52003DC0034

Ανακοίνωση της Επιτροπής - Δεύτερη έκθεση προόδου σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή /* COM/2003/0034 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ - Δεύτερη έκθεση προόδου σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή

Συγκεντρωτική παρουσίαση και συμπεράσματα

I. Εισαγωγη

Η συζήτηση που προκλήθηκε από την Επιτροπή μετά την έγκριση της Δεύτερης Έκθεσης για την Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή σχετικά με τις επιλογές της μελλοντικής πολιτικής στον τομέα της συνοχής, συνέχισε να απασχολεί τα κυριότερα ενδιαφερόμενα μέρη στις περιφέρειες όσο και στα σημερινά και μελλοντικά κράτη μέλη καθώς επίσης και στα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Η παρούσα δεύτερη έκθεση προόδου παρουσιάζει μία ενημερωμένη ανάλυση της κατάστασης και των τάσεων που εμφανίζονται στις περιφέρειες, καθώς και τα κυριότερα θέματα συζήτησης κατά τη διάρκεια του 2002 για τη μελλοντική πολιτική συνοχής.

II. Αναλυση της καταστασησ και των τασεων: η προκληση τησ διευρυνσησ

Η διεύρυνση της Ευρώπης με την ένταξη 25 κρατών μελών παρουσιάζει μία άνευ προηγουμένου πρόκληση για την ανταγωνιστικότητα και την εσωτερική συνοχή της Ένωσης. Πρέπει να εξετασθούν διάφοροι παράγοντες, οι οποίοι θα έχουν αναμφίβολα επιπτώσεις στη μελλοντική πολιτική συνοχής, μεταξύ των οποίων:

- Μία άνευ προηγουμένου διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση: η διαφορά του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ μεταξύ του 10% του πληθυσμού που ζει στις πλέον ευημερούσες περιφέρειες και του ίδιου ποσοστού που ζει στις λιγότερο ευημερούσες περιφέρειες θα είναι υπερδιπλάσια στην ΕΕ των 25 σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατεί στην ΕΕ των 15.

- Η γεωγραφική μετατόπιση στο "μοντέλο" των ανισοτήτων: στην ΕΕ των 25 κρατών μελών, 116 εκατ. άτομα, ή το 25% του συνολικού πληθυσμού, θα ζει σε περιφέρειες με κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ κάτω του 75% του μέσου όρου της ΕΕ, έναντι 68 εκατ. ατόμων, ή το 18% του συνόλου, στην ΕΕ των 15 κρατών μελών. Από αυτούς, τέσσερις στους δέκα πολίτες θα ζουν σε περιφέρειες που ανήκουν στα σημερινά κράτη μέλη ενώ οι άλλοι έξι θα είναι υπήκοοι των υποψηφίων χωρών.

- Μία λιγότερη ευνοϊκή κατάσταση απασχόλησης: τρία εκατομμύρια θέσεις απασχόλησης θα πρέπει να δημιουργηθούν προκειμένου να ευθυγραμμισθεί το μέσο επίπεδο απασχόλησης στα νέα κράτη μέλη με εκείνο των υπολοίπων κρατών της ΕΕ εξαιτίας της τάσης που παρατηρείται όσον αφορά τη μείωση του ποσοστού απασχόλησης και ενός υψηλότερου μακροπρόθεσμου ποσοστού ανεργίας των νέων. Στη διευρυμένη ΕΕ, θα συνεχίσουν να υπάρχουν σημαντικές ανισότητες απασχόλησης ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και το επίπεδο των προσόντων και ικανοτήτων.

Αφετέρου, άλλοι παράγοντες καταδεικνύουν το οικονομικό δυναμικό μιας διευρυμένης ΕΕ: οι υποψήφιες χώρες γενικά παρουσιάζουν ένα υψηλότερο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης από εκείνον των σημερινών κρατών μελών και θα βοηθήσουν γενικά στην αύξηση του μέσου επιπέδου εκπαίδευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ τα άτομα με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης θα συνεχίσουν να συγκεντρώνονται σε άλλες περιοχές ορισμένων περιφερειών της Νοτίου Ευρώπης (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα).

III. Τα κυριοτερα θεματα συζητησησ για την μελλοντικη πολιτικη συνοχησ

Οι διάφορες συνεισφορές που εξετάστηκαν στην παρούσα έκθεση δείχνουν ότι η συζήτηση για το μέλλον της πολιτικής στον τομέα της συνοχής παρέμεινε έντονη καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου μετά τη δημοσίευση της πρώτης εκθέσεως προόδου ένα χρόνο πριν. Οι συνεισφορές αυτές, μαζί με τα αποτελέσματα των διαφόρων αναλύσεων και μελετών της Επιτροπής, κατέστησαν δυνατή την επιβεβαίωση τεσσάρων σημαντικών συνεισφορών στην πολιτική αυτή:

- μία δράση ανακατανομής υπέρ των λιγότερο ανεπτυγμένων κρατών μελών και περιφερειών (με σημαντικές μακροοικονομικές επιπτώσεις και προώθηση της πραγματικής σύγκλισης).

- ενίσχυση της οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης (ανάπτυξη της υποδομής δικτύων, βελτιωμένη πρόσβαση σε απομακρυσμένες περιφέρειες, σχέδια συνεργασίας).

- συνεισφορά στην επίτευξη κοινοτικών προτεραιοτήτων που καθορίστηκαν από τη στρατηγική της Λισσαβώνας, και οι οποίες επικυρώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Gφteborg, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής και κοινωνικής αναδιάρθρωσης που προκύπτει από την παγκοσμιοποίηση.

- συνεισφορά στη βελτίωση της διαχείρισης (σύναψη εταιρικών σχέσεων, ανάπτυξη παιδείας στον τομέα της αξιολόγησης, κ.λπ.).

Η συζήτηση κατέστησε επίσης δυνατό τον καθορισμό ενός καταλόγου βασικών θεμάτων στα οποία θα πρέπει να δοθούν απαντήσεις στην τρίτη έκθεση για την οικονομική και κοινωνική συνοχή. Τα θέματα αυτά μπορούν να διακριθούν σε δύο ομάδες: προτεραιότητες για την μελλοντική πολιτική συνοχής και μέθοδος εφαρμογής.

(i) Προτεραιότητες για τη μελλοντική πολιτική

Δράση στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες

Η παρούσα έκθεση προόδου επιβεβαιώνει τόσο την άνευ προηγουμένου αύξηση των ανισοτήτων στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και την μακροπρόθεσμη φύση των προσπαθειών που απαιτούνται για τη μείωσή τους. Υπάρχει ευρεία συναίνεση για την ανάγκη συνέχισης της συγκέντρωσης των πόρων στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες, ιδιαίτερα σε εκείνες των νέων κρατών μελών.

Όσον αφορά στον τρόπο καθορισμού των λιγότερο ανεπτυγμένων περιφερειών, οι συμμετέχοντες στη συζήτηση δεν έθεσαν σοβαρά υπό αμφισβήτηση τη συνέχιση της χρήσης των σημερινών κριτηρίων επιλεξιμότητας που στηρίζονται στο γεωγραφικό επίπεδο NUTS II όσο και στο κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ - κριτήρια που διαθέτουν το προσόν της απλότητας και της διαφάνειας - ακόμη και εάν ορισμένοι συμμετέχοντες ζήτησαν την προσθήκη και άλλων κριτηρίων.

Ειδικές περιπτώσεις

Υπήρξε ευρεία συζήτηση για τη θέση που έπρεπε να διαφυλαχθεί για ορισμένες ειδικές κατηγορίες περιφερειών στο πλαίσιο της μελλοντικής πολιτικής.

Κατά πρώτο λόγο, σημειώθηκε ευρεία συμφωνία για την ανάγκη θέσπισης δίκαιων ρυθμίσεων για τις περιφέρειες των σημερινών κρατών μελών, οι οποίες είναι σήμερα επιλέξιμες στο πλαίσιο του στόχου 1, και οι οποίες, ενώ δεν έχουν συμπληρώσει τη διαδικασία της οικονομικής σύγκλισης, θα μπορούσαν να καταστούν μη επιλέξιμες απλά και μόνον λόγω της μείωσης του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση (στατιστική επίπτωση). Σύμφωνα με τα δεδομένα για το 2000, 18 περιφέρειες με πληθυσμό 21 εκατ. θα μπορούσαν να βρεθούν στην κατάσταση αυτή.

Κατά δεύτερο λόγο, τέθηκε το θέμα των περιφερειών οι οποίες δεν θα πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας, προκειμένου να θεωρηθούν λιγότερο ανεπτυγμένες, ακόμη και χωρίς τη διεύρυνση, λόγω του γεγονότος ότι παρουσίασαν κατά κεφαλήν εισόδημα άνω του 75% του μέσου όρου της ΕΕ των 15. Διάφοροι συμμετέχοντες στη συζήτηση υποστήριξαν την παροχή βοήθειας υπό τη μορφή σταδιακής μείωσης της κοινοτικής ενίσχυσης για τις περιφέρειες αυτές.

Τέλος, τέθηκε το θέμα της μεταχείρισης την οποία θα έπρεπε να απολαύουν ορισμένες κατηγορίες περιφερειών. Αυτό αφορά κυρίως τις πλέον απομακρυσμένες περιφέρειες, των οποίων οι κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες αναγνωρίζονται από το άρθρο 299 της συνθήκης.

Άλλες περιφέρειες, οι οποίες αναφέρθηκαν στο πλαίσιο αυτό, είναι τα λιγότερο ευνοημένα νησιά που αναφέρονται στο άρθρο 158 και οι περιφέρειες με υπερβολικά χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού, ιδίως τα τμήματα εκείνα των βόρειων χωρών που εξομοιούνται σήμερα με περιφέρειες του στόχου 1 σύμφωνα με το πρωτόκολλο 6 της πράξης προσχώρησης της Αυστρίας, της Φιλανδίας και της Σουηδίας.

Η τρίτη έκθεση συνοχής θα πρέπει να εξετάσει τις ανάγκες των ειδικών αυτών περιπτώσεων με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη τις δυνατότητες που προσφέρονται βάσει των ρυθμίσεων για τις περιφέρειες που βρίσκονται εκτός των λιγότερο ανεπτυγμένων περιοχών.

Δράση εκτός των λιγότερο ανεπτυγμένων περιφερειών

Κατά την περίοδο 2000-06, το ένα τρίτο περίπου των πιστώσεων των διαρθρωτικών ταμείων θα κατευθυνθεί σε περιφέρειες οι οποίες δεν είναι επιλέξιμες στο πλαίσιο του στόχου 1.

Παρά το γεγονός ότι τα προβλήματα της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής εκτός των περιφερειών που παρουσιάζουν υστέρηση είναι, εξ ορισμού, μικρότερης κλίμακας, υπάρχουν διάφορες σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει συνολικά η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ιδιαίτερα, τα θέματα της ανταγωνιστικότητας, της αειφόρου ανάπτυξης και της οικονομικής και κοινωνικής αναδιάρθρωσης αφορούν όλα τα κράτη μέλη. Οι προκλήσεις αυτές αντανακλούν μια μεγάλη ποικιλία εν δυνάμει αναγκών και καταστάσεων, σε αντίθεση προς τις εντονότερες αλλά σαφείς ανάγκες των περιφερειών που παρουσιάζουν υστέρηση, ιδιαίτερα στα νέα κράτη μέλη. Ο μεγάλος αυτός όγκος προκλήσεων υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη συγκέντρωσης της βοήθειας καθώς και της επικέντρωσής της σε ποιοτικά, συστημικά στοιχεία με στόχο την αύξηση της κοινοτικής προστιθέμενης αξίας.

Οι αρχικές θέσεις ορισμένων κρατών μελών που συμμετείχαν στη συζήτηση ότι οι δράσεις της φύσεως αυτής εκτός των περιφερειών του στόχου 1 θα πρέπει να εγκαταλειφθούν πλήρως από την Ευρωπαϊκή Ένωση και να ανατεθούν εκ νέου οι ευθύνες στα κράτη μέλη ("επανεθνικοποίηση") δεν φάνηκε να κερδίζουν έδαφος, ενώ αναγνωρίστηκε η ανάγκη για την διάθεση μέσων για την επίτευξη βασικών ευρωπαϊκών προτεραιοτήτων. Στο θέμα αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβώνας, έθεσε ως σκοπό την επίτευξη ενός στρατηγικού στόχου για την προσεχή δεκαετία: να καταστεί παγκοσμίως η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία με βάση τις γνώσεις, η οποία να είναι ικανή να επιτύχει αειφόρο οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις απασχόλησης και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή. Η στρατηγική αυτή αναμένεται να βοηθήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιτύχει εκ νέου τόσο συνθήκες πλήρους απασχόλησης, ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής όσο και την ενίσχυση της περιφερειακής συνοχής. Μια στρατηγική αειφόρου ανάπτυξης για την Ευρωπαϊκή Ένωση αποφασίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Gφteborg.

Ένας μεγάλος αριθμός συμμετεχόντων υπογράμμισε ότι τα κράτη μέλη και οι περιφέρειες δεν διαθέτουν τις ίδιες δυνατότητες για την επίτευξη των στόχων αυτών. Επιπροσθέτως, μία πολιτική που έχει ως στόχο την αντιμετώπιση των διαφόρων προκλήσεων που υφίσταται η Ευρωπαϊκή Ένωση, που αναγνωρίζει και εμπλέκει το περιφερειακό επίπεδο, είναι σύμφωνη με το πνεύμα της Λευκής Βίβλου της Επιτροπής για τη διακυβέρνηση, και ιδιαίτερα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συνθήκη σχετικά με τη συνοχή, οι οποίες αφορούν στην προώθηση της συνολικής εναρμονισμένης ανάπτυξής της και της μείωσης των ανισοτήτων μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιφερειών και της υστέρησης των λιγότερο ευνοημένων περιφερειών ή νησιών, συμπεριλαμβανομένων των αγροτικών περιοχών.

Οι εν λόγω βασικές ευρωπαϊκές προτεραιότητες έχουν ήδη, σε ορισμένο βαθμό, ληφθεί υπόψη στη σημερινή περίοδο προγραμματισμού στο πλαίσιο του στόχου 2 (περιφέρειες υπό αναδιάρθρωση), του στόχου 3 (ανθρώπινοι πόροι), των κοινοτικών πρωτοβουλιών και καινοτόμων δράσεων καθώς και των δράσεων εκτός του στόχου 1 στον τομέα της αγροτικής πολιτικής και της αλιείας.

Παρόλα αυτά, οι σημερινές πολιτικές και μέσα έγιναν αντικείμενο κριτικής, ιδιαίτερα σχετικά με την επαρκή προστιθέμενη αξία που προσφέρουν, τον υπερβολικό φόρτο διοικητικής εργασίας που απαιτούν ορισμένες φορές σε σύγκριση προς τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται και με την ανεπαρκή ευθύνη των κρατών μελών σε σχέση με την αρχή της επικουρικότητας. Πολλοί ισχυρίζονται ότι παρόλο ότι η περιφέρεια συνεχίζει να είναι το κατάλληλο επίπεδο για τη σύλληψη και τη διαχείριση της βοήθειας για τους ανωτέρω λόγους, ο καθορισμός των επιλέξιμων περιοχών σε υποπεριφερειακό επίπεδο μπορεί να περιορίσει τεχνητά το πεδίο παρέμβασης της κοινοτικής βοήθειας και είναι δύσκολο να συμβαδίσει με μία προσέγγιση που θέτει έμφαση στους νέους παράγοντες ανταγωνιστικότητας.

Άλλοι συμμετέχοντες στη συζήτηση υπογράμμισαν την εδαφική διάσταση, αναφέροντας διάφορες αστικές, βιομηχανικές και αγροτικές περιοχές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, περιοχές που εξαρτώνται από την αλιεία ή περιοχές με φυσικά μειονεκτήματα. Πρέπει να τονιστεί ότι η εδαφική διάσταση μπορεί να είναι πλήρως συμβατή με την προσέγγιση που στηρίζεται στην επιδίωξη θεματικών προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εν κατακλείδι, οι προτεραιότητες και τα μέσα άσκησης πολιτικής εκτός των περιφερειών που παρουσιάζουν υστέρηση θα πρέπει να επαναδιατυπωθούν προκειμένου να μπορέσουν από κοινού να αντιμετωπίσουν τις σημερινές ελλείψεις και να χαράξουν μία νέα πολιτική η οποία να μπορεί να συμβάλλει σε μεγαλύτερο βαθμό στην οικονομική και κοινωνική συνοχή.

Συνεργασία

Αναγνωρίζεται επίσης ευρέως η ανάγκη συνέχισης δράσεων για την προώθηση της διασυνοριακής και διαπεριφερειακής συνεργασίας. Αυτό προκύπτει από την αναγνώριση ότι η επιτυχής εφαρμογή των δράσεων αυτών, οι οποίες είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την ευρωπαϊκή εδαφική ολοκλήρωση, απαιτεί οργάνωση σε υπερεθνικό επίπεδο. Η τρέχουσα περίοδος έχει καταδείξει τις δυσκολίες που παρουσιάζει η οργάνωση συνεκτικών προγραμμάτων στα οποία συμμετέχουν αρχές με διαφορετικές εθνικές διοικητικές και νομικές παραδόσεις. Ζητήθηκε από την Επιτροπή να εξετάσει τη δυνατότητα σύνταξης ενός νομικού κειμένου διασυνοριακής συνεργασίας το οποίο θα μπορούσε να διευκολύνει τη σχεδίαση και την εφαρμογή ευρωπαϊκών προγραμμάτων.

(ii) Εφαρμογή: απλοποίηση της διαχείρισης

Οι συζητήσεις για τον τρόπο απλοποίησης της διαχείρισης κατά τη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου και στο πλαίσιο του εν ισχύ, μέχρι τα τέλη του 2006, ρυθμιστικού πλαισίου κατέδειξαν τα βασικά προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν με στόχο την επόμενη περίοδο προγραμματισμού.

Οι εργασίες σχετικά με την τρέχουσα περίοδο βρέθηκαν στο επίκεντρο μίας συνεδρίασης υπουργών στις 7 Οκτωβρίου 2002. Οι περισσότερες από τις αντιπροσωπείες που παρίσταντο στη συνεδρίαση δήλωσαν ότι τα διδάγματα που απορρέουν από την περίοδο 2000-06 υποδεικνύουν ότι θα πρέπει να εξετασθούν αλλαγές της μεθόδου διαχείρισης για τη μελλοντική πολιτική συνοχής.

