52002XC1120(03)

Ανακοίνωση δημοσιευθείσα βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 3 του κανονισμού αριθ. 17 σχετικά με την υπόθεση Comp/A37.904/F3 — Interbrew (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 283 της 20/11/2002 σ. 0014 - 0017


Ανακοίνωση δημοσιευθείσα βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 3 του κανονισμού αριθ. 17(1) σχετικά με την υπόθεση Comp/A37.904/F3 - Interbrew

(2002/C 283/05)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

I. Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

1. Στις 30 Ιουνίου 2000 η Interbrew Belgium NV (εφεξής "Interbrew") κοινοποίησε σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού του Συμβουλίου αριθ. 17 τις συμβάσεις διάθεσης μπύρας που συνήψε με επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών σε horeca(2) του Βελγίου. Οι κοινοποιηθείσες συμβάσεις διάθεσης μπύρας μπορούν να χωριστούν σε πέντε διαφορετικούς τύπους: δανειακές συμφωνίες, συμφωνίες (υπο)μίσθωσης, συμφωνίες παραχώρησης δικαιώματος εκμετάλλευσης, συμφωνίες δικαιοχρησίας και συμφωνίες "afstand openingstaks". Καθεμία από αυτές τις συμφωνίες περιέχει μία δέσμευση για την αγορά μπύρας η οποία θα περιγραφεί κατωτέρω.

2. Η Interbrew ζήτησε αρνητική πιστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ ή ατομική εξαίρεση σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ. Η κοινοποίηση τροποποιήθηκε από την Interbrew το Νοέμβριο 2001 και τον Ιούνιο 2002.

II. INTERBREW

3. Η Interbrew είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός μπύρας του Βελγίου. Οι πιο σημαντικές μάρκες της Interbrew στο Βέλγιο είναι η Jupiler και η Artois (τύπου πίλσεν), Hoegaarden (μπύρα από σιτάρι) και Leffe (μπύρα αββαείου). Αυτές οι τέσσερις μάρκες περιλαμβάνονται στις 10 μάρκες μπύρας με τις υψηλότερες πωλήσεις στο Βέλγιο.

4. Η Interbrew NV είναι συγγενική εταιρεία της Interbrew. Η Interbrew NV είναι κρατική επιχείρηση με έδρα τις Βρυξέλλες και λειτουργεί σε 20 χώρες της Νοτίου Αμερικής, Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας.

III. Η ΑΓΟΡΑ

5. Η παρούσα υπόθεση αφορά τη διανομή μπύρας στην αγορά horeca του Βελγίου.

6. Οι ζυθοποιοί του Βελγίου πωλούν περίπου το 60 % της μπύρας τους στον τομέα horeca. Το υπόλοιπο 40 % πωλείται στον τομέα που απευθύνεται στα νοικοκυριά (σούπερ μάρκετ, καταστήματα κ.λπ.). Στον τομέα horeca περίπου το 65 % της μπύρας καταναλώνεται χύμα (σε αντίθεση με τη μπύρα σε φιάλες ή κουτιά).

7. Η Interbrew κατέχει συνολικό μερίδιο περίπου 56 % της αγοράς του τομέα horeca του Βελγίου. Ο δεύτερος παραγωγός μπύρας Alken-Maes (που αποτελεί μέρος της Scottish & Newcastle, ενώ προηγουμένως ήταν μέρος της Danone) κατέχει το 13 % αυτής της αγοράς. Το μερίδιο του τρίτου μεγαλύτερου παραγωγού μπύρας Haacht ανέρχεται σε περίπου 6 %. Αυτοί οι τρεις παραγωγοί μπύρας έχουν όλοι μία μπύρα πίλσεν η οποία δημιουργεί το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών τους. Ο τέταρτος παραγωγός μπύρας, η Palm, που κατέχει περίπου το 7 % της αγοράς, διεξάγει το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεών της σε φαιοκίτρινη μπύρα (αν και διαθέτει επίσης και μία μπύρα πίλσεν). Όλοι μαζί οι τέσσερις κύριοι παραγωγοί μπύρας κατέχουν περίπου το 80 % της βελγικής αγοράς horeca.

8. Τα περισσότερα από τα 52000 σημεία πώλησης horeca στο Βέλγιο είναι pubs (35500) και περίπου [< 20000] pubs πωλούν μπύρες της Interbrew. Ωστόσο, μόνο [11000-13000] pubs υπόκεινται σε μη ανταγωνιστική υποχρέωση και πωλούν μόνο μπύρες της Interbrew.

9. Το 1999, οι πωλήσεις μπύρας Interbrew στον τομέα horeca ανήλθαν σε 3382657 εκατόλιτρα. Η Interbrew εκτιμά ότι επώλησε [30-40] % μέσω καταστημάτων τα οποία συνδέονται με αυτήν μέσω μίας μη ανταγωνιστικής υποχρέωσης. Τούτη βασίζει αυτή την εκτίμηση σε μία μέση ετήσια πώληση 100 εκατολίτρων ανά pub. Τούτο δίδει στην Interbrew ένα μερίδιο αποκλειστικής πώλησης στον τομέα horeca της τάξης του [17-22] %.

10. Σχεδόν όλες οι [11000-13000] δεσμεύσεις της Interbrew είναι είτε δανειακές συμβάσεις ή χρηματοοικονομικές συμβάσεις μίσθωσης/υπομίσθωσης. Το 1999, οι δανειακές συμβάσεις ήταν περίπου [8000-9000] (δηλαδή ο καταστηματάρχης είναι και ιδιοκτήτης του ακινήτου ή όταν το ενοικιάζει από έναν τρίτο λαμβάνει από την Interbrew ένα χρηματικό ή υλικό δάνειο ή μια τραπεζική εγγύηση). Οι πωλήσεις αυτών των δανειακά δεσμευμένων καταστημάτων αντιστοιχούν σε ένα μερίδιο δεσμευμένης αγοράς της τάξης περίπου του [11-16] %. Τα υπόλοιπα [3000-4000] καταστήματα ήταν με συμβάσεις μίσθωσης ή υπομίσθωσης (δηλαδή ο καταστηματάρχης νοικιάζει το κατάστημα από την Interbrew η οποία είναι είτε ιδιοκτήτης είτε μισθωτής στα πλαίσια της μίσθωσης). Οι πωλήσεις τους αντιστοιχούν σε ένα μερίδιο δεσμευμένης αγοράς της τάξης του [4-8] %.

11. Από το 1999 ο αριθμός των δανειακών συμβάσεων και των συμβάσεων μίσθωσης/υπομίσθωσης της Interbrew μειώθηκαν ελαφρώς. Τα στοιχεία στις 31 Αυγούστου 2001 δίδουν [...] δανειακές συμβάσεις και [...] συμβάσεις μίσθωσης.

IV. ΟΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

1. Δανειακές δεσμεύσεις

12. Η γενική αρχή για τις δανειακές δεσμεύσεις είναι η εξής: σε αντάλλαγμα ενός δανείου από την Interbrew ο καταστηματάρχης αποδέχεται μία μη ανταγωνιστική υποχρέωση για τη μπύρα. Τούτο σημαίνει ότι αυτός έχει την υποχρέωση να αγοράσει όλη την μπύρα του από την Interbrew και ότι δεν του επιτρέπεται να πωλήσει μπύρες τρίτων ζυθοποιών. Οι δανειακές δεσμεύσεις της Interbrew καλύπτουν μία ευρεία ποικιλία δανείων: μη επιστρέψιμα δάνεια, χρηματικά δάνεια, εγγυήσεις και δάνεια εξοπλισμού. Η διάρκεια αυτών των συμβάσεων είναι συνήθως πέντε έτη.

13. Στην περίπτωση μη επιστρέψιμων δανείων η Interbrew χορηγεί στον καταστηματάρχη ένα χρηματικό ποσό για ανακαίνιση της pub. Ο ιδιοκτήτης της pub δεν είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει τα χρήματα εφόσον τηρεί απαρεγκλίτως τη μη ανταγωνιστική υποχρέωση.

14. Η Interbrew χορηγεί επίσης χρηματικά δάνεια σε επιχειρηματίες. Ο δανειολήπτης έχει την υποχρέωση να εξοφλήσει το δάνειο, όμως το οικονομικό κέρδος για αυτόν έγκειται στο γεγονός ότι το δάνειο χορηγείται υπό ευνοϊκούς όρους (για παράδειγμα χαμηλότερα επιτόκια από τα ισχύοντα τραπεζικά επιτόκια).

15. Η Interbrew, για να χορηγήσει στον καταστηματάρχη δάνειο, μπορεί να ενεργήσει και ως διαμεσολαβητής σε τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Συχνά η Interbrew επωμίζεται μία χρηματοοικονομική υποχρέωση προς την τράπεζα υπέρ του καταστηματάρχη: η Interbrew είτε εγγυάται το δάνειο ή/και συνεισφέρει στην πληρωμή των τόκων του δανείου. Τούτα αποκαλούνται εγγυημένα δάνεια.

16. Ο τελευταίος τύπος δανείων είναι τα δάνεια εξοπλισμού: η Interbrew παρέχει στον καταστηματάρχη τον απαραίτητο εξοπλισμό (κρουνούς μπύρας, ψυκτικά, έπιπλα, διαφημιστικό υλικό κ.λπ.). Μετά τη λήξη της σύμβασης ο καταστηματάρχης οφείλει να επιστρέψει τον εξοπλισμό στην Interbrew σε καλή κατάσταση.

2. Δεσμεύσεις μίσθωσης και υπομίσθωσης

17. Η Interbrew είτε είναι ιδιοκτήτρια των καταστημάτων είτε τα μισθώνει από ένα τρίτο μέρος. Σ' αυτή την περίπτωση τούτη εκμισθώνει ή υπομισθώνει τους χώρους σε έναν καταστηματάρχη ο οποίος σε αντάλλαγμα αποδέχεται μία μη ανταγωνιστική υποχρέωση. Τούτες είναι οι ονομαζόμενες δεσμεύσεις μίσθωσης και υπομίσθωσης (μερικές φορές καλούνται επίσης δεσμεύσεις ιδιοκτησίας). Σύμφωνα με το βελγικό δίκαιο η διάρκεια των συμβάσεων μίσθωσης είναι εννέα έτη, η οποία είναι ανανεώσιμη για περαιτέρω εννέα έτη, μέχρι μία ανώτατη διάρκεια 27 ετών.

3. Δικαιοχρησία

18. Η Interbrew έχει περίπου 20 συμβάσεις δικαιοχρησίας για τις pub Leffe, pub Hoegaarden ή pub Radio 2. Όπως και στην περίπτωση των δεσμεύσεων μίσθωσης ή υπομίσθωσης, η Interbrew κυρίως είναι ιδιοκτήτρια του χώρου της υπό δικαιοχρησία pub ή είναι ο μισθωτής αυτού του χώρου.

19. Σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις η Interbrew παραχωρεί στον καταστηματάρχη το δικαίωμα εκμετάλλευσης του τύπου δικαιοχρησίας. Ο καταστηματάρχης οφείλει να καταβάλει μηνιαίως ένα ποσό για το δικαίωμα στην Interbrew. Η Interbrew χορηγεί στον καταστηματάρχη αποκλειστικότητα στην περιοχή του για τη δικαιοχρησία και του παρέχει υπηρεσίες εμπορικής βοήθειας. Ο καταστηματάρχης, σε αντάλλαγμα, αποδέχεται μία μη ανταγωνιστική υποχρέωση. Ο καταστηματάρχης δεν απολαύει αποκλειστικότητας για τις μπύρες που πωλούνται στην αποκλειστική περιοχή.

4. Δικαιώματα εκμετάλλευσης

20. Η Interbrew υποβάλλει τακτικά προσφορές για δημόσιες συμβάσεις εκμετάλλευσης ενός καταστήματος σε πολιτιστικά κέντρα, αθλητικές εγκαταστάσεις, πάρκα αναψυχής κ.λπ. Το δικαίωμα εκμετάλλευσης χορηγείται από τη δημόσια αρχή στο ζυθοποιό ή στο χονδρέμπορο μπύρας που προσφέρει τους καλύτερους όρους.

21. Όταν η Interbrew κερδίσει το δικαίωμα εκμετάλλευσης συνάπτει συμφωνία με τον καταστηματάρχη επιτρέποντάς του να λειτουργήσει το κατάστημα για την περίοδο του δικαιώματος εκμετάλλευσης. Η Interbrew παρέχει επίσης τον εξοπλισμό (κρουνοί μπύρας, ψυκτικά, έπιπλα κ.λπ.). Ο καταστηματάρχης αποδέχεται τη μη ανταγωνιστική υποχρέωση.

22. Η Interbrew διαθέτει περίπου 100 καταστήματα με δικαίωμα εκμετάλλευσης. Η διάρκεια του δικαιώματος εκμετάλλευσης κυμαίνεται από πέντε έως δέκα έτη και μερικές φορές ακόμη περισσότερο.

5. "Afstand openingstaks"

23. Σύμφωνα με το βελγικό θεσμικό νόμο, όλοι οι ιδιοκτήτες καταστημάτων πρέπει να πληρώσουν ένα "φόρο έναρξης" που ανέρχεται στο τριπλάσιο του ενοικίου του καταστήματος όπως τούτο εκτιμάται από τη δημόσια διοίκηση. Όταν οι ζυθοποιοί ή οι χονδρέμποροι μπύρας είναι οι ιδιοκτήτες ή οι μισθωτές του ακινήτου, θα πληρώσουν οι ίδιοι τον φόρο έναρξης και όχι ο καταστηματάρχης.

24. Η πληρωμή του φόρου έναρξης ισχύει για 15 έτη, αλλά κάθε πέντε έτη η αξία ενοικίου επανεκτιμάται και ο ζυθοποιός ή ο χονδρέμπορος μπύρας οφείλει να πληρώσει τη διαφορά. Όταν η Interbrew αποφασίζει να θέσει τέλος στην εκμετάλλευση του καταστήματος είναι εκ του νόμου υποχρεωμένη να πληροφορήσει τις αρμόδιες δημόσιες αρχές και δεν μπορεί να ζητήσει επιστροφή μέρους του φόρου έναρξης. Ωστόσο, εάν η Interbrew μεταφέρει το δικαίωμα εκμετάλλευσης του καταστήματος σε άλλον εντός ενός έτους από την περάτωση της εκμετάλλευσης, ο νέος καταστηματάρχης θα οφείλει να πληρώσει φόρο έναρξης που υπολογίζεται επί της απλής εκτιμηθείσας αξίας ενοικίου.

25. Ως αντάλλαγμα γι' αυτό το χρηματοοικονομικό όφελος (το οποίο ανέρχεται στο διπλό της εκτιμηθείσας αξίας ενοικίου), η Interbrew επιβάλλει στον νέο καταστηματάρχη μία μη ανταγωνιστική υποχρέωση.

26. Παρόλο που στη Φλάνδρα ο φόρος έναρξης καταργήθηκε την 1η Ιανουαρίου 2002, υπάρχουν ακόμη φλαμανδοί καταστηματάρχες που είναι δεσμευμένοι με την Interbrew βάσει μίας σύμβασης που συνάφθηκε πριν απ' αυτή την ημερομηνία.

6. Οι μη ανταγωνιστικές υποχρεώσεις στις κοινοποιηθείσες συμβάσεις

A. Οι αρχικά κοινοποιηθείσες συμβάσεις (30 Ιουνίου 2000)

27. Για όλους τους τύπους συμβάσεων διάθεσης μπύρας, δηλαδή δάνεια, μισθώσεις, υπομισθώσεις, δικαιοχρησίες, δικαιώματα εκμετάλλευσης και καταστάσεις "afstand openingstaks", η αρχική κοινοποίηση περιέχει κατ' αρχήν (και υποκείμενες σε δύο εξαιρέσεις οι οποίες εξηγούνται κατωτέρω) πλήρεις μη ανταγωνιστικές υποχρεώσεις για τον καταστηματάρχη. Τούτο σημαίνει ότι ο καταστηματάρχης είναι υποχρεωμένος να αγοράσει όλη την μπύρα καθώς και άλλα ποτά, που ορίζονται στη σύμβαση διάθεσης μπύρας, από την Interbrew καθόλη τη διάρκεια της σύμβασης και δεν μπορεί να πωλήσει μπύρες ανταγωνιστών ή άλλα ποτά. Στις συμφωνίες δικαιοχρησίας, ο καταστηματάρχης πρέπει επιπλέον να επιτύχει μία ελάχιστη πώληση Leffe ή Hoegaarden (που εξαρτάται από τον τύπο δικαιοχρησίας) της τάξης του 25 % όλων των πωλήσεών του μπύρας.

28. Η αρχική κοινοποίηση προβλέπει δύο εξαιρέσεις για τις δανειακές συμβάσεις και τις συμβάσεις «afstand openingstaks». Πρώτον, όλες οι συμβάσεις που τέθηκαν σε ισχύ από την 1η Μαρτίου 2001 συμπεριλαμβάνουν μία ρήτρα μη ανταγωνισμού που καλύπτει την χύμα μπύρα (και που δεν εφαρμόζεται κατά συνέπεια στη μπύρα σε φιάλες, ούτε στη μπύρα σε κουτιά, ούτε σε άλλα ποτά) και αυτές που αποπερατώθηκαν από την 1η Ιουνίου 2001, μπορούν να τερματισθούν κάθε χρόνο από τον καταστηματάρχη εφόσον ο τελευταίος το ζητήσει με προειδοποίηση τριών μηνών. Δεύτερον, για δανειακές συμβάσεις και συμβάσεις "afstand openingstaks" που τέθηκαν σε ισχύ μετά την 1η Ιουλίου 2001, η Interbrew μετατρέπει τη μη ανταγωνιστική υποχρέωση σε υποχρέωση ελάχιστης αγοράς ζητώντας από τον καταστηματάρχη να αγοράσει από την ίδια τουλάχιστον το 75 % του συνόλου της μπύρας που πωλεί.

B. Οι πρώτες τροποποιήσεις της αρχικής κοινοποίησης (Νοέμβριος 2001)

29. Το Νοέμβριο 2001, η Interbrew εναρμόνισε τις μη ανταγωνιστικές υποχρεώσεις για όλες τις υφιστάμενες δανειακές και "afstand openingstaks" συμβάσεις της: i) η μη ανταγωνιστική υποχρέωση καλύπτει μόνο τη μπύρα (όχι τα άλλα ποτά), ii) ο καταστηματάρχης υποχρεούται να αγοράσει τουλάχιστον το 75 % της συνολικής ποσότητας μπύρας που πωλεί από την Interbrew, iii) ο καταστηματάρχης μπορεί να θέσει τέλος στη σύμβαση ετησίως με προειδοποίηση τριών μηνών και iv) το πρόστιμο για μη τήρηση της υποχρέωσης ελάχιστης αγοράς (σε απόλυτη ποσότητα) διαγράφηκε.

30. Για όλες τις άλλες συμβάσεις (δεσμεύσεις μίσθωσης/υπομίσθωσης, δικαιοχρησίας και δικαιώματα εκμετάλλευσης), οι μη ανταγωνιστικές υποχρεώσεις παρέμειναν όπως περιγράφηκαν στις αρχικές κοινοποιήσεις (βλέπε ανωτέρω την παράγραφο 26).

Γ. Οι δεύτερες τροποποιήσεις της αρχικής κοινοποίησης (Ιούνιος 2002)

31. Η Interbrew πρόσφερε, μετά από συζητήσεις με τις υπηρεσίες της Επιτροπής, περαιτέρω τροποποιήσεις των αρχικώς κοινοποιηθεισών συμφωνιών. Οι τροποποιήσεις αυτές κοινοποιήθηκαν επίσημα τον Ιούνιο-Οκτώβριο2002.

6.1. Δανειακές δεσμεύσεις

32. Όπως ελέχθη ανωτέρω (βλέπε παράγραφο 10), οι δανειακές δεσμεύσεις αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο αριθμό συμβάσεων διάθεσης μπύρας και παρέχουν ένα μερίδιο δεσμευμένης αγοράς της τάξης του [11-16] %. Η Interbrew σήμερα δέχεται να μειώσει την ποσότητα που προβλέπει η ρήτρα αγοράς υποχρεωτικής ποσότητας μπύρας πίλσεν χύμα, υπό τον όρο ότι το κατάστημα θα αγοράζει από την Interbrew τουλάχιστον το 50 % της μπύρας που καταναλώνει. Με άλλα λόγια, η ρήτρα υποχρεωτικής ποσότητας στους καταστηματάρχες δεν καλύπτει πλέον την μπύρα πίλσεν σε φιάλες ή κουτιά, όπως επίσης δεν καλύπτει κανέναν άλλο τύπο μπύρας εκτός από την πίλσεν (π.χ. μπύρα από σιτάρι, μπύρα αββαείου, φαιοκίτρινη μπύρα), είτε είναι χύμα είτε είναι σε φιάλες. Τούτο σημαίνει ότι στο μέλλον άλλοι ζυθοποιοί θα έχουν πρόσβαση στα δανειακά δεσμευμένα καταστήματα της Interbrew με άλλες μπύρες, εκτός της μπύρας χύμα τύπου πίλσεν.

33. Επιπλέον, η Interbrew τώρα δέχεται ότι ο καταστηματάρχης μπορεί να θέσει τέλος στη σύμβαση μπύρας ανά πάσα στιγμή, υπό τον όρο ότι θα δώσει προειδοποίηση τρεις μήνες πριν τη λήξη της σύμβασης. Η Interbrew θα περιλάβει μια σαφή υπόμνηση αυτού του δικαιώματος λήξης στους όρους πώλησης που αναγράφονται στην πίσω σελίδα κάθε τιμολογίου.

34. Όταν ο καταστηματάρχης θέτει τέλος στη σύμβαση, τούτος (ή κάθε άλλος που τον διαδέχεται) οφείλει να πληρώσει το υπόλοιπο του δανείου χωρίς πρόστιμο για πρόωρη εξόφληση ή άλλη χρηματοοικονομική αντιστάθμιση(3).

35. Στην περίπτωση ενός δανείου εξοπλισμού, ο καταστηματάρχης οφείλει είτε να επιστρέψει τον εξοπλισμό σε καλή κατάσταση (εξαιρουμένης της φυσικής φθοράς) είτε να αγοράσει τον εξοπλισμό στην απομένουσα αξία του, με βάση μία γραμμική υποτίμηση πέντε ετών ή 60 μηνών.

36. Η ανώτατη διάρκεια των δανειακών συμβάσεων είναι πέντε έτη. Ωστόσο, η Interbrew έχει ακόμη περίπου 2000 συμφωνίες χρηματικών δανείων και τραπεζικών εγγυήσεων οι οποίες συνάφθηκαν με τους καταστηματάρχες μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1997 και της 1ης Ιανουαρίου 2000 και οι οποίες έχουν διάρκεια 10 ετών. Η Interbrew έχει δεσμευτεί να θέσει τέλος στην ρήτρα υποχρεωτικής ποσότητας στις 31 Δεκεμβρίου 2006 [δηλαδή πέντε έτη μετά το τέλος της μεταβατικής περιόδου που προβλέπεται από το άρθρο 12 του κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορίες (ΕΚ) αριθ. 2790/1999].

6.2. Δεσμεύσεις μίσθωσης και υπομίσθωσης

37. Οι δεσμεύσεις μίσθωσης ή υπομίσθωσης αντιστοιχούν σε ένα δεσμευμένο μερίδιο αγοράς [4-8] % (βλέπε ανωτέρω την παράγραφο 10). Γι' αυτές τις δεσμεύσεις, η Interbrew περιορίζει τη μη ανταγωνιστική υποχρέωση σε όλους τους τύπους χύμα μπύρας (πίλσεν ή οποιοδήποτε άλλο τύπο) που παράγονται από την Interbrew για όλες τις μάρκες της ή στα πλαίσια συμφωνίας για παραχώρηση άδειας. Η τροποποιημένη δέσμευση δεν εφαρμόζεται πλέον σε τύπους χύμα μπύρας που δεν παράγονται από την Interbrew (δηλαδή Trappist). Επιπλέον, επειδή η αναφορά σε συμφωνίες παραχώρησης άδειας στην ουσία αφορά μόνο την Tuborg και όχι τις ισχύουσες συμφωνίες συνεργασίας δυνάμει των οποίων η Interbrew διανέμει μπύρα σε τρίτους ζυθοπαραγωγούς, η μη ανταγωνιστική υποχρέωση δεν εφαρμόζεται πλέον σε μπύρα της Orval, Rodenbach, Van Honsebrouck (Kasteelbier) ή De Koninck. Η Interbrew κατάργησε επίσης την υποχρέωση ελάχιστης αγοράς (σε απόλυτη ποσότητα) για τον καταστηματάρχη.

38. Τούτο σημαίνει ότι στο μέλλον ο δεσμευμένος καταστηματάρχης θα είναι ελεύθερος να πωλήσει μπύρα Trappist χύμα και όλους τους τύπους μπύρας σε φιάλες και κουτιά.

39. Εάν στο μέλλον εμφανιστούν άλλοι τύποι χύμα μπύρας οι οποίοι δεν παράγονται από την Interbrew, εάν η Interbrew αρχίσει να παράγει μπύρα Trappist ή εάν επιθυμεί να συνάψει συμφωνίες παραχώρησης άδειας με άλλους τρίτους ζυθοποιούς, η Επιτροπή θα επανεκτιμήσει το πεδίο εφαρμογής της τροποποιημένης ρήτρας υποχρεωτικής ποσότητας.

6.3. Δικαιοχρησία

40. Για τον περιορισμένο αριθμό δικαιοχρησίας Leffe ή Hoegaarden, η Interbrew θα περιορίσει τη μη ανταγωνιστική υποχρέωση στον τύπο μπύρας (χύμα, σε φιάλη ή σε κουτί) που είναι υποκείμενη στον τύπο της δικαιοχρησίας. Τούτη θα επιβάλλει ωστόσο υποχρέωση ελάχιστης αγοράς γι' αυτόν τον τύπο μπύρας της τάξης του 25 % της συνολικής αγοράς μπύρας. Για το σύστημα δικαιοχρησίας Radio 2 δεν θα υπάρχει μη ανταγωνιστική υποχρέωση ή ρήτρα υποχρεωτικής ποσότητας.

41. Τούτο σημαίνει ότι στο μέλλον κάθε δικαιοχρήστης Leffe ή Hoegaarden θα είναι ελεύθερος να αγοράσει και να πωλήσει οποιοδήποτε τύπο μπύρας (χύμα, σε φιάλες ή σε κουτιά) από τρίτους ζυθοπαραγωγούς, με εξαίρεση την μπύρα αββαείου για pub-Leffe ή μπύρας από σιτάρι για pub-Hoegaarden. Ένας δικαιοδόχος Radio 2 θα είναι ελεύθερος να αγοράσει από τρίτους ζυθοποιούς και να πωλήσει οποιοδήποτε τύπο μπύρας (χύμα, σε φιάλες ή σε κουτιά).

42. Όπως ελέχθη ανωτέρω (παράγραφος 18), η Interbrew είναι ιδιοκτήτης πολλών καταστημάτων υπό δικαιοχρησία ή τα εκμισθώνει ως μισθωτής. Η Interbrew επιφυλάσσεται να μετατρέψει τις ισχύουσες συμβάσεις δικαιοχρησίας σε συμβάσεις υπομίσθωσης. Σ' αυτή την περίπτωση, τούτη θα επιβάλει τη ρήτρα της επιβολής της "χαμένης" ποσότητας για τις συμβάσεις μίσθωσης/υπομίσθωσης χωρίς να τις συνδυάσει με την υποχρέωση της ελάχιστης αγοράς 25 % για τη "δικαιοχρησία-μπύρας".

6.4. Παραχώρηση δικαιώματος εκμετάλλευσης

43. Η Interbrew θα επιφυλάξει την ίδια συμπεριφορά με εκείνη προς τις συμβάσεις υπομίσθωσης στις 100 περίπου συμφωνίες παραχώρησης δικαιώματος εκμετάλλευσης. Η περίπτωση όπου η Interbrew επιτυγχάνει παραχώρηση δικαιώματος εκμετάλλευσης μοιάζει με την περίπτωση στην οποία η Interbrew είναι ο μισθωτής. Τούτη θα καθορίσει έναν υπεύθυνο του καταστήματος ως υπομισθωτή και ο τελευταίος θα υπόκειται στη μη ανταγωνιστική υποχρέωση για τις συμβάσεις μίσθωσης/υπομίσθωσης.

44. Τούτο σημαίνει ότι ο υπεύθυνος του καταστήματος που λειτουργεί την παραχώρηση δικαιώματος της εκμετάλλευσης θα είναι ελεύθερος να πωλήσει χύμα μπύρα Trappist, καθώς και άλλους τύπους μπύρας σε φιάλες και κουτιά.

6.5. "Afstand openingstaks"

45. Η Interbrew πληροφόρησε την Επιτροπή ότι δεν θα επιβάλει πλέον μη ανταγωνιστικές υποχρεώσεις ή ρήτρες υποχρεωτικής ποσότητας σε ιδιοκτήτες καταστημάτων οι οποίοι θα αναλάβουν το κατάστημα από την Interbrew εντός ενός έτους αφότου η Interbrew περάτωσε την εκμετάλλευσή του.

V. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Ενόψει των τροποποιήσεων των κοινοποιηθεισών συμφωνιών, η Επιτροπή προτίθεται να λάβει θετική θέση έναντι αυτών των συμφωνιών. Η Επιτροπή, πριν υιοθετήσει μία θετική θέση, καλεί τα τρίτα μέλη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός ενός μηνός από την δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης ταχυδρομικώς στην ακόλουθη διεύθυνση ή με φαξ στον ακόλουθο αριθμό αναφέροντας την ένδειξη Comp/A37.904/F3 - Interbrew: European Commission Directorate-General for Competition

Directorate F

B - 1049 Βρυξέλλες Φαξ (32-2) 296 98 02.

Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος θεωρεί ότι οι παρατηρήσεις του περιέχουν επαγγελματικά απόρρητα, πρέπει να προσδιορίσει στο κείμενο τα χωρία που κατά τη γνώμη του δεν πρέπει να δημοσιευθούν διότι περιλαμβάνουν επαγγελματικά απόρρητα ή άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες και να αιτιολογήσει την άποψή του. Αν η Επιτροπή δεν λάβει σχετική αιτιολογημένη αίτηση, θα θεωρήσει ότι οι παρατηρήσεις δεν περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες.

(1) ΕΕ 13 της 21.12.1962, σ. 204/62.

(2) Ξενοδοχεία, εστιατόρια και καφετέριες.

(3) Στα περισσότερα προθεσμιακά δάνεια, ο δανειολήπτης δεν είναι μόνο υποχρεωμένος να καταβάλει το υπόλοιπο του κεφαλαίου όταν αποπληρώνει πρόωρα το δάνειο, αλλά επιπλέον αυτού και ένα ποσό για να αποζημιώσει τον δανειστή από το γεγονός ότι ο τελευταίος παίρνει το κεφάλαιό του πίσω πρόωρα και δεν θα λάβει πλέον το αναμενόμενο εισόδημα από τόκους.