52002PC0225

Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης /* COM/2002/0225 τελικό - CNS 1999/0258 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 203 E της 27/08/2002 σ. 0136 - 0141


Τροποποιημένη πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Εισαγωγή

Η παρούσα τροποποιημένη πρόταση οδηγίας ανταποκρίνεται στην πρόσκληση που απηύθυνε στην Επιτροπή το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν στις 14 και 15 Δεκεμβρίου 2001. Πράγματι, το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης συζητείται για διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών στο Συμβούλιο, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρόοδος που σημειώθηκε αποδείχθηκε λιγότερο ταχεία και ουσιαστική από την προβλεπόμενη [1], το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι η θέσπιση κανόνων για την οικογενειακή επανένωση αποτελεί σημαντικό στοιχείο μιας πραγματικά κοινής πολιτικής στον τομέα της μετανάστευσης [2]. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, επαναβεβαιώνοντας την προσήλωσή του στις πολιτικές κατευθύνσεις και τους στόχους που ορίστηκαν στο Τάμπερε, τόνισε ότι είναι απαραίτητο να δοθούν νέες ωθήσεις και προσανατολισμοί προκειμένου να καλυφθεί η καθυστέρηση [3]. Κάλεσε κατά συνέπεια την Επιτροπή να υποβάλει, το αργότερο μέχρι τις 30 Απριλίου 2002, τροποποιημένη πρόταση [4].

[1] Συμπεράσματα της Προεδρίας, Λάκεν, σημείο 38.

[2] Συμπεράσματα της Προεδρίας, Λάκεν, σημείο 40.

[3] Συμπεράσματα της Προεδρίας, Λάκεν, σημείο 37.

[4] Συμπεράσματα της Προεδρίας, Λάκεν, σημείο 41.

Μια πρώτη πρόταση υποβλήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1999 [5]. Στις 6 Σεπτεμβρίου 2000, το Κοινοβούλιο ενέκρινε τη γνώμη του σε ολομέλεια. Υποστήριξε την γενική προσέγγιση και τις κύριες κατευθύνσεις της πρότασης της Επιτροπής, αλλά ζήτησε περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της και κάλεσε την Επιτροπή να τροποποιήσει ανάλογα την πρότασή της.

[5] COM (1999) 638 τελικό.

Μετά από αυτές τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Επιτροπή υπέβαλε στις 10 Οκτωβρίου 2000 τροποποιημένη πρόταση σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης [6]. ´Ομως οι διαπραγματεύσεις στο Συμβούλιο, κυρίως κατά τις συνεδριάσεις του Μαΐου 2000, Μαΐου 2001, και Σεπτεμβρίου 2001, απεδείχθηκαν δύσκολες και δεν οδήγησαν στην ολοκλήρωση αυτού του φακέλου.

[6] COM (2000) 624 τελικό.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λάκεν, η Επιτροπή υιοθέτησε για αυτή τη νέα τροποποιημένη πρόταση οδηγίας μια νέα προσέγγιση όσον αφορά τα σημεία που δημιουργούσαν ακόμα πρόβλήμα. Εξάλλου, επιδιώκοντας να διατηρήσει το κεκτημένο δύο ετών διαπραγματεύσεων, η Επιτροπή ενσωμάτωσε τους συμβιβασμούς τους οποίους είχε επιτύχει στο Συμβούλιο.

2. ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΤΡΕΨΕΙ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ

Η νέα μέθοδος αναγνωρίζει ότι είναι αναγκαίο να υπάρξουν πολλά στάδια για να επιτευχθεί η εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά την οικογενειακή επανένωση. Τοιουτρόπως, αυτή η τροποποιημένη πρόταση, αποτελεί απλά το πρώτο στάδιο αυτής της προσέγγισης. Προς το σκοπό αυτό υιοθετεί μια σχετικά ευέλικτη στάση, η οποία προσδιορίζεται με δύο τρόπους: κατ'αρχάς ως προς την ουσία, με τη χρήση μιας ρήτρας "stand still". Στη συνέχεια χρονικά, εισάγοντας μια ρήτρα επανεξέτασης (rendez-vous).

2.1. Ευελιξία.

Η νέα πρόταση προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία στα σημεία όπου συνέχισαν να υπάρχουν αδιέξοδα. Από τη μια πλευρά, ανοίγει σε κάποιο βαθμό στις εθνικές νομοθεσίες τη δυνατότητα να διαθέτουν περιθώριο ελιγμών. Από την άλλη πλευρά, προβλέπει σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις παρεκκλίσεις για να προσαρμοστεί σε ορισμένες ιδιαιτερότητες των ισχυουσών εθνικών νομοθεσιών.

2.2. Η ρήτρα του « stand still »

Αυτή η ρήτρα αποτρέπει το ενδεχόμενο να μην εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη οι προβλεπόμενες παρεκκλίσεις σε περίπτωση που αυτές δεν προβλέπονται από την ισχύουσα κατά τη στιγμή της έγκρισης της οδηγίας νομοθεσία τους. Ο στόχος που επιδιώκεται είναι να μην αποτελέσει η θέση σε ισχύ της παρούσας οδηγίας "παράδοξα" την αιτία αυξημένων διαφορών μεταξύ των κρατών μελών.

2.3. Η ρήτρα επανεξέτασης (rendez-vous)

Με την προοπτική της θέσπισης πραγματικά κοινών κανόνων που επιβεβαιώθηκε τόσο από την συνθήκη του Άμστερνταμ όσο και από τα ευρωπαϊκά συμβούλια του Τάμπερε και του Λάκεν, η ρήτρα αυτή επιτρέπει στο εξής να καθορισθεί η ημερομηνία κατά την οποία θα εξετασθεί το επόμενο στάδιο της προσέγγισης των νομοθεσιών που διέπουν την εισδοχή με σκοπό την οικογενειακή επανένωση. Στη συγκεκριμένη ημερομηνία - δηλαδή δύο έτη μετά την μεταφορά της παρούσας οδηγίας στις εθνικές νομοθεσίες - οι διατάξεις που προσφέρουν τη μέγιστη ευελιξία, δηλαδή εκείνες που αποτέλεσαν τον πυρήνα των διαπραγματεύσεων, θα αναθεωρηθούν κατά προτεραιότητα, για να μπορέσει να υπάρξει πρόοδος προς την κατεύθυνση της εναρμόνισης αυτής της πολιτικής εισδοχής. Είναι ευνόητο ότι πέραν αυτής της συγκεκριμένης ημερομηνίας θα πρέπει να προβλεφθούν μεταγενέστερα άλλες εξελίξεις, με σκοπό κυρίως να ρυθμίσουν την οικογενειακή επανένωση των δικαιούχων άλλων μορφών επικουρικής προστασίας και των πολιτών της Ένωσης.

2.4. Οι κύριες αλλαγές που απορρέουν από αυτή τη νέα προσέγγιση

- Το προηγούμενο άρθρο 4 προέβλεπε την ευθυγράμμιση της οικογενειακής επανένωσης των πολιτών της Ένωσης που δεν καλύπτονται από το κοινοτικό δίκαιο της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων με εκείνη των πολιτών που έχουν ασκήσει το δικαίωμα τους ελεύθερης κυκλοφορίας. Το άρθρο αυτό καταργήθηκε λόγω της έναρξης των εργασιών που προορίζονται να οδηγήσουν σε αναμόρφωση του κοινοτικού δικαίου που ρυθμίζει την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων. Η πρόταση οδηγίας της Επιτροπής για το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών [7] αναφέρεται κυρίως στον ορισμό των σχετικών μελών της οικογένειας. Η ευθυγράμμιση των δικαιωμάτων οικογενειακής επανένωσης όλων των πολιτών της ΕΕ θα επανεξετασθεί μεταγενέστερα μόλις εγκριθεί η αναμόρφωση.

[7] COM (2001) 257 τελικό.

- Η διάταξη σχετικά με την ηλικία μέχρι την οποία τα παιδιά μπορούν να επανενωθούν (άρθρο 5 παράγραφος 1) αναθεωρήθηκε προκειμένου να προβλεφθεί παρέκκλιση που να επιτρέπει την τήρηση ειδικών εθνικών νομοθεσιών. Αυτή η παρέκκλιση είναι αυστηρά προσδιορισμένη. Παράλληλα, παρεμβλήθηκε διάταξη στο κεφάλαιο για τους πρόσφυγες που προσδιορίζει ότι η ηλικία επανένωσης των παιδιών προσφύγων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μειωθεί. Το άρθρο 5 παράγραφος 1 θα αποτελέσει το αντικείμενο κατά προτεραιότητα αναθεώρησης δύο έτη μετά τη μεταφορά της οδηγίας στις εθνικές νομοθεσίες, σύμφωνα με τους όρους της ρήτρας επανεξέτασης (rendez-vous).

- Ο έλεγχος των πόρων μετά την επανένωση επιτρέπεται δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 1 κατά τη στιγμή ανανέωσης του τίτλου διαμονής των μελών της οικογένειας. Η ρήτρα επανεξέτασης(rendez-vous) προβλέπει την επανεξέταση αυτού του ζητήματος.

