) και συμβάλλουν ή ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην επίτευξη των στόχων της κοινοτικής πολιτικής περιβάλλοντος ως ορίζονται στην απόφαση αριθ. 1600/2002/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ή σε οιοδήποτε επόμενο γενικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον. Τα γενικά προγράμματα δράσης για το περιβάλλον θεωρούνται επίσης ως "σχέδια και προγράμματα που σχετίζονται με το περιβάλλον". Ο ορισμός αυτός δεν καλύπτει τα χρηματοδοτικά ή δημοσιονομικά σχέδια και προγράμματα ή τα εσωτερικά προγράμματα εργασίας των θεσμικών οργάνων ή των φορέων της Κοινότητας.

ζ) Περιβαλλοντική νομοθεσία: οιαδήποτε κοινοτική νομοθεσία με στόχο την προστασία ή τη βελτίωση του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της υγείας του ανθρώπου, και της προστασίας ή της εύλογης χρήσης των φυσικών πόρων σε τομείς όπως:

i) η προστασία των υδάτων

ii) η προστασία από το θόρυβο

iii) η προστασία του εδάφους

iv) η ατμοσφαιρική ρύπανση

v) ο αστικός και υπαίθριος χωροταξικός σχεδιασμός και η χρήση γης

vi) η διαφύλαξη της φύσης και της βιοποικιλότητας

vii) η διαχείριση των αποβλήτων

viii) οι χημικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένων των βιοκτόνων και των φυτοφαρμάκων

ix) η βιοτεχνολογία

x) άλλες εκπομπές, αποβολές και ελευθερώσεις στο περιβάλλον

xi) αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων

xii) πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες και συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων.

η) Διοικητική δράση: οιοδήποτε διοικητικό μέτρο που λαμβάνεται βάσει της περιβαλλοντικής νομοθεσίας από θεσμικό όργανο ή φορέα της Κοινότητας με νομοθετικά δεσμευτικές και εξωτερικές επιπτώσεις.

θ) Διοικητική παράλειψη: οιαδήποτε παράλειψη θεσμικού οργάνου ή φορέα της Κοινότητας για ανάληψη διοικητικής δράσης βάσει της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, παρά τις αντίστοιχες κατά τον νόμο υποχρεώσεις τους.

2. Οι διοικητικές ενέργειες και οι διοικητικές παραλείψεις δεν περιλαμβάνουν ενέργειες που αναλαμβάνονται από το θεσμικό όργανο ή το φορέα της Κοινότητας υπό την ιδιότητά τους ως φορέα διοικητικής επανεξέτασης όπως βάσει:

- των άρθρων 81, 82, 86 και 87 της συνθήκης ΕΚ (κανόνες ανταγωνισμού)

- των άρθρων 226 και 228 της συνθήκης ΕΚ (διαδικασίες επί παραβάσει)

- του άρθρου 195 της συνθήκης ΕΚ (διαδικασίες διαμεσολαβητή)

- του άρθρου 280 της συνθήκης ΕΚ (διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης)

Tιτλοσ II

Πρόσβαση στις περιβαλλοντικες πληροφοριες.

Άρθρο 3

Εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1049/2001

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 ισχύει για οιαδήποτε αίτηση, εκ μέρους των ενδιαφερομένων, για πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες από ή για τα θεσμικά όργανα και τους φορείς της Κοινότητας ανεξαρτήτως υπηκοότητας, εθνικότητας ή τόπου διανομής και, σε ό,τι αφορά τα νομικά πρόσωπα, άνευ διακρίσεων ως προς τον τόπο της επίσημης έδρας ή του ουσιαστικού κέντρου των δραστηριοτήτων τους.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ως "θεσμικό όργανο" στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 νοείται πλέον το "θεσμικό όργανο ή φορέας της Κοινότητας".

