52002PC0259R(01)

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ και 91/674/ΕΟΚ σχετικά με τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς εταιρειών ορισμένων μορφών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων /* COM/2002/0259 τελικό/2 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 227 E της 24/09/2002 σ. 0336 - 0341


Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ και 91/674/ΕΟΚ σχετικά με τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Εισαγωγή

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στη Λισσαβόνα στις 23 και 24 Μαρτίου 2000 τόνισε την ανάγκη να επιταχυνθεί η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, καθόρισε ως προθεσμία εφαρμογής του Σχεδίου Δράσης για τις Χρηματοπιστωτικές Υπηρεσίες της Επιτροπής το 2005 και τόνισε την ανάγκη να ληφθούν μέτρα για τη βελτίωση της συγκρισιμότητας των οικονομικών καταστάσεων που καταρτίζουν οι επιχειρήσεις της ΕΕ των οποίων οι τίτλοι είναι εισηγμένοι σε οργανωμένη αγορά αξιών.

Στις 13 Ιουνίου 2000, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο Στρατηγική χρηματοοικονομικής πληροφόρησης της ΕΕ: η μελλοντική πορεία. [1] Η ανακοίνωση προτείνει να καταστεί υποχρεωτικό για όλες τις εισηγμένες επιχειρήσεις της ΕΕ να καταρτίζουν τους ενοποιημένους λογαριασμούς τους σύμφωνα με ένα ενιαίο σύνολο λογιστικών προτύπων, δηλαδή τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ), το αργότερο από το 2005 και μετά. Η καθιέρωση ομοιόμορφων και υψηλής ποιότητας κανόνων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης στις κεφαλαιαγορές της ΕΕ θα αυξήσει την αποτελεσματικότητά τους και θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους των κεφαλαίων για τις εταιρείες.

[1] COM (2000)359 της 13.06.2000

Στις 17 Ιουλίου 2000, το Συμβούλιο ECOFIN χαιρέτησε την ανακοίνωση του Ιουνίου 2000 και τόνισε στα πορίσματά του ότι η συγκρισιμότητα των οικονομικών καταστάσεων εισηγμένων στην ΕΕ επιχειρήσεων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο ολοκλήρωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών. Το Συμβούλιο ECOFIN κάλεσε, επίσης, την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση για την εισαγωγή της νέας αυτής υποχρέωσης και να θεσπίσει έναν κατάλληλο μηχανισμό αναγνώρισης των ΔΛΠ.

Στις 13 Φεβρουαρίου 2001, η Επιτροπή ενέκρινε πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων [2] (κανονισμός ΔΛΠ). Η πρόταση καθορίζει τον μηχανισμό αναγνώρισης των ΔΛΠ στην ΕΕ δηλ. ότι θα εξετάζονται βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων και ότι θα εγκρίνονται από την ΕΕ όταν κρίνονται κατάλληλα βάσει των κριτηρίων αυτών.

[2] COM (2000)80 της 13.02.2001

Το σημαντικότερο είναι ότι η πρόταση υποχρεώνει, από το 2005 και μετά, όλες τις εισηγμένες επιχειρήσεις της ΕΕ, να καταρτίζουν τις ενοποιημένες οικονομικές τους καταστάσεις βάσει των εγκεκριμένων ΔΛΠ. Προσφέρει, επίσης, στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να καταστήσουν υποχρεωτική ή προαιρετική την εφαρμογή των εγκεκριμένων ΔΛΠ και από μη εισηγμένες επιχειρήσεις.

Μια πρόσφατη έρευνα [3] σε 700 εισηγμένες σε χρηματιστήριο της ΕΕ επιχειρήσεις αποκάλυψε ότι το 79 % των οικονομικών διευθυντών τους υποστηρίζει τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι τα ΔΛΠ πρέπει να καταστούν υποχρεωτικά για τις εισηγμένες στην ΕΕ επιχειρήσεις μέχρι το 2005. Οι λόγοι που καθιστούν επιτακτική τη μετάβαση σε ΔΛΠ είναι περισσότερο στρατηγικής και χρηματοοικονομικής φύσεως παρά λογιστικής. Σε αυτούς συγκαταλέγονται η εμπορευσιμότητα, οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, ο διάλογος με τους μετόχους και η συγκέντρωση κεφαλαίων.

[3] PricewaterhouseCoopers - International Accounting Standards in Europe - 2005 or now-

Οι τρέχουσες λογιστικές υποχρεώσεις που ισχύουν στην ΕΕ βασίζονται κατά κύριο λόγο στην ακόλουθη κοινοτική νομοθεσία (στο εξής : λογιστικές οδηγίες):

* Η τέταρτη οδηγία του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ της 25 Ιουλίου 1978 για τους ετήσιους λογαριασμούς εταιρειών ορισμένων μορφών καθορίζει τις υποχρεώσεις όσον αφορά την κατάρτιση των ετήσιων λογαριασμών των επιχειρήσεων [4].

[4] ΕΕ αριθ L222 της 14. 8.1978, σ. 11. Οδηγία που τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με την οδηγία 2001/65/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L283 της 27.10.2001, σ. 28).

* Η έβδομη οδηγία του Συμβουλίου 83/349/ΕΟΚ της 13ης Ιουνίου 1983 για τους ενοποιημένους λογαριασμούς καθορίζει τις υποχρεώσεις όσον αφορά την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών των επιχειρήσεων [5]

[5] ΕΕ αριθ L193 της 18.7. 1983, σ. 1. Οδηγία που τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με την οδηγία 2001/65/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L283 της 27.10.2001, σ. 28).

* Η οδηγία του Συμβουλίου 86/635/ΕΟΚ της 8ης Δεκεμβρίου 1986 για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ασχολείται με τα θέματα αυτά ειδικά για τα εν λόγω ιδρύματα [6]. και

[6] ΕΕ αριθ L372 της 31.12.1986, σ. 1. Οδηγία που τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με την οδηγία 2001/65/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L283 της 27.10.2001, σ. 28).

* Η οδηγία 91/674/ΕΟΚ της 19ης Δεκεμβρίου 1991 για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων καθορίζει ειδικές υποχρεώσεις όσον αφορά την κατάρτιση των λογαριασμών των οργανισμών αυτών. [7]

[7] ΕΕ αριθ L374 της 31.12.1991, σ. 7

Οι λογιστικές οδηγίες θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον μηχανισμό έγκρισης ΔΛΠ στο πλαίσιο του προταθέντος κανονισμού για τα ΔΛΠ. Επιπλέον, θα συνεχίσουν να αποτελούν το υπόβαθρο της λογιστικής νομοθεσίας για οντότητες που δεν καταρτίζουν τους ετήσιους ή τους ενοποιημένους λογαριασμούς τους σύμφωνα με εγκεκριμένα ΔΛΠ κατ' εφαρμογή του κανονισμού για τα ΔΛΠ. Τέλος, ασχολούνται με σημαντικά ζητήματα τα οποία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού για τα ΔΛΠ (π.χ. την υποχρέωση πραγματοποίησης ελέγχου και κατάρτισης ετήσιας έκθεσης) και θα συνεχίσουν να διέπουν τους τομείς αυτούς.

Οι λογιστικές οδηγίες έμειναν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες από τότε που εκδόθηκαν, δηλαδή πριν 23 χρόνια. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα η λογιστική θεωρία και η αποδεκτή πρακτική εξελίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό και συνεχίζουν να εξελίσσονται. Πολλές μελέτες καταρτίσθηκαν ή λήφθηκαν από την Επιτροπή οι οποίες δείχνουν ότι, από πολλές απόψεις, οι λογιστικές οδηγίες εξακολουθούν να συμπορεύονται με την τρέχουσα λογιστική θεωρία και πράξη. Ωστόσο σε ορισμένους περιορισμένους τομείς οι απαιτήσεις είναι ασυμβίβαστες με τα ΔΛΠ τα οποία η ΕΕ θα επιδιώξει να υιοθετήσει κατ' εφαρμογή του κανονισμού για τα ΔΛΠ. Η κατάσταση αυτή είναι απαράδεκτη για δύο λόγους:

Πρώτον, εάν οι λογιστικές οδηγίες προορίζονται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον μηχανισμό έγκρισης ΔΛΠ βάσει του προταθέντος κανονισμού για τα ΔΛΠ, τότε πρέπει να αντικατοπτρίζουν τις τρέχουσες εξελίξεις στον χώρο της λογιστικής. Από την άποψη αυτή, οι οδηγίες πρέπει να διαρθρωθούν έτσι ώστε να είναι ευπροσάρμοστες και συνεκτικές με την μελλοντική εσωτερική εξέλιξη των ΔΛΠ - δεν πρέπει να απαιτείται τροποποίηση των οδηγιών κάθε φορά που προτείνεται ένα νέο ΔΛΠ.

Δεύτερον, πρέπει να ισχύουν συνθήκες ισοτιμίας μεταξύ των επιχειρήσεων που εφαρμόζουν τα ΔΛΠ και εκείνων που δεν τα εφαρμόζουν. Αυτό είναι απαραίτητο για να καταστεί δυνατή η ομαλή μετάβαση σε περίπτωση εισαγωγής μιας επιχείρησης σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά.

Ως εκ τούτου η παρούσα πρόταση έχει τριπλό σκοπό:

(1) Να εξαλειφθούν όλες οι υφιστάμενες συγκρούσεις μεταξύ των λογιστικών οδηγιών και των ΔΛΠ

(2) Να εξασφαλισθεί ότι οι εναλλακτικές δυνατότητες λογιστικής μεταχείρισης που προσφέρονται σήμερα βάσει των ΔΛΠ θα παρέχονται σε κοινοτικές επιχειρήσεις που συνεχίζουν να λαμβάνουν τις λογιστικές οδηγίες ως βάση της λογιστικής τους νομοθεσίας (π.χ. οι επιχειρήσεις εκείνες που δεν καταρτίζουν τους ετήσιους ή ενοποιημένους λογαριασμούς τους βάσει εγκεκριμένων ΔΛΠ κατ' εφαρμογήν του κανονισμού για τα ΔΛΠ) και

(3) Να επικαιροποιηθεί η βασική δομή των λογιστικών οδηγιών ούτως ώστε να παρέχουν ένα πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης ανταποκρινόμενο στις σύγχρονες πρακτικές και αρκετά ευέλικτο ώστε να παρέχει περιθώρια για την μελλοντική εξέλιξη των ΔΛΠ.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις θα άρουν όλες τις ασυμφωνίες μεταξύ των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ και 91/674/ΕΟΚ και των ΔΛΠ που υπήρχαν μέχρι την 1η Μαΐου 2002.

Η Επιτροπή θα υποβάλει εγκαίρως συνεκτικές προτάσεις όσον αφορά την οδηγία 86/635/ΕΟΚ της 8ης Δεκεμβρίου 1986 για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

2. Χρόνος και ημερομηνία εφαρμογής

Παραπάνω επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο της Λισσαβόνας έθεσε ως προθεσμία το 2005 για την εφαρμογή του Προγράμματος δράσης της Επιτροπής για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Ο κανονισμός για τα ΔΛΠ και ο εκσυγχρονισμός των λογιστικών οδηγιών αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία του προγράμματος αυτού. Προκειμένου να τηρηθεί επιτυχώς η προθεσμία αυτή αμφότερα τα μέτρα αυτά πρέπει να ολοκληρωθούν πριν το 2005. Ως εκ τούτου η εφαρμογή της προτεινόμενης νομοθεσίας το συντομότερο δυνατό, έχει εξέχουσα σημασία.

