52001DC0736

Εκθεση της Επιτροπής - Οικονομική μεταρρυθμιση: έκθεση για τη λειτουργία των κοινοτικών αγορών προόντων και κεφαλαίων - {SEC(2001)1993}{SEC(2001)1998} /* COM/2001/0736 τελικό */


ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ - Οικονομική μεταρρύθμιση: έκθεση για τη λειτουργία των κοινοτικών αγορών προϊόντων και κεφαλαίων {SEC(2001)1993} {SEC(2001)1998}

Πίνακας περιεχομένων

1. Εισαγωγη

2. Βελτιωση τησ ποιοτητασ ζωησ των πολιτων: καταναλωτικα και περιβαλλοντικα ζητηματα

2.1. Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι η σύγκλιση τιμών επιβραδύνεται...

2.2. Εσωτερική αγορά και προστασία του περιβάλλοντος: ένας συνδυασμός για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών και την αειφόρο ανάπτυξη

2.3. Ολοκλήρωση των λιανικών κεφαλαιαγορών

3. Αυξηση τησ αποτελεσματικοτητασ των αγορων προϊοντων και κεφαλαιων

3.1. Οι τάσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών: η ολοκλήρωση του εμπορίου στην εσωτερική αγορά προχωρεί ικανοποιητικά στο μεταποιητικό τομέα, πράγμα που έχει θετικές συνέπειες στις εθνικές οικονομίες των κρατών μελών...

3.2. Οι αγορές κεφαλαίων και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών αντανακλούν τη χειροτέρευση της γενικής οικονομικής συγκυρίας...

3.3. Δημόσιες συμβάσεις: οι αγορές έγιναν πολύ περισσότερο διαφανείς το 2000...

4. Βελτιωση του επιχειρηματικου περιβαλλοντοσ: υποστηριξη τησ επιχειρηματικοτητασ

4.1. Κρατικές ενισχύσεις: θετικές εξελίξεις

4.2. Η φορολογία ενδέχεται να προκαλεί στρεβλώσεις στις επιχειρηματικές αποφάσεις και τον ανταγωνισμό...

4.3. Απλούστευση του κανονιστικού φόρτου

4.4. Το βελτιούμενο χρηματοοικονομικό περιβάλλον των πρόσφατων ετών πρέπει να διαφυλαχθεί παρά το επιδεινούμενο οικονομικό κλίμα ...

4.5. Η καινοτομία έχει ουσιώδη σημασία για την ανταγωνιστικότητα και αποτελεί βασικό στόχο της οικονομικής μεταρρύθμισης

5. Συμπερασματα

1. Εισαγωγη

Η παρούσα τέταρτη ετήσια έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τη λειτουργία των αγορών προϊόντων και κεφαλαίων καταρτίστηκε με βάση τους μακροπρόθεσμους στόχους που καθορίστηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας, το Μάρτιο του 2000, και τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Στοκχόλμης. Ενσωματώνει επίσης τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Εσωτερικής Αγοράς της 12ης Μαρτίου 2001 και τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής. Εδράζεται στις προτεραιότητες της Επιτροπής, όπως αυτές καθορίζονται στη συγκεφαλαιωτική έκθεση την οποία υπέβαλε η Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Στοκχόλμης, καθώς και στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Γάνδης, του Οκτωβρίου του 2001, [COM (2001) 611] σχετικά με τον ενδεχόμενο οικονομικό αντίκτυπο των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου. Τα συμπεράσματα και τα πορίσματα της παρούσας έκθεσης θα χρησιμοποιηθούν για την αναπροσαρμογή της στρατηγικής σχετικά με την εσωτερική αγορά, για τη χάραξη των μελλοντικών γενικών προσανατολισμών οικονομικής πολιτικής και για την προετοιμασία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης, του Μαρτίου του 2002, μέσω της επόμενης συγκεφαλαιωτικής έκθεσης της Επιτροπής (η οποία θα υποβληθεί στις αρχές του επόμενου χρόνου). Τέλος, την παρούσα έκθεση επηρέασαν και τρεις σημαντικές νέες εξελίξεις.

1. Υπάρχουν νέοι, ισχυροί λόγοι για την ενίσχυση της διαδικασίας οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Η διαδικασία οικονομικών μεταρρυθμίσεων και η στρατηγική της Λισσαβώνας δρομολογήθηκαν σε μια εποχή υγιούς οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, οι θετικές οικονομικές προοπτικές αρχίζουν τώρα να φθίνουν. Η διατήρηση της πολιτικής αποφασιστικότητας για την εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών μέτρων θα συμβάλει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις ευρωπαϊκές και παγκόσμιες αγορές, ενός αισθήματος που σήμερα λείπει από τις αγορές αυτές. Οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να είναι το «κλειδί» για την ικανότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας να αντέξει στους πιθανούς μελλοντικούς κλυδωνισμούς. Ωστόσο, η γνώση των συγκεκριμένων σημείων στόχευσης και της εμβέλειας των μεταρρυθμίσεις απαιτεί την ύπαρξη ενός σωστού μηχανισμού παρακολούθησης της ευελιξίας της αγοράς, ιδίως όσον αφορά τις τιμές ως μηχανισμούς προσαρμογής της αγοράς. Με βάση τη σκέψη αυτή και ακολουθώντας τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Εσωτερικής Αγοράς, η παρούσα έκθεση προβαίνει σε λεπτομερέστερη ανάλυση των λιανικών τιμών στην εσωτερική αγορά.

2. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Γκέτεμποργκ συμπλήρωσε το φάσμα των μακροπρόθεσμων στόχων που ορίστηκαν στη Λισσαβώνα το Μάρτιο του 2000 με την προσθήκη της αειφόρου ανάπτυξης στην καινοτομία, την απασχόληση, την επιχειρηματικότητα και την κοινωνική συνοχή. Στην περυσινή έκθεση Cardiff είχε ήδη δοθεί κάποια προσοχή στις περιβαλλοντικές διαστάσεις των επιδόσεων της αγοράς. Στη συνέχεια, το Μάιο του 2001, το Συμβούλιο Εσωτερικής Αγοράς εξέδωσε συμπεράσματα τα οποία προβλέπουν την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών στόχων στις πολιτικές της εσωτερικής αγοράς, όπως ζήτησε το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του 1998. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Γκέτεμποργκ, πρέπει να καταβληθούν και άλλες προσπάθειες προκειμένου να καταστεί δυνατή η ενεργός συμβολή της εσωτερικής αγοράς στην αειφόρο ανάπτυξη. Η έκθεση υποδεικνύει την ανάληψη τριών νέων γραμμών δράσης και παρουσιάζει δείκτες, όπως υποδεικνύεται στα συμπεράσματα του Συμβουλίου Εσωτερικής Αγοράς.

3. Σε δήλωση που επισυνάπτεται στα συμπεράσματά του, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας επισήμανε ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας Cardiff για την παρακολούθηση των αγορών προϊόντων και κεφαλαίων, η Επιτροπή πρέπει να προβεί σε οριζόντια αξιολόγηση των υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος. Οι προηγούμενες εκθέσεις κάλυπταν ήδη τις υπηρεσίες αυτές, αλλά όχι τόσο λεπτομερειακά όσο η παρούσα έκθεση. Η σχετική αξιολόγηση περιλαμβάνεται σε ειδικό παράρτημα.

Αν και τα θεμέλια της ευρωπαϊκής οικονομίας παραμένουν ισχυρά, ωστόσο η μείωση της εμπιστοσύνης στην παγκόσμια οικονομία επηρεάζει τις οικονομικές προοπτικές σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπό τις παρούσες συνθήκες εμφανίζεται ο πειρασμός για αναβολή των οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Είναι αλήθεια, σε τελική ανάλυση, όπως επισημαίνει η Επιτροπή στη συγκεφαλαιωτική έκθεσή της, ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ήδη επιτελέσει πρόοδο. Κατά τους τελευταίους μήνες επιτεύχθηκαν μερικοί ακόμη στόχοι (π.χ. η σύναψη της πολιτικής συμφωνίας για το περαιτέρω άνοιγμα των ταχυδρομικών υπηρεσιών στον ανταγωνισμό). Ωστόσο, για να μπορέσουν οι πάντες να αποκομίσουν τα οφέλη που προσφέρουν οι εξαιρετικά ευέλικτες αγορές προϊόντων και κεφαλαίων, απαιτούνται πολλές ακόμη διαρθρωτικές αλλαγές. Αν λείψει τώρα η πολιτική αποφασιστικότητα για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, οι στόχοι που καθορίστηκαν στη Λισσαβώνα όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα θα καταστούν ανέφικτοι.

Η παρούσα έκθεση ακολουθεί τη διάρθρωση των στόχων που καθορίστηκαν για τη στρατηγική της εσωτερικής αγοράς. Το επόμενο τμήμα εξετάζει το πόσο καλά λειτουργούν οι αγορές προϊόντων και υπηρεσιών από την οπτική γωνία των πολιτών. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται οι εξελίξεις που σημειώθηκαν στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών, κεφαλαίων και δημοσίων συμβάσεων. Τέλος, εξετάζεται ο αντίκτυπος τον οποίο έχει η λειτουργία της αγοράς στις επιχειρήσεις και την επιχειρηματικότητα.

2. Βελτιωση τησ ποιοτητασ ζωησ των πολιτων: καταναλωτικα και περιβαλλοντικα ζητηματα

Εκείνοι οι οποίοι αντλούν τα περισσότερα οφέλη από την εσωτερική αγορά είναι οι πολίτες. αυτή είναι η άποψη της Επιτροπής και αυτό είναι το θέμα που επελέγη ως ο βασικός άξονας του συνόλου της παρούσας έκθεσης - από τη διεξοδική ανάλυση των λιανικών τιμών και τα κεφάλαια για τις λιανικές χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και την αειφόρο ανάπτυξη έως το παράρτημα για τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος.

2.1. Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι η σύγκλιση τιμών επιβραδύνεται...

Η ολοκλήρωση των αγορών προϊόντων - ουσιώδης όρος για τη δημιουργία ανταγωνιστικών αγορών - αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να μπορέσουν οι ευρωπαίοι πολίτες να αντλήσουν οφέλη από την εσωτερική αγορά. Επιπλέον, η ολοκλήρωση των αγορών προϊόντων καθιστά την ευρωπαϊκή οικονομία ανθεκτικότερη στους εξωτερικούς κλυδωνισμούς.

Η σύγκλιση των τιμών αποτελεί εύγλωττο δείκτη της ολοκλήρωσης των αγορών. Κατά συνέπεια, προκαλεί ανησυχία το γεγονός ότι, μετά από ορισμένα έτη σαφούς σύγκλισης των τιμών, η μεταβολή που σημειώθηκε το 1999 ήταν σχετικά μικρή. Η διαδικασία αυτή φαίνεται ότι επιβραδύνθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του '90 [1] (βλέπε διάγραμμα 1). Από το 1998 και μετά, η διασπορά τιμών παρέμεινε σταθερή, με μικρές μόνο μεταβολές. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του δείκτη άλλαξε το 1999, πράγμα που καθιστά δυσχερή τη σύγκριση μεταξύ των στοιχείων του 1998 και του 1999. Κατά συνέπεια, χρειάζεται περισσότερο μακροχρόνια παρακολούθηση των τιμών για να μπορέσει κανείς να πει αν όντως λαμβάνει χώρα κάποια σημαντική μεταβολή. Επιπλέον, εφόσον πρόκειται για διαρθρωτικό δείκτη, το στοιχείο που έχει σημασία για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων είναι η μακροπρόθεσμη τάση της διακύμανσης των τιμών (και όχι τα αποτελέσματα ενός μεμονωμένου έτους).

[1] Όπως και κατά τα προηγούμενα έτη, η διασπορά τιμών υπολογίζεται βάσει του συντελεστή διακύμανσης, ο οποίος μετρά την απόκλιση από τη μέση ευρωπαϊκή τιμή. Ανερχόταν σε 14,55% το 1999 και σε 14,40% το 1998.

Εντούτοις, τα στοιχεία του 1999 και η πρόβλεψη για το 2000 φαίνεται ότι επιβεβαιώνουν την επιβράδυνση της διαδικασίας σύγκλισης των τιμών, η οποία είχε παρατηρηθεί κατά τα τελευταία έτη. Η προσχώρηση της Σουηδίας, της Αυστρίας και της Φινλανδίας, χωρών με υψηλές λιανικές τιμές, ακολουθήθηκε από μια διαδικασία σύγκλισης των λιανικών τιμών στην ΕΕ15, η οποία άρχισε να ασθμαίνει προς το τέλος της δεκαετίας.

Η λεπτομερέστερη ανάλυση της κατάστασης έδειξε ότι η εξέλιξη της διακύμανσης των τιμών κατά τη δεκαετία του '90 ήταν πολύ διαφορετική στους διάφορους επιμέρους τομείς. Παραδείγματος χάριν, από το 1990 έως το 1998 οι τιμές των ειδών διατροφής («λίπη και έλαια», κρέας, ψωμί και δημητριακά) συνέκλιναν σημαντικά στο σύνολο της Κοινότητας. Αντίθετα, σε άλλους τομείς, όπως ο τομέας του καπνού ή των καυσίμων και ορισμένοι τομείς υπηρεσιών όπως οι υπηρεσίες μεταφορών και οι κατασκευές, σημειώθηκε ελάχιστη σύγκλιση τιμών, ενώ σε μερικές περιπτώσεις εμφανίστηκε ακόμη και απόκλιση τιμών (βλέπε πίνακα 1 και πλαίσιο 1).

Οι λιανικές τιμές των προϊόντων σούπερ μάρκετ ποικίλλουν πολύ...

Οι τιμές των προϊόντων σούπερ μάρκετ (δηλαδή των ειδών διατροφής, των προϊόντων προσωπικής περιποίησης και των προϊόντων πλυσίματος και καθαρισμού) παρουσίασαν σύγκλιση κατά την δεκαετία του '90. Η διαπίστωση αυτή είναι ένα από τα συμπεράσματα μιας μελέτης που πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή για την παρακολούθηση και την ανάλυση των τιμών των προϊόντων σούπερ μάρκετ (βλέπε πλαίσιο 2) [2]. Η μελέτη αυτή συμπληρώνει τη μελέτη της Επιτροπής σχετικά με τις λιανικές τιμές των νωπών προϊόντων διατροφής και των ηλεκτρονικών προϊόντων ευρείας κατανάλωσης, τα πορίσματα της οποίας παρουσιάστηκαν στον Πίνακα Αποτελεσμάτων της Εσωτερικής Αγοράς το Μάιο του 2001. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των τιμών των προϊόντων σούπερ μάρκετ, διαφορές τις οποίες εξετάζει λεπτομερώς η παρούσα έκθεση με απώτερο στόχο τη συγκριτική αξιολόγηση (benchmarking) των διαφορών τιμών σε όλη την ΕΕ. Ειδικότερα, θα καταστεί δυνατή η ανάλυση της διακύμανσης των λιανικών τιμών από χώρα σε χώρα, κατά τρόπον ώστε να εντοπιστούν οι παράγοντες που ευθύνονται για τις διακυμάνσεις αυτές [3]. Αυτό, με τη σειρά του, θα συμβάλει στον προσδιορισμό εκείνων των μέτρων οικονομικής μεταρρύθμισης τα οποία χρειάζονται για την περαιτέρω ολοκλήρωση και βελτίωση της λειτουργίας των λιανικών αγορών προϊόντων, προς όφελος των καταναλωτών.

[2] Πρόκειται για μέρος ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου διαφόρων υπηρεσιών της Επιτροπής (ΓΔ «Εσωτερική Αγορά, Υγεία και Προστασία των Καταναλωτών» και Στατιστική Υπηρεσία) με επιπλέον στόχους πέραν της μέτρησης του βαθμού σύγκλισης των τιμών.

[3] Για ανάλυση των παραγόντων που θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη διακύμανση των τιμών, βλέπε European Economy Supplement A, 7 Ιουλίου 2001.

Η διασπορά τιμών των «πανευρωπαϊκών» προϊόντων σούπερ μάρκετ (δηλαδή των προϊόντων σούπερ μάρκετ που πωλούνται σε όλη την Ευρώπη) παραμένει σχετικά υψηλή στην εσωτερική αγορά. Οι λιανικές τιμές στην ΕΕ μπορεί να είναι υψηλότερες ή χαμηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο έως και κατά 40% (βλέπε πίνακα 2). Η μέση διαφορά τιμών ανέρχεται σε ποσοστό περίπου 30%. Μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα αποδεικνύουν «του λόγου το αληθές». Ένα προϊόν τύπου κόλα που αγοράζεται σε ένα σούπερ μάρκετ της Δανίας μπορεί να έχει σχεδόν διπλάσια τιμή απ' ό,τι σε ένα γερμανικό σούπερ μάρκετ. Τα επώνυμα μεταλλικά νερά μπορεί να είναι πάνω από 300% ακριβότερα στη Σουηδία απ' ό,τι στη Γαλλία (βλέπε πίνακες 2 και 3).

Τα «πανευρωπαϊκά» προϊόντα είναι γενικώς ακριβότερα, οι τιμές τους όμως ποικίλλουν λιγότερο απ' ό,τι οι τιμές των παρόμοιων εθνικών επώνυμων προϊόντων ή των παρόμοιων εθνικών ή πολυεθνικών επώνυμων προϊόντων που δεν πωλούνται στα περισσότερα κράτη μέλη - τα προϊόντα αυτά αναφέρονται στη βάση δεδομένων ως «προϊόντα χωρίς συγκεκριμένη εμπορική επωνυμία» (βλέπε πίνακες 3 και 4). Όταν τα προϊόντα χωρίς συγκεκριμένη εμπορική επωνυμία είναι ακριβότερα, η διαφορά τιμής είναι σχετικά μικρή.

