Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ όσον αφορά την αμοιβαία συνδρομή από τις αチμόδιες αρχές των κρατών-μελών στον τομέα της άμεσης και έμμεσης φορολογίας" (COM(2003) 446 τελικό — 2003/0170 (COD))
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 032 της 05/02/2004 σ. 0094 - 0097
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ όσον αφορά την αμοιβαία συνδρομή από τις αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών στον τομέα της άμεσης και έμμεσης φορολογίας" (COM(2003) 446 τελικό/2 - 2003/0170 (COD)) (2004/C 32/20) Στις 5 Σεπτεμβρίου 2003 και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανωτέρω πρόταση. Λόγω της επείγουσας φύσης των εργασιών, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε στις 30 Οκτωβρίου 2003, κατά την 403η σύνοδο ολομέλειας της 29ης και της 30ής Οκτωβρίου 2003, να ορίσει γενικό εισηγητή τον κ. Pezzini και υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 45 ψήφους υπέρ, καμία ψήφο κατά και 3 αποχές. 1. Εισαγωγή 1.1. Το 1977 θεσπίστηκαν οι κανόνες βάσει των οποίων οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών έπρεπε να παρέχουν αμοιβαία συνδρομή και να ανταλλάσσουν πληροφορίες προκειμένου να μπορέσει να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των εθνικών νομοθεσιών περί φορολογίας. 1.2. Εξάπλωση της φορολογικής απάτης 1.2.1. Οι κανόνες αυτοί ήταν αναγκαίοι λόγω του όλο και μεγαλύτερου κινδύνου εξάπλωσης των πρακτικών φορολογικής απάτης και φοροδιαφυγής πέρα από τα εθνικά σύνορα, με σημαντικές απώλειες εσόδων για τα κράτη μέλη. 1.2.2. Η κατάσταση αυτή διακύβευε την αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και τον ελεύθερο ανταγωνισμό, οδηγώντας, στην καλύτερη περίπτωση, σε πλημμελή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. 1.2.3. Το δίκτυο διμερών συμφωνιών μεταξύ των κρατών μελών αποδείχθηκε εντούτοις ότι δεν μπορεί να καταπολεμήσει αποτελεσματικά όλα τα φαινόμενα φορολογικής απάτης και φοροδιαφυγής που είχαν πολυεθνικό χαρακτήρα και ήταν χαρακτηριστικά της έντονης διεθνοποίησης των συναλλαγών και της αυξανόμενης διακρατικής διακίνησης προσώπων και κεφαλαίων. 1.3. Δομή της οδηγίας 1.3.1. Η ισχύουσα οδηγία προβλέπει τρία είδη ανταλλαγής πληροφοριών: ανταλλαγή κατόπιν αιτήσεως, αυτόματη ανταλλαγή και αυθόρμητη ανταλλαγή. Επιβάλλονται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όροι και περιορισμοί στην ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών με στόχο το σεβασμό και την προστασία των φορολογουμένων καθώς και το απόρρητο των παρεχόμενων πληροφοριών. 1.3.2. Επιπλέον, οι διοικήσεις των κρατών μελών πρέπει να παρακολουθούν συνεχώς τις διαδικασίες ανταλλαγής. 1.4. Πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 1.4.1. Αρχικά η οδηγία ίσχυε μόνο για τους άμεσους φόρους. Μόνο αργότερα επεκτάθηκε το πεδίο εφαρμογής της στο φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, διότι διαφορετικά αυτοί οι τομείς θα παρέμεναν ακάλυπτοι. 1.4.2. Ωστόσο, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα των μεμονωμένων τομέων, η Επιτροπή αποφάσισε να ρυθμίσει χωριστά τις ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με το φόρο προστιθέμενης αξίας(1), ενώ προβλέπεται να εκπονηθεί, στο προσεχές μέλλον, πρόταση που θα αφορά αποκλειστικά τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. 1.5. Ανάγκη εκσυγχρονισμού 1.5.1. Το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο έχει ριζικά μεταβληθεί σε σχέση με την πραγματικότητα που είχε υπαγορεύσει την εκπόνηση και την επακόλουθη έγκριση της οδηγίας. Οι διαστάσεις της εσωτερικής αγοράς και ο όγκος των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών έχουν αλλάξει. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ίδια η έννοια της εσωτερικής αγοράς, ως επέκταση των εθνικών συνόρων, έχει πλέον ολοκληρωτικά αφομοιωθεί, ακόμη και σε λειτουργικό επίπεδο, από έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό παραγόντων. Παρόλο που το γεγονός αυτό είναι θετικό, η παράλληλη αλματώδης αύξηση των ενδοκοινοτικών συναλλαγών και η μεγαλύτερη γνώση των διαφόρων εθνικών φορολογικών συστημάτων είχαν ως σχεδόν φυσική συνέπεια την εξάπλωση του φαινομένου της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής χάρη στα ενδεχόμενα κενά της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και, εν γένει, των ισχυόντων συστημάτων ελέγχου. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σαφής η ανάγκη εκσυγχρονισμού, ενίσχυσης, απλούστευσης και αύξησης της αποτελεσματικότητας της διοικητικής συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών. 2. Προτάσεις της Επιτροπής 2.1. Οι προτεινόμενες αλλαγές στα υφιστάμενα άρθρα της βασικής οδηγίας απαριθμούνται στο άρθρο 1. 2.2. Η πρώτη προτεινόμενη αλλαγή η οποία αφορά την τρίτη υποπαράγραφο του άρθρου 2 της ισχύουσας οδηγίας προσδιορίζει τους όρους εφαρμογής των ανταλλαγών πληροφοριών κατόπιν αιτήσεως. Προβλέπεται ιδίως ότι για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων που λαμβάνει ένα κράτος μέλος από έτερο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση ενεργεί όπως θα ενεργούσε για ίδιο λογαριασμό. 2.2.1. Η τροποποίηση αυτή είναι πλήρως αποδεκτή, δεδομένου ότι εξαλείφει τις παρελκυστικές επιπτώσεις ορισμένων εθνικών διατάξεων στις έρευνες, διατάξεις οι οποίες επιβάλλουν στην αρμόδια αρχή να γνωστοποιεί στον φορολογούμενο - μέσω κοινοποίησης - την παραλαβή αίτησης συνδρομής, εκ μέρους της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους, για την συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με τον συγκεκριμένο φορολογούμενο. Ωστόσο, η υποχρέωση αυτή κοινοποίησης δεν υφίσταται όταν τα κράτη μέλη ενεργούν για ίδιο λογαριασμό. Η διάρκεια των ερευνών επηρεαζόταν αρνητικά μόνο και μόνο από το γεγονός ότι η αρχή η οποία είχε ζητήσει τη διενέργεια των ερευνών δεν ήταν εθνική. Συνεπώς, εξαλείφεται αυτή η διάκριση η οποία είναι επιζήμια τόσο για το κράτος μέλος που ζητεί τις πληροφορίες όσο και για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η εν λόγω τροποποίηση εναρμονίζεται πλήρως με την τροποποίηση που περιέχεται στην πρόταση σχετικά με τον ΦΠΑ(2). 2.3. Η δεύτερη προτεινόμενη αλλαγή αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη υποπαράγραφος, δεύτερο εδάφιο, δεύτερο μέρος της φράσης και αφορά τους όρους χρήσης, εκ μέρους της αρμόδιας αρχής ενός κράτους μέλους, των πληροφοριών που λαμβάνονται από άλλο κράτος μέλος. Οι πληροφορίες αυτές προστατεύονται από υποχρέωση απορρήτου κατά τον ίδιο τρόπο με τις πληροφορίες που συλλέγονται κατ' εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας. 2.3.1. Το υφιστάμενο κείμενο της οδηγίας επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Αν και έχει ομόφωνα αναγνωριστεί η αρχή ότι είναι δυνατή η αποκάλυψη των πληροφοριών που λαμβάνονται από άλλο κράτος μέλος μόνο αν αυτό το τελευταίο δεν έχει αντίρρηση, ορισμένα κράτη μέλη υποστηρίζουν ότι είναι αναγκαία ρητή άδεια (της αρμόδιας αρχής που παρέχει τις πληροφορίες) πριν από τη χρήση αυτών των πληροφοριών σε δικαστικές διαδικασίες. Αντίθετα, άλλα κράτη μέλη υποστηρίζουν ότι η μη διατύπωση συγκεκριμένης αντίρρησης μπορεί να εκληφθεί ως σιωπηρή έγκριση. 2.3.2. Τόσο η ανάγκη τροποποίησης όσο και η προτεινόμενη μορφή τροποποίησης της οδηγίας είναι πλήρως αποδεκτές δεδομένου ότι το νέο κείμενο εξαλείφει κάθε ερμηνευτική ασάφεια καθιστώντας τη διαδικασία ταχύτερη και σαφέστερη. Οι λαμβανόμενες πληροφορίες θα μπορούν να χρησιμοποιούνται στη διάρκεια δημόσιων ακροάσεων ή αποφάσεων, εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που τις παρέσχε δεν έχει αντίρρηση την πρώτη φορά που τις διαβιβάζει. Η δικαστική διαδικασία δεν θα πρέπει πλέον να αναστέλλεται, εν αναμονή ρητής άδειας εκ μέρους των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών που θεωρούσαν αναγκαία αυτή την πρακτική. 2.4. Η επόμενη προτεινόμενη τροποποίηση συνίσταται στην αναδιατύπωση δύο παραγράφων - της πρώτης και της τρίτης - του άρθρου 8 της ισχύουσας οδηγίας, η οποία καθορίζει τους περιορισμούς στην ανταλλαγή πληροφοριών. 2.4.1. Το υφιστάμενο κείμενο της πρώτης παραγράφου περιείχε ερμηνευτικές ασάφειες όσον αφορά την ενδεχόμενη άρνηση ενός κράτους μέλους να παράσχει τις ζητούμενες πληροφορίες, όταν η παροχή των πληροφοριών αυτών δεν προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία περί φορολογίας. 2.4.2. Η τροποποίηση καθιστά απολύτως σαφές ότι η αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους μπορεί να αρνηθεί την παροχή των ζητούμενων πληροφοριών μόνο όταν οι αναγκαίες έρευνες για τη συγκέντρωση των πληροφοριών αυτών δεν επιτρέπονται από τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις ή διοικητικές πρακτικές. 2.4.3. Η πρόταση βελτιώνει αναμφισβήτητα το υφιστάμενο κείμενο, πιθανώς κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Επισημαίνεται ωστόσο ότι οι υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των διαδικασιών έρευνας, που απορρέουν άμεσα από την κατά προσέγγιση μόνο εναρμόνιση των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών, διακυβεύουν την αποτελεσματικότητα του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών εις βάρος του αποτελεσματικού ελέγχου των ύποπτων πράξεων και, εν κατακλείδι, της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. 2.4.4. Παρόμοιες παρατηρήσεις ισχύουν και για την προτεινόμενη τροποποίηση της τρίτης παραγράφου του άρθρου 8 που έχει στόχο την εξάλειψη των ερμηνευτικών ασαφειών όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαιότητας της ανταλλαγής πληροφοριών. 2.4.5. Η πρόταση της Επιτροπής καθιστά σαφές ότι η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να αρνηθεί να διαβιβάσει πληροφορίες εφόσον η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που τις ζητά δεν είναι σε θέση να παράσχει το ίδιο είδος πληροφοριών. 2.4.6. Αν και είναι αξιέπαινη η προσπάθεια που καταβλήθηκε για την εξάλειψη των ερμηνευτικών διαφορών, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφυγή στην αρχή της αμοιβαιότητας προφυλάσσει το μεμονωμένο κράτος μέλος αλλά διακυβεύει την πλήρη υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς. 2.5. Το κείμενο της προτεινόμενης οδηγίας εισάγει μετά το άρθρο 8 δύο νέα άρθρα, 8α και 8β, με στόχο την ευθυγράμμιση των διατάξεων περί άμεσης φορολογίας με αυτές που αφορούν την έμμεση φορολογία. 2.5.1. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 8α προβλέπει ότι, ύστερα από αίτηση της αρμόδιας αρχής ενός κράτους μέλους, η αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους κοινοποιεί στον φορολογούμενο, σύμφωνα με τις ισχύουσες διαδικασίες και κανόνες, όλες τις πράξεις και αποφάσεις που προέρχονται από τις αρχές του αιτούντος κράτους μέλους. Η δεύτερη παράγραφος ορίζει τα βασικά στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στην κοινοποίηση, ενώ η τρίτη παράγραφος προβλέπει την υποχρέωση άμεσης ενημέρωσης του αιτούντος κράτους μέλους για τη συνέχεια που δίνεται στην αίτηση κοινοποίησης. 