52003AE0936

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση γενικού πλαισίου για τη χρηματοδότηση κοινοτικών ενεργειών υπέρ της πολιτικής για τους καταναλωτές για τα έτη 2004-2007" (COM(2003) 44 τελικό — 2003/0020 (COD))

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 234 της 30/09/2003 σ. 0086 - 0090


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση γενικού πλαισίου για τη χρηματοδότηση κοινοτικών ενεργειών υπέρ της πολιτικής για τους καταναλωτές για τα έτη 2004-2007"

(COM(2003) 44 τελικό - 2003/0020 (COD))

(2003/C 234/19)

Στις 12 Φεβρουαρίου 2003, και σύμφωνα με το άρθρο 308 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανωτέρω πρόταση.

Το ειδικευμένο τμήμα "Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση", στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 25 Ιουνίου 2003, με βάση εισηγητική έκθεση του κ. Hernández Bataller.

Κατά την 401η σύνοδο ολομέλειας της 16ης και 17ης Ιουλίου 2003 (συνεδρίαση της 17ης Ιουλίου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 94 ψήφους υπέρ, 4 ψήφους κατά και 1 αποχή.

1. Εισαγωγή

1.1. Με την απόφαση αριθ. 283/1999/ΕΚ της 25ης Ιανουαρίου 1999(1), θεσπίστηκε ένα γενικό πλαίσιο για τις κοινοτικές δραστηριότητες υπέρ των καταναλωτών, ο κύριος στόχος του οποίου ήταν να συγκεντρώσει τις πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται υπέρ των καταναλωτών, προκειμένου να βελτιστοποιηθεί η επίδρασή τους για τους ίδιους τους καταναλωτές, με παράλληλη συνεκτίμηση των πρωτοβουλιών που υιοθετούνται από την Κοινότητα και των δράσεων στήριξης των οργανώσεων και των φορέων που ενεργούν, σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο, προς όφελος των καταναλωτών. Το εν λόγω πλαίσιο υιοθετήθηκε για να καλύψει την άμεση ανάγκη ύπαρξης ενός νομικού πλαισίου για τις δαπάνες που αναλαμβάνονται για την προστασία των καταναλωτών, μετά από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του 1998 (υπόθεση 106/96)(2).

1.2. Η απόφαση αυτή επιχειρούσε να ενισχύσει την ικανότητα των οργανώσεων και φορέων προστασίας των καταναλωτών, ώστε να μπορούν να επιτελούν μια αποτελεσματικότερη λειτουργία προώθησης της ευαισθητοποίησης των καταναλωτών. Διευκρινίζονταν σ' αυτήν οι πρακτικές λεπτομέρειες της χρηματοδοτικής στήριξης που παρέχει η Κοινότητα στις οργανώσεις και φορείς που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των καταναλωτών, με στόχο να εξασφαλιστεί η μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια και αποδοτικότητα κατά την αξιοποίηση των πόρων που χορηγεί η Κοινότητα.

1.3. Η απόφαση αυτή καθόρισε το πρώτο νομικό πλαίσιο για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων σε διαφόρους τομείς που άπτονται της υγείας και της προστασίας των καταναλωτών. Η ισχύς της εν λόγω απόφασης εκπνέει στις 31 Δεκεμβρίου του 2003.

1.4. Η ΕΟΚΕ εξέδωσε γνωμοδότηση για την προηγούμενη πρόταση(3), στην οποία εξέφραζε τη συμφωνία της με το σκεπτικό της Επιτροπής. Στη γνωμοδότηση υποστήριζε το προτεινόμενο πλαίσιο, υπό τον όρο ότι το πλαίσιο που υποβαλλόταν για υιοθέτηση θα περιελάμβανε μια σαφή αναφορά στο πρόγραμμα δράσης. Όσον αφορά το θέμα της ευελιξίας, η ΕΟΚΕ πρότεινε να υπάρχουν επαρκή περιθώρια για τη θέσπιση νέας βασικής πράξης για την εκχώρηση νέων χρηματοδοτικών πόρων, προκειμένου να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για το ενδεχόμενο να παρουσιαστούν περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από το εν λόγω πλαίσιο.