Ουσιαστικά, τα κράτη μέλη θα επιθυμούσαν να υπάρξει απλοποίηση και πολύ μεγαλύτερη αποκέντρωση των ευθυνών όσον αφορά όλες τις πλευρές της δημοσιονομικής διαχείρισης και ελέγχου των ευρωπαϊκών προγραμμάτων ευθύς μόλις συμφωνηθούν οι γενικές στρατηγικές απόψεις με την Επιτροπή. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει γενική συμφωνία ότι τα συστήματα διαχείρισης που διέπονται από πολύ λεπτομερείς κανόνες και στηρίζονται σε ένα ενιαίο μοντέλο είναι ακατάλληλα, λόγω των τεράστιων διαφορών από απόψεως αναγκών, μορφών βοήθειας και πόρων οι οποίοι θα πρέπει να διατεθούν, και λόγω της απαίτησης εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας. Η Επιτροπή έχει συνείδηση της κριτικής και των δυσκολιών που παρουσιάστηκαν από την προσέγγιση που αφορά την εφαρμογή πολλαπλών ταμείων.

Βάσει της εμπειρίας του παρελθόντος, αναγνωρίζεται ευρέως ότι ένα επιτυχές πλαίσιο στρατηγικής για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων πολιτικής εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα των συστημάτων εφαρμογής. Λόγω των ισχυουσών διαδικασιών εφαρμογής, οι προσπάθειες των κρατών μελών και της Επιτροπής επικεντρώθηκαν περισσότερο σε θέματα διοικητικής διαχείρισης των προγραμμάτων και λιγότερο σε θέματα περιεχομένου και στρατηγικών προτεραιοτήτων. Με τη διεύρυνση, απαιτούνται αλλαγές στο σημερινό σύστημα, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για ενίσχυση της διοικητικής ικανότητας των νέων κρατών μελών.

Υπάρχει επίσης ευρεία αναγνώριση ότι η διεύρυνση θα επιδεινώσει την ένταση μεταξύ της ανάγκης για ένα περισσότερο αποκεντρωμένο σύστημα εφαρμογής, αφενός, και της ανάγκης για αποτελεσματικό έλεγχο της χρηματοδότησης από την Επιτροπή, αφετέρου.

Οι εκπρόσωποι της Επιτροπής τόνισαν σε διάφορες περιστάσεις ότι οι αλλαγές του συστήματος διαχείρισης που προτείνονται από τα κράτη μέλη πρέπει να αξιολογηθούν υπό το φως του άρθρου 274 της συνθήκης, βάσει του οποίου η ευθύνη για την εφαρμογή του προϋπολογισμού ανατίθεται στην Επιτροπή. Γι' αυτό το λόγο, η περαιτέρω αποκέντρωση θα πρέπει να συνοδεύεται από σαφέστερο καθορισμό των ευθυνών που να παρέχουν τα αναγκαία εχέγγυα για τη χρήση των ευρωπαϊκών πόρων.

Μία δυνατότητα που θα πρέπει να διερευνηθεί στην τρίτη έκθεση συνοχής είναι το είδος της συμβατικής προσέγγισης που απαιτείται μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών (και, ενδεχομένως, των περιφερειακών αρχών στο πλαίσιο τριμερών ρυθμίσεων) προκειμένου να επικεντρωθεί η προσοχή στα αποτελέσματα που πρέπει να επιτυγχάνονται με τη χρήση κοινοτικών πόρων, με ταυτόχρονο σεβασμό της συνταγματικής οργάνωσης των κρατών μελών.

(iii) Άλλα θέματα

Δημοσιονομικοί πόροι

Η Επιτροπή συνέστησε στη δεύτερη έκθεση συνοχής ότι η συζήτηση για το μέλλον της ευρωπαϊκής πολιτικής συνοχής θα έπρεπε να επικεντρωθεί περισσότερο στο περιεχόμενο παρά στους δημοσιονομικούς πόρους. Κατά τον τρόπο αυτό, οι συμμετέχοντες στη συζήτηση ενθαρρύνθηκαν να σκεφθούν τί θα έπρεπε να επιδιώξουν τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιτύχουν μαζί στον τομέα αυτό με τη στήριξη της κοινοτικής πολιτικής. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό συνέβη, παρά το γεγονός ότι προτάσεις, όπως εκείνες που αφορούν την επανεθνικοποίηση της πολιτικής, έχουν την τάση να παρακινούνται από δημοσιονομικές θεωρήσεις.

Κατά τον καθορισμό των μελλοντικών δημοσιονομικών πιστώσεων για την οικονομική και κοινωνική συνοχή, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να λάβει υπόψη την άνευ προηγουμένου κλίμακα οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων σε μία διευρυμένη Ένωση οι οποίες υπογραμμίζονται στην παρούσα έκθεση προόδου, καθώς και την εντατική και μακροπρόθεσμης φύσεως προσπάθεια που απαιτείται για τη μείωσή τους. Η Επιτροπή θα παρουσιάσει τις προτάσεις της για τις νέες δημοσιονομικές προοπτικές εν ευθέτω χρόνω. Όπως αναφέρθηκε στην πρώτη έκθεση προόδου, πολλοί συμμετέχοντες στη συζήτηση, ιδίως σε περιφερειακό επίπεδο, θεωρούν ένα ποσοστό ίσο προς το 0,45% του κοινοτικού ΑΕγχΠ ως ελάχιστο επίπεδο για την διάθεση πόρων στην πολιτική συνοχής για την περίοδο μετά το 2006, θέση την οποία υιοθέτησε ιδίως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το Νοέμβριο του 2002 στη γνώμη του για την εν λόγω έκθεση.

Η συμβολή άλλων πολιτικών

Σχετικά με το θέμα της συνεκτικότητας μεταξύ κοινοτικών πολιτικών, οι εργασίες σε θέματα διακυβέρνησης προσφέρουν ήδη θέματα και ιδέες τα οποία η Επιτροπή ανέλαβε να διερευνήσει κατά την χάραξη μελλοντικών πολιτικών. Το περιεχόμενο των πολιτικών αυτών θα έπρεπε επίσης να λάβει υπόψη τη μεγάλη ποικιλομορφία και τις μεγαλύτερες εδαφικές ανισότητες της διευρυμένης Ένωσης. Θα πρέπει επίσης να συμπεριλαμβάνει, κατά σαφέστερο τρόπο, τη συμβολή στην οικονομική και κοινωνική συνοχή.

Ένα ιδιαίτερο σημείο προέκυψε συχνά κατά τη διάρκεια της συζήτησης: το καθεστώς των περιφερειών, στο πλαίσιο της πολιτικής ανταγωνισμού, οι οποίες υφίστανται "τη στατιστική επίπτωση" λόγω της διεύρυνσης. ζητήθηκε να συνεχίσουν να είναι επιλέξιμες για ένα ισοδύναμο επίπεδο ενίσχυσης με εκείνο των περιφερειών που καλύπτονται από το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης.

IV. Χρονοδιαγραμμα

Όπως ανήγγειλε η Επιτροπή στην πρώτη έκθεση προόδου, η τρίτη έκθεση για την οικονομική και κοινωνική συνοχή θα πρέπει να εγκριθεί κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2003 προκειμένου να δημιουργήσει τις συνθήκες για την "αποτελεσματική εφαρμογή της νέας γενιάς προγραμμάτων που θα τεθούν σε εφαρμογή κατά την έναρξη της νέας περιόδου προγραμματισμού". Η έκθεση αυτή θα παρουσιάσει "συγκεκριμένες προτάσεις για το μέλλον της πολιτικής συνοχής" [1].

[1] COM(2002) 46.

Ευρείες διαβουλεύσεις θα πραγματοποιηθούν το 2003, συμπεριλαμβανομένης μιας σημαντικής εκδήλωσης (το Μάρτιο του 2003) υπό τη μορφή σεμιναρίου με θέμα "Η μελλοντική διαχείριση των διαρθρωτικών ταμείων: τρόπος κατανομής των ευθυνών". Υπάρχουν επίσης σχέδια για τη διοργάνωση διαβουλεύσεων σχετικά με τις προτάσεις της τρίτης έκθεσης στις αρχές του 2004 στο πλαίσιο ενός φόρουμ για θέματα συνοχής.

Η Επιτροπή θα παρουσιάσει, εν ευθέτω χρόνω, τις συνολικές προτάσεις της για όλες τις πολιτικές καθώς και σχέδιο των δημοσιονομικών προοπτικών για την περίοδο μετά το 2006.

Η Επιτροπή θα επιθυμούσε την έκδοση των νομοθετικών κειμένων πριν το τέλος του 2005. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να μπορέσει να αφιερωθεί το 2006 για διαπραγματεύσεις με τα κράτη μέλη και τις περιφέρειες όσον αφορά τον προγραμματισμό της περιόδου 2007-13.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ - Δεύτερη έκθεση προόδου σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή

Η δεύτερη έκθεση προόδου σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή εντάσσεται στο πλαίσιο της κατάρτισης των προτάσεων της Επιτροπής για τη συνέχιση της πολιτικής για τη συνοχή μετά το 2006. Με την παρούσα έκθεση επικαιροποιείται η ανάλυση της συνοχής όπως παρουσιάζεται στη δεύτερη έκθεση σχετικά με τη συνοχή [2] καθώς και στην πρώτη έκθεση προόδου [3], ενώ συνοψίζεται η εξέλιξη του διαλόγου όσον αφορά στη μελλοντική πολιτική για τη συνοχή. [4]

[2] Δεύτερη έκθεση σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή, COM (2001) 24 τελικό της 31ης Ιανουαρίου 2001

[3] Πρώτη έκθεση προόδου σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή, COM (2002) 46 τελικό της 30ής Ιανουαρίου 2002

[4] Κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 11 Ιουνίου 2001 και μετά το διάλογο που πραγματοποιήθηκε βάσει της δεύτερης έκθεσης για την οικονομική και κοινωνική συνοχή, η Επιτροπή είχε δηλώσει ότι « θα υποβάλλει τακτικά έκθεση προς το Συμβούλιο » σχετικά με την πρόοδο όσον αφορά « την κατάρτιση της τρίτης έκθεσης για τη συνοχή καθώς και των προτάσεων που είναι αναγκαίες όσον αφορά τη συνέχιση της πολιτικής για τη συνοχή μετά το 2006. »

Στην παρούσα έκθεση προόδου, η Επιτροπή προβαίνει καταρχάς σε επικαιροποίηση των στοιχείων που αφορούν τις περιφερειακές ανισότητες στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα, δηλαδή των στοιχείων που αφορούν στο περιφερειακό ΑΕγχΠ για το έτος 2000 καθώς και σ'αυτών που αφορούν την απασχόληση και την ανεργία για το έτος 2001.

Στην πρώτη έκθεση προόδου παρουσιάσθηκαν τα στοιχεία του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης βάσει του μέσου όρου της Ένωσης με 25 κράτη μέλη, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου του Laeken (Δεκέμβριος 2001). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών επιβεβαίωσε την προσχώρηση 10 νέων κρατών μελών, το 2004. Ως εκ τούτου, τα περιφερειακά στοιχεία του ΑΕγχΠ δύο χωρών των οποίων η προσχώρηση προβλέπεται να πραγματοποιηθεί μετά το 2006 (Βουλγαρία και Ρουμανία) περιλαμβάνονται στην έκθεση χωρίς ωστόσο να έχουν ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό του μέσου όρου του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ στη διευρυμένη Ένωση.

Η συνοπτική παρουσίαση του διαλόγου που περιλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος της παρούσας έκθεσης, καταδεικνύει τα σημαντικά αποτελέσματα των συζητήσεων σχετικά με το περιεχόμενο της μελλοντικής πολιτικής σύγκλισης.

Τέλος, στο τελευταίο μέρος παρατίθενται τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων προσχώρησης με τις δέκα χώρες της ομάδας του Laeken και παρουσιάζονται τα στοιχεία που αφορούν την επιλεξιμότητα των περιφερειών τους για το χρονικό διάστημα έως το τέλος του 2006.

1. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ

Τα στοιχεία του περιφερειακού ΑΕγχΠ για το έτος 2000 επιβεβαιώνουν τις κυριότερες τάσεις όσον αφορά τη σύγκλιση, στην παρούσα Ευρωπαϊκή Ένωση [5]. Σε εθνικό επίπεδο, οι χώρες της σύγκλισης εξακολούθησαν να καλύπτουν σταδιακά την καθυστέρησή τους. Σε περιφερειακή κλίμακα, η μείωση των ανισοτήτων επιβεβαιώνεται. εντούτοις, στο εσωτερικό των κρατών μελών οι ανισότητες αυτές αυξάνονται. Ως εκ τούτου, καθίσταται αναγκαία η συνέχιση μιας στρατηγικής για ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη σε ολόκληρη την επικράτεια της Ένωσης.

[5] Τα στοιχεία που παρατίθενται όσον αφορά το περιφερειακό ΑΕγχΠ για το έτος 2000 είναι σύμφωνα με το νέο σύστημα εθνικών λογαριασμών, το SEC 95. Τα στοιχεία αυτά που από το έτος 1995 είναι πλέον πλήρη, επιτρέπουν την παρουσίαση, σε ομοιογενή βάση, της εξέλιξης του ΑΕγχΠ για το χρονικό διάστημα 1995-2000. Αντίθετα, η αλλαγή αυτή του συστήματος καθιστά δυσχερέστερη την ανάλυση για τα έτη από το 1988 και έπειτα.

1.1. Ύφεση της οικονομικής ανάπτυξης

Το 2001 σημειώθηκε σημαντική ύφεση της οικονομικής ανάπτυξης στην ΕΕ. Το ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις κατά 1,5% [6] ετησίως για το σύνολο της ΕΕ15, σε σύγκριση με ποσοστό 3,5% το 2000. Η ανάπτυξη υπερέβη το 2% μόνο στην Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Ισπανία. Οι προβλέψεις του φθινοπώρου για το 2002 και το 2003 όσον αφορά την ΕΕ15 είναι εξίσου απαισιόδοξες: 1% και 2%, αντίστοιχα.

[6] European Economy αριθ. 5/2002, οικονομικές προβλέψεις φθινοπώρου

Οι υποψήφιες χώρες εξακολούθησαν να συγκλίνουν προς το επίπεδο εισοδήματος της ΕΕ15 [7] (Πίνακας 1: Αύξηση του ΑΕγχΠ και του πληθυσμού στις χώρες συνοχής, 1988-2003). Μολονότι η Ελλάδα από το 1996 εμφανίζει ρυθμούς πραγματικής ανάπτυξης που υπερβαίνουν το μέσο όρο της ΕΕ, η μείωση της απόκλισης του κατά κεφαλήν εισοδήματος υπήρξε μικρότερη, κυρίως λόγω της σχετικά έντονης πληθυσμιακής αύξησης, όπως προκύπτει από τα προσωρινά αποτελέσματα της απογραφής του 2001. Η σχετικά έντονη ανάπτυξη στην Ιρλανδία προκάλεσε αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε ΜΑΔ στο 118% του μέσου όρου της ΕΕ το έτος 2001, σε σύγκριση με ποσοστό 115% το 2000 (ενώ το 1988 το ίδιο ποσοστό ανερχόταν μόλις σε 64%) [8].

[7] Το 2001 ο προϋπολογισμός της ΕΕ εξακολούθησε να προβλέπει σημαντικές χρηματοοικονομικές μεταβιβάσεις στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία και στην Ιρλανδία, δηλαδή στις τέσσερις χώρες που λαμβάνουν ενισχύσεις από το Ταμείο Συνοχής. Σε σχετικούς όρους, οι καθαρές μεταβιβάσεις αντιστοιχούσαν σε 3,50 % του ελληνικού ΑΕγχΠ και σε 1,5 % του πορτογαλικού ΑΕγχΠ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για την Ισπανία και την Ιρλανδία είναι 1,2 % και 1,1 %.

[8] Ας σημειωθεί ότι τα στοιχεία του κατά κεφαλήν ΑΕΠ που περιλαμβάνονται στην πρώτη έκθεση προόδου, σε ορισμένες περιπτώσεις επικαιροποιήθηκαν από τη Eurostat. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η άμεση σύγκριση των αριθμητικών στοιχείων της πρώτης έκθεσης προόδου με αυτά της δεύτερης.

Στοιχεία του ΑΕΠ σε περιφερειακό επίπεδο διατίθενται μόνο μέχρι το 2000. ως εκ τούτου, δεν αντικατοπτρίζουν την πρόσφατη ύφεση της οικονομικής ανάπτυξης. (Χάρτης 1: Κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ ανά περιφέρεια (σε ΜΑΔ), 2000 και Χάρτης 2: Διακύμανση του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ (σε ΜΑΔ), 1995-2000). Κατά το παρελθόν, η ύφεση είχε αρνητικό αντίκτυπο κυρίως στις οικονομικά ασθενέστερες περιφέρειες της ΕΕ. Μεταξύ των ετών 1991 και 1993, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά περίπου 0,2% στις 184 περιφέρειες για τις οποίες διατίθενται στοιχεία. σε περιφέρειες με κατά κεφαλήν εισόδημα χαμηλότερο του 75% του μέσου όρου της ΕΕ (σε ΜΑΔ), το εισόδημα μειώθηκε κατά 0,9% περίπου, σε σύγκριση με ποσοστό μόλις 0,1% στις άλλες περιφέρειες.

Οι περιφερειακές ανισότητες αυξήθηκαν ελαφρώς στα περισσότερα κράτη μέλη κατά το έτος 2000 (Πίνακας 2: Ανισότητες του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε ΜΑΔ κατά περιφέρειες στα κράτη μέλη, 1990-2000. διάγραμμα 2: Κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ (σε ΜΑΔ) ανά χώρα και ακραίες περιφερειακές τιμές, 2000). Ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των περιφερειακών ανισοτήτων παρατηρείται μεταξύ των ετών 1995 και 2000. η διακύμανση των περιφερειακών κατά κεφαλήν εισοδημάτων σε σχέση με το μέσο όρο αυξήθηκε κατά 5 και πλέον εκατοστιαίες μονάδες στη Φινλανδία, στη Σουηδία και στην Ιρλανδία. Ωστόσο, λόγω της σύγκλισης του μέσου όρου του επιπέδου εισοδήματος των κρατών μελών, οι εν γένει ανισότητες μεταξύ των περιφερειών της ΕΕ στο σύνολό τους εμφανίζονται πρακτικά αμετάβλητες μεταξύ των ετών 1995 και 2000.

Το 2000, το κατά κεφαλήν εισόδημα στις περιφέρειες του στόχου 1 μόλις υπερέβαινε το 71% του μέσου όρου της ΕΕ15, έχοντας παραμείνει στα ίδια σχεδόν επίπεδα με αυτά του προηγούμενου έτους. (Πίνακας 3: Κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ (σε ΜΑΔ) στις περιφέρειες του στόχου 1 (1994-99), 1995-2000). Κατά την πενταετία 1995-2000 παρατηρείται πρόοδος δεδομένου ότι η απόκλιση των εισοδημάτων μειώνεται κατά 1,5 εκατοστιαίες μονάδες. Η απόκλιση μειώθηκε κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες στις περιφέρειες στις οποίες χορηγήθηκε ενίσχυση στα πλαίσια του στόχου 1 από το 1989, γεγονός που αντικατοπτρίζει το θετικό αντίκτυπο των ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών Ταμείων, κυρίως μακροπρόθεσμα.