- Η παράγραφος 2 που προστέθηκε στο άρθρο 8 εισάγει επίσης μια πολύ περιορισμένη παρέκκλιση η οποία εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση εθνικής νομοθεσίας που ίσχυε ήδη κατά τη στιγμή της έγκρισης της οδηγίας. Επιτρέπει να κατανεμηθούν οι άδειες εισόδου για λόγους οικογενειακής επανένωσης σε περισσότερα έτη, ανάλογα με την ικανότητα υποδοχής του σχετικού κράτους μέλους. Προβλέπεται ότι αυτή η περίοδος δεν μπορεί να υπερβεί σε καμία περίπτωση τα τρία έτη. Αυτή η διάταξη θα αποτελέσει επίσης το αντικείμενο κατά προτεραιότητα αναθεώρησης δύο έτη μετά τη μεταφορά.

- Η διάρκεια ισχύος της άδειας διαμονής των μελών της οικογένειας του αιτούντος την οικογενειακή επανένωση που έχει δικαίωμα μόνιμης διαμονής (άρθρο 13 παράγραφος 2) αναθεωρήθηκε για να παραπέμψει στην πρόταση οδηγίας για το καθεστώς κατοίκου μακράς διάρκειας και ενισχύει κατ'αυτόν τον τρόπο τη συνοχή με το συγκεκριμένο κείμενο. Τα μέλη της οικογένειας αποκτούν στο εξής το καθεστώς κατοίκου μακράς διάρκειας σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια που ισχύουν για τον αιτούντα την οικογενειακή επανένωση. Είναι ευνόητο ότι αυτή η ρύθμιση αφορά το ευρωπαϊκό καθεστώς και ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να επιφυλάξουν ευνοϊκότερη μεταχείριση για την έκδοση εθνικών αδειών μόνιμης διαμονής. Αυτή η ευελιξία θα επανεξετασθεί δύο έτη μετά την μεταφορά της οδηγίας.

- Προκειμένου να βελτιωθεί η συνοχή με το καθεστώς κατοίκου μακράς διάρκειας που προβλέπεται από την πρόταση οδηγίας της 13ης Μαρτίου 2001 [8], προτείνεται να ορισθεί σε πέντε έτη διαμονής το ανώτατο όριο για τη χορήγηση του αυτόνομου καθεστώτος στα μέλη της οικογένειας (άρθρο 15 παράγραφος 1). Αυτή η νέα προθεσμία θα εναρμονίσει μεταξύ τους τις προθεσμίες απόκτησης μόνιμης άδειας διαμονής και αυτόνομου καθεστώτος, και θα εξασφαλίσει επαρκή ευελιξία για να ληφθούν υπόψη οι διάφορες εθνικές καταστάσεις.

[8] COM (2001) 127 τελικό.

Σχολιασμός των άρθρων Κεφάλαιο I: Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1:

Το άρθρο 1 ορίζει το στόχο της παρούσας πρότασης. Συντάχθηκε σύμφωνα με νέα διατύπωση που αποσκοπεί να προσδιορίσει καλύτερα το στόχο, δηλαδή να προσδιορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, το οποίο αναγνωρίζεται εξάλλου στις εθνικές νομοθεσίες και στις ισχύουσες διεθνείς πράξεις.

Άρθρο 2:

Ο πρώτος ορισμός, υπό α), αφορά τους υπηκόους τρίτων χωρών. Προσδιορίστηκε ότι συμπεριλαμβάνει εξίσου τους απάτριδες, γεγονός το οποίο εξυπακούετο στην αρχική πρόταση. Αυτός ο ορισμός των υπηκόων τρίτων χωρών αποτελεί στο εξής τυποποιημένη ρήτρα στις προτάσεις της Επιτροπής στο συγκεκριμένο τομέα.

Οι επόμενοι ορισμοί δεν περιλαμβάνουν ουσιαστικές τροποποιήσεις σε σχέση με την τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης την οποία υπέβαλε η Επιτροπή στις 10 Οκτωβρίου 2000 [9].

[9] COM (2000) 624 τελικό.

Άρθρο 3:

Το άρθρο 3 τροποποιήθηκε ως εξής:

- Η πρώτη παράγραφος συμπληρώθηκε με συμπληρωματική προϋπόθεση: να έχει "εύλογη προοπτική να αποκτήσει μόνιμη διαμονή".επιδιώκει να μην προσφέρει τη δυνατότητα απόκτησης δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης στα άτομα που διαμένουν προσωρινά, χωρίς δυνατότητα ανανέωσης. Με αυτή την εξαίρεση αποκλείονται κυρίως οι άμισθοι οικογενειακοί βοηθοί, οι ασκούμενοι, κλπ. Επιπλέον, αυτή η παράγραφος δεν περιέχει πλέον την αναφορά στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων, ως συνέπεια του αποκλεισμού τους από το πεδίο εφαρμογής.

- Η δεύτερη παράγραφος περιλαμβάνει μόνο τροποποιήσεις τύπου.

- Η τρίτη παράγραφος αποκλείει τα μέλη της οικογένειας όλων των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το πεδίο εφαρμογής της πρότασης. Η κατάσταση των προσώπων που δεν καλύπτονται από το κοινοτικό δίκαιο (επειδή ο πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης της οικογένειας του οποίου αποτελούν μέλη δεν έχει ποτέ ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων) θα εξετασθεί μεταγενέστερα σε ειδική πρόταση, μόλις εγκριθεί η αναμόρφωση του κοινοτικού δικαίου για την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων [10].

[10] COM (2001) 257 τελικό.

- Η τέταρτη παράγραφος δεν περιορίζεται μόνο στις ήδη ισχύουσες συμφωνίες. Λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν πρόκειται για τομέα πλήρως εναρμονισμένο, τα κράτη μέλη μπορούν στο μέλλον να συνάψουν άλλες διμερείς συμφωνίες στους τομείς που δεν καλύπτονται από την οδηγία, υπό τον όρο ότι αυτές θα είναι συμβιβάσιμες με την οδηγία.

Επιπλέον, το εδάφιο β) περιλαμβάνει αναφορά στον αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη. Αυτός έχει ήδη αρχίσει να ισχύει σε πολλά κράτη μέλη.

- Η πέμπτη παράγραφος προσθέτει μια ρήτρα σχετικά με πιο ευνοϊκές διατάξεις. Επιτρέπει στα κράτη μέλη να εισάγουν ή να διατηρούν πιο ευνοϊκές προϋποθέσεις για τους δικαιούχους οικογενειακής επανένωσης. Αυτή η διάταξη υπάρχει σε άλλα κείμενα κοινοτικού δικαίου και εφαρμόζεται πιο συγκεκριμένα όταν η προσπάθεια που καταβάλλεται συνίσταται στο να εξασφαλισθεί η προσέγγιση των νομοθεσιών σε περισσότερα στάδια.

- Η ρήτρα του stand still που εμφανίζεται στην έκτη παράγραφο αποβλέπει να περιορίσει τη χρήση της ευελιξίας ή των παρεκκλίσεων που εισάγονται σε ορισμένες διατάξεις της παρούσας πρότασης. Συμπληρώνει τη ρήτρα που αφορά τις πλέον ευνοϊκές διατάξεις. Τοιουτρόπως, αν δυνάμει της παραγράφου 5 τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν ή να εισάγουν πιο ευνοϊκές διατάξεις, δεν μπορούν εντούτοις, τροποποιώντας τις αντίστοιχες εθνικές νομοθεσίες τους, να θέσουν υπό αμφισβήτηση το ελάχιστο κοινό υπόβαθρο που εξασφαλίζεται από τις διατάξεις της παρούσας πρότασης.

Κεφάλαιο II: Μέλη της οικογένειας

Άρθρο 4:

Η νέα διατύπωση του άρθρου 4 περιλαμβάνει ορισμένες τροποποιήσεις.

Λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλομορφία των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά τους δικαιούχους οικογενειακής επανένωσης, δεν κρίνεται εφικτό στο συγκεκριμένο στάδιο να επεκταθεί η υποχρέωση χορήγησης άδειας εισόδου και διαμονής σε άλλα άτομα πέραν του/της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων. Τοιουτρόπως, οι ανιόντες, τα ενήλικα εξαρτώμενα τέκνα ή οι μη συνδεόμενοι με δεσμούς γάμου σύντροφοι επωφελούνται δυνατότητας και όχι υποχρέωσης. Το προαιρετικό σύστημα ισχύει επίσης για τέκνα των οποίων η επιμέλεια είναι επιμερισμένη. Σε σχέση με την τροποποιημένη πρόταση της 10ης Οκτωβρίου 2000, οι πρόσφυγες δεν συμπεριλήφθηκαν στο κεφάλαιο που αφορά τα μέλη της οικογένειας και υπάγονται τώρα σε ένα νέο κεφάλαιο V το οποίο είναι ειδικά αφιερωμένο σε αυτούς.

- Ο/η σύζυγος και τα ανήλικα τέκνα αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο: υπό την επιφύλαξη ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην πρόταση οδηγίας, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να επιτρέπουν την είσοδό τους και τη διαμονή τους δυνάμει της οικογενειακής επανένωσης.