1.5. Η Επιτροπή εκπόνησε, το 2001(4), Έκθεση στην οποία, λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία που αποκτήθηκε κατά τα τελευταία έτη, συνήγαγε συμπεράσματα σχετικά με τα εξής τρία κύρια στοιχεία:

- τα πλεονεκτήματα της ευελιξίας κατά την εφαρμογή του σχεδίου δράσης·

- την ανάγκη να υιοθετηθεί μια πιο στρατηγική προσέγγιση της πολιτικής της ΕΕ υπέρ των καταναλωτών·

- τη σημασία της αποτελεσματικής ενσωμάτωσης της διάστασης του καταναλωτή σε όλες τις συναφείς πολιτικές της ΕΕ.

1.5.1. Η Επιτροπή εξέδωσε πρόσφατα έκθεση αξιολόγησης(5), στην οποία συμπεραίνει ότι οποιοδήποτε μελλοντικό νομικό πλαίσιο σχετικό με τις δαπάνες υπέρ των καταναλωτών θα πρέπει να περιλαμβάνει μια καλύτερη ευθυγράμμιση του νομικού και του χρηματοδοτικού πλαισίου και να λαμβάνει υπόψη τις σημαντικές αλλαγές της πολιτικής συγκυρίας, όπως η διεύρυνση και η νέα διακυβέρνηση, καθώς και την υιοθέτηση της νέας στρατηγικής για την προστασία των καταναλωτών.

1.6. Το Μάιο του 2002, η Επιτροπή υπέβαλε την "Στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002-2006"(6), στην οποία όρισε τους τρεις νέους στόχους της πολιτικής αυτής: υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών σε ολόκληρη την ΕΕ, αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων για την προστασία των καταναλωτών και ορθή συμμετοχή των οργανώσεων των καταναλωτών στη χάραξη των πολιτικών της ΕΕ. Μεταξύ των βασικών παραγόντων της εν λόγω στρατηγικής συμπεριλαμβάνονται οι εξής: να προωθηθεί η ενσωμάτωση των προβληματισμών των καταναλωτών σε άλλες πολιτικές της ΕΕ, να βελτιστοποιηθούν τα πλεονεκτήματα της εσωτερικής αγοράς για τους καταναλωτές και να προετοιμαστεί η διεύρυνση. Η ΕΟΚΕ έχει ήδη εκδώσει γνωμοδότηση(7) για τη στρατηγική αυτή, όπου εκφράζει την ικανοποίησή της και τάσσεται υπέρ μίας πιο αποτελεσματικής εφαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας, υποστηρίζοντας την ενσωμάτωση της πολιτικής υπέρ των καταναλωτών σε άλλα συναφή πολιτικά πεδία, συμπεριλαμβανομένης και της εκπαίδευσης. Το Συμβούλιο(8), από την πλευρά του, κάλεσε την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ότι η πρόταση για μελλοντική νομοθετική πράξη για τις κοινοτικές δραστηριότητες υπέρ των καταναλωτών θα αντικατοπτρίζει και θα υποστηρίζει τους στόχους που διαγράφονται στη στρατηγική της Επιτροπής.

2. Περιεχόμενο της Πρότασης

2.1. Στόχος της πρότασης είναι η δημιουργία ενός γενικού πλαισίου που θα παρέχει τη δυνατότητα ανάληψης κοινοτικών δράσεων για την υποστήριξη της πολιτικής υπέρ των καταναλωτών, έτσι όπως αυτή θεσπίζεται στη "Στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002-2006", που υιοθέτησε η Επιτροπή το Μάιο, με τους ακόλουθους στόχους:

- Υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή σε ολόκληρη την ΕΕ.

- Αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων προστασίας του καταναλωτή.

- Ορθή συμμετοχή των οργανώσεων των καταναλωτών στις πολιτικές της ΕΕ.

2.2. Οι στόχοι αυτοί θα επιτευχθούν μέσω ενεργειών οι οποίες περιλαμβάνονται στο κυλιόμενο πρόγραμμα (που έχει προσαρτηθεί στη στρατηγική) και θα επανεξετάζονται τακτικά από την Επιτροπή. Η παρούσα πρόταση καθιερώνει μία άμεση σχέση μεταξύ αφενός των στόχων και των προτεραιοτήτων της στρατηγικής για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών για την περίοδο 2002-2006 και αφετέρου των δραστηριοτήτων που μπορούν να χρηματοδοτηθούν δυνάμει της προτεινόμενης απόφασης. Η νομική βάση της πρότασης είναι το άρθρο 153 της Συνθήκης της ΕΚ.

