52001DC0715

Πράσινη βίβλος σχετικά με την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής /* COM/2001/0715 τελικό */


ΠΡΑΣΙΝΗ ΒΙΒΛΟΣ σχετικά με την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής

(υποβληθέν από την Επιτροπή)

Πίνακας περιεχομένων

1. Εισαγωγή

1.1. Το ιστορικό της πρότασης της Επιτροπής για τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής

1.2. Οι λόγοι για τους οποίους υποβάλλεται στο παρόν στάδιο μια Πράσινη Βίβλος

1.2.1. Η απάτη σε βάρος των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων: φαινόμενο προς καταστολή

1.2.2. Το ζήτημα της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής: η συνέχιση ενός διαλόγου

1.3. Οι στόχοι της Πράσινης Βίβλου

1.3.1. Διεύρυνση του διαλόγου με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων φορέων

1.3.2. Διεξοδική εξέταση της σκοπιμότητας της πρότασης

2. Τα βασικά στοιχεία του διαλόγου

2.1. Η ειδική συνεισφορά της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής: υπενθύμιση των επιχειρημάτων υπέρ της πρότασης που υπέβαλε η Επιτροπή το 2000

2.1.1. Υπέρβαση του κατακερματισμού του ευρωπαϊκού ποινικού χώρου

2.1.2. Η υπέρβαση του δύσκαμπτου και ακατάλληλου χαρακτήρα των παραδοσιακών μεθόδων δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών

2.1.3. Να δοθεί δικαστική συνέχεια στις διενεργούμενες διοικητικές έρευνες

2.1.4. Ενίσχυση της οργάνωσης και της αποτελεσματικότητας των ερευνών στο εσωτερικό των κοινοτικών οργάνων

2.2. Σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων

2.3. Συντονισμός με τις πολιτικές προτεραιότητες της Ένωσης σε θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων

2.3.1. Συμπληρωματικότητα με τους στόχους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε

2.3.2. Ο ειδικός χαρακτήρας της πρότασης σε σχέση με τους στόχους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε

2.4. Νομική βάση

3. Γενικό διάγραμμα

3.1. Μια αρμοδιότητα ουσίας που περιορίζεται στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων

3.1.1. Ειδική ευθύνη των Κοινοτήτων

3.1.2. Η διατήρηση του σημερινού πεδίου προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων

3.2. Προς έναν κοινό χώρο ερευνών και διώξεων

3.2.1. Οι εξουσίες του ευρωπαίου εισαγγελέα: κεντρική διεύθυνση των ερευνών και των διώξεων

3.2.2. Αρμονικός συντονισμός με τα εθνικά ποινικά συστήματα

4. Νομικό καθεστώς και εσωτερική οργάνωση

4.1. Καθεστώς της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής

4.1.1. Η αρχή της ανεξαρτησίας

4.1.2. Όροι διορισμού και απαλλαγής από τα καθήκοντα του ευρωπαίου εισαγγελέα

4.1.3. Ιεραρχικός ρόλος του ευρωπαίου εισαγγελέα

4.2. Αποκεντρωμένη οργάνωση της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής

4.2.1. Η αρχή της αποκέντρωσης των εντεταλμένων της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής

4.2.2. Η αρχή της ιεραρχικής υποταγής στον ευρωπαίο εισαγγελέα

4.3. Μέσα λειτουργίας της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής

5. Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο

5.1. Επιλογή της νομοθετικής μεθόδου: κοινοτική ενοποίηση ή εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών

5.2. Κοινές διατάξεις για τις αξιόποινες πράξεις

5.2.1. Παραβάσεις σχετιζόμενες με την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων για τις οποίες έχει ήδη διαμορφωθεί συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών

5.2.2. Άλλες προβλεπόμενες αξιόποινες πράξεις σχετιζόμενες με την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων

5.2.3. Προβλεπόμενες παραβάσεις εκτός του πεδίου της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων

5.3. Κοινές ποινές

5.4. Ευθύνη των νομικών προσώπων

5.5. Καθεστώτα παραγραφής

6. Διαδικασία

6.1. Ενημέρωση και προσφυγή

6.2. Προπαρασκευαστικό στάδιο

6.2.1. Θεμελιώδη δικαιώματα

6.2.2. Έναρξη των ερευνών και των διώξεων

6.2.3. Διενέργεια των ερευνών

6.2.4. Κατάληξη των διώξεων

6.3. Στάδιο της δίκης

6.3.1. Επιλογή του κράτους μέλους παραπομπής σε δίκη

6.3.2. Άσκηση της ποινικής δίωξης

6.3.3. Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες, θύματα βάσει του κοινού δικαίου

6.3.4. Συστήματα αποδεικτικών στοιχείων

6.3.5. Λόγοι αποσβέσεως της ποινικής δίωξης

6.3.6. Εκτέλεση της δικαστικής απόφασης

6.4. Δικαστικές εγγυήσεις

6.4.1. Καθήκοντα του δικαστή

6.4.2. Διορισμός του δικαστή - εγγυητή των ελευθεριών

6.4.3. Διορισμός του δικαστή ο οποίος ελέγχει την πράξη παραπομπής σε δίκη

7. Σχέσεις με τους άλλους φορείς

7.1. Συνεργασία με τις αρχές των κρατών μελών

7.2. Σχέσεις με τους φορείς της συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

7.2.1. Eurojust

7.2.2. Europol

7.2.3. Ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο

7.3. Σχέσεις με τα κύρια και επικουρικά θεσμικά όργανα και τους κοινοτικούς οργανισμούς

7.3.1. Γενικό πλαίσιο

7.3.2. Μελλοντική αποστολή της OLAF

7.4. Σχέσεις με τις τρίτες χώρες

8. Δικαστικός έλεγχος των πράξεων της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής

8.1. Πράξεις της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής υποκείμενες σε προσφυγή

8.1.1. Έρευνες που συνεπάγονται περιορισμό ή στέρηση της ελευθερίας των προσώπων

8.1.2. Άλλες έρευνες

8.1.3. Απόφαση θέσης στο αρχείο ή μη απαγγελία κατηγορίας

8.1.4. Παραπομπή σε δίκη

8.2. Δικαιώματα προσφυγής

8.2.1. Προσφυγές βάσει του εσωτερικού δικαίου

8.2.2. Προσφυγές ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

9. Συμπέρασμα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ αριθ. 1 Συμπληρωματική εισήγηση της Επιτροπής στη Διακυβερνητική Διάσκεψη για τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 2000

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ αριθ. 2 Απλουστευμένα διαγράμματα διαδικασίας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ αριθ. 3 Υποθετική περίπτωση απάτης που εξετάζεται από την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ αριθ. 4 Υπενθύμιση των ερωτήσεων που έχουν τεθεί

1. εισαγωγη

Για να ικανοποιήσει την ανάγκη της αποτελεσματικότερης δίωξης των αυτουργών εγκληματικών πράξεων οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η Επιτροπή πρότεινε να δημιουργηθεί ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή γι αυτό τον τομέα. Επειδή η εν λόγω πρόταση έπρεπε να είναι εμπεριστατωμένη και να συζητηθεί διεξοδικά, η Επιτροπή παρουσιάζει σήμερα την παρούσα Πράσινη Βίβλο.

Αν και το παρόν έγγραφο βασίζεται σε πρόταση αρχής η οποία έχει εγκριθεί ήδη από την Επιτροπή, αποτελεί βοηθητικό μέσο διαβούλευσης, όπως και κάθε Πράσινη Βίβλος. Μια προσπάθεια εκ των προτέρων προβληματισμού σχετικά με τις δυνατότητες υλοποίησης της πρότασης θα συμβάλει, σε ένα δεύτερο στάδιο, στο να ληφθεί σαφέστερη απόφαση επί της ίδιας της αρχής της πρότασης.

1.1. Το ιστορικό της πρότασης της Επιτροπής για τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής

Με αφορμή τη Διακυβερνητική Διάσκεψη της Νίκαιας, η Επιτροπή πρότεινε, για να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, να ξεπεραστεί το πρόβλημα του κατακερματισμού του ευρωπαϊκού ποινικού χώρου μέσω της δημιουργίας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής [1]. Πράγματι, για την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων απαιτείται, λόγω της ιδιαιτερότητας του θέματος, ειδική λύση για να ξεπεραστούν οι περιορισμοί της παραδοσιακής δικαστικής συνεργασίας.

[1] Βλέπε παράρτημα: Συμπληρωματική εισήγηση της Επιτροπής στη Διακυβερνητική Διάσκεψη για τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις - Η ποινική προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων: ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή, 29.9.2000, COM(2000)608. Η εισήγηση αυτή ολοκληρώνει τη γνώμη της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 48 της ΣΕΕ σχετικά με τη σύγκληση διάσκεψης των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών για την τροποποίηση των Συνθηκών, Προσαρμογή των οργάνων για την επιτυχία της διεύρυνσης, 26.1.2000, COM (2000) 34, 5β).

Ιστορικά, η ιδέα μιας εμπεριστατωμένης εξέτασης του θέματος της ποινικής προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων εμφανίστηκε μετά τη θέσπιση ιδίων πόρων της Κοινότητας, με ένα πρώτο σχέδιο τροποποίησης της Συνθήκης της 6ης Αυγούστου 1976 [2]. Αναπτύχθηκε με την υπογραφή συμβατικών μέσων, και ιδίως της Σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 [3], που εγκρίθηκαν στο πλαίσιο της συνεργασίας σε θέματα «Δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων» (του επονομαζόμενου τρίτου πυλώνα), που όμως δεν έχουν ακόμη επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη. Η πρώτη αναφορά υπήρξε στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, με την εγγραφή μιας νομικής βάσης (άρθρο 280 της Συνθήκης ΕΚ) που επιτρέπει στον κοινοτικό νομοθέτη να νομοθετεί σε περιορισμένο βαθμό στον τομέα της ποινικής προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή εξέδωσε πρόσφατα πρόταση οδηγίας σε αυτό τον τομέα [4]. Η πρόταση για τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής ανταποκρίνεται στον ιδιαίτερο χαρακτήρα του θέματος της ποινικής προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων.

[2] Παλαιό σχέδιο συνθήκης με την οποία τροποποιείται η Συνθήκη περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής για την έκδοση κοινής ρύθμισης σχετικά με την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων καθώς και για τη δίωξη των παραβάσεων των διατάξεων των εν λόγω Συνθηκών, COM(76)418, (ΕΕ C 222 της 22.9.1976).

[3] Σύμβαση της 26ης Ιουλίου 1995 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ C 316 της 27.11.95, σελ. 48) και τα συμπληρωματικά πρωτόκολλά της (ΕΕ C 313 της 23.10.1996, σελ. 1. ΕΕ C 221 της 19.7.1997, σελ. 11. ΕΕ C 151 της 20.5.1997, σελ. 1).

[4] Πρόταση για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, που υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 23.5.2001 (COM(2001)272).

Πριν από την υποβολή της εν λόγω πρότασης πραγματοποιήθηκε εμπεριστατωμένη προπαρασκευαστική εργασία. Επί δέκα περίπου έτη, κατόπιν αιτήσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, ομάδες ποινικολόγων όλων των κρατών μελών εργάζονται για το θέμα της ποινικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων [5]. Με βάση τα αποτελέσματα των εργασιών τους, για τα οποία εξέφρασαν την ικανοποίησή τους το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο [6] και η Επιτροπή, καταρτίστηκε πρόταση που περιλαμβάνει το σύνολο των κανόνων για την ποινική προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, η οποία είναι γνωστή με την ονομασία «Corpus juris». Βασίζονται σε ευρύτατη συγκριτική μελέτη των εθνικών ποινικών συστημάτων και αποδεικνύουν τη σκοπιμότητα του σχεδίου [7].

[5] Συγκριτική ανάλυση των εκθέσεων των κρατών μελών σχετικά με τα μέτρα που λήφθηκαν σε εθνικό επίπεδο για την καταπολέμηση της σπατάλης και της κατάχρησης των κοινοτικών πόρων και Έγγραφο σύνθεσης, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 13.11.1995, COM(95)556. βλέπε επίσης διάφορες μελέτες τις οποίες παρήγγειλε η Επιτροπή: Ιtude comparative sur la protection des intιrκts financiers de la Communautι, 3 volumes, 1992-1994; Ιtude sur les systθmes de sanctions administratives et pιnales dans les Ιtats membres des Communautιs europιennes, 2 volumes, 1994; La transaction dans l'Union europιenne, 1995.

[6] Ψήφισμα σχετικά με τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομικού και Δικαστικού χώρου για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη διεθνή εγκληματικότητα, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 12.6.1997 (ΕΕ C 200 της 30.6.1997, σελ. 157).

[7] Corpus juris portant dispositions pιnales pour la protection des intιrκts financiers de l'Union europιenne, υπό τη διεύθυνση του κ. Delmas-Marty, Economica, Paris, 1997. Βάσει αυτών των συστάσεων, οι εμπειρογνώμονες αναθεώρησαν πιο πρόσφατα το Corpus juris (http://www.law.uu.nl/wiarda/corpus/index1.htm) και ολοκλήρωσαν μια σημαντική συγκριτική μελέτη αναφορικά με την αναγκαιότητα, τη νομιμότητα και τη σκοπιμότητά του, αναλύοντας την επίπτωση που θα μπορούσε να έχει μια ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή στα εθνικά συστήματα ποινικών διώξεων των κρατών μελών: La mise en oeuvre du Corpus juris dans les Ιtats membres, M. Delmas-Marty / J.A.E. Vervaele, Intersentia, Utrecht, 2000, 4 τόμοι. Για τις ανάγκες της Πράσινης Βίβλου, όλες οι αναφορές παραπέμπουν σε αυτή τη δεύτερη έκδοση του Corpus juris (CJ), την επονομαζόμενη «της Φλωρεντίας», εκτός και αν αναφέρεται το αντίθετο.

Εντούτοις, ο προβληματισμός δεν θα ήταν δυνατό να περιορισθεί στο στάδιο αυτών των μελετών. Η Επιτροπή υπέβαλε το 2001 την προαναφερθείσα εισήγηση. Αναπτύσσει τον δικό της προβληματισμό που δεν βασίζεται σε κανένα ειδικό εθνικό μοντέλο, αλλά αναζητεί το σύστημα που θα είναι περισσότερο προσαρμοσμένο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του στόχου της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων και θα ανταποκρίνεται στις αυστηρότερες απαιτήσεις προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

1.2. Οι λόγοι για τους οποίους υποβάλλεται στο παρόν στάδιο μια Πράσινη Βίβλος

Η εισήγηση της Επιτροπής στη Διακυβερνητική Διάσκεψη να αναθεωρηθεί η Συνθήκη ΕΚ ώστε να περιληφθεί σε αυτήν νομική βάση που θα επιτρέπει τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής [8], δεν έγινε αποδεκτή από τη Σύνοδο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Νίκαιας, τον Δεκέμβριο του 2000. Αφενός, η Διακυβερνητική Διάσκεψη δεν είχε τον απαραίτητο χρόνο για να εξετάσει τη πρόταση και, αφετέρου, εκφράστηκε η επιθυμία να εξετασθεί διεξοδικά το ζήτημα των πρακτικών συνεπειών της.

[8] COM(2000)608 προαναφερθέν.

Πράγματι, τα στοιχεία στα οποία βασίζεται η εν λόγω πρόταση εξακολουθούν να ισχύουν. Επιπλέον, υπήρξαν και ορισμένες ενθαρρυντικές αντιδράσεις. Έτσι, σύμφωνα με το σχέδιο δράσης 2001-2003 για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων [9], η Επιτροπή ανέλαβε τη δέσμευση να εκδώσει την παρούσα Πράσινη Βίβλο, για να διασαφηνίσει την άποψή της και να διευρύνει τον διάλογο.

[9] COM(2000)254.

Προσπαθεί να απαντήσει στις επιφυλάξεις με τις οποίες αντιμετωπίστηκε σε πάρα πολλές περιπτώσεις η πρόταση, παρέχοντας πρακτικές εξηγήσεις και εξετάζοντας τις δυνατότητες συγκεκριμένης εφαρμογής μιας φιλόδοξης και καινοτόμου λύσης.

1.2.1. Η απάτη σε βάρος των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων: φαινόμενο προς καταστολή

Πράγματι, η απάτη εξακολουθεί να αποτελεί φαινόμενο προς καταστολή. Υπό τις παρούσες γενικές συνθήκες, όπου καταβάλλεται σημαντική προσπάθεια για την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος σε διεθνές επίπεδο, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό τη σοβαρότητα των παράνομων δραστηριοτήτων σε βάρος των κοινοτικών πόρων.

Από το σύνολο των παρατυπιών οι οποίες ανιχνεύτηκαν από την Επιτροπή και από τα κράτη μέλη, κατά τις εκτιμήσεις της Επιτροπής και των κρατών μελών, το 1999 το ποσοστό των περιπτώσεων για τις οποίες επιβάλλεται η άσκηση ποινικής δίωξης, εφόσον διαπράττονται εκ προθέσεως, αντιπροσωπεύει το 20% των περιπτώσεων και το 50% των αντίστοιχων ποσών. Έτσι, οι πράξεις απάτης που θίγουν τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα, οι οποίες ανιχνεύτηκαν τόσο από τα κράτη μέλη όσο και από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), το 1999 αφορούσαν συνολικό ποσό το ύψος του οποίου εκτιμάται σε 413 εκατ. ευρώ [10].

[10] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων, καταπολέμηση της απάτης, ετήσια έκθεση 1999, COM (2000) 718, παράγραφοι 4 και 5.

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Συνολικά, οι περιπτώσεις αυτές αντιπροσωπεύουν απάτες σε βάρος των ευρωπαϊκών ιδίων πόρων της τάξης των 122 εκατ. ευρώ (ή το 0,9% των παραδοσιακών ιδίων πόρων) και σε όρους δαπανών 291 εκατ. ευρώ (ή το 0,3% του προϋπολογισμού), εκ των οποίων 170 εκατ. ευρώ αφορούν τις γεωργικές δαπάνες, 73 εκατ. αφορούν άμεσες δαπάνες των Κοινοτήτων και 48 εκατ. ευρώ τις διαρθρωτικές δράσεις.

Στις ετήσιες εκθέσεις της για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και την καταπολέμηση της απάτης, η Επιτροπή περιγράφει το φαινόμενο της απάτης, από το 1991 και μετά, με τη βοήθεια στατιστικών και παραδειγμάτων [11].

[11] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων, καταπολέμηση της απάτης, ετήσια έκθεση 2000, COM (2001) 255.

Με την πάροδο των ετών έχουν τελειοποιηθεί τα μέσα διοικητικής ανίχνευσης που εφαρμόζονται σε κοινοτικό επίπεδο [12]. Παράλληλα με αυτά τα μέσα, καταβάλλεται και σημαντική προσπάθεια για την πρόληψη της απάτης, στο πλαίσιο της διαχειριστικής μεταρρύθμισης της Επιτροπής στην οποία συμβάλλει η στρατηγική της OLAF για την καταπολέμηση της απάτης.

[12] Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων, στη σύνοδο της Κολωνίας του Ιουνίου του 1999, εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την ταχεία σύσταση της OLAF και για το νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο είχαν ζητήσει στη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βιέννης, τον Δεκέμβριο του 1998.

Εντούτοις, η πρόληψη και ανίχνευση δεν αρκούν από μόνες τους. Πράγματι, έχει αποδειχθεί η συμμετοχή του οργανωμένου εγκλήματος σε πολλές περιπτώσεις για τις οποίες έλαβαν γνώση επί διάστημα αρκετών ετών οι υπηρεσίες της Επιτροπής, και ειδικότερα η Μονάδα συντονισμού για την καταπολέμηση της απάτης (UCLAF), που συστάθηκε το 1988 και μετατράπηκε το 1999 σε Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), η οποία ασκεί ανεξάρτητη διοικητική έρευνα. Η απάτη σε βάρος των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων συνδέεται συνήθως με σημαντικές υποθέσεις και επιβάλλει την επέμβαση της ποινικής δικαιοσύνης περισσότερων κρατών μελών. Πρόκειται για σύνθετες περιπτώσεις με έντονα διακρατικό χαρακτήρα.

Για ένα πρόβλημα αυτών των διαστάσεων απαιτείται και η αντίστοιχη αντιμετώπιση. Η ιδιαιτερότητα του εγκλήματος απαιτεί ειδική λύση. Λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της, η αντιμετώπιση αυτή πρέπει να έχει κατασταλτική διάσταση, που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της Συνθήκης του Άμστερνταμ. Το άρθρο 280 της Συνθήκης ΕΚ καθιστά πράγματι υποχρεωτική στο εξής την αποτελεσματική, αποτρεπτική και ισοδύναμη σε όλα τα κράτη μέλη προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων. Σε αυτό το πλαίσιο, η Κοινότητα οφείλει να εγγυάται στα κράτη μέλη και στους ευρωπαίους φορολογούμενους ότι ασκείται αποτελεσματική δίωξη, περιλαμβανομένου του ποινικού σκέλους, των πράξεων απάτης και διαφθοράς. Διαφορετικά, θα τρωθεί σοβαρά η αξιοπιστία της ευρωπαϊκής οικοδόμησης στα μάτια της κοινής γνώμης.

1.2.2 Το ζήτημα της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής: η συνέχιση ενός διαλόγου

Αναφορικά με το θέμα αυτό, η συζήτηση σχετικά με τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής αναπτύχθηκε σοβαρά πολύ πριν τη σύνταξη της Πράσινης Βίβλου.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επαγγελματίες του κλάδου, δικαστές, αστυνομικοί και δικηγόροι επισημαίνουν, εδώ και πολλά έτη, την αναποτελεσματικότητα των εθνικών δικαστικών χώρων απέναντι στο διακρατικό οικονομικό και χρηματοοικονομικό έγκλημα. Από την έκκληση της Γενεύης, της 1ης Οκτωβρίου 1996, μέχρι την πρόσφατη διακήρυξη του Τρίερ, της 15ης Σεπτεμβρίου 2001, και ενδιαμέσως με το μανιφέστο του Στρασβούργου, της 20ης Οκτωβρίου 2000, να τεθεί το ζήτημα της δημιουργίας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής ενόψει της διεύρυνσης της Ένωσης, οι επαγγελματικοί κύκλοι εξετάζουν το θέμα αυτό σε αρκετά κράτη μέλη. Με πιο έμμεσο τρόπο, το ζήτημα αυτό περιλαμβάνεται στις γενικές προσδοκίες των ευρωπαίων πολιτών που προέρχονται από νομικούς ή πανεπιστημιακούς χώρους [13].

[13] Σύμφωνα με ετήσια δημοσκόπηση, που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2000 σε οκτώ κράτη μέλη από το Ινστιτούτο Louis-Harris για την ημερήσια εφημερίδα Le monde, το 68% των ερωτηθέντων τάχθηκαν υπέρ της εναρμόνισης των δικαστικών συστημάτων των κρατών μελών.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη, εφόσον εξέφρασε επανειλημμένα την επιθυμία του, από τις αρχές της δεκαετίας του `90, για την υλοποίηση ενός παρόμοιου σχεδίου, με στόχο να δίνεται αποτελεσματική συνέχεια, μέσω της άσκησης ποινικών διώξεων, στις ενέργειες πρόληψης και διοικητικής ανίχνευσης των περιπτώσεων απάτης [14].

[14] Βλέπε ιδίως: ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ετήσια έκθεση 1996 της Επιτροπής (ΕΕ C 339 της 10.11.1997, σελ. 68). ψήφισμα για τις ποινικές διώξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Corpus Juris), της 13.4.1999. ψήφισμα της 19ης Ιανουαρίου 2000 για τη θέσπιση ποινικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (ΕΕ C 304 της 24.10.2000, σελ. 126). ψήφισμα της 13.4.2000 για τη Διακυβερνητική Διάσκεψη. ψήφισμα της 16.5.2000 για την ετήσια έκθεση 1998 της Επιτροπής σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. ψήφισμα της 13.12.2000 σχετικά με τη στρατηγική της Επιτροπής για την καταπολέμηση της απάτης (ΕΕ C 232 της 17.8.2001, σελ. 192). ψήφισμα της 14ης Μαρτίου 2001 για την ετήσια έκθεση 1999 της Επιτροπής σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων.

Πιο πρόσφατα, η επιτροπή των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων [15], η επιτροπή των σοφών [16] καθώς και η επιτροπή εποπτείας της OLAF [17] πρότειναν το 1999, η κάθε μία στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής γι αυτό τον τομέα.

[15] Δεύτερη έκθεση για τη μεταρρύθμιση της Επιτροπής, 10.9.1999, σύσταση 59.

[16] Έκθεση των κ.κ. Dehaene, Simon και Von Weizsδcker, 18.10.1999, παράγραφος 2.2.6.

[17] Γνώμη 5/99 και 2/2000 της εποπτικής επιτροπής της OLAF, στην Έκθεση Δραστηριοτήτων Ιούλιος 1999-Ιούλιος 2000 (ΕΕ C 360 της 14.12.2000).

Σε εθνικό επίπεδο, ο διάλογος εξαντλήθηκε στο πολιτικό πεδίο, σε ορισμένα τουλάχιστον κράτη μέλη. Χωρίς να προσπαθήσουμε να εξαντλήσουμε το θέμα, είναι χρήσιμο να παραθέσουμε ορισμένες γνώμες.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Βουλή των Λόρδων δημοσίευσε τα πρακτικά της ακρόασης σχετικά με τη δίωξη των πράξεων απάτης σε βάρος των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, που πραγματοποιήθηκε από την αρμόδια για θέματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κοινοβουλευτική επιτροπή [18]. Ο πρόεδρος της εν λόγω επιτροπής, αν και δεν συμμερίζεται τα συμπεράσματα του Corpus juris, παραδέχεται ότι εάν καθυστερήσουν ή αποτύχουν οι μελλοντικές προσπάθειες δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κυβερνήσεων, θα πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα της δημιουργίας ενός ειδικού καθεστώτος για τη δίωξη της απάτης.

[18] Prosecuting fraud on the Communities' finances - The Corpus juris, 8.5.1999, Select committee on the European Communities, House of Lords, Λονδίνο.

Στη Γαλλία, η αντιπροσωπεία της Εθνοσυνέλευσης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, εξετάζοντας το θέμα της καταπολέμησης της απάτης στην Ευρώπη, παρουσιάζει το θέμα της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής ως μία από τις επιλογές που πρέπει να γίνουν σήμερα γι αυτό τον τομέα [19]. Ο εισηγητής της, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η αποτελεσματικότητα της καταστολής σε αυτό τον τομέα αποτελεί πραγματικό πρόβλημα, τάσσεται υπέρ της θέσπισης μιας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής.

[19] Rapport d'information sur la lutte contre la fraude dans l'Union europιenne, Dιlιgation de l'Assemblιe nationale pour l'Union europιenne, Paris, 22.6.2000, n°2507.

Στη Γερμανία, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση απάντησε στην αίτηση ομάδας βουλευτών της ομοσπονδιακής βουλής σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε κοινοτικό επίπεδο στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης, ιδίως όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων [20]. Σύμφωνα με την απάντηση αυτή, παρά τις σημαντικές επιφυλάξεις για το γενικό μέρος της μελέτης Corpus juris, πρέπει να προβλεφθεί η δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής στο πλαίσιο μιας ενδεχόμενης τομεακής ενοποίησης του ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου και να αξιοποιηθεί η πείρα που αποκτήθηκε με τη δημιουργία της Eurojust, που αποτελεί, κατά την άποψη της γερμανικής κυβέρνησης, την εμβρυακή μορφή μιας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής.

[20] Bundestagsdrucksache 14/4991, 14.12.2000, σελ. 32 και επόμενες.

Στις Κάτω Χώρες, το Υπουργείο Δικαιοσύνης αξιολογεί την εισήγηση της Επιτροπής στη Διακυβερνητική Διάσκεψη ως ενδιαφέρουσα. Θεωρεί ότι μπορεί να συμβάλει εποικοδομητικά σε μια ουσιαστική συζήτηση αναφορικά με τα μέτρα που είναι απαραίτητα για να βελτιωθεί η καταπολέμηση της απάτης σε κοινοτικό επίπεδο, στην οποία δηλώνει ότι είναι έτοιμο να συμμετάσχει [21].

[21] Επιστολή του Κοινοβουλίου των Κάτω Χωρών στην Επιτροπή για θέματα δικαιοσύνης, αναφορικά με τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, 5.7.2001.

Όσον αφορά την καταπολέμηση της εγκληματικότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την πολύ ευρεία έννοια του όρου, ορισμένοι αρχηγοί κυβερνήσεων χρησιμοποιούν πλέον, με διαφορετικό βαθμό αποδοχής, τον όρο «ευρωπαϊκή εισαγγελία», όταν κοινοποιούν την άποψή τους για το μέλλον της Ευρώπης [22].

[22] Σχέδιο εισήγησης του SPD για την Ευρώπη που υποβλήθηκε από τον Γερμανό Καγκελάριο Schrφder, 30.4.2001. ομιλία του Γάλλου Πρωθυπουργού Jospin για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 23.5.2001

Οι γνώμες αυτές καταδεικνύουν τουλάχιστον το ενδιαφέρον που υπάρχει για το εξεταζόμενο θέμα και την αναγκαιότητα ενός διαλόγου για τις διατάξεις της λειτουργίας αυτού που θα ονομάζαμε ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή. Από την πλευρά της, η Επιτροπή προτείνει, σε ένα στενότερο και ειδικότερο πεδίο, μια καινοτόμο λύση που θα ανταποκρίνεται σε μια κοινή ανάγκη. Αυτό τον στόχο εξυπηρετεί και η παρούσα Πράσινη Βίβλος.

1.3. Οι στόχοι της Πράσινης Βίβλου

Ο χαρακτήρας της Πράσινης Βίβλου τη διαχωρίζει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Αποσκοπεί στο να διευρύνει και να εμβαθύνει τον διάλογο για την πρόταση της Επιτροπής, ενόψει της εξέτασής της από την Διάσκεψη η οποία θα προετοιμάσει τη μελλοντική αναθεώρηση των Συνθηκών.

1.3.1. Διεύρυνση του διαλόγου με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων φορέων

Υπό αυτό το πρίσμα, ο πρώτος στόχος της Πράσινης Βίβλου είναι να πραγματοποιηθεί καθ' όλη τη διάρκεια του 2002 όσο το δυνατό ευρύτερη διαβούλευση με όλους τους ενδιαφερομένους φορείς: κοινοβούλια, κοινοτικές και εθνικές δημόσιες αρχές, επαγγελματίες του κλάδου της ποινικής δικαιοσύνης, πανεπιστημιακοί, ΜΚΟ κλπ. Η διαβούλευση θα έχει ως αντικείμενο την αποστολή και τη λειτουργία μιας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής αρμόδιας για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. Η Πράσινη Βίβλος πρέπει να συμβάλει στο να οργανωθεί ο διάλογος γύρω από ορισμένους άξονες και να αποκτήσει ένα ευρύ ακροατήριο, στο πνεύμα μιας ορθής διακυβέρνησης.

Προτείνονται οι ακόλουθοι άξονες συζήτησης:

- Τα βασικά στοιχεία του διαλόγου (κεφάλαιο 2)

- Γενικό διάγραμμα (κεφάλαιο 3)

- Νομικό καθεστώς και εσωτερική οργάνωση (κεφάλαιο 4)

- Ουσιαστικό δίκαιο (κεφάλαιο 5)

- Κανόνες ποινικής δικονομίας (κεφάλαιο 6)

- Σχέσεις με άλλους φορείς (κεφάλαιο 7)

- Δικαστικός έλεγχος (κεφάλαιο 8)

Για κάθε ένα από τα θέματα αυτά, η Επιτροπή παραθέτει κατ` αρχήν τα στοιχεία που είναι χρήσιμα για τη διασαφήνιση του διαλόγου. Στη συνέχεια, παρουσιάζει ορισμένες εναλλακτικές δυνατότητες και εκφράζει σε ορισμένες περιπτώσεις την προτίμησή της στο παρόν στάδιο του προβληματισμού. Τέλος, θέτει τα ζητήματα για τα οποία επιθυμεί τουλάχιστον τη γνώμη των ενδιαφερομένων κύκλων. Αν και οι προτιμήσεις της Επιτροπής, στο σύνολό τους, συνθέτουν ένα σύστημα με συνοχή, αυτό δεν είναι ασφαλώς το μόνο δυνατό και δεν μπορεί να προκαθορίσει τον διάλογο.

1.3.2. Διεξοδική εξέταση της σκοπιμότητας της πρότασης

Η Πράσινη Βίβλος παρέχει επίσης στην Επιτροπή την ευκαιρία να ξεκαθαρίσει την άποψή της, πέρα από τις εμπεριστατωμένες προπαρασκευαστικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν επί αρκετά έτη. Πράγματι, στην ανακοίνωσή της, της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, η Επιτροπή πρότεινε να εγγραφούν στη Συνθήκη μόνο τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του ευρωπαίου εισαγγελέα (διορισμός, απαλλαγή από τα καθήκοντα, αποστολή, ανεξαρτησία) και να γίνεται παραπομπή στο παράγωγο δίκαιο όσον αφορά τους απαραίτητους κανόνες και τους τρόπους λειτουργίας του.

Αυτό ακριβώς είναι το αντικείμενο της Πράσινης Βίβλου: να δώσει μια εικόνα του τι θα μπορούσε να περιλαμβάνει το δίκαιο. Θα έπρεπε να ορίζει ιδίως τις αξιόποινες πράξεις σε κοινοτικό επίπεδο (απάτη, δωροδοκία, νομιμοποίηση παράνομων εσόδων κλπ) και τις αντίστοιχες ποινές για τις αξιόποινες δραστηριότητες που ζημιώνουν τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων. Θα πρέπει να προσδιορίζει τη συνάρθρωση του κοινοτικού μηχανισμού ιδίως με τα εθνικά ποινικά συστήματα. Θα πρέπει να εξετάζει τους τρόπους προσφυγής στον ευρωπαίο εισαγγελέα, τις εξουσίες του ως προς τη διενέργεια ερευνών, την έναρξη και την περάτωση των ερευνών. Θα πρέπει επίσης να προβλέπει τον δικαστικό έλεγχο των πράξεων του εισαγγελέα.

Ενώ ο προβληματισμός το 2000 αφορούσε τη νομιμότητα και τους λόγους της δημιουργίας της εισαγγελικής αρχής, στο στάδιο της Πράσινης Βίβλου επεκτείνεται στη σκοπιμότητα και στις διατάξεις που θα μπορούσαν να προβλεφθούν για να εξασφαλιστεί η λειτουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής. Πέρα από την αρχή την οποία η Επιτροπή παρέθεσε ήδη στην προηγούμενη ανακοίνωσή της, στο παρόν έγγραφο, με γνώμονα τη διαφάνεια των προπαρασκευαστικών εργασιών, προτείνει τους συγκεκριμένους όρους εφαρμογής της πρότασης.

Η Επιτροπή επιθυμεί τις παρατηρήσεις σας για την παρούσα Πράσινη Βίβλο, και ιδίως για κάθε μία από τις ερωτήσεις που παρατίθενται σε πλαίσιο και επαναλαμβάνονται στο παράρτημα.

Για να διευκολυνθεί η ανταλλαγή απόψεων, διατίθεται κόμβος στο Διαδίκτυο, στον οποίο παρουσιάζεται η παρούσα Πράσινη Βίβλος και ένα σύνολο χρήσιμων συνδέσεων

http://europa.eu.int/olaf/livre_vert

Μέχρι την 1η Ιουνίου 2002, μπορείτε να δίνετε τις απαντήσεις σας κατά προτίμηση στην ακόλουθη ηλεκτρονική διεύθυνση:

olaf-livre-vert@cec.eu.int

ή να τις αποστέλλετε στην ακόλουθη διεύθυνση:

Commission europιenne

Office europιen de lutte antifraude (Unitι A.2)

Rιponse au Livre vert sur le procureur europιen

Rue Joseph II, 30

B-1049 Bruxelles

Οι λαμβανόμενες παρατηρήσεις θα δημοσιοποιούνται στον κόμβο, εκτός εάν ο συντάκτης ζητήσει ρητά να εξετασθούν με εμπιστευτικό τρόπο.

Θα οργανωθεί δημόσια ακρόαση με τους ενδιαφερόμενους το 2002. Με βάση το σύνολο των απαντήσεων που θα συλλέξει η Επιτροπή, θα υποβάλει συμπεράσματα και, ενδεχομένως, νέα εισήγηση, το 2003, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της αναθεώρησης των Συνθηκών.

2. τα βασικα στοιχεια του διαλογου

Με την εισήγησή της στη Διακυβερνητική Διάσκεψη της Νίκαιας, η Επιτροπή εξέθεσε για πρώτη φορά τους λόγους για τους οποίους η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή θα αποτελούσε αποτελεσματικό μέσο ποινικής προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Η πρόταση αυτή συνδέεται με διαφόρους όρους τους οποίους θα έπρεπε να υπενθυμίσουμε πριν από τον διάλογο. Μέσω αναθεώρησης των Συνθηκών ( 2.4), παραθέτει νέα στοιχεία σε σχέση με την τρέχουσα κατάσταση ( 2.1), με τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων ( 2.2) και εντάσσεται ως ειδικό συμπληρωματικό μέσο στις ευρωπαϊκές πολιτικές προτεραιότητες σε θέματα δικαιοσύνης ( 2.3).

2.1. Η ειδική συνεισφορά της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής: υπενθύμιση των επιχειρημάτων υπέρ της πρότασης που υπέβαλε η Επιτροπή το 2000

Η άσκηση σε κοινοτικό επίπεδο των ερευνών και ποινικών διώξεων θα αποτελούσε αναμφίβολα ένα νέο στοιχείο σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση. Πράγματι, όσο νόμιμα και αναντικατάστατα κι αν είναι τα υφιστάμενα συστήματα, δεν επιτρέπουν, ελλείψει ειδικού θεσμικού πλαισίου σε κοινοτικό επίπεδο, την επαρκώς αποτελεσματική δίωξη σε διακρατικό επίπεδο. Η ανακοίνωση της Επιτροπής της 29ης Σεπτεμβρίου 2000 αναπτύσσει ορισμένα επιχειρήματα, τα οποία παρουσιάζονται συνοπτικότερα στο παρόν έγγραφο [23].

[23] Βλέπε παράρτημα αριθ. 1.

2.1.1. Υπέρβαση του κατακερματισμού του ευρωπαϊκού ποινικού χώρου

Η εμπλοκή του οργανωμένου εγκλήματος στην απάτη σε βάρος των οικονομικών κοινοτικών συμφερόντων και ο διακρατικός χαρακτήρας αυτής της απάτης επιβάλλουν σήμερα τη συνεργασία με δεκαεπτά έννομες τάξεις που εφαρμόζουν διαφορετικούς κανόνες ουσίας και διαδικασίας [24]. Με τη διεύρυνση της Ένωσης, οι δυσκολίες αυτές θα ενταθούν, λόγω της αύξησης του αριθμού των κρατών μελών και των φορέων και των δημόσιων υπηρεσιών που συμμετέχουν στη διαχείριση των κοινοτικών κεφαλαίων.

[24] Ορισμένα κράτη μέλη έχουν περισσότερες της μιας εθνικές έννομες τάξεις, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο με την Αγγλία, την Ουαλία, τη Σκοτία και τη Βόρεια Ιρλανδία.

Οι ελλείψεις του υφιστάμενου μηχανισμού οφείλονται κατά κύριο λόγο στον κατακερματισμό του ευρωπαϊκού ποινικού χώρου. Ασφαλώς, έχουν περιληφθεί στις διεθνείς συμβάσεις μεταξύ των κρατών μελών πολλές εξαιρέσεις από την αρχή της εθνικής δικαιοδοσίας [25]. Εντούτοις, εξακολουθεί να ισχύει το γεγονός ότι οι αστυνομικές και δικαστικές εθνικές αρχές έχουν αρμοδιότητα να ενεργούν μόνο στην επικράτειά τους. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη εκφράζουν ήδη από τη δεκαετία του `70 τη δυσαρέσκειά τους για το γεγονός ότι η ύπαρξη στεγανών μεταξύ των δικαστικών αρχών των κρατών μελών οδηγεί σε συντρέχουσες, ελλιπείς ή ανύπαρκτες ανακρίσεις και διώξεις.

[25] Παραδείγματος χάρη: Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, της 19ης Ιουνίου 1990 (άρθρα 39 και επόμενα: διακρατική έρευνα και δίωξη). Σύμβαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή και συνεργασία μεταξύ των τελωνειακών υπηρεσιών (Νάπολη II). Σύμβαση της 29ης Μαΐου 2000 σχετικά με τη δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις (διαδικασίες επιτηρούμενης παράδοσης συλληφθέντων, κοινές ομάδες έρευνας, διενέργεια μυστικών ερευνών).

Αυτό αποδεικνύεται από το παράδειγμα των παράλληλων και ατελέσφορων διώξεων που ανέπτυξε η Επιτροπή στην παράγραφο 1.1 της ανακοίνωσής της στη Διακυβερνητική Διάσκεψη της Νίκαιας (βλέπε παράρτημα αριθ. 1).

Ειδικότερα, πριν από την έγκριση της Συνθήκης του Άμστερνταμ, η υπογραφή της σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 και των πρόσθετων πρωτοκόλλων της αποτέλεσε ένα πρώτο σημαντικό βήμα για την ποινική προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Όμως, οι διατάξεις αυτές δεν έχουν τεθεί ακόμη σε ισχύ, επειδή δεν έχουν επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη [26]. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο η Επιτροπή υπέβαλε την προαναφερθείσα πρόταση οδηγίας της 23ης Μαΐου 2001, η οποία έχει στόχο να επιβάλει την έγκριση, βάσει του άρθρου 280 της Συνθήκης ΕΚ, των διατάξεων ουσιαστικού ποινικού δικαίου που περιέχονται στα μέσα του τρίτου πυλώνα [27].

[26] Στα τέλη Σεπτεμβρίου 2001, τρία και οκτώ κράτη μέλη δεν είχαν ακόμη κοινοποιήσει την επικύρωση της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων και το πρωτόκολλο της 19.6.1997 προαναφερθέντα.

[27] COM(2001)272 προαναφερθέν.

Εντούτοις, οι διατάξεις αυτές δεν θα αρκούν από μόνες τους για να εξαλείψουν το πρόβλημα του κατακερματισμού του ευρωπαϊκού ποινικού χώρου, στον βαθμό που η ποινική δίωξη θα εξακολουθεί να ασκείται σε εθνικό επίπεδο.

Επίσης, η παρούσα Πράσινη Βίβλος καταδεικνύει ότι με την παράλληλη διατήρηση δεκαεπτά διαφορετικών ποινικών συστημάτων, η Κοινότητα θα διέθετε, χάρη στην ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή και την κεντρική διεύθυνση των ανακρίσεων και των ποινικών διώξεων, το μέσο για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική και ισοδύναμη σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση προστασία των οικονομικών της συμφερόντων, όπως επιβάλλει η Συνθήκη.

2.1.2 Η υπέρβαση του δύσκαμπτου και ακατάλληλου χαρακτήρα των παραδοσιακών μεθόδων δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών

Υπάρχουν πλέον μορφές διεθνούς ποινικής συνεργασίας, οι οποίες ενισχύονται με την ενδυνάμωση της δικαστικής συνεργασίας στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα. Εντούτοις, κανένα από τα ισχύοντα, προτεινόμενα ή υπό διαπραγμάτευση κείμενα δεν δίνει ικανοποιητική λύση στο ειδικό πρόβλημα της άσκησης ποινικών διώξεων για τις πράξεις που βλάπτουν τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα.

Όμως, η ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος που θίγει τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα καθιστά τα παραδοσιακά μέτρα δικαστικής συνδρομής ακατάλληλα, ενώ η πρόοδος που σημειώθηκε στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας είναι περιορισμένη. Οι ανεπάρκειες αυτές έχουν σαν αποτέλεσμα καθυστερήσεις, παρελκυστικές προσφυγές, ακόμη και ατιμωρησία. Αυτό αποδεικνύεται ιδιαίτερα επιζήμιο για την ανασύσταση των οικονομικών κυκλωμάτων που βρίσκονται στα πρώτα στάδια της απάτης.

Αυτό αποδεικνύεται από το παράδειγμα των αλλεπάλληλων προσφυγών που παραθέτει η Επιτροπή στην παράγραφο 1.2 της εισήγησής της στη Διακυβερνητική Διάσκεψη της Νίκαιας (βλέπε παράρτημα αριθ. 1).

Όπως αναλύεται στη συνέχεια, η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή θα συμβάλει στην επίλυση αυτών των δυσκολιών. Πράγματι, θα εξασφαλίσει ένα σημείο επαφής μεταξύ της Κοινότητας και των εθνικών δικαστικών αρχών. Θα είναι ευκολότερο, με τον τρόπο αυτό, να αποφεύγονται, στις διακρατικές υποθέσεις οικονομικής απάτης, η καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων και η διαφυγή υπόπτων, που ευνοούνται σήμερα λόγω της έλλειψης κάθετης συνεργασίας ανάμεσα στην Κοινότητα και τα κράτη μέλη.

2.1.3 Να δοθεί δικαστική συνέχεια στις διενεργούμενες διοικητικές έρευνες

Η πείρα που έχει αποκτηθεί στην πράξη καταδεικνύει ότι είναι δύσκολο να καταλήξουν οι διοικητικές έρευνες σε ποινικές διώξεις. Με τη σημερινή δομή του κοινοτικού κεκτημένου [28], όσο αποτελεσματικός και να είναι ο διοικητικός συντονισμός που εξασφαλίζει η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), η οποία διαθέτει μονάδα δικαστικών λειτουργών που παρέχουν νομικές συμβουλές, εξακολουθεί να παραμένει αβέβαιη η άσκηση ποινικών διώξεων. Πράγματι, η Κοινότητα δεν έχει αρμοδιότητα να ασκεί ποινικές διώξεις που να ολοκληρώνει την προληπτική δράση και τη διοικητική έρευνα.

[28] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/99 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/99 του Συμβουλίου, της 25.5.1999, σχετικά με τις έρευνες που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (ΕΕ L 136 της 31.5.1999). απόφαση της Επιτροπής της 28.4.1999 για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (ΕΕ L 136 της 31.5.1999). διοργανική απόφαση της 25.5.1999 σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (ΕΕ L 136 της 31.5.1999). κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11.11.1996, σχετικά με τους ελέγχους και τις εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996). κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18.12.1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312 της 23.12.1995).

Η διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης προς τα κράτη μέλη προσκρούει σε εμπόδια που οφείλονται στο γεγονός ότι διαφορετικοί κανόνες διέπουν τις ποινικές διώξεις σε κάθε κράτος μέλος. Εάν, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, η έρευνα ανατίθεται από ορισμένα κράτη μέλη σε δικαστικό λειτουργό και από άλλα σε διοικητική αρχή, η απευθείας σχέση μεταξύ των μεν και των δε αποδεικνύεται συνήθως αδύνατη, τόσο από πρακτική όσο και από νομική άποψη. Επιπλέον, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν έχουν όλες την ίδια πρόσβαση στις πληροφορίες, επειδή σε κάθε κράτος μέλος ισχύουν διαφορετικοί εθνικοί κανόνες, ιδίως όσον αφορά τον απόρρητο χαρακτήρα των φορολογικών ή των επιχειρησιακών στοιχείων [29] ή της ανακριτικής διαδικασίας. Η ενοποίηση των καθηκόντων έρευνας και άσκησης διώξεων την οποία θα επέφερε η δημιουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα συνέβαλε στην εξάλειψη αυτών των δυσχερειών.

[29] Τελική έκθεση για τον πρώτο γύρο των αξιολογήσεων - αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις, η οποία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 28.5.2001 (ΕΕ C 216 της 1.8.2001), παράγραφος IIIε): «Από τις αξιολογήσεις φάνηκε ότι το ζήτημα των φορολογικών αδικημάτων παραμένει τόσο ευαίσθητο, ώστε η αμοιβαία συνδρομή θα μπορούσε στα πλαίσια αυτά να περιορισθεί, να επιβραδυνθεί ή, το χειρότερο, να μην παρασχεθεί " (στοιχείο ε) φορολογικά αδικήματα)».

Τέλος, η πολυμορφία των εθνικών κανόνων που διέπουν τη διαχείριση των αποδεικτικών στοιχείων αφαιρεί συχνά κάθε χρησιμότητα των στοιχείων που συλλέγονται σε ένα κράτος μέλος ενώπιον των δικαστηρίων ενός άλλου κράτους.