Όσον αφορά τα υιοθετημένα τέκνα, έγινε μια διευκρίνιση σε σχέση με την προηγούμενη πρόταση οδηγίας: πέραν απόφασης που έχει ληφθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους ή απόφασης αναγνωρισμένης από αυτήν, μπορεί εξίσου να πρόκειται για αυτοδικαίως εκτελεστή απόφαση δυνάμει διεθνών υποχρεώσεων του σχετικού κράτους μέλους..

Όσον αφορά τα τέκνα των οποίων η επιμέλεια είναι επιμερισμένη, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να επιτρέψουν την οικογενειακή τους επανένωση, υπό την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζονται στο εδάφιο γ) της παραγράφου 1.

Το όριο ηλικίας που είναι απαραίτητο για να χορηγηθεί στα τέκνα η άδεια να συναντήσουν τους γονείς τους αποτέλεσε ένα από τα σημαντικά θέματα των διαπραγματεύσεων για την οικογενειακή επανένωση. Φάνηκε ενδεδειγμένο να δοθεί στα κράτη μέλη ένα ορισμένο περιθώριο ευελιξίας για να εξετάζουν το κατά πόσο το τέκνο πληροί τις προϋποθέσεις ένταξης πέραν ορισμένης ηλικίας, υπό τον όρο ότι η νομοθεσία τους προέβλεπε ήδη αυτήν την εξέταση κατά την ημερομηνία έγκρισης της οδηγίας και η εξέταση αυτή γίνεται για κάθε περίπτωση χωριστά.

- Ένα διαφορετικό σύστημα, που περιγράφεται στην παράγραφο 2, προβλέπεται για τους ανιόντες και τα ενήλικα τέκνα. Και στο θέμα αυτό εξίσου, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των προϋποθέσεων που προβλέπονται στην πρόταση οδηγίας, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να επιτρέψουν την είσοδο και τη διαμονή τους δυνάμει της οικογενειακής επανένωσης. Αυτή η δυνατότητα πρέπει να αναφέρεται σε νομοθετικό ή κανονιστικό κείμενο. Οι ανιόντες καθορίζονται με μεγαλύτερη ακρίβεια: πρόκειται για εξ αίματος και πρώτου βαθμού ανιόντες (δηλαδή πατέρας και μητέρα και όχι πάπποι και μάμμες, ή θείοι και θείες).

- Το καθεστώς των συντρόφων που δεν συνδέονται με τον αιτούντα με δεσμούς γάμου είναι παρόμοιο με εκείνο των ανιόντων και των ενηλίκων τέκνων, που περιγράφονται ανωτέρω. Η τρίτη παράγραφος διακρίνει μεταξύ του συντρόφου που δεν έχει σύναψει γάμο, ο οποίος οφείλει να έχει με τον αιτούντα την επανένωση μόνιμη, δεόντως αποδεδειγμένη σχέση, και του καταχωρημένου συντρόφου, για τον οποίο δεν απαιτείται αυτή η προϋπόθεση ακριβώς λόγω της καταχωρημένης συντροφικής σχέσης. Η είσοδος και η διαμονή επεκτείνονται στα ανήλικα μη έγγαμα τέκνα τους, συμπεριλαμβανομένων των υιοθετημένων.

- Η Επιτροπή προβλέπει μια νέα διάταξη που επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν στον αιτούντα την επανένωση και στον/στην σύζυγό του ελάχιστη ηλικία, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει την ηλικία της νόμιμης ενηλικίωσης, προκειμένου να καταπολεμήσουν την πρακτική των καταναγκαστικών γάμων, τουλάχιστον όταν πρόκειται για ανήλικα άτομα.

- Τέλος, επέρχεται μια αλλαγή στην παράγραφο 4, η οποία αφορά τις περιπτώσεις πολυγαμίας. Διατυπώνεται στο εξής με γενικότερο τρόπο, υπό την έννοια ότι αφορά έναν άλλο "σύζυγο" και όχι μόνον μια άλλη "σύζυγο".

Κεφάλαιο III: Υποβολή και εξέταση της αίτησης

Άρθρο 5:

Η Επιτροπή υιοθετεί στο συγκεκριμένο άρθρο ορισμένες τροποποιήσεις που απορρέουν από τις εργασίες στο πλαίσιο του Συμβουλίου.

1 : Η διαδικασία οικογενειακής επανένωσης μπορεί να κινηθεί από τον ίδιο τον αιτούντα ή από το/τα μέλος/η της οικογενείας του που επιθυμεί/ούν να έλθει/ουν σε συνάντησή του από την χώρα καταγωγής του/τους. Κατά συνέπεια, η αίτηση μπορεί να υποβληθεί στο κράτος μέλος υποδοχής στις αρμόδιες αρχές, ή στη χώρα καταγωγής της οικογένειας στις προξενικές αρχές του σχετικού κράτους μέλους. Αυτή η διάταξη επιτρέπει να συμβιβαστούν τα δύο είδη διαδικασιών που εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη.

2 : Πέραν των δικαιολογητικών εγγράφων που αποδεικνύουν αφενός τους συγγενικούς δεσμούς και αφετέρου την τήρηση των προϋποθέσεων της οικογενειακής επανένωσης, η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τα ταξιδιωτικά έγγραφα των μελών της οικογένειας. Τα ταξιδιωτικά έγγραφα απαριθμούνται στον πίνακα ταξιδιωτικών εγγράφων που επιτρέπουν την διέλευση των εξωτερικών συνόρων και μπορούν να λάβουν θεώρηση εισόδου, ο οποίος προσαρτάται στην απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής Σένγκεν της 16ης Δεκεμβρίου 1998 σχετικά με τη δημιουργία ενός οδηγού εγγράφων που μπορούν να λάβουν θεώρηση εισόδου [11].

[11] (SCH/ Com ex(98) 56)

Τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να συμπληρώνονται δεόντως από συνεντεύξεις με τα διάφορα μέλη της οικογένειας ή έρευνες. Με το ίδιο πνεύμα, δεδομένου ότι η μόνιμη σχέση μεταξύ συντρόφων που δεν έχουν συνάψει μεταξύ τους γάμο είναι εξ ορισμού δύσκολο να αποδειχθεί μέσω ληξιαρχικών πράξεων, το κράτος μέλος λαμβάνει υπόψη τα τεκμήρια που απαριθμούνται στο τρίτο εδάφιο.

3 : Διατηρείται η αρχή της υποβολής της αίτησης όταν τα μέλη της οικογένειας βρίσκονται εκτός του κράτους μέλους. αντιθέτως, οι εξαιρέσεις σχετικοποιούνται. Εναπόκειται τώρα στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών να εξετάζουν την αίτηση μελών της οικογένειας που βρίσκονται ήδη στην επικράτεια στις δέουσες περιπτώσεις.

4 : Η συνολική διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης παρατείνεται για να ληφθεί υπόψη η αδυναμία σύντμησης των εθνικών διοικητικών προθεσμιών. Αυτή η προθεσμία μπορεί να παραταθεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η απουσία αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά τους συγγενικούς δεσμούς προϋποθέτει συμπληρωματικές έρευνες.

Η σιωπή της διοίκησης ερμηνεύεται διαφορετικά ανάλογα με τις σχετικές εθνικές νομοθεσίες για τις διοικητικές διαδικασίες. Αυτό το ζήτημα διευκρινίζεται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4.

5 : Αυτή η διάταξη επαναλάμβανε ήδη τη διατύπωση που χρησιμοποιείται στη σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού. αυτή η παραπομπή είναι τώρα ρητή.

Κεφάλαιο IV: Προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης

Άρθρο 6:

Η μόνη τροποποίηση που εισάγεται στο συγκεκριμένο άρθρο επιδιώκει να προσδιορίσει, στη δεύτερη παράγραφο, ότι οι άδειες διαμονής των μελών της οικογένειας μπορούν να ανακληθούν ή να μην ανανεωθούν για λόγους δημόσιας τάξης και εσωτερικής ασφάλειας. Παρά το γεγονός ότι δεν είναι αυστηρά απαραίτητη, αυτή η τροποποίηση, σύμφωνα με το πνεύμα της αρχικής πρότασης, ευθυγραμμίζεται με το έγγραφο εργασίας της Επιτροπής: η σχέση μεταξύ της διασφάλισης της εσωτερικής ασφάλειας και της τήρησης των διεθνών υποχρεώσεων και πράξεων προστασίας [12] και αποτέλεσε το αντικείμενο συναίνεσης στο Συμβούλιο.

[12] COM (2001) 743 τελικό.

Άρθρο 7:

Μετά από τις συζητήσεις στο πλαίσιο του Συμβουλίου, οι προαιρετικές προϋποθέσεις στέγης και πόρων αναλύθηκαν λεπτομερώς με σκοπό την αποσαφήνισή τους χωρίς να τίθεται υπό αμφισβήτηση το πνεύμα του αρχικού κειμένου. Η σταθερότητα των πόρων αξιολογείται σε συνάρτηση με το χαρακτήρα τους και την τακτικότητά τους.

