52003AG0056

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 56/2003, της 26ης Ιουνίου 2003, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 270 E της 11/11/2003 σ. 0048 - 0059


Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 56/2003

που καθορίσθηκε από το Συμβούλιο στις 26 Ιουνίου 2003

για την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. .../2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ..., σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων

(2003/C 270 E/04)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 71 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής(1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(3),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης(4),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Η προοδευτική υλοποίηση ενός ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου δίχως σύνορα επιβάλλει την ανάληψη μιας κοινοτικής δράσης αναφορικά με τις τεχνικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στον τομέα των σιδηροδρόμων, όσον αφορά τόσο τις τεχνικές πλευρές όσο και τα ζητήματα ασφαλείας, δύο πτυχές, άλλωστε, οι οποίες είναι αλληλένδετες.

(2) Η οδηγία 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων(5), προβλέπει την σταδιακή ελευθέρωση των δικαιωμάτων πρόσβασης στην υποδομή για κάθε κοινοτική σιδηροδρομική επιχείρηση η οποία διαθέτει άδεια και επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες μεταφοράς εμπορευμάτων.

(3) Η οδηγία 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις(6), ορίζει ότι όλες οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις πρέπει να είναι κάτοχοι άδειας και ότι μία άδεια που εκδίδεται σε ένα κράτος μέλος ισχύει σε όλη την Κοινότητα.

(4) Η οδηγία 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση της σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας(7), καθιερώνει ένα νέο πλαίσιο με στόχο τη συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου δίχως σύνορα.

(5) Οι τεχνικές και λειτουργικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα σιδηροδρομικά συστήματα των κρατών μελών κατέστησαν στεγανές τις εθνικές σιδηροδρομικές αγορές και δεν επέτρεψαν τη δυναμική ανάπτυξη του συγκεκριμένου τομέα σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Η οδηγία 96/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας(8), και η οδηγία 2001/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για τη διαλειτουργικότητα του συμβατικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος(9), προσδιορίζουν ουσιαστικές απαιτήσεις και καθιερώνουν έναν μηχανισμό που αποβλέπει στην εκπόνηση υποχρεωτικών τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας.

(6) Η ταυτόχρονη αναζήτηση των στόχων της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας προϋποθέτει ένα σημαντικό τεχνικό έργο το οποίο πρέπει να καθοδηγείται από έναν εξειδικευμένο οργανισμό. Γι' αυτό προκύπτει η ανάγκη της ίδρυσης ενός Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Διαλειτουργικότητα των Σιδηροδρόμων, ο οποίος εφεξής αποκαλείται "Οργανισμός", που θα λειτουργεί στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και με τρόπο που σέβεται την εξισορρόπηση εξουσιών στους κόλπους της Κοινότητας. Η δημιουργία ενός τέτοιου οργανισμού επιτρέπει τον συνυπολογισμό, με βάση υψηλά επίπεδα εμπειρογνωμοσύνης, των σκοπών της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας του ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού δικτύου και, επομένως, συμβάλει στην αναζωογόνηση του σιδηροδρομικού τομέα και στην επίτευξη των γενικών στόχων της κοινής πολιτικής μεταφορών.

(7) Ο Οργανισμός, προκειμένου να προωθήσει τη δημιουργία ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου χωρίς σύνορα και να συμβάλει στην αναζωογόνηση του τομέα των σιδηροδρόμων, ενισχύοντας ταυτόχρονα τα ουσιώδη πλεονεκτήματά του σε θέματα ασφάλειας, θα πρέπει να συμβάλει στην ανάπτυξη πραγματικού ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού πολιτισμού και να αποτελέσει ουσιαστικό όργανο διαλόγου, διαβούλευσης και ανταλλαγών μεταξύ όλων των σιδηροδρομικών παραγόντων, με σεβασμό των αρμοδιοτήτων ενός εκάστου.

(8) Η οδηγία 2003/.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ..., για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων(10) ("οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων"), προβλέπει τον προσδιορισμό κοινών δεικτών ασφαλείας, κοινών στόχων ασφαλείας και κοινών μεθόδων ασφαλείας. Για την ανάπτυξη αυτών των μέσων, χρειάζεται μία ανεξάρτητη τεχνική εμπειρογνωμοσύνη.

(9) Προκειμένου να διευκολυνθούν οι διαδικασίες χορήγησης πιστοποιητικών ασφαλείας στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, είναι αναγκαίο να αναπτυχθεί μια εναρμονισμένη μορφή πιστοποιητικών ασφαλείας και μια εναρμονισμένη μορφή αίτησης για χορήγηση πιστοποιητικών ασφαλείας.

(10) Η οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων προβλέπει την εξέταση των μέτρων ασφαλείας που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο από τη σκοπιά της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας. Για το σκοπό αυτό, καθίσταται απαραίτητη μία γνωμοδότηση, η οποία θα στηρίζεται σε ανεξάρτητη και ουδέτερη εμπειρογνωμοσύνη.

(11) Επί θεμάτων που άπτονται της ασφάλειας, είναι σημαντικό να διασφαλισθεί ο μέγιστος βαθμός διαφάνειας και να εξασφαλισθεί μία αποτελεσματική ροή των πληροφοριών. Επί του παρόντος δεν προβλέπεται ακόμη μία ανάλυση των επιδόσεων, η οποία θα διεξάγεται με βάση κοινούς δείκτες και θα συσχετίζει όλους τους παράγοντες του τομέα, και θα ήταν σκόπιμο να αναπτυχθεί ένα τέτοιο μέσο. Όσον αφορά τις στατιστικές, χρειάζεται μία στενή συνεργασία με την Eurostat.

(12) Οι αρμόδιοι εθνικοί οργανισμοί για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, οι ρυθμιστικοί φορείς και οι υπόλοιπες εθνικές αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν μία ανεξάρτητη τεχνική γνωμοδότηση όταν χρειάζεται να λάβουν γνώση για υποθέσεις που αφορούν πλείονα κράτη μέλη.

(13) Η οδηγία 2001/16/ΕΚ ορίζει ότι, το αργότερο μέχρι τις 20 Απριλίου 2004, θα πρέπει να εκπονηθεί μία πρώτη ομάδα τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας (ΤΠΔ). Η Επιτροπή ανέθεσε εντολή για την εκτέλεση αυτών των εργασιών στην ευρωπαϊκή ένωση για τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων (AEIF), στην οποία συμμετέχουν οι κατασκευαστές σιδηροδρομικού υλικού καθώς και οι φορείς εκμετάλλευσης και διαχειριστές υποδομής. Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για τη διαφύλαξη της εμπειρίας που αποκτήθηκε από τους επαγγελματίες του κλάδου στο πλαίσιο της AEIF. Η συνεχής διεξαγωγή των εργασιών, όπως και η εξέλιξη των ΤΠΔ με την πάροδο του χρόνου, προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός μόνιμου τεχνικού πλαισίου.