3. Σύντομη περιγραφή του περιεχομένου της πρότασης

3.1. Άρθρο 1

Λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους που ορίζονται παραπάνω, το άρθρο 1 επιφέρει τις αναγκαίες τροποποιήσεις στην τέταρτη οδηγία του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ της 25ης Ιουλίου 1978 σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς επιχειρήσεων ορισμένων μορφών.

Παράγραφος 1 - Είναι πολύ κοινό ορισμένες πρόσθετες καταστάσεις να παρέχονται μαζί με τους ετήσιους λογαριασμούς, όπως π.χ. η κατάσταση ταμειακών ροών. Η παρούσα αναθεώρηση παρέχει ρητά την εξουσία στα κράτη μέλη να επιτρέπουν ή να απαιτούν την ενσωμάτωση καταστάσεων του τύπου αυτού στους ετήσιους λογαριασμούς. Βλ. επίσης παρόμοια τροποποίηση για τους ενοποιημένους λογαριασμούς στο άρθρο 2, παράγραφος 7.

Παράγραφος 2 - Η λογιστική αρχή της 'υπεροχής της ουσίας επί της μορφής' - βάσει της οποίας το οικονομικό αποτέλεσμα μιας συναλλαγής ή μιας ρύθμισης εξετάζεται πέρα από τη νομική της μορφή - έχει ήδη ενσωματωθεί στις λογιστικές οδηγίες (π.χ. για τον καθορισμό της ταυτότητας θυγατρικών επιχειρήσεων). Αυτό συνάδει με την υποχρέωση να παρέχουν οι ετήσιοι (και οι ενοποιημένοι) λογαριασμοί "πραγματική εικόνα" της επιχείρησης (άρθρο 2 παράγραφος 3).

Εκτός από την αναγνώριση των στοιχείων αυτών στην οδηγία καθορίζεται και ο τρόπος δημοσιοποίησής τους στο προκαθορισμένο πλαίσιο του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως και του ισολογισμού. Βάσει των ΔΛΠ ορισμένες συναλλαγές και διακανονισμοί πρέπει να δημοσιοποιούνται στον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως και στον ισολογισμό σε θέσεις που αντικατοπτρίζουν περισσότερο την ουσία της συναλλαγής ή του διακανονισμού παρά τη νομική μορφή της. Η παρούσα αναθεώρηση παρέχει ρητά στα κράτη μέλη την εξουσία να επιτρέπουν ή να απαιτούν να λαμβάνεται υπόψη τόσο η ουσία όσο και η μορφή όταν αποφασίζεται σε ποια θέση θα εμφανισθεί ένα ποσό.

Παράγραφοι 3 και 6 - Η διάρθρωση του ισολογισμού όπως ορίζεται στα άρθρα 9 και 10 της 4ης οδηγίας δεν θα επέτρεπε σε όλες τις περιπτώσεις την κατάρτιση του ισολογισμού σύμφωνα με τις απαιτήσεις των ΔΛΠ. Θεωρείται ότι οι υποχρεώσεις δημοσιοποίησης που επιβάλλουν τα ΔΛΠ όσον αφορά τον ισολογισμό θα προσφέρουν συγκρίσιμες πληροφορίες και ότι, ως εκ τούτου, θα πρέπει να δοθεί στα κράτη μέλη η εξουσία να επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση με τον τρόπο αυτόν ως εναλλακτική λύση στα όσα ορίζουν τα άρθρα 9 και 10.

Παράγραφοι 4, 5, 7, 9 και 11 - Το ΔΛΠ 37 Προβλέψεις, ενδεχόμενες υποχρεώσεις και ενδεχόμενες απαιτήσεις θεσπίζει ειδικές απαιτήσεις ως προς τα ποσά που πρέπει να εγγράφονται ως προβλέψεις για κινδύνους. Στην 4η οδηγία το άρθρο 31 θεσπίζει ορισμένους βασικούς κανόνες όσον αφορά τις υποχρεώσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την κατάρτιση των ετήσιων λογαριασμών και το άρθρο 20 αναπτύσσει τις εν λόγω αρχές με ειδικούς κανόνες όσον αφορά τις προβλέψεις.

Οι προβλέψεις που αναγράφονται βάσει των ΔΛΠ είναι πιο ειδικευμένες από εκείνες της 4ης οδηγίας. Συγκεκριμένα, το ΔΛΠ περιορίζει τα ποσά που εγγράφονται στις υποχρεώσεις εκείνες που υφίστανται κατά την ημερομηνία κατάρτισης του ισολογισμού. Εκτός από τα ποσά αυτά, η 4η οδηγία περιλαμβάνει προβλέψεις για "ενδεχόμενες" υποχρεώσεις. Η πρόταση λύνει το πρόβλημα αυτό στην περίπτωση επιχειρήσεων που εφαρμόζουν το ΔΛΠ χωρίς να αλλάζει αναγκαστικά το καθεστώς για τους ετήσιους λογαριασμούς και τις μη εισηγμένες επιχειρήσεις. Αυτό επιτεύχθηκε με τροποποίηση του άρθρου 31 ούτως ώστε να απαιτείται η αναγνώριση ποσών σε αρμονία με τα ΔΛΠ επιτρέποντας παράλληλα στα κράτη μέλη να συνεχίσουν να επιτρέπουν ή να απαιτούν την εγγραφή των πρόσθετων αυτών ποσών που προβλέπει σήμερα η οδηγία. Εκτός αυτού, προτάθηκαν και ορισμένες μικρές τροποποιήσεις στην ορολογία και τις παραπομπές ούτως ώστε να διευκολυνθεί η εφαρμογή του ΔΛΠ 37.

Παράγραφος 8 - Η αναθεώρηση αυτή αφορά τη διάρθρωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως της επιχείρησης που αποτελεί την κατάσταση στην οποία αναφέρονται τα έσοδα και οι δαπάνες της επιχείρησης, σκοπός του οποίου είναι να απεικονίζει τις οικονομικές της επιδόσεις. Άλλα κέρδη και ζημίες, π.χ. εκείνα που απορρέουν από ορισμένες απαιτήσεις και θεωρούνται ότι δεν έχουν υλοποιηθεί, εμφανίζονται απευθείας στις προβλέψεις της επιχείρησης, όταν και εφόσον καταγράφονται.

H διάθρωση του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως που ορίζεται στα άρθρα 22 έως 26 της 4ης οδηγίας είναι συμβιβάσιμη με τις τρέχουσες απαιτήσεις των ΔΛΠ. Ωστόσο, η παρουσίαση της απόδοσης εξετάζεται σήμερα από τους αρμόδιους για τον καθορισμό λογιστικών προτύπων σε ολόκληρο τον κόσμο περιλαμβανομένου του Διεθνούς Οργανισμού Λογιστικών Προτύπων. Είναι πολύ πιθανό ότι κάποια στιγμή στο μέλλον τα έσοδα και οι δαπάνες που εμφανίζονται στον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως θα εμφανίζονται από κοινού με άλλα κέρδη και ζημίες σε μια γενική κατάσταση της συνολικής απόδοσης για την περίοδο αναφοράς. Ως εκ τούτου, οι προτάσεις παρέχουν στην οδηγία αρκετή ευελιξία ούτως ώστε οι απαιτήσεις της να είναι συμβιβάσιμες με τις αναμενόμενες αυτές εξελίξεις.

Παράγραφος 10 - ΔΛΠ 38 Άυλα περιουσιακά στοιχεία επιτρέπει, υπό ορισμένες συνθήκες, την αναπροσαρμογή της αξίας των άυλων περιουσιακών στοιχείων. Η 4η οδηγία επιτρέπει ρητά την αναπροσαρμογή της αξίας των ενσώματων πάγιων στοιχείων. Δεν αναφέρεται στην αναπροσαρμογή της αξίας άυλων στοιχείων. Με την αναθεώρηση τροποποιείται το άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχείο γ) για να αποκτήσουν τα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιτρέψουν την αναπροσαρμογή της αξίας όλων των πάγιων στοιχείων, περιλαμβανομένων και των άυλων.

Παράγραφοι 12 και 22 - Τον Μάιο του 2001, εκδόθηκε η οδηγία (2001/65/ΕΟΚ [8]) για την τροποποίηση της 4ης οδηγίας ούτως ώστε να επιτραπεί η εμφάνιση των χρηματοοικονομικών μέσων στην πραγματική τους αξία και η εγγραφή των σχετικών κερδών και ζημιών στον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως. Επρόκειτο για κάτι το αναγκαίο προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή του ΔΛΠ 39 Χρηματοπιστωτικά μέσα: Αναγνώριση και αποτίμηση.

[8] ΕΕ αριθ. L283 της 27.10. 2001, σ. 28

Άλλα ΔΛΠ απαιτούν ή επιτρέπουν την αναγνώριση ορισμένων κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων στην πραγματική τους αξία ιδίως το ΔΛΠ 40 Επενδύσεις σε ακίνητα και ΔΛΠ 41 Γεωργία. Τα πρότυπα αυτά περιέχουν αναλυτικές απαιτήσεις όσον αφορά την πραγματική αξία και, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τα κέρδη και οι ζημίες που απορρέουν από την αναγνώρισή τους στην πραγματική αξία τους πρέπει να περιλαμβάνονται στον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως. Η προτεινόμενη αναθεώρηση με την προσθήκη των νέων άρθρων 42 ε) και 42 στ), είναι απαραίτητη για να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των εν λόγω προτύπων. Είναι αναμενόμενο ότι ένα κράτος μέλος το οποίο επιτρέπει τη χρησιμοποίηση και μια επιχείρηση η οποία υιοθετεί την αρχή της πραγματικής αξίας, θα το πράξουν μόνον στο πλαίσιο ενός λογιστικού συστήματος γενικής αποδοχής όπως αυτό που προσφέρουν τα εγκεκριμένα ΔΛΠ.

Η αναθεώρηση περιλαμβάνει μια γενική διάταξη με την οποία τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούνται να επιτρέπουν μεταχείριση του είδους αυτούς για οποιαδήποτε συγκεκριμένη κατηγορία ή κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων. Πρόκειται για κάτι το θεμελιώδες προκειμένου να αντιμετωπισθούν με την αναθεώρηση οι μελλοντικές εξελίξεις.

Για να αποφευχθεί η σύγχυση, η ορολογία του άρθρου 60 της οδηγίας τροποποιήθηκε από "τρέχουσα αξία" σε "πραγματική αξία".

Παράγραφοι 13, 21 και 23 - Οι παράγραφοι αυτές αφορούν επακόλουθες τροποποιήσεις στις παραπομπές.