Άρθρο 4

Συλλογή και διάδοση των περιβαλλοντικών πληροφοριών:

1. Τα θεσμικά όργανα και φορείς της Κοινότητας οργανώνουν τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που είναι σχετικές με τις λειτουργίες τους και οι οποίες διατίθενται από ή για αυτούς, με στόχο την ενεργό και συστηματική διάδοσή τους στο κοινό, ιδίως μέσω τηλεπικοινωνούντων ηλεκτρονικών υπολογιστών και/ή άλλης ηλεκτρονικής τεχνολογίας σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 2 και το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Διαθέτουν σταδιακά τις περιβαλλοντικές αυτές πληροφορίες σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων που είναι ευπρόσιτες στο κοινό μέσω των δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων. Προς τούτο, καταχωρίζουν τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που διαθέτουν σε βάσεις δεδομένων και προβλέπουν την ύπαρξη βοηθημάτων αναζήτησης και άλλων λογισμικών με στόχο την αρωγή του κοινού σε ό,τι αφορά τον εντοπισμό των πληροφοριών που επιθυμεί να αποκτήσει. Οι πληροφορίες που διατίθενται μέσω τηλεπικοινωνούντων ηλεκτρονικών υπολογιστών και/ή άλλης ηλεκτρονικής τεχνολογίας, δεν χρειάζεται να περιλαμβάνουν στοιχεία τα οποία έχουν συλλεγεί πριν να τεθεί σε ισχύ ο παρών κανονισμός, εφόσον τα εν λόγω στοιχεία δεν είναι ήδη διαθέσιμα υπό ηλεκτρονική μορφή. Τα θεσμικά όργανα και οι φορείς της Κοινότητας καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να διατηρούν τις περιβαλλοντικές πληροφορίες υπό μορφή και σχήμα άμεσα αναπαραγώγιμο και ευπρόσιτο μέσω τηλεπικοινωνούντων ηλεκτρονικών υπολογιστών ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα.

2. Οι προς διάθεση και διάδοση περιβαλλοντικές πληροφορίες επιβάλλεται να ενημερώνονται κατά περίπτωση. Επιπλέον προς τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 12, παράγραφοι 2 και 3 και στο άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ 1049/2001, οι βάσεις δεδομένων ή τα μητρώα επιβάλλεται να περιλαμβάνουν τα εξής:

α) εκθέσεις προόδου ως προς την εφαρμογή των:

i) διεθνών συνθηκών, συμβάσεων ή συμφωνιών, και της κοινοτικής, εθνικής, περιφερειακής ή τοπικής νομοθεσίας για το περιβάλλον ή συναφή θέματα,

ii) πολιτικών, σχεδίων και προγραμμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον.

β) εκθέσεις για την κατάσταση του περιβάλλοντος όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

γ) δεδομένα ή συνόψεις δεδομένων από την παρακολούθηση δραστηριοτήτων που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάζουν το περιβάλλον.

δ) άδειες με ουσιαστικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και περιβαλλοντικές συμφωνίες ή αναφορά στον φορέα από τον οποίο να ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες ή μέσω του οποίου μπορεί να εξασφαλιστεί η πρόσβαση σε αυτές.

ε) μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων και αξιολόγηση των κινδύνων σχετικά με στοιχεία του περιβάλλοντος ή αναφορά σε φορείς από τους οποίους μπορεί να ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες ή μέσω των οποίων μπορεί να εξασφαλισθεί η προσπέλαση σε ανάλογες πληροφορίες.

3. Στις ενδεδειγμένες περιπτώσεις, τα θεσμικά όργανα και οι φορείς της Κοινότητας ενδέχεται να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου δημιουργώντας ζεύξεις με τους ιστοχώρους του Διαδικτύου στους οποίους διατίθενται οι εν λόγω πληροφορίες.

4. Η Επιτροπή μεριμνά σε τακτά χρονικά διαστήματα που δεν υπερβαίνουν τα 4 έτη, ώστε να δημοσιεύεται και να διαδίδεται έκθεση για την κατάσταση του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανόμενων των πληροφοριών σχετικά με την ποιότητα και τις πιέσεις που ασκούνται στο περιβάλλον.

Άρθρο 5

Ποιότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών

1. Τα θεσμικά όργανα και οι φορείς της Κοινότητας μεριμνούν, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, ώστε να δημοσιεύονται, να ενημερώνονται, να είναι ακριβείς και συγκρίσιμες οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται εξ αυτών ή εκ μέρους τους.

2. Τα θεσμικά όργανα και οι φορείς της Κοινότητας, κατόπιν σχετικής αίτησης, ενημερώνουν τον ενδιαφερόμενο που έχει υποβάλλει αίτηση ως προς το που βρίσκονται οι πληροφορίες σχετικά με τις μεθόδους μέτρησης, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων ανάλυσης, δειγματοληψίας και προεπεξεργασίας των δειγμάτων, που χρησιμοποιήθηκαν για την συμπίληση των πληροφοριών ή αναφέρονται στην τυποποιημένη διαδικασία που ενδεχομένως χρησιμοποιήθηκε.

Άρθρο 6

Αιτήσεις για πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες που δεν διατίθενται από ή θεσμικό όργανο ή φορέα της Κοινότητας

Εάν θεσμικό όργανο ή φορέας της Κοινότητας λαμβάνει αίτηση για πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και εφόσον οι πληροφορίες αυτές δεν διατίθενται από ή για το εν λόγω θεσμικό όργανο ή φορέα της Κοινότητας, οφείλει, το ταχύτερο δυνατόν, να ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο που έχει υποβάλει αίτηση σχετικά με το σε ποιο θεσμικό όργανο ή φορέα της Κοινότητας ή σε ποια δημόσια αρχή κατά την έννοια της οδηγίας 2003/4/EΚ , θεωρεί ότι ενδεχομένως ο ενδιαφερόμενος θα μπορούσε να υποβάλει αίτηση για τις ως άνω πληροφορίες ή μεταφέρει την αίτηση στο αντίστοιχο θεσμικό όργανο ή φορέα της Κοινότητας ή τη δημόσια αρχή και ενημερώνει αντιστοίχως τον ενδιαφερόμενο που έχει υποβάλει αίτηση.

Άρθρο 7

Συνεργασία

Σε περίπτωση άμεσης απειλής για την υγεία του ανθρώπου ή το περιβάλλον, λόγω ανθρώπινων δραστηριοτήτων ή φυσικών αιτίων, τα θεσμικά όργανα και οι φορείς της Κοινότητας κατόπιν αιτήσεως των δημόσιων αρχών, σύμφωνα με την οδηγία 2003/4/ΕΚ, συνεργάζονται και επικουρούν τις ως άνω δημόσιες αρχές ώστε αυτές να μπορέσουν να διαδώσουν άμεσα και χωρίς καθυστερήσεις στο κοινό που μπορεί να πληγεί όλες τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που θα μπορούσαν ενδεχομένως να του επιτρέψουν να λάβει μέτρα για την πρόληψη ή τον περιορισμό των επιβλαβών συνεπειών της εκάστοτε απειλής, στο βαθμό που οι πληροφορίες αυτές διατηρούνται από ή για θεσμικά όργανα και φορείς της Κοινότητας και τις αντίστοιχες δημόσιες αρχές.

Η πρώτη υποπαράγραφος ισχύει υπό την επιφύλαξη οιωνδήποτε ειδικών υποχρεώσεων καθορίζει η κοινοτική νομοθεσία ιδίως με την απόφαση αριθ. 2119/98/ΕΚ και την απόφαση αριθ. 1786/2002/ΕΚ.

Tιτλοσ III

Η συμμετοχή του κοινού στην προπαρασκευή εκ μέρους των θεσμικών οργανών και των φορέων της Κοινότητας σχεδίων και προγραμμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον

Άρθρο 8

Τα θεσμικά όργανα και οι φορείς της Κοινότητας λαμβάνουν τα απαραίτητα πρακτικά και/ή άλλα μέτρα ώστε να εξασφαλιστεί η συμμετοχή του κοινού κατά την προπαρασκευή σχεδίων και προγραμμάτων σχετικών προς το περιβάλλον. Εν προκειμένω για την επίτευξη του ως άνω στόχου προβλέπεται ότι αντιστοίχως οι θεσπιζόμένες διατάξεις:

α) θα περιλαμβάνουν εύλογα χρονοδιαγράμματα, που θα επιτρέπουν επαρκή χρόνο για την ενημέρωση του κοινού σε ό,τι αφορά τα υπό εκπόνηση σχέδια και προγράμματα καθώς και τις διαδικασίες της συμμετοχής του κοινού για να καταστεί δυνατή η ουσιαστική συμμετοχή του στην προπαρασκευή των σχεδίων και των προγραμμάτων που σχετίζονται με το περιβάλλον.

