52003DC0345

Έκθεση της Επιτροπής - 4η έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος ελέγχου των παραδοσιακών ιδίων πόρων (2000-2002) (Άρθρο 18, παράγραφος 5 του κανονισμού [ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ] αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2000) /* COM/2003/0345 τελικό */


ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ - 4η έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος ελέγχου των παραδοσιακών ιδίων πόρων (2000-2002) (Άρθρο 18, παράγραφος 5 του κανονισμού [ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ] αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2000)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. Εισαγωγή

2. Νομικό πλαισιο και στοχοι των ελεγχων

2.1. Νομικό πλαίσιο

2.2. Στόχοι των ελέγχων

3. Λειτουργία του συστηματος ελεγχου στο κοινοτικο επίπεδο

3.1. Κανονιστικοί έλεγχοι

3.2. Έλεγχοι εγγράφων στοιχείων

3.3. Επιτόπιοι έλεγχοι

4. Δραστηριότητα ελέγχου της Επιτροπής την περιοδο 2000-2002

4.1. Μέθοδος ελέγχου

4.2. Διαδικασίες διενέργειας των ελέγχων

4.3. Διεξαγωγή των ελέγχων

4.4. Βασικά αποτελέσματα της δραστηριότητας ελέγχου

4.5. Οι συνέχειες που δόθηκαν στους ελέγχους της Επιτροπής

4.6. Δημοσιονομική ευθύνη των κρατών μελών

4.7. Εφαρμογή του άρθρου 17, παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 1150/2000

5. Αξιολόγηση του συστήματος ελέγχου

5.1. Γενική αξιολόγηση

5.2. Σχέσεις με το Ελεγκτικό Συνέδριο

5.3. Κοινός μηχανισμός ελέγχου (Joint Audit Arrangement)

5.4. Συνεκτίμηση των προσχωρουσών χωρών

6. Συμπεράσματα

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ - 4η έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος ελέγχου των παραδοσιακών ιδίων πόρων (2000-2002) (Άρθρο 18, παράγραφος 5 του κανονισμού [ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ] αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2000)

1. Εισαγωγή

Η λειτουργία του συστήματος ελέγχου των ιδίων πόρων, κάθε τριετία, γίνεται αντικείμενο έκθεσης που υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2000 [1], όσον αφορά την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ του Συμβουλίου [2] σχετικά με το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (στο εξής καλούμενου κανονισμού αριθ. 1150/2000). Η απόφαση αυτή αντικαταστάθηκε από την απόφαση 2000/597/ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ του Συμβουλίου της 29 Σεπτεμβρίου 2000 [3].

[1] ΕΕ L 130 της 31.05.2000, σ. 1-9.

[2] ΕΕ L 293 της 12.11.1994, σ. 9.

[3] ΕΕ L 253 της 07.10.2000, σ. 0042-0046

Μια πρώτη έκθεση [4] σχετικά με την περίοδο 1989-1992 διαβιβάστηκε στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή στις 04.01.1994. Η δεύτερη έκθεση [5], σχετικά με την περίοδο 1993-1996, διαβιβάστηκε στις 08.12.1997. Μια τρίτη έκθεση [6] που καλύπτει την περίοδο 1997-1999 διαβιβάστηκε στις 05.02.2001.

[4] Έγγρ. COM (93) 691 της 04.01.1994.

[5] Έγγρ. COM (97) 673 της 01.12.1997.

[6] Έγγρ. COM (01) 32 της 05.02.2001.

Η παρούσα έκθεση παρουσιάζει και αναλύει τη λειτουργία του συστήματος ελέγχου των παραδοσιακών ιδίων πόρων για την περίοδο 2000-2002. Παρουσιάζει την παρακολούθηση των διάφορων φακέλων μέχρι τις 31.12.2002. Η έκθεση αυτή έχει την εξής δομή: παρουσίαση των γενικών στόχων της Επιτροπής που διέπουν τους ελέγχους της στον τομέα των παραδοσιακών ιδίων πόρων, παρουσίαση του νομικού και κανονιστικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται οι διάφορες λεπτομέρειες ελέγχου και περιγραφή του συστήματος ελέγχου που διενεργείται στο κοινοτικό επίπεδο.

Στη συνέχεια, η έκθεση παρουσιάζει τη δραστηριότητα ελέγχου της Επιτροπής όπως πραγματοποιήθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002, καθώς και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων αυτών των ελέγχων. Για το σκοπό αυτό, αναφέρει τα συμπεράσματα και τις αξιολογήσεις που απορρέουν από τους ελέγχους της Επιτροπής [7]. Τέλος, η έκθεση παρουσιάζει τις συνέχειες που δόθηκαν στους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν, κυρίως δημοσιονομικού και κανονιστικού χαρακτήρα καθώς και τον ενδεχόμενο αντίκτυπό τους όσον αφορά την εξέλιξη των κανονιστικών διατάξεων. Για την παρουσίαση ορισμένων καταστάσεων σχετικά με την παρακολούθηση των αποστολών ελέγχου, η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να γίνει αναφορά σε ορισμένους ειδικούς φακέλους.

[7] Η έκθεση αφορά τους ελέγχους που πραγματοποιούνται από τα κοινοτικά όργανα (Επιτροπή και Ελεγκτικό Συνέδριο). Δεν καλύπτει τους ελέγχους που πραγματοποιούνται από τα κράτη μέλη τα αποτελέσματα των οποίων αναφέρονται στην ετήσια έκθεση που καταρτίζεται βάσει του άρθρου 280 της Συνθήκης.

Τέλος, η τέταρτη αυτή έκθεση παρουσιάζει τα αποτελέσματα άλλων ενεργειών της Επιτροπής που αποσκοπούν στη βελτίωση των λεπτομερειών είσπραξης των παραδοσιακών ιδίων πόρων, κυρίως στον τομέα της δημοσιονομικής ευθύνης των κρατών μελών και του κοινού μηχανισμού ελέγχου (Joint Audit Arrangement). Επίσης, αναφέρει το θέμα των παραδοσιακών ιδίων πόρων όσον αφορά την εφαρμογή προτιμησιακών εμπορικών συμφωνιών και την προετοιμασία των υποψήφιων χωρών.

2. Νομικό πλαισιο και στοχοι των ελεγχων

2.1. Νομικό πλαίσιο

Ο έλεγχος του συστήματος είσπραξης των ιδίων πόρων στηρίζεται σε τρία κανονιστικά κείμενα.

Η απόφαση 2000/597/ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ του Συμβουλίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2000 αποτελεί τη νομική βάση του συστήματος ιδίων πόρων των Κοινοτήτων, και προβαίνει στον ορισμό των ιδίων πόρων που είναι εγγεγραμμένοι στον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων.

Το νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης αριθ. 2000/597 [8] στηρίζεται στην εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 1150/2000 της 22ας Μαΐου 2000. Ο κανονισμός αυτός θεσπίζει το σύστημα είσπραξης των παραδοσιακών ιδίων πόρων (άρθρο 2), τους κανόνες καταλογισμού των πόρων αυτών σε κανονική λογιστική (λεγόμενη λογιστική "A") ή σε χωριστή λογιστική (λεγόμενη λογιστική "B") (άρθρο 6, παράγραφος 3) καθώς και τους όρους απόδοσής τους στην Επιτροπή (άρθρο 10). Επίσης, περιέχει κανόνες σχετικά με την κοινοποίηση ορισμένων πληροφοριών από τα κράτη μέλη: κοινοποίηση στην Επιτροπή των περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας άνω των 10.000 ευρώ (άρθρο 6, παράγραφος 5), αιτήσεις απαλλαγής της απόδοσης για ποσά άνω των 10.000 ευρώ (άρθρο 17, παράγραφος 2). Οι διατάξεις σχετικά με τους ελέγχους αναφέρονται στο άρθρο 18 (παράγραφοι 2 και 3).

[8] Που αντικαθιστά την απόφαση αριθ. 94/728/ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ - ΕΕ L 293 της 12.11.1994, σ. 9.

Για την τροποποίηση του κανονισμού αριθ. 1150/2000, πραγματοποιούνται εργασίες οι οποίες αρχικά αποσκοπούν στην ενσωμάτωση των διατάξεων της απόφασης για τους ιδίους πόρους 2000/597/ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ του Συμβουλίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2000 [9]. Επιπλέον, η νέα πρόταση επαναλαμβάνει εν μέρει το σχέδιο τροποποίησης που διαβιβάστηκε στο Συμβούλιο το 1997 - το οποίο εξακολουθεί να είναι υπό εξέταση - όσον αφορά το άρθρο 17, παράγραφος 2. Το σχέδιο τροποποίησης εκτίθεται στο σημείο 4.5.1 της παρούσας έκθεσης.

[9] ΕΕ L 253 της 07.10.2000.

Ο κανονισμός αριθ. 1026/1999 του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 1999 [10], εφαρμόζεται στο πλαίσιο των αποστολών ελέγχου που διενεργούνται βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 2 και παράγραφος 3 του κανονισμού αριθ. 1150/2000, σε συνεργασία με τις διοικητικές υπηρεσίες των κρατών μελών [11]. Ο κανονισμός αυτός καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εντεταλμένων υπαλλήλων της Επιτροπής κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων έρευνας, προς επίσπευση των εν λόγω ελέγχων.

[10] ΕΕ L 126 της 20.05.1999, σ. 1-3.

[11] Κατ'εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 1150/00.

2.2. Στόχοι των ελέγχων

Οι έλεγχοι της Επιτροπής, είτε είναι έλεγχοι εγγράφων στοιχείων είτε κανονιστικοί ή επιτόπιοι, στηρίζονται σε τρεις συγκεκριμένους στόχους [12]:

[12] Οι τρεις αυτοί στόχοι περιγράφονται με ακρίβεια στην τρίτη έκθεση της Επιτροπής (COM (2001)32 της 05.02.2001).

- διατήρηση ισότιμων όρων στον τομέα του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από τον τόπο εκτελωνισμού των εμπορευμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Επιτροπή πρέπει να μεριμνά για την ενιαία εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας από το σύνολο των κρατών μελών για να εξασφαλίζει ότι οι ενδεχόμενες δυσλειτουργίες στον τομέα αυτό δεν συνεπάγονται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού,

- βελτίωση της κατάσταση στον τομέα της είσπραξης των απαιτήσεων. Η Επιτροπή πρέπει να ελέγχει ότι τα κράτη μέλη εξοφλούν κανονικά τις υποχρεώσεις τους στον τομέα της είσπραξης των ιδίων πόρων. Ο στόχος αυτός δεν αποσκοπεί μόνο στην ανάληψη των ευθυνών τους έναντι του κοινοτικού προϋπολογισμού αλλά και στην ορθή κατανομή της δημοσιονομικής επιβάρυνσης μεταξύ κρατών μελών,

- ενημέρωση της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής. Βάσει των αποτελεσμάτων των ελέγχων, η Επιτροπή είναι σε θέση να κρίνει την αποτελεσματικότητα και την επιμέλεια των κρατών μελών κατά την είσπραξη, να λαμβάνει τα απαιτούμενα μέτρα για την διευθέτηση των καταστάσεων και τη σχετική ενημέρωση της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής και, τέλος, να προβαίνει στην εκτέλεση του προϋπολογισμού όσον αφορά τα έσοδα .

3. Λειτουργία του συστηματος ελεγχου στο κοινοτικο επίπεδο

Το σύστημα είσπραξης των παραδοσιακών ιδίων πόρων γίνεται αντικείμενο πολλών ειδών ελέγχων εκ μέρους της Επιτροπής, όπως είναι: οι έλεγχοι της Γενικής Διεύθυνσης Προϋπολογισμού ως διατάκτριας των εσόδων και οι έλεγχοι σχετικά με την είσπραξη των κοινοτικών απαιτήσεων. Επιπλέον, η Επιτροπή δίνει συνέχεια, αφενός, στις παρατηρήσεις που της απευθύνει το Ελεγκτικό Συνέδριο στο πλαίσιο των ελέγχων που διενεργούνται βάσει του άρθρου 248 της Συνθήκης και που διατυπώνονται στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσής του, των ειδικών εκθέσεων ή των τομεακές επιστολών και, αφετέρου, στα αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλαγής σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

Η Ένωση ανέθεσε στα κράτη μέλη την είσπραξη των παραδοσιακών ιδίων πόρων. Έτσι, τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν την ευθύνη της εφαρμογής αυτού του συστήματος, με τη δυνατότητα να παρακρατούν, ως έξοδα είσπραξης, και με βάση τις λεπτομέρειες εφαρμογής που είναι εγγεγραμμένες στην απόφαση 2000/597/ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ του Συμβουλίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, το 25% [13] από κάθε ποσό των βεβαιωθέντων ιδίων πόρων. Η Επιτροπή μεριμνά για την ορθή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας από τα κράτη μέλη και είναι υπόλογος στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή. Αυτή η συμπληρωματικότητα καθηκόντων μεταξύ κρατών μελών και Επιτροπής είναι αποτέλεσμα του θεσμικού καταμερισμού των αποστολών, όπως υφίσταται σήμερα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[13] Από την 01.01.2001.