Παράγραφος 14 - Η 4η οδηγία περιλαμβάνει την υποχρέωση κατάρτισης ετήσιας έκθεσης η οποία πρέπει να δίνει "τουλάχιστον μια πραγματική εικόνα της εξέλιξης των δραστηριοτήτων της επιχείρησης και της θέσης της". Η ερμηνεία της απαίτησης αυτής οδήγησε σε ένα ευρύ φάσμα δημοσιοποιήσεων, που εκτείνεται από εκείνες που συμβάλλουν στην κατανόηση των ετήσιων λογαριασμών μέχρι τις απλώς στοιχειώδεις. Μολονότι δεν προτείνεται αλλαγή στη βασική υποχρέωση της παροχής μιας "πραγματικής εικόνας" απώτερος σκοπός είναι να προβληθεί το θέμα της αύξησης της συνοχής των εκθέσεων αυτών από ποιοτική άποψη και να υπάρξει πρόσθετη καθοδήγηση όσον αφορά το πληροφοριακό περιεχόμενο που αναμένεται σε μια "πραγματική εικόνα".

Προτείνοντας τις τροποποιήσεις αυτές, λήφθηκε υπόψη η τρέχουσα βέλτιστη πρακτική και συγκεκριμένα το πρόσφατο έγγραφο "Management's analysis of the business" που συνέταξε η Ευρωπαϊκή ομάδα μελέτης θεμάτων λογιστικής (European Accounting Study Group καθώς και οι δημοσιοποιήσεις που προβλέπονται βάσει των ΔΛΠ. Αποφεύχθηκε η συμπερίληψη αναλυτικών διατάξεων προκειμένου να μην οδηγήσουν οι υποχρεώσεις αυτές σε απλώς τυπικές δημοσιοποιήσεις. Αυτό θα επιτρέψει την περαιτέρω εξέλιξη της βέλτιστης πρακτικής στο μέλλον.

Όπως ορίζεται στη σύσταση της Επιτροπής, της 30ής Μαΐου 2001, σχετικά με τη λογιστική καταχώρηση, την εκτίμηση και τη δημοσιοποίηση περιβαλλοντικών θεμάτων στους ετήσιους λογαριασμούς και στις ετήσιες εκθέσεις των εταιρειών (2001/453/EC) [9], οι διατάξεις ορίζουν ότι οι περιλαμβανόμενες πληροφορίες δεν πρέπει να περιορίζονται στις οικονομικές πτυχές των δραστηριοτήτων της εταιρείας. Αναμένεται ότι αυτό θα οδηγήσει στην ανάλυση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και λοιπών πτυχών και ότι θα συμβάλλει στην κατανόηση της ανάπτυξης και της θέσης της επιχείρησης.

[9] ΕΕ αριθ. L156 της 13.6.2001, σ. 33

Παράγραφος 15 - Ως συνέπεια των προτεινόμενων τροποποιήσεων στο άρθρο 51 της 4ης οδηγίας, βλ. παραγράφους 17 και 18 παρακάτω, η τελευταία φράση του άρθρου 48 σχετικά με τη δημοσίευση ορισμένων στοιχείων της έκθεσης του νόμιμου ελεγκτή, διαγράφεται.

Παράγραφος 16 - Η παράγραφος αυτή τροποποιεί τη διάταξη της 4ης οδηγίας η οποία διέπει την έκδοση της έκθεσης ελέγχου και τις αναφορές σε αυτήν στην περίπτωση δημοσίευσης αποσπασμάτων από τους ετήσιους λογαριασμούς. Οι απαιτήσεις τροποποιούνται ούτως ώστε να αντικατοπτρίζουν την τρέχουσα πρακτική ενώ, πέραν αυτού, επιβάλλεται η δημοσιοποίηση όλων των θεμάτων τα οποία επεσήμανε ο ελεγκτής χωρίς να διατυπώσει επιφυλάξεις στην έκθεση ελέγχου.

Παράγραφος 17 και 18 - Πρότυπα όσον αφορά τον έλεγχο καθώς και την κατάρτιση και μορφή της έκθεσης ελέγχου υπάρχουν σε όλα τα κράτη μέλη. Δυστυχώς, η ερμηνεία των προτύπων αυτών δεν οδήγησε στον αναμενόμενο βαθμό εναρμόνισης πράγμα το οποίο σημαίνει ότι οι εκθέσεις ελέγχου διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών. Με τις διαφορές αυτές, που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι σημαντικές, μειώνουν τη συγκρισιμότητα και μειώνουν τις δυνατότητες κατανόησης αυτού του σημαντικού στοιχείου της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης. Οι τροποποιήσεις που προτείνονται σχετικά με την έκθεση ελέγχου αντικατοπτρίζουν την τρέχουσα βέλτιστη πρακτική ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο των εκθέσεων ελέγχου και θα ενθαρρύνουν την εναρμόνισή τους.

Παράγραφος 19 - Η τροποποίηση αυτή επικαιροποιεί την οδηγία ούτως ώστε να αναφέρεται στο ευρώ.

Παράγραφος 20 - Η 4η οδηγία προβλέπει ορισμένες απαλλαγές, γενικά όσον αφορά την υποχρέωση δημοσιοποίησης ορισμένων στοιχείων στους ετήσιους λογαριασμούς ανάλογα με την οικονομική σπουδαιότητα της εταιρείας. Όπως και με τις προτάσεις της Επιτροπής για την εφαρμογή ΔΛΠ από τις εισηγμένες επιχειρήσεις της ΕΕ, πιστεύεται ότι οι απαλλαγές αυτές δεν πρέπει να ισχύουν για όλες τις εισηγμένες εταιρείες ανεξαρτήτως του οικονομικού τους μεγέθους. Αυτό αντικατοπτρίζει την εξαιρετική οικονομική σημασία που αποδίδεται στην διάθεση των μετοχών της εταιρείας στην αγορά. Ως εκ τούτου, η αναθεώρηση καταργεί τις απαλλαγές αυτές στην περίπτωση των εν λόγω εταιρειών.

3.2. Άρθρο 2

Εκτός από τους προαναφερόμενους στόχους, το άρθρο 2 επιφέρει τις αναγκαίες τροποποιήσεις στην έβδομη οδηγία του Συμβουλίου αριθ. 83/349/ΕΟΚ της 13ης Ιουνίου 1983 σχετικά με τους ενοποιημένους λογαριασμούς.

Παράγραφος 1 - Το άρθρο 1 της 7ης οδηγίας δίνει τον ορισμό των επιχειρήσεων που θεωρούνται "θυγατρικές" μιας μητρικής επιχείρησης. Οι τρέχουσες διατάξεις αναγνωρίζουν ότι μια επιχείρηση μπορεί να ελέγχεται με την άσκηση κυριαρχικής επιρροής (πραγματικός έλεγχος), ακόμη και στην περίπτωση που δεν ελέγχεται η πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου της επιχείρησης (έλεγχος εκ του νόμου). Εντούτοις, οι τρέχουσες διατάξεις απαιτούν την ύπαρξη συμμετοχής (όπως αναφέρεται στο άρθρο 17 της 4ης οδηγίας - δηλαδή μια ελάχιστη συμμετοχή στο κεφάλαιο της επιχείρησης). Βάσει των ΔΛΠ, μια επιχείρηση αποτελεί θυγατρική εφόσον ελέγχεται από μητρική επιχείρηση, ανεξαρτήτως του εάν η μητρική επιχείρηση συμμετέχει στο κεφάλαιο της θυγατρικής της.

Tο θέμα απέκτησε σημασία τα τελευταία χρόνια με την ανάπτυξη νομικών δομών (που συχνά αναφέρονται ως Οικονομικές Μονάδες Ειδικού Καθεστώτος) σχεδιασμένων να δίνουν την εντύπωση θυγατρικής επιχείρησης χωρίς να συνιστούν κατ' ουσίαν θυγατρική επιχείρηση σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 1. Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι η τρέχουσα απαίτηση της οδηγίας για την ύπαρξη συμμετοχής δεν είναι πλέον κατάλληλη και προτείνεται η διαγραφή της. Με τον τρόπο αυτόν η οδηγία προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των ΔΛΠ.

Παράγραφοι 2, 4(β), 5, 6, 9 και 10 - Η 7η οδηγία απαιτεί τον αποκλεισμό μιας επιχείρησης από τους ενοποιημένους λογαριασμούς της μητρικής επιχείρησης όταν οι δραστηριότητές της είναι ασυμβίβαστες σε τέτοιο βαθμό με τις δραστηριότητες της μητρικής επιχείρησης ώστε η συμπερίληψή της να μην ικανοποιούσε την απαίτηση βάσει της οποίας οι ενοποιημένοι λογαριασμοί πρέπει να παρέχουν μια πραγματική συνολική εικόνα των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται σε αυτούς.

Είναι πλέον γενικώς αποδεκτό ότι αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. Ανεξάρτητα από το διαφορετικό χαρακτήρα των δραστηριοτήτων η λογιστική μεταχείριση που αρμόζει στην περίπτωση αυτή είναι να συμπεριληφθεί η επιχείρηση μαζί με τις κατάλληλες εξηγήσεις ως προς τον αντίκτυπό της στους ενοποιημένους λογαριασμούς. Ως εκ τούτου η απαίτηση αυτή θεωρείται πλέον παρωχημένη και διαγράφεται. Με τον τρόπο αυτόν η οδηγία ευθυγραμμίζεται στις απαιτήσεις των ΔΛΠ.

Ακολουθούν ορισμένες τροποποιήσεις με τις οποίες διαγράφονται οι αναφορές στη διαγραφείσα απαίτηση.

Παράγραφοι 3(α), 4(γ) και 13 - Η 7η οδηγία παρέχει έναν περιορισμένο αριθμό απαλλαγών από τις απαιτήσεις της βάσει της οικονομικής σπουδαιότητας της εταιρείας. Όπως και στις προτάσεις της Επιτροπής για την εφαρμογή ΔΛΠ από κοινοτικές επιχειρήσεις εισηγμένες σε αγορά κινητών αξιών, πιστεύεται ότι οι απαλλαγές αυτές δεν πρέπει να ισχύουν για όλες τις εισηγμένες εταιρείες ανεξαρτήτως του οικονομικού τους μεγέθους. Αυτό αντικατοπτρίζει την εξαιρετική σημασία που αποδίδεται στην διάθεση των μετοχών της εταιρείας στην αγορά. Ως εκ τούτου, οι απαλλαγές αυτές καταργούνται στην περίπτωση των εν λόγω εταιρειών.

Παράγραφοι 3(β) και 4(α) - Με αυτές διαγράφονται παρωχημένες διατάξεις σχετικά με χρονικούς περιορισμούς.

Παράγραφος 7 - Ορισμένες πρόσθετες καταστάσεις συνηθίζεται να συνοδεύουν τους ενοποιημένους λογαριασμούς όπως π.χ. η κατάσταση ταμειακών ροών. Με την παρούσα αναθεώρηση τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούνται ρητά να επιτρέπουν ή να απαιτούν την συμπερίληψη των εγγράφων αυτών στους ενοποιημένους λογαριασμούς. Βλ. επίσης ανάλογη τροποποίηση όσον αφορά τους ετήσιους λογαριασμούς στο άρθρο 1, παράγραφος 1.