(14) Η διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού δικτύου θα πρέπει να ενισχυθεί και η επιλογή των νέων επενδυτικών σχεδίων που χρηματοδοτούνται από την Κοινότητα θα πρέπει να γίνεται με κριτήριο την τήρηση του στόχου της διαλειτουργικότητας, ο οποίος καθορίζεται στην απόφαση αριθ. 1692/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, περί των κοινοτικών προσανατολισμών για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών(11).

(15) Προκειμένου να διασφαλισθεί η συνέχεια των εργασιών, οι ομάδες εργασίας οι οποίες θα συσταθούν από τον Οργανισμό θα πρέπει να στηρίζονται, εφόσον χρειάζεται, στη σύνθεση της AEIF, η οποία θα συμπληρωθεί από επιπλέον μέλη.

(16) Η συντήρηση του τροχαίου υλικού συνιστά ένα σημαντικό στοιχείο του συστήματος ασφαλείας. Τη στιγμή αυτή δεν υπάρχει μία πραγματική ευρωπαϊκή αγορά στον τομέα της συντήρησης σιδηροδρομικού υλικού, ελλείψει ενός συστήματος πιστοποίησης των εργαστηρίων συντήρησης. Η κατάσταση αυτή συνεπάγεται πρόσθετο κόστος για τον τομέα και την πραγματοποίηση διαδρομών χωρίς φορτίο. Ένα ευρωπαϊκό σύστημα πιστοποίησης των εργαστηρίων συντήρησης, θα πρέπει, συνεπώς, να αναπτυχθεί σταδιακά.

(17) Οι απαιτούμενες επαγγελματικές ικανότητες για τους οδηγούς των τρένων αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο τόσο για την ασφάλεια όσο και για τη διαλειτουργικότητα στην Ευρώπη. Επιπλέον, συνιστούν και προϋπόθεση για την εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζόμενων στον σιδηροδρομικό τομέα. Η προσέγγιση αυτού του ζητήματος θα πρέπει να γίνει μέσα στο υφιστάμενο πλαίσιο για τον κοινωνικό διάλογο. Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει την αναγκαία τεχνική υποστήριξη για το συνυπολογισμό αυτού του ζητήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

(18) Η καταγραφή αποτελεί, πρώτα και κύρια, μία πράξη αναγνώρισης της ικανότητας ενός τροχαίου υλικού να κυκλοφορεί στο πλαίσιο προδιαγεγραμμένων όρων. Η καταγραφή του υλικού θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και αμεροληψία και εμπίπτει στην αρμοδιότητα των δημόσιων αρχών. Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει τεχνική υποστήριξη ενόψει της εγκαθίδρυσης ενός συστήματος καταγραφής του τροχαίου υλικού.

(19) Με στόχο τη διασφάλιση του μέγιστου βαθμού διαφάνειας και της ισότιμης πρόσβασης όλων των μερών σε χρήσιμες πληροφορίες, θα πρέπει να εξασφαλισθεί η πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία της διαλειτουργικότητας. Το ίδιο ισχύει για τις άδειες και τα πιστοποιητικά ασφαλείας. Ο Οργανισμός θα πρέπει να παρέχει αποτελεσματικά μέσα για την ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών.

(20) Η προώθηση της καινοτομίας στον τομέα της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων είναι σημαντικό καθήκον το οποίο θα πρέπει να ενθαρρύνει ο Οργανισμός. Οιαδήποτε χρηματοδοτική βοήθεια χορηγείται, εν προκειμένω, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Οργανισμού, δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη στρέβλωση της σχετικής αγοράς.

(21) Προκειμένου να εκπληρώσει σωστά τα καθήκοντά του, ο Οργανισμός θα πρέπει να διαθέτει νομική προσωπικότητα και έναν αυτόνομο προϋπολογισμό ο οποίος θα χρηματοδοτείται κυρίως με επιδότηση της Κοινότητας. Για να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του Οργανισμού κατά τη διαχείριση των καθημερινών υποθέσεων και στο πλαίσιο των γνωμοδοτήσεων και συστάσεων που εκδίδει, ο εντεταλμένος διευθυντής του Οργανισμού θα πρέπει να διαθέτει πλήρεις αρμοδιότητες και το προσωπικό του Οργανισμού θα πρέπει να είναι ανεξάρτητο.

(22) Για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία του Οργανισμού, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο, στο οποίο ανατίθενται οι αναγκαίες εξουσίες για την κατάρτιση του προϋπολογισμού, την παρακολούθηση της εκτέλεσής του, την έγκριση του κατάλληλου δημοσιονομικού κανονισμού, τη θέσπιση διαφανών διαδικασιών λήψης αποφάσεων εκ μέρους του Οργανισμού, την έγκριση του προγράμματος εργασίας του, την έγκριση του προϋπολογισμού του, τον καθορισμό πολιτικής για τις επισκέψεις στα κράτη μέλη καθώς και το διορισμό του εντεταλμένου διευθυντή.

(23) Προκειμένου να εξασφαλίζεται η διαφάνεια κατά τη λήψη αποφάσεων από το διοικητικό συμβούλιο, οι εκπρόσωποι των ενδιαφερόμενων κλάδων θα πρέπει να παρίστανται μεν στις συζητήσεις αλλά δεν θα πρέπει να διαθέτουν δικαίωμα ψήφου, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό ανήκει αποκλειστικά στους εκπροσώπους των δημόσιων αρχών που καλούνται να γνωμοδοτήσουν ενώπιον των αρχών δημοκρατικού ελέγχου. Οι εκπρόσωποι του κλάδου θα πρέπει να διορίζονται από την Επιτροπή με κριτήριο την αντιπροσωπευτικότητά τους, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έναντι των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, των διαχειριστών υποδομών, της σιδηροδρομικής βιομηχανίας, των εργατικών ενώσεων, των επιβατών και των φορτωτών.

(24) Οι εργασίες του Οργανισμού θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από διαφάνεια. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται ο ουσιαστικός έλεγχος από πλευράς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Για το σκοπό αυτό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καλεί σε ακροάσεις τον εντεταλμένο διευθυντή του Οργανισμού. Ο Οργανισμός θα πρέπει επίσης να εφαρμόζει τη σχετική κοινοτική νομοθεσία όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα.

(25) Κατά τα τελευταία χρόνια, με τη δημιουργία όλο και περισσότερων αποκεντρωμένων οργανισμών, η αρμόδια επί του προϋπολογισμού αρχή επεδίωξε να βελτιώσει τη διαφάνεια και τον έλεγχο της διαχείρισης των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων προς τους οργανισμούς αυτούς, ιδίως σε ό,τι αφορά την εγγραφή των εισφορών στον προϋπολογισμό, το δημοσιονομικό έλεγχο, την εξουσία περί χορήγησης απαλλαγής, τη συμμετοχή στο συνταξιοδοτικό καθεστώς και την εσωτερική διαδικασία του προϋπολογισμού (κώδικας συμπεριφοράς). Παρομοίως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)(12), θα πρέπει να εφαρμόζεται άνευ περιορισμών στον Οργανισμό, ο οποίος θα πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιεί η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)(13).