Στη διευρυμένη Ένωση οι χώρες μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις ομάδες (Διάγραμμα 1: Κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ (σε ΜΑΔ), 2001):

- η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τις 8 υποψήφιες χώρες (21% του πληθυσμού της ΕΕ25) με το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, το οποίο ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 42% του μέσου όρου της ΕΕ25 και κυμαίνεται από 65% στην Τσεχία έως 37% στη Λετονία (συγκριτικά, τα ποσοστά για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία είναι 27% και 26% αντιστοίχως).

- στη δεύτερη ομάδα το κατά κεφαλήν εισόδημα (13% του πληθυσμού της EΕ25) κυμαίνεται από 71% του κοινοτικού μέσου όρου στην Ελλάδα έως 92% στην Ισπανία. περιλαμβάνει τις δύο εναπομένουσες υποψήφιες χώρες (Σλοβενία και Κύπρο) καθώς και την Πορτογαλία.

- στην τρίτη ομάδα περιλαμβάνονται τα υπόλοιπα υπάρχοντα κράτη μέλη, με εισόδημα τουλάχιστον κατά 11% υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ25 (115% για την ομάδα συνολικά), τα οποία αντιπροσωπεύουν το 66% περίπου του πληθυσμού της ΕΕ25.

1.2. Αυξημένες περιφερειακές ανισότητες μετά τη διεύρυνση

Οι ανισότητες όσον αφορά το περιφερειακό εισόδημα στην ΕΕ προβλέπεται ότι θα αυξηθούν, κυρίως μετά τη διεύρυνση. το 2000, η αναλογία του κατά κεφαλήν εισοδήματος στο 10% των περιφερειών με την καλύτερη και τη χειρότερη θέση στην ΕΕ15 [9] ήταν 2,6, ενώ στην ΕΕ25 αναμένεται ότι θα είναι 4,4 και 6 για την ΕΕ27 (Πίνακας 4: Πλέον εύπορες και λιγότερο εύπορες περιφέρειες της Ένωσης, 1990-2000, Πίνακας 5(α/β): Κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ (σε ΜΑΔ) στις πλουσιότερες και στις πτωχότερες περιφέρειες, EΕ-25, 2000).

[9] Το 10% (ή το 25%) των περιφερειών με την καλύτερη και τη χειρότερη θέση αφορά περιφέρειες που αντιστοιχούν στο 10% (ή στο 25%) του πληθυσμού.

Το 2000, 48 περιφέρειες των σημερινών κρατών μελών, που αντιπροσωπεύουν το 18% του πληθυσμού της ΕΕ15 (68 εκατ.), είχαν εισόδημα χαμηλότερο από 75% του μέσου κατά κεφαλήν όρου της ΕΕ15 (σε ΜΑΔ) - ποσοστό που αποτελεί το ισχύον όριο επιλεξιμότητας για την παροχή ενίσχυσης στα πλαίσια του στόχου 1 (Πίνακας 6: Συνοπτικά στατιστικά στοιχεία για τις περιφέρειες που βρίσκονται κάτω από το κατώφλι του 75%). Σε μια διευρυμένη Ένωση με 25 χώρες, 67 συνολικά περιφέρειες θα βρίσκονται κάτω από το κατώφλι του 75%, αντιπροσωπεύοντας ποσοστό 26% του συνολικού πληθυσμού (116 εκατ.). Από τα σημερινά κράτη μέλη, μόνο 30 περιφέρειες θα έχουν εισόδημα χαμηλότερο του ορίου του 75%, συγκρινόμενες με το μέσο εισόδημα της ΕΕ25 (το οποίο είναι κατά 13% χαμηλότερο), αντιπροσωπεύοντας ποσοστό 12% του σημερινού πληθυσμού της ΕΕ15 (47 εκατ.). Στη διευρυμένη ΕΕ27 (στην οποία το μέσο εισόδημα είναι κατά 18% χαμηλότερο από αυτό της ΕΕ15), μόνο 18 περιφέρειες των σημερινών κρατών μελών θα είναι επιλέξιμες, αντιπροσωπεύοντας ποσοστό 6% του πληθυσμού της ΕΕ15 (24 εκατ.).

1.3. Απασχόληση και κοινωνική συνοχή

Προς το παρόν, ο αντίκτυπος της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης φαίνεται ότι υπήρξε μικρότερος από τον αναμενόμενο. Το γεγονός αυτό ενδέχεται να οφείλεται εν μέρει στη στήριξη των διαρθρωτικών ταμείων καθώς και στις μεταρρυθμίσεις των αγορών εργασίας της ΕΕ που εφαρμόσθηκαν από το 1997 στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την Απασχόληση, ενισχύοντας την ικανότητα της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας να αντιστέκεται στους κυκλικούς κραδασμούς.

1.3.1. Ύφεση της αύξησης της απασχόλησης στην ΕΕ

Ακολουθώντας την ύφεση της οικονομικής ανάπτυξης μετά το δεύτερο εξάμηνο του 2000, ο ρυθμός καθαρής αύξησης των θέσεων απασχόλησης μειώθηκε κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2001 και στους επόμενους μήνες. Συνολικά, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,3% το 2001, ποσοστό που αντιστοιχεί σε καθαρή αύξηση ύψους 2,2 εκατ. θέσεων απασχόλησης. [10] Μεταξύ των ετών 1996 και 2001, δημιουργήθηκαν 10 εκατ. θέσεις απασχόλησης.

[10] Βλ. απασχόληση στην Ευρώπη 2002 - Πρόσφατες τάσεις και προοπτικές, Ιούλιος 2002

Το 2001, απασχολούνταν στην ΕΕ το 64% των ατόμων που βρίσκονταν σε ηλικία για να εργασθούν. Εξάλλου, το 2001 καταγράφηκαν ποσοστά απασχόλησης άνω του 70% στη Δανία, στις Κάτω Χώρες, στην Πορτογαλία, στη Σουηδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ στην Ιταλία και στην Ελλάδα τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν πολύ χαμηλότερα από 60% (Χάρτης 3-Ποσοστό απασχόλησης, 2001). Στο εσωτερικό των κρατών μελών, οι αποκλίσεις όσον αφορά την απασχόληση εξακολουθούν να υφίστανται ανάλογα με το φύλο, την ηλικία ή το επίπεδο επαγγελματικών προσόντων και ικανοτήτων. Οι αποκλίσεις είναι συνήθως μεγαλύτερες στις περιπτώσεις που ο συνολικός δείκτης απασχόλησης είναι σχετικά χαμηλός.

Παράλληλα με τις μεταβολές στον τομέα της απασχόλησης, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε ελαφρώς κατά το πρώτο εξάμηνο του 2002, φθάνοντας στο 7,7% τον Αύγουστο από 7,4% το προηγούμενο έτος. Η ανεργία εξακολουθεί να παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα στην Ιταλία, στην Ελλάδα και στην Ισπανία κυρίως όσον αφορά τις γυναίκες και τους νέους (Χάρτης 4(α/β/γ) Συνολικό ποσοστό ανεργίας και ποσοστό ανεργίας όσον αφορά τις γυναίκες και τους νέους, 2001). Εξάλλου, η μακροχρόνια ανεργία συνέχισε να φθίνει αλλά εξακολουθεί να πλήττει το 3,3% του εργατικού δυναμικού.

1.3.2. Περιφερειακή σύγκλιση των δεικτών απασχόλησης

Σε περιφερειακό επίπεδο, οι αποκλίσεις του ποσοστού απασχόλησης μειώθηκαν περαιτέρω. παραμένουν, ωστόσο, σημαντικές. Το 2001, το ποσοστό απασχόλησης στο 10% των περιφερειών με την καλύτερη θέση (δηλαδή, των περιφερειών με τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης που αντιστοιχούν στο 10% του πληθυσμού) ανήλθε κατά μέσο όρο σε 78,1%, ενώ το ποσοστό απασχόλησης στο 10% των περιφερειών με τη χειρότερη θέση (που καθορίζονται με ανάλογο τρόπο) ανήλθε κατά μέσο όρο σε 48,6% (Πίνακας 7(α/β): Περιφέρειες με τα χαμηλότερα και τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης (ηλικίες 15-64 ετών), ΕΕ15, 2001). Στα πλαίσια της δεύτερης ομάδας, στην οποία περιλαμβάνονται κυρίως περιφέρειες με σχετικά χαμηλό εισόδημα, σημειώθηκε ελαφρά μόνο σύγκλιση προς το ποσοστό απασχόλησης άλλων περιφερειών. Αντίθετα, οι περιφέρειες που εμφανίζουν τις καλύτερες επιδόσεις στον τομέα της απασχόλησης, χαρακτηρίζονταν από υψηλά επίπεδα εισοδήματος, σχετικά χαμηλό ποσοστό απασχόλησης στη γεωργία και εξειδικευμένο ενεργό πληθυσμό.

Οι αποκλίσεις μεταξύ περιφερειών όσον αφορά την ανεργία παραμένουν σημαντικές. Η ανεργία στις περιφέρειες με τα χαμηλότερα ποσοστά ανήλθε κατά μέσο όρο μόλις σε 2,3%, ενώ στις περιφέρειες με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας ανήλθε κατά μέσο όρο σε 19,7%. Και στις δύο ομάδες περιφερειών σημειώθηκε σημαντική οικονομική ανάπτυξη κατά το 2001. Οι αποκλίσεις μεταξύ περιφερειών παραμένουν έντονες στο εσωτερικό ορισμένων κρατών μελών. Το 2001, οι αποκλίσεις μεταξύ περιφερειών ήταν μεγαλύτερες στη Γαλλία, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερα απομακρυσμένων περιφερειών, καθώς και στην Ιταλία, στην οποία η διαφορά μεταξύ του υψηλότερου ποσοστού ανεργίας (στην Καλαβρία) και του χαμηλότερου (στο Trentino-Alto-Adige) υπερβαίνει τις 21 εκατοστιαίες μονάδες (Διάγραμμα 3 - Ποσοστό ανεργίας ανά χώρα και ακραίες περιφερειακές τιμές, 2001).

1.3.3. Κοινωνική συνοχή: πρόοδος με αργούς ρυθμούς

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, η κατανομή εισοδήματος στην Ένωση έχει εξισωθεί ακόμη περισσότερο με την πάροδο του χρόνου. Για παράδειγμα η αναλογία του συνολικού εισοδήματος του 20% των εισοδηματιών με την καλύτερη θέση σε σχέση με το εισόδημα του 20% με τη χειρότερη θέση μειώθηκε από 5,1 το 1995 σε 4,6 το 1999. Παρόμοια μείωση παρατηρήθηκε και στο ποσοστό φτώχειας, που ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων με εισόδημα 60% ή μικρότερο του μέσου εισοδήματος της χώρας στην οποία διαβιούν. Το 1999, το εισόδημα του 15% περίπου των υπηκόων της ΕΕ βρισκόταν κάτω από το όριο της φτώχειας, σε σύγκριση με το αντίστοιχο 17% το 1995. Ωστόσο, αν οι συντάξεις γήρατος δεν είχαν συνυπολογισθεί στα εισοδήματα, η σχετική φτώχεια θα φαινόταν να πλήττει το 24% του πληθυσμού της ΕΕ. Η συνεχής εισοδηματική ένδεια στην ΕΕ είναι σε ετήσια βάση ελαφρώς μεγαλύτερη από το ήμισυ του αντίστοιχου ποσοστού φτώχειας. μεταξύ των ετών 1997 και 1999, το 9% του πληττόμενου πληθυσμού εμφάνιζε εισόδημα χαμηλότερο του 60% του μέσου όρου όσον αφορά καθένα από τα τρία εν λόγω έτη, ενώ για το 1999 το αντίστοιχο ποσοστό έφθανε στο 15% (Διάγραμμα 4 Πληθυσμός σε περιστασιακό/μόνιμο κίνδυνο φτώχειας, 1999).

1.3.4. Επιδείνωση της κατάστασης όσον αφορά την απασχόληση στις υποψήφιες χώρες

Η διεθνής οικονομική ύφεση του 2001 επηρέασε όλες τις υποψήφιες χώρες, στο σύνολο των οποίων το ποσοστό απασχόλησης μειώθηκε για πέμπτη συνεχή χρονιά. Μολονότι η απασχόληση στον τομέα της παροχής υπηρεσιών αυξήθηκε σημαντικά, το γεγονός αυτό δεν αντισταθμίζει τη μείωση των θέσεων εργασίας που προκλήθηκε από την αναδιάρθρωση στο βιομηχανικό και στον γεωργικό τομέα.

Το 2001, το ποσοστό απασχόλησης των υποψήφιων χωρών ήταν σχεδόν 6 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από το αντίστοιχο της ΕΕ15. Μόνο στην Κύπρο και στη Σλοβενία σημειώθηκε υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης από το μέσο όρο της ΕΕ. Στις περισσότερες υποψήφιες χώρες, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών εξελίχθηκε θετικότερα από αυτό των ανδρών, είτε μειούμενο με βραδύτερους ρυθμούς είτε αυξανόμενο ταχύτερα.

Οι αποκλίσεις των περιφερειών στον τομέα της απασχόλησης είναι μικρότερες από τις αντίστοιχες της ΕΕ, αλλά παραμένουν σημαντικές. Οι μεγαλύτερες αποκλίσεις των περιφερειών όσον αφορά τα ποσοστά απασχόλησης παρατηρούνται στη Σλοβακία, στη Βουλγαρία και, σε μικρότερο βαθμό, στην Ουγγαρία. Στις χώρες με σημαντική απόκλιση των ποσοστών απασχόλησης σημειώθηκε επίσης σημαντική απόκλιση των ποσοστών ανεργίας.

Η ανεργία αυξήθηκε στις υποψήφιες χώρες τα τελευταία χρόνια και μάλιστα υπερέβη τα επίπεδα της ΕΕ, φθάνοντας το 2001 στο 13,0% κατά μέσο όρο για το σύνολο των χωρών. Ωστόσο, στη Λιθουανία, στην Πολωνία, στη Σλοβακία και στη Βουλγαρία σημειώθηκαν ποσοστά ανεργίας υψηλότερα του 16%. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το υψηλό επίπεδο ανεργίας των νέων στις υποψήφιες χώρες (28,6%) το οποίο αυξήθηκε ακόμη περισσότερο το 2001 και είναι σχεδόν διπλάσιο από το αντίστοιχο ποσοστό της ΕΕ. Παράλληλα, έχει αρχίσει να μειώνεται η συμμετοχή του εργατικού δυναμικού, γεγονός στο οποίο οφείλεται εν μέρει η περιορισμένη αύξηση του επίσημου ποσοστού ανεργίας.

Οι αποκλίσεις μεταξύ περιφερειών όσον αφορά την ανεργία εξακολούθησαν να αυξάνονται κατά το 2001. Στο 10% των περιφερειών με τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή συγκέντρωση το ποσοστό ανεργίας ανήλθε κατά μέσο όρο σε 3,6%, ενώ για το 10% των περιφερειών που βρίσκονται στους αντίποδες το αντίστοιχο ποσοστό ανήλθε σε 24,3%. Στις μισές περίπου περιφέρειες των υποψήφιων χωρών, το ποσοστό ανεργίας είναι υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο της ΕΕ.

1.3.5. Οι αποκλίσεις όσον αφορά την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή θα αυξηθούν στη διευρυμένη ΕΕ

Βάσει των πλέον πρόσφατων διαθέσιμων στοιχείων, η προσχώρηση των υποψηφίων χωρών ενδέχεται να οδηγήσει στη μείωση του μέσου όρου απασχόλησης της ΕΕ και παράλληλα στην αύξηση του ποσοστού ανεργίας της ΕΕ. Η διεύρυνση θα έχει επίσης σημαντικό αντίκτυπο στην τομεακή σύνθεση της απασχόλησης στη διευρυμένη ΕΕ. Η γεωργία αντιστοιχεί σε πολύ υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης στις υποψήφιες χώρες σε σχέση με την ΕΕ 15 - 13,2% για τις δέκα χώρες που προσχωρούν, 20,8% αν συνυπολογισθούν τα στοιχεία για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Με τη διεύρυνση, το ποσοστό απασχόλησης στη γεωργία θα αυξηθεί από 4,1% στην ΕΕ 15 σε 5,5% στην ΕΕ 25 (και σε 7,6% στην ΕΕ 27), ενώ το ποσοστό στον τομέα παροχής υπηρεσιών θα μειωθεί. στο βιομηχανικό τομέα το ποσοστό απασχόλησης θα παραμείνει αμετάβλητο. Κατά τα επόμενα έτη (ανεξάρτητα από τη διεύρυνση) αναμένεται ότι στις περισσότερες υποψήφιες χώρες θα σημειωθούν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο γεωργικό τομέα, λόγω των οποίων θα ασκηθούν διαρθρωτικές πιέσεις στις αγροτικές περιοχές των υπόψη χωρών.

Εξάλλου, θα σημειωθούν αποκλίσεις μεταξύ της απασχόλησης και της ανεργίας. Ενώ το ποσοστό ανεργίας στο 10% των περιφερειών με την καλύτερη θέση στη διευρυμένη ΕΕ θα ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 2,4%, θα φθάνει μέχρι 22,6% στις περιφέρειες με τη χειρότερη θέση (Πίνακας 8 (α/β) - Περιφέρειες που πλήττονται λιγότερο και περιφέρειες που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία, EΕ27, 2001). Η ομάδα περιφερειών με την καλύτερη θέση θα περιλαμβάνει σχεδόν αποκλειστικά περιφέρειες των σημερινών κρατών μελών, ενώ οι περισσότερες περιφέρειες με τη χειρότερη θέση θα ανήκουν στις υποψήφιες χώρες.

1.4. Νέα στοιχεία σχετικά με τους παράγοντες που καθορίζουν την πραγματική σύγκλιση

Είναι πλέον διαθέσιμα τα αποτελέσματα μιας μελέτης σχετικά με τον αναμενόμενο οικονομικό αντίκτυπο των παρεμβάσεων του στόχου 1 για την περίοδο 2000-2006 (για τις εκτιμήσεις της οποίας χρησιμοποιείται ένα πρότυπο εισροών-εκροών) [11]. Τα εν λόγω αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά. Σύμφωνα με τη μελέτη, το συνολικό ΑΕγχΠ της Πορτογαλίας για την περίοδο 2000-2006 θα είναι κατά 3,5% υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό χωρίς την κοινοτική στήριξη. για την Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 2,2%, ενώ για την περιοχή του Mezzogiorno σε 1,7%, σε 1,6% για την Ανατολική Γερμανία και σε 1,1% για την Ισπανία. Στην Ιρλανδία ο αναμενόμενος αντίκτυπος είναι οριακός δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή οι δαπάνες αφορούσαν κυρίως επενδύσεις σε άυλα στοιχεία, και ειδικότερα την εκπαίδευση, που δεν αξιολογείται ευχερώς με βάσει το πρότυπο εισροών-εκροών. Όσον αφορά τις επενδύσεις, για τα έτη από το 2000 έως το 2006, οι κοινοτικές ενισχύσεις (Διαρθρωτικά Ταμεία και Ταμείο Συνοχής) αντιστοιχούν σε ποσοστό που υπερβαίνει το 8% της συνολικής επένδυσης (δημόσιας και ιδιωτικής) στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα και το 6,5% στην περιοχή του Mezzogiorno. Στην Ιρλανδία, στην Ανατολική Γερμανία και στην Ισπανία ο αντίκτυπος είναι ελαφρώς μικρότερος (4,9%, 4,2% και 3,2%, αντίστοιχα).