Παράγραφος 8 - Πρόκειται για τροποποίηση που είναι απόρροια των ανωτέρω τροποποιήσεων στην 4η οδηγία.

Παράγραφος 11 - Οι τροποποιήσεις αυτές διευρύνουν το πεδίο της καθοδήγησης όσον αφορά το περιεχόμενο της ενοποιημένης ετήσιας έκθεσης και ανταποκρίνονται σε εκείνες του άρθρου 1, παράγραφος 14 ανωτέρω. Στις περιπτώσεις που απαιτείται τόσο ετήσια έκθεση όσο και ενοποιημένη ετήσια έκθεση μπορεί να κριθεί κατάλληλη η υποβολή της ανάλυσης ως ένα ενιαίο έγγραφο πραγματευόμενο κυρίως θέματα που έχουν σημασία για τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση ως σύνολο.

Παράγραφος 12 - Οι τροποποιήσεις σχετίζονται με την έκθεση ελέγχου για τους ενοποιημένους λογαριασμούς και συνάδουν με εκείνες του άρθρου 1, παράγραφοι 17 και 18 ανωτέρω.

3.3. Άρθρο 3

Εκτός από τους στόχους που τίθενται παραπάνω το άρθρο 3 επιφέρει τις τροποποιήσεις εκείνες που είναι αναγκαίες για να καταστεί η οδηγία 91/674/ΕΟΚ της 19ης Δεκεμβρίου 1991 σχετικά με τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων συμβιβάσιμη με τα ΔΛΠ.

Οι περισσότερες τροποποιήσεις αποτελούν απόρροια εκείνων που επέρχονται ανωτέρω στην 4η οδηγία.

Προτείνονται πρόσθετες αλλαγές προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι τροποποιήσεις που επήλθαν τον Μάιο του 2001 στην 4η και την 7η οδηγία καθώς και στην οδηγία 86/637/ΕΟΚ με την οδηγία 2001/65/ΕΟΚ. Οι αλλαγές αυτές αφορούν τη χρήση της πραγματικής αξίας στην περίπτωση ορισμένων συγκεκριμένων στοιχείων βάσει του ΔΛΠ 39 Χρηματοπιστωτικά μέσα: Αναγνώριση και αποτίμηση.

Δεν προτείνονται, επί του παρόντος τροποποιήσεις στη διάρθρωση που έχει καθιερωθεί όσον αφορά τον ισολογισμό και τον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Οι πιθανές αλλαγές θα μελετηθούν και στις περιπτώσεις που κριθεί αναγκαίο θα επέλθουν, μόνον μετά τη δημοσίευση ενός διεθνούς προτύπου οικονομικών καταστάσεων ειδικά για την ασφαλιστική λογιστική.

Παράγραφος 1 - Η πρώτη πρόταση του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 91/674/ΕΟΚ επικαιροποιήθηκε ούτως ώστε να αναφέρεται στα νέα και στα τροποποιημένα άρθρα της 4ης οδηγίας ως εξής:

* Προστέθηκε νέα αναφορά στο άρθρο 51α μετά την προσθήκη του άρθρου αυτού στην 4η οδηγία (βλ. άρθρο 1, παράγραφος 18).

* Προστέθηκε νέα αναφορά στα άρθρα 42α-42στ της 4ης οδηγίας όσον αφορά την πραγματική αξία

* Η αναφορά στο άρθρο 43 της 4ης οδηγίας τροποποιήθηκε για να περιλάβει και το σημείο 14 που αφορά δημοσιοποιήσεις βάσει της πραγματικής αξίας.

* Προστέθηκε επίσης αναφορά στο άρθρο 61α της 4ης οδηγίας για την αναθεώρηση των διατάξεων σχετικά με την αποτίμηση στην πραγματική αξία μετά από τρία έτη χρήσης (ή πέντε έτη μετά την έγκριση της οδηγίας).

* Σχετικά με την αναφορά στο άρθρο 46, γίνεται προσθήκη στις παραγράφους 1 και 2.

* Προστέθηκε νέα αναφορά στο άρθρο 50a για λόγους πληρότητας.

* Η αναφορά στο άρθρο 54 αφαιρέθηκε, δεδομένου ότι το άρθρο αυτό δεν υφίσταται πλέον.

Επιπλέον, προστέθηκε νέα, δεύτερη φράση σε σχέση με τα χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού. Περιλαμβάνει ρήτρα διπλής "υπεροχής" η οποία ορίζει ότι τα άρθρα 46 έως 48, 51 και 53 της οδηγίας 91/674/ΕΟΚ δεν θα ισχύουν για στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού που αποτιμώνται βάσει του μέρους 7α της 4ης οδηγίας. Η παράγραφος καθορίζει την ιεραρχία των κανόνων της οδηγίας 91/674/ΕΟΚ και της 4ης οδηγίας όσον αφορά τα χρηματοοικονομικά μέσα και ανταποκρίνεται στην τροποποίηση της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ που επήλθε τον Μάιο του 2001 με την οδηγία 2001/65/ΕΟΚ.

Εκτός αυτού, το άρθρο 1 παράγραφος 2 αναθεωρήθηκε ούτως ώστε να αντικατοπτρίζει τις αλλαγές στις παραπομπές.

Παράγραφος 2 - Η παράγραφος αυτή τροποποιεί την ορολογία.

Παράγραφος 3 - Προκειμένου να διευκολυνθεί η πλήρης εφαρμογή του ΔΛΠ 39, περιλήφθηκε τροποποίηση στο άρθρο 46 παράγραφος 5 με την οποία τα κράτη μέλη αποκτούν τη δυνατότητα να επιτρέπουν στις εταιρείες να εφαρμόζουν διαφορετικές μεθόδους αποτίμησης σε διαφορετικά επί μέρους στοιχεία επενδύσεων που φέρουν αραβικό αριθμητικό ψηφίο ή εμφανίζονται στη θέση του ενεργητικού Γ Ι στον ισολογισμό. Μία τροποποίηση του άρθρου 46, παράγραφος 6 απαιτεί, στην περίπτωση εφαρμογής διαφορετικών μεθόδων, να περιλαμβάνεται στις σημειώσεις των λογαριασμών περιγραφή των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν καθώς και το ποσό που υπολογίσθηκε βάσει αυτών.

3.4. Άρθρα 4 έως 6 - Τελικές διατάξεις

Οι διατάξεις των άρθρων αυτών αφορούν την έγκριση και τη διοικητική διαχείριση της προτεινόμενης οδηγίας.

4. Αλλα Θέματα

Όπως τονίζεται παραπάνω στο μέρος 1, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις θα άρουν όλες τις ασυμφωνίες μεταξύ των οδηγιών 78/660/EΟΚ, 83/349/EΟΚ και 91/674/EΟΚ και των υφιστάμενων την 1η Μαΐου 2002, ΔΛΠ

Το συμπέρασμα αυτό υποστηρίζει και μια συνολική εξέταση των προτάσεων από την Ευρωπαϊκή συμβουλευτική ομάδα για θέματα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (European Financial Reporting Advisory Group - EFRAG).

Κατά την εκπόνηση των προτάσεων, εξετάσθηκαν προσεκτικά διάφορα θέματα λογιστικής, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπήρχαν ασυμφωνίες ή συγκρούσεις. Στις περιπτώσεις που δεν υπήρχαν ασυμφωνίες δεν απαιτήθηκε ούτε κατατέθηκε τροποποιητική πρόταση.

Για να αρθούν οι όποιες αμφιβολίες, τονίζεται ότι εξετάσθηκαν τα παρακάτω τρία θέματα και ότι διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει σύγκρουση ως προς τα εξής:

* την αναγνώριση των αναλογιστικών κερδών και ζημιών σύμφωνα με τη λεγόμενη «προσέγγιση διαδρόμου» του ΔΛΠ 19 Δαπάνες παροχών αποχωρήσεως.

* τη διόρθωση λαθών είτε ως προσαρμογή προηγούμενης χρήσης είτε ως στοιχείο της τρέχουσας χρήσης σύμφωνα με το ΔΛΠ 8 Καθαρό κέρδος ή ζημία χρήσεως, βασικά λάθη και μεταβολές στις λογιστικές μεθόδους.

* την εφαρμογή της ανάστροφης λογιστικής αγορών σύμφωνα με το ΔΛΠ 22 Ενοποιήσεις επιχειρήσεων - όπου σε μια ενοποίηση επιχειρήσεων οι ιδιοκτήτες της εξαγοραζόμενης επιχείρησης λαμβάνουν ως αντιστάθμισμα επαρκείς μετοχές της αποκτώσας επιχείρησης με δικαίωμα ψήφου ούτως ώστε να αποκτούν τον έλεγχο της νέας ενοποιημένης οντότητας. Κατά την εφαρμογή της ανάστροφης μεθόδου, η επιχείρηση που εκδίδει τις μετοχές θεωρείται ότι έχει αγορασθεί από την άλλη επιχείρηση. Αυτό σημαίνει ότι από λογιστική άποψη (εν αντιθέσει με τη νομική άποψη) η τελευταία θεωρείται ως αγοράστρια με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται η λογιστική μέθοδος της αγοράς όσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της επιχείρησης που εκδίδει τις μετοχές.

Τα θέματα αυτά και τα σχετικά συμπεράσματα συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν με την Ευρωπαϊκή συμβουλευτική ομάδα για θέματα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης - EFRAG.

2002/0112 (COD)

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ και 91/674/ΕΟΚ σχετικά με τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 44, παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής [10],

[10] ΕΕ αριθ C [...], [...], σ. [...].

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [11],,

[11] ΕΕ αριθ C [...], [...], σ. [...].

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης [12],

[12] ΕΕ αριθ C [...], [...], σ. [...].

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβόνας που πραγματοποιήθηκε στις 23 και 24 Μαρτίου 2000, τόνισε την ανάγκη να επιταχυνθεί η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, έταξε ως προθεσμία για την εφαρμογή του Προγράμματος δράσης της Επιτροπής για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες το 2005 και υπογράμμισε ότι επείγει η λήψη μέτρων για τη βελτίωση της συγκρισιμότητας των οικονομικών καταστάσεων που καταρτίζουν οι κοινοτικές επιχειρήσεις των οποίων οι τίτλοι είναι εισηγμένοι σε οργανωμένη αγορά κινητών αξιών (στο εξής: εισηγμένες επιχειρήσεις).

(2) Στις 13 Ιουνίου 2000, η Επιτροπή δημοσίευσε την ανακοίνωση «Στρατηγική χρηματοοικονομικής πληροφόρησης της ΕΕ: η μελλοντική πορεία» [13] με την οποία προτάθηκε να καθιερωθεί, το αργότερο μέχρι το 2005, η κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών όλων των εισηγμένων επιχειρήσεων βάσει ενός ενιαίου συνόλου λογιστικών προτύπων, δηλαδή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (ΔΛΠ).