2.3. Το πεδίο της παρούσας πρότασης καλύπτει θέματα ασφάλειας των καταναλωτών που αφορούν τα προϊόντα πλην των τροφίμων, τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών, την ενημέρωση και επιμόρφωσή τους, την προώθηση των οργανώσεών τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τη συμβολή τους στις κοινοτικές πολιτικές που άπτονται των συμφερόντων των καταναλωτών.

2.4. Η πρόταση καλύπτει την τετραετία 2004-2007. Ο συνολικός προτεινόμενος προϋπολογισμός για αυτή την τετραετή περίοδο ανέρχεται σε 72 εκατομμύρια EUR, ή 18 εκατ. EUR ετησίως, για επιχειρησιακές πιστώσεις και σε 32 εκατ. EUR, ή 8 εκατ. EUR ετησίως, για ανθρώπινους πόρους και άλλες διοικητικές δαπάνες. Με την κατανομή αυτή, επιχειρείται να εξασφαλιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα για τις ενέργειες στον τομέα της πολιτικής για τους καταναλωτές.

2.5. Τα επιλέξιμα για συγχρηματοδότηση ειδικά σχέδια πρέπει να συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών, και ειδικότερα στους ακόλουθους τομείς:

- προστασία της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών όσον αφορά τις υπηρεσίες και τα προϊόντα, εξαιρουμένων των τροφίμων·

- προστασία των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών·

- προώθηση της ενημέρωσης και της επιμόρφωσης των καταναλωτών·

- προώθηση των οργανώσεων των καταναλωτών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Επίσης, προκειμένου να προωθηθεί η μεγαλύτερη δυνατή εμβέλεια και διάρκεια των χρηματοδοτούμενων σχεδίων, προβλέπεται η δημοσίευση, ανά διετία τουλάχιστον, πρόσκλησης για υποβολή προτάσεων.

2.6. Η πρόταση δεν περιλαμβάνει κριτήρια επιλογής και ανάθεσης για την οικονομική ενίσχυση συγκεκριμένων σχεδίων. Αυτά θα καθορίζονται βάσει ετήσιου προγράμματος εργασίας, το οποίο θα υποβάλλεται στη "συμβουλευτική επιτροπή" που θα αναλάβει να επικουρεί την Επιτροπή κατά την εκτέλεση της προτεινόμενης απόφασης. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η συγχρηματοδότηση συγκεκριμένων σχεδίων δεν θα χρησιμοποιείται πλέον ως μέσο για την παροχή υποστήριξης σε μικρής εμβέλειας εθνικές οργανώσεις καταναλωτών, παρότι, κατά περίπτωση, η Επιτροπή θα χρηματοδοτεί άμεσα δράσεις στήριξης και ενίσχυσης των οργανώσεων καταναλωτών που προωθούν την κατάρτιση του προσωπικού τους και την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών.

2.7. Τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τη χρηματοδοτική συνδρομή σε ευρωπαϊκές οργανώσεις καταναλωτών τροποποιούνται, έτσι ώστε να διασαφηνίζεται ότι οι φορείς αυτοί πρέπει να είναι ανεξάρτητοι από τη βιομηχανία, το εμπόριο και άλλα επιχειρηματικά συμφέροντα και ότι ο πρωτεύων στόχος τους πρέπει να είναι η προώθηση της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των ευρωπαίων καταναλωτών.

2.7.1. Η πρόταση προβλέπει διαφόρων ειδών ρυθμίσεις για τη δημοσιονομική παρέμβαση, με διαφορετικό κάθε φορά βαθμό συμμετοχής εκ μέρους της Επιτροπής και διαφορετικά ποσοστά χρηματοδότησης.