2.5.2. Το νέο άρθρο λαμβάνει υπόψη τις διάφορες πρακτικές και διαδικασίες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών και υπογραμμίζει την υποχρέωση προσφυγής στις διαδικασίες αυτές για τη διεκπεραίωση αιτήσεων άλλων κρατών μελών. Ιδίως η υποχρέωση κοινοποίησης - η οποία δεν υπάρχει σε ορισμένα κράτη μέλη - προσλαμβάνει μεγάλη διαδικαστική σημασία σε άλλα κράτη μέλη. Είναι βέβαιο ότι η διαδικασία θα ήταν πολύ ταχύτερη εάν η διαχείρισή της πραγματοποιείτο άμεσα από το αιτών κράτος μέλος. Ωστόσο, υπό τις παρούσες συνθήκες, αυτό είναι ελάχιστα ρεαλιστικό και επικίνδυνο: ελάχιστα ρεαλιστικό, γιατί θα προϋπέθετε βαθιά γνώση εκ μέρους κάθε εθνικής αρμόδιας αρχής των διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας κοινοποίησης, που προβλέπονται από τις νομοθεσίες κάθε κράτους μέλους, και επικίνδυνο, γιατί μια κοινοποίηση ημιτελής και νομικά άκυρη σύμφωνα με μια εθνική φορολογική νομοθεσία, στην καλύτερη περίπτωση, θα επηρέαζε αρνητικά τη διάρκεια των ερευνών. 2.5.3. Σε κάθε περίπτωση, η πρόταση της Επιτροπής είναι αξιέπαινη δεδομένου ότι, στην πράξη, δίνει έμφαση στη σημασία αυτών των διαδικασιών και προβλέπει όρους άμεσης γνωστοποίησης των διαβιβασθεισών κοινοποιήσεων, προκειμένου να διευκολυνθεί κάθε μεταγενέστερη ενέργεια. 2.5.4. Το άρθρο 8β προβλέπει τη δυνατότητα διενέργειας ταυτόχρονων ελέγχων επί ενός μεμονωμένου φορολογούμενου εκ μέρους δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών στην περίπτωση που οι έλεγχοι αυτοί θεωρούνται αποτελεσματικότεροι από τους μεμονωμένους ελέγχους. Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους ορίζει τους φορολογούμενους έναντι των οποίων προτίθεται να προτείνει τη διενέργεια ταυτόχρονου ελέγχου και ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών σχετικά με τους λόγους για τους οποίους θεωρεί σκόπιμους αυτούς τους ελέγχους καθώς και σχετικά με τη χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας θα διενεργούνται οι εν λόγω έλεγχοι. Η αρμόδια αρχή στην οποία προτείνεται η διενέργεια ταυτόχρονου ελέγχου ενημερώνει την άλλη αρχή ως προς την αποδοχή ή την απόρριψη αυτών των ελέγχων. Σε περίπτωση αποδοχής, ορίζει αντιπρόσωπο υπεύθυνο για τον έλεγχο αυτό. 2.5.5. Το νέο κείμενο αναγνωρίζει τη σημασία των ταυτόχρονων ελέγχων οι οποίοι θεωρούνται πράγματι ως η αποτελεσματικότερη μέθοδος ελέγχου. Είναι όντως σαφές ότι είναι πιθανότερο να διαπιστωθούν πρακτικές απάτης ή φοροδιαφυγής με τη διασταύρωση των στοιχείων που έχουν συγκεντρωθεί κατά την ίδια περίοδο από τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών στα φορολογικά συστήματα των οποίων υπάγονται οι φορολογούμενοι που αποτελούν αντικείμενο ελέγχου. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, πολλοί είναι εκείνοι που επιθυμούν τη μεγαλύτερη χρήση των ταυτόχρονων ελέγχων, ιδίως για την αντιμετώπιση των καταχρήσεων στο πλαίσιο των τιμών μεταβίβασης, σε περίπτωση διασυνοριακών συναλλαγών που πραγματοποιούνται μεταξύ οντοτήτων που δραστηριοποιούνται σε πολλά κράτη μέλη. 2.5.6. Η εισαγωγή του άρθρου 8β είναι, συνεπώς, ευπρόσδεκτη. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι το δικαίωμα απόρριψης της πρότασης διενέργειας ταυτόχρονων ελέγχων, ακόμη κι αν η απόρριψη είναι αιτιολογημένη, δύναται να περιορίσει την ουσιαστική έκταση αυτών των ελέγχων και, κατά συνέπεια, τη συνεργασία μεταξύ των διοικήσεων των κρατών μελών. 3. Συμπεράσματα 3.1. Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται την ανάγκη θέσπισης ενός αποτελεσματικού συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών προκειμένου να καταπολεμηθεί η πρακτική της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής. 3.2. Η ΕΟΚΕ λαμβάνει υπόψη ότι η ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, τόσο από άποψη μεγέθους όσο και σε λειτουργικό επίπεδο, καθώς και η αύξηση των φορολογουμένων που υπάγονται στα φορολογικά συστήματα περισσοτέρων του ενός κρατών μελών συνεπάγεται υποχρεωτικά μεγαλύτερες προσπάθειες συνεργασίας μεταξύ των εθνικών διοικήσεων. 3.3. Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι, αν και αναγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες κάθε τομέα, ένα αποτελεσματικό σύστημα ελέγχων και αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών δεν μπορεί να παραβλέπει την ανάγκη μεγαλύτερου και συστηματικότερου συντονισμού μεταξύ των συστημάτων ελέγχου στον τομέα της άμεσης και έμμεσης φορολογίας και των ειδικών φόρων κατανάλωσης. 3.4. Η ΕΟΚΕ επαναβεβαιώνει(3) ότι οι υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών σε επίπεδο διοικητικών διαδικασιών διακυβεύουν την αποτελεσματικότητα των ελέγχων, διευρύνουν τις αναγκαίες χρονικές περιόδους και συνιστούν σημαντικό εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. 3.5. Για άλλη μια φορά, τα οφέλη που θα προέκυπταν από μια αποτελεσματικότερη λειτουργία της ενιαίας αγοράς και εν προκειμένω των διαδικασιών για τον εντοπισμό και την καταπολέμηση των απατών και της φοροδιαφυγής περιορίζονται από την προστασία των εθνικών συμφερόντων. Όπως έχει ήδη ζητήσει η ΕΟΚΕ(4), "διοικητική συνεργασία και πρόληψη των απατών" πρέπει να συνοδεύονται από "εκσυγχρονισμό και απλούστευση" των φορολογικών συστημάτων. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο σε μια διευρυμένη Ένωση στην οποία η διαδικασία εναρμόνισης προσλαμβάνει ακόμη μεγαλύτερη σημασία. 3.6. Θα ήταν σκόπιμο να προβλεφθούν, παράλληλα με τα υπερεθνικά νομικά μέσα, όπως η ευρωπαϊκή εταιρεία, κατάλληλα φορολογικά μέσα και συναφείς διαδικασίες ελέγχου και ανταλλαγής πληροφοριών. Με άλλα λόγια, θα μπορούσε να προβλεφθεί ένα "ευρωπαϊκό" σύστημα ανταλλαγής και ελέγχου αποσυνδεδεμένο από τις υφιστάμενες εθνικές διαδικασίες και το οποίο θα εφαρμοστεί προοδευτικά. 3.7. Η ΕΟΚΕ επωφελείται της ευκαιρίας για να καταγγείλει ακόμη μία φορά τους περιορισμούς που συνδέονται με την ισχύ της αρχής της ομοφωνίας σε κάθε απόφαση που αφορά θέματα κοινοτικής φορολογικής νομοθεσίας και επιβεβαιώνει την ανάγκη περιορισμού της αρχής αυτής υπέρ της αρχής της πλειοψηφίας, έστω και ειδικής. 3.8. Είναι περίεργο το γεγονός ότι γίνεται συχνά λόγος, εν γένει, για τις συνταγματικές αρχές της φορολογικής δικαιοσύνης, με αναφορά στις ενδεχόμενες στρεβλώσεις της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς, για να γίνουν εν συνεχεία εκ των πραγμάτων αποδεκτά προνόμια και διαφορές, που απορρέουν από τις εθνικές νομοθεσίες και διαδικασίες. 3.9. Η ΕΟΚΕ, λαμβάνοντας υπόψη τις ισχύουσες εθνικές διαδικασίες και την πολιτική βούληση να μην διαταραχθούν οι δομές αυτές, αποδέχεται τις προτεινόμενες τροποποιήσεις ως σημείο σύγκλισης και ως περαιτέρω, αν και ανεπαρκές, βήμα προς τον εκσυγχρονισμό της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών. Ωστόσο, η ΕΟΚΕ καλεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να απαντούν εγκαίρως στις αιτήσεις συνεργασίας που προέρχονται από τις άλλες διοικήσεις, χωρίς να διαχωρίζουν τις πρακτικές αυτές προς όφελος καθαρά εθνικών ερευνών. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σαφές ότι η τεχνολογία των μέσων ελέγχου και ανταλλαγής πληροφοριών πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις πιο εξελιγμένες μορφές απάτης και φοροδιαφυγής οι οποίες χρησιμοποιούν τις πιο σύγχρονες τεχνολογίες. Βρυξέλλες, 30 Οκτωβρίου 2003. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Roger Briesch (1) COM(2001) 294 τελικό. (2) Άρθρο 5, παράγραφος 3, του εγγράφου COM(2001) 294 τελικό. (3) Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την "Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ σχετικά με το κοινό σύστημα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας" (η Επιτροπή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας), ΕΕ C 19 της 21.1.1998, σ. 56. (4) Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 218/92 του Συμβουλίου σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ) και την Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 388/77/ΕΟΚ όσον αφορά το σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας που εφαρμόζεται σε ορισμένες υπηρεσίες παρεχόμενες με ηλεκτρονικά μέσα", ΕΕ C 116 της 20.4.2001, σ. 59.