Οι τιμές των διαφοροποιούμενων προϊόντων συχνά ποικίλλουν περισσότερο από τις τιμές των ομοιογενών προϊόντων, αλλά όχι πάντοτε ...

Οι τιμές παρόμοιων επώνυμων προϊόντων τα οποία διαφοροποιούνται είτε προκειμένου να καλύψουν διάφορα τμήματα της αγοράς είτε λόγω έντονης διαφήμισης (π.χ., σαμπουάν) ποικίλλουν πολύ περισσότερο απ' ό,τι οι τιμές των ομοιογενών προϊόντων, όπως η ζάχαρη ή το βούτυρο (βλέπε πίνακα 5) - πράγμα, άλλωστε, αναμενόμενο. Μεγαλύτερη έκπληξη προκαλεί ο βαθμός διακύμανσης των τιμών στην ΕΕ για ορισμένα πολύ ομοιογενή προϊόντα όπως το αλεύρι και ορισμένα κατεψυγμένα οπωροκηπευτικά.

Συγκριτική αξιολόγηση της διασποράς τιμών - η διασπορά τιμών μεταξύ των χωρών της ΕΕ υπερβαίνει τις διαπεριφερειακές διαφορές τιμών ...

Η διασπορά τιμών στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλους είναι πάντοτε χαμηλότερη από τις διαφορές τιμών μεταξύ των επιμέρους χωρών για τα ίδια προϊόντα. Γενικά, οι τιμές μέσα στα κράτη μέλη παρουσιάζουν απόκλιση έως 5% σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο. στο σύνολο της ΕΕ, όμως, οι τιμές παρουσιάζουν αποκλίσεις της τάξης του 20% ή και μεγαλύτερες.

Ωστόσο, υπάρχουν λίγα προϊόντα για τα οποία οι τιμές μέσα σε ένα κράτος μέλος, και συγκεκριμένα στο κράτος μέλος με τη μεγαλύτερη εγχώρια διασπορά τιμών, ποικίλλουν εξίσου όπως και σε όλη την ΕΕ (βλέπε πίνακα 2). Ωστόσο, ακόμη και γι' αυτά τα προϊόντα, η διασπορά τιμών στο κράτος μέλος με τη δεύτερη μεγαλύτερη διασπορά εγχώριων τιμών είναι πάντοτε πολύ χαμηλότερη από το κοινοτικό επίπεδο διασποράς τιμών. Με άλλα λόγια, για τα προϊόντα που περιλαμβάνονται σ' αυτό το δείγμα, η αγορά της ΕΕ είναι σαφώς λιγότερο ολοκληρωμένη απ' ό,τι οι εθνικές αγορές.

Μήπως μερικές χώρες είναι πάντοτε ακριβότερες από τις υπόλοιπες;

Κανένα από τα 14 κράτη μέλη που περιλαμβάνονται στη μελέτη δεν είναι πάντοτε πάνω ή κάτω από την ευρωπαϊκή μέση τιμή. Ωστόσο, ο πίνακας 3 και το διάγραμμα 2 δείχνουν ότι ορισμένες χώρες (π.χ. η Ισπανία και η Γερμανία) είναι σχετικά φθηνές, ενώ η Σουηδία, η Φινλανδία και η Δανία είναι σχετικά ακριβές. Λεπτομερέστερη ανάλυση (βλέπε πλαίσιο 3) επιβεβαιώνει ότι οι χώρες αυτές έχουν συνήθως υψηλότερες τιμές από το μέσο όρο της ΕΕ, ενώ στην Ισπανία και τη Γερμανία, μεταξύ άλλων, οι τιμές των προϊόντων στα σούπερ μάρκετ είναι χαμηλότερες από το μέσο όρο της ΕΕ. Όμως, αυτό δεν συμβαίνει συστηματικά για όλα τα προϊόντα. Η διαπίστωση αυτή συνάδει με τα στοιχεία του Πίνακα Αποτελεσμάτων του Μαΐου του 2001 για τα ηλεκτρονικά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης και τα νωπά είδη διατροφής. Η συνεκτίμηση της έμμεσης φορολογίας αλλάζει κάπως τη σειρά κατάταξης των χωρών κατά επίπεδο τιμών, αλλά όχι πολύ.

Οι «γεωγραφικοί» ή οι ειδικοί κατά χώρα παράγοντες δεν εξηγούν παρά ένα μικρό μόνο μέρος της διακύμανσης των τιμών

Η απουσία συστηματικών αποκλίσεων τιμών για όλα τα προϊόντα μεταξύ των επιμέρους χωρών υποδηλώνει ότι οι διαφορές των τιμών εξηγούνται κυρίως με βάση «οικονομικούς» παράγοντες και όχι «γεωγραφικές ή ειδικές κατά χώρα» μεταβλητές. Μεταξύ των «οικονομικών» παραγόντων είναι οι εξής: διαφορές στη συγκέντρωση της παραγωγικής διαδικασίας ή της διανομής που χαρακτηρίζουν ειδικά κάποιο βιομηχανικό κλάδο ή ακόμη και κάποια προϊόντα. η συμπεριφορά των εταιρειών. ή κανονιστικές διαφορές που έχουν ιδιαίτερο αντίκτυπο σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων. Διάφοροι ειδικοί κατά χώρα παράγοντες, όπως το κόστος μεταφοράς, οι διαφορές στα εισοδήματα, οι διαφορετικές καταναλωτικές συνήθειες ή οι διαφορές στα ημερομίσθια ή στις τοπικές τιμές των εισροών, δεν είναι υπεύθυνοι παρά για ένα μικρό μόνο μέρος της διασποράς τιμών. Ακόμη και συνδυαζόμενοι μεταξύ τους, οι παράγοντες αυτοί δεν εξηγούν ποσοστό περισσότερο από το 21% περίπου του συνόλου της διακύμανσης των τιμών μεταξύ των χωρών. Οι διαφορές εισοδημάτων από μόνες τους δεν εξηγούν ασφαλώς ικανοποιητικά τις διαφορές των τιμών. Χώρες με υψηλά επίπεδα εισοδημάτων, όπως η Γερμανία, έχουν όντως μερικές χαμηλές λιανικές τιμές, ενώ χώρες με χαμηλά επίπεδα εισοδημάτων, όπως η Ελλάδα ή η Πορτογαλία, δεν έχουν ιδιαιτέρως χαμηλά επίπεδα λιανικών τιμών.

Παρά το γεγονός ότι οι ειδικοί κατά χώρα παράγοντες δεν επηρεάζουν συστηματικά τις τιμές, ωστόσο, ενδέχεται να επηρεάζουν το επίπεδο τιμών ορισμένων επιμέρους προϊόντων [4]. Παραδείγματος χάριν, η εθνική νομοθεσία σχετικά με τη σύσταση των επεξεργασμένων τροφίμων επηρεάζει μόνο ορισμένα ειδικά προϊόντα. Καθώς η διαφημιστική ένταση δεν είναι ίδια για όλα τα προϊόντα του δείγματος, οι εθνικές ρυθμίσεις περί διαφημίσεως δεν επηρεάζουν όλα τα προϊόντα του δείγματος με τον ίδιο τρόπο. Διαφορετική επίδραση στα προϊόντα μπορούν επίσης να έχουν οι ρυθμίσεις περί franchising, τα ωράρια λειτουργίας των καταστημάτων, οι απαιτήσεις περί ανακύκλωσης κ.λπ.

[4] Τα διαθέσιμα δεδομένα δεν είναι αρκετά λεπτομερή προκειμένου να ελεγχθεί η υπόθεση αυτή.

Με άλλα λόγια, οι «γεωγραφικοί παράγοντες» δεν εξηγούν ικανοποιητικά τη διασπορά τιμών για τα προϊόντα σούπερ μάρκετ. Κατά συνέπεια, οι μεταβλητές οι οποίες πιθανώς εξηγούν την εντός της ΕΕ διασπορά των λιανικών τιμών των προϊόντων σούπερ μάρκετ είναι οι «οικονομικοί παράγοντες». Η ίδια διαπίστωση ισχύει και για τη διασπορά τιμών σε εθνικό επίπεδο. Η διασπορά τιμών μπορεί να είναι μεγαλύτερη μεταξύ των επιμέρους χωρών της ΕΕ απ' ό,τι μεταξύ των επιμέρους περιφερειών ενός κράτους μέλους, αλλά οι παράγοντες οι οποίοι εξηγούν τόσο τη διαπεριφερειακή όσο και την μεταξύ των επιμέρους κρατών διαφορά τιμών είναι οικονομικοί και όχι «γεωγραφικοί» (βλέπε πλαίσιο 3).

Ο βαθμός συγκέντρωσης της αγοράς ποικίλλει πολύ από χώρα σε χώρα ...

Τα ποσοστά συγκέντρωσης της αγοράς για τις τρεις πρώτες μάρκες οικιακών προϊόντων ποικίλλουν πολύ από χώρα σε χώρα. Συνήθως αναμένεται μεγαλύτερος βαθμός συγκέντρωσης στις μικρότερες εθνικές αγορές (όπως δείχνει το διάγραμμα 3), αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε. Οι τρεις πρώτες μάρκες οικιακών προϊόντων καθαρισμού κατέχουν το 87% της δανικής αγοράς, το 86% της γαλλικής αγοράς, αλλά μόνο το 33% της ισπανικής αγοράς. Οι διαφορές αυτές αλλάζουν σημαντικά από τομέα σε τομέα μέσα σε κάθε χώρα. Παραδείγματος χάριν, η Γερμανία έχει σχετικά υψηλό ποσοστό συγκέντρωσης για τα πατατάκια (τσιπς) και σχετικά χαμηλό ποσοστό συγκέντρωσης για τα ζυμαρικά. Οι τοπικές συνθήκες ανταγωνισμού εξηγούν ίσως πολλές από τις διαφορές αυτές.

Ωστόσο, η σχέση μεταξύ ισχύος των παραγωγών στην αγορά και επιπέδου τιμών στα σούπερ μάρκετ δεν είναι άμεση. Αν ελέγξει κανείς την απλή σχέση μεταξύ της ισχύος στην αγορά και της τιμής, θα διαπιστώσει ότι δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος σαφής συσχετισμός. Η συγκέντρωση στο λιανικό τομέα, οι δίαυλοι διανομής, το κανονιστικό περιβάλλον, η κατανομή διαπραγματευτικής ισχύος μεταξύ διανομέων και παραγωγών και ο συναγωνισμός στα επίπεδα της παραγωγής και της διανομής είναι παράγοντες που επηρεάζουν τις λιανικές τιμές. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί απλή άμεση σχέση μεταξύ των τιμών των προϊόντων σούπερ μάρκετ και της συγκέντρωσης των παραγωγών. [5]

[5] Οι συνέπειες που έχει στις λιανικές τιμές η ισχύς στην αγορά σε διάφορα τμήματα της αλυσίδας λιανικής διανομής αναλύονται σε μελέτη δύο σουηδών οικονομολόγων, βλέπε «Food prices and market structure in Sweden» by M.Asplund and R. Friberg, SSEE/EFI Working Paper 318.

Τα κράτη μέλη έχουν διαφορετικά συστήματα λιανικής διανομής, πράγμα που θα μπορούσε να εξηγήσει εν μέρει τις διαφορές τιμών από χώρα σε χώρα ...

Σε κάθε κράτος μέλος υπάρχει ο τομέας της διανομής, που χαρακτηρίζεται από κάποιο - μεγαλύτερο ή μικρότερο - βαθμό ανταγωνισμού, και, συγχρόνως, διαφορετικά κανονιστικά πλαίσια τα οποία επηρεάζουν τη δομή του εν λόγω τομέα. Πρόκειται για σημαντικές τοπικές συνθήκες που έχουν αντίκτυπο στις τιμές. Παρατηρείται σημαντική διακύμανση τιμών στα διάφορα είδη σημείων πώλησης. Αυτή η διακύμανση δεν είναι ίδια για όλα τα προϊόντα και για όλες τις επιμέρους χώρες, αλλά οι υπεραγορές (hypermarkets) και τα καταστήματα τύπου discount έχουν τιμές χαμηλότερες κατά 5%, κατά μέσο όρο, από τις τιμές των σούπερ μάρκετ. Οι χώρες στις οποίες παρατηρείται μεγάλη αναλογία σούπερ μάρκετ στο σύστημα διανομής έχουν συνήθως υψηλότερες τιμές (βλέπε διάγραμμα 4).

Η συμπίεση της διασποράς των λιανικών τιμών απαιτεί ένα ανταγωνιστικότερο και αποτελεσματικότερο σύστημα λιανικής διανομής. Ο ανταγωνισμός στον τομέα της λιανικής διανομής ασκεί πίεση στα περιθώρια διανομής, με αποτέλεσμα οι λιανικές τιμές και η διασπορά τους να υποχωρούν. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη αποτελεσματικότερων και ανταγωνιστικότερων συστημάτων λιανικής διανομής θα οδηγήσει σε μείωση των τιμών στις ευρωπαϊκές αγορές. Όπως δείχνει το διάγραμμα 5, οι σημαντικές διαφορές τιμών που παρατηρούνται μεταξύ των διαφόρων ειδών σημείων πώλησης δείχνουν ότι υπάρχει η δυνατότητα πραγματοποίησης σημαντικών κερδών εάν το σύστημα διανομής γίνει αποτελεσματικότερο στις χώρες με υψηλά επίπεδα τιμών.

Συνοψίζοντας ...

Όπως φαίνεται να δείχνουν τα συγκεντρωτικά στοιχεία για τις τιμές, παρατηρείται πρόσφατα μια κάποια επιβράδυνση του ρυθμού σύγκλισης των τιμών όσον αφορά την ιδιωτική κατανάλωση. Οι αγορές των καταναλωτικών αγαθών τα οποία πωλούνται στα σούπερ μάρκετ παρουσιάζουν ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό ολοκλήρωσης από το 1990 και μετά, με αποτέλεσμα τη μείωση της διασποράς των τιμών τους σε επίπεδο ΕΕ. ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει κάποια διασπορά τιμών στην εσωτερική αγορά. Αυτή η εναπομένουσα διαφορά τιμών φαίνεται ότι οφείλεται σε οικονομικούς και σε ειδικούς κατά τομέα παράγοντες, παρά σε παράγοντες ειδικούς κατά χώρα. Κατά συνέπεια, η λήψη μέτρων για την πραγματοποίηση οικονομικών μεταρρυθμίσεων και την ενίσχυση του ανταγωνισμού φαίνεται ότι αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη λύση για την εξάλειψη της διασποράς τιμών η οποία εξακολουθεί να υπάρχει στις εν λόγω αγορές. [6]

[6] Η πρόσφατη Πράσινη Βίβλος για την προστασία των καταναλωτών [COM(2001)531] παρουσιάζει ορισμένες εναλλακτικές λύσεις για την αύξηση του ανταγωνισμού στις αγορές του εμπορίου μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών και στις λιανικές αγορές.

2.2. Εσωτερική αγορά και προστασία του περιβάλλοντος: ένας συνδυασμός για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών και την αειφόρο ανάπτυξη

Στη Λισσαβώνα, η ΕΕ ανέλαβε την πολιτική δέσμευση να προχωρήσει σε οικονομική και κοινωνική ανανέωση. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Γκέτεμποργκ πρόσθεσε μια περιβαλλοντική διάσταση στη δέσμευση αυτή με τη στρατηγική του για την αειφόρο ανάπτυξη. Η συμβολή του Συμβουλίου Εσωτερικής Αγοράς, Καταναλωτικών Υποθέσεων και Τουρισμού στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Γκέτεμποργκ ήταν η στρατηγική του για την ενσωμάτωση της αειφόρου ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος στις πολιτικές τις σχετικές με την εσωτερική αγορά. Η στρατηγική αυτή, που αποτελεί απάντηση σε σχετικό αίτημα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι, αποσκοπεί στο συνδυασμό των περιβαλλοντικών στόχων με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών μέσα στην εσωτερική αγορά. Ο απώτερος στόχος είναι η δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς που θα χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα περιβαλλοντικής προστασίας, καθώς και από υψηλό βαθμό κοινωνικής συνοχής και οικονομικής ανάπτυξης.

Το Συμβούλιο Εσωτερικής Αγοράς καθόρισε ορισμένους δείκτες οι οποίοι μπορούν να συμβάλουν στην παρακολούθηση της εφαρμογής της στρατηγικής του. Δεδομένου ότι η στρατηγική χαράχθηκε πολύ πρόσφατα, είναι χρήσιμο να γίνουν κάποιες επισημάνσεις σχετικά με την πρόσφατη εξέλιξη και την παρούσα κατάσταση των δεικτών. Οι επισημάνσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για τη μελλοντική διαδικασία παρακολούθησης.

Οι δείκτες μπορούν να καταταγούν σε δύο κατηγορίες. Πρώτον, μερικοί δείκτες δείχνουν το βαθμό στον οποίο η συμπεριφορά της αγοράς, οι αυτορρυθμιστικοί μηχανισμοί και οι μηχανισμοί της αγοράς λαμβάνουν υπόψη τους τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Οι δείκτες αυτοί είναι σημαντικοί, διότι αν οι εταιρείες και οι αγορές βελτιώσουν τις περιβαλλοντικές επιδόσεις τους, θα υπάρχει μικρότερη ανάγκη για δημόσιες πολιτικές παρεμβάσεις και ρυθμίσεις περιβαλλοντικού χαρακτήρα. Δεύτερον, οι δείκτες πολιτικής μετρούν το βαθμό εμπλοκής της δημόσιας πολιτικής στις οικονομικές δραστηριότητες για την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων και την αποτροπή πιθανών «συγκρούσεων» μεταξύ πολιτικών στόχων.

Οι αγορές και οι επιχειρήσεις βελτιώνουν τις περιβαλλοντικές τους επιδόσεις γρήγορα, αλλά είναι σαφές ότι εξακολουθούν να απαιτούνται δημόσιες πολιτικές παρεμβάσεις προκειμένου να διασφαλιστεί η υλοποίηση των στόχων της αειφόρου ανάπτυξης ...