2.7.2. Δράσεις τις οποίες δρομολογεί η ίδια η Επιτροπή, που αναλαμβάνει το 100 % της χρηματοδότησής τους, και οι οποίες υλοποιούνται μέσω σύναψης συμβάσεων. Οι δράσεις αυτές αφορούν πτυχές όπως:

- παροχή συμβουλών, διεξαγωγή αναλύσεων, εκπόνηση μελετών και κατάρτιση προτάσεων τεχνικής, νομικής και κοινωνικοοικονομικής φύσεως, για την προστασία των καταναλωτών·

- εποπτεία, παρακολούθηση και αξιολόγηση της νομοθεσίας περί προστασίας των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένης και της ανάπτυξης βάσεων δεδομένων και άλλων εργαλείων της τεχνολογίας των πληροφοριών·

- υποστήριξη προς τις οργανώσεις καταναλωτών μέσω της παροχής τεχνικών και νομικών συμβουλών, της κατάρτισης του προσωπικού τους και της εκπαίδευσης και πληροφόρησης των ίδιων των καταναλωτών, με ανάπτυξη των πρωτοβουλιών στον τομέα αυτόν.

2.8. Συγχρηματοδότηση συγκεκριμένων σχεδίων κοινοτικής ή εθνικής κλίμακας, που θα μπορεί να παρέχεται σε οιοδήποτε νομικό πρόσωπο ή ένωση νομικών προσώπων ανεξάρτητων από τη βιομηχανία και το εμπόριο. Προβλέπεται δυνατότητα οικονομικής ενίσχυσης που θα ανέρχεται μεταξύ του 50 % και του 70 % των δαπανών υλοποίησης του σχεδίου.

2.8.1. Οικονομικές ενισχύσεις για τη λειτουργία των ευρωπαϊκών οργανώσεων καταναλωτών, έτσι όπως αυτές ορίζονται από την ίδια την πρόταση Απόφασης. Η χρηματοδοτική στήριξη προς τις ευρωπαϊκές οργανώσεις καταναλωτών καθορίζεται οριστικά σε ποσοστό 50 % των δαπανών λειτουργίας κατά ανώτατο όριο. Θα μπορούν όμως να χρηματοδοτούνται έως και κατά 95 % οι δαπάνες των οργανώσεων που προασπίζουν τα συμφέροντα των καταναλωτών στη διαδικασία διαμόρφωσης προτύπων για προϊόντα και υπηρεσίες σε κοινοτικό επίπεδο (τυποποίηση), δεδομένου ότι στο έργο αυτό αποδίδεται ιδιαίτερη πολιτική σημασία και θεωρείται ότι παρουσιάζει "γενικό ευρωπαϊκό ενδιαφέρον".

2.8.2. Θεσπίζονται επίσης ειδικές διατάξεις σχετικές με τις δράσεις που αναλαμβάνουν και χρηματοδοτούν από κοινού η Επιτροπή και τα κράτη μέλη και αφορούν:

- χρηματοδοτική συνδρομή σε φορείς που αποτελούν μέρος υφιστάμενων κοινοτικών δικτύων για την παροχή πληροφοριών και βοήθειας στους καταναλωτές, ώστε αυτοί να είναι σε θέση να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και να έχουν πρόσβαση στους κατάλληλους μηχανισμούς επίλυσης των καταναλωτικών τους διαφορών·

- ενέργειες για τη συνεργασία με τα κράτη μέλη σε θέματα διοίκησης, καθώς και επιβολής της νομοθεσίας.

2.9. Η πρόταση περιλαμβάνει επίσης ρυθμίσεις για τη δημοσίευση, την παρακολούθηση και αξιολόγηση, την εφαρμογή των μέτρων και τη συνδρομή που θα παράσχει στην Επιτροπή μία συμβουλευτική "επιτροπή".

3. Γενικές παρατηρήσεις

3.1. Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με την Επιτροπή ως προς την αναγκαιότητα ύπαρξης γενικού νομικού πλαισίου για τη χρηματοδότηση κοινοτικών ενεργειών υπέρ της πολιτικής για τους καταναλωτές, το οποίο θα στηρίζεται στις αρχές της ενότητας, της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και της διαφάνειας του προϋπολογισμού.

3.2. Αξιολογείται θετικά η βούληση της Επιτροπής να αυξήσει το επίπεδο της αποδοτικότητας των ενεργειών αυτών καθώς και την αντιστοιχία τους με τους στόχους, και τούτο τόσο με την εκ των προτέρων αξιολόγηση της Στρατηγικής για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002-2006, όσο και με την εκ των υστέρων αξιολόγηση της εφαρμογής της προηγούμενης απόφασης αριθ. 283/1999/ΕΚ. Μία χρηστή δημοσιονομική διαχείριση πρέπει να στηρίζεται στις αρχές της οικονομίας, της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας και η υλοποίησή της πρέπει να διασφαλίζεται μέσω μετρήσιμων δεικτών αποδοτικότητας, που θα καθοριστούν για κάθε δραστηριότητα, ούτως ώστε να αξιολογούνται τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται. Η ΕΟΚΕ συμφωνεί ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει να προβαίνουν σε εκ των προτέρων και εκ των υστέρων αξιολόγηση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νέου γενικού δημοσιονομικού πλαισίου.

