Πρόταση οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί των όρων εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης /* COM/2002/0149 τελικό - COD 2002/0072 */
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 203 E της 27/08/2002 σ. 0001 - 0005
Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ περί των όρων εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης (υποβληθείσα από την Επιτροπή) ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η οικονομία της γνώσης βασίζεται στην καινοτομία και τους ανθρώπινους πόρους και απαιτεί μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής εκ μέρους των επιχειρήσεων και των εργαζομένων. Επομένως, για να επιτύχει η μετάβαση προς αυτήν τη μορφή οικονομίας, επιβάλλεται να προωθηθούν, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, πιο ευέλικτες μορφές οργάνωσης της εργασίας και να μεταρρυθμισθεί το κανονιστικό, συμβατικό και νομοθετικό περιβάλλον, με σκοπό την καλύτερη εναρμόνιση ευελιξίας και ασφάλειας αλλά επίσης τη δημιουργία περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση του 2001 [1] και οι γενικοί προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής για το 2001 [2] συνιστούν την ανάπτυξη διάφορων ευέλικτων μορφών απασχόλησης και συμβάσεων εργασίας. [1] ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 19ης Ιανουαρίου 2001, ΕΕΕΚ της 24ης Ιανουαρίου 2001 [2] Σύσταση του Συμβουλίου της 15ης Ιουνίου 2001 σχετικά με τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Κοινότητας ΕΕΕΚ L 179 du 02/07/2001 της 02/07/2001 σ. 0001 - 0045 Τα μέτρα αυτά θα συμβάλουν στην εφαρμογή της στρατηγικής που αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας το Μάρτιο του 2000 η οποία έχει στόχο να γίνει η Ένωση η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή. Έτσι, η Ένωση θα αποκτήσει τα μέσα για να επιτύχει την πλήρη απασχόληση μέχρι το 2010, δηλαδή συνολικό ποσοστό απασχόλησης 70%, τουλάχιστον 60% για τις γυναίκες και 50% για τους πιο ηλικιωμένους εργαζομένους. Όπως συνιστά το κοινωνικό θεματολόγιο που πρότεινε η Επιτροπή και οι προσανατολισμοί που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας, η Ένωση πρέπει να στηριχθεί σε κάθε διαθέσιμο μέσον για να ενθαρρύνει τη δημιουργία θέσεων εργασίας καλής ποιότητας, να διαφοροποιήσει τις μορφές απασχόλησης και να συμφιλιώσει ευελιξία και ασφάλεια. Ένα από τα μέτρα για την επίτευξη αυτού του στόχου προτεραιότητας ήταν να βασισθεί στις διαπραγματεύσεις των κοινωνικών εταίρων για την προσωρινή εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και, μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, να καθορίσει πλαίσιο ανάλογο με εκείνα που ισχύουν ήδη για την εργασία ορισμένου χρόνου και για την εργασία με μερική απασχόληση. 2. Η ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ 1.Γενική άποψη του τομέα της προσωρινής εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη [3] του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας, η οποία βασίζεται στη μελέτη [4] της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Επιχειρήσεων Προσωρινής Εργασίας (Confιdιration Internationale des Entreprises de Travail Temporaire - «CIETT»), το μερίδιο της προσωρινής εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης στην Ευρώπη αυξάνεται συνεχώς εδώ και 10 χρόνια, με ποσοστό ετήσιας αύξησης που εκτιμάται σε 10% μεταξύ του 1991 και του 1998, μολονότι το μερίδιό της στη συνολική απασχόληση παραμένει ακόμη μικρό (2,1 εκατομμύρια άτομα κατά μέσον όρο σε ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης, δηλ. 1,4% της συνολικής απασχόλησης στην Ευρώπη, το 1998). [3] Temporary agency work in the European Union, Δουβλίνο, 2002 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμη). [4] Orchestrating the evolution of Private Employment Agencies towards a stronger society, Βρυξέλλες, 2000. Οι αριθμοί που αναφέρονται πιο κάτω προέρχονται από αυτήν τη μελέτη. Δεν υπάρχουν σήμερα εναρμονισμένα ευρωπαϊκά στοιχεία για την προσωρινή εργασία : Πράγματι, η στατιστική έρευνα ECHP (European Community Household Panel) παρέχει αριθμητικά στοιχεία για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή μικρής διάρκειας (ερώτηση PE024), οι οποίες αντιπροσωπεύουν ευρύτερη κατηγορία από μόνη την προσωρινή εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Η ταχεία αυτή ανάπτυξη οφείλεται σε τέσσερις βασικούς λόγους που καθιστούν την προσωρινή εργασία κύριο παράγοντα ενίσχυσης της προσαρμοστικότητας της αγοράς εργασίας, των επιχειρήσεων και των εργαζομένων: * Κατά κανόνα, οι επιχειρήσεις αντιμετώπισαν αυξημένες απαιτήσεις ευελιξίας στη διαχείριση του εργατικού δυναμικού, ιδίως εξαιτίας των ταχύτερων και ευρύτερων διακυμάνσεων στις παραγγελίες τους. Έτσι, η προσωρινή εργασία μπορεί να χρησιμεύσει στην αντιστάθμιση της ανεπάρκειας μόνιμου προσωπικού ή της προσωρινής αύξησης του φόρτου εργασίας, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τις ΜΜΕ, οι οποίες επηρεάζονται περισσότερο από τις άλλες επιχειρήσεις από το κόστος πρόσληψης και απόλυσης μονίμων υπαλλήλων. Ωστόσο, το πλεονέκτημα αυτό από την προσφυγή σε προσωρινή εργασία μπορεί να εξασθενήσει εάν η κοινωνική αποδοχή και η ποιότητά της φαίνονται χαμηλές. Όμως, οι επιχειρήσεις, ιδίως οι μικρομεσαίες (ΜΜΕ), έχουν συνεχώς μεγαλύτερη ανάγκη εξειδικευμένων εργαζομένων με πολλές και διάφορες δεξιότητες, ακόμη και προσωρινά. Έτσι, η προσωρινή εργασία με ποιότητα παρέχει τη δυνατότητα καλύτερης ανταπόκρισης στις ανάγκες ευελιξίας και προσαρμογής της σημερινής οικονομίας. Όσον αφορά τους ίδιους τους απασχολουμένους με προσωρινή εργασία, αυτή η μορφή απασχόλησης αποτελεί συχνά μέσον ένταξης στην αγορά εργασίας ή επανόδου σε αυτήν, ιδιαιτέρως για τους νέους. Σύμφωνα με τα κράτη μέλη, 24-52 % των ατόμων που απασχολούνται για πρώτη φορά με προσωρινή εργασία ήταν προηγουμένως ανενεργά, επειδή ήταν άνεργα ή παρακολουθούσαν ακόμη αρχική κατάρτιση. * Πιο πρόσφατα, η προσφυγή στην προσωρινή εργασία εξηγείται επίσης από τις ελλείψεις που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις σε ορισμένες δεξιότητες, προπαντός στα επαγγέλματα της τεχνολογίας των πληροφοριών. Αυτό το φαινόμενο εντάσσεται στο γενικό πλαίσιο του ευρωπαϊκού ελλείμματος σε αυτές τις δεξιότητες το οποίο επιδιώκεται να καλυφθεί με το «Σχέδιο δράσης για τις δεξιότητες και την κινητικότητα» που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης. * Τέλος, το ρυθμιστικό περιβάλλον μεταβλήθηκε εκ βάθρων προς το ηπιότερο: σήμερα, τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν προσαρμόσει τις ρυθμίσεις τους σε αυτήν τη μορφή απασχόλησης, κατά κανόνα στην κατεύθυνση μεγαλύτερης ευελιξίας, ενώ ορισμένα την απαγόρευαν πριν από λίγα χρόνια ακόμη. Παρά τη συνολική αυτή αύξηση, η προσωρινή εργασία αναπτύχθηκε πολύ άνισα στην Ένωση. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη μελέτη, το 80% των εργαζομένων με προσωρινή απασχόληση εργάζονταν το 1999 σε τέσσερα κράτη μέλη: τις Κάτω Χώρες, τη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο, εάν ληφθεί υπόψη το μερίδιό τους στη συνολική απασχόληση, η σχετική σπουδαιότητα αυτής της μορφής απασχόλησης ποικίλλει: στις Κάτω Χώρες, οι προσωρινά απασχολούμενοι εκτιμάται ότι αντιπροσωπεύουν το 4,0% του εργατικού δυναμικού και ακολουθούν το Λουξεμβούργο (3,5%), η Γαλλία (2,7%), το Ηνωμένο Βασίλειο (2,1%), το Βέλγιο (1,6%), η Πορτογαλία (1%), η Ισπανία και η Σουηδία (0,8 %), η Αυστρία, η Γερμανία και η Δανία (0,7 %) , η Ιρλανδία και η Φινλανδία (0, 60%), και η Ιταλία (0,2%). Αυτή η ποικιλία στη σπουδαιότητα της προσωρινής εργασίας εκφράζεται στη δομή των θέσεων απασχόλησης που αφορά, μολονότι τη χρησιμοποιούν όλοι οι τομείς δραστηριότητας. Στο Ηνωμένο Βασίλειο π.χ. 80% της δραστηριότητας των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης αφορά τις υπηρεσίες και το δημόσιο τομέα, ενώ στη Γαλλία το 75% σχετίζεται με τη μεταποιητική βιομηχανία, τον οικοδομικό τομέα και τα δημόσια έργα. 2. Εθνικές ρυθμίσεις Ουσιώδες και κοινό χαρακτηριστικό της προσωρινής εργασίας είναι η «τριγωνική σχέση» μεταξύ χρήστριας επιχείρησης, μισθωτού και εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Ωστόσο, πέρα απ' αυτό το βασικό σχήμα, η νομική κατάσταση διαφέρει σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Σε πολλά κράτη μέλη οι προϋποθέσεις απασχόλησης προσωρινού προσωπικού και οι δραστηριότητες των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης υπόκεινται σε αυστηρή ρύθμιση. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο είναι πολύ ήπιο. Η φύση του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου διαφέρει επίσης από κράτος σε κράτος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως π.χ. στη Γερμανία, η ρύθμιση του τομέα είναι σχεδόν αποκλειστικά νομοθετική. Πολύ συχνά παρατηρείται συνδυασμός νομοθετικών και συμβατικών διατάξεων αλλά υπάρχουν επίσης περιπτώσεις που το πλαίσιο άσκησης της δραστηριότητας καθορίζεται από κώδικες συμπεριφοράς. - Μπορούμε, συνοπτικά, να κατατάξουμε τα κράτη σε τρεις κατηγορίες: 1. Τα κράτη, στα οποία ελλείπει ορισμός της προσωρινής εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης ή τα οποία έχουν ελάχιστες ειδικές ρυθμίσεις : Δανία, Φινλανδία, Ιρλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο. 2. Τα κράτη, τα οποία διαθέτουν ειδικό ορισμό και ρυθμίσεις για την προσωρινή εργασία που αφορούν κυρίως τη σχέση ανάμεσα στην εταιρεία προσωρινής απασχόλησης, τη χρήστρια επιχείρηση και τον εργαζόμενο: Γερμανία, Αυστρία, Ισπανία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες και Σουηδία. 3. Τα κράτη, τα οποία έχουν εκπονήσει ειδικό ορισμό και ρυθμίσεις για την προσωρινή εργασία που καλύπτουν όχι μόνον τη σχέση ανάμεσα στην εταιρεία προσωρινής απασχόλησης, τη χρήστρια επιχείρηση και τον εργαζόμενο, αλλά επίσης το νομικό καθεστώς του απασχολουμένου με προσωρινή εργασία: Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ελλάδα. - Όσον αφορά τις ουσιαστικές ρυθμίσεις που διέπουν τους όρους εργασίας, πέρα από τη μεγάλη ποικιλία που παρατηρήθηκε, διαπιστώνονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: - Κατά κανόνα, η εταιρεία προσωρινής απασχόλησης θεωρείται ως ο εργοδότης του προσωρινά απασχολουμένου, ο οποίος είναι επομένως μισθωτός. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία αποτελούν εξαίρεση σε αυτό: σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εταιρείες προσωρινής απασχόλησης εγγυώνται ρητώς στους προσλαμβανομένους την ιδιότητα του μισθωτού. σε άλλες περιπτώσεις, οι προσωρινά απασχολούμενοι θεωρούνται ως παρέχοντες ανεξάρτητες υπηρεσίες. Τέλος, συνάγεται από ορισμένες δικαστικές αποφάσεις ότι οι προσωρινά απασχολούμενοι έχουν σύμβαση sui generis, διότι δεν είναι μισθωτοί ούτε της εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, ούτε της χρήστριας επιχείρησης. - Ως εργοδότης, η εταιρεία προσωρινής απασχόλησης υπέχει όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα αυτή. Ωστόσο, η τριγωνική σχέση που χαρακτηρίζει την προσωρινή απασχόληση μέσω εταιρείας συνεπάγεται συχνά κοινές ευθύνες με τη χρήστρια επιχείρηση, η οποία εγγυάται μερικές φορές την καταβολή των μισθών και των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών και οφείλει να εφαρμόζει τους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας. Όμως, κατά κανόνα, οι προσωρινά απασχολούμενοι μπορούν να ασκήσουν τα συλλογικά τους δικαιώματα στο πλαίσιο της εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Ωστόσο, σε ορισμένα κράτη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορούν να ασκήσουν δικαιώματα και στις δύο (Αυστρία, Γαλλία, Κάτω Χώρες). - Οι προσωρινά απασχολούμενοι προσλαμβάνονται με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Αντιστρόφως, στη Γερμανία και τη Σουηδία τον κανόνα αποτελούν οι συμβάσεις αορίστου χρόνου. Σε ορισμένα κράτη, ιδίως στην Ιταλία και τις Κάτω Χώρες, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου μετατρέπονται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Στις Κάτω Χώρες, π.χ., μόλις ο εργαζόμενος με προσωρινή απασχόληση υπερβεί τους 18 μήνες απασχόλησης για την ίδια χρήστρια επιχείρηση ή τους 36 μήνες απασχόλησης για την ίδια εταιρεία προσωρινής απασχόλησης, η σύμβαση εργασίας μεταξύ της εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και του εργαζομένου θεωρείται ως αορίστου χρόνου. - Οι προσωρινά απασχολούμενοι λαμβάνουν αποδοχές τουλάχιστον ίσες προς εκείνες που θα ελάμβανε μόνιμος εργαζόμενος στην επιχείρηση ο οποίος εκτελεί τα ίδια ή παρεμφερή καθήκοντα. Η αρχή αυτή μπορεί να συναχθεί από τις ισχύουσες διατάξεις νόμων, συμβάσεων ή κωδίκων συμπεριφοράς που ρυθμίζουν ειδικά τον τομέα στην Αυστρία, τις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Σουηδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, το Λουξεμβούργο και την Ελλάδα. - Δεν επιτρέπεται η αναπλήρωση απεργούντος μισθωτού από προσωρινά απασχολούμενο. Πράγματι, ο κανόνας αυτός ανευρίσκεται πολύ συχνά στις νομοθετικές διατάξεις, στις συλλογικές συμβάσεις και τους κώδικες συμπεριφοράς που εφαρμόζονται. - Η πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες της χρήστριας επιχειρήσεις προβλέπεται πολύ συχνά στην εφαρμοστέα νομοθεσία. 3. Προσωρινή εργασία και ποιότητα της απασχόλησης Η «στρατηγική της Λισσαβώνας» καλεί την Ευρώπη να δημιουργήσει περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας. Η προσωρινή εργασία ευρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των απαιτήσεων : - καθιστά δυνατή την αύξηση της συνολικής απασχόλησης καθώς είναι ιδιαίτερα προσαρμοσμένη στις ενισχυμένες απαιτήσεις ελαστικότητας και ευελιξίας της σύγχρονης οικονομίας, - αλλά, αφετέρου, δεν μπορεί να αποτελέσει διαρκώς κινητήρια δύναμη δημιουργίας θέσεων απασχόλησης εάν δεν είναι αρκετά ελκυστική για τους εργαζομένους και τους ζητούντες εργασία, δηλαδή εάν δεν προσφέρει θέσεις απασχόλησης καλής ποιότητας παρά τον προσωρινό χαρακτήρα της (τον οποίον δεν αίρει η σχέση μεταξύ της εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και του εργαζομένου). Η ποιότητα θα αποτελεί όλο και περισσότερο το κρίσιμο στοιχείο τα επόμενα χρόνια, οπότε ιδίως θα μειωθεί ο πληθυσμός που είναι σε ηλικία να εργασθεί (- 9 εκατομμύρια άτομα στην Ένωση μεταξύ 2000 και 2025). Σε αυτό το πλαίσιο, είναι αναγκαία η σύγκριση των όρων εργασίας μεταξύ της ποιότητας της θέσης εργασίας του προσωρινά απασχολουμένου και εκείνης του εργαζομένου ο οποίος, στη χρήστρια επιχείρηση, εκτελεί παρεμφερή καθήκοντα και τον οποίο, π.χ., ο προσωρινά απασχολούμενος έρχεται να βοηθήσει ή να αναπληρώσει κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής του. Τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Στοκχόλμης [5], τα οποία αναπτύχθηκαν και διευκρινίσθηκαν με την ανακοίνωση της Επιτροπής «Πολιτική απασχόλησης και κοινωνική πολιτική: ένα πλαίσιο για την επένδυση στην ποιότητα» [6], παρουσίασαν πολλές διαστάσεις της έννοιας της ποιότητας που καθιστούν δυνατή αυτήν τη σύγκριση. [5] 26: «οι ίσες ευκαιρίες για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, η ισότητα των φύλων, η καλή και ευέλικτη οργάνωση της εργασίας που να επιτρέπει καλύτερο συνδυασμό της επαγγελματικής με την προσωπική ζωή, η δια βίου μάθηση, η υγιεινή και η ασφάλεια κατά την εργασία, η συμμετοχή των εργαζομένων και η ποικιλία του επαγγελματικού βίου.» [6] COM (2001) 313 τελικό Όσον αφορά την εγγενή ποιότητα της απασχόλησης με σύμβαση προσωρινής εργασίας, πρέπει κατ' αρχάς να γίνει δεκτό ότι πολλά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποιότητα μιας θέσης εργασίας δεν σχετίζονται με τη νομική φύση της θέσης εργασίας, αλλά με τον τομέα δραστηριότητας ή τη φύση των καθηκόντων. Έτσι, σύμφωνα με μελέτη του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας [7], αν και το 70% των προσωρινά απασχολουμένων θεωρούσαν, το 1996, ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα υγιεινής και ασφάλειας, το ποσοστό αυτό είναι ίσο με εκείνο των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (ΣΟΧ) (70%) και δεν διαφέρει καθόλου από εκείνο των εργαζομένων με συμβάσεις αορίστου χρόνου (ΣΑΧ) (73%). Η απόκλιση είναι μεγαλύτερη όσον αφορά το αντικείμενο της εργασίας το οποίο θεωρείται ενδιαφέρον από το 76% των εργαζομένων με ΣΑΧ, έναντι 70% των προσωρινά απασχολουμένων - αλλά πρέπει να συνεκτιμηθούν εδώ οι διαφορές των δύο κατηγοριών (ιδίως η αρχαιότητα στην αγορά εργασίας). [7] Les conditions de travail dans l'Union europιenne, (Οι συνθήκες εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση), Λουξεμβούργο, 1996 Η ουσιώδης εγγενής διαφορά φαίνεται να είναι οι αποδοχές. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τη σχέση μεταξύ του μισθού των προσωρινά απασχολουμένων και εκείνου των εργαζομένων στη χρήστρια επιχείρηση. Ωστόσο, ορισμένα από τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι οι προσωρινά απασχολούμενοι, τουλάχιστον κατά μέσον όρο, λαμβάνουν μάλλον χαμηλότερες αποδοχές. Στην εθνική μελέτη του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για την Αυστρία, οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η διαφορά μεταξύ του μισθού που προβλέπεται στη συλλογική σύμβαση η οποία εφαρμόζεται στη χρήστρια επιχείρηση και του πραγματικού μισθού των προσωρινά απασχολουμένων μπορεί να ανέλθει στο 30%. Αντιθέτως, άλλη μελέτη, η οποία συγκρίνει τις μέσες ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές ενός προσωρινά απασχολουμένου με τις μέσες αποδοχές για το ίδιο είδος εργασίας, εκτιμά ότι η μισθολογική διαφορά φαίνεται να είναι μόνον 5% περίπου. Τα στοιχεία της επίσημης κοινοβουλευτικής έκθεσης για την κατάσταση της προσωρινής απασχόλησης μέσω εταιρείας στη Γερμανία δείχνουν ότι οι προσωρινά απασχολούμενοι κερδίζουν μάλλον 22 έως 40% λιγότερο από το μέσο μισθό που λαμβάνουν οι «λοιποί εργαζόμενοι». Ωστόσο, στη Γερμανία, οι προσωρινά απασχολούμενοι έχουν συχνότερα συμβάσεις αορίστου χρόνου και, έτσι, αμείβονται μεταξύ δύο τοποθετήσεων, κάτι που δεν επιτρέπει ευθεία σύγκριση του εισοδήματός τους με εκείνο άλλων εργαζομένων. Επαγγελματικές εκτιμήσεις για την Ισπανία (Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των εργασιακών σχέσεων, 28 Ιουλίου 1999) έδειχναν ότι πριν από την έναρξη ισχύος, το 1999, ενός νέου νόμου (ο οποίος προβλέπει ότι οι μισθοί των προσωρινά απασχολουμένων πρέπει να είναι ίσοι με εκείνους που προβλέπει η συλλογική σύμβαση η οποία εφαρμόζεται στη χρήστρια επιχείρηση), οι καταβαλλόμενοι μισθοί εκ μέρους των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης ήταν κατά 10 έως 15% χαμηλότεροι απ' ό,τι στις χρήστριες επιχειρήσεις. Για το Ηνωμένο Βασίλειο, τα στοιχεία που περιλαμβάνει η εθνική έκθεση της μελέτης του Ιδρύματος του Δουβλίνου δείχνουν ότι το μέσο εβδομαδιαίο εισόδημα των προσωρινά εργαζομένων με πλήρη απασχόληση αντιστοιχεί στο 68% του μέσου εβδομαδιαίου εισοδήματος του συνόλου των μισθωτών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για εργαζομένους με πλήρη απασχόληση που έχουν σύμβαση ορισμένου χρόνου είναι 89%. Τέλος, ο προαιρετικός ή όχι χαρακτήρας της προσωρινής εργασίας ποικίλλει σημαντικά. Έτσι, σχεδόν το ένα τρίτο των προσωρινά απασχολουμένων δηλώνουν προτίμηση γι' αυτόν τον τύπο απασχόλησης, κατά κανόνα λόγω της ευελιξίας που συνεπάγεται, της ελευθερίας επιλογής του εργοδότη και της δυνατότητας απόκτησης ποικίλης επαγγελματικής εμπειρίας και της κατ' αυτόν τον τρόπο ενίσχυσης της απασχολησιμότητας. Όσον αφορά τη δια βίου κατάρτιση ως χαρακτηριστικού των θέσεων εργασίας, σημειώνεται ότι οι προσωρινά απασχολούμενοι συμμετέχουν πολύ λιγότερο στη διαρκή επαγγελματική κατάρτιση (το ποσοστό συμμετοχής τους εκτιμάται σε 20% περίπου) απ' ό,τι οι εργαζόμενοι με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (36%) ή ακόμη και οι εργαζόμενοι με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (27%). Πράγματι, οι χρήστριες επιχειρήσεις, όπως και οι ίδιες οι εταιρείες προσωρινής απασχόλησης, τούς προσφέρουν ελάχιστα κίνητρα για επαγγελματική κατάρτιση, δεδομένου του εξ ορισμού προσωρινού χαρακτήρα των τοποθετήσεών τους. Ωστόσο, υπάρχουν μηχανισμοί με σκοπό τη βελτίωση της πρόσβασης σε κατάρτιση των προσωρινά απασχολουμένων είτε προαιρετικοί (όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο) είτε επιβεβλημένοι από συλλογικές συμβάσεις ή το νόμο (όπως στη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ισπανία και την Ιταλία). Όσον αφορά την ισότητα ανδρών και γυναικών, η προσωρινή εργασία παρουσιάζει πολύ διαφορετικές όψεις ανάλογα με το κράτος μέλος. Σε μερικές χώρες, κυρίως εκείνες στις οποίες αυτή η μορφή απασχόλησης αφορά περισσότερο τη βιομηχανία, τις οικοδομές και τα δημόσια έργα, επικρατούν οι άνδρες: Αυτό συμβαίνει στην Αυστρία (87%), τη Γερμανία (80%), τη Γαλλία (74%), το Λουξεμβούργο (77%), την Ισπανία (62%) και το Βέλγιο (60%). Αλλού -στις Κάτω Χώρες, την Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο- υπάρχει σχετική ισορροπία των φύλων. Αντιστρόφως, στη Φινλανδία και τη Σουηδία η μεγάλη πλειονότητα είναι γυναίκες, αντιπροσωπεύοντας το 80% περίπου του συνόλου των προσωρινά απασχολουμένων. Όσον αφορά την ελαστικότητα και την ασφάλεια, η προσωρινή εργασία παρέχει στις επιχειρήσεις και στους μισθωτούς που αφορά προφανή ευελιξία στη διαχείριση της απασχόλησης. Η ευελιξία αυτή φαίνεται από τη διάρκεια των τοποθετήσεων, οι οποίες στην πλειονότητά τους δεν υπερβαίνουν τους 6 μήνες. Εξάλλου, στη Γαλλία και την Ισπανία, το 80% των τοποθετήσεων διαρκούν το πολύ ένα μήνα. Η Αυστρία και οι Κάτω Χώρες αποτελούν εδώ την εξαίρεση, δεδομένου ότι οι τοποθετήσεις με διάρκεια μεγαλύτερη των 6 μηνών αποτελούν, αντιστοίχως, το 30% και το 17% του συνόλου. Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσον η προσωρινή εργασία μπορεί να καταλήξει σε σταθερότερες και με μεγαλύτερη διάρκεια σχέσεις εργασίας, συμβάλλοντας έτσι σε κάποια ασφάλεια για το μισθωτό ή εάν διατηρεί τους ενδιαφερόμενους μισθωτούς σε εκ φύσεως αβέβαιη σχέση εργασίας, ικανή να δημιουργήσει μόνιμη ανασφάλεια. Οι αριθμοί [8] επιτρέπουν κάποια αισιοδοξία: Ανάλογα με τις χώρες, το 29-53% των προσωρινά απασχολουμένων βρίσκουν εργασία με σύμβαση αορίστου χρόνου εντός έτους από την πρόσληψή τους εκ μέρους της εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. [8] CIETT, 2000, ο.π. Τέλος, όσον αφορά την υγεία και την ασφάλεια, η τρίτη ευρωπαϊκή έρευνα για τις συνθήκες εργασίας (2000) του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας δείχνει ότι οι συνθήκες εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων είναι χειρότερες από εκείνες των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας άλλου είδους. Οι προσωρινά απασχολούμενοι είναι πιο εκτεθειμένοι σε κινδύνους από φυσικούς παράγοντες (επίπονη στάση του σώματος, δονήσεις, θόρυβο) και καλούνται να αντιμετωπίσουν εντατικότερη εργασία και σε εντονότερους ρυθμούς απ' ό,τι οι εργαζόμενοι με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου ή με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. 3. ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ: 1. Οι προηγούμενες πρωτοβουλίες : Η παρούσα οδηγία αποτελεί συνέχεια διαφόρων προηγούμενων νομοθετικών προτάσεων και των πρόσφατων διαπραγματεύσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων (Ιούνιος 2000-Μάιος 2001) οι οποίες δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι από τις εν λόγω διαπραγματεύσεις προέκυψαν πολλές κοινές θέσεις, οι οποίες άφηναν να διαφανεί ότι τα μέρη ευρίσκονταν πράγματι πολύ κοντά στην επίτευξη συμφωνίας. Γι' αυτό θέλησε να προτείνει, χωρίς καθυστέρηση, κείμενο οδηγίας το οποίο περιλαμβάνει το κεκτημένο των διαπραγματεύσεων και διατάξεις που μπορούν να άρουν τις διαφωνίες που απομένουν. A. Πρώτες πρωτοβουλίες της Επιτροπής : Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και μετά, η προσωρινή εργασία έγινε σημαντικός παράγων της λειτουργίας της αγοράς εργασίας στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με την επιδιωκόμενη από τις επιχειρήσεις ευελιξία στη διαχείριση της απασχόλησης. Ενόψει αυτού του φαινομένου, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκριναν, προ εικοσαετίας και πλέον, ψηφίσματα [9], στα οποία τόνιζαν την ανάγκη να αναληφθεί κοινοτική δράση με σκοπό ιδίως να υποβληθεί σε ρύθμιση η πρακτική της προσωρινής εργασίας και να εξασφαλισθεί η προστασία των ενδιαφερόμενων εργαζομένων. Το 1982 η Επιτροπή υπέβαλε στα δύο αυτά όργανα πρόταση οδηγίας προς αυτήν την κατεύθυνση. Η εν λόγω πρόταση, η οποία τροποποιήθηκε το 1984, δεν εγκρίθηκε ποτέ. [9] ΕΕ C 2 της 4.01.1980, σ.1 και ΕΕ C 260 της 12.10.1981, σ. 54. Στη συνέχεια, η Επιτροπή πρότεινε το 1990 μια βάση θεμελιωδών διατάξεων με σκοπό να εξασφαλισθεί ελάχιστη συνοχή μεταξύ των διάφορων αυτών μορφών συμβάσεων. Υπέβαλε τότε τρεις προτάσεις οδηγιών του Συμβουλίου για την άτυπη εργασία [10] οι οποίες κάλυπταν την εργασία με μερική απασχόληση, τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου και την προσωρινή εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Η δράση αυτή εντασσόταν στο πλαίσιο του προγράμματος δράσης σχετικά με τον «Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων των εργαζομένων» στον οποίον αναφερόταν ότι οι νέες αυτές συνθήκες διαβίωσης και εργασίας (δηλαδή η εργασία ορισμένου χρόνου, η εργασία με μερική απασχόληση, η προσωρινή εργασία και η εποχική εργασία) πρέπει «να εναρμονισθούν προς το καλύτερο». [10] COM (90) 228 τελικό της 29.06.1990, ΕΕ C 224 της 8.9.1990, σ 8. Δύο από τα σχέδια που υπέβαλε η Επιτροπή είχαν ως αντικείμενο την παροχή στους ενδιαφερόμενους μισθωτούς εκτεταμένης σειράς δικαιωμάτων για ίση μεταχείριση προς τους μισθωτούς πλήρους απασχόλησης και αορίστου χρόνου. Το τρίτο αφορούσε τους προσωρινά απασχολουμένους μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και είχε σκοπό να τους εγγυηθεί ίδιες συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας με εκείνες των εργαζομένων στη χρήστρια επιχείρηση. Μόνον η τελευταία αυτή πρόταση κατέληξε, το 1991, με την έγκριση της οδηγίας 91/383/EΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1991 για τη συμπλήρωση των μέτρων που αποσκοπούν στο να προαγάγουν τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σχέση πρόσκαιρης εργασίας. B. Διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους Επειδή δεν σημειώθηκε πρόοδος στο Συμβούλιο όσον αφορά τις ανωτέρω περιγραφόμενες πρωτοβουλίες, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 3 της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική, η οποία προσαρτάται στο πρωτόκολλο (αριθ. 14) για την κοινωνική πολιτική, το οποίο είναι προσαρτημένο στη συνθήκη περί ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Έτσι, στις 27 Σεπτεμβρίου 1995, έδωσε την έγκρισή της για διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της εν λόγω συμφωνίας σχετικά με την ευελιξία του χρόνου εργασίας και την ασφάλεια των εργαζομένων. Από τις απαντήσεις των κοινωνικών εταίρων προέκυψε ευρεία υποστήριξη στη θεμελιώδη κατευθυντήρια αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων έναντι των εργαζομένων που αφορούν οι νέες ευέλικτες μορφές εργασίας, με την οποίαν τους παρέχεται εγγύηση ανάλογης μεταχείρισης με εκείνη της οποίας απολαύει το προσωπικό πλήρους απασχόλησης και με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Μολονότι οι απόψεις διίσταντο σημαντικά όσον αφορά τη μορφή και το κατάλληλο επίπεδο δράσης που πρέπει να αναληφθεί σε αυτόν τον τομέα, οι περισσότεροι από τους κοινωνικούς εταίρους δήλωσαν ότι μπορούν να αναλάβουν ενεργό ρόλο στον καθορισμό των αρχών και την εφαρμογή τους στην πράξη, ιδίως μέσω συλλογικής σύμβασης στο κατάλληλο επίπεδο. Αφού εξέτασε αυτές τις αντιδράσεις, η Επιτροπή θεώρησε ότι είναι σκόπιμη η ανάληψη κοινοτικής δράσης και αποφάσισε να ξεκινήσει, στις 9 Απριλίου 1996, τη δεύτερη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3 της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική. Στις 19 Ιουνίου 1996, τρεις οργανώσεις, η Ένωση των Συνομοσπονδιών της Βιομηχανίας και των Εργοδοτών της Ευρώπης (UNICE), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίων Επιχειρήσεων (CEEP) και η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (CES) ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις για το θέμα αυτό αλλά χωρίζοντας σε κατηγορίες τα διάφορα ζητήματα. Ξεκίνησαν τις διαπραγματεύσεις τους με την εργασία μερικής απασχόλησης. Κατέληξαν σε συμφωνία για το θέμα αυτό στις 6 Ιουνίου 1997, η οποία υλοποιήθηκε με την οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997. Στη συνέχεια, οι διαπραγματεύσεις τους είχαν ως αντικείμενο τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου και κατέληξαν σε συμφωνία στις 18 Μαρτίου 1999, η οποία υλοποιήθηκε με την οδηγία 1999/70/EΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999. Τέλος, το Μάιο του 2000, οι κοινωνικοί εταίροι αποφάσισαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για την προσωρινή εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Ωστόσο, στις 21 Μαΐου 2001, αναγκάσθηκαν να αναγνωρίσουν ότι αδυνατούν να καταλήξουν σε συμφωνία. Φαίνεται ότι βασικό σημείο διαφωνίας αποτελεί η έννοια του «συγκρίσιμου εργαζομένου». Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων επιθυμούν να ληφθεί ως βάση αναφοράς ο εργαζόμενος στη χρήστρια επιχείρηση ο οποίος εκτελεί τα ίδια ή παρεμφερή καθήκοντα. Οι εργοδότες δεν δέχονται να ληφθεί ως πρώτο σημείο αναφοράς ο συγκρίσιμος εργαζόμενος της χρήστριας επιχείρησης. Θεωρούν ότι μια τέτοια σύγκριση δεν δικαιολογείται στις χώρες όπου οι προσωρινά απασχολούμενοι διαθέτουν σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με την εταιρεία προσωρινής απασχόλησης και αμείβονται από τον εργοδότη τους ακόμη και εάν δεν τοποθετηθούν σε χρήστρια επιχείρηση. Αντιστρόφως, για τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των εργαζομένων, σημείο αναφοράς για τους ουσιώδεις όρους της απασχόλησης, όπως οι μισθοί, ο χρόνος εργασίας, η υγεία και η ασφάλεια πρέπει να είναι ο συγκρίσιμος εργαζόμενος της επιχείρησης, όπως ήδη συμβαίνει στις περισσότερες χώρες στης Ένωσης. Ωστόσο, παρά τη θεμελιώδη αυτή διαφωνία η οποία συνεχίζεται μολονότι καθένα από τα δύο μέρη υιοθέτησε αναμφισβήτητα θέσεις μετριοπαθέστερες από τις αρχικές του, οι κοινωνικοί εταίροι κατέληξαν σε συγκλίνουσες θέσεις σε πολλά άλλα σημεία. Για το λόγο αυτόν, η παρούσα πρόταση οδηγίας βασίζεται κατά πολύ στα σημεία ως προς τα οποία οι διαπραγματευτές κατέληξαν σε συμφωνία. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η παρούσα πρόταση ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των κοινωνικών εταίρων του κλάδου των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης - δηλαδή της Euro-Ciett, οργάνωσης των εργοδοτών και της Uni-Europa, οργάνωσης των μισθωτών - όπως εκφράσθηκαν στην κοινή δήλωσή τους της 8ης Οκτωβρίου 2001, με την οποίαν οι δύο αυτές οργανώσεις γνωστοποίησαν τις θέσεις τους για το αντικείμενο και το περιεχόμενο μελλοντικής οδηγίας. Γ. Οι διακρατικές καταστάσεις Στις 16 Δεκεμβρίου 1996 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν την οδηγία 96/71 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, της οποίας πρώτος στόχος ήταν να προωθηθεί η παροχή υπηρεσιών σε διακρατικό πλαίσιο. Ο νομοθέτης είχε πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι για την επίτευξη αυτού του στόχου απαιτούνταν θεμιτός ανταγωνισμός και μέτρα που να εγγυώνται το σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Το κείμενο αυτό βασίζεται στην αρχή ότι οι ουσιώδεις όροι εργασίας και απασχόλησης που ισχύουν στο κράτος υποδοχής του παρέχοντος υπηρεσίες πρέπει να εφαρμόζονται τόσο στους ημεδαπούς εργαζόμενους όσο και στους αποσπασμένους εργαζόμενους, εφόσον οι τελευταίοι είναι μισθωτοί επιχείρησης εγκατεστημένης σε άλλο κράτος. Η διακρατική διάθεση προσωρινά εργαζομένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης καλύπτεται από αυτό το κείμενο. Τούτο σημαίνει πρακτικά ότι οι εταιρείες προσωρινής απασχόλησης, που επιθυμούν να διαθέσουν τους μισθωτούς τους σε χρήστριες επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε κράτος άλλο από το δικό τους, υποχρεούνται να εφαρμόζουν στους μισθωτούς αυτούς, τους βασικούς ελάχιστους αναγκαστικούς κανόνες που προβλέπει η οδηγία σχετικά με την απόσπαση, σε ισχύ στη χώρα όπου εκτελείται η εργασία. Πρέπει να σημειωθεί ότι μεταξύ αυτών των αναγκαστικών κανόνων περιλαμβάνονται οι όροι διάθεσης των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Έτσι, η παρούσα πρόταση οδηγίας έχει σκοπό τη διευκρίνιση και προσέγγιση των όρων διάθεσης των εργαζομένων σε εθνικό επίπεδο. Η πρόταση αποτελεί συγχρόνως συνέχεια του μηχανισμού που ήδη ισχύει στις περιπτώσεις διακρατικής διάθεσης προσωρινά εργαζομένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Είναι λογικό, σε μια αληθινή εσωτερική αγορά, να εναρμονισθούν οι κανόνες που εφαρμόζονται στη διάθεση εργαζομένων με προσωρινή εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, ανεξαρτήτως εάν αυτή έχει εθνικό ή διακρατικό χαρακτήρα. Πρέπει, τέλος, να διευκρινισθεί ότι η παρούσα πρόταση οδηγίας δεν τροποποιεί με κανένα τρόπο το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας σχετικά με την απόσπαση, περιλαμβανομένης της δυνατότητας παρεκκλίσεων. 2. Η σύμβαση C 181 του 1997 της ΔΟΕ για τα ιδιωτικά γραφεία απασχόλησης Η γενική διάσκεψη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας ενέκρινε στις 19 Ιουνίου 1997 τη σύμβαση για τα ιδιωτικά γραφεία απασχόλησης με σκοπό, μεταξύ άλλων, την προστασία των εργαζομένων που προσφεύγουν στις υπηρεσίες τους. Η σύμβαση διευκρινίζει ποια μέτρα οφείλουν να λάβουν τα κράτη, ώστε να εγγυηθούν κατάλληλη προστασία των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρειών προσωρινής απασχόλησης. Η Ισπανία, η Φινλανδία, η Ιταλία και οι Κάτω Χώρες έχουν επικυρώσει αυτήν τη σύμβαση. 3. Επικουρικότητα Η πρόταση οδηγίας περί των όρων εργασίας των απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης ανταποκρίνεται στους στόχους που προβλέπει το άρθρο 136 της συνθήκης περί ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ιδιαιτέρως όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας, την προώθηση της απασχόλησης και τον κοινωνικό διάλογο. Σε αυτό το πνεύμα, η πρόταση συμπληρώνει τη νομοθεσία των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 137 της συνθήκης, θεσπίζοντας κοινό και ευέλικτο κοινοτικό πλαίσιο με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και την προώθηση του τομέα αυτού. Η ανάγκη να αναλάβει δράση η Κοινότητα στον εν λόγω τομέα δικαιολογείται από πολλούς λόγους. Πρώτον, είναι ανάγκη, σε κοινοτικό επίπεδο, να επεκταθεί η εφαρμογή της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων μεταξύ των προσωρινά απασχολουμένων και των συγκρίσιμων εργαζομένων στις χρήστριες επιχειρήσεις η οποία ήδη ισχύει σε εννέα κράτη μέλη. Επιχειρώντας τούτο, η πρόταση οδηγίας θα παράσχει σταθερό πλαίσιο για την ανάπτυξη της προσωρινής απασχόλησης μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Κατοχυρώνοντας ελάχιστα δικαιώματα για τους προσωρινά απασχολουμένους, θα καταστήσει αυτόν τον τομέα ελκυστικότερο και θα βελτιώσει τη φήμη του. Η μεγαλύτερη ελκυστικότητα της προσωρινής απασχόλησης θα διευρύνει τις δυνατότητες επιλογής των χρηστριών επιχειρήσεων και θα τους επιτρέψει να ικανοποιήσουν καλύτερα τις απαιτήσεις τους για ευελιξία, έχοντας πρόσβαση σε ευρύτερο φάσμα υποψηφίων. Επομένως, η πρόταση θα θέσει τις βάσεις νέας επέκτασης του τομέα, θα συμβάλει στην πλήρη και ολοκληρωτική πραγματοποίηση του δυναμικού δημιουργίας απασχόλησης που αυτός έχει και θα βελτιώσει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Δεύτερον, προκειμένου να προωθηθεί η προσωρινή εργασία, πρέπει να προετοιμασθεί το έδαφος σε κοινοτικό επίπεδο για την κατάργηση των υφιστάμενων απαγορεύσεων ή περιορισμών όσον αφορά την προσφυγή στην προσωρινή εργασία που δεν δικαιολογούνται πλέον από λόγους γενικού συμφέροντος ή προστασίας των εργαζομένων. Τρίτον, επείγει να συμπληρωθεί η ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία - οι οδηγίες του Συμβουλίου 91/383/ΕΟΚ, 97/81/ΕΚ και 1999/70ΕΚ - οι οποίες ήδη θέσπισαν την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων όσον αφορά τις άτυπες σχέσεις εργασίας. Στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας, η αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων μεταξύ των προσωρινά απασχολουμένων και των συγκρίσιμων εργαζομένων στη χρήστρια επιχείρηση είναι ήδη σε ισχύ. Τέταρτον, ένα κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο για τους προσωρινά απασχολουμένους θα ανταποκριθεί στις επιθυμίες των διεπαγγελματικών κοινωνικών εταίρων σε κοινοτικό επίπεδο, οι οποίοι είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις το Μάιο του 2000 με σκοπό τη θέσπιση ενός τέτοιου πλαισίου. Επίσης, θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες των κοινωνικών εταίρων του τομέα της προσωρινής απασχόλησης οι οποίοι, σε κοινή δήλωση της 8ης Οκτωβρίου 2001, αναγνώρισαν την ανάγκη κοινοτικής οδηγίας σε αυτόν τον τομέα. Είναι χρήσιμο να σημειωθεί σχετικά ότι, στην εισήγησή της προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης, η Διεθνής Ομοσπονδία Επιχειρήσεων Προσωρινής Απασχόλησης («Confιdιration intenationale des entreprises de travail intιrimaires») - «Euro - Ciett» - δέχεται με ικανοποίηση την έκδοση οδηγίας περί της προσωρινής απασχόλησης με σκοπό την εγκαθίδρυση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ της προστασίας των εργαζομένων και της δημιουργίας θέσεων απασχόλησης. 4. Αρχή της αναλογικότητας Το προτεινόμενο περιεχόμενο της ενέργειας συνάδει επίσης με την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένο ότι ορίζει ελάχιστο κοινοτικό επίπεδο προστασίας, αφήνοντας όμως στα κράτη μέλη αλλά και στους κοινωνικούς εταίρους τη μέριμνα να καθορίσουν τις προσαρμογές που κρίνουν αναγκαίες ενόψει των εθνικών ιδιαιτεροτήτων. Υπό τις συνθήκες αυτές, το πλαίσιο που θεσπίζει η πρόταση οδηγίας είναι ευέλικτο. Προπαντός, προσαρμόζεται τέλεια στην παγίωση και την ενίσχυση των ορθών πρακτικών σε πολλά κράτη μέλη. Το πλαίσιο αυτό παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα ευρείας παρέκκλισης από την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων σε κάθε περίπτωση που οι προσωρινά απασχολούμενοι διαθέτουν σύμβαση αορίστου χρόνου. Έτσι, τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν στους κοινωνικούς εταίρους τη μέριμνα να παρεκκλίνουν από αυτήν την αρχή ανεξαρτήτως της μορφής της σύμβασης εργασίας. Επιπλέον, η πρόταση ζητεί από τα κράτη μέλη να επανεξετάζουν περιοδικώς τους περιορισμούς που ενδέχεται να έχουν επιβληθεί στη χρήση προσωρινής εργασίας. Στο μέτρο που το ελάχιστο επίπεδο προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων θα βελτιώνεται στο μέλλον, πρέπει να καταστεί δυνατόν να αίρονται οι περιορισμοί τους οποίους δικαιολογεί μέχρι τώρα η βούληση προστασίας αυτών των εργαζομένων. 4. ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ Το άρθρο 137 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ προβλέπει ότι, προκειμένου να υλοποιήσει τους στόχους του άρθρου 136, η Κοινότητα υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών στους ακόλουθους τομείς : (...) - τους όρους εργασίας (...)». Η παράγραφος 2 του αυτού άρθρου προβλέπει ότι, για τους σκοπούς της παραγράφου 1, «το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίζει, μέσω οδηγιών, τις ελάχιστες προδιαγραφές οι οποίες εφαρμόζονται σταδιακά, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και των τεχνικών ρυθμίσεων που υφίστανται σε κάθε κράτος μέλος. Στις οδηγίες αυτές αποφεύγεται η επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών, οι οποίοι θα παρεμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το Συμβούλιο αποφασίζει κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 251 μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών.» Το προαναφερόμενο άρθρο 137 παράγραφος 2 αποτελεί τη νομική βάση της παρούσας πρότασης. Η προτεινόμενη δράση ανταποκρίνεται σε αυτό το πλαίσιο. Έτσι, η παρούσα πρόταση οδηγίας θεσπίζει κοινή βάση ελάχιστων κανόνων, με σκοπό να διευκολυνθεί η ανάπτυξη της προσωρινής εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης με τη βελτίωση της ποιότητας αυτής της μορφής απασχόλησης. Όσον αφορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), είναι σαφές ότι η προσωρινή εργασία αντιπροσωπεύει προνομιούχο μέσον ευελιξίας για την προσαρμογή του εργατικού δυναμικού τους στις συνθήκες της αγοράς. Πράγματι, οι ΜΜΕ καταφεύγουν σε αυτήν για να αντιμετωπίσουν την προσωρινή αύξηση δραστηριοτήτων, τις εποχιακές διακυμάνσεις ή την αναπλήρωση απόντων μισθωτών. Ζητούν εργατικό δυναμικό καλής ποιότητας, με προσόντα και με κίνητρα. Στο μέτρο που η οδηγία βελτιώνει την εικόνα της προσωρινής εργασίας μέσω της ενίσχυσης των όρων εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων, αυτός ο τύπος εργασίας θα προσελκύει όλο και περισσότερους εργαζομένους. Αυτό θα επιτρέψει στις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης να έχουν στη διάθεσή τους ευρύτερο φάσμα δεξιοτήτων και έτσι να ανταποκρίνονται με μεγάλη ακρίβεια στις ανάγκες που έχουν οι χρήστριες επιχειρήσεις. Εξάλλου, η πρόταση οδηγίας, θεσπίζοντας σταθερό, σαφές, ευανάγνωστο πλαίσιο το οποίο καταργεί τις οφθαλμοφανέστερες στρεβλώσεις μεταξύ εθνικών καταστάσεων, διευκολύνει τη δραστηριότητα των ΜΜΕ που δρουν στην εσωτερική αγορά. 5. ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ 1. Συνολική παρουσίαση της οδηγίας : Η παρούσα πρόταση οδηγίας θέτει τη γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων έναντι των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Σύμφωνα με αυτήν την αρχή, ο προσωρινά απασχολούμενος δεν μπορεί να τύχει λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης όσον αφορά τους ουσιώδεις όρους εργασίας από συγκρίσιμο εργαζόμενο, ο οποίος ορίζεται ως ο εργαζόμενος στη χρήστρια επιχείρηση με ίδια ή παρεμφερή θέση εργασίας. Η πρόταση οδηγίας προβλέπει ένα όριο και δύο ενδεχόμενες αποκλίσεις από αυτήν την αρχή. Η εφαρμογή της αρχής μπορεί να περιορισθεί εάν η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αυτό συμβαίνει όταν, λόγω των πραγματικών συνθηκών, ο προσωρινά απασχολούμενος ευρίσκεται σε διαφορετική κατάσταση από τον μισθωτό με τον οποίον μπορεί κανονικά να συγκριθεί, κάτι που εξηγεί το γεγονός ότι δεν μπορεί να τύχει ανάλογης μεταχείρισης. Εξάλλου, παρέχεται δυνατότητα παρέκκλισης, κατ' αρχάς ευρείας, από αυτήν την αρχή, όταν ο προσωρινά απασχολούμενος έχει συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου με εταιρεία προσωρινής απασχόλησης. Πράγματι, σε αυτήν την περίπτωση και εφόσον οι προσωρινά απασχολούμενοι συνεχίζουν να αμείβονται στο διάστημα μεταξύ δύο τοποθετήσεων σε επιχειρήσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν δυνατότητα παρέκκλισης από την αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων, λαμβανομένης υπόψη της πρόσθετης προστασίας που παρέχεται στους προσωρινά απασχολουμένους κατ' αυτόν τον τρόπο. Τα κράτη μπορούν επίσης να επιτρέψουν στους κοινωνικούς εταίρους να καθορίζουν, μέσω συλλογικών συμβάσεων, όρους εργασίας που αποκλίνουν από αυτήν την αρχή, εφόσον εξασφαλίζεται κατάλληλο επίπεδο προστασίας. Η εν λόγω παρέκκλιση έχει σκοπό να αναδείξει το ρόλο των κοινωνικών εταίρων, με σκοπό να τους επιτρέψει την όσο το δυνατόν καλύτερη προσαρμογή των εφαρμοστέων κανόνων προς τα συμφέροντα και τις ανάγκες που αντιμετωπίζουν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Οι δύο αυτές παρεκκλίσεις αποτελούν πρόταση ευέλικτου σχήματος ως απάντηση στο αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων στο σημείο αυτό. Αποτελούν συμβιβασμό μεταξύ της ανάγκης να εξομοιωθούν προς το καλύτερο οι όροι εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και της συνεκτίμησης των εθνικών νομοθεσιών και πρακτικών. Η πρόταση οδηγίας καλεί συγχρόνως τα κράτη να επανεξετάζουν περιοδικά τους περιορισμούς ή τις απαγορεύσεις που ενδεχομένως να υπάρχουν έναντι της προσωρινής εργασίας. Πράγματι, η εγγύηση ελάχιστων βασικών δικαιωμάτων για τους απασχολουμένους με προσωρινή εργασία αναμένεται να καταστήσει μελλοντικά δυνατή την εξάλειψη των περιορισμών που δικαιολογεί προς το παρόν η βούληση προστασίας των ενδιαφερόμενων μισθωτών, ενώ εξυπακούεται ότι οποιοσδήποτε περιορισμός στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να ευρίσκεται εντός των αναγκαίων ορίων και να είναι ανάλογος προς το σκοπό που επιδιώκει ένα τέτοιο μέτρο. Η πρόταση οδηγίας προβλέπει συμπληρωματικό μηχανισμό κανόνων με σκοπό να βελτιωθεί η κατάσταση των προσωρινά απασχολουμένων. Επιδιώκεται κατ' αρχάς να διευκολυνθεί η πρόσβασή τους σε μόνιμη θέση εργασίας. Για να επιτευχθεί αυτό, προβλέπεται ότι, αφενός, οι προσωρινά απασχολούμενοι που διατίθενται σε χρήστρια επιχείρηση πρέπει να ενημερώνονται για τις κενές θέσεις εργασίας σε αυτήν και ότι, αφετέρου, θεωρούνται άκυρες οι ρήτρες, οι οποίες απαγορεύουν ή κατ' αποτέλεσμα παρακωλύουν την πρόσληψη από χρήστρια επιχείρηση απασχολουμένου με προσωρινή εργασία. Εξάλλου, επιδιώκεται η βελτίωση των υλικών όρων εργασίας με την παροχή στους εργαζομένους αυτούς πρόσβασης στις κοινωνικές υπηρεσίες της χρήστριας επιχείρησης και με την ενίσχυση της ικανότητάς τους για επαγγελματική ένταξη, μέσω της συμμετοχής σε μαθήματα επιμόρφωσης που οργανώνονται στην εταιρεία προσωρινής απασχόλησης και στη χρήστρια επιχείρηση. Τέλος, διευκρινίζεται ότι οι προσωρινά απασχολούμενοι προσμετρώνται, στο πλαίσιο της εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, κατά τον υπολογισμό του ορίου, επάνω από το οποίο μπορούν να συνιστώνται τα αντιπροσωπευτικά όργανα των εργαζομένων που προβλέπονται από τις εθνικές και τις κοινοτικές διατάξεις. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι η προσμέτρηση επεκτείνεται στον υπολογισμό των ορίων για την ίδια τη χρήστρια επιχείρηση. Η τελευταία υποχρεούται, σε κάθε περίπτωση, να πληροφορεί τα αντιπροσωπευτικά όργανα των εργαζομένων της για ενδεχόμενη χρήση προσωρινού προσωπικού μέσω εταιρειών προσωρινής απασχόλησης. 2. Παρουσίαση κατ' άρθρο Κεφάλαιο I : Γενικές διατάξεις 1. Άρθρα 1 - 3 : πεδίο εφαρμογής και ορισμοί Το άρθρο 1 ορίζει το πεδίο εφαρμογής της πρότασης οδηγίας. Αποτελεί επανάληψη της έννοιας των «σχέσεων πρόσκαιρης εργασίας» όπως ορίζεται στην οδηγία της 25ης Ιουνίου 1991 για τη συμπλήρωση των μέτρων που αποσκοπούν στο να προαγάγουν τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σχέση πρόσκαιρης εργασίας [11]. Η παράγραφος 2 προβλέπει ότι η οδηγία εφαρμόζεται στις ιδιωτικές και στις δημόσιες επιχειρήσεις. [11] Οδηγία 91/383/ΕΟΚ -ΕΕ L 206/19- 29.7.91 Με την παράγραφο 3 παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής τα άτομα που επωφελούνται από ειδικό δημόσιο ή υποστηριζόμενο από τις δημόσιες αρχές, πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης, επαγγελματικής ένταξης ή επαγγελματικού αναπροσανατολισμού. Το άρθρο 2 διευκρινίζει το αντικείμενο της οδηγίας. Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 ορίζει τις έννοιες του εργαζομένου, του συγκρίσιμου εργαζομένου, της τοποθέτησης και των ουσιωδών όρων εργασίας και απασχόλησης. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 παραπέμπεται στις εθνικές διατάξεις ο ορισμός της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας. διευκρινίζεται ότι ένα κράτος δεν μπορεί να εξαιρέσει εργαζόμενο από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας εκ του λόγου ότι ενδεχομένως έχει σύμβαση ορισμένου χρόνου, εργάζεται με μερική απασχόληση ή έχει τοποθετηθεί προσωρινά σε επιχείρηση από εταιρεία προσωρινής απασχόλησης. Η τελευταία διευκρίνιση έχει σκοπό να θέσει τέρμα στην αβεβαιότητα δικαίου που μπορεί να αντιμετωπίζουν τα άτομα που διατίθενται σε επιχειρήσεις στο πλαίσιο προσωρινής εργασίας. Τα άτομα αυτά ενδέχεται να εξαιρούνται από την προστασία της εργατικής νομοθεσίας λόγω των διάφορων νομικών χαρακτηρισμών που δίδονται στη σύμβαση, δυνάμει της οποίας τοποθετούνται σε επιχειρήσεις σε θέσεις προσωρινής εργασίας. Το άρθρο 4 προβλέπει ότι τα κράτη πρέπει να εξετάζουν περιοδικά τους περιορισμούς ή τις απαγορεύσεις προσφυγής σε προσωρινή εργασία που αφορούν ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων ή ορισμένους κλάδους δραστηριότητας. Κεφάλαιο II : Όροι εργασίας και απασχόλησης Η παράγραφος 1 του άρθρου 5 θέτει την αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων και καθορίζει τους όρους εφαρμογής της στην πράξη. Ένα όριο και δύο παρεκκλίσεις μπορούν να τεθούν σε αυτήν την αρχή. Κατ' αρχάς εάν αντικειμενικοί λόγοι εμποδίζουν την εφαρμογή της. Αφετέρου, η παράγραφος 2 επιτρέπει στα κράτη, στην ειδική περίπτωση των προσωρινά απασχολουμένων με σύμβαση αορίστου χρόνου η οποία προβλέπει ότι συνεχίζουν να αμείβονται ακόμη και όταν δεν είναι τοποθετημένοι σε επιχείρηση, να παρεκκλίνουν από την προαναφερόμενη αρχή. Η παράγραφος 3 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους τη μέριμνα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις οι οποίες παρεκκλίνουν από αυτήν την αρχή. Η παράγραφος 4 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν, για εργασίες με διάρκεια μικρότερη των έξι εβδομάδων, να μην εφαρμόζουν την αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1. Η παράγραφος 5 αναφέρει τι πρέπει να γίνεται στην περίπτωση που δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος. Τέλος, η παράγραφος 6 προσδιορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου. Το άρθρο 6 θεσπίζει σειρά διατάξεων για τη βελτίωση της ποιότητας της απασχόλησης του εργαζομένου με προσωρινή εργασία. Για να έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε μόνιμη θέση εργασίας, ο απασχολούμενος με προσωρινή εργασία πρέπει να ενημερώνεται για τις κενές θέσεις και να μη συναντά εμπόδιο όταν του δίδεται η ευκαιρία να συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου με τη χρήστρια επιχείρηση στο τέλος της τοποθέτησής του (παράγραφοι 1 και 2). Ο προσωρινά απασχολούμενος δεν πρέπει να επιβαρύνεται με την καταβολή αμοιβής (παράγραφος 3). Πρέπει να έχει δυνατότητα πρόσβασης στις κοινωνικές υπηρεσίες της χρήστριας επιχείρησης (παράγραφος 4). Τέλος, πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή όλα τα αναγκαία μέτρα για τη βελτίωση της κατάρτισής του τόσο στην εταιρεία προσωρινής απασχόλησης όσο και στη χρήστρια επιχείρηση (παράγραφος 5). Το άρθρο 7 διευκρινίζει ότι οι προσωρινά απασχολούμενοι προσμετρώνται, στο πλαίσιο της εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, κατά τον υπολογισμό του ορίου, επάνω από το οποίο μπορούν να συνιστώνται τα αντιπροσωπευτικά όργανα των εργαζομένων που προβλέπουν οι εθνικές και κοινοτικές διατάξεις. Τα κράτη έχουν τη δυνατότητα να προβλέψουν ότι η προσμέτρηση αυτή επεκτείνεται στον υπολογισμό των ορίων για την ίδια τη χρήστρια επιχείρηση. Το άρθρο 8 προβλέπει ότι οι μισθωτοί της χρήστριας επιχείρησης πρέπει να ενημερώνονται για τη χρήση προσωρινά απασχολούμενου προσωπικού στην επιχείρησή τους. Κεφάλαιο III Τελικές διατάξεις Το άρθρο 9 : Ελάχιστες απαιτήσεις (στερεότυπη ρήτρα) Το άρθρο 10 : Κυρώσεις (στερεότυπη ρήτρα) Το άρθρο 11 : Μέτρα εφαρμογής (στερεότυπη ρήτρα) Το άρθρο 12 : Επανεξέταση από την Επιτροπή : προτείνεται επανεξέταση 5 έτη μετά την έκδοση, με σκοπό να προταθούν ενδεχόμενες τροποποιήσεις. 2002/0072(COD) Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ περί των όρων εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη περί ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 137, παράγραφος 2, την πρόταση της Επιτροπής [12], [12] ΕΕ C της , σ. . τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [13], [13] ΕΕ C της , σ. . τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [14], [14] ΕΕ C της , σ. . Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης [15], [15] ΕΕ C της , σ. . Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) η παρούσα πράξη σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. η παρούσα πράξη έχει προπάντων σκοπό να εξασφαλίσει την πλήρη εφαρμογή του άρθρου 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προβλέπει ότι κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε υγιεινές, ασφαλείς και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας καθώς και σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας, σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης καθώς και σε ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών. (2) εξάλλου, το σημείο 7 του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των εργαζομένων προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. η διαδικασία αυτή θα επιτευχθεί με την εναρμόνιση των εν λόγω συνθηκών προς το καλύτερο, ιδίως όσον αφορά τις μορφές εργασίας εκτός της εργασίας αορίστου χρόνου, όπως η εργασία ορισμένου χρόνου, η εργασία με μερική απασχόληση, η προσωρινή εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και η εποχιακή εργασία. (3) τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβώνας στις 23 και 24 Μαρτίου 2000 έταξαν ένα νέο στρατηγικό στόχο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, «να γίνει η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή». (4) σύμφωνα με το ευρωπαϊκό κοινωνικό θεματολόγιο, το οποίο, βάσει της ανακοίνωσης της Επιτροπής, εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας στις 7, 8 και 9 Δεκεμβρίου 2000, με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Στοκχόλμης στις 23 και 24 Μαρτίου 2001 και με την απόφαση του Συμβουλίου της 19ης Ιανουαρίου 2001 σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση το 2001, πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μια ικανοποιητική και ευέλικτη οργάνωση της εργασίας στο πλαίσιο νέων και ευέλικτων συμβάσεων που να εξασφαλίζουν την ενδεδειγμένη ασφάλεια και αναβαθμισμένη επαγγελματική θέση για τους ενδιαφερόμενους εργαζόμενους, η οποία συγχρόνως να συμβιβάζεται με τις επιθυμίες τους και με τις ανάγκες των επιχειρήσεων. (5) η Επιτροπή διαβουλεύθηκε με τους κοινωνικούς εταίρους για τον ενδεχόμενο προσανατολισμό μιας κοινοτικής δράσης που αφορά την ελαστικότητα του χρόνου εργασίας και την ασφάλεια των εργαζομένων στις 27 Σεπτεμβρίου 1995. (6) η Επιτροπή, κρίνοντας μετά από αυτήν τη διαβούλευση ότι ήταν σκόπιμη η ανάληψη κοινοτικής δράσης, διαβουλεύθηκε εκ νέου με τους κοινωνικούς εταίρους επί του περιεχομένου της μελετώμενης πρότασης στις 9 Απριλίου 1996. (7) τα συμβαλλόμενα μέρη, στο προοίμιο της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999, εξέφρασαν την πρόθεσή τους να εξετάσουν κατά πόσον είναι αναγκαίο να συναφθεί παρόμοια συμφωνία για την προσωρινή εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. (8) οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα, ήτοι η Ένωση των Συνομοσπονδιών της Βιομηχανίας και των Εργοδοτών της Ευρώπης (UNICE), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίων Επιχειρήσεων (CEEP) και η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (CES), πληροφόρησαν την Επιτροπή, με κοινή επιστολή, ότι επιθυμούν να κινήσουν τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 138, παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ. ζήτησαν από την Επιτροπή, με κοινή επιστολή, συμπληρωματική προθεσμία τριών μηνών. η Επιτροπή αποδέχθηκε αυτό το αίτημα, παρατείνοντας την προθεσμία των διαπραγματεύσεων έως τις 15 Μαρτίου 2001. (9) στις 21 Μαΐου 2001 οι κοινωνικοί εταίροι αναγνώρισαν ότι οι διαπραγματεύσεις τους για την προσωρινή εργασία δεν μπόρεσαν να τελεσφορήσουν. (10) εντός της Ένωσης, η νομική κατάσταση των απασχολουμένων με προσωρινή εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία. (11) η προσωρινή εργασία αναμένεται να ανταποκριθεί στις ανάγκες ευελιξίας των επιχειρήσεων και στην ανάγκη να συνδυασθεί η ιδιωτική και η επαγγελματική ζωή των μισθωτών και να συμβάλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας καθώς και στη συμμετοχή και στην ένταξη στην αγορά εργασίας. (12) σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να θεσπισθεί προστατευτικό πλαίσιο για τους απασχολουμένους με προσωρινή εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, το οποίο να αποτελεί συγχρόνως κοινό και ευέλικτο πλαίσιο και να διευκολύνει την παρέμβαση των επιχειρήσεων του τομέα οι οποίες δρουν στο χώρο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αποφεύγοντας την επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών, οι οποίοι θα παρεμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. (13) η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται τηρουμένης της συνθήκης, ιδιαιτέρως όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την ελευθερία εγκατάστασης και επιφυλασσομένης της εφαρμογής της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 [16] σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών. [16] ΕΕ L18 της 21.1.97, σ.1 (14) η οδηγία 91/383/ΕΟΚ της 25ης Ιουνίου 1991 [17] για τη συμπλήρωση των μέτρων που αποσκοπούν στο να προαγάγουν τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σχέση πρόσκαιρης εργασίας ορίζει τις διατάξεις που εφαρμόζονται στους προσωρινά απασχολουμένους μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία. [17] ΕΕ L 206 της 29.7.1991, σ.19. (15) όσον αφορά τους ουσιώδεις όρους εργασίας και απασχόλησης, οι απασχολούμενοι με προσωρινή εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης δεν πρέπει να τυγχάνουν λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης από ένα «συγκρίσιμο εργαζόμενο», δηλαδή εργαζόμενο στη χρήστρια επιχείρηση ο οποίος κατέχει ίδια ή παρεμφερή θέση, λαμβανομένων υπόψη της αρχαιότητας και των προσόντων και δεξιοτήτων. (16) ωστόσο, επιτρέπονται διαφορές μεταχείρισης εάν δικαιολογούνται αντικειμενικά και εύλογα από την επιδίωξη θεμιτού σκοπού. (17) προκειμένου περί εργαζομένων οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου με εταιρεία προσωρινής απασχόλησης, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης προστασίας που εκ φύσεως παρέχει η σύμβαση εργασίας τους, πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα παρέκκλισης από τους κανόνες που εφαρμόζονται στη χρήστρια επιχείρηση. (18) λόγω της ανάγκης να διατηρηθεί κάποια ευελιξία στη σχέση εργασίας, πρέπει να προβλεφθεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν στους κοινωνικούς εταίρους τη μέριμνα να καθορίζουν ουσιώδεις όρους εργασίας και απασχόλησης προσαρμοσμένους στις ιδιαιτερότητες ορισμένων τύπων απασχόλησης ή ορισμένων κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. (19) κατά την εφαρμογή της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων, ενδείκνυται να εξασφαλισθεί κάποια ευελιξία στις τοποθετήσεις με σκοπό την εκτέλεση έργου το οποίο, λαμβανομένης υπόψη της φύσης ή της διάρκειάς του, δεν υπερβαίνει τις έξι εβδομάδες. (20) η βελτίωση της βάσης προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, η οποία απορρέει από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, δικαιολογεί περιοδική επανεξέταση των περιορισμών ή απαγορεύσεων που ενδέχεται να ισχύουν όσον αφορά την προσφυγή σε προσωρινή εργασία και, ενδεχομένως, την κατάργησή τους σε περίπτωση που δεν δικαιολογούνται πλέον από λόγους γενικού συμφέροντος σε σχέση, ιδίως, με την προστασία των μισθωτών εργαζομένων. (21) η εκπροσώπηση των δικαιωμάτων των απασχολουμένων με προσωρινή εργασία πρέπει να εξασφαλίζεται στην πράξη. (22) σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και την αρχή της αναλογικότητας που αναφέρονται στο άρθρο 5 της συνθήκης, οι στόχοι της μελετώμενης δράσης είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, καθόσον πρόκειται για τη θέσπιση εναρμονισμένου, σε κοινοτικό επίπεδο, πλαισίου προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, οι στόχοι αυτοί μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο με τη θέσπιση ελάχιστων προδιαγραφών εφαρμοζόμενων στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. η παρούσα οδηγία περιορίζεται στα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτών των στόχων, ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στη σύμβαση εργασίας ή στη σχέση εργασίας μεταξύ, αφενός, εταιρείας προσωρινής απασχόλησης η οποία αποτελεί τον εργοδότη και, αφετέρου, του εργαζομένου, ο οποίος τίθεται στη διάθεση χρήστριας επιχείρησης με σκοπό να εργασθεί για λογαριασμό και υπό τον έλεγχό της. 2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις που ασκούν οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως εάν έχουν, ή όχι, κερδοσκοπικό χαρακτήρα. 3. Τα κράτη μέλη, μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, μπορούν να ορίζουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που συνάπτονται στο πλαίσιο ειδικού δημόσιου ή επιδοτούμενου από τις δημόσιες αρχές, προγράμματος επαγγελματικής κατάρτισης, επαγγελματικής ένταξης ή επαγγελματικού αναπροσανατολισμού. Άρθρο 2 Σκοπός Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί : 1. στη βελτίωση της ποιότητας της προσωρινής εργασίας με την εξασφάλιση του σεβασμού της αρχής της απαγόρευσης διακρίσεων έναντι των προσωρινά απασχολουμένων. 2. στη θέσπιση κατάλληλου πλαισίου χρησιμοποίησης της προσωρινής εργασίας ως συμβολή στην καλή λειτουργία της αγοράς εργασίας και στην απασχόληση. Άρθρο 3 Ορισμοί 1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας : α) ως «εργαζόμενος» : νοείται κάθε πρόσωπο, το οποίο στο θεωρούμενο κράτος μέλος προστατεύεται ως εργαζόμενος στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας για την απασχόληση και σύμφωνα με τις εθνικές πρακτικές. β) ως «συγκρίσιμος εργαζόμενος» : νοείται ο εργαζόμενος στη χρήστρια επιχείρηση, ο οποίος κατέχει ίδια ή παρεμφερή θέση εργασίας με εκείνη που κατέχει ο εργαζόμενος που τέθηκε στη διάθεση της επιχείρησης από την εταιρεία προσωρινής απασχόλησης, λαμβανομένων υπόψη της αρχαιότητας και των προσόντων και δεξιοτήτων. γ) ως «τοποθέτηση»: νοείται η περίοδος κατά την οποίαν ο προσωρινά απασχολούμενος έχει τεθεί στη διάθεση της χρήστριας επιχείρησης. δ) ως «ουσιώδεις όροι εργασίας και απασχόλησης» : νοούνται οι όροι εργασίας και απασχόλησης που αφορούν : i) τη διάρκεια εργασίας, τις περιόδους ανάπαυσης, τη νυκτερινή εργασία, τις άδειες μετ' αποδοχών, τις αργίες. ii) τις αποδοχές. iii) την εργασία των εγκύων και γαλουχουσών γυναικών, των παιδιών και των νεαρών ατόμων και iv) τα μέτρα που λαμβάνονται για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκεύματος ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού. 2. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τον ορισμό της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αποκλειστικώς και μόνον εκ του λόγου ότι αφορούν : α) εργαζομένους με μερική απασχόληση υπό την έννοια της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997. β) εργαζομένους ορισμένου χρόνου υπό την έννοια της οδηγίας 99/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999. γ) προσωρινά απασχολουμένους που έχουν τεθεί στα διάθεση χρήστριας επιχείρησης μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Άρθρο 4 Επανεξέταση των απαγορεύσεων και περιορισμών 1. Τα κράτη μέλη, μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και τις εθνικές πρακτικές, επανεξετάζουν περιοδικά, τουλάχιστον ανά πενταετία, τους περιορισμούς ή απαγορεύσεις προσφυγής στην προσωρινή εργασία που αφορούν ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων ή ορισμένους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, με σκοπό να εκτιμηθεί εάν συνεχίζουν να υφίστανται οι ειδικές συνθήκες επί των οποίων στηρίζονται οι περιορισμοί και απαγορεύσεις. Εάν τούτο δεν συμβαίνει, τα κράτη μέλη οφείλουν να τους καταργήσουν. 2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα αποτελέσματα της εν λόγω εξέτασης. Σε περίπτωση διατήρησης τέτοιων περιορισμών ή απαγορεύσεων, τα κράτη μέλη ανακοινώνουν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν αναγκαίους και δικαιολογημένους τους περιορισμούς ή τις απαγορεύσεις. Οι περιορισμοί ή απαγορεύσεις που μπορούν να διατηρηθούν πρέπει να δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος σε σχέση, ιδίως, με την προστασία των μισθωτών εργαζομένων. ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΟΡΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ Άρθρο 5 Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων 1.Οι απασχολούμενοι με προσωρινή εργασία, κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής τους, τυγχάνουν εξίσου ευνοϊκής μεταχείρισης με συγκρίσιμο εργαζόμενο της χρήστριας επιχείρησης ως προς τους ουσιώδεις όρους εργασίας και απασχόλησης, περιλαμβανομένων και εκείνων που εξαρτώνται από ορισμένη αρχαιότητα στη θέση απασχόλησης, εκτός εάν η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Όπου ενδείκνυται, έχει εφαρμογή η αρχή του κατά χρόνο επιμερισμού («pro rata temporis»). 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν δυνατότητα παρέκκλισης από την αρχή που εξαγγέλλεται στην παράγραφο 1 στην περίπτωση που οι προσωρινά απασχολούμενοι, έχοντας συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου με εταιρεία προσωρινής απασχόλησης, συνεχίζουν να αμείβονται στο διάστημα μεταξύ δύο τοποθετήσεων. 3. Τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν στους κοινωνικούς εταίρους, στο ενδεδειγμένο επίπεδο, τη δυνατότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις οι οποίες παρεκκλίνουν από την αρχή που εξαγγέλλεται στην παράγραφο 1, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται κατάλληλο επίπεδο προστασίας στους προσωρινά απασχολουμένους. 4. Επιφυλασσομένων των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 ανωτέρω, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η παράγραφος 1 δεν έχει εφαρμογή όταν ο προσωρινά απασχολούμενος εργάζεται, στο πλαίσιο τοποθέτησης ή σειράς τοποθετήσεων, στην ίδια χρήστρια επιχείρηση, σε έργο το οποίο, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειάς του ή της φύσης του, μπορεί να εκτελεσθεί σε χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις έξι εβδομάδες. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να αποτραπεί η καταχρηστική εφαρμογή αυτής της παραγράφου. 5. Όταν, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, πρέπει να γίνεται σύγκριση με συγκρίσιμο εργαζόμενο της χρήστριας επιχείρησης αλλά τέτοιος δεν υπάρχει, η σύγκριση διενεργείται με αναφορά στη συλλογική σύμβαση η οποία εφαρμόζεται στη χρήστρια επιχείρηση. όπου δεν υφίσταται εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση, η σύγκριση διενεργείται με αναφορά στη συλλογική σύμβαση η οποία εφαρμόζεται στην εταιρεία προσωρινής απασχόλησης. εάν δεν υπάρχει εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση, οι ουσιώδεις όροι εργασίας και απασχόλησης του απασχολουμένου με προσωρινή εργασία ρυθμίζονται από την εθνική νομοθεσία και τις εθνικές πρακτικές. 6. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου καθορίζονται από τα κράτη μέλη μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να αναθέτουν στους κοινωνικούς εταίρους, στο ενδεδειγμένο επίπεδο, τη μέριμνα να καθορίζουν με συμφωνία αυτές τις λεπτομέρειες. Άρθρο 6 Πρόσβαση σε μόνιμη και καλής ποιότητας θέση εργασίας 1. Οι απασχολούμενοι με προσωρινή εργασία ενημερώνονται για τις κενές θέσεις εργασίας στη χρήστρια επιχείρηση, με σκοπό να τους εξασφαλισθούν οι ίδιες δυνατότητες με τους άλλους εργαζομένους της επιχείρησης να προσληφθούν σε μόνιμες θέσεις εργασίας. 2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι ρήτρες, οι οποίες απαγορεύουν ή κατ' αποτέλεσμα παρακωλύουν τη σύναψη σύμβασης εργασίας ή σχέσης εργασίας μεταξύ της χρήστριας επιχείρησης και του απασχολουμένου με προσωρινή εργασία, μετά τη λήξη της περιόδου διάθεσής του, να θεωρούνται άκυρες ή ακυρώσιμες. 3. Οι εταιρείες προσωρινής απασχόλησης δεν ζητούν αμοιβή από τους εργαζομένους ως αντάλλαγμα της τοποθέτησής τους σε χρήστρια επιχείρηση. 4. Οι προσωρινά απασχολούμενοι επωφελούνται από τις κοινωνικές υπηρεσίες της χρήστριας επιχείρησης εκτός εάν αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούν διαφορετική μεταχείριση. 5. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ή διευκολύνουν το διάλογο μεταξύ κοινωνικών εταίρων, σύμφωνα με τις εθνικές παραδόσεις και πρακτικές τους, με σκοπό : - να βελτιωθεί η πρόσβαση των απασχολουμένων με προσωρινή εργασία στις ευκαιρίες κατάρτισης που υπάρχουν στις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης, ακόμη και κατά τις περιόδους μεταξύ δύο τοποθετήσεων, με σκοπό να προαχθεί η σταδιοδρομία τους και η απασχολησιμότητά τους. - να βελτιωθεί η πρόσβαση των απασχολουμένων με προσωρινή εργασία στις ευκαιρίες κατάρτισης των εργαζομένων που υπάρχουν στις χρήστριες επιχειρήσεις, στη διάθεση των οποίων τίθενται. Άρθρο 7 Εκπροσώπηση των απασχολουμένων με προσωρινή εργασία Οι απασχολούμενοι με προσωρινή εργασία προσμετρώνται, στο πλαίσιο της εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, κατά τον υπολογισμό του ορίου, άνω του οποίου πρέπει να συνιστώνται τα αντιπροσωπευτικά όργανα των εργαζομένων που προβλέπουν οι εθνικές και κοινοτικές διατάξεις. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζουν τα ίδια, ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι προσμετρώνται, στο πλαίσιο της χρήστριας επιχείρησης, κατά τον υπολογισμό του ορίου, άνω του οποίου μπορούν να συνιστώνται τα αντιπροσωπευτικά όργανα των εργαζομένων που προβλέπουν οι εθνικές και κοινοτικές διατάξεις. Άρθρο 8 Πληροφόρηση των εκπροσώπων των εργαζομένων Με την επιφύλαξη της εφαρμογής αυστηρότερων και / ή ειδικότερων εθνικών και κοινοτικών διατάξεων για την πληροφόρηση των εργαζομένων και τη διαβούλευση μαζί τους, η χρήστρια επιχείρηση υποχρεούται να παρέχει κατάλληλες πληροφορίες για την εκ μέρους της χρήση προσωρινής εργασίας στο πλαίσιο της παροχής πληροφοριών σχετικά με τις θέσεις εργασίας εντός της επιχείρησης προς τα αντιπροσωπευτικά όργανα των εργαζομένων, τα οποία συνιστώνται σύμφωνα με τις εθνικές και κοινοτικές διατάξεις. ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 9 Ελάχιστες απαιτήσεις 1. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ευνοϊκότερες προς τους εργαζομένους ή να διευκολύνουν ή να επιτρέπουν συλλογικές συμβάσεις ή συμφωνίες μεταξύ των κοινωνικών εταίρων οι οποίες να είναι ευνοϊκότερες προς τους εργαζομένους. 2. Μόνη η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ουδέποτε μπορεί να δικαιολογήσει μείωση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στους τομείς που καλύπτει η παρούσα οδηγία. Τα μέτρα εφαρμογής της παρούσας οδηγίας δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών και / ή των κοινωνικών εταίρων να θεσπίζουν, εν όψει της εξέλιξης των συνθηκών, νομοθετικές, κανονιστικές ή συμβατικές διατάξεις διαφορετικές από εκείνες που ισχύουν κατά την έκδοση της παρούσας οδηγίας, εφόσον συμμορφώνονται προς τις ελάχιστες απαιτήσεις που θέτει η παρούσα οδηγία. Άρθρο 10 Κυρώσεις Τα κράτη μέλη καθορίζουν τη φύση των εφαρμοστέων κυρώσεων σε περιπτώσεις παράβασης των εθνικών διατάξεων που εκδίδονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή το αργότερο την ημέρα που αναφέρεται στο άρθρο 11, καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση το συντομότερο δυνατό. Μεριμνούν ιδιαιτέρως ώστε οι εργαζόμενοι και / ή οι εκπρόσωποί τους να έχουν στη διάθεσή τους κατάλληλες διαδικασίες για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που προβλέπει η παρούσα οδηγία. Άρθρο 11 Μέτρα εφαρμογής 1. Τα κράτη μέλη εκδίδουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις ...( δύο έτη μετά την έκδοση), ή εξασφαλίζουν ότι οι κοινωνικοί εταίροι θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες διατάξεις μέσω συμφωνίας, τα δε κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. 2. Οι προαναφερόμενες διατάξεις, όταν εκδίδονται από τα κράτη μέλη, περιλαμβάνουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από τέτοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομέρειες της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη. Άρθρο 12 Επανεξέταση από την Επιτροπή Το αργότερο στις...(πέντε έτη από την έκδοση της παρούσας οδηγίας), η Επιτροπή επανεξετάζει, διαβουλευόμενη με τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους σε κοινοτικό επίπεδο, την εφαρμογή της, με σκοπό να προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, εφόσον χρειάζεται, τις αναγκαίες τροποποιήσεις. Άρθρο 13 Έναρξη ισχύος Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα από της δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 14 Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Βρυξέλλες, Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος ΔΕΛΤΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΣ ΣΤΙΣ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ (ΜΜΕ) Τιτλοσ τησ Προτασησ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί των όρων εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης Αριθμοσ Αναφορασ του εγγραφου COM(2002) 149 τελικό Η Προταση 1. Λαμβανομένης υπόψη της αρχής της επικουρικότητας, γιατί είναι αναγκαία η έκδοση κοινοτικών διατάξεων σε αυτό τον τομέα και ποιοι είναι οι κυριότεροι στόχοι τους; Όπως υπογραμμίζει το αιτιολογικό υπόμνημα, η πρόταση οδηγίας βασίζεται σε σειρά προηγούμενων πρωτοβουλιών σε κοινοτικό επίπεδο και, ιδιαιτέρως, στις διαπραγματεύσεις μεταξύ κοινωνικών εταίρων. Με τις διαπραγματεύσεις αυτές οι κοινωνικοί εταίροι ανταποκρίθηκαν σε διαδικασία διαβούλευσης που κίνησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 1995, η οποία καλούσε σε ανάληψη ευρωπαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας για τους όρους εργασίας των εργαζομένων με μερική απασχόληση, με σύμβαση ορισμένου χρόνου και με προσωρινή εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Η διαβούλευση αυτή αποσκοπούσε στην ανάπτυξη μέσων και τρόπων με σκοπό να βελτιωθεί η ευελιξία στο χρόνο εργασίας αλλά με παράλληλη ενίσχυση της ασφάλειας των μισθωτών. Οι κοινωνικοί εταίροι έχουν ήδη συνάψει συμβάσεις-πλαίσια για την εργασία με μερική απασχόληση και για την εργασία ορισμένου χρόνου οι οποίες έχουν υλοποιηθεί με οδηγίες του Συμβουλίου. Παρόμοιες διαπραγματεύσεις με αντικείμενο την προσωρινή εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης απέτυχαν το Μάιο του 2001, μολονότι πρακτικά οι θέσεις των κοινωνικών εταίρων είχαν προσεγγίσει πολύ, συμπεριλαμβανομένης συμφωνίας επί της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων έναντι των προσωρινά απασχολουμένων με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Σχολιάζοντας την αποτυχία αυτών των διαπραγματεύσεων η CIETT, η διεθνής οργάνωση του τομέα, δήλωνε ότι θεωρούσε κρίσιμες αυτές τις διαπραγματεύσεις, καθώς εκτιμούσε ότι ο τομέας της προσωρινής απασχόλησης ειδικά και η ευρωπαϊκή αγορά εργασίας γενικότερα θα διέθεταν ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο προερχόμενο από διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Η παρούσα πρόταση βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στη συναίνεση που επέτυχαν οι κοινωνικοί εταίροι κατά τις διαπραγματεύσεις και προτείνει συμβιβαστική λύση ως προς τα ζητήματα τα οποία δεν μπόρεσαν να επιλυθούν με τις διαπραγματεύσεις, η οποία λαμβάνει υπόψη τις διαφορετικές τοποθετήσεις των κοινωνικών εταίρων. Ανταποκρίνεται έτσι στις προσδοκίες των κοινωνικών εταίρων του τομέα της προσωρινής απασχόλησης, ήτοι της Euro-CIETT και της Uni-Europa, όπως αυτές εκφράσθηκαν στην κοινή δήλωσή τους της 13ης Ιουλίου 2001, με την οποία χαιρετίζουν την αναγγελία εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι θα προτείνει να εκδοθούν κανόνες για την προσωρινή απασχόληση. Είναι επίσης χρήσιμο να υπενθυμισθεί ότι η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων μεταξύ των απασχολουμένων με προσωρινή εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και των συγκρίσιμων εργαζομένων στις χρήστριες επιχειρήσεις έχει ήδη συμπεριληφθεί στην κοινοτική νομοθεσία στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία με την οδηγία 91/383/ΕΚ της 25ης Ιουνίου 1991 για τη συμπλήρωση των μέτρων που αποσκοπούν στο να προαγάγουν τη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σχέση πρόσκαιρης εργασίας. Η πρόταση οδηγίας ορίζει γενικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στους όρους εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων στην Ευρώπη. Θεσπίζοντας τη γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, θα βελτιώσει τη διαφάνεια και θα αυξήσει την εμπιστοσύνη στον τομέα. Έτσι θα βελτιώσει την ασφάλεια των εργαζομένων, παρέχοντας όμως παράλληλα μεγαλύτερη ευελιξία τις επιχειρήσεις. Η πρόταση οδηγίας προσφέρει σταθερό πλαίσιο για νέα ανάπτυξη της προσωρινής απασχόλησης. Αναμένεται ότι η εγγύηση ελάχιστων δικαιωμάτων για τους προσωρινά απασχολουμένους και η θέσπιση θεμελιωδών κανόνων θα καταστήσουν ελκυστικότερο τον τομέα και θα εδραιώσουν τη φήμη του. Η πρόταση θα βελτιώσει την ασφάλεια των προσωρινά απασχολουμένων και θα έχει ως αποτέλεσμα να μην ευρίσκονται αυτοί σε μειονεκτική θέση. Η μεγαλύτερη ελκυστικότητα του τομέα της προσωρινής απασχόλησης θα προσφέρει περισσότερες επιλογές στις χρήστριες επιχειρήσεις και θα τους επιτρέψει να καλύψουν καλύτερα τις ανάγκες τους για ευελιξία, δεδομένου ότι θα έχουν πρόσβαση σε ευρύτερο φάσμα υποψηφίων. Επιπλέον, η οδηγία προβλέπει επίσης τακτικό έλεγχο των υφιστάμενων περιορισμών και απαγορεύσεων όσον αφορά τη χρήση της προσωρινής εργασίας. Έτσι θα συμβάλει στην κατάργηση αυτών των περιορισμών, δεδομένου ότι η βελτίωση των όρων εργασίας θα τους καθιστά όλο και περισσότερο περιττούς. Γενικά, η πρόταση αυτή θα θέσει, επομένως, τις βάσεις νέας επέκτασης του τομέα, συμβάλλοντας έτσι στην πλήρη αξιοποίηση του δυναμικού δημιουργίας θέσεων απασχόλησης που αυτός έχει και στη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο η πρόταση επιδιώκει την επίτευξη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ της προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων και της ενίσχυσης του θετικού ρόλου τον οποίον η προσωρινή απασχόληση μπορεί να έχει στην ευρωπαϊκή αγοράς εργασίας. Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ 2. Ποιον θα επηρεάσει η πρόταση; Η πρόταση θα επηρεάσει τον τομέα της προσωρινής εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης και των χρηστριών επιχειρήσεων. Όπως επισημαίνει το αιτιολογικό υπόμνημα, η προσωρινή απασχόληση μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης είναι διαδεδομένη σε όλα τα κράτη μέλη. Το 1999, περίπου 2,1 εκατομμύρια άτομα την ημέρα (σε ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης), κατά μέσον όρο, εργαζόντουσαν για λογαριασμό εταιρειών προσωρινής απασχόλησης, αντιπροσωπεύοντας το 1,5% του συνόλου των μισθωτών στην Ευρώπη. Ο κύκλος εργασιών του τομέα της προσωρινής απασχόλησης ανερχόταν, το 1999, σε 59 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου. Η προσωρινή απασχόληση είναι πιο διαδεδομένη στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ισπανία και το Βέλγιο. Περίπου το 80% του συνόλου των προσωρινά εργαζομένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης απασχολούνταν στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τις Κάτω Χώρες και τη Γερμανία. Από πλευράς ποσοστού επί της απασχόλησης, ο τομέας έχει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη στις Κάτω Χώρες, το Λουξεμβούργο, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η κατανομή ανά κλάδο διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα. Στη Γαλλία, το ποσοστό των προσωρινά απασχολουμένων είναι υψηλότερο στον τομέα των κατασκευών και στη βιομηχανία, με 6,7% και 5,8%. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το ποσοστό είναι συγκρίσιμο για τη βιομηχανία, τις κατασκευές και τις υπηρεσίες με 2% έως 2,5% περίπου, αλλά αισθητά υψηλότερο στο δημόσιο τομέα, με 5,3%. Αντιθέτως, στις Κάτω Χώρες, το ποσοστό διείσδυσης είναι υψηλότερο στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες (6,6% και 4,4%). Οι κυριότερες αιτίες για τη χρήση προσωρινά απασχολουμένων είναι η διαχείριση των διακυμάνσεων στη ζήτηση -είτε πρόκειται για εποχιακές διακυμάνσεις είτε για απρόβλεπτες περιόδους αιχμής- ή της έλλειψης μόνιμου προσωπικού. Αντιθέτως, τα οφέλη από πλευράς κόστους φαίνεται να έχουν σχεδόν αμελητέο ρόλο. Μόλις σε 1% των περιπτώσεων οι επιχειρήσεις προσλαμβάνουν προσωρινά απασχολουμένους μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης επειδή κοστίζουν φθηνότερα. Η αγορά της προσωρινής εργασίας εμφανίζει σχετική συγκέντρωση στις περισσότερες χώρες. Σε ορισμένες χώρες, οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες προσωρινής απασχόλησης έχουν μερίδιο αγοράς που προσεγγίζει, ή και υπερβαίνει ακόμη, το 80%. Τα χαρακτηριστικά των προσωρινά απασχολουμένων διαφέρουν σημαντικά. Σχεδόν τα τρία τέταρτα του συνόλου των προσωρινά απασχολουμένων είναι κάτω των 35 ετών, η πλειονότητά τους (60%) έχει ολοκληρώσει δευτεροβάθμιες σπουδές και περίπου τα δύο τρίτα εκτελούν χειρωνακτικές εργασίες. Ωστόσο, η προσωρινή απασχόληση είναι διαδεδομένη σε όλες τις ομάδες ηλικιών, κατανέμεται εξίσου μεταξύ των εργαζομένων με πρωτοβάθμιο και με ανώτατο επίπεδο εκπαίδευσης, ενώ σημαντικό μέρος των προσωρινά απασχολουμένων εκτελεί εργασίες γραφείου. Τα κίνητρα για την αναζήτηση εργασίας με τη μορφή προσωρινής απασχόλησης μέσω εταιρείας διαφέρουν επίσης σημαντικά, καθώς περίπου το ένα τρίτο του συνόλου των προσωρινά απασχολουμένων εκφράζει εμφανή προτίμηση γι'αυτόν τον τύπο εργασίας. Επίσης δεν υπάρχει ομοιομορφία όσον αφορά το φύλο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, περισσότερο από τα τρία τέταρτα των προσωρινά απασχολουμένων είναι άνδρες. Ωστόσο, σε ορισμένες άλλες χώρες, διαπιστώνεται λίγο-πολύ ίση κατανομή ως προς το φύλο ή και πλειονότητα γυναικών. Οι διαφορές αυτές απηχούν σε μεγάλο βαθμό εκείνες που εμφανίζονται στην κατανομή ανά κλάδους. Σε χώρες όπου η προσωρινή απασχόληση συγκεντρώνεται στον τομέα της μεταποίησης ή των κατασκευών, ενδέχεται να εργάζονται κατ' αυτόν τον τρόπο περισσότεροι άνδρες απ' ό,τι γυναίκες. Στις χώρες όπου η προσωρινή απασχόληση έχει μεγαλύτερη διάδοση στις υπηρεσίες ή τις μη χειρωνακτικές εργασίες, οι γυναίκες τείνουν να είναι περισσότερες. Οι τοποθετήσεις των προσωρινά απασχολουμένων στις χρήστριες επιχειρήσεις έχουν συνήθως πολύ μικρή διάρκεια. Στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, οι τοποθετήσεις διαρκούν λιγότερο από 6 μήνες. Στις περισσότερες χώρες, αυτό συμβαίνει με περισσότερο από το 90% των τοποθετήσεων. Στη Γαλλία και την Ισπανία, οι τοποθετήσεις πολύ μικρής διάρκειας, για λιγότερο από ένα μήνα, αποτελούν τον κανόνα. Αντιθέτως, στη Σουηδία και τη Γερμανία, οι τοποθετήσεις διαρκούν περισσότερο από ένα μήνα, αλλά σπανίως υπερβαίνουν το εξάμηνο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της CBI, οι περισσότερες τοποθετήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο διαρκούν λιγότερο από 3 μήνες. 3. Τι πρέπει να πράξουν οι επιχειρήσεις για να συμμορφωθούν με την πρόταση; Η πρόταση οδηγίας θεσπίζει γενική αρχή απαγόρευσης των διακρίσεων μεταξύ των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και των συγκρίσιμων εργαζομένων στη χρήστρια επιχείρηση ως προς τους ουσιώδεις όρους εργασίας, λαμβάνοντας υπόψη την αρχαιότητα, τα προσόντα και τις δεξιότητες. Από αυτήν την αρχή επιτρέπονται παρεκκλίσεις για τους προσωρινά απασχολουμένους που έχουν σύμβαση αορίστου χρόνου καθώς και εκείνους με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Ειδικοί κανόνες αφορούν την πληροφόρηση των προσωρινά απασχολουμένων ως προς τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας στη χρήστρια επιχείρηση, την απαγόρευση πρακτικών που εμποδίζουν τους προσωρινά απασχολουμένους να καταλάβουν μόνιμη θέση εργασίας και την πρόσβαση των προσωρινά απασχολουμένων στις κοινωνικές υπηρεσίες και την κατάρτιση. Οι προσωρινά απασχολούμενοι πρέπει να προσμετρώνται κατά τον υπολογισμό των ορίων που αφορούν τη συλλογική εκπροσώπηση στις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης και οι χρήστριες επιχειρήσεις πρέπει να πληροφορούν τα υφιστάμενα όργανα εκπροσώπησης για την εκ μέρους τους χρήση προσωρινά απασχολούμενου προσωπικού. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους οι διατάξεις αυτές κωδικοποιούν τις πρακτικές και τους κοινούς κανόνες που ήδη περιλαμβάνονται στις εθνικές νομοθεσίες, στις συλλογικές συμβάσεις ή τους κώδικες συμπεριφοράς. Επιπλέον, η οδηγία προσφέρει σημαντικό βαθμό ευελιξίας στην περίπτωση των προσωρινά απασχολουμένων με συμβάσεις αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Συνολικά, αναμένεται, επομένως, ότι οι προτεινόμενοι κανόνες θα επιφέρουν, στο άμεσο μέλλον, μικρές μόνον αλλαγές για τις επιχειρήσεις. Ωστόσο, θα δημιουργήσουν τις βάσεις για τη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας στον τομέα και για ενθάρρυνση της μελλοντικής του ανάπτυξης. 4. Ποιες οικονομικές συνέπειες ενδέχεται να έχει η πρόταση; Για τα περισσότερα από τα μέτρα που προτείνει η οδηγία, το κόστος και το όφελος δεν είναι μετρήσιμα. Τα στατιστικά στοιχεία που απαιτούνται για την αποτίμηση δεν είναι διαθέσιμα. Οι πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση του τομέα είναι αρκετά περιορισμένες και, προπαντός, σχεδόν ελλείπουν τα συγκριτικά στοιχεία. Βάσει των λίγων διαθέσιμων πληροφοριών επιχειρήθηκε ποιοτική ανάλυση του ενδεχόμενου αντικτύπου της οδηγίας. Η ανάλυση αυτή βασίζεται κυρίως στις πληροφορίες που έδωσε ο ίδιος ο τομέας, σε μια μελέτη της CIETT, της επαγγελματικής οργάνωσης του τομέα και σε μια πρόσφατη μελέτη του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (αδημοσίευτη ακόμη), η οποία περιλαμβάνει εθνικές εκθέσεις για όλα τα κράτη μέλη. Κατά την αξιολόγηση του αντικτύπου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σημαντικό περιθώριο ευελιξίας που προσφέρει η πρόταση. Από την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων επιτρέπονται π.χ. παρεκκλίσεις: - για αντικειμενικούς λόγους, - βάσει συλλογικών συμβάσεων, - στην περίπτωση των προσωρινά απασχολουμένων που έχουν σύμβαση αορίστου χρόνου, - όταν δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος, ούτε συλλογική σύμβαση η οποία να εφαρμόζεται στη χρήστρια επιχείρηση. Οι εν λόγω παρεκκλίσεις και εξαιρέσεις είναι ιδιαιτέρως σημαντικές, με δεδομένη την πραγματική ανομοιογένεια του τομέα η οποία τονίσθηκε προηγουμένως. Ωστόσο, λόγω αυτής της ευελιξίας, αλλά και της ποικιλομορφίας, είναι αδύνατον να εξαχθούν απλοϊκά συμπεράσματα για το κόστος και το όφελος από την οδηγία. * Γενικά σχόλια Πριν αναλυθούν λεπτομερέστερα οι συνέπειες της πρότασης οδηγίας για την απασχόληση, τις επενδύσεις και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, αξίζει ίσως τον κόπο να φωτισθεί η γενική προσέγγιση που υιοθετήθηκε σε αυτήν τη μελέτη αντικτύπου, καθώς και ορισμένα από τα γενικά συμπεράσματά της. Η μελέτη αντικτύπου περιέλαβε πλήρη ανάλυση του υφιστάμενου κανονιστικού πλαισίου για την προσωρινή απασχόληση μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης σε όλα τα κράτη μέλη, καθώς και αξιολόγηση της έκτασης και της έντασης των αλλαγών που απαιτούνται από την πρόταση οδηγίας. Δεύτερον άξονα της μελέτης αντικτύπου απετέλεσε ο εντοπισμός των κυριότερων παραγόντων που καθορίζουν την ανάπτυξη του τομέα της προσωρινής απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των βασικών προκλήσεων για τη μελλοντική του ανάπτυξη. Το μέρος αυτό βασίσθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στην ανάλυση που διεξήγαγε η επαγγελματική οργάνωση του τομέα, η CIETT, καθώς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας. Αυτή ήταν η βάση για ποιοτική ανάλυση των συνεπειών από τις αλλαγές που απαιτούν οι ρυθμίσεις στους προαναφερθέντες παράγοντες -δηλαδή, το μισθολογικό και το μη μισθολογικό κόστος, τη συνολική εικόνα και την κοινωνική αποδοχή του τομέα, την ικανότητά του να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των χρηστριών επιχειρήσεων όσον αφορά την ευελιξία, την ικανότητά του να παρέχει διαφοροποιημένες και εξατομικευμένες υπηρεσίες προς τις χρήστριες επιχειρήσεις καθώς και τους ισχύοντες περιορισμούς στη χρήση προσωρινής εργασίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονισθεί ότι, συνολικά, οι αλλαγές που πράγματι απαιτεί η οδηγία θα είναι πολύ περιορισμένες, επειδή, κατά μεγάλο μέρος, κωδικοποιεί κανόνες που αντιπροσωπεύουν ήδη κοινές πρακτικές και περιλαμβάνονται στις εθνικές νομοθεσίες, τις συλλογικές συμβάσεις και τους κώδικες συμπεριφοράς. Επιπλέον, ακόμη και στις περιπτώσεις που ενδέχεται να απαιτηθούν ορισμένες αλλαγές, οι πραγματικές συνέπειές τους θα μετριασθούν από τη σημαντική ευελιξία που προσφέρει η οδηγία. Συνεπώς, δεδομένου ότι η πρόταση οδηγίας θα επιφέρει μικρές μόνον αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο, είναι προφανές ότι το κόστος, το οποίο ενδέχεται να προέλθει από αυτήν, θα παραμείνει οπωσδήποτε πολύ χαμηλό. Ένα δεύτερο προκαταρκτικό συμπέρασμα είναι εξίσου σημαντικό. Όπως τονίζει η μελέτη της CIETT, το κυριότερο κίνητρο των χρηστριών επιχειρήσεων κατά την απασχόληση προσωρινού προσωπικού είναι η ανάγκη τους για ευελιξία. Στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, η προσωρινή απασχόληση χρησιμοποιείται για να αντιμετωπισθεί η έλλειψη μόνιμου προσωπικού ή μια προσωρινή αύξηση του φόρτου εργασίας. Αντιστρόφως, τα πλεονεκτήματα από πλευράς κόστους έχουν σχεδόν αμελητέο ρόλο. Στην εισήγησή της προς τη σύνοδο κορυφής της Βαρκελώνης, η Euro-CIETT υπενθύμισε αυτό το σημείο, τονίζοντας ότι «η απόφαση των επιχειρήσεων να χρησιμοποιήσουν προσωρινό προσωπικό σχεδόν ποτέ δεν έχει ως βάση το κόστος: μόνον το 1% των εργαζομένων είχε προσληφθεί επειδή στοιχίζει φθηνότερα από την πρόσληψη μόνιμου προσωπικού». Έτσι, όταν αναλύονται συνεκτικά οι οικονομικές συνέπειες αυτής της πρότασης πρέπει να δοθεί έμφαση στον τρόπο με τον οποίον αυτή θα επηρεάσει τις δυνατότητες των χρηστριών επιχειρήσεων να προσφεύγουν σε προσωρινή εργασία για τη διαχείριση απρόβλεπτων καταστάσεων. Από αυτήν την πλευρά, παράγοντες όπως η δυνατότητα διάθεσης προσωπικού που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των χρηστριών επιχειρήσεων θα είναι πολύ σημαντικότεροι από οποιοδήποτε όφελος στο κόστος. Συνέπειες για την απασχόληση Για να γίνει πλήρης και συστηματική αξιολόγηση του αντικτύπου της πρότασης στην απασχόληση, πρέπει να ληφθεί υπόψη σειρά διαφόρων παραγόντων. Από αυτήν την πλευρά, οι συνέπειες της οδηγίας στο μισθολογικό κόστος αντιπροσωπεύουν μόνον ένα στοιχείο. Ακόμη και εάν περιορισθεί στα απολύτως αναγκαία, οποιαδήποτε αξιολόγηση πρέπει να συνεκτιμήσει τα ενδεχόμενα αποτελέσματα στην παραγωγικότητα των προσωρινά απασχολουμένων. Επιπλέον, ορισμένα στοιχεία της πρότασης οδηγίας θα έχουν αντίκτυπο στη ζήτηση προσωρινής εργασίας, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ τη στενή προσέγγιση που επικεντρώνεται στους μισθούς και είναι πλήρως ανεξάρτητη από αυτήν. Ειδικότερα, αυτό συμβαίνει με ζητήματα όπως η εικόνα και η κοινωνική αποδοχή της προσωρινής εργασίας, η ελκυστικότητα του τομέα σε ενδεχόμενους μισθωτούς και η πρόωρη κατάργηση των σημερινών περιορισμών. Στην πραγματικότητα, με δεδομένο το κύριο μέλημα των χρηστριών επιχειρήσεων -την ευελιξία-, οι πτυχές αυτές προορίζονται να είναι κατά πολύ σημαντικότερες από οποιαδήποτε συνέπεια στους μισθούς. Οι μη μισθολογικές πτυχές Η μελέτη της CIETT εκτιμά ότι, με τη θέσπιση κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου, 6,5 εκατομμύρια άτομα την ημέρα, κατά μέσον όρο, θα μπορούσαν να απασχολούνται στον τομέα της προσωρινής εργασίας το 2010. Αυτό σημαίνει καθαρή αύξηση που υπερβαίνει τα 4 εκατομμύρια άτομα. Σύμφωνα με τη CIETT, δύο στοιχεία έχουν ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με το κανονιστικό πλαίσιο. Το ένα αφορά την κατάργηση των υφιστάμενων περιορισμών και απαγορεύσεων. Το άλλο σχετίζεται με νέα εξέλιξη στη ρύθμιση της εργασίας. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η οδηγία προβλέπει περιοδική επανεξέταση των υφιστάμενων περιορισμών και απαγορεύσεων όσον αφορά την προσωρινή εργασία. Επίσης, βελτιώνοντας τη ρύθμιση των όρων εργασίας στον τομέα, η οδηγία θα καταργήσει ένα σημαντικό εμπόδιο σε νέα απορρύθμιση του ίδιου του τομέα. Έτσι, θα συμβάλει σημαντικά στην εγκαθίδρυση ευνοϊκού κανονιστικού πλαισίου για νέα ανάπτυξη του τομέα της προσωρινής απασχόλησης. Προφανώς, αυτή δεν περιορίζεται στην άρση των ισχυόντων περιορισμών. Η σπουδαιότητα των μέτρων που έχουν σκοπό να βελτιώσουν την κοινωνική αποδοχή της προσωρινής εργασίας -μεταξύ άλλων, χάρη στη ρύθμιση των όρων εργασίας- για την ανάπτυξη του τομέα υπογραμμίζεται ως εξής στη μελέτη της CIETT : « Είναι σημαντικό όλες οι νέες διατάξεις και όροι σχετικά με την προσωρινή απασχόληση μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης -ιδιαιτέρως στον τομέα των μισθών και της ασφάλειας της θέσης απασχόλησης- να εφαρμόζονται με κατάλληλη ρύθμιση της εργασίας. Όλα αυτά τα μέτρα θα βελτιώσουν την εικόνα του τομέα και θα αυξήσουν την κοινωνική αποδοχή της προσωρινής εργασίας. Αυτό έχει ζωτική σημασία για να συνεχίσει να αναπτύσσεται ο τομέας [των ιδιωτικών γραφείων εξεύρεσης εργασίας]. Οι Κάτω Χώρες προσφέρουν ένα παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίον η σταδιακή μεταβολή της κοινωνικής αποδοχής της προσωρινής απασχόλησης επέτρεψε την ανάπτυξη του ολλανδικού τομέα των ιδιωτικών γραφείων εξεύρεσης απασχόλησης και δημιούργησε βάση για τη μελλοντική τους ανάπτυξη. » Όσον αφορά τις νομοθετικές πρωτοβουλίες, σε ορισμένες χώρες, που έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν ότι οι προσωρινά απασχολούμενοι δεν υφίστανται μισθολογικές διακρίσεις έναντι των λοιπών εργαζομένων, η μελέτη της CIETT καταλήγει ότι τούτο «μπορεί να αποδειχθεί αναγκαίο για την αύξηση της κοινωνικής αποδοχής της προσωρινής απασχόλησης», τουλάχιστον στις περιπτώσεις που οι εταιρείες προσωρινής απασχόλησης και οι προσωρινά απασχολούμενοι ή οι εκπρόσωποί τους δεν μπορούν να «αντιμετωπίσουν μόνοι τους το πρόβλημα των μισθών». Αυτήν ακριβώς την προσέγγιση υιοθετεί η πρόταση οδηγίας, αποδίδοντας σαφή προτεραιότητα στις συλλογικές συμβάσεις και επιβάλλοντας την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων όσον αφορά τους μισθούς μόνον εάν δεν μπορεί να προκύψει λύση σε αυτό το επίπεδο. Έτσι, η πρόταση οδηγίας θα αποτελέσει σημαντικό στοιχείο στη δημιουργία προσαρμοσμένου ρυθμιστικού πλαισίου για τη συνέχιση της ανάπτυξης του τομέα της προσωρινής απασχόλησης. Η θέσπιση της γενικής αρχής της απαγόρευσης διακρίσεων θα συμβάλει στη βελτίωση της κοινωνικής αποδοχής της προσωρινής απασχόλησης, θα την καταστήσει ελκυστικότερη και θα διευκολύνει την κατάργηση των εμποδίων σε νέα ανάπτυξη. Η δυνατότητα διάθεσης εργαζομένων, ιδίως εργαζομένων με υψηλότερα προσόντα και με μεγαλύτερη ποικιλία δεξιοτήτων, θα ενθαρρύνει περαιτέρω τις χρήστριες επιχειρήσεις να απασχολούν προσωρινό προσωπικό. Έτσι θα παρασχεθεί η δυνατότητα στις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης να προσλαμβάνουν τους εργαζομένους τους από ευρύτερο φάσμα υποψηφίων και να αναπτυχθούν σε νέους τομείς. Επομένως, βάσει αυτής της ανάλυσης μπορεί να αναμένεται ότι η παρούσα πρόταση θα συμβάλει στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στην Ευρώπη, στη βελτίωση της λειτουργίας των αγορών εργασίας και, έτσι, στην επίτευξη των στόχων της συνόδου κορυφής της Λισσαβώνας. Το μισθολογικό κόστος Είναι δυσχερέστερο να εκτιμηθούν οι συνέπειες της οδηγίας για το μισθολογικό κόστος καθώς δεν υπάρχουν αριθμητικά στοιχεία για την πραγματική μισθολογική απόκλιση μεταξύ των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και των συγκρίσιμων εργαζομένων στις χρήστριες επιχειρήσεις. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου στοιχεία για το ύψος ή τη διάρθρωση των μισθών των προσωρινά απασχολουμένων. Κάποιοι αριθμοί που είναι διαθέσιμοι σε αυτόν τον τομέα αναφέρονται απλώς σε ομαδοποιημένα στοιχεία και συγκρίνουν τους μέσους μισθούς των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης με το μέσο εισόδημα των «άλλων» εργαζομένων, είτε στον κλάδο είτε στο σύνολο της οικονομίας. Συνεπώς, διευρύνουν υπερβολικά τη μισθολογική απόκλιση μεταξύ των προσωρινά απασχολουμένων και των συγκρίσιμων εργαζομένων στις χρήστριες επιχειρήσεις και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ένδειξη οποιασδήποτε αύξησης μισθών που ενδέχεται να προέλθει από αυτήν την οδηγία. Για λόγους πληρότητας, οι αριθμοί αυτοί αναφέρονται εδώ. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόκειται για απλές εκτιμήσεις που δεν βασίζονται σε σαφή μεθοδολογία και σε συστηματική συλλογή δεδομένων. Στην εθνική μελέτη του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για την Αυστρία, οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η διαφορά μεταξύ του μισθού που προβλέπεται στη συλλογική σύμβαση η οποία εφαρμόζεται στη χρήστρια επιχείρηση και του πραγματικού μισθού των προσωρινά απασχολουμένων μπορεί να ανέλθει στο 30%. Αντιθέτως, άλλη μελέτη (αναφέρεται εδώ), η οποία συγκρίνει τις μέσες ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές ενός προσωρινά απασχολουμένου με τις μέσες αποδοχές για το ίδιο είδος εργασίας, εκτιμά ότι η μισθολογική διαφορά φαίνεται να είναι μόνον 5% περίπου. Τα στοιχεία της επίσημης κοινοβουλευτικής έκθεσης για την κατάσταση της προσωρινής απασχόλησης μέσω εταιρείας στη Γερμανία δείχνουν ότι οι προσωρινά απασχολούμενοι κερδίζουν μάλλον 22 έως 40% λιγότερο από το μέσο μισθό που λαμβάνουν οι «λοιποί εργαζόμενοι». Ωστόσο, στη Γερμανία, οι προσωρινά απασχολούμενοι έχουν συχνότερα συμβάσεις αορίστου χρόνου και, έτσι, αμείβονται μεταξύ δύο τοποθετήσεων, κάτι που δεν επιτρέπει ευθεία σύγκριση του εισοδήματός τους με εκείνο άλλων εργαζομένων. Επαγγελματικές εκτιμήσεις για την Ισπανία (Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των εργασιακών σχέσεων, 28 Ιουλίου 1999) έδειχναν ότι πριν από την έναρξη ισχύος, το 1999, ενός νέου νόμου (ο οποίος προβλέπει ότι οι μισθοί των προσωρινά απασχολουμένων πρέπει να είναι ίσοι με εκείνους που προβλέπει η συλλογική σύμβαση η οποία εφαρμόζεται στη χρήστρια επιχείρηση), οι καταβαλλόμενοι μισθοί εκ μέρους των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης ήταν κατά 10 έως 15% χαμηλότεροι απ' ό,τι στις χρήστριες επιχειρήσεις. Για το Ηνωμένο Βασίλειο, τα στοιχεία που περιλαμβάνει η εθνική έκθεση της μελέτης του Ιδρύματος του Δουβλίνου δείχνουν ότι το μέσο εβδομαδιαίο εισόδημα των προσωρινά εργαζομένων με πλήρη απασχόληση αντιστοιχεί στο 68% του μέσου εβδομαδιαίου εισοδήματος του συνόλου των μισθωτών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για εργαζομένους με πλήρη απασχόληση που έχουν σύμβαση ορισμένου χρόνου είναι 89%. Ακόμη μια φορά, πρέπει να τονισθεί ότι οι αριθμοί αυτοί αναφέρονται εδώ ενδεικτικά και μόνον για λόγους πληρότητας. Όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν απλώς εκτιμήσεις και είναι ομαδοποιημένα. Έτσι, δεν παρέχουν ένδειξη για ενδεχόμενη αύξηση μισθών ως αποτέλεσμα της πρότασης οδηγίας. Βεβαίως, είναι προφανώς δυνατόν, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, η αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων μεταξύ προσωρινά απασχολουμένων και συγκρίσιμων εργαζομένων να καταλήξει σε αύξηση του μισθολογικού κόστους για τις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης και / ή τις χρήστριες επιχειρήσεις. Ωστόσο, τυχόν αύξηση θα συγκρατηθεί από ορισμένους παράγοντες. Κατά πρώτον, πρέπει και πάλι να τονισθεί ότι, στην πλειονότητα των κρατών μελών, η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων ως προς τις αποδοχές εφαρμόζεται ήδη στην πράξη, κάτι που σημαίνει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η οδηγία δεν θα επιφέρει απολύτως καμία αύξηση. Δεύτερον, ακόμη και όπου αυτό δεν συμβαίνει, η οδηγία επιτρέπει ορισμένες σημαντικές παρεκκλίσεις τόσο για τους προσωρινά απασχολουμένους με σύμβαση ορισμένου χρόνου όσο και για εκείνους με σύμβαση αορίστου χρόνου. Ιδιαιτέρως, η αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων ως προς τις αποδοχές θα εφαρμόζεται μόνον εάν δεν υπάρχει συλλογική σύμβαση στον τομέα. Αυτό επίσης θα μετριάσει τον αντίκτυπο της οδηγίας όσον αφορά την αύξηση μισθών. Τρίτον, αποδεικνύεται εμπειρικά ότι υπάρχουν περιπτώσεις που οι προσωρινά απασχολούμενοι κερδίζουν στην πραγματικότητα περισσότερα από τους συγκρίσιμους εργαζομένους, επειδή π.χ. διαθέτουν δεξιότητες με μεγάλη ζήτηση, κάτι που σημαίνει επίσης ότι σε αυτές τις περιπτώσεις δεν πρέπει να αναμένεται καμία αύξηση μισθών. Επομένως, ενόψει των προαναφερθέντων, είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς ότι η πρόταση οδηγίας θα έχει ως αποτέλεσμα μεγάλης κλίμακας αύξηση του μισθολογικού κόστους. Ενδεχόμενη τέτοια αύξηση αναμένεται, οπωσδήποτε, να περιορισθεί σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις. Ακόμη και στις περιπτώσεις που η οδηγία θα έχει ως αποτέλεσμα κάποιες αυξήσεις του κόστους εργασίας, αυτές θα μετριασθούν από τα ενδεχόμενα κέρδη στην παραγωγικότητα. Ορισμένες διατάξεις της οδηγίας μπορούν να έχουν θετικό αποτέλεσμα για την παραγωγικότητα των προσωρινά απασχολουμένων. Η προσωρινή απασχόληση μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης θα καταστεί π.χ. ελκυστικότερη για εργαζομένους με περισσότερα προσόντα και θα είναι δυνατόν να επιτευχθεί καλύτερη αντιστοίχιση των προσόντων των προσωρινά απασχολουμένων με τις ιδιαίτερες ανάγκες των χρηστριών επιχειρήσεων. Η οδηγία βελτιώνει επίσης την πρόσβαση των προσωρινά απασχολουμένων στους μηχανισμούς κατάρτισης. Η απαγόρευση των διακρίσεων και άλλα μέτρα για βελτίωση της ένταξης των προσωρινά απασχολουμένων στις χρήστριες επιχειρήσεις καθώς και η πληροφόρηση των εκπροσώπων των εργαζομένων για τη χρήση προσωρινού προσωπικού ή η πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες, θα έχουν θετική επίδραση στα κίνητρά τους και θα συμβάλουν στην αποτροπή ενδεχόμενων συγκρούσεων με το μόνιμο προσωπικό. Όλα αυτά τα μέτρα θα έχουν θετικό αντίκτυπο στην παραγωγικότητα και, έτσι, θα μετριάσουν τις συνέπειες από οποιαδήποτε αύξηση μισθών. Τέλος, ο πραγματικός αντίκτυπος μιας μισθολογικής αύξησης για το επίπεδο απασχόλησης θα εξαρτηθεί επίσης από το κατά πόσον η ζήτηση προσωρινού προσωπικού επηρεάζεται από το ύψος των μισθών. Ενώ, και πάλι, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία γι'αυτό το ζήτημα, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη μελέτη της CIETT, το βασικό κίνητρο των χρηστριών επιχειρήσεων, όταν χρησιμοποιούν προσωρινό προσωπικό, είναι η αναπλήρωση απόντων εργαζομένων και οι προσωρινές αυξήσεις του φόρτου εργασίας, ενώ τα πλεονεκτήματα από πλευράς κόστους αφορούν μόλις το 1% του συνόλου των περιπτώσεων. Έτσι, ακόμη και εάν η οδηγία επέφερε αύξηση μισθών σε ορισμένες περιπτώσεις, φαίνεται απίθανο να επέλθει από αυτήν σημαντική μείωση της δραστηριότητας του τομέα της προσωρινής εργασίας ή να υπάρξουν μείζονες αρνητικές επιπτώσεις για την απασχόληση. Συνοψίζοντας, η οδηγία έχει ορισμένες συνέπειες -στους μισθολογικούς και τους μη μισθολογικούς παράγοντες - που θα επηρεάσουν τις δυνατότητες δημιουργίας θέσεων εργασίας στον τομέα της προσωρινής απασχόλησης. Ορισμένοι λόγοι εξηγούν γιατί οποιοδήποτε αποτέλεσμα στο μισθολογικό κόστος θα είναι αρκετά περιορισμένο στην ένταση και την έκτασή του και θα μετριάζεται από κάποιους παράγοντες. Ταυτοχρόνως, με τη θέσπιση κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου για νέα ανάπτυξη του τομέα της προσωρινής εργασίας, η οδηγία θα συμβάλει στην πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων δημιουργίας θέσεων εργασίας που έχει ο τομέας. Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι οι ίδιοι κανόνες με αυτούς που προτείνει η οδηγία -περιλαμβανομένης, ειδικότερα, της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων ως προς τους ουσιώδεις όρους εργασίας- ισχύουν ήδη σε ορισμένες χώρες και ότι οι χώρες αυτές είναι μεταξύ εκείνων στις οποίες ο τομέας της προσωρινής απασχόλησης γνωρίζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη. * Τα αποτελέσματα για τις επενδύσεις και τη δημιουργία επιχειρήσεων Η πρόταση οδηγίας δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα στις επενδύσεις και τη δημιουργία επιχειρήσεων. Ωστόσο, όπως καταδεικνύεται στο προηγούμενο τμήμα, θέτει τις βάσεις για νέα ανάπτυξη του τομέα της προσωρινής απασχόλησης σε ολόκληρη την Ευρώπη και, κατ'αυτόν τον τρόπο, μπορεί να προκαλέσει επενδύσεις. Η προσωρινή εργασία είναι σημαντική για τις νέες επιχειρήσεις οι οποίες εμφανίζουν σημαντική ζήτηση προσωπικού υψηλών προσόντων αλλά δεν είναι πάντοτε σε θέση να προσλάβουν με σύμβαση αορίστου χρόνου. Στο μέτρο που οι προτεινόμενες διατάξεις καθιστούν την προσωρινή εργασία ελκυστικότερη, οι νέες επιχειρήσεις αναμένεται να εξευρίσκουν ευχερέστερα εργαζομένους που να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες τους. * Αποτελέσματα για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων Όσον αφορά την αξιολόγηση των συνεπειών της πρότασης οδηγίας στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, γίνεται παραπομπή στα πολυάριθμα επιχειρήματα που ήδη προβλήθηκαν σχετικά με τις συνέπειες για την απασχόληση. Έτσι, η ανάλυση που ακολουθεί θα ασχοληθεί, χωριστά, με τις βασικές συνέπειες για τις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης και για τις χρήστριες επιχειρήσεις. Οι εταιρείες προσωρινής απασχόλησης Όσον αφορά τις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης, το κύριο κόστος από την πρόταση οδηγίας απορρέει από πιθανές αυξήσεις μισθών λόγω της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων μεταξύ των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και των συγκρίσιμων εργαζομένων στις χρήστριες επιχειρήσεις. Ωστόσο, στην πράξη το ενδεχόμενο αυτό θα μετριασθεί από ορισμένους παράγοντες. Πρώτον -και είναι το πιο σημαντικό- η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων ως προς τις αποδοχές εφαρμόζεται μόνον εάν δεν υπάρχει συλλογική σύμβαση. Δεύτερον, θα επηρεασθούν μερικά μόνον εταιρείες, σε ορισμένες χώρες, επειδή είτε η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων εφαρμόζεται ήδη στις άλλες, είτε διότι στην πραγματικότητα οι προσωρινά απασχολούμενοι λαμβάνουν τις ίδιες, ή ακόμη και υψηλότερες, αποδοχές. Τρίτον, παρέχεται η δυνατότητα σημαντικών εξαιρέσεων στην περίπτωση των προσωρινά απασχολουμένων που έχουν σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Τέταρτον, ορισμένες μισθολογικές αποκλίσεις μπορούν να συνεχίσουν να υπάρχουν επειδή π.χ. οφείλονται σε διαφορές προσόντων, εμπειρίας ή επαγγελματικής πορείας. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εταιρείες προσωρινής απασχόλησης θα είναι σε θέση να μετακυλίσουν τις αυξήσεις μισθών στις χρήστριες επιχειρήσεις, επειδή οι τελευταίες ενδιαφέρονται κυρίως για την ευελιξία. Γενικά, το πρόσθετο κόστος από την οδηγία για τις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης στην Ευρώπη πρέπει να παραμείνει αρκετά χαμηλό. Η ανάγκη να προσδιορισθεί το προσήκον ύψος αποδοχών για τους συγκρίσιμους εργαζομένους στις χρήστριες επιχειρήσεις ενδέχεται να προκαλέσει στις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης σχετική αύξηση του φόρτου διοικητικής εργασίας. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, οι πληροφορίες αυτές θα είναι αμέσως διαθέσιμες είτε χάρη στις συλλογικές συμβάσεις που εφαρμόζονται, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημείο αναφοράς, είτε χάρη στην ίδια τη χρήστρια επιχείρηση η οποία ενδέχεται να έχει ανάγκη να συγκεντρώσει οπωσδήποτε αυτές τις πληροφορίες για να καθορίσει τις επιμέρους τοποθετήσεις. Η απαγόρευση των πρακτικών που εμποδίζουν τους προσωρινά απασχολουμένους να καταλάβουν μόνιμη θέση εργασίας ενδέχεται να συνεπάγεται κόστος για τις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης λόγω απώλειας εσόδων ή ταχύτερης εναλλαγής του προσωπικού τους. Ωστόσο, οι πρακτικές αυτές δεν είναι πολύ διαδεδομένες στην Ευρώπη και το ενδεχόμενο κόστος που επιφέρουν αναμένεται να είναι σχετικά χαμηλό. Η βρεταννική κυβέρνηση π.χ. εκπόνησε ρύθμιση με την οποία καταργούνται οι προμήθειες που εισπράττονται για τη μετάβαση από το καθεστώς του προσωρινά απασχολουμένου σε εκείνο του μόνιμα εργαζομένου και μια μελέτη του Department of Trade and Industry εκτίμησε ότι το κόστος, το οποίο ενδέχεται να επιβαρύνει τις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης, ανέρχεται σε 0,04% έως 0,08% του συνολικού κύκλου εργασιών του εν λόγω τομέα. Συγχρόνως, η οδηγία προσφέρει ορισμένα πλεονεκτήματα στις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης, τα οποία μπορούν να τις βοηθήσουν, αμέσως ή τουλάχιστον εμμέσως, στο χειρισμό πολλών προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα ο τομέας. Όπως καταδείχθηκε προηγουμένως, καθώς και στη μελέτη της CIETT, τουλάχιστον σε ορισμένες χώρες η περαιτέρω ανάπτυξη της προσωρινής εργασίας παρεμποδίζεται από την αρνητική εικόνα που έχει ακόμη ο τομέας. Σε άλλες χώρες, η κυριότερη πρόκληση για τον τομέα είναι να επεκταθεί σε νέα πεδία και να προσφέρει στους πελάτες του εξατομικευμένες υπηρεσίες, με μεγαλύτερη ποικιλία και υψηλότερη εξειδίκευση. Αντιστρόφως, αυτό προϋποθέτει ότι είναι διαθέσιμοι εργαζόμενοι με υψηλά προσόντα, με κίνητρα και ευελιξία, οι οποίοι να διαθέτουν ποικιλία δεξιοτήτων. Και στις δύο περιπτώσεις η πρόταση οδηγίας μπορεί να έχει σημαντικά οφέλη για τον τομέα της προσωρινής εργασίας. Θεσπίζοντας γενικό πλαίσιο απαγόρευσης των διακρίσεων μεταξύ των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και των άλλων εργαζομένων στις χρήστριες επιχειρήσεις, θα επιτύχουμε σημαντική πρόοδο στην κατεύθυνση της βελτίωσης της κοινωνικής αποδοχής της προσωρινής εργασίας. Ταυτοχρόνως, η προσωρινή εργασία θα καταστεί ελκυστικότερη για περισσότερες ομάδες εργαζομένων και οι εταιρείες προσωρινής απασχόλησης θα έχουν τη δυνατότητα να προσλαμβάνουν το προσωπικό τους από ευρύτερο φάσμα υποψηφίων. Επιπλέον, και ίσως προπαντός, με τον καθορισμό ορισμένων ελάχιστων προδιαγραφών για τους όρους εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων, η βάση πολυάριθμων σημερινών επιφυλάξεων έναντι της προσωρινής εργασίας θα έχει πρακτικά εξαλειφθεί. Τούτο σημαίνει ότι, σε πολλές περιπτώσεις, θα καταστεί ευχερέστερη η άρση των περιορισμών οι οποίοι, ακόμη συχνά, παρεμποδίζουν τις δραστηριότητες των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης. Η περιοδική επανεξέτασή τους, όπως το προβλέπει η οδηγία, θα συμβάλει ακόμη περισσότερο στην εξάλειψή τους. Οι χρήστριες επιχειρήσεις Για τις χρήστριες επιχειρήσεις το κυριότερο κίνητρο κατά την πρόσληψη προσωρινού προσωπικού είναι η ανάγκη τους για μεγαλύτερη ευελιξία στη διαχείριση των διακυμάνσεων της ζήτησης ή της έλλειψης μόνιμου προσωπικού. Επομένως, εκτιμάται ότι ενδιαφέρονται εντόνως να μπορούν να προσλαμβάνουν, χάρη στις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης, προσαρμόσιμους εργαζομένους, με κίνητρα και με προσόντα, οι οποίοι να μπορούν γρήγορα και εύκολα να ενταχθούν στη δομή τους. Επομένως, η πρόταση οδηγίας συνεπάγεται ορισμένα πλεονεκτήματα για τις χρήστριες επιχειρήσεις. Στο μέτρο που βελτιώνει την ελκυστικότητα της προσωρινής απασχόλησης, καθίσταται πολύ ευχερέστερο για τις χρήστριες επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν εργαζομένους που να ανταποκρίνονται στις ειδικές ανάγκες τους. Επιπλέον, πολλές διατάξεις της πρότασης εμπεριέχουν τη δυνατότητα βελτίωσης της παραγωγικότητας των προσωρινά απασχολουμένων και καλύτερης ένταξής τους στη χρήστρια επιχείρηση. Αυτό αφορά ιδιαίτερα την αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων, την πληροφόρηση των εκπροσώπων των εργαζομένων για τη χρήση προσωρινού προσωπικού ή την πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες. Οι πτυχές αυτές θα έχουν επίσης ως συνέπεια τη μείωση των τριβών και ενδεχόμενων συγκρούσεων με το μόνιμο προσωπικό και θα συμβάλουν στην αποφυγή του ενδεχόμενου κόστους που αυτές επιφέρουν. Προπαντός, το γεγονός ότι οι προσωρινά απασχολούμενοι δεν θα υφίστανται δυσμενέστερη μεταχείριση σε σχέση με το μόνιμο προσωπικό, με το οποίο συνεργάζονται καθημερινά, θα εξαλείψει μια σημαντική πηγή εντάσεων και συγκρούσεων. Η κατάργηση των πρακτικών που εμποδίζουν τους προσωρινά απασχολουμένους να καταλάβουν μόνιμη θέση εργασίας θα ωφελήσει ακόμη περισσότερο τις χρήστριες επιχειρήσεις με την εξοικονόμηση προμηθειών και με την παροχή της δυνατότητας να προσλαμβάνουν ευχερέστερα προσωρινό προσωπικό. Οι χρήστριες επιχειρήσεις ενδέχεται να επιβαρυνθούν με κάποιο κόστος, ιδιαιτέρως στο μέτρο που οι εταιρείες προσωρινής απασχόλησης ενδέχεται να μετακυλίσουν τις αυξήσεις μισθών σε αυτές, ζητώντας υψηλότερες προμήθειες. Ωστόσο, το κόστος των προσωρινά απασχολουμένων αντιπροσωπεύει μικρό μόνον μέρος του συνόλου του μισθολογικού κόστους για τις περισσότερες χρήστριες επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια, παρόμοιες αυξήσεις στο κόστος δεν μπορούν να επηρεάσουν τις χρήστριες επιχειρήσεις σε μεγάλη κλίμακα. Επιπροσθέτως, σε όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν θα απαιτηθεί αύξηση μισθού λόγω της οδηγίας, δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή για τις χρήστριες επιχειρήσεις. Και πάλι, αυτό αφορά ιδίως τις περιπτώσεις που υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις. Η παροχή πρόσβασης στις κοινωνικές υπηρεσίες της χρήστριας επιχείρησης αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την πλήρη και ολοκληρωτική ενσωμάτωση του προσωρινού προσωπικού στην επιχείρηση. Στις περισσότερες περιπτώσεις θα επιφέρει μικρό μόνον, ή και καθόλου, πρόσθετο κόστος. Οι περισσότερες κοινωνικές υπηρεσίες (όπως καντίνες, παιδικοί σταθμοί, μέσα μεταφοράς,...) έχουν σταθερό κόστος κατά την εγκατάστασή τους. Αλλά το οριακό κόστος από την πρόσβαση περισσότερων εργαζομένων σε αυτές τις εγκαταστάσεις θα είναι πιθανότατα χαμηλό και σχεδόν μηδενικό. Εξάλλου, με τον τρόπο αυτόν θα βελτιωθούν οπωσδήποτε τα κίνητρα των εργαζομένων. Θα ενισχυθεί το αίσθημά τους ότι ανήκουν στην επιχείρηση. Θα επηρεασθούν οι σχέσεις τους με τους άλλους εργαζομένους και θα βελτιωθεί η συνολική παραγωγικότητά τους. Η παροχή πληροφοριών στους προσωρινά απασχολουμένους για τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας στην επιχείρηση δεν θα έχει, πιθανότατα, κόστος γι'αυτήν, ενώ αναμένεται να τους παράσχει ορισμένα οφέλη. Ενδέχεται, το πολύ, να συνεπάγεται κάποιες διοικητικές δαπάνες για την εγκατάσταση και τη λειτουργία μηχανισμού που να παρέχει τη δυνατότητα στους προσωρινά απασχολουμένους να ενημερώνονται συστηματικά και τακτικά για τις κενές θέσεις. Με τον τρόπο αυτόν δεν βελτιωθούν απλώς η ένταξη, τα κίνητρα και η παραγωγικότητα των προσωρινά απασχολουμένων. Άλλη συνέπεια είναι ότι οι επιχειρήσεις θα μπορούν να χρησιμοποιούν συστηματικότερα την προσωρινή εργασία ως μέσον πρόσληψης μόνιμου προσωπικού, κάτι που μπορεί να συμβάλει στην εξοικονόμηση των δαπανών που απαιτούνται συνήθως για την αναζήτηση, την αξιολόγηση και την πρόσληψη των υποψηφίων. Η διάταξη που προβλέπει την πληροφόρηση των εκπροσώπων των εργαζομένων για τη χρήση προσωρινού προσωπικού εκ μέρους της χρήστριας επιχείρησης δεν συνεπάγεται κόστος, ή αλλιώς πολύ μικρό. Ωστόσο, θα αποτελέσει απάντηση στις επιφυλάξεις και τις αντιρρήσεις του προσωπικού, συμβάλλοντας στο μετριασμό τους και έτσι θα βοηθήσει στην αποτροπή ενδεχόμενων συγκρούσεων και τριβών. Όσον αφορά την κατάρτιση, η οδηγία προωθεί βελτιωμένο κοινωνικό διάλογο με σκοπό να ενισχυθεί η πρόσβαση των προσωρινά απασχολουμένων στους μηχανισμούς κατάρτισης. Επομένως, η οδηγία δεν έχει άμεσες συνέπειες ως προς το κόστος από αυτήν την πλευρά. 5. Η πρόταση περιλαμβάνει μέτρα που λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (μειωμένες ή διαφορετικές υποχρεώσεις κ.τ.λ.); Η πρόταση οδηγίας εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε όλες τις επιχειρήσεις. Όσον αφορά τις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης πρέπει να τονισθεί ότι, στις περισσότερες χώρες, ο τομέας εμφανίζει στην πράξη μεγάλη συγκέντρωση και οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες προσωρινής απασχόλησης διαθέτουν μερίδιο αγοράς άνω του 80%. Όσον αφορά τις χρήστριες επιχειρήσεις, δεν υπάρχουν στοιχεία για το μέγεθός τους. Για τις εταιρείες προσωρινής απασχόλησης μικρού και μεσαίου μεγέθους, η κατάργηση των σημερινών περιορισμών στις δραστηριότητες των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης θα τις καταστήσει ανταγωνιστικότερες έναντι των μεγαλύτερων εταιρειών χάρη στις αυξημένες δυνατότητες ειδίκευσης σε ορισμένους κλάδους. Η ευελιξία που παρέχει η οδηγία όσον αφορά τους προσωρινά απασχολουμένους με σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου θα επιτρέψει ευέλικτη οργάνωση, αφενός, στο επίπεδο του κλάδου και, αφετέρου, στο επίπεδο της επιχείρησης και αναμένεται να συμβάλει στην αποφυγή των διοικητικών και οικονομικών επιβαρύνσεων που πλήττουν τις μικρές και μεσαίες εταιρείες προσωρινής απασχόλησης. Η διάταξη βάσει της οποίας η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων δεν θα εφαρμόζεται στις τοποθετήσεις που διαρκούν λιγότερο από ένα μήνα -τουλάχιστον για ορισμένη περίοδο και στις χώρες όπου η αρχή αυτή δεν ισχύει ακόμη- επιδιώκει ιδίως να παράσχει στις μικρές και μεσαίες εταιρείες προσωρινής απασχόλησης περισσότερο χρόνο για να προσαρμοσθούν σε αυτές τις αλλαγές. Για τις χρήστριες ΜΜΕ, ορισμένα από τα προαναφερθέντα πλεονεκτήματα, όπως η δυνατότητα διάθεσης εργαζομένων με υψηλά προσόντα που να διαθέτουν ευρεία επαγγελματική εμπειρία, τίς αφορούν ιδιαιτέρως και θα τους επιτρέψουν στο μέλλον να καλύπτουν τις ανάγκες τους για ευελιξία χάρη στην απασχόληση προσωρινού προσωπικού. Διαβουλευση 6. Κατάλογος των οργανώσεων, με τις οποίες έγινε διαβούλευση σχετικά με την πρόταση και έκθεση των βασικών στοιχείων της τοποθέτησής τους. Η προτεινομένη οδηγία βασίζεται στις διαπραγματεύσεις που έγιναν μεταξύ των κοινωνικών εταίρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το 1995, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άρχισε να διαβουλεύεται μαζί τους για την «ευελιξία του χρόνου εργασίας και την ασφάλεια των εργαζομένων», συμπεριλαμβανομένων της εργασίας με μερική απασχόληση, της εργασίας ορισμένου χρόνου και της προσωρινής εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης. Οι κοινωνικοί εταίροι έχουν ήδη συνάψει συμφωνίες-πλαίσια για την εργασία μερικής απασχόλησης και για την εργασία ορισμένου χρόνου οι οποίες τέθηκαν σε εφαρμογή με οδηγίες του Συμβουλίου. Παρόμοιες διαπραγματεύσεις για την προσωρινή εργασία κατέληξαν σε αποτυχία το Μάιο του 2001. Οι θέσεις των κοινωνικών εταίρων είχαν παρ' όλα αυτά προσεγγίσει. Περιελάμβαναν π.χ. βασική συμφωνία για την αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων μεταξύ των απασχολουμένων με προσωρινή εργασία και των συγκρίσιμων εργαζομένων στις χρήστριες επιχειρήσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Ωστόσο, δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη συμφωνίας για τους προσωρινά απασχολουμένους που έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου. Η παρούσα πρόταση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη συναίνεση που πέτυχαν οι κοινωνικοί εταίροι κατά τις διαπραγματεύσεις αυτές. Η πρόταση υποδεικνύει ευέλικτο σχήμα με δυνατότητα παρέκκλισης από την αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων στην περίπτωση που οι εν λόγω προσωρινά απασχολούμενοι συνεχίζουν να αμείβονται μεταξύ δύο τοποθετήσεων. Έτσι, η προτεινόμενη οδηγία παρέχει ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο, το οποίο βασίζεται στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και προσφέρει, στο ζήτημα των προσωρινά απασχολουμένων με σύμβαση αορίστου χρόνου, συμβιβαστική λύση που συνδυάζει τις αποκλίνουσες απόψεις των κοινωνικών εταίρων.