[11] http://europa.eu.int/comm/regional_policy/ sources/docgener/studies/pdf/objective1/final_report.pdf

Ο συνολικός αντίκτυπος των δαπανών του στόχου 1 επί του περιφερειακού ΑΕγχΠ υπερβαίνει σημαντικά την αρχική δαπάνη σε όλες τις υπόψη περιοχές. Ανέρχεται σε ποσοστό 133% της παρέμβασης του στόχου 1 και στις έξι περιοχές από κοινού (δηλαδή, κάθε δαπανώμενο ευρώ αυξάνει το εγχώριο ΑΕγχΠ κατά 1,33 ευρώ), ενώ υπερβαίνει το 140% στην περιοχή του Mezzogiorno, στην Ανατολική Γερμανία και στην Πορτογαλία. Εντούτοις, σημαντικός είναι ο αντίκτυπος και σε περιοχές εκτός από αυτές στις οποίες χορηγούνται οι ενισχύσεις. Το γεγονός ότι το ένα τέταρτο περίπου της αρχικής δαπάνης θα διατεθεί σε άλλες περιοχές της ΕΕ και λιγότερο από ένα δέκατο εκτός της ΕΕ αποτελεί ένδειξη της ισχύος της ενιαίας αγοράς.

Στην πρώτη έκθεση προόδου σημειώνονται οι σημαντικές αποκλίσεις που υφίστανται στην ΕΕ όσον αφορά τους παράγοντες με βάση τους οποίους καθορίζεται η ανταγωνιστικότητα των περιφερειών. Μνημονεύονται ειδικότερα οι δημογραφικές μεταβολές, το επίπεδο εκπαίδευσης, η απασχόληση ανά τομέα και η κοινωνία της γνώσης. Επίσης, στην έκθεση επιβεβαιώνονται οι επισημάνσεις για την παραγωγικότητα που περιλαμβάνονται στη δεύτερη έκθεση σχετικά με τη συνοχή.

Στο στατιστικό παράρτημα της εν λόγω δεύτερης έκθεσης προόδου, παρατίθενται επικαιροποιημένοι χάρτες σχετικά με το μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού ηλικίας από 25 μέχρι 59 ετών (Χάρτης 5: Μορφωτικό επίπεδο, 2001), την απασχόληση ανά τομείς κατά περιφέρεια (Χάρτης 6: Απασχόληση ανά τομέα, 2001) και την παραγωγικότητα (Χάρτης 7: ΑΕγχΠ ανά απασχολούμενο (EUR), 1999). Όλοι αυτοί οι παράγοντες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο όσον αφορά τις αποκλίσεις μεταξύ των περιφερειών.

Νέα στοιχεία σχετικά με τους δείκτες τεχνολογικής προόδου επιβεβαιώνουν, όσον αφορά τα κράτη μέλη της Νότιας Ευρώπης σε σχέση με τα κράτη μέλη της Βόρειας Ευρώπης, την περιορισμένη δραστηριότητα στον τομέα των τεχνολογικών καινοτομιών καθώς και αναφορικά με την ανάπτυξη της οικονομίας που βασίζεται στη γνώση. [12].

[12] Βλ. Πίνακα Αποτελεσμάτων 2002 για την Καινοτομία στη διεύθυνση http://trendchart.cordis.lu/reports/ Documents/report3.pdf

Αιτήσεις χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας

Στη Φινλανδία, στη Σουηδία και στη Γερμανία ο αριθμός των αιτήσεων χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (Πίνακας 9- Αιτήσεις χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ανά εκατομμύριο κατοίκους, 1998-2000) που καταχωρίζονται ανά εκατομμύριο κατοίκους είναι υπερδιπλάσιος του μέσου όρου της ΕΕ. Ο αριθμός για τις Κάτω Χώρες και το Λουξεμβούργο υπερβαίνει επίσης το μέσο όρο της ΕΕ των 309, ενώ προσεγγίζει τον αντίστοιχο αριθμό στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στη Δανία και στην Αυστρία. Το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα από το μέσο όρο της ΕΕ, ενώ στην Ιταλία και στην Ιρλανδία ο αριθμός είναι ο μισός από τον αντίστοιχο κοινοτικό μέσο όρο. Εξάλλου, υφίσταται σαφής απόκλιση μεταξύ των ανωτέρω χωρών και των υπολοίπων κρατών μελών της Νότιας Ευρώπης, στα οποία ο αριθμός ανέρχεται μόλις σε 7 αιτήσεις ανά εκατομμύριο κατοίκους στην Πορτογαλία και σε 16 στην Ελλάδα. Οι επιδόσεις των υποψηφίων χωρών είναι παρόμοιες με αυτές της Πορτογαλίας και της Ελλάδας - μόνο στη Σλοβενία (21) και στην Ουγγαρία (14) καταχωρίζονται πολύ περισσότερα από 10 διπλώματα ευρεσιτεχνίας ανά εκατομμύριο κατοίκους.

Οι αποκλίσεις είναι πιο έντονες σε περιφερειακό επίπεδο, αντικατοπτρίζοντας εν μέρει την καταχώριση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στην έδρα των επιχειρήσεων, γεγονός που αυξάνει την περιφερειακή συγκέντρωση των εν λόγω διπλωμάτων. Και οι 34 περιφέρειες με λιγότερα από 10 διπλώματα ευρεσιτεχνίας ανά εκατομμύριο κατοίκους βρίσκονται στη Νότια Ευρώπη και στις ιδιαίτερα απομακρυσμένες περιφέρειες (Χάρτης 8α Υψηλή τεχνολογία - Αιτήσεις χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που κατατέθηκαν στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, 1998 έως 2000). Σε 33 άλλες περιφέρειες καταχωρίσθηκαν περισσότερα από 200 διπλώματα ευρεσιτεχνίας ανά εκατομμύριο κατοίκους, περιλαμβανομένων 18 από τις 40 περιφέρειες της Γερμανίας. Όσον αφορά τις υπόλοιπες 15 περιφέρειες, τέσσερις βρίσκονται στη Σουηδία, τρεις στη Φινλανδία και από δύο στη Γαλλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο Βέλγιο. Στα περισσότερα κράτη μέλη ξεχωρίζουν μία ή δύο περιφέρειες που εμφανίζουν σαφώς τον υψηλότερο αριθμό, όπως η Στοκχόλμη, η Άνω Βαυαρία και η περιοχή της Brabant Wallon.

Τομείς υψηλής τεχνολογίας

Πολλοί θεωρούν ότι η ικανότητα καινοτομίας μπορεί να μετρηθεί ακριβέστερα στους τομείς υψηλής τεχνολογίας. η απασχόληση σε θέσεις υψηλής τεχνολογίας σε περιορισμένο αριθμό τομέων [13] υπολογίζεται ότι υπερβαίνει μόλις το 11% της συνολικής απασχόλησης στην ΕΕ15. οι 8 από τις 10 περιφέρειες με τα υψηλότερα ποσοστά (όλες άνω του 18%) βρίσκονται στη Δυτική Γερμανία ενώ για τη Γερμανία εν γένει το ποσοστό ανέρχεται σε 14%. (Χάρτης 8γ Υψηλή τεχνολογία - Διπλώματα ευρεσιτεχνίας στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας 1998 έως 2000). Αντίθετα, σε 15 περιφέρειες το ποσοστό απασχόλησης στον τομέα υψηλής τεχνολογίας είναι μικρότερο από 5% του συνόλου. οι περιφέρειες αυτές βρίσκονται στην Πορτογαλία (5,5%), στην Ελλάδα (4%), στην Ισπανία, στο Λουξεμβούργο καθώς και στην Κορνουάλη του Ηνωμένου Βασιλείου.

[13] Ο τομέας υψηλής τεχνολογίας περιλαμβάνει τις εξής δραστηριότητες (NACE2): Μεταποίηση υψηλής τεχνολογίας: κατασκευή μηχανών γραφείου, ηλεκτρονικών υπολογιστών, συσκευών ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, εξοπλισμού επικοινωνιών, ιατρικών οργάνων ακριβείας και οπτικών οργάνων, ρολογιών κάθε είδους. Μεταποίηση μέσης υψηλής τεχνολογίας: παραγωγή χημικών ουσιών, κατασκευή μηχανημάτων και ειδών εξοπλισμού π.δ.κ.α., κατασκευή ηλεκτρικών μηχανών και συσκευών π.δ.κ.α., κατασκευή εξοπλισμού μεταφορών Υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας: ταχυδρομικές και τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, ηλεκτρονικοί υπολογιστές και συναφείς δραστηριότητες, έρευνα και ανάπτυξη.

Ο αριθμός των κατατεθειμένων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας όσον αφορά τους τομείς υψηλής τεχνολογίας ποικίλλει σημαντικά τόσο μεταξύ των κρατών μελών [14], όσο και μεταξύ των περιφερειών. Η Φινλανδία και η Σουηδία προηγούνται εμφανώς της υπόλοιπης ΕΕ, με 119 και 80 διπλώματα ευρεσιτεχνίας ανά εκατομμύριο κατοίκους αντίστοιχα, σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ που ανέρχεται σε 23. Ειδικότερα η Γερμανία (36) κατατάσσεται σε χαμηλότερη θέση από τα δύο προαναφερθέντα κράτη μέλη καθώς και από τις Κάτω Χώρες (48). μόνο το 13% των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Γερμανίας αφορά την υψηλή τεχνολογία, ποσοστό παρόμοιο με αυτό της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Το αντίστοιχο ποσοστό είναι 40% στη Φινλανδία και 25% περίπου στη Σουηδία, στις Κάτω Χώρες και στην Ιρλανδία. Αντίθετα, στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα η αναλογία είναι μικρότερη από ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας υψηλής τεχνολογίας ανά εκατομμύριο κατοίκους.

[14] Διπλώματα ευρεσιτεχνίας υψηλής τεχνολογίας θεωρούνται τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας στους εξής τομείς: πληροφορική και αυτοματοποίηση γραφείου, μικροοργανισμοί και γενετική μηχανική, αεροναυτική, τεχνολογία επικοινωνιών, ημιαγωγοί και λέιζερ

Οι αποκλίσεις είναι εντονότερες σε περιφερειακό επίπεδο [15]. σε 108 περιφέρειες, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας υψηλής τεχνολογίας ανά εκατομμύριο κατοίκους είναι λιγότερα από 10, ενώ σε 32 περιφέρειες είναι λιγότερα από 2. Οι 32 αυτές περιφέρειες, εκτός από πέντε, ανήκουν στα κράτη μέλη της Νότιας Ευρώπης. Σε 17 περιφέρειες που βρίσκονται στην κορυφή της κατάταξης, ο αριθμός είναι τουλάχιστον διπλάσιος από το μέσο όρο της ΕΕ15. οι εν λόγω περιφέρειες συμπίπτουν εν γένει με τις περιφέρειες στις οποίες ο συνολικός αριθμός των καταχωρισμένων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ήταν περίπου ο διπλάσιος του μέσου όρου της ΕΕ15. Η κατάταξη των περιφερειών σύμφωνα με το συνολικό αριθμό διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας υψηλής τεχνολογίας είναι παρόμοια, όπως επιβεβαιώνεται από τον συντελεστή συσχέτισης 0,86.

[15] 189 περιφέρειες NUTS 2 διαθέτουν στοιχεία για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας υψηλής τεχνολογίας

Δαπάνες Ε&Α

Παρόμοιες αποκλίσεις παρατηρούνται επίσης όσον αφορά τις δαπάνες Ε&Α (Πίνακας 10 Δαπάνες Ε&Α, σύνθεση και ποσοστό % του ΑΕγχΠ, 1999). Το 1999, ο μέσος όρος των δαπανών αυτών ανήλθε σε 1,9% του ΑΕγχΠ. Το υψηλότερο ποσοστό σημειώθηκε στη Σουηδία με 3,8% του ΑΕγχΠ και στη Φινλανδία με 3,2% του ΑΕγχΠ ενώ στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερο του 1%. Σε όλες τις υποψήφιες χώρες το ποσοστό είναι επίσης χαμηλότερο του 1% του ΑΕγχΠ, με εξαίρεση τη Σλοβενία και την Τσεχική Δημοκρατία (1,5% και 1,2%, αντίστοιχα). Εξάλλου, σημαντικές αποκλίσεις υπάρχουν και στο εσωτερικό των κρατών μελών. ο λόγος μεταξύ του υψηλότερου και του χαμηλότερου περιφερειακού επιπέδου Ε&Α είναι συνολικά μεγαλύτερος του 4 και κατά πολύ μεγαλύτερος στα περισσότερα κράτη μέλη.

Από τις 176 περιφέρειες για τις οποίες διατίθενται στοιχεία, σε 17 περιφέρειες οι δαπάνες Ε&Α υπερβαίνουν το 3% του ΑΕγχΠ. 10 από τις περιφέρειες αυτές βρίσκονται στη Γερμανία, δύο στη Φινλανδία, η Σουηδία περιλαμβάνεται στο σύνολό της (διατίθενται μόνο εθνικά στοιχεία), δύο στη Γαλλία και από μία στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Αυστρία(Χάρτης 9. Δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης, 1999). Όσον αφορά τις χαμηλότερες θέσεις της κατάταξης, οι δαπάνες Ε&Α είναι μικρότερες του 1% του ΑΕγχΠ σε 86 περιφέρειες ενώ σε 27 περιφέρειες ανέρχονται σε λιγότερο από 0,5%. Οι εν λόγω 27 περιφέρειες είναι συγκεντρωμένες σε κράτη μέλη της Νότιας Ευρώπης.

Η σύνθεση των ακαθάριστων εγχώριων δαπανών Ε&Α (ΑΔΕΑ) είναι σαφής σε εθνικό επίπεδο. στις περιπτώσεις με το υψηλότερο επίπεδο Ε&Α, ο επιχειρηματικός τομέας φαίνεται να διαδραματίζει σημαντικότερο ρόλο, ενώ όσον αφορά τα χαμηλότερα επίπεδα, είναι ουσιαστικότερος ο ρόλος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (Πίνακας 10. Δαπάνες Ε&Α, σύνθεση και ποσοστό % του ΑΕγχΠ, 1999). Οι δραστηριότητες Ε&Α στον επιχειρηματικό τομέα (ΕΤΑΑ που περιλαμβάνει τις κρατικές επιχορηγήσεις και άλλα παρόμοια χρηματοδοτικά μέσα) αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα σχεδόν των συνολικών δραστηριοτήτων Ε&Α στην ΕΕ (το γεγονός αυτό έρχεται σε αντίθεση με το πραγματικό ποσοστό δραστηριοτήτων Ε&Α που χρηματοδοτούνται από τον επιχειρηματικό τομέα και το οποίο ανέρχεται σε 56,3% του συνολικού επιπέδου χρηματοδότησης της ΕΕ), ενώ η τριτοβάθμια εκπαίδευση αντιπροσωπεύει το ένα πέμπτο και το κράτος το 14%. Στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία, ο επιχειρηματικό τομέας καλύπτει το ένα τέταρτο περίπου των συνολικών δαπανών Ε&Α και περίπου το ήμισυ στην Ιταλία και στην Ισπανία. Και στις τέσσερις αυτές χώρες, ο ρόλος του τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι σημαντικότατος (στην Ελλάδα, αντιπροσωπεύει περίπου το ήμισυ του συνόλου), καθώς και οι κρατικοί και ιδιωτικοί μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί στην Πορτογαλία. Η Σουηδία εμφανίζει το υψηλότερο συνολικό και επιμέρους ποσοστό όσον αφορά τις επιχειρηματικές δαπάνες (75%). το ποσοστό είναι επίσης μεγάλο στη Φινλανδία και στη Γερμανία (υψηλές συνολικές δαπάνες Ε&Α), καθώς και στο Βέλγιο (περίπου στο μέσο όρο) και στην Ιρλανδία.

Στις υποψήφιες χώρες ο κρατικός τομέας διαδραματίζει ευρύτερο ρόλο (29% επί του συνόλου), ενώ η συμμετοχή του επιχειρηματικού τομέα ανέρχεται σε ποσοστό 46%. Σε ορισμένες χώρες, ο επιχειρηματικός τομέας είναι σημαντικότερος αλλά το γεγονός αυτό δεν φαίνεται να επηρεάζει το εν γένει επίπεδο των δαπανών Ε&Α. Ο επιχειρηματικός τομέας αντιπροσωπεύει περισσότερο από τα δύο τρίτα των συνολικών δαπανών Ε&Α στη Σλοβακική Δημοκρατία και στη Ρουμανία, ενώ περίπου το ένα πέμπτο στην Κύπρο, στην Εσθονία και στη Λιθουανία, καθώς και στη Βουλγαρία. Στη Σλοβενία και στην Τσεχική Δημοκρατία, οι οποίες εμφανίζουν το υψηλότερο σύνολο δαπανών Ε&Α, ο επιχειρηματικός τομέας αντιπροσωπεύει ποσοστό άνω του ημίσεως, γεγονός που αντισταθμίζεται με χαμηλότερα ποσοστά στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

1.5. Μελέτες σχετικά με τη χωροταξική συνιστώσα της συνοχής

Κατά τη διάρκεια του 2002 πραγματοποιήθηκαν σημαντικές εργασίες και ειδικότερα η έναρξη του προγράμματος ESPON που εγκρίθηκε από την Επιτροπή στις 3 Ιουνίου 2002.

Οι πρώτες εννέα μελέτες [16] άρχισαν να καταρτίζονται το Σεπτέμβριο του 2002. Κατά τους επόμενους μήνες θα ξεκινήσουν επτά νέες μελέτες, όσον αφορά το χωροταξικό αντίκτυπο των Διαρθρωτικών Ταμείων, τις χωροταξικές συνέπειες της διεύρυνσης, το περιβάλλον, την ενέργεια και τη δημογραφία [17]. Επίσης, άρχισε να καταρτίζεται μελέτη σχετικά με τις ορεινές περιοχές, με στόχο τη διατύπωση ενός κοινοτικού ορισμού της ορεινής περιοχής καθώς και την ανάλυση της παρούσας κατάστασης των περιοχών αυτών τόσο στην ΕΕ όσο και στα μελλοντικά κράτη μέλη.

[16] Ρόλος, ιδιαιτερότητες και δυναμικό των αστικών περιοχών ως κόμβων μιας πολυκεντρικής ανάπτυξης. σχέσεις μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών στην Ευρώπη. υπηρεσίες και δίκτυα μεταφορών : χωροταξικές τάσεις και παροχή βασικής υποδομής για τη χωροταξική συνοχή. χωροταξικός αντίκτυπος της πολιτικής μεταφορών και τηλεπικοινωνιών της ΕΕ. χωροταξικός αντίκτυπος της πολιτικής έρευνας και ανάπτυξης. χωροταξικός αντίκτυπος της ΚΑΠ και της πολιτικής για την αγροτική ανάπτυξη. χωροταξικός αντίκτυπος των Διαρθρωτικών Ταμείων στις αστικές περιοχές. ολοκληρωμένες πολιτικές για την ευρωπαϊκή χωροταξική ανάπτυξη

[17] Εξάλλου, αναμένεται ότι ένα ερευνητικό έργο σχετικά με τον "Αντίκτυπο των πολιτικών συνοχής στην αειφόρο περιφερειακή ανάπτυξη" θα χρηματοδοτηθεί στα πλαίσια του 6ου Προγράμματος-πλαισίου για την έρευνα.

Η μελέτη σχετικά με τις νησιωτικές περιοχές, που μνημονευόταν στην πρώτη έκθεση προόδου, έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Tα πρώτα αποτελέσματα της μελέτης αυτής παρατίθενται κατωτέρω.

Στις 286 ευρωπαϊκές νήσους διαμένουν δέκα εκατομμύρια κάτοικοι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Το 95 % του πληθυσμού των νήσων βρίσκεται στη Μεσόγειο. Πέντε νησιωτικές περιοχές (Σικελία, Σαρδηνία, Βαλεαρίδες, Κρήτη και Κορσική) συγκεντρώνουν το 85 % του συνολικού νησιωτικού πληθυσμού. Το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ των νησιωτικών περιοχών της ΕΕ υπολογίζεται ότι ανήλθε το 2000 σε 72 % του μέσου κοινοτικού όρου, αλλά ο μέσος αυτός όρος καλύπτει μεγάλο εύρος περιπτώσεων.

Η κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη ορισμένων νήσων καθίσταται ενδεχομένως δυσχερής λόγω ενός ή περισσοτέρων από τους ακόλουθους λόγους :

- ο καθοριστικότερος είναι ο μικρός αριθμός κατοίκων. Η ανάπτυξη των νήσων με πληθυσμό μικρότερο από 5000 κατοίκους εμποδίζεται από την αποδημία και τη γήρανση του πληθυσμού, από το χαμηλό επίπεδο της υποδομής στους τομείς της εκπαίδευσης και της υγείας καθώς και λόγω των δυσκολιών πρόσβασης σε δημόσιες υπηρεσίες.

- οι πιο απομεμακρυσμένες νήσοι αντιμετωπίζουν δυσχέρειες όσον αφορά την προσβασιμότητά τους ενώ ο ορεινός χαρακτήρας τους ή/και το γεγονός ότι αποτελούν μέρος ενός αρχιπελάγους δημιουργεί πρόσθετους περιορισμούς στις μετακινήσεις.

- η οικονομία είναι περισσότερο ευάλωτη, δεδομένου ότι βασίζεται σε μία ή δύο βασικές δραστηριότητες και ειδικότερα στη γεωργία, στην αλιεία ή στον τουρισμό.

- σε περιορισμένη εδαφική έκταση, οποιαδήποτε ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων μπορεί να προκαλέσει πιέσεις στο ευαίσθητο οικοσύστημα.

Προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τις αντιξοότητες αυτές, ορισμένες νησιωτικές περιοχές επενδύουν σε καινοτόμες μορφές ανάπτυξης ώστε να διαφοροποιήσουν την οικονομία τους (δημιουργία τεχνοπόλεων (Κρήτη, Aaland) καθώς και κέντρων παροχής υποστήριξης στις ΜΜΕ (Mαγιόρκα)) ή να λάβουν καλύτερα υπόψη τους περιβαλλοντικούς παράγοντες (προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (Samsoe)). Σήμερα, 87 % του νησιωτικού πληθυσμού καλύπτεται από το στόχο 1 και 11 % από το στόχο 2. Επίσης, 97 % του νησιωτικού πληθυσμού εμπίπτει στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία α) και γ) της Συνθήκης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, ενώ το 14 % του εν λόγω πληθυσμού λαμβάνει ενισχύσεις που υπερβαίνουν το 40 %.

Πραγματοποιήθηκε μελέτη με θέμα "Το ευρωπαϊκό ανθρώπινο δυναμικό και οι περιφέρειες - Μια εμπειρική συμβολή στο διάλογο σχετικά με το ανθρώπινο δυναμικό και την περιφερειακή ανάπτυξη στα κράτη μέλη της ΕΕ και στις υποψήφιες χώρες". Στόχος της μελέτης ήταν η ανάλυση της διάρθρωσης και των χαρακτηριστικών του ανθρώπινου δυναμικού καθέτως (EΕ, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο) και οριζοντίως (κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, επίπεδο ικανοτήτων, ηλικία, φύλο και τομείς).

Στη μελέτη με θέμα "Ανθρώπινο δυναμικό σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία της γνώσης" εξετάζεται η πρόταση να τεθεί η επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό ως πρώτιστος στόχος των πολιτικών που αποσκοπούν στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής. Τονίζεται ότι η επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό συμβάλλει σημαντικά στην αύξηση της παραγωγικότητας, στην τεχνολογική μεταβολή και διάδοση καθώς και ότι οι πολιτικές που αυξάνουν την ποσότητα και την ποιότητα των αποθεμάτων ανθρωπίνου κεφαλαίου, ενισχύουν την κοινωνική συνοχή.

2. ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΧΗ

2.1. Οι συζητήσεις στα πλαίσια των θεσμικών οργάνων καθώς και στα σεμινάρια που διοργανώνει η Επιτροπή

2.1.1. Συμβούλιο

Η Επιτροπή υπέβαλε την πρώτη έκθεση προόδου στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων στις 18 Φεβρουαρίου 2002. Η Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων (Coreper) κάλεσε την ομάδα "Διαρθρωτικές Δράσεις" να εξετάσει το περιεχόμενο της ανωτέρω έκθεσης. Η έκθεση της εν λόγω ομάδας εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων στις 17 Ιουνίου 2002.

Οι αντιπροσωπείες αποδέχτηκαν την πρώτη έκθεση προόδου. Εντούτοις, τόνισαν ότι οι θέσεις τους σχετικά με τη μελλοντική πολιτική για τη συνοχή θα έπρεπε, στο παρόν στάδιο των συζητήσεων, να θεωρηθούν προσωρινές. Ορισμένες αντιπροσωπείες υποστήριξαν ότι ο διάλογος θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί μετά την υποβολή των προτάσεων της Επιτροπής. Ορισμένες άλλες υπενθύμισαν τη συζήτηση στα πλαίσια του άτυπου Συμβουλίου του Namur στις 13 και 14 Ιουλίου 2001 και αξιοποίησαν τη δυνατότητα να εκφράσουν τη γνώμη τους μετά τη δημοσίευση της δεύτερης έκθεσης σχετικά με τη συνοχή τον Ιανουάριο του 2001.

Οι αντιπροσωπείες θεώρησαν ότι οι λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες έπρεπε να παραμείνουν ως βασική προτεραιότητα της πολιτικής για τη συνοχή. Μια αντιπροσωπεία πρότεινε την αύξηση των κονδυλίων που διατίθενται στις περιφέρειες αυτές. Μια άλλη πρότεινε τα κριτήρια επιλεξιμότητας να καθορίζονται σε εθνικό επίπεδο και οι πλέον εύπορες χώρες να αναλαμβάνουν το βάρος της ανάπτυξης των περιφερειών τους που εμφανίζουν καθυστέρηση, χωρίς οποιαδήποτε κοινοτική συνεισφορά. Ορισμένες αντιπροσωπείες εξέφρασαν την επιθυμία να υποβληθεί η τελευταία αυτή πρόταση από την Επιτροπή ως μελλοντική εναλλακτική λύση. Οι λοιπές αντιπροσωπείες υποστήριξαν ότι η εθνική προσέγγιση δεν θα συμφωνούσε με τη Συνθήκη. Αντίθετα, υποστήριξαν την περιφερειακή προσέγγιση που πρότεινε η Επιτροπή, η οποία επιτρέπει, κατά τη γνώμη τους, τη δημιουργία διευρυμένων εταιρικών σχέσεων που μπορούν να ανταποκριθούν καλύτερα στις τοπικές ανάγκες.

Σύμφωνα με την πλειονότητα των αντιπροσωπειών, το επίπεδο του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ πρέπει να παραμείνει ως κριτήριο επιλεξιμότητας για τον καθορισμό των περιφερειών που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη τους. Ορισμένες αντιπροσωπείες θα επιθυμούσαν τη συμπλήρωσή του με άλλα κριτήρια (ποσοστό ανεργίας, ποσοστό απασχόλησης, περιφερειακότητα ή πληθυσμιακή πυκνότητα κ.λπ). Όσον αφορά τη στατιστική επίπτωση (μείωση του κοινοτικού μέσου όρου του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ λόγω της διεύρυνσης), ορισμένες αντιπροσωπείες πρότειναν να καθορισθεί ένα κατώφλι επιλεξιμότητας άνω του 75%. Άλλες εξέφρασαν προτίμηση για ένα πιο γενναιόδωρο μεταβατικό καθεστώς όσον αφορά τις περιφέρειες που θα θιγούν από την ανωτέρω στατιστική επίπτωση.

Σχετικά με τις λοιπές περιφέρειες εκτός από αυτές που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη τους, οι περισσότερες αντιπροσωπείες θεωρούν απαραίτητη την κοινοτική παρέμβαση. Η παρέμβαση αυτή πρέπει να αποσκοπεί στη μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα των περιφερειών και να επικεντρώνεται σε δράσεις με μεγάλη κοινοτική προστιθέμενη αξία. Πολλές αντιπροσωπείες προέβαλαν την αναγκαιότητα μιας αποτελεσματικής παρέμβασης καθώς και την καταπολέμηση της κατασπατάλησης των πόρων.

Όσον αφορά τη χρηματοδοτική προσπάθεια που θα συμφωνηθεί μετά το 2006, η προεδρία (Ισπανία) σημείωσε ότι κατά τη γνώμη της το κατώφλι του 0,45% του κοινοτικού ΑΕγχΠ αποτελούσε κατάλληλο σημείο αναφοράς, δεδομένων των προκλήσεων τις οποίες θα κληθεί να αντιμετωπίσει η πολιτική για τη συνοχή μετά τη διεύρυνση. Άλλες αντιπροσωπείες θεώρησαν ότι ήταν πολύ νωρίς ακόμη για να εκφέρουν άποψη.

Εξάλλου, τέθηκε επανειλημμένως το θέμα της απλούστευσης των διαδικασιών για τη λειτουργία των Διαρθρωτικών Ταμείων. Εν προκειμένω, μετά την υπουργική διάσκεψη του Namur τον Ιούλιο του 2001 και μετά από πρωτοβουλία του επιτρόπου Barnier, οι αρμόδιοι υπουργοί για την περιφερειακή πολιτική συνεδρίασαν στις 7 Οκτωβρίου 2002 στις Βρυξέλλες προκειμένου να αναλύσουν τις προτάσεις της Επιτροπής σχετικά με την απλούστευση της διαχείρισης για την περίοδο 2000-2006. Η Επιτροπή υπέβαλε σειρά προτάσεων με στόχο την απλούστευση, διευκρίνιση, συντονισμό και μεγαλύτερη ευελιξία της διαχείρισης στα πλαίσια του ισχύοντος κανονισμού. Οι εν λόγω προτάσεις αφορούσαν κυρίως την τροποποίηση προγραμμάτων, τη χρηματοοικονομική διαχείριση και την αποτελεσματικότητα των ελέγχων. Οι εκπρόσωποι των κρατών μελών ενέκριναν τις προτάσεις, ενώ ορισμένοι πρόσθεσαν και άλλες προτάσεις εντός του πλαισίου των ισχυουσών κανονιστικών ρυθμίσεων.

Στα πλαίσια αυτά, υπήρξε ευρεία συμφωνία σχετικά με το γεγονός ότι όσον αφορά το μέλλον, μετά το 2006, πρέπει να αναθεωρηθούν ριζικά οι όροι λειτουργίας των Διαρθρωτικών Ταμείων. Εξάλλου, είναι αναγκαίος ο διάλογος για τη διευκρίνιση του ρόλου της Επιτροπής στα πλαίσια εφαρμογής της πολιτικής για τη συνοχή και ειδικότερα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 274 της Συνθήκης. Για το θέμα αυτό, η Επιτροπή διοργανώνει σεμινάριο που θα διεξαχθεί στις 3 και 4 Μαρτίου 2003.

2.1.2. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε στις 6 Νοεμβρίου 2002 την έκθεση της κας Schroedter σχετικά με την πρώτη έκθεση προόδου. Εκτός από την επιτροπή « Περιφερειακή Πολιτική, Μεταφορές και Τουρισμός », τη γνώμη τους για την έκθεση προόδου εξέφρασαν επίσης οι επιτροπές « Γεωργία » και « Εξωτερικές Υποθέσεις ».

Η έκθεση Schroedter υποστηρίζει τις θέσεις της Επιτροπής σε διάφορα θέματα όπως η ανάγκη διατήρησης μιας ισχυρής πολιτικής για τη συνοχή που θα είναι αλληλέγγυα και θα βασίζεται στις εταιρικές σχέσεις, ενόψει της διεύρυνσης και του γεγονότος ότι εξακολουθούν να υφίστανται ανισότητες στην ΕΕ. η διατήρηση τουλάχιστον του ορίου του 0,45% του ΑΕγχΠ της Ένωσης, προκειμένου να μην αμφισβητηθεί η αξιοπιστία της πολιτικής για τη συνοχή. η ανάγκη προσαρμογής της πολιτικής για τη συνοχή στις συνθήκες που θα επικρατήσουν στη διευρυμένη Ένωση. η ανάγκη προώθησης της αειφόρου ανάπτυξης και της χωροταξικής συνοχής στην Ευρώπη, καθώς και ενίσχυσης της πολυκεντρικής, αρμονικής και ισόρροπης ανάπτυξης της Ένωσης, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΠΧΑ . η παροχή ενισχύσεων σε συγκεκριμένες λιγότερο ευνοημένες περιοχές (με ειδική μνεία για τις ιδιαίτερα απομακρυσμένες περιφέρειες). η ενίσχυση της διασυνοριακής συνεργασίας. η αντίθεση στην επανεθνικοποίηση της πολιτικής για τη συνοχή. η προώθηση των εταιρικών σχέσεων και η εξέταση του ενδεχομένου σύναψης τριμερών συμφωνιών με τις περιφέρειες και τα κράτη μέλη.

Στην έκθεση περιλαμβάνονται και άλλα επίμαχα θέματα όπως η χρησιμοποίηση και άλλων δεικτών εκτός από το ΑΕγχΠ για τον καθορισμό της επιλεξιμότητας στα πλαίσια των Διαρθρωτικών Ταμείων. η ενίσχυση της συνοχής όσον αφορά την πολιτική για το περιβάλλον, την πολιτική για την απασχόληση, την κοινή γεωργική πολιτική, την πολιτική μεταφορών και την οικονομική πολιτική με στόχο την αειφόρο ανάπτυξη των περιφερειών. η βελτίωση της διοικητικής ικανότητας των υποψηφίων χωρών. ο καθορισμός όρων για μια πιο ευέλικτη εφαρμογή αποσκοπώντας στη σταδιακή αποκέντρωση της διαχείρισης των πόρων, υπό την προϋπόθεση ενός αποτελεσματικού και αυστηρού ελέγχου της χρησιμοποίησής τους. η αύξηση των ενισχύσεων που αφορούν την περιφερειακή ανταγωνιστικότητα. η παροχή της δυνατότητας στις περιφέρειες να εφαρμόζουν τη δική τους στρατηγική ανάπτυξης. η θέσπιση της αρχής "ένα πρόγραμμα - ένα ταμείο", με παράλληλη παροχή περισσότερων αρμοδιοτήτων στις περιφέρειες όσον αφορά την εφαρμογή.

Με την εν λόγω έκθεση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλείται να υποβάλει, πριν από την τρίτη έκθεση :

- πρόταση χρονοδιαγράμματος προκειμένου να διασφαλισθεί ότι το πρόγραμμα για την περίοδο 2007-2013 μπορεί να αρχίσει να εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2007 .

- προτάσεις για τη βελτίωση της συνοχής των πολιτικών της ΕΕ που έχουν αντίκτυπο στην οικονομική και κοινωνική συνοχή.

- προτάσεις σχετικά με το μέλλον των κοινοτικών πρωτοβουλιών καθώς και του στόχου 2.

2.1.3. Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και Επιτροπή των Περιφερειών

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή εξέδωσε δύο γνωμοδοτήσεις, μία για τη στρατηγική της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής και μία σχετικά με το μέλλον της πολιτικής για τη συνοχή στα πλαίσια της διεύρυνσης και της μετάβασης στην οικονομία της γνώσης.

Στην πρώτη γνωμοδότηση, η ΕΟΚΕ επισημαίνει τις προκλήσεις τις οποίες θα κληθεί να αντιμετωπίσει η ΕΕ (διεύρυνση, παγκοσμιοποίηση, αξιοποίηση της δυναμικής κέντρου/περιφέρειας, μακροοικονομική σταθερότητα κ.λπ.) ενώ προτείνει συναφώς: τη διατήρηση, και μετά το 2006, των ενισχύσεων στα πλαίσια του στόχου 1. την υπέρβαση των αρνητικών στατιστικών επιπτώσεων της διεύρυνσης στο μέσο κατά κεφαλήν όρο του ΑΕγχΠ. την αύξηση του ανωτάτου ορίου που έχει καθορισθεί σε 0,45 % του ΑΕγχΠ όσον αφορά τα Διαρθρωτικά Ταμεία. τη δημιουργία ενός κονδυλίου για τη σταθεροποίηση του περιφερειακού εισοδήματος σε περίπτωση απρόσμενων κραδασμών στην οικονομία. την ολοκλήρωση του προγράμματος κοινοτικών πρωτοβουλιών. τη θέσπιση μιας ανοικτής μεθόδου συντονισμού για την αντιμετώπιση των προβλημάτων κοινωνικής και οικονομικής συνοχής που αντιμετωπίζουν οι περιφέρειες του στόχου 2. την προτεραιότητα των επενδύσεων που αφορούν τις λιγότερο ευνοημένες περιοχές.

Στη συμπληρωματική γνωμοδότησή της για τη "Δεύτερη έκθεση σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή" που εξέδωσε στις 25 Απριλίου 2001, η ΕΟΚΕ προτείνει τη ριζική μεταρρύθμιση των αρχών, των γενικών όρων, του ορισμού και των λεπτομερειών εφαρμογής της πολιτικής για τη συνοχή ενόψει της διεύρυνσης της ΕΕ. Με στόχο την απλούστευση των διαδικασιών, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει τη θέσπιση ενός ενιαίου Ταμείου, επαρκώς ευέλικτου, γεγονός που θα συνέβαλε τόσο στην απλούστευση όσο και στη μεγαλύτερη διαφάνεια.

Η Επιτροπή των Περιφερειών εξέδωσε γνωμοδότηση σχετικά με την πρώτη έκθεση προόδου στις 10 Οκτωβρίου 2002. Στη γνωμοδότηση επικροτείται ο θετικός αντίκτυπος της περιφερειακής πολιτικής των τελευταίων ετών ενώ σημειώνεται το γεγονός ότι η Επιτροπή θεωρεί το κατώφλι του 0,45% του κοινοτικού ΑΕγχΠ ως ελάχιστη χρηματοδότηση της πολιτικής για τη συνοχή. Εξάλλου, επισημαίνει ότι η πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ενίσχυση των περιφερειών που εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους καθώς και ότι η επιλεξιμότητα πρέπει να καθορίζεται με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ, λαμβανομένου ωστόσο παράλληλα υπόψη του ποσοστού ανεργίας ή του επιπέδου παραγωγικότητας. Στις περιφέρειες που θίγονται από τη στατιστική επίπτωση πρέπει να παρασχεθεί επαρκής μεταβατική ενίσχυση. Όσες περιφέρειες υπερβαίνουν το κατώφλι επιλεξιμότητας λόγω ίδιας οικονομικής ανάπτυξης, πρέπει να υπαχθούν στο στόχο 2, ο οποίος θα αποσκοπεί στην εξάλειψη των περιφερειακών ανισοτήτων.

Με τη γνωμοδότηση η Επιτροπή καλείται να απλουστεύσει τις διαδικασίες χορήγησης περιφερειακών ενισχύσεων διευκρινίζοντας παράλληλα τους αντίστοιχους ρόλους της Επιτροπής, των κρατών μελών και των περιφερειών και τηρώντας την αρχή της επικουρικότητας. Τέλος, με τη γνωμοδότηση ζητείται να βελτιωθεί ο συντονισμός μεταξύ των κοινοτικών πολιτικών και των χρηματοδοτικών μέσων εν γένει και της πολιτικής για την οικονομική και κοινωνική συνοχή.

2.1.4. Το σεμινάριο στις 27 και 28 Μαΐου 2002 σχετικά με τις προτεραιότητες τις Ένωσης όσον αφορά τις περιφέρειες

Στο σεμινάριο έλαβαν μέρος 600 περίπου συμμετέχοντες από τα κράτη μέλη και τις υποψήφιες χώρες [18]. Διοργανώθηκαν τρία εργαστήρια : για τις περιφέρειες που εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους, για τις περιφέρειες που βρίσκονται σε ανασυγκρότηση ή που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες δυσχέρειες καθώς και για τη συνεργασία και την ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών περιφερειών.

[18] http://europa.eu.int/comm/regional_policy/ debate/semcom_fr.htm

Αφετηρία του διαλόγου υπήρξε το θέμα της κοινοτικής προστιθέμενης αξίας και της αποτελεσματικότητας των διαρθρωτικών παρεμβάσεων. ειδικότερα εξετάσθηκε:

- η αποτελεσματικότητά τους υπό το πρίσμα της σύγκλισης των περιφερειών της Κοινότητας.

- η συνεισφορά τους στους στόχους των λοιπών κοινοτικών πολιτικών.

- ο ρόλος τους ως παράγοντα οικονομικής ολοκλήρωσης και σταθερότητας, στα πλαίσια της νομισματικής ένωσης.

- η διαφάνειά τους έναντι των πολιτών οι οποίοι με τον τρόπο αυτό μπορούν να αποκτήσουν συγκεκριμένη αντίληψη της Ένωσης.

- η συμβολή τους στη βελτίωση της διακυβέρνησης, μέσω των όρων αξιολόγησης, διαχείρισης και σύναψης εταιρικών σχέσεων.

Το εν λόγω σεμινάριο παρέσχε την ευκαιρία να επισημανθούν διάφορα θέματα κοινής αποδοχής σχετικά με τη μελλοντική πολιτική για τη συνοχή καθώς και θέματα στα οποία απαιτείται εμβάθυνση. Στα θέματα κοινής αποδοχής περιλαμβάνονται, ειδικότερα, η σημασία της πολιτικής για τη συνοχή όσον αφορά την επιτυχία της διαδικασίας ολοκλήρωσης της διευρυμένης Ένωσης, η προτεραιότητα των περιφερειών που εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους, η ανάγκη να συνεχιστεί η περιφερειακή πολιτική με σημαντικές κοινοτικές παρεμβάσεις και σε άλλες περιφέρειες εκτός από αυτές που εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους, η ανάγκη περαιτέρω απλούστευσης της μεθόδου εφαρμογής, περιλαμβανομένης της παύσης ισχύος του σημερινού συστήματος ταξινόμησης σε ζώνες, η θέσπιση ενός ενιαίου χρηματοδοτικού μέσου και ενός αποθέματος για έκτακτες ανάγκες καθώς και η συνέχιση της ευρωπαϊκής συνεργασίας μεταξύ των περιφερειών της Ένωσης, περιλαμβανομένων των μελλοντικών εξωτερικών συνόρων (ανατολικών και νοτίων).

Σε όλους αυτούς τους τομείς, ο ρόλος της Επιτροπής ως εταίρου των κρατών και των περιφερειών κρίθηκε από όλους τους συμμετέχοντες ιδιαίτερα ουσιώδης.

Τα θέματα στα οποία απαιτείται εμβάθυνση είναι τα εξής:

- η διευκρίνιση της αρμοδιότητας της Επιτροπής σχετικά με τις διατάξεις του άρθρου 274 της Συνθήκης, κυρίως στα πλαίσια μιας ενδεχόμενης αυξημένης αποκέντρωσης όσον αφορά την εκτέλεση της πολιτικής για τη συνοχή.

- τα κριτήρια για τον καθορισμό των επιλέξιμων οριζόντιων περιοχών και θεμάτων προτεραιότητας, εκτός από τις περιφέρειες που εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους.

- η συνάφεια με τις λοιπές κοινοτικές πολιτικές.

- ενώ υπήρξε εν γένει συμφωνία σχετικά με την ανάγκη αύξησης της κοινοτικής ενίσχυσης όσον αφορά την αγροτική ανάπτυξη (που αποτελεί το δεύτερο πυλώνα της ΚΑΠ) [19], τονίστηκε ωστόσο η ανάγκη αποτελεσματικότερου συσχετισμού μεταξύ του δεύτερου πυλώνα και της πολιτικής για την περιφερειακή ανάπτυξη.

[19] Βλ. συμπεράσματα του σεμιναρίου.

- οι συνεργίες των Διαρθρωτικών Ταμείων.

- η μορφή και το περιεχόμενο των τριμερών συμφωνιών μεταξύ της Επιτροπής, των κρατών μελών και των περιφερειών, που υποστηρίχθηκαν από την πλειονότητα των συμμετεχόντων.

- η θέσπιση της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά τους όρους εφαρμογής, που θα βασίζεται στο ύψος των παρεχόμενων χρηματοδοτήσεων.

- μεγαλύτερη συνάφεια μεταξύ των εσωτερικών και εξωτερικών πτυχών στον τομέα της διασυνοριακής συνεργασίας.

2.1.5. Το σεμινάριο σχετικά με τις προτεραιότητες στον τομέα της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής (30 Σεπτεμβρίου 2002)

Το σεμινάριο αφορούσε τις προτεραιότητες των πολιτικών για την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή, όπως αυτές καθορίσθηκαν στη Δεύτερη έκθεση για τη συνοχή: περισσότερες και καλύτερες θέσεις απασχόλησης, κοινωνία της γνώσης, κοινωνική ένταξη και ισότητα ευκαιριών. Σημείο αναφοράς του σεμιναρίου ήταν η στρατηγική της Λισσαβώνας ως πολιτικό πλαίσιο για τη ρύθμιση της απασχόλησης και της κοινωνικής διάστασης της συνοχής.

Στο σεμινάριο επισημάνθηκε ότι η επένδυση στην κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού μπορεί να συμβάλει στην εντατικότερη αύξηση της απασχόλησης καθώς και στην καταπολέμηση της ανεργίας. Η συμμετοχή της Ένωσης θεωρήθηκε σημαντική ως απτή συνεισφορά στη διαδικασία ολοκλήρωσης. Παράλληλα, η προστιθέμενη αξία των δράσεων θα μπορούσε να αυξηθεί με την επιλεκτικότερη επικέντρωση σε καίρια θέματα όπως η δια βίου κατάρτιση. Εξάλλου, δεδομένης της άποψης που επικράτησε ότι τα διαρθρωτικά θέματα αφορούν όλες τις χώρες και τις περιφέρειες, θεωρήθηκε αναγκαία η ύπαρξη ενός γενικά αποδεκτού πλαισίου δράσεων.

2.1.5.1. Περισσότερες και καλύτερες θέσεις απασχόλησης

Εν προκειμένω, ορισμένες αντιπροσωπείες επεσήμαναν το γεγονός ότι οι τέσσερις πυλώνες της στρατηγικής για την απασχόληση και οι πολιτικές του ΕΚΤ δεν επικαλύπτονται. ως εκ τούτου, απαιτείται ο αποτελεσματικότερος συντονισμός τους στο μέλλον.

Διάφοροι συμμετέχοντες υποστήριξαν ότι η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό θα διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο όσον αφορά την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής καθώς και την επιτυχή προσαρμογή στις οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές. Η δράση πρέπει να εστιάζεται, αφενός, στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας και, αφετέρου, στην κοινωνική ένταξη.

Υποστηρίχθηκε επίσης η διατήρηση της ολοκληρωμένης προσέγγισης με την οποία συνδυάζεται η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό με την επένδυση σε κεφάλαιο τόσο στις περιφέρειες που εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους όσο και σε άλλες περιφέρειες.

Όσον αφορά τις πλέον εύπορες περιφέρειες, θεωρήθηκε ότι απαιτούνται περαιτέρω μεταβολές στην οικονομία και στην αγορά εργασίας καθώς και ότι οι διαφορές μεταξύ των περιφερειών οφείλονται στην ύπαρξη σοβαρών αδυναμιών του ανθρώπινου δυναμικού που απορρέουν από τις δυσλειτουργίες της αγοράς και των θεσμών καθώς και την ανεπαρκή επένδυση στα επαγγελματικά προσόντα. Η συναφής πολιτική πρέπει να έχει ως στόχο την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν λόγω της ανεπάρκειας επαγγελματικών προσόντων και ικανοτήτων. Τονίστηκε επίσης η σημασία των γενικών γνώσεων καθώς και η ανάγκη επισήμανσης των προσόντων που απαιτούνται σε τοπικό/περιφερειακό επίπεδο.

Ως προς τις διαδικασίες, υποστηρίχθηκε ότι η πολιτική για τη συνοχή μπορεί να επιτύχει μόνο με τη συμμετοχή όλων των φορέων στα πλαίσια μιας ενεργούς εταιρικής σχέσης προκειμένου να επισημανθούν οι προκλήσεις και να καθορισθούν στρατηγικές. γεγονός που ισχύει ειδικότερα σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, στο οποίο κατανοούνται πλήρως τα προβλήματα και οι προκλήσεις ενώ παράλληλα καταστρώνονται οι κατάλληλες στρατηγικές.

2.1.5.2. Κοινωνική ένταξη

Ορισμένες αντιπροσωπείες επεσήμαναν το γεγονός ότι μέρος μόνο των δράσεων που θεσπίσθηκαν βάσει της στρατηγικής για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού εξακολουθούν να θεωρούνται επιλέξιμες για ενίσχυση από τα Διαρθρωτικά Ταμεία, ενώ τα εν λόγω Ταμεία θα μπορούσαν να υποστηρίζουν ενεργότερα τις εν λόγω δράσεις.

Η προσέγγιση που συνδέει τα μέτρα με την αγορά εργασίας ενδέχεται να μην επαρκεί. πολλά από τα θέματα του κοινωνικού αποκλεισμού δεν αφορούν άμεσα την αγορά εργασίας αλλά ευρύτερες κοινωνικές παραμέτρους. Εξάλλου, η πρόσβαση στην αγορά εργασίας δεν είναι δεδομένη για όλα τα άτομα που υφίστανται τον αποκλεισμό ή απειλούνται από την προοπτική του, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ενδεχομένως απαιτείται ένας νέος και ευρύτερος ορισμός της απασχολησιμότητας.

Η Ένωση, μέσω του ΕΚΤ, θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό και ίσως πρωταρχικό ρόλο στην προώθηση των εταιρικών σχέσεων, λαμβανομένου κυρίως υπόψη ότι η επιτυχία της στρατηγικής για την κοινωνική ένταξη εξαρτάται ουσιαστικά από τη συνεργασία και την κινητοποίηση όλων των εμπλεκομένων. Προτάθηκε επίσης η αναθεώρηση των ισχυόντων μέσων με στόχο, κυρίως, την απλούστευσή τους και τη μεγαλύτερη ευελιξία τους.

2.1.5.3. Ισότητα ευκαιριών

Στο εργαστήριο για την ισότητα των ευκαιριών, υποστηρίχθηκε ότι η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Τονίσθηκε ότι η αρχή της ισότητας αφορά διακρίσεις κάθε είδους, όπως οι φυλετικές διακρίσεις ή οι διακρίσεις λόγω αναπηρίας. Οι διακρίσεις βάσει του φύλου αποτελούν ειδικότερη περίπτωση, λόγω της έκτασης του προβλήματος.

Προτάθηκε να εστιασθούν οι πολιτικές προτεραιότητες στην αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής ενσωμάτωσης της διάστασης του φύλου (gender mainstreaming), δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό μπορούν να επιτευχθούν παράλληλα δύο στόχοι: οι ειδικότερες δράσεις σχετικά με την ισότητα και η ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου στις λοιπές πολιτικές και δράσεις. Εξάλλου, θα μπορούσε να δοθεί προτεραιότητα σε δράσεις που βοηθούν την αλλαγή της νοοτροπίας, της συμπεριφοράς και των στερεοτύπων γυναικών και ανδρών. Οι δράσεις μπορούν να αφορούν τους άνδρες, τους εργοδότες και τους κοινωνικούς εταίρους ώστε να επιτευχθεί ορθότερη κατανομή των οικογενειακών ευθυνών. Επίσης, όσον αφορά την υποδομή παιδικής μέριμνας έγινε σύσταση για ολοκληρωμένες επενδύσεις στα πλαίσια των περιφερειακών και τοπικών αναπτυξιακών πολιτικών και στρατηγικών, ώστε να μην λειτουργεί μόνο ως συμπλήρωμα των μέτρων για την προώθηση της απασχόλησης των γυναικών.

2.1.6. Το σεμινάριο για τις αστικές περιοχές (8 και 9 Ιουλίου 2002)

Περισσότεροι από 600 φορείς των προγραμμάτων URBAN, μεταξύ των οποίων πολλοί δήμαρχοι και αντιδήμαρχοι, συζήτησαν στο Λονδίνο σχετικά με τις εμπειρίες τους από τα προγράμματα URBAN καθώς και σχετικά με το μέλλον της πολιτικής για τη συνοχή στην αστική του διάσταση. Οι δήμαρχοι και οι εκπρόσωποι των πόλεων υπογράμμισαν την ουσιαστική συμβολή της κοινοτικής πρωτοβουλίας URBAN στην ανάπτυξη των πόλεων καθώς και το σημαντικό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στις εθνικές - κρατικές και ιδιωτικές - παρεμβάσεις. Μέσω των εισηγήσεων στο σεμινάριο επισημάνθηκε η κοινοτική προστιθέμενη αξία σε διάφορους τομείς :

- παρέμβαση που προσεγγίζει τα άτομα και τα προβλήματά τους, αποσκοπώντας στην αντιμετώπιση των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών θεμάτων με ολοκληρωμένο τρόπο.

- αποτελεσματικότητα των δράσεων, διαχείριση θεμάτων κοινοτικού ενδιαφέροντος και ευρεία διαφάνεια.

- εκτεταμένες εταιρικές σχέσεις οι οποίες αφορούν τόσο τις τοπικές αρχές που είναι αρμόδιες για τη διαχείριση των προγραμμάτων όσο και άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, στους οποίους περιλαμβάνονται οι κάτοικοι που είναι και οι βασικοί ενδιαφερόμενοι.

- μια μόνιμη διαδικασία εκμάθησης που επιτρέπει ειδικότερα τη δοκιμή των καινοτόμων σχεδίων και τη δικτύωση για την ανταλλαγή εμπειριών.

Πολλοί συμμετέχοντες επιβεβαίωσαν την ανάγκη να συνεχισθούν και να εντατικοποιηθούν οι κοινοτικές παρεμβάσεις υπέρ των πόλεων. Στους επιδιωκόμενους στόχους συγκαταλέγονται η ενίσχυση του ρόλου των πόλεων ως παραγόντων περιφερειακής ανάπτυξης, η διατήρηση ή η αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής στις πόλεις και η βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης δράσης. Για τη χάραξη μιας νέας πολεοδομικής πολιτικής, οι συμμετέχοντες κάλεσαν την Ένωση :

- να εξετάσει, στα πλαίσια της ανάπλασης των αστικών περιοχών, την υπό όρους δυνατότητα παρέμβασης των Διαρθρωτικών Ταμείων στο στεγαστικό τομέα.

- να καταστήσει τις πόλεις βασικούς συνομιλητές της Επιτροπής για τα προγράμματα και τις δράσεις που τις αφορούν, ως προς τον προγραμματισμό και τη διαχείριση.

- να συσχετίσει τις παρεμβάσεις για τις οποίες είναι αρμόδιες οι πόλεις με άλλες παρεμβάσεις που οργανώνονται σε μεγαλύτερη εδαφική κλίμακα.

- να αναπτύξει τη συνεργασία και τις ανταλλαγές εμπειριών μεταξύ των πόλεων και του συνόλου των φορέων πολεοδομικών πολιτικών.

2.1.7. Το σεμινάριο για τις ορεινές περιοχές (17 και 18 Οκτωβρίου 2002)

Στο σεμινάριο « Κοινοτικές πολιτικές και ορεινές περιοχές » που πραγματοποιήθηκε στις 17 και 18 Οκτωβρίου 2002 έλαβαν μέρος περισσότεροι από 500 συμμετέχοντες από τα κράτη μέλη, τις υποψήφιες χώρες καθώς και από τρίτες χώρες. Στο εν λόγω σεμινάριο, το οποίο συνέπεσε με το διεθνές έτος βουνού 2002, πραγματοποιήθηκε εκτενής διάλογος μεταξύ των κοινοτικών θεσμικών οργάνων καθώς και των φορέων και οργανώσεων του τομέα. Εκφράσθηκαν τα εξής αιτήματα :

- να υποστηριχθούν εξειδικευμένα έργα που ανταποκρίνονται αποτελεσματικότερα στις ανάγκες των ορεινών περιοχών και αξιοποιούν τα πλεονεκτήματά των τελευταίων. Τα έργα αυτά μπορούν να αφορούν π.χ. τη διατήρηση κοινωφελών υπηρεσιών σε περιοχές που δεν είναι εύκολα προσβάσιμες, την αναβάθμιση της ποιότητας της παραγωγής, κυρίως όσον αφορά τα γεωργικά προϊόντα με τη δημιουργία συγκεκριμένων μέσων προώθησης (ετικέτες κ.λπ.) καθώς και την πολλαπλή δραστηριότητα προκειμένου να παύσει η εγκατάλειψη της υπαίθρου.

- να αναγνωρισθεί η σημασία της διαπεριφερειακής και διασυνοριακής συνεργασίας, όπως υφίσταται στα πλαίσια της κοινοτικής πρωτοβουλίας Interreg, όσον αφορά την αξιοποίηση των ορεινών περιοχών καθώς και η σαφής κοινοτική προστιθέμενη αξία της εν λόγω συνεργασίας, η οποία αποτελεί πολύτιμο μέσο ανταλλαγής εμπειριών και διάδοσης τεχνογνωσίας.

- να βελτιωθεί ο συσχετισμός των κοινοτικών πολιτικών με αντίκτυπο στις ορεινές περιοχές, όπως οι πολιτικές για τη γεωργία, την ανάπτυξη της υπαίθρου, τις περιφέρειες, το περιβάλλον ή τις μεταφορές.

2.2. Τα πλέον επίμαχα θέματα

Οι πρωτοβουλίες των κρατών μελών και των περιφερειών σχετικά με το μέλλον της πολιτικής για τη συνοχή υπήρξαν πολυάριθμες. Σε πολλά κράτη μέλη και σε ορισμένες υποψήφιες χώρες πραγματοποιήθηκαν σεμινάρια, με ή χωρίς τη συμμετοχή της Επιτροπής.

Τα πλέον επίμαχα θέματα αφορούσαν κυρίως τους στόχους της πολιτικής για τη συνοχή (περιφέρειες που εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους, λοιπές περιφέρειες και συνεργασία) καθώς και τη συμβολή των άλλων κοινοτικών πολιτικών στη συνοχή.

2.2.1. Η προτεραιότητα στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες

Σε όλες σχεδόν τις επίσημες θέσεις που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή υποστηρίζεται η διατήρηση της προτεραιότητας της πολιτικής για τη συνοχή, όσον αφορά τις περιφέρειες που εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους. Επίσης, υπογραμμίζεται το ειδικό βάρος των υποψηφίων χωρών στα πλαίσια του εν λόγω στόχου [20].

[20] Για την καλύτερη αντιμετώπιση της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν οι περιφέρειες των υποψηφίων χωρών, η Επιτροπή πρότεινε να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στο Ταμείο Συνοχής, εντός του ευρύτερου πλαισίου όλων των Ταμείων συνολικά. Η Επιτροπή πρότεινε να προστεθεί στους επιλέξιμους τομείς των Διαρθρωτικών Ταμείων για τις εν λόγω περιφέρειες (υποδομή, ανθρώπινοι πόροι και στήριξη των παραγωγικών επενδύσεων) η ενίσχυση της θεσμικής ικανότητας.

Ως προς τα κριτήρια επιλεξιμότητας των περιφερειών που εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους, στις περισσότερες θέσεις υποστηρίζεται η διατήρηση του ισχύοντος κριτηρίου, το οποίο χρησιμοποιείται από το 1989, δηλαδή 75% του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης.

Ωστόσο, εκφράσθηκε η άποψη ότι το κριτήριο του ΑΕγχΠ πρέπει να συνοδεύεται και από άλλα κριτήρια, όπως το ποσοστό απασχόλησης ή ανεργίας, η παραγωγικότητα, ο περιφερειακός χαρακτήρας, η μείωση του πληθυσμού ή το επίπεδο δημοσιονομικής εκτέλεσης [21]. Εξάλλου, οι εκπρόσωποι των ιδιαίτερα απομακρυσμένων περιφερειών [22] καθώς και των νησιωτικών περιοχών [23] ελπίζουν ότι οι περιοχές τους θα θεωρούνται ότι χρήζουν βοηθείας ακόμη και όταν το εισόδημά τους υπερβεί το κατώφλι επιλεξιμότητας.

[21] Βλ. ειδικότερα την έκθεση της Coreper σχετικά με την πρώτη έκθεση προόδου (έγγραφο 8026/02 του Συμβουλίου)

[22] Πρώτη συμβολή των ιδιαίτερα απομακρυσμένων περιφερειών στο μέλλον της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής (3 Φεβρουαρίου 2002) και κοινή θέση των εν λόγω περιφερειών σχετικά με τη μελέτη για τις νησιωτικές περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Οκτώβριος 2002).

[23] Επιτροπή των νήσων της CRPM

ΠΛΑΙΣΙΟ : συμβολη των ιδιαιτερα απομακρυσμενων περιφερειων

Στις ιδιαίτερα απομακρυσμένες περιφέρειες (Κανάριοι Νήσοι, Γουαδελούπη, Γουιάνα, Μαρτινίκα, Ρεϋνιόν, Αζόρες, Μαδέρα), διαβιούν 3,8 εκατ. κάτοικοι, το 40% των οποίων διαμένουν στις Καναρίους Νήσους. Τα εν λόγω εδάφη είναι εξαιρετικά απομονωμένα και μειονεκτούν λόγω των φυσικών τους συνθηκών που οφείλονται στο ανάγλυφο του εδάφους καθώς και στην έκταση των κινδύνων φυσικών καταστροφών. Ο πληθυσμός τους είναι κυρίως νεαρής ηλικίας. Ωστόσο, η δημογραφική πίεση σε συνδυασμό με την έλλειψη επαγγελματικών προοπτικών καταλήγουν σε εκτεταμένη αποδημία (Aζόρες, Μαδέρα) ή/και σε αύξηση των κοινωνικών κινδύνων που σχετίζονται με την ανεργία (Γουαδελούπη, Ρεϋνιόν) καθώς και σε προβλήματα ενσωμάτωσης (Γουιάνα).

Πλείστα έργα οδικής υποδομής καθώς και υποδομής λιμένων και αερολιμένων, που συμβάλλουν στην ανάπτυξη των ιδιαίτερα απομακρυσμένων περιφερειών, στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στις ευρωπαϊκές ενισχύσεις. Προς το παρόν, όλες οι εν λόγω περιφέρειες είναι επιλέξιμες για το στόχο 1 ενώ παράλληλα εμπίπτουν στις παρεκκλίσεις του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχεία α) και γ) της Συνθήκης για τις κρατικές ενισχύσεις που ανέρχονται σε σχετικά υψηλό ποσοστό (50 % για τις Καναρίους Νήσους, 62 % για τις Αζόρες και τη Μαδέρα, 65 % για τα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα).

Η ευρωπαϊκή πολιτική για τη συνοχή σε συνδυασμό με μια πολιτική μεταφοράς κονδυλίων των κρατών [24] στα οποία είναι προσαρτημένες οι εν λόγω περιφέρειες, επέτρεψε στις τελευταίες να αναπτυχθούν τα τελευταία χρόνια με ταχύτερους ρυθμούς από τον κοινοτικό μέσο όρο. Το 2000, το ΑΕγχΠ τους ανήλθε σε 66 % του μέσου όρου της Ένωσης. χάριν συγκρίσεως αναφέρεται ότι το ΑΕγχΠ των δέκα λιγότερο εύπορων περιφερειών της Ένωσης ανέρχεται στο 47 %. Ωστόσο, πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες, κυρίως στους τομείς της απασχόλησης και της κατάρτισης ώστε να αποφευχθεί η αποδημία του εγχώριου ενεργού πληθυσμού [25]. Εν προκειμένω, θα μπορούσε να βελτιωθεί το επίπεδο του εξοπλισμού όσον αφορά την εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση. Κυρίως όμως, θα έπρεπε να υποστηρίζεται κάθε πρωτοβουλία που συνεπάγεται τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και πλούτου προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα που σχετίζονται με τη δημογραφική δυναμική.

[24] Το σύνολο της ετήσιας συνεισφοράς των Διαρθρωτικών Ταμείων κυμαίνεται σε ποσοστό από 15% (Ρεϋνιόν, Κανάριοι Νήσοι) έως 44% (Aζόρες) των φορολογικών εσόδων των εν λόγω περιφερειών.

[25] Προκειμένου να καθορισθούν ακριβέστερα τα κριτήρια ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων των ιδιαίτερα απομακρυσμένων περιφερειών, θα καταρτισθεί μελέτη που θα συμπληρώνει τη μελέτη για τα νησιά και στην οποία θα ληφθούν υπόψη τα σχόλια και οι κρίσεις των εκπροσώπων των εν λόγω περιφερειών. Έτσι, η Επιτροπή θα έχει στη διάθεσή της αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορεί να υποβάλει δίκαιες προτάσεις, προσαρμοσμένες στις ιδιαιτερότητες κάθε περιφέρειας.

Όσον αφορά τη στατιστική επίπτωση (μείωση του κοινοτικού μέσου όρου του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ κατά 13% λόγω της προσχώρησης 10 νέων κρατών μελών), η Επιτροπή επεσήμανε στην πρώτη έκθεση προόδου ότι δύο μόνο από τις τέσσερις εναλλακτικές δυνατότητες που μνημονεύονται στη δεύτερη έκθεση σχετικά με τη συνοχή έτυχαν ευρείας αποδοχής :

- η διατήρηση του κατωφλίου επιλεξιμότητας στο 75% του κοινοτικού μέσου όρου, σε συνδυασμό με ένα διαφοροποιημένο μεταβατικό καθεστώς που θα αφορά, αφενός, τις περιφέρειες οι οποίες, λόγω της συγκλίσεώς τους, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους στα πλαίσια της Ένωσης των 15 και, αφετέρου, τις περιφέρειες που θίγονται από τη στατιστική επίπτωση και για τις οποίες θα πρέπει να προβλεφθεί μεγαλύτερη ενίσχυση.

- ο καθορισμός ενός κατωφλίου επιλεξιμότητας που θα υπερβαίνει το 75%, προκειμένου να περιορισθεί ή να εξαλειφθεί ο αντίκτυπος της εν λόγω στατιστικής επίπτωσης.

Στις συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2002, οι περισσότεροι συμμετέχοντες υποστήριξαν την πρώτη λύση.

2.2.2. Δράσεις που αφορούν περιφέρειες εκτός από αυτές που εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους

Οι συμμετέχοντες υποστήριξαν σχεδόν ομόφωνα την ανάγκη διατήρησης μιας πολιτικής για την οικονομική και κοινωνική συνοχή εκτός των περιφερειών που εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους, απλουστεύοντας και αποκεντρώνοντας περισσότερο την εφαρμογή της.

Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προώθηση της ανταγωνιστικότητας των περιφερειών, η οποία συνάδει με τους πολιτικούς στόχους της Ένωσης όπως αυτοί καθορίσθηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας και συμπληρώθηκαν με τη διάσταση της αειφόρου ανάπτυξης στο Συμβούλιο του Γκέτεμποργκ, μνημονεύεται πολύ συχνά ως πρωταρχικός επιδιωκόμενος στόχος. Ο στόχος αυτός συνεπάγεται την επικέντρωση σε τομείς ανταγωνιστικότητας όπως η προσβασιμότητα, η διαφοροποίηση της παραγωγικής διάρθρωσης, η κοινωνία της γνώσης, η καινοτομία, η έρευνα και η ανάπτυξη, το περιβάλλον, η απασχόληση, η κοινωνική ένταξη καθώς και η εκπαίδευση και η δια βίου κατάρτιση, ειδικότερα στα πλαίσια των οικονομικών και κοινωνικών αναδιαρθρώσεων που απορρέουν από την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας.

Οι οικονομικές, κοινωνικές και χωροταξικές προτεραιότητες όσον αφορά τη μελλοντική πολιτική για τη συνοχή, οι οποίες μνημονεύονται στη δεύτερη έκθεση σχετικά με τη συνοχή, αναγνωρίσθηκαν ως ιδιαίτερα σημαντικές. Ωστόσο, εκφράσθηκαν αμφιβολίες όσον αφορά τη δυνατότητα της Ένωσης να ανταποκριθεί στα προβλήματα που υφίστανται στο σύνολο των περιοχών προτεραιότητας. Εξάλλου, ορισμένοι συμμετέχοντες τόνισαν ότι τα γεωγραφικά μειονεκτήματα δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται μεμονωμένα, αλλά να λαμβάνονται παράλληλα υπόψη οι συναφείς κοινωνικοοικονομικές δυσχέρειες. Εν προκειμένω, υπήρξε ευρεία συμφωνία υπέρ της συγκέντρωσης των κοινοτικών χρηματικών συνεισφορών.

Ως νέα κριτήρια επιλεξιμότητας αναφέρθηκαν η νότια διάσταση (γεωγραφικό μειονέκτημα, ελάττωση και γήρανση του πληθυσμού, περιφερειακότητα), ο περιφερειακός χαρακτήρας και η απερήμωση. [26]

[26] Όλες σχεδόν οι περιφέρειες και οι ενώσεις περιφερειών Φινλανδίας και Σουηδίας. Σκωτία : Ευρωπαϊκή Επιτροπή Σκωτικού Κοινοβουλίου (4 Ιουλίου 2002). CRPM : Τεχνική σημείωση της Γενικής Γραμματείας « Για μια ισόρροπη ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής επικράτειας » (Φεβρουάριος 2002)

Αρκετοί συμμετέχοντες τόνισαν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που πρέπει να αποδοθεί στις πόλεις, οι οποίες λειτουργούν ως παράγοντες περιφερειακής ανάπτυξης και τόνωσης της οικονομίας. Ορισμένοι άλλοι συμμετέχοντες ζήτησαν την ενίσχυση της υποστήριξης η οποία παρέχεται στις αστικές περιοχές που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες καθώς και της κοινωνικής διάστασης της συνοχής. Επίσης, υπήρξαν συμμετέχοντες που υπογράμμισαν τη σημασία των παραγόντων ανταγωνιστικότητας: τομεακή κατανομή της απασχόλησης, ικανότητα καινοτομίας, σύνδεσμοι μεταξύ επιχειρήσεων, έρευνας και πανεπιστημίων, μορφωτικό επίπεδο, προσβασιμότητα, αντίκτυπος της παγκοσμιοποίησης στη οικονομία, περιφερειακός χαρακτήρας και μείωση του πληθυσμού. Άλλοι συμμετέχοντες τόνισαν τη σημασία της συνεχιζόμενης κοινοτικής παρέμβασης στις αγροτικές περιοχές, η οποία πρέπει να αφορά την εν γένει οικονομία της υπαίθρου και να μην περιορίζεται στο γεωργικό τομέα.

Τα ισχύοντα μέσα της πολιτικής για τη συνοχή εκτός των λιγότερο ευνοημένων περιφερειών πρέπει να τροποποιηθούν ριζικά. Πολλοί υποστηρίζουν ότι παρόλο που η περιφέρεια εξακολουθεί να αποτελεί το κατάλληλο επίπεδο για το σχεδιασμό και τη διαχείριση της παροχής βοήθειας, ο καθορισμός επιλέξιμων περιοχών σε υποπεριφερειακό επίπεδο μπορεί να περιορίσει τεχνητά το πεδίο παρέμβασης της κοινοτικής βοήθειας, ενώ συμβιβάζεται δύσκολα με μια προσέγγιση που δίνει έμφαση στους νέους παράγοντες ανταγωνιστικότητας. Ορισμένοι συμμετέχοντες πρότειναν να θεσπισθεί ένα δίκτυ ασφαλείας και η σταδιακή κατάργηση [27], καθώς και η μεγαλύτερη ευελιξία των μέσων της διαρθρωτικής πολιτικής προκειμένου να μπορούν να προβλέπονται και να αντιμετωπίζονται οι οικονομικοί κραδασμοί που προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση [28]. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, εφόσον ισχύσει η ταξινόμηση σε ζώνες, τα κριτήρια επιλεξιμότητας θα καθορίζονται ουσιαστικά από τα κράτη μέλη και τις περιφέρειες.

[27] Περιφέρειες Κάτω Χωρών : περιγραφή της θέσης της πολιτικής της ΕΕ για τη συνοχή μετά τη διεύρυνση (Νοέμβριος 2002)

[28] ΕΟΚΕ, γνωμοδότηση Christie. EURADA: επικαιροποίηση των υπομνημάτων της EURADA (6 Ιουνίου 2002)

2.2.3. Η συνεργασία

Η μεγάλη ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία των δράσεων συνεργασίας και της ανταλλαγής εμπειριών και ορθών πρακτικών καθώς και ο σημαντικός ρόλος των προγραμμάτων κοινοτικής πρωτοβουλίας αναγνωρίζονται ευρέως. Οι πτυχές που προβάλλονται πρωτίστως είναι η ενίσχυση των μέσων διεθνικής, διασυνοριακής και διαπεριφερειακής συνεργασίας, η σημασία των διασυνοριακών δράσεων και η παρέμβαση στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης [29].

[29] ΕΚ : έκθεση της κας Schroedter. ΣΠE : « Ένα κοινό περιφερειακό σχέδιο για μια νέα πολιτική συνοχής: αξιοποίηση της εμπειρίας των περιφερειών για τον καθορισμό νέων στρατηγικών αειφόρου ανάπτυξης στα πλαίσια της διευρυμένης Ευρώπης » (Pecs, Baranya, 14-15 Νοεμβρίου 2002). Ένωση κοινοτήτων Σουηδίας. Περιφέρειες νότιας Φινλανδίας : η θέση της ένωσης των περιφερειών νότιας Φινλανδίας σχετικά με την προσεχή περίοδο προγραμματισμού των Διαρθρωτικών Ταμείων της ΕΕ (6.2.2002)

Ο στρατηγικός ρόλος της διεθνικής συνεργασίας θα μπορούσε να ενισχυθεί. Εν προκειμένω, ορισμένοι συμμετέχοντες στα σεμινάρια που πραγματοποιήθηκαν στις 27/28 Μαΐου και στις 30 Σεπτεμβρίου τόνισαν την ανάγκη περαιτέρω προόδου στο εν λόγω πλαίσιο, με τη θέσπιση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής προσέγγισης που θα συνοδεύεται από παράλληλη αύξηση των διαθέσιμων χρηματοοικονομικών πόρων. Εντούτοις, απαιτείται η απλούστευση της διαχείρισης της εν λόγω πολιτικής. [30]

[30] ΕτΠ : γνωμοδότηση του κ. d'Ambrosio. Ένωση Κοινοτήτων και Ομοσπονδία περιφερειακών συμβουλίων Σουηδίας : έκθεση για τη συνοχή στην ΕΕ - Αφετηρίες (11 Μαΐου 2001). Φινλανδία : φινλανδική παρέμβαση στο σεμινάριο για τη συνοχή στην ΕΕ, 27-28 Mαΐου 2002

2.2.4. Συσχετισμός με τις άλλες κοινοτικές πολιτικές

Κατά το έτος 2002 τονίσθηκε ιδιαίτερα η ανάγκη ευρύτερης συμβολής των λοιπών κοινοτικών πολιτικών στην οικονομική και κοινωνική συνοχή. Πολλοί είναι αυτοί που υπογράμμισαν την ανάγκη βελτίωσης του συσχετισμού του δεύτερου πυλώνα της κοινής γεωργικής πολιτικής με την πολιτική για τη συνοχή [31]. Παρόμοια αιτήματα διατυπώθηκαν όσον αφορά την κοινή πολιτική αλιείας. Πολλοί θεωρούν ότι η Επιτροπή πρέπει να επιδιώξει μια μεγαλύτερη συνάφεια με την πολιτική του ανταγωνισμού και ειδικότερα με τις κρατικές ενισχύσεις για την περιφερειακή ανάπτυξη [32].

[31] Περιφέρειες της Φινλανδίας, επίσημη θέση της ΔΑΘΠ για το συσχετισμό μεταξύ της περιφερειακής πολιτικής και της πολιτικής για την αγροτική ανάπτυξη (Αύγουστος 2002) καθώς και σχετικά με την ενδιάμεση αναθεώρηση της ΚΑΠ (Ιούλιος 2002), επίσημη θέση της Ευρωπαϊκής Κίνησης για την Ύπαιθρο « Η χωροταξική συνοχή της ΕΕ : αναγνώριση και πολιτικές για τους αγροτικούς χώρους » (Απρίλιος 2002)

[32] ΔΑΘΠ, CNADT (Γαλλία) και γερμανικό Συμβουλευτικό Συμβούλιο χωροταξίας, Σκωτία

Η ενδεχόμενη κατάργηση της κατάταξης σε ζώνες στα πλαίσια του στόχου 2 και οι πιθανές συνέπειες στις κρατικές ενισχύσεις ανησυχούν ορισμένους εκπροσώπους ανασυγκροτούμενων περιφερειών. Αντίθετα, άλλοι θεωρούν ότι η πολιτική όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για την περιφερειακή ανάπτυξη πρέπει να εκσυγχρονισθεί ώστε να λαμβάνει υπόψη τις νέες προκλήσεις όπως η προώθηση των νέων τεχνολογιών, η διατήρηση των κοινωφελών υπηρεσιών και η ανακαίνιση των εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών εκτάσεων μέσα στις πόλεις. Ανησυχίες εκφράστηκαν επίσης από τις περιφέρειες των 15 κρατών μελών που εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους, οι οποίες ενδέχεται να μην μπορούν πλέον να υποστηρίζονται από την περιφερειακή πολιτική στον ίδιο βαθμό λόγω της στατιστικής επίπτωσης (κίνδυνος διπλής απώλειας).

Η πολιτική των μεταφορών μνημονεύθηκε επανειλημμένως, κυρίως όσον αφορά τα νησιά, τις απομακρυσμένες και τις ιδιαίτερα απομακρυσμένες περιφέρεις. Επίσης, αντικείμενο επισήμων θέσεων υπήρξε και η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και ανάπτυξης. Εξάλλου, σε αρκετά έγγραφα που εξέφραζαν επίσημες θέσεις μνημονεύθηκε η πρόληψη του κινδύνου και η προώθηση ορθών πρακτικών όσον αφορά την αειφόρο περιφερειακή ανάπτυξη [33].

[33] ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ, ΒΛ. ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ 29

3. Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 2006

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης ολοκληρώθηκαν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Εσθονία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία, την Ουγγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Κύπρο, τη Μάλτα κι την Πολωνία. Ως εκ τούτου, προτεραιότητα αποτελεί η οριστικοποίηση των προγραμμάτων των εν λόγω χωρών καθώς και η προεργασία για τη λειτουργία των Διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείου Συνοχής κατά την ημερομηνία της προσχώρησης.

Στις τακτικές εκθέσεις του Οκτωβρίου του 2002 επισημαίνεται ότι εξακολουθούν να υφίστανται ορισμένα προβλήματα όσον αφορά την εφαρμογή των διαρθρωτικών δράσεων μετά την προσχώρηση :

- ανεπάρκεια του συντονισμού μεταξύ των υπουργείων, ο οποίος είναι απαραίτητος για την κατάρτιση ολοκληρωμένων προγραμμάτων περιφερειακής ανάπτυξης στα πλαίσια του στόχου 1. καθυστερήσεις στον καθορισμό και την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμόδιων οργανισμών για τη μελλοντική διαχείριση των προγραμμάτων στα διάφορα επίπεδα της διοίκησης.

- μειονεκτήματα των διοικητικών και δημοσιονομικών διαδικασιών που αφορούν τις συγχρηματοδοτήσεις και τη διαχείριση των προγραμμάτων.

- αποκλίσεις στην αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών ελέγχου.

Λόγω της μικρής εμπειρίας των υποψηφίων χωρών σχετικά με τη χρήση των κοινοτικών ταμείων (όπως αποδεικνύεται από τη βραδυπορία στη χρησιμοποίηση των κονδυλίων του PHARE καθώς και σε μικρότερο βαθμό των άλλων προενταξιακών μέσων - SAPARD και ISPA - που έχουν θεσπισθεί από το 2000), η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θεώρησαν αναγκαίο να απαιτήσουν από τις υποψήφιες χώρες συγκεκριμένες δεσμεύσεις σχετικά με τη δημιουργία και ενίσχυση διοικητικών δομών καθώς και διαδικασιών παρακολούθησης και ελέγχου που είναι απαραίτητες για την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κονδυλίων. Συναφείς διαβεβαιώσεις παρασχέθηκαν από όλες τις υποψήφιες χώρες, οι οποίες δεσμεύθηκαν να προβούν στις σχετικές μεταρρυθμίσεις πριν από το τέλος του 2003. Όσον αφορά το SAPARD, το οποίο λειτουργεί με αποκεντρωμένη διαχείριση, η εμπειρία έχει αποδείξει ότι με την ολοκλήρωση της διαδικασίας έγκρισης των εκτελεστικών φορέων αρχίζει να αναπτύσσεται η απορρόφηση των κονδυλίων με συνεχώς αυξανόμενους ρυθμούς.

Στο στρατηγικό της έγγραφο που εκδόθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2002, η Επιτροπή βασίσθηκε σε ανάλυση σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί όσον αφορά την προσχώρηση σε κάθε μία από τις υποψήφιες χώρες. Εξάλλου, η Επιτροπή γνωστοποίησε την πρόθεσή της να υποβάλει έξι μήνες πριν από την ημερομηνία προσχώρησης μια νέα συνολική αξιολόγηση της προετοιμασίας κάθε υποψήφιας χώρας. Επίσης, τον Ιούλιο του 2003, θα υποβληθεί ειδική έκθεση σχετικά με τη συγκεκριμενοποίηση των δεσμεύσεων που ανέλαβαν οι υποψήφιες χώρες στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης του κεφαλαίου της περιφερειακής πολιτικής και του συντονισμού των Διαρθρωτικών Ταμείων. Η εφαρμογή των εν λόγω δεσμεύσεων είναι αναγκαία προκειμένου η Επιτροπή να μπορέσει να χορηγήσει την κοινοτική χρηματοδότηση υπό τους όρους που προβλέπονται στους κανονισμούς.

Μετά από μια περίοδο διαπραγματεύσεων, το Συμβούλιο ενέκρινε τη μέθοδο κατανομής των πιστώσεων που πρότεινε η Επιτροπή και που στηρίζεται στην αυστηρή εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου. Το Συμβούλιο της Κοπεγχάγης αποφάσισε τελικά τη χρηματοδότηση των Διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείου Συνοχής με 21,7 περίπου δισ. ευρώ για την περίοδο 2004-2006.

Το 2006, το ανωτέρω ποσό θα καταλήξει σε συνολική κατά κεφαλήν ενίσχυση ύψους EUR117 , σε σύγκριση με την κατά κεφαλήν ενίσχυση ύψους EUR143 που χορηγήθηκε στα πλαίσια του στόχου 1 κατά την πρώτη προγραμματισμένη περίοδο 1989-93. Κατά τα έτη 2000-06, η εν λόγω κατά κεφαλήν ενίσχυση ανήλθε κατά μέσο όρο σε EUR217 για τις περιφέρειες του στόχου 1 στα 15 κράτη μέλη.

Το ένα τρίτο της χρηματοδότησης θα παρασχεθεί στο Ταμείο Συνοχής. Η εν λόγω συγκέντρωση των πόρων δικαιολογείται λόγω της εμπειρίας των υποψηφίων χωρών όσον αφορά το σχεδιασμό και την εφαρμογή έργων για το περιβάλλον και τις υποδομές που χρηματοδοτούνται από το ISPA καθώς και της ανάγκης πραγματοποίησης σημαντικών επενδύσεων στους δύο αυτούς τομείς.

Όσον αφορά τα Διαρθρωτικά Ταμεία, η ενίσχυση θα επικεντρωθεί κυρίως στο στόχο 1 (Χάρτης 10 Επιλέξιμες περιφέρειες στις υποψήφιες χώρες, Διαρθρωτικά Ταμεία 2004-2006). Στις επιλέξιμες περιφέρειες για του στόχους 2 και 3 (Πράγα, Μπρατισλάβα και Κύπρος ελλείψει πολιτικού διακανονισμού) θα χορηγηθεί κατά κεφαλήν ενίσχυση παρόμοιας έντασης με αυτή που ισχύει για τα 15 κράτη μέλη. Οι κοινοτικές πρωτοβουλίες θα μειωθούν σε δύο (Interreg και Equal), ενώ τα επιλέξιμα μέτρα για τις πρωτοβουλίες Leader και Urban μπορούν να ενσωματωθούν στους στόχους 1 και 2. (Πίνακας 11: Κοπεγχάγη: Κατανομή των πιστώσεων ανάληψης υποχρεώσεων του Ταμείου Συνοχής και των Διαρθρωτικών Ταμείων για τα 10 νέα κράτη μέλη).

Η λειτουργία των Διαρθρωτικών Ταμείων στα νέα κράτη μέλη αποτελεί σημαντική πρόκληση τόσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και για τους δικαιούχους:

- όσον αφορά την ΕΕ, πρέπει να παρασχεθούν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι πολιτικές συνοχής να είναι αποδοτικές για τις περιφέρειες των νέων κρατών μελών.

- όσον αφορά τις υποψήφιες χώρες, πρέπει να μπορέσουν σε ιδιαίτερα σύντομες προθεσμίες (τρία έτη αντί για επτά) να ενταχθούν σε ένα σύστημα που δεν προοριζόταν για αυτές αλλά το οποίο τους παρέχει σημαντικές προοπτικές επιτάχυνσης της ανάπτυξής τους.

(p.m. Πίνακας 12 - Βασικοί περιφερειακοί δείκτες)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ - Δεύτερη έκθεση προόδου σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή

Συγκεντρωτική παρουσίαση και συμπεράσματα

I. Εισαγωγή

II. Aνάλυση της κατάστασης και των τάσεων: η πρόκληση της διεύρυνσης

III. Τα κυριότερα θέματα συζήτησης για τη μελλοντική πολιτική συνοχής

(i) Προτεραιότητες για τη μελλοντική πολιτική

(ii) Εφαρμογή: απλοποίηση της διαχείρισης

(iii) Άλλα θέματα

IV. Χρονοδιάγραμμα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ - Δεύτερη έκθεση προόδου σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή

1. Κατάσταση και τάσεις

1.1. Ύφεση της οικονομικής ανάπτυξης

1.2. Αυξημένες περιφερειακές ανισότητες μετά τη διεύρυνση

1.3. Απασχόληση και κοινωνική συνοχή

1.3.1. Ύφεση της αύξησης της απασχόλησης στην ΕΕ

1.3.2. Περιφερειακή σύγκλιση των δεικτών απασχόλησης

1.3.3. Κοινωνική συνοχή: πρόοδος με αργούς ρυθμούς

1.3.4. Επιδείνωση της κατάστασης όσον αφορά την απασχόληση στις υποψήφιες χώρες

1.3.5. Οι αποκλίσεις όσον αφορά την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή θα αυξηθούν στη διευρυμένη ΕΕ

1.4. Νέα στοιχεία σχετικά με τους παράγοντες που καθορίζουν την πραγματική σύγκλιση

1.5. Μελέτες σχετικά με τη χωροταξική συνιστώσα της συνοχής

2. Συζητήσεις σχετικά με το μέλλον της πολιτικής για τη συνοχή

2.1. Οι συζητήσεις στα πλαίσια των θεσμικών οργάνων καθώς και στα σεμινάρια που διοργανώνει η Επιτροπή

2.1.1. Συμβούλιο

2.1.2. Eυρωπαϊκό Κοινοβούλιο

2.1.3. Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και Επιτροπή των Περιφερειών

2.1.4. Το σεμινάριο στις 27 και 28 Μαΐου 2002 σχετικά με τις προτεραιότητες τις Ένωσης όσον αφορά τις περιφέρειες

2.1.5. Το σεμινάριο σχετικά με τις προτεραιότητες στον τομέα της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής (30 Σεπτεμβρίου 2002)

2.1.5.1. Περισσότερες και καλύτερες θέσεις απασχόλησης

2.1.5.2. Κοινωνική ένταξη

2.1.5.3. Ισότητα ευκαιριών

2.1.6. Το σεμινάριο για τις αστικές περιοχές (8 και 9 Ιουλίου 2002)

2.1.7. Το σεμινάριο για τις αστικές περιοχές (8 και 9 Ιουλίου 2002)

2.2. Tα πλέον επίμαχα θέματα

2.2.1. Η προτεραιότητα στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες

Πλαίσιο: ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΑΠΟΜΑΚΡΥΣΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

2.2.2. Δράσεις που αφορούν περιφέρειες εκτός από αυτές που εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους

2.2.3. Συνεργασία

2.2.4. Συσχετισμός με τις άλλες κοινοτικές πολιτικές

3. Η προετοιμασία για τη διεύρυνση μέχρι το τέλος του 2006

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΑΡΤΩΝ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ

ΧΑΡΤΕΣ

Χάρτης 1 Κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ ανά περιφέρεια (σε ΜΑΔ), 2000

Χάρτης 2 Διακύμανση του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ (σε ΜΑΔ), 1995-2000

Χάρτης 3 Ποσοστό απασχόλησης, 2001

Χάρτης 4α Συνολικό ποσοστό ανεργίας, 2001

Χάρτης 4β Ποσοστό ανεργίας όσον αφορά τις γυναίκες, 2001

Χάρτης 4γ Ποσοστό ανεργίας όσον αφορά τους νέους, 2001

Χάρτης 5α Χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, 2001

Χάρτης 5β Mέσο μορφωτικό επίπεδο, 2001

Χάρτης 5γ Υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, 2001

Χάρτης 6α Απασχόληση στον τομέα της γεωργίας, 2001

Χάρτης 6β Απασχόληση στον τομέα της βιομηχανίας, 2001

Χάρτης 6γ Απασχόληση στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, 2001

Χάρτης 7 ΑΕγχΠ ανά απασχολούμενο (EUR), 1999

Χάρτης 8α Απασχόληση στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας, 2001

Χάρτης 8β Αιτήσεις χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που κατατέθηκαν στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, 1998 έως 2000

Χάρτης 8γ Διπλώματα ευρεσιτεχνίας στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας, 1998 έως 2000

Χάρτης 9 Δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης, 1999

Χάρτης 10 Επιλέξιμες περιφέρειες στις υποψήφιες χώρες, Διαρθρωτικά Ταμεία 2004-2006

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ

Διάγραμμα 1 Κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ (σε ΜΑΔ), 2001

Διάγραμμα 2 Κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ (σε ΜΑΔ) ανά χώρα και ακραίες περιφερειακές τιμές, 2000

Διάγραμμα 3 Ποσοστό ανεργίας ανά χώρα και ακραίες περιφερειακές τιμές, 2001

Διάγραμμα 4 Πληθυσμός σε περιστασιακό/μόνιμο κίνδυνο φτώχειας, 1999

ΠΙΝΑΚΕΣ

Πίνακας 1 Αύξηση του ΑΕγχΠ και του πληθυσμού στις χώρες συνοχής, 1988-2003

Πίνακας 2 Ανισότητες του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε ΜΑΔ κατά περιφέρειες στα κράτη μέλη, 1990-2000

Πίνακας 3 Κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ (σε ΜΑΔ) στις περιφέρειες του στόχου 1 (1994-99), 1995-2000

Πίνακας 4 Πλέον εύπορες και λιγότερο εύπορες περιφέρειες της Ένωσης, 1990-2000

Πίνακας 5α Κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ (σε ΜΑΔ) στις πλουσιότερες περιφέρειες, EΕ-25, 2000

Πίνακας 5β Κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ (σε ΜΑΔ) στις πτωχότερες περιφέρειες, EΕ-25, 2000

Πίνακας 6 Συνοπτικά στατιστικά στοιχεία για τις περιφέρειες που βρίσκονται κάτω από το κατώφλι του 75% (βάσει του κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε ΜΑΔ, 2000)

Πίνακας 7α Περιφέρειες με τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης (ηλικίες 15-64 ετών), ΕΕ15, 2001

Πίνακας 7β Περιφέρειες με τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης (ηλικίες 15-64 ετών), ΕΕ15, 2001

Πίνακας 8α Περιφέρειες που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία, EΕ-27, 2001

Πίνακας 8β Περιφέρειες που πλήττονται λιγότερο περισσότερο από την ανεργία, EΕ-27, 2001

Πίνακας 9 Αιτήσεις χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ανά εκατομμύριο κατοίκους, 1998-2000

Πίνακας 10 Δαπάνες Ε&Α, σύνθεση και ποσοστό % του ΑΕγχΠ, 1999

Πίνακας 11 Κοπεγχάγη: Κατανομή των πιστώσεων ανάληψης υποχρεώσεων του Ταμείου Συνοχής και των Διαρθρωτικών Ταμείων για τα 10 νέα κράτη μέλη

Πίνακας 12 Βασικοί περιφερειακοί δείκτες

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>