Αυτό αποδεικνύεται από το παράδειγμα του μη παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων που αναπτύσσει η Επιτροπή στην παράγραφο 1.3 της ανακοίνωσής της στη Διακυβερνητική Διάσκεψη της Νίκαιας (βλέπε παράρτημα αριθ. 1).

Κάθε δικαστήριο επί της ουσίας εφαρμόζει τους κανόνες που ισχύουν στο πεδίο της δικαιοδοσίας του (αρχή forum regit actum), ιδίως όσον αφορά το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων. Δεν αναγνωρίζει αναγκαστικά τους κανόνες που ισχύουν στον τόπο στον οποίο διενεργήθηκαν οι ανακριτικές εργασίες, εάν οι κανόνες αυτοί είναι διαφορετικοί, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα να κρίνονται ως απαράδεκτα τα αποδεικτικά στοιχεία που συνελέγησαν στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών. Η κατάσταση αυτή ακυρώνει τις ανακριτικές προσπάθειες που καταβάλλονται στις υποθέσεις απάτης διακρατικού χαρακτήρα.

Μια τυπική περίπτωση απάτης με έλλειψη αναγνώρισης των αποδεικτικών στοιχείων

Σε πρόσφατη υπόθεση, υπήρχε υπόνοια ότι εισαγωγέας ελαιολάδου είχε καταθέσει στο τελωνείο πλαστές δηλώσεις για να αποφύγει την καταβολή γεωργικών δασμών (αποφυγή καταβολής κοινοτικών πόρων). Είχε προσφύγει σε μια σειρά εταιρειών που είναι εγκατεστημένες σε διάφορα κράτη μέλη και οι οποίες δραστηριοποιούνται στους τομείς της μεταφοράς, της διανομής, της πώλησης και της χρηματοδότησης. Έτσι, τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν διάσπαρτα στην επικράτεια των Κοινοτήτων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, για να συμπληρωθεί η δικογραφία έπρεπε να είναι δυνατή η χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων των διοικητικών ερευνών, οι οποίες διενεργούνται μεταξύ άλλων και από την OLAF, καθώς και δικαστικών ερευνών, περιλαμβανομένων των στοιχείων που λαμβάνονται μέσω αιτήσεων διεθνούς δικαστικής συνδρομής.

Κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης, το ποινικό δικαστήριο του επιληφθέντος κράτους μέλους, έκρινε ως απαράδεκτο το μεγαλύτερο μέρος των αποδεικτικών στοιχείων με το αιτιολογικό ότι τα στοιχεία αυτά είχαν ληφθεί από μια διοικητική αρχή (OLAF) ή από επικουρικές υπηρεσίες της δικαστικής εξουσίας (δικαστική αστυνομία) και όχι από έναν δημόσιο κατήγορο ή από ανακριτές. Απορρίφθηκαν επίσης και οι καταθέσεις ιδιωτών (οδηγών φορτηγών), οι οποίες είχαν ληφθεί νομοτύπως από τις δικαστικές αρχές.

Αυτό είναι ένα μόνον από τα πολλά παραδείγματα. Σε ορισμένα κράτη μέλη, οι κανόνες αποδείξεως είναι ακόμη αυστηρότεροι όσον αφορά τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία και απαιτούν την άμεση προφορική μαρτυρία ενώπιον των δικαστηρίων.

Η παρούσα Πράσινη Βίβλος καταδεικνύει ότι η δημιουργία ενός κοινού χώρου ερευνών και ποινικών διώξεων, που θα διέπεται από την αρχή της αμοιβαίας παραδοχής των αποδεικτικών στοιχείων [30], θα συνέβαλε στην υπέρβαση αυτού του εμποδίου. Τα στοιχεία που συλλέγονται μέσω ερευνών των διοικητικών και δικαστικών αρχών, οι οποίες θα διευθύνονται από τον ευρωπαίο εισαγγελέα, ενδεχομένως με την έγκριση του δικαστή - εγγυητή των ελευθεριών, θα αναγνωρίζονταν από τα ποινικά δικαστήρια σε όλη την επικράτεια της Κοινότητας ως δεκτά αποδεικτικά στοιχεία.

[30] Βλέπε κατωτέρω 6.3.4 (συστήματα αποδεικτικών στοιχείων).

2.1.4 Ενίσχυση της οργάνωσης και της αποτελεσματικότητας των ερευνών στο εσωτερικό των κοινοτικών οργάνων

Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει ευρωπαϊκή δικαστική αρχή αρμόδια να διενεργεί έρευνες στο εσωτερικό των κοινοτικών οργάνων. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) εξακολουθεί να είναι διοικητική υπηρεσία ερευνών, παρά το γεγονός ότι μπορεί να παρέχει συνδρομή στις δικαστικές αρχές. Η άσκηση δίωξης σε εσωτερικές υποθέσεις των κοινοτικών οργάνων εξακολουθεί να εξαρτάται από την καλή βούληση των εθνικών διωκτικών αρχών του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένα τα όργανα.

Ένα παράδειγμα: η απάτη στο εσωτερικό των κοινοτικών οργάνων

Μια περίπτωση εσωτερικής έρευνας, που πραγματοποιήθηκε από την OLAF, και για την οποία ασκήθηκαν διώξεις σε διάφορα κράτη μέλη, αφορούσε κατάσταση όπου υπήρχαν υπόνοιες ότι υπάλληλοι παρενέβαιναν για τη χορήγηση κοινοτικών κεφαλαίων σε επιχειρήσεις στις οποίες είχαν συμφέροντα. Οι επιχειρήσεις αυτές ήταν εγκατεστημένες σε αρκετά κράτη μέλη, ακόμα και σε οικονομικά κέντρα εκτός της επικράτειας των Κοινοτήτων.

Σε υποθέσεις αυτού του τύπου έχουν παρουσιασθεί αρκετά εμπόδια. Οι εξουσίες της OLAF, διοικητικού χαρακτήρα, είναι ανεπαρκείς για να αντιμετωπίσουν το σύνολο των περιστατικών, για τα οποία απαιτούνται ενδεχομένως ανακρίσεις, κατ` οίκον έρευνες, έρευνες σε τράπεζες, ακόμα και διεθνείς αιτήσεις διενέργειας δικαστικών πράξεων.

Το ζήτημα του καθορισμού των εθνικών διωκτικών αρχών που πρέπει να επιληφθούν του ίδιου περιστατικού, όταν ενδέχεται να είναι αρμόδιες περισσότερες υπηρεσίες, παρουσιάζει σήμερα δυσκολία. Οι διαφορές ανάμεσα στις εθνικές νομοθεσίες αποδεικνύονται πηγή σημαντικής περιπλοκής όταν προβλέπεται η χρησιμοποίηση επί δικαστηρίου ακροάσεων που πραγματοποίησε η OLAF, όπως π.χ. οι διαδικαστικές απαιτήσεις ενός κράτους μέλους για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων κρίθηκαν ανεπαρκείς στο πλαίσιο ποινικής υπόθεσης σε ένα άλλο κράτος. Η πολυμορφία των καθεστώτων παραγραφής αποτελεί επίσης αιτία εκπρόθεσμων διαβιβάσεων. Εξάλλου, μια δικαστική αρχή έλαβε απόφαση να θέσει μια υπόθεση στο αρχείο επειδή θεώρησε ότι οι πειθαρχικές κυρώσεις και η αποχώρηση του εμπλεκόμενου υπαλλήλου καθιστούσαν πλέον άσκοπη την άσκηση διώξεων.

Η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα ενίσχυε αναμφίβολα την οργάνωση και την αποτελεσματικότητα των ερευνών στο εσωτερικό των κοινοτικών οργάνων [31]. Έτσι, η πρόταση της Επιτροπής ανταποκρίνεται, με πιο συγκεκριμένο τρόπο, στην επανειλημμένη αίτηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να αναλάβει πρωτοβουλία σχετικά με τη δημιουργία ενός ευρωπαίου εισαγγελέα αρμόδιου για εσωτερικά θέματα των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [32].

[31] Βλέπε σχετικά τη γνώμη 3/2001 της 6.9.2001 της επιτροπής εποπτείας της OLAF σχετικά με την ενδεχόμενη δημιουργία ευρωπαίου εισαγγελέα, αρμόδιου για τις εσωτερικές έρευνες: «Ανεξάρτητα από το αν αφορά την άρση των επιφυλάξεων ορισμένων ευρωπαϊκών οργάνων απέναντι στην OLAF, την εξεύρεση μόνιμης λύσης για την άρση των σημερινών δυσλειτουργιών ή για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας και της νομιμότητας των ερευνών, η δημιουργία ευρωπαϊκού εισαγγελέα αρμόδιου για τις εσωτερικές έρευνες ανταποκρίνεται, σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής εποπτείας της OLAF, σε μια πραγματική ανάγκη».

[32] Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16.5.2000 για την ετήσια έκθεση του 1998 της Επιτροπής σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και την καταπολέμηση της απάτης, 2. ψήφισμα της 13.12.2000 σχετικά με τη στρατηγική της Επιτροπής για την καταπολέμηση της απάτης, 12 (ΕΕ C 232 της 17.8.2001, σελ. 192). 14η αιτιολογική σκέψη της προαναφερθείσας πρότασης οδηγίας σχετικά με την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 29.11.2001 (PE 305.612).

2.2 Σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων

Ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα υπόκειται, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως όπως αυτά διασφαλίζονται από το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΕ, των θεμελιωδών αρχών του κοινοτικού δικαίου που έχουν θεσπιστεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στη συνέχεια Δικαστήριο), τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [33] και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.

[33] ΕΕ C 364 της 18.12.2000.

Ειδικότερα, όπως αναπτύσσεται στη συνέχεια, όλες οι πράξεις εξαναγκασμού που εφαρμόζει η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή πρέπει να ελέγχονται και να ασκούνται από δικαστή ο οποίος διορίζεται σε εθνικό επίπεδο ως «εγγυητής των ελευθεριών» («juge des libertιs») [34].

[34] Βλέπε κατωτέρω 6.4 (διασφάλιση των ελευθεριών εκ μέρους του δικαστή).

Ασφαλώς, η θέσπιση ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα επέτρεπε, εφόσον αυτός είναι ο στόχος της, τη δίωξη και την απαγγελία κατηγοριών κατά ατόμων που εξακολουθούν να δρουν με ατιμωρησία. Εντούτοις, ο προτεινόμενος μηχανισμός θα συνέβαλε και στη βελτίωση της θέσης των κατηγορουμένων [35]. Εξ` ορισμού, θα περιόριζε την άσκηση πολλαπλών διώξεων σε διαφορετικές χώρες. Θα συνέβαλε στο να επιταχυνθεί η προπαρασκευαστική φάση της δίκης και, κατά συνέπεια, η ίδια η δίκη. Εκτιμάται ότι θα ωθήσει τις εθνικές αρχές να καταφεύγουν λιγότερο στην πρακτική της προσωρινής κράτησης και σε μέτρα περιορισμού της ελευθερίας για να κρατήσουν τον κατηγορούμενο στην επικράτειά τους, εφόσον θα βελτιωνόταν ουσιαστικά η αποτελεσματικότητα των διώξεων σε ολόκληρη την επικράτεια των Κοινοτήτων.

[35] Κατά την έννοια της παρούσας Πράσινης Βίβλου, ο όρος κατηγορούμενος χρησιμοποιείται με γενικό τρόπο και μπορεί να συμπεριλάβει, ανάλογα με τη νομική ορολογία που χρησιμοποιείται στο κάθε κράτος μέλος, οποιαδήποτε έννοια που δηλώνει τον ύποπτο κατά του οποίου έχει απαγγελθεί κατηγορία. Στο παρόν έγγραφο, ο κατηγορούμενος ορίζεται ως το άτομο κατά του οποίου ο ευρωπαίος εισαγγελέας έχει απαγγείλει τις κατηγορίες με τις οποίες βαρύνεται.

2.3 Συντονισμός με τις πολιτικές προτεραιότητες της Ένωσης σε θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων

Η Συνθήκη του Άμστερνταμ περιλαμβάνει μεταξύ των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανάπτυξή της «ως χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά [...] την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας» [36].

[36] Άρθρο 2 της ΣΕΕ.

Στη Σύνοδο της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999 στο Τάμπερε, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων έδωσαν απόλυτη πολιτική προτεραιότητα στη δημιουργία αυτού του χώρου.

Η εισήγηση της Επιτροπής στη Διακυβερνητική Διάσκεψη του 2000 συμβάλλει με τον τρόπο της στην επίτευξη αυτού του γενικού στόχου. Δεν είναι σε καμία περίπτωση αντίθετη με το πνεύμα του Τάμπερε. Συμπληρώνει τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί για την ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας γενικά, μεταξύ των οποίων η προβλεπόμενη δημιουργία της Eurojust αποτελεί το τελευταίο από χρονική άποψη βήμα [37], μέσω της εμβάθυνσης της ολοκλήρωσης σε έναν ειδικό τομέα συντρεχουσών αρμοδιοτήτων μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών (άρθρο 280 της Συνθήκης ΕΚ).

[37] Βλέπε κατωτέρω 7.2.1. (Eurojust)

2.3.1 Συμπληρωματικότητα με τους στόχους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε

Από πολλές απόψεις, οι κατευθύνσεις του Τάμπερε ευνοούν την πρόταση για τη δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής.

Η διαγνωστική μελέτη στην οποία η Επιτροπή βασίζει την πρότασή της είναι, όσον αφορά τη γενική αρχή της, η ίδια. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναγνώρισε πράγματι ότι «οι εγκληματίες δεν πρέπει να βρίσκουν τρόπους να εκμεταλλεύονται τις διαφορές μεταξύ των δικαστικών συστημάτων των κρατών μελών» [38].

[38] Συμπέρασμα αριθ. 5 της προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999.

Επίσης, ορισμένοι γενικοί στόχοι είναι κοινοί, εφόσον σε όλες τις περιπτώσεις επιδιώκουν τη δημιουργία «ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης», όπως αναφέρεται στη Συνθήκη του Άμστερνταμ. Η πρόταση δημιουργίας ενός κοινού χώρου ποινικών διώξεων και ερευνών θα συνέβαλε σημαντικά στην επίτευξή του, στον ειδικό τομέα της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Η διασφάλιση των θεμελιωδών ελευθεριών, η σημασία της οποίας έχει ήδη προαναφερθεί, πρέπει να συμβάλει στην εξισορρόπηση της αποτελεσματικότητας των διώξεων μέσω της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής εισαγγελίας, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Διάσκεψης του Τάμπερε, βάσει των οποίων «πρέπει να επιτευχθεί μια ισορροπημένη ανάπτυξη σε όλη την Ένωση μέτρων κατά του εγκλήματος, με ταυτόχρονη προστασία της ελευθερίας και των νομίμων δικαιωμάτων των ατόμων και των οικονομικών παραγόντων» [39].

[39] Συμπέρασμα αριθ. 40.

Ένα από τα βασικά μέσα για τη δημιουργία ενός συστήματος διώξεων στον τομέα της ποινικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων, με την πλήρη διατήρηση της δικαιοδοτικής αρμοδιότητας σε εθνικό επίπεδο, είναι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών πράξεων μεταξύ των κρατών μελών. Για τον σκοπό αυτό απαιτείται αμοιβαία εμπιστοσύνη στα εθνικά δικαιικά συστήματα και μια κοινή ουσιαστική βάση. Απαιτεί να μην χρειάζεται πλέον καμία συμπληρωματική απόφαση επικύρωσης ή εκτέλεσης. Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, την οποία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θεωρεί «τον ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας» στο εσωτερικό της Ένωσης, διευκρινίζοντας ότι πρέπει «να εφαρμοσθεί για τις προδικαστικές αποφάσεις, ιδίως για εκείνες με τις οποίες μπορούν οι αρμόδιες αρχές να εξασφαλίζουν ταχέως αποδείξεις και να προβαίνουν στην κατάσχεση των ευκόλως μεταβιβάσιμων περιουσιακών στοιχείων» [40].

[40] Συμπεράσματα αριθ. 33 και 36.

Επιπλέον, ένα από τα μέσα που θα ενίσχυε τη δράση της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα ήταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Για το μέσο αυτό, που θεωρήθηκε ως προτεραιότητα από το Συμβούλιο του Τάμπερε, η Επιτροπή έχει ήδη εκδώσει πρόταση απόφασης πλαισίου [41] και έχουν εκδηλώσει ζωηρό ενδιαφέρον όλα τα κοινοτικά όργανα, που δήλωσαν ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιταχύνει τη δημιουργία ενός πραγματικού κοινού ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου, γεγονός που συνεπάγεται μεταξύ άλλων τη θέσπιση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και εκδόσεως, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Συνόδου του Τάμπερε, και την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών πράξεων και αποφάσεων» [42]. Η πρόταση δημιουργίας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής εντάσσεται σε αυτή τη δυναμική.

[41] Πρόταση της Επιτροπής για απόφαση-πλαίσιο σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, COM(2001)522.

[42] Κοινή δήλωση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της προεδρίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του αντιπροσώπου της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, 14.9.2001.

2.3.2 Ο ειδικός χαρακτήρας της πρότασης σε σχέση με τους στόχους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε

Εντούτοις, από άλλες απόψεις, η παρούσα πρόταση συμπληρώνει τις πολιτικές κατευθύνσεις που εγκρίθηκαν στο Τάμπερε. Σαφώς οριοθετημένη, δεν ανταγωνίζεται κατά κανένα τρόπο τις γενικότερες πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα. Αντιθέτως, τις συνδέει με άλλα μέσα με τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο του πρώτου πυλώνα, προσαρμόζοντάς τες στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποινικής προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων.

Έτσι, παραδείγματος χάρη, ενώ η Eurojust προορίζεται, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Συνόδου του Τάμπερε, να αναλάβει αρμοδιότητες στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας, σε ένα ευρύτατο πεδίο αρμοδιοτήτων, η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή, από την πλευρά της, θα αποτελεί κοινοτική αρχή που θα διαθέτει εξουσίες άσκησης διώξεων στον πολύ ειδικό τομέα της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων.

Εξάλλου, όσον αφορά τον τομέα της δικαιοσύνης, γενικά, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζήτησε από το Συμβούλιο και την Επιτροπή να ξεκινήσουν εργασίες «για τις πτυχές των δικονομικών κανόνων για τις οποίες κρίνεται αναγκαίος ο καθορισμός ελάχιστων προδιαγραφών» [43]. Ως προς τα μέσα, η πρόταση της Επιτροπής είναι πιο προωθημένη, αναφορικά με το προπαρασκευαστικό στάδιο των δικών όσον αφορά ειδικότερα τη ζημία σε βάρος των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, για το οποίο προτείνει μερική εναρμόνιση των κανόνων διαδικασίας. Οι πράξεις του ευρωπαίου εισαγγελέα, που υπόκεινται στον έλεγχο του εθνικού δικαστή, αποκαλούμενου εγγυητή των ελευθεριών, στον οποίο θα ανατεθούν αυτά τα καθήκοντα, θα έχουν ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη, ως πράξεις μιας κοινής αρχής.

[43] Συμπέρασμα αριθ. 37 της προεδρίας της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε.

Έχει σημασία να επισημάνουμε ότι η δημιουργία ενός κοινού χώρου ερευνών και διώξεων στον τομέα της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων δεν αποτελεί την αρχή ενός πειραματικού σταδίου, με απροσδιόριστο μέλλον για τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Αποτελεί μάλλον το λογικό επακόλουθο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς και οι συνοδευτικές πολιτικές της είχαν σαν συνέπεια να αποκτήσουν οι Κοινότητες ίδια χρηματοοικονομικά μέσα, η προστασία των οποίων από την εγκληματικότητα επιβάλλει σήμερα τη θέσπιση μιας διωκτικής λειτουργίας σε κοινοτικό επίπεδο. Σε συμφέροντα που είναι σε μεγάλο βαθμό κοινά, πρέπει να παρέχεται κοινή προστασία.

Εν ολίγοις, αν και με την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή για την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων διατηρείται το πλαίσιο της «Ευρώπης της δικαιοσύνης», η προσπάθεια δεν αφορά τόσο τη δικαιοσύνη «στην Ευρώπη» όσο τη δικαιοσύνη «για την Ευρώπη».

2.4 Νομική βάση

Η εξεταζόμενη πρόταση προϋποθέτει τον καθορισμό μιας νομικής βάσης. Το άρθρο 280 της Συνθήκης ΕΚ ορίζει ότι τα μέτρα που θεσπίζει ο κοινοτικός νομοθέτης και αποσκοπούν στην καταπολέμηση των παράνομων δραστηριοτήτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας «δεν αφορούν την εφαρμογή του εθνικού ποινικού δικαίου ούτε την απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη». Η Συνθήκη ΕΚ, a fortiori η Συνθήκη Ευρατόμ η οποία δεν τροποποιήθηκε όσον αφορά αυτό το θέμα μετά το Μάαστριχτ, δεν επιτρέπει, συνεπώς, υπό τις παρούσες συνθήκες, τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ποινικού χώρου που να περιλαμβάνει κοινό δικαστικό όργανο, όπως μια εισαγγελική αρχή.

Είναι, συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση η αναθεώρηση των Συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να εξασφαλιστεί η πολιτική νομιμότητα της παρούσας πρότασης. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή πρότεινε την προσθήκη ενός άρθρου 280Α στη Συνθήκη ΕΚ. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, η απαραίτητη τροποποίηση της Συνθήκης θα περιοριστεί στο να προβλεφθούν οι όροι διορισμού και απαλλαγής από τα καθήκοντα του ευρωπαίου εισαγγελέα και στο να καθοριστούν η αποστολή και τα βασικά χαρακτηριστικά του λειτουργήματος. Επιπλέον, σε περίπτωση παρόμοιας αναθεώρησης της Συνθήκης ΕΚ, θα πρέπει να συμπληρωθούν οι διατάξεις του άρθρου 183A της Συνθήκης Ευρατόμ με διατάξεις παρόμοιες με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 280Α της Συνθήκης ΕΚ.

Υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήταν επιθυμητό η Διάσκεψη που θα αναλάβει να προετοιμάσει την επόμενη αναθεώρηση των Συνθηκών να εξετάσει αυτό το ζήτημα.

Οι τροποποιημένες Συνθήκες θα παραπέμπουν στο παράγωγο δίκαιο για τη ρύθμιση του καθεστώτος και της λειτουργίας της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής. Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του προτεινόμενου άρθρου 280Α, προβλέπεται η θέσπιση, με τη διαδικασία της συναπόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο θα αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, των ακόλουθων διατάξεων.

« 2. (...) Το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251, καθορίζει το καθεστώς του ευρωπαίου εισαγγελέα.

3. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251, καθορίζει τους όρους άσκησης των καθηκόντων του ευρωπαίου εισαγγελέα θεσπίζοντας, ιδίως,

(α) κανόνες για τον καθορισμό των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως των αξιόποινων πράξεων που σχετίζονται με την απάτη και κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, καθώς και τις ποινές που επιβάλλονται για κάθε μία εξ` αυτών.

(β) τους κανόνες διαδικασίας που διέπουν τις δραστηριότητες του ευρωπαίου εισαγγελέα καθώς και κανόνες περί του παραδεκτού των αποδεικτικών μέσων.

(γ) κανόνες σχετικούς με τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών πράξεων του ευρωπαίου εισαγγελέα κατά την άσκηση των καθηκόντων του».

Οι εν λόγω διατάξεις παράγωγου δικαίου, τις οποίες αφορά συγκεκριμένα η παρούσα Πράσινη Βίβλος, πρέπει να εξασφαλίσουν τον συντονισμό των κοινοτικών διατάξεων με τα εθνικά ποινικά συστήματα. Η Πράσινη Βίβλος πρέπει, σε αυτό το πλαίσιο, να συμβάλει στην εξέταση δύο κεντρικών ζητημάτων: πώς θα δημιουργηθεί ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή χωρίς να θεσπιστεί, για την εξασφάλιση του ελέγχου της, ειδικό δικαστήριο σε κοινοτικό επίπεδο, και το ζήτημα του βαθμού εναρμόνισης του ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου που είναι απαραίτητη για τη ορθή λειτουργία του.

3. γενικο διαγραμμα

Σύμφωνα με τους όρους του προτεινόμενου από την Επιτροπή άρθρου 280Α της Συνθήκης ΕΚ, ο ευρωπαίος εισαγγελέας «είναι επιφορτισμένος με την αναζήτηση, τη δίωξη και την παραπομπή σε δίκη των αυτουργών ή συνεργών παραβάσεων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας και με την άσκηση ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών των κρατών μελών της ποινικής δίωξης για τις παραβάσεις αυτές στο πλαίσιο των κανόνων που καθορίζονται» από τον κοινοτικό νομοθέτη.

Για λόγους ορθής κατανόησης, πρέπει να οριοθετήσουμε, σε πρώτη προσέγγιση, το γενικό διάγραμμα της πρότασης. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή υιοθέτησε τις ακόλουθες κατευθυντήριες γραμμές. Στον ευρωπαίο εισαγγελέα πρέπει να ανατεθεί μία μόνον αποκλειστική αρμοδιότητα, σαφώς οριοθετημένη εντός του προαναφερθέντος πλαισίου. Με την τήρηση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, η αρμοδιότητα αυτή πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο απαιτούμενο για την άσκηση πραγματικής και ισοδύναμης δίωξης των παράνομων δραστηριοτήτων που θίγουν τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα στο σύνολο της επικράτειας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (άρθρο 280 της Συνθήκης ΕΚ).

Με την παρούσα Πράσινη Βίβλο, η Επιτροπή προτείνει να καθοριστούν στο κοινοτικό δίκαιο οι ελάχιστες απαιτούμενες διατάξεις για την ορθή λειτουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής. Ως αρχή, συνεπώς, ισχύει η παραπομπή στο εθνικό δίκαιο, ενώ η προσφυγή στο κοινοτικό δίκαιο αποτελεί την εξαίρεση, εφόσον είναι δεόντως αιτιολογημένη από την ανάγκη να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του ευρωπαίου εισαγγελέα.

Υπό αυτό το πνεύμα, οριοθετείται το πεδίο ουσιαστικής αρμοδιότητας του ευρωπαίου εισαγγελέα ( 3.1), ο οποίος ενεργεί στο εσωτερικό ενός κοινού χώρου άσκησης διώξεων και ερευνών ( 3.2). Περιγράφονται κυρίως οι βασικές εξουσίες του ( 3.2.1.) και η θέση του σε σχέση με τις εθνικές έννομες τάξεις ( 3.2.2.).

3.1 Μια αρμοδιότητα ουσίας που περιορίζεται στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων

Η Επιτροπή προτείνει να ανατεθούν στον ευρωπαίο εισαγγελέα περιορισμένες αρμοδιότητες στο πεδίο της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, όπως αυτές οριοθετούνται από τις διατάξεις του άρθρου 280 της Συνθήκης ΕΚ.

Ασφαλώς υπάρχουν και άλλα ουσιαστικώς κοινά συμφέροντα, όπως το ενιαίο νόμισμα, η ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση, το κοινοτικό εμπορικό σήμα κλπ. Εντούτοις, εμμένοντας αυστηρά στο πνεύμα της εισήγησής της του Σεπτεμβρίου 2000, η Επιτροπή δεν προτείνει σε καμία περίπτωση να επεκταθεί η αρμοδιότητα του ευρωπαίου εισαγγελέα σε αξιόποινες πράξεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, είτε αυτές αφορούν άλλες παραβάσεις που διαπράττουν υπάλληλοι των Κοινοτήτων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους [44] ή την παραχάραξη του ευρώ, η οποία συνιστά ένα νέο και εξίσου σοβαρό κίνδυνο [45]. Η παρούσα Πράσινη Βίβλος κάνει αναφορά στα θέματα αυτά μόνο για υποθετικούς λόγους, για να διασαφηνιστεί πλήρως ο διάλογος.

[44] Βλέπε κατωτέρω 5.2.3 (παραβάσεις που υπερβαίνουν το πλαίσιο της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων).

[45] Άρθρα 3 και 4 της απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου της 29.5.2000, για ενίσχυση της προστασίας από την παραχάραξη ενόψει της εισαγωγής του ευρώ, με την επιβολή ποινών και άλλων κυρώσεων (ΕΕ L 140 της 2.6.2000).

3.1.1 Ειδική ευθύνη των Κοινοτήτων

Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες έχουν αυξημένη ευθύνη για την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ προέβλεψε ρητά αυτή την αρμοδιότητα, παράλληλα με αυτή των κρατών μελών, με τις διατάξεις του άρθρου 280 της Συνθήκης ΕΚ.

Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες διαθέτουν προϋπολογισμό από τότε που άρχισε η διαδικασία της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Βάσει των διατάξεων των άρθρων 274 και 276 της Συνθήκης ΕΚ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού ενώπιον της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής που αποτελείται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όσον αφορά ειδικότερα την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, η Συνθήκη ΕΚ ορίζει υψηλό βαθμό απαίτησης. Η προστασία πρέπει να είναι αποτελεσματική, να έχει αποτρεπτική ισχύ και να διασφαλίζεται με τρόπο ισοδύναμο στα κράτη μέλη. Η αποτελεσματικότητα προϋποθέτει, πέρα από τη διοικητική διαπίστωση των πράξεων απάτης, την επιβολή και πραγματική εφαρμογή κυρώσεων. Η πείρα δείχνει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει αξιόπιστο αποτρεπτικό αποτέλεσμα είναι η δυνατότητα αντιπαράθεσης, στις σοβαρότερες υποθέσεις, μιας όχι μόνο διοικητικής, αλλά και ποινικής αντιμετώπισης, που να περιλαμβάνει εξαναγκαστικά μέτρα έρευνας και ποινές που θα περιλαμβάνουν και τη στέρηση της ελευθερίας. Τέλος, η ισοδυναμία απαιτεί η ποινική καταστολή να είναι ομοιογενής σε κάθε περιοχή της Κοινότητας.

Αυτός ο ιδιαίτερα υψηλός βαθμός απαίτησης δικαιολογείται πλήρως από το γεγονός ότι τα κοινοτικά κεφάλαια αποτελούν από τότε που άρχισε η διαδικασία της ευρωπαϊκής οικοδόμησης θεμελιωδώς κοινά συμφέροντα.

Όμως, αυτά ακριβώς τα συμφέροντα αποτελούν τον στόχο του οικονομικού εγκλήματος, που στις σοβαρότερες περιπτώσεις είναι οργανωμένο. Η εγκληματικότητα χρησιμοποιεί τα τελειότερα τεχνικά μέσα επικοινωνίας. Αψηφώντας τα σύνορα, παρουσιάζει ιδιαίτερα έντονο διακρατικό χαρακτήρα. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Κοινότητες οφείλουν να εγγυώνται την πραγματική δίωξη, σε δικαστικό επίπεδο, των πράξεων απάτης και διαφθοράς. Τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα δικαιολογούν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων προστασίας.

3.1.2 Η διατήρηση του σημερινού πεδίου προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων

Με τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, δεν τίθεται ζήτημα διεύρυνσης των ουσιαστικών αρμοδιοτήτων των Κοινοτήτων. Το πεδίο των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων θα παραμείνει όπως έχει ήδη ορισθεί από το άρθρο 280 της Συνθήκης ΕΚ.

Πρέπει, συνεπώς, να υπενθυμίσουμε ότι τα προς προστασία οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων περιλαμβάνουν τον γενικό προϋπολογισμό, τους προϋπολογισμούς η διαχείριση των οποίων ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους καθώς και ορισμένα κεφάλαια που δεν εγγράφονται στον προϋπολογισμό [46], η διαχείριση των οποίων ασκείται για λογαριασμό των Κοινοτήτων από κοινοτικούς οργανισμούς που δεν έχουν το καθεστώς θεσμικού οργάνου [47]. Η προστασία των οικονομικών συμφερόντων αφορά όχι μόνο τη διαχείριση των πιστώσεων του προϋπολογισμού, αλλά επεκτείνεται σε κάθε μέτρο που θίγει ή είναι δυνατό να θίξει τα περιουσιακά στοιχεία των Κοινοτήτων [48], παραδείγματος χάρη την ακίνητη περιουσία.

[46] Παραδείγματος χάρη, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης, η διαχείριση του οποίου ασκείται από την Επιτροπή, και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

[47] Επεξηγηματική έκθεση της σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 26.5.1997, μέρος III, παράγραφος 1.1 (ΕΕ C 191 της 23.6.1997, σελ. 1).

[48] Δεύτερη αιτιολογική σκέψη των κανονισμών αριθ. 1073/99 και αριθ. 1074/9.

Όσον αφορά τις δαπάνες, πρόκειται κυρίως για δαπάνες η διαχείριση των οποίων ασκείται από τα κράτη μέλη: επιδοτήσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο των γεωργικών εγγυήσεων [49] και των διαρθρωτικών δράσεων [50]. Δεύτερον, πρόκειται για δαπάνες η διαχείριση των οποίων ασκείται άμεσα από τις Κοινότητες [51].

[49] Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων - Τμήμα Εγγυήσεων.

[50] Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων-Τμήμα Προσανατολισμού, Χρηματοδοτικό Μέσο Προσανατολισμού της Αλιείας, Ταμείο Συνοχής.

[51] Πολιτικές που αφορούν διάφορους τομείς, όπως η κατάρτιση, η νεολαία, ο πολιτισμός, η ενημέρωση, η ενέργεια, το περιβάλλον, η εσωτερική αγορά, τα διευρωπαϊκά δίκτυα, η έρευνα, οι εξωτερικές δράσεις κλπ.

Ενδεικτική υπόθεση που περιέχει σκέλος εσωτερικής λειτουργίας των οργάνων: υπεξαίρεση ποσών που προορίζονται για προγράμματα εξωτερικών ενισχύσεων

Λόγω υπονοιών αναφορικά με τον τελικό προορισμό της ανθρωπιστικής βοήθειας βάσει τεσσάρων συμβάσεων τις οποίες ανέθεσε η ανθρωπιστική υπηρεσία ECHO, η UCLAF πραγματοποίησε διοικητική έρευνα [52]. Η μία από τις συμβάσεις αφορούσε την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών της Αφρικής και οι άλλες τρεις την πρώην Γιουγκοσλαβία, για την περίοδο από το 1993 έως το 1995. Το ποσό των χρηματοδοτήσεων που διατέθηκαν στην εταιρεία X η οποία ήταν υπεύθυνη για την εκτέλεσή τους και στις παράκτιες εταιρείες («off-shore») με τις οποίες συνδεόταν, ανερχόταν σε 2,4 εκατ. ιcus.

[52] Για το παράδειγμα αυτό έχει πραγματοποιηθεί ήδη δημοσίευση. Βλέπε Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων, καταπολέμηση της απάτης, ετήσια έκθεση 1998, COM (1999) 590, 2.2.5.2.

Από έναν πρώτο έλεγχο που διενεργήθηκε στα κράτη μέλη A και B το 1997, προέκυψε ότι μέρος των κεφαλαίων χρησιμοποιήθηκε για να χρηματοδοτηθεί με παράτυπο τρόπο το εξωτερικό προσωπικό που εργαζόταν για λογαριασμό της Επιτροπής εντός και εκτός των κτιριακών της εγκαταστάσεων.

Επιπλέον, αποστολή ελέγχου στην πρώην Γιουγκοσλαβία το 1998 απεκάλυψε ότι οι τρεις συμβάσεις που αφορούσαν την εν λόγω περιοχή δεν είχαν εκτελεστεί επιτόπου και ότι δεν είχε χρησιμοποιηθεί ούτε το προβλεφθέν προσωπικό ούτε ο εξοπλισμός.

Σε πειθαρχικό επίπεδο, επιβλήθηκαν κυρώσεις σε αρκετούς κοινοτικούς υπαλλήλους διότι έλαβαν χρήματα από εταιρείες που ήταν άμεσα εμπλεκόμενες σε αυτή την υπόθεση για εργασίες τις οποίες δεν πραγματοποίησαν, εν όλω ή εν μέρει. Οι επιβληθείσες κυρώσεις κυμάνθηκαν από τον υποβιβασμό μέχρι την απόλυση με απώλεια μέρους των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

Παρά τις προσπάθειες ανασύστασης των σχετικών δαπανών, τα μέσα που διατέθηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής έρευνας ήταν ανεπαρκή για να εξηγήσουν τη χρησιμοποίηση του συνόλου των κεφαλαίων. Παραδείγματος χάρη, από επιτόπιο έλεγχο, που διενεργήθηκε βάσει του κανονισμού αριθ. 2185/96, στην εταιρεία X, το 1998, δεν βρέθηκε καμία λογιστική καταχώρηση που να δικαιολογεί τα ποσά που καταβλήθηκαν για την εκτέλεση των συμβάσεων.

Τα στοιχεία για τα οποία θα μπορούσαν να ασκηθούν ποινικές διώξεις διαβιβάστηκαν στις εθνικές αρχές του κράτους μέλους Α και Γ. Η δικαστική διαδικασία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.

Όσον αφορά τους πόρους, αυτοί αφορούν τα έσοδα από δασμούς στις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τις εισφορές που προβλέπονται στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης αγοράς ζάχαρης [53], αφενός, και τους δασμούς για τις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες, αφετέρου. Επιπλέον, ο εισαγγελέας θα πρέπει να είναι αρμόδιος και για τα έσοδα που προέρχονται από την εφαρμογή μιας ομοιόμορφης φορολογικής βάσης ΦΠΑ των κρατών μελών, για τις διακρατικές υποθέσεις που κρίνεται σκόπιμη η αντιμετώπισή τους σε κοινοτικό επίπεδο. Αντίθετα, ο ευρωπαίος εισαγγελέας δεν θα είναι αρμόδιος για τα έσοδα που προέρχονται από την εφαρμογή ενός ενιαίου συντελεστή στο σύνολο των ακαθάριστων εγχώριων προϊόντων (ΑΕΠ) των κρατών μελών.

[53] Δηλαδή οι δύο πρώτες κατηγορίες ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 31ης Οκτωβρίου 1994, σχετικά με το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Παράδειγμα υπόθεσης μη σχετιζόμενης με τη λειτουργία των κοινοτικών οργάνων: απάτη σε βάρος του ΦΠΑ

Εκτός από ορισμένες τρέχουσες περιπτώσεις απάτης (φοροδιαφυγή από τις πωλήσεις ή επιστροφή φόρου από εικονικές πωλήσεις), υπάρχει και απάτη που συνδέεται με το ισχύον μεταβατικό κοινοτικό σύστημα του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) το οποίο βασίζεται στην αρχή επιβολής του φόρου στη χώρα προορισμού. Αυτές οι παράνομες συναλλαγές βασίζονται σε αποστολές εμπορευμάτων και σε εικονικές εταιρείες που συστήνονται για μικρό χρονικό διάστημα. Εγκληματικές οργανώσεις επινόησαν συναλλαγές για να επωφεληθούν από τους κανόνες απαλλαγής από ΦΠΑ στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών καθώς και από τους κανόνες απαλλαγής που ευνοούν τις εξαγωγές, με στόχο να εξασφαλίσουν, με τη χρησιμοποίηση πλαστών διασαφήσεων, την επιστροφή του ΦΠΑ χωρίς μάλιστα να το έχουν καταβάλει προηγουμένως.

Είναι γνωστοί οι τρόποι διάπραξης της απάτης σχετικά με τον ΦΠΑ σε διεθνή κλίμακα. Εντούτοις, είναι δύσκολο για μία μόνο εθνική αρχή να ανιχνεύσει στην πράξη αυτές τις περιπτώσεις, διότι η λογιστική κατάσταση σε ένα κράτος μέλος, εξεταζόμενη χωριστά, εμφανίζεται πάντοτε εντάξει. Τα περισσότερα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ότι η διεθνής απάτη σε βάρος του ΦΠΑ αποτελεί σημαντικό πρόβλημα, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η απάτη σε βάρος του εθνικού ΦΠΑ είναι σημαντικότερη, σε όρους συνολικής απώλειας εσόδων, από την απάτη στον τομέα του ΦΠΑ σε διακρατικό επίπεδο. Η διακρατική απάτη αφορά ειδικότερα τα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας με δυνατότητα ταχείας μεταφοράς (παραδείγματος χάρη: εξαρτήματα υπολογιστών, κινητά τηλέφωνα, πολύτιμα μέταλλα).

Οι σημερινές δυσκολίες

Όλες οι περιπτώσεις απάτης σε βάρος του ΦΠΑ δεν εντοπίζονται έγκαιρα, ώστε να αντιμετωπισθούν σωστά. Η OLAF μπορεί να παρεμβαίνει για να εξασφαλίσει τον συντονισμό μόνο σε περίπτωση που οι εθνικές αρχές της το ζητήσουν ρητά, για κάθε περίπτωση χωριστά [54]. Δεν είναι σπάνιο να εγκαταλείπεται η δίωξη υποθέσεων αυτού του τύπου, επειδή απαιτούνται προσπάθειες διακρατικής έρευνας και συντονισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ακόμα και με την Eurojust, ο συντονισμός δεν θα είναι επαρκής, διότι δεν θα γίνεται συστηματική προσφυγή στην Eurojust [55]. Η συνολική ενημέρωση του ευρωπαίου εισαγγελέα και η κατά προτεραιότητα προσφυγή σε αυτόν θα καθιστούσε πολύ πιο συστηματική την αντιμετώπισή τους.

[54] COM(1999)590, 2.3.

[55] Βλέπε κατωτέρω 7.2.1 (Eurojust)

Σε αυτό τον τομέα, η συνεργασία ανάμεσα στην OLAF και τις δικαστικές αρχές σε ορισμένα κράτη μέλη ήταν αυξημένη, για να διευκολυνθεί η συγκέντρωση των απαραίτητων για την έναρξη των δικαστικών διαδικασιών αποδεικτικών στοιχείων. Εντούτοις, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα είναι χρήσιμος διότι θα μπορεί να συνδέει τις δικαστικές αρχές με τις άλλες διοικητικές αρχές, ιδίως τις φορολογικές υπηρεσίες. Πράγματι, καμία εθνική δικαστική αρχή δεν έχει τη δυνατότητα άμεσης συνεργασίας με όλες τις φορολογικές υπηρεσίες των κρατών μελών, ενώ αντιθέτως ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα είχε αυτή τη δυνατότητα.

Με βάση τον ανωτέρω προσδιορισμό τους, τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα επιβάλλουν τον καθορισμό μηχανισμού αποτελεσματικής προστασίας στο ποινικό επίπεδο. Με την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή, η Επιτροπή προτείνει τη θέσπιση ενός νέου μέσου που θα παρέχει στην Κοινότητα τη δυνατότητα να ασκεί αποτελεσματικά μια από τις πλέον απαιτητικές αρμοδιότητές της στο πλαίσιο ενός προκαθορισμένου ουσιαστικού πεδίου.

3.2 Προς έναν κοινό χώρο ερευνών και διώξεων

Η ιδέα της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής προέκυψε από την ανάγκη να επιλυθεί η αδικαιολόγητη πλέον αντίφαση ανάμεσα στη στεγανοποίηση της επικράτειας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε δεκαεπτά εθνικούς ποινικούς χώρους, αφενός, και στις σοβαρές παραβάσεις σε βάρος των κοινών συμφερόντων, αφετέρου, τα οποία έχουν ειδική κοινοτική διάσταση.

Η Επιτροπή προτείνει να ασκεί ο ευρωπαίος εισαγγελέας τις εξουσίες που θα του ανατεθούν στο σύνολο της επικράτειας των Κοινοτήτων, όπως ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 299 της Συνθήκης ΕΚ.

Στο εσωτερικό αυτής της επικράτειας, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα ενεργούσε σε έναν κοινό χώρο ερευνών και διώξεων, εφόσον οι πράξεις του θα έχουν την ίδια ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη. Αυτό είναι το ελάχιστο απαιτούμενο ώστε να μπορέσει ο ευρωπαίος εισαγγελέας να ασκεί τα καθήκοντά του. Η δημιουργία αυτού του κοινού χώρου αποτελεί ένα ποιοτικό άλμα σε σχέση με τον απλό συντονισμό ανάμεσα σε στεγανοποιημένους εθνικούς χώρους.

Πέρα από αυτό το αναγκαίο πρώτο βήμα, ο εν λόγω κοινός χώρος θα μπορούσε να διαθέτει διαφοροποιούμενη συνοχή, ανάλογα με τις εναλλακτικές δυνατότητες που παρουσιάζονται στην παρούσα Πράσινη Βίβλο. Το περιεχόμενό του εξαρτάται πράγματι από τον βαθμό εναρμόνισης που θα επιλεγεί για τη διαδικασία, και ιδίως από τα μέτρα έρευνας και την αναγνώριση των αποδεικτικών μέσων.

3.2.1 Οι εξουσίες του ευρωπαίου εισαγγελέα: κεντρική διεύθυνση των ερευνών και των διώξεων

Έχοντας ως ειδικό αντικείμενο την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, αλλά αρμοδιότητα σε ολόκληρη την επικράτεια των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα πρέπει να διαθέτει ένα σύνολο εξουσιών με συνοχή. Πριν να αναλύσουμε διεξοδικότερα τις προτεινόμενες διαδικασίες, θα πρέπει, για λόγους σαφήνειας του διαλόγου, να παρουσιάσουμε με σχηματικό τρόπο την αποστολή του εισαγγελέα [56]. Διαγράμματα με διαδικαστικά θέματα παρουσιάζονται στο παράρτημα [57].

[56] Βλέπε κατωτέρω 6 για την παρουσίαση των εξουσιών από διαδικαστική άποψη.

[57] Βλέπε παράρτημα αριθ.2.

Η πρωτοτυπία της πρότασης έγκειται στο γεγονός ότι αναθέτει σε μια κοινοτική αρχή την κεντρική διεύθυνση των ερευνών και των διώξεων, στο εσωτερικό ενός κοινού χώρου. Οι πράξεις του ευρωπαίου εισαγγελέα θα έχουν ισχύ στο σύνολο αυτού του χώρου. Όμως, η διαδικασία της εκδίκασης θα πραγματοποιείται εξ` ολοκλήρου σε εθνικό επίπεδο. Για τη δημιουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής απαιτείται, αφενός, εμβάθυνση της γενικής δικαστικής συνεργασίας και, αφετέρου, η πρόληψη σε κοινοτικό επίπεδο του διεθνούς οικονομικού εγκλήματος.

* Ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα πρέπει να συλλέγει τόσο τα επιβαρυντικά όσο και τα ελαφρυντικά στοιχεία, προκειμένου να είναι δυνατή, ενδεχομένως, η άσκηση ποινικών διώξεων κατά των αυτουργών πράξεων, για τις οποίες έχει δοθεί κοινός ορισμός, με στόχο την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων [58]. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να είναι υπεύθυνος για τη διεύθυνση και τον συντονισμό των διώξεων [59]. Ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα έχει ειδική αρμοδιότητα, κατά προτεραιότητα έναντι των αρμοδιοτήτων των εθνικών διωκτικών αρχών, αλλά θα υπάρχει συντονισμός με αυτές για να αποτρέπονται οι ενδεχόμενες επικαλύψεις [60].

[58] Βλέπε κατωτέρω 5 (ουσιαστικό δίκαιο).

[59] Η αρχή αυτή, που αποτελεί καινοτομία στο κοινοτικό πλαίσιο, είναι ήδη κεκτημένο στη διεθνή έννομη τάξη. Το καθεστώς του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου που εγκρίθηκε στη Ρώμη στις 17.7.1998 προβλέπει τη δημιουργία μιας διεθνούς εισαγγελικής αρχής που θα κατέχει εξουσίες έρευνας για τους σκοπούς της άσκησης διώξεων στην επικράτεια των συμβαλλομένων μερών. Τα 15 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέγραψαν τη σύμβαση αυτή και το Συμβούλιο εξέφρασε τη βούλησή του να τεθεί σύντομα σε ισχύ, σύμφωνα με την κοινή θέση του της 11.6.2001 σχετικά με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΕΕ L 155 της 12.6.2001, σελ. 19).

[60] Βλέπε κατωτέρω 6.2.2.2 όσον αφορά τις μεικτές υποθέσεις.

* Ζητώντας τη συνδρομή των υφισταμένων αρχών έρευνας (αστυνομία) για τη διενέργεια των ερευνών, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα ασκεί τη διεύθυνση των δραστηριοτήτων έρευνας στις υποθέσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του [61]. Θα εξασφάλιζε την ενίσχυση των δικαστικών εγγυήσεων για τις έρευνες που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [62].

[61] Βλέπε κατωτέρω 6.2.3.2 (εργασιακές σχέσεις με τις εθνικές ανακριτικές υπηρεσίες).

[62] Βλέπε κατωτέρω 7.3 (μελλοντική αποστολή της OLAF).

* Όταν οι πράξεις που διεκπεραιώνονται με ευθύνη του ευρωπαίου εισαγγελέα θίγουν τις ατομικές ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα, θα πρέπει να υπόκεινται στον έλεγχο του εθνικού δικαστή ο οποίος ασκεί καθήκοντα εγγυητή των ελευθεριών [63]. Έτσι, ο έλεγχος που ασκείται σε ένα κράτος μέλος θα αναγνωρίζεται σε όλη την Κοινότητα, έτσι ώστε να είναι δυνατή η εκτέλεση των πράξεων που έχουν εγκριθεί και η αποδοχή των αποδεικτικών μέσων που συλλέγονται σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος.

[63] Βλέπε κατωτέρω 6.4 (διασφάλιση των ελευθεριών από τον δικαστή).

* Ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα έχει αρμοδιότητα, υπό τον έλεγχο του δικαστή, να παραπέμψει σε δίκη τους αυτουργούς των διωκόμενων πράξεων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων [64].

[64] Βλέπε κατωτέρω 6.3.1 (επιλογή του κράτους παραπομπής σε δίκη).

* Ο εισαγγελέας θα πρέπει να ασκεί κατά τη διάρκεια της δίκης καθήκοντα πολιτικής αγωγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, για να υπερασπίζεται τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων. Η Επιτροπή πιστεύει ότι τα καθήκοντα της εκδίκασης πρέπει να ασκούνται σε εθνικό επίπεδο. Δεν τίθεται θέμα δημιουργίας μιας κοινοτικής δικαστικής αρχής για να εκδικάζει την ουσία των υποθέσεων [65].

[65] Βλέπε κατωτέρω 6.3.2 (άσκηση ποινικής δίωξης).

3.2.2 Αρμονικός συντονισμός με τα εθνικά ποινικά συστήματα

Τα εθνικά συστήματα αποτελούν τη βάση της ποινικής προστασίας από το διακρατικό έγκλημα και εξακολουθούν να είναι απόλυτα αναγκαία. Η πρόταση για την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή αποσκοπεί μόνο στην κάλυψη ενός ειδικού κενού. Δεν συνιστά, σε καμία περίπτωση, δημιουργία ενός πλήρους και αυτόνομου κοινοτικού ποινικού συστήματος.

Αντίθετα, η πρόταση επιδιώκει τη δημιουργία ενός συμπληρωματικού μέσου που θα συντονίζεται αρμονικά με τις εθνικές έννομες τάξεις, χάρη στη θέσπιση εντεταλμένων της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής που θα είναι εγκατεστημένοι στα κράτη μέλη (βλέπε επόμενο κεφάλαιο). Έχει τη φιλοδοξία να δώσει στις εθνικές δικαστικές αρχές τη δυνατότητα να δικάζουν αποτελεσματικά ένα μέρος των διακρατικών εγκλημάτων σε έναν τομέα στον οποίο η κοινοτική ολοκλήρωση (κοινά κεφάλαια, ίδιοι πόροι) καθιστά ολοένα και πιο άσκοπες τις μεμονωμένες προσπάθειες καταστολής. Έτσι, τα εθνικά δικαστήρια, ως δικαστές του κοινοτικού δικαίου, θα εφαρμόζουν σε αυτή την ειδική κατηγορία παραβάσεων τους ίδιους κανόνες που έχουν ενσωματωθεί στην εθνική έννομη τάξη, όπως εφαρμόζουν ήδη τους κανόνες κοινοτικού δικαίου σε όλους τους τομείς που καλύπτονται από τη Συνθήκη ΕΚ.

Η διεύθυνση σε κεντρικό επίπεδο των ποινικών διώξεων δεν συνεπάγεται την ανατροπή των εθνικών δικαστικών συστημάτων. Οι διαφορετικές νομικές παραδόσεις των χωρών της Ευρώπης βρίσκονται επί πολλές δεκαετίες σε διαδικασία σύγκλισης. Τα καθήκοντα διενέργειας έρευνας και άσκησης ποινικών διώξεων, που ανταποκρίνονται στις ίδιες ανάγκες, είναι θεσμοθετημένες σε όλα τα κράτη μέλη. Υπήρξε επίσης παρόμοια σύγκλιση δομών, ακόμη και αν εξακολουθούν να είναι διαφορετικές. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους, αλλά η εν λόγω σύγκλιση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι τα κράτη μέλη υπόκεινται στις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης οι οποίες παρέχονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι διαπιστώσεις αυτές επιβεβαιώνονται από τις εργασίες που πραγματοποίησαν εμπειρογνώμονες που εκπροσωπούν όλα τα εθνικά ποινικά συστήματα, τόσο της Ηπειρωτικής Ευρώπης όσο και του αγγλοσαξονικού δικαίου («common law») [66].

[66] Βλέπε ιδίως La mise en oeuvre du Corpus juris dans les Ιtats membres, προαναφερθέν, τόμος 1, σελ. 42 και επόμ.: «Le rιsultat de cette ιvolution est que, du point de vue juridique, les systθmes nationaux en vigueur en Europe sont devenus nettement plus compatibles qu'ils ne l'ιtaient. [...] C'est ce qui rend possible la synthθse que constitue la proposition d'un ministθre public europιen qui consacre le principe d'une poursuite ΰ caractθre public et non privι (hιritι de la tradition inquisitoire) , mais exclut le recours ΰ un juge d'instruction, remplacι par « un juge des libertιs » exerηant la garantie judiciaire de faηon impartiale et neutre (dans l'esprit de la tradition accusatoire).»

Η πρόταση αυτή έχει ως αποκλειστικό στόχο να καταστήσει τα εθνικά δικαστικά συστήματα περισσότερο αποτελεσματικά σε έναν τομέα κοινής αρμοδιότητας. Δεν πρόκειται για την ανάθεση κοινών αρμοδιοτήτων στην ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή, αλλά για μεταφορά εθνικών αρμοδιοτήτων που προϋπήρχαν.

Γενικό ζήτημα Πώς εκτιμάτε το προτεινόμενο γενικό διάγραμμα για την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή, δηλαδή αναφορικά με:

τον τομέα δράσης της (περιορίζεται μόνο στην οικονομική διάσταση των κοινοτικών συμφερόντων);

τις εξουσίες της ;

τον συντονισμό της με τα εθνικά ποινικά συστήματα;

4 νομικο καθεστως και εσωτερικη οργανωση

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προσδιοριστεί το καθεστώς και η εσωτερική οργάνωση της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής. Με τον όρο «ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή» μπορεί να δηλώνεται άλλοτε το προτεινόμενο όργανο ως θεσμός και άλλοτε το πρόσωπο που ορίζεται ως επικεφαλής αυτού του οργάνου ( 4.1). Στην πρώτη περίπτωση, ο όρος είναι συνώνυμος με την έννοια του Δημόσιου Κατήγορου ή ακόμα με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, εάν περιληφθεί σε αυτό το διοικητικό προσωπικό ( 4.3). στη δεύτερη περίπτωση, προσδιορίζεται σε σχέση με τους εντεταλμένους της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής ( 4.2).

4.1 Καθεστώς της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής

Επειδή ο ευρωπαίος εισαγγελέας πρόκειται να ασκεί δικαστικές εξουσίες, το καθεστώς και, πιο συγκεκριμένα, οι όροι διορισμού του και, ενδεχομένως, απαλλαγής από τα καθήκοντά του πρέπει να του παρέχουν πλήρη νομιμότητα κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

4.1.1 Η αρχή της ανεξαρτησίας

Βασιζόμενη σε ορισμένες διατάξεις που έχουν προβλεφθεί για να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία των μελών του Δικαστηρίου, η Επιτροπή πρότεινε να εγγραφεί στη Συνθήκη ΕΚ ότι «ο ευρωπαίος εισαγγελέας επιλέγεται μεταξύ των προσωπικοτήτων που παρέχουν όλα τα εχέγγυα ανεξαρτησίας και που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την άσκηση στις χώρες τους των υψηλότερων δικαιοδοτικών καθηκόντων. Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του, δεν ζητά ούτε δέχεται καμιά υπόδειξη» [67].

[67] Παράγραφος 2 του σχεδίου του άρθρου 280Α.

Η ανεξαρτησία αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό καθοριστικής σημασίας του ευρωπαίου εισαγγελέα. Δικαιολογείται στον βαθμό που ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα αποτελεί ειδικό δικαστικό όργανο. Η ανεξαρτησία του πρέπει να επεκτείνεται τόσο έναντι των διαδίκων, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας κατ` αντιμωλία [68], όσο και έναντι των κρατών μελών και των κοινοτικών κύριων και επικουρικών οργάνων και οργανισμών.

[68] Βλέπε κατωτέρω 6.2.1. (γενικές αρχές του προπαρασκευαστικού σταδίου).

Για τον σκοπό αυτό, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα πρέπει να διαθέτει και να θεωρείται ότι διαθέτει όλες τις απαιτούμενες ικανότητες. Θα πρέπει να ασκεί τα καθήκοντά του αμερόληπτα και να διέπεται αποκλειστικά από τη μέριμνα σεβασμού της νομιμότητας.

4.1.2 Όροι διορισμού και απαλλαγής από τα καθήκοντα του ευρωπαίου εισαγγελέα

Τόσο ο διορισμός όσο και η απαλλαγή από τα καθήκοντα του ευρωπαίου εισαγγελέα πρέπει να υπακούουν στις αρχές της ανεξαρτησίας και της νομιμότητας.

4.1.2.1 Διορισμός του ευρωπαίου εισαγγελέα

Η Επιτροπή προτείνει τον διορισμό του ευρωπαίου εισαγγελέα, ο οποίος θεωρείται ως το άτομο που τίθεται επικεφαλής της ευρωπαϊκής εισαγγελίας, από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και με τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [69]. Η διαδικασία περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία της διαδικασίας που προβλέπει η Συνθήκη της Νίκαιας για τον διορισμό των μελών της Επιτροπής (ειδική πλειοψηφία του Συμβουλίου, ψηφοφορία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου). Θεωρείται ότι εγγυάται την πλήρη νομιμότητα του ευρωπαίου εισαγγελέα.

[69] Παράγραφος 1 του σχεδίου του άρθρου 280Α.

Ο ρόλος της Επιτροπής στη διαδικασία διορισμού του ευρωπαίου εισαγγελέα να υποβάλει πρόταση απορρέει από την ειδική αρμοδιότητά της στον τομέα της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων.

Ως προς τη διάρκεια της θητείας, η Επιτροπή προτείνει να είναι εξαετής μη ανανεώσιμη [70]. Με τον τρόπο αυτό, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα έχει μακρά θητεία, η διάρκεια της οποίας υπερβαίνει, παραδείγματος χάρη, τη διάρκεια μιας θητείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της εντολής της Επιτροπής. Ο μη ανανεώσιμος χαρακτήρας της εντολής θα ενισχύσει την ανεξαρτησία του ευρωπαίου εισαγγελέα με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο [71].

[70] Παράγραφος 1 του σχεδίου του άρθρου 280Α.

[71] Για λόγους σύγκρισης, αναφέρουμε ότι για τους ίδιους λόγους κρίθηκε ορθό να ορισθεί εννεαετής μη ανανεώσιμη θητεία για τον εισαγγελέα του μελλοντικού ποινικού διεθνούς δικαστηρίου (άρθρο 42 του καταστατικού του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου).

Τίθεται επίσης το ερώτημα αν ο ευρωπαίος εισαγγελέας πρέπει να υπόκειται ή μη στο καθεστώς των μονίμων και λοιπών υπαλλήλων των Κοινοτήτων.

4.1.2.2 Απαλλαγή από τα καθήκοντα και άλλες περιπτώσεις για τον τερματισμό της άσκησης των καθηκόντων του ευρωπαίου εισαγγελέα

Η Επιτροπή έχει προτείνει ο ευρωπαίος εισαγγελέας να απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του σε περίπτωση σοβαρού παραπτώματος κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Οι όροι μιας ενδεχόμενης απαλλαγής από τα καθήκοντα του ευρωπαίου εισαγγελέα για πειθαρχικό παράπτωμα πρέπει, εντούτοις, να είναι σύμφωνοι, κατά την άποψη της Επιτροπής, με την αρχή της ανεξαρτησίας του. Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση απαλλαγής από τα καθήκοντα είναι δυνατό να λαμβάνεται μόνο με δικαστική απόφαση, σε κοινοτικό επίπεδο, δηλαδή από το Δικαστήριο.

Για τον λόγο αυτό, η πρόταση για το άρθρο 280Α της Συνθήκης ΕΚ προβλέπει ότι εάν ο ευρωπαίος εισαγγελέας «παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του ή εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα, το Δικαστήριο μπορεί να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του τη αιτήσει του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής» [72].

[72] Παράγραφος 2 του σχεδίου του άρθρου 280Α.

Εξάλλου, το καθεστώς της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα πρέπει να προβλέπει και τρεις άλλες περιπτώσεις περάτωσης των καθηκόντων του ευρωπαίου εισαγγελέα: ο θάνατος, η παραίτηση με δική του πρωτοβουλία και η λήξη της θητείας του.

4.1.3 Ιεραρχικός ρόλος του ευρωπαίου εισαγγελέα

Ο ευρωπαίος εισαγγελέας, επικεφαλής της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, θα είναι υπεύθυνος για τη διεύθυνση και τον συντονισμό των ερευνών και των ποινικών διώξεων, για όλες τις παραβάσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητά του, στο σύνολο του κοινού χώρου που οριοθετείται γι αυτό τον σκοπό.

Η αρμοδιότητα αυτή θα πρέπει να εκφράζεται με εξουσίες εσωτερικής οργάνωσης της υπηρεσίας του, να δίνει οδηγίες στους εντεταλμένους της εισαγγελικής αρχής καθώς και να καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές σε ποινικά θέματα, εντός των ορίων που καθορίζει ο κοινοτικός νομοθέτης [73].

[73] Βλέπε κατωτέρω 6.2.2.1 (νομιμότητα και σκοπιμότητα των διώξεων).

4.2 Αποκεντρωμένη οργάνωση της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής

Το συνολικό οικοδόμημα της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής βασίζεται στην κατανομή καθηκόντων ανάμεσα σε έναν ευρωπαίο εισαγγελέα, που θα συγκεντρώνει τα απολύτως αναγκαία στοιχεία σε κοινοτικό επίπεδο, και στους εντεταλμένους της εισαγγελικής αρχής που θα υπάγονται στα εθνικά δικαστικά συστήματα και θα ασκούν καθήκοντα ποινικών διώξεων.

4.2.1 Η αρχή της αποκέντρωσης των εντεταλμένων της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής

Βάσει της αρχής της επικουρικότητας, η Επιτροπή προτείνει η οργάνωση της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής να είναι αποκεντρωμένη, προκειμένου να εγγυάται την ενσωμάτωση της δράσης της στις εθνικές έννομες τάξεις, χωρίς να τις ανατρέπει. Ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα έχει ως βοηθούς στα κράτη μέλη εντεταλμένους της εισαγγελικής αρχής, που θα διασφαλίζουν τη σύνδεση ανάμεσα στον κοινοτικό μηχανισμό και τα εθνικά δικαστικά συστήματα [74].

[74] COM(2000)608 προαναφερθέν.

4.2.1.1 Καθεστώς των εντεταλμένων της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής

Ανάλογα με τον προς διεκπεραίωση όγκο εργασίας και την εσωτερική οργάνωση του δικαστικού συστήματος των κρατών μελών, είναι δυνατό να διορίζονται ένας ή περισσότεροι εντεταλμένοι της εισαγγελικής αρχής σε κάθε κράτος μέλος. Οι εν λόγω εντεταλμένοι θα ορίζονται από τον ευρωπαίο εισαγγελέα βάσει προτάσεως του κράτους μέλους καταγωγής τους, μεταξύ υπαλλήλων του κράτους μέλους αρμοδίων να ασκούν στα κράτη μέλη τους ποινικές διώξεις, οι οποίοι διαθέτουν την απαραίτητη εμπειρία. Τη θέση αυτή θα μπορούσαν να κατέχουν, ανάλογα με το κράτος μέλος, εθνικοί εισαγγελείς που έχουν ή όχι την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού ή υπάλληλοι που ορίζονται για τον σκοπό αυτό, σε περίπτωση που το κράτος μέλος δεν διαθέτει τον θεσμό του Δημόσιου Κατηγόρου.

Η Επιτροπή δεν κρίνει, συνεπώς, απαραίτητο να προτείνει ένα αυτόνομο ευρωπαϊκό καθεστώς για τους εντεταλμένους της εισαγγελικής αρχής, οι οποίοι θα ήταν δυνατό να διατηρήσουν το εθνικό καθεστώς τους όσον αφορά όλα τα ζητήματα που άπτονται της πρόσληψης, του διορισμού, των προαγωγών, των αμοιβών τους, του καθεστώτος κοινωνικής πρόνοιας, της τρέχουσας διαχείρισης κλπ. Θα επηρεάζεται μόνο το καθεστώς της ιεραρχικής και πειθαρχικής υπαγωγής τους για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους, όπως έχει ήδη προαναφερθεί. Η λύση αυτή κρίνεται ότι θα έχει τις λιγότερες συνέπειες για το δίκαιο των κρατών μελών. Το διοικητικό καθεστώς στο οποίο θα υπάγονται οι εντεταλμένοι της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξετάζεται σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, για τον κύριο λόγο ότι θα πρέπει οι εντεταλμένοι να είναι σε θέση να ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία.

Οι εντεταλμένοι της εισαγγελικής αρχής θα διορίζονται για θητεία ορισμένου χρόνου. Σε αντίθεση με την πρόβλεψη για τον ευρωπαίο εισαγγελέα, η θητεία αυτή θα μπορούσε να είναι ανανεώσιμη, έτσι ώστε να λαμβάνεται υπόψη το διαθέσιμο για προσλήψεις δυναμικό στα κράτη μέλη. Η εν λόγω πρόβλεψη αποσκοπεί επίσης στο να παρέχεται σχετική δυνατότητα ειδίκευσης των εν λόγω ατόμων στον τομέα των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, ενώ ταυτοχρόνως παρέχεται η εγγύηση ότι διαθέτουν πρακτική και επίκαιρη γνώση του εθνικού συστήματος ποινικών διώξεων.

Όσον αφορά τη δυνατότητα συσσώρευσης της ευρωπαϊκής εντολής και εθνικών καθηκόντων, υπάρχουν διάφορες εναλλακτικές δυνατότητες.

Σύμφωνα με μια πρώτη δυνατότητα, η εντολή των εντεταλμένων της εισαγγελικής αρχής πρέπει να έχει αποκλειστικό χαρακτήρα. Η αποκλειστικότητα αυτή θα εγγυάται την πλήρη και απόλυτη ειδίκευσή τους. Θα έχει στόχο να προληφθεί κάθε ενδεχόμενο σύγκρουσης συμφερόντων και προτεραιοτήτων όσον αφορά την πολιτική κατά της εγκληματικότητας και να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα της δράσης τους.

Σύμφωνα με μια δεύτερη εναλλακτική δυνατότητα, η εντολή των εντεταλμένων της εισαγγελικής αρχής θα μπορούσε να συνεπάγεται μια απλή ειδίκευση («άσκηση διπλών καθηκόντων»). Οι εισαγγελικοί λειτουργοί θα είχαν το καθήκον να αφιερώνουν τη δράση τους στη δίωξη των παράνομων δραστηριοτήτων σε βάρος των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων και, δευτερευόντως, να ασκούν τις συνήθεις δραστηριότητές τους, περιλαμβανομένων των κατασταλτικών καθηκόντων. Θα πρέπει να υπερισχύει η αποστολή της εξυπηρέτησης των κοινοτικών συμφερόντων σε περίπτωση παράλληλης άσκησης δύο αποστολών τους. Η λύση αυτή παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι διευκολύνει την επίλυση των μεικτών υποθέσεων που καθιστούν αναγκαία τη δίωξη πράξεων σε βάρος τόσο των κοινοτικών όσο και των εθνικών συμφερόντων, όπως θα εξετασθεί στη συνέχεια [75].

[75] Βλέπε κατωτέρω 6.2.2.2 (μεικτές υποθέσεις).

Σύμφωνα με μία τρίτη εναλλακτική περίπτωση, η επιλογή ανάμεσα στις δύο προηγούμενες δυνατότητες θα μπορούσε να αφεθεί στην εκτίμηση του κάθε κράτους μέλους.

Αναφορικά με τα πειθαρχικά παραπτώματά τους κατά την άσκηση ή με αφορμή την άσκηση της ευρωπαϊκής εντολής τους, οι εντεταλμένοι της εισαγγελικής αρχής θα πρέπει να είναι υπόλογοι ενώπιον του Δικαστηρίου, σε συμμετρία με το καθεστώς που ισχύει για τον ίδιο τον ευρωπαίο εισαγγελέα [76]. Ο ευρωπαίος εισαγγελέας, ως ιεραρχικός προϊστάμενος της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, θα διαδραματίσει ρόλο στην πειθαρχική διαδικασία που θα προβλεφθεί. Η σοβαρότερη πειθαρχική ποινή για έναν εντεταλμένο της εισαγγελικής αρχής θα ήταν η απώλεια της ευρωπαϊκής εντολής του.

[76] Βλέπε κατωτέρω 4.1.2.2. (απαλλαγή του ευρωπαίου εισαγγελέα από τα καθήκοντά του).

Με βάση την προαναφερθείσα υπόθεση της συσσώρευσης των εντολών, οι εντεταλμένοι της εισαγγελικής αρχής θα εξακολουθούσαν να είναι υπόλογοι για πειθαρχικά παραπτώματα σε σχέση με την εθνική εντολή τους, με την επιφύλαξη της αποτελεσματικής διασφάλισης της ανεξαρτησίας τους. Πρέπει, συνεπώς, να προβλεφθεί η σχέση ανάμεσα στα αποτελέσματα των δύο πειθαρχικών διαδικασιών. Η απώλεια της ευρωπαϊκής εντολής δεν θα είχε επιπτώσεις βάσει του κοινοτικού δικαίου στο εθνικό καθεστώς του εντεταλμένου της εισαγγελικής αρχής. Αντίθετα, σε περίπτωση απαλλαγής από τα εθνικά του καθήκοντα, ο εντεταλμένος της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής δεν θα πληρούσε πλέον έναν από τους όρους για την άσκηση της ευρωπαϊκής εντολής του, από την οποία θα εξέπιπτε αυτομάτως.

4.2.1.2 Η αποστολή των εντεταλμένων της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής

Η αποστολή των εντεταλμένων της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα είχε καθοριστική σημασία, εφόσον θα ήταν εξουσιοδοτημένοι από τον ευρωπαίο εισαγγελέα να διεκπεραιώνουν κάθε πράξη η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητά του. Στην πράξη, θα αποτελούν τα εκτελεστικά όργανα του ευρωπαίου εισαγγελέα, διότι σε αυτούς θα επαφίονταν στις περισσότερες περιπτώσεις η άσκηση των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων, τόσο στο στάδιο των ερευνών όσο και των διώξεων.

Το πεδίο δράσης κάθε εντεταλμένου της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα υπάγεται ασφαλώς στην αρμοδιότητα του κράτους μέλους του. Όμως, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα μπορούσε να εξουσιοδοτήσει τον κάθε εντεταλμένο να δράσει και στην επικράτεια οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, σε συνεργασία με τον εντεταλμένο της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής σε αυτό το κράτος. Οι εντεταλμένοι της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα όφειλαν να παρέχουν μεταξύ τους αμοιβαία συνδρομή.

Η αποκέντρωση αυτή εντάσσεται στη λογική που διέπει την οργάνωση των δικαστικών μέσων των κρατών μελών σε δίκτυο (δικαστές συνδέσμου, ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο, ...) [77]. Χωρίς να δημιουργείται ένα αυτόνομο κοινοτικό σύστημα, η προτεινόμενη διάρθρωση βασίζεται κυρίως στις δικαστικές αρμοδιότητες των κρατών μελών, υπό το πρίσμα της κοινοτικής ολοκλήρωσης.

[77] Βλέπε κατωτέρω 7.2 (φορείς που δημιουργούνται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

4.2.2 Η αρχή της ιεραρχικής υποταγής στον ευρωπαίο εισαγγελέα

Εντούτοις, για προφανείς λόγους συνοχής και ενιαίας δράσης, η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή πρέπει να διαθέτει ιεραρχία. Ο ευρωπαίος εισαγγελέας, στην κορυφή αυτής της ιεραρχίας, θα έχει την αρμοδιότητα να διευθύνει και να συντονίζει τη δράση των εντεταλμένων της εισαγγελικής αρχής, σε συνάρτηση με τις ανάγκες των ερευνών και των διώξεων. Οι εντεταλμένοι της εισαγγελικής αρχής θα υπάγονταν, κατά τη διάρκεια της εντολής τους, στην ιεραρχία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής -εξαιρουμένης ή μη οιασδήποτε άλλης αρχής, ανάλογα με το ποια εναλλακτική δυνατότητα από τις προαναφερθείσες θα επιλεγεί- και θα ήσαν υποχρεωμένοι να υπακούουν τόσο στις γενικές όσο και στις ειδικές εντολές του ευρωπαίου εισαγγελέα. Εν πάση περιπτώσει, θα ήταν αδύνατο να λαμβάνουν οιανδήποτε εντολή από τις εθνικές αρχές τους σε ό,τι αφορά την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων.

Ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα πρέπει να ικανοποιεί, κατά την άποψη της Επιτροπής, την αρχή του αδιαιρέτου, παρόμοια με αυτή στην οποία υπόκεινται οι εισαγγελικές αρχές σε εθνικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι κάθε πράξη που διεκπεραιώνεται από τον εντεταλμένο της εισαγγελικής αρχής δεσμεύει την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή στο σύνολό της. Για τον λόγο αυτό, κάθε εντεταλμένος θα έπρεπε να λαμβάνει από τον ευρωπαίο εισαγγελέα ειδική εντολή. Κατά συνέπεια, υπό τον έλεγχο του ευρωπαίου εισαγγελέα, θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα αντικατάστασης κατά νόμον των εντεταλμένων της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής.

Ερώτηση αριθ. 1 Ποια είναι η γνώμη σας για την προτεινόμενη εσωτερική διάρθρωση και οργάνωση της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής; Η ευρωπαϊκή αποστολή που ανατίθεται στους εντεταλμένους της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα έπρεπε να είναι αποκλειστική ή θα ήταν δυνατό να συνδυάζεται με την άσκηση και εθνικών καθηκόντων;

4.3 Μέσα λειτουργίας της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής

Θα ήταν ασφαλώς αντικείμενο του κοινοτικού παράγωγου δικαίου να προσδιορίσει το καθεστώς της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, ιδίως όσον αφορά τα πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της (προϋπολογισμός, προσωπικό, κλπ), σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης ΕΚ (ειδική πλειοψηφία του Συμβουλίου και διαδικασία συναπόφασης με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο).

Δεδομένου ότι η οργάνωση της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα ήταν αποκεντρωμένη, η δομή της έδρας του προς δημιουργία νέου οργάνου θα πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο απαιτούμενο για την ορθή λειτουργία του. Οι κεντρικές υπηρεσίες της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα πρέπει να είναι πιο ευέλικτες σε σύγκριση με τις υπηρεσίες των εντεταλμένων της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, στο εσωτερικό των οποίων θα πρέπει να συγκεντρώνεται το κύριο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού και των μέσων λειτουργίας. Η συνέργεια με τα ήδη υφιστάμενα μέσα σε εθνικό επίπεδο θα πρέπει να συμβάλει ιδίως στην αποτελεσματικότητα του συνολικού μηχανισμού.

Ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα διαθέτει πλήρη εξουσία διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού και των μέσων λειτουργίας της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής όσον αφορά την έδρα της. Για τη διεκπεραίωση αυτής της αποστολής θα πρέπει να συνεπικουρείται από έναν ή περισσότερους αναπληρωτές [78].

[78] Για λόγους σύγκρισης, αναφέρουμε ότι το προσωπικό της Εισαγγελίας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου θα προσλαμβάνεται, θα διορίζεται και θα διοικείται από τον Εισαγγελέα, ο οποίος θα συνεπικουρείται από έναν ή περισσότερους αναπληρωτές εισαγγελείς (άρθρα 42 και 44 του καθεστώτος του εν λόγω δικαστηρίου).

Η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή θα πρέπει να διαθέτει ίδιο προϋπολογισμό, που να εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η διαχείριση του προϋπολογισμού αυτού θα ασκείται με πλήρη ανεξαρτησία από τον ευρωπαίο εισαγγελέα, βάσει των Συνθηκών και των δημοσιονομικών κανόνων που ορίζονται για την εφαρμογή τους. Κάθε εντεταλμένος της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, που εξακολουθεί να υπόκειται στο εθνικό καθεστώς του, θα συνεχίσει να αμείβεται από το κράτος μέλος του. Εντούτοις, το ενδεχόμενο πρόσθετο κόστος λόγω της λειτουργίας της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, σε όρους δαπανών λειτουργίας για τα κράτη μέλη, θα μπορούσε να καταλογίζεται στον προϋπολογισμό της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής.

Το προσωπικό της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα ήταν δυνατό να προσλαμβάνεται, να διορίζεται και να διοικείται από τον ευρωπαίο εισαγγελέα, όσον αφορά το προσωπικό της έδρας, και από το κράτος μέλος με βάση τους δικούς του κανόνες, όσον αφορά το αποκεντρωμένο προσωπικό. Η αρμοδιότητα του ευρωπαίου εισαγγελέα σε θέματα προσωπικού θα πρέπει να ασκείται στο πλαίσιο της τήρησης των προβλεπόμενων για το θέμα αυτό κοινοτικών κανόνων, και ιδίως όσον αφορά το καθεστώς των μονίμων υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων.

Ενώ η έδρα της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής καθορίζεται σύμφωνα με την προβλεπόμενη για τους κοινοτικούς οργανισμούς διαδικασία, τα κράτη μέλη διαθέτουν τη διακριτική ευχέρεια να ορίζουν ως τόπο εγκατάστασης των εντεταλμένων της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής είτε την πρωτεύουσα της χώρας ή την πρωτεύουσα μιας περιφέρειας, είτε οιονδήποτε άλλο τόπο κρίνουν κατάλληλο για την πρακτική άσκηση των καθηκόντων τους, λαμβανομένης υπόψη της γεωγραφικής κατανομής των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων.

5 ουσιαστικο ποινικο δικαιο

Η Επιτροπή πρότεινε να εγγραφεί στη Συνθήκη ΕΚ ότι το Συμβούλιο, συναποφασίζοντας με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθορίζει «τους όρους άσκησης των καθηκόντων του ευρωπαίου εισαγγελέα θεσπίζοντας, ιδίως, [...] α) κανόνες για τον καθορισμό των στοιχείων μιας αντικειμενικής υποστάσεως των αξιόποινων πράξεων που σχετίζονται με την απάτη και κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, καθώς και τις ποινές που επιβάλλονται για κάθε μία εξ` αυτών.[...]».

Είναι πράγματι απαραίτητο να προβλεφθούν οι ειδικοί κανόνες σχετικά με τον καθορισμό των αξιόποινων πράξεων ( 5.2) και των αντίστοιχων ποινών ( 5.3). Όσον αφορά τη χρησιμότητα της πρόβλεψης για την ορθή λειτουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής γενικότερων ουσιαστικών κανόνων, σε θέματα ποινικής ευθύνης ( 5.4) ή παραγραφής των αδικημάτων ( 5.5), αυτή πρέπει να αξιολογηθεί με την επιφύλαξη του κεκτημένου. Για κάθε έναν από αυτούς τους τομείς τίθεται το ζήτημα της καταλληλότερης νομοθετικής μεθόδου ( 5.1).

5.1 Επιλογή της νομοθετικής μεθόδου: κοινοτική ενοποίηση ή εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών

Η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι η δημιουργία ενός κοινού χώρου ερευνών και ποινικών διώξεων στον ειδικό τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων δεν απαιτεί «γενική κωδικοποίηση του ποινικού δικαίου» μεταξύ των κρατών μελών.

Για τη λειτουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα απαιτηθεί ένα σύνολο κανόνων ουσιαστικού δικαίου, κατά τα πρότυπα των κανόνων που εφαρμόζουν οι εθνικές διωκτικές αρχές.

Θεωρητικά, ο καθορισμός αυτών των κανόνων μπορεί να πραγματοποιηθεί με συνδυασμό διαφόρων μεθόδων:

- με απλή και σαφή παραπομπή στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών (χωρίς καμία εναρμόνιση).

- με μερική εναρμόνιση ορισμένων εθνικών διατάξεων, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, που θα συμπληρώνεται κατά τα λοιπά με παραπομπή στο εθνικό δίκαιο.

- με πλήρη εναρμόνιση ορισμένων εθνικών διατάξεων, κατά την οποία το περιεχόμενο των κοινοτικών κανόνων θα υποκαταστήσει το περιεχόμενο των σχετικών εθνικών κανόνων.

- με ενοποίηση, δηλαδή με τη δημιουργία ενός αυτόνομου κοινοτικού νομικού corpus, διακριτού από το δίκαιο των κρατών μελών.

Στην πράξη, το εν δυνάμει κεκτημένο σε θέματα ποινικής προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων έχει χρησιμοποιήσει μέχρι σήμερα τη μέθοδο της εναρμόνισης, σε μικρότερο ή μεγαλύτερη βαθμό, ανάλογα με τους τομείς. Αυτή είναι και η μέθοδος που εφαρμόστηκε για τις διατάξεις της Σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 και των συμπληρωματικών πρωτοκόλλων της, αφενός, και στην προαναφερθείσα πρόταση οδηγίας της 23ης Μαΐου 2001, αφετέρου.

Πέραν αυτού, το ζήτημα της επιλογής της καταλληλότερης μεθόδου για τον καθορισμό του κοινού ουσιαστικού δικαίου, που είναι απαραίτητο για την ορθή λειτουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, τίθεται σε νέα βάση στο πλαίσιο της παρούσας Πράσινης Βίβλου.

Γενικά, πρέπει να γίνει συμψηφισμός δύο διαφορετικών αντιλήψεων. Η πρώτη έγκειται στη λογική της πλήρους εναρμόνισης, ακόμη και της ενοποίησης των κανόνων. Η δράση της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα διευκολύνεται περισσότερο, όσο μεγαλύτερη είναι η τάση εναρμόνισης, ακόμη και ενοποίησης, του ουσιαστικού δικαίου. Επιπλέον, μια πλήρης εναρμόνιση ή ενοποίηση του δικαίου θα εγγυούνταν εξ` ορισμού την παροχή ισοδύναμης προστασίας σε όλη την Κοινότητα, όπως επιτάσσει η Συνθήκη ΕΚ. Τέλος, έναντι των υποκειμένων στο δίκαιο πολιτών, η λογική αυτή θα παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου, διευκολύνοντας την πρόσβαση στους εφαρμοστέους κανόνες. Η νομιμότητά της, ωστόσο, έγκειται αποκλειστικά στον βαθμό αναλογίας της με τον επιδιωκόμενο ειδικό στόχο: την ποινική προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Θα είναι, συνεπώς, ευκολότερα κατανοητή όταν εφαρμόζεται σε τομείς που υπάγονται στην ειδική αρμοδιότητα της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, παραδείγματος χάρη ο προσδιορισμός των στοιχείων που συνθέτουν την αντικειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητά της ή η διάρκεια του αντίστοιχου χρόνου παραγραφής.

Η δεύτερη λογική είναι αυτή της μερικής ή ολικής παραπομπής στο εθνικό δίκαιο. Αυτή φαίνεται ότι είναι και η καταλληλότερη μέθοδος για τον καθορισμό των γενικών κανόνων που εξέρχονται του πεδίου της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, παρά την πολυμορφία που επιβάλλει να διατηρηθεί σε σχέση με τον στόχο της ισοδύναμης προστασίας στο εσωτερικό της Κοινότητας. Οι εθνικές έννομες τάξεις θα επηρεάζονται λιγότερο όσο η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή θα λαμβάνει υπόψη την κάθε μία από αυτές, ανάλογα με το εξεταζόμενο κράτος μέλος.

Για να επιτευχθεί ο επιθυμητός συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο ανωτέρω λογικές, απαιτείται να απαντηθούν, για κάθε τομέα του ουσιαστικού δικαίου, δύο ερωτήματα: ποιοι κανόνες πρέπει να ενοποιηθούν ή να εναρμονισθούν; και, στη δεύτερη περίπτωση, με ποιον βαθμό ακρίβειας; Αυτά τα δύο ερωτήματα εξετάζονται στη συνέχεια.

Από την πλευρά τους, οι συντάκτες του Corpus juris πρότειναν μια περισσότερο προωθημένη εναρμόνιση σε θέματα γενικού ποινικού δικαίου. Εντούτοις, η Επιτροπή θεωρεί ότι μια παρόμοια εναρμόνιση πρέπει να είναι ανάλογη με τον ειδικό στόχο της ποινικής προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων και να κλιμακωθεί σε διαφορετικό βαθμό, σε συνάρτηση με τους διάφορους τομείς που αναφέρονται κατωτέρω (βλέπε 5.2 έως 5.5).

Τέλος, πρέπει να έχουμε διαρκώς κατά νου, καθ' όλη τη διάρκεια των μελλοντικών εξελίξεων, ότι η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή πρέπει να εντάσσεται σε μια εξελικτική δυναμική. Αφενός, η Επιτροπή προσπαθεί να οριοθετήσει με την παρούσα Πράσινη Βίβλο τον διάλογο στα ελάχιστα απαιτούμενα στοιχεία για την ορθή λειτουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής. Όταν αυτή δημιουργηθεί σε μια επαρκή κοινή βάση, μετά την παρέλευση της περιόδου που θα είναι απαραίτητη για την έγκριση της νομικής βάσης και του πλαισίου της, η εμπειρία θα δείξει κατά πόσο θα είναι σκόπιμο να συμπληρωθούν ή όχι τα ελάχιστα απαιτούμενα για τη δράση της.

Από την άλλη πλευρά, η πολυμορφία των εθνικών ποινικών συστημάτων θα πρέπει να περιορίζεται με βάση τον ρυθμό της προόδου που θα επιτυγχάνεται στο ευρύτερο πλαίσιο του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, και με τον τρόπο αυτό θα διευκολύνεται το έργο του ευρωπαίου εισαγγελέα. Η εμπιστοσύνη της Επιτροπής στη μέθοδο της εναρμόνισης είναι βάσιμη: η ειδική εναρμόνιση που προτείνεται για την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή θα συμπληρώνεται παράλληλα με τη γενική εξέλιξη του νομικού περιβάλλοντός της, που θα διέπεται από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης.

5.2 Κοινές διατάξεις για τις αξιόποινες πράξεις

Όσον αφορά τον καθορισμό των αξιόποινων πράξεων, η Επιτροπή θα μπορούσε να εκφράσει την προτίμησή της για σχετικά υψηλό βαθμό εναρμόνισης που να αντιστοιχεί σε ισοδύναμη ή μεγαλύτερη ακρίβεια από αυτήν που περιείχε η προαναφερθείσα πρότασή της για οδηγία της 23ης Μαΐου 2001.

Πράγματι, κατ` εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα πρέπει να είναι αρμόδιος να ασκεί διώξεις για ορισμένες μόνο παραβάσεις, προσδιορισμένες με μεγάλη ακρίβεια. Εφόσον πρόκειται για Δημόσιο Κατήγορο με δικαιοδοσία στο σύνολο της κοινοτικής επικράτειας, ο από κοινού καθορισμός των αξιόποινων πράξεων θεωρείται ότι αποτελεί απόλυτα αναγκαία προϋπόθεση για τη λειτουργία αυτής της αρχής.

Σύμφωνα με την αρχή της ειδίκευσης του ευρωπαίου εισαγγελέα, ακόμη και αν είναι δυνατό να προβλεφθούν και άλλες αξιόποινες πράξεις ( 5.2.3), οι εν λόγω κοινές διατάξεις για τις αξιόποινες πράξεις θα πρέπει να αφορούν αποκλειστικά την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Για τον λόγο αυτό, για ορισμένες παραβάσεις έχει ήδη υπάρξει συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών ( 5.2.1). Είναι δυνατό να προβλεφθούν και άλλες αξιόποινες πράξεις, κυρίως βάσει των εργασιών του Corpus juris ( 5.2.2).

5.2.1 Παραβάσεις σχετιζόμενες με την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, για τις οποίες έχει ήδη διαμορφωθεί συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών

Υπάρχει ήδη μια ουσιαστική συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών ως προς το περιεχόμενο αυτού που θα μπορούσε να αποτελέσει τον πυρήνα ενός ειδικού ποινικού δικαίου σε αυτό τον τομέα. Οι διατάξεις ουσιαστικού ποινικού δικαίου της Σύμβασης των Βρυξελλών, της 26ης Ιουλίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των συμπληρωματικών πρωτοκόλλων της [79], που περιλαμβάνονται αυτούσιες στην πρόταση οδηγίας της 23ης Μαΐου 2001 [80], αποτελούν απολύτως αναγκαίο στοιχείο αναφοράς για τον καθορισμό των αξιόποινων πράξεων οι οποίες θα μπορούσαν να υπαχθούν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής. Οι εν λόγω πράξεις είναι η απάτη, η δωροδοκία και η συναφής με αυτές νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

[79] ΕΕ C 316 της 27.11.95, σελ. 48. ΕΕ C 313 της 23.10.1996, σελ. 1. ΕΕ C 221 της 19.7.1997, σελ. 11. ΕΕ C 151 της 20.5.1997, σελ. 1. Βλέπε επίσης τις επεξηγηματικές εκθέσεις για τη σύμβαση (ΕΕ C 191 της 23.6.1997, σελ. 1) και το δεύτερο πρωτόκολλο (ΕΕ C 91 της 31.3.1999, σελ. 8).

[80] COM(2001)272 προαναφερθέν.

5.2.1.1 Η απάτη

Το άρθρο 3 της προαναφερθείσας πρότασης οδηγίας, ενσωματώνοντας τις διατάξεις του πρώτου άρθρου της Σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995, ορίζει την απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όσον αφορά τις δαπάνες, ως «κάθε εκ προθέσεως πράξη ή παράλειψη, σχετικά με τη χρήση ή την υποβολή πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων, με αποτέλεσμα την αχρεώστητη είσπραξη ή παρακράτηση πόρων που προέρχονται από τον γενικό προϋπολογισμό της Κοινότητας ή από τους προϋπολογισμούς των οποίων η διαχείριση ασκείται από την Κοινότητα ή για λογαριασμό της, την αποσιώπηση πληροφοριών κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης, με τα αυτά αποτελέσματα, τη μη κατά προορισμό χρήση αυτών των πόρων, για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους χορηγήθηκαν αρχικά».

Τα ίδια κείμενα ορίζουν την απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όσον αφορά τα έσοδα, ως «κάθε εκ προθέσεως πράξη ή παράλειψη σχετικά με τη χρήση ή την υποβολή πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων, με αποτέλεσμα την παράνομη μείωση των πόρων του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των προϋπολογισμών των οποίων η διαχείριση ασκείται από την Κοινότητα ή για λογαριασμό της, την αποσιώπηση πληροφοριών, κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης, με τα αυτά αποτελέσματα, τη μη κατά προορισμό χρήση ενός νόμιμα αποκτηθέντος πλεονεκτήματος, με τα αυτά αποτελέσματα».

Οι πράξεις αυτές πρέπει να τιμωρούνται είτε ως κύριο έγκλημα, είτε ως συνέργεια, ως ηθική αυτουργία ή ως απόπειρα απάτης.

Πέρα από αυτό το κεκτημένο, θα μπορούσε να υπάρξει ένας ενοποιημένος (που να καλύπτει και τις δαπάνες και τους πόρους) και ευρύς ορισμός. Με βάση την πρόταση του Corpus juris, ένας μόνον ορισμός της απάτης θα μπορούσε να υιοθετηθεί, ανεξάρτητα από το αν το αντικείμενό της είναι οι δαπάνες ή οι πόροι των Κοινοτήτων [81]. Η επίπτωση της απάτης θα μπορούσε να επεκταθεί και στην περίπτωση κατά την οποία τίθενται σε κίνδυνο τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη δίωξη των πράξεων απάτης η επιτυχία τους. Τέλος, το στοιχείο της εκ προθέσεως διάπραξης θα μπορούσε να συμπληρωθεί με τον συνυπολογισμό των περιπτώσεων σοβαρής αμέλειας.

[81] Άρθρο 1 του CJ.

5.2.1.2 Δωροδοκία

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, της πρότασης οδηγίας, η οποία ενσωματώνει τις διατάξεις του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου της 27ης Σεπτεμβρίου 1996 της σύμβασης του 1995 [82], η παθητική δωροδοκία στοιχειοθετείται όταν «ο υπάλληλος, εκ προθέσεως, ζητά ή λαμβάνει άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα οιασδήποτε φύσεως ή δέχεται υποσχέσεις, προκειμένου να τελέσει ή να παραλείψει, κατά τρόπο αντίθετο προς τα επίσημα καθήκοντά του, πράξη αναγομένη στην υπηρεσία του ή στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του, που βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».

[82] Η έννοια του υπαλλήλου ορίζεται στο άρθρο 2 της πρότασης οδηγίας, η οποία περιλαμβάνει τις διατάξεις του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου της 27ης Σεπτεμβρίου 1996 της σύμβασης του 1995.

Όσον αφορά την ενεργητική δωροδοκία, αυτή ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2 της πρότασης οδηγίας, που ενσωματώνει τις διατάξεις του άρθρου 3 του ίδιου πρωτοκόλλου, ως «όταν οιοσδήποτε, εκ προθέσεως, υπόσχεται ή παρέχει σε υπάλληλο, απευθείας ή μέσω τρίτου, οιασδήποτε φύσεως ωφελήματα, είτε για τον ίδιο είτε για τρίτο, προκειμένου να τελέσει ή να παραλείψει, κατά τρόπο αντίθετο προς τα επίσημα καθήκοντά του, πράξη αναγομένη στην υπηρεσία του ή στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του, που βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».

Οι πράξεις παθητικής και ενεργητικής δωροδοκίας πρέπει να τιμωρούνται είτε ως κύρια παράβαση, είτε ως συνέργεια ή ηθική αυτουργία (άρθρο 5 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου).

5.2.1.3 Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες

Το άρθρο 6 της πρότασης οδηγίας, που ενσωματώνει τις διατάξεις του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου της 19ης Ιουνίου 1997 της σύμβασης του 1995, παραπέμπει για τον ορισμό της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που συνδέεται με το προϊόν της απάτης, τουλάχιστον στις σοβαρές περιπτώσεις, και της ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας στη γενική έννοια της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως αυτή ορίζεται από την τροποποιηθείσα οδηγία της 10ης Ιουνίου 1991 [83].

[83] Άρθρο 1, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10.6.1991, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΕΕ L 166 της 28.6.1991, σελ. 77).

Η εν λόγω οδηγία ορίζει ως νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες την εκ προθέσεως διάπραξη είτε «μετατροπής ή μεταβίβασης περιουσίας, εν γνώσει του ότι προέρχεται από παράνομη δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε παράνομη δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της, ή την παροχή συνδρομής σε οιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του», είτε «απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή ευρίσκεται, ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτήν δικαιωμάτων, εν γνώσει του ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από παράνομη δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε παράνομη δραστηριότητα», ή ακόμη «η απόκτηση, η κατοχή ή η χρήση περιουσίας εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από παράνομη δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε παράνομη δραστηριότητα». Επιπλέον, υφίσταται νομιμοποίηση παράνομων εσόδων ακόμη και αν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχονται τα προς νομιμοποίηση περιουσιακά στοιχεία έλαβαν χώρα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας.

Η συμμετοχή σε μια από τις προαναφερόμενες πράξεις, η σύσταση οργανώσεως για τη διάπραξή της, η απόπειρα διάπραξής της, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η παροχή συμβουλών σε τρίτο για την διάπραξή της ή η διευκόλυνση της εκτέλεσής της αποτελούν επίσης αξιόποινες πράξεις.

5.2.2 Άλλες προβλεπόμενες αξιόποινες πράξεις σχετιζόμενες με την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων

Δεδομένου ότι η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής αποτελεί ποιοτικό άλμα προς την κατεύθυνση του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, ο προβληματισμός στο σημείο αυτό δεν πρέπει να περιοριστεί στην υπόθεση μιας απλής και αυτούσιας αναπαραγωγής του κεκτημένου της Ένωσης. Η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή θα πρέπει να είναι αρμόδια να διώκει ποινικά και άλλες αξιόποινες πράξεις που σχετίζονται με την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, όπως αυτές που προσδιορίζονται στη συνέχεια.

Ο κοινός ορισμός αυτών των αξιόποινων πράξεων θα ήταν δυνατό να βασίζεται στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα και στις προτάσεις της προαναφερθείσας μελέτης Corpus juris, είτε πρόκειται για την περαιτέρω επεξεργασία των προηγούμενων ορισμών των αξιόποινων πράξεων, είτε για τη συμπλήρωσή τους με νέες διατάξεις. Η Επιτροπή εκδηλώνει στο σημείο αυτό το ενδιαφέρον της για μια τέτοια προσπάθεια.

5.2.2.1 Απάτη στον τομέα της ανάθεσης συμβάσεων

Η ιδέα να θεσπιστεί σε κοινοτικό επίπεδο παράβαση όσον αφορά την απάτη στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων κρίνεται ορθή, λαμβανομένων υπόψη των διακυβευόμενων ποσών και των σημαντικών ελλείψεων που έχουν διαπιστωθεί στο δίκαιο αρκετών κρατών μελών [84]. Ειδικότερα, η ποινικοποίηση της αισχροκέρδειας αποδεικνύεται ελάχιστα αποτελεσματική, εφόσον είναι δύσκολο να προσκομιστούν τα αποδεικτικά στοιχεία της υλικής ζημίας.

[84] La mise en oeuvre du Corpus juris dans les Ιtats membres, προαναφερθέν έργο, τόμος 1, μέρος II, κεφάλαιο 1, I-2.

Για τον λόγο αυτό, η αποδοχή εκ μέρους οιασδήποτε αναθέτουσας αρχής μιας συγκεκριμένης προσφοράς, με ορισμένα μέσα που παραβιάζουν τους κοινοτικούς κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις, όπως παραδείγματος χάρη μια αθέμιτη συμφωνία, ή η απόπειρα διάπραξης αυτής της πράξης, θα μπορούσε να αναχθεί σε κοινή αξιόποινη πράξη, εφόσον η προσφορά θίγει ή είναι δυνατό να θίξει τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων.

5.2.2.2 Η σύσταση οργάνωσης κακοποιών

Όπως αποδεικνύει η μακροχρόνια επιχειρησιακή δραστηριότητα της Επιτροπής και των κρατών μελών, οι αξιόποινες πράξεις σε βάρος των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων διαπράττονται από το οργανωμένο έγκλημα. Θα μπορούσε, συνεπώς, να υπάρξει ειδική αναφορά στη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, με στόχο να αποτραπεί η διάπραξη των άλλων κοινών αξιόποινων πράξεων [85].

[85] Βλέπε κυρίως άρθρο 4 του CJ.

Πράγματι, δεν είναι απαραίτητο να περιμένουμε να συντελεσθεί η ζημία σε βάρος των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων προκειμένου να κατασταλούν οι δραστηριότητες αυτών που οργανώνουν το σχέδιο και αποκτούν, με μεθοδικό τρόπο, τα μέσα για να το επιτύχουν. Επιπλέον, ο ορισμός μιας αξιόποινης πράξης αυτού του τύπου θα μπορούσε να συμβάλει στην εξάρθρωση μιας εγκληματικής οργάνωσης και στην ανακάλυψη μέχρι και των ανώτερων στελεχών της. Η λύση αυτή θα έδινε συγκεκριμένο περιεχόμενο, σε έναν ειδικό τομέα, στη βούληση αρχής που διατυπώθηκε στο Τάμπερε από τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, «σταθερά αποφασισμένοι να ενισχύσουμε την καταπολέμηση του οργανωμένου και διεθνικού εγκλήματος» [86].

[86] Συμπέρασμα αριθ. 40.

Έτσι, η συμμετοχή σε οργάνωση κακοποιών [87] θα μπορούσε να θεωρηθεί από κοινού ως αξιόποινη πράξη καθεαυτή, είτε ως επιβαρυντική περίσταση για τη διάπραξη των κοινών αξιόποινων πράξεων που έχουν αναφερθεί μέχρι τώρα, όταν η οργάνωση αυτή έχει μόνιμο χαρακτήρα και αποτελείται τουλάχιστον από τρία άτομα που έχουν την πρόθεση να διαπράξουν πράξεις απάτης, δωροδοκίας, νομιμοποίησης εσόδων ή κάθε άλλη πράξη που θα περιλαμβάνεται στις πράξεις που θα οριστούν από κοινού ως αξιόποινες.

[87] Βλέπε ιδίως την κοινή δράση της 21.12.1998 που θεσπίστηκε από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου K.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με το αξιόποινο της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 351 της 29.12.1998).

5.2.2.3 Κατάχρηση καθήκοντος

Οι πράξεις σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων που διαπράττονται από υπαλλήλους δεν συνεπάγονται πάντοτε ότι οι εν λόγω υπάλληλοι αποκομίζουν κάποιο πλεονέκτημα, όπως στις περιπτώσεις δωροδοκίας. Για τον λόγο αυτό, θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνεται γενικότερη αναφορά στην αξιόποινη πράξη και δευτερευόντως στην κατάχρηση καθήκοντος που θίγει τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων [88].

[88] Βλέπε ιδίως άρθρο 7 του CJ.

Προτείνεται να θεωρείται ποινικό αδίκημα όταν ένας υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων προκαλεί εκ προθέσεως ζημία σε αυτά τα συμφέροντα, κάνοντας κατάχρηση των εξουσιών που του έχουν ανατεθεί για την άσκηση των καθηκόντων του.

5.2.2.4 Παράβαση υπηρεσιακού απορρήτου

Στην αιτιολογική έκθεση του Σχεδίου Συνθήκης του 1976 σχετικά με την ποινική ευθύνη και την ποινική προστασία των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η Επιτροπή επεσήμανε ήδη από τότε ότι ούτε οι εθνικές αρχές ούτε οι ιδιωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να διστάζουν να παρέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες χρήσιμες για τις κοινοτικές αρχές, εφόσον η παραβίαση του απορρήτου δεν διώκεται ποινικά [89].

[89] Παλαιό Σχέδιο Συνθήκης με την οποία τροποποιείται η Συνθήκη περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ενόψει της θέσπισης κοινής νομοθεσίας επί της ποινικής ευθύνης και προστασίας των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, (ΕΕ C 222 της 22.9.1976).

Για τον λόγο αυτό, θα μπορούσε να οριστεί ως κοινοτικό ποινικό αδίκημα η αποκάλυψη από έναν δημόσιο υπάλληλο, κατά παράβαση του υπηρεσιακού απορρήτου, μιας πληροφορίας την οποία έλαβε κατά την άσκηση των καθηκόντων του, εφόσον η αποκάλυψη αυτή θίγει ή είναι δυνατό να θίξει τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα [90].

[90] Βλέπε ιδίως άρθρο 8 του CJ.

5.2.3 Προβλεπόμενες παραβάσεις εκτός του πεδίου της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων

Για να διασαφηνιστεί πλήρως ο διάλογος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η πρόταση της Επιτροπής θα μπορούσε να υπερβεί το ζήτημα της ποινικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων, για να προβλεφθεί ιδίως η γενική ποινική προστασία της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης, η οποία είχε προβλεφθεί ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του `70 [91]. Μια τέτοια επιλογή θα οδηγούσε ενδεχομένως στο να προβλεφθεί π.χ. γενικά -δηλαδή χωρίς αναγκαία σύνδεση με τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων- η κατάχρηση καθήκοντος και η παράβαση υπηρεσιακού απορρήτου, ή ακόμη η ανάθεση στην ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή της αρμοδιότητας να ασκεί ποινικές διώξεις για διάφορα περιστατικά, όπως η απλή κλοπή προσωπικών ειδών στο εσωτερικό των οργάνων, οι παραβιάσεις της προστασίας των δεδομένων ή η ευνοιοκρατία κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

[91] ΕΕ C 222 της 22.9.1976.

Όμως, δεν είναι αυτός ο στόχος της πρότασης της Επιτροπής, ο οποίος περιορίζεται στα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα (προταθέν άρθρο 280Α).

Ερώτηση αριθ. 2 Για ποιες αξιόποινες πράξεις θα πρέπει να έχει αρμοδιότητα η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή; Πρέπει να συμπληρωθούν οι ορισμοί των αξιόποινων πράξεων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

5.3 Κοινές ποινές

Πρέπει επίσης να θεσπιστούν σε κοινοτικό επίπεδο οι κανόνες σχετικά με τις ποινές που αντιστοιχούν στις αξιόποινες πράξεις οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής.

Μια κατά προτεραιότητα προσπάθεια εναρμόνισης σε αυτό τον τομέα κρίνεται δικαιολογημένη και σε καμία περίπτωση αντίθετη προς τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε, σύμφωνα με τα οποία: «όσον αφορά τα εθνικά ποινικά δίκαια, οι προσπάθειες να συμφωνηθούν κοινοί ορισμοί, κατηγορίες και κυρώσεις θα πρέπει να εστιασθούν, σε πρώτη φάση, σε περιορισμένο αριθμό τομέων ιδιαίτερης σημασίας, όπως το οικονομικό έγκλημα (νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες διαφθορά, παραχάραξη του ευρώ),...» [92].

[92] Συμπεράσματα της προεδρίας, αριθ. 48.

Η τήρηση του κεκτημένου σε θέματα προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων επιβάλλει να μην καθορισθούν ελαφρύτερες ποινικές κυρώσεις πέρα από αυτές που ήδη προβλέπονται από την πρόταση οδηγίας της 23ης Μαΐου 2001 και τις διατάξεις των συμβάσεων τις οποίες περιλαμβάνει. Τα κείμενα αυτά ορίζουν ότι οι αναφερόμενες σε αυτά πράξεις απάτης, δωροδοκίας και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες πρέπει να τιμωρούνται με πραγματικές ποινικές κυρώσεις, ανάλογες με τη σοβαρότητα της πράξης και αποτρεπτικές, περιλαμβανομένων, τουλάχιστον για τις σοβαρές περιπτώσεις, ποινών στέρησης της ελευθερίας, ακόμη και της εκδόσεως. Προβλέπουν την κατάσχεση των μέσων και του προϊόντος των εγκληματικών πράξεων.

Το άρθρο 3 της πρότασης οδηγίας, ενσωματώνοντας τις διατάξεις του άρθρου 2 της σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995, προσδιορίζει επιπλέον ότι πρέπει να θεωρείται ως σοβαρή απάτη κάθε απάτη που αφορά ελάχιστο ποσό το οποίο δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει τα 50.000 ευρώ. Εξάλλου, το άρθρο 11 της πρότασης οδηγίας, επαναλαμβάνοντας τις διατάξεις του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου της 19ης Ιουνίου 1997, προβλέπει κυρώσεις, ενδεχομένως ποινικές, κατά νομικών προσώπων που κρίνονται υπεύθυνα για πράξεις απάτης, ενεργητικής δωροδοκίας ή νομιμοποίησης παράνομων εσόδων.

Στο πλαίσιο της τήρησης των αρχών της νομιμότητας και της αναλογικότητας των αξιόποινων πράξεων και των ποινών που αναφέρονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [93], η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω εναρμόνιση των ποινικών κυρώσεων που αντιστοιχούν στις καθορισθείσες παραβάσεις. Αν και ο βαθμός της εν λόγω εναρμόνισης πρέπει να είναι υψηλός, λόγω του κοινού χαρακτήρα των εξεταζόμενων αξιόποινων πράξεων, θα πρέπει, εντούτοις, να είναι συνεπής με τον γενικότερο διάλογο αναφορικά με την εναρμόνιση των ποινών, ο οποίος διεξάγεται σήμερα στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[93] Άρθρο 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το ανώτατο επίπεδο των ποινών -ποινών στέρησης της ελευθερίας και χρηματικών ποινών- πρέπει να καθορίζεται από τον κοινοτικό νομοθέτη, ενώ ο εθνικός δικαστής θα διαθέτει την ελευθερία εντός αυτού του ορίου να εκτιμά τη βαρύτητα της ποινής που θα επιβάλει. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών ή συμπληρωματικών ποινών. Ειδικότερα, είναι δυνατό να καθοριστεί ένας κοινοτικός τύπος συμπληρωματικών ποινών, που θα παρέχει παραδείγματος χάρη τη δυνατότητα αποκλεισμού από την ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση, στέρησης της πρόσβασης στις επιδοτήσεις ή ακόμη της πρόσβασης στις δημόσιες συμβάσεις, σε περίπτωση που διακυβεύονται κοινοτικές χρηματοδοτήσεις [94].

[94] Βλέπε ιδίως άρθρο 14 του CJ.

Αν και θα ήταν δυνατό να προβλεφθούν σε κοινοτική κλίμακα οι επιπτώσεις επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων στο ανώτατο επίπεδο των ποινών, ο καθορισμός των εν λόγω περιστάσεων θα μπορούσε να παραπεμφθεί στο εθνικό δίκαιο. Επιπλέον, θα έπρεπε να προβλεφθεί το καθεστώς των εφαρμοζόμενων ποινών σε περιπτώσεις παραβάσεων κατά συρροή.

Εξάλλου, θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη της δυνατότητας του ευρωπαίου εισαγγελέα να ζητεί τη δήμευση των μέσων και των προϊόντων των αξιόποινων πράξεων που υπάγονται στην αρμοδιότητά του, με βάση το κεκτημένο της Ένωσης σε αυτό τον τομέα [95]. Τέλος, θα ήταν δυνατό να προβλεφθεί σύστημα που θα επιτρέπει τη δημοσίευση των οριστικών δικαστικών αποφάσεων.

[95] Απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου της 26.6.2001, για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος (ΕΕ L 182 της 5.7.2001, σελ. 1).

5.4 Ευθύνη των νομικών προσώπων

Όσον αφορά το καθεστώς της ποινικής ευθύνης, η Επιτροπή θεωρεί ότι η αρχή της αναλογικότητας θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη το κεκτημένο και τον βαθμό εναρμόνισης τον οποίο προτείνει στην πρόταση οδηγίας της 23ης Μαΐου 2001. Με εξαίρεση τις ήδη προβλεπόμενες από τα νομοθετικά κείμενα διατάξεις αναφορικά με την ευθύνη των διευθυντών επιχειρήσεων και των νομικών προσώπων, θα πρέπει να προβλεφθεί γενική παραπομπή αυτού του θέματος στις νομοθεσίες των κρατών μελών. Η Επιτροπή πιστεύει ότι η λύση αυτή, για την οποία εκφράζει την προτίμησή της, είναι επαρκής για να εξασφαλίσει το ελάχιστο απαιτούμενο για τη λειτουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής [96].

[96] Για μια διαφορετική γνώμη, υπέρ της πιο προωθημένης εναρμόνισης όσον αφορά τις διατάξεις περί ευθύνης στον τομέα του γενικού ποινικού δικαίου, βλέπε άρθρα 9 έως 13 του CJ, τα οποία προτείνουν να συμπληρωθούν οι συμβατικοί κανόνες σε θέματα ευθύνης των επιχειρήσεων και να τεθούν οι βάσεις ενός κοινοτικού ορισμού της ηθικής διάστασης, του σφάλματος, της ατομικής ποινικής ευθύνης και της απόπειρας.

Πιο συγκεκριμένα, τα άρθρα 8 και 9 της πρότασης οδηγίας της 23ης Μαΐου 2001, που ενσωματώνουν τις διατάξεις του άρθρου 3 αντίστοιχα της σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 και του πρωτοκόλλου της 19ης Ιουνίου 1997, προβλέπουν ήδη σχετική εναρμόνιση των κανόνων σε θέματα ευθύνης των διευθυντών επιχειρήσεων, αφενός, και των νομικών προσώπων, αφετέρου.

Σε αυτή τη βάση, οι διευθυντές επιχειρήσεων ή κάθε πρόσωπο που διαθέτει την εξουσία απόφασης ή ελέγχου στο εσωτερικό μιας επιχείρησης, θα πρέπει να είναι δυνατό να κηρύσσονται ποινικά υπεύθυνοι, σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στο εσωτερικό δίκαιο των χωρών τους, σε περίπτωση απάτης, δωροδοκίας και νομιμοποίησης του προϊόντος αυτών των πράξεων, που διαπράττονται από πρόσωπο το οποίο υπάγεται στην εξουσία τους για λογαριασμό της επιχείρησης.

Επιπλέον, τα νομικά πρόσωπα θα πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνα για τη διάπραξη, τη συμμετοχή (ως συνεργοί ή ηθικοί αυτουργοί) ή για την απόπειρα απάτης, ενεργητικής δωροδοκίας και νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, που διαπράττονται για λογαριασμό τους από κάθε πρόσωπο που ασκεί διοίκηση στο εσωτερικό τους [97]. Η ευθύνη των νομικών προσώπων πρέπει να θεωρείται επίσης ότι υφίσταται όταν, λόγω έλλειψης εποπτείας ή ελέγχου εκ μέρους ενός εκ των προαναφερομένων προσώπων, καθίσταται δυνατή η διάπραξη αυτών των πράξεων για λογαριασμό του εν λόγω νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο που υπόκειται στην εξουσία του.

[97] Αυτό ανεξάρτητα από το αν το φυσικό πρόσωπο ενεργεί ατομικά ή ως μέλος ενός οργάνου του νομικού προσώπου. Η προβλεπόμενη στο σημείο αυτό άσκηση διοίκησης μπορεί να συνίσταται σε εξουσία εκπροσώπησης του νομικού προσώπου ή στην κατοχή αρμοδιότητας λήψης αποφάσεων εξ` ονόματος του νομικού προσώπου ή για την άσκηση ελέγχου στο εσωτερικό του νομικού προσώπου.

Η πρόβλεψη της ευθύνης του νομικού προσώπου δεν αποκλείει την ποινική ευθύνη των αυτουργών, ηθικών αυτουργών ή συνεργών στη διάπραξη της απάτης, της ενεργητικής δωροδοκίας ή της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων.

5.5 Καθεστώτα παραγραφής

Η παραγραφή των αξιόποινων πράξεων που υπάγονται στην αρμοδιότητα της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής αποτελεί αιτία εξουδετέρωσης της δράσης. Οι κανόνες παραγραφής είναι τελείως διαφορετικοί μεταξύ των κρατών μελών και οι διαφορές θα γίνουν ακόμη μεγαλύτερες με τη διεύρυνση της Ένωσης. Για τον λόγο αυτό, η αρχή της ίσης μεταχείρισης των υποκειμένων του δικαίου απαιτεί να καταβληθεί πραγματική προσπάθεια εναρμόνισης αυτών των κανόνων.

Ενώ θα ήταν αποτελεσματική η ποινική δίωξη των πράξεων σε βάρος των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, η διατήρηση μιας υπερβολικά μεγάλης πολυμορφίας θα αποτελούσε πηγή δυσκολιών. Εάν ορισμένα πρόσωπα διώκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη για τα ίδια περιστατικά, είναι δυνατό να υπάρξει κίνδυνος διαφορετικής αντιμετώπισης. Για τα ίδια ακριβώς περιστατικά που αφορούν το ίδιο πρόσωπο, η άσκηση δίωξης που θα ήταν εκπρόθεσμη σε ένα κράτος μέλος θα μπορούσε να επιτρέπεται σε κάποιο άλλο, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος συγκέντρωσης της όλης διαδικασίας γι αυτό τον μοναδικό λόγο.

Εξάλλου, η δυνατότητα του ευρωπαίου εισαγγελέα να ασκεί διώξεις δεν πρέπει να εμποδίζεται από μια υπερβολικά σύντομη περίοδο παραγραφής. Η πείρα που έχουν αποκτήσει η Επιτροπή και τα κράτη μέλη στον τομέα της διοικητικής ανίχνευσης των περιπτώσεων απάτης αποδεικνύει ότι απαιτείται μακρά περίοδος ερευνών. Η περιπλοκότητα των οικονομικών θεμάτων, ο διακρατικός χαρακτήρας των πράξεων, η σοβαρότητα των περιστατικών που εμπλέκονται σε ορισμένες περιπτώσεις οργανωμένης εγκληματικότητας πολλαπλασιάζουν τις δυσκολίες στο στάδιο των ερευνών. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η μελέτη Corpus juris προτείνει, για το σύνολο των παραβάσεων τις οποίες προσδιορίζει, περίοδο παραγραφής από πέντε έως δέκα έτη κατ` ανώτατο όριο.

Η Επιτροπή εκφράζει την προτίμησή της τουλάχιστον οι χρόνοι παραγραφής των αξιόποινων πράξεων που υπάγονται στην αρμοδιότητα της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής να καθορίζονται σε κοινοτικό επίπεδο. Ελλείψει κεκτημένου για το θέμα αυτό, επιθυμεί η διάρκεια της προς καθορισμό περιόδου παραγραφής, για κάθε προσδιορισθείσα παράβαση, να είναι η ίδια για όλες τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες δεν υφίστανται αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία. Τέλος, όσον αφορά το σύνολο των άλλων σχετικών κανόνων, και ιδίως όσον αφορά τη διακοπή της παραγραφής, θα πρέπει να εκτιμηθεί η δυνατότητα παραπομπής στο εθνικό δίκαιο, με την επιφύλαξη της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ των κρατών μελών.

Ερώτηση αριθ. 3 Η δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής πρέπει να συνοδεύεται με την έκδοση ορισμένων συμπληρωματικών κοινών κανόνων σε θέματα:

- ποινικών κυρώσεων;

- ευθύνης;

- παραγραφής;

- άλλων κανόνων;

Εάν η απάντηση είναι θετική, σε ποιον βαθμό;

6 διαδικασια

Η Επιτροπή πρότεινε να εισαχθεί στη Συνθήκη ΕΚ η διάταξη ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251, δηλαδή συναποφασίζοντας με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, «καθορίζει τους όρους άσκησης των καθηκόντων του ευρωπαίου εισαγγελέα θεσπίζοντας, ιδίως, [...] β) τους κανόνες διαδικασίας που διέπουν τις δραστηριότητες του ευρωπαίου εισαγγελέα καθώς και κανόνες περί του παραδεκτού των αποδεικτικών μέσων. γ) κανόνες σχετικούς με τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών πράξεων του ευρωπαίου εισαγγελέα κατά την άσκηση των καθηκόντων του».

Για τη λειτουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής απαιτείται να καθορισθεί ένα διαδικαστικό πλαίσιο που να συντονίζεται με τα εθνικά δικαστικά συστήματα. Το εν λόγω διαδικαστικό πλαίσιο θα πρέπει να καθοριστεί στο καταλληλότερο επίπεδο λήψης αποφάσεων, βάσει των αρχών της επικουρικότητας και αποτελεσματικότητας, άλλοτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο και άλλοτε σε εθνικό επίπεδο.

Για τον σκοπό αυτό, θα μπορούσε να υπάρξει συνδυασμός των μεθόδων που προσδιορίστηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο. Στον βαθμό που αυτό είναι απαραίτητο για την ορθή λειτουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, ενδέχεται να καταστεί απόλυτα αναγκαίος ο καθορισμός ενός συνόλου βασικών ευρωπαϊκών διαδικαστικών κανόνων. Εντούτοις, θα ήταν ενδεχομένως αρκετή μια ολική ή μερική προσέγγιση των εθνικών διαδικασιών, εφόσον για τη λειτουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα απαιτείται απλά η ισοδυναμία των κανόνων μεταξύ των κρατών μελών. Κατά τα λοιπά, θα πρέπει να γίνεται, η κατά το δυνατό μεγαλύτερη παραπομπή στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την ποινική δικονομία, η Επιτροπή βασίζεται ειδικότερα, στο πλαίσιο της Πράσινης Βίβλου, στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης.

Θα πρέπει στο παρόν στάδιο να προσδιορίσουμε λεπτομερώς, για κάθε φάση της διαδικασίας, τις εξουσίες του ευρωπαίου εισαγγελέα, οι οποίες παρατέθηκαν προηγουμένως με γενικό τρόπο [98], και τις αντίστοιχες εγγυήσεις των θεμελιωδών ελευθεριών. Το ζήτημα των ένδικων μέσων εξετάζεται στο κεφάλαιο 8.

[98] Βλέπε ανωτέρω 3.3 (εξουσίες του ευρωπαίου εισαγγελέα).

Ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα πρέπει να διευθύνει και να συντονίζει τις έρευνες και τις ποινικές διώξεις για την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Για τον σκοπό αυτό, αφού ενημερώνεται δεόντως ( 6.1), θα πρέπει να είναι σε θέση να εκτελεί, άμεσα ή μέσω πληρεξουσίου τις έρευνες ( 6.2). Θα πρέπει επίσης να αποφασίζει για την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη και να επιλέγει ποιο εθνικό δικαστήριο θα εκδικάσει την υπόθεση ( 6.3). Εντούτοις, επειδή ορισμένες από τις εν λόγω πράξεις έχουν επίπτωση στα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων, θα πρέπει να υπόκεινται στον εκ των προτέρων έλεγχο ενός δικαστή, έτσι ώστε να τηρούνται κυρίως οι αρχές της νομιμότητας, των δικαστικών εγγυήσεων και της αναλογικότητας ( 6.4).

6.1 Ενημέρωση και προσφυγή

Σε αντίθεση με την ενημέρωση, στην οποία μπορούν να έχουν πρόσβαση όλοι χωρίς να παρέχεται υποχρεωτικά απάντηση, για τους σκοπούς της παρούσας Πράσινης Βίβλου, με τον όρο προσφυγή στον ευρωπαίο εισαγγελέα νοείται η επίσημη ενημέρωσή του από μια δημόσια αρχή με στόχο την άσκηση δίωξης. Η άσκηση προσφυγής θα συνεπαγόταν, συνεπώς, υποχρέωση του ευρωπαίου εισαγγελέα να δώσει οιανδήποτε αιτιολογημένη απάντηση στην αίτηση που του έχει υποβληθεί.

Θα πρέπει να είναι δυνατή η ενημέρωση ή η προσφυγή στον ευρωπαίο εισαγγελέα για κάθε πραγματικό περιστατικό που θα συνιστούσε μία από τις προκαθορισθείσες παραβάσεις κοινοτικής αρμοδιότητας [99]. Τίθεται το ζήτημα ποιος θα είναι αρμόδιος να το πράξει και σε ποιον βαθμό η προσφυγή θα πρέπει να είναι υποχρεωτική ή προαιρετική.

[99] Βλέπε ανωτέρω 5 (ουσιαστικό δίκαιο).

Οι ευρωπαίοι πολίτες έχουν δικαίωμα να απαιτούν υψηλό επίπεδο προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ανεξαρτήτως αν είναι μόνιμος κάτοικος, θα μπορούσε να ενημερώσει με κάθε μέσο τον ευρωπαίο εισαγγελέα για πραγματικά περιστατικά τα οποία γνωρίζει. Ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα μπορούσε με τον τρόπο αυτό να λαμβάνει υπόψη κάθε χρήσιμη πληροφορία [100].

[100] Βλέπε, για λόγους σύγκρισης με το σημείο αυτό, το άρθρο 17 του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για τη Ρουάντα (ΔΠΔΡ) και το άρθρο 18 του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ΔΠΔΓ).

Επιπλέον, ενδεχόμενη υποχρέωση προσφυγής στον ευρωπαίο εισαγγελέα θα μπορούσε να ανατεθεί ειδικότερα σε ορισμένες εθνικές ή κοινοτικές αρχές, οι οποίες διαθέτουν ειδικές αρμοδιότητες [101].

[101] Με την επιφύλαξη της υποχρεωτικής κοινοποίησης στην Επιτροπή των παρατυπιών, όπως προβλέπει ήδη η κοινοτική νομοθεσία στο πλαίσιο της διοικητικής και δημοσιονομικής διαχείρισης και ελέγχου.

Με βάση ανάλογες υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται συχνά στα εθνικά συστήματα, η Επιτροπή εκφράζει την προτίμησή της να καταστεί υποχρεωτική η προσφυγή ή η ενημέρωση του ευρωπαίου εισαγγελέα εκ μέρους των κοινοτικών υπηρεσιών και υπαλλήλων [102], καθώς και των εθνικών αρχών, ανεξαρτήτως από το ποιες είναι οι αρχές αυτές, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους: υπάλληλοι δημοσίων υπηρεσιών, ιδίως τελωνειακών και φορολογικών υπηρεσιών [103], αστυνομικές υπηρεσίες, δικαστικές αρχές.

[102] Βλέπε ιδίως κατωτέρω 7.3 για την αποστολή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης.

[103] Οι φορολογικές υπηρεσίες έχουν αυξημένο καθήκον σεβασμού του υπηρεσιακού απορρήτου. Εντούτοις, υπάρχουν πάντοτε εξαιρέσεις. Θα πρέπει, λοιπόν, να συμπληρωθούν οι εξαιρέσεις αυτές, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ενημέρωση του ευρωπαίου εισαγγελέα.

Η πρόταση δημιουργίας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής βασίζεται στην άποψη ότι για την υπεράσπιση των καθαυτό κοινοτικών συμφερόντων θα πρέπει να υπάρχει σε ευρωπαϊκή κλίμακα αρμόδιος φορέας δίωξης των αυτουργών πράξεων που θα μπορούσαν να θίξουν αυτά τα συμφέροντα. Κατά συνέπεια, το να προβλεφθεί ότι η προσφυγή στον ευρωπαίο εισαγγελέα είναι προαιρετική θα ήταν αντίθετο προς αυτή την αρχή. Οι εθνικές διωκτικές αρχές δεν διαθέτουν, για τις υποθέσεις που φέρονται ενώπιόν τους, συνολική εικόνα της κοινοτικής επικράτειας. Κάποιο πραγματικό περιστατικό που γι αυτές θεωρείται ασήμαντο, θα μπορούσε να αποδειχθεί, πέρα από τη δική τους αρμοδιότητα, ως στοιχείο ενός συνόλου σοβαρών περιστατικών. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί σημαντική την αρχή της συστηματικής προσφυγής στην ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή όταν διακυβεύονται τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα.

Έτσι, θα ήταν δυνατό είτε να ασκείται προσφυγή από τις αρμόδιες εθνικές ή κοινοτικές αρχές στον ευρωπαίο εισαγγελέα, είτε ο εισαγγελέας με δική του πρωτοβουλία να παρεμβαίνει με βάση τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του [104].

[104] Βλέπε πρώτο διάγραμμα του παραρτήματος 2.

Ερώτηση αριθ. 4 Σε ποια περίπτωση και ποιος οφείλει να προσφεύγει υποχρεωτικά στον ευρωπαίο εισαγγελέα;

6.2 Προπαρασκευαστικό στάδιο

Σύμφωνα με τις διατάξεις του προταθέντος από την Επιτροπή άρθρου 280Α της Συνθήκης ΕΚ, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα ήταν «επιφορτισμένος με την αναζήτηση, τη δίωξη και την παραπομπή σε δίκη των αυτουργών ή συνεργών παραβάσεων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας [...], στο πλαίσιο των κανόνων που έχουν καθοριστεί» από τον κοινοτικό νομοθέτη. Το προπαρασκευαστικό στάδιο αρχίζει με τη διενέργεια των πρώτων ερευνών από την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή και διαρκεί μέχρι να ληφθεί απόφαση να τεθεί μια υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί σε δίκη [105].

[105] Βλέπε δεύτερο διάγραμμα του παραρτήματος 2.

6.2.1 Θεμελιώδη δικαιώματα

Είναι αυτονόητο ότι ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα όφειλε να λειτουργεί στο πλαίσιο του πλήρους σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτά διασφαλίζονται ιδίως από το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΕ, τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση «δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών». Οι αρχές αυτές περιλαμβάνουν ιδίως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και το απόρρητο της αλληλογραφίας και των επικοινωνιών.

Ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα όφειλε επίσης να ενεργεί σύμφωνα με τις συνθήκες, και ειδικότερα με το πρωτόκολλο για τα προνόμια και τις ασυλίες, με σεβασμό του καθεστώτος των μονίμων υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

6.2.1.1 Τα δικαιώματα της υπεράσπισης και της προστασίας του κατηγορουμένου

Χωρίς να εξαντλήσουμε το θέμα, πρέπει να επισημάνουμε τη σημασία ορισμένων γενικών αρχών στο προπαρασκευαστικό στάδιο της δίκης. Κατά το στάδιο αυτό, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα διενεργούσε τις απαραίτητες έρευνες για την αποκάλυψη της αλήθειας, συγκεντρώνοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Οι έρευνες θα διεξάγονταν αδιάκοπα, για τη συγκέντρωση τόσο των επιβαρυντικών όσο και των ελαφρυντικών στοιχείων [106].

[106] Άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εύλογη προθεσμία).

Ήδη από αυτό το στάδιο, η πραγματοποίηση από τον ευρωπαίο εισαγγελέα πράξεων σε βάρος του κατηγορουμένου θα υπόκειται στην αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας [107], καθώς και στην αρχή της διαδικασίας κατ` αντιμωλία. Η τελευταία αρχή επιβάλλει, σύμφωνα με την Πράσινη Βίβλο, το δικαίωμα πρόσβασης των διαδίκων και των δικηγόρων τους στη δικογραφία την οποία έχει στην κατοχή του ο ευρωπαίος εισαγγελέας. Συνεπάγεται επίσης, όσον αφορά ειδικότερα τον κατηγορούμενο, τον σεβασμό των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και ιδίως του δικαιώματός του να εκφραστεί πλήρως για τα περιστατικά που τον αφορούν [108]. Η δράση του ευρωπαίου εισαγγελέα θα πρέπει επίσης να υπόκειται στην αρχή της ισότιμης μεταχείρισης και του σεβασμού του δικαιώματος του κατηγορουμένου τα συμπεράσματα του εισαγγελέα να βασίζονται αποκλειστικά στα στοιχεία τα οποία έχουν αποδεικτική αξία.

[107] Άρθρο 6, παράγραφος 2 της Σύμβασης και άρθρο 48, παράγραφος 1 του Χάρτη.

[108] Άρθρο 6, παράγραφος 3 της Σύμβασης και άρθρο 48, παράγραφος 2 του Χάρτη.

6.2.1.2 Δικαίωμα στη μη άσκηση διπλής ποινικής δίωξης για την ίδια παράβαση

Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζει, με τις διατάξεις του άρθρου 50, ότι «κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο». Η αρχή αυτή, η ονομαζόμενη «ne bis in idem», αναγνωρίζεται ευρέως από πολλές διεθνείς συμβάσεις [109].

[109] Βλέπε ιδίως τις διατάξεις του άρθρου 7 της σύμβασης της 25ης Ιουλίου 1995 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρθρο 54 της Σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν.

Αναμφίβολα, οι πράξεις του ευρωπαίου εισαγγελέα πρέπει να τηρούν αυτή την αρχή. Τίθεται, εντούτοις, το ζήτημα από ποιο χρονικό σημείο, κατά τη διάρκεια της προπαρασκευαστικής φάσης, πρέπει να εφαρμόζεται η εν λόγω αρχή. Δεν υπάρχει πάγια νομολογία ως προς αυτό το στοιχείο [110].

[110] Υπόθεση C 187/01, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

Είναι, ωστόσο, θεμιτό, στο πλαίσιο του προβληματισμού της παρούσας Πράσινης Βίβλου, να προβάλουμε την ακόλουθη υπόθεση. Ο ευρωπαίος εισαγγελέας δεν θα έπρεπε να διαθέτει τη δυνατότητα να ασκεί διώξεις σε βάρος ενός προσώπου που έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί με οριστική δικαστική απόφαση για την ίδια παράβαση. Θα πρέπει, εντούτοις, να έχει τη δυνατότητα να εξακριβώνει ότι πρόκειται όντως για το ίδιο πρόσωπο και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Για τον λόγο αυτό, θα ήταν δυνατό να προβλεφθεί ότι ο ευρωπαίος εισαγγελέας έχει τη δυνατότητα να διατάσσει τη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας, η οποία δεν συνεπάγεται άσκηση διώξεων, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι τηρείται η αρχή «ne bis in idem». Σε περίπτωση που από την έρευνα διαπιστωθεί ότι η υπόθεση έχει ήδη εκδικασθεί, ο ευρωπαίος εισαγγελέας οφείλει να μην προβεί στην άσκηση δίωξης. Η αρχή «ne bis in idem» πρέπει επίσης να ισχύει και για άλλες οριστικές αποφάσεις που εμποδίζουν τη μετέπειτα άσκηση διώξεων, όπως η ύπαρξη δικαστικού συμβιβασμού. Αντιθέτως, εάν από την έρευνα αποκαλυφθεί ότι οι εθνικές διωκτικές αρχές έθεσαν την υπόθεση στο αρχείο λόγω ανεπάρκειας αποδεικτικών στοιχείων, ο ευρωπαίος εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει δίωξη στο επίπεδο της υπηρεσίας του, εφόσον έχει στην κατοχή του νέα στοιχεία.

6.2.2 Έναρξη των ερευνών και των διώξεων

Οι ανακρίσεις είναι δυνατό να αρχίσουν μόνο μετά την άσκηση των διώξεων, κατόπιν εντολής του ευρωπαίου εισαγγελέα. Για την κίνηση της διαδικασίας απαιτείται τα γνωστά πραγματικά περιστατικά να είναι δυνατό να συνιστούν, ή τουλάχιστον να δημιουργούν την υπόνοια ότι έχει διαπραχθεί, παράβαση σε κοινοτική κλίμακα η οποία υπάγεται στην αρμοδιότητα της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής.

6.2.2.1 Νομιμότητα ή σκοπιμότητα των διώξεων

Εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω όροι, τίθεται ένα βασικό ερώτημα: ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα είχε απλώς τη δυνατότητα ή την υποχρέωση να ασκήσει δίωξη; Στην πρώτη περίπτωση, θα επρόκειτο για σύστημα «σκοπιμότητας των διώξεων». στη δεύτερη περίπτωση, «νομιμότητας των διώξεων». Τα εθνικά συστήματα δίνουν διαφορετικές απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, αλλά πάντοτε μεικτές.

Η επιλογή εκ μέρους του ευρωπαίου εισαγγελέα θα πρέπει να γίνεται σε κοινοτικό επίπεδο. Η δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα πρέπει να συμβάλει στην ενίσχυση και στην ενοποίηση των μέσων προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Αυτό επιβάλλει, κατ` αρχήν, την εφαρμογή ενιαίας διαδικασίας άσκησης διώξεων σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο, δηλαδή χωρίς να παρέχεται περιθώριο εκτίμησης εκ μέρους του ευρωπαίου εισαγγελέα. Εξάλλου, η ανεξαρτησία του ευρωπαίου εισαγγελέα αντισταθμίζεται από την αυστηρή εφαρμογή του δικαίου. Για τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή εκδηλώνει την προτίμησή της στο θέμα αυτό υπέρ της υιοθέτησης συστήματος νομιμότητας των διώξεων, με ορισμένες εξαιρέσεις που θα μετριάζουν την αυστηρότητά του.

Από την άποψη αυτή, η παρατηρούμενη σύγκλιση ανάμεσα στα διάφορα εθνικά συστήματα θα πρέπει να διευκολύνει μια παρόμοια λύση. Η κατάσταση που επικρατεί πλέον στα κράτη μέλη χαρακτηρίζεται από τον μεικτό χαρακτήρα τόσο των συστημάτων νομιμότητας, όσο και των συστημάτων σκοπιμότητας. Τα συστήματα σκοπιμότητας πλαισιώνονται πάντοτε, παραδείγματος χάρη, από την απαίτηση αιτιολόγησης των αποφάσεων να τεθούν υποθέσεις στο αρχείο και από την άσκηση προσφυγών κατά των αποφάσεων. Επιπλέον, η αυστηρότητα των συστημάτων νομιμότητας μετριάζεται από διάφορες δυνατότητες να τίθενται ορισμένες υποθέσεις στο αρχείο υπό όρους.

Όντας υποχρεωμένος να τηρεί τη νομιμότητα των διώξεων, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα διέθετε τη δυνατότητα να θέσει μια υπόθεση στο αρχείο, όχι μόνον επειδή αυτό επιβάλλεται για τεχνικούς λόγους [111], αλλά και για λόγους σκοπιμότητας, όπως επεξηγούνται στη συνέχεια.

[111] Βλέπε κατωτέρω 6.2.4.1 (θέση στο αρχείο ή μη απαγγελία κατηγορίας).

Κατ` αρχήν, οι εξαιρέσεις από την αρχή της νομιμότητας θα μπορούσαν να έχουν ως βασικό στόχο να μην φορτώνεται ο ευρωπαίος εισαγγελέας με υποθέσεις δευτερεύουσας σημασίας από την άποψη της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, βάσει της αρχής «de minimis non curat praetor». Για να είναι αυτό εφικτό, θα μπορούσαν να προβλεφθούν διάφορες μέθοδοι. Παραδείγματος χάρη, θα ήταν δυνατό να αφεθεί στην κρίση του ευρωπαίου εισαγγελέα, υπό τον δικαστικό έλεγχο, ένα κριτήριο «ασήμαντης βαρύτητας για τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων». Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσε να καθοριστεί ένα κατώτατο χρηματικό ποσό που να αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της κάθε παράβασης, κάτω από το οποίο ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα ήταν ελεύθερος να ασκήσει ή μη δίωξη. Η πρώτη εναλλακτική δυνατότητα θεωρείται η πλέον ελαστική. η δεύτερη, αυστηρότερη, ενέχει έναν κίνδυνο σχετιζόμενο με το όριο της εισαγγελικής παρέμβασης, ο οποίος θα ελεγχόταν, ωστόσο, από την εκτίμηση του ευρωπαίου εισαγγελέα.

Δεύτερον, θα μπορούσε να προβλεφθεί εξαίρεση από την αρχή της νομιμότητας των διώξεων σε σχέση με τη σκοπιμότητα παρόμοιων διώξεων ως προς την έκβαση της δίκης. Ειδικότερα, θα μπορούσε να αφεθεί στην κρίση του ευρωπαίου εισαγγελέα να ασκήσει δίωξη εις βάρος ενός προσώπου μόνο για ένα επαρκές μέρος των κατηγοριών που του απαγγέλλονται. Η διάταξη αυτή ήταν χρήσιμη σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα στοιχεία που προέκυψαν από τις ήδη πραγματοποιηθείσες έρευνες για ορισμένες από τις εν λόγω κατηγορίες κρίνονται επαρκή για την έκδοση δικαστικής απόφασης και ότι είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι η παράταση των ερευνών δεν θα είχε σαν αποτέλεσμα τη σημαντική διαφοροποίηση της τελικής ποινής.

Ένας τρίτος στόχος που θα μπορούσε να επιδιωχθεί μέσω της εξαίρεσης από την αρχή της νομιμότητας των διώξεων είναι ο κανόνας της μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας για την ανάκτηση των ποσών κατά τα οποία έχουν επιβαρυνθεί τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας. Πρόκειται για τη μέθοδο του δικαστικού συμβιβασμού, που εφαρμόζεται σε ορισμένα κράτη μέλη, η δυνατότητα εφαρμογής της οποίας αξίζει τουλάχιστον να συζητηθεί. Σε αυτή την περίπτωση, με την προϋπόθεση ότι ο κατηγορούμενος έχει αποκαταστήσει την προκληθείσα ζημία επιστρέφοντας -σε συμφωνία με τον διατάκτη- τα παρανόμως εισπραχθέντα ποσά ή καταβάλλοντας τους διαφυγόντες δασμούς και φόρους, θα είχε τη δυνατότητα να συνάψει συμφωνία με τον ευρωπαίο εισαγγελέα για την παύση κάθε ποινικής δίωξης, της παρούσης ή μελλοντικής. Μέσω της εκούσιας καταβολής ενός ποσού, ο κατηγορούμενος θα είχε τη δυνατότητα να αποφύγει τη δίκη. Η δυνατότητα αυτή θα μπορούσε να είναι χρήσιμη όταν οι προοπτικές για την επιβολή καταδικαστικής απόφασης είναι μικρές. Όμως, η δυνατότητα αυτή θα ήταν αποδεκτή μόνον όταν οι εν λόγω παραβάσεις αφορούν ένα μικρό χρηματικό ποσό. Γενικά, οι όροι του δικαστικού συμβιβασμού θα πρέπει να επινοούνται κατά τρόπον ώστε να μην αποτελούν πηγή αποφυγής της δικαιοσύνης ή άνισης μεταχείρισης.

Ανεξάρτητα από τον λόγο της μη άσκησης δίωξης, θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι είναι αδύνατο να μην ασκείται δίωξη όταν συντρέχουν ορισμένες επιβαρυντικές περιστάσεις, οι οποίες ορίζονται με παραπομπή στο εθνικό δίκαιο.

Σε περίπτωση κατά την οποία ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα αποφάσιζε να μην ασκήσει δίωξη, θα όφειλε να κλείσει την υπόθεση και, εάν εκκρεμούν διώξεις, να λάβει απόφαση να τη θέση στο αρχείο [112]. Στη συνέχεια, θα διαβίβαζε τη δικογραφία για ενημέρωση στις εθνικές διωκτικές αρχές, οι οποίες θα ήταν πλέον υπεύθυνες να εκτιμήσουν αν η εν λόγω υπόθεση για την οποία δεν ασκήθηκε δίωξη σε κοινοτικό επίπεδο παρουσιάζει ενδιαφέρον βάσει του εθνικού δικαίου για να ασκηθεί δίωξη για άλλους τύπους παραβάσεων (βλέπε κατωτέρω) [113]. Πάντοτε εντός του πλαισίου της τήρησης της αρχής «ne bis in idem», αυτό θα ίσχυε σε περίπτωση που είναι ήδη γνωστό στις ανακριτικές αρχές ότι ο αυτουργός έχει διαπράξει παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας.

[112] Βλέπε κατωτέρω 6.2.4.1 (θέση στο αρχείο).

[113] Η ενημέρωση αυτή από τον ευρωπαίο εισαγγελέα είναι διαφορετική από την παραπομπή στις εθνικές διωκτικές αρχές στο πλαίσιο του καταμερισμού των κοινοτικών υποθέσεων. Βλέπε κατωτέρω 6.2.2.2α).

Ερώτηση αριθ. 5 Πρέπει ο ευρωπαίος εισαγγελέας να υπακούει στην αρχή της νομιμότητας των διώξεων, όπως προτείνει η Επιτροπή, ή στην αρχή της σκοπιμότητας των διώξεων; Ποιες εξαιρέσεις πρέπει να προβλεφθούν στην κάθε περίπτωση;

6.2.2.2 Κατανομή των υποθέσεων ανάμεσα στον ευρωπαίο εισαγγελέα και τις εθνικές διωκτικές αρχές

Επειδή τα πεδία ουσιαστικής αρμοδιότητας του καθενός είναι οριοθετημένα, έχει μεγάλη σημασία να οργανωθεί με σαφήνεια στην πράξη η κατανομή των υποθέσεων μεταξύ του ευρωπαίου εισαγγελέα και των εθνικών διωκτικών αρχών. Πρώτον, για λόγους συνοχής και για να περιοριστούν οι περιπτώσεις άσκησης παράλληλων διώξεων για την ίδια πράξη. Δεύτερον, για λόγους εξοικονόμησης μέσων, για να περιορισθεί το ενδεχόμενο της διπλής διάθεσης πόρων. Τρίτον, από σεβασμό προς τη δικαιοσύνη, για να αποφευχθεί κάθε παράβαση της αρχής «ne bis in idem» και, αντιστρόφως, για να αποτραπούν οι αρνητικές συγκρούσεις αρμοδιοτήτων, όταν καμία αρχή δεν θεωρεί ότι είναι αρμόδια να ασκήσει δίωξη. Επιπλέον, η επίλυση αυτού του ζητήματος θα διευκολύνει την απόφαση αναφορικά με το ποιος πρέπει να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του Δικαστηρίου.

α) Η περίπτωση των κοινοτικών υποθέσεων

Ο ευρωπαίος εισαγγελέας υπόκειται στην αρχή ότι είναι αρμόδιος για παραβάσεις σχετιζόμενες με την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Πρέπει να προσδιοριστεί σε ποιο βαθμό η εν λόγω ουσιαστική αρμοδιότητα σημαίνει ότι οι υποθέσεις πρέπει να ανατίθενται κατ` αποκλειστικότητα στον ευρωπαίο εισαγγελέα, ή να επιλαμβάνεται αυτός από κοινού με τις εθνικές διωκτικές αρχές.

Αντί της αποκλειστικότητας, θα πρέπει να αναγνωριστούν δύο αρχές που θα επιτρέπουν στον ευρωπαίο εισαγγελέα να εκτελεί την αποστολή του: η συστηματική προσφυγή σε αυτόν και η υπεροχή της. Κατ` αρχήν, όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να ασκείται συστηματικά προσφυγή όταν υφίστανται στοιχεία ότι μια παράβαση αφορά τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα. Δεύτερον, η εν λόγω προσφυγή θα έπρεπε λογικά να συνεπάγεται τη μη εμπλοκή των εθνικών διωκτικών αρχών από το στάδιο των ερευνών, κατ` εφαρμογή του κανόνα «ne bis in idem».

Με την επιφύλαξη των δύο ανωτέρω αρχών, δηλαδή της συστηματικής προσφυγής στον ευρωπαίο εισαγγελέα και της υπεροχής της δράσης του έναντι των εθνικών ποινικών διώξεων, θα ήταν δυνατό να υπάρξει κατανομή των κοινοτικών υποθέσεων ανάμεσα στον ευρωπαίο εισαγγελέα και στις εθνικές διωκτικές αρχές. Πράγματι, βάσει της αρχής της επικουρικότητας, ορισμένες υποθέσεις σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων θα ήταν δυνατό να ανατίθενται στις εθνικές αρχές:

- Κατ` εφαρμογή ενός καθοριζομένου εκ των προτέρων από το νομοθέτη κατωτάτου ορίου, το οποίο είναι, παραδείγματος χάρη, εκφρασμένο σε ένα ποσό για κάθε παράβαση, υπό τον όρο ότι θα ενημερωνόταν ο ευρωπαίος εισαγγελέας, έτσι ώστε να έχει μια γενική εικόνα για την εξεταζόμενη εγκληματική πράξη.

- Βάσει εξουσίας του ευρωπαίου εισαγγελέα να παραπέμπει μια υπόθεση στις εθνικές διωκτικές αρχές. εξουσία που θα μπορούσε να ρυθμίζεται, στην πράξη, στο πλαίσιο κατευθυντήριων γραμμών που προβλέπουν, παραδείγματος χάρη, την κατά κανόνα παραπομπή της υπόθεσης στις εθνικές αρχές στις περιπτώσεις που η υπόθεση περιορίζεται στην επικράτεια ενός μόνο κράτους μέλους.

- Σε όλες τις περιπτώσεις, συνεπεία μιας από τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις από την αρχή της νομιμότητας των διώξεων, πλην της περίπτωσης του δικαστικού συμβιβασμού.

β) Η περίπτωση των μεικτών υποθέσεων

Διαφορετικό είναι το ζήτημα των μεικτών υποθέσεων που συνιστούν ταυτόχρονα κοινοτική και εθνική παράβαση. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να προσδιοριστεί ο τρόπος αντιμετώπισης των υποθέσεων για τις οποίες απαιτείται παρέμβαση του ευρωπαίου εισαγγελέα, αλλά υπερβαίνουν το πεδίο των αρμοδιοτήτων του.

Ο μεικτός χαρακτήρας των υποθέσεων είναι συνήθης κατάσταση που παρατηρείται στην πράξη, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των κοινοτικών κεφαλαίων εισπράττονται και αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης από τις εθνικές αρχές.

Είναι πολλά τα παραδείγματα μεικτών υποθέσεων, όπως η παράνομη λήψη κοινοτικής επιδότησης μέσω της δωροδοκίας ενός εθνικού υπαλλήλου, ή το λαθρεμπόριο ενός εμπορεύματος που επιτρέπει τη διαφυγή ταυτόχρονα των ειδικών φόρων κατανάλωσης (εθνικά έσοδα), του ΦΠΑ και των δασμών (ίδιοι πόροι).

Η απλούστερη περίπτωση είναι αυτή κατά την οποία θα ήταν δυνατή η αποσύνδεση των παραβάσεων και κατά συνέπεια της άσκησης ποινικής δίωξης. Όταν ο ευρωπαίος εισαγγελέας ενημερωθεί ή επιληφθεί για το σύνολο των πραγματικών περιστατικών, θα ασκήσει δίωξη μόνο για την κοινοτική παράβαση, παραπέμποντας τα υπόλοιπα στοιχεία στις εθνικές διωκτικές αρχές.

Εντούτοις, η συνάρθρωση των στοιχείων μπορεί να είναι περισσότερο σύνθετη σε περιπτώσεις πραγματικών μεικτών υποθέσεων. Μπορούμε να διακρίνουμε δύο καταστάσεις: α) η ίδια συμπεριφορά υπόκειται σε δύο ποινικές δικαιοδοσίες, την εθνική και την κοινοτική, και αφορά την προστασία του ίδιου συμφέροντος. β) δύο συναφείς συμπεριφορές (δηλαδή διακριτές αλλά στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους) υπάγονται αντίστοιχα σε δύο ποινικές δικαιοδοσίες, την εθνική και την κοινοτική. Και στις δύο περιπτώσεις, η συγκέντρωση των διώξεων ενδέχεται να είναι επιχειρησιακά συμφερότερη.

Οι μεικτές υποθέσεις δεν θα ήταν δυνατό να αντιμετωπισθούν μόνον από τις εθνικές διωκτικές αρχές, εφόσον αυτό θα αφαιρούσε από τη λειτουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής το ουσιαστικό περιεχόμενό της. Η θέσπιση εντεταλμένων της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, ιδίως με την υπόθεση ότι θα συγκεντρώσουν ευρωπαϊκές και εθνικές αρμοδιότητες, θα διευκόλυνε την αντιμετώπιση παρόμοιων υποθέσεων, όπως και η δημιουργία της μονάδας Eurojust για τις υποθέσεις που την αφορούν [114]. Εντούτοις, πρέπει να περιοριστούν οι κίνδυνοι σύγκρουσης ανάμεσα στις κοινοτικές και εθνικές πολιτικές καταπολέμησης της εγκληματικότητας, ή ακόμη ανάμεσα στην κοινοτική διαδικασία, η οποία εφαρμόζεται για μια κοινοτική παράβαση, και την εθνική διαδικασία, που εφαρμόζεται για μια παράβαση σε εθνικό επίπεδο.

[114] Βλέπε κατωτέρω 7.2.1 (Eurojust).

γ) Η οργάνωση του διαλόγου ανάμεσα στον ευρωπαίο εισαγγελέα και τις εθνικές διωκτικές αρχές

Για να επιλυθεί το προαναφερθέν ζήτημα, αλλά και για γενικότερους σκοπούς, θα έπρεπε να οργανωθεί μηχανισμός διαβουλεύσεων μεταξύ του ευρωπαίου εισαγγελέα και των εθνικών διωκτικών αρχών, ο οποίος θα συνέβαλε, με την εφαρμογή του στην πράξη, στην εμπέδωση σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Η θέσπιση της υποχρεωτικής προσφυγής στον ευρωπαίο εισαγγελέα, ιδίως εκ μέρους των εθνικών διωκτικών αρχών, θα πρέπει να αποτελεί τη βάση αυτού του διαλόγου [115]. Ο διάλογος ανάμεσα στον ευρωπαίο και τους εθνικούς εισαγγελείς θα πρέπει να υπόκειται στην αρχή του πλήρους σεβασμού της ασφάλειας του δικαίου. Εν πάση περιπτώσει, οι εντεταλμένοι της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στα ποινικά μητρώα [116].

[115] Βλέπε ιδίως άρθρο 18, παράγραφος 5 του CJ. Σε αντίθεση με την υποχρέωση των κρατών να συνεργάζονται, στο στάδιο των ερευνών, με τους εισαγγελείς των Διεθνών Ποινικών Δικαστηρίων που συστάθηκαν πιο πρόσφατα (άρθρο 29 του καταστατικού του ΔΠΔΓ. άρθρο 28 του καταστατικού του ΔΠΔΡ. άρθρο 93 του καταστατικού του ΔΠΔ), θα υπάρχει στην περίπτωση αυτή άμεση αμοιβαία συνδρομή ανάμεσα στον ευρωπαίο εισαγγελέα και τις εθνικές διωκτικές αρχές.

[116] Βλέπε επίσης τον τίτλο VI «Μητρώο για τις ποινικές διώξεις λόγω απάτης» του σχεδίου που υπέβαλε η Επιτροπή στο Συμβούλιο, ενόψει της έγκρισης του πρωτοκόλλου της 19.6.1997 της σύμβασης της 26.7.1995 (ΕΕ C 83 της 20.3.1996, σελ. 10).

Λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης προσφυγής στον ευρωπαίο εισαγγελέα, για κάθε υπόθεση που θίγει τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα, ο εισαγγελέας θα μπορούσε να αναθέσει, ενδεχομένως, στις εθνικές αρχές την εξέταση των παραβάσεων που θίγουν «κατά κύριο λόγο» τα εθνικά συμφέροντα [117]. Για να προσδιοριστεί τι σημαίνει ο όρος «κατά κύριο λόγο», ο κοινοτικός νομοθέτης θα μπορούσε να καθορίσει πιο ακριβείς οδηγίες και, εντός αυτού του πλαισίου, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα μπορούσε να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις αρχές της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου και της υπεροχής του lex specialis επί του γενικού νόμου.

[117] Βλέπε ιδίως άρθρο 19 του Corpus juris (CJ), την επονομαζόμενη διατύπωση «της Φλωρεντίας».

Αντιστρόφως, σε περίπτωση κατά την οποία ο ευρωπαίος εισαγγελέας δεν θα ανέθετε τη μεικτή υπόθεση στις εθνικές αρχές, θα ήταν δυνατό να προβλεφθεί μηχανισμός μεικτών διώξεων, στις οποίες θα συμμετέχουν ο εντεταλμένος της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής και οι εθνικές διωκτικές αρχές, υπό την εποπτεία του ευρωπαίου εισαγγελέα.

Σε όλες τις περιπτώσεις, όταν ένας από τους δύο φορείς άσκησης διώξεων, εθνικός ή κοινοτικός, αναθέσει το σύνολο μιας μεικτής υπόθεσης στον άλλο φορέα, αυτός θα πρέπει να ασκήσει τις διώξεις κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη προστασίας και των συμφερόντων του πρώτου φορέα.

Τέλος, εάν έπρεπε να επιληφθούν παράλληλα διαφορετικά δικαστήρια, θα ήταν σκόπιμο να προβλεφθεί μηχανισμός επίλυσης θεμάτων σύγκρουσης αρμοδιοτήτων ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως θα εξετασθεί στη συνέχεια [118].

[118] Βλέπε ιδίως άρθρο 28 1 του CJ και κατωτέρω 8 (δικαστικός έλεγχος).

Ερώτηση αριθ. 6 Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων προβληματισμού που περιέχονται στην παρούσα Πράσινη Βίβλο, ποια θα πρέπει να είναι η κατανομή των αρμοδιοτήτων ανάμεσα στον ευρωπαίο εισαγγελέα και στις εθνικές διωκτικές αρχές, κυρίως για να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση των μεικτών υποθέσεων;

6.2.3 Διενέργεια των ερευνών

6.2.3.1 Μέτρα έρευνας

Στον τομέα της αρμοδιότητάς του, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα είναι υπεύθυνος να διευθύνει και να συντονίζει τις έρευνες. Βάσει του τεκμηρίου της αθωότητας, έχει την ευθύνη να παρέχει την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου, συγκεντρώνοντας και επιβαρυντικά και ελαφρυντικά στοιχεία για τον κατηγορούμενο. Επειδή είναι αρμόδιος για εν δυνάμει σοβαρές παραβάσεις, θεωρείται σκόπιμο να έχει τη δυνατότητα, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο, να εφαρμόζει ένα σύνολο μέτρων έρευνας που ισχύουν σε εθνικό επίπεδο για την καταπολέμηση παρόμοιων οικονομικών εγκλημάτων [119].

[119] Κατά την έννοια της παρούσας Πράσινης Βίβλου, με τον όρο «μέτρα έρευνας» νοείται μια γενική κατηγορία επιμέρους «πράξεων έρευνας».

Για τον σκοπό αυτό, θα μπορούσε να του παρασχεθεί η δυνατότητα, μέσω της παρέμβασης ενός δικαστή όταν τίθεται ζήτημα θεμελιωδών δικαιωμάτων, να συλλέγει κάθε χρήσιμη πληροφορία, να καλεί σε ακρόαση τους μάρτυρες και να ανακρίνει τους υπόπτους, να τους υποχρεώνει να εμφανίζονται ενώπιόν του, να διενεργεί επιτόπου έρευνες, να προβαίνει σε κατασχέσεις, περιλαμβανομένης της αλληλογραφίας, να δεσμεύει περιουσιακά στοιχεία, να καταφεύγει σε παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και σε άλλες μορφές παρακολούθησης επικοινωνιών με τη χρησιμοποίηση των τελειότερων τεχνολογιών της επικοινωνίας, να χρησιμοποιεί τις ειδικές μεθόδους έρευνας, που είναι χρήσιμες για οικονομικά θέματα και αναγνωρισμένες από το δίκαιο των διεθνών συμβάσεων [120] (μυστική έρευνα, ελεγχόμενη παράδοση), να ζητεί την έκδοση εντάλματος σύλληψης, τη θέση υπό δικαστικό έλεγχο ή ακόμα την προσωρινή κράτηση.

[120] Σύμβαση της 18.12.1997 σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή και την τελωνειακή συνεργασία μεταξύ των τελωνειακών υπηρεσιών (Νάπολη II). σύμβαση της 29.5.2000 σχετικά με τη δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1).

Η παρούσα Πράσινη Βίβλος θα πρέπει να αποτελεί το πλαίσιο διεξοδικού προβληματισμού σχετικά με τις δικαστικές εγγυήσεις κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της δίκης και στο κατάλληλο εθνικό, ή ενδεχομένως ευρωπαϊκό, επίπεδο, στο οποίο πρέπει να εντάσσονται και να ελέγχονται αυτά τα μέτρα.

Θα ήταν αδύνατη η λειτουργία του ευρωπαίου εισαγγελέα εάν θα έπρεπε να προσφεύγει σε μέτρα εξαναγκασμού τα οποία είναι καθορισμένα αποκλειστικά σε εθνικό επίπεδο και χωρίς αμοιβαία αναγνώριση. Σε αυτή την περίπτωση, δεν θα ήταν δυνατό να ξεπεραστεί η στεγανοποίηση που συνδέεται με τις διεθνείς αιτήσεις διενέργειας δικαστικών πράξεων και έκδοσης. Θα περιοριζόταν σημαντικά η συνοχή του κοινού χώρου ερευνών και άσκησης διώξεων.

Αντιθέτως, πρέπει να αποτραπεί μια «κωδικοποίηση της ποινικής δικονομίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο» εφόσον κρίνεται δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο στόχο. Καταβάλλεται προσπάθεια να καταστεί αποτελεσματικό το σύστημα διώξεων των παραβάσεων οι οποίες θίγουν τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα και όχι να δημιουργηθεί ένα πλήρες ευρωπαϊκό δικαστικό σύστημα.

Η αμοιβαία αναγνώριση των εθνικών μέτρων εξαναγκασμού θα αρκούσε ενδεχομένως για τη λειτουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, εάν υπήρχε μια επαρκής κοινή βάση μεταξύ των κρατών μελών. Από την άποψη αυτή, εκτός από το γεγονός ότι τα κράτη μέλη θα υπόκεινται στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα μέσα που εγκρίνονται ή αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα (δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων [121], προσωρινή μεταφορά κρατουμένων για ανάκριση, ακρόαση μέσω εικονοδιάσκεψης ή τηλεδιάσκεψης, επιτηρούμενες παραδόσεις, παρακολουθήσεις τηλεπικοινωνιών [122], ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης [123]...) δείχνουν ότι αυτή η κοινή βάση βρίσκεται στο στάδιο της εδραίωσης, έστω και αν είναι υπερβολικά νωρίς για να προδικάσουμε το ακριβές περιεχόμενό της.

[121] Πρωτοβουλία των κυβερνήσεων της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Βασιλείου του Βελγίου για την έκδοση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με την εκτέλεση, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, των αποφάσεων δέσμευσης των περιουσιακών ή των αποδεικτικών στοιχείων (ΕΕ C 75 της 7.3.2001, σελ. 3).

[122] Σύμβαση της 29.5.2000.

[123] COM(2001)522 προαναφερθέν.

Η αυτόματη αμοιβαία αναγνώριση των μέτρων εξαναγκασμού που τίθενται σε εφαρμογή από την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή υπό τον έλεγχο του δικαστή εγγυητή των ελευθεριών θα επέτρεπε να ξεπεραστούν τα εμπόδια για την ικανοποίηση των διεθνών αιτήσεων για τη διενέργεια δικαστικών πράξεων και έκδοσης, εφόσον θα καθιστούσε αυτά τα αναγκαστικά μέτρα έγκυρα σε όλη την επικράτεια των Κοινοτήτων, στο πλαίσιο ενός κοινού χώρου.

Ειδικότερα, όσον αφορά τα εθνικά μέτρα έρευνας, στα οποία θα προσέφευγε ο ευρωπαίος εισαγγελέας, [βλέπε κατωτέρω στοιχεία β) και γ)] η αμοιβαία αναγνώριση θα σήμαινε ότι σε περίπτωση διενέργειας σε ένα κράτος μέλος έρευνας με την έγκριση του δικαστή εγγυητή των ελευθεριών ενός άλλου κράτους μέλους, ο ευρωπαίος εισαγγελέας δεν θα ήταν αναγκασμένος να ζητήσει νέα άδεια.

Παρουσιάζουμε το παράδειγμα δικαστικής έρευνας σε τρεις θυγατρικές της ίδιας εταιρείας, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στα κράτη μέλη Α, Β και Γ. (Λαμβάνεται ως υπόθεση ότι για την έρευνα στις επιχειρήσεις έχει εκδοθεί εκ των προτέρων άδεια δικαστή μόνο στα δύο πρώτα κράτη μέλη, κατ` εφαρμογή του αντίστοιχου εθνικού δικαίου τους.) Ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα μπορούσε να ζητήσει η έγκριση διενέργειας έρευνας από τον δικαστή εγγυητή των ελευθεριών του κράτους μέλους Α να ισχύσει επίσης και στο κράτος μέλος Β -χωρίς δεύτερη έγκριση- και να πραγματοποιηθούν ταυτόχρονες έρευνες και στις τρεις θυγατρικές στις χώρες Α, Β και Γ.

Επιπλέον, τίθεται το θέμα της αμοιβαίας αποδοχής όσον αφορά τα συγκεντρωθέντα αποδεικτικά στοιχεία μέσω παρόμοιων μέτρων έρευνας, όπως εξετάζεται κατωτέρω [124].

[124] Βλέπε κατωτέρω 6.3.4 (συστήματα αποδεικτικών στοιχείων).

Αντιθέτως, όσον αφορά τα κοινοτικά μέτρα έρευνας, δηλαδή τις πράξεις του ευρωπαίου εισαγγελέα [που περιγράφονται στο σημείο α)], αυτά είχαν την ίδια νομική ισχύ σε ολόκληρο τον κοινό χώρο ερευνών και διώξεων, λόγω του κοινοτικού τους χαρακτήρα.

α) Τα κοινοτικά μέτρα έρευνας υπό τη διακριτική ευχέρεια του ευρωπαίου εισαγγελέα: συλλογή ή κατάσχεση πληροφοριών, ακρόαση ή ανάκριση προσώπων...

Τα κοινοτικά μέτρα έρευνας που λαμβάνονται από τον ευρωπαίο εισαγγελέα δεν απαιτούν την άσκηση καμίας αναγκαστικής εξουσίας: λήψη αντιγράφου ή κατάσχεση πληροφοριών, ακρόαση μαρτύρων ή ανάκριση συναινούντος του κατηγορουμένου. Θα έπρεπε, συνεπώς, να επαφίενται στη διακριτική του ευχέρεια. Τίθεται το ζήτημα αν θα έπρεπε επιπλέον να περιληφθούν οι επιτόπου επισκέψεις σε επιχειρήσεις, εφόσον η έγκρισή τους από δικαστή δεν αποτελεί κοινή αρχή όλων των κρατών μελών.

Εν πάση περιπτώσει, τα μέτρα αυτά θα έπρεπε να εντάσσονται σε μια συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία θεσπίζεται σε κοινοτικό επίπεδο. Για τον λόγο αυτό, θα έπρεπε να παρέχονται πλήρεις εγγυήσεις για τα δικαιώματα της υπεράσπισης. Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου θα ήταν δυνατό να εμπνέονται από τις διατάξεις των πλέον πρόσφατων καταστατικών των διεθνών ποινικών δικαστηρίων αναφορικά με την προστασία του κατηγορουμένου: παροχή βοήθειας ενός νομικού συμβούλου, μετάφραση, δικαίωμα στη σιωπή, δικαίωμα να μην ομολογήσει ενοχή, εκ των προτέρων ενημέρωση για τα δικαιώματά του (χρησιμοποίηση των δηλώσεών του ως αποδεικτικών στοιχείων, γνωστοποίηση των απαγγελλόμενων κατηγοριών,...).

β) Τα μέτρα έρευνας που υπόκεινται στον έλεγχο του δικαστή εγγυητή των ελευθεριών: βίαιη προσαγωγή, κατ` οίκον έρευνα, κατάσχεση, δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων, παρακολούθηση επικοινωνιών, μυστική έρευνα, ελεγχόμενη ή επιτηρούμενη παράδοση...

Θα έπρεπε επίσης να παρέχεται η δυνατότητα στον ευρωπαίο εισαγγελέα να λαμβάνει μέτρα εξαναγκασμού που να ισχύουν και να εκτελούνται στον κοινοτικό χώρο ερευνών και διώξεων. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει, εντούτοις, να υπόκεινται στον έλεγχο του εθνικού δικαστή εγγυητή των ελευθεριών [125]. Θα εκτελούνται στη συνέχεια με τις οδηγίες του ευρωπαίου εισαγγελέα από τις αρμόδιες αρχές [126].

[125] Βλέπε κατωτέρω 6.4 (εγγύηση των ελευθεριών από τον δικαστή).

[126] Βλέπε κατωτέρω 6.2.3.2. (σχέση εργασίας με τις εθνικές υπηρεσίες έρευνας) και 7.3. (μελλοντικός ρόλος της OLAF).

Το εθνικό δίκαιο που θα έπρεπε να εφαρμοστεί, στο στάδιο της έγκρισης, είναι το δίκαιο του κράτους μέλους του δικαστή εγγυητή των ελευθεριών και, στο στάδιο της εκτέλεσης, του κράτους μέλους στο οποίο διενεργήθηκε η έρευνα, εάν υποθέσουμε ότι πρόκειται για άλλο κράτος μέλος. Η εν λόγω έγκριση θα έπρεπε να αναγνωρίζεται αμοιβαίως από τα κράτη μέλη και τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώνονται νομίμως θα πρέπει να θεωρούνται παραδεκτά σε αυτή τη βάση.

Θα πρέπει εκ των προτέρων να εξασφαλιστεί ότι το εσωτερικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους παρέχει τη δυνατότητα λήψης των ίδιων μέτρων εξαναγκασμού. Προαπαιτούμενο για την αμοιβαία αναγνώριση είναι η διασφάλιση της ελάχιστης ομοιογένειας των εθνικών διατάξεων για τα μέτρα έρευνας. Δεν πρόκειται για εναρμόνιση των διαφόρων εθνικών ρυθμίσεων για το θέμα αυτό, αλλά για επαλήθευση ότι τουλάχιστον μια εθνική ρύθμιση περιλαμβάνει σε κάθε κράτος μέλος τα μέτρα στα οποία θα μπορούσε να προσφύγει ο ευρωπαίος εισαγγελέας. Παραδείγματος χάρη, για να είναι δυνατό να προβλεφθεί στο κοινοτικό παράγωγο δίκαιο η δυνατότητα του ευρωπαίου εισαγγελέα να προσφεύγει στο μέτρο της προσωρινής κράτησης, θα πρέπει τουλάχιστον να ισχύει για το θέμα αυτό εθνική νομοθεσία σε κάθε κράτος μέλος.

Όσον αφορά τους τρόπους παροχής έγκρισης από τον δικαστή εγγυητή των ελευθεριών (εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων έγκριση, συνήθης ή επείγουσα διαδικασία κλπ), θα έπρεπε να ισχύει το εθνικό δίκαιο του επιλαμβανόμενου κράτους μέλους. Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης θα εφαρμόζεται στους τύπους και όχι επί της αρχής του ελέγχου εκ μέρους του εθνικού δικαστή εγγυητή των ελευθεριών.

Στο προηγούμενο παράδειγμα, είναι δυνατό να προβλεφθεί ότι η έγκριση που παρέχει ο δικαστής - εγγυητής των ελευθεριών του κράτους μέλους Α αφορά απλουστευμένη διαδικασία, η οποία δεν υφίσταται στο κράτος μέλος Β, αλλά θα μπορούσε να αναγνωριστεί σε αυτό βάσει της αμοιβαίας αναγνώρισης. Αντιθέτως, ο ευρωπαίος εισαγγελέας δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει κάθε δυνατή μορφή έγκρισης στα κράτη μέλη Α και Β, με το αιτιολογικό ότι το κράτος μέλος Γ επιτρέπει στην επικράτειά του τη διενέργεια έρευνας σε επιχείρηση χωρίς την έγκριση ενός δικαστή.

γ) Τα εγκρινόμενα από τον δικαστή εγγυητή των ελευθεριών μέτρα έρευνας, κατόπιν αιτήσεως του ευρωπαίου εισαγγελέα: ένταλμα σύλληψης, θέση υπό δικαστικό έλεγχο ή προσωρινή κράτηση

Τα προαναφερθέντα στην προηγούμενη περίπτωση, ισχύουν a fortiori και για τα μέτρα έρευνας που επιβάλλουν περιορισμό ή στέρηση της ελευθερίας. Εντούτοις, τα μέτρα αυτά, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, υλοποιούνται με πράξεις όχι του ευρωπαίου εισαγγελέα, αλλά του δικαστή εγγυητή των ελευθεριών, λόγω της σοβαρότητας των επιπτώσεών τους.

Για να εξασφαλιστεί η έκδοση ενός εντάλματος σύλληψης, θέσης υπό δικαστικό έλεγχο ή προσωρινής κράτησης, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα όφειλε να υποβάλει σχετική αίτηση στον δικαστή.

Ειδικότερα, η Επιτροπή έχει την άποψη ότι θα έπρεπε να παρέχεται η δυνατότητα στον ευρωπαίο εισαγγελέα να ζητεί από κάθε αρμόδια εθνική δικαστική αρχή την έκδοση εντάλματος συλλήψεως, υπό τους προβλεπόμενους όρους mutatis mutandis από τις διατάξεις της πρότασης απόφασης πλαισίου της Επιτροπής για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως [127].

[127] COM(2001)522 προαναφερθέν.

Το ένταλμα αυτό, που είναι εκτελεστό σε όλο τον κοινό χώρο ερευνών και διώξεων, θα παρείχε στον ευρωπαίο εισαγγελέα τη δυνατότητα να ζητεί την αναζήτηση, τη σύλληψη και την παράδοση του ατόμου, με αιτιολογημένη θεμελίωση της αποδιδόμενης σε αυτό παράβασης. Κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης θα πρέπει να καταχωρείται στο σύστημα πληροφόρησης Σένγκεν (SIS). Για τους σκοπούς της προστασίας των δικαιωμάτων του, ο συλληφθείς θα μπορούσε να αντιταχθεί στην εκτέλεση του εντάλματος ενώπιον του δικαστή εγγυητή των ελευθεριών στο κράτος μέλος εκτέλεσης.

Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου τη διαδικασία έκδοσης στον τομέα αρμοδιότητας του ευρωπαίου εισαγγελέα. Ειδικότερα, δεν θα ήταν πλέον απαραίτητο να εφαρμόζονται σε αυτό το πλαίσιο οι αρχές της διπλής απαγγελίας κατηγοριών και της απαγόρευσης της έκδοσης υπηκόων των κρατών μελών. Η εξέλιξη αυτή εντάσσεται στο πνεύμα των συμπερασμάτων του Τάμπερε που έχουν στόχο να περιορίσουν τις περιπτώσεις προσφυγής στην έκδοση και στο να θεσπιστεί ένας εκτελεστός ευρωπαϊκός τίτλος [128].

[128] Συμπεράσματα αριθ. 35 και 37.

Ερώτηση αριθ. 7 Θεωρείτε επαρκή τον κατάλογο μέτρων έρευνας που προβλέπονται για τον ευρωπαίο εισαγγελέα, για να ξεπεραστεί ιδίως το πρόβλημα του κατακερματισμού του ευρωπαϊκού ποινικού χώρου; Ποιο πλαίσιο (εφαρμοστέο δίκαιο, έλεγχος) πρέπει να προβλεφθεί για τα εν λόγω μέτρα έρευνας;

6.2.3.2 Σχέση συνεργασίας με τις εθνικές ανακριτικές υπηρεσίες

Η πρόταση δημιουργίας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής δεν συνεπάγεται τη δημιουργία μιας επικουρικής υπηρεσίας της δικαστικής εξουσίας σε κοινοτικό επίπεδο για να διεκπεραιώνει το σύνολο των απαραίτητων ερευνών στα κράτη μέλη [129]. Ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να βασίζεται στις εθνικές ανακριτικές υπηρεσίες, αστυνομικές και δικαστικές, που ενδεχομένως αποτελούνται από κοινές ανακριτικές ομάδες [130], για τη συγκεκριμένη εκτέλεση των πράξεων οι οποίες εγκρίνονται από τον δικαστή εγγυητή των ελευθεριών [131].

[129] Βλέπε κατωτέρω 7.3 όσον αφορά το ειδικότερο ζήτημα των ερευνών στο εσωτερικό των κοινοτικών οργάνων.

[130] Άρθρο 13 της προαναφερθείσας σύμβασης της 29.5.2000 σχετικά με τη δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις.

[131] Χωρίς να αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας Πράσινης Βίβλου, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, αυστηρά περιορισμένες βάσει της αρχής της επικουρικότητας, η άσκηση ανακριτικών εξουσιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα μπορούσε να συμβάλει στην αυξημένη αποτελεσματικότητα της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής. Πρόκειται κυρίως για διακρατικές υποθέσεις που αφορούν τις άμεσες δαπάνες (δαπάνες τις οποίες διαχειρίζονται οι Κοινότητες, χωρίς προσφυγή στις δημόσιες διοικήσεις των κρατών μελών), παραδείγματος χάρη όταν οι συμβαλλόμενοι και οι υπεργολάβοι της Επιτροπής είναι εγκατεστημένοι σε περισσότερα κράτη μέλη. Βλέπε επίσης κατωτέρω 7.3 (μελλοντική αποστολή της OLAF).

Είναι δυνατό να προβλεφθούν διάφορες εναλλακτικές δυνατότητες που θα διέπουν τις μεταξύ τους σχέσεις συνεργασίας.

Σύμφωνα με μία πρώτη εναλλακτική δυνατότητα, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα είχε την εξουσία να διενεργεί απευθείας έρευνα, στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των καθηκόντων του, έναντι ανακριτικών υπηρεσιών των κρατών μελών.

Μια δεύτερη εναλλακτική δυνατότητα θα ήταν να προβλεφθεί, με γενικότερο τρόπο, η υποχρέωση να παρέχουν οι εθνικές ανακριτικές αρχές των κρατών μελών συνδρομή στον εισαγγελέα. Ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα είχε το δικαίωμα να ζητεί τη συνδρομή, παραδείγματος χάρη της αστυνομίας ενός κράτους μέλους για τη διενέργεια έρευνας και η αστυνομία δεν θα μπορούσε να αρνηθεί να ικανοποιήσει αυτό το αίτημα.

Μια τρίτη εναλλακτική δυνατότητα θα ήταν να υπάρξει συμμόρφωση σε κάθε κράτος μέλος με το σύστημα των υφισταμένων σχέσεων ανάμεσα στις εθνικές διωκτικές αρχές και στις εθνικές ανακριτικές αρχές.

Όσον αφορά την τρίτη εναλλακτική δυνατότητα, αναφέρουμε ως παράδειγμα ότι ο εντεταλμένος της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής σε ένα κράτος μέλος Α θα μπορούσε να ζητήσει απευθείας τη συνδρομή της αστυνομίας, όπως θα μπορούσε να πράξει κάθε εθνικός εισαγγελέας αυτού του κράτους μέλους, ενώ ο εντεταλμένος ευρωπαίος εισαγγελέας δεν θα μπορούσε να υποβάλει παρόμοιο αίτημα σε ένα άλλο κράτος μέλος Β, όπου οι εθνικές διωκτικές αρχές δεν έχουν τη δυνατότητα παρέμβασης στην αστυνομία.

Η προτίμηση της Επιτροπής στρέφεται μάλλον προς την τρίτη εναλλακτική δυνατότητα, υπό τον όρο ότι η ελευθερία εσωτερικής οργάνωσης την οποία συνεπάγεται δεν θα θέσει σε κίνδυνο τις κοινοτικές αρχές περί αποτελεσματικής και ισοδύναμης προστασίας. Οι εντεταλμένοι της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα διέθεταν σε αυτή την περίπτωση τις ίδιες εξουσίες έναντι των εθνικών ανακριτικών αρχών με αυτές που διαθέτουν οι εθνικές διωκτικές αρχές.

Ερώτηση αριθ. 8 Ποιες εναλλακτικές λύσεις θα μπορούσαν να προβλεφθούν για να εξασφαλιστεί η εκτέλεση των ενταλμάτων έρευνας του ευρωπαίου εισαγγελέα;

6.2.4 Κατάληξη των διώξεων

6.2.4.1 Απόσβεση των διώξεων ή μη απαγγελία κατηγορίας

Από τη στιγμή που θεωρεί ότι δεν υφίσταται λόγος δίωξης, ο ευρωπαίος εισαγγελέας οφείλει να λάβει επίσημη απόφαση να θέσει την υπόθεση στο αρχείο ή να μην απαγγείλει κατηγορία. Σε όλες τις περιπτώσεις, θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να το πράξει ανά πάσα στιγμή κατά την προπαρασκευαστική φάση. Επίσης, θα ήταν δυνατό να υπάρξει αιτία απόσβεσης ποινικής δίωξης τελείως ανεξάρτητης από τη βούληση του ευρωπαίου εισαγγελέα, ακόμη και κατά την προπαρασκευαστική φάση [132].

[132] Βλέπε κατωτέρω 6.3.5 (λόγοι αποσβέσεως της ποινικής δίωξης κατά το στάδιο της δίκης).

Δεν είναι απαραίτητο να επανεξετάσουμε στο σημείο αυτό την περίπτωση κατά την οποία ο ευρωπαίος εισαγγελέας αποφασίζει να θέσει μια υπόθεση στο αρχείο κατ` εφαρμογή μιας από τις εξαιρέσεις της αρχής της νομιμότητας των διώξεων, όπως έχει ήδη αναφερθεί [133], και η απόφαση αυτή λαμβάνεται χωρίς να έχουν αναγκαστικά ασκηθεί οι διώξεις.

[133] Βλέπε κατωτέρω 6.2.2.1 (νομιμότητα ή σκοπιμότητα των διώξεων).

Ο ευρωπαίος εισαγγελέας μπορεί επίσης να λάβει απόφαση να θέσει την υπόθεση στο αρχείο ή να εκδώσει απαλλακτικό βούλευμα και για υποθέσεις για τις οποίες έχει ασκήσει δίωξη.

- Αυτό θα ήταν υποχρεωτικό για οποιαδήποτε αιτία απόσβεσης της ποινικής δίωξης: εκπνοή του χρόνου παραγραφής [134], εξαφάνιση ή θάνατος του αυτουργού, ή ακόμη και έγκριση ενός γενικού εθνικού μέτρου, όπως η χορήγηση αμνηστείας ή η απονομή χάριτος.

[134] Βλέπε ανωτέρω 5.5 (περίοδος παραγραφής).

- Επιπλέον, η αρχειοθέτηση μιας υπόθεσης θα πρέπει να καθίσταται δυνατή σε ειδικά αναφερόμενες περιορισμένες περιπτώσεις: όταν δεν υφίσταται αντικειμενική υπόσταση της παράβασης, όταν δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ή ακόμη όταν εξακολουθεί να παραμένει άγνωστος ο αυτουργός των διωκόμενων πράξεων.

Η μορφή αυτής της απόφασης θα πρέπει να καθορίζεται βάσει κοινοτικής διαδικασίας. Θα ήταν δυνατό να προβλεφθεί η υποχρέωση του ευρωπαίου εισαγγελέα να αιτιολογεί την απόφασή του, η οποία θα πρέπει να γνωστοποιείται στον κατηγορούμενο, στο θύμα -στη συγκεκριμένη περίπτωση την Επιτροπή ως εκπρόσωπο των Κοινοτήτων- και στις εθνικές διωκτικές αρχές, στο πλαίσιο του προαναφερθέντος διαλόγου.

Όπως ήδη προαναφέρθηκε, εφόσον το επιτρέπει η αρχή «ne bis in idem», η αρχειοθέτηση μιας υπόθεσης από τον ευρωπαίο εισαγγελέα δεν θα έπρεπε να αποτελεί εμπόδιο για τις εθνικές αρχές να ασκούν διώξεις από την πλευρά τους για παραβάσεις σε εθνικό επίπεδο [135]. Αντιθέτως, τίθεται το ζήτημα ποια επίπτωση θα είχε, για τις εν λόγω αρχές, η απόφαση του ευρωπαίου εισαγγελέα να θέσει στο αρχείο μια υπόθεση για την οποία έχουν ασκήσει δίωξη. Θα μπορούσε λογικά να προβλεφθεί, σε περίπτωση ανακάλυψης ενός νέου στοιχείου, να ενημερώνουν οι εθνικές αρχές τον ευρωπαίο εισαγγελέα.

[135] Βλέπε ανωτέρω 6.2.2.2 β) και γ) (κατανομή των υποθέσεων ανάμεσα στον ευρωπαίο εισαγγελέα και τις εθνικές διωκτικές αρχές).

6.2.4.2 Παραπομπή σε δίκη

Εναλλακτικά, μετά την περάτωση των ερευνών, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα μπορούσε να λάβει απόφαση παραπομπής σε δίκη. Για να το πράξει, αφού έχει δράσει με αντικειμενικότητα και τη δέουσα επιμέλεια, θα πρέπει να έχει αποκτήσει επαρκείς αποδείξεις για να υποστηρίξει ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε παράβαση που υπάγεται στην αρμοδιότητά του. Με βάση τα συγκεντρωθέντα επιβαρυντικά στοιχεία, θα έπρεπε στη συγκεκριμένη περίπτωση οι πιθανότητες καταδίκης να είναι περισσότερες από τις πιθανότητες αθώωσης.

Όσον αφορά τις μορφές παραπομπής σε δίκη, ο αρμόδιος εντεταλμένος της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα έπρεπε να υπόκειται σε όλες τις απαιτήσεις της εθνικής ποινικής δικονομίας. Γενικά, στο πλαίσιο των ποινικών συστημάτων, το κατηγορητήριο προσδιορίζει την ταυτότητα του κατηγορουμένου, τα πραγματικά περιστατικά και τις κατηγορίες που του έχουν απαγγελθεί [136]. Η μορφή, το περιεχόμενο και ο έλεγχος αυτής της πράξης από τον δικαστή θα καθορίζονται εξ` ολοκλήρου από τους κανόνες του εθνικού δικαίου [137]. Το ίδιο θα ίσχυε και για το στάδιο της δίκης στο σύνολό της.

[136] Βλέπε, παραδείγματος χάρη, άρθρο 58, παράγραφος 3 του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.

[137] Βλέπε κατωτέρω 6.4 (δικαστής που ασκεί το καθήκον ελέγχου της παραπομπής στη δικαιοσύνη).

Ερώτηση αριθ. 9 Υπό ποίους όρους θα έπρεπε ο ευρωπαίος εισαγγελέας να λαμβάνει απόφαση θέσης στο αρχείο ή παραπομπής της υπόθεσης σε δίκη;

6.3 Στάδιο της δίκης

Σύμφωνα με τις διατάξεις του προταθέντος από την Επιτροπή άρθρου 280Α της Συνθήκης ΕΚ, ο ευρωπαίος εισαγγελέας είναι «επιφορτισμένος με την [...] άσκηση ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών των κρατών μελών της ποινικής δίωξης [για τις παραβάσεις σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας], στο πλαίσιο των κανόνων που καθορίζονται» από τον κοινοτικό νομοθέτη [138].

[138] Βλέπε τρίτο διάγραμμα του παραρτήματος αριθ. 2.

6.3.1 Επιλογή του κράτους μέλους παραπομπής σε δίκη

Όταν πρόκειται για περίπλοκες υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται περισσότερα κράτη μέλη, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα έπρεπε να καθορίζει σε ποιο ή σε ποια από αυτά τα κράτη μέλη θα έπρεπε να παραπέμψει την υπόθεση σε δίκη.

Ακόμη και όταν θα έχουν επικυρωθεί η προαναφερθείσα σύμβαση της 25ης Ιουλίου 1995 και τα πρωτόκολλά της [139], ενδεχομένως αρκετά κράτη μέλη θα διεκδικούν την αρμοδιότητα να δικάσουν την ίδια υπόθεση παράβασης σε βάρος των οικονομικών κοινοτικών συμφερόντων. Τα κριτήρια των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων που υιοθετούνται από τα κράτη μέλη της Ένωσης, στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα, αποσκοπούν κυρίως στο να εγγυηθούν ότι θα υπάρχει πάντοτε τουλάχιστον ένα κράτος μέλος αρμόδιο να εκδικάσει τις καθορισθείσες παραβάσεις [140]. Εντούτοις, τα κριτήρια αυτά δεν προσδιορίζουν ένα μόνο κράτος μέλος στο οποίο θα όφειλε ο ευρωπαίος εισαγγελέας να παραπέμψει την υπόθεση σε δίκη.

[139] Η προαναφερθείσα πρόταση οδηγίας της 23.5.2001 δεν περιλαμβάνει τις διατάξεις της σύμβασης και των πρωτοκόλλων της, οι οποίες εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 280 της Συνθήκης ΕΚ, παράγραφος 4, σχετικά με την εφαρμογή του εθνικού ποινικού δικαίου και την απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη. Οι διατάξεις αυτές θα τεθούν σε ισχύ μόνον όταν επικυρωθούν από όλα τα κράτη μέλη.

[140] Άρθρο 4 της σύμβασης της 25.7.1995 και άρθρο 6 του συμπληρωματικού πρωτοκόλλου της 27.9.1996.

Η αρχή της κεντρικής διαχείρισης των ποινικών διώξεων έχει ως λογικό επακόλουθο ότι ο ευρωπαίος εισαγγελέας είναι αυτός που επιλέγει, μεταξύ των αρμοδίων κρατών μελών βάσει των συμβατικών μέσων, το κράτος μέλος στη δικαιοσύνη του οποίου θα παραπέμψει την υπόθεση. Με τον τρόπο αυτό θα αποφεύγεται κάθε θετική σύγκρουση αρμοδιοτήτων, κατά την οποία περισσότερα του ενός κράτη μέλη διεξάγουν το καθένα τη δική του δίκη. Από την άποψη αυτή, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα έπρεπε να είναι σε θέση να παραπέμπει την υπόθεση στη δικαιοσύνη ενός μόνο κράτους μέλους. Θα έπρεπε επίσης να έχει τη δυνατότητα να αποσυνδέει τη διαδικασία ποινικής δίωξης, ώστε να παραπέμπει σε δίκη διακριτά μέρη μιας σύνθετης υπόθεσης σε όσα κράτη μέλη είναι απαραίτητο. Θα πρέπει να είναι δυνατός ο συνδυασμός αυτών των δύο δυνατοτήτων.

Εντούτοις, η επιλογή του κράτους μέλους παραπομπής σε δίκη δεν αποτελεί ουδέτερη πράξη στο εσωτερικό ενός εν μέρει εναρμονισμένου δικαστικού χώρου, εφόσον προσδιορίζει όχι μόνο το γλωσσικό καθεστώς, την πρακτική διενέργειας των δικών (ακρόαση μαρτύρων, μεταφορά από τόπο σε τόπο, ...), τον αρμόδιο δικαστή, αλλά ακόμη, πέρα από μία κοινή βάση, το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο. Για τον λόγο αυτό τίθενται δύο ζητήματα καθοριστικής σημασίας, το ζήτημα των κριτηρίων και το ζήτημα του ελέγχου της επιλογής του κράτους μέλους παραπομπής.

Η επιλογή αυτή θα πρέπει να γίνεται βάσει ορισμένων κριτηρίων, ενώ ταυτόχρονα ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα διαθέτει ελευθερία εκτίμησης, ώστε να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες της υπόθεσης. Τα κριτήρια αυτά, τα οποία θα πρέπει να καθοριστούν από τον ευρωπαίο νομοθέτη, θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν κυρίως τον χώρο διάπραξης της παράβασης, την εθνικότητα του κατηγορουμένου, τον τόπο κατοικίας του (φυσικό πρόσωπο), την έδρα ή την εγκατάσταση (νομικό πρόσωπο), τον τόπο στον οποίο βρίσκονται τα αποδεικτικά στοιχεία ή ακόμη τον τόπο προφυλάκισης του κατηγορουμένου. Εν πάση περιπτώσει, η επιλογή ενός εθνικού δικαστή εγγυητή των ελευθεριών κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο δεν θα πρέπει να προδικάζει σε ποιο κράτος μέλος θα παραπεμφθεί η υπόθεση σε δίκη [141].

[141] Βλέπε κατωτέρω 6.4 (παροχή δικαστικών εγγυήσεων).

Τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να σταθμίζονται, εφόσον βάσει του ίδιου κριτηρίου θα μπορούσαν να ορισθούν περισσότεροι τόποι. Αντί της ιεράρχησης των κριτηρίων, θα πρέπει μάλλον να επιλεγεί ο συνδυασμός τους με τη μορφή δέσμης δεικτών. Θα πρέπει να ορισθεί, κατ` αρχήν η σχέση ανάμεσα στη διαπραχθείσα παράβαση και στο δικαστήριο που πρέπει να επιληφθεί, ενώ στον ευρωπαίο εισαγγελέα θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα ευελιξίας να επιλέγει ποιο δικαστήριο είναι το καταλληλότερο με γνώμονα την ορθή απονομή της δικαιοσύνης [142].

[142] Η έννοια της ορθής απονομής της δικαιοσύνης συνεπάγεται την εφαρμογή των αρχών της εύλογης προθεσμίας, της ισότητας και της αποτελεσματικότητας της δίκης.

Όσον αφορά το ζήτημα του ελέγχου της επιλογής του κράτους μέλους παραπομπής, είναι δυνατό, σύμφωνα με μια πρώτη εναλλακτική δυνατότητα, να ανατεθεί στον ευρωπαίο εισαγγελέα η απόλυτη ευθύνη της επιλογής του κράτους μέλους παραπομπής. Πράγματι, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης βασίζεται πλέον, στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην εμπιστοσύνη απέναντι σε όλα τα εθνικά δικαιοδοτικά συστήματα. Τα συστήματα αυτά βασίζονται σε ένα στέρεο υπόβαθρο κοινών αρχών, στις οποίες περιλαμβάνονται κυρίως, εκτός από τον κανόνα «non bis in idem» ο οποίος ισχύει στην προκειμένη περίπτωση στο στάδιο της δίκης, οι αρχές της νομιμότητας, της μη αναδρομής και της αναλογικότητας των αξιόποινων πράξεων και των ποινών [143].

[143] Άρθρο 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.

Όλα τα κράτη μέλη αποδέχονται τις αρχές μια δίκης κατ` αντιμωλία. Είναι αναγνωρισμένα τα δικαιώματα για μια αποτελεσματική προσφυγή και της πρόσβασης σε ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που είναι προκαθορισμένα από το νόμο [144]. Στα προαναφερθένα θεμελιώδη δικαιώματα, κατά την προπαρασκευαστική φάση της δίκης, προστίθενται στο καθαυτό στάδιο της δίκης, ιδίως, οι αρχές ότι η αμφιβολία είναι υπέρ του κατηγορουμένου και ότι απαιτείται υψηλός βαθμός βεβαιότητας, πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας, η οποία είναι απαραίτητη για την έκδοση καταδικαστικής απόφασης.

[144] Άρθρο 47, εδάφια 1 και 2, του Χάρτη και άρθρο 6, παράγραφος 1, της προαναφερθείσας σύμβασης.

Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, του θύματος και των μαρτύρων είναι διασφαλισμένα σε όλα τα εθνικά συστήματα. Σε αυτά περιλαμβάνεται ιδίως το δικαίωμα της σιωπής του κατηγορουμένου ώστε να μην συμβάλει στο εις βάρος του κατηγορητήριο [145], καθώς και το δικαίωμα της νομικής συμβουλής, της υπεράσπισης και της εκπροσώπησης [146].

[145] Ειδικότερα, το δικαίωμα να μην συμβάλει ο κατηγορούμενος στην επιβάρυνση της θέσης του προϋποθέτει ότι ο ευρωπαίος εισαγγελέας δεν χρησιμοποιεί κανένα αποδεικτικό στοιχείο που ελήφθη μέσω εξαναγκασμού ή άσκησης πιέσεων, παρά τη βούληση του κατηγορουμένου (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - ΕΔΑΔ, υπόθεση Funke c. France, 25.2.1993, 44). Ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα μπορούσε, ωστόσο, να χρησιμοποιήσει δεδομένα που έχουν ληφθεί από τον κατηγορούμενο μέσω χρησιμοποίησης αναγκαστικών εξουσιών, οι οποίες όμως υφίστανται ανεξάρτητα από τη βούληση του υπόπτου (ΕΔΑΔ, υπόθεση Saunders c. Royaume-Uni, 17.12.1996, 69).

[146] Άρθρο 47, εδάφιο 2 του Χάρτη και άρθρο 6, παράγραφος 3, της προαναφερθείσας σύμβασης.

Εντούτοις, ορισμένα επιχειρήματα είναι δυνατό να συνηγορούν υπέρ του ελέγχου της επιλογής του κράτους μέλους παραπομπής. Σε περίπτωση μη εναρμόνισης του γενικού ποινικού δικαίου, κατά την οποία ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα διέθετε την απαραίτητη δυνατότητα εκτίμησης, δεν θα έπρεπε, ωστόσο, να προβαίνει σε καταχρηστική επιλογή του δικαστηρίου, δηλαδή να αποφεύγει συστηματικά να παραπέμπει σε δίκη στα κράτη μέλη με το λιγότερο, κατά τη γνώμη του, αποδοτικό δικαστικό σύστημα. Κατά συνέπεια, εάν κριθεί απαραίτητη η άσκηση ελέγχου στην επιλογή του δικαστηρίου, ο έλεγχος αυτός θα έπρεπε αναγκαστικά να ανατεθεί σε δικαστή.

Η δεύτερη εναλλακτική δυνατότητα συνίσταται στον έλεγχο της επιλογής του κράτους μέλους παραπομπής από τον ευρωπαίο εισαγγελέα και στο να ανατεθεί το καθήκον αυτό σε εθνικό δικαστή. Ο δικαστής που ασκεί τον έλεγχο του κατηγορητηρίου θα ασκούσε ασφαλώς και έλεγχο της νομιμότητας, ιδίως στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, σε σχέση με το εθνικό δίκαιο. Τίθεται το ερώτημα αν θα έπρεπε να διευρυνθεί το πεδίο αυτού του ελέγχου στην προφανώς λανθασμένη επιλογή του κράτους μέλους παραπομπής βάσει του κοινοτικού δικαίου (προαναφερθέντα κριτήρια). Όμως, χωρίς να παρέχεται στον εθνικό δικαστή η εξουσία να ελέγχει την ορθότητα της επιλογής του δικαστηρίου από τον ευρωπαίο εισαγγελέα, ο έλεγχος της καταχρηστικής επιλογής ή του προδήλου σφάλματος δημιουργεί την πιθανότητα, έστω και οριακή, άρνησης εν όλω ή εν μέρει εκδίκασης της ίδιας υπόθεσης από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη. Τα κριτήρια δικαιοδοσίας δυνάμει της σύμβασης της 25ης Ιουλίου 1995 θεωρητικά καθιστούν αδύνατο αυτό το ενδεχόμενο. Θα πρέπει, εντούτοις, να προβλεφθούν στην πράξη, στο πλαίσιο αυτής της δεύτερης εναλλακτικής δυνατότητας, ορισμένες περιπτώσεις αποποίησης της αρμοδιότητας, η οποία θα μπορούσε να λάβει και τη μορφή αρνητικής σύγκρουσης αρμοδιοτήτων. Οι περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να διευθετούνται από δικαστήριο σε κοινοτική κλίμακα, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε να είναι το Δικαστήριο των ΕΚ [147].

[147] Βλέπε κατωτέρω 8 (δικαστικός έλεγχος).

Πράγματι, μια τρίτη εναλλακτική δυνατότητα που θα συνίστατο στη δημιουργία ενός ειδικού δικαστηρίου σε κοινοτικό επίπεδο, για να ελέγχει την επιλογή του κράτους μέλους παραπομπής από τον ευρωπαίο εισαγγελέα, θα υπερέβαινε το πεδίο της πρότασης της Επιτροπής. Η υπόθεση αυτή συζητείται, ωστόσο, σε χαμηλότερες βαθμίδες, σε συνδυασμό με το ζήτημα του ελέγχου της ίδιας της πράξης παραπομπής σε δίκη, για να διασαφηνιστεί πλήρως ο διάλογος [148].

[148] Βλέπε κατωτέρω 6.4.3 (διορισμός του δικαστή ο οποίος ελέγχει την παραπομπή σε δίκη).

Ερώτηση αριθ. 10 Βάσει ποιων κριτηρίων θα πρέπει να επιλέγεται(-ονται) το ή τα κράτος(-η) μέλος(-η) παραπομπής σε δίκη; Θα πρέπει να ελέγχεται η επιλογή του ευρωπαίου εισαγγελέα στο θέμα αυτό; Εάν η απάντηση είναι θετική, σε ποιον θα έπρεπε να ανατεθεί αυτός ο έλεγχος;

6.3.2 Άσκηση της ποινικής δίωξης

Ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα ήταν αρμόδιος να ασκεί την ποινική δίωξη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και με βάση το εθνικό δίκαιο.

Όπως δεν συνιστά τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δικαστηρίου, η πρόταση της Επιτροπής δεν προϋποθέτει ούτε τη δημιουργία ενός καθαυτό ευρωπαϊκού θεσμού ποινικής δίωξης. Επιπλέον, είναι τελείως ουδέτερη αναφορικά με το ζήτημα της οργάνωσης των δικαστηρίων. Αναμφισβήτητα, η πολυπλοκότητα των οικονομικών και διασυνοριακών υποθέσεων μπορεί να δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την απόλυτη ικανότητα μη επαγγελματιών δικαστών να κρίνουν αυτές τις υποθέσεις [149]. Εντούτοις, η Επιτροπή θεωρεί ότι το ζήτημα αυτό υπάγεται στην επιλογή των κρατών μελών, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας.

[149] Βλέπε ιδίως την εξέλιξη στη σύνταξη του άρθρου 26, παράγραφος 1, του CJ.

Ο ευρωπαίος εισαγγελέας, δηλαδή στην πράξη ο εντεταλμένος της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής στο κράτος μέλος παραπομπής σε δίκη, θα ασκούσε την ποινική δίωξη σύμφωνα με την οργάνωση της απονομής δικαιοσύνης και τη διαδικασία σε εθνικό επίπεδο. Πράγματι, αν και οι καταβολές του δικαίου της ποινικής δικονομίας είναι διαφορετικές από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, οι διαφορές μεταξύ των κρατών μελών είναι πολύ λιγότερες στο στάδιο της δίκης σε σχέση με την προπαρασκευαστική φάση.

Η ανάγκη κεντρικής διεύθυνσης, για λόγους αποτελεσματικότητας, δεν αφορά συνεπώς το στάδιο της δίκης. Θα εξακολουθεί να εφαρμόζεται, κατ` αρχήν, το εθνικό δίκαιο, υπό την επιφύλαξη περιορισμένων τροποποιήσεων που θα προβλεφθούν κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης από τον ευρωπαίο εισαγγελέα για τις υποθέσεις που αφορούν τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων.

6.3.3 Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες, θύματα βάσει του κοινού δικαίου

Η θέση του θύματος στην ποινική δίκη παρουσιάζει μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Σε ορισμένα κράτη το θύμα παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων για την αξίωση αποζημίωσης, ενώ σε άλλα κράτη θα ήταν δυνατό η άσκηση διώξεων να πραγματοποιείται με πρωτοβουλία του θύματος. Η παράσταση πολιτικής αγωγής παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι δεν καθιστά υποχρεωτική τη διενέργεια δεύτερης δίκης στο αστικό πεδίο. Άλλα κράτη μέλη επιτρέπουν στο θύμα να καταθέσει κατά τη διάρκεια της δίκης βάσει της αρχής «amicus curiae».

Στην προκειμένη περίπτωση, εάν η άσκηση των διώξεων δεν υπαγόταν στην αρμοδιότητα του ευρωπαίου εισαγγελέα, οι ευρωπαϊκές Κοινότητες θα μπορούσαν, ωστόσο, να έχουν συμφέρον να παρίστανται στη δίκη, εφόσον ο ευρωπαίος εισαγγελέας ενεργεί με πλήρη ανεξαρτησία. Διάφορες εναλλακτικές δυνατότητες παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, όπως η παράσταση της Επιτροπής ως πολιτική αγωγή εκπροσωπώντας τις Κοινότητες, ή με την ιδιότητα του πραγματογνώμονα ή ακόμα και του μάρτυρα, την οποία θα μπορούσαν να ασκήσουν οι υπάλληλοι της OLAF ή άλλων κοινοτικών υπηρεσιών.

Η Επιτροπή δεν επιλέγει την υπόθεση να παρίστανται οι Κοινότητες ως θύμα σε όλες τις δίκες στις οποίες διακυβεύονται τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων. Απλούστερα, θα επιθυμούσε κάθε κράτος μέλος να εγγυάται τα δικαιώματα των Κοινοτήτων με τον ίδιο τρόπο που εγγυάται τα δικαιώματα οιουδήποτε θύματος.

6.3.4 Συστήματα αποδεικτικών στοιχείων

Η έλλειψη αυτόματης αναγνώρισης σε ολόκληρη την Ένωση των αποδεικτικών μέσων που συλλέγονται νομίμως σε ένα κράτος μέλος, βλάπτει πολύ συχνά την αποτελεσματικότητα των διώξεων στις διακρατικές υποθέσεις. Η κατάσταση αυτή δεν επιτρέπει την αξιοποίηση των ανακρίσεων κατά το ποινικό στάδιο των υποθέσεων. Η διατήρηση αυτής της κατάστασης θα ακύρωνε τις προσπάθειες να ασκείται σε κεντρικό επίπεδο η οργάνωση των ποινικών διώξεων, οι οποίες έχουν καταβληθεί με τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής εισαγγελίας. Η αποτελεσματικότητα του ευρωπαίου εισαγγελέα, που εκφράζεται με τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί κατά τη διάρκεια της δίκης τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε, απαιτεί να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία.

6.3.4.1 Το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων

Η απλή παραπομπή στο εθνικό δίκαιο δεν μπορεί να επιλύσει, εξ` ορισμού, το ζήτημα του παραδεκτού των αποδείξεων στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού χώρου ερευνών και διώξεων. Τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέγονται σε ένα κράτος μέλος θα πρέπει να είναι πράγματι παραδεκτά από τα δικαστήρια όλων των κρατών της Ένωσης, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η συγκέντρωση των διώξεων σε ένα κράτος μέλος στη δικαιοσύνη του οποίου παραπέμπεται η υπόθεση. Αν και βασίζονται σε ένα υπόβαθρο κοινών αρχών, οι κανόνες αποδείξεως είναι υπερβολικά διαφορετικοί ως προς τις λεπτομέρειες για να στηρίξουν το έργο του ευρωπαίου εισαγγελέα.

Επιπλέον, ο εισαγγελέας θα ερχόταν αντιμέτωπος με τη δυσάρεστη υποχρέωση να πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στην καταχρηστική επιλογή του δικαστηρίου (να συγκεντρώνει τις παραπομπές σε δίκη στο ή στα κράτη μέλη που διαθέτουν τη μεγαλύτερη ευελιξία σε θέματα χειρισμού των αποδεικτικών στοιχείων) και στην ατιμωρησία ή άνιση μεταχείριση κατά τις ποινικές διώξεις (αναποτελεσματικότητα ενός μεγάλου αριθμού ποινικών διώξεων, λόγω των διαφορετικών κανόνων αποδείξεως).

Παρόλα αυτά, αυτό το αδιέξοδο δεν μπορεί να έχει σαν λογικό επακόλουθο την επιλογή της μεθόδου μιας κοινοτικής κωδικοποίησης των κανόνων που διέπουν τα αποδεικτικά στοιχεία. Η υπόθεση αυτή, που θα συνεπαγόταν μια διαδικασία γενικής ευρωπαϊκής κωδικοποίησης των ποινικών κανόνων, θα ήταν δυσανάλογη με τον ειδικό στόχο ο οποίος περιορίζεται στην επιδίωξη της αποτελεσματικότητας κατά την άσκηση δίωξης για ορισμένες πράξεις που θίγουν τα θεμελιωδώς κοινά συμφέροντα. Τέλος, θα συνεπαγόταν κίνδυνο μεγάλης περιπλοκότητας, εφόσον θα έπρεπε να συνυπάρχουν δύο παράλληλα συστήματα αποδεικτικών στοιχείων, σε κοινοτική κλίμακα και σε εθνικό επίπεδο.

Εάν απορριφθούν η ενοποίηση με τη μορφή ενός πλήρους κώδικα των κανόνων σχετικά με το παραδεκτό των αποδείξεων και η παραπομπή στο εθνικό δίκαιο, τότε η αμοιβαία αποδοχή των αποδεικτικών στοιχείων κρίνεται η πλέον ρεαλιστική και ικανοποιητική λύση για το θέμα αυτό. Σύμφωνα με αυτή τη λύση, κάθε εθνικό δικαστήριο που εκδικάζει την ουσία μιας ποινικής υπόθεσης κατά την οποία διακυβεύονται τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα, θα ήταν υποχρεωμένο να αποδεχθεί όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που συνελέγησαν νομίμως βάσει του εθνικού δικαίου ενός άλλου κράτους μέλους. Βάσει της έννοιας της αμοιβαίας αναγνώρισης που υιοθέτησε η Σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε, «τα αποδεικτικά στοιχεία που νομίμως συγκεντρώνονται από τις αρχές ενός κράτους μέλους θα πρέπει να γίνονται δεκτά ενώπιον των δικαστηρίων των άλλων κρατών μελών, αφού ληφθούν υπόψη οι κανόνες και πρακτικές που ισχύουν σε αυτά» [150].

[150] Συμπέρασμα αριθ. 36 της προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε.

Συμπληρωματικά προς τα ανωτέρω, είναι επιθυμητό να αξιολογηθεί η σκοπιμότητα της θέσπισης ενός ευρωπαϊκού πρακτικού ακροάσεως του κατηγορουμένου ή εξέτασης μάρτυρος που θα χρησιμεύει ως υπόδειγμα για τον ευρωπαίο εισαγγελέα, σε περίπτωση που θα εκτελούσε ο ίδιος παρόμοια μέτρα, χωρίς να προσφεύγει στις εθνικές ανακριτικές αρχές. Από σεβασμό προς τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, το κοινοτικό δίκαιο θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα στον ευρωπαίο εισαγγελέα να χρησιμοποιεί μεθόδους ειδικά προσαρμοσμένες για έρευνες σε διασυνοριακό επίπεδο: ευρωπαϊκό πρακτικό εξέτασης μάρτυρος που καταρτίζεται βάσει κατάθεσης μάρτυρος και ευρωπαϊκό πρακτικό ακροάσεως του κατηγορουμένου, που καταρτίζεται βάσει των δηλώσεων του κατηγορουμένου, περιλαμβανομένης της δυνατότητας εικονοδιάσκεψης και στις δύο περιπτώσεις [151].

[151] Βλέπε ιδίως άρθρο 32 του CJ.

6.3.4.2 Αποκλεισμός των παρανόμως συγκεντρωνόμενων αποδεικτικών στοιχείων

Απαραίτητη προϋπόθεση για την αμοιβαία αποδοχή των αποδείξεων εξακολουθεί να είναι το ότι αυτές πρέπει να συλλέγονται νομίμως στο κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκονται. Πρέπει, συνεπώς, να τεθεί το ζήτημα του αποκλεισμού των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου.

Το δίκαιο το οποίο πρέπει να εφαρμόζεται για τον αποκλεισμό των αποδείξεων θα πρέπει να είναι κατά κύριο λόγο το εθνικό δίκαιο του τόπου όπου βρίσκονται τα αποδεικτικά στοιχεία, το οποίο ενσωματώνει σε όλα τα κράτη μέλη τις αρχές του άρθρου 6 της Συνθήκης ΕΕ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών. Θα πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένους κοινοτικούς κανόνες, όπως οι κανόνες για το ένταλμα σύλληψης ή το ευρωπαϊκό πρακτικό, εφόσον αυτά χρησιμοποιούνται για τον χειρισμό των αποδεικτικών στοιχείων.

Η απόφαση αποκλεισμού των αποδείξεων θα πρέπει να υπάγεται, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες προτιμήσεις της Επιτροπής, στην αρμοδιότητα του δικαστή που ασκεί τον έλεγχο της απόφασης παραπομπής σε δίκη (δικαστής ad hoc για την προετοιμασία ή ο δικαστής επί της ουσίας της υπόθεσης, ανάλογα με το κράτος μέλος) [152]. Οι κανόνες αποκλεισμού θα έπρεπε να είναι οι κανόνες του κράτους μέλους στο οποίο ελήφθησαν τα αποδεικτικά στοιχεία. Αυτό σημαίνει ότι κάθε εθνικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για τις υποθέσεις στον τομέα της ποινικής προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων οφείλει να αναγνωρίζει τους κανόνες αποδείξεως των άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών. Η κατάσταση αυτή είναι συνήθης στον τομέα του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου. Οι πρακτικές δυσκολίες που ανακύπτουν σε αυτό τον τομέα θα πρέπει να μετριαστούν χάρη στην πρόοδο που έχει σημειωθεί στον τομέα της οργάνωσης των δικαστικών συστημάτων των κρατών μελών σε δίκτυο (δικαστές συνδέσμου, ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο).

[152] Βλέπε κατωτέρω 6.4.3 (διορισμός του δικαστή που θα ελέγχει την απόφαση παραπομπής σε δίκη).

Παρομοίως, η χρησιμοποίηση κατά την ποινική δίκη των αποδείξεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο μιας κοινοτικής διοικητικής διαδικασίας θα πρέπει να υπόκειται στον σεβασμό -ήδη από το διοικητικό στάδιο, εφόσον υπάρχουν στοιχεία που επιτρέπουν τη σύνδεση με ποινικό παράπτωμα- των απαιτήσεων της ποινικής δικονομίας (δικαιώματα της υπεράσπισης). Έτσι, τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο διοικητικής έρευνας στο εσωτερικό των κοινοτικών οργάνων θα μπορούσαν να κριθούν υποχρεωτικώς παραδεκτά από τα εθνικά δικαστήρια, εφόσον συνελέγησαν χωρίς την παραμικρή παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων [153].

[153] Παραδείγματος χάρη, η υποχρέωση που επιβάλλεται στους κοινοτικούς υπαλλήλους να συνεργάζονται με την OLAF στο πλαίσιο των εσωτερικών διοικητικών ερευνών δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι θίγει το προαναφερθέν θεμελιώδες δικαίωμα της μη συμβολής στην ίδια κατηγορία (ΕΔΑΔ, προαναφερόμενη υπόθεση Saunders).

Όσον αφορά την αποδεικτική αξία των εν λόγω στοιχείων, δηλαδή την ικανότητά τους να πείσουν τον δικαστή, είναι αυτονόητο ότι αυτή υπόκειται στην ελεύθερη κρίση των δικαστηρίων στο πλαίσιο του εφαρμοζόμενου εθνικού δικαίου.

Ερώτηση αριθ. 11 Θεωρείτε ότι η αρχή σύμφωνα με την οποία τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέγονται νομίμως σε ένα κράτος μέλος θα έπρεπε να είναι αποδεκτά από τα δικαστήρια όλων των άλλων κρατών μελών, όσον αφορά τον ευρωπαίο εισαγγελέα, είναι δυνατό να συμβάλει στην υπέρβαση του εμποδίου που συνιστά η πολυμορφία των κανόνων οι οποίοι διέπουν το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων;

6.3.5 Λόγοι αποσβέσεως της ποινικής δίωξης

Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση κατά την οποία ο ευρωπαίος εισαγγελέας θέτει μια υπόθεση στο αρχείο [154], οι ασκούμενες ποινικές διώξεις έχουν ως λογική κατάληξη την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου, καταδικαστικής ή αθωωτικής.

[154] Βλέπε ανωτέρω 6.2.4.1. (περάτωση των διώξεων).

Εντούτοις, μέχρι να εκδικασθεί η υπόθεση, είναι δυνατό να καταστεί άνευ αντικειμένου η δίωξη για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν αναφορικά με την προπαρασκευαστική φάση. Υπενθυμίζουμε ότι ενδέχεται να έχει παρέλθει ο χρόνος παραγραφής [155]. Υπάρχει επίσης το ζήτημα του θανάτου του κατηγορουμένου, όταν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, ή διάλυσης, εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο. Επίσης, ένα γενικό εθνικό μέτρο μπορεί να θέσει τέρμα σε κάθε δίωξη, όπως μια αμνηστεία ή μια πράξη απονομής χάριτος. Γενικά, οι λόγοι απόσβεσης της ποινικής δίωξης στο στάδιο της δίκης καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται στη δίκη.

[155] Βλέπε ανωτέρω 5.5 (χρόνος παραγραφής).

6.3.6 Εκτέλεση της δικαστικής απόφασης

Η Επιτροπή δεν προτίθεται να αναθέσει στον ευρωπαίο εισαγγελέα αρμοδιότητα για το στάδιο εκτέλεσης της απόφασης που αφορά την ουσία της υπόθεσης, σε αντίθεση με το καθήκον που ανατίθεται γενικά στις εθνικές εισαγγελίες σε αυτό τον τομέα [156]. Η παραπομπή στο εθνικό δίκαιο στο θέμα αυτό θα πρέπει να διευκολύνεται από τις εξελίξεις οι οποίες απορρέουν από τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε.

[156] Για μια αντίθετη εναλλακτική δυνατότητα, βλέπε ιδίως άρθρο 23 του CJ.

6.4 Δικαστικές εγγυήσεις

Οι πράξεις που υλοποιούνται από τον ευρωπαίο εισαγγελέα και θίγουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των ατόμων θα πρέπει να υπόκεινται στην εκ των προτέρων κρίση ενός δικαστή, η αρμοδιότητα του οποίου πρέπει να καθοριστεί. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή πρότεινε να εγγραφεί στη Συνθήκη ΕΚ ότι ο κοινοτικός νομοθέτης πρέπει να είναι σε θέση να καθορίζει «τους όρους άσκησης των καθηκόντων του ευρωπαίου εισαγγελέα θεσπίζοντας, ιδίως [...] γ) κανόνες σχετικούς με τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών πράξεων του ευρωπαίου εισαγγελέα κατά την άσκηση των καθηκόντων του».

6.4.1 Καθήκοντα του δικαστή

Γενικά, κάθε δικαστής στον οποίο ανατίθεται ο έλεγχος των πράξεων του ευρωπαίου εισαγγελέα θα πρέπει να παρέχει όλες τις εγγυήσεις ενός δικαιοδοτικού οργάνου. Θα πρέπει να είναι επαρκής, ανεξάρτητος και αμερόληπτος, σύμφωνα με τις αναγνωρισμένες από όλα τα κράτη μέλη γενικές αρχές [157].

[157] Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. άρθρο 6 παράγραφος 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου.

Η αποστολή του δικαστή που είναι επιφορτισμένος με τον έλεγχο των πράξεων του ευρωπαίου εισαγγελέα συνίσταται στο να παρέχει τη δικαστική εγγύηση. Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα σε δύο καθήκοντα.

- Κατά την προπαρασκευαστική φάση, ο δικαστής που ασκεί το καθήκον ελέγχου των πράξεων εξαναγκασμού, επονομαζόμενος εγγυητής των ελευθεριών, ασκεί ή επιτρέπει, βάσει ελέγχου της νομιμότητας και της αναλογικότητας, τις αποφάσεις που αιτούνται ή λαμβάνονται από τον ευρωπαίο εισαγγελέα και συνεπάγονται περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλέπε 6.4.2.).

- Μετά την προπαρασκευαστική φάση, βάσει της απόφασης του ευρωπαίου εισαγγελέα, ο δικαστής που ασκεί το καθήκον ελέγχου της απόφασης για παραπομπή σε δίκη επιβεβαιώνει τις κατηγορίες βάσει των οποίων ο ευρωπαίος εισαγγελέας ζητεί την παραπομπή καθώς και την εγκυρότητα της προσφυγής στο συγκεκριμένο δικαστήριο. Οφείλει να εξετάζει αν τα αποδεικτικά στοιχεία είναι επαρκή, παραδεκτά και αν η ακολουθηθείσα διαδικασία είναι τυπικά ορθή, έτσι ώστε να αποφευχθεί μια παράτυπη δίκη και ο συνακόλουθος στιγματισμός του κατηγορουμένου (βλέπε παράγραφο 6.4.3.).

6.4.2 Διορισμός του δικαστή - εγγυητή των ελευθεριών

Από οργανωτική άποψη, θεωρητικά είναι δυνατό η θέσπιση της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής να συνοδευτεί με τη δημιουργία ενός κοινοτικού δικαιοδοτικού οργάνου που θα ήταν υπεύθυνο να ασκεί τα καθήκοντα δικαστή - εγγυητή των ελευθεριών. Βάσει όμως ποιου δικαίου, αν όχι ενός ευρωπαϊκού δικαίου; Η επιλογή αυτή θα είχε, πράγματι, σα συνέπεια να καταστεί υποχρεωτική η θέσπιση κοινής νομοθεσίας όσον αφορά τα μέτρα έρευνας, δηλαδή να προβλεφθεί ένα πλήρες ευρωπαϊκό δίκαιο που θα διέπει τις ανακρίσεις, την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων, τις παρακολουθήσεις επικοινωνιών, τη βίαιη προσαγωγή, τη σύλληψη, τον δικαστικό έλεγχο, την προσωρινή κράτηση κλπ. Δεν είναι όμως αυτή η επιλογή της Επιτροπής.

Κατά τα λοιπά, ο δικαστής εγγυητής των ελευθεριών θα μπορούσε να ενεργεί σε εθνικό επίπεδο [158]. Δεν είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί για τον σκοπό αυτό ένα ευρωπαϊκό προκαταρκτικό τμήμα. Τα κράτη μέλη θα διατηρήσουν τη διακριτική ευχέρεια να καθορίσουν τον αριθμό και την οργάνωση των δικαστών εγγυητών των ελευθεριών. Οι εν λόγω δικαστές θα ήταν δυνατό να ορίζονται από κάθε κράτος μέλος, παραδείγματος χάρη στο εσωτερικό των δικαστηρίων τα οποία βρίσκονται στους τόπους όπου είναι εγκατεστημένοι οι αντίστοιχοι εντεταλμένοι της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα καθήκοντά τους θα πρέπει να είναι ασυμβίβαστα με αυτά του δικαστηρίου που εκδικάζει την υπόθεση [159].

[158] Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 234 της Συνθήκης ΕΚ και της νομολογίας του ΔΕΚ «Foto-Frost» (υπόθεση C-314/85, Συλλογή 1987, σελ. 4199).

[159] Βλέπε ιδίως απόφαση ΕΔΑΔ της 24.5.1989, υπόθεση Hauschildt c/ Danemark, σειρά A αριθ. 54 και απόφαση ΕΔΑΔ της 24.8.1993, υπόθεση Nortier c/ Pays-Bas, σειρά A αριθ. 267.

Από επιχειρησιακή άποψη, ο επιλαμβανόμενος εθνικός δικαστής εγγυητής των ελευθεριών είναι αυτός του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει ο αρμόδιος εντεταλμένος της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής. Θα ήταν, λοιπόν, δυνατό περισσότεροι του ενός δικαστές - εγγυητές των ελευθεριών να παρεμβαίνουν στην ίδια υπόθεση, όταν η δράση του ευρωπαίου εισαγγελέα επεκτείνεται σε περισσότερα κράτη μέλη.

Στην περίπτωση αυτή, υπάρχουν τρεις εναλλακτικές καταστάσεις. Σύμφωνα με την πρώτη εναλλακτική δυνατότητα, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα πρέπει να απευθύνεται στον δικαστή των ελευθεριών κάθε κράτους μέλους στο οποίο επιθυμεί να διενεργηθεί έρευνα.

Σύμφωνα με τη δεύτερη εναλλακτική δυνατότητα, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα μπορούσε να απευθυνθεί σε έναν μόνο εθνικό δικαστή εγγυητή των ελευθεριών, ο οποίος θα εξέδιδε ή θα ενέκρινε όλες τις πράξεις που θα ήταν απαραίτητες για τη διενέργεια των ερευνών, οι οποίες θα ήταν εκτελεστές στο σύνολο της επικράτειας των Κοινοτήτων βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης.

Τέλος, η τρίτη εναλλακτική δυνατότητα θα ήταν να δοθεί στον ευρωπαίο εισαγγελέα η ελευθερία, στον βαθμό που αυτό προβλέπεται από το παράγωγο δίκαιο, να συνδυάζει τις δύο προαναφερθείσες εναλλακτικές δυνατότητες. Όταν ζητείται από τον δικαστή εγγυητή των ελευθεριών η έκδοση ή η έγκριση πράξεων ο τόπος εκτέλεσης των οποίων είναι εκ των προτέρων γνωστός, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα πρέπει να απευθύνεται στον εθνικό δικαστή εγγυητή των ελευθεριών στο κράτος μέλος του τόπου εκτέλεσης. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν πρόκειται για πράξεις ο τόπος εκτέλεσης των οποίων δεν είναι εκ των προτέρων γνωστός, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα μπορούσε να υποβάλει όλες τις αιτήσεις του σε ένα μόνο εθνικό δικαστή εγγυητή των ελευθεριών, ο οποίος θα ελάμβανε απόφαση αποδεκτή σε όλη την επικράτεια των Κοινοτήτων.

Παραδείγματος χάρη, είναι ανάγκη ο ευρωπαίος εισαγγελέας να προβεί σε έρευνα του αυτοκινήτου και της κατοικίας του κατηγορουμένου σε ένα κράτος μέλος Α, αφενός, και στην παρακολούθηση ορισμένων τηλεφωνικών συνδιαλέξεών του από κινητό τηλέφωνο, αφετέρου. Για τον σκοπό αυτό, ο εισαγγελέας θα μπορούσε να ζητήσει από τον δικαστή εγγυητή των ελευθεριών του κράτους μέλους Α την έγκριση για το σύνολο των αιτούμενων μέτρων και να ερευνήσει το κτίριο που βρίσκεται στην επικράτεια του κράτους Α. Θα μπορούσε, επίσης, να βασιστεί στην ίδια άδεια, η οποία είναι αμοιβαίως αναγνωρισμένη, για να πραγματοποιήσει έρευνα στο αυτοκίνητο και να παρακολουθήσει τις τηλεφωνικές επικοινωνίες του κατηγορουμένου, ενώ αυτός μετακινήθηκε στο μεταξύ σε ένα άλλο κράτος μέλος Β.

Η Επιτροπή εκφράζει την προτίμησή της για μία από τις δύο τελευταίες εναλλακτικές δυνατότητες. Μόνον αυτές ανταποκρίνονται στην αρχή της δημιουργίας ενός κοινού χώρου ερευνών και διώξεων. Για τους σκοπούς της αποτελεσματικότητας των ερευνών, οι αποφάσεις του δικαστή των ελευθεριών κάθε κράτους μέλους θα πρέπει να αναγνωρίζονται σε όλη την επικράτεια αυτού του χώρου. Η λειτουργία του εθνικού δικαστή εγγυητή των ελευθεριών συμβάλλει πράγματι στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Για να είναι δυνατό να διενεργεί ο εισαγγελέας ανακρίσεις σε όλη την επικράτεια της Κοινότητας, οι πράξεις που εκδίδονται ή εγκρίνονται από τους εθνικούς δικαστές εγγυητές των ελευθεριών θα πρέπει να είναι εκτελεστές σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο.

Και στο εξεταζόμενο θέμα, η αμοιβαία αναγνώριση καθίσταται δυνατή λόγω του κοινού νομικού υπόβαθρου μεταξύ των κρατών μελών. Τα προβλεπόμενα στο παρόν έγγραφο μέτρα έρευνας περιλαμβάνονται στις ποινικές δικονομίες όλων των κρατών μελών. Σε όλες τις περιπτώσεις, υπόκεινται στον σεβασμό των αναγνωρισμένων αρχών από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η συνύπαρξη των εθνικών δικαίων δεν αποτελεί, συνεπώς, εμπόδιο στην αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων των εθνικών δικαστών εγγυητών των ελευθεριών.

Η διεθνής αίτηση διενέργειας δικαστικών πράξεων θα ήταν πλέον άσκοπη όσον αφορά την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Θα αρκούσε το ευρωπαϊκό δίκαιο να επεκτείνει την εγκυρότητα των πράξεων του εθνικού δικαστή εγγυητή των ελευθεριών σε όλη την επικράτεια της Ένωσης. Κατά τα λοιπά, η διαδικασία έγκρισης και ελέγχου των πράξεων θα ήταν αντικείμενο του εσωτερικού δικαίου.

Παραδείγματος χάρη, σε περίπτωση που θα έπρεπε να διενεργηθεί έρευνα σε ένα κράτος μέλος Α βάσει εντολής που έδωσε εθνικός δικαστής εγγυητής των ελευθεριών ενός άλλου κράτους μέλος Β, το κράτος μέλος Α δεν θα μπορούσε να αρνηθεί τη διενέργεια της έρευνας η οποία ήταν υποχρεωτική με βάση το δίκαιο του κράτους Α.

Ερώτηση αριθ. 12 Σε ποιον πρέπει να ανατεθεί η αρμοδιότητα ελέγχου των ερευνών οι οποίες διενεργούνται υπό την ευθύνη του ευρωπαίου εισαγγελέα;

6.4.3 Διορισμός του δικαστή ο οποίος ελέγχει την πράξη παραπομπής σε δίκη

Από οργανωτική άποψη, είναι δυνατό να προβλεφθούν διάφορες εναλλακτικές καταστάσεις αναφορικά με τον δικαστή ο οποίος ελέγχει την πράξη παραπομπής σε δίκη. Θα μπορούσαν, πράγματι, να προβλεφθούν δύο δυνατότητες, σε συνάρτηση με το αν ο δικαστής ασκεί καθήκοντα σε ευρωπαϊκή κλίμακα ή σε εθνική κλίμακα.

Η πρώτη δυνατότητα για να οργανωθεί η άσκηση των καθηκόντων ελέγχου της παραπομπής σε δίκη συνίσταται στη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού προκαταρκτικού τμήματος. Η δυνατότητα αυτή εξετάστηκε ήδη προηγουμένως όσον αφορά τον έλεγχο της επιλογής του κράτους μέλους [160]. Αυτό θα αντιστοιχούσε στις διατάξεις που επελέγησαν από ορισμένα διεθνή ποινικά δικαστήρια («δικαστής που προετοιμάζει τη δικογραφία» του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία [161] και ακόμη «προκαταρκτικό τμήμα» του μελλοντικού διεθνούς ποινικού δικαστηρίου [162]).

[160] Βλέπε ανωτέρω 6.3.1 (επιλογή του κράτους μέλους παραπομπής σε δίκη).

[161] Άρθρο 65Β του κανονισμού διαδικασίας και αποδεικτικών στοιχείων του ΔΠΔΓ της 11.2.1194, όπως τροποποιήθηκε στις 10.7.1998.

[162] Άρθρο 56 και επόμενα του προαναφερθέντος καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.

Ένα τέτοιο τμήμα δικαστηρίου θα ήταν αρμόδιο να εξετάζει την απόφαση του ευρωπαίου εισαγγελέα για παραπομπή σε δίκη. Ο έλεγχος του ευρωπαϊκού προκαταρκτικού τμήματος θα αφορά όχι μόνο την επιλογή του δικαστηρίου, αλλά και την επάρκεια των αποδείξεων. Το όργανο αυτό θα μπορούσε να επιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως ή μόνο κατόπιν προσφυγής του κατηγορουμένου.

Η δημιουργία ενός κοινοτικού δικαστηρίου που θα είναι υπεύθυνο για την προπαρασκευή, ενδεχομένως υπό μορφή ενός ειδικού τμήματος του Δικαστηρίου των ΕΚ, παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι ο έλεγχος της παραπομπής σε δίκη θα υπαγόταν σε ένα μόνο και ειδικευμένο δικαστήριο και ότι θα εξασφάλιζε την ενότητα στην εφαρμογή του δικαίου. Η ανάγκη αναθεώρησης της Συνθήκης για τη δημιουργία ενός παρόμοιου τμήματος υπερβαίνει το πεδίο της εισήγησης της Επιτροπής στη Διακυβερνητική Διάσκεψη. Συνεπάγεται την εξεύρεση άλλης λύσης.

Σύμφωνα με τη δεύτερη δυνατότητα, ο δικαστής που ασκεί καθήκοντα ελέγχου της παραπομπής στη δίκη θα είναι εθνικός δικαστής, ο οποίος διορίζεται από κάθε κράτος μέλος και αναλαμβάνει αυτή την αρμοδιότητα. Συνεπώς, η λύση αυτή δεν καθιστά υποχρεωτική τη δημιουργία ενός νέου δικαστηρίου. Κάθε κράτος μέλος θα μπορούσε να επιλέξει διαφορετικό είδος δικαστηρίου γι αυτό τον σκοπό. Πράγματι, ανάλογα με τα κράτη μέλη, ο δικαστής που ασκεί γενικό έλεγχο του κατηγορητηρίου και καθορίζει τη διαδικασία των λόγων ακυρότητας, μπορεί να είναι ένας δικαστής ad hoc ή ο δικαστής επί της ουσίας. Η λύση αυτή, που σέβεται την πολυμορφία των δικαστικών συστημάτων, επιτρέπει να ορίζεται ως δικαστής ελέγχου της παραπομπής σε δίκη ένα ευρύ φάσμα δικαστηρίων στα διάφορα κράτη μέλη.

Η Επιτροπή εκφράζει την προτίμησή της για τη δεύτερη από τις προαναφερθείσες δυνατότητες. Θεωρεί ότι θα μπορούσε να αποφευχθεί η δημιουργία ενός νέου κοινοτικού δικαιοδοτικού οργάνου, με την προαναφερθείσα επιφύλαξη της διευθέτησης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των περιπτώσεων σύγκρουσης αρμοδιοτήτων, οι οποίες στην πράξη θα είναι ελάχιστες. Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να προβλεφθεί δυνατότητα ευελιξίας στην επιλογή του δικαστή που θα ασκεί καθήκοντα ελέγχου της παραπομπής σε δίκη, ώστε να είναι δυνατό ο δικαστής αυτός να ανήκει σε άλλο κράτος μέλος από αυτό στο οποίο βρίσκεται ο δικαστής εγγυητής των ελευθεριών.

Από επιχειρησιακή άποψη, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα απευθύνεται στον αρμόδιο για τον έλεγχο της παραπομπής σε δίκη δικαστή του κράτους μέλους στο οποίο προτίθεται να παραπέμψει την υπόθεση. Η επιλογή του πρέπει να ανταποκρίνεται στα προαναφερθέντα κοινοτικά κριτήρια επιλογής του κράτους μέλους διεξαγωγής της δίκης, τα οποία συμπληρώνονται, ενδεχομένως, από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και υπόκεινται στον εκ των υστέρων έλεγχο του Δικαστηρίου [163].

[163] Βλέπε κατωτέρω 8 (δικαστικός έλεγχος).

Ερώτηση αριθ. 13 Σε ποιον πρέπει να ανατεθεί η αρμοδιότητα ελέγχου της πράξης παραπομπής σε δίκη;

***

Ερώτηση αριθ. 14 Πιστεύετε ότι παρέχεται επαρκής προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, καθ' όλη τη διάρκεια της προτεινόμενης διαδικασίας για την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή; Ειδικότερα, υπάρχει επαρκής προστασία του δικαιώματος να μην ασκείται δύο φορές ποινική δίωξη για το ίδιο αδίκημα (βλέπε 6.2.1.);

7 σχεσεις με τους αλλους φορεις

Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο ζήτημα της ενσωμάτωσης της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο, ιδίως σε σχέση με τις τρέχουσες εξελίξεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

7.1 Συνεργασία με τις αρχές των κρατών μελών

Η δημιουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής δεν θα ανέτρεπε κατά κανένα τρόπο τα εθνικά συστήματα ερευνών και ποινικών διώξεων. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε, για λόγους σύνθεσης, ότι θα παραμείνουν σε εθνικό επίπεδο:

- οι δυνάμεις της δικαστικής αστυνομίας,

- ο δικαστικός έλεγχος (δικαστής εγγυητής των ελευθεριών και, ενδεχομένως, δικαστής που ασκεί καθήκοντα ελέγχου της παραπομπής σε δίκη),

- η δικαστική εξουσία,

- οι αρμόδιες αρχές εκτέλεσης της απόφασης.

Για τον λόγο αυτό, πέρα από τη μέχρι τώρα αναλυθείσα κατανομή των αρμοδιοτήτων, θα ήταν απαραίτητη η μόνιμη συνεργασία ανάμεσα στον ευρωπαίο εισαγγελέα και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο θα έπρεπε να προβλέψει τη φύση των σχέσεων μεταξύ του ευρωπαίου εισαγγελέα και των εθνικών αστυνομικών και δικαστικών αρχών.

Από τη μια πλευρά, ο προαναφερθείς διάλογος ανάμεσα στον ευρωπαίο εισαγγελέα και τις εθνικές διωκτικές αρχές θα πρέπει να οργανώνεται και να αναπτύσσεται στην πράξη, ιδίως κατά την αντιμετώπιση των μεικτών υποθέσεων, έτσι ώστε να διευκολύνονται οι αμοιβαίες διαβουλεύσεις, η ανταλλαγή πληροφοριών και η συνδρομή [164].

[164] Βλέπε ανωτέρω 6.2.2.2 (κατανομή των υποθέσεων).

Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την εκτέλεση των ερευνών οι οποίες αποφασίζονται ή εγκρίνονται από τον δικαστή εγγυητή των ελευθεριών, παρουσιάστηκαν προηγουμένως διάφορες εναλλακτικές δυνατότητες [165] που έχουν ως σταθερό στόχο να είναι σε θέση ο ευρωπαίος εισαγγελέας να λαμβάνει τη συνδρομή των εθνικών ανακριτικών αρχών.

[165] Βλέπε ανωτέρω 6.2.3.2 (συνεργασία με τις εθνικές ανακριτικές υπηρεσίες).

7.2 Σχέσεις με τους φορείς της συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επειδή οι αρμοδιότητες του ευρωπαίου εισαγγελέα περιορίζονται στον τομέα της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, δεν θα έπρεπε να υπάρχουν δυσκολίες για να εξασφαλίζεται η συμπληρωματικότητα των καθηκόντων του, τα οποία είναι ταυτόχρονα και πιο ολοκληρωμένα και πιο εξειδικευμένα, με τα καθήκοντα των αρχών οι οποίες είναι υπεύθυνες για τη συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις. Στο παρόν στάδιο, λαμβανομένων υπόψη των τρεχουσών εξελίξεων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αναφορικά με τον τρίτο πυλώνα), θα μπορούσαμε να παραθέσουμε μόνον ορισμένα απλά στοιχεία προβληματισμού. Ειδικότερα, πρέπει να εξετασθεί από κοινού με τους κατωτέρω φορείς το ζήτημα ενός ισόρροπου και με συνοχή συστήματος.

7.2.1 Eurojust

Θα πρέπει να συσταθεί στο άμεσο μέλλον Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας (Eurojust), στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα, με βασικό στόχο να διευκολυνθεί η συνεργασία ανάμεσα στις δικαστικές αρχές των κρατών μελών και ο σωστός συντονισμός των ποινικών διώξεων στον τομέα των σοβαρών εγκλημάτων, και ιδίως του οργανωμένου εγκλήματος. Η δημιουργία της Eurojust προβλέπεται στα συμπεράσματα της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε [166] και στη Συνθήκη της Νίκαιας [167]. Με απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2000, συστάθηκε μια προσωρινή μονάδα («Pro-Eurojust») η οποία τέθηκε σε λειτουργία την 1η Μαρτίου 2001 [168]. Η παρούσα Πράσινη Βίβλος δεν θα μπορούσε να προδικάσει την ακριβή αποστολή που θα ανατεθεί στην Eurojust, αλλά μπορεί να προβάλει τα ακόλουθα στοιχεία προβληματισμού.

[166] Συμπεράσματα της προεδρίας, αριθ. 46.

[167] Τροποποιημένα άρθρα 29 και 31 της Συνθήκης ΕΕ (ΕΕ C 80 της 10.3.2001).

[168] ΕΕ L 324 της 21.12.2000, σελ. 2.

Ενώ η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή θα πρέπει να είναι κοινοτική αρχή που θα διαθέτει εξουσίες άσκησης διώξεων στον ειδικό τομέα της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, η Eurojust προορίζεται να αναλάβει καθήκοντα που υπάγονται στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ένα ευρύτατο πεδίο αρμοδιοτήτων [169]. Είναι απόλυτα λογικό η δημιουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής να μην αποκλείει τη δυνατότητα να διατηρήσει η Eurojust, κατά περίπτωση, την αρμοδιότητα παρέμβασης σε θέματα οικονομικού εγκλήματος, υπό τον όρο ότι θα υπάρξει πρόβλεψη ότι η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή θα διαθέτει κατά προτεραιότητα αρμοδιότητα σε θέματα προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Αυτή η σαφής κατανομή αρμοδιοτήτων θα πρέπει να συνδυάζεται με την ενεργό συνεργασία στις περιπτώσεις υποθέσεων που αφορούν περισσότερους του ενός πυλώνες [170]. Οι λειτουργίες αυτών των υπηρεσιών θα έχουν, συνεπώς, συμπληρωματικό χαρακτήρα, εφόσον η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή και η Eurojust θα επιδιώκουν, σύμφωνα με τη μέθοδο του πρώτου και του τρίτου πυλώνα αντίστοιχα, την υλοποίηση, η κάθε μία αρχή στον βαθμό που της αναλογεί, του γενικού στόχου για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

[169] Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη δημιουργία της Eurojust, 22.11.2000 (COM(2000)746). σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου για τη δημιουργία της Eurojust της 19.10.2001 (έγγραφο EUROJUST 12 αριθ. 12727).

[170] Κατά την έννοια της παρούσας Πράσινης Βίβλου, γίνεται διάκριση ανάμεσα στις μεικτές υποθέσεις, αφενός -που αφορούν τις καθορισθείσες παραβάσεις αναφορικά με την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, αλλά και τις εθνικές παραβάσεις- και σε υποθέσεις που αφορούν περισσότερους του ενός πυλώνες -αναφορικά με τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα, αλλά και αξιόποινες πράξεις που υπάγονται στον τομέα του τρίτου πυλώνα και για τις οποίες θα είναι αρμόδια η Eurojust. Οι υποθέσεις που αφορούν περισσότερους πυλώνες συνιστούν, συνεπώς, ειδική κατηγορία κοινών υποθέσεων: όλες επιβάλλουν συνεργασία ανάμεσα στις εθνικές διωκτικές αρχές, αλλά για τις υποθέσεις που υπάγονται σε περισσότερους του ενός πυλώνες απαιτείται πλέον η συνεργασία στο πλαίσιο της Eurojust.

Η εν λόγω συμπληρωματική δράση σημαίνει συγκεκριμένα ότι πρέπει να υπάρχει στενή και συστηματική συνεργασία ανάμεσα στην ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή και την Eurojust, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, ιδίως για την ανταλλαγή κάθε χρήσιμης πληροφορίας. Η ανταλλαγή αυτή θα πρέπει να πραγματοποιείται στο πλαίσιο του σεβασμού των αρχών προστασίας των δεδομένων.

Αναμφίβολα, είναι δυνατό να ανακύψουν υποθέσεις που αφορούν περισσότερους του ενός πυλώνες, όπως παραδείγματος χάρη ο συνδυασμός λαθρεμπορίου ναρκωτικών (τρίτος πυλώνας) και λαθρεμπορίου τσιγάρων που θίγει τους ιδίους πόρους των Κοινοτήτων (πρώτος πυλώνας).

Σε περίπτωση υποθέσεων οι οποίες αφορούν περισσότερους του ενός πυλώνες και υπερβαίνουν το πεδίο της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, η κάθε αρχή θα πρέπει να προσφέρει τη δική της συνεισφορά στο πλαίσιο ανταλλαγής πληροφοριών, ενώ ο διάλογος ανάμεσα στην ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή και τις εθνικές διωκτικές αρχές θα επεκταθεί με τη συμμετοχή της μονάδας Eurojust [171].

[171] Βλέπε ανωτέρω 6.2.2.2. γ) (διάλογος ανάμεσα στην ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή και τις εθνικές διωκτικές αρχές).

7.2.2 Europol

Η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Europol), η οποία συστάθηκε στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα με τη σύμβαση Europol της 26ης Ιουλίου 1995 [172] και τέθηκε σε λειτουργία την 1η Ιουλίου 1999, είναι υπεύθυνη για την πρόληψη και καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, κυρίως μέσω ανταλλαγής και ανάλυσης πληροφοριών που προέρχονται από τις αστυνομικές αρχές των κρατών μελών. Πραγματοποιούνται συνομιλίες που αποσκοπούν στο να διευρυνθεί το πεδίο αρμοδιοτήτων της Europol, ώστε να αποκτήσει περισσότερο επιχειρησιακά καθήκοντα. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να προδικασθεί στην παρούσα φάση ούτε ο ακριβής ρόλος της Europol.

[172] ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σελ. 1.

Στο παρόν στάδιο προβλέπεται συνεργασία μεταξύ της Europol και της Επιτροπής, περιλαμβανομένης της OLAF, για να εξασφαλιστεί η ανταλλαγή πληροφοριών και η συμπληρωματικότητα ανάμεσα στις δραστηριότητές τους. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί συμπληρωματική δράση ανάμεσα στην ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή και την Europol.

Η αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει να σχεδιαστεί με τον κατάλληλο τρόπο, στο πλαίσιο του σεβασμού των αρχών προστασίας των δεδομένων. Η ορθή συνεργασία εκτιμάται ότι θα εξασφαλίσει για τον ευρωπαίο εισαγγελέα πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα που άπτονται της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων.

Είναι δυνατό, παραδείγματος χάρη, να προβλεφθεί η περίπτωση εντοπισμού μιας εγκληματικής οργάνωσης από την Europol, η οποία θα είχε την πρόθεση να εμπλακεί σε παράνομες δραστηριότητες, όπως το εμπόριο ανθρώπων, αλλά και το λαθρεμπόριο οινοπνευματωδών ποτών. στην περίπτωση αυτή θα ήταν απαραίτητο να ενημερωθεί ο ευρωπαίος εισαγγελέας για τις πτυχές της υπόθεσης που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημία στους κοινοτικούς ιδίους πόρους.

Παρομοίως, η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή θα όφειλε να διαβιβάσει στην Europol κάθε πληροφορία σχετιζόμενη με την αρμοδιότητά της.

Ενδεικτικά αναφέρουμε, αναφορικά με μια υπόθεση λαθρεμπορίας γεωργικών προϊόντων, σε συνδυασμό με σύστημα είσπραξης και νομιμοποίησης παράνομων κερδών, ότι ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα έπρεπε να ενημερώσει την Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία για την ύπαρξη ενός παρόμοιου συστήματος, όταν υπάρχει υπόνοια ότι το σύστημα αυτό χρησιμοποιείται και για άλλους παράνομους σκοπούς, όπως το λαθρεμπόριο κλεμμένων αυτοκινήτων σε ευρωπαϊκή κλίμακα.

7.2.3 Ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο

Η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή θα πρέπει να δημιουργήσει, με τη διαμεσολάβηση των εντεταλμένων της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, ένα ειδικευμένο δικαστικό δίκτυο, το οποίο θα συμβάλλει στην ικανοποίηση των αναγκών της. Εντούτοις, πρέπει να επιδιωχθεί κάθε χρήσιμη συνέργεια με τους υφιστάμενους γενικούς μηχανισμούς. Η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή θα μπορούσε, κατά περίπτωση, να συνεργάζεται με τους δικαστές συνδέσμου, οι οποίοι θεσπίστηκαν με την κοινή δράση της 22ας Απριλίου 1996 [173].

[173] Κοινή δράση, της 22ας Απριλίου 1996, που θέσπισε το Συμβούλιο σχετικά με ένα πλαίσιο ανταλλαγής δικαστικών συνδέσμων, με σκοπό τη βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας των κρατών μελών, βάσει διμερών ή πολυμερών ρυθμίσεων (ΕΕ L 105 της 27.4.1996, σελ. 1).

Η προσέγγιση, στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο, με το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο θα μπορούσε να είναι ακόμη χρησιμότερη. Το δίκτυο αυτό έχει ως βασική αποστολή να διευκολύνει τις επαφές και τη συνεργασία ανάμεσα στις άμεσα και σε τοπικό επίπεδο αρμόδιες αρχές, μέσω της συμμετοχής στη διακίνηση γενικών πληροφοριών αναφορικά με το δίκαιο και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο διακρατικών ερευνών. Το δίκτυο, που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα με μια κοινή δράση του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 [174], αποτελείται από αρμόδιους συνδέσμου. Πρόκειται για άτομα που υπάγονται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, των οποίων καλύπτουν ολόκληρη ή μέρος της επικράτειάς τους.

[174] ΕΕ L 191 της 7.7.1998, σελ. 4.

Επειδή το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο αφορά κατά κύριο λόγο τις άμεσες διμερείς σχέσεις ανάμεσα στις αρμόδιες αρχές, τα καθήκοντά του είναι διαφορετικά και έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα προς αυτά της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής. Οι σύνδεσμοι του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου θα μπορούσαν να είναι χρήσιμοι συνεργάτες της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, και ιδίως των εντεταλμένων της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, κατά κύριο λόγο όσον αφορά τις κοινές υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται τα κοινοτικά και εθνικά συμφέροντα [175]. Στην πράξη, είναι δυνατό να προβλεφθεί ότι οι εντεταλμένοι της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής συμμετέχουν σε ορισμένες συνεδριάσεις του δικτύου, με πρόσκληση του δικτύου.

[175] Βλέπε ανωτέρω 6.2.2.2. (κατανομή των υποθέσεων).

Ερώτηση αριθ. 15 Ποιες θα έπρεπε να είναι οι διατάξεις μιας ορθής συνάρθρωσης των σχέσεων μεταξύ της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής και των φορέων της συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, οι οποίοι έχουν συσταθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

7.3 Σχέσεις με τα κύρια και επικουρικά θεσμικά όργανα και τους κοινοτικούς οργανισμούς

7.3.1 Γενικό πλαίσιο

Τα κύρια και επικουρικά θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί που έχουν συσταθεί στο πλαίσιο των Συνθηκών ΕΚ και Ευρατόμ, καθώς και το προσωπικό τους, θα πρέπει να έχουν υποχρέωση να προσφεύγουν ή να ενημερώνουν την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή για κάθε περιστατικό που θα γνώριζαν ότι μπορεί να συνιστά παράβαση υπαγόμενη στην αρμοδιότητα αυτής της αρχής [176].

[176] Τα κύρια θεσμικά όργανα, κατά την έννοια του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΚ είναι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, η Επιτροπή, το Δικαστήριο και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Τα επικουρικά θεσμικά όργανα και οργανισμοί είναι όλες οι άλλες κοινοτικές αρχές.

Τίθεται το ζήτημα σε ποιον βαθμό η πληροφορία θα έπρεπε να απευθύνεται στην OLAF, όπως προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία [177].

[177] Άρθρο 7 των κανονισμών αριθ. 1073/99 και 1074/99. άρθρο 2 της απόφασης - υπόδειγμα που προσαρτήθηκε στη διοργανική συμφωνία της 25.5.1999.

7.3.2 Μελλοντική αποστολή της OLAF

Η ευθύνη της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης, όπως έχει ορισθεί από το νομοθέτη, αφορά τη διασφάλιση των κοινοτικών συμφερόντων από παράνομες δραστηριότητες κατά των οποίων θα μπορούσαν να ασκηθούν διοικητικές ή ποινικές διώξεις. Όταν δημιουργήθηκε η OLAF της δόθηκαν εξουσίες να διενεργεί έρευνες διοικητικού χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα έχει ως αποστολή να διαβιβάσει μέρος των αποτελεσμάτων των εργασιών της στις εθνικές δικαστικές αρχές. Βάσει των διατάξεων της απόφασης για τη δημιουργία της OLAF: «Η Υπηρεσία είναι ο άμεσος συνομιλητής των αστυνομικών και δικαστικών αρχών» [178].

[178] Άρθρο 2, παράγραφος 6 της προαναφερθείσας απόφασης της Επιτροπής της 28.4.1999.

Η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής αρμόδιας για την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων θα είχε, συνεπώς, επίπτωση στη σημερινή αποστολή της OLAF, εφόσον οι έρευνες και οι δικαστικές διώξεις σε αυτό τον τομέα θα ασκούνταν πλέον σε κοινοτικό επίπεδο. Επειδή θα υπάρχει μερική επικάλυψη των πεδίων ουσιαστικής αρμοδιότητας («συγκέντρωση των στοιχείων που συνιστούν τα πραγματικά περιστατικά») ανάμεσα στην Υπηρεσία και την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή, θα έπρεπε να προβλεφθεί η σωστή συνάρθρωσή τους [179].

[179] Βλέπε ανωτέρω 6.1 (ενημέρωση και προσφυγή).

Οι ισχύουσες υποχρεώσεις αναφορικά με την ενημέρωση της OLAF θα πρέπει να προσαρμοστούν με βάση την υποχρεωτική προσφυγή στην ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή. Εξάλλου, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο απώλειας προσπαθειών κατά τη διενέργεια των ερευνών, η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιεί για την εκπλήρωση των καθηκόντων της τα αποτελέσματα της ερευνητικής εργασίας της OLAF [180]. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προβλεφθεί υποχρέωση της Υπηρεσίας να διαβιβάζει πληροφορίες στην ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή.

[180] Βλέπε ανωτέρω 6.3.4 (σύστημα αποδεικτικών στοιχείων).

Ενώ θα διατηρηθεί ως έχει το κοινοτικό κεκτημένο σε θέματα διοικητικού ελέγχου, θα πρέπει να επανεξετασθούν το καθεστώς και οι αρμοδιότητες της OLAF με βάση τις εξουσίες που θα ανατεθούν στην ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή. Είναι δυνατό να προβλεφθούν διάφορες εναλλακτικές δυνατότητες, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να παρουσιασθούν διεξοδικά στην παρούσα Πράσινη Βίβλο. Πράγματι, η Επιτροπή επιθυμεί να αξιολογήσει προηγουμένως τις ισχύουσες διατάξεις, όπως προβλέπει η νομοθεσία [181]. Κατά συνέπεια, το παρόν έγγραφο αναφέρει απλώς ορισμένες βασικές επιλογές που θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν.

[181] Η παρούσα Πράσινη Βίβλος τελεί υπό την επιφύλαξη της έκθεσης αξιολόγησης σχετικά με την εφαρμογή των κανονισμών αριθ. 1073/99 και 1074/99, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 15 των εν λόγω κανονισμών, και θα συνταχθεί από την Επιτροπή αφού ληφθεί υπόψη η προοπτική της δημιουργίας της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής.

Πρώτον, θα πρέπει να εξετασθεί το ενδεχόμενο να ανατεθούν στην OLAF εξουσίες δικαστικής έρευνας στο εσωτερικό των κύριων και επικουρικών θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής με την εγγύηση ενός εθνικού δικαστή - εγγυητή των ελευθεριών και ενός ειδικού Τμήματος Δικαστηρίου των ΕΚ, θα παρείχε τη δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου στην OLAF.

Εντός αυτού του πλαισίου, θα ήταν δυνατό να εξετασθεί αν θα έπρεπε να διατηρηθεί η διττή λειτουργία της OLAF -η οποία είναι μεν σήμερα Υπηρεσία της Επιτροπής, αλλά διαθέτει και ανεξαρτησία ως προς την άσκηση των ερευνητικών καθηκόντων της- ή αν, αντιθέτως, δεν θα έπρεπε να αποσπασθεί εξ` ολοκλήρου από την Επιτροπή μέρος της Υπηρεσίας αυτής. Εν πάση περιπτώσει, τα ερωτήματα αυτά δεν θα ήταν δυνατό να απαντηθούν αν δεν αξιολογηθούν προηγουμένως οι ισχύουσες διατάξεις που διέπουν την OLAF. Η αξιολόγηση αυτή θα πραγματοποιηθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

Ερώτηση αριθ. 16 Ενόψει της αξιολόγησης του καθεστώτος της OLAF από την Επιτροπή, ποιες θεωρείτε ότι πρέπει να είναι οι σχέσεις μεταξύ της OLAF και της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής;

7.4 Σχέσεις με τις τρίτες χώρες

Εντός των ορίων του πεδίου αρμοδιότητάς της, η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή θα πρέπει να είναι ο άμεσος συνομιλητής των αρμόδιων αρχών των τρίτων χωρών σε θέματα δικαστικής συνδρομής.

Εντούτοις, η δικαστική συνδρομή με τις τρίτες χώρες διέπεται από τις συμβάσεις που δεσμεύουν τα κράτη μέλη και όχι τις Κοινότητες. Δεν είναι δυνατό να αποκλεισθεί η υπόθεση σύναψης συμβάσεων που θα συνδέουν άμεσα τις Κοινότητες με τις εν λόγω χώρες. Παρόμοιες συμφωνίες θα παρείχαν τη δυνατότητα στην ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή να υποβάλλει διεθνείς αιτήσεις ενέργειας δικαστικών πράξεων στις δικαστικές αρχές των συμβαλλομένων χωρών.

Με τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων, ωστόσο, η απλούστερη λύση θα ήταν να προβλεφθεί το δικαίωμα της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής να ζητεί από τις αρμόδιες διωκτικές αρχές των κρατών μελών να υποβάλλουν απευθείας αίτηση δικαστικής συνδρομής στην εμπλεκόμενη τρίτη χώρα, βάσει των κανόνων του ισχύοντος διεθνούς δικαίου. Οι ίδιες αρχές θα μπορούσαν να δεσμεύονται με την υποχρέωση απάντησης.

Επιπλέον, όταν η συνεργασία με ορισμένες τρίτες χώρες λαμβάνει τακτικό χαρακτήρα, η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή θα μπορούσε να διαθέτει στο εσωτερικό αυτών των χωρών ένα κεντρικό σημείο επαφής για όλες τις υποθέσεις που συνδέονται με την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων.

Μεταξύ των τρίτων χωρών, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι σχέσεις με όλε τις υποψήφιες για προσχώρηση χώρες. Οι χώρες αυτές λαμβάνουν και θα εξακολουθήσουν να λαμβάνουν σημαντικές ενισχύσεις από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Επιπλέον, εμπειρογνώμονες των σημερινών υποψήφιων χωρών συμμετείχαν στην προπαρασκευαστική εργασία, την επονομαζόμενη Corpus Juris [182].

[182] Ιtude sur les sanctions pιnales et administratives, le recouvrement, la dιnonciation et le Corpus juris dans les pays candidats, rapport gιnιral, Ch. Van den Wingaert, 19.9.2001, (υπό έκδοση).

Ερώτηση αριθ. 17 Ποιες θα πρέπει να είναι οι σχέσεις της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής με τις τρίτες χώρες, και ιδίως με τις υποψήφιες για ένταξη χώρες, για να βελτιωθεί η καταπολέμηση των δραστηριοτήτων που θίγουν τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα;

8 δικαστικος ελεγχος των πραξεων της ευρωπαϊκης εισαγγελικης αρχης

Η Επιτροπή πρότεινε να εγγραφεί στη Συνθήκη ΕΚ ότι ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί να καθορίσει «τους όρους άσκησης των καθηκόντων του ευρωπαίου εισαγγελέα θεσπίζοντας, ιδίως, [...] γ) κανόνες σχετικούς με τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών πράξεων του ευρωπαίου εισαγγελέα κατά την άσκηση των καθηκόντων του».

Όπως εξετάσθηκε προηγουμένως, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα υπόκειται σε διαφόρους τύπους διακριτών ελέγχων. Αφενός, οι δικαστικές εγγυήσεις θα πρέπει να διασφαλίζονται από τον εκ των προτέρων έλεγχο του εθνικού δικαστή εγγυητή των ελευθεριών και του δικαστή που ασκεί καθήκοντα ελέγχου της πράξης παραπομπής σε δίκη [183]. Αφετέρου, θα μπορούσε να οριστεί η ευθύνη του ευρωπαίου εισαγγελέα στο πειθαρχικό πεδίο [184]. Στη συνέχεια, θα πρέπει να προβλεφθούν τα ένδικα μέσα.

[183] Βλέπε ανωτέρω 6.4.2 (δικαστής εγγυητής των ελευθεριών).

[184] Βλέπε ανωτέρω 4.1.2.2 και 4.2.1.1 (πειθαρχικά καθεστώτα στα οποία υπόκειται αντίστοιχα ο ευρωπαίος εισαγγελέας και οι εντεταλμένοι της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής).

Θα έπρεπε να προβλεφθούν ένδικα μέσα κατά οιουδήποτε μέτρου της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής που συνιστά περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου.

8.1 Πράξεις της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής υποκείμενες σε προσφυγή

8.1.1 Έρευνες που συνεπάγονται περιορισμό ή στέρηση της ελευθερίας των προσώπων

Από το σύνολο των ερευνών οι οποίες υλοποιούνται από την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή, θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά των πράξεων εκείνων που συνεπάγονται περιορισμό ή στέρηση της ελευθερίας των προσώπων. Οι πράξεις αυτές είναι εκείνες τις οποίες αποφασίζει ο δικαστής εγγυητής των ελευθεριών κατόπιν αιτήσεως του ευρωπαίου εισαγγελέα: ένταλμα σύλληψης, προσωρινή κράτηση, θέση υπό δικαστικό έλεγχο.

Σε όλα τα κράτη μέλη, κάθε κατηγορούμενος έχει στο εξής το δικαίωμα να ασκεί προσφυγή κατά παρόμοιων πράξεων, με τα μέσα που του παρέχει το εσωτερικό δίκαιο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 5, παράγραφος 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η δημιουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής δεν θα επέφερε, συνεπώς, καμία προσθήκη σε αυτό το θέμα, εφόσον αρκεί η παραπομπή στο εθνικό δίκαιο.

8.1.2 Άλλες έρευνες

Όσον αφορά τις διενεργούμενες από την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή έρευνες κατόπιν εγκρίσεως του δικαστή εγγυητή των ελευθεριών (κατάσχεση, δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, παρακολούθηση των επικοινωνιών, μυστική έρευνα, ελεγχόμενη παράδοση ...), η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι η δημιουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής δεν πρέπει να αποτελέσει ευκαιρία ούτε να αυξηθούν οι δυνατότητες παρελκυστικών πρακτικών με τη χρησιμοποίηση νέων ένδικων μέσων, ούτε να καταργηθούν ορισμένα υφιστάμενα εθνικά ένδικα μέσα.

Τα προβλεπόμενα σε εθνικό επίπεδο ένδικα μέσα κατά των εξεταζόμενων μέτρων παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Στις περιπτώσεις που υφίστανται, θα συνεχίσουν να ισχύουν και έναντι της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής.

Παραδείγματος χάρη, εάν πρέπει να διενεργηθεί έρευνα σε ένα κράτος μέλος Α με έγκριση την οποία έχει δώσει στον ευρωπαίο εισαγγελέα εθνικός δικαστής εγγυητής των ελευθεριών ενός άλλου κράτους μέλους Β, θα είναι δυνατή η χρησιμοποίηση των ένδικων μέσων των χωρών Β και Α, εφόσον αυτά υφίστανται, κατά της ίδιας της έγκρισης (αμφισβήτηση του δικαιώματος έρευνας) και κατά των εκτελεστικών πράξεών τους (ώρα και τρόπος διενέργειας της έρευνας).

Εντούτοις, για να είναι αποτελεσματική η δράση του ευρωπαίου εισαγγελέα, θα ήταν ασφαλώς επιθυμητό να προβλεφθεί, για τους σκοπούς της ελάχιστης εναρμόνισης των εσωτερικών ενδίκων μέσων, η αρχή του μη ανασταλτικού χαρακτήρα των εν λόγω προσφυγών.

Κατ` αρχήν, δεν θα είναι δυνατή η προσφυγή κατά πράξεων έρευνας ανεξάρτητων από τη λειτουργία του ευρωπαίου εισαγγελέα (τεκμηρίωση, ακρόαση, ανάκριση,...).

8.1.3 Απόφαση θέσης στο αρχείο ή μη απαγγελία κατηγορίας

Από νομική άποψη, η απόφαση να τεθεί μια υπόθεση στο αρχείο θα έπρεπε να υπόκειται στην κρίση του ευρωπαίου εισαγγελέα. Τίθεται, εντούτοις, το ζήτημα αν θα έπρεπε να αναγνωριστεί το συμφέρον των Κοινοτήτων, με την ιδιότητα του θύματος, να στρέφονται κατά απόφασης να τεθεί μια υπόθεση στο αρχείο, η οποία βασίζεται στην κρίση του ευρωπαίου εισαγγελέα, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις.

Πράγματι, επειδή ο ευρωπαίος εισαγγελέας ενεργεί με πλήρη ανεξαρτησία, θα ήταν δυνατό σε μια υπόθεση οι Κοινότητες να έχουν την άποψη ότι πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη, ενώ ο ευρωπαίος εισαγγελέας έκρινε ότι θα μπορούσε να την θέσει στο αρχείο.

Αυτή η απόκλιση στις εκτιμήσεις θα μπορούσε, παραδείγματος χάρη, να αφορά την επάρκεια των συλλεγέντων αποδεικτικών στοιχείων. Αυτό θα συνέβαινε εάν υπήρχε δυνατότητα διαπραγμάτευσης [185], σε περίπτωση που ο Κοινότητες θα θεωρούσαν καταχρηστική μια απόφαση του ευρωπαίου εισαγγελέα.

[185] Βλέπε ανωτέρω 6.2.2.1 (δικαστικός συμβιβασμός).

Επειδή, όμως, τα δικαιώματα των Κοινοτήτων ως θύματος καθορίζονται πάντοτε, εξ` υποθέσεως [186], από το εθνικό ποινικό σύστημα του κράτους μέλους στο οποίο παραπέμπεται να δικαστεί η υπόθεση, τίθεται το ζήτημα του περιεχομένου τους όταν δεν υφίστανται ποινικές διώξεις σε κάποιο κράτος μέλος. Εντούτοις, εάν αναγνωριστεί στις Κοινότητες το δικαίωμα να στρέφονται κατά μιας απόφασης του ευρωπαίου εισαγγελέα να θέσει υπόθεση στο αρχείο, θα έπρεπε να εξετασθεί με ποιους τρόπους είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί αυτό: ενδικοφανής προσφυγή; προσφυγή στα δικαστήρια; στη δεύτερη περίπτωση, ενώπιον ποίου δικαστηρίου;

[186] Βλέπε ανωτέρω 6.3.3 (οι Κοινότητες, θύμα βάσει του κοινού δικαίου).

8.1.4 Παραπομπή σε δίκη

Η πράξη παραπομπής σε δίκη θα υπόκειται στις ίδιες δυνατότητες προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων με αυτές που προβλέπει το εθνικό δίκαιο αναφορικά με μια πράξη παραπομπής σε δίκη η οποία αποφασίζεται από μια εθνική διωκτική αρχή. Από την άποψη αυτή, κάθε δικαστής που εκδικάζει την ουσία της υπόθεσης ελέγχει κατ` αρχήν αν είναι όντως αρμόδιος βάσει των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας.

Το μόνο ειδικό ερώτημα που τίθεται αναφορικά με την παραπομπή σε δίκη από τον ευρωπαίο εισαγγελέα είναι αν ο κατηγορούμενος θα είχε τη δυνατότητα να ασκήσει δικαστική προσφυγή κατά της επιλογής ενός κράτους μέλους μεταξύ περισσοτέρων στα οποία θα μπορούσε να παραπεμφθεί η υπόθεση. Πράγματι, ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να επικαλεσθεί συμφέρον για να προβάλει αντίρρηση στον βαθμό που η επιλογή του κράτους μέλους καθορίζει τον τόπο, το δίκαιο και τη γλώσσα διεξαγωγής της δίκης [187].

[187] Για το θέμα αυτό, βλέπε άρθρο 28, παράγραφο 1, δ) του CJ.

Κανένα, ωστόσο, από τα επιχειρήματα αυτά δεν μένει αναπάντητο. Αναφορικά με τη γεωγραφική απόσταση, είναι δυνατό να μειωθεί η σημασία της, εάν ληφθεί υπόψη ότι ο κατηγορούμενος εκτέθηκε από μόνος του σε αυτήν αναπτύσσοντας δράση σε περισσότερα κράτη μέλη. Όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και το κοινό υπόβαθρο των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διέπει τις ποινικές διαδικασίες των κρατών μελών επιτρέπει την υπέρβαση αυτής της ένστασης. Τέλος, όσον αφορά τη γλώσσα, το δικαίωμα του κατηγορουμένου να έχει αναγνωρισμένο διερμηνεία, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο ε) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου δίνει συγκεκριμένη απάντηση σε αυτό το θέμα.

Αντιθέτως, το να δοθεί στον κατηγορούμενο η δυνατότητα προσφυγής κατά της επιλογής του κράτους μέλους εκδίκασης παρουσιάζει διάφορα μειονεκτήματα. Θα πρέπει να καθοριστεί, για τον σκοπό αυτό, ο αρμόδιος δικαστής, γεγονός που παραπέμπει εκ νέου στο ζήτημα δημιουργίας ενός ειδικού κοινοτικού δικαστηρίου. Δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως αυτονόητο ότι η πράξη της παραπομπής αφορά άμεσα και ατομικά τον κατηγορούμενο, που αποτελεί γενικό όρο για το παραδεκτό μιας ατομικής προσφυγής. Βασικά, η θέσπιση ενός παρόμοιου ένδικου μέσου θα αποδυνάμωνε την αρχή της δημιουργίας ενός κοινού χώρου ερευνών και ποινικών διώξεων. Θα άνοιγε τον δρόμο για μια συστηματική αμφισβήτηση εκ μέρους της υπεράσπισης, η οποία θα εξυπηρετούσε ενδεχομένως σκοπούς παρελκυστικών προσφυγών. Για τους ανωτέρω λόγους, η υπόθεση αυτή θα ήταν δυνατό να ληφθεί υπόψη μόνον υπό τον όρο ότι θα υπόκειται σε αυστηρά νομικό πλαίσιο.

Ερώτηση αριθ. 18 Ποια ένδικα μέσα θα έπρεπε να παρέχονται κατά των πράξεων του ευρωπαίου εισαγγελέα ή που υλοποιούνται υπό την ευθύνη του, κατά την άσκηση των καθηκόντων του;

8.2 Δικαιώματα προσφυγής

Γενικότερα, ο συνολικός μηχανισμός (ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή, δικαστής εγγυητής των ελευθεριών, δικαστής αρμόδιος για τον έλεγχο της παραπομπής σε δίκη, δικαστής επί της ουσίας) πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο των υφισταμένων δικαστικών συστημάτων, τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο.

8.2.1 Προσφυγές βάσει του εσωτερικού δικαίου

8.2.1.1 Κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο

Είναι απόλυτα λογικό, τα παρεχόμενα ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων του εθνικού δικαστή εγγυητή των ελευθεριών να είναι τα ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την αμφισβήτηση όχι του μέτρου έρευνας για το οποίο παρέχει έγκριση ο δικαστής, αλλά αποκλειστικά για τους τρόπους διενέργειας της έρευνας από τον ευρωπαίο εισαγγελέα. Εξάλλου, θα έπρεπε να υπάρχει ένδικο μέσο, εφόσον αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, για ένα τρίτο άτομο εις βάρος του οποίου στρέφονται τα εν λόγω μέτρα και το οποίο δεν θα είχε τη δυνατότητα να εισακουσθεί εκ των προτέρων από τον δικαστή εγγυητή των ελευθεριών (παραδείγματος χάρη, ο συντάκτης της αλληλογραφίας η οποία έχει κατασχεθεί).

Τα ένδικα μέσα που παρέχονται κατά των αποφάσεων του δικαστή ο οποίος ασκεί καθήκοντα ελέγχου της παραπομπής στη δικαιοσύνη θα ήταν, κατά περίπτωση, τα εσωτερικά ένδικα μέσα αναφορικά με την επιλογή ενός εθνικού δικαστή, ή τα κοινοτικά ένδικα μέσα αναφορικά με την επιλογή ενός ευρωπαϊκού προκαταρκτικού τμήματος.

Με βάση τις προτιμήσεις που έχει διατυπώσει η Επιτροπή, θα έπρεπε να ισχύει η γενική αρχή της παραπομπής στο εθνικό δίκαιο.

8.2.1.2 Κατά το στάδιο της δίκης

Η πρόταση δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής δεν πρέπει να ανατρέψει τα εθνικά δικαστικά συστήματα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι δεν θα πρέπει να επηρεαστούν τα εσωτερικά ένδικα μέσα.

Ασφαλώς, η αρχή της ισοδύναμης προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επιδίωξη να υπάρξει σύγκλιση ως προς την οργάνωση των διαφόρων ενδίκων μέσων των κρατών μελών σε αυτό τον τομέα. Έτσι, θα ήταν δυνατό να προβλεφθεί η υιοθέτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο ορισμένων κοινών αρχών [188]. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να προβλέψουν, παραδείγματος χάρη, δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά όλων των πρωτόδικων αποφάσεων ή να προβλέψουν, εφόσον πρόκειται για έφεση που ασκείται από τον καταδικασθέντα, να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο της επιβολής αυστηρότερης ποινής. Εντούτοις, μια τέτοια κατευθυντήρια γραμμή δεν θα ήταν απολύτως αναγκαία για την ορθή λειτουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής. η Επιτροπή επιθυμεί να εστιάσει τις προτάσεις της στην προπαρασκευαστική φάση.

[188] Βλέπε ιδίως άρθρο 27 του CJ.

Για λόγους αναλογικότητας προς τον επιδιωκόμενο στόχο, η δράση του ευρωπαίου εισαγγελέα θα έπρεπε να εντάσσεται στα εθνικά δικαστικά συστήματα. Βάσει αυτής της απαίτησης θα έπρεπε να του παρασχεθούν οι ίδιες δυνατότητες προσφυγής με αυτές που παρέχει το εσωτερικό δίκαιο στις αρχές που είναι υπεύθυνες για τη σύνταξη του κατηγορητηρίου. Ειδικότερα, ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα πρέπει, κατ` αρχήν, να έχει τη δυνατότητα να εφεσιβάλλει κάθε αθωωτική απόφαση.

8.2.2 Προσφυγές ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

Για να τηρηθεί η σημερινή ισορροπία ανάμεσα στις κοινοτικές και τις εθνικές αρμοδιότητες, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να έχει καμία δικαιοδοσία να αμφισβητεί τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων σε ποινικές υποθέσεις. Θα πρέπει, ωστόσο, να εξετασθεί ο προτεινόμενος μηχανισμός σε σχέση με το κοινοτικό δικαιοδοτικό σύστημα, εφόσον το πρώτο στοιχείο δεν είναι τελείως άσχετο με το δεύτερο [189].

[189] COM (2000) 34, 5 «Το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης».

Δυνάμει της Συνθήκης, το Δικαστήριο είναι υπεύθυνο να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, αναφορικά με την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή, ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι αρμόδιο, υπό τους όρους που προβλέπει το άρθρο 234 της Συνθήκης ΕΚ, να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις επί της ερμηνείας του άρθρου 280Α της Συνθήκης ΕΚ και των κοινοτικών διατάξεων που εκδίδονται για την εφαρμογή του.

Η δημιουργία της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής δεν θα έθιγε τις δυνατότητες προσφυγής λόγω παραβάσεως (άρθρα 226 έως 228 της Συνθήκης ΕΚ) και λόγω παραλείψεως (άρθρο 232 της Συνθήκης ΕΚ), στον βαθμό που η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή δεν θα εθεωρείτο θεσμικό όργανο αλλά κοινοτικός οργανισμός, αφενός, και η Επιτροπή θα εξακολουθούσε να είναι ο θεματοφύλακας των Συνθηκών, αφετέρου. Κατά συνέπεια, προσφυγή στο Δικαστήριο θα ήταν δυνατό να ασκείται μόνο από την Επιτροπή ή από τα κράτη μέλη όταν υφίσταται διαφορά κατά την εφαρμογή του άρθρου 280Α της Συνθήκης ΕΚ και των κοινοτικών διατάξεων που εκδίδονται για την εφαρμογή του, υπό τις υπάρχουσες προϋποθέσεις του κοινού δικαίου.

Τέλος, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 178 και 288 της Συνθήκης ΕΚ σχετικά με την εξωσυμβατική ευθύνη της, η Κοινότητα οφείλει να επανορθώσει τις ζημίες που θα προκαλούσε η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους [190].

[190] Aπόφαση του Δικαστηρίου των ΕΚ της 2.12.1992, υπόθεση C-370/89, SGEEM et Etroy / BEI, Συλλογή 1992, σελ. 6211.

Σε περίπτωση που η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 230 της Συνθήκης ΕΚ προσφυγή ακυρώσεως επεκταθεί και σε ορισμένες πράξεις της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, αυτό θα επέβαλε αναθεώρηση της Συνθήκης ως προς αυτό το σημείο. Εντούτοις, η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι οι δικαστικές εγγυήσεις θα έπρεπε αντιθέτως να παρέχονται, εφόσον αυτό είναι δυνατό, στο επίπεδο των κρατών μελών και, κατά συνέπεια, τα ένδικα μέσα κατά των πράξεων του ευρωπαίου εισαγγελέα θα έπρεπε να ασκούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων [191].

[191] Βλέπε ανωτέρω 6.4.2 (δικαστής εγγυητής των ελευθεριών).

Με βάση τις επιλογές που θα πραγματοποιηθούν, θα ήταν δυνατό να επεκταθεί η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου σε ορισμένους τύπους διαφορών. Υπενθυμίζουμε μια πρώτη υπόθεση που έχει ήδη διατυπωθεί, σύμφωνα με την οποία για να δοθεί στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να αμφισβητεί την επιλογή από τον ευρωπαίο εισαγγελέα του κράτους μέλους παραπομπής, θα έπρεπε να προβλεφθεί η δυνατότητα άμεσης προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Μια δεύτερη υπόθεση που έχει ήδη προαναφερθεί συνίσταται στο να δοθεί στο Δικαστήριο η αρμοδιότητα να επιλύει ζητήματα αρμοδιότητας τα οποία εγείρονται από την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή ή από τα εθνικά δικαστήρια, ανεξάρτητα αν οι διαφορές αυτές υφίστανται μεταξύ κρατών μελών ή μεταξύ αυτών και της Κοινότητας. Ειδικότερα, στην περίπτωση κατά την οποία ο εθνικός δικαστής που ασκεί τον έλεγχο της παραπομπής σε δίκη κριθεί αρμόδιος να ελέγχει το προφανές σφάλμα της επιλογής του δικαστηρίου από τον ευρωπαίο εισαγγελέα, τότε ο ευρωπαίος εισαγγελέας θα πρέπει να διαθέτει τη δυνατότητα να προσφεύγει στο Δικαστήριο για τις περιπτώσεις αποποίησης ή αρνητικής σύγκρουσης αρμοδιοτήτων για να τηρηθεί η αρχή της εύλογης προθεσμίας της δίκης.

Εν πάση περιπτώσει, καμία από τις ανωτέρω υποθέσεις δεν θα έθιγε την αρχή ότι τα εθνικά δικαστήρια είναι αρμόδια να εκδικάζουν επί της ουσίας τις ποινικές υποθέσεις.

9 συμπερασμα

Εν κατακλείδι, η Επιτροπή επιθυμεί να λάβει τη γνώμη όλων των ενδιαφερομένων κύκλων σχετικά με τους τρόπους υλοποίησης της πρότασής της, έτσι ώστε να συναγάγει συμπεράσματα και, ενδεχομένως, να υποβάλει νέα εισήγηση στο πλαίσιο της προετοιμασίας της επόμενης αναθεώρησης των Συνθηκών.

Η πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή το 2000 συνδέεται με την παρούσα Πράσινη Βίβλο. Έτσι, οι προτιμήσεις τις οποίες εκφράζει στο παρόν στάδιο για ορισμένες εναλλακτικές δυνατότητες θα μπορούσαν να οδηγήσουν την Επιτροπή να προτείνει τη συμπλήρωση των ισχυουσών διατάξεων της Συνθήκης με μια νομική βάση που θα επιτρέπει:

* τον διορισμό ενός ευρωπαίου εισαγγελέα, ανεξάρτητου, ο οποίος θα διευθύνει κεντρικά τις έρευνες και τις διώξεις και θα ασκεί ποινική δίωξη ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων των κρατών μελών στον τομέα της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων

* τη θέσπιση πλαισίου ειδικών διατάξεων γι αυτό τον σκοπό, οι οποίες θα προσδιορίζουν ιδίως:

- το καθεστώς του, που χαρακτηρίζεται από αποκεντρωμένη οργάνωση η οποία βασίζεται σε εντεταλμένους της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής και στη συνδρομή των εθνικών ανακριτικών αρχών στα κράτη μέλη.

- τους κανόνες ουσιαστικού ποινικού δικαίου που εφαρμόζει, οι οποίοι τείνουν μάλλον προς την ενοποίηση όσον αφορά τους ειδικότερους κανόνες (παραβάσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητά της, αντίστοιχες ποινές, χρόνος παραγραφής) ή την απλή εναρμόνιση (ευθύνη των νομικών προσώπων), ενώ, όσον αφορά όλους τους άλλους κανόνες, που είναι και οι περισσότεροι, την παραπομπή στα εθνικά δίκαια.

- την ποινική δικονομία που ακολουθεί ο ευρωπαίος εισαγγελέας, στο πλαίσιο του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η οποία βασίζεται κατά κύριο λόγο στην αμοιβαία αναγνώριση των μέτρων έρευνας τα οποία προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο (κατάσχεση κλπ), ενδεχομένως εναρμονισμένα σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κλπ), υπό τον έλεγχο ενός εθνικού δικαστή εγγυητή των ελευθεριών, και κατά δεύτερο λόγο σε ορισμένους καθαυτό κοινοτικούς κανόνες (κίνηση διαδικασίας, θέση στο αρχείο, ευρωπαϊκό πρακτικό κλπ).

- τις εξαιρέσεις από την αρχή της νομιμότητας των διώξεων και την κατανομή των υποθέσεων ιδίως των κοινών, με τις εθνικές διωκτικές αρχές.

- το καθεστώς του παραδεκτού των αποδείξεων, βάσει της αρχής σύμφωνα με την οποία τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώνονται σε ένα κράτος μέλος πρέπει να είναι αποδεκτά από τα δικαστήρια όλων των άλλων κρατών μελών.

- τις σχέσεις του ευρωπαίου εισαγγελέα με τους άλλους φορείς, σε διεθνές επίπεδο, ιδίως τις δυνατότητες ανταλλαγής πληροφοριών με σεβασμό της αρχής της προστασίας των δεδομένων.

- τα παρεχόμενα ένδικα μέσα έναντι των πράξεων που εκδίδονται με ευθύνη της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, δηλαδή τα εσωτερικά ένδικα μέσα κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως αυτά που θα προβλεφθούν, εάν κριθεί απαραίτητο, ενώπιον του Δικαστηρίου.

Η οργάνωση των δικαστηρίων (δικαστής των ελευθεριών, δικαστής που ελέγχει την παραπομπή σε δίκη, δικαστής επί της ουσίας) και το στάδιο της δίκης, καθώς και η εκτέλεση των ποινών, θα εξακολουθήσουν να διέπονται εξ` ολοκλήρου από το εθνικό δίκαιο, με την επιφύλαξη της αρχής της άσκησης ποινικών διώξεων από την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή.

Στο εξής, η πρόταση να ασκείται η διεύθυνση των ερευνών και των ποινικών διώξεων σε κεντρικό κοινοτικό επίπεδο, ειδικά για τον τομέα της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, με στόχο να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική και ισοδύναμη στο εσωτερικό ενός κοινού χώρου καταστολή, είναι ανοικτή στον ευρύτερο δυνατό διάλογο, χωρίς άλλο περιορισμό ως προς τον προβληματισμό εκτός από τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ αριθ. 1 Συμπληρωματική εισήγηση της Επιτροπής στη Διακυβερνητική Διάσκεψη για τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 2000

Η ποινική προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων: ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή [192]

[192] COM (2000) 608.

Εισαγωγή

Στη γνώμη που διατύπωσε στις 26 Ιανουαρίου 2000 με τίτλο «Προσαρμογή των οργάνων για την επιτυχία της διεύρυνσης» [193], η Επιτροπή προτείνει σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας να προβλεφθεί στη Συνθήκη μια νομική βάση για τη θέσπιση ενός συστήματος κανόνων σχετικά με τις παραβάσεις και τις επιβαλλόμενες ποινές, τις αναγκαίες δικονομικές διατάξεις για τη δίωξη των παραβάσεων αυτών και τις διατάξεις σχετικά με τις αρμοδιότητες και την αποστολή μιας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής στην οποία θα ανατεθεί να πραγματοποιεί, σε όλο το έδαφος της Κοινότητας, έρευνες για τις πράξεις απάτης και να ασκεί διώξεις ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής για την καταπολέμηση της απάτης, η Επιτροπή επιβεβαίωσε την επιθυμία της να ενισχύσει στο σημείο αυτό την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων.

[193] COM (2000) 34, http://europa.eu.int/comm/igc2000/offdoc/opin_igc_fr.pdf

Πράγματι, οι πράξεις απάτης και οι λοιπές παρατυπίες που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας αφορούσαν το 1998 συνολικό ποσό το οποίο κατά τις εκτιμήσεις τόσο των κρατών μελών όσο και της Επιτροπής υπερέβη το 1 δισεκατομμύριο ευρώ [194]. Η εμπλοκή του οργανωμένου εγκλήματος στην απάτη κατά των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων και ο διακρατικός χαρακτήρας της απάτης, προϋποθέτουν συνεργασία με δεκαπέντε έννομες τάξεις που εφαρμόζουν διαφορετικούς κανόνες ουσίας και διαδικασίας. Οι σημερινές μέθοδοι συνεργασίας αποδεικνύονται συχνά ανεπαρκείς για την υπέρβαση των δυσχερειών που αντιμετωπίζουν οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές κατά την καταπολέμηση της απάτης.

[194] Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων, καταπολέμηση της απάτης, ετήσια έκθεση 1998, -1.3, COM (99) 590 τελικό.

Οι δυσχέρειες αυτές θα αυξηθούν με την αύξηση του αριθμού των κρατών μελών και του αριθμού των φορέων και των διοικητικών αρχών που συμμετέχουν στη διαχείριση των κοινοτικών πόρων.

Οι αρμοδιότητες τις οποίες η παρούσα ανακοίνωση προτείνει να ανατεθούν στον ευρωπαίο εισαγγελέα περιορίζονται αυστηρά στο πεδίο της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, όπως αυτό έχει ήδη καθοριστεί και οριοθετηθεί στο άρθρο 280 (1) της Συνθήκης ΕΚ.

Η ανακοίνωση προτείνει επίσης να ενταχθούν στη Συνθήκη μόνο τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του ευρωπαίου εισαγγελέα (διορισμός, απαλλαγή από τα καθήκοντα, αποστολή, ανεξαρτησία) και να γίνεται παραπομπή στο παράγωγο δίκαιο όσον αφορά τους κανόνες και λεπτομέρειες που απαιτούνται για τη λειτουργία του.

1. τα προβληματα που πρεπει να επιλυθουν λαμβανοντας υποψη τις ειδικες αρμοδιοτητες της κοινοτητας στον τομεα της προστασιας των κοινοτικων οικονομικων συμφεροντων

Οι ελλείψεις του υπάρχοντος σήμερα μηχανισμού οφείλονται κατά κύριο λόγο στον κατακερματισμό του ευρωπαϊκού ποινικού χώρου, που προκύπτει από το γεγονός ότι οι αστυνομικές και δικαστικές εθνικές αρχές έχουν αρμοδιότητα να ενεργούν μόνο στην επικράτειά τους. Οι κλασσικές μέθοδοι δικαστικής συνδρομής και η συνεργασία μεταξύ των αστυνομιών εξακολουθούν να είναι δύσκαμπτες και συνήθως ακατάλληλες για την αποτελεσματική καταπολέμηση των διακρατικών περιπτώσεων απάτης. Η εμπειρία δείχνει ότι υπάρχουν δυσχέρειες προκειμένου να καταλήξουν οι επιτόπου διοικητικές έρευνες στην άσκηση ποινικών διώξεων.

Ωστόσο, η προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων πρέπει να εξασφαλίζεται με ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο απαιτήσεων και με ισοτιμία μεταξύ των κρατών μελών, δεδομένου ότι πρόκειται για πόρους που έχουν διατεθεί από κοινού. Εξάλλου, η προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων έχει ανατεθεί εξίσου στην Κοινότητα και στα κράτη μέλη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει, στο πλαίσιο αυτό, να εγγυάται στα κράτη μέλη και στους πολίτες τους ότι οι περιπτώσεις απάτης και διαφθοράς θα διώκονται αποτελεσματικά σε δικαστικό επίπεδο.

1.1. Ο κατακερματισμός του ευρωπαϊκού ποινικού χώρου

Το άρθρο 280 της Συνθήκης ΕΚ ορίζει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται κατά τη διαδικασία συναπόφασης με σκοπό την καταπολέμηση των παράνομων δραστηριοτήτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας «δεν αφορούν την εφαρμογή του εθνικού ποινικού δικαίου ούτε την απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη». Η Συνθήκη ΕΚ, επομένως, δεν επιτρέπει στο παρόν στάδιο τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ποινικού χώρου που θα περιλαμβάνει έναν κοινό δικαστικό λειτουργό όπως ο εισαγγελέας.

Η υπογραφή της σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 26ης Ιουλίου 1995, και των πρόσθετων πρωτοκόλλων της αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της ποινικής προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Τα κείμενα αυτά, τα οποία συντάχθηκαν στο πλαίσιο της διακυβερνητικής συνεργασίας του «τρίτου πυλώνα», συνιστούν ένα σημαντικό κεκτημένο, δεδομένου ότι χαρακτηρίζουν τις πράξεις απάτης, κατάχρησης πόρων και διαφθοράς ως παραβάσεις που υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις σε κάθε κράτος μέλος.

Ωστόσο, η σύμβαση και τα πρωτόκολλά της εξακολουθούν να μην έχουν τεθεί σε ισχύ, ελλείψει επικύρωσής τους από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. Αλλά και εφόσον θα τεθούν σε εφαρμογή, θα εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα ενσωματωθούν στις εθνικές ποινικές νομοθεσίες από όλα τα μέρη. Επιπλέον δε αυτές οι διατάξεις δεν θα αρκούν από μόνες τους για να εξουδετερώσουν τον κατακερματισμό του ευρωπαϊκού ποινικού χώρου, στον βαθμό που η ποινική δίωξη θα εξακολουθεί να ασκείται σε εθνικό επίπεδο.

Έτσι, απέναντι από δεκαπέντε διαφορετικά ποινικά συστήματα, η Κοινότητα διαθέτει πολύ περιορισμένα μέσα για την εξασφάλιση μιας αποτελεσματικής και ισότιμης σε όλα τα κράτη μέλη προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, όπως ορίζει η Συνθήκη. Με τον σημερινό μηχανισμό, όσο αποτελεσματικός και αν είναι ο διοικητικός συντονισμός που παρέχει η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, οι ποινικές διώξεις εξακολουθούν να είναι αβέβαιες. Πράγματι, η Κοινότητα δεν διαθέτει μέσα που να συμπληρώνουν την προληπτική δράση και τη διοικητική έρευνα μέσω του έργου της ποινικής δίωξης.

Παράδειγμα:

Η ύπαρξη στεγανών μεταξύ των δικαστικών αρχών των κρατών μελών οδηγεί σε συντρέχουσες ελλιπείς ή ανύπαρκτες διώξεις.

Η απαγόρευση εξαγωγής βοείου κρέατος από ορισμένες περιοχές της Κοινότητας λόγω της μόλυνσης από τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια παρακάμφθηκε από επιχειρήσεις σε τρία κράτη μέλη με εξαγωγές προς μία τρίτη χώρα. Τα μέτρα που έλαβε η Κοινότητα και η αποκάλυψη αυτού του κυκλώματος απάτης όσον αφορά τις γεωργικές επιδοτήσεις οδήγησαν στη συνέχεια στην κίνηση παράλληλων δικαστικών διώξεων σε διάφορα κράτη μέλη για τα ίδια αδικήματα και κατά των ιδίων προσώπων. Ενώ οι σχετικές διαδικασίες κινήθηκαν από τα μέσα του 1997, τα διωκόμενα αδικήματα έφθασαν ενώπιον ακροατηρίου μόνο σε ένα από αυτά τα κράτη μέλη.

Η κατάσταση αυτή είναι απαράδεκτη, ιδίως στους κοινοτικούς τομείς που αφορούν επιδοτήσεις, όπως η κοινή γεωργική πολιτική.

1.2. Ο δύσκαμπτος και ακατάλληλος χαρακτήρας των κλασσικών μεθόδων δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών

Οι εθνικοί μηχανισμοί αποτελούν τη βάση της ποινικής προστασίας κατά του διακρατικού εγκλήματος και εξακολουθούν να είναι απαραίτητοι. Υπάρχουν πλέον μορφές διεθνούς ποινικής συνεργασίας, οι οποίες ενισχύονται με τη δικαστική συνεργασία στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα.

Όμως, η ανάπτυξη του οργανωμένου εγκλήματος που θίγει τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα καθιστά τα κλασσικά μέτρα δικαστικής συνδρομής ακατάλληλα και τις προόδους που πραγματοποιήθηκαν όσον αφορά την ενισχυμένη δικαστική συνεργασία, ανεπαρκείς. Πράγματι, δεν υπάρχει δυνατότητα να εξασφαλιστεί ένα σημείο επαφής μεταξύ της Κοινότητας και των εθνικών δικαστικών αρχών στο πλαίσιο της Συνθήκης όπως έχει σήμερα.

Παράδειγμα:

Η ανεπαρκής συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών σε ποινικές υποθέσεις προξενεί καθυστερήσεις, παρελκυστικές προσφυγές και ατιμωρησία. Ευνοεί πολύ συχνά, στις διακρατικές υποθέσεις οικονομικής απάτης, την καταστροφή των αποδεικτικών στοιχείων και τη διαφυγή υπόπτων. Αυτό αποδεικνύεται ιδιαίτερα επιζήμιο για την ανασύσταση των οικονομικών κυκλωμάτων που βρίσκονται στα πρώτα στάδια της απάτης κατά των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων.

Έτσι, για παράδειγμα, επ` ευκαιρία μιας δημόσιας ακρόασης ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο εισαγγελέας ενός κράτους μέλους ανέφερε ότι είχε αντιμετωπίσει στο κράτος στο οποίο απευθυνόταν η αίτηση μέχρι 60 διαδοχικές προσφυγές για την ίδια υπόθεση που αφορούσε τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας. Οι προσφυγές ασκήθηκαν η μία μετά την άλλη, ώστε να δίνεται στον δικαστή ο αναγκαίος χρόνος να τις απορρίψει. Υπό τις συνθήκες αυτές, όταν εκτελείται η διεθνής αίτηση ενέργειας διαδικαστικών πράξεων, κατά κανόνα έχει καταστεί ανώφελη για εκείνον που την υπέβαλε.

1.3. Οι δυσχέρειες κατάληξης των διοικητικών ερευνών σε δικαστικές διώξεις

Πολλές περιπτώσεις από την εμπειρία της Κοινότητας τα τελευταία χρόνια μαρτυρούν ότι εξακολουθούν να υπάρχουν εμπόδια σε έναν τομέα όπου, ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης ευθύνης της Κοινότητας και των κρατών μελών, απαιτείται σαφής αντίληψη των προστατευόμενων συμφερόντων και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των διώξεων στο έδαφος της Κοινότητας.

Παράδειγμα:

Η διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) προς τα τελευταία προσκρούει σε εμπόδια που προέρχονται από τους διαφορετικούς κανόνες που διέπουν τις ποινικές διώξεις σε κάθε κράτος μέλος. Εάν, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, η έρευνα ανατίθεται από ορισμένα κράτη μέλη σε δικαστή και από άλλα σε διοικητική αρχή, η απευθείας σχέση μεταξύ των μεν και των δε, αποδεικνύεται συνήθως αδύνατη, τόσο από πρακτική όσο και από νομική άποψη. Επιπλέον, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν έχουν όλες την ίδια πρόσβαση στις πληροφορίες σύμφωνα με τους διαφορετικούς εθνικούς κανόνες που ισχύουν ιδίως για τον απόρρητο χαρακτήρα των φορολογικών ή των επιχειρησιακών στοιχείων ή της ανακριτικής διαδικασίας.

Παράδειγμα:

Ένα καλό σχετικό παράδειγμα αποτελεί η απόπειρα δίωξης των υπευθύνων μιας σημαντικής διεθνούς απάτης σε βάρος των ιδίων πόρων της Κοινότητας που έλαβε χώρα σε δύο κράτη μέλη Α και Β. Ο δικαστής ενός τρίτου κράτους μέλους (Γ), τόπου διαμονής του κατηγορουμένου, στον οποίο ανατέθηκε η υπόθεση από τις εθνικές τελωνειακές αρχές την έκρινε ως απαράδεκτη, και συγκεκριμένα με το σκεπτικό ότι η βεβαίωση που χορήγησαν οι αρχές του κράτους μέλους Α ήταν ανεπαρκής για την άσκηση δίωξης στο κράτος μέλος Γ. Από τη βεβαίωση αυτή, ωστόσο, προέκυπτε ότι η διαπιστωθείσα παράβαση ήταν κολάσιμη βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους Α και ανέφερε τις ποινές που επιβάλλονται στους δράστες στο κράτος αυτό. Σύμφωνα με τους κανόνες ου ισχύουν στο κράτος μέλος Γ, ο δικαστής δεν μπορούσε να αποδεχθεί τη βεβαίωση που είχαν συντάξει οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους Α.

***

2 ο προτεινομενος μηχανισμοσ

Ελλείψει ειδικού θεσμικού πλαισίου σε κοινοτικό επίπεδο, οι υπάρχοντες μηχανισμοί, παρότι θεμιτοί και αναντικατάστατοι, δημιουργούν εμπόδια κατά την άσκηση διώξεων από τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές, αλλά και πλεονεκτήματα για τους εγκληματούντες. Λαμβανομένης υπόψη της διατύπωσης της Συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή συνιστά επομένως για την αντιμετώπιση της σημερινής κατάστασης να συμπληρωθεί το πρωτογενές δίκαιο κατά τρόπο ώστε να επιτραπεί η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, της οποίας η διοργάνωση και η λειτουργία θα διέπεται από το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο. Η τροποποίηση αυτή θα περιορίζεται στον τομέα της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων.

2.1 Μια ώριμη και εμπεριστατωμένη προπαρασκευαστική μελέτη

Η πρόταση της Επιτροπής στη Διακυβερνητική Διάσκεψη βασίζεται σε μια εμπεριστατωμένη προπαρασκευαστική εργασία. Επί δέκα σχεδόν χρόνια, κατόπιν αιτήσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, ομάδα ποινικολόγων από όλα τα κράτη μέλη μελετά το ζήτημα της ποινικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. Οι εργασίες τους κατέληξαν στην εκπόνηση πρότασης ενός συνόλου κανόνων σχετικά με την ποινική προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, γνωστού ως «Corpus juris» [195]. Στο κείμενο αυτό συνιστάται η δημιουργία ενός κοινοτικού δικαστικού χώρου όσον αφορά την προπαρασκευαστική φάση της δίκης, και συγκεκριμένα με την αρμονική ένταξη στα εθνικά συστήματα μιας ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, αποκλείοντας κάθε «κοινοτικοποίηση» της λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης [196].

[195] Corpus juris portant dispositions pιnales pour la protection des intιrκts financiers de l'Union europιenne, υπό τη διεύθυνση της κ. Delmas-Marty, Economica, Παρίσι, 1997. Το κείμενο του Corpus juris είναι επίσης διαθέσιμο στο Διαδίκτυο (http://www.law.uu.nl/wiarda/corpus/index1.htm).

[196] Σύμφωνα με τις συστάσεις αυτές, οι εμπειρογνώμονες ολοκλήρωσαν πρόσφατα μια σημαντική συγκριτική μελέτη σχετικά με την αναγκαιότητα, το θεμιτό και τη δυνατότητα υλοποίησης του «Corpus juris», αναλύοντας τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει μια ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή στα εθνικά συστήματα άσκησης διώξεων: La mise en oeuvre du Corpus juris dans les Ιtats membres, κ. Delmas-Marty / J.A.E. Vervaele, Intersentia, Ουτρέχτη, 2000.

Οι συντάκτες του «Corpus juris» διευκρίνισαν ποια μπορεί να είναι η διάρθρωση μιας ευρωπαϊκής εισαγγελίας, ανεξάρτητης, επιφορτισμένης στον τομέα της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, με τη διεύθυνση των ανακρίσεων και την άσκηση της ποινικής δίωξης ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, καθώς και πώς θα συντονίζει τις ενέργειές της με τις εθνικές διαδικασίες.

Θα πρόκειται για μια τελείως αποκεντρωμένη οργάνωση. Η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή θα επικουρείται στα κράτη μέλη από εκπροσώπους της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, ώστε να διασφαλίζεται η σύνδεση του κοινοτικού μηχανισμού με τα εθνικά δικαιοδοτικά συστήματα.

2.2 Το αντικείμενο της μεταρρύθμισης

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή συνιστά τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων.

Με τον τρόπο αυτό θα ολοκληρωθεί η μεταρρύθμιση του κοινοτικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως προτάθηκε από την Επιτροπή κατά τη συμπληρωματική εισήγησή της στη Διακυβερνητική Διάσκεψη της 1ης Μαρτίου 2000 [197], με έναν δικαστικό λειτουργό με καθήκον την άσκηση της ποινικής δίωξης ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων των κρατών μελών, ο οποίος θα έχει και τη δυνατότητα να ασκεί, στο κοινοτικό έδαφος, συνεχή ποινικό έλεγχο στην ανακριτική διαδικασία προκειμένου να εξασφαλίζει την τήρηση του νόμου και να προστατεύει τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για «κοινοτικοποίηση» της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, η οποία εξακολουθεί να υπάγεται στην εθνική δικαιοδοσία.

[197] Συμπληρωματική εισήγηση της Επιτροπής στη Διακυβερνητική Διάσκεψη για τη θεσμική μεταρρύθμιση - Η μεταρρύθμιση του κοινοτικού δικαιοδοτικού συστήματος (COM/2000/0109 τελικό).

2.3 Οι λεπτομέρειες της μεταρρύθμισης

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η αναγκαία τροποποίηση της Συνθήκης μπορεί να περιορίζεται στην πρόβλεψη των όρων διορισμού και απαλλαγής από τα καθήκοντα του ευρωπαίου εισαγγελέα και στον καθορισμό της αποστολής και των βασικών χαρακτηριστικών του λειτουργήματός του σε ένα νέο άρθρο 280Α. Η Συνθήκη θα παραπέμπει στο παράγωγο δίκαιο για τη ρύθμιση του καθεστώτος και της λειτουργίας της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής.

2.3.1 Ο διορισμός του ευρωπαίου εισαγγελέα (παράγραφοι 1 και 2 του νέου άρθρου 280Α)

Η Επιτροπή προτείνει τον διορισμό του ευρωπαίου εισαγγελέα από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η εν λόγω πρόταση, η οποία υπάγεται στις αρμοδιότητες της Επιτροπής λόγω της ειδικής ευθύνης της για την προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων, θα μπορούσε να υποβάλλεται, για παράδειγμα, με βάση έναν κατάλογο υποψηφίων μεταξύ των οποίων το Συμβούλιο θα μπορεί να επιλέξει τον ευρωπαίο εισαγγελέα. Η Επιτροπή θεωρεί επίσης σκόπιμο να καθοριστούν οι προϋποθέσεις όσον αφορά την ενδεχόμενη απαλλαγή από τα καθήκοντα του ευρωπαίου εισαγγελέα (παράγραφος 2 του νέου άρθρου 280Α). Ως προς τη διάρκεια της θητείας, η Επιτροπή προτείνει να είναι εξαετής μη ανανεώσιμη (παράγραφος 1 του νέου άρθρου 280Α). Πρέπει να υπογραμμισθεί ιδιαίτερα ένα βασικό χαρακτηριστικό του ευρωπαίου εισαγγελέα: η ανεξαρτησία του ως δικαστικού λειτουργού (παράγραφος 2 του νέου άρθρου 280Α). Πέρα από αυτά τα απαραίτητα στοιχεία, η αναθεωρημένη Συνθήκη θα παραπέμπει στο παράγωγο κοινοτικό δίκαιο για τον προσδιορισμό του καθεστώτος της εισαγγελικής αρχής (σύνθεση, έδρα, κλπ), σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 251 της Συνθήκης ΕΚ (ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο και συναπόφαση με το Κοινοβούλιο).

2.3.2 Οι όροι άσκησης των καθηκόντων του ευρωπαίου εισαγγελέα (παράγραφος 3 του νέου άρθρου 280Α)

Όσον αφορά τους όρους άσκησης των καθηκόντων του ευρωπαίου εισαγγελέα, απαιτείται ένας ειδικός μηχανισμός ο οποίος όμως θα περιορίζεται στις δραστηριότητες που θίγουν τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα, για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του θεσμού τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου όσο και της ποινικής δικονομίας. Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να θεσπιστούν από το Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία συναπόφασης.

Για να διαθέτει ο εισαγγελέας σαφείς αρμοδιότητες, θα πρέπει να καθοριστούν ρητά και σε κοινοτικό επίπεδο τα εγκλήματα (απάτη, διαφθορά, νομιμοποίηση παράνομων προσόδων κλπ) και οι ποινές που σχετίζονται με δραστηριότητες που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας. Πράγματι, η αυστηρότητα του ποινικού δικαίου δεν είναι εύκολο να συμβιβαστεί με τη ύπαρξη αποκλίσεων στο έδαφος της Κοινότητας, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική και ισότιμη προστασία των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων. Οι κοινές διατάξεις για τις αξιόποινες πράξεις πρέπει επομένως να έχουν ομοιόμορφη εφαρμογή στην εθνική έννομη τάξη από τα εθνικά ποινικά δικαστήρια, σαν τακτικά δικαστήρια του κοινοτικού δικαίου, πράγμα που προϋποθέτει τη θέσπιση ειδικών κανόνων. Με την προοπτική αυτή, μια καλή βάση για την οποία συναινούν τα κράτη μέλη προσφέρεται ήδη από το περιεχόμενο των πράξεων που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της προαναφερθείσας σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 και των πρόσθετων πρωτοκόλλων της.

Επίσης, είναι απαραίτητο να θεσπιστούν διαδικαστικοί κανόνες (π.χ. τρόπος προσφυγής στον ευρωπαίο εισαγγελέα, ανακριτικές εξουσίες, έναρξη και περάτωση των ανακρίσεων) και κανόνες δικαστικού ελέγχου (π.χ. έλεγχος των πράξεων του εισαγγελέα κατόπιν εντολής ή όχι του εθνικού δικαστή) που θα πλαισιώνουν την άσκηση των καθηκόντων του εισαγγελέα. Σχετικά με το θέμα αυτό, το «Corpus juris» προβάλλει ορισμένες μη πλήρεις επιλογές διαδικαστικών κανόνων και κανόνων συντονισμού με τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Οπωσδήποτε, ο καθορισμός των κανόνων αυτών θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο προτάσεων του παράγωγου δικαίου, με τήρηση των εθνικών νομικών συστημάτων και παραδόσεων. Επομένως, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης ΕΚ:

- κανόνες σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις (παράγραφος 3, στοιχείο α του νέου άρθρου 280Α).

- διαδικαστικοί κανόνες σχετικά με τις δραστηριότητες του εισαγγελέα, καθώς και κανόνες περί του παραδεκτού των αποδεικτικών μέσων (παράγραφος 3, στοιχείο β, του νέου άρθρου 280Α).

- κανόνες σχετικά με τον δικαστικό έλεγχο των πράξεων του εισαγγελέα, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την εκπλήρωση των καθηκόντων του (παράγραφος 3, στοιχείο γ, του νέου άρθρου 280Α).

Οι κανόνες αυτοί του παράγωγου δικαίου θα πρέπει επίσης να καθορίζουν πώς θα συνδέεται ο κοινοτικός μηχανισμός με τα εθνικά δικαιοδοτικά συστήματα.

***

Συμπερασματικά, η Επιτροπή προτείνει στη διάσκεψη να συμπληρωθούν οι ισχύουσες διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας με μια νομική βάση η οποία θα επιτρέπει:

* τον διορισμό ενός ανεξάρτητου ευρωπαίου εισαγγελέα, που θα ασκεί την ποινική δίωξη ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων των κρατών μελών, στον τομέα της προστασίας των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων στο πλαίσιο των ειδικών κανόνων που θα θεσπιστούν σχετικά

* τη μεταγενέστερη θέσπιση από το παράγωγο δίκαιο:

- του καθεστώτος του,

- κανόνων ουσιαστικού δικαίου σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων από τον ευρωπαίο εισαγγελέα (αξιόποινες πράξεις, ποινές),

- κανόνων ποινικής δικονομίας και περί του παραδεκτού των αποδεικτικών μέσων,

- κανόνων σχετικά με τον δικαστικό έλεγχο των πράξεων του εισαγγελέα κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

Ισχύον κείμενο της Συνθήκης Εκ

Άρθρο 280

1. Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη καταπολεμούν την απάτη ή οιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, λαμβάνοντας σύμφωνα με το παρόν άρθρο μέτρα που θα έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα και θα προσφέρουν αποτελεσματική προστασία στα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων.

3. Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων της παρούσας Συνθήκης, τα κράτη μέλη συντονίζουν τη δράση τους σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας κατά της απάτης. Για τον σκοπό αυτό, διοργανώνουν μαζί με την Επιτροπή στενή και τακτική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

4. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251, και μετά από διαβούλευση με το Ελεγκτικό Συνέδριο, λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα στους τομείς της πρόληψης και της καταπολέμησης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας με σκοπό την παροχή αποτελεσματικής και ισοδύναμης προστασίας στα κράτη μέλη. Τα μέτρα αυτά δεν αφορούν την εφαρμογή του εθνικού ποινικού δικαίου, ούτε την απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη.

5. Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, υποβάλλει κατ` έτος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για τα μέτρα που ελήφθησαν κατ` εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

//

Προτεινόμενο κείμενο

Νέο άρθρο 280

1. Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη καταπολεμούν την απάτη ή οιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, λαμβάνοντας σύμφωνα με το παρόν άρθρο μέτρα που θα έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα και θα προσφέρουν αποτελεσματική προστασία στα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων.

3. Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων της παρούσας Συνθήκης, τα κράτη μέλη συντονίζουν τη δράση τους σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας κατά της απάτης. Για τον σκοπό αυτό, διοργανώνουν μαζί με την Επιτροπή στενή και τακτική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

4. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251, και μετά από διαβούλευση με το Ελεγκτικό Συνέδριο, λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα στους τομείς της πρόληψης και της καταπολέμησης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας με σκοπό την παροχή αποτελεσματικής και ισοδύναμης προστασίας στα κράτη μέλη. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 280Α, τα μέτρα αυτά δεν αφορούν την εφαρμογή του εθνικού ποινικού δικαίου ούτε την απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη.

5. Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, υποβάλλει κατ` έτος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση για τα μέτρα που ελήφθησαν κατ` εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 280Α

1. Προκειμένου να συμβάλει στην υλοποίηση των στόχων του άρθρου 280, παράγραφος 1, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, μετά από πρόταση της Επιτροπής και μετά από σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, διορίζει έναν ευρωπαίο εισαγγελέα, η θητεία του οποίου είναι εξαετής και χωρίς δυνατότητα ανανέωσης. Ο ευρωπαίος εισαγγελέας είναι επιφορτισμένος με την αναζήτηση, τη δίωξη και την παραπομπή σε δίκη των αυτουργών ή συνεργών παραβάσεων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας και με την άσκηση ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών των κρατών μελών της ποινικής δίωξης για τις παραβάσεις αυτές στο πλαίσιο των κανόνων που προβλέπονται στην παράγραφο 3.

2. Ο ευρωπαίος εισαγγελέας επιλέγεται μεταξύ των προσωπικοτήτων που παρέχουν όλα τα εχέγγυα ανεξαρτησίας και που συγκεντρώνουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την άσκηση στις χώρες τους των υψηλότερων δικαιοδοτικών καθηκόντων. Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του, δεν ζητά ούτε δέχεται καμια υπόδειξη. Εάν παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του ή εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα, το Δικαστήριο μπορεί να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του τη αιτήσει του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής. Το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251, καθορίζει το καθεστώς του ευρωπαίου εισαγγελέα.

3. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251, καθορίζει τους όρους άσκησης των καθηκόντων του ευρωπαίου εισαγγελέα θεσπίζοντας ιδίως

(α) κανόνες για τον καθορισμό των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως των αξιόποινων πράξεων που σχετίζονται με την απάτη και κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, καθώς και τις ποινές που επιβάλλονται για κάθε μία εξ` αυτών.

(β) τους κανόνες διαδικασίας που διέπουν τις δραστηριότητες του ευρωπαίου εισαγγελέα καθώς και κανόνες περί του παραδεκτού των αποδεικτικών μέσων.

(γ) κανόνες σχετικούς με τον δικαστικό έλεγχο των διαδικαστικών πράξεων του ευρωπαίου εισαγγελέα κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ αριθ. 2 Απλουστευμένα διαγράμματα της διαδικασίας

Τα ακόλουθα διαγράμματα συμβάλλουν στη γραφική απεικόνιση ορισμένων βασικών στοιχείων της διαδικασίας την οποία θα μπορούσε να ακολουθήσει ο ευρωπαίος εισαγγελέας. Δεν απεικονίζουν ούτε όλες τις καταστάσεις, ούτε όλες τις εναλλακτικές δυνατότητες που προβλέπονται στην Πράσινη Βίβλο. Συμβάλλουν στην καλή κατανόηση του κειμένου χωρίς να το υποκαθιστά.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ αριθ. 3 Υποθετική περίπτωση απάτης που εξετάζεται από τον ευρωπαίο εισαγγελέα

Το ακόλουθο παράδειγμα απάτης, περιλαμβανομένων των ονομάτων και των περιστατικών, είναι καθαρά υποθετικό και έχει επινοηθεί αποκλειστικά για να διευκολύνει την κατανόηση της παρούσας Πράσινης Βίβλου.

Τα περιστατικα

Έστω μια επιχείρηση «Meat International», με έδρα το Λονδίνο, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα των εισαγωγών - εξαγωγών νωπών κρεάτων επί διάστημα πολλών ετών. Λόγω διατροφικής κρίσης που αντιμετώπισε ο εν λόγω τομέας, η επιχείρηση αύξησε σημαντικά τις εισαγωγές κρέατος υψηλής ποιότητας προελεύσεως Λατινικής Αμερικής, ιδίως Βραζιλίας και Αργεντινής. Παράλληλα, εξήγε μεγάλες ποσότητες κοινοτικού κρέατος προς τη Ρωσία. Για τον σκοπό αυτό, χρησιμοποιούσε τους λιμένες της Αμβέρσας και της Λισαβώνας για τις εισαγωγές και τον λιμένα του Ρότερνταμ για τις εξαγωγές.

Εισαγωγή κρέατος

Όσον αφορά τις εισαγωγές, η επιχείρηση «Meat International» επέδειξε ευρηματικότητα για να διαφύγει κατά το μέγιστο δυνατό τους δασμούς (κοινοτικός πόρος).

* Πρώτον, άσκησε παραπλανητική τακτική όσον αφορά τη φύση του εμπορεύματος. Δήλωσε ότι το 20% των εισαχθεισών ποσοτήτων κρέατος ποιότητας υπάγεται στην κατηγορία «παραπροϊόντα κρεάτων», που υπόκειται σε χαμηλότατο δασμό.

* Επιπλέον, η επιχείρηση παραπλάνησε και όσον αφορά την καταγωγή του εμπορεύματος, για να επωφεληθεί παρανόμως από προτιμησιακά δασμολογικά πλεονεκτήματα. Πράγματι, η Αργεντινή έχει δικαίωμα να εξάγει προς την Κοινότητα ποσόστωση κρέατος της ποιότητας «Hilton Beef», με προτιμησιακό δασμολογικό συντελεστή (μηδενικό ή χαμηλότατο δασμό). Για να επωφεληθεί από αυτό το δασμολογικό πλεονέκτημα, ο επιχειρηματίας πρέπει να διαθέτει πιστοποιητικά αυθεντικότητας του Υπουργείου Γεωργίας της Αργεντινής. Η επιχείρηση «Meat International» πραγματοποιούσε συστηματικά εισαγωγές κρέατος χαμηλότερης ποιότητας προελεύσεως Παραγουάης, αντί του κρέατος της ποιότητας «Hilton Beef». Για να επιτύχει τους σκοπούς της, χρησιμοποιούσε παρανόμως εκδιδόμενα πιστοποιητικά, καταβάλλοντας ποσό 5.000 US$ ανά κοντέϊνερ στον αρμόδιο υπάλληλο της Αργεντινής.

* Τα εν λόγω κοντέϊνερ εισάγονταν και ετίθεντο σε ελεύθερη κυκλοφορία στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω των λιμένων της Αμβέρσας και της Λισαβώνας. Οι επιχειρήσεις «Meat International Antwerp» και «Meat International Lisboa» υπέβαλλαν τελωνειακές διασαφήσεις με την ιδιότητα του εξαγωγέα. Η εταιρεία μεταφορών «Transeurope» της Μαδρίτης ήταν υπεύθυνη για τη διανομή του εμπορεύματος από την Αμβέρσα και τη Λισαβώνα προς τους πελάτες που ήταν εγκατεστημένοι σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Εξαγωγή κρέατος

Όσον αφορά τις εξαγωγές, η «Meat International» ελάμβανε παρανόμως επιδοτήσεις (κοινοτικές δαπάνες).

* Η επιχείρηση αγόρασε στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε μεγάλες ποσότητες και σε συμβολικές τιμές, βρετανικά κρέατα των οποίων η εισαγωγή στην κοινοτική αγορά ή η εξαγωγή προς τρίτες χώρες απαγορεύεται (εμπορικός αποκλεισμός). Τα κρέατα αυτά καταψύχονταν μεταφέρονταν παρανόμως στην Αμβέρσα όπου η επιχείρηση «Label International» τοποθετούσε σε αυτά σήμα που ανέγραφε ότι ήταν κρέατα καταγωγής Βελγίου. Στη συνέχεια, τα κρέατα εξάγονταν στη Ρωσία, προς την οποία οι εξαγωγές επιδοτούνται από την Κοινότητα μέσω επιστροφών κατά την εξαγωγή.

* Οι τελωνειακές διασαφήσεις υποβάλλονταν από τον εξαγωγέα «Meat International Antwerp». Μέρος των ποσοτήτων εξαγόταν προς τη Ρωσία με πλοία από τον λιμένα του Ρότερνταμ, ενώ οι υπόλοιπες ποσότητες αποστέλλονταν με οδικές μεταφορές από την «Transeurope».

Οικονομική ζημία

Τα κέρδη της επιχείρησης ήταν σημαντικά λόγω της διαφυγής δασμών και της λήψης επιστροφών. Για να αποκρύψει τη σημασία της υπόθεσης, η επιχείρηση συνέστησε, στην Αργεντινή, την Ευρώπη και τα νησιά της Καραϊβικής, μια σειρά εικονικών εταιρειών, οι οποίες δεν ανέπτυσσαν πραγματική δραστηριότητα, για να εκδίδουν τιμολόγια χωρίς αντίκρισμα. Μέσω αυτών των εταιρειών, η επιχείρηση, μεταξύ άλλων, αγόρασε μετοχές στο χρηματιστήριο του Λονδίνου και ακίνητα στο Λουγκάνο. Με τον τρόπο αυτό, πραγματοποιείται σημαντική φοροδιαφυγή από τις εταιρείες.

ποινικες διωξεισ: χωρις την ευρωπαϊκη εισαγγελικη αρχη

* Αντί για τα δηλωθέντα παραπροϊόντα κρέατος, οι τελωνειακοί υπάλληλοι ανακαλύπτουν στην Αμβέρσα κοντέϊνερ με κρέας ποιότητας καταγωγής Αργεντινής. Ως εκ τούτου, δημιουργείται υπόνοια για ψευδείς τελωνειακές διασαφήσεις με στόχο τη διαφυγή των δασμών. Κατά τον λογιστικό έλεγχο του εξαγωγέα «Meat International Antwerp», αποδεικνύεται ότι το εμπόριο αυτό πραγματοποιείται επί μακρό χρονικό διάστημα.

* Η τελωνειακή υπηρεσία παραπέμπει την υπόθεση στον Βέλγο ανακριτή. Η τελωνειακή υπηρεσία ζητεί από τη δικαστική αστυνομία να ανακρίνει τους υπευθύνους της επιχείρησης «Meat International» στο Λονδίνο και τους υπευθύνους και τους οδηγούς της επιχείρησης «Transeurope» στη Μαδρίτη. επιθυμεί επίσης να πραγματοποιήσει επιτόπου έρευνα στις επιχειρήσεις. Υποβάλλονται διεθνείς αιτήσεις διενέργειας δικαστικών πράξεων. Πέντε μήνες αργότερα, ο ανακριτής λαμβάνει τα αποτελέσματα. Ανακαλύπτει ότι οι επιχειρήσεις «Transeurope» και «Meat International Antwerp» (εξαγωγέας) ανήκουν στην εταιρεία «Meat International» και ότι πρόκειται για δίκτυο που έχει συσταθεί μόνιμα με σκοπό τη διάπραξη εγκληματικών πράξεων.

* Οι βελγικές δικαστικές αρχές ασκούν ποινική δίωξη κατά της «Meat International Antwerp» και της «Meat International». Το Πλημμελειοδικείο της Αμβέρσας καταδικάζει τους διευθυντές των δύο επιχειρήσεων σε βαριές χρηματικές ποινές και σε ποινές φυλάκισης με αναστολή.

* Όμως, η εκτέλεση των ποινών είναι δύσκολη, έως αδύνατη. Πράγματι, η εταιρεία «Meat International», θορυβημένη από τις διενεργούμενες έρευνες, πωλεί τα χρεόγραφά της στο χρηματιστήριο του Λονδίνου και επενδύει τα χρήματα, μέσω παράκτιων εταιρειών, στην αγορά ακινήτων στο Λουγκάνο. Ο διευθυντής της, ο οποίος κατέχει την ελβετική υπηκοότητα, εγκαθίσταται στο Λουγκάνο μετά την έρευνα. Ο διευθυντής της «Meat International Antwerp» διέφυγε με τα διαθέσιμα κεφάλαια της επιχείρησης.

* Παράλληλα, οι ολλανδικές αστυνομικές αρχές ανακαλύπτουν, με την ευκαιρία ελέγχου ρουτίνας, σε φορτηγό όχημα της επιχείρησης «Transeurope», ποσότητες κρεάτων με βελγικές ετικέτες με προορισμό τη Ρωσία, τις οποίες θεωρούν ύποπτες. Λόγω των περιστάσεων, προβαίνουν στην κατάσχεση των κρεάτων. Η διενέργεια φυσικών ελέγχων επιβεβαιώνει ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για κρέας βρετανικής καταγωγής, το οποίο υπόκειται σε απαγόρευση εξαγωγής.

* Οι ολλανδικές δικαστικές αρχές εκδίδουν διεθνείς αιτήσεις ενέργειας δικαστικών πράξεων στο Βέλγιο και την Ισπανία, για να συλλέξουν περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία από τις επιχειρήσεις «Meat International», «Meat International Antwerp» και «Transeurope». Από τα στοιχεία που συνελέγησαν συνάγεται ότι η εταιρεία «Transeurope» συνδέεται με την εταιρεία «Meat International Lisboa» και ότι τα πλαστά σήματα τοποθετήθηκαν από την επιχείρηση «Label International».

* Τα αποδεικτικά στοιχεία κοινοποιήθηκαν στις πορτογαλικές δικαστικές αρχές. Μέσω του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου ή της Eurojust, οι πορτογαλικές δικαστικές αρχές ενημερώθηκαν για την υπόθεση. Οι ολλανδικές αρχές αποφασίζουν να θέσουν την υπόθεση στο αρχείο, επειδή δεν είχε σημαντική σχέση με τις Κάτω Χώρες και επειδή δεν υπήρχαν προηγούμενα περιστατικά.

* Δυστυχώς, στην Πορτογαλία, ο Δημόσιος Κατήγορος διαπίστωσε ότι δεν είχαν συλλεγεί τα αποδεικτικά στοιχεία κατά την εκτέλεση των διεθνών αιτήσεων ενέργειας δικαστικών πράξεων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της πορτογαλικής ποινικής δικονομίας. Πράγματι, τα αποδεικτικά στοιχεία συνελέγησαν από αξιωματικούς της δικαστικής αστυνομίας και όχι από τον Δημόσιο Κατήγορο ή από ανακριτή, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα το μη παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων στην Πορτογαλία.

* Τέλος, οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές στην Αγγλία περιορίζονται στο να εκτελέσουν τις διεθνείς αιτήσεις ενέργειας δικαστικών πράξεων. Δεν κινούν καμια έρευνα έναντι της «Meat International».

ασκηση ποινικων διωξεων από κοινου με τον ευρωπαιο εισαγγελεα (συμφωνα με τις προτιμησεις της ευρωπαϊκης επιτροπης)

* Οι βελγικές τελωνειακές υπηρεσίες προσφεύγουν στον ευρωπαίο εισαγγελέα, βάσει της υπόνοιάς τους έναντι των επιχειρήσεων οι οποίες υπέβαλαν πλαστές διασαφήσεις, με στόχο την αποφυγή των δασμών. Από την πλευρά τους, οι ολλανδικές αστυνομικές αρχές προσφεύγουν ταυτόχρονα στην ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή αναφέροντας τα πραγματικά περιστατικά με την αποκάλυψη του κρέατος, τα οποία δημιουργούν υπόνοια απάτης σε βάρος του κοινοτικού καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή. Και στις δύο περιπτώσεις, οι εμπλεκόμενες στην υπόθεση επιχειρήσεις είναι η «Transeurope», μεταφορέας, η «Meat International Antwerp», εξαγωγέας, και η επιχείρηση «Meat International».

* Χάρη στον συντονισμό και την κεντρική διαχείριση αυτών των πληροφοριών, ο ευρωπαίος εισαγγελέας έχει το πλεονέκτημα, συγκεντρώνοντας διάσπαρτα στοιχεία, να διαμορφώσει σφαιρικότερη εικόνα για τις πραγματικές διαστάσεις μιας υπόθεσης. Αφενός, αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στα δύο στοιχεία, εφόσον εμπλέκονται οι ίδιες επιχειρήσεις. Αφετέρου, διαθέτει επαρκείς πληροφορίες για να κατανοήσει ότι πρόκειται για σημαντική υπόθεση απάτης σε κοινοτικό και διασυνοριακό επίπεδο, με τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων, σε περισσότερες χώρες, γεγονός που δικαιολογεί το να κινήσει τη διαδικασία έρευνας. Κατά συνέπεια, δεν παραπέμπει την υπόθεση στις εθνικές δικαστικές αρχές.

* Πρώτον, ο ευρωπαίος εισαγγελέας ζητεί από τους εντεταλμένους της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη συμπληρωματικές πληροφορίες για τις εν λόγω επιχειρήσεις. Η δικογραφία συμπληρώνεται με την ανταλλαγή των πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές. Συνάγεται σαφώς ότι η εταιρεία «Meat International» πραγματοποιεί και εισαγωγές μέσω του λιμένα της Λισαβώνας, όπου χρησιμοποιεί την «Meat International Lisboa» ως αποστολέα. Επιπλέον, από την ανταλλαγή πληροφοριών συνάγεται ότι οι εταιρείες «Meat International Antwerp», «Meat International Lisboa» και «Transeurope» ανήκουν όλες στην εταιρεία «Meat International».

* Κατά συνέπεια, ο ευρωπαίος εισαγγελέας υποπτεύεται ότι υπάρχει εγκληματική οργάνωση η οποία έχει στόχο τη διάπραξη οικονομικών και χρηματοοικονομικών εγκλημάτων σε βάρος του προϋπολογισμού της Κοινότητας. Για να τεκμηριώσει τις υποψίες του, αποφασίζει να προβεί σε παρακολουθήσεις επικοινωνιών της οργάνωσης (τηλεφωνικών, φαξ, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου). Υποβάλλει την απόφασή του στον έλεγχο του δικαστή εγγυητή των ελευθεριών του Ηνωμένου Βασιλείου, κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα της η μητρική εταιρεία. Αφού λάβει την έγκριση του εγγυητή των ελευθεριών, η παρακολούθηση των επικοινωνιών πραγματοποιείται με τις οδηγίες του ευρωπαίου εισαγγελέα από τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Η άδεια που εκδίδει ο βρετανός δικαστής γίνεται, πράγματι, αμοιβαία αποδεκτή στον κοινό χώρο ερευνών και διώξεων. Από τις παρακολουθήσεις προκύπτουν αρκετά γρήγορα αποδεικτικά στοιχεία πειστικά όσον αφορά την ύπαρξη του δικτύου, το εύρος της εγκληματικής του δραστηριότητας, τις χρηματικές ροές και το γεγονός ότι ο διευθυντής της «Meat International» είναι ο βασικός αυτουργός της υπόθεσης.

* Υπεύθυνος για τον συντονισμό και τη διεύθυνση της δικαστικής έρευνας, ο ευρωπαίος εισαγγελέας ζητεί τη διενέργεια διεθνούς έρευνας με στόχο 1) να ανακρίνει τα άτομα που ασκούν βασικό ρόλο στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. 2) να κατάσχει τα λογιστικά βιβλία των επιχειρήσεων. 3) να δεσμεύσει τα περιουσιακά στοιχεία των επιχειρήσεων και 4) να συλλάβει τα διευθυντικά στελέχη της «Meat International». Οι εντεταλμένοι της εισαγγελικής αρχής εκτελούν τις αντίστοιχες έρευνες.

* Για τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων και την έκδοση εντάλματος σύλληψης, η εισαγγελική αρχή προσφεύγει στον δικαστή εγγυητή των ελευθεριών του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτός παρέχει την έγκρισή του για τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων και εκδίδει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης σε βάρος του διευθυντή της «Meat International». Η εν λόγω έγκριση και το ένταλμα σύλληψης είναι εκτελεστά σε όλο τον κοινό χώρο ερευνών και ποινικών διώξεων, ανεξάρτητα από το πού βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία και τα εμπλεκόμενα άτομα.

* Οι έρευνες που διενεργήθηκαν σε διάφορα κράτη μέλη παρέχουν έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την οργάνωση της απάτης των εισαγωγών και εξαγωγών, τον καταμερισμό της εργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων, την κατανομή των κερδών μεταξύ των διευθυντικών στελεχών τους και τις χρηματικές ροές για τη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων. Έτσι, δεσμεύονται σημαντικά στοιχεία ενεργητικού στο Λονδίνο και πολύ μικρότερα ποσά στην Αμβέρσα και τη Λισαβώνα. Από τα αποδεικτικά στοιχεία συνάγεται ότι η επιχείρηση «Meat International» είναι ιδιοκτήτρια ακινήτων στο Λουγκάνο. Για να μπορέσει να κατάσχει την εν λόγω ακίνητη περιουσία, ο εντεταλμένος της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής στο Λονδίνο υποβάλλει στις ελβετικές αρχές διεθνή αίτηση διενέργειας δικαστικών πράξεων, βάσει της ευρωπαϊκής Σύμβασης δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και του συμπληρωματικού πρωτοκόλλου της ή (υποθετικά) βάσει ευρωπαϊκής Σύμβασης δικαστικής συνδρομής μεταξύ της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής και της Ελβετίας.

* Στο τέλος της προπαρασκευαστικής φάσης, ο ευρωπαίος εισαγγελέας αποφασίζει να παραπέμψει σε δίκη τους βασικούς αυτουργούς, οι οποίοι είναι τα νομικά πρόσωπα («Meat International», «Meat International Antwerp», «Meat International Lisboa», «Transeurope» και «Label International») και ορισμένα φυσικά πρόσωπα, υπευθύνους των επιχειρήσεων. Κατηγορούνται για απάτη σε κοινοτική κλίμακα και για νομιμοποίηση παράνομων εσόδων με το επιβαρυντικό περιστατικό της σύστασης οργάνωσης κακοποιών.

* Δεδομένου ότι ο κύριος αυτουργός τελεί υπό προσωρινή κράτηση στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου βρίσκεται η έδρα της μητρικής εταιρείας και ότι έχουν δεσμευθεί τα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία, ο ευρωπαίος εισαγγελέας αποφασίζει, κατ` εφαρμογήν των κριτηρίων δικαιοδοτικής προτεραιότητας, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου του Λονδίνου. Ένας εθνικός δικαστής, που ορίζεται από το Ηνωμένο Βασίλειο, ασκεί την αρμοδιότητα ελέγχου της παραπομπής σε δίκη. Εξετάζει τα ακόλουθα τρία ζητήματα: 1) Ελήφθησαν τα αποδεικτικά στοιχεία με νόμιμο τρόπο; 2)Εάν ναι, είναι επαρκή για την παραπομπή σε ποινική δίκη; 3) Είναι το δικαστήριο του Λονδίνου αρμόδιο; Στην προκειμένη περίπτωση, ο εθνικός δικαστής που ελέγχει την πράξη της παραπομπής απαντά θετικά σε αυτά τα τρία ερωτήματα. Εφόσον υφίσταται ένας κοινός χώρος ερευνών και διώξεων, η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση στο σύνολό της στο ποινικό δικαστήριο του Λονδίνου.

* Ο ευρωπαίος εισαγγελέας ασκεί την ποινική δίωξη σε ό,τι αφορά τις κοινοτικές παραβάσεις. Η εθνική διωκτική αρχή έχει τη δυνατότητα να ασκήσει δίωξη για φορολογική απάτη όσον αφορά τη φορολογία των εταιρειών. Το αγγλικό δικαστήριο καταδικάζει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε βαριές χρηματικές ποινές και δημεύει τα περιουσιακά τους στοιχεία. Επιπλέον, καταδικάζει τα διευθυντικά στελέχη της «Meat International» σε ποινή στέρησης της ελευθερίας τεσσάρων ετών και τους υπευθύνους των άλλων επιχειρήσεων σε φυλάκιση δύο ετών.

* Οι επιβληθείσες από το δικαστήριο του Λονδίνου ποινές είναι έγκυρες σε ολόκληρο τον κοινό χώρο ερευνών και διώξεων. Εκτελούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο και, βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, στο Βέλγιο, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Για την κατάσχεση των ακινήτων στο Λουγκάνο διαβιβάζεται αίτηση εκτέλεσης στην Ελβετία κατ` εφαρμογή των υφισταμένων διεθνών συμβάσεων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ αριθ. 4 Υπενθύμιση των τεθέντων ερωτημάτων

Γενικό ζήτημα Πως εκτιμάτε το προτεινόμενο γενικό διάγραμμα για την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή, δηλαδή αναφορικά με:

- τον τομέα δράσης της (περιορίζεται μόνο στην οικονομική διάσταση των κοινοτικών συμφερόντων);

- τις εξουσίες της;

- τον συντονισμό της με τα εθνικά ποινικά συστήματα;

Ερώτηση αριθ. 1 Ποια είναι η γνώμη σας για την προτεινόμενη εσωτερική διάρθρωση και οργάνωση της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής; Η ευρωπαϊκή αποστολή που ανατίθεται στους εντεταλμένους της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής θα έπρεπε να είναι αποκλειστική ή θα ήταν δυνατό να συνδυάζεται με την άσκηση και εθνικών καθηκόντων;

Ερώτηση αριθ. 2 Για ποιες αξιόποινες πράξεις θα πρέπει να έχει αρμοδιότητα η ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή; Πρέπει να συμπληρωθούν οι ορισμοί των αξιόποινων πράξεων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Ερώτηση αριθ. 3 Η δημιουργία ευρωπαϊκής εισαγγελικής εισαγγελικής αρχής πρέπει να συνοδεύεται με την έκδοση ορισμένων συμπληρωματικών κοινών κανόνων σε θέματα:

- ποινικών κυρώσεων;

- ευθύνης;

- παραγραφής;

- άλλων κανόνων;

Εάν η απάντηση είναι θετική, σε ποιον βαθμό;

Ερώτηση αριθ. 4 Σε ποια περίπτωση και ποιος οφείλει να προσφεύγει υποχρεωτικά στον ευρωπαίο εισαγγελέα;

Ερώτηση αριθ. 5 Πρέπει ο ευρωπαίος εισαγγελέας να υπακούει στην αρχή της σκοπιμότητας των διώξεων, όπως προτείνει η Επιτροπή, ή στην αρχή της χρησιμότητας των διώξεων; Ποιες εξαιρέσεις πρέπει να προβλεφθούν στην κάθε περίπτωση;

Ερώτηση αριθ. 6 Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων προβληματισμού που περιέχονται στην παρούσα Πράσινη Βίβλο, ποια θα πρέπει να είναι η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του ευρωπαίου εισαγγελέα και των εθνικών διωκτικών αρχών, κυρίως για να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση των μεικτών υποθέσεων;

Ερώτηση αριθ. 7 Θεωρείτε επαρκή τον κατάλογο των μέτρων έρευνας που προβλέπονται για τον ευρωπαίο εισαγγελέα, για να ξεπεραστεί ιδίως το πρόβλημα του κατακερματισμού του ευρωπαϊκού ποινικού χώρου; Ποιο πλαίσιο (εφαρμοστέο δίκαιο, έλεγχος) πρέπει να προβλεφθεί για τα εν λόγω μέτρα έρευνας;

Ερώτηση αριθ. 8 Ποιες εναλλακτικές λύσεις θα μπορούσαν να προβλεφθούν για να εξασφαλιστεί η εκτέλεση των ενταλμάτων έρευνας του ευρωπαίου εισαγγελέα;

Ερώτηση αριθ. 9 Υπό ποίους όρους θα έπρεπε ο ευρωπαίος εισαγγελέας να λαμβάνει απόφαση να θέσει μια υπόθεση στο αρχείο ή να την παραπέμψει σε δίκη;

Ερώτηση αριθ. 10 Βάσει ποιων κριτηρίων θα πρέπει να επιλέγεται(-ονται) το ή τα κράτος(-η) μέλος(-η) παραπομπής σε δίκη; Θα πρέπει να ελέγχεται η επιλογή του ευρωπαίου εισαγγελέα στο θέμα αυτό; Εάν η απάντηση είναι θετική, σε ποιον θα έπρεπε να ανατεθεί αυτός ο έλεγχος;

Ερώτηση αριθ. 11 Θεωρείτε ότι η αρχή σύμφωνα με την οποία τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέγονται νομίμως σε ένα κράτος μέλος θα έπρεπε να είναι αποδεκτά από τα δικαστήρια όλων των άλλων κρατών μελών, όσον αφορά τον ευρωπαίο εισαγγελέα, είναι δυνατό να συμβάλει στην υπέρβαση του εμποδίου που συνιστά η πολυμορφία των κανόνων οι οποίοι διέπουν το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων;

Ερώτηση αριθ. 12 Σε ποιον πρέπει να ανατεθεί η αρμοδιότητα ελέγχου των ερευνών οι οποίες διενεργούνται υπό την ευθύνη του ευρωπαίου εισαγγελέα;

Ερώτηση αριθ. 13 Σε ποιον πρέπει να ανατεθεί η αρμοδιότητα ελέγχου της πράξης παραπομπής σε δίκη;

Ερώτηση αριθ. 14 Πιστεύετε ότι παρέχεται επαρκής προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου καθ' όλη τη διάρκεια της προτεινόμενης διαδικασίας για την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή; Ειδικότερα, υπάρχει επαρκής προστασία του δικαιώματος να μην ασκείται δύο φορές ποινική δίωξη για το ίδιο αδίκημα;

Ερώτηση αριθ. 15 Ποιες θα έπρεπε να είναι οι διατάξεις μιας ορθής συνάρθρωσης των σχέσεων μεταξύ της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής και των φορέων της συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, οι οποίοι έχουν συσταθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Ερώτηση αριθ. 16 Ενόψει της αξιολόγησης του καθεστώτος της OLAF από την Επιτροπή, ποια θεωρείτε ότι πρέπει να είναι τα στοιχεία της συνάρθρωσης ανάμεσα στην OLAF και την ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή;

Ερώτηση αριθ. 17 Ποιες θα πρέπει να είναι οι σχέσεις της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής με τις τρίτες χώρες, ιδίως τις υποψήφιες για ένταξη χώρες, ώστε να βελτιωθεί η καταπολέμηση τω δραστηριοτήτων που θίγουν τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα;

Ερώτηση αριθ. 18 Ποια ένδικα μέσα θα έπρεπε να παρέχονται έναντι των πράξεων του ευρωπαίου εισαγγελέα ή να υλοποιούνται υπό την ευθύνη του, κατά την άσκηση των καθηκόντων του;