Τα κράτη μέλη πρέπει να διενεργούν μόνα τους ελέγχους [14] και να είναι υπόλογα στην Επιτροπή. Όμως, οι έλεγχοι που διενεργούνται από τις εθνικές αρχές δεν απαλλάσσουν την Επιτροπή από την άσκηση των αρμοδιοτήτων της στον τομέα αυτό. Οι έλεγχοι που διενεργούνται από την Επιτροπή της δίνουν έτσι τη δυνατότητα να εξασφαλίζει, αφενός, ότι τα κράτη μέλη συμμορφώνονται με τις κοινοτικές τους υποχρεώσεις - και μάλιστα στο ίδιο επίπεδο τα μεν σε σχέση με τα δε - και να επαληθεύει, αφετέρου, ότι οι ίδιοι πόροι που καταβάλλουν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή ανταποκρίνονται στους νόμιμα οφειλόμενους. Για τον σκοπό αυτό και στην πράξη, οι κοινοτικοί πόροι παρακολουθούνται από τη γένεσή τους μέχρι την εγγραφή τους στη λογιστική της Επιτροπής μέσω διαδικασιών βεβαίωσης, λογιστικής καταχώρησης και απόδοσης.

[14] Άρθρο 18, παράγραφος1 του κανονισμού αριθ. 1552/89.

Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η Επιτροπή [15] διαθέτει τρία είδη ελέγχων συμπληρωματικού χαρακτήρα: κανονιστικούς ελέγχους, ελέγχους εγγράφων στοιχείων και επιτόπιους ελέγχους στα κράτη μέλη. Σχηματικά, το σύστημα ελέγχου των παραδοσιακών ιδίων πόρων της Κοινότητας, όπως προβλέπεται στο κοινοτικό επίπεδο και όπως εφαρμόζεται από την Επιτροπή, έχει ως εξής:

[15] Οι έλεγχοι που γίνονται με την πρωτοβουλία της Επιτροπής, κυρίως αυτοί που διενεργούνται από τη ΓΔ BUDG (B/03) αποτελούν μόνο ένα μέρος των ελέγχων που πραγματοποιούνται από τα κοινοτικά όργανα. Πράγματι, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έχει αρμοδιότητα στον τομέα αυτό (άρθρο 248 της Συνθήκης) και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει κι αυτό τη δυνατότητα να ασκεί καθήκοντα ελέγχου (άρθρο 276 της Συνθήκης).

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

3.1. Κανονιστικοί έλεγχοι

Ο κανονιστικός έλεγχος συνίσταται στον έλεγχο των κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών στον τελωνειακό και λογιστικό τομέα. Οι έλεγχοι αυτοί διενεργούνται κυρίως κατά την προετοιμασία των αποστολών ελέγχου, στο πλαίσιο της παρακολούθησης των ενεργειών αυτών ή κατά την εξέταση των φακέλων που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 1150/2000 (διαδικασία απαλλαγής από την υποχρέωση απόδοσης).

3.2. Έλεγχοι εγγράφων στοιχείων

Ο έλεγχος εγγράφων στοιχείων αφορά την ανάλυση των καταστάσεων της λογιστικής "A" και της λογιστικής "B", οι οποίες κοινοποιούνται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 4 του κανονισμού αριθ. 1150/2000, καθώς και την ανάλυση της ετήσιας έκθεσης που προβλέπει το άρθρο 7 του ενλόγω κανονισμού. Επίσης, αφορά την ανάλυση των ετήσιων στοιχείων που παρέχουν τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 3 του κανονισμού αυτού - σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων τους και τα διαθέσιμα μέσα για τον σκοπό αυτό - καθώς και την ανάλυση και την παρακολούθηση των περιπτώσεων απαλλαγής από την υποχρέωση απόδοσης που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 2. Στόχος αυτού του τελευταίου ελέγχου είναι να εξετάζεται εάν, κατ'εξαίρεση, τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση απόδοσης στην Επιτροπή των ποσών που ανταποκρίνονται στους βεβαιωθέντες δασμούς.

Επίσης, η Επιτροπή επιβλέπει τη δραστηριότητα είσπραξης των κρατών μελών στον τομέα των παραδοσιακών ιδίων πόρων βάσει των πληροφοριών που αυτά της απευθύνουν μέσω του λογισμικού Ownres. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν κυρίως τις περιπτώσεις απάτης και παρατυπίας - σχετικά με δασμούς άνω των 10.000 ευρώ - που κοινοποιούνται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5 του κανονισμού αριθ. 1150/2000. Το σύνολο των πληροφοριών που διαβιβάζονται με το λογισμικό Ownres γίνεται επίσης αντικείμενο ανάλυσης από την Υπηρεσία για την Καταπολέμηση της Απάτης (OLAF).

Λόγω του πολύ μεγάλου αριθμού κοινοποιήσεων περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας (στο εξής καλούμενων «φακέλων απάτης» και «φακέλων Αμοιβαίας Συνδρομής»), η Επιτροπή θέσπισε δύο διαδικασίες αξιοποίησης των δεδομένων. Η μία ονομάζεται Δείγμα A, και συνίσταται στη στατιστική αξιοποίηση των «φακέλων απάτης», και η άλλη ονομάζεται Δείγμα B και συνίσταται στη διεξοδική εξέταση ορισμένων ιδιαίτερα δύσκολων φακέλων που έχουν αποτελέσει αντικείμενο κοινοποίησης στο πλαίσιο της Αμοιβαίας Συνδρομής.

Επειδή η έκθεση που καταρτίζεται στο πλαίσιο του άρθρου 17, παράγραφος 3 του κανονισμού αριθ. 1150/2000 στηρίζεται, από το 1999, αποκλειστικά και μόνο στην αξιοποίηση ποσών άνω των 10.000 ευρώ, η διαδικασία του Δείγματος A, που καταρτίζεται βάσει των ίδιων δεδομένων, δεν είχε λόγο ύπαρξης. Η Επιτροπή ασκεί τη δραστηριότητα εποπτείας της είσπραξης βάσει της διαδικασίας του Δείγματος B, στόχος της οποίας είναι η παρακολούθηση, μέχρι την οριστική τους εκκαθάριση, των ενεργειών είσπραξης που αφορούν έναν ορισμένο αριθμό αντιπροσωπευτικών περιπτώσεων.

Καταρτίστηκαν [16] δύο εκθέσεις αυτού του είδους, B94 και B98. Μια τρίτη έκθεση αυτού του είδους έπρεπε να δημοσιευθεί, το 2001. Ωστόσο, το αρχικό δείγμα χρειάστηκε να αναθεωρηθεί λόγω τεσσάρων φακέλων σχετικά με περιπτώσεις παρατυπίας στον τομέα καταγωγής και των οποίων η επεξεργασία δεν ήταν πλέον δικαιολογημένη μετά την έκδοση της απόφασης του Πρωτοδικείου για τις τουρκικές [17] τηλεοράσεις. Έτσι, καθορίστηκε ένα νέο δείγμα το οποίο απαιτεί τη συγκέντρωση συμπληρωματικών πληροφοριών. Η τρίτη έκθεση, που θα ονομαστεί έκθεση B2003, αναμένεται να δημοσιευθεί εντός του 2003.

[16] Εκθέσεις της Επιτροπής σχετικά με την είσπραξη των παραδοσιακών ιδίων πόρων που προέρχονται από περιπτώσεις απάτης και παρατυπίας («Δείγμα A94 », COM (95) 398 τελικό της 6 Σεπτεμβρίου 1995, «Δείγμα B94 », COM (97) 259 τελικό της 9ης Ιουνίου 1997 και «Δείγμα B98 », COM (1999) 160 τελικό της 21ης Απριλίου 1999. Η πρώτη έκθεση B94 αφορά έξι περιπτώσεις που αντιπροσωπεύουν δασμούς ύψους περίπου 124 εκατ. ECU και η δεύτερη, B98, αφορά εννέα περιπτώσεις για δασμούς ύψους περίπου 136 εκατ. ECU.

[17] Απόφαση της 10ης Μαΐου 2001, "Kaufring AG", Aff. T-186/97, T-187/97, T-190/97 έως T-192/97, T-210/97, T-211/97, T-216/97 έως T-218/97, T-279/97, T-280/97, T-293/97 και T-147/99, συλλογή 2001 σ. II - 01337.

3.3. Επιτόπιοι έλεγχοι

Κάθε χρόνο, η Επιτροπή πραγματοποιεί 22 έως 25 αποστολές ελέγχου στα κράτη μέλη - από κοινού ή αυτόνομων ελέγχων ανάλογα με την περίπτωση - ώστε να εξασφαλίζει την επιτόπια κανονικότητα και νομιμότητα των συστημάτων και των ενεργειών που εφαρμόζουν οι εθνικές αρχές στον τομέα της είσπραξης των παραδοσιακών ιδίων πόρων. Κάθε αποστολή ακολουθείται από έκθεση η οποία, συνοδευόμενη από τις παρατηρήσεις του ενλόγω κράτους μέλους και από την ανάλυση τους εκ μέρους της Επιτροπής, συζητείται στο πλαίσιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ιδίων Πόρων. Οι ενδεχόμενες κανονιστικές ή/και δημοσιονομικές συνέπειες που προκύπτουν από τις παρατηρήσεις αυτές παρακολουθούνται μέχρι την τελική τους εκκαθάριση. Το Ελεγκτικό Συνέδριο ενημερώνεται συστηματικά για το πρόγραμμα ελέγχου της Επιτροπής και για τα αποτελέσματα των επιτόπιων ελέγχων.

4. Δραστηριότητα ελέγχου της Επιτροπής την περιοδο 2000-2002

4.1. Μέθοδος ελέγχου

Από το 1999, η Επιτροπή προέβη σταδιακά στον αναπροσανατολισμό της προσέγγισης που εφαρμόζει κατά την εκτέλεση των ελέγχων. Ο στόχος των ελέγχων αυτών δεν είναι τόσο η εξασφάλιση της κανονικότητας των υποκείμενων πράξεων όσο ο έλεγχος των ίδιων των συστημάτων - δηλαδή του συνόλου των εθνικών διαδικασιών που εφαρμόζονται από το κράτος μέλος για την εξασφάλιση του ορθού εκτελωνισμού στο λογιστικό όπως και στο τελωνειακό επίπεδο. Η μέθοδος αυτή αποσκοπεί στον έλεγχο του συμβατού των διαδικασιών και των ενεργειών που διενεργούνται στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών, σε σχέση με τα κοινοτικά πρότυπα. Στο βαθμό που αυτή η μέθοδος ελέγχου είναι δομημένη βάσει σαφώς καθορισμένων σταδίων, οι έλεγχοι που διενεργούνται από την Επιτροπή μοιάζουν με επί μέρους λογιστικό έλεγχο.

Η δομημένη προσέγγιση ελέγχου όπως εφαρμόζεται από την Επιτροπή καθιστά δυνατή την επισήμανση των δομικών ελαττωμάτων που μπορεί να βλάψουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, καθώς και άλλες πιο μεμονωμένες ανωμαλίες. Ο έλεγχος δείγματος υποκείμενων πράξεων έχει ως αντικείμενο να επιβεβαιώσει ή όχι τα συμπεράσματα της ανάλυσης του συστήματος και να χαρακτηρίσει τις δυνατότητες του ελεγχόμενου συστήματος όσον αφορά την τήρηση των κοινοτικών διατάξεων στον τομέα της είσπραξης των ιδίων πόρων, κυρίως και από την πλευρά της καταπολέμησης της απάτης. Η νέα αυτή προσέγγιση υποβλήθηκε στη Συμβουλευτική Επιτροπή Ιδίων Πόρων και έγινε αντικείμενο πραγματικής συναίνεσης εκ μέρους των κρατών μελών στο βαθμό που συμβάλλει στην καλύτερη αξιολόγηση της αποτελεσματικής διαχείρισης των διαφόρων τελωνειακών και λογιστικών διαδικασιών από τις τελωνειακές τους αρχές.

4.2. Διαδικασίες διενέργειας των ελέγχων

Τα θέματα ελέγχου επιλέχθηκαν μέσα από ένα σύνολο ποικίλων θεμάτων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον κατά την έννοια των παραδοσιακών ιδίων πόρων. Η επιλογή αυτή έγινε με τρόπο αντικειμενικό, με βάση τη συνεκτίμηση μιας σειράς κριτηρίων που στηρίζονται στην ανάλυση των κινδύνων σε σχέση με τα τελωνειακά καθεστώτα ή τις λογιστικές διαδικασίες που θεωρούνται δυνητικά ευάλωτες όσον αφορά τις επιπτώσεις στους ιδίους πόρους.