Η συμπεριφορά των αγορών αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση της βιομηχανίας για τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Για διάφορους λόγους οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις λαμβάνουν μέτρα τα οποία και ευνοούν τη βελτίωση των επιδόσεων των αγορών, αλλά και συνάδουν σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό με την αειφόρο ανάπτυξη. Ο αριθμός των πιστοποιητικών ISO 14000 (πιστοποιητικά σωστής περιβαλλοντικής διαχείρισης και επιχειρηματικής απόδοσης, χορηγούμενα από ιδιωτικούς φορείς) που ελήφθησαν από ευρωπαϊκές επιχειρήσεις το 2000 ήταν τετραπλάσιος από το μέσο όρο της περιόδου 1996-1998 (βλέπε πίνακα 6Α). Οι επιδόσεις των βρετανικών, σουηδικών και δανικών επιχειρήσεων στον τομέα αυτόν είναι αξιοσημείωτες. Ωστόσο, οι αριθμοί των νέων πιστοποιητικών οικολογικού σήματος που χορηγήθηκαν είναι πολύ χαμηλοί. Ο αριθμός των πιστοποιητικών που χορηγήθηκαν στον τομέα των συστημάτων οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (ΕΜΑS) παρουσιάζει ελπιδοφόρα αύξηση, αλλά εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλός, ιδίως σε ορισμένες χώρες (βλέπε πίνακα 6Α).

Οι δημόσιες πολιτικές παρεμβάσεις είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των στόχων της αειφόρου ανάπτυξης. Οι δείκτες πολιτικής δείχνουν ότι τα κράτη μέλη ενεργοποιούνται ολοένα και περισσότερο στην προσπάθεια υλοποίησης περιβαλλοντικών στόχων. Η θέσπιση κανονιστικών ρυθμίσεων και η παροχή κρατικών ενισχύσεων είναι τα μέσα πολιτικής τα οποία χρησιμοποιούνται συνηθέστερα. Οι κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται για στόχους εξοικονόμησης ενέργειας και προστασίας του περιβάλλοντος αυξήθηκαν γενικά στην ΕΕ, αν και το συνολικό ύψος των ενισχύσεων μειώθηκε. Οι ενισχύσεις αυτού του είδους είναι σημαντικού ύψους στη Γερμανία, αλλά ιδίως στις Κάτω Χώρες και τη Δανία. Κατά την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των οδηγιών ΕΚ που έχουν περιβαλλοντική διάσταση παρουσίασε συνεχή αύξηση. Άλλα μέσα πολιτικής περισσότερο συμβατά με τους μηχανισμούς της αγοράς χρησιμοποιούνται λιγότερο συχνά. Παραδείγματος χάριν, οι περιβαλλοντικοί φόροι διαδραματίζουν ένα σχετικά δευτερεύοντα ρόλο, καθώς αντιπροσώπευαν το 5,2% των συνολικών φορολογικών εσόδων του 1999, ποσοστό που βρίσκεται κάτω από το μέσο επίπεδο της περιόδου 1995-98 (βλέπε πίνακα 6B).

Ο αυξανόμενος αριθμός περιβαλλοντικών οδηγιών συνοδεύθηκε το 2000 από αύξηση του αριθμού των προσφυγών για παράβαση περιβαλλοντικών οδηγιών, σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη, παρά το γεγονός ότι τα συνολικά ελλείμματα μεταφοράς οδηγιών από τα κράτη μέλη παραμένουν γενικώς σταθερά (βλέπε πίνακα 6Β).

Η αυξανόμενη συνειδητοποίηση των περιβαλλοντικών στόχων δεν παρακώλυσε σημαντικά τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Ο αριθμός των εθνικών προτύπων που κοινοποιήθηκαν βάσει της οδηγίας ΕΚ 98/34 για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών αυξήθηκε σημαντικά κατά τα τελευταία έτη, αλλά ο αριθμός των περιβαλλοντικών προτύπων που κοινοποιήθηκαν παραμένει σχετικά σταθερός. Ο αριθμός των καταχωρηθεισών παραβιάσεων των οδηγιών της εσωτερικής αγοράς που οφείλονται σε λόγους περιβάλλοντος, ασφαλείας ή συσκευασίας παρέμεινε χαμηλός και σταθερός κατά την τελευταία πενταετία (βλέπε πίνακα 6Β).

Μια εσωτερική αγορά που εργάζεται για την αειφόρο ανάπτυξη ...

Η διασφάλιση της συμβατότητας των περιβαλλοντικών στόχων δεν αρκεί. Η εσωτερική αγορά μπορεί να συμβάλει ενεργά στην αειφόρο ανάπτυξη. Μεταξύ των μελλοντικών δράσεων οι οποίες θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη συμβολή της εσωτερικής αγοράς στην αειφόρο ανάπτυξη είναι οι εξής:

- Μέσα της αγοράς για την εμπορία αδειών εκπομπής ρύπων, οι οποίες δεν έχουν ακόμη εισαχθεί σε κοινοτικό επίπεδο. Παρά τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζουν από πλευράς οικονομικής και περιβαλλοντικής αποδοτικότητας, οι εμπορεύσιμες άδειες εκπομπής ρύπων δεν χρησιμοποιούνται σε κλίμακα ΕΕ. Το κοινοτικό πλαίσιο παρέχει σαφή πλεονεκτήματα για την ελαχιστοποίηση τυχόν προβλημάτων συντονισμού με τη διεθνείς δραστηριότητες εμπορίας αδειών εκπομπής ρύπων. Η θέσπιση τέτοιων μέσων θα μπορούσε να βοηθήσει την Ένωση να εκπληρώσει τις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις της, καθώς επίσης και να μειώσει το συνολικό κόστος που συνεπάγεται ο περιορισμός των επιπέδων εκπομπών. Η Επιτροπή ενέκρινε πρόσφατα σχέδιο οδηγίας για την εμπορία εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου [COM(2001)581].

- Ιδιωτικά μέσα της αγοράς, ειδικά σχεδιασμένα για την εξάλειψη των ανεπαρκειών της αγοράς που συνδέονται με ζητήματα περιβαλλοντικής ευθύνης. Η Επιτροπή εξέδωσε μια Λευκή Βίβλο για την περιβαλλοντική ευθύνη [COM(2000) 66] με προτάσεις που αποσκοπούν στην προώθηση της εφαρμογής της αρχής «όποιος ρυπαίνει πληρώνει». Η ανάπτυξη χρηματοοικονομικών μέσων, όπως η ασφάλεια περιβαλλοντικής ευθύνης σε εθελοντική βάση, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην εξάλειψη ορισμένων ανεπαρκειών της αγοράς χωρίς δημόσια πολιτική παρέμβαση. Σήμερα η αγορά στον τομέα της ασφάλειας περιβαλλοντικής ευθύνης είναι μάλλον περιορισμένη και, ως επί το πλείστον, ελέγχεται από ειδικευμένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Η προοδευτική επέκταση αυτού του τμήματος της ασφαλιστικής αγοράς με βάση τις ανάγκες που υπάρχουν στην αγορά θα ωφελήσει το περιβάλλον και την εσωτερική αγορά. Η Επιτροπή καταρτίζει ήδη πρόταση για την περιβαλλοντική ευθύνη, η οποία θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη τέτοιων μέσων.

- Ολοκληρωμένη αξιολόγηση αντικτύπου. Στο πλαίσιο της βελτίωσης και της απλούστευσης των κανονιστικών ρυθμίσεων, η Επιτροπή πρότεινε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν να θεσπίσει μηχανισμούς «που να διασφαλίζουν ότι όλες οι σημαντικές προτάσεις πολιτικής περιλαμβάνουν μια αξιολόγηση αειφορίας που θα καλύπτει τις πιθανές οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειές τους». Η επέκταση πρακτικών αυτού του είδους αναμένεται να διασφαλίσει το μέγιστο δυνατό συντονισμό κατά τη χάραξη και την εφαρμογή των πολιτικών για την εσωτερική αγορά και την αειφόρο ανάπτυξη.

2.3. Ολοκλήρωση των λιανικών κεφαλαιαγορών

Η έκθεση του περασμένου έτους προσδιόριζε τις διασυνοριακές μεταφορές πιστώσεων ως τομέα της εσωτερικής αγοράς που έχει μεγάλη σημασία για τους πολίτες. Η Επιτροπή συνέχισε να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς το ζήτημα των τελών που επιβάλλονται στις διασυνοριακές μεταφορές πιστώσεων. Το μέσο ύψος των τελών που καλείται να καταβάλει κανείς για μια μεταφορά πίστωσης ύψους 100 ευρώ μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει υψηλό (βλέπε διάγραμμα 6). Η επιβολή τέτοιων τελών είναι σαφέστατα ασυμβίβαστη με μια εύρυθμα λειτουργούσα και πλήρως ολοκληρωμένη νομισματική Ένωση. Ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη προκαλεί η εξέλιξη των εν λόγω τελών. Παρά το γεγονός ότι το μέσο ύψος τους υποχώρησε κατά 5,8% σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ωστόσο σε ορισμένα κράτη μέλη σημειώθηκαν σημαντικές αυξήσεις, ενώ η μείωση που παρατηρείται κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 7 ετών είναι σχετικά μικρή (βλέπε διάγραμμα 7).

Όμως, και άλλα είδη διασυνοριακών πληρωμών φαίνεται επίσης να υπόκεινται σε τέλη που ποικίλλουν πολύ, αλλά, οπωσδήποτε, είναι σχετικώς υψηλά (βλέπε πίνακα 7). Καθώς επίκειται η κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων και των κερμάτων ευρώ, η Επιτροπή πρότεινε έναν κανονισμό [COM(2001) 439] στον οποίο θεσπίζεται η αρχή ότι τα τέλη που καταβάλλονται για τις εγχώριες και τις διασυνοριακές πληρωμές σε ευρώ πρέπει να είναι ίσα μεταξύ τους. Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις για μείωση των τελών που επιβάλλουν οι τράπεζες στις διασυνοριακές πληρωμές, οι εξελίξεις που σημειώθηκαν στην αγορά δεν ήταν αρκετές, ούτε από πλευράς εμβέλειας ούτε από πλευράς ταχύτητας, για να καταστεί δυνατή η δημιουργία ενός ενιαίου χώρου πληρωμών που να λειτουργεί εύρυθμα στην εσωτερική αγορά.

Το προαναφερόμενο σχέδιο κανονισμού [7] αποτελεί τμήμα του σχεδίου δράσης για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (ΣΔΧΥ), ενός σφαιρικού προγράμματος σκοπός του οποίου είναι η δημιουργία μιας πλήρως ολοκληρωμένης εσωτερικής αγοράς λιανικών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών έως το 2005. Το ίδιο το Σχέδιο βασίζεται στη δημιουργία ενός κατάλληλου νομικού πλαισίου, στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και στην εγγύηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας - στοιχεία τα οποία αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορέσουν οι καταναλωτές να αποκομίσουν όλα τα οφέλη που προσφέρει η εσωτερική αγορά. Ωστόσο, η σημασία και τα οφέλη που θα προκύψουν από την εκπλήρωση αυτών των στόχων υπερακοντίζουν τα όρια των αγορών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες μπορούν επίσης να ενδυναμώσουν το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών μειώνοντας το λιανικό κόστος των διασυνοριακών εμπορικών συναλλαγών. Με άλλα λόγια, η δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς λιανικών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών θα αποφέρει διπλό κέρδος: οι καταναλωτές και οι μικρές επιχειρήσεις θα αποκομίσουν οφέλη όχι μόνο από την ύπαρξη ενός περισσότερο αξιόπιστου και αποτελεσματικού συστήματος πληρωμών, αλλά και από τη διεύρυνση των εμπορικών δυνατοτήτων και την ενίσχυση του ανταγωνισμού χάρη στη μείωση του χρηματοοικονομικού κόστους των εμπορικών συναλλαγών.

[7] Η πρόσφατη πρόοδος όσον αφορά την οδηγία για την εξ αποστάσεως πώληση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών είναι άλλο ένα πολύ σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της δημιουργίας αυτής της ολοκληρωμένης εσωτερικής αγοράς λιανικών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

3. Αυξηση τησ αποτελεσματικοτητασ των αγορων προϊοντων και κεφαλαιων

Το Συμβούλιο Εσωτερικής Αγοράς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι αγορές προϊόντων και κεφαλαίων θα δώσουν τα πλήρη δυνητικά οφέλη τους μόνο όταν θα είναι πλήρως ολοκληρωμένες και θα λειτουργούν αποτελεσματικά ...». Και, προκειμένου να διασφαλιστεί η ολοκλήρωση αυτή, επισήμανε επίσης ότι «η τακτική και συστηματική ... ανάλυση των διαρθρωτικών εξελίξεων που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα των αγορών είναι σημαντική για να εξασφαλιστούν πλεονεκτήματα για τον πολίτη από την οικονομική μεταρρύθμιση.» Στο παρόν κεφάλαιο επισημαίνονται μερικές από τις πιο πρόσφατες σημαντικές εξελίξεις που σημειώθηκαν προς την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης των αγορών προϊόντων, όπως αποκαλύπτονται από την παρακολούθηση των εμπορικών ροών, καθώς και οι εξελίξεις που σημειώθηκαν στις κεφαλαιαγορές και στις αγορές χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης καθιστά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ακόμη περισσότερο σημαντικές, διότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα συμβάλουν στην ελαχιστοποίηση των αρνητικών συνεπειών της εν λόγω επιβράδυνσης και θα διευκολύνουν την οικονομική ανάκαμψη.

3.1. Οι τάσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών: η ολοκλήρωση του εμπορίου στην εσωτερική αγορά προχωρεί ικανοποιητικά στο μεταποιητικό τομέα, πράγμα που έχει θετικές συνέπειες στις εθνικές οικονομίες των κρατών μελών...

Σχεδόν δέκα χρόνια μετά τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς, το εμπόριο συμβάλλει σταθερά στην αύξηση του βαθμού ολοκλήρωσης των αγορών των κρατών μελών. Το διασυνοριακό εμπόριο μεταποιημένων ειδών μέσα στην ΕΕ-15 αυξάνει ταχύτερα απ' ό,τι το ΑΕγχΠ (βλέπε διάγραμμα 8), πράγμα που υποβάλλει τις αγορές των κρατών μελών σε ανταγωνιστικές πιέσεις και προσφέρει στους καταναλωτές μεγαλύτερες δυνατότητες επιλογής και χαμηλότερες τιμές.

Ιδιαίτερα μεγάλη σημασία έχει η παρακολούθηση της εξέλιξης των εισαγωγών, διότι αυτές αυξάνουν τον ανταγωνισμό στις εθνικές αγορές. Επιπλέον, οι εισαγωγές δίνουν τη δυνατότητα σε ένα κράτος μέλος να αποκτήσει καλύτερη τεχνολογία η οποία υπάρχει αλλού, πράγμα που αυξάνει την εγχώρια παραγωγικότητα. Στο ΗΒ, αύξηση κατά 1% του όγκου των ενδοβιομηχανικών εισαγωγών εκτιμάται ότι αυξάνει το επίπεδο της τεχνικής προόδου κατά 0,31% [8]. Πόσο ανοιχτά στις εισαγωγές είναι λοιπόν τα κράτη μέλη; Το διάγραμμα 9 δείχνει τη σημασία των εισαγωγών στα κράτη μέλη σε συνάρτηση με το μέγεθος των εθνικών οικονομιών τους: στο ένα άκρο βρίσκονται το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο με εισαγωγές που ισοδυναμούν με το 50% περίπου του ΑΕγχΠ. στο άλλο άκρο βρίσκεται η Ιταλία με εισαγωγές που αντιστοιχούν περίπου στο 15% του ΑΕγχΠ. Από το 1995 και μετά, οι εισαγωγές των κρατών μελών, είτε από άλλα κράτη μέλη είτε από τον υπόλοιπο κόσμο, παρουσιάζουν γενικά αύξηση: +4% σε σχέση με το ΑΕγχΠ (βλέπε διάγραμμα 10). Ωστόσο, ενώ η αύξηση των εξαγωγών υπερέβη το 12% στο Βέλγιο και το Λουξεμβούργο και έφθασε σχεδόν το 11% στις Κάτω Χώρες, η κατάσταση στο ΗΒ, τη Δανία και την Ιταλία παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη. Μάλιστα, για το ΗΒ και τη Δανία η σημασία των εισαγωγών από την ΕΕ μειώθηκε ελαφρά.

[8] Hubert, F. και Pain, N. (2000) Inward investment and technical progress in the United Kingdom manufacturing sector, NIESR, Λονδίνο. Η τεχνική πρόοδος ορίζεται στη μελέτη αυτή ως η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας η οποία δεν οφείλεται σε αποτελέσματα κλίμακας ή σε αποτελέσματα σχετιζόμενα με τη βιομηχανική δομή. Η μελέτη αυτή δεν λαμβάνει υπόψη της μια σημαντική πηγή κερδών παραγωγικότητας, η οποία ωστόσο συχνά, αλλά όχι απαραίτητα, συνδέεται με τις ΞΑΕ: τη μεταφορά τεχνικών γνώσεων λόγω της κινητικότητας ειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Η σημασία αυτού του πρόσθετου διαύλου κερδών παραγωγικότητας ενισχύει την επείγουσα ανάγκη υλοποίησης των εν εξελίξει μεταρρυθμίσεων για τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας ειδικευμένου εργατικού δυναμικού.

Όλα τα κράτη μέλη αύξησαν την αξία των εντός ΕΕ εξαγωγών τους από το 1995 και μετά με εξαίρεση την Ελλάδα. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η Ελλάδα αναπροσανατόλισε τις εξαγωγές της από τις αγορές των κρατών μελών προς τις αγορές των υποψηφίων χωρών (βλέπε διάγραμμα 11), και κυρίως προς τη Βουλγαρία. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται βεβαίως σε γεωγραφικούς λόγους και δείχνει ότι η Ελλάδα μπόρεσε να αντλήσει σημαντικά οφέλη από τις Ευρωπαϊκές Συμφωνίες που υπογράφηκαν μεταξύ της ΕΕ και των υποψήφιων χωρών. Η διεύρυνση, όταν γίνει, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο αυτή τη διαδικασία.

Οι ξένες άμεσες επενδύσεις έχουν πολύ θετικό αντίκτυπο στις οικονομικές επιδόσεις ...

Οι ροές ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ) διευκολύνουν επίσης την ολοκλήρωση των αγορών, συμβάλλοντας στους στόχους της Λισσαβώνας για αύξηση των οικονομικών επιδόσεων στους τομείς της μεταποίησης και των υπηρεσιών. Παραδείγματος χάριν, στο ΗΒ, οι μεταποιητικές επιχειρήσεις ξένης ιδιοκτησίας εκτιμάται ότι παράγουν περίπου 10-40% περισσότερο ανά εργαζόμενο απ' ό,τι οι επιχειρήσεις βρετανικής ιδιοκτησίας και έχουν ένα πλεονέκτημα της τάξης του 5Ό% όσον αφορά τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών. Σήμερα οι εν λόγω επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τρίτο του συνόλου των επιχειρήσεων Ε&Α του ΗΒ, ενώ πριν από δέκα χρόνια ανέρχονταν μόνο στο ένα έκτο. Αύξηση κατά 1% των ενδοβιομηχανικών εισερχομένων επενδύσεων ενισχύει την τεχνική πρόοδο κατά 0,82% [9] (δηλαδή, η αύξηση των ΞΑΕ έχει μεγαλύτερο τεχνολογικό αντίκτυπο απ' ό,τι η αύξηση των εισαγωγών). Ωστόσο, ο θετικός οικονομικός αντίκτυπος των εισροών ΞΑΕ φαίνεται ότι ποικίλλει ανάλογα με την πηγή των ΞΑΕ: σε σχέση με τις επιχειρήσεις βρετανικής ιδιοκτησίας, οι βορειοαμερικανικές επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο ΗΒ έχουν παραγωγικότητα εργασίας υψηλότερη κατά περίπου 36%, ενώ οι επιχειρήσεις ιδιοκτησίας ΕΕ έχουν παραγωγικότητα εργασίας υψηλότερη κατά περίπου 22%.

[9] Όπου παραπάνω.

Οι ενδοκοινοτικές ροές ΞΑΕ αυξάνονται με γεωμετρική ταχύτητα, αλλά είναι συγκεντρωμένες σε λίγα μόνο κράτη μέλη. ...

Οι ροές ΞΑΕ στην ΕΕ, και ιδίως οι ενδοκοινοτικές ροές ΞΑΕ, αυξήθηκαν με μεγάλη ταχύτητα (βλέπε διάγραμμα 12). Πράγματι, οι ενδοκοινοτικές ροές ΞΑΕ αυξήθηκαν πολύ ταχύτερα απ' ό,τι το εμπόριο μεταποιημένων ειδών, το ΑΕγχΠ της ΕΕ ή οι εισροές ΞΑΕ από τον υπόλοιπο κόσμο. Με δεδομένη την αποτελεσματικότητα των εισροών ΞΑΕ, η εξέλιξη αυτή είναι ευοίωνη για τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας της ΕΕ. Ωστόσο, ο δυνητικός θετικός αντίκτυπος θα είναι πολύ συγκεντρωμένος: οι εισροές ξένων επενδύσεων από όλες τις πηγές προσεγγίζουν ή υπερβαίνουν το 8% του ΑΕγχΠ στο Βέλγιο-Λουξεμβούργο, την Ιρλανδία και τη Σουηδία (βλέπε διάγραμμα 13), αλλά είναι χαμηλότερες από το 2% του ΑΕγχΠ σε οκτώ κράτη μέλη. Τι είναι όμως εκείνο το οποίο κάνει τα θέλγητρα των επιμέρους κρατών μελών τόσο πολύ διαφορετικά στα μάτια των ξένων επενδυτών (τόσο μέσα όσο και έξω από την ΕΕ); Οι κρατικές ενισχύσεις, τα φορολογικά κίνητρα, το επιχειρηματικό περιβάλλον και το βάθος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι οι πιθανές ευλογοφανείς εξηγήσεις. Ωστόσο, είναι απαραίτητη η περαιτέρω διερεύνηση του θέματος.

Τεχνικά εμπόδια στο εμπόριο: τα ευρωπαϊκά πρότυπα και η καλύτερη εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης είναι το «κλειδί» για την περαιτέρω ολοκλήρωση της αγοράς μέσω του εμπορίου ...

Μεταξύ των συμπερασμάτων του Συμβουλίου Εσωτερικής Αγοράς της 12ης Μαρτίου 2001, σκοπός των οποίων είναι να διασφαλιστεί ότι οι πολίτες και οι καταναλωτές θα αντλήσουν οφέλη από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, υπάρχει ένα συμπέρασμα το οποίο επισημαίνει ότι «θα πρέπει να συνεχισθεί με εντονότερο ρυθμό η εξάλειψη των υπολοίπων τεχνικών εμποδίων για το εμπόριο, με αποτελεσματικότερη χρήση της ευρωπαϊκής τυποποίησης και με αποτελεσματικότερη εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης ... Απαιτείται να γίνει σημαντική περαιτέρω πρόοδος όσον αφορά τη συνέχεια που δίδεται στο ψήφισμα του Συμβουλίου για την τυποποίηση, ιδίως με συγκεκριμένα μέσα με στόχο τη συμπλήρωση του νομικού πλαισίου για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των οικοδομικών υλικών.» Στα επόμενα τρία υποκεφάλαια σκιαγραφούνται οι πρόσφατες σχετικές δραστηριότητες της Επιτροπής και γίνονται κάποιες εκτιμήσεις σχετικά με τα οικονομικά οφέλη που είναι δυνατόν να προκύψουν.

Πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί τυποποίησης είναι απολύτως ανοιχτοί, διαφανείς και ευαίσθητοι στις δυνάμεις της αγοράς ...

Κατά την άποψη της Επιτροπής [10], η κατάρτιση σωστών προτύπων διασφαλίζεται μέσω συμφωνιών τυποποίησης που συνάπτονται από αναγνωρισμένους ανεξάρτητους οργανισμούς τυποποίησης. Η άποψη αυτή θεμελιώνεται σε δύο συγκεκριμένες αρχές στις οποίες βασίζεται ο τρόπος με τον οποίο καταρτίζουν πρότυπα οι οργανισμοί αυτοί. Πρώτον, οι ανάγκες της αγοράς είναι εκείνες οι οποίες κατευθύνουν την επιλογή και την κατάρτιση των περισσότερων προτύπων, ο αριθμός των οποίων αυξάνει με μεγάλη ταχύτητα. Διαφορετικά, για ποιο λόγο οι παράγοντες της αγοράς θα κάλυπταν το 90% του κόστους της τυποποίησης; Δεύτερον, τα πρότυπα καταρτίζονται σε ανοιχτή και εθελοντική βάση, κατόπιν συναινέσεως όλων των ενδιαφερομένων μερών - δηλαδή, στο μέτρο του δυνατού, όλων όσοι έχουν κάποιο συμφέρον (παραγωγοί, χρήστες, καταναλωτές κ.λπ.).

[10] Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τις δράσεις που αναλήφθηκαν έπειτα από τα ψηφίσματα για την ευρωπαϊκή τυποποίηση που εκδόθηκαν από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 1999, COM (2001) 527.

Η Επιτροπή περιορίζει το ρόλο της στη διατήρηση μιας ανοιχτής και αμερόληπτης υποδομής τυποποίησης. Στους ενδιαφερόμενους οι πόροι των οποίων είναι τόσο περιορισμένοι (π.χ., καταναλωτές, εμπειρογνώμονες των τομέων της υγείας και της ασφάλειας, ΜΜΕ) ώστε να μην μπορούν κανονικά να συμμετάσχουν στις δραστηριότητες τυποποίησης παρέχεται οικονομική βοήθεια. Η παροχή παρόμοιας βοήθειας μπορεί να ενισχύσει τις προσπάθειες που καταβάλλονται για την πρόσδοση «οικολογικής διάστασης» στη διαδικασία τυποποίησης.

Οι οργανισμοί τυποποίησης αντιμετωπίζουν δύσκολες προκλήσεις ...

Τα πρότυπα πρέπει να καλύπτουν τις ανάγκες της αγοράς και να καταρτίζονται γρήγορα. Η ταχύτητα αποτελεί ιδιαίτερα δυσχερή πρόκληση για τις οργανώσεις τυποποίησης με δεδομένη την πολύ ανοιχτή τους στάση προς όλους τους ενδιαφερόμενους (πράγμα το οποίο, όπως είναι φυσικό, καθιστά δυσχερέστερη την επίτευξη συναίνεσης). Στους τομείς στους οποίους οι οργανώσεις τυποποίησης δεν κινήθηκαν με αρκετή ταχύτητα εμφανίστηκαν ιδιωτικές κοινοπραξίες και φόρουμ. Όπως αναφέρεται στον Πίνακα Αποτελεσμάτων του Νοεμβρίου του 2001, η CEN, ένας από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης (ΕυρΟΤ), χρειάζεται τώρα 8 χρόνια για να καταρτίσει ένα ευρωπαϊκό πρότυπο και να εξασφαλίσει τη σχετική συναίνεση έναντι 4,5 ετών το 1995. Οι ΕυρΟΤ προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την πρόκληση αυτή με δύο κυρίως τρόπους. Πρώτον, βελτιώνοντας τις επιδόσεις τους [με την ευρύτερη χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών και με τη συγκριτική αξιολόγηση (benchmarking) βέλτιστων πρακτικών]. Οι εθνικοί οργανισμοί τυποποίησης (ΕθΟΤ) κάνουν το ίδιο πράγμα, ενίοτε με την οικονομική στήριξη της Επιτροπής. Δεύτερον, αναπτύσσοντας ένα ευρύτερο φάσμα προϊόντων τυποποίησης, όπως, π.χ., τεχνικές συμφωνίες (CWA). Ωστόσο, αυτά τα νέα προϊόντα δεν υποστηρίζονται πάντοτε πλήρως σε εθνικό επίπεδο. Η τακτική ανταλλαγή πληροφοριών αναμένεται να βελτιώσει την κατάσταση.

Καθώς οι συλλογές των προτύπων τους μοιάζουν ολοένα και περισσότερο μεταξύ τους και καθώς οι τεχνολογίες των πληροφοριών και των επικοινωνιών (ΤΠΕ) καθιστούν εύκολη τη διάδοση αυτών των προτύπων, ακόμη και πέραν των εθνικών συνόρων, το επιχειρηματικό περιβάλλον των ΕθΟΤ γίνεται ολοένα και ανταγωνιστικότερο. Το γεγονός αυτό ασκεί πίεση στα οικονομικά τους, πράγμα το οποίο, με τη σειρά του, δημιουργεί προβλήματα στα οικονομικά των ΕυρΟΤ, διότι οι οργανισμοί αυτοί (ΕυρΟΤ) εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ικανότητα των ΕθΟΤ να οργανώνουν τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων της βιομηχανίας στις εργασίες τους (το 2000 το 93% των υπολογιζομένων δαπανών ύψους 700 εκατ. ευρώ της CEN χρηματοδοτήθηκε από συνεισφορές της βιομηχανίας). Η κατάσταση αυτή γίνεται ολοένα και οξύτερη.

Ένα επίτευγμα των ΕυρΟΤ είναι το γεγονός ότι περισσότερο από το 80% της τυποποίησης γίνεται τώρα σε ευρωπαϊκό ή διεθνές επίπεδο, ενώ πριν από 15 μόλις χρόνια το 80% της τυποποίησης γινόταν σε εθνικό επίπεδο. Και σήμερα, ωστόσο, ο χρόνος που απαιτείται για την κατάρτιση ενός ευρωπαϊκού προτύπου υπονομεύει τις εργασίες εξάλειψης των τεχνικών φραγμών στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Πρόκειται για ζήτημα που προκαλεί ανησυχία και στο οποίο αποδίδεται τώρα ιδιαίτερη προσοχή.

... εξακολουθεί όμως να επιτελείται πρόοδος στη διαδικασία τυποποίησης ...

Παρά τις προκλήσεις, η διαδικασία τυποποίησης έχει σχεδόν ολοκληρωθεί σε ορισμένους τομείς: όργανα ζύγισης, συσκευές αερίου και απλά δοχεία πίεσης. Εν τω μεταξύ, μετά από πολλά έτη στασιμότητας, επιτεύχθηκε τελικά συμφωνία σχετικά με τα πρώτα εναρμονισμένα πρότυπα για τα δομικά προϊόντα - συγκεκριμένα για το τσιμέντο, τα εφέδρανα και τις εγκαταστάσεις ανύψωσης. Κατά τα προσεχή έτη αναμένεται να συμφωνηθούν περισσότερα πρότυπα. Με τον τρόπο αυτό πιστεύεται ότι θα ανοίξουν νέες, ευρύτερες αγορές και θα ενταθεί ο ανταγωνισμός στον τομέα. Όπου δεν σημειώνεται πρόοδος, η Επιτροπή θα σταματήσει να παρέχει την οικονομική της υποστήριξη. Με δεδομένα τα αυξανόμενα οικονομικά προβλήματα των ΕθΟΤ, η απειλή αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει πολύ ισχυρό μοχλό πίεσης για την Επιτροπή.

Υπάρχουν ακόμη οφέλη τα οποία μπορούν να αποκομιστούν από την καλύτερη εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης ...

Για τα προϊόντα τα οποία δεν υπάρχει πλήρης κοινοτική εναρμόνιση μέσα στην ΕΕ, καθώς και για τα προϊόντα για τα οποία τα κράτη μέλη συμφωνούν γενικά ότι οι ισχύουσες εθνικές ρυθμίσεις είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι παρέχουν ισοδύναμο επίπεδο προστασίας, πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Αν και μόνο το 21% της βιομηχανικής παραγωγής ή το 7% του ΑΕγχΠ της ΕΕ καλύπτεται από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης [11], ωστόσο τα προβλήματα στα οποία προσκρούει η εφαρμογή της εν λόγω αρχής έχουν σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο.

[11] Επισκόπηση της ενιαίας αγοράς, υποσειρά ΙΙΙ, τόμος 1: Τεχνικά εμπόδια στο εμπόριο.

Για σκοπούς πολιτικής είναι ενδιαφέρον να έχει κανείς μια ιδέα της τάξης μεγέθους των μέγιστων δυνητικών κερδών τα οποία θα μπορούσαν να προκύψουν για το εμπόριο από την πλήρη εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε μια απόλυτα ολοκληρωμένη εσωτερική αγορά. Όπως προκύπτει από τις σχετικές εκτιμήσεις, η αξία των ενδοκοινοτικών εμπορικών συναλλαγών προϊόντων που καλύπτονται από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης ενδέχεται να είναι έως και κατά 45% μικρότερη απ' ό,τι θα έπρεπε να είναι (βλέπε πλαίσιο 5), πράγμα που ισοδυναμεί περίπου με το 1,8% του ΑΕγχΠ της ΕΕ, δηλαδή με ποσοστό ελαφρώς χαμηλότερο από ολόκληρο το ΑΕγχΠ της Δανίας και ελαφρώς υψηλότερο από το ΑΕγχΠ της Φινλανδίας. Βεβαίως, οι διαφορές μεταξύ του εμπορίου σε μια τέλεια εσωτερική αγορά και του εμπορίου στη σημερινή πραγματική εσωτερική αγορά δεν οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες του συστήματος της αμοιβαίας αναγνώρισης. Υπάρχει και μια πλειάδα άλλων παραγόντων, πέραν της ελλείψεως αμοιβαίας αναγνώρισης, τους οποίους πρέπει να αντιμετωπίσει το διασυνοριακό εμπόριο (π.χ., πλεονέκτημα του πρωτοπόρου, βιομηχανική βάση, κατανομή δεξιοτήτων, γλωσσικοί παράγοντες, γεωγραφικοί παράγοντες κ.λπ.). Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες εκτιμήσεις, η επιτυχής διασφάλιση της άψογης λειτουργίας της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης για τα διάφορα προϊόντα μέσα στην ΕΕ δεν θα αυξήσει το εμπόριο στην ΕΕ περισσότερο από το 1,8% του ΑΕγχΠ. Πάντως, ο αριθμός αυτός πρέπει να θεωρείται ως η ανώτατη εκτίμηση.

Τα προβλήματα στα οποία προσκρούει η εφαρμογή της αμοιβαίας αναγνώρισης εμφανίζονται κυρίως σε έναν περιορισμένο αριθμό αγορών και οφείλονται ως επί το πλείστον στην αβεβαιότητα που υπάρχει ως προς το πεδίο εφαρμογής και τις δυνατότητες που προσφέρει η εν λόγω αρχή ...

Τα προβλήματα στα οποία προσκρούει η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αφορούν κυρίως ορισμένα είδη ειδών διατροφής, τα δομικά προϊόντα, τα οχήματα για τα οποία δεν ισχύει η έγκριση τύπου ΕΚ, τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και τα επαγγελματικά προσόντα. Η Επιτροπή προσπαθεί να προσδιορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα βασικά προβλήματα, ούτως ώστε να μπορέσει να λάβει μέτρα για τη βελτίωση της κατάστασης. Για το σκοπό αυτό οργάνωσε ορισμένες στρογγυλές τράπεζες το Νοέμβριο του 2000 και το Σεπτέμβριο του 2001 προκειμένου να συζητήσει το εν λόγω θέμα με οικονομικούς παράγοντες και με υπαλλήλους των κρατών μελών. Το συμπέρασμα που προέκυψε ξεκάθαρα από τις συζητήσεις ήταν ο σημαντικός βαθμός αβεβαιότητας που αισθάνονται τόσο οι οικονομικοί παράγοντες όσο και οι υπάλληλοι των κρατών μελών σχετικά με την εμβέλεια και τις δυνατότητες που προσφέρει η αμοιβαία αναγνώριση. Πολλοί οικονομικοί παράγοντες εξέφρασαν την άποψη ότι, εάν είχαν να επιλέξουν μεταξύ, αφενός, της προσαρμογής των προϊόντων τους κατά τρόπον ώστε να συμμορφωθούν με τις ισχύουσες εθνικές τεχνικές προδιαγραφές και, αφετέρου, της επίκλησης της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, θα προτιμούσαν την πρώτη εναλλακτική επιλογή. Η λύση αυτή είναι ίσως δαπανηρή, εγκυμονεί όμως λιγότερους κινδύνους στις περιπτώσεις στις οποίες το κράτος μέλος προορισμού προσκολλάται τυφλά στους δικούς του εθνικούς τεχνικούς κανόνες χωρίς να λαμβάνει υπόψη του το επίπεδο προστασίας που προσφέρει το προϊόν. Επιπλέον, ορισμένοι οικονομικοί παράγοντες θεωρούν ότι η λύση της προσαρμογής των προϊόντων εξοικονομεί χρόνο σε σχέση με την επίμοχθη διαδικασία του να πεισθεί μια απρόθυμη εθνική διοικητική υπηρεσία, ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, σε σχέση με την προσφυγή σε δικαστικές διαδικασίες και επισημαίνουν το γεγονός ότι η εξοικονόμηση χρόνου αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα για τη διάθεση ενός προϊόντος στην αγορά. Εν πάση περιπτώσει, το εν γένει κόστος της προσαρμογής των προϊόντων στις εθνικές τεχνικές προδιαγραφές είναι λιγότερο σημαντικό για τα προϊόντα μαζικής παραγωγής και αμελητέο για τα προϊόντα που κατασκευάζονται κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας. Το πρόβλημα αφορά κυρίως τις ΜΜΕ, στις οποίες ο όγκος παραγωγής ενδέχεται να μην είναι αρκετά μεγάλος για να καταστήσει αμελητέο το κόστος προσαρμογής των προϊόντων στις εθνικές τεχνικές προδιαγραφές, ή τα προϊόντα η διάρκεια ζωής των οποίων είναι πολύ περιορισμένη (ιδίως τα τεχνολογικά προϊόντα). Η αβεβαιότητα την οποία αισθάνονται, από την πλευρά τους, τα στελέχη των εθνικών διοικητικών υπηρεσιών τα καθιστά συχνά πολύ επιφυλακτικά και, κατά συνέπεια, απρόθυμα να εφαρμόσουν την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία.

Στον τομέα των προϊόντων δομικών κατασκευών μόλις εκδόθηκαν τα πρώτα πρότυπα, τα οποία ίσως τελικά «απελευθερώσουν» το διασυνοριακό εμπόριο ...

Η οδηγία για τα προϊόντα δομικών κατασκευών εκδόθηκε το 1989 (οδηγία 89/106), αλλά το πρώτο εναρμονισμένο πρότυπο στον τομέα των προϊόντων δομικών κατασκευών, το οποίο αφορούσε το τσιμέντο, τέθηκε σε ισχύ μόλις την 1η Απριλίου του 2001. Από την ημερομηνία αυτή και μετά, το κοινό τσιμέντο μπορεί να φέρει το σήμα «CE» και, θεωρητικά, να διατίθεται ελεύθερα στο εμπόριο πέραν των εθνικών συνόρων χωρίς δοκιμή πιστότητας. Την έκδοση του προτύπου για το τσιμέντο ακολούθησε η έκδοση μιας σειράς άλλων προτύπων που καλύπτουν τα γεωυφάσματα, τον πυροσβεστικό εξοπλισμό και τα μονωτικά προϊόντα.

Η θέσπιση προτύπων στον τομέα των προϊόντων δομικών κατασκευών, διευκολύνοντας τις διασυνοριακές εμπορικές συναλλαγές, αναμένεται να οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του εμπορίου των εν λόγω προϊόντων μέσα στην ΕΕ. Υπάρχουν ασφαλώς στοιχεία που δείχνουν ότι το εμπόριο προϊόντων δομικών κατασκευών αντιμετώπιζε εμπόδια στο παρελθόν. Το διάγραμμα 14 δείχνει ότι η αύξηση του ενδοκοινοτικού εμπορίου δομικών κατασκευών ήταν περισσότερο αργή από την αντίστοιχη αύξηση του εμπορίου μεταποιημένων ειδών. Η διαπίστωση αυτή ισχύει για όλα γενικώς τα προϊόντα, αλλά και, ειδικότερα, για το τσιμέντο και τα μονωτικά προϊόντα, δηλαδή για δύο ομάδες προϊόντων στις οποίες μόλις θεσπίστηκαν πρότυπα. Επιπλέον, το επίπεδο του ενδοκοινοτικού εμπορίου τσιμέντου τύπου portland είναι όντως αξιοσημείωτα χαμηλό. Κατά μέσο όρο, μια βιομηχανία της ΕΕ με το μέγεθος που έχει η τσιμεντοβιομηχανία θα έπρεπε να παρουσιάζει εμπορικές ροές μεταξύ των κρατών μελών τετραπλάσιες από τις ροές που καταγράφονται σήμερα. Με άλλα λόγια, το διασυνοριακό εμπόριο τσιμέντου είναι πολύ μικρής έκτασης - η παραγωγή των περισσότερων κρατών μελών προορίζεται για την εγχώρια κατανάλωση. Το κόστος μεταφοράς συμβάλλει ίσως στην κατάσταση αυτή, πρέπει όμως να γίνουν περαιτέρω εργασίες προκειμένου να εξεταστεί σε ποιο βαθμό.

Αν καταστεί δυνατή η επίλυση των προβλημάτων προσαρμογής στο νέο κανονιστικό περιβάλλον ...

Δυστυχώς, τα στοιχεία που αφορούν το εμπόριο δεν είναι επαρκώς ενημερωμένα ώστε να καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός του αντικτύπου τον οποίο είχε πιθανώς στο εμπόριο η θέσπιση του προτύπου για το τσιμέντο. Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι ανησυχίας σχετικά με τον εμπορικό αντίκτυπο. Η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Κατασκευαστικής Βιομηχανίας επιβεβαιώνει ότι ο τρόπος με τον οποίο ορισμένα κράτη μέλη αντιδρούν στην αλλαγή του κανονιστικού περιβάλλοντος καθιστά στην πραγματικότητα δυσχερέστερη τη διενέργεια του διασυνοριακού εμπορίου απ' ό,τι στο παρελθόν, τουλάχιστον για τα προϊόντα τα οποία υπόκεινται τώρα σε εναρμονισμένα πρότυπα. Καθώς τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν το δικαίωμα να θεσπίζουν τα δικά τους κανονιστικά επίπεδα προστασίας για τα τεχνικά έργα (υπηρεσίες μηχανικού και κατασκευαστικές υπηρεσίες), δεν είναι υποχρεωμένα να δέχονται τα προϊόντα που φέρουν το σήμα CE - τα τεχνικά έργα στα οποία χρησιμοποιούνται προϊόντα, ακόμη και προϊόντα που καλύπτονται από πρότυπα, εξακολουθούν να πρέπει να συμμορφώνονται με τους εθνικούς κανονισμούς κάθε κράτους μέλους τους σχετικούς με τα τεχνικά έργα. Ως εκ τούτου, ακόμη και η επίτευξη προόδου όσον αφορά τα πρότυπα του τομέα των προϊόντων δομικών κατασκευών ενδέχεται να μην είναι σε θέση να «απελευθερώσει» το διασυνοριακό εμπόριο, πράγμα που οδηγεί σε σαφή συμπεράσματα. Πρώτον, η Επιτροπή θα πρέπει να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς την κατάσταση στην περίπτωση κατά την οποία θα χρειαστεί η ανάληψη περαιτέρω δράσης. Δεύτερον, η καταπολέμηση των περιορισμών που αφορούν τα προϊόντα πρέπει να συνοδεύεται από την καταπολέμηση των συναφών περιορισμών που αφορούν τις υπηρεσίες.

Στον τομέα των υπηρεσιών προγραμματίζεται η ανάληψη στοχοθετημένων δράσεων για την εξάλειψη των διασυνοριακών εμποδίων ...

Το Συμβούλιο Εσωτερικής Αγοράς επισήμανε, το Μάρτιο του 2001, ότι «η βελτίωση της εσωτερικής αγοράς των υπηρεσιών αποτελεί καίρια στρατηγική πρόκληση για την Κοινότητα. Ο ανταγωνισμός θα πρέπει να ενισχυθεί στους τομείς των υπηρεσιών, υποστηριζόμενος με την άρση των εμποδίων για το διασυνοριακό εμπόριο και την είσοδο στην αγορά ...». Τον Ιανουάριο του 2001 η Επιτροπή υιοθέτησε τη στρατηγική για την εσωτερική αγορά υπηρεσιών [12]. Σύμφωνα με την εν λόγω στρατηγική, η Επιτροπή επιτάχυνε τις εργασίες της κατά το 2001 προκειμένου να επιλύσει τα προβλήματα που υπάρχουν σε ορισμένους ειδικούς τομείς (π.χ. αναγνώριση των προσόντων και προώθηση των πωλήσεων). διεξήγαγε επίσης μια έρευνα προκειμένου να προσδιορίσει τα εμπόδια που εξακολουθούν να παρακωλύουν τη διασυνοριακή κυκλοφορία των υπηρεσιών. Τα πορίσματα της έρευνας αυτής, καθώς και οι γραπτές απαντήσεις που ελήφθησαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη και τα κράτη μέλη, αναλύονται και θα παρουσιαστούν το επόμενο έτος. Το 2002 η Επιτροπή θα θεσπίσει ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα μέσα στο οποίο τα κράτη μέλη πρέπει να εξαλείψουν τα εμπόδια που θα προσδιοριστούν, θα παρουσιάσει μη νομοθετικά υποστηρικτικά μέτρα (π.χ., κώδικες δεοντολογίας) και θα προτείνει εναρμονισμένους κανόνες για την παροχή υπηρεσιών, όπου είναι απολύτως απαραίτητο. Η προαναφερθείσα Πράσινη Βίβλος για την προστασία των καταναλωτών επισημαίνει εναλλακτικές λύσεις για την εναρμόνιση σε ορισμένους απ' αυτούς τους τομείς.

[12] Η στρατηγική αυτή παρουσιάζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής «Μια στρατηγική για την εσωτερική αγορά υπηρεσιών», COM(2000) 888.

Διαφορετικές υπηρεσίες στην αγορά, διαφορετικές επιδόσεις της αγοράς ...

Βεβαίως, οι επιδόσεις των διαφόρων κλάδων του τομέα των υπηρεσιών της ΕΕ δεν είναι σε όλους εξίσου χαμηλές. Μια πρόσφατη έρευνα [13] που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής σχετικά με οκτώ υποτομείς του τομέα των επιχειρηματικών υπηρεσιών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο οι προμηθευτές όσο και οι καταναλωτές θεωρούν μη ανταγωνιστικούς τους υποτομείς της λογιστικής και του οικονομικού ελέγχου, καθώς και τον υποτομέα των τεχνικών δοκιμών. Αντίθετα, η παροχή φορολογικών συμβουλευτικών υπηρεσιών, η πρόσληψη προσωπικού και η παροχή συμβουλών για θέματα μηχανικού θεωρούνται τόσο από τους καταναλωτές όσο και από τους προμηθευτές ανταγωνιστικοί.

[13] CSES, «Study on obstacles to trade in business services» για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2001).

Τα πορίσματα για τους υποτομείς της λογιστικής και του οικονομικού ελέγχου εξηγούνται ίσως από το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός στις εθνικές αγορές είναι μικρός, με χαμηλά επίπεδα διασυνοριακού εμπορίου. Ασφαλώς, το γεγονός ότι οι λογιστικές υπηρεσίες καλύπτονται από μια πλειάδα διαφορετικών εθνικών κανόνων και κανονισμών διευκολύνει τον κατακερματισμό της αγοράς. Καθώς ο υποτομέας είναι μάλλον ευρύς, με περισσότερους από 260.000 εργαζομένους μόνο στην Ιταλία και τη Γαλλία, η επιτυχής ανάληψη δράσεων για τη μείωση του κατακερματισμού της αγοράς θα δώσει ίσως σημαντικά αποτελέσματα. Επιπροσθέτως, η εξάλειψη εμποδίων αυτού του είδους στην εσωτερική αγορά θα μπορούσε να ωφελήσει πάρα πολύ όχι μόνο τον ίδιο τον τομέα, αλλά και όλες τις επιχειρήσεις που είναι υποχρεωμένες να χρησιμοποιούν αυτές τις υπηρεσίες ως εισροές, χάρη στη μείωση δαπανών που θα προκύψει. Χαμηλά επίπεδα διασυνοριακού εμπορίου παρουσιάζει επίσης και ο υποτομέας των τεχνικών δοκιμών, όπως ακριβώς ο υποτομέας της λογιστικής και του οικονομικού ελέγχου, πράγμα που υποδηλώνει ίσως την ύπαρξη σημαντικών εμποδίων στην εσωτερική αγορά, τα οποία οδηγούν επίσης σε μειωμένα επίπεδα ανταγωνισμού.

Αντιστρόφως, η σχετικά θετική γνώμη την οποία εξέφρασαν αυτοί οι οποίοι πήραν μέρος στην έρευνα σχετικά με τον υποτομέα της πρόσληψης προσωπικού ίσως να αντανακλά το γεγονός ότι πρόκειται για έναν εξαιρετικά μεγάλο και συγκεντρωμένο υποτομέα, ο οποίος παρουσιάζει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι περίπου το 50% του ενός εκατομμυρίου των ατόμων που απασχολούνται σ' αυτόν εργάζονται στο ΗΒ. Η συγκέντρωση αυτή συνεπάγεται ότι το διασυνοριακό εμπόριο είναι πιθανόν αρκετά σημαντικό. Αυτός ο υποτομέας αναπτύχθηκε γρήγορα κατά την τελευταία εικοσαετία λόγω εξελίξεων όπως η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, η ανάθεση της επιλογής και πρόσληψης προσωπικού σε εξωτερικούς φορείς και η γενική τάση για αύξηση της ευελιξίας στην αγορά απασχόλησης. Υπολογίζεται ότι σε όλη την ΕΕ 1,8 εκατομμύρια άτομα εργάζονται βάσει προσωρινών συμβάσεων εργασίας, αριθμός που αντιστοιχεί στο 1,5% της συνολικής απασχόλησης.

Οι τιμές των υπηρεσιών στην ΕΕ παρουσίασαν μεγαλύτερη σταθερότητα από τις συνολικές τιμές, αλλά η τάση τους ήταν η ίδια. Η αύξηση ήταν μόνο 1%, από 1,9% τον Ιούνιο του 1999 σε 2,9% το Μάιο του 2001, έναντι αυξήσεως 2,1% του συνολικού δείκτη κατά την ίδια περίοδο. Ωστόσο, η γενική τάση υποκρύπτει τις μάλλον διαφορετικές τάσεις που υπάρχουν σε δύο τομείς υπηρεσιών: στις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, οι τιμές των οποίων εξακολουθούν να υποχωρούν με λογικούς ρυθμούς, και στις υπηρεσίες οργανωμένων διακοπών, όπου οι τιμές αυξήθηκαν με μεγάλη ταχύτητα και παρουσίασαν τη μεγαλύτερη απόκλιση.

Η εξάλειψη των διασυνοριακών εμποδίων που παρακωλύουν το εμπόριο υπηρεσιών θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο ...

Διάφορα στοιχεία αποκαλύπτουν το λόγο για τον οποίο το Συμβούλιο υπογράμμισε την καίριας σημασίας στρατηγική πρόκληση την οποία αντιπροσωπεύει ο τομέας των υπηρεσιών στην ΕΕ. Η Επιτροπή απέδειξε με στοιχεία [14] τη σημασία των υπηρεσιών για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης στην ΕΕ. Τα περιφερειακά δεδομένα δείχνουν ότι οι υπηρεσίες ήταν, με μεγάλη διαφορά, ο πιο σημαντικός μοχλός ανάπτυξης της απασχόλησης σε όλη την Κοινότητα κατά τα τέλη της δεκαετίας του '90 (βλέπε πλαίσιο 6).

[14] Η απασχόληση στην Ευρώπη το 2001, πρόσφατες τάσεις και προοπτικές, Γενική Διεύθυνση Απασχόλησης (Ιούλιος 2001).

Από έρευνα που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής σχετικά με τις επιχειρηματικές υπηρεσίες (βλέπε πλαίσιο 6), μπορεί να υπολογιστεί ότι η εξάλειψη των εμποδίων που παρακωλύουν το διασυνοριακό εμπόριο επιχειρηματικών υπηρεσιών θα αύξανε το ΑΕγχΠ της ΕΕ κατά ποσοστό που κυμαίνεται από 1,1% έως 4,2%. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι επιχειρηματικές υπηρεσίες αντιπροσωπεύουν μόνο το 1/3 του συνόλου των υπηρεσιών, ο αντίκτυπος της ολοκλήρωσης όλων των αγορών υπηρεσιών της ΕΕ θα μπορούσε να είναι ακόμη μεγαλύτερος.

Εξάλλου, αυτός θα ήταν μόνο ο αρχικός αντίκτυπος της εξάλειψης των εμπορικών φραγμών. Αν η διασυνοριακή εμπορία υπηρεσιών ήταν ελεύθερη, θα προέκυπτε και ένας δεύτερος σημαντικός οικονομικός αντίκτυπος: η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών θα έδινε τη δυνατότητα στους παρόχους υπηρεσιών να αναδιοργανώσουν και να αναδιαρθρώσουν την παραγωγική τους ικανότητα με περισσότερο ορθολογικό τρόπο, χωρίς να περιορίζονται πλέον από τα εθνικά σύνορα, πράγμα που θα προσέφερε σημαντικά πλεονεκτήματα από πλευράς αποδοτικότητας και ανταγωνιστικότητας. Επομένως, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών θα απέφερε σημαντικά οικονομικά οφέλη.

3.2. Οι αγορές κεφαλαίων και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών αντανακλούν τη χειροτέρευση της γενικής οικονομικής συγκυρίας...

Οι χρηματοοικονομικές αγορές είναι οι πλέον χαρακτηριστικοί δείκτες των αλλαγών που σημειώθηκαν στις συνθήκες του συγκυριακού κύκλου. Παραδείγματος χάριν, η χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση των εγχώριων εταιρειών μειώθηκε κατά 3,8% το 2000 σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ακόμη και πριν από τα τραγικά γεγονότα του Σεπτεμβρίου, η χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση στην ευρωζώνη είχε υποχωρήσει κατά 19% από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του 2001 (17,6% για την ΕΕ 15).

... υπάρχουν όμως σαφή και ελπιδοφόρα σημάδια διαρθρωτικών αλλαγών στις χρηματοοικονομικές αγορές ....

Μέσα σ' αυτές τις ολοένα και πιο αντίξοες συνθήκες που διαμορφώνονται στην αγορά, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εξακολούθησαν να στρέφονται ολοένα και συχνότερα στα χρηματιστήρια για χρηματοδότηση. Το ύψος των νέων κεφαλαίων τα οποία άντλησαν οι εγχώριες εταιρείες από τα χρηματιστήρια αυξήθηκε κατά 48,6% το 2000 στην ευρωζώνη. στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε σχέση με το 1999, η αύξηση ήταν πολύ χαμηλότερη (27%). Πράγμα ακόμη σημαντικότερο, οι νεοεισηγμένες στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια εγχώριες εταιρείες διπλασίασαν το ύψος των κεφαλαίων τα οποία άντλησαν το 2000 σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Στις ΗΠΑ, οι εταιρείες αυτού του είδους αύξησαν τη χρηματοδότησή τους κατά την ίδια περίοδο μόνο κατά 10%.

Είναι επίσης σαφές ότι και οι ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές γίνονται αποτελεσματικότερες. Η χρηματιστηριακή ρευστότητα αυξήθηκε κατά 86% από το 1998 έως το 2000. Ο λόγος του κύκλου εργασιών προς τη χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση αυξήθηκε από 1,1 το 1999 σε 2,1 το 2000.

... και υπάρχουν ενθαρρυντικά σημάδια ολοκλήρωσης των κεφαλαιαγορών ...

Οι διαφορές μεταξύ των επιτοκίων δείχνουν ότι η διατραπεζική αγορά της ευρωζώνης ενοποιήθηκε απολύτως το 1999, διαδικασία η οποία είχε ξεκινήσει στα μέσα της δεκαετίας του '90. Πολύ πιο ενοποιημένη έγινε επίσης η αγορά κρατικών ομολόγων, παρά το γεγονός ότι οι μικρές αλλά σταθερές διαφορές απόδοσης που εξακολουθούν να παρατηρούνται δείχνουν ότι υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω ολοκλήρωση [15].

[15] CSEF «Study to analyse, compare and apply alternative indicators and monitoring methodologies to measure the evolution of capital market integration in the EU», μελέτη για λογαριασμό της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικής Αγοράς (θα δημοσιευθεί προσεχώς).

Η σύνθεση των χαρτοφυλακίων των θεσμικών επενδυτών (συνταξιοδοτικά ταμεία, ταμεία επενδύσεων και ασφαλιστικές εταιρείες) δείχνει πρόοδο στο βαθμό ολοκλήρωσης των κεφαλαιαγορών. Στο παρελθόν, οι εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις περιόριζαν τη δυνατότητα των θεσμικών επενδυτών να διαφοροποιούν τη σύνθεση των χαρτοφυλακίων τους, με αποτέλεσμα τα χαρτοφυλάκια των εν λόγω επενδυτών να περιλαμβάνουν δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό εγχώριων τίτλων, να ενέχουν υψηλότερο κίνδυνο και να προσφέρουν χαμηλότερες από τις βέλτιστες αποδόσεις (βλέπε διάγραμμα 15). Σήμερα, χάρη στις κανονιστικές μεταβολές που έγιναν με πρωτοβουλία της Κοινότητας και στο ενιαίο νόμισμα, τα παραπάνω φαινόμενα παρατηρούνται σε πολύ μικρότερο βαθμό. Τα κίνητρα που οδήγησαν στη διαφοροποίηση αυτή είχαν ίσως περισσότερο να κάνουν με τον τομεακό παρά με τον εθνικό «πλουραλισμό» του χαρτοφυλακίου. ωστόσο, όπως και αν έχουν τα πράγματα, το αποτέλεσμα είναι ότι τα χαρτοφυλάκια των συνταξιοδοτικών και επενδυτικών ταμείων χαρακτηρίζονται σήμερα από πολύ μικρότερα επίπεδα «εθνικής προτίμησης». Το Μάρτιο του 2001, μόνο το 22% των συνολικών περιουσιακών τους στοιχείων σε μετοχές, χρήμα και ομολογίες είχαν επενδυθεί σε εντελώς εγχώρια κεφάλαια (με εξαίρεση την Ιρλανδία).

Η σύνθεση των επενδυτικών ταμείων εξακολουθεί να ποικίλλει πολύ από κράτος μέλος σε κράτος μέλος. Παραδείγματος χάριν, στο ΗΒ προτιμώνται τα αμοιβαία κεφάλαια μετοχών, στην Ισπανία τα αμοιβαία κεφάλαια ομολόγων, ενώ στην Ελλάδα και τη Σουηδία τα αμοιβαία κεφάλαια καταθέσεων. Πάντως, όπως δείχνει το διάγραμμα 15, υπάρχει αναμφισβήτητη μείωση του επιπέδου «εθνικής προτίμησης» ή «εθνικής μεροληψίας» των μετοχικών επενδυτικών ταμείων.

Τα συνταξιοδοτικά ταμεία τα οποία βρίσκονται σε χώρες που παρουσιάζουν μεγαλύτερο βαθμό ολοκλήρωσης των κεφαλαιαγορών, όπως προκύπτει από τα επίπεδα «εθνικής προτίμησης» ή «εθνικής μεροληψίας» των χαρτοφυλακίων των θεσμικών επενδυτών, είναι επίσης εκείνα τα οποία εμφανίζουν και τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων τους. Το 1995 οι μετοχές εγχώριων εταιρειών αντιπροσώπευαν το 67,6% του συνόλου των μετοχών που κατείχαν τα συνταξιοδοτικά ταμεία της ΕΕ. Το 1999, το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 60% (βλέπε διάγραμμα 16). Ωστόσο, αυτή η γενική εξέλιξη υποκρύπτει ορισμένες ιδιαίτερα σημαντικές διαφορές μεταξύ των επιμέρους κρατών μελών. Παραδείγματος χάριν, το 1995 στην Ισπανία το 100% των μετοχικών περιουσιακών στοιχείων αποτελούνταν από μετοχές εγχώριων εταιρειών, ενώ οι μετοχές αντιπροσώπευαν πολύ μικρό ποσοστό των συνολικών περιουσιακών στοιχείων. Σήμερα, ωστόσο, οι μετοχικές επενδύσεις έχουν αποκτήσει πολύ μεγαλύτερο βάρος για τα συνταξιοδοτικά ταμεία στην Ισπανία (όπως και σε άλλα κράτη μέλη) και ανέρχονται πλέον στο 12% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων, ενώ μόνο το 53% των μετοχών που κατέχουν τα συνταξιοδοτικά ταμεία είναι ισπανικές. Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται στην Πορτογαλία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία.

Αυτές οι διαρθρωτικές αλλαγές στις κεφαλαιαγορές έχουν ήδη συμβάλει σημαντικά στην οικονομική μεταρρύθμιση ...

Η αύξηση της αποτελεσματικότητας και ο μεγαλύτερος βαθμός ολοκλήρωσης των κεφαλαιαγορών έχουν ήδη αποδώσει καρπούς με τη μορφή της μείωσης του κόστους κεφαλαίου. Συνέβαλαν επίσης στην πραγματοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών στην ευρωπαϊκή οικονομία διευκολύνοντας τις εταιρικές αναδιαρθρώσεις, τις συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, τη διεθνή επέκταση των ευρωπαϊκών εταιρειών και τη ριζική μεταμόρφωση ορισμένων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και βιομηχανιών δικτύου.

...όμως, η περαιτέρω ολοκλήρωση και άλλων τμημάτων της αγοράς μπορεί να προσφέρει πολλά ακόμη πλεονεκτήματα.

Η χρηματοοικονομική ολοκλήρωση δεν έχει γίνει ακόμη απολύτως απτή σε λιανικό επίπεδο στον τραπεζικό τομέα. Οι τραπεζικές καταθέσεις από μη ημεδαπούς αυξήθηκαν ίσως ελαφρά κατά το διάστημα 1997 - 1999, αλλά τα τραπεζικά δάνεια που χορηγούνται σε μη ημεδαπούς μειώθηκαν κατά την ίδια περίοδο (βλέπε διάγραμμα 17). Η κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων και κερμάτων σε ευρώ και η εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στο σχέδιο δράσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες θα μπορούσαν να μεταβάλουν άρδην την κατάσταση.

Τα ισχύοντα συστήματα συμψηφισμού και διακανονισμού (εκκαθάρισης) εξακολουθούν να είναι απολύτως κατακερματισμένα. Οι οικονομίες κλίμακας που μπορούν να προκύψουν από την ενοποίηση των συστημάτων συμψηφισμού είναι πολύ μεγάλες. Η επίτευξη του στόχου αυτού, σε συνδυασμό με την ανάγκη υιοθέτησης προτύπων στον τομέα της διαχείρισης κινδύνων, απαιτούν την αλλαγή της σημερινής κατάστασης. Επιβάλλεται η άμεση λήψη πολιτικών μέτρων προκειμένου να ενοποιηθούν ταχύτερα οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Η μεγάλη αύξηση που παρουσιάστηκε μεταξύ του 1998 και του τέλους του 1999 στη χρήση ασφαλειών για τις διασυνοριακές πληρωμές δείχνει την αυξανόμενη σημασία που έχει η δημιουργία μιας υποδομής συμψηφισμού και διακανονισμού, ειδικά σχεδιασμένης για τις ολοένα και περισσότερο ολοκληρωμένες ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές. Ήδη, με κινητήρια δύναμη την αγορά, βρίσκονται σε εξέλιξη αρκετές πρωτοβουλίες για τον εξορθολογισμό του συστήματος διακανονισμού (εκκαθάρισης) συναλλαγών σε χρεόγραφα. [16]

[16] Μια ομάδα στελεχών των κεφαλαιαγορών, η οποία προεδρεύεται από τον Alberto Giovannini και συμβουλεύει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για θέματα κεφαλαιαγορών, έχει καταρτίσει έκθεση σχετικά με τις διασυνοριακές συμφωνίες συμψηφισμού και διακανονισμού στην ΕΕ. Η έκθεση εξετάζει τις συμφωνίες συμψηφισμού και διακανονισμού για τις μετοχές, τους τίτλους σταθερού επιτοκίου και τα παράγωγα.

3.3. Δημόσιες συμβάσεις: οι αγορές έγιναν πολύ περισσότερο διαφανείς το 2000...

Η πρόταση δέσμης νομοθετικών μέτρων την οποία ζήτησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας υποβλήθηκε από την Επιτροπή και ήδη εξετάζεται από το Συμβούλιο. Στο μεταξύ, οι αγορές δημοσίων συμβάσεων απέκτησαν ολοένα και μεγαλύτερη διαφάνεια. Το ποσοστό των δημόσιων συμβάσεων που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα, σε σχέση με τη συνολική αξία των δημόσιων συμβάσεων, αυξήθηκε κατά 36% το 2000 μετά από μια σχετική στασιμότητα κατά τα τρία προηγούμενα έτη (βλέπε πίνακα 9). Η αύξηση ήταν ιδιαίτερα σημαντική στην Ισπανία, τη Σουηδία, τις Κάτω Χώρες, την Ιταλία, την Αυστρία, τη Δανία και το ΗΒ. Ωστόσο, η πρόοδος δεν ήταν ίδια σε όλα τα κράτη μέλη, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τη διαφάνεια των αγορών δημοσίων συμβάσεων.

Ο αριθμός των συμβάσεων που ανατέθηκαν μετά από διασυνοριακή πρόσκληση υποβολής προσφορών αυξήθηκε (βλέπε διάγραμμα 18). Η αύξηση αυτή μπορεί να σημαίνει ότι οι αγορές δημοσίων συμβάσεων ανοίγονται στο διεθνή ανταγωνισμό. ωστόσο, τα στοιχεία αυτά δεν καλύπτουν τις συμβάσεις που ανατίθενται έμμεσα μέσω θυγατρικών επιχειρήσεων εγκατεστημένων στο εξωτερικό ή μέσω χονδρεμπόρων, πρακτόρων και άλλων ενδιαμέσων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εξαγωγή σαφών συμπερασμάτων. Η Επιτροπή θα συγκεντρώσει στο μέλλον περισσότερο αξιόπιστα στοιχεία για τις διασυνοριακές συμβάσεις.

Δύο πρόσφατες ανακοινώσεις - η μία για τις δημόσιες συμβάσεις και τα περιβαλλοντικά ζητήματα [COM(2001) 274] και η άλλη για τις δημόσιες συμβάσεις και τα κοινωνικά ζητήματα [COM(2001) 566 - αναμένεται να βελτιώσουν τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιδόσεις των αγορών δημοσίων συμβάσεων. Στο μεταξύ, επιτελείται ταχεία πρόοδος με την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών, πράγμα που αναμένεται να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερο άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων.

4. Βελτιωση του επιχειρηματικου περιβαλλοντοσ: υποστηριξη τησ επιχειρηματικοτητασ

Ο πραγματικός ανταγωνισμός και η επιχειρηματικότητα είναι τα πλέον κρίσιμα στοιχεία για την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων που έθεσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα. Το μήνυμα αυτό διατυπώθηκε με σαφήνεια στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Στοκχόλμης. Η πρόοδος που σημειώθηκε προς την κατεύθυνση της επίτευξης των στόχων της Λισσαβώνας στον τομέα της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας αξιολογήθηκε σε πρόσφατη ανακοίνωση [COM (2001) 641 τελικό]. [17] Η ανακοίνωση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ρυθμός προόδου ήταν βραδύτερος απ' ό,τι θα μπορούσε να ελπίσει κανείς το Μάρτιο του 2000 και προειδοποίησε ότι οι βραχυπρόθεσμες επιδιώξεις των κρατών μελών, που αποτελούν απόρροια της οικονομικής επιβράδυνσης, δεν πρέπει να αποδυναμώσουν περαιτέρω τη δέσμευση για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.

[17] Η ανάλυση που γίνεται στην ανακοίνωση αυτή βασίστηκε σε σειρά εγγράφων τα οποία υπέβαλε η Επιτροπή και τα οποία είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής: Έκθεση ανταγωνιστικότητας για το 2001 [SEC(2001) 1705], Πίνακας αποτελεσμάτων καινοτομίας 2001 [SEC(2001) 1414], ο νέος Πίνακας αποτελεσμάτων για τις επιχειρήσεις και η Έκθεση 2001 για τη διαδικασία BEST [SEC(2001) 1704].

Στο επόμενο κεφάλαιο παρουσιάζονται ορισμένα συγκεκριμένα αποτελέσματα σχετικά με διάφορες εξελίξεις που σημειώθηκαν στην αγορά και την πολιτική, εξελίξεις οι οποίες έχουν αντίκτυπο στο επιχειρηματικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δρουν οι επιχειρήσεις στην εσωτερική αγορά. Δίνεται κυρίως έμφαση στις δημόσιες πολιτικές που επηρεάζουν το ανταγωνιστικό περιβάλλον των επιχειρήσεων, δηλαδή στις κρατικές ενισχύσεις, τη φορολογία και το κανονιστικό πλαίσιο. Τέλος, συνοψίζονται οι πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και την καινοτομία.

4.1. Κρατικές ενισχύσεις: θετικές εξελίξεις

Το Συμβούλιο Εσωτερικής Αγοράς της 12ης Μαρτίου 2001, στα συμπεράσματά του, κάλεσε την Επιτροπή να αναπτύξει και να εφαρμόσει νέα μέσα ανάλυσης για τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τον Απρίλιο τέθηκε στη διάθεση του κοινού, μέσω του Διαδικτύου, το μητρώο κρατικών ενισχύσεων. Στη συνέχεια, τον Ιούλιο, η Επιτροπή δημοσίευσε τον πρώτο πίνακα αποτελεσμάτων για τις κρατικές ενισχύσεις, στον οποίο γινόταν λεπτομερής επισκόπηση της εξέλιξης των διαφόρων ειδών κρατικών ενισχύσεων.

Τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία επιβεβαιώνουν τις τάσεις που είχαν διαπιστωθεί κατά τα τελευταία τέσσερα έτη όσον αφορά την εξέλιξη των κρατικών ενισχύσεων. Οι ενισχύσεις προς τη μεταποιητική βιομηχανία, που ανέρχονταν στο 2,6% της προστιθέμενης αξίας του μεταποιητικού τομέα κατά την περίοδο 1995-1997, μειώθηκαν σε 1,9% κατά την περίοδο 1997-1999. Κατά την ίδια περίοδο, το συνολικό ύψος των ενισχύσεων μειώθηκε από 1,43% του συνολικού ΑΕγχΠ σε 1,187%.

Η μείωση του όγκου των κρατικών ενισχύσεων δεν σημαίνει κατ' ανάγκην λιγότερες στρεβλώσεις ...

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας, στα συμπεράσματά του, ζήτησε όχι μόνο τη μείωση των κρατικών ενισχύσεων αλλά και την αλλαγή της σύνθεσής τους - ιδιαίτερα, την αύξηση της σχετικής βαρύτητας των οριζόντιων και των περιφερειακών ενισχύσεων εις βάρος των τομεακών ενισχύσεων, διότι οι δεύτερες θεωρείται ότι στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό λιγότερο από τις πρώτες (βλέπε πλαίσιο 8). Το 1999, όταν το Συμβούλιο διατύπωσε εκείνες τις συστάσεις, τα περισσότερα κράτη μέλη έκαναν ή το ένα ή το άλλο, πολύ λίγα όμως έκαναν και τα δύο συγχρόνως. Όπως δείχνει το διάγραμμα 19, αυτά τα λίγα κράτη μέλη ήταν η Γαλλία, η Αυστρία, το Βέλγιο και, ιδίως, η Πορτογαλία και η Ισπανία. Πράγματι, όλα τα κράτη μέλη στα οποία το ύψος των κρατικών ενισχύσεων υπερέβαινε το μέσο όρο της ΕΕ, περιλαμβανομένων των πέντε προαναφερομένων χωρών, μείωναν τα επίπεδα κρατικών ενισχύσεών τους. Κατά συνέπεια, ο στόχος για μείωση των κρατικών ενισχύσεων, που είχε τεθεί στα πλαίσια των γενικών προσανατολισμών οικονομικής πολιτικής του 2000 μετά τη Λισσαβώνα, υλοποιούνταν την εποχή εκείνη. Ωστόσο, σε αντίθεση προς το στόχο της αλλαγής της σύνθεσης των κρατικών ενισχύσεων ώστε να μειωθούν οι στρεβλωτικές επιπτώσεις τους, οι τομεακές ενισχύσεις αυξάνονταν συνεχώς (βλέπε διάγραμμα 19 και πίνακα 10). Σημειώνεται ότι η εξέλιξη αυτή δεν ήταν αναπόφευκτη: η Δανία και, σε μικρότερη έκταση, η Αυστρία είχαν ήδη επίπεδα κρατικών ενισχύσεων χαμηλότερα από τον κοινοτικό μέσο όρο και, συγχρόνως, η διάρθρωση των ενισχύσεων στις χώρες αυτές ήταν τέτοια ώστε οι κίνδυνοι στρεβλώσεων να είναι πολύ μικρότεροι απ' ό,τι στο σύνολο της ΕΕ γενικά.

... διότι ορισμένες τομεακές ενισχύσεις είναι ανθεκτικές στη μείωση των δαπανών ...

Η διατήρηση των τομεακών ενισχύσεων οφείλεται σε ορισμένους συγκεκριμένους τομείς. Σε κάποιους τομείς οι οποίοι παραδοσιακά ελάμβαναν ενισχύσεις τα επίπεδα των ενισχύσεων μειώθηκαν, σε άλλους όμως - και ιδίως στον τομέα του άνθρακα και στον τομέα των μεταφορών - τα επίπεδα των ενισχύσεων διατηρήθηκαν ή και αυξήθηκαν ελαφρώς, με αποτέλεσμα οι τομεακές ενισχύσεις να αποκτούν ολοένα και περισσότερο συγκεντρωτικό χαρακτήρα. Με εξαίρεση αυτούς τους τομείς, ο ρυθμός μείωσης των τομεακών ενισχύσεων στην οικονομία της ΕΕ συνολικά είναι πολύ πιο θετικός. Πρέπει να ενισχυθούν οι προσπάθειες για τη μείωση των ενισχύσεων στον τομέα του άνθρακα και, ει δυνατόν, και στον τομέα των μεταφορών. Οι περισσότερες μειώσεις κρατικών ενισχύσεων μεταξύ του 1995 και του 1999 έγιναν εις βάρος των περιφερειακών ενισχύσεων (διάγραμμα 20).

Η πιο θετική εξέλιξη είναι η μείωση των ενισχύσεων ad-hoc ...

Οι ενισχύσεις ad hoc, που συχνά είναι ένα από τα είδη κρατικών ενισχύσεων που δημιουργούν τις περισσότερες στρεβλώσεις, μειώθηκαν ριζικά. Το 1999, το ύψος των συνολικών ενισχύσεων ad hoc ήταν μόλις το 10% των αντίστοιχων επιπέδων του 1994. Το 1999 οι κρατικές ενισχύσεις προς τη μεταποιητική βιομηχανία είχαν μειωθεί κατά 93% σε σχέση με το 1993. Η μείωση των ενισχύσεων προς τα νέα ομόσπονδα κρατίδια (Lδnder) συνέβαλε σημαντικά στην πτώση αυτή, βοήθησαν όμως και οι σημαντικές μειώσεις που έγιναν κατά την τελευταία πενταετία στις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, η μείωση των κρατικών ενισχύσεων αναδιάρθρωσης είναι σχετικά εύκολη όταν η οικονομική κατάσταση είναι καλή. η δέσμευση για μείωση των ενισχύσεων ίσως δοκιμαστεί σύντομα με την επιδείνωση του συγκυριακού οικονομικού κύκλου.

4.2. Η φορολογία ενδέχεται να προκαλεί στρεβλώσεις στις επιχειρηματικές αποφάσεις και τον ανταγωνισμό...

Σήμερα οι επιχειρήσεις της ΕΕ έχουν να αντιμετωπίσουν μια ενιαία οικονομική ζώνη στην οποία ισχύουν 15 διαφορετικά συστήματα φορολόγησης των εταιρειών. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί ιδιαίτερο κόστος συμμόρφωσης, συμβάλλει στην έλλειψη διαφάνειας και προκαλεί απώλειες οικονομικής αποτελεσματικότητας. Επιπλέον, οι εταιρείες της ΕΕ, σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό, δεν ορίζουν πλέον την «εγχώρια αγορά» τους ως την αγορά ενός μόνο κράτους μέλους αλλά ως την αγορά ολόκληρης της ΕΕ. Οι προκύπτουσες διαρθρωτικές μεταβολές μπορούν να οδηγήσουν σε αναδιοργανώσεις κοινοτικής κλίμακας, οι οποίες ίσως εμποδίζονται από την ανάγκη συμμόρφωσης με 15 διαφορετικά φορολογικά συστήματα.

Μια διεξοδική έρευνα των υπηρεσιών της Επιτροπής [SEC (2001) 1681] σχετικά με τη φορολόγηση των εταιρειών στην εσωτερική αγορά ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο η λειτουργία 15 διαφορετικών εθνικών φορολογικών συστημάτων μπορεί να δημιουργήσει στρεβλώσεις στις αποφάσεις των επιχειρήσεων και ανεπάρκειες. Η έρευνα διαπίστωσε μεγάλες διαφορές στους συντελεστές φορολογίας των εταιρειών στην ΕΕ (βλέπε πίνακα 11). Οι εν λόγω διαφορές θα μπορούσαν να επιδράσουν στις οικονομικές αποφάσεις δημιουργώντας διακρίσεις μεταξύ των εγχώριων επενδύσεων και των επενδύσεων προς και από το εξωτερικό και επηρεάζοντας την επιλογή της σύνθεσης της επένδυσης από απόψεως περιουσιακών στοιχείων και πηγών χρηματοδότησης. Η μελέτη εντόπισε επίσης ορισμένους τομείς στους οποίους τα συστήματα φορολόγησης των εταιρειών ενδέχεται να παρακωλύουν τη διασυνοριακή οικονομική δραστηριότητα στην εσωτερική αγορά, υπονομεύοντας έτσι τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων της ΕΕ.

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα υπάρχοντα φορολογικά εμπόδια στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή πρότεινε μια διττή στρατηγική [COM(2001)582], η οποία προβλέπει τόσο στοχοθετημένα διορθωτικά μέτρα όσο και μια περισσότερο μακροπρόθεσμη συνολική λύση, που συνίσταται στην πρόβλεψη μιας κοινής φορολογικής βάσης για τις πανευρωπαϊκής εμβέλειας δραστηριόητες των επιχειρήσεων.

4.3. Απλούστευση του κανονιστικού φόρτου

Μια πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ έδειξε ότι ο διοικητικός φόρτος τον οποίο συνεπάγεται η ίδρυση μιας νέας επιχείρησης είναι μεγαλύτερος για τις μικρότερες εταιρείες. Το Συμβούλιο Εσωτερικής Αγοράς επισήμανε ότι «οι διοικητικές και κανονιστικές επιβαρύνσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, και ιδίως οι μικρομεσαίες (ΜΜΕ), πρέπει να μειωθούν περαιτέρω τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο». Οι περιβαλλοντικές επιδόσεις των επιχειρήσεων αυτών φαίνεται ότι είναι εκείνες οι οποίες επηρεάζονται περισσότερο από τις συνθήκες που διέπουν την ίδρυση μιας νέας επιχείρησης. Κατά συνέπεια, η ικανότητα της Ευρώπης να βελτιώσει την ποιότητα των κανονιστικών και νομοθετικών ρυθμίσεων αποτελεί στοιχείο ζωτικής σημασίας για την επίτευξη των στόχων της Λισσαβώνας.

Σε κοινοτικό επίπεδο έχουν ήδη ληφθεί ορισμένα μέτρα πολιτικής. Παραδείγματος χάριν, τον Απρίλιο δρομολογήθηκε η πέμπτη φάση του σχεδίου SLIM [SEC(2001) 575]. Ήδη μελετάται η εφαρμογή περισσότερο σφαιρικών λύσεων. Η Λευκή Βίβλος για τη διακυβέρνηση [COM(2001) 428] αναγνώρισε την ανάγκη μείωσης της κοινοτικής νομοθεσίας. Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν θα υποβληθεί μια ανακοίνωση της Επιτροπής για τη βελτίωση της κοινοτικής νομοθεσίας. Στη συνέχεια, και συγκεκριμένα έως τον Ιούνιο του 2002, θα υποβληθεί ένα σχέδιο δράσης. Στην ανακοίνωση τονίζεται ότι η βελτίωση του κανονιστικού περιβάλλοντος πρέπει να γίνει μία από τις βασικές πολιτικές προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο απώτερος στόχος είναι να γίνουν οι ευρωπαϊκές εταιρείες ανταγωνιστικότερες. αλλά ο άμεσος και περισσότερο επείγων στόχος είναι να διευκολυνθεί η κατανόηση των κοινοτικών παρεμβάσεων από τους ευρωπαίους πολίτες. Μόνο απλούστερες και ευκολότερα κατανοητές προτάσεις μπορούν να συγκεντρώσουν την ευρύτερη αποδοχή των Ευρωπαίων. Το στοιχείο αυτό είναι απολύτως αναγκαίο προκειμένου να διασφαλιστεί η ικανότητα δράσης την οποία χρειάζεται η Ένωση για να αντιμετωπίσει τις επερχόμενες πολιτικές προκλήσεις, με πρώτη τη διεύρυνση. Για το σκοπό αυτό, το σχέδιο δράσης θα προσδιορίσει συγκεκριμένες δράσεις, οι οποίες θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή ήδη το 2002. Οι δράσεις αυτές προορίζονται για την ίδια την Επιτροπή, για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για το Συμβούλιο και για τα κράτη μέλη. Το σχέδιο δράσης θα εστιάζεται, κατά πάσα πιθανότητα, σε τρεις πτυχές. Πρώτον, στην απλούστευση και εδραίωση του «κοινοτικού κεκτημένου» μέσω της ενοποίησης, κωδικοποίησης, αναμόρφωσης και απλούστευσης της κοινοτικής νομοθεσίας. δεύτερον, στη βελτίωση του νομοθετικού κύκλου των πράξεων που προκύπτουν από τη Συνθήκη μεριμνώντας για την καλύτερη προετοιμασία και αξιολόγηση των προτάσεων για έκδοση νομοθετικών πράξεων, απλουστεύοντας και επιταχύνοντας τη διαδικασία έκδοσης των πράξεων και βελτιώνοντας τη μεταφορά και εφαρμογή τους από τα κράτη μέλη καθώς και την εν συνεχεία παρακολούθηση της υλοποίησής τους από την Επιτροπή. τέλος, στην ανάπτυξη μιας νέας πολιτικής και διοικητικής «φιλοσοφίας» μέσω της δημιουργίας ενός εσωτερικού δικτύου στους κόλπους της Επιτροπής, το οποίο θα αναλάβει να παρακολουθεί και να ελέγχει την εφαρμογή αυτού του επιχειρησιακού προγράμματος και την ποιότητα της νομοθεσίας και να προωθεί την εφαρμογή των αποτελεσματικότερων πρακτικών με τη χρήση των αναγκαίων ανθρώπινων και οικονομικών πόρων. Για να επιτευχθεί μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, το δίκτυο αυτό πρέπει να περιλαμβάνει το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να συνεργάζεται με αντίστοιχες δομές που υπάρχουν στα κράτη μέλη. [18]

[18] Χρειάζεται επίσης η ανάληψη δράσης για τη βελτίωση του κανονιστικού περιβάλλοντος στις αγορές απασχόλησης, όπως επισημαίνει η κοινή έκθεση απασχόλησης για το 2001, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της λαθραίας εργασίας.

Ωστόσο, το εθνικό επίπεδο είναι εκείνο στο οποίο οι κανονιστικές αλλαγές γίνονται κατ' αρχάς αντιληπτές από τις εταιρείες και, όπως δείχνουν τα νέα διαθέσιμα δεδομένα, υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης σε πολλά κράτη μέλη. Πρόσφατες μελέτες που διεξήγαγαν οι αυστριακές αρχές και η Επιτροπή δείχνουν ότι υπάρχουν μεταξύ των κρατών μελών σημαντικές διαφορές ως προς το χρόνο και τα χρήματα που απαιτούνται για την ίδρυση μιας νέας εταιρείας. Κάποια ζητήματα μεθοδολογικού χαρακτήρα ενδέχεται ίσως να παραμορφώνουν κάπως τα αποτελέσματα για τα επιμέρους κράτη μέλη, υπάρχει όμως ένα αναμφισβήτητο συμπέρασμα: η ίδρυση μιας νέας επιχείρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σαφώς δυσκολότερη απ' ό,τι στις ΗΠΑ - η αυστριακή μελέτη υπολογίζει ότι, για μια παρόμοια εταιρεία, το κόστος ίδρυσης δεν υπερβαίνει τα 171 ευρώ στις ΗΠΑ έναντι 1.625 ευρώ, κατά μέσο όρο, στην ΕΕ (βλέπε πλαίσιο 10).

Από την άλλη πλευρά, τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη για τη μείωση του κανονιστικού φόρτου τον οποίο αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και για την προώθηση της επιχειρηματικότητας φαίνεται ότι έχουν όντως κάποιον πραγματικό αντίκτυπο: χρειάζονται λιγότερα χρήματα και λιγότερος χρόνος για την ίδρυση μιας νέας εταιρείας. Η έκθεση BEST 2001 [SEC (2001) 1704] παρουσιάζει τις περισσότερο επιτυχημένες πρόσφατες εμπειρίες στον τομέα αυτόν. Με την παρουσίαση των πορισμάτων της το Μάρτιο του 2002, η εκ μέρους της Επιτροπής συγκριτική αξιολόγηση (benchmarking) των διαδικασιών ίδρυσης μιας νέας επιχείρησης θα παράσχει σαφείς ενδείξεις σχετικά με τα σημεία στα οποία μπορεί να αναμένεται η επίτευξη προόδου στον τομέα αυτόν, ενώ παρόμοια σχέδια, στα πλαίσια της διαδικασίας BEST, εξετάζουν άλλες πτυχές της όλης διαδικασίας δημιουργίας, ανάπτυξης και διάλυσης επιχειρήσεων.

4.4. Το βελτιούμενο χρηματοοικονομικό περιβάλλον των πρόσφατων ετών πρέπει να διαφυλαχθεί παρά το επιδεινούμενο οικονομικό κλίμα ...

Η αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων στην Ευρώπη αναπτύχθηκε με ταχύτητα το 2000. Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα επιχειρηματικά κεφάλαια που αντλήθηκαν υπερβαίνουν κατά πολύ τις επενδύσεις στην Ευρώπη (βλέπε διάγραμμα 21). Ένα ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό των ιδιωτικών μετοχικών επενδύσεων γίνονται σε νέες επιχειρήσεις που πρόκειται να ιδρυθούν (επενδύσεις διερεύνησης και αρχικής ώθησης) ή ετοιμάζονται να αρχίσουν τις δραστηριότητές τους (επενδύσεις εκκίνησης). Αυτά τα δύο είδη επενδύσεων απορρόφησαν το 19% των ιδιωτικών μετοχικών επενδύσεων του 2000 έναντι ποσοστού 6,5% το 1996 (βλέπε πίνακα 12). Η αύξηση των συνολικών επενδύσεων αρχικής ώθησης και εκκίνησης ήταν εκπληκτική και έφθασε σχεδόν στο 115% ή 6,4 δισεκ. ευρώ το 2000. Από την πλευρά της χρηματοδότησης, οι διαχειριστές των ταμείων ανέμεναν ότι σχεδόν 9 δισεκ. ευρώ από τα επιχειρηματικά κεφάλαια που αντλήθηκαν θα κατευθύνονταν το 2000 προς τη χρηματοδότηση επενδύσεων αρχικής φάσης.

Η αύξηση απαντάται σε όλα τα κράτη μέλη, παρά το γεγονός ότι εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές, οι οποίες αντανακλούν την παρουσία μιας αρκετά κατακερματισμένης πανευρωπαϊκής αγοράς. Όμως, παρά την ανάπτυξή της, η ευρωπαϊκή αγορά εξακολουθεί να είναι μικρή σε σύγκριση με την αγορά των ΗΠΑ, χώρα στην οποία οι επενδύσεις αρχικής φάσης υπερβαίνουν τις συνολικές επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων στην Ευρώπη και είναι πάνω από τέσσερις φορές μεγαλύτερες από τις ευρωπαϊκές επενδύσεις αρχικής φάσης.

Τα συνολικά στοιχεία για το 2000 υποκρύπτουν την επιβράδυνση που σημειώθηκε κατά το τελευταίο τμήμα του έτους, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει δυσανάλογα τις επενδύσεις αρχικής ώθησης και εκκίνησης. Το νέο κλίμα αβεβαιότητας, αν διατηρηθεί, ίσως οδηγήσει σε συγκέντρωση της βιομηχανίας. Εν πάση περιπτώσει, οι υπάρχουσες δυσκολίες και το μεγάλο χάσμα με τις ΗΠΑ θα έπρεπε να αποτελέσουν ένα επιπλέον ερέθισμα για την επιτάχυνση της ολοκλήρωσης του σχεδίου δράσης για τα επιχειρηματικά κεφάλαια.

Η τομεακή ανάλυση των επενδύσεων αποκαλύπτει ότι το μερίδιο του τομέα της υψηλής τεχνολογίας στο σύνολο των επενδύσεων αυξήθηκε κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 50% στη διάρκεια της πενταετούς περιόδου 1996-2000. Το ποσό που επενδύθηκε στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας αυξήθηκε κατά περίπου 70% μεταξύ του 1999 και του 2000. Ωστόσο, το μερίδιο των επενδύσεων που διατίθενται στον τομέα της βιοτεχνολογίας μεταβλήθηκε ελάχιστα: έφθασε το 2,9% το 2000, ακολουθώντας τον ίδιο ρυθμό ανάπτυξης με εκείνο των συνολικών επενδύσεων.

Αντλούνται κεφάλαια, εν μέρει χάρη στο σχέδιο δράσης για τα επιχειρηματικά κεφάλαια, τώρα όμως χρειάζεται προβληματισμός για τα επόμενα βήματα ...

Η ανάπτυξη ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών φορέων ικανών να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που δημιουργεί η νέα οικονομία μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότερης δυνατής λειτουργίας των αγορών επιχειρηματικών κεφαλαίων. Οι «επιχειρηματικοί άγγελοι» (business angels) μπορούν να αποτελέσουν θεμελιώδεις παράγοντες για τη χρηματοδοτική στήριξη των νεοϊδρυόμενων επιχειρήσεων. Οι «επιχειρηματικοί άγγελοι», χρηματοδοτώντας σχέδια τα οποία γενικώς είναι πολύ μικρά για τους οργανισμούς επιχειρηματικών κεφαλαίων, μπορούν να αποτελέσουν ακριβώς τον κρίσιμο σύνδεσμο μεταξύ ρευστών κεφαλαίων και επιχειρηματιών. Συχνά, οι «επιχειρηματικοί άγγελοι» δεν παρέχουν απλώς χρήματα, αλλά και πολύτιμη επιχειρηματική τεχνογνωσία. Ωστόσο, τα δίκτυα «επιχειρηματικών αγγέλων» είναι ακόμη ανεπαρκώς ανεπτυγμένα στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Κατά συνέπεια, η δημόσια χρηματοδοτική στήριξη των νεοϊδρυομένων επιχειρήσεων και οι επενδύσεις αρχικής φάσης, όπως αυτές που παρέχει η ΕΤΕπ, αποτελούν επίσης σημαντικούς καταλύτες, παρέχοντας αρχικά επενδυτικά κεφάλαια μέσω ταμείων επιχειρηματικών κεφαλαίων. Τα δημόσια υποστηρικτικά μέτρα πρέπει να επικεντρώνονται στις περιπτώσεις εμφάνισης ανεπαρκειών της αγοράς, ιδίως προκειμένου να αποσοβηθεί ο αντίκτυπός τους στις μικρές επιχειρήσεις. Τα μέτρα αυτά θα έχουν περισσότερο αποτελεσματικό και λιγότερο στρεβλωτικό αντίκτυπο στον ανταγωνισμό, αν οι επενδυτικοί κίνδυνοι αναλαμβάνονται από κοινού με ιδιώτες επενδυτές και δημόσιες αρχές.

Η πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής σχετικά με το σχέδιο δράσης για τα επιχειρηματικά κεφάλαια (ΣΔΕΚ) υπογράμμισε τη σημασία της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας. Η σημαντική συμβολή του σχεδίου στην ανάπτυξη των αγορών επιχειρηματικών κεφαλαίων και στην ενδυνάμωση της επιχειρηματικότητας εν γένει έγκειται στη συγκέντρωση επιχειρηματικών κεφαλαίων και στην τόνωση της ζήτησης για τα κεφάλαια αυτά. Η παρουσία δυναμικότερων και περισσότερο καινοτόμων αγορών είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα για την προώθηση της ανάπτυξης των αγορών επιχειρηματικών κεφαλαίων.

4.5. Η καινοτομία έχει ουσιώδη σημασία για την ανταγωνιστικότητα και αποτελεί βασικό στόχο της οικονομικής μεταρρύθμισης

Η καινοτομία, ένας από τους πυλώνες της στρατηγικής της Λισσαβώνας, είναι τομέας αυξανόμενου ενδιαφέροντος για τις κοινοτικές πολιτικές. Ο πρόσφατος Πίνακας Αποτελεσμάτων για την Καινοτομία [SEC(2001) 1414] παρέχει ενδιαφέροντα στοιχεία για την επιτελεσθείσα πρόοδο, αλλά και για τις αδυναμίες που παρουσιάζει το ευρωπαϊκό σύστημα καινοτομίας.

Η εσωτερική αγορά επηρεάζει με δύο κυρίως τρόπους την καινοτομία. Πρώτον, καθιστώντας ευχερέστερη την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών που ενσωματώνουν τεχνολογικές προόδους, η εσωτερική αγορά τονώνει την καινοτομία στην Ευρώπη, ιδίως στα λιγότερο προηγμένα τεχνολογικώς κράτη μέλη. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα Innobarometer - βαρόμετρο καινοτομίας - (Eυρωβαρόμετρο 100, που συλλέγει τις απόψεις μιας ομάδας διευθυντικών στελεχών ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σχετικά με τις εμπειρίες και τις προτεραιότητές τους στον τομέα της καινοτομίας), η απόκτηση εξοπλισμού υψηλής τεχνολογίας θεωρείται ως η κύρια πηγή τεχνολογικής καινοτομίας για τη μεγάλη πλειονότητα (61%) των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων (σημειώνεται ότι η δεύτερη αναφερόμενη πηγή τεχνολογικής αλλαγής είναι η συνεργασία με τους προμηθευτές και/ή τους πελάτες. Καθώς η εσωτερική αγορά διευρύνει κατ' ανάγκην τις δυνατότητες επαφών με τους πελάτες και τους προμηθευτές, θεωρείται ότι συμβάλλει ασφαλώς στην καινοτομία και μέσω του διαύλου αυτού) (βλέπε διάγραμμα 22).

Δεύτερον, η εσωτερική αγορά συμβάλλει στην καινοτομία και τη δημιουργικότητα παρέχοντας το αναγκαίο κανονιστικό περιβάλλον - και ιδίως διασφαλίζοντας την αποτελεσματική λειτουργία μιας εσωτερικής αγοράς τεχνολογίας και βιομηχανικών και πνευματικών δικαιωμάτων. Στα κράτη μέλη με τις υψηλότερες τεχνολογικές επιδόσεις, η απόκτηση τεχνολογίας γίνεται είτε απευθείας είτε μέσω εσωτερικής ή εξωτερικής Ε&Α. Το διάγραμμα 23 δείχνει τη σχετική βαρύτητα της αγοράς τεχνολογίας (π.χ., Ε&Α βάσει συμβάσεων συν αγορά αδειών εκμετάλλευσης από κράτη μέλη της ΕΕ).

Η σημασία που έχει η προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας (ΔΠΙ) για την καινοτομία είναι γνωστή. Σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο, στον οποίο η τεχνολογία καθορίζει την επιτυχία στην αγορά, η νομοθεσία περί προστασίας των ΔΠΙ πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Ο πίνακας 13 δείχνει ότι το «χρονικό πλεονέκτημα», δηλαδή η μη κατοχύρωση με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και η διατήρηση της καινοτομίας μυστικής με στόχο την άντληση οφέλους από το χρονικό πλεονέκτημα που έχει ο πρώτος καινοτόμος, είναι η στρατηγική προστασίας των τεχνολογικών γνώσεων την οποία προτιμούν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Το σχετικά χαμηλό ποσοστό εταιρειών που προσφεύγουν στην προστασία μέσω διπλώματος ευρεσιτεχνίας αποτελεί ένδειξη της ακαταλληλότητας και των περιορισμών που χαρακτηρίζουν σήμερα το σύστημα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στην Ευρώπη. Η πρόταση για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας πρέπει να εγκριθεί το ταχύτερο δυνατόν. Θα καταστήσει ευκολότερη και φθηνότερη τη χρήση των ΔΠΙ, πράγμα που θα αυξήσει τα κίνητρα για τους καινοτόμους και θα διευκολύνει τη διάδοση της καινοτομίας (αντί της επιλογής να κρατούνται οι καινοτομίες μυστικές), θα μειώσει το κόστος της κατοχύρωσης με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και θα προωθήσει τη διάδοση της τεχνολογικής προόδου στην Ευρώπη, ιδίως για τις ΜΜΕ. Στον τομέα του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, η προσφάτως εκδοθείσα οδηγία για το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα στην κοινωνία της πληροφορίας (οδηγία 2001/29) θα έχει θετικό αντίκτυπο στην καινοτομία και το επιχειρηματικό περιβάλλον. Εκσυγχρονίζει το νομικό πλαίσιο που διέπει το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα, ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν με επιτυχία οι νέες τεχνολογικές προκλήσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στα προϊόντα και τις υπηρεσίες (τόσο on-line όσο και σε υλικά υποθέματα).

Οι νέες μέθοδοι παραβίασης των ΔΠΙ και η μείωση της διάρκειας του κύκλου ζωής των προϊόντων επιβάλλουν ταχύτερες και αποτελεσματικότερες διαδικασίες καταχώρισης για την προστασία των ΔΠΙ. Η Επιτροπή είναι αποφασισμένη να διασφαλίσει το όσο το δυνατόν καλύτερο και καταλληλότερο πλαίσιο για την προστασία των ΔΠΙ τόσο στην ΕΕ όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο.

5. Συμπερασματα

Οι κίνδυνοι ύφεσης θέτουν τη διαδικασία των οικονομικών μεταρρυθμίσεων μπροστά στην πρώτη πραγματική της δοκιμασία. Η Επιτροπή έχει υποβάλει, ή θα υποβάλει σύντομα, προτάσεις για τη λήψη των πολιτικών μέτρων που ζητήθηκαν από τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια της Λισσαβώνας και της Στοκχόλμης. Η εφαρμογή των μέτρων αυτών θα απαιτήσει οπωσδήποτε χρόνο, ιδίως αν σε ορισμένους τομείς υπάρξει «αντίσταση» στις μεταρρυθμίσεις, είναι όμως περισσότερο σημαντικό από ποτέ να τηρηθούν απαρέγκλιτα τα συμφωνημένα χρονοδιαγράμματα. Τώρα, καθώς το 2001 πλησιάζει στο τέλος του, τα βασικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η ΕΕ για την αντιμετώπιση των πιθανών εξωτερικών κλυδωνισμών είναι το ενιαίο νόμισμα και η εσωτερική αγορά. Πρέπει να ληφθούν μέτρα για να διασφαλιστεί η όσο το δυνατόν καλύτερη λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής μας ένωσης, η οποία είναι το «κλειδί» για την ελαχιστοποίηση του αντικτύπου των εξωτερικών κλυδωνισμών. Η παρούσα έκθεση υποδεικνύει τα μέτρα στα οποία πρέπει να δοθεί προτεραιότητα.

* Τα στοιχεία που παρέχονται στην παρούσα έκθεση και στον Πίνακα Αποτελεσμάτων της Εσωτερικής Αγοράς του Μαΐου του 2001 δείχνουν ότι οι αγορές προϊόντων εξακολουθούν να είναι ανεπαρκώς ολοκληρωμένες και ανεπαρκώς ανταγωνιστικές. ωστόσο, η διαδικασία ολοκλήρωσης έχει προχωρήσει σημαντικά κατά την τελευταία δεκαετία σε πολλούς τομείς. Παρά το γεγονός ότι το ενδοκοινοτικό εμπόριο μεταποιημένων προϊόντων εξακολουθεί να αναπτύσσεται, είναι σαφές ότι σε ορισμένους τομείς, όπως ο τομέας των προϊόντων δομικών κατασκευών, οι επιδόσεις της αγοράς δεν είναι οι καλύτερες δυνατές. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις αυξήθηκαν με ταχείς ρυθμούς, αλλά πολύ άνισα μεταξύ των επιμέρους χωρών. Πρέπει να διερευνηθούν τα αίτια της κατάστασης αυτής. Επιβάλλεται να αναληφθούν ειδικές κατά τομέα δράσεις σε επίπεδο ΕΕ για την αποτελεσματική άρση των εμποδίων που παρακωλύουν τις εμπορικές συναλλαγές. Η επίτευξη προόδου στον τομέα της τυποποίησης πρέπει να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στο μέλλον για να γίνει αποτελεσματικότερη η εσωτερική αγορά. Ανάλογη συμβολή θα μπορούσε να προσφέρει και η ανάληψη δράσεων για τη βελτίωση του ανταγωνισμού σε εθνικό επίπεδο. Είναι επίσης σαφές ότι μεγαλύτερη προσοχή πρέπει να δοθεί και στον τομέα της διανομής.

* Οι αγορές υπηρεσιών είναι εκείνες στις οποίες μπορούν να αποκομισθούν τα μεγαλύτερα οφέλη από την περαιτέρω ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς. Σύμφωνα με σχετικές εκτιμήσεις, η εφαρμογή των μέτρων πολιτικής τα οποία θα προτείνει η Επιτροπή το επόμενο έτος θα αποδώσει πολύ σημαντικά αποτελέσματα.

* Η ολοκλήρωση των αγορών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και κεφαλαίων προχωρά, όπως και η εφαρμογή των σχεδίων ΣΔΧΥ και ΣΔΕΚ. ωστόσο, οι εξελίξεις που σημειώνονται στην αγορά επιβάλλουν την ταχύτερη έγκριση και εφαρμογή των μέτρων. Ζωτική σημασία θα έχει η ταχεία υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, ιδίως στον τομέα της προληπτικής εποπτείας. Οι προτάσεις της Επιτροπής για την ενοποίηση των λιανικών χρηματοοικονομικών αγορών θα συμβάλουν στην επιτυχή εισαγωγή του ευρώ και θα βελτιώσουν τις επιδόσεις ορισμένων τομέων αυτών των αγορών. Στις χονδρικές χρηματοοικονομικές αγορές, επιβάλλεται η τροποποίηση των συστημάτων συμψηφισμού και διακανονισμού, προκειμένου να γίνουν αποτελεσματικότερα, ιδίως για τις διασυνοριακές συναλλαγές. Το χρηματοοικονομικό περιβάλλον των επιχειρήσεων, και ιδίως των νεοσύστατων, βελτιώθηκε σημαντικά κατά τα πρόσφατα έτη. Οι βελτιώσεις αυτές πρέπει να εδραιωθούν. Για την επίτευξη αυτών των στόχων, είναι απαραίτητο να γίνει ταχύτερη πρόοδος στο νομοθετικό και κανονιστικό μέτωπο, όπως αναφέρεται στην πέμπτη έκθεση εφαρμογής του ΣΔΧΥ και στις πρωτοβουλίες της ομάδας Lamfalussy.

* Χρειάζονται διαρθρωτικά μέτρα για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που καθορίστηκαν πέρυσι στη Λισσαβώνα για την ανταγωνιστικότητα. Πρόκειται για προϋπόθεση ζωτικής σημασίας προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου στη νέα κοινωνία της γνώσης. Οι στόχοι αυτοί είναι μακροπρόθεσμοι, επιβάλλεται όμως άμεσα η ανάληψη δράσης προκειμένου να διασφαλιστεί η δημιουργία ενός αποτελεσματικού κανονιστικού και νομοθετικού περιβάλλοντος, σύμφωνα με τους προσανατολισμούς που προτείνονται στη Λευκή Βίβλο για τη διακυβέρνηση. Καλό θα ήταν να ξεκινήσει η προσπάθεια αυτή από τη νομοθεσία και τους μηχανισμούς που αποσκοπούν στην προστασία και την υλοποίηση των δικαιωμάτων βιομηχανικής και πνευματικής ιδιοκτησίας. Η πρόταση της Επιτροπής για την άρση των φορολογικών εμποδίων στην εσωτερική αγορά και τη δημιουργία των προϋποθέσεων για μια ενοποιημένη, σε κλίμακα ΕΕ, φορολογική βάση θα συμβάλει στη διεθνή ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων της ΕΕ, σύμφωνα με το στόχο που τέθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας.

* Η ενσωμάτωση των στόχων της αειφόρου ανάπτυξης στις πολιτικές για την εσωτερική αγορά βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι αξιολογήσεις κανονιστικού αντικτύπου και αντικτύπου αειφορίας και η ανάπτυξη ενός πολυποίκιλου φάσματος μέσων της αγοράς για την επίτευξη των στόχων της περιβαλλοντικής πολιτικής αποτελούν το κρίσιμο στοιχείο για τη διασφάλιση της αειφορίας και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών.