52003AE1164

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Η εφαρμογή στην πράξη της οδηγίας 94/45/ΕΚ για τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής επιτροπής επιχείρησης και ορισμένες πτυχές που ενδεχομένως χρήζουν αναθεώρησης"

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 010 της 14/01/2004 σ. 0011 - 0018


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα "Η εφαρμογή στην πράξη της οδηγίας 94/45/ΕΚ για τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής επιτροπής επιχείρησης και ορισμένες πτυχές που ενδεχομένως χρήζουν αναθεώρησης"

(2004/C 10/05)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με επιστολή της Αντιπροέδρου, κας Loyola De Palacio, της 26ης Νοεμβρίου 2002, ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, να εκπονήσει διερευνητική γνωμοδότηση για το ανωτέρω θέμα.

Το ειδικευμένο τμήμα "Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη", στο οποίο ανατέθηκε οι προπαρασκευαστικές εργασίες, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 10 Σεπτεμβρίου 2003 με βάση εισηγητική έκθεση του κ. Piette.

Κατά την 402η σύνοδο ολομέλειάς της, της 24ης και 25ης Σεπτεμβρίου 2003 (συνεδρίαση της 24ης Σεπτεμβρίου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 122 ψήφους υπέρ, 1 κατά και με 6 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση.

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ

Προκειμένου να δοθεί συνέχεια στα αιτήματα της ΕΟΚΕ για μεγαλύτερη συμμετοχή της στη δράση της Ένωσης, σε κοινωνικό επίπεδο και υπό το πνεύμα της συμφωνίας πλαίσιο της Επιτροπής και της ΕΟΚΕ, η Επιτροπή ζήτησε από την ΕΟΚΕ να εκπονήσει διερευνητική γνωμοδότηση με θέμα την εφαρμογή στην πράξη της οδηγίας 94/45/ΕΚ για τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής επιτροπής επιχείρησης ή μιας διαδικασίας σε επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων κοινοτικής κλίμακας με σκοπό να ενημερώνονται οι εργαζόμενοι και να ζητείται η γνώμη τους, και να εξετάσει τις πτυχές που ενδεχομένως χρήζουν αναθεώρησης. Η γνωμοδότηση μπορεί να αποδειχθεί πολύ χρήσιμη για την Επιτροπή η οποία, το 2003 θα λάβει μια απόφαση σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην αίτηση ορισμένων φορέων και ειδικότερα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την αναθεώρηση της οδηγίας 94/45/ΕΚ. Οι κοινωνικοί εταίροι, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων και της αυτονομίας τους, θα μπορέσουν να βρουν στη γνωμοδότηση αυτή τη βάση μιας διαπίστωσης και κοινά αντικειμενικά στοιχεία.

Συνεπώς, το παρόν έγγραφο είναι κατά κύριο λόγο ενημερωτικό και αποσκοπεί στη διενέργεια απολογισμού σχετικά με την εμπειρία που έχει αποκτηθεί ύστερα από την εφαρμογή της οδηγίας.

1. Το γενικό πλαίσιο της οδηγίας 94/45/ΕΚ και η επανεξέτασή της

1.1. Η υιοθέτηση από το Συμβούλιο υπουργών, στις 22 Σεπτεμβρίου 1994, της οδηγίας για τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής επιτροπής επιχείρησης ή μιας διαδικασίας κοινοτικής κλίμακας με σκοπό να ενημερώνονται οι εργαζόμενοι και να ζητείται η γνώμη τους, η οποία επεκτάθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο με την οδηγία αριθ. 97/74/ΕΚ του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 1997, αποτέλεσε αποφασιστική πρόοδο για την ανάπτυξη ενός κοινωνικού διαλόγου αληθινά ευρωπαϊκού, σε επίπεδο επιχειρήσεων, που συμβαδίζει με τη διεθνική διάρθρωση των επιχειρήσεων και των ομίλων επιχειρήσεων.

Το νέο αυτό εργαλείο, διεθνικού πραγματικά χαρακτήρα, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής διάστασης των κοινωνικών σχέσεων.

1.2. Τα κράτη μέλη όφειλαν να μεταφέρουν την οδηγία στην εθνική τους νομοθεσία έως τις 22 Σεπτεμβρίου 1996 (15 Δεκεμβρίου 1999, για την οδηγία 97/74/ΕΚ)(1). Η ίδια προθεσμία δόθηκε στην κεντρική διεύθυνση των επιχειρήσεων και στους αντιπρόσωπους των εργαζομένων για να διαπραγματευθούν εθελοντικές συμφωνίες, δυνάμει του άρθρου 13 της οδηγίας. Επειδή η οδηγία αυτή είναι καινοτόμος αλλά και πολύπλοκη διότι συνδυάζει διαστάσεις, κυρίως ευρωπαϊκές με εθνικές, ο συντονισμός της μεταφοράς της στις εθνικές νομοθεσίες απεδείχθη ουσιαστικής σημασίας προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός των ιδιαίτερα συγκλινουσών διατάξεων όσον αφορά το περιεχόμενο.

1.3. Σύμφωνα με το άρθρο 15 της οδηγίας 94/45/ΕΚ, η Επιτροπή όφειλε να επανεξετάσει, το αργότερο έως τις 22 Σεπτεμβρίου 1999, τις λεπτομέρειες εφαρμογής της οδηγίας, ούτως ώστε να προτείνει στο Συμβούλιο, εάν χρειάζεται, τις αναγκαίες τροποποιήσεις.

1.4. Μέχρι την ημερομηνία αυτή, οι ευρωπαϊκές επιτροπές επιχείρησης χάρη στις διαπραγματεύσεις και στις πραγματοποιηθείσες εργασίες έπρεπε να έχουν αποκτήσει επαρκείς και συγκεκριμένες εμπειρίες που θα καθιστούσαν δυνατή την επανεξέταση, λαμβανομένου συγχρόνως υπόψη και του γεγονότος ότι επρόκειτο για μια τελείως καινοτόμο διαδικασία.

1.5. Η επανεξέταση αυτή έπρεπε να διεξαχθεί από την Επιτροπή "σε συνεννόηση με τα άλλα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο".

1.6. Η επανεξέταση αυτή θα αφορούσε τις λεπτομέρειες εφαρμογής της οδηγίας, δηλαδή όλες τις πτυχές που συνδέονται με τη σύσταση και τη λειτουργία της ευρωπαϊκής επιτροπής επιχείρησης καθώς και τα κατώτατα αριθμητικά όρια για το προσωπικό.

1.7. Κατόπιν αυτής της εξέτασης και της διάσκεψης που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1999 με τους κοινωνικούς εταίρους, η Επιτροπή υπέβαλε την έκθεσή της με θέμα την εφαρμογή της οδηγίας, προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στις 4 Απριλίου 2000. Στην έκθεσή της, η Επιτροπή αξιολογεί κυρίως τα μέτρα που έλαβαν τα κράτη μέλη για τη μεταφορά της οδηγίας, αλλά προβαίνει και στην αξιολόγηση της εφαρμογής της οδηγίας. Ανεξαρτήτως της ποιότητας της μεταφοράς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι υπάρχουν σημεία της οδηγίας που πρέπει να ερμηνευθούν. Στην έκθεση αναφέρεται, εξάλλου, ότι η επίλυση των προβλημάτων είτε πραγματοποιείται από τα ενδιαφερόμενα μέρη, είτε ανατίθεται στη δικαιοσύνη. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν ανάγκη να προτείνει στο στάδιο αυτό την τροποποίηση της οδηγίας.

1.8. Στη συνέχεια, η Πρόεδρος του Ε.Κ. διαβίβασε την έκθεση προς εξέταση στην επιτροπή απασχόλησης και κοινωνικών υποθέσεων και για γνωμάτευση στην επιτροπή νομικών θεμάτων και εσωτερικής αγοράς, καθώς και στην επιτροπή βιομηχανίας, εξωτερικού εμπορίου, έρευνας και ενέργειας. Το Ε.Κ. κατέθεσε το ψήφισμα του για την έκθεση στις 17 Ιουλίου 2001. Σ' αυτό, καλεί την Επιτροπή να καταθέσει ταχέως πρόταση τροποποίησης για τη βελτίωση της οδηγίας(2).

1.9. Η Επιτροπή φρονεί ότι είναι σκόπιμο να προβεί, τρία χρόνια σχεδόν μετά την έκθεσή της και με μακρύτερη περίοδο εφαρμογής, σε νέα εξέταση όσον αφορά την εφαρμογή στην πράξη της οδηγίας τόσο περισσότερο μάλιστα που η ατζέντα της Νίκαιας για την κοινωνική πολιτική του Δεκεμβρίου 2000 αναφέρεται στο θέμα αυτό.

1.10. Από τη δημοσίευση της έκθεσης της Επιτροπής, τον Απρίλιο του 2000, η αγορά εργασίας στην Ευρώπη υπέστη τεράστιες αλλαγές. Η επιτάχυνση και η αλλαγή του είδους των διεθνικών αναδιαρθρώσεων, ως μονιμότερου τρόπου ζωής των επιχειρήσεων, αποτελούν προκλήσεις για τις σημερινές ευρωπαϊκές επιτροπές επιχειρήσεων.

1.11. Η οδηγία 94/45/ΕΚ θα ισχύει και στα νέα κράτη μέλη της Ε.Ε. από της εντάξεώς τους, που για δέκα από αυτά προβλέπεται για την 1η Μαΐου 2004. Η διεύρυνση θα έχει σημαντική επίδραση τόσο σε ορισμένες από τις υπάρχουσες επιτροπές, στις οποίες θα πρέπει να συμπεριληφθούν και οι αντιπρόσωποι των εργαζομένων των εν λόγω χωρών, όσο και στην ένταξη των νέων ομίλων επιχειρήσεων στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας που πράγμα που αναμφίβολα θα δημιουργήσει νέες προκλήσεις. Στους προβληματισμούς και τις δράσεις που αφορούν τις ευρωπαϊκές επιτροπές επιχείρησης (ΕΕΕ) θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, τα επόμενα χρόνια, η ιδιαιτερότητα των νέων επιχειρήσεων που θα υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας καθώς και οι ιδιαιτερότητες των συστημάτων των κοινωνικών σχέσεων που ισχύουν στα νέα κράτη μέλη. Όπως, άλλωστε, υπογραμμίσθηκε και από τους κοινωνικούς εταίρους στη διάσκεψη "Ευρωπαϊκές επιτροπές επιχειρήσεων, Πρακτικές και εξελίξεις" τον Απρίλιο του 1999, θα είναι απαραίτητη μια διαδικασία εκμάθησης προκειμένου να συνδυάσουν οι εταίροι στοιχεία και δεδομένα που θα προέρχονται από διαφορετικές κουλτούρες και πραγματικότητες και για να παρακάμψουν τα εμπόδια που οφείλονται σε κοινωνικές, οικονομικές, και πολιτιστικές διαφορές.

1.12. Εξάλλου, άλλαξε και το νομοθετικό πλαίσιο. Νέες κοινοτικές διατάξεις θεσπίσθηκαν στον τομέα της ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζόμενους, όπως η οδηγία της 8ης Οκτωβρίου 2001 για τη συμμετοχή των εργαζομένων στην ευρωπαϊκή εταιρεία (οδηγία 2001/86/ΕΚ) και η οδηγία της 11 Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή εταιρεία (οδηγία 2002/14/ΕΚ).

2. Η διαπίστωση

2.1. Μια ήδη μεστή εμπειρία

2.1.1. Σε 1865 επιχειρήσεις ή ομίλους που απασχολούν 17 εκατομμύρια εργαζόμενους, που θα υπαχθούν στις διατάξεις της οδηγίας για τις ΕΕΕ, οι 639 επιχειρήσεις που απασχολούν 11 εκατομμύρια εργαζόμενους διαθέτουν ΕΕΕ από τα τέλη του 2002. Το 72 % των συμφωνιών, δηλ. οι 400 συνάφθηκαν προγενέστερα της έναρξης ισχύος της οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας και το 28 % σύμφωνα με το άρθρο 6. Οι προγενέστερες συμφωνίες, σε περίπτωση παράτασης ή τροποποίησης, αποτελούν ακόμη τη μεγάλη πλειονότητα των ΕΕΕ που λειτουργούν σήμερα. Καταγράφηκαν(3) επτά συμφωνίες που καθιερώνουν διαδικασίες ενημέρωσης και διαβούλευσης χωρίς τη σύσταση ευρωπαϊκών επιτροπών επιχείρησης (ΕΕΕ).

2.1.2. Άνω του 50 % των συμφωνιών αυτών συνάφθηκαν μόνο το 1996. Έκτοτε, συνάπτονται ετησίως 40 περίπου συμφωνίες. Στο σύνολο των επιχειρήσεων ή των ομίλων που υπάγονται σήμερα στην οδηγία, οι 1200, που απασχολούν 6 εκατομμύρια εργαζόμενους, μπορούν ακόμη να συστήσουν μια ΕΕΕ ή να εισαγάγουν διαδικασία ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζόμενους. Οι επιχειρήσεις ή οι όμιλοι αυτοί είναι συχνά μετρίου μεγέθους και η διεθνική τους διάσταση είναι περιορισμένης εμβέλειας, ενώ οι διασυνοριακές τους δραστηριότητες δεν είναι αμελητέες.

2.1.3. Το ένα τέταρτο των συμφωνιών έχουν συναφθεί βάσει της γερμανικής νομοθεσίας, το 12-13 % βάσει της γαλλικής, βελγικής ή βρετανικής νομοθεσίας, το 4 έως το 7 % βάσει της ολλανδικής, σουηδικής, ιταλικής ιρλανδικής ή φινλανδικής νομοθεσίας, και λιγότερες από 20 συμφωνίες βάσει της αυστριακής, νορβηγικής, δανικής, λουξεμβουργιανής, ελβετικής, ισπανικής ή ελληνικής νομοθεσίας.

2.1.4. Η διεύρυνση ισχύει ήδη για το 30 % περίπου των ήδη υφισταμένων ΕΕΕ(4) στις οποίες συμμετέχουν ήδη μέλη ή παρατηρητές από χώρες που θα ενταχθούν στην ΕΕ την 1η Μαΐου 2004. Οι υποψήφιες χώρες, κυρίως η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβενία και η Ουγγαρία, άρχισαν να μεταφέρουν στο εσωτερικό τους δίκαιο την οδηγία 94/45/ΕΚ.

2.1.5. Περισσότεροι από 10000 εκπρόσωποι των εργαζομένων συμμετέχουν σήμερα άμεσα στη λειτουργία των ΕΕΕ εφαρμόζοντας ανταλλαγές και διαπολιτισμικές πρακτικές, πράγμα που αποτελεί μια από τις ορατές και ουσιαστικές εκδηλώσεις της κοινωνικής Ευρώπης.

2.2. Η διαπραγμάτευση των συμφωνιών

2.2.1. Το βάσιμο της αρχής της οδηγίας, δηλ. ότι οι κοινωνικοί συνομιλητές πρέπει να αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία των διαπραγματεύσεων, σε επίπεδο επιχείρησης, αποδείχθηκε από τον αριθμό των συμφωνιών που υπεγράφησαν βάσει των άρθρων 6 ή 13. Ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων δεν ήταν, βέβαια, πάντοτε εύκολος, εάν ληφθεί υπόψη η πολύπλοκη και ιδιαίτερα ευρωπαϊκή φύση του νέου αυτού εργαλείου, γενικότερα όμως, οι μελέτες δείχνουν ότι οι κοινωνικοί εταίροι επωφελούνται από τις αμοιβαίες εμπειρίες τους στο θέμα των ΕΕΕ.

2.2.2. Οι συμφωνίες που έχουν συναφθεί είναι ποικίλες, είτε πρόκειται για προγενέστερες συμφωνίες, που αποτελούν την πλειονότητα, είτε για συμφωνίες που συνάφθηκαν μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι συμφωνίες αυτές περιέχουν διατάξεις σχετικά με τη διεθνική ενημέρωση και διαβούλευση με τους εργαζόμενους. Μόνο οκτώ συμφωνίες περιορίζονται στην ενημέρωση. Εξάλλου, ορισμένες συμφωνίες δεν περιέχουν μόνο βασικούς μηχανισμούς ενημέρωσης και διαβούλευσης αλλά προβλέπουν και αποκέντρωση διαδικασιών σε εθνικό επίπεδο για ορισμένες πτυχές της ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζόμενους.

2.2.3. Ο κοινωνικός διάλογος και ο ρόλος των κοινωνικών συνομιλητών της επιχείρησης ενισχύθηκαν από μόνο το γεγονός των διαπραγματεύσεων μεταξύ της κεντρικής διεύθυνσης και της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας για τη σύσταση μιας ΕΕΕ. Οι διάφορες μελέτες με αντικείμενο τις συμφωνίες έδειξαν ότι οι ευρωπαϊκές συνδικαλιστικές ομοσπονδίες έπαιξαν σημαντικό συντονιστικό ρόλο σε περισσότερες από τα τρία τέταρτα των εθελουσίων συμφωνιών στις οποίες ήταν και συμβαλλόμενες. Για διαπραγματευτικούς σκοπούς, τα μέλη της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας (ΕΔΟ) ζήτησαν συχνά να τους βοηθήσουν στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, εμπειρογνώμονες της δικής τους επιλογής, ιδίως εκπρόσωποι των αρμόδιων οργανώσεων των εργαζομένων σε κοινοτικό επίπεδο.

2.2.4. Η μέθοδος για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για μια νέα συμφωνία καθορίζεται από την οδηγία 94/45ΕΚ. Όμως, όταν στη συμφωνία δεν προβλέπεται τίποτα σχετικά, η τροποποίηση της λειτουργίας ή η επαναδιαπραγμάτευση των ισχυουσών συμφωνιών μπορεί να θέσουν με λεπτό τρόπο το θέμα των διαπραγματευτών και συμβαλλομένων.

2.2.5. Το ζήτημα των πληροφοριών σχετικά με τη διάρθρωση των επιχειρήσεων ή των ομίλων επιχειρήσεων στην Ευρώπη, το ανθρώπινο δυναμικό, και οι συνομιλητές στις διάφορες χώρες είναι συνήθως το πρώτο που τίθεται στους εργαζόμενους των 1200 επιχειρήσεων ή ομίλων επιχειρήσεων που πιθανόν επιθυμούν να αρχίσουν τη διαδικασία διαπραγματεύσεων για μια νέα ΕΕΕ ή για την καθιέρωση μιας διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση με τους εργαζόμενους. Τρεις υποθέσεις για τις οποίες ζητήθηκε η έκδοση προδικαστικής απόφασης από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(5) εισάγουν την αρχή σύμφωνα με την οποία όλες οι απαραίτητες πληροφορίες για την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την θέσπιση ΕΕΕ, ιδίως οι πληροφορίες διάρθρωσης του ομίλου και του ανθρώπινου δυναμικού, πρέπει να διαβιβάζονται από τις διευθύνσεις των σχετικών εταιρειών του ΕΟΧ στους εκπροσώπους των μισθωτών ανεξαρτήτως του τόπου της έδρας του ομίλου ή της γνώμης της διεύθυνσης του ομίλου για τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας.

2.2.6. Υπεύθυνη για τη δημιουργία των προϋποθέσεων και των μέσων για την διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων είναι η κεντρική διεύθυνση που πρέπει να αντιμετωπίσει τις διάφορες πλευρές της διοργάνωσης των συνεδριάσεων στην πράξη : μετακινήσεις, φιλοξενία, διερμηνεία, καταλογισμός του χρόνου, και δαπάνες. Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για τους μεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκούς ομίλους που αποτελούν την πλειονότητα των επιχειρήσεων που έχουν τη δυνατότητα να αρχίσουν διαπραγματεύσεις. Πιθανόν να απέβαινε χρήσιμος ένας προβληματισμός για τους όρους κάτω από τους οποίους θα μπορούσε να παρασχεθεί συγκεκριμένη υποστήριξη για την καθιέρωση του διεθνικού κοινωνικού διαλόγου στις επιχειρήσεις αυτές, π.χ., μέσω δημοσιονομικών πιστώσεων που θα προορίζονταν για τον εν λόγω τομέα.

2.2.7. Οι διαπραγματεύσεις που πρέπει να αρχίσουν εντός εξαμήνου από την αίτηση ή την πρωτοβουλία μπορεί να διαρκέσουν επί τριετία. Οι διαπραγματεύσεις διαρκούν γενικά λιγότερο χρόνο. Οι συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις συχνά έχουν αποφασιστική σημασία στα πρώτα στάδια της λειτουργίας των ΕΕΕ.

2.2.8. Πολλές επιχειρήσεις προσαρμόζουν ή επαναδιαπραγματεύονται την/τις ΕΕΕ τους λόγω συγχωνεύσεων, μεταβιβάσεων, ή σημαντικών μεταβολών όσον αφορά το πεδίο δραστηριοποίησης. Τα ζητήματα της δέουσας προσαρμογής των δομών εκπροσώπησης σε περίπτωση μεταβολής του πεδίου δραστηριοποίησης της επιχείρησης ή του ομίλου, της πραγματικής διατήρησής τους κατά τη διάρκεια των μεταβατικών περιόδων, έχουν ουσιαστική σημασία όσον αφορά τη δυνατότητα χειρισμού των αναδιαρθρώσεων από την /τις ΕΕΕ. Οι μισές από τις συμφωνίες περιλαμβάνουν θέματα αναδιάρθρωσης στους τομείς αρμοδιότητας των ΕΕΕ: το 51 % των συμφωνιών αφορούν συγχωνεύσεις, το 47 % παύση της λειτουργίας των επιχειρήσεων, και το 53 % μετεγκαταστάσεις(6). Οι μεταβολές όσον αφορά το πεδίο δραστηριοποίησης έθεσαν ερωτήματα στην πλειονότητα των επιτροπών.

2.3. Η λειτουργία των ευρωπαϊκών επιτροπών επιχείρησης (ΕΕΕ)

2.3.1. Οι κοινές εκθέσεις Επιτροπής (ΓΔ Απασχόληση και κοινωνικές υποθέσεις) και Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση τω Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας καθιέρωσαν μια διάκριση μεταξύ των συμφωνιών που θεσπίζουν ΕΕΕ των οποίων οι δυνατότητες φαίνεται να περιορίζονται σε μια τυπική ή συμβολική υπόσταση, συνεδριάζοντας μια φορά το χρόνο, και εκείνων των συμφωνιών που θεσπίζουν ΕΕΕ ικανές να αναπτύσσουν δυναμικό ρόλο, με εκπροσώπους εργαζομένων που αναπτύσσουν δραστηριότητα μεταξύ των συνεδριάσεων και διατηρούν συνεχώς επαφή με τη διεύθυνση(7).

2.3.2. Πάντως, οι υπάρχουσες ΕΕΕ βρίσκονται σε διαρκή εξέλιξη και αναπτύσσονται βάσει κατευθύνσεων μιας εσωτερικής εποικοδομητικής διεργασίας, έτσι ώστε για να προσδιοριστεί σε ποιο βαθμό οι συμφωνίες προσφέρουν πραγματικά στις ΕΕΕ τη δυνατότητα να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο, το βάρος δεν πρέπει να δίδεται μόνο στο περιεχόμενο της συμφωνίας αλλά και στη μελέτη των συγκεκριμένων εμπειριών.

2.3.3. Τα αποτελέσματα διάφορων μελετών δείχνουν ότι η σύναψη συμφωνίας αποτελεί περισσότερο το σημείο εκκίνησης παρά την κατάληξη της εξέλιξης της ΕΕΕ ως οργάνου. (Lecher(8)).

2.3.4. Οι μελέτες που ανέλυσαν τη λειτουργία των ΕΕΕ βάσει μονογραφιών, ερευνών ή ανταλλαγής πρακτικών αποκαλύπτουν ότι ευρισκόμεθα ενώπιον μιας δυναμικής διαδικασίας ανάπτυξης σε διαδοχικές φάσεις. Εάν στην αρχή εκδηλώθηκαν ορισμένοι δισταγμοί σε σχέση με πρωτοβουλίες με τις οποίες εζητείτο η καθιέρωση ΕΕΕ, σήμερα διαπιστώνεται ότι πολλοί είναι εκείνοι που αναγνωρίζουν τον εποικοδομητικό ρόλο της ΕΕΕ όσον αφορά τη βελτίωση του κοινωνικού διαλόγου και της ενημέρωσης/διαβούλευσης στην επιχείρηση.

2.3.5. Σε έγγραφο που δημοσίευσε η Οργάνωση Εργοδοτών της Ολλανδίας, το οποίο επικεντρώνεται στις αρμοδιότητες και το ρόλο των ΕΕΕ 17 επιχειρήσεων με έδρα την Ολλανδία, αναφέρεται ότι οι περισσότεροι εργοδότες φρονούν ότι η ΕΕΕ προσφέρει ή μπορεί να προσφέρει προστιθέμενη αξία, κυρίως στο πλαίσιο των αναδιαρθρώσεων(9). Εντούτοις, ορισμένοι εργοδότες φρονούν ότι οι ΕΕΕ δεν συνέβαλαν στη βελτίωση του κοινωνικού διαλόγου στην επιχείρηση. Σε έρευνα με αντικείμενο τις ιαπωνικές πολυεθνικές εταιρείες(10) εξάγεται το ίδιο συμπέρασμα, δηλ. οι ΕΕΕ αξιολογούνται θετικά από τη μεγάλη πλειοψηφία των ερωτηθέντων ιαπώνων ανώτερων στελεχών. Σε πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε ένα αμερικανικό συμβούλιο μεταξύ των υπευθύνων 24 μεγάλων πολυεθνικών, κατά πλειονότητα αμερικανικών, η αξιολόγηση είναι επίσης θετική για την εμπειρία των ΕΕΕ(11). Στις περισσότερες περιπτώσεις, η πρακτική υπερκέρασε τις διατάξεις της συμφωνίας, οι διευθύνσεις είναι σήμερα πιο ανοικτές για να εξετάσουν θέματα διεθνικής διάστασης σε σύγκριση με την αρχική περίοδο, το απόρρητο δημιουργεί ελάχιστα προβλήματα, η συμβολή των εμπειρογνωμόνων εκτιμάται, και η διαβούλευση για τις αναδιαρθρώσεις αντιμετωπίζεται θετικά. Γενικότερα, έστω και εάν αυτές οι δομές απαιτούν πολύ χρόνο και πολλά μέσα, τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων υπευθύνων θεωρούν ότι οι ΕΕΕ προσφέρουν προστιθέμενη αξία την επιχείρηση. Πολλοί, μάλιστα, από αυτούς αναφέρονται σε μη αναμενόμενα οφέλη που προήλθαν από τις ΕΕΕ, όπως η βελτίωση της πειθαρχίας και ο συντονισμός σε επίπεδο διευθυντών όσον αφορά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

2.3.6. Οι ΕΕΕ είναι, επίσης, παράλληλα με τις διάφορες φάσεις ανάπτυξης τους, κατανεμημένες σύμφωνα με τον τρόπο λειτουργίας τους (Lecher): ορισμένες αποτελούν επέκταση των εθνικών δομών εκπροσώπησης της χώρας που βρίσκεται η κεντρική έδρα τους, αποτελούν έτσι μια πρόσθετη πηγή πληροφόρησης προς εθνική χρήση, άλλες διευθύνονται από τους εκπροσώπους της δεσπόζουσας χώρας, η διεθνική ιδιότητα είναι μεν αντιληπτή αλλά ελάχιστα αναπτυγμένη, άλλες πάλι ανάπτυξαν μια αληθινή "διεθνική συλλογική ταυτότητα", με ισότητα των μερών και ανάπτυξη κοινών θέσεων.

2.3.7. Τα σημερινά προβλήματα, δηλαδή το περιεχόμενο και η επίδραση της διεθνικής ενημέρωσης και διαβούλευσης αποτελούν αποφασιστικά στοιχεία για τη λειτουργία των ΕΕΕ. Και συγκεκριμένα:

- Η ποιότητα της τακτικής και ακριβούς ενημέρωσης από τη διεύθυνση και από τα μέλη προς τους συναδέλφους τους, καθώς και η ακριβής μετάδοση της σε όλους τους ενδιαφερόμενους, κρίνονται ως ουσιαστικά στοιχεία για την ποιότητα του διαλόγου που μπορεί να καθιερωθεί στην ΕΕΕ και για τη δυνατότητα της να διαδραματίσει ενεργό ρόλο. Έτσι, οι ΕΕΕ συμφώνησαν για την καθιέρωση κατευθυντήριων γραμμών και για τις αναγκαίες μορφές ενημέρωσης, όπως και για τις αναλύσεις τους.

- Η ρήτρα της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών περιλαμβάνεται στο 87 % των συμφωνιών και αποτελεί συχνά αντικείμενο συζητήσεων, κυρίως στις περιπτώσεις των αναδιαρθρώσεων. Ωστόσο, χάρη στην καθιέρωση των μηχανισμών διαλόγου, η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης φαίνεται να περιορίζει την έκταση του προβλήματος.

2.3.8. Η πείρα απέδειξε ότι η πρόωρη παρέμβαση της ΕΕΕ σε όλες τις διαδικασίες λήψης απόφασης μπορούσε να συμβάλει στην ευόδωση μιας υπεύθυνης και προληπτικής διαχείρισης κυρίως για τις αναδιαρθρώσεις.

2.3.9. Η έννοια της διεθνικότητας των εξεταζομένων θεμάτων από την ΕΕΕ αποτελεί συχνά αντικείμενο συγκεκριμένων συζητήσεων, ιδίως στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις αφορούν μια μόνο χώρα, οι οποίες όμως στην πράξη έχουν στρατηγικές συνέπειες που υπερβαίνουν το εθνικό επίπεδο. Η οδηγία για τη συμμετοχή των εργαζομένων στην ευρωπαϊκή επιχείρηση, έστω και εάν πρόκειται για διαφορετικό τομέα, λόγω ιδίως του καθαρά προαιρετικού χαρακτήρα της ευρωπαϊκής επιχείρησης, προβλέπει ότι η ενημέρωση που μεταδίδεται στο όργανο που εκπροσωπεί τους εργαζόμενους, αφορά θέματα σχετικά με την ίδια την ευρωπαϊκή επιχείρηση και σε κάθε θυγατρική ή εγκατάσταση που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος ή με θέματα που εξέρχονται των αρμοδιοτήτων των αρχών που λαμβάνουν τις αποφάσεις σε ένα κράτος μέλος.

2.3.10. Στις έρευνες που διενήργησε το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα σε 12 ομίλους επιχειρήσεων που έχουν συνάψει διεθνικά κοινά κείμενα(12) καθώς και στις τράπεζες με τα δεδομένα των συμφωνιών(13) αναφέρεται ότι οι ΕΕΕ αρχίζουν να εξέρχονται του ρόλου τους, που είναι η ενημέρωση και η διαβούλευση, όταν εκπονούν κοινές γνώμες, κώδικες συμπεριφοράς, Χάρτες, προγράμματα δράσης και συμφωνίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κυρίως στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας, των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της κινητικότητας, της κατάρτισης και εκπαίδευσης και, τέλος, της αναδιάρθρωσης.

2.3.11. Η πρακτική αποκαλύπτει, επίσης, ότι η καθιέρωση ενός πραγματικού και καρποφόρου κοινωνικού διαλόγου στην ΕΕΕ συνδέεται με τον τρόπο λειτουργίας της αρχής, λόγω του τρόπου κυκλοφορίας της ενημέρωσης, των δυνατοτήτων συντονισμού και της δεκτικότητας που προσδιορίζονται από τη λειτουργία αυτή.

- Η επιτροπή περιορισμένης σύνθεσης, ή το προεδρείο, ή η γραμματεία που υπάρχουν στο 75 % των ΕΕΕ, η σύνθεση της, η συχνότητα των συνεδριάσεων, η σχέση της με τις εθνικές αρχές εκπροσώπησης η δυνατότητα επαφής της με τις διάφορες εγκαταστάσεις, τα μέσα μετάφρασης που διαθέτει, κρίνονται ως ουσιαστικά για τη λειτουργία των εν λόγω επιτροπών.

- Τα μέσα και οι ικανότητες των μελών κυμαίνονται ανάλογα με την ΕΕΕ: η κατάρτιση έχει ήδη προβλεφθεί στο 42 % των συμφωνιών και ανταποκρίνεται σε ειδικές ανάγκες που έχουν σχέση με την άσκηση των καθηκόντων εκπροσώπησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στις περισσότερες συμφωνίες, προβλέπεται η προσφυγή σε εμπειρογνώμονες, (στο 57 % των συμφωνιών προβλέπεται υποβολή γνωμάτευσης στις προπαρασκευαστικές και στις συνεδριάσεις ολομέλειας) η γνωμάτευση παραμένει, όμως, θέμα προς συζήτηση λόγω των ιδιαιτεροτήτων και των συνήθων πρακτικών των εθνικών αρχών, διότι σε ορισμένες χώρες συμπεριλαμβάνονται μόνιμοι συνδικαλιστές. Τα μέσα επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας σύνδεσης με τις διάφορες εκπροσωπούμενες εγκαταστάσεις, η μετάφραση και η διερμηνεία ανάλογα με τις ανάγκες αποτελούν σημαντικά μέσα. Στην πράξη, δημιουργείται, επίσης, πρόβλημα και με τη συχνότητα σύγκλησης τακτικών συνεδριάσεων (το 83 % των συμφωνιών περιορίζουν σαφώς των αριθμό των συνεδριάσεων σε μόνο μία ή σε μια τακτική συνεδρίαση με δυνατότητα σύγκλησης και μιας έκτακτης, το 14 % προβλέπει δύο τακτικές συνεδριάσεις).

- Η διαδικασία ενημέρωσης και διαβούλευσης αφορά κυρίως τα θέματα που προβλέπονται από την οδηγία και είναι ιδιαίτερα σημαντική στις περιπτώσεις αναδιάρθρωσης. Όμως, ορισμένες επιτροπές διευρύνουν τη διαδικασία αυτή στα προγραμματισμένα από την διεύθυνση μέτρα στους εξής τομείς: συνεχής επαγγελματική κατάρτιση, περιβάλλον, υγεία/ασφάλεια, ισότητα ευκαιριών, ενδεχομένως χρηματοοικονομικές συμμετοχές των εργαζομένων, ακόμη και σε πολιτιστικές και κοινωνικές δραστηριότητες έστω και εάν οι περιπτώσεις αυτές είναι σήμερα ελάχιστες.

Η ευρωπαϊκή επιτροπή επιχείρησης αποδεικνύεται ως χώρος ανταλλαγών για την υλοποίηση στρατηγικών στόχων όπως του στόχου που τέθηκε στη Λισσαβώνα του οποίου βασικό χαρακτηριστικό είναι η δια βίου κατάρτιση και η επιμόρφωση.

2.3.12. Η ικανότητα προσαρμογής και εξέλιξης της ΕΕΕ ανάλογα με τις αλλαγές στον όμιλο ή προκειμένου να βελτιωθεί η λειτουργία της (δυναμική διαδικασία) έχει, επίσης, στην πράξη ιδιαίτερη σημασία. Η βελγική συμφωνία μεταφοράς της οδηγίας αναφέρεται στις επικουρικές υποχρεώσεις της για τις αλλαγές στη δομή ή στο μέγεθος της επιχείρησης ή του ομίλου και προβλέπει για τις περιπτώσεις αυτές εφαρμοστέους κανόνες. Αυτοί μπορεί να προβλεφθούν σε πρωτόκολλο συνεργασίας.

2.3.13. Ορισμένες συμφωνίες χειρίζονται με ειδικό τρόπο διάφορες δραστηριότητες ή τμήματα ενός ομίλου. Εάν ορισμένες ευρωπαϊκές επιτροπές συνιστούν μοναδική αρχή, παρά την εξαιρετική ποικιλία των δραστηριοτήτων τους, η οργάνωση ανά επαγγελματικό κλάδο μέσα στην ίδια την ΕΕΕ ισχύει ήδη για περισσότερες από μια στις δέκα ΕΕΕ (μελέτη του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος του Δουβλίνου - 2000). Οι περισσότερες από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τυποποίησαν επίσης τους μηχανισμούς που αφορούν τη διάδοση της ενημέρωσης και τη διάρθρωση των διάφορων επιπέδων και αρχών που συμμετέχουν στο διάλογο.

2.3.14. Η παντελής έλλειψη ισορροπίας στην εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών στις ΕΔΟ και στις ΕΕΕ αποτελεί μόνιμο φαινόμενο και αντικατοπτρίζει ασφαλώς και την ανισορροπία που υπάρχει και στα όργανα εκπροσώπησης των εργαζομένων σε εθνικό επίπεδο. Λαμβανομένης, κυρίως, υπόψη της θέσης των ΕΕΕ στο ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο κρίνεται σκόπιμος ένας προβληματισμός σχετικά με τους τρόπους εθελούσιας μείωσης της εν λόγω ανισορροπίας.

2.3.15. Ορισμένες συμφωνίες και εθνικές διατάξεις μεταφοράς προβλέπουν, άλλωστε, μια ισορροπημένη εκπροσώπηση στην ΕΕΕ των διαφόρων κατηγοριών των εργαζομένων.

2.3.16. Τα θέματα της προσωπικότητας των ΕΕΕ, της ικανότητας τους να παρίστανται στα δικαστήρια, να διαχειρίζονται περιουσία, και να συνάπτουν συμφωνίες τίθενται σε κάθε κράτος μέλος με διαφορετικό τρόπο.

2.3.17. Σε περιπτώσεις μη τήρησης της οδηγίας, όλες οι χώρες έχουν προβλέψει σύστημα κυρώσεων που εφαρμόζεται όταν παραβιάζεται η οδηγία, τόσο για τις υποχρεώσεις για τη συγκρότηση της αρμόδιας για τις διαπραγματεύσεις αρχής, όσο και όταν δεν τηρούνται οι υποχρεώσεις που αφορούν τη λειτουργία της ΕΕΕ. Σε ορισμένες, όμως, περιπτώσεις μπορεί να τεθούν προβλήματα πρόσβασης στο δίκαιο, κυρίως όταν ένας μη ευρωπαϊκός όμιλος καθόρισε την ευρωπαϊκή κεντρική έδρα του σε κράτος στο οποίο οι εκπρόσωποι των εργαζομένων δεν συμπεριλαμβάνονται στην ΕΕΕ. Οι εκπρόσωποι μπορεί να αντιμετωπίσουν πρακτικές δυσκολίες και παραλείψεις δικαίου όσον αφορά τις δυνατότητες προσφυγής στα αρμόδια δικαστήρια της χώρας της κεντρικής έδρας (π.χ., στο Βέλγιο όπου στο δίκαιο προβλέπεται η δυνατότητα προσφυγής των οργανώσεων που εκπροσωπούν τους εργαζόμενους στα αρμόδια δικαστήρια εργατικών διαφορών.

2.4. Η διασύνδεση του κοινωνικού διαλόγου σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο

2.4.1. Η αρχή της επικουρικότητας τηρήθηκε ευρέως από την οδηγία 94/45/ΕΚ διότι ελήφθησαν υπόψη οι διάφορες μορφές εκπροσώπησης, ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων στην επιχείρηση. Ο τρόπος εκλογής ή ο ορισμός των εκπροσώπων των εργαζομένων έχει καθορισθεί από τα κράτη μέλη.

2.4.2. Η αλληλεπίδραση τοπικού και ευρωπαϊκού επιπέδου συνέβαλε, σε ορισμένες περιπτώσεις, στη βελτίωση των εθνικών πρακτικών.

2.4.3. Με τις ΕΕΕ, ορισμένες επιχειρήσεις συγκρότησαν, ενίοτε μέσω συμφωνιών, ΕΕΕ ομίλου (από τις διάφορες εγκαταστάσεις) σε εθνικό επίπεδο. Σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε μεταξύ των βέλγων εκπροσώπων της Συνομοσπονδίας των Χριστιανικών Συνδικάτων, η ΕΕΕ αποτέλεσε την αφορμή για τη σύσταση δικτύων επικοινωνίας με τις διάφορες εγκαταστάσεις σε εθνικό επίπεδο, σε 35 % των περιπτώσεων. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το 67 % των εκπροσώπων θεωρούν ότι η ΕΕΕ συνετέλεσε στη βελτίωση της λειτουργίας της τοπικής ΕΕΕ(14).

2.4.4. Έτσι, σε ορισμένες επιχειρήσεις, η ΕΕΕ συνέβαλε, επίσης, στην άρση των εμποδίων ενημέρωσης, διαβούλευσης και επικοινωνίας με το προσωπικό, έχοντας υπόψη το σημείο 5 του παραρτήματος της οδηγίας για την ενημέρωση, από τα μέλη της ΕΕΕ, των εκπροσώπων των εργαζομένων ή όλων των εργαζομένων εάν δεν υπάρχουν εκπρόσωποι τους.

2.4.5. Έτσι, για την ενίσχυση της συνοχής μεταξύ των τοπικών διευθύνσεων, ορισμένοι όμιλοι άρχισαν, επίσης, διεθνικές συνεδριάσεις των διευθυντών τους συγχρόνως με τη σύσταση των ΕΕΕ.

2.4.6. Η ενημέρωση και η διαβούλευση μέσω των ΕΕΕ ευνόησαν την ανάδειξη ευρωπαϊκής συνείδησης όσον αφορά τον κοινωνικό διάλογο διαμέσου της ενημέρωσης και της διαβούλευσης αλλά και μέσω της εξαιρετικής πολιτιστικής ευκαιρίας για την ανάπτυξη των ανταλλαγών σε διεθνικό επίπεδο. Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, οι ανταλλαγές γνώσεων, αμοιβαίων επιδράσεων, όπως ακριβώς και η συνέργια των ενδιαφερόντων των εργαζομένων και των εργοδοτών του ίδιου ομίλου αποτελούν πραγματική πολιτιστική πρόοδο.

3. Συμπεράσματα

3.1. Οι διάφορες εκθέσεις και μελέτες για τις συμφωνίες και τις πρακτικές των ΕΕΕ επιβεβαιώνουν ότι οι αποκτηθείσες μέχρι σήμερα εμπειρίες επιτρέπουν την άντληση ορισμένων συμπερασμάτων σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να οργανωθεί μια διαδικασία διαπραγματεύσεων για την καθιέρωση μιας ΕΕΕ ή μια διαδικασία για την ενημέρωση και διαβούλευση με τους εργαζόμενους ώστε να είναι απλή, δημοκρατική και αποτελεσματική. Αναφορικά με την ουσία της οδηγίας, δηλ. με ποιο τρόπο μπορεί να εφαρμοστεί το δικαίωμα ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζόμενους, οι εμπειρίες αφθονούν και εδώ.

3.2. Η ΕΟΚΕ λόγω της σύνθεσής της μπορεί ασφαλώς να προσφέρει τα φώτα της στη δυναμική διαδικασία της πρακτικής του κοινωνικού διαλόγου που διεξάγεται στις επιχειρήσεις και στους ομίλους επιχειρήσεων. Η ΕΕΕ είναι ακόμη μια πολύ νεαρά αρχή σε διαρκή εξέλιξη. Η αναλογία των συμφωνιών που αποτελούν αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης κάθε χρόνο αποτελεί απόδειξη.

3.3. Η ενημέρωση και οι διαβουλεύσεις στους κόλπους της ΕΕΕ, η δυναμική του ρόλου της και των πρακτικών της μπορούν να είναι βέβαια χρήσιμες στο σύνολο των εμπλεκομένων παραγόντων συμπεριλαμβανομένου και του πολίτη. Οι αποκρίσεις που δίνονται για την παγκοσμιοποίηση των επιχειρήσεων και των αναδιαρθρώσεων επιδρούν στις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, αλλά και στο κοινωνικό κλίμα πέραν των θυρών της επιχείρησης.

3.4. Η ανταλλαγή απόψεων που πραγματοποιήθηκε για σειρά διαπιστώσεων από την εφαρμογή της οδηγίας στην πράξη και τη λειτουργία των ΕΕΕ επέτρεψαν στην ΕΟΚΕ να προσδιορίσει τη συμβολή των ΕΕΕ στον ευρωπαϊκό κοινωνικό διάλογο και στην ευρωπαϊκή ανάπτυξη. Όμως, τα βασικά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Αφορούν, κυρίως, τις εξής πτυχές:

- τις έννοιες του "ωφέλιμου έργου" και της "έγκαιρης" ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζόμενους.

- το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 94/45/ΕΚ, π.χ., για τις εταιρείες επιχειρηματικού κινδύνου, τον πιθανό αποκλεισμό της εμπορικής ναυτιλίας, και την έννοια της επιχείρησης, λόγω των διάφορων μορφών της επιχειρηματικότητας, οι οποίες μάλιστα θα επεκταθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο από της εισόδου των συμμετοχικών, των συνεταιριστικών επιχειρήσεων, και των επιχειρήσεων αλληλοβοηθείας, που ασκούν όλο και πιο σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες ακόμη και διασυνοριακά. Οι δημόσιες επιχειρήσεις αναφέρονται, εντούτοις ρητώς όταν γίνεται μεταφορά στην εθνική νομοθεσία της Σουηδίας και της Ισπανίας.

- το θέμα της εκπροσώπησης και της αναλογικότητας της εκπροσώπησης στις ΕΕΕ - πρόκειται για θέμα που δεν καλύπτεται από διεθνικούς κανόνες,

- το θέμα του αντίκτυπου των ΕΕΕ στον κοινωνικό διάλογο που διεξάγεται στην επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο,

- το θέμα της δυνατότητας των εκπροσώπων των ΕΕΕ να μεταβαίνουν στις εγκαταστάσεις των εργαζομένων που εκπροσωπούν και να επικοινωνούν με τους εκπροσώπους και τους εργαζόμενους των εν λόγω εγκαταστάσεων,

- το θέμα σχέσεων της ΕΕΕ με τις ρυθμιστικές αρχές του τομέα του ανταγωνισμού. Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου για τον κοινοτικό έλεγχο των συγκεντρώσεων προβλέπει ότι οι αναγνωρισμένοι εκπρόσωποι των εργαζομένων μπορούν να ακουστούν ως φυσικά ή νομικά πρόσωπα εφόσον αιτιολογούν επαρκές συμφέρον στα πλαίσια εξέτασης για τη συγκέντρωση επιχείρησης που υπόκειται στον κοινοτικό έλεγχο. Σήμερα δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων θα έχουν πρόσβαση στο φάκελο, ακόμη και σε "μη εμπιστευτική" μορφή του. Το θέμα αυτό αφορά πρωταρχικά τις κοινοτικές αρχές στα πλαίσια του καλύτερου συνδυασμού κοινωνικής πολιτικής και πολιτικής του ανταγωνισμού της Κοινότητας.

3.5. Οι απόψεις διαφέρουν, επίσης, και εντός της ΕΟΚΕ όσον αφορά την εμβέλεια των διαπιστώσεων και των προβληματισμών σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας και τη λειτουργία των ΕΕΕ. Ορισμένα μέλη φρονούν ότι η παρούσα διερευνητική γνωμοδότηση πρέπει να περιοριστεί στην ενημέρωση χωρίς να αποσκοπεί στον επηρεασμό ενδεχόμενων μελλοντικών συζητήσεων μεταξύ κοινωνικών εταίρων για την αναθεώρηση της οδηγίας 94/45/ΕΚ, εφόσον η Επιτροπή στο πρόγραμμα εργασίας της έχει εκδηλώσει την πρόθεση να διαβουλευθεί με τους κοινωνικούς εταίρους, ήδη από το φθινόπωρο του 2003. Άλλα μέλη φρονούν ότι τα πορίσματα που συνάγονται από την εφαρμογή της οδηγίας και τη λειτουργία των ΕΕΕ θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν ως βάση για την εξέταση των πτυχών της οδηγίας 94/45/ΕΚ που πιθανόν να χρειάζεται αναθεώρηση.

Βρυξέλλες, 24 Σεπτεμβρίου 2003.

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Roger Briesch

(1) Τα κείμενα της μεταφοράς της οδηγίας 94/45/ΕΚ είναι διαθέσιμα στην ιστοθέση wwwhttp://europa.eu.int/comm /employment_social/soc-dial /labour/directive9445/index_en.htm.

(2) Τελική έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Α5-0282/02001, της 17ης Ιουλίου 2001, σχετικά με την έκθεση της Επιτροπής που αφορά την κατάσταση εφαρμογής της οδηγίας 94/45/ΕΚ του Συμβουλίου Επιτροπή - Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων.

(3) Βάση δεδομένων Ιnfopoint της ΕΟΚΕ.

(4) Ευρωπαϊκό Συνδικαλιστικό Ίδρυμα "European Works councils - facts and figures", Βρυξέλλες, Νοέμβριος 2002.

(5) C-62/99 Bofrost, Απόφαση της 29ης Μαρτίου 2001, C-440/00 Kuhne & Nagel, προτάσεις της 11ης Ιουλίου 2002. C-349/01 ADS C-349/01 ADS Anker GmbH, προτάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2003.

(6) Βάση δεδομένων των συμφωνιών, Infopoint - ΕΟΚΕ.

(7) Ευρωπαϊκές Επιτροπές Επιχειρήσεων. Συγκριτική μελέτη των συμφωνιών που αναφέρονται στα άρθρα 6 και 13. Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας Mark Carley - Paul Marginson, 2000.

(8) Lecher W., Nagel B. & Platzer H.W. (1999), The establishment of European works Councils. From Information Committee to Social Actor, Ashgate Publishing, Aldershot.

(9) The Added Value of European Works Councils, J. Lamers, AWVN, Haarlem 1998.

(10) S. Nakano, στο Εuropean Journal of Industrial Relations, τόμος, 5 σελίδες 307-326.

(11) Organization Resources Conselors Inc. ORC European Works Council Survey 2002, σύνοψη στο ΕΙROnline 01/2003.

(12) Joints texts negociated by European Works Councils, M. Carley, EFMWC, Δουβλίνο, 2001.

(13) Βάση δεδομένων Ιnfopoint της ΕΟΚΕ.

(14) Le CENE est-il sur la bonne voie? CSC και Hoger Instituut voor de arbeid, Veerle Cortebeeck, Joris Van Ruysseveldt, Leuven, 2002.