Συγκεκριμένα, λαμβάνονται υπόψη οι εξής δείκτες: το συμφέρον της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής και των άλλων κοινοτικών οργάνων (κυρίως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβούλιο και του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου), τα αποτελέσματα ελέγχου του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι συστάσεις του, τα αποτελέσματα ελέγχου της Επιτροπής και η παρακολούθηση που προορίζεται στις παρατηρήσεις της, η ευαισθησία/ το ενδιαφέρον που εκδηλώνουν τα κράτη μέλη και, ενδεχομένως, το ενδιαφέρον που εκδηλώνουν τα μέσα ενημέρωσης, ο εικαζόμενος αντίκτυπος από την πλευρά των ιδίων πόρων, ο αριθμός των περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας που διαπιστώθηκαν, ο χρόνος που διέρρευσε από τον τελευταίο έλεγχο της Επιτροπής, οι ειδικές πληροφορίες που προέρχονται από άλλες πηγές.

Επιπλέον, για την αξιοποίηση της νέας προσέγγισης, η Επιτροπή ανέπτυξε για τα θέματα ελέγχου δομημένα ερωτηματολόγια σχεδιασμένα ειδικά για αυτή την ενέργεια καθώς και καταστάσεις ελέγχου που πρέπει να χρησιμοποιούνται επί τόπου για την εξασφάλιση της συνοχής του ελέγχου. Τα εργαλεία αυτά συνέβαλαν πραγματικά στην αύξηση της αποτελεσματικότητας των ελέγχων στο βαθμό που καθιστούν δυνατή τη βελτίωση της διάρθρωσής τους αλλά κυρίως την ανάπτυξη της διάκρισης μεταξύ διαρθρωτικών και επί μέρους σφαλμάτων όσον αφορά τις ανωμαλίες που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια των ελέγχων στα κράτη μέλη. Επίσης, τα εργαλεία αυτά καθιστούν δυνατή την εναρμόνιση της προσέγγισης ελέγχου ανεξάρτητα από το ελεγχόμενο κράτος μέλος και συγχρόνως βελτιώνουν την ποιότητά της.

4.3. Διεξαγωγή των ελέγχων

Η Επιτροπή πραγματοποιεί τους ελέγχους της βάσει ετήσιου προγράμματος που καταρτίζει η Γενική Διεύθυνση Προϋπολογισμού, το οποίο υποβάλλεται στη Συμβουλευτική Επιτροπή Ιδίων Πόρων. Τα κράτη μέλη ενημερώνονται τότε για τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο από κοινού ελέγχων. Στην υλοποίηση του προγράμματος αυτού μπορούν να συμμετέχουν και άλλες υπηρεσίες της Επιτροπής ανάλογα με τα εξεταζόμενα θέματα. Οι υπάλληλοι της διατάκτριας υπηρεσίας (ΓΔ BUDG/B/03) που κλήθηκαν να διενεργήσουν επιτόπιους ελέγχους ήταν οκτώ την περίοδο 2000-2002. Αυτοί οι επιτόπιοι έλεγχοι - και η παρακολούθησή τους - αντιπροσωπεύουν πάνω από το 35% της δραστηριότητας της διοικητικής μονάδας που είναι αρμόδια για τον έλεγχο της είσπραξης των παραδοσιακών ιδίων πόρων. Οι έλεγχοι διενεργούνται σε στενή συνεργασία με τις αντίστοιχες εθνικές αρχές και σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται παραπάνω, η οποία εγγυάται τη διαφάνεια και την κυκλοφορία των πληροφοριών. Κάθε έλεγχος ακολουθείται από την κατάρτιση έκθεσης σχετικά με τη διεξαγωγή του και τις ανωμαλίες που ενδεχομένως διαπιστώθηκαν. Το κράτος μέλος διαθέτει τρεις μήνες για να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του. Η Επιτροπή εξασφαλίζει την παρακολούθηση των επίμαχων σημείων μέχρι την πλήρη εκκαθάριση του φακέλου.

4.4. Βασικά αποτελέσματα της δραστηριότητας ελέγχου

Κατά την περίοδο 2000-2002, η Επιτροπή πραγματοποίησε 65 ελέγχους (έναντι 70 κατά την περίοδο 1997-1999) βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 2 και 3, οι οποίοι κατανέμονται σε 43 από κοινού και 22 αυτόνομους ελέγχους. Επτά από τους ελέγχους αυτούς διενεργήθηκαν σύμφωνα με την προσέγγιση του Κοινού Μηχανισμού Ελέγχου (Joint Audit Arrangement).

Διαπιστώθηκαν 304 ανωμαλίες (έναντι 246 ανωμαλιών κατά την περίοδο 1997-1999) οι οποίες κατανέμονται σε 153 ανωμαλίες με δημοσιονομικό αντίκτυπο (50,30% των ανωμαλιών), σε 92 ανωμαλίες με κανονιστικό αντίκτυπο (30,30%) και σε 59 άλλες (19,40%). Από αυτές τις 304 ανωμαλίες, 147 προκύπτουν άμεσα από την εφαρμογή της λογιστικής νομοθεσίας (έναντι 185 ανωμαλιών κατά την περίοδο 1997-1999) και αναλύονται σε 53 ανωμαλίες που αφορούν τη διαχείριση της λογιστικής B και 94 ανωμαλίες που αφορούν κυρίως καθυστερήσεις είτε σχετικά με την εγγραφή στη λογιστική A, είτε σχετικά με την απόδοση ιδίων πόρων ή ακόμη την πλήρη παρακράτησή τους. Η Επιτροπή έλαβε τα ενδεδειγμένα μέτρα όσον αφορά τις δημοσιονομικές συνέπειες των ανωμαλιών που παρατηρήθηκαν.

4.4.1 Διαχείριση των τελωνειακών διαδικασιών

- Η Επιτροπή ξεκίνησε ελέγχους στον τομέα της κοινοτικής διαμετακόμισης. Οι επαληθεύσεις που έγιναν βάσει του κοινού μηχανισμού ελέγχου σε τρία κράτη μέλη (DK, NL, A), κατέδειξαν μερικές ανωμαλίες για τις οποίες λήφθηκαν ήδη τα κατάλληλα μέτρα. Οι παρατηρήσεις αυτές, από τη φύση τους, δεν αμφισβητούν το συμβατό των εθνικών συστημάτων με την κοινοτική νομοθεσία. Ο έλεγχος που πραγματοποιήθηκε από τις εσωτερικές αρμόδιες υπηρεσίες απέδειξε την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα αυτής της προσέγγισης τόσο για την Επιτροπή όσο και για τα κράτη μέλη. Οι κλασικοί έλεγχοι που έγιναν σε τρία κράτη μέλη (DK, IRL, UK) κατέδειξαν ανωμαλίες με δημοσιονομικές επιπτώσεις. Οι ισχύουσες διαδικασίες σε ένα από αυτά τα τρία κράτη μέλη (UK) έγιναν αντικείμενο επικριτικών παρατηρήσεων εκ μέρους της Επιτροπής.

- Όσον αφορά τους ελέγχους στον τομέα της τελειοποίησης προς επανεξαγωγή που διενεργήθηκαν σε τέσσερα κράτη μέλη (F, IRL, FIN, S) και της μεταποίησης υπό τελωνειακό έλεγχο που διενεργήθηκε σε ένα κράτος μέλος (EL), η διαχείριση των διαδικασιών στα κράτη μέλη που ελέγχθηκαν δεν συνεπάγεται καμία ιδιαίτερη παρατήρηση εκ μέρους της Επιτροπής. Όσον αφορά τις ζώνες ελεύθερων συναλλαγών και τα ειδικά εδάφη, ο έλεγχος επικεντρώθηκε στις διαδικασίες που αφορούν την ζώνη ελεύθερων συναλλαγών της Μαδέρας, τα εδάφη Gers και Haute-Savoie καθώς και στις αποστολές εμπορευμάτων με προορισμό το Βατικανό. Κατά τη διάρκεια αυτού του ελέγχου, διαπιστώθηκαν σημαντικές ελλείψεις σε τρία κράτη μέλη (FR, I, P).

- Οι έλεγχοι που διενεργήθηκαν σε πέντε κράτη μέλη (D, E, IT, NL P), και που αφορούν το σύστημα εκτελωνισμού νωπών μπανανών, λαμβανομένων υπόψη των εκτροπών της κυκλοφορίας που παρατηρήθηκαν σε ορισμένους κοινοτικούς λιμένες [18], κατέδειξαν σημαντικά σφάλματα του συστήματος. Τα πρότυπα για τους φυσικούς ελέγχους που προβλέπονται από τις κοινοτικές διατάξεις δεν τηρούνται από κανένα από τα ενλόγω πέντε κράτη μέλη. Επιπλέον, μολονότι υφίστανται σαφείς και εναρμονισμένοι κανόνες για τη δήλωση του βάρους των μπανανών, διαπιστώθηκαν συστηματικές και σοβαρές ανωμαλίες, κυρίως όσον αφορά την τήρηση των κανόνων αυτών από το τελωνείο.

[18] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 89/97 της Επιτροπής της 20ης Ιανουαρίου 1997 (για τη δημιουργία του άρθρου 290α του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής της 2ας Ιουλίου 1993) - ΕΕ L 017 της 21.01.1997, σ. 0028-0029.

Με βάση τα συμπεράσματα των ελέγχων αυτών, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής εξασφαλίζουν στο εξής ιδιαίτερη παρακολούθηση αυτού του φακέλου, πράγμα το οποίο δεν αποκλείει νέες αποστολές ελέγχου, το 2003. Η παρακολούθηση αυτή αποδεικνύεται ακόμη πιο απαραίτητη λόγω του ότι η Ισπανία, η οποία είχε διορθώσει την προηγούμενη πρακτική της για να συμμορφωθεί με την κοινοτική νομοθεσία, κοινοποίησε στη Συμβουλευτική Επιτροπή Ιδίων Πόρων, τον Ιούλιο 2002, ενδεχόμενες εκτροπές της κυκλοφορίας προς άλλα κράτη μέλη που προσφέρουν παράνομα πλεονεκτήματα ή διευκολύνσεις στους εισαγωγείς τους. Έτσι, οι δικές της εισαγωγές μπανανών φαίνεται ότι μειώθηκαν πράγματι πάνω από 80%.

- Οι έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν σε έξι κράτη μέλη (B, D, E, F, NL, UK) και οι οποίοι αφορούν το σύστημα εκτελωνισμού των σιτηρών [19] κατέδειξαν σημαντικά σφάλματα του συστήματος. Ιδιαίτερα, οι κοινοτικές διατάξεις για συγκεκριμένο προορισμό δεν τηρούνται από ορισμένα από τα ενλόγω έξι κράτη μέλη.

[19] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1249/96 της Επιτροπής της 28.06.1996 - ΕΕ L 161 της 29ης 06.1996, σ. 0125-0130.

- Ο έλεγχος σχετικά με τα προτιμησιακά καθεστώτα που πραγματοποιήθηκε σε ένα κράτος μέλος (NL) στο πλαίσιο του κοινού μηχανισμού ελέγχου έδωσε την ευκαιρία να επισημανθούν ορισμένες αδυναμίες διαρθρωτικού χαρακτήρα (για παράδειγμα, ελλείψεις στον τομέα των εγγυήσεων και καθυστερήσεις σχετικά με την είσπραξη). Ωστόσο, το σύστημα αυτού του κράτους μέλους στο σύνολό του είναι σύμφωνο με την κοινοτική νομοθεσία. Ο λογιστικός έλεγχος που πραγματοποιήθηκε από την εθνική εσωτερική υπηρεσία απέδειξε επίσης το σημαντικό δυναμικό αυτής της προσέγγισης τόσο για την Επιτροπή όσο και για τα κράτη μέλη.

- Διενεργήθηκε έλεγχος σε ένδεκα κράτη μέλη (B, D, EL, E, F, IRL, IT, LUX, P, S, UK) σχετικά με τα τελωνεία μεσαίου μεγέθους. Πράγματι, οι έλεγχοι διενεργούνται, ως επί το πλείστον, στα μεγάλα τελωνεία που διακρίνονται, ιδιαίτερα, από τον όγκο της τελωνειακής δραστηριότητας, το ευρύ φάσμα των διαδικασιών που αντιμετωπίζονται και τα μέσα που διαθέτουν. Η προσέγγιση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να δίνεται μερικές φορές μικρότερη προσοχή στα τελωνεία μεσαίου μεγέθους, μολονότι αυτά καλύπτουν όλο το φάσμα των τελωνειακών καθεστώτων και προορισμών. Τα τελωνεία μεσαίου μεγέθους, που αποτελούν τα θεμέλια του τελωνειακού οικοδομήματος στα περισσότερα κράτη μέλη, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο όσον αφορά την είσπραξη και τον έλεγχο των παραδοσιακών ιδίων πόρων. Τα συμπεράσματα που συνάχθηκαν από τον έλεγχο των τελωνείων μεσαίου μεγέθους κρίνονται ικανοποιητικά. Από τη μία πλευρά, ο έλεγχος έδωσε τη δυνατότητα να διαπιστωθεί ότι γενικά οι εθνικές διαδικασίες αποδεικνύονται κατάλληλες, παρά τη διαπίστωση ορισμένων διαρθρωτικών σφαλμάτων, όπως είναι οι καθυστερήσεις στην αλυσίδα εσωτερικής επικοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, οι εντεταλμένοι υπάλληλοι μπόρεσαν να διατυπώσουν τις απαιτούμενες συστάσεις για την αλλαγή ορισμένων πρακτικών και να εξηγήσουν τον ρόλο της Επιτροπής, ο οποίος συνίσταται κυρίως στη μέριμνα για την ενιαία εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας.

4.4.2 Διαχείριση των λογιστικών διαδικασιών

- Η διαχείριση της χωριστής λογιστικής - συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας απαλλαγής από την υποχρέωση απόδοσης - αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο θέμα των ελέγχων της Επιτροπής στο σύνολο των κρατών μελών. Ο έλεγχος - κλασσικός ή στο πλαίσιο του Κοινού Μηχανισμού Ελέγχου - Joint Audit Arrangement (μόνο για τις NL και A) - που διενεργήθηκε κατά την περίοδο 2000-2002 σχετικά με θέμα αυτό επιβεβαίωσε την έλλειψη αξιοπιστίας αυτού του λογιστικού μέσου. Από το 1996, η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο διατυπώνουν επιφυλάξεις σχετικά με το τρόπο με τον οποίο ορισμένες (τοπικές) αρχές χρησιμοποιούν τη χωριστή λογιστική. Από τις 147 ανωμαλίες λογιστικού χαρακτήρα που διαπιστώθηκαν κατά τη διάρκεια των ελέγχων, 53 ανωμαλίες αφορούν άμεσα τη διαχείριση της χωριστής λογιστικής. Εξακολουθούν να παρατηρούνται συστηματικά λάθη (εγγραφή ποσών για τα οποία έχει συσταθεί εγγύηση χωρίς να έχουν αμφισβητηθεί και ποσών για τα οποία εγκρίθηκε απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής ως ακυρωθέντων), καθώς και λάθη που αφορούν ένα συγκεκριμένο θέμα (παραδείγματος χάρη: καθυστερημένη εκκαθάριση και καθυστερημένη εγγραφή των οφειλόμενων δασμών). Πάντως, οι έλεγχοι και οι συστάσεις της Επιτροπής άρχισαν να αποφέρουν καρπούς, δεδομένου ότι ορισμένα κράτη μέλη (κυρίως B και UK) εφαρμόζουν πιο αξιόπιστα μέτρα διαχείρισης.

- Σε ένα κράτος μέλος (EL) πραγματοποιήθηκε ειδικός έλεγχος σχετικά με την εφαρμογή της διαδικασίας απαλλαγής από την υποχρέωση απόδοσης. Στόχος: δοκιμασία της διοικητικής διάρθρωσης στον τομέα των διαχείρισης των εκκρεμών τελωνειακών οφειλών και των διαδικασιών που καταρτίστηκαν για τη διαπίστωση των λόγων που εμποδίζουν την εθνική διοίκηση να εξασφαλίσει πλήρως την εφαρμογή της διαδικασίας απαλλαγής από την υποχρέωση απόδοσης.

Με βάση την ανάλυση του συστήματος, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, λόγω έλλειψης διαφάνειας, κυρίως όσον αφορά τις διοικητικές δομές που καθιστούν δυνατή τη συστηματική διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ των τελωνείων, αφενός, και των δικαστηρίων /συνδίκων, αφετέρου, υπάρχει σ'αυτό το κράτος μέλος, μια κατάσταση πραγμάτων που εμποδίζει την πλήρη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα της διαδικασία απαλλαγής από την υποχρέωση απόδοσης. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε διόγκωση του υπολοίπου της χωριστής λογιστικής.

- Για την επεξεργασία των δασμών αντιντάμπιγκ, γενικά, τα περισσότερα από τα δεκαπέντε κράτη μέλη έθεσαν σε εφαρμογή συστήματα που καθιστούν δυνατή την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής μέτρων αντιντάμπιγκ. Ωστόσο, επισημάνθηκαν ορισμένες ανωμαλίες, κυρίως με τη μορφή καθυστερήσεων σχετικά με τον καταλογισμό των προσωρινών δασμών αντιντάμπιγκ που έγιναν οριστικοί και την μη είσπραξη των οριστικών δασμών αντιντάμπιγκ,

- Ο έλεγχος σχετικά με τις εισαγωγές με προορισμό τον Άγιο Μαρίνο έδωσε την δυνατότητα να διαπιστωθεί ότι οι ιταλικές λογιστικές διαδικασίες για τον εκτελωνισμό των εμπορευμάτων που προορίζονται για την Δημοκρατία του Αγίου Μαρίνου, στο πλαίσιο της ενδιάμεσης εμπορικής συμφωνίας και τελωνειακής ένωσης, είναι ικανοποιητικές όσον αφορά τη διάθεση των εισπραχθέντων δασμών, τόσο στη Δημοκρατία του Αγίου Μαρίνουs όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

4.4.3 Άλλες διαδικασίες

- Η Επιτροπή εξέτασε, επίσης, σε όλα τα κράτη μέλη τη διαχείριση των περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας μέσω του συστήματος OWNRES. Ο έλεγχος αυτός απέδειξε ορισμένες αδυναμίες, ως επί το πλείστον ειδικού χαρακτήρα (καθυστερημένη κοινοποίηση των φακέλων απάτης, παράλειψη κοινοποίησης ή/και ενημέρωσης) ,

- Εκτός από ένα κράτος μέλος (UK) που έγινε αντικείμενο επικριτικών παρατηρήσεων, ο έλεγχος της επεξεργασίας των μηνυμάτων αμοιβαίας βοήθειας σε όλα τα κράτη μέλη, οδήγησε στο γενικό συμπέρασμα ότι τα εθνικά συστήματα είναι κατάλληλα, παρά ορισμένα διαρθρωτικά λάθη υπό μορφή καθυστερήσεων στην αλυσίδα εσωτερικών κοινοποιήσεων και επιστροφής των πληροφοριών στην Επιτροπή. Διαπιστώθηκαν, επίσης, ορισμένες ειδικές ελλείψεις. Βάσει των αποτελεσμάτων των ελέγχων, η Επιτροπή σκέφτεται τη βελτίωση των φακέλων Αμοιβαίας Συνδρομής.

4.5. Οι συνέχειες που δόθηκαν στους ελέγχους της Επιτροπής

4.5.1 Κανονιστικές συνέχειες

Όταν από τους ελέγχους που διενεργούνται στα κράτη μέλη διαπιστώνονται αδυναμίες ανταπόκρισης ή ελλείψεις στις εθνικές κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις, τα κράτη μέλη καλούνται να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, ενδεχομένως νομοθετικού ή κανονιστικού χαρακτήρα, προκειμένου να συμμορφωθούν με τις κοινοτικές απαιτήσεις. Οι διορθώσεις αυτές, τόσο στον τελωνειακό όσο και στον δημοσιονομικό τομέα, αποτελούν άμεση και διόλου αμελητέα συνέπεια των ελέγχων της Επιτροπής. Επιπλέον, οι ανωμαλίες που επισημάνθηκαν αποτελούν ουσιαστική πηγή πληροφοριών όσον αφορά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας και τον αντίκτυπό τους όσον αφορά τους ιδίους πόρους.

Η ανάλυση των εν λόγω ανωμαλιών μπορεί να οδηγήσει στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων των υφιστάμενων διατάξεων και να συντελέσει στο να καταστεί η κοινοτική νομοθεσία πιο ευνόητη:

- Ορισμένα σημεία της νομοθεσίας αποτελούν πηγή αποκλίσεων μεταξύ της Επιτροπής και τα κρατών μελών, κυρίως όσον αφορά τους τρόπους αμφισβήτησης της τελωνειακής οφειλής από την επιχείρηση και το πεδίο εφαρμογής της λογιστικής καταχώρησης των εγγυήσεων. Στην περίπτωση αυτή, η μόνη λύση του διαθέτει η Επιτροπή για τη ρύθμιση ορισμένων εκκρεμών φακέλων είναι η προσφυγή στη διαδικασία επί παραβάσει όπως προβλέπεται από το άρθρο 226 της Συνθήκης ΕΚ. Στις 31.12.2002, ήταν ανοιχτοί 19 φάκελοι, σε διαφορετικό επίπεδο της διαδικασίας (προειδοποιητική επιστολή, αιτιολογημένη γνώμη, προσφυγή) σχετικά με 11 κράτη μέλη. Τα συμπεράσματα που θα προκύψουν από την εξέταση των διαδικασιών επί παραβάσει από το Δικαστήριο πρέπει να καταστήσουν δυνατή τη διευκρίνιση των επίμαχων ζητημάτων και να θέσουν οριστικό τέλος στις διαφορές ερμηνείας,

- Επιπλέον, η Επιτροπή ανέλαβε πρωτοβουλίες για την τροποποίηση του κανονισμού αριθ. 1150/2000. Η προτεινόμενη τροποποίηση, η οποία πρέπει να γίνει εντός του 2003, έχει μια τεχνική πλευρά καθώς ενσωματώνει τις διατάξεις της απόφασης 2000/597/ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ του Συμβουλίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2000 σχετικά με το σύστημα των ιδίων πόρων, κυρίως το ποσοστό των δαπανών είσπραξης των παραδοσιακών ιδίων πόρων (άρθρο 10 παράγραφος 1) και το ενιαίο επιτόκιο όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας (άρθρο 11). Πάνω απ'όλα πρόκειται για ένα θέμα ουσίας. Η πρόταση προβλέπει τη διεξοδική ανασύσταση του άρθρου 17, παράγραφος 2, σχετικά με τη διαδικασία απαλλαγής από την υποχρέωση απόδοσης. Οι έλεγχοι του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Επιτροπής επισήμαναν επανειλημμένες ανωμαλίες κατά την τήρηση της χωριστής λογιστικής που δεν της δίνουν τη δυνατότητα να αντανακλά την πραγματική κατάσταση του προϋπολογισμού. Έτσι, συνιστάται η εκκαθάριση της χωριστής λογιστικής από τα ποσά των οποίων η είσπραξη δεν είναι βέβαιη και των οποίων η διατήρηση στρεβλώνει το υπόλοιπο. Για την εκκαθάριση της χωριστής λογιστικής από τα ποσά αυτά, η Επιτροπή αναθεώρησε την πρόταση του 1997, για την οποία το Συμβούλιο εξέδωσε θετική γνώμη. Ωστόσο, δεν αποφάνθηκε οριστικά γιατί δεν επιτεύχθηκε συμφωνία σχετικά με ένα άλλο σημείο της πρότασης [20],

[20] Η πρόταση 1997 αποσύρθηκε πριν από τη συμφωνία του Συμβουλίου σχετικά με το ενημερωμένο κείμενο.

- Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι για πρώτη φορά εντάχθηκε ρήτρα διοικητικής συνεργασίας σχετικά με τον τομέα είσπραξης των δασμών στο νομοθετικό σχέδιο "γέφυρα" που αφορά την Τελωνειακή Ένωση ΕΚ/Ανδόρας. Η πρωτοβουλία αυτή έγινε αντικείμενο πολιτικής συμφωνίας κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της ομάδας εργασίας για την Τελωνειακή Ένωση στις 18/10/2002. Η επίσημη έγκριση αναμένεται προς το τέλος Ιανουαρίου 2003. Ο υποκείμενος προβληματισμός τονίστηκε, το 2000, μετά την εξέταση των περιπτώσεων απαλλαγής από την υποχρέωση απόδοσης που υποβλήθηκαν από τη Γερμανία στο πλαίσιο του άρθρου 17, παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 1150/2000.

Επίσης, αναλήφθηκαν κι άλλες πρωτοβουλίες που μπορεί να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τον τομέα των παραδοσιακών ιδίων πόρων:

- Όσον αφορά τη διαμετακόμιση, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2787/2000 της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2000 [21] τροποποίησε, από την 01.07.2001, τις διατάξεις εφαρμογής του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα [22] με τη θέσπιση του άρθρου 450α. Κατά την έννοια αυτού του άρθρου, η προθεσμία για τη σύσταση τελωνειακής οφειλής είναι δέκα μήνες (έναντι 14 μηνών προηγουμένως) από την αποδοχή της δήλωσης θέσης υπό το καθεστώς διαμετακόμισης. Κατά συνέπεια, η μη εκκαθάριση του καθεστώτος διαμετακόμισης στο τέλος αυτής της προθεσμίας οδηγεί στη διαπίστωση τελωνειακής οφειλής,

[21] ΕΕ L 330 της 27.12.2000.

[22] Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 - ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1.