Το εδάφιο 2 της παραγράφου 1 παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη που το προβλέπουν να ελέγχουν εκ νέου αυτές τις προϋποθέσεις μετά την είσοδο των μελών της οικογένειας. Αυτή η επαλήθευση διενεργείται κατά την πρώτη ανανέωση της άδειας διαμονής των μελών της οικογένειας. Διευκρινίζεται εξάλλου ότι το κράτος μέλος πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις συνεισφορές του συνόλου των μελών της οικογένειας.

Η διάταξη της παραγράφου 2 παραμένει αμετάβλητη.

Άρθρο 8:

Η περίοδος προαιρετικής αναμονής πριν να χορηγηθεί άδεια εισόδου στα μέλη της οικογένειας αυξήθηκε από ένα σε δύο έτη κατ'ανώτατο όριο. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε για αυτήν την ευελιξία συνιστά ακόμα επαρκή βάση για την προσέγγιση των νομοθεσιών.

Το δεύτερο εδάφιο προβλέπει ειδική παρέκκλιση για να ληφθούν υπόψη οι ισχύουσες εθνικές νομοθεσίες που εφαρμόζουν σύστημα περιορισμών στον τομέα της οικογενειακής επανένωσης για να ληφθεί υπόψη η ικανότητά τους υποδοχής. Οι περιορισμοί αυτού του είδους έχουν ως αποτέλεσμα να κατανέμονται σε πολλά έτη οι αιτήσεις εισόδου με σκοπό την επανένωση. Τα σχετικά κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να μην επιτρέψουν την είσοδο όλων των μελών της οικογένειας των οποίων η αίτηση έγινε δεκτή το έτος κατά το οποίο αυτή υποβλήθηκε. Δεν μπορούν όμως να επιβάλλουν περίοδο αναμονής ανώτερη των τριών ετών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

Kεφάλαιο V: Οικογενειακή επανένωση προσφύγων

Άρθρο 9:

Το κεφάλαιο V συγκεντρώνει τις ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται στην οικογενειακή επανένωση προσφύγων: αυτές οι διατάξεις εφαρμόζονται κατά παρέκκλιση του κοινού καθεστώτος που προβλέπεται στα άλλα κεφάλαια της παρούσας οδηγίας. Εντούτοις, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν το ευεργέτημα αυτού του κατά παρέκκλιση καθεστώτος μόνο στους πρόσφυγες των οποίων οι οικογενειακοί δεσμοί υπήρχαν πριν από την αναγνώριση του καθεστώτος τους, σύμφωνα με την παράγραφο 2, δεδομένου ότι η κατάσταση αυτών των οικογενειών δικαιολογεί κατά προτεραιότητα την εφαρμογή πιο ευνοϊκής μεταχείρισης.

Άρθρο 10:

Το άρθρο 10 συγκεντρώνει δύο διατάξεις που ήδη αναφέρονταν στην προηγούμενη πρόταση της Επιτροπής, αλλά στο πλαίσιο των αντίστοιχων σχετικών άρθρων:

- την δυνατότητα επέκτασης της οικογενειακής επανένωσης σε άλλα μέλη της οικογενείας τους πέραν αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 4, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά εξαρτώνται από τον αιτούντα (άρθρο 10 παράγραφος 3) . Προσδιορίζεται εξάλλου ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να μειώσουν κάτω από το όριο της νόμιμης ενηλικίωσης την ηλικία την οποία πρέπει να έχουν τα παιδιά προσφύγων που δικαιούνται επανένωσης.

- την άδεια εισόδου και διαμονής μελών της οικογένειας μη συνοδευόμενου ανηλίκου πρόσφυγα. Στην ειδική περίπτωση ενός μη συνοδευόμενου ανηλίκου πρόσφυγα, η δυνατότητα να επιτραπεί η επανένωση με τους ανιόντες του, ή ελλείψει αυτών με το νόμιμο επίτροπό του του ή κάθε άλλο μέλος της οικογενείας του πρώτου βαθμού, μετατράπηκε σε υποχρέωση για τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τη διεθνή σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού (άρθρο 10, παράγραφος 4).

Άρθρο 11:

Το άρθρο 11 προβλέπει την εφαρμογή κοινών κανόνων για την υποβολή και την εξέταση της αίτησης. Εντούτοις, η παράγραφος 2 εισάγει παρέκκλιση - η οποία αναφερόταν ήδη στην προηγούμενη πρόταση της Επιτροπής - σύμφωνα με την οποία η απόρριψη δεν μπορεί να θεμελιωθεί αποκλειστικά στο γεγονός ότι ο πρόσφυγας δεν μπόρεσε να προσκομίσει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά έγγραφα: σε μια τέτοια περίπτωση, το κράτος μέλος είναι υποχρεωμένο να εξετάσει άλλα αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη οικογενειακών δεσμών.

Άρθρο 12:

Με βάση την ίδια αρχή με αυτήν του άρθρου 11, το άρθρο 12 εισάγει παρέκκλιση όσον αφορά τις υλικές προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης. Πρόκειται και σε αυτό εξίσου το σημείο για επανάληψη διάταξης που αναφερόταν ήδη στην προηγούμενη πρόταση της Επιτροπής. Τοιουτοτρόπως, ο πρόσφυγας απαλλάσσεται από τις προϋποθέσεις στέγης, ασφάλισης ασθένειας και σταθερών πόρων. Αυτή η παρέκκλιση προβλέπεται αποκλειστικά με σκοπό την οικογενειακή επανένωση του/της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων.

Προβλέπεται επίσης η δυνατότητα παρέκκλισης από μια άλλη προαιρετική προϋπόθεση: πρόκειται για την δυνατότητα να επιβάλλεται στον πρόσφυγα περίοδος αναμονής πριν από την επανένωση με τα μέλη της οικογενείας του. Αυτή η απαλλαγή περιλαμβανόταν επίσης στην προηγούμενη πρόταση της Επιτροπής.

Κεφάλαιο VΙ: Είσοδος και διαμονή των μελών της οικογένειας

Άρθρο 13:

1. Το πρώτο εδάφιο διατηρεί την υποχρέωση των κρατών μελών να διευκολύνουν τη χορήγηση των θεωρήσεων που απαιτούνται μόλις γίνει δεκτή η οικογενειακή επανένωση, χωρίς εντούτοις να αποφαίνεται όσον αφορά το κόστος, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη δεν είναι διατεθειμένα, προς το παρόν, να δεχθούν την επιβεβαίωση της αρχής της ατέλειας.

2. Διατηρείται η αρχή έκδοσης άδειας διαμονής των μελών της οικογένειας με διάρκεια ισχύος αντίστοιχη με αυτήν του αιτούντος. Η παρούσα πρόταση οδηγίας εφαρμόζει κατ'αρχήν το σύστημα της πρότασης οδηγίας για το καθεστώς κατοίκου μακράς διάρκειας υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών [13] στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αιτών την επανένωση είναι δικαιούχος του εν λόγω καθεστώτος. Δεν προβλέπει πιο ευνοϊκούς όρους για τη χορήγηση αυτού του καθεστώτος στα μέλη της οικογένειας.

[13] COM (2001)127

Άρθρο 14:

Η Επιτροπή υποστηρίζει τη λύση που ανέκυψε στο πλαίσιο του Συμβουλίου, η οποία προτείνει να ευθυγραμμιστεί το δικαίωμα πρόσβασης στην εκπαίδευση, στην απασχόληση και στην επαγγελματική κατάρτιση των μελών της οικογένειας με το αντίστοιχο δικαίωμα του αιτούντος την επανένωση και όχι με εκείνο των πολιτών της Ένωσης. Αυτό επιτρέπει να αποφευχθούν οι διαφορές μεταχείρισης στο πλαίσιο της ίδιας οικογένειας.

Αυτά τα δικαιώματα πρόσβασης είναι προαιρετικά για τους ανιόντες και τα ενήλικα τέκνα.

Άρθρο 15:

Η διατύπωση αυτής της διάταξης ανταποκρίνεται στο ζήτημα της διαφοράς μεταξύ μόνιμης άδειας διαμονής και αυτόνομης άδειας διαμονής. Η πλειοψηφία των νομοθεσιών δεν κάνει διάκριση μεταξύ αυτών των δύο θεμάτων και τα ενσωματώνει στο ίδιο καθεστώς: ο δικαιούχος μόνιμης άδειας διαμονής κατέχει εξίσου αυτόνομη άδεια διαμονής σε σχέση με την άδεια του αιτούντος την επανένωση. Η τροποποίηση που εισάγεται επιλύει τη δυσκολία εναρμονίζοντας το ανώτατο όριο εντός του οποίου πρέπει να χορηγηθεί το αυτόνομο καθεστώς με τη διάρκεια διαμονής που είναι απαραίτητη για να αποκτηθεί το καθεστώς κατοίκου μακράς διάρκειας.

Η έκδοση αυτόνομης άδειας διαμονής στους ανιόντες και τα ενήλικα τέκνα παραμένει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών.