(26) Δεδομένου ότι οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης, δηλαδή η σύσταση ενός εξειδικευμένου οργανισμού που θα αναλάβει την επεξεργασία κοινών λύσεων σε θέματα που άπτονται της ασφάλειας και της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω του συλλογικού χαρακτήρα των εργασιών που θα πραγματοποιηθούν, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, η οποία αναφέρεται στο προαναφερόμενο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 1

Σύσταση και στόχοι του Οργανισμού

Ο παρών κανονισμός ιδρύει Ευρωπαϊκό Οργανισμό Σιδηροδρόμων, που καλείται εφεξής "Οργανισμός".

Στόχος του Οργανισμού είναι να συμβάλλει, σε τεχνικό επίπεδο, στην εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας που αποβλέπει στη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης του τομέα των σιδηροδρόμων αυξάνοντας το επίπεδο διαλειτουργικότητας των σιδηροδρομικών συστημάτων και στην ανάπτυξη μιας κοινής προσέγγισης ως προς την ασφάλεια του ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος, ώστε να συντελέσει στην δημιουργία ενός ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου δίχως σύνορα που θα εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο ασφάλειας.

Για την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων, ο Οργανισμός λαμβάνει πλήρως υπόψη τη διαδικασία διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και τους ειδικούς περιορισμούς που συνεπάγονται οι σιδηροδρομικές διασυνδέσεις με τρίτες χώρες.

Άρθρο 2

Χαρακτήρας των πράξεων του Οργανισμού

Ο Οργανισμός δύναται:

α) να απευθύνει συστάσεις προς την Επιτροπή, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 6, 7, 12, 14, 16, 17 και 18·

β) να διατυπώνει γνώμες προς την Επιτροπή κατ' εφαρμογή των άρθρων 8, 13 και 15, και προς τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κατ' εφαρμογή του άρθρου 10.

Άρθρο 3

Σύνθεση των ομάδων εργασίας

1. Για την κατάρτιση των συστάσεων που προβλέπονται στα άρθρα 6, 7, 12, 14, 16, 17 και 18, ο Οργανισμός συστήνει περιορισμένο αριθμό ομάδων εργασίας. Αυτές οι ομάδες εργασίας βασίζονται, αφενός, στην εμπειρογνωμοσύνη που έχουν αναπτύξει οι επαγγελματίες του τομέα των σιδηροδρόμων, και ιδίως στην πείρα που έχει αποκτήσει η ευρωπαϊκή ένωση για τη διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων (AEIF), και, αφετέρου, στην εμπειρογνωμοσύνη των αρμόδιων εθνικών αρχών. Ο Οργανισμός εξασφαλίζει ότι οι ομάδες εργασίας του είναι ικανές και αντιπροσωπευτικές και ότι εκπροσωπούνται σε αυτές επαρκώς οι κλάδοι της βιομηχανίας και οι χρήστες που θίγονται από μέτρα τα οποία ενδέχεται να προταθούν από την Επιτροπή βάσει συστάσεων που της απευθύνει ο Οργανισμός. Οι εργασίες των ομάδων εργασίας πρέπει να είναι διαφανείς.

2. Ο Οργανισμός διαβιβάζει το εγκριθέν πρόγραμμα εργασιών στους αντιπροσωπευτικούς φορείς του τομέα των σιδηροδρόμων που δραστηριοποιούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο κατάλογος αυτών των φορέων καταρτίζεται από την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 96/48/ΕΚ. Κάθε φορέας ή/και ομάδα φορέων διαβιβάζει στον Οργανισμό τον κατάλογο των πλέον εξειδικευμένων εμπειρογνωμόνων οι οποίοι είναι εντεταλμένοι να την εκπροσωπούν σε κάθε ομάδα εργασίας.

3. Οι εθνικές αρχές για την ασφάλεια, που ορίζονται στο άρθρο 16 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, ορίζουν τους αντιπροσώπους τους για τις ομάδες εργασίας στις οποίες επιθυμούν να συμμετάσχουν.

4. Ο Οργανισμός μπορεί να συμπληρώσει εν ανάγκη τις ομάδες εργασίας με ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες αναγνωρισμένους για την ειδικότητά τους στον οικείο τομέα.

5. Των ομάδων εργασίας προεδρεύει εκπρόσωπος του Οργανισμού.

Άρθρο 4

Διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους

Όταν οι εργασίες που προβλέπονται στα άρθρα 6, 12 και 17 έχουν άμεσο αντίκτυπο στο κοινωνικό περιβάλλον ή στις συνθήκες εργασίας των εργαζόμενων στον τομέα των σιδηροδρόμων, ο Οργανισμός προβαίνει σε διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους στο πλαίσιο της επιτροπής κλαδικού διαλόγου, η οποία συστάθηκε δυνάμει της απόφασης 98/500/ΕΚ της Επιτροπής(14).

Η διαβούλευση αυτή διεξάγεται πριν από την υποβολή των συστάσεων του Οργανισμού στην Επιτροπή. Ο Οργανισμός λαμβάνει δεόντως υπόψη του τις διαβουλεύσεις αυτές και είναι έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις όσον αφορά τις συστάσεις του. Οι γνώμες που διατυπώνει η επιτροπή κλαδικού διαλόγου διαβιβάζονται από τον Οργανισμό στην Επιτροπή και, στη συνέχεια, η Επιτροπή τις διαβιβάζει στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 96/48/ΕΚ.

Άρθρο 5

Διαβούλευση με τους πελάτες και τους επιβάτες των σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών

Όταν οι εργασίες που προβλέπονται στα άρθρα 6 και 12, έχουν άμεσο αντίκτυπο στους πελάτες και τους επιβάτες των σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών, ο Οργανισμός προβαίνει σε διαβούλευση με τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις τους. Ο κατάλογος των οργανώσεων με τις οποίες πρέπει να διεξάγονται διαβουλεύσεις καταρτίζεται από την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 96/48/ΕΚ.

Η διαβούλευση αυτή διεξάγεται πριν από την υποβολή των προτάσεων του Οργανισμού στην Επιτροπή. Ο Οργανισμός λαμβάνει δεόντως υπόψη του τις διαβουλεύσεις αυτές και είναι έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις όσον αφορά τις προτάσεις του. Οι γνώμες που διατυπώνουν οι εν λόγω οργανώσεις διαβιβάζονται από τον Οργανισμό στην Επιτροπή και, στη συνέχεια, η Επιτροπή τις διαβιβάζει στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 96/48/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΑΣΦΑΛΕΙΑ

Άρθρο 6

Τεχνική υποστήριξη

1. Ο Οργανισμός απευθύνει στην Επιτροπή συστάσεις σχετικά με τις κοινές μεθοδολογίες ασφαλείας τους κοινούς στόχους ασφαλείας (ΚΣΑ), που προβλέπονται στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.

2. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 96/48/ΕΚ ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, ο Οργανισμός απευθύνει συστάσεις στην Επιτροπή σχετικά με τη λήψη άλλων μέτρων στον τομέα της ασφάλειας.

3. Στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που προηγείται της θέσπισης των ΚΣΑ, των ΚΜΑ και των τεχνικών προδιαγραφών διαλειτουργικότητας (ΤΠΔ), καθώς και για θέματα που αφορούν το υλικό και τις υποδομές που δεν διέπονται από τις ΤΠΔ, ο Οργανισμός δύναται να απευθύνει κάθε χρήσιμη σύσταση στην Επιτροπή. Ο Οργανισμός εξασφαλίζει τη συνέπεια αυτών των συστάσεων προς τις ΤΠΔ που ήδη εφαρμόζονται ή που βρίσκονται σε στάδιο εκπόνησης.

4. Ο Οργανισμός υποβάλλει λεπτομερή ανάλυση κόστους/οφέλους προς στήριξη των συστάσεων που απευθύνει κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

5. Ο Οργανισμός οργανώνει και διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών για την ασφάλεια και των φορέων διερεύνησης που ορίζονται στα άρθρα 16 και 21 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.

Άρθρο 7

Πιστοποιητικά ασφαλείας

Ενόψει της εφαρμογής των άρθρων 10 και 15 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, που αφορά την εναρμόνιση των πιστοποιητικών ασφαλείας, ο Οργανισμός καταρτίζει και συνιστά μία ενιαία μορφή πιστοποιητικού ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης μιας ηλεκτρονικής μορφής, καθώς και μία ενιαία μορφή αίτησης χορήγησης πιστοποιητικού ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένου του καταλόγου των βασικών στοιχείων που πρέπει να παρέχονται.

Άρθρο 8

Εθνικοί κανόνες ασφαλείας

1. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ο Οργανισμός προβαίνει σε τεχνική εξέταση των νέων εθνικών κανόνων ασφαλείας οι οποίοι διαβιβάζονται σε αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.

2. Ο Οργανισμός εξετάζει κατά πόσο οι κανόνες αυτοί είναι σύμφωνοι προς την ΚΜΑ που καθορίζεται στην οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, καθώς και προς τις ισχύουσες ΤΠΔ. Ο Οργανισμός εξετάζει επίσης κατά πόσον οι εν λόγω κανόνες καθιστούν δυνατή την επίτευξη των ΚΣΑ που ορίζονται στην εν λόγω οδηγία.

3. Σε περίπτωση που ο Οργανισμός, αφού λάβει τα σχετικά στοιχεία αιτιολόγησης που ανακοινώνει το κράτος μέλος, κρίνει ότι κάποιος από αυτούς τους κανόνες είτε δεν είναι σύμφωνος προς τις ΤΠΔ ή προς την ΚΜΑ είτε δεν καθιστά δυνατή την επίτευξη των ΚΣΑ, υποβάλλει γνώμη στην Επιτροπή εντός δύο μηνών από τη διαβίβαση των κανόνων από την Επιτροπή στον Οργανισμό.

Άρθρο 9

Παρακολούθηση των επιδόσεων σε θέματα ασφαλείας

1. Ο Οργανισμός δημιουργεί ένα δίκτυο με τις εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την ασφάλεια εθνικές αρχές και με τις εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για τις έρευνες που προβλέπονται στην οδηγία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, προκειμένου να προσδιορίσει το περιεχόμενο των κοινών δεικτών ασφαλείας που παρατίθενται στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας και να συγκεντρώσει τα σχετικά στοιχεία που αφορούν την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.

2. Με βάση τους κοινούς δείκτες ασφαλείας, τις εθνικές εκθέσεις με αντικείμενο την ασφάλεια και τα ατυχήματα και τις πληροφορίες που ο ίδιος διαθέτει, ο Οργανισμός υποβάλλει ανά διετία έκθεση σχετικά με τις επιδόσεις ασφαλείας η οποία δημοσιοποιείται. Η πρώτη εξ αυτών των εκθέσεων δημοσιεύεται κατά τη διάρκεια του τρίτου έτους λειτουργίας του Οργανισμού.

3. Ο Οργανισμός στηρίζεται στα στοιχεία που συγκεντρώνει από την Eurostat και συνεργάζεται με την Eurostat ώστε να αποφεύγεται η πλεονάζουσα επανάληψη των εργασιών και να διασφαλίζεται η μεθοδολογική συνέπεια των κοινών δεικτών ασφαλείας με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται στους άλλους τρόπους μεταφοράς.

Άρθρο 10

Τεχνική γνωμοδότηση

1. Οι εθνικοί ρυθμιστικοί φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 30 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ μπορούν να ζητούν από τον Οργανισμό τεχνική γνωμοδότηση σχετικά με τα θέματα ασφαλείας, των υποθέσεων των οποίων θα λαμβάνουν γνώση.

2. Οι επιτροπές που αναφέρονται στο άρθρο 35 της οδηγίας 2001/14/ΕΚ και στο άρθρο 11α της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ, μπορούν να ζητούν από τον Οργανισμό τεχνική γνωμοδότηση σχετικά με τα θέματα ασφαλείας τα οποία εμπίπτουν στα αντίστοιχα πεδία αρμοδιότητάς τους.

3. Ο Οργανισμός διατυπώνει τη γνώμη του εντός δύο μηνών. Η γνώμη αυτή δημοσιοποιείται από τον Οργανισμό υπό μορφήν από την οποία έχει εξαλειφθεί κάθε εμπορικό απόρρητο.

Άρθρο 11

Δημόσιο μητρώο εγγράφων

1. Ο Οργανισμός είναι υπεύθυνος για την τήρηση δημόσιου μητρώου των ακόλουθων εγγράφων:

α) άδειες που χορηγούνται σύμφωνα με την οδηγία 95/18/ΕΚ·

β) πιστοποιητικά ασφαλείας που χορηγούνται σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων·

γ) πορίσματα ερευνών που ανακοινώνονται στον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων·

δ) εθνικούς κανόνες που κοινοποιούνται στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.

2. Οι εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση των εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), κοινοποιούν στον Οργανισμό εντός μηνός κάθε μεμονωμένη απόφαση που αφορά τη χορήγηση, την ανανέωση, την τροποποίηση ή την ανάκληση οιουδήποτε εγγράφου.

3. Ο Οργανισμός μπορεί να προσθέτει σε αυτό το δημόσιο μητρώο εγγράφων οιοδήποτε δημόσιο έγγραφο ή σύνδεση που αφορά τους στόχους του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ

Άρθρο 12

Τεχνική υποστήριξη που παρέχει ο Οργανισμός

Ο Οργανισμός συμβάλλει στην ανάπτυξη και στην εφαρμογή της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων σύμφωνα με τις αρχές και τους ορισμούς που καθορίζονται στις οδηγίες 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ. Για το σκοπό αυτό, ο Οργανισμός:

α) οργανώνει και διεξάγει, κατόπιν εντολής της Επιτροπής, τις εργασίες των προβλεπόμενων από το άρθρο 3 ομάδων εργασίας για την εκπόνηση των σχεδίων ΤΠΔ και διαβιβάζει στην Επιτροπή τα σχέδια ΤΠΔ·

β) μεριμνά για την προσαρμογή των ΤΠΔ προς τις τεχνικές προόδους, τις εξελίξεις της αγοράς και τις κοινωνικές απαιτήσεις, και προτείνει στην Επιτροπή τις τροποποιήσεις των ΤΠΔ τις οποίες κρίνει αναγκαίες·

γ) μεριμνά για το συντονισμό μεταξύ της ανάπτυξης και της ενημέρωσης των ΤΠΔ, αφενός, και την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών προτύπων που καθίστανται αναγκαία για τη διαλειτουργικότητα, αφετέρου, και διατηρεί τις δέουσες επαφές με τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης·

δ) επικουρεί την Επιτροπή στην οργάνωση και διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των κοινοποιημένων οργανισμών, βάσει των διατάξεων του άρθρου 20 παράγραφος 5 των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ·

ε) παρέχει συμβουλές και συστάσεις στην Επιτροπή σχετικά με τις συνθήκες εργασίας όλου του προσωπικού που εκτελεί κρίσιμα για την ασφάλεια καθήκοντα.

Άρθρο 13

Παρακολούθηση των εργασιών των κοινοποιημένων οργανισμών

Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας των κρατών μελών ως προς τους κοινοποιημένους οργανισμούς που ορίζουν, ο Οργανισμός δύναται, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, να παρακολουθεί την ποιότητα των εργασιών των κοινοποιημένων οργανισμών. Υποβάλλει, εφόσον χρειάζεται, τη γνώμη του στην Επιτροπή.

Άρθρο 14

Παρακολούθηση της διαλειτουργικότητας

1. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ο Οργανισμός υποβάλλει συστάσεις σχετικά με τις διαδικασίες εφαρμογής της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρομικών συστημάτων, διευκολύνοντας τον συντονισμό μεταξύ σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και διαχειριστών υποδομής, ιδίως με σκοπό την οργάνωση της μετακίνησης των συστημάτων.

2. Ο Οργανισμός παρακολουθεί την πρόοδο της διαλειτουργικότητας των σιδηροδρομικών συστημάτων. Υποβάλλει και δημοσιεύει ανά διετία μία έκθεση σχετικά με την πρόοδο της διαλειτουργικότητας. Η πρώτη εξ αυτών των εκθέσεων υποβάλλεται κατά το δεύτερο έτος λειτουργίας του Οργανισμού.

Άρθρο 15

Διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού δικτύου

Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ο Οργανισμός εξετάζει από άποψη διαλειτουργικότητας κάθε σχέδιο κατασκευής σιδηροδρομικών έργων υποδομής για το οποίο ζητείται κοινοτική χρηματοδοτική στήριξη. Ο Οργανισμός διατυπώνει γνώμη για τη συμμόρφωση προς τα σχέδια ΤΠΔ εντός δύο μηνών από την υποβολή του αιτήματος. Για τη γνώμη αυτή, λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται από το άρθρο 7 της οδηγίας 96/48/ΕΚ και της οδηγίας 2001/16/ΕΚ.

Άρθρο 16

Πιστοποίηση των εργαστηρίων συντήρησης

Εντός τριών ετών από την έναρξη των δραστηριοτήτων του, ο Οργανισμός καθιερώνει ένα ευρωπαϊκό σύστημα πιστοποίησης των εργαστηρίων συντήρησης του τροχαίου υλικού και διατυπώνει συστάσεις ενόψει της εφαρμογής του συστήματος.

Οι εν λόγω συστάσεις αφορούν ιδίως τα ακόλουθα:

- διαρθρωμένο σύστημα διαχείρισης,

- προσωπικό με τις αναγκαίες ικανότητες,

- εγκαταστάσεις και μέσα,

- προδιαγραφές τεχνικής τεκμηρίωσης και συντήρησης.

Άρθρο 17

Επαγγελματικές ικανότητες

1. Ο Οργανισμός διατυπώνει συστάσεις για τον καθορισμό ενιαίων και κοινών κριτηρίων για τις επαγγελματικές ικανότητες και την αξιολόγηση του προσωπικού που συμμετέχει στην εκμετάλλευση και τη συντήρηση του σιδηροδρομικού συστήματος. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, δίνει προτεραιότητα τους οδηγούς των τρένων και τους εκπαιδευτές τους. Ο Οργανισμός διαβουλεύεται με τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων σύμφωνα με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 4.

2. Ο Οργανισμός διατυπώνει συστάσεις για την καθιέρωση συστήματος για την αναγνώριση των κέντρων επαγγελματικής κατάρτισης.

3. Ο Οργανισμός ενθαρρύνει και στηρίζει τις ανταλλαγές οδηγών τρένων και επιμορφωτών μεταξύ σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και διαφόρων κρατών μελών.

Άρθρο 18

Καταγραφή του τροχαίου υλικού

Ο Οργανισμός εκπονεί και συνιστά στην Επιτροπή μία τυποποιημένη μορφή για το εθνικό μητρώο οχημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 14 των οδηγιών 96/48/ΕΚ και 2001/16/ΕΚ.

Άρθρο 19

Μητρώο των εγγράφων διαλειτουργικότητας

1. Ο Οργανισμός τηρεί δημόσιο μητρώο των ακολούθων εγγράφων, τα οποία προβλέπονται στις οδηγίες 2001/16/ΕΚ και 96/48/ΕΚ:

α) δηλώσεις "ΕΚ" ελέγχου των υποσυστημάτων·

β) δηλώσεις "ΕΚ" πιστότητας των στοιχείων·

γ) εγκρίσεις για τη θέση σε λειτουργία, συμπεριλαμβανομένων των αντιστοίχων αριθμών μητρώου·

δ) μητρώα υποδομών και τροχαίου υλικού.

2. Οι αρμόδιοι φορείς διαβιβάζουν τα προαναφερόμενα έγγραφα στον Οργανισμό, ο οποίος καθορίζει, σε συμφωνία με τα κράτη μέλη, τις πρακτικές λεπτομέρειες της διαβίβασής τους.

3. Κατά τη διαβίβαση των εγγράφων της παραγράφου 1, οι αρμόδιοι φορείς μπορούν να αναφέρουν ποια έγγραφα δεν πρέπει να κοινολογούνται για λόγους ασφαλείας.

4. Ο Οργανισμός συγκροτεί ηλεκτρονική βάση δεδομένων για τα έγγραφα, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη την παράγραφο 3. Το κοινό έχει πρόσβαση στη συγκεκριμένη βάση δεδομένων μέσω ιστοθέσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ

Άρθρο 20

Μελέτες

Σε περιπτώσεις όπου η εκπλήρωση των καθηκόντων που του ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού το επιβάλλει, ο Οργανισμός μπορεί να αναθέτει μελέτες τις οποίες χρηματοδοτεί από τον προϋπολογισμό του.

Άρθρο 21

Προώθηση της καινοτομίας

Η Επιτροπή μπορεί να αναθέτει στον Οργανισμό, σύμφωνα με το πρόγραμμα εργασιών και τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, το καθήκον να προωθεί τις καινοτομίες οι οποίες στοχεύουν στη βελτίωση της διαλειτουργικότητας και της ασφάλειας των σιδηροδρόμων, ιδίως σε ό,τι αφορά τη χρήση των νέων τεχνολογιών των πληροφοριών και των συστημάτων εντοπισμού και παρακολούθησης πορείας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Άρθρο 22

Νομικό καθεστώς

1. Ο Οργανισμός είναι κοινοτικός φορέας και διαθέτει νομική προσωπικότητα.

2. Σε κάθε κράτος μέλος, ο Οργανισμός διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται στα νομικά πρόσωπα από το εθνικό τους δίκαιο. Δύναται ιδίως να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3. Ο Οργανισμός εκπροσωπείται από τον εντεταλμένο διευθυντή του.

Άρθρο 23

Προνόμια και ασυλίες

Το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζεται στον Οργανισμό και στο προσωπικό του.

Άρθρο 24

Προσωπικό

1. Ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και οι διατάξεις εφαρμογής τους που θεσπίζονται από κοινού από τα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τους σκοπούς της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του εν λόγω καθεστώτος, εφαρμόζονται στο προσωπικό του Οργανισμού.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 26, ο Οργανισμός ασκεί, όσον αφορά το προσωπικό του, τις εξουσίες που ανατίθενται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στην αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων αρχή από τον εν λόγω κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

3. Με την επιφύλαξη του άρθρου 26 παράγραφος 1, το προσωπικό του Οργανισμού αποτελείται από:

- έκτακτους υπαλλήλους οι οποίοι προσλαμβάνονται από τον Οργανισμό για μέγιστη διάρκεια πέντε ετών μεταξύ των επαγγελματιών του κλάδου με κριτήριο τα προσόντα και την πείρα τους σε θέματα ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των σιδηροδρόμων,

- υπαλλήλους που προσλαμβάνονται ή αποσπώνται από την Επιτροπή ή από τα κράτη μέλη για μέγιστη διάρκεια πέντε ετών,

- και από λοιπό προσωπικό όπως ορίζεται στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο προσλαμβάνεται για εκτελεστικά ή γραμματειακά καθήκοντα.

4. Οι εμπειρογνώμονες οι οποίοι συμμετέχουν στις ομάδες εργασίας που οργανώνονται από τον Οργανισμό δεν ανήκουν στο προσωπικό του. Ο Οργανισμός καταβάλλει τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής τους σύμφωνα με τους κανόνες και τις κλίμακες τιμών που καθορίζει το διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 25

Σύσταση και αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου

1. Ιδρύεται διοικητικό συμβούλιο.

2. Το διοικητικό συμβούλιο:

α) διορίζει τον εντεταλμένο διευθυντή, κατ' εφαρμογή του άρθρου 31·

β) εγκρίνει, μέχρι τις 30 Απριλίου κάθε έτους, τη γενική έκθεση του Οργανισμού για το προηγούμενο έτος και τη διαβιβάζει στα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή·

γ) εγκρίνει, μέχρι την 31η Οκτωβρίου κάθε έτους και αφού λάβει υπόψη του τη γνώμη της Επιτροπής, το πρόγραμμα εργασιών του Οργανισμού για το επόμενο έτος και το διαβιβάζει στα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Το εν λόγω πρόγραμμα εργασιών εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας προϋπολογισμού της Κοινότητας. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δηλώσει, εντός 15 ημερών από την ημερομηνία έγκρισης του προγράμματος εργασιών, ότι διαφωνεί με το πρόγραμμα, το διοικητικό συμβούλιο επανεξετάζει το πρόγραμμα και το εγκρίνει, ενδεχομένως τροποποιημένο, σε δεύτερη ανάγνωση είτε με πλειοψηφία δύο τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων της Επιτροπής, είτε με ομοφωνία των αντιπροσώπων των κρατών μελών·

δ) ασκεί τα καθήκοντά του που αφορούν τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, σύμφωνα με το κεφάλαιο 6·

ε) θεσπίζει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων εκ μέρους του εντεταλμένου διευθυντή·

στ) καθορίζει πολιτική για τις επισκέψεις που πραγματοποιούνται δυνάμει του άρθρου 33·

ζ) ασκεί τον πειθαρχικό έλεγχο επί του εντεταλμένου διευθυντή και των προϊσταμένων μονάδας που αναφέρονται στο άρθρο 30, παράγραφος 3·

η) θεσπίζει τον εσωτερικό του κανονισμό.

Άρθρο 26

Σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου

1. Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από έναν αντιπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος και από τέσσερις αντιπροσώπους της Επιτροπής, καθώς και έξι αντιπροσώπους, διορισμένους από την Επιτροπή, άνευ δικαιώματος ψήφου, έκαστος των οποίων αντιπροσωπεύει, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:

- σιδηροδρομικές επιχειρήσεις,

- διαχειριστές υποδομής,

- σιδηροδρομική βιομηχανία,

- συνδικάτα των εργαζομένων,

- επιβάτες,

- φορτωτές.

Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διορίζονται με βάση το βαθμό της σχετικής πείρας και εμπειρογνωμοσύνης τους.

2. Κάθε κράτος μέλος και η Επιτροπή διορίζουν τα αντίστοιχα μέλη του διοικητικού συμβουλίου καθώς και τους αναπληρωτές τους.

3. Η διάρκεια της θητείας τους είναι πέντε χρόνια και δύναται να ανανεωθεί άπαξ.

4. Οσάκις ενδείκνυται, η συμμετοχή αντιπροσώπων τρίτων χωρών και οι σχετικές λεπτομέρειες καθορίζονται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 2.

Άρθρο 27

Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου

1. Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει μεταξύ των μελών του τον πρόεδρο και τον αναπληρωτή πρόεδρό του. Ο αναπληρωτής πρόεδρος αντικαθιστά τον πρόεδρο όταν ο τελευταίος είναι απών ή κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του/της.

2. Η διάρκεια της θητείας του προέδρου και του αναπληρωτή προέδρου είναι τριετής και δύναται να ανανεωθεί άπαξ. Εάν, ωστόσο, ο πρόεδρος ή αναπληρωτής πρόεδρος, κατά τη διάρκεια της θητείας του, απωλέσει την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου, τότε αυτομάτως την ίδια ημέρα λήγει και η θητεία του ως προέδρου ή αναπληρωτή προέδρου.

Άρθρο 28

Συνεδριάσεις

1. Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου συγκαλούνται από τον πρόεδρό του. Ο εντεταλμένος διευθυντής του Οργανισμού συμμετέχει στις συνεδριάσεις.

2. Το διοικητικό συμβούλιο συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές ετησίως. Επίσης, συνέρχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του προέδρου του, ή εάν το ζητήσει η Επιτροπή, η πλειοψηφία των μελών του ή το ένα τρίτο των κρατών μελών που αντιπροσωπεύονται στο διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 29

Ψηφοφορία

Εκτός εάν προβλέπεται άλλως, το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών που έχουν δικαίωμα ψήφου. Κάθε μέλος που έχει δικαίωμα ψήφου έχει μία ψήφο.

Άρθρο 30

Καθήκοντα και αρμοδιότητες του εντεταλμένου διευθυντή

1. Ο Οργανισμός διοικείται από τον εντεταλμένο διευθυντή του, ο οποίος είναι εντελώς ανεξάρτητος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και του διοικητικού συμβουλίου.

2. Ο εντεταλμένος διευθυντής:

α) καταρτίζει το πρόγραμμα εργασιών το οποίο υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή·

β) λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση του προγράμματος εργασιών και, στο μέτρο του δυνατού, ανταποκρίνεται στις αιτήσεις παροχής βοήθειας εκ μέρους της Επιτροπής, που αφορούν τα καθήκοντα του Οργανισμού σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

γ) λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως την υιοθέτηση εσωτερικών διοικητικών οδηγιών και τη δημοσίευση ανακοινώσεων, προκειμένου να διασφαλίζεται η λειτουργία του Οργανισμού σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

δ) θεσπίζει ένα αποτελεσματικό σύστημα παρακολούθησης προκειμένου να καταστεί δυνατή η σύγκριση των επιτευγμάτων του Οργανισμού με τους επιχειρησιακούς του στόχους. Σε αυτή τη βάση, ο εντεταλμένος διευθυντής εκπονεί ετησίως σχέδιο γενικής έκθεσης το οποίο υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο· προς τούτο, θεσπίζει μια πρακτική τακτικής αξιολόγησης, η οποία αντιστοιχεί στα αναγνωρισμένα επαγγελματικά πρότυπα·

ε) ασκεί ως προς το προσωπικό του Οργανισμού τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 2·

στ) καταρτίζει καταστάσεις προβλέψεων εσόδων και δαπανών του Οργανισμού, κατ' εφαρμογή του άρθρου 38, και εκτελεί τον προϋπολογισμό κατ' εφαρμογή του άρθρου 39.

3. Ο εντεταλμένος διευθυντής δύναται να επικουρείται από έναν ή περισσότερους προϊσταμένους μονάδας. Εάν ο εντεταλμένος διευθυντής απουσιάζει ή κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του/της αναλαμβάνει ένας από τους προϊσταμένους των μονάδων.

Άρθρο 31

Διορισμός των υπαλλήλων του Οργανισμού

1. Ο εντεταλμένος διευθυντής διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο με βάση τα προσόντα του και τις τεκμηριωμένες διοικητικές και διαχειριστικές του ικανότητες, καθώς και την επάρκεια και πείρα του στον τομέα των σιδηροδρόμων. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία τεσσάρων πέμπτων όλων των μελών του με δικαίωμα ψήφου. Η Επιτροπή δύναται να προτείνει έναν ή περισσότερους υποψήφιους.

Το διοικητικό συμβούλιο έχει δικαίωμα παύσης του εντεταλμένου διευθυντή, σύμφωνα με την ίδια διαδικασία.

2. Ο εντεταλμένος διευθυντής διορίζει τα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 24.

3. Η διάρκεια της θητείας του εντεταλμένου διευθυντή είναι πέντε χρόνια και δύναται να ανανεωθεί άπαξ.

Άρθρο 32

Ακρόαση του εντεταλμένου διευθυντή

Ο εντεταλμένος διευθυντής υποβάλλει ετησίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την γενική έκθεση δραστηριοτήτων του Οργανισμού. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται επίσης ανά πάσα στιγμή να καλούν σε ακρόαση τον εντεταλμένο διευθυντή για θέμα που αφορά τις δραστηριότητες του Οργανισμού.

Άρθρο 33

Επισκέψεις στα κράτη μέλη

1. Για την εκπλήρωση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί δυνάμει των άρθρων 8, 9, 10, 13 και 15, ο Οργανισμός δύναται να πραγματοποιεί επισκέψεις στα κράτη μέλη σύμφωνα με την πολιτική που έχει καθορίσει το διοικητικό συμβούλιο. Οι εθνικές αρχές των κρατών μελών διευκολύνουν την εργασία του προσωπικού του Οργανισμού.

2. Ο Οργανισμός ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σχετικά με τη σχεδιαζόμενη επίσκεψη, την ταυτότητα των εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων του Οργανισμού καθώς και την ημερομηνία έναρξης της επίσκεψης. Οι εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι του Οργανισμού πραγματοποιούν τις επισκέψεις αφού παρουσιάσουν απόφαση του εντεταλμένου διευθυντή του Οργανισμού, στην οποία προσδιορίζονται το αντικείμενο και οι στόχοι της επίσκεψής τους.

3. Μετά το τέλος κάθε επίσκεψης, ο Οργανισμός συντάσσει έκθεση και τη διαβιβάζει στην Επιτροπή και στο οικείο κράτος μέλος.

Άρθρο 34

Ευθύνη

1. Η συμβατική ευθύνη του Οργανισμού διέπεται από τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στην εν λόγω σύμβαση.

2. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο για τη λήψη αποφάσεων δυνάμει οιασδήποτε ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτει ο Οργανισμός.

3. Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, ο Οργανισμός καταβάλλει αποζημίωση για κάθε ζημία που προκλήθηκε από τις υπηρεσίες ή το προσωπικό του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα επιμέρους δίκαια των κρατών μελών.

4. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο για την επίλυση διαφορών που αφορούν την αποζημίωση των ζημιών που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

5. Η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι του Οργανισμού διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή του καθεστώτος που εφαρμόζεται σε αυτούς.

Άρθρο 35

Γλώσσες

1. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με τα γλωσσικά θέματα όσον αφορά τον Οργανισμό. Εφόσον το ζητήσει μέλος του διοικητικού συμβουλίου, η απόφαση αυτή λαμβάνεται με ομοφωνία. Τα κράτη μέλη μπορούν να απευθύνονται στον Οργανισμό στην κοινοτική γλώσσα της επιλογής τους.

2. Οι μεταφραστικές εργασίες που απαιτούνται για τη λειτουργία του Οργανισμού εκτελούνται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 36

Συμμετοχή τρίτων χωρών

1. Ο Οργανισμός είναι ανοικτός στη συνεργασία με τρίτες χώρες οι οποίες έχουν συνάψει συμφωνίες με την Κοινότητα, βάσει των οποίων οι οικείες χώρες έχουν εγκρίνει και εφαρμόζουν την κοινοτική νομοθεσία στον τομέα που καλύπτει ο παρών κανονισμός.

2. Βάσει των σχετικών διατάξεων των εν λόγω συμφωνιών, θεσπίζονται ρυθμίσεις οι οποίες προσδιορίζουν τον τρόπο συμμετοχής αυτών των χωρών στις εργασίες του Οργανισμού, ιδίως τη φύση και την έκταση αυτής της συμμετοχής. Οι εν λόγω ρυθμίσεις περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, διατάξεις σχετικά με τις οικονομικές συνεισφορές και το προσωπικό. Ενδέχεται να προβλέπουν την εκπροσώπηση αυτών των χωρών στο διοικητικό συμβούλιο, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 37

Διαφάνεια

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής(15), εφαρμόζεται αναφορικά με τα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του Οργανισμού.

Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τα πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 38

Προϋπολογισμός

1. Τα έσοδα του Οργανισμού προέρχονται από:

- συνεισφορά της Κοινότητας,

- ενδεχόμενη συνεισφορά των τρίτων χωρών που συμμετέχουν στις εργασίες του Οργανισμού δυνάμει του άρθρου 36,

- τα τέλη για δημοσιεύσεις, δραστηριότητες κατάρτισης και κάθε άλλη υπηρεσία που παρέχει ο Οργανισμός.

2. Τα έξοδα του Οργανισμού περιλαμβάνουν τις δαπάνες προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες, τα έξοδα υποδομής και τις λειτουργικές δαπάνες.

3. Ο εντεταλμένος διευθυντής καταρτίζει κατάσταση προβλέψεων εσόδων και δαπανών του Οργανισμού για το επόμενο ημερολογιακό έτος, την οποία διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο συνοδευόμενη από πίνακα προσωπικού.

4. Τα έσοδα και οι δαπάνες πρέπει να ισοσκελίζονται.

5. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει, το αργότερο μέχρι τις 31 Μαρτίου, το σχέδιο προϋπολογισμού για το επόμενο ημερολογιακό έτος και το διαβιβάζει στην Επιτροπή, η οποία εγγράφει, στη βάση αυτή, τις αντίστοιχες εκτιμήσεις στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που υποβάλλει στο Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 272 της συνθήκης.

6. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει, το αργότερο μέχρι τις 15 Ιανουαρίου τον προϋπολογισμό του Οργανισμού για το τρέχον ημερολογιακό έτος, προσαρμόζοντάς τον, εν ανάγκη, στην κοινοτική επιδότηση που αποφασίζεται από την αρμόδια επί του προϋπολογισμού αρχή.

Άρθρο 39

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1. Ο εντεταλμένος διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

2. Ο δημοσιονομικός ελεγκτής της Επιτροπής διενεργεί τον έλεγχο των αναλήψεων υποχρεώσεων και πληρωμών όλων των δαπανών, καθώς και τον έλεγχο της ύπαρξης και της είσπραξης όλων των εσόδων του Οργανισμού.

3. Το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου, ο εντεταλμένος διευθυντής υποβάλλει στην Επιτροπή, στο διοικητικό συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο αναλυτικούς λογαριασμούς όλων των εσόδων και δαπανών του προηγούμενου δημοσιονομικού έτους.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχει τους λογαριασμούς αυτούς, κατ' εφαρμογή του άρθρου 248 της συνθήκης. Δημοσιεύει ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες του Οργανισμού.

4. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν συστάσεως του Συμβουλίου, χορηγεί απαλλαγή στον εντεταλμένο διευθυντή όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

Άρθρο 40

Δημοσιονομικός κανονισμός

Μετά από τη συμφωνία της Επιτροπής και την έγκριση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει το δημοσιονομικό κανονισμό του Οργανισμού, ο οποίος προσδιορίζει συγκεκριμένα την διαδικασία που ακολουθείται για την κατάρτιση και την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Οργανισμού, κατ' εφαρμογή του άρθρου 185 του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Οι ετήσιες πιστώσεις του Οργανισμού εγκρίνονται από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εντός των ορίων του οικείου τομέα των δημοσιονομικών προοπτικών.

Άρθρο 41

Καταπολέμηση της απάτης

1. Με σκοπό την καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και άλλων παράνομων πράξεων, εφαρμόζεται πλήρως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

2. Ο Οργανισμός προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), και θεσπίζει αμέσως τις αναγκαίες προς το σκοπό αυτό ρυθμίσεις, οι οποίες εφαρμόζονται σε όλους τους υπαλλήλους του Οργανισμού.

3. Στις αποφάσεις χρηματοδότησης, καθώς και στις εκτελεστικές συμφωνίες και μέσα που απορρέουν από αυτές, ορίζεται ρητώς ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF δύνανται, εν ανάγκη, να διενεργούν επιτόπου ελέγχους στους δικαιούχους χρηματοδότησης από τον Οργανισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 42

Έναρξη των δραστηριοτήτων του Οργανισμού

Ο Οργανισμός τίθεται σε επιχειρησιακή λειτουργία εντός 24 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 43

Αξιολόγηση

Μέχρι τις ...(16), η Επιτροπή διενεργεί μία αξιολόγηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, των επιτευγμάτων του Οργανισμού και των μεθόδων εργασίας του. Στο πλαίσιο αυτής της αξιολόγησης, λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των εκπροσώπων του τομέα των σιδηροδρόμων, των κοινωνικών εταίρων και των οργανώσεων των πελατών. Τα πορίσματα της αξιολόγησης πρέπει να δημοσιοποιούνται. Η Επιτροπή προτείνει, εάν παραστεί ανάγκη, μία τροποποίηση του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 44

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

...

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

(1) ΕΕ C 126 Ε της 28.5.2002, σ. 323.

(2) ΕΕ C 61 της 14.3.2003, σ. 131.

(3) ΕΕ C 66 της 19.3.2003, σ. 5.

(4) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Ιανουαρίου 2003 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2003 και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της ... (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(5) ΕΕ L 237 της 24.8.1991, σ. 25· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 1).

(6) ΕΕ L 143 της 27.6.1995, σ. 70· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 26).

(7) ΕΕ L 75 της 15.3.2001, σ. 29· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 2002/844/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 289 της 26.10.2002, σ. 30).

(8) ΕΕ L 235 της 17.9.1996, σ. 6.

(9) ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 1.

(10) ΕΕ L ...

(11) ΕΕ L 228 της 9.9.1996, σ. 1· απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 1346/2001/ΕΚ (ΕΕ L 185 της 6.7.2001, σ. 1).

(12) ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(13) ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

(14) ΕΕ L 225 της 12.8.1998, σ. 27.

(15) ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(16) Πέντε έτη μετά την έναρξη λειτουργίας του Οργανισμού.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ(1)

(1) Βλέπε σελίδα 3 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.