- Η Επιτροπή, με την ανακοίνωσή της τής 07.11.2001 (έγγρ. SEC(2001) 2029 τελικό) σχετικά με τη θωράκιση της νομοθεσίας από τις περιπτώσεις απάτης και τη διαχείριση των συμβάσεων, διατύπωσε τη βούλησή της να αναπτυχθεί η πρόληψη και να ενισχυθούν τα κείμενα από την πλευρά της θωράκισης κατά της απάτης ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας για την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Για το σκοπό αυτό, το κείμενο επισημαίνει έναν ορισμένο αριθμό μέτρων καθώς και τους τομείς που απαιτούν τη διεξαγωγή ειδικής δράσης με βάση την αρχή αυτή. Η τροποποίηση του κανονισμού αριθ. 1150/2000, επισημάνθηκε μεταξύ των νομοθετικών σχεδίων του 2003, που πρέπει να υποβληθούν στη διαδικασία διαβούλευσης OLAF/ θωράκισης κατά της απάτης,

- Βάσει των συνεπειών που προκύπτουν από την απόφαση του Πρωτοδικείου για τις τουρκικές τηλεοράσεις και από τις σημαντικές απώλειες παραδοσιακών ιδίων πόρων που καταχωρήθηκαν από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, η Επιτροπή κατάρτισε σχέδιο Πράσινης Βίβλου σχετικά με το μέλλον των κανόνων καταγωγής στα προτιμησιακά εμπορικά καθεστώτα. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή αποφάσισε, με βάση τη διεξοδική ανάλυση της εξέλιξης του οικονομικού και νομικού πλαισίου αυτών των καθεστώτων, να ορίσει νέους προσανατολισμούς για την εξασφάλιση της άριστης λειτουργίας των προτιμησιακών καθεστώτων μέσω της βελτίωσης της διαχείριση και του ελέγχου της προτιμησιακής καταγωγής. Αυτό μπορεί να φθάσει μέχρι τον επαναπροσδιορισμό των διαδικασιών εφαρμογής στον τομέα αυτό. Στόχος της Πράσινης Βίβλου είναι να βοηθήσει την Επιτροπή να διατυπώσει τις κατευθυντήριες γραμμές της, λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα συμφέροντα και τις συνεισφορές που αναμένονται από το σύνολο των φορέων των προτιμησιακών καθεστώτων.

4.5.2 Δημοσιονομικές επιπτώσεις

Κατά την περίοδο αναφοράς (2000-2002), τα επιπλέον ποσά (σε κεφάλαιο) που καταβλήθηκαν στην Επιτροπή βάσει των παρατηρήσεων που περιλαμβάνονταν στις εκθέσεις των αυτόνομων και από κοινού ελέγχων της Επιτροπής, ανέρχονται σε 140.936.094,49 ευρώ, ενώ τα ποσά που καταβλήθηκαν μετά από τους ελέγχους του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανέρχονται σε 2.284.794,00 ευρώ. Το συνολικό ποσό ανέρχεται σε 143.220.888,49 ευρώ [23].

[23] Εκ των οποίων 119.254.808,77 ευρώ καταβλήθηκαν βάσει φακέλων σχετικών με τον στρατιωτικό εξοπλισμό και 38.582.485,48 ευρώ βάσει προειδοποιητικών επιστολών πριν από την περίοδο αναφοράς.

Επίσης, απαιτήθηκαν τόκοι υπερημερίας βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 1150/00, για την καθυστερημένη απόδοση ιδίων πόρων που βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια των ελέγχων της Επιτροπής ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Όσον αφορά την περίοδο 2000-2002, το συνολικό ποσό των τόκων υπερημερίας που καταβλήθηκε από τα κράτη μέλη ανέρχεται σε 16.991.189,11 ευρώ, εκ των οποίων 12.656.552,42 ευρώ [24] είναι αποτέλεσμα ενεργειών της Επιτροπής.

[24] Εκ των οποίων 566.241,63 ευρώ καταβλήθηκαν βάσει προειδοποιητικών επιστολών πριν από την περίοδο αναφοράς.

Τα ενλόγω αριθμητικά στοιχεία εξακολουθούν να μην είναι πλήρη κυρίως το 2002, καθώς η είσπραξη των απαιτήσεων μετά τους ελέγχους της Επιτροπής είναι συνάρτηση των εθνικών διαδικασιών συλλογής των λογιστικών πληροφοριών που απαιτούνται για την κατάρτιση των εντολών είσπραξης.

Πρέπει να αναφερθεί η παρακολούθηση του ελέγχου σχετικά με το Σύστημα Σωρευτικής Είσπραξης στον Τομέα του Ρυζιού (SRC) [25] το οποίο σημείωσε ουσιαστικές προόδους κατά την περίοδο αναφοράς. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου που πραγματοποιήθηκε το 1999, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι τιμές του αμερικάνικού ρυζιού που εισάγεται από τη βελγική θυγατρική ενός μεγάλου αμερικανικού ομίλου ήταν υψηλότερες από τις τιμές των συναφών ρυζιών που εισάγονται από τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Η OLAF κίνησε συμπληρωματικές έρευνες, τα αποτελέσματα των οποίων επιβεβαιώνουν τα αρχικά συμπεράσματα, δηλαδή ότι οι δηλωθείσες τιμές ήταν υπερβολικά υψηλές σε σχέση με την ποιότητα του εισαγόμενου ρυζιού. Η βελγική διοίκηση καθόρισε τις επιστροφές για τον εισαγωγέα, σε συμφωνία με τα συμπεράσματα της έκθεσης έρευνας της OLAF. Η ενλόγω επιχείρηση αμφισβήτησε την απόφαση της βελγικής διοίκησης ενώπιον των δικαστηρίων και μέσω της καταγγελίας που κατατέθηκε από τις ΗΠΑ στον ΠΟΕ στη Γενεύη. Παράλληλα, ο αμερικανικός όμιλος ανέπτυξε στενές επαφές με την Επιτροπή και προσκόμισε συμπληρωματικές πληροφορίες βάσει των οποίων η OLAF προέβη στην επανεξέταση του θέματος. Το ποσό των τελικά οφειλόμενων δασμών μειώθηκε περίπου κατά 81% σε σύγκριση με το ποσό που αναφέρεται στην αρχική έκθεση.

[25] Ο φάκελος αυτός αναφέρεται στην τρίτη έκθεση της Επιτροπής COM (2001) 32 τελικό.

Βάσει της εξέτασης των συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν από τον εισαγωγέα και της ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας SRC (Σύστημα Σωρευτικής Είσπραξης στον Τομέα του Ρυζιού), ζητήθηκε από τις βελγικές αρχές, τον Νοέμβριο 2001, να λάβουν την απόφαση να επιστρέψουν στην επιχείρηση εισαγωγής το επιπρόσθετο ποσό των 8.696.810 ευρώ (που ισοδυναμεί σε 350.828.447 BEF). Η βελγική διοίκηση κάλυψε το αίτημα αυτό και ο φάκελος έκλεισε. Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται επίσης και για μερικούς άλλους εκκρεμείς φακέλους που αφορούν τις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο.

4.5.3 Οργανωτικές πλευρές

Η Επιτροπή επιθυμεί να διατηρήσει και μάλιστα να βελτιώσει το παρόν επίπεδο ποιότητας των ελέγχων της και ανέλαβε μια σειρά πρωτοβουλιών στον τομέα της οργάνωσης των ελέγχων:

- Οι συνεδριάσεις στη Συμβουλευτική Επιτροπή Ιδίων Πόρων και οι παρατηρήσεις της Επιτροπής σχετικά με τις εκθέσεις αποστολής της δίνουν την ευκαιρία να υπενθυμίσει τις απαιτούμενες βάσεις για την ορθή εφαρμογή των τελωνειακών και δημοσιονομικών ρυθμίσεων. Επίσης, κατά τη διάρκεια των ελέγχων, οι εντεταλμένοι υπάλληλοι της Επιτροπής μπορούν ήδη να προτείνουν ορισμένες συστάσεις ή να δώσουν συμβουλές - δεδομένου ότι ο ρόλος της Επιτροπής δεν πρέπει να περιορίζεται στην επιβολή κυρώσεων όσον αφορά τις ανωμαλίες.

Κατά κανόνα, η πλειοψηφία των κρατών μελών λαμβάνει, το γρηγορότερο δυνατό, τα κατάλληλα μέτρα για την αποκατάσταση των αδυναμιών που παρατηρούνται κυρίως στον τομέα της διαχείρισης της χωριστής λογιστικής. Τα μέτρα αυτά, για παράδειγμα, αποσκοπούν στη βελτίωση του ηλεκτρονικού συστήματος παρακολούθησης της διαχείρισης των διαδικασιών ή την επίτευξη περισσότερων πλεονεκτημάτων από την ανάλυση των κινδύνων,

- Επιπλέον, λόγω των ανωμαλιών που παρατηρήθηκαν στον τομέα της κοινοποίησης των φακέλων απάτης και παρατυπίας μέσω του τρέχοντος συστήματος Ownres, η Επιτροπή έλαβε τις απαιτούμενες πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη μιας νέας εφαρμογής που στηρίζεται στο Διαδίκτυο. Τα κράτη μέλη θα έχουν έτσι στη διάθεσή τους ένα πιο λειτουργικό εργαλείο που θα τους επιτρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή - και να ενημερώνουν - σε πραγματικό χρόνο τα δεδομένα σχετικά με τις περιπτώσεις απάτης και παρατυπίας. Η νέα εφαρμογή δεν θα χρειαστεί ιδιαίτερη εγκατάσταση εκτός από την πρόσβαση στο Διαδίκτυο και έναν κωδικό πρόσβασης που χορηγείται από την Επιτροπή. Εντός του Μαΐου 2003, προβλέπεται ένα σεμινάριο παρουσίασης και κατάρτισης. Η εφαρμογή WEB θα είναι λειτουργική από τον Ιούλιο 2003. Με τη νέα εφαρμογή, τα κράτη μέλη, ως κύριοι διαχειριστές αυτού του εργαλείου, θα είναι απόλυτα υπεύθυνοι για την καλή διαχείριση των δεδομένων,

- Επίσης, για την αξιοποίηση της νέας προσέγγισης των ελέγχων, η Επιτροπή, για να εξασφαλίσει τη βελτίωση της επεξεργασίας των θεμάτων ελέγχου που προγραμματίζονται κάθε χρόνο, συνεχίζει την ανάπτυξη δομημένων ερωτηματολογίων σχεδιασμένων ειδικά για τον έλεγχο καθώς και τυποποιημένων στοιχείων ελέγχου που πρέπει να χρησιμοποιούνται επί τόπου. Κατά τη διάρκεια της ενλόγω περιόδου, αναφέρονται ενδεικτικά τα εργαλεία ελέγχου που σχεδιάστηκαν ειδικά για τον έλεγχο της χωριστής λογιστικής, οι μέθοδοι εργασίας των τελωνείων μεσαίου μεγέθους και το καθεστώς εισαγωγής των σιτηρών. Τα εργαλεία αυτά συνέβαλαν ουσιαστικά στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των ελέγχων στο βαθμό που όχι μόνο επιτρέπουν την καλύτερη διάρθρωση του ελέγχου αλλά κυρίως τη (βάσιμη) διάκριση μεταξύ των δομικών και μεμονωμένων λαθών. Επίσης, τα εργαλεία αυτά καθιστούν δυνατή την εναρμόνιση της προσέγγισης ελέγχου και συγχρόνως βελτιώνουν την ποιότητά της. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επεξεργάστηκε ένα εργαλείο γενικά προσαρμοσμένο στους ελέγχους που προβλέπονται για το 2003, και στις ηλεκτρονικές τελωνειακές διασαφήσεις,

- Η Επιτροπή βελτιώνει επίσης τις καταστάσεις ελέγχου, ένα εργαλείο ειδικά σχεδιασμένο για να χρησιμοποιείται από τους εντεταλμένους υπαλλήλους της το οποίο τους δίνει τη δυνατότητα να έχουν στη διάθεσή τους, πριν από τον έλεγχο, τον πλήρη κατάλογο των απαιτούμενων προπαρασκευαστικών σταδίων σχετικά με τις αποστολές ελέγχου καθώς και τον πλήρη κατάλογο των στοιχείων που πρέπει να εξεταστούν κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης αποστολής. Το εργαλείο αυτό εξασφαλίζει επίσης την προσεκτική διάρθρωση και την ενιαία προσέγγιση των αποστολών, ανεξάρτητα από το ελεγχόμενο κράτος μέλος ή την ομάδα των ελεγκτών. Επιπλέον, τροποποιήθηκε η δομή των εκθέσεων αποστολής, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι σημαντικοί παράγοντες που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση αυτών των καταστάσεων ελέγχου.

4.5.4 Κατάρτιση θεματικών εκθέσεων

Ορισμένα θέματα ειδικά ελέγχου οδήγησαν στην κατάρτιση θεματικών εκθέσεων που βασίζονται στις απαντήσεις των κρατών μελών στα ερωτηματολόγια που διαβιβάστηκαν πριν από την αποστολή ελέγχου και στα αποτελέσματα των αποστολών ελέγχου. Οι εκθέσεις αυτές δίνουν μια γενική εικόνα της θεωρητικής προσέγγισης των κρατών μελών τόσο σχετικά με ορισμένες κανονιστικές ρυθμίσεις όσο και με την πρακτική εφαρμογή που απορρέει από τις επί τόπου ενέργειες των τελωνείων εκτελωνισμού.

Κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, οι αποστολές ελέγχου οδήγησαν στην κατάρτιση τριών θεματικών εκθέσεων, οι οποίες διατίθενται κατόπιν απλής αίτησης [26]. Οι δύο πρώτες εκθέσεις, αφιερωμένες στην επεξεργασία των δασμών αντιντάμπιγκ και στην επεξεργασία των αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής, αντίστοιχα, ήταν αποτέλεσμα της έρευνας που διενεργήθηκε στο σύνολο των κρατών μελών. Οι ανωμαλίες που επισημάνθηκαν με την ευκαιρία αυτή δεν κρίθηκαν ικανές να αμφισβητήσουν τη λειτουργία των διαδικασιών, έστω κι εάν διατυπώθηκαν κατάλληλες παρατηρήσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας. Αντίθετα, η τρίτη έκθεση, σχετικά με τον εκτελωνισμό των νωπών μπανανών, η οποία ήταν αποτέλεσμα της έρευνας που διενεργήθηκε σε πέντε κράτη μέλη, οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τα συστήματα εκτελωνισμού σε κανένα από τα ελεγχθέντα κράτη μέλη δεν είναι ικανά να εξασφαλίσουν την καλή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα αυτό και την ορθή είσπραξη των παραδοσιακών ιδίων πόρων.

[26] Οι εκθέσεις αυτές είναι διαθέσιμες στη ΓΔ BUDGET στη Γραμματεία της διοικητικής μονάδας BUDG/B/3 (τηλ.: 02.295.06.63).

Οι τρεις αυτές εκθέσεις υποβλήθηκαν στα κράτη μέλη και συζητήθηκαν στο πλαίσιο της Συμβουλευτική Επιτροπή Ιδίων Πόρων. Αποτελούν στοιχείο προβληματισμού για τις υπηρεσίες της Επιτροπής όσον αφορά τις πρακτικές δυσκολίες που μπορούν να παρουσιάσουν ορισμένες κανονιστικές διατάξεις και καθιστούν δυνατή τη διατύπωση συστάσεων προς τα κράτη μέλη με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων διαχείρισης των τελωνειακών και λογιστικών διαδικασιών τους, και μάλιστα την ουσιαστική τροποποίησή τους. Ο εκτελωνισμός των σιτηρών καθώς και ο έλεγχος των τελωνείων μεσαίου μεγέθους θα γίνουν επίσης αντικείμενο θεματικής έκθεσης η οποία θα δημοσιευθεί εντός του 2003.

4.6. Δημοσιονομική ευθύνη των κρατών μελών

Η Επιτροπή, παράλληλα με την ανάπτυξη μιας πιο δομημένης προσέγγισης των ελέγχων αυτών και, για την εξασφάλιση μιας πιο υγιούς και αποτελεσματικής διαχείριση των κοινοτικών οικονομικών, βελτίωσε την προσέγγισή της στον τομέα της είσπραξης με την εφαρμογή της αρχής της δημοσιονομικής ευθύνης. Η αρχή αυτή συνίσταται σε δύο πτυχές, μια εσωτερική και μία εξωτερική.

4.6.1 Εσωτερική δημοσιονομική ευθύνη

Η αρχή της εσωτερικής δημοσιονομικής ευθύνης δεν αφορά τόσο τον τρόπο παρακολούθησης της είσπραξης όσο την απονομή ευθυνών στα κράτη μέλη σχετικά με τις ενέργειες είσπραξης στις οποίες προβαίνουν. Τα κράτη μέλη έχουν ως αποστολή να εξασφαλίζουν την είσπραξη των παραδοσιακών ιδίων πόρων με τους καλύτερους όρους. Σύμφωνα με την αρχή της εσωτερική δημοσιονομική ευθύνης, η οποία είναι αμειβόμενη (25% των εισπραττόμενων πόρων), η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι τα κράτη μέλη πρέπει να καλύπτουν τις απώλειες των παραδοσιακών ιδίων πόρων που οφείλονται σε δικά τους σφάλματα αποζημιώνοντας τον κοινοτικό προϋπολογισμό βάσει της δημοσιονομικής τους ευθύνης.

Οι περιπτώσεις δημοσιονομικής ευθύνης επισημαίνονται κυρίως βάσει των άρθρων 220, παράγραφος 2, σημείο β (διοικητικά σφάλματα μη ανιχνεύσιμα από τον οφειλέτη) και 221, παράγραφος 3 (παραγραφή λόγω αδράνειας της εθνικής διοίκησης) του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα, βάσει των άρθρων 869 και 889 των διατάξεων εφαρμογής του Κώδικα, βάσει της νόμιμης εμπιστοσύνης του οφειλέτη έναντι της εθνικής διοίκησης που του χορήγησε λάθος έγκριση και βάσει της έλλειψης επιμέλειας σχετικά με την είσπραξη των απαιτήσεων που οδηγούν σε μη-είσπραξη (άρθρο 17, παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 1150/2000). Στο τέλος του 2002, ο συνολικός αριθμός των φακέλων ανέρχεται σε 114 και αντιπροσωπεύουν σωρευτικά το ποσό των 50.861.860,00 ευρώ.

Τέσσερα κράτη μέλη (F, IT, A, UK) απέδωσαν, ως αντιστάθμιση του τέταρτου πόρου, το ποσό των 7.471.501,00 ευρώ που προέκυψε από διοικητικά τους σφάλματα χωρίς να επιβαρύνουν έτσι τους φορολογούμενους. Τα άλλα κράτη μέλη, ωστόσο, μολονότι γνωρίζουν την αρχή της δημοσιονομικής ευθύνης, εξακολουθούν να επικαλούνται την έλλειψη σαφούς νομικής βάσης που να δικαιολογεί την ενέργεια της Επιτροπής στον τομέα αυτό. Για να αποκατασταθούν οι αποκλίσεις ερμηνείας μεταξύ αυτών των κρατών μελών και της Επιτροπής, γίνεται σήμερα αντικείμενο διαδικασίας επί παραβάσει βάσει του άρθρου 226 της Συνθήκης ΕΚ μια δειγματοληπτική περίπτωση δημοσιονομικής ευθύνης για την οποία έγινε προσφυγή στο Δικαστήριο στις 8 Νοεμβρίου 2002. Η Επιτροπή θα εφαρμόσει την απόφαση του Δικαστηρίου σε όλες τις άλλες περιπτώσεις δημοσιονομικής ευθύνης τηρουμένων των αναλογιών. Το επόμενο οικονομικό έτος, η Επιτροπή προτίθεται να συνεχίσει να επισημαίνει τις περιπτώσεις δημοσιονομικής ευθύνης των κρατών μελών λόγω σφαλμάτων τους και να συνεχίσει το διάλογο με τα κράτη μέλη που δεν έχουν αποδώσει ακόμη τα ποσά για τα οποία η Επιτροπή τα θεωρεί υπεύθυνα.

4.6.2 Εξωτερική δημοσιονομική ευθύνη

Παράλληλα με την ανάπτυξη της προσέγγισης ότι οι διοικητικές υπηρεσίες των κρατών μελών έχουν ευθύνη για τα διοικητικά τους σφάλματα που εμποδίζουν τον καταλογισμό των τελωνειακών δασμών, η Επιτροπή ξεκίνησε μια ενέργεια για να αναπτύξει την έννοια της εξωτερικής ευθύνης. Επιδιωκόμενος στόχος είναι η ανάληψη ευθύνης από τους εταίρους των διεθνών εμπορικών συμφωνιών που η Ένωση έχει συνάψει ή πρόκειται να συνάψει με τρίτες χώρες [27].

[27] Η εξωτερική πτυχή της δημοσιονομικής ευθύνης δεν αφορά τα αυτόνομα μέτρα που εντάσσονται στο Σύστημα Γενικευμένων Προτιμήσεων. Στο βαθμό που δεν πρόκειται για ένα μέσο που έχει αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων, η Επιτροπή δεν μπορεί να "επιβάλλει" μονομερώς μια τέτοια ρήτρα.

Στο πλαίσιο των συμφωνιών αυτών, το ευεργέτημα των δασμολογικών προτιμήσεων στηρίζεται στην υποβολή από τους εισαγωγείς της Κοινότητας πιστοποιητικών καταγωγής επικυρωμένων από τις αρμόδιες αρχές των ενλόγω τρίτων χωρών. Η έλλειψη αξιοπιστίας αυτών των εγγράφων συνεπάγεται αυτόματα την είσπραξη δασμών με πλήρη συντελεστή κατά την εισαγωγή στην Ένωση. Το πρόβλημα τίθεται κυρίως όταν η έκδοση τέτοιων πιστοποιητικών στηρίζεται σε "διοικητικά σφάλματα" των αρμόδιων αρχών που εκδίδουν πιστοποιητικά καταγωγής, ενώ γνωρίζουν ή θα έπρεπε λογικά να γνωρίζουν ότι τα ενλόγω προϊόντα δεν προέρχονται από τη χώρα τους.

Έτσι, η είσπραξη των δασμών αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολη, και μάλιστα αδύνατη, λόγω του ότι ο κοινοτικός εισαγωγέας μπορεί να επικαλεστεί την καλή του πίστη και τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στα έγγραφα που έχουν κυρωθεί από τις αρμόδιες αρχές των κοινωνικών εταίρων της Ένωσης. Από την πλευρά τους, οι διοικητικές υπηρεσίες των κρατών μελών επικαλούνται το γεγονός ότι οδηγήθηκαν σε σφάλμα από τις πληροφορίες που έλαβαν από τρίτες αρμόδιες αρχές. Τέλος, ο «λογαριασμός» υποβάλλεται στους φορολογούμενους της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω του τέταρτου πόρου (ΑΕΠ).

Λόγω των διακυβευόμενων συμφερόντων, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να θεσπίσει συστηματικά μια ρήτρα που να στηρίζεται στην έννοια της δημοσιονομικής ευθύνης [28] των χωρών που είναι δικαιούχοι προτιμήσεων (κράτη μέλη της Ένωσης αλλά και τρίτες χώρες, εφόσον πρόκειται για αμοιβαίες συμφωνίες). Μια τέτοια ρήτρα πρέπει να καταστήσει δυνατή την άμεση κάλυψη της απώλειας των παραδοσιακών ιδίων πόρων από τις διοικητικές υπηρεσίες οι οποίες, λόγω των ενεργειών τους, φέρουν απόλυτη ευθύνη της απώλειας πόρων εις βάρος του προϋπολογισμού του άλλου μέρους της συμφωνίας. Η ρήτρα αυτή περιλαμβάνεται ήδη στις οδηγίες διαπραγμάτευσης με τις αραβικές χώρες του Κόλπου, την Αλβανία και τις χώρες της ομάδας ΑΚΕ.

[28] Κοινοποίηση στην Επιτροπή της 17.07.2001 (Έγγρ. C(2001) 1954).

Έχουν προγραμματιστεί κατάλληλες συζητήσεις στις αρχές του 2003, στο επίπεδο του Συμβουλίου, μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, ώστε να καθοριστεί το νομικό πλαίσιο εφαρμογής μιας τέτοιας προσέγγισης.

4.7. Εφαρμογή του άρθρου 17, παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 1150/2000

Η Επιτροπή εξετάζει τους φακέλους που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του άρθρου 17 παράγραφος 2, όταν το ποσό των ενλόγω παραδοσιακών ιδίων πόρων υπερβαίνει το κατώτατο όριο των 10.000 ευρώ και η είσπραξή τους θεωρείται αβέβαιη, με σκοπό την εκτίμηση της επιμέλειας που επιδεικνύουν τα κράτη μέλη κατά την είσπραξη αυτών των κοινοτικών απαιτήσεων.

Όσον αφορά την κοινοποίηση των περιπτώσεων αυτών, η Επιτροπή, με βάση την ευνοϊκή γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ιδίων Πόρων, εξέδωσε την απόφαση C(2002) 416, τελική, της 13.03.2002, για την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 97/245/ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ [29] της 20.03.1997 σχετικά με τη διαδικασία κοινοποίησης ορισμένων πληροφοριών που διαβιβάζονται στην Επιτροπή στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος ιδίων πόρων. Η τροποποίηση αυτή, η οποία αφορά κυρίως στο παράρτημα 6 της απόφασης της 20.03.1997, αποσκοπεί στην περαιτέρω βελτίωση του μηχανισμού πληροφόρησης της Επιτροπής από τα κράτη μέλη όσον αφορά την παρακολούθηση της δράσης τους στον τομέα της είσπραξης των ιδίων πόρων.

[29] ΕΕ L 97 της 12.04.1997, σ.12.