β) διευκολύνουν τη συμμετοχή του κοινού σε αρχικό στάδιο, ενώ ακόμη διατίθενται όλες οι εναλλακτικές δυνατότητες .

γ) εξασφαλίζουν ότι κατά τη λήψη αποφάσεων για σχέδιο ή προγράμματα που σχετίζεται με το περιβάλλον, λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμπεράσματα της συμμετοχής του κοινού.

δ) προσδιορίζουν το κοινό που μπορεί να συμμετάσχει, συμπεριλαμβάνοντας και τους αντίστοιχους μη κυβερνητικούς οργανισμούς, όπως όσους προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος.

Tιτλοσ IV

Πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα

Άρθρο 9

Αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης διοικητικών πράξεων

1. Οιοσδήποτε νομιμοποιούμενος φορέας στον οποίο αναγνωρίζεται το νομικό δικαίωμα του παρίστασθαι σύμφωνα με το άρθρο 10 και ο οποίος θεωρεί ότι υφίσταται διοικητική πράξη ή παράλειψη κατά παράβαση της νομοθεσίας σχετικά με το περιβάλλον, δικαιούται να ζητήσει εσωτερική επανεξέταση του θέματος από το θεσμικό όργανο ή τον φορέα που ενέκρινε την αντίστοιχη πράξη ή, σε περίπτωση παράλειψης, θα όφειλε να είχε ενεργήσει τα δέοντα.

Ανάλογες αιτήσεις υποβάλλονται γραπτώς και εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις εβδομάδες μετά από την έγκριση της διοικητικής πράξης ή, σε περίπτωση παράλειψης, εντός τεσσάρων εβδομάδων μετά από την ημερομηνία κατά την οποία η νομοθεσία απαιτούσε τη διοικητική πράξη. Εν προκειμένω πρέπει να διευκρινίζεται η παράβαση της νομοθεσίας σχετικά με το περιβάλλον καθώς και η απόφαση που επιδιώκεται να ληφθεί μετά από την επανεξέταση.

2. Το θεσμικό όργανο ή ο φορέας της Κοινότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1την εξετάζει εφόσον δεν θεωρεί ότι είναι εντελώς αδικαιολόγητη. Το ταχύτερο δυνατό και το αργότερο δώδεκα εβδομάδες μετά από την παραλαβή της αίτησης εκδίδει γραπτή απόφαση σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ώστε να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τη νομοθεσία για το περιβάλλον ή σχετικά με την απόρριψη εκ μέρους του της εν λόγω αίτησης. Η απόφαση απευθύνεται στο νομιμοποιούμενο φορέα που έχει υποβάλει την αίτηση και περιέχει αιτιολόγησή της.

3. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το θεσμικό όργανο ή ο φορέας της Κοινότητας δεν είναι σε θέση, ως θα όφειλε, να λάβει απόφαση σχετικά με την υποβληθείσα αίτηση για εσωτερική αναθεώρηση εντός της προθεσμίας που προβλέπει η παράγραφος 2, ενημερώνει τον νομιμοποιούμενο φορέα που υπέβαλε την αίτηση το ταχύτερο δυνατό και το αργότερο εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο, σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δεν είναι σε θέση να λάβει τη σχετική απόφαση καθώς και για το πότε προτίθεται να αποφανθεί εν σχέσει προς την υποβληθείσα αίτηση.

4. Το θεσμικό όργανο ή φορέας της Κοινότητας λαμβάνει απόφαση σχετικά με την αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης, συνεκτιμώντας το χαρακτήρα, το βαθμό και τη σοβαρότητα της παρέμβασης της νομοθεσίας για το περιβάλλον, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, που δεν υπερβαίνει τις δεκαοκτώ εβδομάδες από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης. Ενημερώνει πάραυτα τον νομιμοποιούμενο φορέα για την απόφαση ως προς την αίτηση.

Άρθρο 10

Το δικαίωμα του παρίστασθαι

Κάθε νομιμοποιούμενος φορέας δύναται να υποβάλει αίτηση για εσωτερική επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 12, δίχως να διαθέτει ίδιον συμφέρον του ή να ισχυρισθεί ότι δεν έγινε σεβαστό ατομικό δικαίωμα, υπό την προϋπόθεση ότι:

α) αναγνωρίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13, και

β) το θέμα για το οποίο υποβάλλεται αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης, καλύπτεται από τις καταστατικές του δραστηριότητες.

Άρθρο 11

Προσφυγές στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων:

1. Εάν ο νομιμοποιούμενος φορέας ο οποίος υπέβαλε αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 12 θεωρεί ότι η απόφαση του θεσμικού οργάνου ή του φορέα της Κοινότητας όσον αφορά την αίτησή του δεν επαρκεί για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς την περιβαλλοντική νομοθεσία, δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 230 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ, με σκοπό να επανεξεταστεί επί τους ουσίας και της διαδικασίας η νομιμότητα της εν λόγω απόφασης.

2. Εφόσον δεν λαμβάνεται απόφαση μετά από αίτηση για εσωτερική επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 10, από το θεσμικό όργανο ή τον φορέα της Κοινότητας εντός της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 10, ο νομιμοποιούμενος φορέας δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 232, παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ.

Άρθρο 12

Διαδικασία αναγνώρισης των νομιμοποιούμενων φορέων

Για να αναγνωριστεί ο νομιμοποιούμενος φορέας θα πρέπει να ανταποκρίνεται στα εξής κριτήρια:

α) επιβάλλεται να είναι ανεξάρτητο και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικό πρόσωπο, με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος.

β) θα πρέπει να δραστηριοποιείται σε κοινοτικό επίπεδο.

γ) θα πρέπει να έχει ιδρυθεί νόμιμα τουλάχιστον πριν από δυο χρόνια και, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, θα πρέπει να έχει επιδιώξει ενεργά την προστασία του περιβάλλοντος σύμφωνα με τις καταστατικές του διατάξεις

δ) θα πρέπει να έχει πιστοποιημένη από επίσημο ελεγκτή την ετήσια κατάσταση των λογαριασμών του για τα δύο προηγούμενα έτη.

Για να θεωρηθεί ενεργός σε κοινοτικό επίπεδο, σε περίπτωση που ο νομιμοποιούμενος φορέας ενεργοποιείται με τη μορφή πολλαπλών συντονιζόμενων ενώσεων ή οργανισμών με συνδρομητική δομή, οι αντίστοιχες ενώσεις ή οργανισμοί επιβάλλεται να καλύπτουν τουλάχιστον τρία κράτη μέλη.

Άρθρο 13

Διαδικασία αναγνώρισης των νομιμοποιούμενων φορέων

1. Η Επιτροπή εγκρίνει τις απαραίτητες διατάξεις για την ταχεία αναγνώριση κάθε νομιμοποιούμενου φορέα που ανταποκρίνεται στα κριτήρια που ορίζει το άρθρο 12. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν την κατά περίπτωση ("ad hoc") ή την εκ των προτέρων αναγνώριση για συγκεκριμένη χρονική περίοδο του μέλλοντος. Η Επιτροπή εξετάζει, σε τακτά χρονικά διαστήματα, κατά πόσον εξακολουθούν να ικανοποιούνται τα κριτήρια αναγνώρισης.

2. Η Επιτροπή θα εξετάζει, σε τακτά χρονικά διαστήματα, κατά πόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις αναγνώρισης.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες νομιμοποιούμενος φορέας δεν ικανοποιεί πλέον τα κριτήρια του άρθρου 13, η αναγνώριση καταργείται. Στον αντίστοιχο νομιμοποιούμενο φορέα πρέπει να απευθύνεται κοινοποίηση τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη λήψη της απόφασης. Στην απόφαση επιβάλλεται να αναφέρονται οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η ακύρωση της αναγνώρισης.

Tιτλοσ V

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 14

Μέτρα εφαρμογής

Τα θεσμικά όργανα και οι φορείς της Κοινότητας καλούνται να προσαρμόζουν κατά περίπτωση τον εσωτερικό κανονισμό τους στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω προσαρμογές τίθενται σε ισχύ από την [ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ].

Άρθρο 15

Θέση σε ισχύ

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την τρίτη ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την [ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ].

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός στο σύνολό του και εφαρμόζεται άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος