52002DC0416

Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών - Απολογισμός πέντε ετών ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση /* COM/2002/0416 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ - ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΕΝΤΕ ΕΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση (ΕΣΑ) ξεκίνησε στη σύνοδο κορυφής για την απασχόληση που έγινε στο Λουξεμβούργο (1997) την εποχή που υπήρχαν υψηλά ποσοστά ανεργίας. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του 2000 στη Λισσαβώνα επικαιροποίησε τη στρατηγική καθορίζοντας ως σκοπό την πλήρη απασχόληση, θέτοντας μεσοπρόθεσμους ποσοτικούς στόχους για την απασχόληση και εντάσσοντας τη στρατηγική σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συντονισμού της πολιτικής.

Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή ατζέντα κοινωνικής πολιτικής, η οποία επικυρώθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας το 2002, πρέπει να γίνει σε βάθος ανασκόπηση των πρώτων πέντε ετών εφαρμογής της ΕΣΑ. Πρόσφατα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης ζήτησε να ενισχυθεί η πολιτική για την απασχόληση και έδωσε κατευθύνσεις για το μέλλον της ΕΣΑ.

Στην ανακοίνωση αυτή εξετάζεται η εμπειρία των πέντε ετών ΕΣΑ με βάση την εκτίμηση των γενικών επιδόσεων της αγοράς εργασίας στην ΕΕ και την αξιολόγηση των πολιτικών που εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τη "διαδικασία του Λουξεμβούργου". Εξετάζονται επίσης τα κύρια ζητήματα, τα οποία θα πρέπει να εξεταστούν κατά τον επανασχεδιασμό της στρατηγικής στο μέλλον.

Τα τελευταία χρόνια, οι επιδόσεις της αγοράς εργασίας στην ΕΕ έχουν βελτιωθεί αισθητά καθώς έχουν δημιουργηθεί πάνω από 10 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας από το 1997 και μετά (από τις οποίες τα 6 εκατομμύρια κατέλαβαν γυναίκες) και υπάρχουν 4 εκατομμύρια λιγότεροι άνεργοι, ενώ ο ενεργός οικονομικά πληθυσμός συνέχισε να αυξάνεται κατά 5 εκατομμύρια. H αξιολόγηση επιβεβαιώνει τον διαρθρωτικό χαρακτήρα αυτών των βελτιώσεων, και συγκεκριμένα τη μείωση των επιπέδων της διαρθρωτικής ανεργίας, την οικονομική μεγέθυνση με μεγαλύτερη ένταση απασχόλησης και την ταχύτερη ανταπόκριση της αγοράς εργασίας στις οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές.

Είναι προφανώς δύσκολο να αποδειχθεί κατά πόσο η συνολική βελτίωση των επιδόσεων της απασχόλησης στην Ένωση τα τελευταία πέντε χρόνια μπορεί να αποδοθεί στη δρομολόγηση της ΕΣΑ και κατά πόσο στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης. Ωστόσο υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στις εθνικές πολιτικές για την απασχόληση, με σαφή σύγκλιση προς τους κοινούς στόχους της ΕΕ που είχαν διατυπωθεί στις κατευθυντήριες γραμμές πολιτικής της ΕΣΑ.

Έχουν λάβει χώρα ορισμένες αλλαγές σε επιμέρους πολιτικές. Οι πολιτικές για την απασχόληση και ο ρόλος των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης αναδιαμορφώθηκαν για να στηρίξουν μια ενεργητική και προληπτική προσέγγιση. Σε ορισμένα κράτη μέλη τα συστήματα παροχών-φόρων προσαρμόστηκαν ευθυγραμμιζόμενα με τις αρχές της ενεργοποίησης. Η φορολόγηση της εργασίας άρχισε να γίνεται περισσότερο φιλική προς την απασχόληση. Τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης προσαρμόζονται όλο και περισσότερο στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Έχει σημειωθεί πρόοδος στον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης της εργασίας, ιδίως σε ό,τι αφορά ρυθμίσεις για το χρόνο εργασίας και τις πιο ευέλικτες συμβάσεις εργασίας. Η ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου έχει γενικευτεί, καθώς έχουν ληφθεί διάφορες πρωτοβουλίες με στόχο την αντιμετώπιση του χάσματος μεταξύ των φύλων, όπως η δημιουργία κέντρων παιδικής φροντίδας με στόχο τον καλύτερο συνδυασμό του επαγγελματικού και του οικογενειακού βίου. Και νέα κοινά ζητήματα, όπως η διά βίου μάθηση και η ποιότητα στην εργασία, αναγνωρίστηκαν ως προτεραιότητες πολιτικής και η σύγκλιση στους τομείς αυτούς έχει ξεκινήσει.

Πέρα από αυτήν τη γενικότερη πρόοδο ως προς τη σύγκλιση των πολιτικών, η ανοικτή μέθοδος συντονισμού της διαδικασίας του Λουξεμβούργου απέδειξε την προστιθέμενη αξία της στη διαμόρφωση συμπράξεων και νέων μεθόδων εργασίας, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ΕΕ. Συνολικά, η στρατηγική απέφερε τη βαθμιαία αλλαγή στη χάραξη των εθνικών πολιτικών και στην εστίασή τους - μια μετατόπιση της προτεραιότητας, από τη διαχείριση της ανεργίας στη διαχείριση της αύξησης της απασχόλησης.

Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, εξακολουθούν να υφίστανται μεγάλες προκλήσεις, ως προς την απασχόληση, και μερικές από αυτές είναι η αντιμετώπιση των δημογραφικών τάσεων, η εμφάνιση στενώσεων, οι περιφερειακές διαφορές ως προς τις επιδόσεις, η διαρκής οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση, η παγκοσμιοποίηση και η διεύρυνση.

Για να γίνει δυνατή η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών, θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν οι βασικές προτεραιότητες της διαδικασίας του Λουξεμβούργου: η δημιουργία περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας και η προώθηση μιας αγοράς εργασίας χωρίς αποκλεισμούς. Για το σκοπό αυτό, η ανακοίνωση εντοπίζει τέσσερα βασικά ζητήματα για την αναμόρφωση της ΕΣΑ, τα οποία είναι: α) η ανάγκη να καθοριστούν σαφείς στόχοι για να απαντηθούν οι τρέχουσες προκλήσεις, β) η ανάγκη να απλοποιηθούν οι κατευθυντήριες γραμμές πολιτικής, χωρίς να υπονομευτεί η αποτελεσματικότητά τους, γ) η ανάγκη να βελτιωθεί η διακυβέρνηση και η σύμπραξη των κοινωνικών εταίρων κατά την εκτέλεση της στρατηγικής και δ) η ανάγκη να εξασφαλισθεί μεγαλύτερη συνέπεια και συμπληρωματικότητα με τις άλλες συναφείς διαδικασίες της ΕΕ, ιδίως με τους γενικούς προσανατολισμούς για την οικονομική πολιτική.

Σκοπός της ανακοίνωσης είναι να συμβάλει στη συζήτηση σχετικά με το μέλλον της στρατηγικής, η οποία θα οδηγήσει σε πρόταση της Επιτροπής για τις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση για το 2003.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1 Η ανάγκη επανεξέτασης

1.2 Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση: αρχές και εξέλιξη

2 ΚΥΡΙΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΉΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΌΛΗΣΗ

2.1 Διαρθρωτικές βελτιώσεις της απασχόλησης στην ΕΕ

2.2 Οι εθνικές πολιτικές για την απασχόληση συγκλίνουν προς τους συμφωνημένους στόχους και τις κατευθυντήριες γραμμές

2.2.1 Θετικός αντίκτυπος στην πολιτική γενικά

2.2.2 Απασχολησιμότητα: αποδεκτή πλέον ως φιλοσοφία ζωής

2.2.3 Επιχειρηματικό πνεύμα: το κλειδί για τη δημιουργία θέσεων εργασίας

2.2.4 Προσαρμοστικότητα: σύνθετη σχέση ευελιξίας, ασφάλειας και ποιότητας εργασίας

2.2.5 Ίσες ευκαιρίες μεταξύ γυναικών και ανδρών: μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση αλλά ανεπαρκής αξιολόγηση

2.3 Η διαδικασία του Λουξεμβούργου αποδείχτηκε αποτελεσματική στη διαμόρφωση πολιτικής συνεργασίας

3 ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

3.1 Ανταπόκριση σε μεσοπρόθεσμες προκλήσεις

3.2 Απλοποίηση των κατευθυντήριων γραμμών, χωρίς να υπονομευτεί η αποτελεσματικότητά τους

3.3 Βελτίωση της διακυβέρνησης και της σύμπραξης

3.4 Βελτίωση της συνέπειας και της συμπληρωματικότητας με τις άλλες συναφείς διαδικασίες της ΕΕ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

Παράρτημα 1: Μεθοδολογία αξιολόγησης

Παράρτημα 2: Επανεξέταση των βασικών αλλαγών της πολιτικής σε σχέση με την ΕΣΑ στους τομείς της ενεργητικής πολιτικής για την αγορά εργασίας, τον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης της εργασίας και τις ίσες ευκαιρίες

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1. Η ανάγκη επανεξέτασης

Όταν η σύνοδος κορυφής για την απασχόληση, που πραγματοποιήθηκε στο Λουξεμβούργο, εγκαινίασε την ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση (ΕΣΑ) στα τέλη του 1997, η φιλοδοξία ήταν να επιτευχθεί αποφασιστικής σημασίας πρόοδος μέσα σε διάστημα πέντε ετών, ιδίως στους τομείς της μακροχρόνιας ανεργίας και της ανεργίας των νέων. Η μεσοπρόθεσμη επανεξέταση που πραγματοποιήθηκε το 2000 αναγνώρισε στην ΕΣΑ την πολιτική πρόοδο, τόνισε όμως ότι η περίοδος των τριών ετών ήταν πολύ σύντομη για να εκτιμηθεί ο αντίκτυπός της στις θέσεις εργασίας. Συνεπώς η ανάγκη για μια ενδελεχή επανεξέταση της ΕΣΑ αντικατοπτρίζεται στην ευρωπαϊκή ατζέντα κοινωνικής πολιτικής, όπως επικυρώθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας: "κατά το 2002, να αναληφθεί η επανεξέταση και αξιολόγηση του αντικτύπου αυτής της στρατηγικής, προκειμένου να διαφανούν οι μελλοντικές εξελίξεις της".

Στην ανακοίνωση αυτή επανεξετάζεται, στο τμήμα 2, η εμπειρία των πέντε ετών ΕΣΑ με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του αντικτύπου, όσον αφορά τη διαδικασία αλλά και όσον αφορά τις πολιτικές που εφαρμόζονται. Στο τμήμα 3 εξετάζονται τα βασικά ζητήματα που θα πρέπει να μελετηθούν κατά τον επανασχεδιασμό της ΕΣΑ στο μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των διαφόρων πολιτικών από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ (ιδίως τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης), καθώς και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης.

Σκοπός της ανακοίνωσης αυτής είναι να αποτελέσει τη βάση για μια συζήτηση σε όλα τα επίπεδα. Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ - το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Επιτροπή των Περιφερειών - καλούνται να δώσουν τη γνώμη τους για την ανάλυση της Επιτροπής, όπως και η επιτροπή απασχόλησης, οι κοινωνικοί εταίροι, η κοινωνία των πολιτών και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Αφού λάβει υπόψη τις διατυπωθείσες απόψεις, η Επιτροπή θα υποβάλει προτάσεις για την επόμενη γενιά των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση, με σκοπό να εγκριθούν από το Συμβούλιο το 2003.

1.2. Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση: αρχές και εξέλιξη

Στη δεκαετία του '90 επετεύχθη πολιτική συναίνεση, όσον αφορά το διαρθρωτικό χαρακτήρα του προβλήματος της απασχόλησης στην Ευρώπη και την ανάγκη να αυξηθεί η ένταση απασχόλησης της μεγέθυνσης [1]. Τόσο η πολιτική για τη νομισματική σταθεροποίηση, στην οποία βασιζόταν η προετοιμασία για την ΟΝΕ, όσο και ο κοινός χαρακτήρας της πρόκλησης για την απασχόληση και την ανεργία, απαιτούσαν μεγαλύτερο συντονισμό της πολιτικής για την απασχόληση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

[1] Πρβλ. Λευκό βιβλίο της Επιτροπής Delors για την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση, 1993

Η συζήτηση, η οποία ξεκίνησε κατά τις διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), η οποία ενίσχυε την κοινωνική διάσταση του ευρωπαϊκού μοντέλου μέσω ενός κοινωνικού πρωτοκόλλου, οδήγησε σε συμφωνία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ (Ιούνιος 1997) σχετικά με την εισαγωγή νέων διατάξεων για την απασχόληση στη Συνθήκη. Στο άρθρο 126 δηλώνεται ότι η απασχόληση αποτελεί κοινό μέλημα και τα κράτη μέλη καλούνται να αναπτύξουν συντονισμένη στρατηγική σε επίπεδο ΕΕ, ενώ παράλληλα επιβεβαιώνεται η εθνική αρμοδιότητα όσον αφορά την πολιτική για την απασχόληση. Εμπνεόμενο σε μεγάλο βαθμό από τις διατάξεις της Συνθήκης για το συντονισμό της οικονομικής πολιτικής [2] και από το συντονισμό των πολιτικών για την απασχόληση που ξεκίνησε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Έσεν το 1994, το νέο άρθρο 128 καθόρισε το πλαίσιο για την ανάπτυξη εθνικών πολιτικών για την απασχόληση με βάση τις κοινές προτεραιότητες και τα κοινά συμφέροντα της Ευρώπης. Σύμφωνα με το νέο αυτό πλαίσιο, ο συντονισμός της πολιτικής διαμορφώνεται βάσει μιας προσέγγισης "διαχείρισης ανά στόχο". Δηλαδή: Οι κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση αποφασίζονται κάθε χρόνο από το Συμβούλιο ύστερα από πρόταση της Επιτροπής. οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στα εθνικά σχέδια δράσης (ΕΣΔ), τα οποία αξιολογούνται με την Κοινή Έκθεση για την Απασχόληση της Επιτροπής και του Συμβουλίου, ώστε να καθοριστούν οι κατευθυντήριες γραμμές του επόμενου έτους. Από το 2000, το Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, εκδίδει συγκεκριμένες συστάσεις προς τα κράτη μέλη, συμπληρώνοντας έτσι τις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση. Η προσέγγιση της "διαχείρισης ανά στόχο" υποστηρίχτηκε επίσης από τον καθορισμό μετρήσιμων στόχων σε ευρωπαϊκό ή εθνικό επίπεδο σε πολλούς τομείς, καθώς και από την προοδευτική ανάπτυξη στατιστικών δεικτών - για τους οποίους υπήρξε συμφωνία μεταξύ Επιτροπής και κρατών μελών - για τη μέτρηση της προόδου.

[2] Άρθρα 98 και 99 της Συνθήκης

Η εφαρμογή της στρατηγικής επέτρεψε την ανάπτυξη διαφόρων προσεγγίσεων και προκάλεσε τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων συντελεστών, σε συμφωνία με τις πολλές εθνικές θεσμικές διαφορές και τις πρακτικές του κοινωνικού διαλόγου. Αυτό το ανοικτό πνεύμα της διαδικασίας συντονισμού είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να κληθούν οι κοινωνικοί εταίροι, τόσο σε εθνικό όσο και σε επίπεδο ΕΕ, να αναπτύξουν συγκεκριμένες ενέργειες και πρωτοβουλίες με στόχο την ενεργό περιφερειακή και τοπική συμμετοχή. Αφότου τέθηκε σε ισχύ η νέα συνθήκη το 1999, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, άλλα κοινοτικά θεσμικά όργανα και η επιτροπή απασχόλησης διαδραμάτισαν ενεργό ρόλο στην ανάπτυξη των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση, μέσω των διαβουλεύσεων.

Η σύνοδος κορυφής για την απασχόληση στο Λουξεμβούργο (Νοέμβριος 1997), αντιμέτωπη με τα υψηλά ποσοστά ανεργίας εκείνης της εποχής και εν αναμονή της θέσης σε ισχύ της συνθήκης του Άμστερνταμ, ξεκίνησε την εφαρμογή της νέας ανοικτής μεθόδου συντονισμού που περιλαμβάνεται στο άρθρο 128, επικυρώνοντας την πρώτη σειρά κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση. Αυτές χωρίζονται σε τέσσερις ολοκληρωμένες δέσμες δράσης, τους λεγόμενους "άξονες": απασχολησιμότητα, επιχειρηματικό πνεύμα, προσαρμοστικότητα και ίσες ευκαιρίες. Οι δράσεις αυτές αποτελούν μια συνολική απάντηση στην πρόκληση της απασχόλησης, ενσωματώνοντας ουσιαστικές πολιτικές προσφοράς και ζήτησης. Συμβάλλοντας στις μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας κατά τρόπο συνεπή και συμπληρωματικό με τους γενικούς προσανατολισμούς για την οικονομική πολιτική, η ΕΣΑ βοηθά στην ενίσχυση του δυναμικού της μεγέθυνσης στην ΕΕ.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας (Μάρτιος 2000), παράλληλα με την έκκληση για την καταβολή εντονότερων προσπαθειών για τη μείωση των υψηλών ποσοστών των ανέργων, όρισε την πλήρη απασχόληση ως πρωτεύοντα μακροπρόθεσμο στόχο για τη νέα ευρωπαϊκή οικονομία, δίνοντάς της τη μορφή φιλόδοξων στόχων για τα ποσοστά απασχόλησης έως το 2010 (70 % συνολικά και 60 % για τις γυναίκες). Η σύνοδος κορυφής συνέστησε επίσης τη δημιουργία νέων προτεραιοτήτων ή την ενίσχυση όσων ήδη υπήρχαν (π.χ. δεξιότητες και κινητικότητα, διά βίου μάθηση), οι οποίες αντικατοπτρίζονταν στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση για το 2001 με τη μορφή νέων οριζόντιων στόχων. Οι προσαρμογές που έγιναν στη συνέχεια στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση οφείλονταν κυρίως στα συμπεράσματα της συνόδου κορυφής της Στοκχόλμης [3].

[3] Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Στοκχόλμης συμπλήρωσε τους στόχους της Λισσαβώνας με τους εξής ενδιάμεσους στόχους για το ποσοστό απασχόλησης έως το 2005: 67 % συνολικά και 57 % για τις γυναίκες. Επιπλέον, τέθηκε ο νέος στόχος του 50% για το ποσοστό απασχόλησης των μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων (για το 2010).

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας το Δεκέμβριο του 2000 εισήγαγε το ζήτημα της ποιότητας ως βασικό στοιχείο της ατζέντας κοινωνικής πολιτικής, και ιδίως το ζήτημα της ποιότητας στην εργασία ως σημαντικό στόχο της ΕΣΑ. Τόνισε τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του ζητήματος της ποιότητας, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των θέσεων εργασίας αλλά και το ευρύτερο πλαίσιο της αγοράς εργασίας, και υπογράμμισε ότι πρέπει να προωθηθεί μέσω ενεργειών σε όλους τους άξονες.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης το Μάρτιο του 2002 προσδιόρισε τις "ενεργές πολιτικές για την πλήρη απασχόληση: περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας" μεταξύ των τριών τομέων που απαιτούσαν ιδιαίτερη ώθηση. Τόνισε ότι η πλήρης απασχόληση στην ΕΕ βρίσκεται στον πυρήνα της στρατηγικής της Λισσαβώνας και αποτελεί μεγάλης σπουδαιότητας στόχο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Για όλους αυτούς τους λόγους, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζήτησε να ενισχυθεί η στρατηγική για την απασχόληση και έδωσε κατευθύνσεις σχετικά με το μέλλον της ΕΣΑ.

2. ΚΥΡΙΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΉΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΌΛΗΣΗ

Για να στηρίξουν την επανεξέταση της ΕΣΑ, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη συμφώνησαν το 2001, μέσα στο πλαίσιο της επιτροπής απασχόλησης, σ' ένα κοινό πρόγραμμα εργασίας. Η Επιτροπή ανέλαβε το συντονισμό της αξιολόγησης του αντικτύπου, με βάση τις μελέτες αξιολόγησης αντικτύπου των εθνικών πολιτικών οι οποίες ακολούθησαν μια κοινή θεματική ανάλυση και την πραγματοποίηση μιας εκτίμησης των επιδόσεων της απασχόλησης σε επίπεδο ΕΕ. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης αυτής, τα οποία συζητήθηκαν με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της επιτροπής απασχόλησης, συνοψίζονται στη συνέχεια. Παρά τα ανωτέρω σημεία προόδου, δεν πρέπει να υποτιμώνται οι τεχνικές δυσκολίες που παρουσιάζει μία ακριβής αξιολόγηση του αντικτύπου, δεδομένης της αλληλεπίδρασης των διαφόρων πολιτικών, της ταυτόχρονης βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης και της σχετικά μικρής περιόδου που εξετάζεται σε σύγκριση με το μακροπρόθεσμο χαρακτήρα ορισμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (βλ. μεθοδολογία στο Παράρτημα 1).

Η αξιολόγηση των πέντε περασμένων ετών δείχνει ότι υπάρχουν σαφείς διαρθρωτικές βελτιώσεις στην αγορά εργασίας της ΕΕ. Παρά τις σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών και τη δυσκολία διαπίστωσης σαφώς σχέσεων αιτίου-αιτιατού μεταξύ της γενικής επίδοσης και των ειδικών πολιτικών, κατά την ίδια περίοδο διαπιστώνεται αξιοσημείωτη σύγκλιση των εθνικών πολιτικών για την απασχόληση με τους στόχους και τις κατευθυντήριες γραμμές που ορίζονται στην ΕΣΑ. Η ίδια η ανοικτή μέθοδος συντονισμού έχει αποδείξει την αξία της στη διαμόρφωση συμπράξεων και νέων μεθόδων εργασίας, παρά τις σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών.

2.1. Διαρθρωτικές βελτιώσεις της απασχόλησης στην ΕΕ

Τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίστηκαν από εντυπωσιακή αύξηση των θέσεων εργασίας και ουσιαστική μείωση της ανεργίας, με παράλληλη μεγάλη αύξηση του ΑΕγχΠ. Κατά την πενταετία 1997-2001 :

- ο συνολικός αριθμός των θέσεων εργασίας αυξήθηκαν κατά λίγο περισσότερο από 10 εκατομμύρια (+ 6,5%), από τις οποίες 6 εκατομμύρια πληρώθηκαν από γυναίκες,

- η ανεργία μειώθηκε περισσότερο από 4 εκατομμύρια (- 25%),

- και η συμμετοχή του εργατικού δυναμικού αυξήθηκε κατά 5 εκατομμύρια [4] περίπου, κυρίως από γυναίκες.

[4] Η απασχόληση αυξήθηκε από 157,5 (1997) σε 167,8 εκατ. (2001). η ανεργία μειώθηκε από 17,0 (1997) σε 12,9 εκατ. (2001). το εργατικό δυναμικό αυξήθηκε από 166,2 (1997) σε 171,1 εκατ. (2001).

Επειδή είναι δύσκολο να διαχωριστούν τα αποτελέσματα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων από τα κυκλικά αποτελέσματα της αγοράς εργασίας, οι υπηρεσίες της Επιτροπής εξέτασαν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα ορισμένων διαρθρωτικών αλλαγών σε σχέση με τους βασικούς στόχους της ΕΣΑ [5]. Μεταξύ άλλων οι ακόλουθες μεγάλες αλλαγές θα μπορούσαν να διαπιστωθούν [6]:

[5] Ιδίως τη μείωση της ανεργίας (σύνοδος κορυφής Λουξεμβούργου), τους στόχους της Λισσαβώνας και της Στοκχόλμης για τα ποσοστά απασχόλησης και την προσαρμοστικότητα της αγοράς εργασίας (άρθρο 125 της Συνθήκης).

[6] Βλ. Η απασχόληση στην Ευρώπη 2001, κεφάλαιο 3 και έκδοση 2002.

- Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού της δεκαετίας του '90, η συνολική διαρθρωτική ανεργία στην Ένωση μειώθηκε (συμπίπτοντας με το ποσοστό μείωσης της μακροπρόθεσμης ανεργίας). Από το 1997 (περίοδος η οποία καλύπτεται από τη στρατηγική του Λουξεμβούργου), η μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας επιταχύνθηκε ακόμη περισσότερο, φτάνοντας το 1,4%. Το γεγονός αυτό γίνεται ακόμη πιο σημαντικό δεδομένης της αυξητικής τάσης της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, η οποία σημειώθηκε ταυτόχρονα.

- Η οικονομική μεγέθυνση μεταφράστηκε σε μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης κατά τη δεκαετία του '90 συγκριτικά με τις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Η σχέση αύξησης του ΑεγχΠ και αύξησης της απασχόλησης στις δεκαετίες του '70, του '80 και του '90 αποδεικνύει ότι το περιεχόμενο της οικονομικής μεγέθυνσης σε απασχόληση έχει αυξηθεί.

- Η αύξηση του περιεχομένου της οικονομικής μεγέθυνσης σε απασχόληση στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '90 απορρέει επίσης από την αλλαγή του μοντέλου της μεγέθυνσης: η αύξηση της ωριαίας παραγωγικότητας και της απασχόλησης συνδέθηκαν με θετικότερο τρόπο από ό,τι στο παρελθόν όταν η αυξανόμενη υποκατάσταση της εργασίας από το κεφάλαιο έτεινε σε υψηλότερα επίπεδα ανεργίας. Οι βελτιώσεις της παραγωγικότητας σε περιοχές και τομείς της ΕΕ συνδέονται στενά με την καλύτερη εκπαίδευση και την αύξηση των δεξιοτήτων του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας, και αποδεικνύεται η θετική σχέση ποιότητας της εργασίας και παραγωγικότητας.

- Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι η ανταπόκριση της απασχόλησης και η συμμετοχή στις βελτιώσεις της οικονομίας αυξήθηκε κατά τη δεκαετία του '90 [7]. Όταν η οικονομία βελτιώθηκε, η απασχόληση ανταποκρίθηκε πολύ καλύτερα κατά τη δεκαετία του '90 απ' ό,τι κατά τη δεκαετία του '80, προκαλώντας έτσι την πολύ πιο σημαντική μείωση της ανεργίας. Σε περιόδους υψηλού ποσοστού χρήσης της παραγωγικής ικανότητας κατά τη δεκαετία του '90 περισσότεροι άνθρωποι εισήλθαν στην αγορά εργασίας, η συμμετοχή του εργατικού δυναμικού αυξήθηκε, οδηγώντας σε μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης σε σύγκριση με τη δεκαετία του '80. Οι αυξήσεις του ποσοστού των συμβάσεων ορισμένου χρόνου αποτελούν στοιχείο ταχύτερης και ισχυρότερης ανταπόκρισης της απασχόλησης στις κυκλικές μεταβολές.

[7] Αυτό είναι και το συμπέρασμα πρόσφατης μελέτης του ΔΝΤ όσον αφορά την ανταπόκριση της απασχόλησης. IMF (2001) Selected Euro-Area Countries : Rules-Based Fiscal Policy and Job-Rich growth in France, Germany, Italy and Spain - Report with supplementary information, November 2001, Country Report n° 01/203.

Παρόλο που η πλούσια σε απασχόληση μεγέθυνση και η αυξανόμενη ανταπόκριση της απασχόλησης μπορούν να αποδοθούν σε πολλούς παράγοντες, ένας από τους βασικότερους θεωρείται η συγκράτηση των μισθών. Η ΟΝΕ προσέφερε το μακροοικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η συγκράτηση των ονομαστικών μισθών απέκτησε νόημα και οι κοινωνικοί εταίροι επεδίωξαν ευνοϊκές για την απασχόληση μακροχρόνιες μισθολογικές συμβάσεις συμβάλλοντας έτσι σε καλύτερες επιδόσεις στον τομέα της απασχόλησης.

Παρά τα θετικά αυτά αποτελέσματα, τα οποία αποδεικνύουν την επιτυχία του συνδυασμού πολιτικών για την απασχόληση και οικονομικών πολιτικών με στόχο τη σταθερότητα, υπάρχουν σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα και προκλήσεις που επιμένουν:

- Σχεδόν 13 εκατομμύρια άνθρωποι (2001) εξακολουθούν να είναι άνεργοι (από τους οποίους το 42% είναι μακροχρόνια άνεργοι). η περαιτέρω μείωση της ανεργίας αποτελεί προϋπόθεση για την επίτευξη μιας αγοράς εργασίας χωρίς αποκλεισμούς.

- Επίμονες προσπάθειες θα απαιτηθούν για να επιτευχθούν οι στόχοι της Λισσαβώνας και να φτάσει το ποσοστό της συνολικής απασχόλησης το 70 % το 2010, και ιδιαίτερα για να φτάσει το ποσοστό απασχόλησης των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων το 50 %. Η κοινή έκθεση [8] για την αύξηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού, η οποία εκπονήθηκε για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης, εκτιμούσε τις αναγκαίες αυξήσεις στην απασχόληση μεταξύ του 2002 και του 2010 σε 15,4 εκατομμύρια, από τα οποία 9,6 για τις γυναίκες και 7,4 για τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζόμενους.

[8] "Αύξηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού και προώθηση της παράτασης του ενεργού επαγγελματικού βίου". Έγγ. του Συμβουλίου αριθ. 6707 της 8ης Μαρτίου 2002, το οποίο εγκρίθηκε ως COM(2002) 9 τελικό της 24.01.2002

- Οι διαφορές στην παραγωγικότητα μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ εξακολουθούν να αυξάνονται ελαφρώς. η απόσταση στην παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο ήταν 17,3 % το 1996 και το 2001 αυξήθηκε σε 19,5 %. η θετική σχέση ποιότητας εργασίας και παραγωγικότητας θα πρέπει να αξιοποιηθεί για τη γεφύρωση της απόστασης αυτής.

- Οι περιφερειακές διαφορές, ιδίως όσον αφορά την ανεργία, εξακολουθούν να αποτελούν πρόβλημα σε πολλά κράτη μέλη [9].

[9] Οι περιφερειακές διαφορές παρουσιάζονται μεταξύ άλλων στην Κοινή Έκθεση για την Απασχόληση 2001.

2.2. Οι εθνικές πολιτικές για την απασχόληση συγκλίνουν προς τους συμφωνημένους στόχους και τις κατευθυντήριες γραμμές

Ορισμένα κράτη μέλη εφάρμοζαν πολιτικές σύμφωνες με τις αρχές της ενεργοποίησης και της πρόληψης ήδη πριν από το ξεκίνημα της ΕΣΑ και για άλλα κράτη μέλη παρατηρείται σαφής σύγκλιση αν και με διαφορετικούς ρυθμούς. Η επιρροή της ΕΣΑ εξαπλώθηκε από τον άξονα "απασχολησιμότητα" στους άλλους άξονες της στρατηγικής. Ωστόσο, οι αλλαγές απαιτούν χρόνο και πολλά πρέπει ακόμη να γίνουν σε κάθε άξονα, ιδιαίτερα για να προχωρήσουμε σε πιο μακροπρόθεσμες και πιο συνολικές προσεγγίσεις.

2.2.1. Θετικός αντίκτυπος στην πολιτική γενικά

Η συνολική προσέγγιση της ΕΣΑ ενίσχυσε γενικά τη συνοχή και το πλαίσιο της εθνικής πολιτικής για την απασχόληση. Η πολιτικές που επελέγησαν σε κάθε άξονα προσαρμόστηκαν προοδευτικά και οι προτεραιότητες της απασχόλησης ενσωματώθηκαν σε άλλους τομείς πολιτικής όπως η φορολογία και η κοινωνική ασφάλιση. Επιπλέον, η στρατηγική έφερε σταδιακά μια αλλαγή προτεραιότητας, από τη διαχείριση της ανεργίας στη διαχείριση της αύξησης της απασχόλησης, και ενσωματώθηκε σταδιακά στη διατύπωση της εθνικής πολιτικής.

Πέρα από τη σαφή σύγκλιση προς τις αρχές της ενεργητικής αγοράς εργασίας της ΕΣΑ κατά τα πρώτα χρόνια της στρατηγικής, η αξιολόγηση δείχνει ότι και άλλες πολιτικές επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την ΕΣΑ (ιδίως οι πολιτικές για την ισότητα των φύλων και την κοινωνική ένταξη). Λεπτομερής επισκόπηση των εθνικών μέτρων στους βασικούς τομείς περιλαμβάνεται στο Παράρτημα 2. Αυτό μπορεί να συνδέεται με την έμφαση που δίνουν οι κατευθυντήριες γραμμές στη διατήρηση ενός σωστού συνδυασμού πολιτικής ο οποίος να βασίζεται και στους τέσσερις άξονες.

Η πολιτική δέσμευση των κρατών μελών φάνηκε στα ΕΣΔ και η πρακτική του καθορισμού στόχων ακολουθήθηκε από μεγάλο αριθμό κρατών μελών, πρώτα με τον καθορισμό ποσοτικών στόχων για τη μείωση της ανεργίας και, ύστερα από τη σύνοδο κορυφής της Λισσαβώνας, με τον καθορισμό μακροπρόθεσμων στόχων για την απασχόληση. Με το πέρασμα των χρόνων, η ΕΣΑ έχει δώσει ώθηση στις μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις των αγορών εργασίας και σε αυτό συνετέλεσε και η αξιοποίηση των συστάσεων που απευθύνονται στα κράτη μέλη ξεχωριστά και οι οποίες εκδίδονται από το Συμβούλιο βάσει πρότασης της Επιτροπής.

Η ΕΣΑ διαμόρφωσε επίσης την πολιτική συμφωνία για νέα κοινά πρότυπα, όπως τη διά βίου μάθηση και την ποιότητα στην εργασία. Η ανάγκη της διά βίου μάθησης και η συμπληρωματικότητα των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης έγινε γενικά αποδεκτή και τα κράτη μέλη βρίσκονται όλα στη διαδικασία επανασχεδίασης των πολιτικών τους για την εκπαίδευση και την κατάρτιση με πιο ολοκληρωμένο τρόπο [10]. Η ποιότητα στην εργασία εμφανίστηκε ως νέα προτεραιότητα στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση για το 2000. Με βάση μια ανακοίνωση της Επιτροπής [11], ξεκίνησε η παρακολούθηση του ζητήματος αυτού μέσω κοινών δεικτών οι οποίοι αντικατοπτρίζουν τη διαφορετική διάσταση της ποιότητας. Ένας πρώτος κατάλογος δεικτών επικυρώθηκε από το Συμβούλιο τον Δεκέμβριο του 2001 και θα στηρίξει τη διαδικασία παρακολούθησης.

[10] Οι θεμέλιοι λίθοι των συνεκτικών και συνολικών στρατηγικών για τη διά βίου μάθηση παρουσιάστηκαν στην ανακοίνωση της Επιτροπής "Η πραγμάτωση μιας ευρωπαϊκής περιοχής διά βίου μάθησης" (COM(2001)678 τελικό)

[11] "Πολιτική απασχόλησης και κοινωνική πολιτική - ένα πλαίσιο για την επένδυση στην ποιότητα" - COM(2001)313 της 20.6.2001

Ωστόσο, οι αλλαγές στις πολιτικές απαιτούν χρόνο και πρέπει να γίνουν περισσότερα βήματα προόδου σε ό,τι αφορά τη χάραξη πλήρως ισορροπημένων και συνολικών πολιτικών. Oι συνδυασμοί πολιτικών των κρατών μελών είναι ακόμα άνισα διαμορφωμένοι στα διάφορους άξονες και οι προσεγγίσεις που ακολουθούν τα κράτη μέλη για ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα (π.χ. την παράταση του επαγγελματικού βίου) φαίνονται αποσπασματικές. Επιπλέον, η αξιοπιστία της δέσμευσής τους απέναντι στην ΕΣΑ περιορίζεται από την ακόμα διαδεδομένη απροθυμία για τον καθορισμό ποσοτικών στόχων (π.χ. σε ό,τι αφορά την επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό) και τη συνεχιζόμενη έλλειψη διαφάνειας στις σχετικές δημοσιονομικές πτυχές (ιδίως σε ό,τι αφορά τη συνεισφορά του ΕΚΤ).

2.2.2. Απασχολησιμότητα: αποδεκτή πλέον ως φιλοσοφία ζωής

Ενώ όταν δρομολογήθηκε η ΕΣΑ η απασχολησιμότητα θεωρείτο ως η θεραπεία για τους ανέργους, η έννοια διευρύνθηκε σταδιακά και καλύπτει όλο τον κύκλο της ζωής, συμπεριλαμβάνοντας την πρόληψη της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου, την πρόληψη της ανεργίας, την αύξηση της πρόσβασης σε μια αγορά εργασίας χωρίς αποκλεισμούς, τη διατήρηση της ικανότητας των εργαζομένων να παραμένουν ενεργοί και την προώθηση της διαρκούς αναβάθμισης των δεξιοτήτων.

Η μακροχρόνια ανεργία μειώθηκε επιτυχώς, αλλά είναι ανάγκη να αναζητηθούν τρόποι για τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των μέτρων

Η πρόληψη και η ενεργοποίηση ήταν οι ακρογωνιαίοι λίθοι της προσέγγισης για τη μείωση της μακροχρόνιας ανεργίας. Στόχος τους ήταν η αποτροπή των εισροών στη μακροχρόνια ανεργία και η επιτάχυνση των εκροών μέσω της διαρκώς μεγαλύτερης χρήσης ενεργητικών μέτρων όπως η κατάρτιση, η επαγγελματική πείρα και η επιδοτούμενη απασχόληση για τους άνεργους.

Οι στόχοι για την πρόληψη και την ενεργοποίηση διευκρινίστηκαν στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση. Η πλειονότητα των κρατών μελών κατέβαλαν σημαντικές προσπάθειες για να βελτιώσουν την κάλυψη των ανέργων με την προληπτική προσέγγιση, τόσο για τους νέους όσο και για τους ενηλίκους, η προσέγγιση όμως αυτή δεν έχει ακόμα φτάσει σε όλα τα άτομα που κινδυνεύουν σε όλα τα κράτη μέλη. Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό των ενεργητικών μέτρων στις δαπάνες για την αγορά εργασίας ακολούθησε ανοδική τάση σε γενικές γραμμές. Ο στόχος που καθορίστηκε στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση για την προσφορά ενεργητικών μέτρων, όπως είναι η κατάρτιση και η επιδοτούμενη απασχόληση, στο 20% των ανέργων γενικά επετεύχθη και το σημείο αναφοράς για τα τρία πιο προηγμένα κράτη μέλη αυξήθηκε μάλιστα από 20% σε περίπου 50% τα τελευταία χρόνια. Εκτός από την πορεία της σύγκλισης, η εστίαση σε ποσοτικούς στόχους απέδωσε αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την προώθηση του εκσυγχρονισμού των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης και τον αναπροσανατολισμό των δραστηριοτήτων τους τοποθέτησης και επανένταξης.

Στο πλαίσιο αυτό, το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας σε σχέση με τη συνολική ανεργία μειώθηκε από 50% σε 42% και η μακροχρόνια ανεργία μειώθηκε από το 5% του εργατικού δυναμικού το 1997 στο 3,2 % το 2001. Παρά το ότι η επιτυχία της πρόληψης και της ενεργοποίησης εξαρτάται από πολλούς γενικούς και ειδικούς παράγοντες, μπορούν να συναχθούν ορισμένα γενικά συμπεράσματα ως προς την αποτελεσματικότητα τυπικών μέτρων: τα μέτρα κατάρτισης αποδεικνύονται αποτελεσματικά για ορισμένες ομάδες-στόχους (π.χ. γυναίκες που επανέρχονται στην αγορά εργασίας, μορφωμένους μετανάστες). τα αποτελέσματα της επιδοτούμενης απασχόλησης είναι μικτά (η επιδοτούμενη απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα είναι πιο αποτελεσματική από τη δημιουργία θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα). οι οικονομικές ενισχύσεις για την αυτοαπασχόληση αποδίδουν θετικά αποτελέσματα, αν και μπορεί να είναι περιορισμένο το πεδίο εφαρμογής τέτοιων μέτρων. η παροχή βοήθειας για την αναζήτηση εργασίας ως βασικό μέτρο φαίνεται γενικώς αποτελεσματική. η εμπειρία δείχνει ότι τα αποτελέσματα μη εξατομικευμένων προγραμμάτων μεγάλης κλίμακας (όπως για τη νεολαία) είναι λιγότερο πειστικά, ίσως επειδή τα ευμεγέθη προγράμματα πάσχουν από έλλειψη επακριβούς στοχοθέτησης.

Τα θέματα της βιώσιμης ένταξης των ανέργων στην αγορά εργασίας, η παρακολούθηση των δικαιούχων και η σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας των ενεργητικών μέτρων αξίζουν περισσότερη προσοχή. Αυτό σημαίνει καλύτερη αναγνώριση σε πρώιμο στάδιο των ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο, και μέτρα πρόληψης και ενεργοποίησης ανάλογα με τις ανάγκες του ατόμου, ώστε να γίνει "η σωστή προσφορά στο σωστό άτομο τη σωστή στιγμή". Η εμπειρία δείχνει επίσης ότι, για να βελτιωθεί η παρακολούθηση και η αξιολόγηση των ενεργητικών μέτρων για την αγορά εργασίας, είναι ανάγκη να καταβληθούν μεγαλύτερες προσπάθειες για τη βελτίωση των ορισμών, των στατιστικών και των δεικτών.

Τα συστήματα φόρων-παροχών μεταρρυθμίζονται αλλά τα αντικίνητρα παραμένουν

Η ΕΣΑ ενθάρρυνε τις κυβερνήσεις να εισαγάγουν ή να συνεχίσουν ευνοϊκές για την απασχόληση μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική ασφάλιση και τη φορολογία, ανάλογα με τις εθνικές ιδιαιτερότητες. Τα περισσότερα κράτη μέλη με το πέρασμα του χρόνου εισήγαγαν στα συστήματα φόρου-παροχών κίνητρα για την ανάληψη εργασίας ή για την παράταση του επαγγελματικού βίου, συχνά σε συνδυασμό με ενεργητικά μέτρα. Ωστόσο, σε ορισμένα κράτη μέλη, οι περαιτέρω περιορισμοί ή όροι για τις παροχές εμπεριέχουν τον κίνδυνο να εμφανιστούν τα δυσμενή κοινωνικά φαινόμενα της φτώχειας ή της αδήλωτης εργασίας, και στις περιπτώσεις αυτές χρειάζεται βελτίωση της αλληλεπίδρασης των συστημάτων φόρων και παροχών.

Τα κράτη μέλη έχουν ευαισθητοποιηθεί περισσότερο σχετικά με τις παγίδες της ανεργίας, της φτώχειας και της συνταξιοδότησης, και υπάρχουν μερικά παραδείγματα επιτυχημένης αντιμετώπισής τους μέσω προσανατολισμένων στην απασχόληση μεταρρυθμίσεων στον τομέα των κοινωνικών παροχών ή των συστημάτων πρόωρης συνταξιοδότησης.

Να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην παράταση του επαγγελματικού βίου

Η μακροπρόθεσμη αντίληψη που διαφαίνεται στους στόχους της Λισσαβώνας και της Στοκχόλμης οδήγησε και σε μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση όσον αφορά την παράταση του επαγγελματικού βίου. Στις αρχές της ΕΣΑ, το θέμα αυτό καλυπτόταν κατά κύριο λόγο από το πρόγραμμα δράσης φόρων-παροχών, αποτέλεσε όμως ξεχωριστή κατευθυντήρια γραμμή το 2000 με ευρύτερο επίκεντρο. Σύμφωνα με την αξιολόγηση αντικτύπου, το ζήτημα των συστημάτων πρόωρης συνταξιοδότησης δεν έχει αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά στα περισσότερα κράτη μέλη. Αυτό επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα της κοινής έκθεσης [12] σχετικά με την αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, που υποβλήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης, σύμφωνα με τα οποία απαιτείται συνολική προσέγγιση όλου του κύκλου ζωής για την προώθηση της απασχολησιμότητας και της παράτασης του επαγγελματικού βίου και την αποτροπή της πρόωρης συνταξιοδότησης.

[12] "Αύξηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού και προώθηση της παράτασης του ενεργού επαγγελματικού βίου" έγγ. του Συμβουλίου αριθ. 6707 της 8ης Μαρτίου 2002, το οποίο εγκρίθηκε ως COM(2002) 9 τελικό της 24.01.2002

Παρά τις προσπάθειες, κίνδυνος για αυξημένα κενά στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση παραμένει

Η ΕΣΑ έδωσε σημαντική ώθηση στις πολιτικές για τη διά βίου μάθηση και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο να γίνει η διά βίου μάθηση υψηλή πολιτική προτεραιότητα. Η εκπαίδευση και η κατάρτιση χρησιμοποιούνται πλέον όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό ως εργαλεία πρόληψης και ενεργοποίησης για την αγορά εργασίας, με σκοπό την προώθηση της απασχολησιμότητας, της προσαρμοστικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Η εμφάνιση στενώσεων στην προσφορά και τη ζήτηση και κενών στις δεξιότητες [13] υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η απόκτηση προσόντων σε όλη τη διάρκεια της ζωής.

[13] Βλ. επίσης COM(2002)72 της 13.2.2002 Σχέδιο δράσης της Επιτροπής για τις δεξιότητες και την κινητικότητα.

Αυτό έχει συντελέσει στη διαμόρφωση μιας θετικής μακροπρόθεσμης τάσης όσον αφορά τη συμμετοχή στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση και το μορφωτικό επίπεδο [14]. Ωστόσο, η διά βίου μάθηση απέχει πολύ από το να ισχύει για όλους, όπως φαίνεται από το συνεχιζόμενο πολύ χαμηλό επίπεδο συμμετοχής των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων [15], των εργαζομένων στις ΜΜΕ και όσων έχουν ευέλικτες συμβάσεις εργασίας. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι υπάρχουν σημάδια αύξησης της απόστασης, όσον αφορά την πρόσβαση στην κατάρτιση, μεταξύ εκείνων με περιορισμένες δεξιότητες και εκείνων με ανώτερο μορφωτικό επίπεδο. Επιπλέον, παρά τις επιτυχίες σε ορισμένα κράτη μέλη, τα ποσοστά σχολικής αποτυχίας παραμένουν υψηλά, πάνω από 19%, παράγοντας στον οποίο συχνά οφείλεται η ανεργία των νέων.

[14] Το συνολικό ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού ηλικίας 25-64 ετών στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση αυξήθηκε από 5,7 % το 1995 σε 8,2 % το 2000 και το ποσοστό εκείνων που έχουν ολοκληρώσει τουλάχιστον ανώτερο κύκλο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αυξήθηκε από 52 % σε 60,3 % κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου.

[15] Τα άτομα ηλικίας 55-64 ετών είναι πέντε φορές λιγότερο πιθανό να πάρουν μέρος σε εκπαίδευση ή κατάρτιση από τα άτομα ηλικίας 25-34 ετών. Το ποσοστό συμμετοχής για όσους έχουν περιορισμένες δεξιότητες είναι 6,5 φορές χαμηλότερο από το αντίστοιχο εκείνων με υψηλές δεξιότητες και 4 φορές χαμηλότερο από το αντίστοιχο εκείνων με μέσου επιπέδου δεξιότητες. Το χάσμα των ποσοστών συμμετοχής μεταξύ εκείνων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και εκείνων με υψηλό μορφωτικό επίπεδο αυξήθηκε από 9,4 % το 1995 σε 13,3 % το 2000.

Η αξιολόγηση τονίζει ιδιαίτερα την ανάγκη να αυξηθεί η συμμετοχή των κρίσιμης σημασίας ομάδων, όπως είναι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι και όσοι διαθέτουν περιορισμένες δεξιότητες. Η σπουδαιότητα της συνεχιζόμενης κατάρτισης αναγνωρίζεται από όλους ως σημαντικός παράγοντας για την προώθηση ενός ευπροσάρμοστου, ανταγωνιστικού και παραγωγικού εργατικού δυναμικού και η κοινή ευθύνη για τη χρηματοδότηση της κατάρτισης του εργατικού δυναμικού φαίνεται να έχει γίνει αποδεκτή κατ' αρχήν, αλλά στην πράξη τα ποσοστά επενδύσεων για κάθε συντελεστή (κυβερνήσεις και κοινωνικοί εταίροι, επιχειρήσεις και μεμονωμένοι εργαζόμενοι) παραμένουν γενικά χαμηλά. Ορισμένα κράτη μέλη δοκιμάζουν συστήματα παροχής οικονομικών κινήτρων που απευθύνονται σε ιδιώτες αλλά και σε επιχειρήσεις, αλλά αυτά βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης και γενικώς απουσιάζουν οι σταθερές συνθήκες για τη χρηματοδότηση της συνεχιζόμενης κατάρτισης.

Απαιτείται συγκροτημένη δράση για μια αγορά εργασίας χωρίς αποκλεισμούς

Τα ενεργητικά μέτρα είχαν πρωταρχικό ρόλο στις πολιτικές των κρατών μελών για τη βελτίωση της πρόσβασης των μειονεκτούντων ατόμων (δηλ. άτομα με ειδικές ανάγκες, εθνικές μειονότητες, μετανάστες) στην αγορά εργασίας. Άλλες πρωτοβουλίες περιελάμβαναν νομοθετικές μεταρρυθμίσεις για την καταπολέμηση των διακρίσεων, ιδίως μέσα στο πλαίσιο της μεταφοράς των οδηγιών με βάση το άρθρο 13, και αυξημένη συνεργασία των φορέων που εμπλέκονται στην επανένταξη των μειονεκτούντων ατόμων.

Ωστόσο, η θέση των μειονεκτούντων ατόμων όσον αφορά την απασχόληση παραμένει αδύναμη, όπως φαίνεται από τη σταθερή απόσταση που υπάρχει μεταξύ των ποσοστών απασχόλησης των μειονεκτούντων ατόμων και του πληθυσμού γενικά. Φαίνεται ότι τα ενεργητικά μέτρα έχουν εμποδίσει τη διεύρυνση αυτού του χάσματος, ιδίως στην πρόσφατη περίοδο που παρατηρείται έντονη αύξηση των θέσεων εργασίας η οποία έχει δημιουργήσει ευνοϊκό κλίμα για την ένταξη των περισσότερο απασχολήσιμων εργαζομένων στην αγορά εργασίας. Η εμπειρία από ορισμένα κράτη μέλη παρείχε πειστικές αποδείξεις για την επιτυχία των μέτρων αυτών.

Για να υπάρξει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, η αξιολόγηση τονίζει την ανάγκη για καλύτερη προσαρμογή των ενεργών και προληπτικών μέτρων, για συνολικές προσεγγίσεις που να καλύπτουν τόσο την πλευρά της προσφοράς όσο και την πλευρά της ζήτησης (ευαισθητοποίηση των εργοδοτών, ενίσχυση των πολιτικών κατά των διακρίσεων), καθώς και στενότερη σύνδεση με τις ευρύτερες πολιτικές για την κοινωνική ένταξη. Επίσης τονίζεται η ανάγκη βελτίωσης της στατιστικής βάσης για την ανάπτυξη αυτών των μέτρων και για την αξιολόγησή τους.

2.2.3. Επιχειρηματικό πνεύμα: το κλειδί για τη δημιουργία θέσεων εργασίας

Επίκεντρο του άξονα «επιχειρηματικό πνεύμα» είναι η βελτίωση του επιχειρησιακού περιβάλλοντος, η ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών ως πηγής απασχόλησης και η φορολόγηση της εργασίας.

Ενδείξεις για θετικά αποτελέσματα του καλύτερου επιχειρησιακού περιβάλλοντος στην απασχόληση

Τα κράτη μέλη έχουν ανταποκριθεί με διάφορα ειδικά μέτρα στην απαίτηση για διοικητική απλοποίηση σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση (π.χ. με αξιολόγηση αντικτύπου της νέας νομοθεσίας, με περιορισμό των εμποδίων για τις νέες επιχειρήσεις, με απλούστερες και ηλεκτρονικές διαδικασίες εγγραφής των εταιρειών, με κίνητρα για την πρόσληψη πρόσθετου προσωπικού κ.λπ.) και ενέτειναν τα μέτρα καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας (από τις πρώτες προτεραιότητες μετά το 2001). Η πρόοδος που έχει συντελεστεί μπορεί να βελτιωθεί εάν ενταθούν οι προσπάθειες των κρατών μελών για τη μείωση των διοικητικών επιβαρύνσεων και την καλλιέργεια καλύτερου κλίματος για τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη.

Τα τελευταία χρόνια, το 90% των νέων θέσεων εργασίας δημιουργήθηκαν στον τομέα των υπηρεσιών. Οι ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας βοήθησαν τους ανέργους να δημιουργήσουν ή να καταλάβουν θέσεις εργασίας, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών και ένα μεγάλο μέρος αυτών των θέσεων εργασίας αποδείχθηκαν βιώσιμες. Ο χρόνος που απαιτείται για τη σύσταση επιχείρησης έχει μειωθεί αλλά έρευνες στο χώρο των ΜΜΕ δείχνουν ότι οι διοικητικές επιβαρύνσεις ακόμα θεωρούνται βασικό εμπόδιο για τις επιδόσεις των επιχειρήσεων.

Εκτός από τη μείωση του φόρου για τις μικρές επιχειρήσεις, τα θετικά αποτελέσματα των μέτρων για τη βελτίωση του επιχειρηματικού πνεύματος και της δημιουργίας θέσεων εργασίας μόνο να υποτεθούν είναι δυνατόν λόγω έλλειψης αξιόπιστων δεικτών και αξιολόγησης. Η ανάπτυξη στατιστικών και δεικτών για την παρακολούθηση του αντικτύπου των μέτρων στον τομέα του επιχειρηματικού πνεύματος πρέπει να θεωρηθεί προτεραιότητα.

Τα αποτελέσματα των φορολογικών μέτρων στην απασχόληση μπορούν να αυξηθούν περισσότερο

Η ανοδική τάση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης επί της εργασίας έχει αντιστραφεί, με μείωση σε επίπεδο ΕΕ γύρω στο 2% [16] μεταξύ του 1997 και του 2001. Η μείωση ήταν εμφανέστερη για τους χαμηλόμισθους - 3% κατά μέσο όρο - και επετεύχθη κυρίως χάρη στη μείωση των εισφορών για την κοινωνική ασφάλιση. Αυτό δείχνει μια τάση να γίνουν τα φορολογικά συστήματα περισσότερο φιλικά προς την απασχόληση. Η αξιολόγηση επιβεβαίωσε τα σαφή αποτελέσματα των φορολογικών μέτρων στη δημιουργία θέσεων εργασίας: ιδιαίτερα αποτελεσματικές είναι οι μειώσεις του φόρου μισθωτών υπηρεσιών και των εισφορών των εργοδοτών για την κοινωνική ασφάλιση που στοχεύουν στους χαμηλόμισθους εργαζόμενους, οι οποίοι γνωρίζουν την υψηλότερη εξάρτηση από τις παροχές. άλλα αποτελεσματικά μέτρα περιλαμβάνουν τις μειώσεις του φόρου ατομικού εισοδήματος και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων, τις φορολογικές ελαφρύνσεις για τη φροντίδα των παιδιών ή για τις εκπαιδευτικές δαπάνες, που απευθύνονται στις ευαίσθητες ομάδες.

[16] Προσωρινά βάσει του έμμεσου φορολογικού συντελεστή

Η πρακτική επιβεβαιώνει ότι οι μεταρρυθμίσεις στις παροχές και η φορολόγηση της εργασίας γενικά αντιμετωπίζονται από τα κράτη μέλη όλο και περισσότερο ως μέσα της πολιτικής για την απασχόληση που αλληλοσυμπληρώνονται. Ο συνδυασμός των μέτρων για τις παροχών και τους φόρους θα μπορούσε ωστόσο να βελτιωθεί με στόχο να μεγιστοποιηθεί ο αντίκτυπος στη συμμετοχή στην αγορά εργασίας ή να αποτραπεί η πρόωρη έξοδος από αυτήν.

2.2.4. Προσαρμοστικότητα: σύνθετη σχέση ευελιξίας, ασφάλειας και ποιότητας εργασίας

Οι ενέργειες που εμπίπτουν στον άξονα "προσαρμοστικότητα" αφορούν τον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης της εργασίας και του κανονιστικού πλαισίου, την εισαγωγή νέων μορφών εργασίας και δεξιοτήτων των εργαζομένων, με σκοπό τη βελτίωση της προσαρμοστικότητας των επιχειρήσεων. τέτοιου είδους ενέργειες απαιτούν την κοινή αρμοδιότητα κυβερνήσεων, κοινωνικών εταίρων και επιχειρήσεων.

Η ΕΣΑ βοήθησε τις δημόσιες αρχές, τους κοινωνικούς εταίρους και τις επιχειρήσεις να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή σε σημαντικές πτυχές της προσαρμοστικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Οι βασικές εξελίξεις της πολιτικής στον τομέα της προσαρμοστικότητας κατά την τελευταία πενταετία συνδέθηκαν με πιο ευέλικτες μορφές εργασιακών σχέσεων [17], και πιο ευέλικτες ρυθμίσεις του χρόνου εργασίας, ιδιαίτερα μέσω των ετήσιων περιόδων αναφοράς του χρόνου εργασίας, μειώνοντας έτσι τις υπερωρίες.

[17] Πολλές χώρες ενέκριναν νομοθεσία σχετικά με τη μερική απασχόληση π.χ. βλ. παράρτημα 2.

Τα κράτη μέλη, συχνά σε στενή διαβούλευση και συνεννόηση με τους κοινωνικούς εταίρους, μέσω του τριμερούς διαλόγου, προσέφεραν το νομικό πλαίσιο που διευκόλυνε τις εξελίξεις αυτές. Μέσα στο πλαίσιο που διαμορφώνεται από κάθε εθνικό θεσμικό περιβάλλον, οι κοινωνικοί εταίροι στα κατώτερα επίπεδα εκμεταλλεύτηκαν τις νέες ευκαιρίες που τους δόθηκαν και τις έκαναν πιο συγκεκριμένες στις διμερείς τους συμφωνίες.

Πέρα από τις ρυθμίσεις του χρόνου εργασίας, στο ευρύτερο πεδίο της οργάνωσης της εργασίας δεν έχει δοθεί ακόμη αρκετή προσοχή. Μια ευρύτερη προσέγγιση του εκσυγχρονισμού της οργάνωσης της εργασίας εξακολουθεί να λείπει, αν και πρέπει να αναγνωριστεί ότι έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος, ιδίως στον τομέα της διά βίου μάθησης [18].

[18] Ένα πλαίσιο δράσης για τη διά βίου ανάπτυξη προσόντων και δεξιοτήτων υιοθετήθηκε από τους ευρωπαίους κοινωνικούς εταίρους το Φεβρουάριο του 2002, ως συνέχεια της κοινής δήλωσής τους για τη διά βίου μάθηση που υποβλήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάακεν. Σχετική είναι και η πρόσφατη συμφωνία για την τηλεργασία.

Οι ρυθμίσεις του χρόνου εργασίας αντιμετωπίζονται όλο και λιγότερο ως μέσο ανακατανομής της εργασίας και αύξησης των διαθέσιμων θέσεων εργασίας και περισσότερο ως μέσο αύξησης της προσαρμοστικότητας στην οικονομική δραστηριότητα και επομένως της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της απασχόλησης. Από την άλλη πλευρά, η καθαρή δημιουργία θέσεων εργασίας σε ορισμένες χώρες οφείλεται εν μέρει στην αύξηση των ευέλικτων μορφών εργασίας (ορισμένου χρόνου, προσωρινή και μερική απασχόληση). Στις ομάδες τις οποίες αφορούν ιδιαίτερα οι ευέλικτες μορφές εργασίας περιλαμβάνονται οι νέοι και οι γυναίκες που επιστρέφουν στην αγορά εργασίας.

Οι κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση συνιστούν ισορροπία μεταξύ της ευελιξίας και της ασφάλειας. Οι πιο ορατές εξελίξεις σε σχέση με την ασφάλεια αφορούσαν την υγεία και την ασφάλεια. Ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία για μειονεκτήματα που εξακολουθούν να υφίστανται για συγκεκριμένους εργαζόμενους: όσοι έχουν συμβάσεις εργασίας μικρής διάρκειας και θέσεις εργασίας με χαμηλές αποδοχές ή/και χωρίς πρόσβαση σε κατάρτιση είναι αυτοί που κινδυνεύουν περισσότερο από αεργία και ανεργία. Όσοι περνούν από συχνά διαστήματα ανεργίας και αεργίας έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να βγουν εκτός αγοράς εργασίας για μεγάλες περιόδους. Οι έρευνες δείχνουν ότι η αντίληψη των εργαζομένων για τις ευέλικτες μορφές εργασίας είναι σε γενικές γραμμές αρνητική, αντίθετα από την άποψη των εργοδοτών [19]: μόνο το 28% των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου δήλωσαν ότι επέλεξαν αυτοβούλως αυτήν την εργασιακή σχέση, σε σύγκριση με το 72% από όσους έχουν συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης.

[19] Στο πλαίσιο αυτό, οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν μία ad hoc έρευνα του Ευρωβαρόμετρου Flash (αριθ. 120) για την ευέλικτη εργασία.

2.2.5. Ίσες ευκαιρίες μεταξύ γυναικών και ανδρών: μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση αλλά ανεπαρκής αξιολόγηση

Ο άξονας "ίσες ευκαιρίες" αποσκοπεί στο να δώσει τη δυνατότητα σε γυναίκες και άνδρες να εργάζονται με ίσες ευκαιρίες και ίσες αρμοδιότητες. Οι κατευθυντήριες γραμμές υποστηρίζουν την προσέγγιση ενσωμάτωσης της διάστασης του φύλου, την αντιμετώπιση του χάσματος των φύλων και το συνδυασμό του επαγγελματικού και του οικογενειακού βίου.

Η ισότητα των φύλων γνώρισε μεγάλη ώθηση μέσω της ΕΣΑ. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις εθνικές αξιολογήσεις και από μία ποιοτική έρευνα που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής. Σημαντικό στοιχείο ήταν η απαίτηση για ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου σε όλους τους άξονες των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση από το 1999. Το χάσμα μεταξύ των φύλων στην απασχόληση, στην ανεργία, στις αμοιβές και στην εκπροσώπηση δημιούργησε τομείς συγκεκριμένων δράσεων για τα κράτη μέλη. Ο συνδυασμός του επαγγελματικού και του οικογενειακού βίου έγινε πολιτική προτεραιότητα σε όλα τα κράτη μέλη και πολλά από αυτά ενέτειναν τις προσπάθειές τους για να αυξηθεί η διαθεσιμότητα υπηρεσιών φροντίδας για τα παιδιά.

Κατά την περίοδο 1997-2001 το μεγαλύτερο μέρος των νέων θέσεων εργασίας κατέλαβαν γυναίκες και το ποσοστό απασχόλησής τους αυξήθηκε από 50,6% σε 54,9%. Το χάσμα μεταξύ των φύλων σε ποσοστά απασχόλησης μειώθηκε από 20% σε 18 % από το 1997, ενώ η διαφορά τους ως προς την ανεργία περιορίστηκε από 12 % σε 9 %. Ωστόσο, οι διαφορές μεταξύ των φύλων (συμπεριλαμβανομένης της διαφοράς ως προς τις αμοιβές της τάξης του 16% [20] κατά μέσο όρο) είναι ακόμα μεγάλες και πρέπει να αντιμετωπιστούν προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της Λισσαβώνας και της Στοκχόλμης.

[20] Αριθμητικά στοιχεία για το 1998 στον ιδιωτικό τομέα δείχνουν διαφορές από 7% έως 24% μεταξύ των κρατών μελών.

Η αξιολόγηση δείχνει ότι πολύ συχνά οι κυβερνήσεις έχουν την τάση να βλέπουν τη μείωση του χάσματος μεταξύ των φύλων στην απασχόληση και στην ανεργία ως αποτέλεσμα της οικονομικής μεγέθυνσης και των καλύτερων συνθηκών-πλαισίου για τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, και δεν παρακολουθούν επαρκώς τον αντίκτυπο των μέτρων που εφαρμόζουν, όπως απαιτούν οι κατευθυντήριες γραμμές. Η περαιτέρω πρόοδος για την επίτευξη των στόχων που αφορούν την απασχόληση των γυναικών πρέπει να παρακολουθείται στενά, οι πολιτικές να ενισχύονται και ο αντίκτυπος να αξιολογείται συστηματικότερα. Η μείωση του χάσματος μεταξύ των φύλων στους διάφορους τομείς απαιτεί την ενεργό συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, ιδιαίτερα στον τομέα της αμοιβής και της γονικής άδειας. Η πρόβλεψη για τη φροντίδα των παιδιών, που απαιτεί την άμεση αρμοδιότητα των δημόσιων αρχών προκύπτει ως τομέας προτεραιότητας για άμεση κυβερνητική δράση, και στη σύνοδο κορυφής της Βαρκελώνης καθορίστηκαν νέοι ποσοτικοί στόχοι [21] για το 2010 ως προς αυτό.

[21] Βελτίωση της παροχής υπηρεσιών φροντίδας για τα παιδιά έως το 2010 με στόχο να καλυφθεί τουλάχιστον το 90% των παιδιών ηλικίας μεταξύ 3 ετών και σχολικής ηλικίας και τουλάχιστον το 33% των παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών.

2.3. Η διαδικασία του Λουξεμβούργου αποδείχτηκε αποτελεσματική στη διαμόρφωση πολιτικής συνεργασίας

Η "ανοικτή μέθοδος συντονισμού" της διαδικασίας του Λουξεμβούργου απέδειξε την αξία της και θεωρήθηκε από τη σύνοδο κορυφής της Λισσαβώνας το 2000 πρότυπο που πρέπει να μεταφερθεί και σε άλλα πεδία πολιτικής (όπως η κοινωνική ένταξη).

Ένα πλαίσιο για την ενεργό συνεργασία των διαφόρων συντελεστών

Η ΕΣΑ αναγνώρισε το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι κοινωνικοί εταίροι σε πολλούς τομείς που συνδέονται με την απασχόληση. Ενώ οι αρχικές κατευθυντήριες γραμμές αναφέρονταν στους κοινωνικούς εταίρους μόνο σε σχέση με τον ειδικό τομέα της προσαρμοστικότητας, ο ευρύτερος ρόλος και η αναγνώριση των κοινωνικών εταίρων ήρθε με τη σύνοδο κορυφής της Λισσαβώνας. Ένας οριζόντιος στόχος σήμερα καλεί αφενός τα κράτη μέλη να αναπτύξουν τη σύμπραξη με τους κοινωνικούς εταίρους και αφετέρου τους κοινωνικούς εταίρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο να καθορίσουν τη συμβολή τους στη διαδικασία.

Η συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στην προετοιμασία των ΕΣΔ σε εθνικό επίπεδο βελτιώνεται σταθερά, αν και η προβολή της συμβολής τους στην εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Η πρόσκληση που έγινε στους κοινωνικούς εταίρους να ορίσουν τη δική τους διαδικασία εφαρμογής [22] δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί, αλλά έχουν υπάρξει ενθαρρυντικές πρωτοβουλίες που τονίζουν τον όλο και πιο ενεργό ρόλο των κοινωνικών εταίρων στις κατευθυντήριες γραμμές. Οι δυνατότητες συνεργασίας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν ακόμη περισσότερο.

[22] Οριζόντιος στόχος Δ και κατευθυντήρια γραμμή 13

Η ΕΣΑ ενίσχυσε την ανάπτυξη της τοπικής διάστασης των πολιτικών απασχόλησης, όπως αποδεικνύεται από την εμφάνιση κατά τα τελευταία χρόνια περιφερειακών και τοπικών σχεδίων δράσης (ΠΣΔ και ΤΣΔ). Οι τοπικές και οι περιφερειακές αρχές, είτε ως φορείς παροχής κοινωνικών υπηρεσιών είτε ως τοπικοί εργοδότες, γίνονται όλο και περισσότερο εταίροι στην εφαρμογή των πολιτικών για την απασχόληση, και όχι μόνο μέσω της χρήσης του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, οι προτεραιότητες του οποίου ευθυγραμμίστηκαν με την ΕΣΑ το 2000.

Νέες μέθοδοι εργασίας για την υποστήριξη της συνεργασίας

Ένα αναγνωρισμένο ισχυρό σημείο της διαδικασίας του Λουξεμβούργου είναι η πολυμερής εποπτεία. Με βάση την υποβολή ετήσιων εκθέσεων και τους συγκρίσιμους δείκτες που έχουν συμφωνηθεί, έχει προκαλέσει "τάση σύγκλισης" προς τις καλύτερες επιδόσεις στην ΕΕ. Ο ορισμός των δεικτών και των στόχων σε επίπεδο ΕΕ είχε ένα ιδιαίτερα ενθαρρυντικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, τα κράτη μέλη φάνηκαν συχνά απρόθυμα να θέσουν τους δικούς τους εθνικούς στόχους.

Η ετήσια υποβολή εκθέσεων και παρακολούθηση οδήγησε σε μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και η διαδικασία επανεξέτασης από ομότιμους που δημιουργήθηκε για να αξιολογηθεί η δυνατότητα μεταφοράς των ορθών πρακτικών [23] έδωσε τη δυνατότητα να γίνουν σε βάθος αξιολογήσεις. Πολλά κράτη μέλη ενίσχυσαν τις διμερείς επαφές τους και εμπνεύστηκαν από τις προσεγγίσεις άλλων κρατών μελών. Η σύσταση της επιτροπής απασχόλησης, μέσα στο πλαίσιο της οποίας συναντώνται σε τακτά χρονικά διαστήματα οι ανώτεροι υπάλληλοι κάθε κράτους μέλους που έχουν επιφορτιστεί με το σχεδιασμό και την εφαρμογή των εθνικών πολιτικών για την απασχόληση, διευκόλυνε κατά πολύ τις στενότερες αυτές επαφές.

[23] Βλ. http://peerreview.almp.org

Η διοργανική συνεργασία σε επίπεδο ΕΕ έγινε στενότερη μεταξύ των διαφόρων συνθέσεων του Συμβουλίου (ιδίως του EcoFin και των υπουργών Απασχόλησης/Κοινωνικών Υποθέσεων) και των αντίστοιχων επιτροπών τους [24], καθώς και μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής που είναι αρμόδιες για το σχεδιασμό και την παρακολούθηση των διαδικασιών πολιτικής που συνδέονται με την απασχόληση (π.χ. στους τομείς της εκπαίδευσης/κατάρτισης, της οικονομικής πολιτικής, της φορολογίας ή του επιχειρηματικού πνεύματος). Η συνεργασία Επιτροπής και Συμβουλίου, κυρίως μέσω της επιτροπής απασχόλησης, ενισχύθηκε. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμμετείχε ενεργά στην ετήσια διαδικασία επανεξέτασης και συνέβαλε με τον τρόπο αυτό στην ανάπτυξη της στρατηγικής. Πολύτιμη υπήρξε επίσης και η συμβολή των άλλων θεσμικών οργάνων. Η έμφαση που δόθηκε στην απασχόληση περισσότερο παρά στις πολιτικές για την αγορά εργασίας είχε ως επακόλουθο τη στενότερη συνεργασία των υπουργικών τμημάτων για την ετήσια προετοιμασία των Εθνικών Σχεδίων Δράσης (ΕΣΔ) σε εθνικό επίπεδο. Οι δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης, οι οποίες εκπροσωπούνται σ' ένα ενεργό δίκτυο σε επίπεδο ΕΕ, κινητοποιήθηκαν ιδιαίτερα σχετικά με τις προτεραιότητες της ΕΕ.

[24] Π.χ. η επιτροπή απασχόλησης, η επιτροπή οικονομικής πολιτικής και η επιτροπή κοινωνικής προστασίας

Παρόλο που τα κύρια χαρακτηριστικά της ανοικτής μεθόδου συντονισμού πρέπει να διατηρηθούν, λόγω των πλεονεκτημάτων που προαναφέρθηκαν, πρέπει να αντιμετωπιστούν ορισμένοι κίνδυνοι οι οποίοι εμφανίστηκαν, ώστε να διατηρηθεί η δυναμική της ΕΣΑ. Η εμφάνιση σειράς "διαδικασιών ανοικτού συντονισμού" σε συναφείς τομείς (ιδίως της κοινωνικής ένταξης, της εκπαίδευσης και κατάρτισης και των συντάξεων) απαιτεί στενό συντονισμό και συνέργεια. Υπάρχει επίσης ανάγκη να αντιμετωπιστεί η εντύπωση που έχει δημιουργηθεί για πολυπλοκότητα της διαδικασίας. Περισσότερες προσπάθειες απαιτούνται και για τη διάδοση της ΕΣΑ, σε επίπεδο ΕΕ αλλά και σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

3. ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που περιγράφεται παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι οι κυριότερες προτεραιότητες των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση παραμένουν σε γενικές γραμμές εν ισχύ για το μέλλον και ότι απαιτούνται περαιτέρω μεταρρυθμίσεις των πολιτικών. Η αξιολόγηση καθώς και οι διάφορες απόψεις που έχουν κατατεθεί έως τώρα στη συζήτηση σχετικά με το μέλλον της ΕΣΑ, και ιδιαίτερα τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης, έδωσαν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να προσδιορίσει τα τέσσερα κύρια θέματα για τη μεταρρύθμιση της ΕΣΑ τα οποία πρέπει να εξεταστούν αναλυτικότερα.

3.1. Ανταπόκριση σε μεσοπρόθεσμες προκλήσεις

Το πλαίσιο της ΕΣΑ αλλάζει. Παρόλο που η έκταση της ανεργίας αποτελούσε την κυρίαρχη πρόκληση για την αγορά εργασίας της ΕΕ όταν ξεκίνησε η διαδικασία του Λουξεμβούργου, τα τελευταία χρόνια έχουν παρατηρηθεί αυξημένες δυσκολίες πρόσληψης σε ορισμένες περιφέρειες και τομείς της ΕΕ. Η συνύπαρξη συνεχιζόμενων υψηλών επιπέδων ανεργίας και στενώσεων θα μπορούσε πολύ καλά να χαρακτηρίσει την περίοδο που έρχεται. Οι δημογραφικές τάσεις προοιωνίζουν ένα γηράσκον εργατικό δυναμικό και ακόμη τη μείωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας, προκαλώντας σοβαρές ανησυχίες και για τη βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Η παγκοσμιοποίηση, οι τεχνολογικές εξελίξεις και η στροφή προς μια κοινωνία βασισμένη στη γνώση και στην πληροφορία επιταχύνουν το ρυθμό της οικονομικής και κοινωνικής αναδιάρθρωσης. Είναι αναγκαίο να προωθηθεί η μεγαλύτερη εξοικείωση με την κοινωνία της πληροφορίας και η ευρύτερη συμμετοχή σε αυτήν. Ο επαγγελματικός βίος επίσης γίνεται πιο σύνθετος καθώς οι μορφές εργασίας γίνονται πιο ακανόνιστες και ένας αριθμός μεταβατικών καταστάσεων πρέπει να ληφθούν υπόψη, όπως μεταξύ θέσεων εργασίας, μεταξύ διαφόρων μορφών εργασίας και μεταξύ εργασίας και κατάρτισης, διακοπής της σταδιοδρομίας και περιόδων φροντίδας. Η πρόβλεψη, η προσαρμοστικότητα και η προώθηση των αλλαγών έχουν ουσιαστική σημασία για την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, καθώς και για τη μεγαλύτερη παραμονή των ανθρώπων στην εργασία και την πρόληψη του κοινωνικού αποκλεισμού. Η ίδια η έννοια της επένδυσης αλλάζει καθώς το ανθρώπινο δυναμικό αναλαμβάνει έναν κρίσιμο ρόλο στην πορεία για τη μεγέθυνση, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή. Η μετανάστευση από τρίτες χώρες προς την ΕΕ σήμερα είναι μια πραγματικότητα που δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί. Παρόλο που η μετανάστευση δεν μπορεί να προσφέρει την απάντηση στη δημογραφική πτώση ή στην έλλειψη δεξιοτήτων στην ΕΕ [25], η σωστά σχεδιασμένη οικονομική μετανάστευση [26] μπορεί να συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος του ελλείμματος εργατικού δυναμικού στο μέλλον, αυξάνοντας την απασχόληση και την οικονομική μεγέθυνση.

[25] Βλ. έκθεση για την κοινωνική κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2002.

[26] Στην πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τη μισθωτή απασχόληση και την άσκηση ανεξάρτητων οικονομικών δραστηριοτήτων, που υπέβαλε η Επιτροπή (COM(2001)386 της 11.7.2001), η Επιτροπή έχει ήδη προτείνει ένα διαφανές κοινό νομικό πλαίσιο για την οικονομική μετανάστευση.

Η επικείμενη διεύρυνση της ΕΕ θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του μεγέθους της αγοράς εργασίας της ΕΕ κατά 30 % [27] και θα φέρει μεγαλύτερη ποικιλομορφία. Παρά το γεγονός ότι οι προκλήσεις στις αγορές εργασίας των υποψήφιων χωρών δεν διαφέρουν ως προς τη φύση τους σε μεγάλο βαθμό από αυτές που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη, είναι πολλές φορές οξύτερες [28] και απαιτούν σημαντικές αναδιαρθρώσεις. Οι υποψήφιες χώρες και η Επιτροπή έχουν διμερώς καταρτίσει κοινές αξιολογήσεις της κατάστασης της απασχόλησης και των προκλήσεων για κάθε χώρα με αναφορά στις προτεραιότητες της ΕΣΑ. Οι εκθέσεις προόδου γι' αυτές τις κοινές αξιολογήσεις υποβάλλονται τώρα και θα εξεταστούν από την Επιτροπή πριν από τα τέλη του 2002.

[27] 71 εκατ. άτομα σε ηλικία εργασίας μπορεί να προστεθούν στα 248 εκατ. των δεκαπέντε (στοιχεία για τις 12 υποψήφιες χώρες, έτος 2000)

[28] Οι προς ένταξη χώρες αντιμετωπίζουν βραδύ ρυθμό αύξησης της απασχόλησης, με ποσοστό απασχόλησης περίπου 58% κατά μέσο όρο το 2001 (ΕΕ: 63,9%). υψηλά ποσοστά ανεργίας (περίπου 13% κατά μέσο όρο το 2001 σε σύγκριση με 7,4% στην ΕΕ), ιδίως για τη νεολαία. χαμηλό επίπεδο δεξιοτήτων. γήρανση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και περιφερειακές ανισότητες. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τις διαφορές μεταξύ των φύλων ως προς την απασχόληση, οι επιδόσεις των υποψήφιων χωρών είναι παρόμοιες με εκείνες των χωρών της ΕΕ για ιστορικούς λόγους.

Οι γενικοί στόχοι της ΕΣΑ πρέπει να εξεταστούν, μεταξύ άλλων, και μέσα στο προαναφερθέν πλαίσιο. Η αύξηση των ποσοστών απασχόλησης για να επιτευχθούν οι στόχοι της Λισσαβώνας και της Στοκχόλμης αποτελούν επίκεντρο της στρατηγικής της Λισσαβώνας. Αυτό θα γίνεται όλο και περισσότερο προϋπόθεση - όχι μόνο για να μειωθεί η ανεργία - αλλά και για να στηριχθεί η οικονομική μεγέθυνση και να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κοινωνικού μας μοντέλου. Ωστόσο, η οικονομική μεγέθυνση θα εξαρτηθεί και από την παραγωγικότητα της εργασίας. Η πρόκληση για την ΕΣΑ - εάν πρόκειται να υποστηρίξει την ανάδειξη της ΕΕ ως ανταγωνιστικότερης οικονομίας έως το 2010 - θα είναι να δημιουργηθούν περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας που θα είναι και παραγωγικότερες. Η προώθηση της ποιότητας στην εργασία [29], που ενισχύει την απασχόληση - κάνοντας ελκυστικότερες τις θέσεις εργασίας και την εργασία πραγματική επιλογή -, τη διαμόρφωση μιας αγοράς εργασίας χωρίς αποκλεισμούς και την παραγωγικότητα, πρέπει να εξεταστεί ως ένας τρόπος για την αξιοποίηση του δυναμικού του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου ως παραγωγικού συντελεστή, βάσει συνεργειών μεταξύ περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας. Η μείωση των ανισοτήτων, που εξακολουθούν να υπάρχουν όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, σε κοινωνικοοικονομικό και περιφερειακό επίπεδο, είναι ζήτημα δικαιοσύνης αλλά και αποτελεσματικότητας. Βασιζόμενη στις παραπάνω σκέψεις, η Επιτροπή έχει εντοπίσει τρεις κυρίως προκλήσεις για τις μελλοντικές κατευθυντήριες γραμμές:

[29] "Πολιτική απασχόλησης και κοινωνική πολιτική - ένα πλαίσιο για την επένδυση στην ποιότητα" - COM(2001)313 της 20.6.2001

- αύξηση των ποσοστών απασχόλησης και συμμετοχής σύμφωνα με τους στόχους της Λισσαβώνας και της Στοκχόλμης, ώστε να μειωθεί η ανεργία

- βελτίωση της ποιότητας στην εργασία και δημιουργία παραγωγικών θέσεων εργασίας

- προώθηση μιας αγοράς εργασίας χωρίς αποκλεισμούς, με περιορισμό των ανισοτήτων σε κοινωνικό (συμπεριλαμβανομένου του φύλου) και τοπικό επίπεδο.

Η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό, η ανάπτυξη των δεξιοτήτων και η διά βίου μάθηση είναι σημαντικά για να απαντηθούν οι προκλήσεις αυτές.

Η συζήτηση για το μέλλον της ΕΣΑ μπορεί να εστιαστεί στον τρόπο με τον οποίο οι μελλοντικές κατευθυντήριες γραμμές θα στηρίξουν τις φιλοδοξίες και τους στόχους της στρατηγικής τής Λισσαβώνας. Η ευθυγράμμιση του χρονικού πλαισίου των επόμενων κατευθυντήριων γραμμών με την προθεσμία του 2010, όπως ζητούν τα συμπεράσματα της Βαρκελώνης, θα υποστηρίξει τη γενική συνέπεια με το πρόγραμμα δράσης της Λισσαβώνας.

Η ΕΣΑ πρέπει να λάβει πλήρως υπόψη την εμπειρία και τα επιτεύγματα των περασμένων πέντε ετών. Η εμπειρία έχει δείξει την ανάγκη συνέχισης και επιμονής έως ότου μπορέσουν οι πολιτικές να εφαρμοστούν και να αποδώσουν τα επιθυμητά αποτελέσματα στην αγορά εργασίας. Μέσα στο μεταβαλλόμενο πλαίσιο, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η ΕΣΑ αποδεικνύει την αξία της ως μια στρατηγική για την προώθηση και τη διαχείριση της αλλαγής ώστε να διευκολύνει και να συνοδεύει τους βαθείς οικονομικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς τόσο στα νέα όσο και στα υπάρχοντα κράτη μέλη. Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο θα διαδραματίσει το ρόλο του στη στήριξη αυτών των μετασχηματισμών, ως το οικονομικό σκέλος της ΕΣΑ. Το ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο ανεργίας στις υποψήφιες χώρες θα ενδυναμώσει ακόμη περισσότερο τη συνάφεια των ενεργητικών μέτρων με την προληπτική προσέγγιση, απαιτώντας αποτελεσματικές και αποδοτικές υπηρεσίες απασχόλησης. Η προώθηση ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις ώστε να δημιουργούν θέσεις απασχόλησης πρέπει να παραμείνει προτεραιότητα, όπως είναι και η ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας στην αγορά εργασίας. Συγκεκριμένα, οι συνθήκες που επιτρέπουν τη μετάβαση από τη μισθωτή στην ανεξάρτητη εργασία, διασφαλίζοντας παράλληλα την ποιότητα στην εργασία, αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής. Σύμφωνα με την κοινή έκθεση (βλ. υποσημείωση 12), η ΕΣΑ πρέπει να υποστηρίξει μια προσέγγιση που να καλύπτει όλο τον κύκλο ζωής ώστε να αυξηθεί η συμμετοχή του εργατικού δυναμικού και να προωθηθεί η παράταση του επαγγελματικού βίου, βασιζόμενη στη διαθεσιμότητα και την ελκυστικότητα των θέσεων εργασίας, την ανταμοιβή από την εργασία, σε ένα εργατικό δυναμικό με υψηλές δεξιότητες, καθώς και σε μέτρα που θα κάνουν την εργασία πραγματική επιλογή για όλους και την αγορά εργασίας χωρίς αποκλεισμούς πραγματικότητα. Αυτό θα απαιτήσει, μεταξύ άλλων, την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας με πιο αποφασιστικό τρόπο. Η εταιρική κοινωνική ευθύνη μπορεί να συμβάλει σημαντικά σε πολλούς τομείς προτεραιότητας για την ΕΣΑ.

Για να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική παρακολούθηση της προόδου που πραγματοποιείται σε σχέση με τους στόχους της ΕΣΑ, πρέπει να εξακολουθήσει να αποτελεί πολιτική προτεραιότητα η ανάπτυξη πρόσφορων και συγκρίσιμων στατιστικών και δεικτών.

3.2. Απλοποίηση των κατευθυντήριων γραμμών, χωρίς να υπονομευτεί η αποτελεσματικότητά τους

Οι τρέχουσες κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση θεωρούνται γενικά πολύπλοκες. Οι πρώτες κατευθυντήριες γραμμές (για το 1998) περιελάμβαναν 19 συγκεκριμένες ενέργειες και για τους τέσσερις άξονες. Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2002 περιλαμβάνουν 18 ενέργειες για τους ίδιους τέσσερις άξονες. Ωστόσο, τα περισσότερα από αυτά τα σημεία ενεργειών τώρα υποδιαιρούνται σε διάφορους τίτλους. Επιπλέον, τα τελευταία δύο χρόνια προστέθηκαν έξι "οριζόντιοι στόχοι". Το αποτέλεσμα των τροποποιήσεων αυτών, που συνδέεται με τη διαδικασία της ετήσιας επανεξέτασης, είναι μια ασάφεια στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση και, σε ό,τι αφορά τους άξονες, μερική απώλεια της εσωτερικής συνοχής τους.

Η απλοποίηση των κατευθυντήριων γραμμών θα αποσαφήνιζε τις προτεραιότητες, θα διευκόλυνε την επικοινωνία με όλους τους συντελεστές και θα καθιστούσε αποτελεσματικότερη την παρακολούθηση. Η απλοποίηση αυτή θα μπορούσε να επιτευχθεί κυρίως μέσω:

- του σαφέστερου ορισμού των γενικών βελτιώσεων που επιδιώχθηκαν στην αγορά εργασίας της ΕΕ μέσω της ΕΣΑ, ως συμβολή στη στρατηγική της Λισσαβώνας

- της επικέντρωσης στις προτεραιότητες

- της ιδιαίτερης έμφασης στα αποτελέσματα που πρέπει να επιτευχθούν

- της εστίασης στην υλοποίηση, παρά στην ετήσια επεξεργασία των κατευθυντήριων γραμμών, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Βαρκελώνης.

Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετές προϋποθέσεις που πρέπει να τηρηθούν για να διατηρηθεί η αποτελεσματικότητα των κατευθυντήριων γραμμών.

Πρώτον, οι κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να εξακολουθήσουν να έχουν ευρύ πεδίο πολιτικής το οποίο να καλύπτει το φάσμα των πολιτικών που συμβάλλουν στους στόχους της απασχόλησης και στον ολοκληρωμένο χαρακτήρα της ΕΣΑ. Η στρατηγική δεν μπορεί παρά να σχεδιαστεί σε στενή συνάρθρωση με τις μακροοικονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές, που ευνοούν τη μεγέθυνση και την ανταγωνιστικότητα, καθώς και με τις πολιτικές που προωθούν την κοινωνική ένταξη. Η συνεργία με τις άλλες σχετικές διαδικασίες πολιτικής πρέπει να αξιοποιηθεί στο μέγιστο δυνατόν.

Δεύτερον, υπάρχει ανάγκη για μεγαλύτερη σταθερότητα των κατευθυντήριων γραμμών ώστε να τονιστεί μια προσέγγιση προσανατολισμένη στο αποτέλεσμα. Η εμπειρία έχει δείξει ότι ο σχεδιασμός, η έγκριση και η εφαρμογή σημαντικών μέτρων για την αγορά εργασίας συχνά απαιτούν πολύ χρόνο, και ακόμη περισσότερο χρόνο απαιτεί η απόδειξη του αντικτύπου τους στην αγορά εργασίας (π.χ. εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών απασχόλησης, μεταρρύθμιση των φορολογικών συστημάτων κ.λπ.). Η τακτική προσθήκη νέων προτεραιοτήτων ή στόχων στις κατευθυντήριες γραμμές, όταν γίνεται η ετήσια επανεξέταση, δεν βελτιώνει την αποτελεσματικότητα. Αν και πρέπει να διατηρηθεί ένα περιθώριο χειρισμών, πρέπει να αποφευχθούν αλλαγές πριν από το 2006, όταν θα πραγματοποιηθεί η ενδιάμεση αξιολόγηση σύμφωνα και με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης.

Τρίτον, η αρχή της ετήσιας υποβολής εκθέσεων από τα κράτη μέλη σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί από την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών, η οποία προβλέπεται από τη Συνθήκη, πρέπει να γίνεται σεβαστή, συμβαδίζοντας με την απαίτηση της Βαρκελώνης για ευθυγράμμιση των διαδικασιών και επικέντρωση στην εφαρμογή. Αυτό αποτελεί τη βάση της πολυμερούς εποπτείας, η οποία στη διαδικασία του Λουξεμβούργου απέδειξε την ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία της και είναι το βασικό εργαλείο για την παρακολούθηση της ανταπόκρισης των κρατών μελών στις ιδιαίτερες συστάσεις που τους απευθύνει το Συμβούλιο. Παρόλο που η σταθερότητα των κατευθυντήριων γραμμών θα τυποποιούσε και θα ελάφρυνε το βάρος της ετήσιας υποβολής εκθέσεων, η δυνατότητα περαιτέρω απλοποίησης πρέπει να εξεταστεί, ιδίως με την επικέντρωση στις νέες εξελίξεις πολιτικής και στην παρακολούθηση των συστάσεων. Η εστίαση στην εφαρμογή πρέπει επίσης να αντικατοπτρίζεται στην ετήσια κοινή έκθεση για την απασχόληση. Ενώ ένα ενιαίο σύνολο κατευθυντήριων γραμμών θα απευθύνονται σε όλα τα κράτη μέλη σε μια αγορά εργασίας η οποία διαρκώς διαφοροποιείται στην ΕΕ, οι ειδικές για κάθε χώρα συστάσεις για την απασχόληση θα επιτρέπουν την αιτιολογημένη διαφοροποίηση μεταξύ των κρατών μελών ανάλογα με τις συγκεκριμένες προκλήσεις και τα ειδικά χαρακτηριστικά του καθενός.

3.3. Βελτίωση της διακυβέρνησης και της σύμπραξης

Η αξιολόγηση της ΕΣΑ έχει επιβεβαιώσει τα οφέλη της προσέγγισης της σύμπραξης για την ανάπτυξη και την εφαρμογή της ΕΣΑ και έχει υπογραμμίσει τις δυνατότητες βελτιώσεων που υπάρχουν.

Συνεργασία με τις οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων και μεταξύ τους συνεργασία

Η πρόοδος σε βασικά ζητήματα για την ΕΣΑ, όπως είναι η διά βίου μάθηση, η παράταση του επαγγελματικού βίου, η ισότητα των φύλων ή ο εκσυγχρονισμός της οργάνωσης της εργασίας, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ενεργό υποστήριξη των κοινωνικών εταίρων. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης παρότρυνε του κοινωνικούς εταίρους να θέσουν τις στρατηγικές τους για τους διάφορους τοπικούς και κλαδικούς τομείς στην υπηρεσία της στρατηγικής της Λισσαβώνας και ζήτησε να ενισχυθεί ο ρόλος και η ευθύνη των κοινωνικών εταίρων όσον αφορά την εφαρμογή και την παρακολούθηση των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση. Η δήλωση που έκαναν οι κοινωνικοί εταίροι πριν από τη σύνοδο κορυφής του Λάακεν το Δεκέμβριο του 2001 προσφέρει μια στέρεη βάση για τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου των κοινωνικών εταίρων στην ΕΣΑ. Οι κοινωνικοί εταίροι θα μπορέσουν να συμβάλουν στους γενικούς προσανατολισμούς της πολιτικής που καλύπτουν το συνολικό πρόγραμμα δράσης της Λισσαβώνας, στο πλαίσιο της τριμερούς κοινωνικής διάσκεψης κορυφής για τη μεγέθυνση και την απασχόληση που έχει προταθεί, και η Επιτροπή θα τους καλέσει σε διαβουλεύσεις κατά την προετοιμασία των επόμενων κατευθυντήριων γραμμών. Η διευρυμένη ευθύνη των κοινωνικών εταίρων και η συνεισφορά τους στην εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών πρέπει να αναγνωριστούν, με απόλυτο σεβασμό της αυτονομίας τους. Οι κοινωνικοί εταίροι σε ευρωπαϊκό επίπεδο μπορούν να ενσωματώσουν τις προτεραιότητες της ΕΣΑ στο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας τους, το οποίο βρίσκεται στο στάδιο της προετοιμασίας. Επιπλέον, η Επιτροπή έχει ενθαρρύνει τις οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων σε επίπεδο ΕΕ να διερευνήσουν τις δυνατότητες της "ανοικτής μεθόδου συντονισμού" για να αναπτύξουν σχέσεις με τους εθνικούς ομολόγους τους.

Ακόμη, συμπληρωματικά προς τους κοινωνικούς εταίρους, από πολλά κράτη μέλη αναγνωρίστηκε ως ουσιαστικό εργαλείο η αποτελεσματικότερη συμμετοχή των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και πρέπει να ενισχυθεί.

Συνεργασία σε διάφορα τοπικά επίπεδα

Η κινητοποίηση των συντελεστών σε όλα τα σχετικά τοπικά επίπεδα είναι επίσης πολύ σημαντική για την ικανοποιητική απόδοση της ΕΣΑ. Στα περισσότερα κράτη μέλη οι αρμοδιότητες για τις διάφορες πτυχές των πολιτικών για την απασχόληση μοιράζονται σε διάφορα τοπικά επίπεδα. Τα περιφερειακά και τοπικά επίπεδα είναι πολλές φορές ιδιαίτερα σημαντικά για θέματα όπως η κατάρτιση, οι υπηρεσίες απασχόλησης ή σε σχέση με την πολιτική για μια αγορά εργασίας χωρίς αποκλεισμούς. Τηρώντας απόλυτα την αρχή της επικουρικότητας, η μελλοντική ΕΣΑ θα πρέπει να προωθεί και να ενθαρρύνει το ρόλο των συντελεστών σε όλα τα τοπικά επίπεδα για να υποστηρίξει την εθνική και την ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και τη διάδοση των καλών πρακτικών. Τόσο η "κάθετη" συνεργασία (μεταξύ των διαφόρων εθνικών επιπέδων) όσο και η "οριζόντια" συνεργασία (μεταξύ των συντελεστών στο ίδιο τοπικό επίπεδο) θα μπορούσε να ενθαρρυνθεί από την άποψη αυτή. Επιπλέον, πρέπει να συνεχιστεί η ενθάρρυνση των πρωτοβουλιών που βασίζονται στην τοπική δυναμική δημιουργίας απασχόλησης, ιδίως λόγω των μεγάλων περιφερειακών ανισοτήτων που υπάρχουν στην ΕΕ όσον αφορά την απασχόληση και την ανεργία.

Διϋπηρεσιακή συνεργασία

Η συνεργασία μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών της ΕΕ και των εθνικών διοικήσεων πρέπει να ενισχυθεί περισσότερο, ώστε να ανταποκρίνεται στον ολοκληρωμένο χαρακτήρα της ΕΣΑ και στην ανάγκη για μια καλή αλληλεπίδραση με άλλες διαδικασίες σε επίπεδο ΕΕ, όπως η κοινωνική ένταξη, η εκπαίδευση και κατάρτιση και οι συντάξεις. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις υπηρεσίες απασχόλησης και εκείνες που ασχολούνται με τα δημοσιονομικά ζητήματα, την κατάρτιση και την εκπαίδευση, τις ίσες ευκαιρίες, την κοινωνική ασφάλιση, τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις και την κοινωνία της πληροφορίας.

Ο σημαντικός ρόλος που διαδραμάτισαν οι υπηρεσίες απασχόλησης στην επιτυχία των πολιτικών για την απασχόληση - κατά πρώτο λόγο σε σχέση με τη στρατηγική πρόληψης και ενεργοποίησης, αλλά και σε άλλους τομείς όπως οι ίσες ευκαιρίες, η καταπολέμηση των διακρίσεων, η κοινωνική ένταξη ή η διά βίου μάθηση - αιτιολογεί την άμεση συμμετοχή τους στην ΕΣΑ.

Παρά την ευθυγράμμιση των προτεραιοτήτων του ΕΚΤ με την ΕΣΑ το 2000, η σχέση μεταξύ πολιτικών και της χρηματοδότησης τους παραμένει ασαφής. Χρειάζεται περισσότερη διαφάνεια για να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα των τρόπων με τους οποίους τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία υποστηρίζουν τη στρατηγική για την απασχόληση. Θα χρειασθεί να εξεταστεί με ποιους τρόπους τα κλασικά προγράμματα του ΕΚΤ και η πρωτοβουλία EQUAL μπορούν να εξακολουθήσουν να στηρίζουν τη στρατηγική, και μεταξύ των άλλων να παρέχουν το συνοδευτικό πλαίσιο για τις μεταρρυθμίσεις στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες. Η μεσοπρόθεσμη αναθεώρηση του ΕΚΤ το 2003 θα είναι μια πρώτη ευκαιρία για την αξιολόγηση και την επανεξέταση αυτού του ζητήματος. Θα πρέπει επίσης να εξεταστεί πώς μπορεί να γίνει περισσότερο ευδιάκριτη στα ΕΣΔ η συνεισφορά του ΕΚΤ και των άλλων διαρθρωτικών ταμείων στους στόχους της ΕΣΑ.

3.4. Βελτίωση της συνέπειας και της συμπληρωματικότητας με τις άλλες συναφείς διαδικασίες της ΕΕ

Μετά τη Λισσαβώνα, η πολιτική καθοδήγηση για την υλοποίηση της οικονομικής και κοινωνικής ατζέντας παρέχεται από το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η υλοποίηση γίνεται με διάφορες διαδικασίες διαφορετικού χαρακτήρα, όπως είναι η ΕΣΑ και η διαδικασία οικονομικού συντονισμού όπως προβλέπεται από τη Συνθήκη, καθώς και η διαδικασία του Κάρντιφ για τις διαρθρωτικές πολιτικές και η ανοικτή μέθοδος συντονισμού στους τομείς της κοινωνικής ένταξης, της εκπαίδευσης και κατάρτισης, και των συντάξεων, σύμφωνα με την πολιτική καθοδήγηση του εαρινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης ζήτησε εκσυγχρονισμό των σχετικών διαδικασιών και ειδικότερα ευθυγράμμιση των γενικών προσανατολισμών για την οικονομική πολιτική και του πακέτου για την απασχόληση το συντομότερο δυνατόν.

Ο συγχρονισμός αυτός, για τον οποίο θα δοθούν λεπτομέρειες σε ξεχωριστή ανακοίνωση, θα ενδυναμώσει τη συνολική διαδικασία εφαρμογής του προγράμματος δράσης της Λισσαβώνας. Το πακέτο για την απασχόληση επομένως θα επωφεληθεί από την αμεσότερη σύνδεσή του με τη γενική πολιτική προσέγγιση. Αν και υπάρχει ισχυρή αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση των οικονομικών στόχων και των στόχων για την απασχόληση, η συμπληρωματικότητα και ο χαρακτήρας αμοιβαίας υποστήριξης των δύο αυτών μέσων θα πρέπει να βελτιωθεί. Ο συγχρονισμός θα οδηγήσει σε καλύτερο συντονισμό των πολιτικών μηνυμάτων αυτών των δύο μέσων ενώ ταυτόχρονα θα διατηρήσουν την αυτονομία τους.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

Παράρτημα 1: Μεθοδολογία αξιολόγησης

Εκτίμηση των επιδόσεων σε όλη την ΕΕ

Σκοπός της εκτίμησης των επιδόσεων σε όλη την ΕΕ από την Επιτροπή ήταν να εξεταστεί η βιωσιμότητα των βελτιώσεων στις αγορές εργασίας της ΕΕ, με την ανάλυση της εξέλιξης της απασχόλησης και των ποσοστών συμμετοχής και ανεργίας σε μεγάλες περιόδους. Η εκτίμηση βασίζεται κυρίως σε ανάλυση χρονολογικών σειρών που συγκρίνουν τις τάσεις στη δεκαετία του 1980 και του 1990, σε ορισμένες περιπτώσεις, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990. Καθώς η έννοια NAIRU [30] είναι η μόνη ευρέως αποδεκτή για τη μέτρηση των διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας, οι εκτιμήσεις της Επιτροπής γι' αυτήν χρησιμοποιούνται και συνδέονται με τα ποσοστά απασχόλησης και συμμετοχής υποδεικνύοντας ότι η πρόοδος στις αγορές εργασίας της ΕΕ τα τελευταία χρόνια είναι διαρθρωτικού χαρακτήρα. Εξετάζονται επίσης τα περιορισμένα στοιχεία, με όρους καμπύλων Beveridge, στα οποία βασίζονται τα γενικά συμπεράσματα. Αναλυτικά μοντέλα νόμου του Okun διαπιστώνουν αύξηση στην κυκλική ανταπόκριση της απασχόλησης και της ανεργίας και, ιδιαίτερα, ότι οι αγορές εργασίας ανταποκρίνονται περισσότερο σε περιόδους οικονομικής ανάκαμψης. Η μεθοδολογία αυτή προσαρμόζεται για να εκτιμηθεί ο ρόλος των συμβάσεων περιορισμένου χρόνου. Με τη χρήση κυκλικά προσαρμοζόμενων σειρών απασχόλησης, συμμετοχής και ανάπτυξης εντοπίζεται αύξηση του περιεχομένου της οικονομικής μεγέθυνσης σε απασχόληση.

[30] "Non Accelerating Inflation Rate of Unemployment" (Μη πληθωριστικό ποσοστό ανεργίας). Η ανάλυση των καμπύλων Beveridge, η οποία απεικονίζει την ετήσια εξέλιξη της σχέσης των κενών θέσεων εργασίας και του αριθμού των ανέργων και επιτρέπει τον εντοπισμό τριβών και αναντιστοιχιών στην αγορά εργασίας, είναι λιγότερο πειστική και περιορίζεται από τη διαθεσιμότητα των στοιχείων.

Στοιχεία της ανάλυσης υπάρχουν στο έγγραφο Η απασχόληση στην Ευρώπη 2002.

Μελέτες αξιολόγησης του εθνικού αντικτύπου

Οι εθνικές μελέτες έπρεπε να ακολουθήσουν μια τυποποιημένη δομή, με ένα φάσμα θεματικών ερωτήσεων που αφορούν τις μεταρρυθμίσεις στην πολιτική, την απόδοση και τον αντίκτυπο. Θέματα που συμπεριελήφθησαν πολύ πρόσφατα στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση (όπως στενώσεις στην αγορά εργασίας) έμειναν εκτός του πεδίου εφαρμογής των μελετών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι εκθέσεις κάνουν διάκριση μεταξύ των διαφόρων θεμάτων αλλά δεν ακολουθούν το συμφωνημένο κατάλογο ερωτήσεων. Οι εθνικές εκθέσεις και μια τεχνική σύνοψη από τις υπηρεσίες της Επιτροπής βρίσκονται στον ιστοχώρο Europa [31].

[31] Βλ. http://europa.eu.int/comm/employment_social/empl&esf/ees

Έρευνες

Μέσα στο πλαίσιο της αξιολόγησης, η Επιτροπή διοργάνωσε τρεις ειδικές έρευνες: δύο έρευνες του Ευρωβαρόμετρου Flash (αριθ. 96 για τον αντίκτυπο των προληπτικών και ενεργητικών μέτρων στους ανέργους. αριθ. 120 για την άτυπη εργασία) και μία ποιοτική έρευνα για την ισότητα των φύλων μέσω του δικτύου "OPTEM" (λεπτομέρειες διατίθενται από τη Γενική Διεύθυνση τύπου και επικοινωνίας στον ιστοχώρο Europa).

Παράρτημα 2: Επανεξέταση των βασικών αλλαγών της πολιτικής σε σχέση με την ΕΣΑ στους τομείς της ενεργητικής πολιτικής για την αγορά εργασίας, τον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης της εργασίας και τις ίσες ευκαιρίες

ΒΕΛΓΙΟ

- Περαιτέρω στροφή από τη θεραπευτική στην προληπτική πολιτική μετά το 1999 με τις διόδους ενσωμάτωσης, το σχέδιο Rosetta και τη μείωση των παγίδων της ανεργίας.

- Οι πολιτικές για την ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου ενισχύθηκαν (νέα διακυβερνητική μόνιμη επιτροπή για τις ίσες ευκαιρίες). Το 2001 (κατά τη διάρκεια της βελγικής προεδρίας της ΕΕ) δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στην ποιότητα της απασχόλησης, στις ίσες αμοιβές και στο συνδυασμό οικογενειακού και επαγγελματικού βίου.

ΔΑΝΙΑ

- 1999: τελευταίο στάδιο της πολιτικής για τη μεταρρύθμιση της πολιτικής για την αγορά εργασίας. Παράλληλα, οι κοινωνικές πολιτικές έγιναν ενεργητικότερες στον προσανατολισμό τους και προσαρμόστηκαν για να συμπληρώσουν τις πολιτικές για την αγορά εργασίας που απευθύνονται στο ασφαλισμένο εργατικό δυναμικό.

- Οι νόμοι για τις ίσες ευκαιρίες άλλαξαν πολλές φορές μετά το 1997, συχνά για να συμμορφωθούν με τις συστάσεις της ΕΕ (νόμος για τις ίσες αμοιβές 2001). Η ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου θεσπίστηκε νομοθετικά (2000).

ΓΕΡΜΑΝΙΑ

- Ο νέος νόμος Job-Aqtiv (2002) ανταποκρίνεται απόλυτα στην ΕΣΑ.

- Ο τριμερής κοινωνικός διάλογος στο εσωτερικό της Jobs Alliance, που αναβίωσε το 1998, είναι η βάση για τον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης της εργασίας.

- Ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου: νέοι καταστατικοί κανονισμοί (δημόσιος τομέας), συμφωνία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τις κεντρικές ενώσεις βιομηχανίας (ιδιωτικός τομέας).

ΕΛΛΑΔΑ

- Η μεταρρύθμιση των ΔΥΑ αποφασίστηκε το 1998 αλλά η εφαρμογή της δεν θα έχει ολοκληρωθεί έως το 2003-2005.

- Το εργατικό δίκαιο εκσυγχρονίστηκε το 1998 με την εισαγωγή της μερικής απασχόλησης και της γονικής άδειας.

- Στον τομέα των ίσων ευκαιριών, οι πολιτικές έγιναν πιο φιλόδοξες το 2001 (εθνικό σχέδιο δράσης για την ισότητα 2001-2006, διυπουργική επιτροπή για την προώθηση της ισότητας) και εγκρίθηκαν στόχοι για την κάλυψη του χάσματος μεταξύ των φύλων.

ΙΣΠΑΝΙΑ

- Ο ρόλος των ΔΥΑ, οι οποίες έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη αυτονομία μετά το 1994, ευθυγραμμίστηκε με την προληπτική στρατηγική της ΕΣΑ από τα τέλη του 1997. Οι δαπάνες για τα ΕΠΑΕ αυξήθηκαν σχεδόν κατά 50%.

- Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασία επιταχύνθηκαν με την εισαγωγή νέων συμβάσεων (σύμβαση "μόνιμης απασχόλησης-ανάπτυξης", μερική απασχόληση).

- Η ΕΣΑ είχε ιδιαίτερα μεγάλο αντίκτυπο στις ίσες ευκαιρίες (το Ινστιτούτο Γυναικών δημιούργησε το '99 το παρατηρητήριο για την ισότητα), νέα εργατική νομοθεσία και προγράμματα ΕΠΑΕ τα οποία εισήγαγαν την πρόσβαση κατά προτεραιότητα στις γυναίκες.

ΓΑΛΛΙΑ

- Η προληπτική προσέγγιση εισήχθη με τα προγράμματα "Νέο ξεκίνημα" και "Νέες υπηρεσίες θέσεις εργασίας για τη νεολαία" (1998).

- Η νομοθεσία για το ωράριο εργασίας του 1998 επεδίωξε να αυξήσει τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στην προσπάθεια με στόχο τη μεγέθυνση με μεγαλύτερη ένταση απασχόλησης.

ΙΡΛΑΝΔΙΑ

- Εφαρμογή προληπτικής στρατηγικής από το 1998, παράλληλα με τη μεταρρύθμιση των ΔΥΑ.

- Νέα νομοθεσία για την ισότητα των φύλων (εξατομίκευση του φόρου).

ΙΤΑΛΙΑ

- Με το νόμο 196 του 1997 ξεκίνησε η μεταρρύθμιση των ΔΥΑ. η συνολική μεταρρύθμιση των ενεργητικών μέτρων προβλέπεται στο λευκό βιβλίο του Σεπτεμβρίου 2001.

- Εισαγωγή της μερικής απασχόλησης στη νομοθεσία.

- Κανονισμός για τη γονική άδεια.

ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

- Η συνολική προσέγγιση για τους νέους άνεργους (υπάρχει από το 1992) επεκτάθηκε και στους ενηλίκους.

- Υψηλό ποσοστό συμμετοχής στην εργασία μερικής απασχόλησης, υπάρχει από τις αρχές της δεκαετίας του '90.

- Η πολιτική για τις ίσες ευκαιρίες ενισχύθηκε με το στόχο του 65% για την απασχόληση των γυναικών.

ΑΥΣΤΡΙΑ

- Από το 1998, μεταρρυθμίσεις στις πολιτικές για την αγορά εργασίας (π.χ. εξατομικευμένοι δίοδοι).

- Ο κοινωνικός διάλογος ενισχύθηκε γύρω από το ΕΣΔ (εισαγωγή συστήματος "bonus malus" για τη παραμονή των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων στην εργασία).

- Μέτρα για την αποτροπή της ανεργίας των γυναικών που οφείλεται στη φροντίδα των παιδιών (μεταξύ άλλων, βελτίωση των κέντρων φροντίδας των παιδιών).

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

- Μεταρρύθμιση των ΔΥΑ από το 1998 σύμφωνα με την προληπτική και ενεργητική προσέγγιση.

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

- Οι πρωτοβουλίες "Interjovem" (για νέους μακροχρόνια άνεργους) και "Reage" (για τη δημιουργία θέσεων εργασίας), αντικατοπτρίζουν το πνεύμα της ΕΣΑ.

- Εισαγωγή στη νομοθεσία της μερικής απασχόλησης (1999).

- Συγκεκριμένα μέτρα για την προώθηση της ενσωμάτωσης των γυναικών (μεταρρυθμίσεις παροχών, φιλόδοξο πρόγραμμα "Crθche 2000").

ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

- Γενική επανεξέταση της ενεργητικής πολιτικής για την αγορά εργασίας έγινε το 1998, με βάση τις αρχές της ΕΣΑ.

- Η ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου αποτέλεσε μέρος της κυβερνητικής πολιτικής, κυρίως λόγω της ΕΣΑ.

ΣΟΥΗΔΙΑ

- Ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας που βασίζονταν στις κατευθυντήριες γραμμές υπήρχαν ήδη στη Σουηδία από το 1997, έγιναν όμως ποιοτικές μεταρρυθμίσεις (π.χ. το "σύστημα εγγύησης δραστηριότητας", 2000).

ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

- Το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης του Εργατικού Κόμματος συνέπεσε με τις βασικές αρχές της ΕΣΑ (προγράμματα New Deal, από την πρόνοια στην εργασία κ.λπ.)

- Δημιουργία του "Partnership at Work Fund" το 1998 για την υποστήριξη της ευέλικτης οργάνωσης της εργασίας.

- Εθνική στρατηγική για τη φροντίδα των παιδιών με στόχο το συνδυασμό του οικογενειακού και του επαγγελματικού βίου.