[13] COM (2000)359 της 13.06.2000

(3) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. [.../...] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [...] σχετικά με την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων [14] (στο εξής: κανονισμός ΔΛΠ) υποχρεώνει από το 2005 και μετά, όλες τις εισηγμένες επιχειρήσεις της ΕΕ να καταρτίζουν τους ενοποιημένους λογαριασμούς τους βάσει των ΔΛΠ που θα εγκρίνονται προς εφαρμογή στην Κοινότητα. Προσφέρει, επίσης, στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να καταστήσουν υποχρεωτική ή προαιρετική την εφαρμογή των εγκεκριμένων ΔΛΠ και από μη εισηγμένες επιχειρήσεις.

[14] ΕΕ αριθ L [...], [...], σ. [...].

(4) Ο κανονισμός ΔΛΠ προβλέπει ότι για να υιοθετηθεί ένα διεθνές λογιστικό πρότυπο προς εφαρμογή στην Κοινότητα, είναι απαραίτητο να ανταποκρίνεται στη βασική απαίτηση της οδηγίας του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ της 25ης Ιουλίου 1978 βασιζομένης στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών [15] και της οδηγίας του Συμβουλίου 83/349/ΕΟΚ της 13ης Ιουνίου 1983 βασιζομένης στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης σχετικά με τους ενοποιημένους λογαριασμούς [16], δηλαδή η εφαρμογή του πρέπει να αποδίδει πιστή και πραγματική εικόνα της οικονομικής κατάστασης και των επιδόσεων της επιχείρησης. η αρχή αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη βάσει των προαναφερόμενων οδηγιών χωρίς αυτό να συνεπάγεται την αυστηρή συμμόρφωση με όλες τις διατάξεις των εν λόγω οδηγιών.

[15] ΕΕ αριθ. L222, της 14.8.1978, σ. 11, οδηγία όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με την οδηγία 2001/65/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L283, της 27.10.2001, σ. 28).

[16] ΕΕ αριθ. L193, της 18.7.1983, σ. 1, οδηγία όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με την οδηγία 2001/65/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L283, της 27.10.2001, σ. 28).

(5) Δεδομένου ότι οι ετήσιοι και ενοποιημένοι λογαριασμοί επιχειρήσεων υπαγόμενων στις οδηγίες 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ οι οποίοι δεν καταρτίζονται βάσει του κανονισμού ΔΛΠ θα συνεχίσουν να στηρίζονται στις οδηγίες αυτές ως βασική πηγή κοινοτικών λογιστικών απαιτήσεων, είναι σημαντικό να υπάρχει ισότιμη μεταχείριση μεταξύ των κοινοτικών επιχειρήσεων που εφαρμόζουν ΔΛΠ και εκείνων που δεν τα εφαρμόζουν.

(6) Για τους σκοπούς τόσο της έγκρισης ΔΛΠ όσο και της εφαρμογής των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ οι οδηγίες πρέπει να αντικατοπτρίζουν τις εξελίξεις στη διεθνή λογιστική σκηνή. Από την άποψη αυτή, η ανακοίνωση της Επιτροπής "Λογιστική εναρμόνιση: μια νέα στρατηγική έναντι της διεθνούς εναρμόνισης" [17] καλούσε την Ευρωπαϊκή Ένωση να καταβάλλει προσπάθειες για να διατηρηθεί η συνοχή μεταξύ των κοινοτικών λογιστικών οδηγιών και των εξελίξεων στον καθορισμό διεθνών λογιστικών προτύπων ιδίως στο πλαίσιο της Επιτροπής Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASC).

[17] (COM 95 (508) της 14.11.1995.

(7) Η ετήσια έκθεση και η ενοποιημένη ετήσια έκθεση αποτελούν σημαντικά στοιχεία της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί, βάσει της τρέχουσας βέλτιστης πρακτικής, η υφιστάμενη απαίτηση βάσει της οποίας οι εκθέσεις αυτές πρέπει να παρέχουν μια πραγματική εικόνα του τρόπου με τον οποίο εξελίσσεται η επιχείρηση και η οικονομική κατάστασή της, ούτως ώστε να υπάρξει μεγαλύτερη συνοχή και πρόσθετη καθοδήγηση ως προς το πληροφοριακό περιεχόμενο της "πραγματικής εικόνας". Οι πληροφορίες δεν πρέπει να περιορίζονται στις χρηματοοικονομικές πτυχές των δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Αναμένεται ότι αυτό θα οδηγήσει στην ανάλυση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και άλλων πτυχών που δύνανται να συμβάλλουν στην κατανόηση της ανάπτυξης και της θέσης μιας επιχείρησης. Αυτό συμβαδίζει και με τη σύσταση της Επιτροπής 2001/453/ΕΚ της 30ης Μαΐου 2001 , σχετικά με τη λογιστική καταχώρηση, την εκτίμηση και τη γνωστοποίηση των περιβαλλοντικών πτυχών στους ετήσιους λογαριασμούς και στις ετήσιες εκθέσεις των εταιρειών [18]

[18] ΕΕ αριθ. L156 της 13.6.2001, σ.33

(8) Οι διαφορές στην κατάρτιση και μορφή της "έκθεσης ελέγχου" μειώνουν τη συγκρισιμότητα και εμποδίζουν τον χρήστη να κατανοήσει τη ζωτική αυτή πλευρά της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης. Με τις τροποποιήσεις επιτυγχάνεται μεγαλύτερη συνοχή, βάσει της τρέχουσας βέλτιστης πρακτικής, με τις απαιτήσεις που αφορούν ειδικά τη μορφή και το περιεχόμενο της έκθεσης ελέγχου.

(9) Η οδηγία 78/660/ΕΟΚ και η οδηγία 78/349/ΕΟΚ πρέπει συνεπώς να τροποποιηθούν καταλλήλως. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει, επίσης, να τροποποιηθεί η οδηγία του Συμβουλίου 91/674/ΕΟΚ της 19ης Δεκεμβρίου 1991 για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων [19]. Οι τροποποιήσεις θα άρουν όλες τις ασυμφωνίες μεταξύ των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ, 78/349/ΕΟΚ και 91/674/ΕΟΚ και των υφιστάμενων την 1η Μαΐου 2002 ΔΛΠ.

[19] ΕΕ αριθ. L374 της 31.12.1991, σ.7

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 78/660/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1) Στο άρθρο 2 προστίθεται η ακόλουθη υποπαράγραφος:

"Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν ή να απαιτούν την ενσωμάτωση και άλλων οικονομικών καταστάσεων στους ετήσιους λογαριασμούς, πέραν των εγγράφων που προβλέπονται στην πρώτη παράγραφο."

2) Στο άρθρο 4 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος με τον αριθμό 6.:

"6. Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν ή να απαιτούν, κατά την αναγραφή των αριθμητικών στοιχείων στους λογαριασμούς του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσεως, να λαμβάνεται υπόψη η ουσία της απεικονιζόμενης συναλλαγής ή διακανονισμού. Αυτή η δυνατότητα ή υποχρέωση μπορεί να εφαρμόζεται μόνο σε ορισμένες κατηγορίες εταιρειών ή στους ενοποιημένους λογαριασμούς κατά την έννοια της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου*

* ΕΕ αριθ. L 193, της 18.07.1983, σ. 1"

3) Στο άρθρο 8 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

"Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέψουν στις εταιρείες ή να τις υποχρεώσουν να υιοθετήσουν τον τρόπο παρουσίασης του ισολογισμού που προβλέπεται στο άρθρο 10α αντί των άλλων επιβαλλόμενων ή επιτρεπόμενων τρόπων παρουσίασης."

4) Στο άρθρο 9, στο "Παθητικό", στο σημείο Β ο τίτλος "Προβλέψεις για κινδύνους και βάρη" αντικαθίσταται από τον τίτλο "Προβλέψεις".

5) Στο άρθρο 10, σημείο Ι, ο τίτλος "Προβλέψεις για κινδύνους και βάρη" αντικαθίσταται από τον τίτλο "Προβλέψεις".

6) Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 10α:

"Άρθρο 10α

Τα κράτη μέλη δύνανται να καταστήσουν προαιρετικό ή υποχρεωτικό για τις εταιρείες ή ορισμένες κατηγορίες εταιρειών να εμφανίζουν τα στοιχεία του ισολογισμού, όχι βάσει των άρθρων 9 και 10 αλλά βάσει της διάκρισης μεταξύ βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων λογαριασμών, υπό την προϋπόθεση ότι η παρεχόμενη πληροφόρηση είναι, ως προς το περιεχόμενό της, τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη που κατά τα άλλα απαιτείται από τα άρθρα 9 και 10."

7) Το άρθρο 20 τροποποιείται ως ακολούθως:

α) η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

"Οι προβλέψεις αποσκοπούν στην κάλυψη υποχρεώσεων σαφώς προσδιορισμένης φύσεως οι οποίες είτε είναι πιθανό είτε βέβαιο ότι θα έχουν προκύψει την ημερομηνία του ισολογισμού αλλά των οποίων το ύψος ή ημερομηνία εμφάνισης είναι αβέβαια."

β) η παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:

"Οι προβλέψεις δεν δύνανται να χρησιμεύσουν για την αναπροσαρμογή της αξίας στοιχείων του ενεργητικού"

8) Στο άρθρο 22 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

"Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν σε όλες τις επιχειρήσεις ή κατηγορίες επιχειρήσεων ή να απαιτούν από αυτές, να δημοσιεύουν κατάσταση αποτελέσματος αντί του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως σύμφωνα με τα άρθρα 23 έως 26, υπό τον όρο ότι το περιεχόμενο από άποψη πληροφόρησης είναι τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που ορίζουν τα άρθρα αυτά."

9) Το άρθρο 31 τροποποιείται ως ακολούθως:

α) στην παράγραφο 3 γ) το στοιχείο ββ), αντικαθίσταται ως εξής:

"πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι υποχρεώσεις που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του ιδίου ή του προηγούμενου οικονομικού έτους, έστω και αν οι εν λόγω υποχρεώσεις ή ζημίες καταστούν εμφανείς μεταξύ της ημερομηνίας του ισολογισμού και της ημερομηνίας κατάρτισής του."

β) προστίθεται η παρακάτω παράγραφος 1α:

"1α. Εκτός από τα ποσά που εμφανίζονται δυνάμει του άρθρου 31, παράγραφος 1 στοιχείο γ-ββ), τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέψουν ή να απαιτήσουν να ληφθούν υπόψη όλοι οι προβλεπόμενοι κίνδυνοι και δυνητικές ζημίες που ενδέχεται να προκύψουν κατά τη διάρκεια της υπόψη ή προηγούμενης χρήσεως, ακόμη και αν οι εν λόγω κίνδυνοι ή ζημίες γίνουν αντιληπτοί κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ του τέλους της χρήσεως και της ημερομηνίας κατάρτισης του ισολογισμού."

10) Στο άρθρο 33, παράγραφος 1, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται ως εξής:

"εκ νέου αποτίμηση των πάγιων στοιχείων".

11) Στο άρθρο 42 η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται ως εξής:

"Το ύψος των προβλέψεων δεν δύναται να υπερβαίνει τα ποσά που είναι αναγκαία"

12) Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα 42 ε και 42 στ:

"Άρθρο 42ε

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 32, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέψουν ή να υποχρεώσουν όλες τις εταιρείες, ή ορισμένες κατηγορίες εταιρειών, να αποτιμήσουν ορισμένες κατηγορίες στοιχείων του ενεργητικού πλην των χρηματοοικονομικών μέσων σε ποσά καθοριζόμενα σε συνάρτηση με την πραγματική τους αξία.