Στην πράξη, και όσον αφορά την εν λόγω περίοδο, διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή από τη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο 426 αιτήσεις απαλλαγής από την υποχρέωση απόδοσης (εκ των οποίων οι 317 προέρχονται από τη Γερμανία) και αντιπροσωπεύουν συνολικά το ποσό των 148.103.290,28 ευρώ [30]. Λόγω του αριθμού των φακέλων που διαβιβάστηκαν από το 2000 έως το 2002, η Επιτροπή ανέπτυξε μια βάση δεδομένων για τη βελτίωση της διαχείρισης της διαδικασίας απαλλαγής από την υποχρέωση απόδοσης. Η μέθοδος αυτή έδωσε τη δυνατότητα να επιτευχθούν, σε πολύ σύντομες προθεσμίες, λειτουργικά συμπεράσματα στον τομέα δημοσιονομικής ευθύνης.

[30] Δηλαδή, 327 περιπτώσεις συνολικού ύψους 42.650.456,00 ευρώ, το 2000, 12 περιπτώσεις συνολικού ύψους 2.434.780,85 ευρώ, το 2001, και 87 περιπτώσεις συνολικού ύψους 103.018.053,43 ευρώ, το 2002.

Όσον αφορά την επεξεργασία των φακέλων, η Επιτροπή εξέτασε αυτή την περίοδο 424 φακέλους συνολικής αξίας 98.008.529,14 ευρώ (βλ. πίνακα παρακάτω). Η εξέταση των φακέλων αυτών εξασφαλίζεται από μια διυπηρεσιακή ομάδα που συνήλθε εφτά φορές κατά την περίοδο 2000-2002. Οι εκπρόσωποι των υπηρεσιών της Επιτροπής ενημερώθηκαν συστηματικά για τους φακέλους αυτούς και έλαβαν πολλές άλλες χρήσιμες πληροφορίες προς εξέταση, πριν από τις συνεδριάσεις.

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Λόγω του αριθμού των κρατών μελών που κοινοποίησαν περιπτώσεις απαλλαγής από την υποχρέωση απόδοσης, η Επιτροπή πιστεύει πάντα ότι στο επίπεδο αυτό εξακολουθεί να υπάρχει ένα ουσιαστικό πρόβλημα. Ελπίζει ότι βάσει του νέου άρθρου 17, παράγραφος 2 που εντάχθηκε στο σχέδιο τροποποίησης του κανονισμού αριθ. 1150/2000, όπως περιγράφεται παραπάνω, τα κράτη μέλη θα κατανοήσουν καλύτερα την έννοια των οριστικά μη ανακτήσιμων ποσών και θα λάβουν τα μέτρα για την εκκαθάριση της χωριστής λογιστικής με σκοπό την επίτευξη μιας πιο αντικειμενικής λογιστικής κατάστασης.

Το 1997, η Γερμανία, διαβίβασε στην Επιτροπή 115 φακέλους. Ωστόσο, την εποχή αυτή, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να τους επεξεργαστεί γιατί δεν υποβλήθηκαν βάσει του κοινοτικού προτύπου που προβλέπεται στην απόφαση της Επιτροπής του Μαρτίου 1997 - ενός εντύπου σχεδιασμένου ειδικά για τη διευκόλυνση της επεξεργασίας των αιτήσεων απαλλαγής από την υποχρέωση απόδοσης. Έτσι, η Επιτροπή ζήτησε από τη Γερμανία να υποβάλει εκ νέου τις περιπτώσεις αυτές με βάση τις διατάξεις της προαναφερθείσας απόφασης. Τον Μάιο 2000, η Γερμανία κοινοποίησε τελικά έναν διεξοδικότερο κατάλογο 282 περιπτώσεων για την περίοδο 1994-1998, και στη συνέχεια άλλες 35 περιπτώσεις. Η Επιτροπή εξετάζει το ενδεχόμενο να κινήσει τη διαδικασία επί παραβάσει βάσει του άρθρου 226 της Συνθήκης ΕΚ κατά της Γερμανίας, λόγω της άρνησής της να της κοινοποιήσει τις συμπληρωματικές πληροφορίες που απαιτούνται για την εξέταση ορισμένων φακέλων καθώς και για την άρνησή της να προβεί στην απόδοση των ποσών για τους φακέλους για τους οποίους η απαλλαγή δεν έγινε δεκτή.

5. Αξιολόγηση του συστήματος ελέγχου

5.1. Γενική αξιολόγηση

Οι ανωμαλίες που παρατηρήθηκαν στη λειτουργία του συστήματος ελέγχου των παραδοσιακών ιδίων πόρων κατά τη διάρκεια της περιόδου 2000-2002 επιβεβαιώνουν, όπως και τα προηγούμενα οικονομικά έτη, τα οφέλη που αποκομίζει η Επιτροπή από τους ελέγχους που πραγματοποιεί. Τα παραδοσιακά εργαλεία που χρησιμοποιεί η Επιτροπή για να δώσει συνέχεια στους ελέγχους της είναι η διόρθωση από τα κράτη μέλη των μη συμβατών εθνικών διαδικασιών, η λογιστική τακτοποίηση παλαιών φακέλων (μέχρι την προθεσμία διαγραφής τους), οι διορθώσεις των μεμονωμένων ανωμαλιών που παρατηρούνται, η επεξήγηση των κοινοτικών κειμένων και η συντονισμένη βελτίωση της κοινοτικής νομοθεσίας σε περίπτωση συνεχιζόμενων δυσλειτουργιών.

Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις αποτελούν τις ορατές επιπτώσεις των επιτόπιων ελέγχων αλλά δεν είναι ο μοναδικός λόγος διεξαγωγής τους. Πράγματι, οι ειδικοί έλεγχοι που διενεργεί ο διατάκτης, βάσει του συνόλου των πληροφοριών που συλλέγονται από τα κράτη μέλη και βάσει της ανάλυσής τους, μπορούν να επηρεάσουν τη διαδικασία βελτίωσης της νομοθεσίας κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης να λαμβάνονται δεόντως υπόψη.

Εκτός από τα προαναφερθέντα μέσα, υπάρχουν ορισμένες συμπληρωματικές ενέργειες του κλασικού συστήματος ελέγχων που καθιστούν δυνατή τη διεύρυνση του πεδίου ελέγχου της Επιτροπής. Οι ενέργειες αυτές περιγράφονται παρακάτω.

5.2. Σχέσεις με το Ελεγκτικό Συνέδριο

Η Επιτροπή διατηρεί στενή και τακτική επικοινωνία με το Ελεγκτικό Συνέδριο όσον αφορά την παρακολούθηση των εργασιών του Συνεδρίου - που αντιπροσωπεύουν 20% περίπου της δραστηριότητας της διοικητικής μονάδας ελέγχου των παραδοσιακών ιδίων πόρων - κυρίως βάσει της αμοιβαίας ενημέρωσης των ενεργειών ελέγχου που προγραμματίζονται και της κοινοποίησης κάθε έκθεσης ελέγχου που διαβιβάζεται στα κράτη μέλη καθώς και των απαντήσεων των κρατών μελών. Το Συνέδριο, στο πλαίσιο της προετοιμασίας των δικών του ελέγχων, επωφελείται από τις πληροφορίες και την εμπειρία της Γενικής Διεύθυνσης Προϋπολογισμού.

Το 1998, η αρμόδια διοικητική μονάδα για τους παραδοσιακούς ιδίους πόρους στο πλαίσιο της Επιτροπής δημιούργησε μια ομάδα εργασίας ad hoc για την ανάλυση των ετήσιων και ειδικών εκθέσεων και των τομεακών επιστολών του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και για τη διοικητική και δημοσιονομική παρακολούθηση των παρατηρήσεων που αναφέρονται στις εκθέσεις του Συνεδρίου. Τα καθήκοντα και οι ευθύνες αυτής της ομάδας εργασίας αναδιοργανώθηκαν κατά τη διάρκεια της ενλόγω περιόδου ώστε να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότερη παρακολούθηση εντός αυστηρότερων προθεσμιών. Η ομάδα εργασίας φροντίζει, επίσης, για την έγκαιρη αποστολή των απαντήσεων των κρατών μελών.

Όσον αφορά την εξεταζόμενη περίοδο, η Επιτροπή εξασφάλισε την παρακολούθηση των ειδικών εκθέσεων που κατήρτισε το Συνέδριο στον τομέα της ασφάλειας και των εγγυήσεων και στον τομέα της δασμολογητέας αξίας. Επίσης, η Επιτροπή έδωσε συνέχεια στις ετήσιες εκθέσεις 1999 [31], 2000 και 2001. Παράλληλα, συνέβαλε στην επεξεργασία των απαντήσεων στις ερωτήσεις σχετικά με την πλευρά των παραδοσιακών ιδίων πόρων που αναφέρονται στο ερωτηματολόγιο [32] που συνέταξε ο κ. Blak, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της απαλλαγής 1999. Επίσης, εξασφαλίστηκε η παρακολούθηση των ετήσιων εκθέσεων που χρησιμεύουν ως βάση για την απαλλαγή. Εδώ, πρέπει επίσης να αναφερθεί η σχεδόν συνεχής παρακολούθηση του φακέλου "Βούτυρο Νέας Ζηλανδίας" (ειδική έκθεση 1/98). Υπενθυμίζεται επίσης ότι η Επιτροπή ανέλαβε εκ νέου τον συντονιστικό ρόλο της πρώην ομάδας "Zepter" και ανταποκρίθηκε σε όλες τις αιτήσεις πληροφοριών που διατυπώθηκαν από το Συνέδριο όσον αφορά την παρακολούθηση αυτού του φακέλου.

[31] Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έλαβε υποσημείωση και χαιρέτισε τις προσπάθειες και τις πρωτοβουλίες της Επιτροπής να δώσει συνέχεια στις παρατηρήσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου - Βλ. έγγραφο Ε.Κ. 294.389 της 10.01.2001.

[32] Βλ. έγγραφο Ε.Κ. 294.293 της 30.11.2000.

Επίσης, όσον αφορά την περίοδο 2000-2002, η Επιτροπή επεξεργάστηκε 53 τομεακές επιστολές. Στο τέλος της ενλόγω περιόδου, 30 τομεακές επιστολές παραμένουν ανοικτές [33], εν αναμονή των απαντήσεων των κρατών μελών ή της απόδοσης των ενλόγω ιδίων πόρων ή λόγω του ότι η παρακολούθηση οδήγησε στην κίνηση διαδικασιών επί παραβάσει [34] βάσει του άρθρου 226 της Συνθήκης ΕΚ.

[33] Αυτές οι 30 επιστολές κατανέμονται ως εξής: 5 για τη Γερμανία, 4 για το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, 3 για την Ισπανία, 2 για τις Κάτω Χώρες και τη Σουηδία, 1 για τη Δανία και την Αυστρία.

[34] Από το 1997, παραμένουν εκκρεμείς 40 επιστολές.

Επιπλέον, το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχει τακτικά τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Κατά τη διάρκεια της ενλόγω περιόδου διενήργησε δύο ελέγχους στον τομέα των παραδοσιακών ιδίων πόρων. Οι ενδεχόμενες παρατηρήσεις του Συνεδρίου αποτελούν σημαντική συνεισφορά για την Επιτροπή όσον αφορά την αξιολόγηση των ενεργειών της και των αποτελεσμάτων τους.

5.3. Κοινός μηχανισμός ελέγχου (Joint Audit Arrangement)

Η διαδικασία του κοινού μηχανισμού ελέγχου - γενικού όρου για τον χαρακτηρισμό της συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των υπηρεσιών εσωτερικού ελέγχου ορισμένων κρατών μελών για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής εμπειριών, πραγματογνωμοσύνης και τεχνικών στον τομέα του εσωτερικού ελέγχου - ξεκίνησε το 1994 και πέρασε από διάφορα στάδια ανάπτυξης με καλά αποτελέσματα. Η υποομάδα ελέγχου, η οποία δημιουργήθηκε υπό την αιγίδα της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ιδίων Πόρων, συνέρχεται τακτικά με τις αντιπροσωπείες όλων των κρατών μελών για ανταλλαγές απόψεων.

Στο πλαίσιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ιδίων Πόρων, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, με δική τους πρωτοβουλία, και σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή, ανέπτυξαν έγγραφα εργασίας που περιέχουν σχέδια και εργαλεία ελέγχου, τα οποία αποτελούν τις ενότητες ελέγχου. Οι ενότητες αυτές έχουν τη μορφή διαρθρωμένων πινάκων που καθιστούν δυνατή την αξιολόγηση των βασικών ελέγχων που πραγματοποιούνται σε όλα τα κράτη μέλη ώστε να διασφαλίζεται η δέουσα βεβαίωση, λογιστική καταχώριση και απόδοση των ιδίων πόρων στην Επιτροπή. Παράλληλα, η διάρθρωση σε ενότητες [35] επιτρέπει την αξιολόγηση των δυνατοτήτων ενός συστήματος και την επισήμανση των ενδεχόμενων διαρθρωτικών αδυναμιών που πρέπει να διορθωθούν.

[35] Επί του παρόντος είναι διαθέσιμες οι εξής ενότητες: Θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, συμπεριλαμβανομένης της λογιστικής A, Εξωτερική διαμετακόμιση (T1 και TIR), Αποθήκευση, Συστήματα γενικευμένων προτιμήσεων, Τελειοποίηση προς επανεξαγωγή , Χωριστή λογιστική.

Επί του παρόντος συμμετέχουν ενεργά στην πρωτοβουλία αυτή το Βέλγιο, η Δανία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες, η Αυστρία, η Πορτογαλία, η Φινλανδία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Βάσει των παραπάνω ενοτήτων, η Επιτροπή, σε συνεργασία με κράτη μέλη εθελοντές, ανέπτυξε μια εναλλακτική μέθοδο για τη βελτίωση των από κοινού ελέγχων (δηλαδή εκείνων που διενεργούνται στο πλαίσιο του άρθρου 18, παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 1150/2000) και που απαιτούν στενότερη συνεργασία. Η Δανία, οι Κάτω Χώρες και η Αυστρία εξέφρασαν την προθυμία τους να χρησιμοποιήσουν αυτή την προσέγγιση. Εφτά έλεγχοι αυτού του είδους πραγματοποιήθηκαν ήδη με αυτά τα κράτη μέλη.

Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, ο έλεγχος διενεργείται από την υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου του ενλόγω κράτους μέλους βάσει μιας κατάλληλης ενότητας που καλύπτει τον προεπιλεγμένο τελωνειακό ή/και λογιστικό τομέα. Στο τέλος των εργασιών, η ενλόγω υπηρεσία καταρτίζει έκθεση η οποία αποστέλλεται συγχρόνως στην εθνική διοίκηση και στην Επιτροπή. Η Επιτροπή, με τη σειρά της, εξετάζει τα αποτελέσματα των εργασιών ελέγχου και επισκέπτεται εν συντομία το κράτος μέλος για να συνδιαλεχθεί με την ομάδα εσωτερικού ελέγχου και να ελέγξει τα έγγραφα εργασίας και τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε.

Μετά την επίσκεψη αυτή, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τα βασικά σημεία της έκθεσης. Κατόπιν, η Επιτροπή καταρτίζει τη δική της έκθεση. Οι ενδεχόμενες ανωμαλίες - επί μέρους ή δομικές - γίνονται αντικείμενο δημοσιονομικού διακανονισμού υπό κανονικές συνθήκες. Σε περίπτωση που από την ανάλυση των συστημάτων προκύπτει ότι η ανωμαλία αφορά τη δομή, η Επιτροπή ενημερώνεται για τα προτεινόμενα μέτρα από το κράτος μέλος, ώστε να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες του συστήματος.

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη διαπίστωσαν σημαντικά πλεονεκτήματα από τη διεξαγωγή ελέγχων στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης. Όσον αφορά την Επιτροπή, η προσέγγιση αυτή προσφέρει αρκετές εγγυήσεις για την πραγματική αποτελεσματικότητα των εσωτερικών συστημάτων ελέγχου των κρατών μελών. Επίσης της δίνει τη δυνατότητα να εξοικονομεί πόρους που μπορεί να επενδύσει καλύτερα σε άλλους τομείς, κυρίως στις υποψήφιες χώρες. Όσον αφορά στα κράτη μέλη, η προσέγγιση αυτή σημαίνει λιγότερες διαταραχές στην καθημερινή εργασία των τελωνείων και αποτελεσματικότερη επένδυση στις οικείες διοικητικές υπηρεσίες. Επιπλέον, η Επιτροπή παρουσίασε τη διαδικασία του κοινού μηχανισμού ελέγχου και τα πλεονεκτήματά του κατά τη διάρκεια της 5ης σύσκεψης της ομάδας επαφής των ευρωπαϊκών οργανισμών δημοσιονομικού ελέγχου στη Μάλτα, το Οκτώβριο 2002.

5.4. Συνεκτίμηση των προσχωρουσών χωρών

Εν όψει του 2004, η Επιτροπή προσπάθησε, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, να προσδιορίσει μια στρατηγική προσέγγιση του προβληματισμού αυτού κυρίως από την πλευρά των προκαταρκτικών επισκέψεων πληροφόρησης και στη συνέχεια να προβαίνει στις απαιτούμενες ενέργειες στο πλαίσιο των διοικητικών υπηρεσιών των δέκα υποψήφιων χωρών, ώστε να εξασφαλιστεί ότι τα τελωνειακά και λογιστικά τους συστήματα ανταποκρίνονται στις κοινοτικές απαιτήσεις όσον αφορά την επιχειρησιακή επεξεργασία των ιδίων πόρων.

Ορισμένα μέλη της Επιτροπής συμμετείχαν ενεργά σε σεμινάρια για την κινητοποίηση των υπαλλήλων των διοικητικών υπηρεσιών των υποψηφίων χωρών όσον αφορά την ένταξή τους στο σύστημα των παραδοσιακών ιδίων πόρων. Τα σεμινάρια αυτά έγιναν στη Λιθουανία (Οκτώβριος 2000), στη Μάλτα (Φεβρουάριος 2001), στη Κύπρο (Φεβρουάριος 2001), στην Πολωνία (Μάρτιος 2001) και στη Βουλγαρία (Οκτώβριος 2001). Αποδείχθηκαν πάρα πολύ χρήσιμα γιατί προέβαλαν τις διάφορες πλευρές τις οποίες πρέπει να λάβουν υπόψη οι υποψήφιες χώρες κατά τη διάρκεια των εργασιών μεταρρύθμισης, ώστε να μπορέσουν να προετοιμαστούν με τους καλύτερους όρους. Στα σεμινάρια προστίθενται επίσης και διάφορες προπαρασκευαστικές εργασίες.

Έτσι, η Επιτροπή κατάρτισε έναν πρακτικό οδηγό που περιέχει τα συγκεκριμένα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από τις αρχές αυτών των χωρών για τη μεταφορά του κοινοτικού κεκτημένου στις εθνικές τους νομοθεσίες. Η κατάσταση ελέγχου αποτελεί πολύτιμη τεχνική βοήθεια για τη διευκόλυνση της προετοιμασίας τους όσον αφορά τον ειδικό τομέα των παραδοσιακών ιδίων πόρων. Αυτή η κατάσταση ελέγχου έδωσε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να αναπτύξει ένα ερωτηματολόγιο το οποίο εστάλη στις 10 υποψήφιες χώρες της Ομάδας Λάακεν - δηλαδή σε όλες τις υποψήφιες χώρες με τις οποίες η Επιτροπή βρισκόταν σε στάδιο διαπραγματεύσεων, με εξαίρεση τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία - με σκοπό τη διεξαγωγή μιας πρώτης αξιολόγησης των προόδων που πραγματοποιήθηκα από τις υποψήφιες χώρες κατά την προετοιμασία του υπολογισμού και της πληρωμής των ιδίων πόρων. Για κάθε διοικητικό όρο που πρέπει να καλυφθεί, ζητήθηκε από τις ενδιαφερόμενες χώρες να προσδιορίσουν εάν διέθεταν ήδη τις κατάλληλες εθνικές κανονιστικές διατάξεις και υποδομές για την κάλυψη του ενλόγω όρου. Επιπλέον, ζητήθηκε από τις χώρες αυτές να προβούν στην προσομοίωση των λογιστικών καταστάσεων στον τομέα των παραδοσιακών ιδίων πόρων.

Οι εργασίες αυτές συμπληρώθηκαν από επιτόπιες επισκέψεις για την παροχή τεχνικής βοήθειας καθώς και για την παρακολούθηση των απαντήσεων που δόθηκαν στο ερωτηματολόγιο. Οι επισκέψεις αυτές έδωσαν κυρίως τη δυνατότητα να αρθούν οι ενδεχόμενες παρανοήσεις όσον αφορά τις πολύ τεχνικές πλευρές της λειτουργίας του συστήματος των ιδίων πόρων και να γίνει ο απολογισμός των προόδων που πραγματοποιήθηκαν ήδη και των ενεργειών που πρέπει να προγραμματιστούν - ενόψει της πλήρους εφαρμογής αυτού του συστήματος ήδη από τις πρώτες ημέρες της προσχώρησης. Επίσης, έδωσαν την ευκαιρία, αφενός, της κοινής παρουσίασης και προετοιμασίας μας ενιαίας μεθόδου υπολογισμού των πόρων (και των δαπανών) και, αφετέρου, της διευκόλυνσης των διαπραγματεύσεων σχετικά με το κεφάλαιο του προϋπολογισμού με τη δημιουργία κοινής ορολογίας και μεθόδου.

Βάσει των (σχεδίων) εθνικών κανονιστικών διατάξεων των υποψήφιων χωρών και τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιό της, η Επιτροπή μπόρεσε να διατυπώσει θετική γνώμη όσον αφορά την ποιότητα των υφιστάμενων εθνικών διαδικασιών και των προόδων που πραγματοποιήθηκαν ενόψει της μελλοντικής προσχώρησης. Λόγω του χρονοδιαγράμματος και των προσπαθειών που πρέπει ακόμη να καταβληθούν καθώς του ενδιαφέροντος που διατυπώθηκε από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο για τις προπαρασκευαστικές εργασίες στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή, η Επιτροπή κρίνει ότι το θέμα αυτό είναι απόλυτης προτεραιότητας. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή θα χορηγήσει στοχοθετημένη τεχνική βοήθεια στους τομείς που χρειάζονται ακόμη συντονισμένες προσπάθειες προσαρμογής καθόλη τη διάρκεια του 2003. Επιπλέον, θα δοθεί προτεραιότητα στην αξιολόγηση των συστημάτων είσπραξης σε πραγματικό χρόνο.

Εξυπακούεται ότι το άνοιγμα αυτό προς τις υποψήφιες χώρες και η επένδυση που απαιτείται από την Επιτροπή - σε σταθερά επίπεδα υπάλληλων - θα μεταφραστεί αναγκαστικά στον αναπροσανατολισμό της εκτέλεσης των ελέγχων που προορίζονται για τα δεκαπέντε τρέχοντα κράτη μέλη. Έτσι, ο αριθμός των λεγόμενων κλασικών αποστολών θα μειωθεί, κατ'αρχήν, σε μια και μόνη αποστολή ελέγχου ανά κράτος μέλος. Σε ορισμένα κράτη μέλη, ο έλεγχος θα διενεργείται σύμφωνα με τη προσέγγιση του κοινού μηχανισμού ελέγχου. Αυτό δεν αποκλείει φυσικά ορισμένες συμπληρωματικές αποστολές σύντομης διάρκειας για τη διεξοδική εξέταση ορισμένων πλευρών που θίχθηκαν κατά τη διάρκεια των προηγούμενων προγραμμάτων ελέγχου. Επιπλέον, η Επιτροπή σκέφτεται το ενδεχόμενο να ζητήσει τη συμμετοχή των κρατών μελών στις αποστολές ελέγχου.

6. Συμπεράσματα

Τα αποτελέσματα που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου 2000-2002, καθώς και οι προοπτικές που ανοίγονται, επιβεβαιώνουν ότι είναι ανάγκη να διενεργούνται έλεγχοι από την Επιτροπή στο πλαίσιο των παραδοσιακών ιδίων πόρων. Οι έλεγχοι αυτοί δίνουν πράγματι τη δυνατότητα να εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση μεταξύ των κρατών μελών τόσο στο επίπεδο της εφαρμογής των κανονιστικών διατάξεων τελωνειακού και λογιστικού χαρακτήρα όσο και στο επίπεδο της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό σημαίνει ότι για την αθέτηση αυτών των κανονιστικών διατάξεων, τα κράτη μέλη υφίστανται τις ίδιες συνέπειες.

Η Επιτροπή, λαμβάνοντας τα απαιτούμενα μέτρα για την περαιτέρω βελτίωση της διενέργειας των κλασικών αποστολών της, προτίθεται να αναπτύξει παράλληλα τους ελέγχους της στους ακόλουθους τρεις τομείς:

- Παρακολούθηση: με προορισμό τις προσχωρούσες χώρες, με σκοπό να διασφαλιστεί σε αποδεκτό βαθμό ότι τα συστήματα είσπραξης των παραδοσιακών ιδίων πόρων των χωρών αυτών ανταποκρίνονται στις κοινοτικές απαιτήσεις, το αργότερο τη στιγμή της προσχώρησής τους,

- Εσωτερική δημοσιονομική ευθύνη των κρατών μελών: αρχή βάσει της οποίας τα κράτη μέλη πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνη των σφαλμάτων τους. Οι διάφορες διαδικασίες επί παραβάσει που υποβάλλονται ενώπιον του Δικαστηρίου πρέπει να οδηγήσουν στον οριστικό προσδιορισμό ορισμένων κατευθυντήριων γραμμών,

- Εξωτερική δημοσιονομική ευθύνη: στο σημείο αυτό πρέπει να συνεχιστεί ο κατάλληλος προβληματισμός ώστε να αποκατασταθούν οι αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά τα δημοσιονομικά μεγέθη που προκύπτουν από την κακή διαχείριση των προτιμησιακών συμφωνιών.