Η ρήτρα παρέκκλισης τροποποιήθηκε ελαφρά για να μην επιβάλλει πλέον ελάχιστη διάρκεια διαμονής στα άτομα προκειμένου να αποκτήσουν ανεξάρτητη άδεια διαμονής στις καταστάσεις που ορίζονται από την παράγραφο 3, δηλαδή σε περίπτωση ιδιαίτερα δυσχερών καταστάσεων.

Κεφάλαιο VIΙ: Κυρώσεις και ένδικα μέσα

Άρθρο 16:

Αυτό το άρθρο αναπτύχθηκε αναλύοντας την έκταση και τις συνέπειες της αρχικής διάταξης. Τώρα προβλέπονται όλες οι καταστάσεις που μπορούν να συνεπιφέρουν απόρριψη της αίτησης και ανάκληση ή μη ανανέωση της άδειας διαμονής των μελών της οικογένειας.

Το σημείο α) της πρώτης παραγράφου πρέπει να διαβαστεί παράλληλα με τις διατάξεις της παρούσας πρότασης οδηγίας που καθορίζουν τις προϋποθέσεις οικογενειακής επανένωσης και προσδιορίζουν τις καταστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να επέλθει η ανάκληση ή η μη ανανέωση άδειας διαμονής.

Το σημείο β) αναφέρεται στην έννοια του πραγματικού συζυγικού και οικογενειακού βίου και επιδιώκει να καταπολεμήσει την καταστρατήγηση του στόχου της επανένωσης που είναι η διατήρηση ή αποκατάσταση της οικογενειακής ενότητας.

Το σημείο γ) προβλέπει ειδικά τις περιπτώσεις των συντρόφων που δεν συνδέονται με δεσμούς γάμου και προσδιορίζει τα μέσα για να καταπολεμηθούν οι καταχρήσεις αυτού του είδους επανένωσης.

Οι διατάξεις της παραγράφου 2 αποβλέπουν στην καταπολέμηση της απάτης και των εικονικών γάμων, υιοθεσιών ή σχέσεων ελεύθερης συμβίωσης. Αυτή η διάταξη συμπληρώθηκε επωφελώς με σκοπό να συμπεριλάβει όλες τις πιθανές καταστάσεις.

Η παράγραφος 3 προσδιορίζει ότι στην περίπτωση που το δικαίωμα διαμονής του αιτούντος την επανένωση λήξει, τα μέλη της οικογενείας του πρέπει να εγκαταλείψουν την επικράτεια του συγκεκριμένου κράτους μέλους μαζί του επειδή η διαμονή τους εξαρτάται από αυτήν του αιτούντος. Αυτή η διάταξη δεν εφαρμόζεται όταν τα μέλη της οικογενείας έχουν αποκτήσει αυτόνομη άδεια διαμονής και έχουν τοιουτρόπως το δικαίωμα να παραμείνουν ανεξάρτητα από το δικαίωμα διαμονής του αιτούντος την επανένωση.

Τέλος, η παράγραφος 4 συμπληρώνει την αρχική διάταξη και προσθέτει ότι μπορούν επίσης να διεξαχθούν ειδικοί έλεγχοι κατά τη στιγμή ανανέωσης της άδειας διαμονής των μελών της οικογένειας.

Άρθρο 17:

Αυτή η διάταξη παραμένει αμετάβλητη

Άρθρο 18:

Η αρχή της πρόσβασης στα ένδικα μέσα διατηρείται. Η διάταξη προσδιορίζει επωφελώς ότι πρόκειται για ένδικα μέσα και παραπέμπει στις εθνικές νομοθεσίες όσον αφορά τις λεπτομέρειες εφαρμογής.

Κεφάλαιο VIII: Τελικές διατάξεις

Άρθρο 19:

Αυτό το άρθρο εισάγει τη ρήτρα επανεξέτασης (rendez-vous), που αποτελεί ένα από τα τρία στοιχεία της νέας προσέγγισης της Επιτροπής, και απαριθμεί τα άρθρα για τα οποία θα κατατεθούν κατά προτεραιότητα προτάσεις τροποποιήσεων. Τα σχετικά άρθρα είναι αυτά που επί του παρόντος προσφέρουν ακόμη πολύ μεγάλη ευελιξία η οποία θα πρέπει να περιοριστεί κατά το επόμενο στάδιο νομοθετικής προσέγγισης.

Άρθρο 20:

Τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να μεταφέρουν την οδηγία το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003.

Άρθρο 21:

Αυτό το άρθρο καθορίζει την ημερομηνία έναρξης ισχύος της οδηγίας.

Άρθρο 22:

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη..

1999/0258 (CNS)

Τροποποιημένη πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχovτας υπόψη:

τη συvθήκη για τηv ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κoιvότητας, και ιδίως τo άρθρo 63,

την πρόταση της Επιτροπής [14],

[14] ΕΕ C [...] της [...], σ. [...].

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [15],

[15] ΕΕ C [...] της [...], σ. [...].

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [16],

[16] ΕΕ C [...] της [...], σ. [...].

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [17],

[17] ΕΕ C [...] της [...], σ. [...].

εκτιμώντας τα εξής:

(1) Για την προοδευτική εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας προβλέπει, αφενός, τη θέσπιση μέτρων που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, σε συνδυασμό με συνοδευτικά μέτρα που αφορούν τον έλεγχο στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο και τη μετανάστευση και, αφετέρου, τη θέσπιση μέτρων στον τομέα του ασύλου, της μετανάστευσης και της διαφύλαξης των δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών. (2) Το άρθρο 63, σημείο 3, της Συνθήκης ΕΚ προβλέπει ότι το Συμβούλιο θεσπίζει μέτρα περί μεταναστευτικής πολιτικής. Το στοιχείο α) του εν λόγω άρθρου ορίζει κυρίως ότι το Συμβούλιο λαμβάνει μέτρα στον τομέα των προϋποθέσεων εισόδου και διαμονής καθώς και προδιαγραφές διαδικασιών κατά τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν θεωρήσεις και άδειες διαμονής μακράς διαρκείας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αποσκοπούν στην επανένωση οικογενειών.

(3) Τα μέτρα που αφορούν την οικογενειακή επανένωση πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και σεβασμού της οικογενειακής ζωής που αναφέρεται σε πολλές πράξεις διεθνούς δικαίου. Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(4) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναγνώρισε, κατά την ειδική σύνοδό του στο Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, την ανάγκη προσέγγισης των εθνικών νομοθεσιών, που αφορούν τους όρους αποδοχής και διαμονής των υπηκόων τρίτων χωρών, θεμελιωμένης σε κοινή αξιολόγηση τόσο της οικονομικής και δημογραφικής εξέλιξης στο πλαίσιο της Ένωσης όσο και της κατάστασης στις χώρες προέλευσης. Προς το σκοπό αυτό, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζήτησε από το Συμβούλιο να εκδώσει ταχέως αποφάσεις στη βάση προτάσεων της Επιτροπής. Οι αποφάσεις αυτές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο την ικανότητα υποδοχής κάθε κράτους μέλους αλλά εξίσου τους ιστορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς τους με τις χώρες προέλευσης.

(5) Για την αξιολόγηση των μεταναστευτικών ρευμάτων και την προετοιμασία της θέσπισης μέτρων του Συμβουλίου, είναι σημαντικό για την Επιτροπή να διαθέτει στατιστικά στοιχεία και πληροφορίες για την νόμιμη μετανάστευση των υπηκόων τρίτων χωρών σε κάθε κράτος μέλος, ιδίως όσον αφορά τον αριθμό των χορηγούμενων αδειών, τον τύπο και τη διάρκεια ισχύος των αδειών αυτών. για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη πρέπει να θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής, τακτικά και γρήγορα, τα αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες.

(6) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, κατά την ειδική σύνοδό του στο Τάμπερε, της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999 επιβεβαίωσε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να εξασφαλίζει ισότιμη μεταχείριση των υπηκόων των τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στο έδαφος των κρατών μελών, και μια πιο ενεργητική πολιτική κοινωνικής ένταξης θα όφειλε να έχει ως φιλοδοξία να τους προσφέρει δικαιώματα και υποχρεώσεις συγκρίσιμα με αυτά των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(7) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν της 14ης και 15ης Δεκεμβρίου 2001 επιβεβαίωσε εκ νέου τη δέσμευσή του έναντι των πολιτικών κατευθύνσεων και στόχων που καθορίστηκαν στο Τάμπερε, και τόνισε ότι είναι απαραίτητο να υπάρξουν νέα κίνητρα και κατευθύνσεις προκειμένου να καλυφθεί η σημειωθείσα καθυστέρηση. επιβεβαίωσε ότι μια αληθινή κοινή πολιτική μετανάστευσης προϋποθέτει τη θέσπιση κοινών κανόνων στον τομέα της οικογενειακής επανένωσης και κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλλει νέα τροποποιημένη πρόταση σχετικά με το θέμα.

(8) Η οικογενειακή επανένωση αποτελεί απαραίτητο μέσο για την ύπαρξη οικογενειακού βίου. Συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικοπολιτιστικής σταθερότητας που διευκολύνει την ένταξη των υπηκόων τρίτων χωρών στα κράτη μέλη, γεγονός που επιτρέπει εξάλλου την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, που αποτελεί θεμελιώδη στόχο της Κοινότητας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο κ) της Συνθήκης ΕΚ.