Αυτή η δυνατότητα ή απαίτηση μπορεί να εφαρμόζεται μόνο στους ενοποιημένους λογαριασμούς κατά την έννοια της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

Άρθρο 42στ

Με την επιφύλαξη του άρθρου 31, παράγραφος 1, στοιχείο γ), τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέψουν ή να υποχρεώσουν όλες τις εταιρείες, ή κατηγορίες εταιρειών, να περιλαμβάνουν στον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως τις μεταβολές αξίας περιουσιακών στοιχείων που αποτιμώνται βάσει του άρθρου 42ε."

13) Στο άρθρο 43, παράγραφος 1, σημείο 6) η φράση "άρθρων 9 και 10" αντικαθίσταται από τη φράση "άρθρων 9, 10 και 20α".

14) Το άρθρο 46 τροποποιείται ως εξής:

(α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

"Η ετήσια έκθεση διαχείρισης πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον πραγματική εικόνα της εξέλιξης των εργασιών της εταιρείας και της θέσης της.

Στην έκθεση πρέπει να αναλύεται κατά τρόπο ισορροπημένο και περιεκτικό η εξέλιξη των δραστηριοτήτων και η κατάσταση της εταιρείας. Τα περιλαμβανόμενα πληροφοριακά στοιχεία δεν πρέπει να περιορίζονται μόνον στις χρηματοοικονομικές πτυχές των δραστηριοτήτων της εταιρείας.

Η ετήσια έκθεση θα πρέπει να περιλαμβάνει, στο πλαίσιο της ανάλυσης, αναφορές και πρόσθετες εξηγήσεις για τα ποσά που αναγράφονται στους ετήσιους λογαριασμούς."

(β) Στην παράγραφο 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται ως εξής:

"την πιθανή εξέλιξη της εταιρείας, καθώς και για τα σημαντικά στοιχεία αβεβαιότητας και τους κινδύνους που ενδέχεται να επηρεάσουν αυτή την εξέλιξη."

15) Στο άρθρο 48, η τρίτη πρόταση διαγράφεται.

16) Στο άρθρο 49, η τρίτη πρόταση αντικαθίσταται ως εξής:

"Η έκθεση του ατόμου ή των ατόμων που είναι υπεύθυνα για τον έλεγχο των ετήσιων λογαριασμών (στο εξής: νόμιμοι ελεγκτές) δεν συνοδεύει απαραιτήτως τη δημοσίευση αυτή αλλά πρέπει να διευκρινίζεται αν η γνώμη των ελεγκτών εκδόθηκε με ή χωρίς επιφυλάξεις ή αν οι νόμιμοι ελεγκτές δεν ήταν σε θέση να εκφέρουν γνώμη. Πρέπει επίσης να αναφέρεται αν η έκθεση των νόμιμων ελεγκτών περιλαμβάνει παραπομπές σε θέματα στα οποία οι ελεγκτές επιθυμούν να επιστήσουν την προσοχή χωρίς να διατυπώσουν επιφυλάξεις στη γνώμη τους."

17) Το άρθρο 51 παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

"Οι ετήσιοι λογαριασμοί των εταιρειών ελέγχονται από ένα ή περισσότερα άτομα στα οποία τα κράτη μέλη έχουν χορηγήσει άδεια να διενεργούν τους νόμιμους ελέγχους βάσει της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ*.

Οι νόμιμοι ελεγκτές οφείλουν επίσης να επαληθεύσουν αν η ετήσια έκθεση αντιστοιχεί στους ετήσιους λογαριασμούς του ιδίου οικονομικού έτους.

*ΕΕ αριθ. L 126, της 12.05.1984. σ. 20"

18) Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο με τον αριθμό 51 α:

"Άρθρο 51 α

1. Η έκθεση των νόμιμων ελεγκτών περιλαμβάνει τα εξής:

(α) εισαγωγή, στην οποία προσδιορίζονται τουλάχιστον οι ετήσιοι λογαριασμοί που αποτελούν αντικείμενο του νόμιμου ελέγχου.

(β) περιγραφή του εύρους του νόμιμου ελέγχου, στην οποία αναφέρονται τουλάχιστον τα ελεγκτικά πρότυπα βάσει των οποίων πραγματοποιήθηκε ο έλεγχος.

(γ) γνώμη στην οποία οι νόμιμοι ελεγκτές διατυπώνουν με σαφήνεια στη γνώμη τους αν θεωρούν ότι οι ετήσιοι λογαριασμοί παρέχουν πιστή και πραγματική εικόνα σύμφωνα με το αντίστοιχο πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και, ενδεχομένως, αν θεωρούν ότι οι ετήσιοι λογαριασμοί πληρούν τα όσα προβλέπει ο νόμος. η γνώμη δύναται να εκδοθεί με ή χωρίς επιφυλάξεις, να είναι αρνητική ή, σε περίπτωση που οι νόμιμοι ελεγκτές αδυνατούν να εκφέρουν γνώμη, να λάβει τη μορφή άρνησης γνωμοδότησης.

(δ) παραπομπή σε θέματα στα οποία οι νόμιμοι ελεγκτές επιθυμούν να επιστήσουν την προσοχή χωρίς να διατυπώσουν επιφυλάξεις στη γνώμη τους.

(ε) γνώμη όσον αφορά την αντιστοιχία ή μη της ετήσιας έκθεσης με τους ετήσιους λογαριασμούς του ιδίου οικονομικού έτους."

2. Η έκθεση υπογράφεται και χρονολογείται από τους νόμιμους ελεγκτές."

19) Το άρθρο 53 παράγραφος 1 διαγράφεται.

20) Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 53 α:

"Άρθρο 53 α

Τα κράτη μέλη δεν παρέχουν τις απαλλαγές που θεσπίζουν τα άρθρα 11, 27, 46, 47 και 51 στην περίπτωση εταιρειών των οποίων οι τίτλοι είναι εισηγμένοι σε οργανωμένη αγορά κινητών αξιών οποιουδήποτε κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 13 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ.

*ΕΕ αριθ. L 141 της 11.06.1993, σ. 27"

21) Στο άρθρο 56, παράγραφος 1 η φράση "στα άρθρα 9, 10" αντικαθίσταται από τη φράση "στα άρθρα 9, 10, 10α"

22) Στο άρθρο 60, πρώτη παράγραφος η φράση "με βάση την τρέχουσα αξία" αντικαθίσταται από τη φράση "με βάση την πραγματική αξία".

23) Στο άρθρο 61 α, η φράση "του άρθρου 42, στοιχεία α) έως δ)" αντικαθίσταται από τη φράση "του άρθρου 42, στοιχεία α) έως στ)".

Άρθρο 2

Η οδηγία 83/349/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1) Το άρθρο 1, παράγραφος 2 αντικαθίσταται ως εξής:

"Εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν σε κάθε επιχείρηση που διέπεται από την εθνική τους νομοθεσία την υποχρέωση να καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς και ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης, όταν:

(α) η επιχείρηση αυτή (μητρική επιχείρηση) ασκεί πράγματι κυριαρχική επιρροή σε άλλη επιχείρηση (θυγατρική επιχείρηση), ή

(β) η επιχείρηση αυτή (μητρική επιχείρηση) και η θυγατρική επιχείρηση υπάγονται στην ενιαία διεύθυνση της μητρικής επιχείρησης."

2) Στο άρθρο 3 παράγραφος 1, η φράση "των άρθρων 13, 14 και 15" αντικαθίσταται από τη φράση " των άρθρων 13 και 15"

3) Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

(α) Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως εξής:

"Το παρόν άρθρο δεν ισχύει στις περιπτώσεις που μια από τις προς ενοποίηση επιχειρήσεις αποτελεί εταιρεία "της οποίας οι τίτλοι είναι εισηγμένοι σε οργανωμένη αγορά κινητών αξιών οποιουδήποτε κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 13 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών*.

*ΕΕ L 141 της 11.06.1993, σ. 27"

(β) Η παράγραφος 5 διαγράφεται.

4) Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

(α) στην παράγραφο 1 στοιχείο β) η δεύτερη υποπαράγραφος διαγράφεται.

(β) στην παράγραφο 2 στοιχείο α) η φράση "των άρθρων 13, 14 και 15" αντικαθίσταται από τη φράση "των άρθρων 13 και 15".

(γ) η παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:

"Τα κράτη μέλη δύνανται να μην εφαρμόσουν τις παραγράφους 1 και 2 σε επιχειρήσεις των οποίων οι τίτλοι είναι εισηγμένοι σε οργανωμένη αγορά κινητών αξιών οποιουδήποτε κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 13 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ."

5) Στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) η φράση "των άρθρων 13, 14 και 15" αντικαθίσταται από τη φράση "των άρθρων 13 και 15".

6) Το άρθρο 14 διαγράφεται.

7) Στο άρθρο 16 παράγραφος 1 προστίθεται η ακόλουθη υποπαράγραφος:

"Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν ή να απαιτούν την ενσωμάτωση και άλλων οικονομικών καταστάσεων στους ετήσιους λογαριασμούς, πέραν των εγγράφων που προβλέπονται στην πρώτη παράγραφο.

8) Στο άρθρο 17, παράγραφος 1 η φράση "άρθρα 3 έως 10" αντικαθίσταται από τη φράση "άρθρα 3 έως 10α".

9) Στο άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο β) η φράση "των άρθρων 13 και 14, οι ενδείξεις αυτές πρέπει να παρέχονται με την επιφύλαξη του άρθρου 14 παράγραφος 3" αντικαθίσταται από τη φράση "του άρθρου 13, οι ενδείξεις αυτές πρέπει να παρέχονται και".

10) Στο άρθρο 34 παράγραφος 5 η φράση "και εκείνες που εξαιρέθηκαν βάσει του άρθρου 14" διαγράφεται

11) Το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:

α) το άρθρο 36, παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Η ενοποιημένη ετήσια έκθεση πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον την πραγματική εικόνα της εξέλιξης των εργασιών και της θέσης του συνόλου των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση.

Στην έκθεση πρέπει να αναλύεται κατά τρόπο ισορροπημένο και περιεκτικό η εξέλιξη των δραστηριοτήτων και η κατάσταση των επιχειρήσεων. Τα περιλαμβανόμενα πληροφοριακά στοιχεία δεν πρέπει να περιορίζονται μόνον στις χρηματοοικονομικές πτυχές των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων.

Η ετήσια ενοποιημένη έκθεση θα πρέπει να περιλαμβάνει, στο πλαίσιο της ανάλυσης, αναφορές και πρόσθετες εξηγήσεις για τα ποσά που αναγράφονται στους ενοποιημένους λογαριασμούς."

(β) Στην παράγραφο 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται ως εξής:

"(β) την πιθανή εξέλιξη του συνόλου αυτών των επιχειρήσεων καθώς και για τα σημαντικά στοιχεία αβεβαιότητας και τους κινδύνους που ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη αυτή."

(γ) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος με τον αριθμό 3:

"3. Στις περιπτώσεις που πέραν της ετήσιας έκθεσης απαιτείται και ετήσια ενοποιημένη έκθεση, οι δύο εκθέσεις δύνανται να υποβληθούν υπό τη μορφή ενιαίας έκθεσης. Κατά την κατάρτιση της ενιαίας αυτής έκθεσης ενδέχεται να πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στα θέματα εκείνα που έχουν σημασία για τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση ως σύνολο."

12) Το άρθρο 37 αντικαθίσταται ως εξής:

"1. Οι ενοποιημένοι λογαριασμοί των εταιρειών ελέγχονται από ένα ή περισσότερα άτομα στα οποία, το κράτος μέλος στη νομοθεσία του οποίου υπάγεται η μητρική επιχείρηση, έχει χορηγήσει άδεια διεξαγωγής νόμιμων ελέγχων βάσει της οδηγίας του Συμβουλίου 84/253/ΕΟΚ *.

Ο υπεύθυνος ή οι υπεύθυνοι για τον έλεγχο των ενοποιημένων λογαριασμών (στο εξής: "νόμιμοι ελεγκτές"), οφείλει επίσης να επαληθεύει αν η ενοποιημένη ετήσια έκθεση αντιστοιχεί στους ενοποιημένους λογαριασμούς του ιδίου οικονομικού έτους."

Η έκθεση των νόμιμων ελεγκτών περιλαμβάνει τα εξής:

(α) εισαγωγή, στην οποία προσδιορίζονται τουλάχιστον οι ενοποιημένοι λογαριασμοί που αποτελούν αντικείμενο του νόμιμου ελέγχου.

(β) περιγραφή του εύρους του νόμιμου ελέγχου, στην οποία αναφέρονται τουλάχιστον τα ελεγκτικά πρότυπα βάσει των οποίων πραγματοποιήθηκε ο έλεγχος.

(γ) γνώμη στην οποία οι νόμιμοι ελεγκτές διατυπώνουν με σαφήνεια στη γνώμη τους αν θεωρούν ότι οι ετήσιοι λογαριασμοί παρέχουν πιστή και πραγματική εικόνα σύμφωνα με το αντίστοιχο πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και, ενδεχομένως, αν θεωρούν ότι οι ετήσιοι λογαριασμοί πληρούν τα όσα προβλέπει ο νόμος. η γνώμη δύναται να εκδοθεί με ή χωρίς επιφυλάξεις, να είναι αρνητική ή, σε περίπτωση που οι νόμιμοι ελεγκτές αδυνατούν να εκφέρουν γνώμη, να λάβει τη μορφή άρνησης γνωμοδότησης.

(δ) παραπομπή σε θέματα στα οποία οι νόμιμοι ελεγκτές επιθυμούν να επιστήσουν την προσοχή χωρίς να διατυπώσουν επιφυλάξεις στη γνώμη τους.

(ε) γνώμη όσον αφορά την αντιστοιχία ή μη της ενοποιημένης ετήσιας έκθεσης με τους ενοποιημένους λογαριασμούς του ιδίου οικονομικού έτους.

3. Η έκθεση υπογράφεται και χρονολογείται από τους νόμιμους ελεγκτές.

4. Σε περίπτωση που οι ετήσιοι λογαριασμοί της μητρικής επιχείρησης επισυνάπτονται στους ενοποιημένους λογαριασμούς, η έκθεση των νόμιμων ελεγκτών την οποία απαιτεί το παρόν άρθρο δύναται να συνδυασθεί με οποιαδήποτε άλλη έκθεση των νόμιμων ελεγκτών σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς της μητρικής επιχείρησης την οποία απαιτεί το άρθρο 51 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ.

*ΕΕ αριθ. L 126, της 12.05.1984, σ. 20"

13) Στο άρθρο 38 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος με τον αριθμό 7:

"7. Οι παράγραφοι 2 και 3 του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν για τις εταιρείες των οποίων οι τίτλοι είναι εισηγμένοι σε οργανωμένη αγορά κινητών αξιών οποιουδήποτε κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 13 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ ."

Άρθρο 3

Η οδηγία 91/674/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1) Στο άρθρο 1, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται ως εξής:

"1. Για τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 της παρούσας οδηγίας, ισχύουν τα άρθρα 2, 3, 4 παράγραφοι 1)και 3) έως 5), τα άρθρα 6, 7, 13, 14, 15 παράγραφοι 3) και 4), τα άρθρα 16 έως 21, 29 έως 35, 37 έως 41, 42, 42α έως 42στ, 43 παράγραφος 1, σημεία 1 έως 7 και 9 έως 14, τα άρθρα 45 παράγραφος 1), 46 παράγραφοι 1) και 2), 48 έως 50, 50α, 51 παράγραφος 1), 51α, και τα άρθρα 56 έως 59, 61 και 61α της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ, εφόσον η παρούσα οδηγία δεν ορίζει άλλως. Τα άρθρα 46, 47, 48, 51 και 53 της παρούσας οδηγίας δεν ισχύουν ως προς τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού που αποτιμώνται σύμφωνα με το κεφάλαιο 7α της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ.

2. Στα σημεία των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ στα οποία γίνεται αναφορά στα άρθρα 9, 10 και 10α (ισολογισμός) ή στα άρθρα 22 έως 26 (λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσεως) της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ, πρέπει να θεωρείται ότι γίνεται αναφορά στο άρθρο 6 (ισολογισμός) ή στο άρθρο 34 (λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσεως) της παρούσας οδηγίας, αντιστοίχως."

2) Στο άρθρο 6, στο Παθητικό, στο σημείο Ε, ο τίτλος "Προβλέψεις για άλλους κινδύνους και έξοδα" αντικαθίσταται από τον τίτλο "Άλλες προβλέψεις".

3) Το άρθρο 46 τροποποιείται ως εξής:

α) Στην παράγραφο 5 προστίθεται η ακόλουθη υποπαράγραφος:

"Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέψουν την παρέκκλιση από την πρώτη υποπαράγραφο."

β) Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται ως εξής:

"Η μέθοδος που εφαρμόζεται σε κάθε επενδυτικό στοιχείο πρέπει να αναφέρεται στις σημειώσεις των λογαριασμών μαζί με τα σχετικά ποσά."

Άρθρο 4

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο την [...] ενημερώνουν δε πάραυτα την Επιτροπή.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 5

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 6

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

Τομέας πολιτικής: Εσωτερική αγορά

Δραστηριότητα: Οικονομικές καταστάσεις

Τιτλοσ της δρασησ: Προταση οδηγιασ για την τροποποιηση των οδηγιων του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ και 91/674/ΕΟΚ

1 ΓΡΑΜΜΗ (-ΕΣ) ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ + ΟΝΟΜΑΣΙΑ

Ουδεμία

2 ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

2.1 Συνολικό κονδύλιο για τη δράση (Μέρος B): εκατ. ευρώ σε ΠΑΥ

Ουδεμία επίπτωση.

2.2 Περίοδος υλοποίησης:

Δεν ισχύει.

2.3 Συνολική πολυετής εκτίμηση των δαπανών:

Δεν ισχύει.

2.4 Συμβατότητα με τον δημοσιονομικό προγραμματισμό και τις Δημοσιονομικές Προοπτικές

Δεν ισχύει.

2.5 Δημοσιονομικές επιπτώσεις επί των εσόδων :

Δεν ισχύει.

3 ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Δεν ισχύει.

4 ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

Άρθρο 44, παράγραφος 2, στοιχείο στ) της συνθήκης ΕΚ.

5 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ

5.1 Αναγκαιότητα κοινοτικής παρέμβασης

Οι οδηγίες του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ και 91/674/ΕΟΚ (μαζί με τις λογιστικές οδηγίες) παρέμειναν αμετάβλητες από την έκδοσή τους πριν 23 έτη. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις οι οποίες και συνεχίζονται όσον αφορά τη θεωρία και την αποδεκτή πρακτική στον τομέα της λογιστικής.

Η Επιτροπή κατήρτισε ή έλαβε πολλές μελέτες που δείχνουν ότι από πολλές απόψεις, οι λογιστικές οδηγίες εξακολουθούν να συμβαδίζουν με την τρέχουσα λογιστική θεωρία και πρακτική. Σε ορισμένους περιορισμένους τομείς, ωστόσο, οι απαιτήσεις τους είναι ασυμβίβαστες με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ) τα οποία η ΕΕ θα επιδιώξει να υιοθετήσει βάσει του κανονισμού για τα ΔΛΠ [20]. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχισθεί για δύο λόγους:

[20] COM (2001)80

Πρώτον, για να διαδραματίσουν οι λογιστικές οδηγίες σημαντικό ρόλο στον μηχανισμό έγκρισης ΔΛΠ βάσει της πρότασης κανονισμού για τα ΔΛΠ, πρέπει να αντικατοπτρίζουν τις τρέχουσες εξελίξεις στον τομέα της λογιστικής.

Δεύτερον, πρέπει να ισχύουν ισότιμες συνθήκες μεταξύ των επιχειρήσεων που εφαρμόζουν ΔΛΠ και εκείνων που δεν τα εφαρμόζουν.

Επομένως η παρούσα πρόταση έχει τριπλό στόχο:

(1) Να αρθούν όλα τα επίμαχα σημεία μεταξύ λογιστικών οδηγιών και ΔΛΠ,

(2) Να εξασφαλισθεί ότι οι επιχειρήσεις της ΕΕ, οι οποίες εξακολουθούν να λαμβάνουν ως βάση για τη λογιστική τους τις λογιστικές οδηγίες, θα μπορούν να χρησιμοποιούν τις εναλλακτικές λογιστικές λύσεις που προσφέρουν σήμερα τα ΔΛΠ (δηλ. οι επιχειρήσεις που δεν καταρτίζουν ετήσιους ή ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με τα εγκεκριμένα βάσει του κανονισμού για τα ΔΛΠ), και

(3) Να επικαιροποιηθεί η βασική δομή των λογιστικών οδηγιών ούτως ώστε να παρέχουν ένα πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης ανταποκρινόμενο στη σύγχρονη πρακτική και, ταυτόχρονα, αρκετά ευέλικτο ούτως ώστε να προσαρμόζεται στις μελλοντικές εξελίξεις.

Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, οι προτάσεις σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να επιτραπεί στα κράτη μέλη να τροποποιήσουν τους εθνικούς λογιστικούς κανόνες τους για τις υπαγόμενες στις λογιστικές οδηγίες επιχειρήσεις με τρόπο και ρυθμό ανταποκρινόμενο στις συνθήκες που επικρατούν σε εθνικό επίπεδο. Αυτό επιτυγχάνεται με την εισαγωγή πρόσθετων, προαιρετικών για τα κράτη μέλη, υποχρεώσεων χωρίς μείωση των λογιστικών επιλογών που προσφέρονται σήμερα.

Ως εκ τούτου, οι προτάσεις δεν θα έχουν αντίκτυπο από άποψη λογιστικής πλην εκείνου που κρίνεται κατάλληλος από κάθε κράτος μέλος. Αυτό είναι βασικό αν ληφθεί υπόψη η διαδραστική σχέση μεταξύ λογιστικών υποχρεώσεων και των υποχρεώσεων σε άλλους τομείς όπως η φορολογία, ιδίως στην περίπτωση των ετήσιων λογαριασμών.

5.2 Σχεδιαζόμενες δράσεις και λεπτομέρειες υλοποίησης της δημοσιονομικής παρέμβασης

Δεν ισχύει

5.3 Λεπτομέρειες υλοποίησης

Τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με τις υπόψη οδηγίες. Ενημερώνουν πάραυτα την Επιτροπή.

6 ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Ουδεμία.

7 ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ

Οι απαραίτητοι ανθρώπινοι και διοικητικοί πόροι θα καλυφθούν από το κονδύλιο της αρμόδιας ΓΔ.

8 ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ενημερώνουν πάραυτα την Επιτροπή.

9 ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ

Λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα της δράσης, δεν απαιτείται η λήψη ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της απάτης.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΑ ΣΤΙΣ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ (ΜΜΕ)

I. ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ, 83/349/ΕΟΚ και 91/674/ΕΟΚ (συνολικά «λογιστικές οδηγίες»).

II. ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ

COM(2002)259

III. Η ΠΡΟΤΑΣΗ

1. Προτείνεται η τροποποίηση των λογιστικών οδηγιών ούτως ώστε να ανταποκρίνονται στην τρέχουσα διεθνή θεωρία και πρακτική. Οι στόχοι και οι προτάσεις εξηγούνται αναλυτικότερα, παραπάνω, στο σημείο 5 του νομοθετικού δημοσιονομικού δελτίου.

IV. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

2. Ποιον επηρεάζει η πρόταση;

Το ακριβές πεδίο εφαρμογής των ισχυουσών λογιστικών οδηγιών αναφέρεται λεπτομερειακά στις ίδιες τις οδηγίες. Οι προτάσεις δεν τροποποιούν το πεδίο εφαρμογής των οδηγιών. Ως εκ τούτου, οι προτάσεις αφορούν τις επιχειρήσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των υφιστάμενων λογιστικών οδηγιών, δηλαδή όλες τις επιχειρήσεις που καταρτίζουν ενοποιημένους ή/και ετήσιους λογαριασμούς σύμφωνα με τις λογιστικές οδηγίες.

3. Τι πρέπει να κάνουν οι επιχειρήσεις για να συμμορφωθούν προς την πρόταση;

Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, οι προτάσεις σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να επιτραπεί στα κράτη μέλη να τροποποιήσουν τους εθνικούς λογιστικούς κανόνες τους για τις υπαγόμενες στις λογιστικές οδηγίες επιχειρήσεις με τρόπο και ρυθμό ανταποκρινόμενο στις συνθήκες που επικρατούν σε εθνικό επίπεδο. Αυτό επιτυγχάνεται με την εισαγωγή πρόσθετων, προαιρετικών για τα κράτη μέλη, υποχρεώσεων χωρίς μείωση των λογιστικών επιλογών που προσφέρονται σήμερα. Ως εκ τούτου, οι προτάσεις δεν θα έχουν αντίκτυπο από άποψη λογιστικής πλην εκείνου που κρίνεται κατάλληλος από κάθε κράτος μέλος. Αυτό είναι βασικό αν ληφθεί υπόψη η διαδραστική σχέση μεταξύ λογιστικών υποχρεώσεων και των υποχρεώσεων σε άλλους τομείς όπως η φορολογία, ιδίως στην περίπτωση των ετήσιων λογαριασμών.

Εκτός από τους ενοποιημένους (ή/και τους ετήσιους λογαριασμούς), οι λογιστικές οδηγίες απαιτούσαν προηγουμένως από επιχειρήσεις άνω ενός συγκεκριμένου μεγέθους να καταρτίζουν ενοποιημένη (ή/και ετήσια) οικονομική έκθεση που θα αποδίδει την πραγματική εικόνα της επιχείρησης. Η πρόταση διατηρεί την υποχρέωση αυτή και την ενισχύει σύμφωνα με την τρέχουσα βέλτιστη πρακτική. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την κατάρτιση περιεκτικότερων οικονομικών εκθέσεων που θα περιλαμβάνουν πληροφορίες που θα ενδιαφέρουν έναν μεγαλύτερο κύκλο μετόχων, δηλαδή, δεν θα περιορίζονται αυστηρά στις οικονομικές πτυχές της επιχείρησης.

Αναμένεται ότι η παρούσα οδηγία θα εγκριθεί από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το αργότερο το 2002. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι παρούσες προτάσεις συνδέονται με τις προτάσεις για τη χρήση ΔΛΠ στους ενοποιημένους λογαριασμούς ορισμένων εισηγμένων επιχειρήσεων από το 2005 και μετά, τα κράτη μέλη, οι επιχειρήσεις και ο λογιστικός κλάδος θα έχουν στη διάθεσή τους μια αρκετά μεγάλη μεταβατική περίοδο ώστε να προετοιμασθούν για την εφαρμογή της πρότασης για τη χρήση ΔΛΠ από το 2005. Η προπαρασκευή αυτή ενδέχεται να απαιτεί τον εκ νέου υπολογισμό των δημοσιευθέντων προ του 2005 αριθμητικών στοιχείων βάσει των νέων προδιαγραφών στις περιπτώσεις που τα στοιχεία αυτά επηρεάζουν αρχικά υπόλοιπα βάσει των αναθεωρημένων προδιαγραφών ή συγκριτικά στοιχεία δημοσιευθέντα σε περιόδους τις οποίες καλύπτουν οι αναθεωρημένες προδιαγραφές.

Όπως προαναφέρεται, οι προτάσεις απαιτούν πολύ λίγες μετατροπές καθώς είναι σχεδιασμένες (με τις επιλογές των κρατών μελών) να επιτρέψουν στα κράτη μέλη να τροποποιήσουν τις εθνικές λογιστικές υποχρεώσεις, όπως απορρέουν από τις επιταγές των λογιστικών οδηγιών, των υπόψη επιχειρήσεων με τρόπο και ρυθμό ανταποκρινόμενο στις συνθήκες που επικρατούν σε εθνικό επίπεδο. Το πρόσθετο κόστος για τις επιχειρήσεις θα εξαρτηθεί κυρίως από το βαθμό στον οποίο τα κράτη μέλη θα επιφέρουν αλλαγές στην εφαρμογή των επιλογών που περιλαμβάνονται στις προτάσεις. Το κόστος θα αφορά κυρίως την εκπαίδευση προσωπικού για την εφαρμογή των λογιστικών υποχρεώσεων που ενδέχεται να αναθεωρηθούν.

4. Ποιες θα είναι οι οικονομικές συνέπειες της πρότασης;

Η πρόταση για την επικαιροποίηση των λογιστικών οδηγιών θα παράσχει ένα πλαίσιο για την χρηματοοικονομική πληροφόρηση το οποίο θα ενισχύσει τη συγκρισιμότητα και τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών πληροφοριών, αυξάνοντας έτσι την αποτελεσματικότητα των αγορών και μειώνοντας το κόστος των κεφαλαίων για τις επιχειρήσεις.

5. Η πρόταση περιλαμβάνει μέτρα με τα οποία λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες των ΜΜΕ (μειωμένες ή διαφορετικές υποχρεώσεις κλπ);

Όπως προαναφέρεται, οι προτάσεις επιτρέπουν στα κράτη μέλη να τροποποιήσουν τους εθνικούς λογιστικούς κανόνες όπως απορρέουν από τις διατάξεις των λογιστικών οδηγιών με τρόπο και ρυθμό ανταποκρινόμενο στις συνθήκες που επικρατούν σε εθνικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, οι προτάσεις δεν θα έχουν αντίκτυπο πλην εκείνου τον οποίο θα κρίνουν κατάλληλο τα ίδια τα κράτη μέλη.

Υπάρχουν ήδη ορισμένες παρεκκλίσεις για επιχειρήσεις που δεν πληρούν ορισμένα κριτήρια μεγέθους που περιλαμβάνονται στα άρθρα 11 και 27 της 4ης οδηγίας (78/66/ΕΟΚ). Οι παρεκκλίσεις αυτές μειώνουν τον φόρτο δημοσίευσης πληροφοριών για τις εν λόγω εταιρείες και εξακολουθούν να είναι κατάλληλες. Προτείνεται η τροποποίηση των υφιστάμενων παρεκκλίσεων ή των σχετικών κατωφλίων, μόνον κατά το ότι δεν θα ισχύουν για τις εισηγμένες επιχειρήσεις. Πρόκειται για διευκρίνιση η οποία είναι απαραίτητη και η οποία συνάδει με την πρόταση της χρησιμοποίησης ΔΛΠ από τις εν λόγω επιχειρήσεις. Αυτό δεν θα έχει καμία επίπτωση στην πράξη δεδομένου ότι οι εισηγμένες επιχειρήσεις είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είναι, ούτως ή άλλως, πολύ μεγάλες ώστε να πληρούν τις βασικές προϋποθέσεις.

V. ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ

6. Οι προτάσεις συζητήθηκαν στο πλαίσιο της επιτροπής επαφών και έτυχε ευρείας υποστήριξης.

Πέραν αυτού, η ομάδα τεχνικών εμπειρογνωμόνων της EFRAG (European Financial Reporting Advisory Group - Ευρωπαϊκή συμβουλευτική ομάδα για θέματα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης ) μελέτησε τις προτάσεις και επιβεβαίωσε ότι ανταποκρίνονται στον βασικό στόχο της άρσης όλων των επίμαχων σημείων μεταξύ λογιστικών οδηγιών και ΔΛΠ που εκδόθηκαν μέχρι την 1η Μαΐου 2002.

Η EFRAG περιλαμβάνει μια ομάδα τεχνικών εμπειρογνωμόνων και μια επιτροπή εποπτείας. Η ομάδα τεχνικών εμπειρογνωμόνων εκπροσωπεί τους κύριους φορείς του ιδιωτικού τομέα που συνδέονται στενά με την χρηματοοικονομική πληροφόρηση, όπως οι ενώσεις λογιστών, τα χρηματιστήρια, οι οικονομικοί αναλυτές και οι εταιρείες κατάρτισης λογιστικών λογαριασμών (περιλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων) της ΕΕ. Η επιτροπή εποπτείας της EFRAG παρακολουθεί τις εργασίες της ομάδας τεχνικών εμπειρογνωμόνων και εξασφαλίζει ότι τα μέλη της εργάζονται προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η συμμετοχή στην EFRAG εμπειρογνωμόνων που εκπροσωπούν ευρωπαϊκούς φορείς είναι η καλύτερη εγγύηση ότι τα ευρωπαϊκά συμφέροντα θα ληφθούν δεόντως υπόψη. Στους φορείς αυτούς συγκαταλέγονται οι εξής : FEE (κλάδος λογιστών), UNICE (βιομηχανία), ECSAs (τράπεζες), CEA (ασφαλιστικές επιχειρήσεις), FESE (χρηματιστήρια), EFFAS (οικονομικοί αναλυτές), EFAA (ελεγκτές μικρομεσαίων επιχειρήσεων) και UEAPME (μικρομεσαίες επιχειρήσεις).