3.3. Κρίνεται λογικό το να μην περιλαμβάνονται στο πεδίο της υπό εξέταση Πρότασης οι δράσεις που αφορούν τα τρόφιμα, δεδομένου ότι, όπως θεσπίζεται στη Λευκή Βίβλο για την Ασφάλεια των Τροφίμων και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002, οι δαπάνες που σχετίζονται με την ασφάλεια των τροφίμων θα χρηματοδοτούνται ανεξάρτητα.

3.4. Η Επιτροπή, στα πλαίσια της επιδίωξης μεγαλύτερης αποδοτικότητας, φρονεί ότι ο ετήσιος κύκλος των σχεδίων αποδείχτηκε υπερβολικά δαπανηρός για την Επιτροπή και για τους αιτούντες και μειώνει την κοινοτική προστιθέμενη αξία και τη μακροχρόνια επίδραση των χρηματοδοτούμενων σχεδίων. Από το σκεπτικό αυτό απορρέει η απόφαση να δημοσιεύεται πρόσκληση για υποβολή προτάσεων ανά διετία τουλάχιστον. Εντούτοις, πρέπει να καταστεί σαφές ότι η θέσπιση - κατ' αρχήν - διετούς "κύκλου σχεδίων" και η ανά διετία - τουλάχιστον - "πρόσκληση για υποβολή προτάσεων", δεν σημαίνει ότι τα χρηματοδοτούμενα σχέδια πρέπει αναγκαστικά να είναι διετή. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε υπερβολική δυσκαμψία σε μία αγορά συνεχώς μεταβαλλόμενη.

3.5. Η Επιτροπή προτείνει συνολικό προϋπολογισμό για την περίοδο 2004-2007 ύψους 72 εκατ. EUR για επιχειρησιακές πιστώσεις και 32 εκατ. EUR για ανθρώπινους πόρους και λοιπές διοικητικές δαπάνες. Αυτό σημαίνει προϋπολογισμό 18 εκατ. ετησίως και 8 εκατ. ετησίως, αντίστοιχα, για τον κάθε τομέα. Η ίδια η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, κατά την εκ των προτέρων αξιολόγηση, τονίστηκε η ανησυχία των ερωτηθέντων εμπειρογνωμόνων όσον αφορά την επάρκεια του προτεινόμενου προγράμματος δράσης. Από την άποψη αυτή, θα ήταν σκόπιμο, όχι μόνο να επιτυγχάνεται μια καλύτερη σχέση αποτελεσματικότητας-μέσου, αλλά και να καταβληθεί μεγαλύτερη προσπάθεια για τη χορήγηση δημοσιονομικών και ανθρώπινων πόρων, ιδιαίτερα δε εάν ληφθεί υπόψη ότι, κατά την περίοδο αυτήν, θα είναι επίσης δικαιούχοι των ενισχύσεων τα νέα κράτη μέλη που περιλαμβάνονται στη διεύρυνση. Οι τρίτες χώρες ΕΖΕΣ/ΕΟΧ όσο και άλλες χώρες συνδεδεμένες βάσει διμερών συμφωνιών με την ΕΕ θα μπορούν επίσης να είναι δικαιούχοι στα πλαίσια των ενεργειών αυτών στο βαθμό που συμμετέχουν και συνεισφέρουν στον προϋπολογισμό. Όσον αφορά τη συμμετοχή των νέων κρατών μελών, η προσαρμογή των χρηματοδοτικών προοπτικών της υπό εξέλιξη διεύρυνσης θα αυξήσει τους πόρους του εν λόγω χρηματοδοτικού πλαισίου με 2,5 περίπου εκατομμύρια ευρώ ετησίως.

3.6. Η Επιτροπή στην πρότασή της, ευνοεί τις ευρωπαϊκές ενώσεις στο βαθμό που είναι οι μόνες δικαιούχοι των επιδοτήσεων λειτουργίας. Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι, στην πραγματικότητα, μόνο μία οργάνωση θα επωφεληθεί από αυτό τον τύπο επιδοτήσεων, και για το λόγο αυτό φρονεί ότι η Επιτροπή θα πρέπει να επιδείξει μεγαλύτερη ευελιξία και να τροποποιήσει τον ορισμό αυτό κατά τρόπο ώστε να μπορούν να συνεχίσουν να επωφελούνται από τις επιδοτήσεις λειτουργίας και άλλες καθιερωμένες οργανώσεις που έχουν ως αντικείμενο την προστασία των καταναλωτών, λαμβάνοντας συγχρόνως τα κατάλληλα μέτρα ώστε, στην πράξη, να μην επωφελούνται από τις ενέργειες του εν λόγω χρηματοδοτικού πλαισίου ακριβώς οι πιο ισχυρές και διεκδικητικές ενώσεις.

3.6.1. Η ΕΟΚΕ προτείνει τον ακόλουθο ορισμό της "ευρωπαϊκής οργάνωσης καταναλωτών": "Κάθε μη κυβερνητική, μη κερδοσκοπική οργάνωση, της οποίας οι πρωτεύοντες στόχοι συνίστανται στην προώθηση και την προστασία των συμφερόντων και της υγείας των καταναλωτών μέσω εργασίας για την υπεράσπιση, το συμφέρον και την εκπροσώπησή τους, καθώς και στην παροχή ενημέρωσης, επιμόρφωσης και συμβουλών και στην ανάληψη πρωτοβουλιών προς όφελός τους. Θα πρέπει να έχει οργανώσεις μέλη στα περισσότερα κράτη μέλη, οι οποίες την εξουσιοδοτούν να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των καταναλωτών σε κοινοτικό επίπεδο".

3.6.2. Η ΕΟΚΕ ζητά από την Επιτροπή τα κριτήρια για τη χορήγηση των ενισχύσεων να μην θίγουν τα κριτήρια εκπροσώπησης στην επιτροπή των καταναλωτών.

3.7. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή πιστεύει ότι η προσέγγιση αυτή των λειτουργικών επιδοτήσεων θα πρέπει να μετριασθεί, παρότι συμφωνεί με το στόχο να προωθηθεί η ενίσχυση του ευρωπαϊκού πλαισίου προστασίας των καταναλωτών και δράσης των οργανώσεων που ασχολούνται με την προστασία αυτήν. Η ΕΟΚΕ επιθυμεί να τονίσει σχετικά ότι, σε θέματα προϋπολογισμού, ισχύει η αρχή της αποδοτικότητας, που αναφέρεται στον βέλτιστο συσχετισμό μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και των αποτελεσμάτων που επιτυγχάνονται. Αυτό δεν πρέπει να το λησμονά η Επιτροπή, δεδομένου ότι σ' αυτήν ανήκει η τελική ευθύνη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, σύμφωνα με το άρθρο 274 της Συνθήκης.

3.7.1. Είναι σημαντικό να διακρίνεται το μέγεθος και οι πόροι των οργανώσεων, η κοινοτική ή εθνική τους εμβέλεια και η εμβέλεια και "κοινοτικό ενδιαφέρον" των προτάσεών τους. Υπάρχουν διάφορα πεδία μεγάλης στρατηγικής σημασίας για τους ευρωπαίους καταναλωτές - όπως εκείνα που αφορούν τις νέες τεχνολογίες, τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, την αυτορύθμιση και την από κοινού ρύθμιση, τις συλλογικές δράσεις, τις νέες προσφορές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών κ.λπ. - στα οποία οι ειδικευμένες οργανώσεις προστασίας των καταναλωτών μπορούν να προσδώσουν σημαντική προστιθέμενη αξία, ανεξάρτητα από την οργανωτική τους δύναμη ή ακόμη και από την έκταση του πεδίου δραστηριοποίησής τους.

3.7.2. Επίσης, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η Επιτροπή δεν πρέπει να παραιτηθεί από τις ενέργειές της που αφορούν το συντονισμό κοινοτικών σχεδίων που αναπτύσσονται στο επίπεδο των διαφόρων κρατών μελών· αντίθετα, θα πρέπει να τις διατηρήσει και να τις ενισχύσει. Υπάρχουν παραδείγματα, πέρα από την συγκεκριμένη αξιολόγηση των περιστάσεων και των αποτελεσμάτων τους, που καταδεικνύουν ότι η δράση των εθνικών οργανώσεων δεν είναι ασυμβίβαστη με την ανάπτυξη μιας δραστηριότητας με ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία, αρκεί να επιτελείται όντως το συντονιστικό αυτό έργο της Επιτροπής.

3.7.3. Στο άρθρο 7, η πρόταση καθορίζει τους δικαιούχους, ενώ ορίζει τις "ευρωπαϊκές οργανώσεις καταναλωτών" κατά διαφορετικό τρόπο στις παραγράφους 2 και 3. Παρότι αυτό σχετίζεται με τους διαφορετικούς στόχους των ενισχύσεων και με τη στρατηγική σημασία των δράσεων τυποποίησης, ο διαφορετικός ορισμός μπορεί να αποβεί προβληματικός· θα ήταν επομένως καλό να χρησιμοποιείται μια ενιαία έννοια, όπως διατυπώνεται στο σημείο 3.6.1.

3.7.4. Η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή, τα κράτη μέλη και τις οργανώσεις καταναλωτών να μεριμνήσουν ώστε τα άτομα με ειδικές ανάγκες να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά στη χάραξη της πολιτικής καταναλωτών.

3.7.5. Η ΕΟΚΕ κρίνει περίεργο το γεγονός ότι, στην παρούσα συγκυρία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, δεν απαιτείται, ως προϋπόθεση που να τις ορίζει, η "δημοκρατική" και διαφανής λειτουργία των οργανώσεων αυτών και η πρόσβαση του κοινού στα στοιχεία τους ως οργανώσεων.

3.7.6. Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι η πρόταση Απόφασης καλύπτει την περίοδο 2004-2007, ενώ η στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών, με την οποία η Απόφαση συνδέεται, αφορά την περίοδο 2002-2006. Παρότι είναι κατανοητοί οι εσωτερικοί λόγοι της Επιτροπής, ενδέχεται η έλλειψη αυτή χρονικής συνάφειας να δημιουργήσει προβλήματα στο μέλλον.

3.8. Όσον αφορά τις επιδοτήσεις που προορίζονται για τη συγχρηματοδότηση συγκεκριμένων σχεδίων, οι οποίες παρέχονται σε νομικά πρόσωπα ή ενώσεις που δρουν ανεξάρτητα "σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο" και επιδιώκουν τους στόχους της πολιτικής υπέρ των καταναλωτών, όπως αναλύονται στην παράγραφο 2.1, θεωρείται σαφές ότι τα σχέδια αυτά μπορούν να αναπτυχθούν είτε σε κοινοτικό είτε σε εθνικό επίπεδο και ότι οι ενισχύσεις μπορούν να εκχωρηθούν σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή ένωση πληροί την προϋπόθεση της ανεξαρτησίας, ακόμη και εάν δεν διαθέτει καμία εκπροσώπηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

3.8.1. Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι θα έπρεπε να δίνεται προτεραιότητα στον διασυνοριακό χαρακτήρα ή τη συνεργασία μεταξύ διαφόρων οργανώσεων από διαφορετικά κράτη μέλη, για την εκχώρηση των επιδοτήσεων. Δεδομένου ότι η συνεργασία μεταξύ οργανώσεων καταναλωτών διαφόρων κρατών μελών είναι προβληματική, η Επιτροπή θα πρέπει να αναζητήσει τα κατάλληλα μέσα.

3.8.2. Εξάλλου, η ΕΟΚΕ φρονεί επίσης ότι τα σχέδια που αφορούν την ενημέρωση των καταναλωτών πρέπει να κατέχουν σημαντική θέση μεταξύ των επιλέξιμων για συγχρηματοδότηση σχεδίων.

3.8.3. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποστηρίξει τα πλεονεκτήματα χρηματοδότησης συγκεκριμένων σχεδίων, που να έχουν στρατηγική σημασία και να ανταποκρίνονται στους στόχους της πολιτικής υπέρ των καταναλωτών. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα σχέδια συνιστούν, σε πολλές περιπτώσεις, εντελώς νέα δραστηριότητα, που απαιτεί τεχνικούς και ανθρώπινους πόρους ιδιαίτερους και συμπληρωματικούς προς τους συνήθεις της οργάνωσης.

3.8.4. Γενικά, η ΕΟΚΕ θεωρεί συζητήσιμο το να μην μπορούν οι οικονομικές ενισχύσεις που αφορούν τη συγχρηματοδότηση συγκεκριμένων σχεδίων να ανέρχονται επίσης έως το 95 % των επιλέξιμων δαπανών που σχετίζονται με την υλοποίηση του σχεδίου, εάν το απαιτεί το ενδιαφέρον του και η εμβέλειά του. Η εμπειρία έχει δείξει ότι η μερική χρηματοδότηση αναγκάζει τις οργανώσεις καταναλωτών να αναζητούν άλλες πηγές χρηματοδότησης για τα σχέδια και ότι οι πηγές αυτές τους επιβάλλουν σημαντικούς περιορισμούς, γεγονός που αποβαίνει εις βάρος της υποβολής πρωτοβουλιών.

3.9. Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με την εφαρμογή, εκ μέρους της Επιτροπής, της αρχής της διαφάνειας όσον αφορά τα προβλεπόμενα μέτρα δημοσίευσης, παρακολούθησης και αξιολόγησης. Φρονεί επομένως ότι πρέπει να καταβληθεί μεγαλύτερη προσπάθεια για την αποστολή των προτάσεων και του καταλόγου των δικαιούχων στις οργανώσεις καταναλωτών, με χρήση όλων των μέσων που διαθέτει η Επιτροπή, τόσο των ηλεκτρονικών όσο και της Επίσημης Εφημερίδας.

3.10. Η πρόταση προβλέπει τη δημιουργία επιτροπής, συμβουλευτικού χαρακτήρα, η οποία θα επικουρεί την Επιτροπή. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υπενθυμίζει στην Επιτροπή την υποχρέωση να αιτιολογεί δεόντως την επιλογή του είδους της εν λόγω επιτροπής(9) και τη σύνθεσή της.

3.11. Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει στην Επιτροπή ότι είναι αναγκαίο να διατεθούν δημόσια κονδύλια, στα πλαίσια των νέων δημοσιονομικών προοπτικών μετά το 2006, για την ίδρυση ενός ευρωπαϊκού ερευνητικού οργανισμού για την προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών. Για το σκοπό αυτό, η ΕΟΚΕ αναμένει με ενδιαφέρον τη σχετική πρόταση της Επιτροπής.

Βρυξέλλες, 17 Ιουλίου 2003.

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Roger Briesch

(1) Απόφαση αριθ. 283/1999/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Ιανουαρίου 1999 για τη θέσπιση ενός γενικού πλαισίου για τις κοινοτικές δραστηριότητες υπέρ των καταναλωτών. ΕΕ L 34 της 9.2.1999.

(2) Στην απόφαση αυτή επισημαίνεται η ανάγκη να θεσπιστεί, προηγουμένως, βασική πράξη για την εκτέλεση των πιστώσεων που εγγράφονται στον προϋπολογισμό για οποιαδήποτε κοινοτική δράση.

(3) ΕΕ C 235 της 27.7.1998.

(4) Έκθεση της Επιτροπής σχετικά με το "Σχέδιο Δράσης για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 1999-2001" και το "Γενικό Πλαίσιο για τις κοινοτικές δραστηριότητες υπέρ των καταναλωτών 1999-2003" - COM(2001) 486 τελικό.

(5) Έκθεση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή και την αξιολόγηση των κοινοτικών δραστηριοτήτων υπέρ των καταναλωτών κατά την περίοδο 1999-2001 σύμφωνα με το γενικό πλαίσιο που θεσπίστηκε με την απόφαση αριθ. 283/1999/EK. COM(2003) 42 τελικό.

(6) Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών. COM(2002) 208 τελικό.

(7) ΕΕ C 95 της 23.4.2003.

(8) Ψήφισμα του Συμβουλίου της 2ας Δεκεμβρίου 2002 για την κοινοτική στρατηγική στον τομέα της πολιτικής υπέρ των καταναλωτών, 2002-2006. ΕΕ C 11 της 17.1.2003.

(9) Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 2003, υπόθεση C-378, Επιτροπή έναντι Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου. Παράγραφος 63.