(9) Προκειμένου να κατοχυρωθεί η προστασία της οικογένειας και η διατήρηση ή η δημιουργία οικογενειακού βίου, πρέπει να καθορισθούν, σύμφωνα με κοινά κριτήρια, ειδικές προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης.

(10) Η κατάσταση των προσφύγων χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, εξαιτίας των λόγων που τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και που τους εμποδίζουν να διεξάγουν εκεί οικογενειακό βίο. Στη βάση αυτή, φαίνεται ενδεδειγμένο να προβλεφθούν πιο ευνοϊκές προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματός τους οικογενειακής επανένωσης.

(11) Η οικογενειακή επανένωση αφορά τα μέλη του πυρήνα της οικογένειας, δηλαδή τον/την σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν το κατά πόσο επιθυμούν να διευρύνουν αυτόν τον κύκλο και να χορηγήσουν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης στους ανιόντες, στα ενήλικα τέκνα και στους συντρόφους που δε συνδέονται με δεσμούς γάμου.

(12) Πρέπει να δημιουργηθεί ένα σύστημα διαδικαστικών κανόνων που να διέπει την εξέταση της αίτησης οικογενειακής επανένωσης, καθώς και την είσοδο και τη διαμονή των μελών της οικογένειας. Οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές και να μπορούν να υπόκεινται σε διαχείριση σε σχέση με το συνήθη φόρτο εργασίας των διοικήσεων των κρατών μελών, καθώς και διαφανείς και δίκαιες προκειμένου να προσφέρουν κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας του δικαίου στα σχετικά πρόσωπα.

(13) Η κοινωνική ένταξη των μελών της οικογένειας πρέπει να προωθηθεί. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να έχουν πρόσβαση σε καθεστώς ανεξάρτητο από εκείνο του αιτούντος την επανένωση, μετά από κάποια περίοδο διαμονής στο κράτος μέλος. Πρέπει να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση παρόμοια με τον αιτούντα την επανένωση.

(14) Κατάλληλα, ανάλογα και αποτρεπτικά μέτρα πρέπει να ληφθούν για την πρόληψη και την κύρωση της καταστρατήγησης των κανόνων και διαδικασιών που αφορούν την οικογενειακή επανένωση.

(15) Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και την αρχή της αναλογικότητας όπως ορίζονται στο άρθρο 5 της συνθήκης, ο στόχος της προβλεπόμενης δράσης, δηλαδή η σύσταση δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης για τους υπηκόους τρίτων χωρών, το οποίο ασκείται σύμφωνα με κοινούς όρους, δε μπορεί, ως τέτοιο, να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί ως εκ τούτου να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο. Η παρούσα οδηγία περιορίζεται στο ελάχιστο απαιτούμενο για την επίτευξη αυτού του στόχου και δεν υπερβαίνει αυτό που είναι απαραίτητο για το σκοπό αυτό,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Κεφάλαιο I

Γενικές διατάξεις Άρθρο1

Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να καθορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκείται το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης το οποίο διαθέτουν οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών.

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως :

α) «υπήκοος τρίτης χώρας» : κάθε πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1 της συνθήκης, περιλαμβανομένων των απάτριδων.

β) «πρόσφυγας» : κάθε υπήκοος τρίτης χώρας ή άπατρις που απολαύει καθεστώτος πρόσφυγα κατά την έννοια της Σύμβασης για το καθεστώς των προσφύγων της 28ης Ιουλίου 1951, η οποία τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967.

γ) "αιτών την επανένωση": υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα σε κράτος μέλος, ο οποίος ζητεί την επανένωση με τα μέλη της οικογενείας του.

δ) «οικογενειακή επανένωση» : η είσοδος και διαμονή σε κράτος μέλος των μελών της οικογένειας υπηκόου τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, προκειμένου να διατηρηθεί η οικογενειακή ενότητα, ασχέτως εάν οι οικογενειακοί δεσμοί προηγούνται ή έπονται της εισόδου του αιτούντος.

ε) «άδεια διαμονής» : παντός είδους εξουσιοδότηση εκδοθείσα από κράτος μέλος, η οποία παρέχει δικαίωμα διαμονής στο έδαφός του κράτους αυτού. Στον ορισμό αυτό δεν περιλαμβάνεται η προσωρινή άδεια διαμονής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό την εξέταση αίτησης ασύλου ή αίτησης άδειας διαμονής.

Άρθρο 3

1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται όταν ο αιτών την επανένωση είναι υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα σε κράτος μέλος, δικαιούχος άδειας διαμονής που έχει εκδοθεί από το συγκεκριμένο κράτος μέλος διάρκειας ισχύος ανώτερης ή ίσης με ένα έτος, ο οποίος έχει εύλογη προοπτική να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, εφόσον τα μέλη της οικογενείας του είναι υπήκοοι τρίτης χώρας, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς τους.

2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται όταν ο αιτών την επανένωση είναι υπήκοος τρίτης χώρας:

α) ο οποίος ζητεί την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα και του οποίου η αίτηση δεν έχει ακόμα αποτελέσει το αντικείμενο οριστικής απόφασης,

β) στον οποίο έχει χορηγηθεί άδεια διαμονής σε κράτος μέλος δυνάμει προσωρινής προστασίας ή ο οποίος ζητεί την άδεια να διαμείνει για τον ίδιο λόγο αναμένοντας την έκδοση απόφασης σχετικά με το καθεστώς του,

γ) στον οποίο έχει χορηγηθεί άδεια διαμονής σε κράτος μέλος δυνάμει επικουρικών μορφών προστασίας, σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις, τις εθνικές νομοθεσίες ή τις πρακτικές των κρατών μελών, ή ο οποίος ζητεί την άδεια να διαμείνει για τον ίδιο λόγο αναμένοντας την έκδοση απόφασης σχετικά με το καθεστώς του.

3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα μέλη της οικογένειας πολιτών της Ένωσης.

4. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη πιο ευνοϊκών διατάξεων:

α) διμερών και πολυμερών συμφωνιών μεταξύ της Κοινότητας ή της Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και τρίτων χωρών, αφετέρου,

β) του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη της 18ης Οκτωβρίου 1961, του αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη της 3ης Μαΐου 1987 και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το καθεστώς του διακινούμενου εργαζόμενου της 24ης Νοεμβρίου 1977.

5. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν ή να διατηρούν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται η συγκεκριμένη οδηγία.

6. Το άρθρο 4, παράγραφοι 1, 2 και 3, το άρθρο 7, παράγραφος 1 υπό γ) δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 8 της παρούσας οδηγίας δεν μπορούν να έχουν σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή λιγότερο ευνοϊκών προϋποθέσεων από αυτές που υπάρχουν σε κάθε κράτος μέλος κατά την ημερομηνία θέσπισής της.

Κεφάλαιο II

Μέλη της οικογένειας Άρθρο 4

1. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο και διαμονή, δυνάμει της παρούσας οδηγίας, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV, των ακόλουθων μελών της οικογένειας:

α) του/της συζύγου του αιτούντος την επανένωση,β) των ανήλικων τέκνων του αιτούντος την επανένωση και του/της συζύγου του, συμπεριλαμβανομένων των τέκνων που έχουν υιοθετηθεί σύμφωνα με απόφαση που ελήφθη από την αρμόδια αρχή του σχετικού κράτους μέλους ή με απόφαση αυτοδικαίως εκτελεστή δυνάμει διεθνών υποχρεώσεων του εν λόγω κράτους μέλους ή η οποία πρέπει να αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις,

γ) των ανήλικων τέκνων, συμπεριλαμβανομένων των υιοθετημένων, του αιτούντος την επανένωση ή του/της συζύγου του, όταν ένας εξ αυτών έχει το δικαίωμα επιμέλειας και την ευθύνη συντήρησης των τέκνων. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν την επανένωση παιδιών των οποίων η επιμέλεια είναι επιμερισμένη, υπό τον όρο ότι ο άλλος δικαιούχος επιμέλειας έχει συναινέσει.

Τα ανήλικα τέκνα που αναφέρονται στα σημεία β) και γ), πρέπει να είναι ηλικίας μικρότερης από την ηλικία της νόμιμης ενηλικίωσης του σχετικού κράτους μέλους και να μην είναι έγγαμα.

Κατά παρέκκλιση, όταν κάποιο τέκνο υπερβαίνει τα 12 έτη, το κράτος μέλος μπορεί, πριν να επιτρέψει την είσοδο και διαμονή του δυνάμει της παρούσας οδηγίας, να εξετάσει το κατά πόσον πληροί ένα από τα κριτήρια ένταξης των οποίων η εξέταση προβλεπόταν από την υφιστάμενη κατά την ημερομηνία θέσπισης της παρούσας οδηγίας νομοθεσία του.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν, με νομοθετική ή κανονιστική πράξη, να επιτρέψουν την είσοδο και την διαμονή, δυνάμει της παρούσας οδηγίας, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των προϋποθέσεων που ορίζονται στο κεφάλαιο IV, των ακόλουθων μελών της οικογένειας:

α) των εξ αίματος και πρώτου βαθμού ανιόντων του αιτούντος την επανένωση ή του/της συζύγου του, εφόσον έχουν την ευθύνη συντήρησης τους και τα άτομα αυτά στερούνται της απαραίτητης οικογενειακής υποστήριξης στη χώρα καταγωγής.

β) των ενηλίκων αγάμων τέκνων του αιτούντος την επανένωση ή του/της συζύγου του, εφόσον αυτά δεν μπορούν αντικειμενικά να καλύψουν τις ανάγκες τους λόγω της κατάστασης της υγείας τους.

3. Τα κράτη μέλη μπορούν, με νομοθετική ή κανονιστική πράξη, να επιτρέψουν την είσοδο και την διαμονή δυνάμει της παρούσας οδηγίας, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των προϋποθέσεων που ορίζονται στο κεφάλαιο IV, του μη συνδεόμενου με δεσμούς γάμου συντρόφου, υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος διατηρεί με τον αιτούντα την επανένωση σταθερή σχέση δεόντως αποδεδειγμένη, ή του υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος συνδέεται με τον αιτούντα με καταχωρημένη σχέση ελεύθερης συμβίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, καθώς και των άγαμων ανηλίκων τέκνων, συμπεριλαμβανομένων των υιοθετημένων, αυτών των προσώπων.

4. Σε περίπτωση πολυγαμικού γάμου, αν ο αιτών την επανένωση έχει ήδη σύζυγο που συζεί μαζί του στην επικράτεια κράτους μέλους, το σχετικό κράτος μέλος δεν επιτρέπει την είσοδο και διαμονή άλλου/άλλης συζύγου, ούτε των τέκνων αυτού/ής του/της τελευταίου/ας, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της Σύμβασης των δικαιωμάτων του παιδιού του 1989.

5. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν από τον αιτούντα την επανένωση και τον/την σύζυγό του να έχουν συμπληρώσει ελάχιστη ηλικία, τουλάχιστον αυτήν της νόμιμης ενηλικίωσης, πριν ο σύζυγος να μπορέσει να συναντήσει τον αιτούντα την επανένωση.

Κεφάλαιο III

Υποβολή και εξέταση της αίτησης Άρθρο 5

1. Τα κράτη μέλη καθορίζουν εάν, με σκοπό την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης, μπορεί να υποβληθεί αίτηση εισόδου και διαμονής στις αρμόδιες αρχές του σχετικού κράτους μέλους είτε από τον αιτούντα είτε από το/τα μέλος/μέλη της οικογένειας.

2. Η αίτηση συνοδεύεται από ταξιδιωτικά έγγραφα του ή των μέλους/ων της οικογενείας, δικαιολογητικά στοιχεία που αποδεικνύουν τις οικογενειακές σχέσεις και την τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 6 και, ενδεχομένως, στα άρθρα 7 και 8.

Προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη οικογενειακών σχέσεων, τα κράτη μέλη μπορούν να προβούν σε συνεντεύξεις με τον αιτούντα και το/τα μέλος/η της οικογενείας του και να διενεργήσουν οποιαδήποτε άλλη απαιτούμενη έρευνα.

Κατά την εξέταση αίτησης που αφορά τον μη συνδεόμενο με δεσμούς γάμου σύντροφο του αιτούντος την επανένωση, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη, προκειμένου να θεμελιώσουν την ύπαρξη σταθερής σχέσης, στοιχεία όπως η ύπαρξη κοινού τέκνου, η προηγούμενη συγκατοίκηση, η καταχώρηση της ελεύθερης σχέσης ή κάθε άλλο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο.

3. Η αίτηση υποβάλλεται όταν τα μέλη της οικογένειας βρίσκονται στο εξωτερικό της επικράτειας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διαμένει ο αιτών την επανένωση.

Κατά παρέκκλιση, ένα κράτος μέλος μπορεί να δεχθεί, στις δέουσες περιπτώσεις, αίτηση που υποβάλλεται ενώ τα μέλη της οικογένειας βρίσκονται ήδη στην επικράτειά του.

4. Μόλις καταστεί δυνατόν και, οπωσδήποτε όχι αργότερα από εννέα μήνες μετά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους κοινοποιούν γραπτώς στον αιτούντα την επανένωση/στο (στα) μέλος(η) της οικογενείας την απόφαση που τον(τα) αφορά.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που έχουν σχέση με τον πολύπλοκο χαρακτήρα της εξέτασης της αίτησης, η προθεσμία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να παραταθεί, αλλά δεν δύναται σε καμία περίπτωση να υπερβεί τους δώδεκα μήνες.

Η απόφαση απόρριψης της αίτησης είναι δεόντως αιτιολογημένη. Οι συνέπειες της απουσίας απόφασης μετά την πάροδο της προθεσμίας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να ρυθμίζονται από την εθνική νομοθεσία του σχετικού κράτους μέλους.

5. Κατά την εξέταση της αίτησης, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το ύψιστο συμφέρον του ανήλικου τέκνου, σύμφωνα με τη Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού του 1989.

Κεφάλαιο IV

Προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης Άρθρο 6

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίπτουν αίτηση εισόδου και διαμονής μελών της οικογενείας για λόγους δημόσιας τάξης, εσωτερικής ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να ανακαλούν ή να αρνούνται να ανανεώσουν την άδεια διαμονής μέλους της οικογένειας για λόγους δημόσιας τάξης, εσωτερικής ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

3. Οι λόγοι δημόσιας τάξης ή εσωτερικής ασφάλειας πρέπει να είναι θεμελιωμένοι αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του σχετικού μέλους της οικογένειας.

4. Η απλή επέλευση ασθένειας ή αναπηρίας μετά την έκδοση της άδειας διαμονής δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση ανανέωσης της άδειας διαμονής ή την απομάκρυνση από την επικράτεια εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του σχετικού κράτους μέλους.

Άρθρο 7

1. Κατά την υποβολή της αίτησης οικογενειακής επανένωσης, το συγκεκριμένο κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από τον αιτούντα ή από το(τα) μέλος(η) της οικογένειας να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι ο αιτών διαθέτει :

α) κατοικία, η οποία να θεωρείται κανονική για αντίστοιχη οικογένεια στην αυτή περιοχή και η οποία να πληροί τις γενικές προδιαγραφές ασφάλειας και υγιεινής που ισχύουν στο κράτος μέλος,

β) ασφάλιση κατά της ασθένειας που να καλύπτει το σύνολο των κινδύνων στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, γι' αυτόν τον ίδιο και τα μέλη της οικογενείας του.

γ) σταθερούς πόρους και ανώτερους ή τουλάχιστον ίσους με το επίπεδο πόρων κάτω του οποίου μπορεί να χορηγηθεί κοινωνική βοήθεια στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Όταν δεν μπορεί να εφαρμοσθεί το πρώτο εδάφιο, οι πόροι πρέπει να είναι ανώτεροι ή τουλάχιστον ίσοι με το επίπεδο της ελάχιστης σύνταξης της κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλει το συγκεκριμένο κράτος μέλος. Το κριτήριο των σταθερών πόρων αξιολογείται με βάση τη φύση και των τακτικό χαρακτήρα των πόρων.

Το κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει από τον αιτούντα την επανένωση να πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 κατά τη στιγμή της πρώτης ανανέωσης του τίτλου διαμονής των μελών της οικογενείας του.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αιτών την επανένωση δεν πληροί τις εν λόγω προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τις συνεισφορές των μελών της οικογενείας στο εισόδημα του νοικοκυριού.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν τις προϋποθέσεις που αφορούν τη στέγη, την ασφάλιση κατά της ασθένειας και τους πόρους, οι οποίες προβλέπονται στην παράγραφο 1, μόνο προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι ο αιτών την επανένωση θα είναι σε θέση να καλύψει τις ανάγκες των μελών της οικογενείας του, χωρίς συμπληρωματική προσφυγή στους κρατικούς πόρους. Αυτές οι διατάξεις δεν μπορούν να συνεπάγονται διακρίσεις μεταξύ των υπηκόων του κράτους μέλους και των υπηκόων τρίτων χωρών.Άρθρο 8

Τα κράτη μέλη μπορούν να αξιώσουν από τον αιτούντα να έχει διαμείνει νόμιμα στην επικράτειά τους για περίοδο η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο έτη, πριν να καλέσει τα μέλη της οικογενείας του.

Κατά παρέκκλιση, όταν σε υπόθεση οικογενειακής επανένωσης, η υφιστάμενη κατά την ημερομηνία θέσπισης της οδηγίας νομοθεσία κράτους μέλους λαμβάνει υπόψη την ικανότητά του υποδοχής, αυτό το κράτος μέλος μπορεί να προβλέψει περίοδο αναμονής 3 ετών κατ'ανώτατο όριο μεταξύ της υποβολής της αίτησης οικογενειακής επανένωσης και της έκδοσης άδειας διαμονής των μελών της οικογένειας.

Κεφάλαιο V

Οικογενειακή επανένωση προσφύγων Άρθρο 9

1. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται στην οικογενειακή επανένωση προσφύγων.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του κεφαλαίου στους πρόσφυγες των οποίων οι οικογενειακοί δεσμοί είναι προγενέστεροι της αναγνώρισης του καθεστώτος τους.

Άρθρο 10

1. Όσον αφορά τον ορισμό των μελών της οικογένειας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 4, εξαιρουμένης της παραγράφου 1, στοιχείο γ), τρίτο εδάφιο, που δεν ισχύει για τα παιδιά προσφύγων.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την επανένωση με άλλα μέλη της οικογένειας μη αναφερόμενα στο άρθρο 4, εφόσον για τη συντήρησή τους υπεύθυνος είναι ο πρόσφυγας.

3. Αν ο πρόσφυγας είναι μη συνοδευόμενος ανήλικος, τα κράτη μέλη μπορούν:

α) να επιτρέπουν την είσοδο και διαμονή, για λόγους οικογενειακής επανένωσης, των εξ αίματος και πρώτου βαθμού ανιόντων του χωρίς να εφαρμόζουν τις οριζόμενες στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο α) προϋποθέσεις.

β) να επιτρέπουν την είσοδο και διαμονή, για λόγους οικογενειακής επανένωσης, του νόμιμου επιτρόπου του ή άλλου μέλους της οικογένειας, εφόσον ο πρόσφυγας δεν έχει εξ αίματος ανιόντες ή αυτοί δεν μπορούν να εντοπιστούν.

Άρθρο 11

1. Όσον αφορά την υποβολή και την εξέταση της αίτησης, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 6, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2.

2. Όταν ο πρόσφυγας αδυνατεί να προσκομίσει δικαιολογητικά έγγραφα που να αποδεικνύουν τους οικογενειακούς δεσμούς, το κράτος μέλος εξετάζει άλλα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη αυτών των δεσμών. Απόφαση απόρριψης της αίτησης δεν μπορεί να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην απουσία δικαιολογητικών εγγράφων.

Άρθρο 12

1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν στον πρόσφυγα/στο(στα) μέλος(η) της οικογένειας την υποχρέωση να προσκομίσουν, προκειμένου για αιτήσεις που αφορούν τα μέλη της οικογένειας που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, αποδεικτικά στοιχεία που να βεβαιώνουν ότι πληροί τις προϋποθέσεις της κατοικίας, ασφάλισης ασθένειας και σταθερών πόρων.

2. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν στον πρόσφυγα την υποχρέωση να έχει διαμείνει στο έδαφός τους επί ορισμένο διάστημα, προτού καλέσει τα μέλη της οικογένειάς του.

Κεφάλαιο VI

Είσοδος και διαμονή των μελών της οικογένειας Άρθρο 13

1. Μόλις η αίτηση εισόδου για λόγους οικογενειακής επανένωσης γίνει δεκτή, το σχετικό κράτος μέλος επιτρέπει την είσοδο του μέλους ή των μελών της οικογένειας. 2. Το σχετικό κράτος μέλος εκδίδει για τα μέλη της οικογένειας ανανεώσιμο η άδεια διαμονής, διάρκειας ταυτόσημης με εκείνη του αιτούντος.

Αν ο αιτών την επανένωση είναι δικαιούχος καθεστώτος κατοίκου μακράς διάρκειας, τα κράτη μέλη χορηγούν στα μέλη της οικογένειας άδεια διαμονής περιορισμένης διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους, ανανεώσιμης, μέχρις ότου καλύψουν τις προϋποθέσεις που ορίζονται από την οδηγία ...../...../ΕΚ [18], για να αποκτήσουν με τη σειρά τους το καθεστώς κατοίκου μακράς διάρκειας.

[18] ΕΕ C [. ..] της [.. .], σ. [.. .].

Άρθρο 14

1. Τα μέλη της οικογένειας του αιτούντος την επανένωση έχουν δικαίωμα ταυτόσημο με το δικό του :

α) πρόσβασης στην εκπαίδευση.

β) πρόσβασης στην μισθωτή απασχόληση ή σε ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα:

γ) πρόσβασης στον επαγγελματικό προσανατολισμό, στην κατάρτιση, στην επαγγελματική τελειοποίηση και επανεκπαίδευση.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν την πρόσβαση σε μισθωτή απασχόληση ή σε ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα των ανιόντων και των ενηλίκων τέκνων, που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2.Άρθρο 15

1. Το αργότερο μετά από πέντε έτη διαμονής και στο βαθμό που συνεχίζουν να υπάρχουν οι οικογενειακοί δεσμοί, ο/η σύζυγος ή ο μη συνδεόμενος με δεσμούς γάμου σύντροφος, και το τέκνο που έχει ενηλικιωθεί έχουν δικαίωμα αυτόνομης άδειας διαμονής, ανεξάρτητης από αυτήν του αιτούντος.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγήσουν αυτόνομη άδεια διαμονής στα ενήλικα τέκνα και στους ανιόντες, που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2.

3. Σε περίπτωση χηρείας, διαζυγίου, χωρισμού ή, θανάτου ανιόντων ή κατιόντων, τα πρόσωπα που έχουν εισέλθει στο κράτος μέλος για λόγους οικογενειακής επανένωσης μπορούν να λάβουν ανεξάρτητη άδεια διαμονής. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες εξασφαλίζουν τη χορήγηση ανεξάρτητης άδειας διαμονής σε περίπτωση ιδιαίτερα δυσχερών καταστάσεων.

Κεφάλαιο VII

Κυρώσεις και ένδικα μέσα

Άρθρο 16

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίψουν την αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης, ή ενδεχομένως, να ανακαλέσουν ή να αρνηθούν να ανανεώσουν την άδεια διαμονής μέλους της οικογένειας, σε μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

β) όταν ο αιτών την επανένωση και το(τα) μέλος(η) της οικογενείας του δεν διατηρούν ή δεν διατηρούν πλέον πραγματικό συζυγικό ή οικογενειακό βίο.

γ) όταν διαπιστώνεται ότι ο αιτών την επανένωση ή ο μη συνδεόμενος με δεσμούς γάμου σύντροφός του έχει συνάψει γάμο ή διατηρεί σταθερή σχέση με κάποιο άλλο πρόσωπο.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να απορρίψουν την αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης, να ανακαλέσουν ή να αρνηθούν να ανανεώσουν την άδεια διαμονής των μελών της οικογένειας, εφόσον θεμελιώνεται :

α) ότι χρησιμοποιήθηκαν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, πλαστά ή παραποιημένα έγγραφα, ή ότι έγινε με άλλο τρόπο χρήση απάτης ή άλλων παράνομων μέσων,

β) ότι ο γάμος, η σχέση ελεύθερης συμβίωσης ή η υιοθεσία συνάφθηκαν μόνο για να επιτραπεί στο σχετικό πρόσωπο να εισέλθει ή να διαμείνει σε κράτος μέλος.

3. Τα κράτη μέλη μπορούν να ανακαλέσουν ή να αρνηθούν την ανανέωση της άδειας διαμονής μέλους της οικογένειας, εφόσον τίθεται τέλος στην διαμονή του αιτούντος την επανένωση και το μέλος της οικογένειας δεν δικαιούται ακόμα ανεξάρτητης άδειας διαμονής δυνάμει του άρθρου 15.

4. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβαίνουν σε ειδικούς ελέγχους εφόσον υπάρχουν θεμελιωμένες υποψίες απάτης ή εικονικών γάμων, σχέσεων ελεύθερης συμβίωσης ή υιοθεσιών όπως ορίζονται στην παράγραφο 2. Ειδικοί έλεγχοι μπορούν επίσης να πραγματοποιούνται επ'ευκαιρία της ανανέωσης της άδειας διαμονής μελών της οικογένειας.

Άρθρο 17

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη το χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του προσώπου και τη διάρκεια διαμονής του στο κράτος μέλος, καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών ή κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του, σε περίπτωση απόρριψης αίτησης, ανάκλησης ή μη ανανέωσης της άδειας διαμονής, καθώς και σε περίπτωση λήψης μέτρου απομάκρυνσης εις βάρος του αιτούντος ή των μελών της οικογενείας του.

Άρθρο 18

Στις περιπτώσεις απόρριψης της αίτησης οικογενειακής επανένωσης, μη ανανέωσης ή ανάκλησης της άδειας διαμονής ή θέσπισης μέτρου απομάκρυνσης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αιτών και/ή τα μέλη της οικογένειας έχουν πρόσβαση σε ένδικα μέσα.

Η διαδικασία σύμφωνα με την οποία ασκείται το δικαίωμα του πρώτου εδαφίου καθορίζεται από τα οικεία κράτη μέλη.

Κεφάλαιο VIIΙ

Τελικές διατάξεις Άρθρο 19

Περιοδικά, και για πρώτη φορά το αργότερο δύο έτη μετά τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 20, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στα κράτη μέλη και προτείνει, ενδεχομένως, τις απαραίτητες τροποποιήσεις. Αυτές οι προτάσεις τροποποιήσεων αφορούν κατά προτεραιότητα τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 7, 8 και 13.

Άρθρο 20

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003. Ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή άνευ αργοπορίας.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 21

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ... ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 22

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, [...]

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος