Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή των μεταβατικών μέτρων για την εισαγωγή του ευρώ στην κοινή γεωργική πολιτική /* COM/2001/0180 τελικό */
ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ σχετικά με την εφαρμογή των μεταβατικών μέτρων για την εισαγωγή του ευρώ στην κοινή γεωργική πολιτική ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Εισαγωγή 1. Αντιστάθμιση σε περίπτωση αισθητής ανατίμησης 2. Αντισταθμίσεις σε περίπτωση μείωσης της ισοτιμίας που εφαρμόζεται στις «άμεσες ενισχύσεις» 3. Μέτρα που έχουν ληφθεί από τα κράτη μέλη 4. Εισοδήματα 4.1. Ιστορικό 4.2. Υποθέσεις εργασίας 4.3. Γενικές παρατηρήσεις 4.4. Ειδικές παρατηρήσεις 5. Δημοσιονομικές πτυχές 5.1. Γεωργονομισματικές αντισταθμιστικές ενισχύσεις 5.2. Διπλή ισοτιμία 6. Άλλες πτυχές 6.1. Γενεσιουργά αίτια 6.1.1. Γενικές πτυχές 6.1.2. Τροποποίηση του γενεσιουργού αιτίου για τις «άμεσες ενισχύσεις» 6.2. Κριτήρια του άρθρου 4, παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2799/98 6.3. Υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου 6.3.1. Υπόθεση C - 100/99 6.3.2. Υπόθεση C - 403/99 6.4. Ελληνική δραχμή 7. Συμπέρασμα ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα έκθεση αποτελεί συνέχεια των διατάξεων του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2800/98 του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1998 σχετικά με τα μεταβατικά μέτρα για την εισαγωγή του ευρώ στην κοινή γεωργική πολιτική [1]. Το εν λόγω άρθρο αναφέρει ότι η Επιτροπή υποβάλλει πριν από τις 31 Μαρτίου 2001 έκθεση σχετικά με την εκτέλεση των εν λόγω μεταβατικών μέτρων. Η έκθεση λαμβάνει επίσης υπόψη της τη δήλωση της Επιτροπής, η οποία περιλαμβάνεται στα πρακτικά της συνεδρίασης του Συμβουλίου της 15 Δεκεμβρίου 1998 [2] και σύμφωνα με την οποία θα δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στις επιπτώσεις των μεταβατικών μέτρων στα εισοδήματα των γεωργών. [1] ΕΕ L 349 της 24.12.1998, σ. 8. [2] 14.127/98 της Γραμματείας του Συμβουλίου. Τα μεταβατικά μέτρα για την εισαγωγή του ευρώ στην κοινή γεωργική πολιτική δεν εμπίπτουν μόνο στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2800/98. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2799/98 του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1998 για τη θέσπιση του γεωργονομισματικού καθεστώτος του ευρώ [3] και οι κανονισμοί της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 1998, δηλαδή οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 2808/98 περί λεπτομερειών εφαρμογής του γεωργονομισματικού καθεστώτος του ευρώ στο γεωργικό τομέα [4] και (ΕΚ) αριθ. 2813/98 περί λεπτομερειών εφαρμογής όσον αφορά τα μεταβατικά μέτρα για την εισαγωγή του ευρώ στην κοινή γεωργική πολιτική [5], συμπληρώνουν το νομικό πλαίσιο των εν λόγω μέτρων. [3] ΕΕ L 349 της 24.12.1998, σ. 1. [4] ΕΕ L 349 της 24.12.1998, σ. 36. [5] ΕΕ L 349 της 24.12.1998, σ. 48. Κατ´αρχάς, η έκθεση επικεντρώνεται στην υλοποίηση των μεταβατικών αυτών διατάξεων και η δομή της ακολουθεί τη δομή της γεωργονομισματικής νομοθεσίας. Σαφής διάκριση γίνεται μεταξύ των επιπτώσεων που ενδέχεται να έχει η εισαγωγή του ευρώ στις τιμές, αφενός, και στις «άμεσες ενισχύσεις», αφετέρου. Δεύτερον, η έκθεση εξετάζει τα μέτρα που έχουν ληφθεί από τα κράτη μέλη ενόψει της χορήγησης των διαφόρων γεωργονομισματικών αντισταθμίσεων που απορρέουν από τις μεταβατικές αυτές διατάξεις. Στη συνέχεια εξετάζονται οι επιπτώσεις των μέτρων αυτών στα εισοδήματα των γεωργών και στον προϋπολογισμό. Στο τέλος της έκθεσης εξετάζονται τα ακόλουθα θέματα: -τα κριτήρια σχετικά με την κατάσταση της αγοράς, -ο ορισμός ορισμένων γενεσιουργών αιτίων, -οι υποθέσεις που εισήχθησαν από την Ιταλία και -η συμμετοχή της ελληνικής δραχμής στο ευρώ από την 1η Ιανουαρίου 2001. Στην προτελευταία έκθεση της Επιτροπής σχετικά με το γεωργονομισματικό καθεστώς της ενιαίας αγοράς [6], είχαν εξεταστεί διεξοδικά οι ενδεχόμενες οικονομικές επιπτώσεις του γεωργονομισματικού καθεστώτος, ιδίως στις συναλλαγές και τις τιμές. Από την εξέταση αυτή προέκυψε ότι το γεωργονομισματικό καθεστώς, το οποίο χαρακτηρίζεται από σχετικά σημαντικές και διαρκείς νομισματικές αποκλίσεις [7], δεν είχε αρνητικές συνέπειες για τις αγορές. [6] COM(96) 636 τελικό της 6.12.1996. [7] Η έννοια 'νομισματική απόκλιση' ορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3813/92 ως εξής: το ποσοστό της γεωργικής ισοτιμίας μετατροπής, το οποίο αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ της ισοτιμίας αυτής και της αντιπροσωπευτικής ισοτιμίας της αγοράς. Το γεωργονομισματικό καθεστώς του ευρώ χαρακτηρίζεται, τουλάχιστον για τα συμμετέχοντα νομίσματα, από την παντελή έλλειψη γεωργονομισματικού καθεστώτος. Για τα μη συμμετέχοντα νομίσματα, οι νομισματικές αποκλίσεις υπό την προαναφερθείσα έννοια περιορίζονται στη διαφορά μεταξύ των δύο συναλλαγματικών ισοτιμιών που έχουν καθοριστεί από την ΕΚΤ. Η διαφορά αυτή είναι περιορισμένη και κατά το 1999 υπερέβη μόνο 9 φορές τη μία εκατοστιαία μονάδα σε απόλυτες τιμές. Εφόσον δεν έχουν επισημανθεί οικονομικές επιπτώσεις από ένα γεωργονομισματικό καθεστώς που χαρακτηρίζεται από νομισματικές αποκλίσεις ενίοτε σημαντικές και διαρκείς, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα πως είναι αδύνατο να έχει οικονομικές επιπτώσεις ένα γεωργονομισματικό καθεστώς που χαρακτηρίζεται από την απουσία οποιασδήποτε απόκλισης. Από μία εξέταση του αριθμού των ζώων και των εκτάσεων των αροτραίων καλλιεργειών φαίνεται ότι η εισαγωγή του ευρώ δεν οδήγησε σε ασυνήθιστες διακυμάνσεις. Αν επήλθαν μεταβολές στα χαρακτηριστικά των συναλλαγών μετά την εισαγωγή του ευρώ, οι μεταβολές αυτές οφείλονται σε άλλους παράγοντες εκτός των γεωργονομισματικών, όπως για παράδειγμα στην ανταγωνιστικότητα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η παρούσα έκθεση δεν εξετάζει το σκέλος «συναλλαγές». Τα παραρτήματα στα οποία παραπέμπει η παρούσα έκθεση αποτελούν τμήμα εγγράφου το οποίο είναι διαθέσιμο αποκλειστικά στην ακόλουθη διεύθυνση στο Internet: http://europa.eu.int/comm/agriculture/markets/euro/index_gr.htm 1. Αντισταθμιση σε περιπτωση αισθητης ανατιμησησ Το δικαίωμα αντισταθμιστικής ενίσχυσης υφίσταται αν για ένα κράτος μέλος, η ισοτιμία μετατροπής του ευρώ σε εθνική νομισματική μονάδα, ή η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ σε εθνικό νόμισμα την 1η Ιανουαρίου 1999 υφίσταται αισθητή ανατίμηση σε σχέση με τη γεωργική ισοτιμία μετατροπής η οποία θα ισχύει στις 31 Δεκεμβρίου 1998 (άρθρο 2, εδάφιο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2800/98). Ο ορισμός της αισθητής ανατίμησης στο άρθρο 1, σημείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2800/98 έχει ως εξής : «μείωση της ισοτιμίας μετατροπής που ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1999, η οποία είναι μεγαλύτερη, κατ´απόλυτη αξία, από κάθε μία από τις διαφορές μεταξύ της ισοτιμίας αυτής και των χαμηλότερων επιπέδων των εφαρμοζόμενων ισοτιμιών μετατροπής: -κατά τη διάρκεια των 12 τελευταίων μηνών, και -ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια χρονικής περιόδου η οποία είχε αρχίσει πριν από 24 μήνες και τελείωσε πριν από 12 μήνες, και -ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια χρονικής περιόδου η οποία είχε αρχίσει πριν από 36 μήνες και τελείωσε πριν από 24 μήνες. Οι διαφορές που έχουν σχέση με τη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση λαμβάνονται υπόψη, αντιστοίχως, μόνο κατά τα δύο τρίτα και κατά το ένα τρίτο της αξίας τους». Ο προαναφερθείς κανονισμός περιέχει επίσης τον ορισμό του ποσοστού κατά το οποίο θεωρείται αισθητή η ανατίμηση : «η διαφορά μεταξύ, αφενός, του κατωφλίου μεταξύ αισθητών και μη αισθητών ανατιμήσεων και, αφετέρου, της ισοτιμίας μετατροπής του ευρώ σε εθνική νομισματική μονάδα, ή της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ ως προς τα εθνικά νομίσματα, την 1η Ιανουαρίου 1999 [8]. Η διαφορά αυτή εκφράζεται σε ποσοστό του εν λόγω κατωφλίου». [8] Η ισοτιμία που εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 1999 είναι η ισοτιμία που καθόρισε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις 4 Ιανουαρίου 1999 (βλ. άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2813/98). Ο υπολογισμός των ισοτιμιών κατωφλίου για τα διάφορα νομίσματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρατίθεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I και ο υπολογισμός του ποσοστού από το οποίο θεωρείται αισθητή η ανατίμηση στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II. Βάσει των ισοτιμιών της 1ης Ιανουαρίου 1999, τρεις είναι οι δυνατές εξελίξεις όσον αφορά τις θεσμικές τιμές : -αύξηση των τιμών, -μη αισθητή μείωση των τιμών, -αισθητή μείωση των τιμών. Αύξηση των θεσμικών τιμών, η οποία απορρέει από τις ισοτιμίες της 1ης Ιανουαρίου 1999, διαπιστώθηκε στη Σουηδία (+1,206%) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (+3,226%). Ωστόσο, η άνοδος αυτή δεν ήταν διαρκής εφόσον η τιμή της λίρας στερλίνας και της σουηδικής κορώνας αυξήθηκε κατά δέκα περίπου εκατοστιαίες μονάδες σε σχέση με το ευρώ κατά τη διάρκεια του 1999. Η εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας των τεσσάρων νομισμάτων που δεν συμμετέχουν στο ενιαίο νόμισμα εκτίθεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III. Μη αισθητή μείωση των θεσμικών τιμών, μετά τις συναλλαγματικές ισοτιμίες της 1ης Ιανουαρίου 1999, παρατηρήθηκε σε εννέα κράτη μέλη : τη Γερμανία, την Αυστρία, το Βέλγιο, την Ισπανία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες και την Πορτογαλία. Για κάθε ένα από τα νομίσματα των χωρών αυτών, η ισοτιμία της 1ης Ιανουαρίου 1999 ήταν υψηλότερη της ισοτιμίας κατωφλίου. Ως εκ τούτου, δεν τέθηκε θέμα γεωργονομισματικής αντιστάθμισης. Οι μειώσεις των τιμών κυμαίνονται από 1,172% (στην Ισπανία) έως 3,414% (Ελλάδα). Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η ισοτιμία είναι σταθερή για οκτώ από τα εννέα προαναφερθέντα κράτη μέλη, η μείωση αυτή της ισοτιμίας είναι διαρκής. Η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής κατά τη διάρκεια του 1999 ήταν αμελητέα σε σχέση με τη διαπιστωθείσα αξία την 1η Ιανουαρίου 1999 και επομένως μπορεί να συναχθεί το ίδιο συμπέρασμα. Αισθητή μείωση των θεσμικών τιμών μετά τον καθορισμό των ισοτιμιών την 1η Ιανουαρίου 1999 διαπιστώθηκε για τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Η μείωση αυτή κυμαίνεται από 1,386% (Φινλανδία) έως 1,953% (Γαλλία). Παρόλο που η ισοτιμία της 1ης Ιανουαρίου 1999 είναι κατώτερη της ισοτιμίας κατωφλίου, το ποσοστό κατά το οποίο θεωρείται αισθητή η ανατίμηση για κάθε ένα από τα νομίσματα αυτά παρέμεινε κατώτερο της ατέλειας του 2,6%. Λαμβανομένης υπόψη της ατέλειας αυτής, δεν ήταν δυνατόν να χορηγηθεί καμία γεωργονομισματική αντιστάθμιση. Με λίγα λόγια, δεν χρειάστηκε να εφαρμοστούν οι διατάξεις σχετικά με τις αισθητές ανατιμήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2800/98. Τούτο συνεπάγεται επίσης την αδυναμία αξιολόγησης του νέου τρόπου χρηματοδότησης των αντισταθμιστικών ενισχύσεων (η κοινοτική συνεισφορά ανέρχεται σε 50% των πράγματι καταβληθέντων ποσών). 2. Αντισταθμισεισ σε περίπτωση μειωσησ τησ ισοτιμιασ που εφαρμοζεται στισ «αμεσεσ ενισχυσεισ» Το δικαίωμα αντισταθμιστικής ενίσχυσης υφίσταται αν η ισοτιμία μετατροπής του ευρώ σε εθνική νομισματική μονάδα ή συναλλαγματική ισοτιμία που εφαρμόζεται την ημέρα της γενεσιουργού αιτίας είναι χαμηλότερη από εκείνη που εφαρμοζόταν προηγουμένως (άρθρο 3, σημείο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2800/98). Εντούτοις, δεν χορηγείται γεωργονομισματική αντιστάθμιση αν έχει εφαρμοστεί ισοτιμία μικρότερη από τη νέα ισοτιμία, κατά τη διάρκεια των 24 μηνών που προηγούνται της θέσης σε ισχύ της νέας αυτής ισοτιμίας (άρθρο 5, σημείο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2799/98). Οι άμεσες ενισχύσεις τις οποίες αφορά η γεωργονομισματική νομοθεσία είναι οι ενισχύσεις που περιλαμβάνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV. Οι ημερομηνίες των γενεσιουργών αιτίων των ενισχύσεων αυτών είναι : -1η Ιανουαρίου 1999 για τις πριμοδοτήσεις στα βοοειδή και τα μέτρα διαρθρωτικού ή περιβαλλοντικού χαρακτήρα, -3 Ιανουαρίου 1999 για τις πριμοδοτήσεις στα αιγοπρόβατα, -1η Ιουλίου 1999 για τις ενισχύσεις στις αροτραίες καλλιέργειες, στα όσπρια και τον λυκίσκο, -1η Αυγούστου 1999 για τις ενισχύσεις στο λίνο και την κάνναβη, και -1η Σεπτεμβρίου 1999 για τις ενισχύσεις στο ρύζι και τις σταφίδες. Τα κράτη μέλη για τα οποία έχει καθοριστεί γεωργονομισματική αντιστάθμιση για τα μέτρα με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η Ιανουαρίου και 3η Ιανουαρίου 1999 είναι : το Βέλγιο, η Δανία, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο και το Ηνωμένο Βασίλειο. Το ποσοστό της μείωσης κυμαίνεται από 1,224% (ΟΕΒΛ) έως 9,091% (Ηνωμένο Βασίλειο). Τα κράτη μέλη για τα οποία καθορίστηκε γεωργονομισματική αντιστάθμιση για τα μέτρα με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η Ιουλίου 1999 είναι αυτά που αναφέρονται ανωτέρω, στα οποία προστέθηκε και η Σουηδία. Η προσθήκη της Σουηδίας στον κατάλογο των κρατών μελών ήταν συνέπεια της αύξησης της τιμής της σουηδικής κορώνας από την 1η Ιανουαρίου 1999. Το ποσοστό μείωσης κυμαίνεται από 1,224% (ΟΕΒΛ) έως 16,180% (Ηνωμένο Βασίλειο). Τα κράτη μέλη για τα οποία καθορίστηκε γεωργονομισματική αντιστάθμιση για τα μέτρα με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η Αυγούστου και 1η Σεπτεμβρίου 1999 είναι αυτά που αναφέρονται ανωτέρω, στα οποία προστέθηκε και η Ισπανία. Η προσθήκη της Ισπανίας στον προηγούμενο κατάλογο οφείλεται στο γεγονός ότι η ισοτιμία κατωφλίου της πεσέτας διαφέρει από την ισοτιμία που ισχύει για άλλα γενεσιουργά αίτια. Το ποσοστό μείωσης κυμαίνεται από 1,172% (στην Ισπανία) έως 14,930% (Ηνωμένο Βασίλειο). Ο αναλυτικός υπολογισμός των ποσοστών μείωσης παρατίθεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II. Οι αντισταθμιστικές ενισχύσεις στους παραγωγούς καθορίστηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 4 του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2799/98. Συνεπώς, η αντισταθμιστική ενίσχυση είναι ίση με τις διαπιστωθείσες δαπάνες κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους που προηγείται της ημερομηνίας του γενεσιουργού αιτίου επί το προαναφερθέν ποσοστό μείωσης. Η διαπίστωση των δαπανών αυτών δεν δημιούργησε σοβαρά προβλήματα. Θα πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι χρειάστηκε να υιοθετηθεί μία κατ´αποκοπή προσέγγιση για τα μέτρα που εμπίπτουν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 950/97 του Συμβουλίου της 20ης Μαΐου 1997 όσον αφορά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των γεωργικών διαρθρώσεων [9]. Πράγματι, για τα διαρθρωτικά μέτρα στις περιοχές του στόχου 1 και 6, οι δηλώσεις δαπανών των κρατών μελών περιλαμβάνουν το σύνολο των δαπανών στο πλαίσιο κάθε στόχου χωρίς να γίνεται καμία διάκριση βάσει των διαφόρων μέτρων. Το τμήμα των δαπανών στις εν λόγω περιοχές, το οποίο εμπίπτει στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 950/97 έχει υπολογιστεί κατ' εκτίμηση. Το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία όσον αφορά τους υπολογισμούς των δαπανών το 1998 στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 950/97. [9] ΕΕ L 142 της 2.6.1997, σ. 1. Τα ανώτατα ποσά των αντισταθμιστικών ενισχύσεων που απορρέουν από τις ισοτιμίες της 1ης και της 3ης Ιανουαρίου 1999, της 1ης Ιουλίου 1999, της 1ης Αυγούστου 1999 και της 1ης Σεπτεμβρίου 1999 καθορίστηκαν με τους κανονισμούς της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 755/1999 [10], (ΕΚ) αριθ. 1639/1999 [11], (ΕΚ) αριθ. 2200/1999 [12] και (ΕΚ) αριθ. 2206/1999 [13] αντιστοίχως. Συνοπτική παρουσίαση των ανώτατων ποσών παρατίθεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI. [10] ΕΕ L 98 της 13.4.1999, σ. 8. [11] ΕΕ L 194 της 27.7.1999, σ. 33. [12] ΕΕ L 268 της 16.10.1999, σ. 8. [13] ΕΕ L 269 της 19.10.1999, σ. 3 και διορθωτικό ΕΕ L 275 της 26.10.1999, σ. 34. 3. Μετρα που εχουν ληφθει απο τα κράτη μέλη Τα κράτη μέλη οφείλουν να διαβιβάσουν την αίτηση έγκρισης μεταβατικής ενίσχυσης πριν το τέλος του τρίτου μήνα μετά την αισθητή ανατίμηση ή τη μείωση των «άμεσων ενισχύσεων». Η Επιτροπή αξιολογεί τα αιτήματα αυτά βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 3 της Συνθήκης και των διατάξεων των γεωργονομισματικών κανονισμών. Έτσι, η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της προθεσμία 2 μηνών για να διατυπώσει γνώμη όσον αφορά τις αιτήσεις χορήγησης ενισχύσεων που υποβάλλουν τα κράτη μέλη (η οποία είναι δυνατόν να παραταθεί σε περίπτωση που οι υποβληθείσες αιτήσεις είναι ελλιπείς ή περιέχουν σφάλματα). Η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει τις αιτήσεις αυτές βάσει τεσσάρων βασικών κριτηρίων: -το ποσό που προτείνει το κράτος μέλος δεν πρέπει να υπερβαίνει το ανώτατο όριο που έχει καθοριστεί, -η αντισταθμιστική ενίσχυση χορηγείται με τη μορφή συμπληρωματικών καταβολών στους δικαιούχους των άμεσων ενισχύσεων, -τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλουν όρους ως προς τη χρήση της ενίσχυσης, -η κατανομή των ενισχύσεων σε ένα δεδομένο τομέα δεν μπορεί να αλλοιώνει τους όρους ανταγωνισμού σε βαθμό αντίθετο με το κοινό συμφέρον. Η Επιτροπή δέχθηκε και ενέκρινε 22 σχέδια χορήγησης μεταβατικών γεωργονομισματικών ενισχύσεων κατά τη διάρκεια του 1999 (και στις αρχές του 2000). Όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη (Βέλγιο, Δανία, Ισπανία, Φινλανδία, Γαλλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο) υπέβαλαν εμπρόθεσμα τα σχέδιά τους, τα οποία όμως διέφεραν αισθητά μεταξύ τους ως προς την ποιότητα και τον λεπτομερή χαρακτήρα των στοιχείων που περιέχουν. Ορισμένα κράτη μέλη αποφάσισαν να υποβάλουν ξεχωριστές αιτήσεις για κάθε είδος μέτρου (για παράδειγμα, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε επτά σχέδια) και άλλα κράτη μέλη υπέβαλαν ενιαίο σχέδιο για όλα τα είδη ενισχύσεων (για παράδειγμα η Γαλλία και η Ιταλία). Τα περισσότερα από τα σχέδια που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή δεν δημιούργησαν ιδιαίτερα προβλήματα όσον αφορά την εξέτασή τους. Πράγματι, ο όρος που υποχρεώνει τα κράτη μέλη να χορηγούν την ενίσχυση με τη μορφή συμπληρωματικών καταβολών στους δικαιούχους «άμεσων ενισχύσεων» της ΚΓΠ τους αφήνει ελάχιστο περιθώριο να αποφασίσουν ως προς την κατανομή των ενισχύσεων. Εντούτοις, εμφανίστηκαν δύο δυσχέρειες γενικής φύσεως κατά την εξέταση των σχεδίων : η συνολική θεώρηση των ενισχύσεων και η αντιμετώπιση των διαρθρωτικών και περιβαλλοντικών ενισχύσεων. Όσον αφορά τη συνολική θεώρηση των ενισχύσεων, ορισμένα κράτη μέλη ζήτησαν από την Επιτροπή να επαληθεύσει την τήρηση των ανώτατων επιτρεπόμενων ποσών όχι σε επίπεδο μέτρου αλλά σε επίπεδο τομέα. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι η Επιτροπή θα πρέπει να ελέγχει την τήρηση των ανώτατων ορίων ως προς το συνολικό ποσό των ενισχύσεων για τον τομέα των βοοειδών, αντί να εξετάζει ξεχωριστά το ποσό για την πριμοδότηση στη θηλάζουσα αγελάδα (στόχος 1), για την πριμοδότηση των αρρένων βοοειδών, για την πριμοδότηση 'εκτατικοποίησης' και για την πριμοδότηση σφαγής εκτός εποχής. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι πριμοδοτήσεις αυτές προορίζονται για διαφορετικές κατηγορίες παραγωγών, εγκατεστημένων σε διαφορετικές περιοχές, και προκειμένου να τηρηθεί η αρχή σύμφωνα με την οποία οι γεωργονομισματικές ενισχύσεις πρέπει να είναι ουδέτερες από την άποψη του ανταγωνισμού, η Επιτροπή αρνήθηκε κατά κανόνα τη συνολική θεώρηση των ενισχύσεων. Κατ´εξαίρεση, η Επιτροπή δέχθηκε να εξετάσει συνολικά τις 12 διαφορετικές ενισχύσεις που είναι δυνατόν να χορηγηθούν στο πλαίσιο του καθεστώτος για τις αροτραίες καλλιέργειες, ιδίως προκειμένου να εξουδετερωθούν οι επιπτώσεις της αύξησης του ποσοστού υποχρεωτικής παύσης της καλλιέργειας από 5% το 1998 σε 10% το 1999. Όσον αφορά τα διαρθρωτικά μέτρα [εξισωτικές αποζημιώσεις και ενισχύσεις για την εγκατάσταση νέων γεωργών (κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 950/97)], πρόωρη συνταξιοδότηση [(κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2079/92) [14]] και γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα[(κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2078/92) [15]], οι δυσχέρειες (στο επίπεδο της Επιτροπής και του κράτους μέλους) αφορούσαν τον εντοπισμό των μέτρων που είναι δυνατόν να αποτελέσουν το αντικείμενο μεταβατικής γεωργονομισματικής ενίσχυσης. Πράγματι, τα διαρθρωτικά και περιβαλλοντικά μέτρα εγκρίθηκαν από την Επιτροπή βάσει προγραμμάτων (ενίοτε σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο) τα οποία περιλαμβάνουν σημαντικό αριθμό μέτρων που προβλέπουν χορήγηση ενισχύσεων με πολύ διαφορετικές προϋποθέσεις. Από την άλλη πλευρά, μόνο τα μέτρα για τα οποία οι ενισχύσεις έχουν καθοριστεί στο επίπεδο του κοινοτικού ανώτατου ορίου είναι επιλέξιμα (άρθρο 10, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2808/98). Δεδομένου ότι, στα περισσότερα από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, το επίπεδο των διαρθρωτικών και περιβαλλοντικών ενισχύσεων είναι κατώτερο του κοινοτικού ανώτατου ορίου, σημαντικό μέρος των πόρων που είχαν διατεθεί, ύψους 96,29 εκατ. ευρώ (υπολογισμένων βάσει των συνολικών δαπανών για το μέτρο), δεν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθούν. [14] ΕΕ L 215 της 30.7.1992, σ. 91. [15] ΕΕ L 215 της 30.7.1992, σ. 85. Ο πίνακας του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ VI επιτρέπει να διαπιστωθεί ότι το ανώτατο διαθέσιμο ποσό για τα κράτη μέλη τα οποία αφορούν οι μεταβατικές γεωργονομισματικές ενισχύσεις ανερχόταν σε 1 620,3 εκατ. ευρώ (πρώτη, δεύτερη και τρίτη δόση). Από το ποσό αυτό, το ανώτατο ποσό της κοινοτικής συμμετοχής ανήλθε σε 1 215,2 εκατ. ευρώ και το ποσό της ανώτατης εθνικής συμμετοχής καθορίστηκε σε 405,1 εκατ. ευρώ. Από τον πίνακα του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ VII φαίνεται ότι, στα 22 εγκριθέντα σχέδια, το συνολικό ποσό των μεταβατικών γεωργονομισματικών ενισχύσεων που ενέκρινε η Επιτροπή ανήλθε σε 1 202,1 εκατ. ευρώ. Από το συνολικό αυτό ποσό, το μεγαλύτερο μέρος (1 125,9 εκατ. ευρώ) αντιστοιχεί στη συνεισφορά του ΕΓΤΠΕ. Το υπόλοιπο ποσό (76,2 εκατ. ευρώ) αντιστοιχεί στην εθνική συμμετοχή στη δεύτερη και τρίτη δόση. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι μόνο η Ιταλία και το Λουξεμβούργο εξέφρασαν, κατά την υποβολή του σχεδίου, την πρόθεσή τους να χορηγήσουν το ποσό της προαιρετικής εθνικής συμμετοχής στη δεύτερη και τρίτη δόση. Η Ιρλανδία αποφάσισε επίσης να χορηγήσει το ποσό της εθνικής συμμετοχής με τροποποιήσεις στα εγκριθέντα σχέδια. Η διαφορά μεταξύ των ανώτατων ποσών που διαθέτει η Επιτροπή και των ποσών που πράγματι καταβάλλονται οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα περισσότερα κράτη μέλη αποφάσισαν να μην χρησιμοποιήσουν εθνικούς πόρους. Σε μικρότερο βαθμό, η ανεπαρκής χρησιμοποίηση των διαθέσιμων πόρων στο πλαίσιο των διαρθρωτικών και γεωργοπεριβαλλοντικών μέτρων συνέβαλε επίσης στην απόκλιση αυτή. Το τελευταίο φαινόμενο απορρέει από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2808/98 (άρθρο 10, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο) σύμφωνα με τις οποίες δεν χορηγείται αντισταθμιστική ενίσχυση αν τα διαρθρωτικά ποσά που έχουν πράγματι καταβληθεί είναι μικρότερα από τα ανώτατα όρια που προβλέπει η σχετική νομοθεσία. Βέλγιο Η Επιτροπή ενέκρινε δύο σχέδια για το Βέλγιο: το πρώτο αφορά τις ενισχύσεις με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η και 3η Ιανουαρίου 1999 (πριμοδοτήσεις των βοοειδών και των αιγοπροβάτων) και η δεύτερη καλύπτει τις ενισχύσεις με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η Ιουλίου και 1η Αυγούστου 1999 (αροτραίες καλλιέργειες, λυκίσκος, λίνο και κάνναβη). Το συνολικό ποσό που διατέθηκε από τον κοινοτικό προϋπολογισμό στα βελγικά προγράμματα ανήλθε σε 5,06 εκατ. ευρώ. Το Βέλγιο δεν υπέβαλε σχέδιο για τα διαρθρωτικά/περιβαλλοντικά μέτρα, δεδομένου ότι οι ενισχύσεις αυτές δεν χορηγούνται στο επίπεδο του κοινοτικού ανώτατου ορίου. Δανία Η Δανία υπέβαλε δύο σχέδια, για κοινοτικό ποσό συνολικού ύψους 41,15 εκατ. ευρώ: το πρώτο αφορά τις ενισχύσεις με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η και την 3η Ιανουαρίου 1999 (πριμοδοτήσεις των βοοειδών και των αιγοπροβάτων, πρόωρη συνταξιοδότηση, δάσωση, γεωργοπεριβάλλον) και το δεύτερο καλύπτει τις ενισχύσεις με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η Ιουλίου 1999 (αροτραίες καλλιέργειες). Ισπανία Για την Ισπανία, μόνο οι ενισχύσεις με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η Αυγούστου 1999 (λίνο και κάνναβη) και την 1η Σεπτεμβρίου 1999 (παρέμβαση για τις σταφίδες και ενισχύσεις ανά εκτάριο για τις ορυζοκαλλιέργειες) είναι επιλέξιμες. Το ισπανικό σχέδιο προβλέπει την αντιστάθμιση των τεσσάρων αυτών μέτρων, για κοινοτικό ποσό συνολικού ύψους 1,04 εκατ. ευρώ. Φινλανδία Η Επιτροπή δέχθηκε τρία σχέδια από τις φινλανδικές αρχές: ένα σχετικά με τις ενισχύσεις με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η και την 3η Ιανουαρίου 1999 (μόνο οι πριμοδοτήσεις για τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα είναι επιλέξιμες), ένα σχέδιο για τις ενισχύσεις με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η Ιουλίου 1999 (αροτραίες καλλιέργειες) και ένα σχέδιο σχετικά με τις ενισχύσεις με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η Αυγούστου 1999 (λίνο). Το συνολικό ποσό που χορήγησε η Κοινότητα ανήλθε σε 5,55 εκατ. ευρώ. Η Φινλανδία δεν υπέβαλε σχέδιο για τα διαρθρωτικά/περιβαλλοντικά μέτρα, δεδομένου ότι οι ενισχύσεις αυτές δεν χορηγούνται στο επίπεδο του κοινοτικού ανώτατου ορίου. Γαλλία Η Γαλλία υπέβαλε ένα μόνο σχέδιο το οποίο καλύπτει όλους τους τομείς, για συνολικό ποσό ύψους 182,65 εκατ. ευρώ από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Το σχέδιο αυτό καλύπτει όλες τις ενισχύσεις της ΚΓΠ με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η και την 3η Ιανουαρίου 1999 (πριμοδοτήσεις ζώων, γεωργοπεριβάλλον, πρόωρη συνταξιοδότηση, νέοι γεωργοί, εκρίζωση αμπελώνων και καρποί με κέλυφος), 1η Ιουλίου 1999 (αροτραίες καλλιέργειες και λυκίσκος), την 1η Αυγούστου 1999 (λίνο και κάνναβη) και την 1η Σεπτεμβρίου 1999 (ρύζι). Ιρλανδία Η Ιρλανδία υπέβαλε ένα σχέδιο για τις ενισχύσεις με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η ή την 3η Ιανουαρίου 1999. Για διοικητικούς λόγους, το σχέδιο αυτό είχε χωριστεί σε δύο μέρη : ένα μέρος αφορά την έγκριση των ενισχύσεων που συνδέονται με τις πριμοδοτήσεις βοοειδών και αιγοπροβάτων και ένα το οποίο καλύπτει την έγκριση των μέτρων πρόωρης συνταξιοδότησης και το γεωργοπεριβάλλον (τα μέτρα δάσωσης δεν είναι επιλέξιμα στην Ιρλανδία). Στη συνέχεια, η Ιρλανδία υπέβαλε σχέδιο για τις ενισχύσεις με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η Ιουλίου 1999 (αροτραίες καλλιέργειες). Το συνολικό ποσό που διατέθηκε από την Κοινότητα στην Ιρλανδία ανέρχεται σε 75,92 εκατ. ευρώ. Στη συνέχεια, η Ιρλανδία αποφάσισε να χορηγήσει την εθνική συνδρομή για τη δεύτερη και τρίτη δόση, και το ύψος της συνολικής ενίσχυσης ανήλθε σε 101,2 εκατ. ευρώ. Ιταλία Η Ιταλία υπέβαλε σχέδιο πανομοιότυπο με το γαλλικό, με εξαίρεση το ότι το σχέδιο αυτό δεν προβλέπει ενισχύσεις για τα διαρθρωτικά και περιβαλλοντικά μέτρα (εκτός από τις πριμοδοτήσεις για την εγκατάσταση νέων γεωργών), τα οποία δεν είναι επιλέξιμα στην Ιταλία. Το συνολικό ποσό του ιταλικού σχεδίου ανέρχεται σε 203,18 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 152,39 εκατ. ευρώ βαρύνουν τον κοινοτικό προϋπολογισμό και 50,8 εκατ. ευρώ ως εθνική συμμετοχή. Λουξεμβούργο Το Λουξεμβούργο προβλέπει ενιαίο σχέδιο για όλες τις ενισχύσεις. Αντισταθμίσεις προβλέπονται για τον τομέα των βοοειδών, τον τομέα των αιγοπροβάτων και τις αροτραίες καλλιέργειες. Για τα διαρθρωτικά/περιβαλλοντικά μέτρα, μόνο η εκρίζωση αμπελώνων είναι επιλέξιμη. Το συνολικό ποσό του σχεδίου ανέρχεται σε 368 800 ευρώ (κοινοτική συμμετοχή 276 600 ευρώ και εθνική συμμετοχή 92 200 ευρώ). Σουηδία Η Σουηδία υπέβαλε ένα μόνο σχέδιο ενισχύσεων με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η Ιουλίου 1999 (αροτραίες καλλιέργειες), οι οποίες αποτελούν το μόνο είδος επιλέξιμων μέτρων για την χορήγηση μεταβατικής γεωργονομισματικής ενίσχυσης. Το ποσό που βαρύνει τον κοινοτικό προϋπολογισμό ανέρχεται σε 63,72 εκατ. ευρώ. Ηνωμένο Βασίλειο Αντίθετα με την πλειοψηφία των κρατών μελών, το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να υποβάλει ένα σχέδιο ανά είδος μέτρου. Έτσι, η Επιτροπή δέχθηκε 7 αιτήσεις χορήγησης γεωργονομισματικών ενισχύσεων εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου. Η συνολική συνεισφορά του ΕΓΤΠΕ ανέρχεται σε 598,11 εκατ. ευρώ και δεν προβλέπεται εθνική συμμετοχή. Όσον αφορά τις ενισχύσεις με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η και την 3η Ιανουαρίου 1999, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε ένα σχέδιο για τον τομέα των αιγοπροβάτων και ένα σχέδιο για όλα τα μέτρα του τομέα των βοοειδών. Για τα διαρθρωτικά/περιβαλλοντικά μέτρα, μόνο η δάσωση και τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα είναι επιλέξιμα. Το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε σχέδιο το οποίο καλύπτει το κυριότερο μέρος των μέτρων αυτών, καθώς και συμπλήρωμα που αφορά ένα μέρος των μέτρων δάσωσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο διαβίβασε ακόμη ξεχωριστά τρείς φακέλους, από τους οποίους δύο αφορούν τη γεωργονομισματική αντιστάθμιση για ενισχύσεις με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η Ιουλίου 1999 (αροτραίες καλλιέργειες και λυκίσκος) και ένας αφορά τις ενισχύσεις με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου την 1η Αυγούστου 1999 (λίνο και κάνναβη). 4. Εισοδηματα 4.1. Ιστορικό Τα τελευταία στατιστικά στοιχεία όσον αφορά τα γεωργικά εισοδήματα αφορούν το 1999. Είναι δύσκολο να καταγραφούν με λεπτομέρεια οι επιπτώσεις του γεωργονομισματικού καθεστώτος στα εισοδήματα του 1999, διότι εξαρτώνται από την πραγματική επίδραση των ισοτιμιών μετατροπής στις αγοραίες τιμές , από τα γενεσιουργά αίτια και τις προθεσμίες πληρωμής για τις αγορές, τις πωλήσεις και τις ενισχύσεις στους γεωργούς. Έτσι, ορισμένες επιπτώσεις που έγιναν αισθητές το 1999 οφείλονται σε μεταβολές των γεωργικών ισοτιμιών το 1998 και, αντίθετα, οι συνέπειες ορισμένων μεταβολών των ισοτιμιών μετατροπής το 1999 θα γίνουν αισθητές το 2000 ή και αργότερα. Από τη θέσπισή του προς το τέλος της δεκαετίας του '60, το γεωργονομισματικό καθεστώς έχει συνδεθεί ιδιαίτερα με τα γεωργικά εισοδήματα. Με την πάροδο του χρόνου, το ίδιο το Συμβούλιο θέσπισε κριτήρια για την εκτίμηση του αντίκτυπου των γεωργονομισματικών διακυμάνσεων στα εισοδήματα των γεωργών. Έτσι, το 1992 θέσπισε την έννοια της αισθητής μείωσης της γεωργικής ισοτιμίας μετατροπής για τα μέτρα στήριξης των αγορών [16] και στο πλαίσιο αυτό προέβλεψε ότι για να εξεταστεί η δυνατότητα χορήγησης αντισταθμίσεων πρέπει η ανατίμηση να υπερβαίνει ένα κατώτατο όριο. Η έννοια αυτή συμπληρώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 724/97 [17] του Συμβουλίου για τον καθορισμό των μέτρων και αντισταθμιστικών καταβολών των σχετικών με τις αισθητές ανατιμήσεις που επηρεάζουν τα γεωργικά εισοδήματα με την έννοια της εξάμηνης περιόδου παρατήρησης, ο οποίος αναφέρει ότι μία γεωργονομισματική ενίσχυση μειώνεται ή ακυρώνεται ανάλογα με την εξέλιξη των γεωργικών ισοτιμιών μετατροπής κατά τους 6 μήνες που ακολουθούν την αισθητή ανατίμηση. [16] Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3813/92 (ΕΕ L 387 της 31.12.1992, σ. 1). [17] ΕΕ L 108 της 25.4.1997, σ. 9. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 942/98 του Συμβουλίου [18] για την τροποποίηση του προαναφερθέντος κανονισμού εισήγαγε το κριτήριο της «ατέλειας 2,6%» ορίζοντας ότι η αντιστάθμιση που απορρέει από αισθητή ανατίμηση περιορίζεται στο ποσοστό ανατίμησης που υπερβαίνει το 2,6% της αισθητής ανατίμησης. Με τον ίδιο κανονισμό, το Συμβούλιο εισήγαγε το κριτήριο της κατάστασης της αγοράς, επιτρέποντας με τον τρόπο αυτό την ακύρωση ή τη μείωση μιας δόσης γεωργονομισματικής αντισταθμιστικής ενίσχυσης ανάλογα με την εξέλιξη των τιμών που διαπιστώνονται στην αγορά. [18] ΕΕ L 132 της 6.5.1998, σ. 1. Όσον αφορά τις γεωργονομισματικές αντισταθμίσεις για μειώσεις των «άμεσων ενισχύσεων» που προκλήθηκαν από την μεταβολή της γεωργικής ισοτιμίας μετατροπής, το Συμβούλιο εισήγαγε το 1995 την έννοια των «24 μηνών» [19] αναφέροντας ότι καμία γεωργονομισματική αντιστάθμιση δεν μπορεί να ζητηθεί αν για τις εν λόγω ενισχύσεις εφαρμόστηκε γεωργική ισοτιμία μετατροπής χαμηλότερη από τη νέα ισοτιμία, στη διάρκεια των 24 μηνών που προηγούνται της έναρξης της ισχύος της τελευταίας. [19] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 150/95 (ΕΕ L 22 της 31.1.1995, σ. 1). Το γεωργονομισματικό καθεστώς του ευρώ καθώς και τα μεταβατικά μέτρα για την εισαγωγή του ευρώ στην κοινή γεωργική πολιτική διατηρούν τα κριτήρια αυτά. Η Επιτροπή οφείλει λοιπόν να τα λάβει δεόντως υπόψη της για την αξιολόγηση του αντίκτυπου της εισαγωγής του ευρώ στα εισοδήματα των γεωργών. 4.2. Υποθέσεις εργασίας Όπως και στην έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με το γεωργονομισματικό καθεστώς της ενιαίας αγοράς [20], χρειάστηκε να γίνουν ορισμένες κατά προσέγγιση εκτιμήσεις και υποθέσεις προκειμένου να προσδιοριστεί η τάξη μεγέθους των επιπτώσεων της εισαγωγής του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 1999 στα εισοδήματα 12 μηνών : [20] COM(1998) 20 τελικό της 22.1.1998. -τα εισοδήματα του 1999 που προέρχονται από την εμπορία προϊόντων ή συνδέονται με την εμπορία αυτή υποτίθεται ότι αντανακλούν τα εισοδήματα που προέρχονται από την αξία των προϊόντων το 1999 σε τιμές παραγωγού (πηγή EUROSTAT), -τα εισοδήματα που λαμβάνονται υπόψη για τα οπωροκηπευτικά, τις πατάτες, τον οίνο, το ελαιόλαδο, τον καπνό, τα μεταποιημένα εσπεριδοειδή και τους σπόρους προς σπορά είναι εκείνα που προέρχονται από τις ποσότητες για τις οποίες εφαρμόζεται ελάχιστη τιμή ή ενίσχυση ανά τόνο προϊόντων που διατίθενται στην αγορά, -οι «άμεσες ενισχύσεις» στους παραγωγούς είναι εκείνες που χορηγήθηκαν για το 1999. Οι γεωργονομισματικές αντισταθμίσεις είναι ίσες με το ανώτατο ποσό της πρώτης δόσης όπως δημοσιεύεται στους διάφορους κανονισμούς με εξαίρεση τις γεωργονομισματικές αντισταθμίσεις στον τομέα των διαρθρωτικών μέτρων για τα οποία η αντιστάθμιση είναι αυτή που καθορίζεται στα εθνικά σχέδια. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη η γεωργονομισματική αντιστάθμιση που απορρέει από την αισθητή ανατίμηση της λίρας στερλίνας το 1999, -οι ενδιάμεσες καταναλώσεις που υποτίθεται ότι επηρεάζονται είναι ίσες με το ήμισυ της αξίας των ζωοτροφών στα κράτη μέλη στα οποία η ισοτιμία που εφαρμόστηκε το 1999 θεωρείται ότι είχε επίπτωση στην τιμή των σιτηρών (B, L, D, EL, P, FIN, NL, IRL, A, E, S, και UK), -οι ισοτιμίες μετατροπής που υποτίθεται ότι εφαρμόζονται στα διάφορα στοιχεία του εισοδήματος που λαμβάνονται υπόψη είναι για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη οι σταθερές ισοτιμίες και για τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στο ενιαίο νόμισμα ο σταθμισμένος μέσος όρος των συναλλαγματικών ισοτιμιών του 1999 για τα μέτρα στήριξης της αγοράς και η ισοτιμία εφαρμογής την ημερομηνία του γενεσιουργού αιτίου για τις «άμεσες ενισχύσεις». Με βάση αυτό το πλασματικό υπόδειγμα, το οποίο συγκεντρώνει σε διάστημα 12 μηνών όλες τις επιπτώσεις των ισοτιμιών του 1999, μετρήθηκε η ετήσια επίπτωση του γεωργονομισματικού καθεστώτος το 1999, πολλαπλασιάζοντας τις συνιστώσες αυτές επί την απόκλιση μεταξύ των ισοτιμιών που εφαρμόστηκαν το 1999 και των ισοτιμιών κατωφλίου που διαπιστώθηκαν στο τέλος του 1998. Αποφασίστηκε λοιπόν να γίνει σύγκριση με την ισοτιμία κατωφλίου προκειμένου να διατηρηθεί η συνεκτικότητα με τη φιλοσοφία του γεωργονομισματικού καθεστώτος όπως εκτίθεται στο γεωργονομισματικό καθεστώς του ευρώ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο υπολογισμός του αντίκτυπου της εισαγωγής του ευρώ δεν λαμβάνει υπόψη του ούτε τους τομείς για τους οποίους έχει διαπιστωθεί ότι τα κριτήρια του άρθρου 4, παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2799/98 πληρούνται, και συγκεκριμένα η κατάσταση της αγοράς (εξέλιξη των αγοραίων τιμών σε ένα κράτος μέλος που υπέστη αισθητή ανατίμηση ίση ή ευνοϊκότερη από τη μέση εξέλιξη των αγοραίων τιμών στα κράτη μέλη που δεν υπέστησαν αισθητή ανατίμηση). Δεν λαμβάνονται επίσης υπόψη οι τομείς για τους οποίους διαπιστώνεται ότι η εξέλιξη των αγοραίων τιμών δεν συνδέεται με την εξέλιξη της τιμής παρέμβασης και συνεπώς με την εξέλιξη της ισοτιμίας μετατροπής. Όσον αφορά τον γαλακτοκομικό τομέα, ελήφθησαν υπόψη οι πλέον αντιπροσωπευτικές τιμές : είτε η τιμή του γάλακτος, είτε οι τιμές των προϊόντων παρέμβασης. Παρά τις θεωρητικές πτυχές του, το υπόδειγμα αυτό επιτρέπει να διαπιστωθεί η επενέργεια του ευρώ στα εισοδήματα και παρέχει διαφορετικά στοιχεία για κάθε κράτος μέλος. Οι υπολογισμοί αυτοί εκτίθενται αναλυτικά στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII. 4.3. Γενικές παρατηρήσεις Το γεωργονομισματικό καθεστώς οδηγεί σε αύξηση της μικτής προστιθέμενης αξίας (ΜΠΑ) κατά 311,7 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει ποσοστό 0,207% της αξίας αυτής. Η θετική αυτή επίδραση παρατηρείται σε όλα τα κράτη μέλη εκτός από τρία (την Ιταλία, τη Φινλανδία και τη Γαλλία) για τα οποία διαπιστώθηκε μείωση η οποία, σε σχέση με την ΜΠΑ, παραμένει αμελητέα. Λαμβανομένων υπόψη των ορίων του επιλεγέντος υποδείγματος και του περιθωρίου σφάλματος των διαφόρων δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν πρέπει να θεωρηθεί ότι η εισαγωγή του ευρώ το 1999 δεν είχε σημαντικές και αρνητικές συνέπειες για τα εισοδήματα των γεωργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η θέση αυτή ενισχύεται και επιβεβαιώνεται από τις τελευταίες πληροφορίες της EUROSTAT σύμφωνα με τις οποίες τα εισοδήματα των γεωργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξήθηκαν κατά 0,7% το 1999. 4.4. Ειδικές παρατηρήσεις Λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων υποθέσεων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, μπορούν να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις για κάθε κράτος μέλος: Βέλγιο Η μη αισθητή μείωση της ισοτιμίας μετατροπής σε συνδυασμό με αντιστάθμιση για τις «άμεσες ενισχύσεις» δεν οδήγησε σε μείωση της ΜΠΑ. Αντίθετα, διαπιστώθηκε αύξηση της ΜΠΑ κατά 1,8 εκατ. ευρώ, η οποία αντιπροσωπεύει μόνο 0,064% της ΜΠΑ. Δανία Η αισθητή μείωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε συνδυασμό με αντιστάθμιση για τις «άμεσες ενισχύσεις» δεν οδήγησε σε μείωση της ΜΠΑ. Αντίθετα, διαπιστώνεται ελαφρά αύξηση ύψους 0,7 εκατ. ευρώ η οποία ωστόσο αντιπροσωπεύει ποσοστό μόνο 0,021% της ΜΠΑ. Βάσει της διαπιστωθείσας κατάστασης της αγοράς το 1999, οι τομείς των σιτηρών, του βοείου κρέατος και των γαλακτοκομικών προϊόντων δεν ελήφθησαν υπόψη. Γερμανία Η μη αισθητή μείωση της ισοτιμίας μετατροπής σε συνδυασμό με μία ελαφρά αύξηση της εφαρμοζόμενης ισοτιμίας στις «άμεσες ενισχύσεις» οδήγησε σε ελαφρά αύξηση της ΜΠΑ (22,5 εκατ. ευρώ) η οποία αντιπροσωπεύει μόνο 0,127% της αξίας αυτής. Ελλάδα Παρά τη μη αισθητή μείωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και τη μείωση της ισοτιμίας μετατροπής που εφαρμόζεται στις «άμεσες ενισχύσεις», διαπιστώθηκε σημαντική αύξηση της ΜΠΑ κατά 169,8 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει 1,981% της ΜΠΑ. Γαλλία Η αισθητή μη αντισταθμισθείσα μείωση της ισοτιμίας μετατροπής σε συνδυασμό με αντιστάθμιση για τις «άμεσες ενισχύσεις» οδηγούν σε μείωση της ΜΠΑ κατά 7,8 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει 0,025% της ΜΠΑ. Οι τομείς του βοείου κρέατος, των σιτηρών και των γαλακτοκομικών προϊόντων δεν έχουν ληφθεί υπόψη. Ισπανία Παρά τη μη αισθητή μείωση της ισοτιμίας μετατροπής, την ελαφρά μείωση του μεγαλύτερου μέρους των «άμεσων ενισχύσεων» και την αντιστάθμιση για ορισμένες «άμεσες ενισχύσεις», διαπιστώθηκε ελαφρά αύξηση της ΜΠΑ κατά 19,3 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει 0,085% της ΜΠΑ. Ιρλανδία Η μη αισθητή μείωση της ισοτιμίας μετατροπής σε συνδυασμό με την αντιστάθμιση για τις άμεσες ενισχύσεις οδήγησαν σε σημαντική αύξηση της ΜΠΑ κατά 105,8 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει περίπου 3,506% της αξίας αυτής. Ιταλία Η αισθητή μη αντισταθμισθείσα μείωση που σημειώθηκε την 1η Ιανουαρίου 1999 σε συνδυασμό με αντιστάθμιση για τις «άμεσες ενισχύσεις» οδηγούν σε πάρα πολύ μικρή μείωση της ΜΠΑ (-14,4 εκατ. ευρώ), η οποία αντιπροσωπεύει ποσοστό 0,048% της ΜΠΑ. Η κατάσταση της αγοράς επέτρεψε να εξαιρεθούν οι τομείς του βοείου κρέατος, των γαλακτοκομικών προϊόντων, των σιτηρών και του ελαιολάδου. Λουξεμβούργο Η μη αισθητή μείωση της ισοτιμίας μετατροπής σε συνδυασμό με αντιστάθμιση για τις «άμεσες ενισχύσεις» οδηγούν σε αύξηση της ΜΠΑ κατά 0,2 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει 0,11% της ΜΠΑ. Κάτω Χώρες Η μη αισθητή ανατίμηση σε συνδυασμό με αύξηση των «άμεσων ενισχύσεων» εκφρασμένων σε εθνικό νόμισμα οδηγεί σε ελαφρά αύξηση της ΜΠΑ κατά 12,8 εκατ. ευρώ, δηλαδή 0,15% της ΜΠΑ. Αυστρία Η μη αισθητή ανατίμηση, σε συνδυασμό με αύξηση των «άμεσων ενισχύσεων» εκφρασμένων σε εθνικό νόμισμα οδηγεί σε ελαφρά αύξηση της ΜΠΑ κατά 2,3 εκατ. ευρώ, δηλαδή ποσοστό 0,071% της ΜΠΑ. Πορτογαλία Παρά τη μη αισθητή μείωση της ισοτιμίας μετατροπής και την ελαφρά μείωση των «άμεσων ενισχύσεων», διαπιστώθηκε ελαφρά αύξηση της ΜΠΑ κατά 5,4 εκατ. ευρώ, δηλαδή ποσοστό 0,152% της ΜΠΑ. Φινλανδία Η αντισταθμισθείσα αισθητή μείωση του φινλανδικού μάρκου σε συνδυασμό με αντιστάθμιση για τις «άμεσες ενισχύσεις» οδήγησε σε ελαφρά μείωση της ΜΠΑ (2,9 εκατ. ευρώ) η οποία αντιπροσωπεύει 0,129% της αξίας αυτής. Ο τομέας του βουτύρου δεν έχει ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του εισοδήματος. Σουηδία Η αύξηση της τιμής της σουηδικής κορώνας η οποία διαπιστώθηκε το 1999 και η αντιστάθμιση για τις «άμεσες ενισχύσεις» στις αροτραίες καλλιέργειες έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της ΜΠΑ κατά 8,3 εκατ. ευρώ ή ποσοστό 0,452%. Η κατάσταση της αγοράς ελήφθη υπόψη, ιδίως για τα γαλακτοκομικά προϊόντα και το βόειο κρέας. Ηνωμένο Βασίλειο Η διαπιστωθείσα το 1999 και αντισταθμισθείσα αισθητή ανατίμηση της λίρας στερλίνας καθώς και οι αντισταθμίσεις για τις «άμεσες ενισχύσεις» οδηγούν σε ελαφρά μείωση της ΜΠΑ (10,9 εκατ. ευρώ) λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την κατάσταση της αγοράς για το βόειο κρέας και το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη. Λαμβάνοντας υπόψη την πρώτη δόση της γεωργονομισματικής αντιστάθμισης που συνδέεται με την αισθητή αυτή ανατίμηση του 1999 (55,21 εκατ. ευρώ), η μείωση μετατρέπεται σε αύξηση της ΜΠΑ κατά 43,3 εκατ. ευρώ δηλαδή ποσοστό 0,382%. 5. Δημοσιονομικεσ πτυχεσ Η εισαγωγή του ευρώ αναμένεται ότι θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αλλαγές αυτές συνίστανται σε δύο στοιχεία: τις γεωργονομισματικές αντισταθμιστικές ενισχύσεις και την επενέργεια της διπλής ισοτιμίας. 5.1. Γεωργονομισματικές αντισταθμιστικές ενισχύσεις Όπως αναφέρεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI, το συνολικό κόστος των γεωργονομισματικών αντισταθμίσεων που έχουν καθοριστεί στο πλαίσιο της εισαγωγής του ευρώ το 1999 ανέρχεται σε 810,158 εκατ. ευρώ για την πρώτη δόση. Αν δεν ληφθούν υπόψη οι ενδεχόμενες προσαρμογές, στο μέλλον, των ανώτατων ποσών της δεύτερης και τρίτης δόσης για τη Δανία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ποσό ύψους 405,09 εκατ. ευρώ θα εξακολουθεί να βαρύνει τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό (270,06 εκατ. ευρώ για τη δεύτερη δόση και 135,03 εκατ. ευρώ για την τρίτη δόση). Με την επιφύλαξη των νέων γεωργονομισματικών αντισταθμίσεων που απορρέουν από τη μεταβολή των συναλλαγματικών ισοτιμιών των κρατών μελών που δεν συμμετέχουν στο ενιαίο νόμισμα, τα προαναφερθέντα ποσά θα εκλείψουν από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. 5.2. Διπλή ισοτιμία Η διπλή ισοτιμία αποτελεί την άλλη συνιστώσα. Το γεγονός ότι η επενέργεια της διπλής ισοτιμίας αποφεύγεται για τα νομίσματα που συμμετέχουν στο ενιαίο νόμισμα για όλα τα μέτρα με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου μετά την 31η Δεκεμβρίου 1998, οδηγεί αυτομάτως σε μείωση των δαπανών που απορρέουν από τη διπλή αυτή ισοτιμία. Όπως αναφέρεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX, το κατ´εκτίμηση δημοσιονομικό κόστος μειώνεται από 780 εκατ. ECU το 1998 σε 630 εκατ. ευρώ το 1999 και σε 225 εκατ. ευρώ το 2000. Για το οικονομικό έτος 2001 έχει ληφθεί υπόψη κόστος ύψους 77 εκατ. ευρώ που προέρχεται από τη διπλή ισοτιμία. Με λίγα λόγια, η εισαγωγή του ευρώ οδηγεί σε σημαντική εξοικονόμηση δημοσιονομικών πόρων. Το εναπομένον κόστος εξαρτάται από την εξέλιξη των συναλλαγματικών ισοτιμιών των νομισμάτων που δεν συμμετέχουν στο ενιαίο νόμισμα. 6. Αλλεσ πτυχεσ 6.1. Γενεσιουργά αίτια 6.1.1. Γενικές πτυχές Η εισαγωγή του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 1999 οδήγησε αφενός σε μεγάλη απλούστευση και αφετέρου σε σημαντικές αλλαγές, ιδίως στα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη, για τους γεωργούς, τους οικονομικούς παράγοντες και τις διάφορες διοικητικές υπηρεσίες σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά την ισοτιμία μετατροπής που θα πρέπει να εφαρμόζεται σε μία ορισμένη πράξη ή κάποιο μέτρο. Σίγουρα πρόκειται για μεγάλη απλούστευση στα συμμετέχοντα κράτη μέλη εφόσον δεν τίθεται πλέον το ερώτημα ποιά ισοτιμία μετατροπής πρέπει να χρησιμοποιηθεί για κάθε μέτρο: με εξαίρεση τα μέτρα με ημερομηνία γενεσιουργού αιτίου πριν από την 1η Ιανουαρίου 1999, σε όλες τις περιπτώσεις εφαρμόζεται η ισοτιμία μετατροπής που έχει καθοριστεί αμετάκλητα μεταξύ του ευρώ και του νομίσματος των εν λόγω κρατών μελών. Σίγουρα πρόκειται για σημαντική αλλαγή για τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη εφόσον δεν μπορούν πλέον να βασίζονται στην «σταθερότητα» της γεωργικής ισοτιμίας μετατροπής. Τα κράτη μέλη αυτά οφείλουν να εφαρμόζουν την συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει την ημέρα του γενεσιουργού αιτίου. Η ισοτιμία αυτή είναι η τελευταία συναλλαγματική ισοτιμία που έχει καθοριστεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) (άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2808/98). Οι οικονομικοί παράγοντες και οι διοικητικές υπηρεσίες των μη συμμετεχόντων κρατών μελών εξοικειώθηκαν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα με τη νέα αυτή πρακτική, κυρίως χάρη στα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας. Από οικονομική άποψη, μπορεί να λεχθεί ότι η καθημερινή αυτή μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας αποτελεί βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς αφού καταργήθηκε η τεχνητή απόκλιση μεταξύ της γεωργικής ισοτιμίας μετατροπής και της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι η χρήση μίας μόνο ισοτιμίας [διάταξη σχετικά με την τελωνειακή ισοτιμία του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 [21] όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 82/97] για τα ποσά που συνδέονται με τις εισαγωγές και τους εισαγωγικούς δασμούς, τα οποία καθορίζονται σε ευρώ με πράξη σχετική με την κοινή γεωργική πολιτική, αποτελεί τεράστια απλούστευση, η οποία απομάκρυνε πλήρως κάθε κίνδυνο σύγχυσης και λάθους που υπήρχε κατά το παρελθόν όσον αφορά την ισοτιμία που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για τις εν λόγω πράξεις. [21] ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1. Εντούτοις, οι εκπρόσωποι ορισμένων από τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη ανησυχούσαν, την παραμονή της εισαγωγής του ευρώ, για τις ενδεχόμενα αρνητικές συνέπειες που θα είχε η μεγάλη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματός τους για τα γεωργικά εισοδήματα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, κατά τη λήψη της απόφασης του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1998, η Επιτροπή δήλωσε ότι ήταν «έτοιμη να επανεξετάσει, στο πλαίσιο των σχετικών επιτροπών διαχείρισης, ορισμένα γενεσιουργά αίτια, και ιδίως όσα συνδέονται με τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 5 του κανονισμού για τη θέσπιση του γεωργονομισματικού καθεστώτος του ευρώ, τα οποία θα έπρεπε ενδεχομένως να καθοριστούν εκ νέου λόγω της μετάβασης στο νέο γεωργονομισματικό καθεστώς». Η Επιτροπή έδωσε συνέχεια στην ανάληψη της δέσμευσης για την επανεξέταση του ορισμού ορισμένων γενεσιουργών αιτίων. Η στάση της Επιτροπής ήταν επιφυλακτική έναντι των διαφόρων αιτημάτων που της υποβλήθηκαν, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο προκαθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας με τον νέο ορισμό. Η δυνατότητα προκαθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας (γεωργική ισοτιμία μετατροπής του προηγούμενου καθεστώτος) αποκλείστηκε από το Συμβούλιο με την απόφαση που έλαβε σχετικά με το γεωργονομισματικό καθεστώς του ευρώ. Δεδομένου του περιορισμού αυτού, η Επιτροπή δεν μπορούσε πλέον να προβεί σε εκ νέου ορισμό του γενεσιουργού αιτίου ο οποίος θα συνεπαγόταν προκαθορισμό της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Παρ' όλα αυτά έγιναν ορισμένες τροποποιήσεις στους ορισμούς του γενεσιουργού αιτίου. Η μόνη απαραίτητη τροποποίηση λόγω της εισαγωγής του ευρώ είναι η τροποποίηση που αφορά τα τέλη κτηνιατρικών ελέγχων. (τα τέλη αυτά, εκφρασμένα σε ευρώ πρέπει να μετατρέπονται σε εθνικό νόμισμα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη με την ισοτιμία που έχει καθοριστεί αμετάκλητα) [22]. Οι υπόλοιπες τροποποιήσεις οφείλονται σε: [22] Κανονισμός 807/1999 της Επιτροπής της 16ης Απριλίου 1999 για μεταβατικά μέτρα, μετά την εισαγωγή του ευρώ, για τη χρηματοδότηση των υγειονομικών επιθεωρήσεων και ελέγχων σύμφωνα με την οδηγία 85/73/ΕΟΚ. ΕΕ L 102 της 17.4.1999, σ. 68. -τροποποίηση του βασικού κανονισμού (μπανάνες και αλιεία), -αύξηση της συνεκτικότητας μεταξύ των γενεσιουργών αιτίων (οπωροκηπευτικά) ή -τροποποίηση του επιτευχθέντος οικονομικού σκοπού (βούτυρο ζαχαροπλαστικής). 6.1.2. Τροποποίηση του γενεσιουργού αιτίου για τις «άμεσες ενισχύσεις» Πάντα στο πλαίσιο της δέσμευσης αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε στις 29 Ιουνίου 1999 τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1410/1999 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2808/98 περί λεπτομερειών εφαρμογής του γεωργονομισματικού καθεστώτος του ευρώ στο γεωργικό τομέα και την τροποποίηση του καθορισμού ορισμένων γενεσιουργών αιτίων που αναφέρονται στους κανονισμούς (ΕΟΚ) αριθ. 3889/87, (ΕΟΚ) αριθ. 3886/92, (ΕΟΚ) αριθ. 1793/93, (ΕΟΚ) αριθ. 2700/93 και (ΕΚ) αριθ. 293/98 [23]. [23] ΕΕ L 164 της 30.6.1999, σ. 53. Πιο συγκεκριμένα, τροποποιήθηκε η συναλλαγματική ισοτιμία που εφαρμόζεται στις «άμεσες ενισχύσεις». Αρχικά είχε προβλεφθεί ότι η ισοτιμία που θα έπρεπε να χρησιμοποιείται θα ήταν η ισοτιμία που ίσχυε την πρώτη ημέρα της περιόδου εμπορίας για τις «τομεακές» ενισχύσεις και η ισοτιμία που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου για τα «διαρθρωτικά» μέτρα. Ο προαναφερθείς κανονισμός προβλέπει ότι η ισοτιμία που χρησιμοποιείται είναι ίση προς το μέσο όρο, ο οποίος υπολογίζεται pro rata temporis, των συναλλαγματικών ισοτιμιών που εφαρμόζονται στη διάρκεια του μηνός που προηγείται της ημερομηνίας του γενεσιουργού αιτίου. Η αιτιολογία της τροποποίησης αυτής εκτίθεται στην τρίτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού. Εκτιμώντας «ότι η ισοτιμία της ημερομηνίας του γενεσιουργού αιτίου για τις ενισχύσεις, πριμοδοτήσεις και ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2799/98 προσδιορίζεται ως ισοτιμία μίας μόνης ημέρας. ότι είναι σκόπιμο να τροποποιηθεί η ισοτιμία της ημερομηνίας του γενεσιουργού αιτίου έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι, κατ´αρχήν, οι ενισχύσεις αυτές, πριμοδοτήσεις και ποσά μετατρεπόμενα σε εθνικό νόμισμα, δεν υφίστανται απότομη αλλαγή η οποία προκαλείται από την ισοτιμία μίας μόνης ημέρας. ότι, για το σκοπό αυτό, η χρησιμοποίηση ενός μέσου όρου ο οποίος υπολογίζεται pro rata temporis των ισοτιμιών που εφαρμόζονται στη διάρκεια του μηνός που προηγείται της ημερομηνίας του γενεσιουργού αιτίου, φαίνεται η ενδεικνυόμενη λύση». Ο κανονισμός αυτός εφαρμόστηκε για τις «άμεσες ενισχύσεις» με γενεσιουργό αίτιο από την 1η Ιουλίου 1999. Διερωτάται ωστόσο κανείς κατά πόσο είναι χρήσιμος ο κανονισμός αυτός σε σχέση με τους φόβους που είχαν εκφραστεί κατά τις παραμονές της εισαγωγής του ευρώ και τη γενική επιθυμία για απλούστευση. Κατά τη στιγμή υποβολής της παρούσας έκθεσης στο Συμβούλιο, η Επιτροπή έχει ήδη εκδώσει 8 κανονισμούς για τον καθορισμό της ισοτιμίας μετατροπής που εφαρμόζεται σε ορισμένες άμεσες ενισχύσεις. Eπιπλέον, από την διεξοδική ανάλυση που περιγράφεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X της παρούσας έκθεσης συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα καθαρά έσοδα των παραγωγών δεν θα είχαν επηρεαστεί αν είχε εφαρμοστεί η αρχική ισοτιμία, δηλαδή η ισοτιμία που ίσχυε την πρώτη ημέρα της περιόδου εμπορίας (τομεακές ενισχύσεις) ή του έτους (διαρθρωτικές ενισχύσεις). Η συνολική διαφορά των εσόδων που προέρχονται από «άμεσες ενισχύσεις» για τα τέσσερα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ανέρχεται σε 11,5 εκατ. ευρώ ή 0,24% των συνολικών εσόδων. Αν ληφθεί υπόψη η γεωργονομισματική αντιστάθμιση, η απόκλιση μεταξύ των δύο ισοτιμιών μειώνεται σε 2,84 εκατ. ευρώ ή 0,06% του συνόλου των εσόδων. Θα πρέπει ακόμα να υπενθυμίσουμε ότι οι συνέπειες μιας τυχαίας αύξησης ή μείωσης της ισοτιμίας εξουδετερώνονται από τη γεωργονομισματική αντιστάθμιση και, ανάλογα με την περίπτωση, από την χαμηλή ή υψηλή ισοτιμία του επόμενου οικονομικού έτους. 6.2. Κριτήρια του άρθρου 4, παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2799/98 Το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2799/98 αφορά τις αισθητές ανατιμήσεις και ιδίως τον τρόπο υπολογισμού ή προσαρμογής, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της αγοράς, του ανώτατου ποσού μιας εκ των τριών δόσεων της γεωργονομισματικής ενίσχυσης. Η κατάσταση της αγοράς περιγράφεται στην παράγραφο 6, δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου : «Το ποσό μιας ή περισσοτέρων δόσεων σε έναν ή περισσότερους τομείς μπορεί να μειωθεί αν διαπιστωθεί : a) ότι, κατά τη διάρκεια του έτους για το οποίο διαπιστώθηκε αισθητή ανατίμηση, ή μεταξύ της έναρξης της προηγούμενης δόσης και της έναρξης του μήνα που προηγείται του πρώτου μήνα της σχετικής δόσης, η μέση τιμή της αγοράς για το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος είναι ίση ή υψηλότερη από τον μέσο όρο των τιμών αγοράς των κρατών μελών τα νομίσματα των οποίων δεν έχουν υποστεί αισθητή ανατίμηση κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. Η σύγκριση των τιμών της αγοράς γίνεται με βάση ένα δείκτη 100 της τιμής της αγοράς σε εθνικό νόμισμα ή σε ευρώ β) ότι η σχέση μεταξύ της ημερομηνίας της αισθητής ανατίμησης και των ημερομηνιών των γενεσιουργών αιτίων του σχετικού τομέα δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι η εν λόγω ανατίμηση είχε επίπτωση στο σύνολο της σχετικής περιόδου. Στις περιπτώσεις εφαρμογής του στοιχείου β), η κατά το ένα τρίτο τουλάχιστον μείωση που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, υπολογίζεται βάσει του ποσού της πρώτης δόσης που θα είχε χορηγηθεί αν δεν είχε εφαρμοστεί το στοιχείο β).» Στο τελευταίο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου αναφέρεται ότι : «τα κριτήρια αυτά μπορούν να τροποποιηθούν βάσει της κτηθείσας πείρας, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 9». Οι διατάξεις σχετικά με την συνεκτίμηση της κατάστασης της αγοράς δεν χρειάστηκε να εφαρμοστούν κατά την εισαγωγή του ευρώ εφόσον δεν υπήρξαν αισθητές ανατιμήσεις που να απαιτούν τον καθορισμό ανώτατου ποσού για την πρώτη δόση της αντισταθμιστικής ενίσχυσης. Πράγματι, η κτηθείσα πείρα περιορίζεται στην αισθητή ανατίμηση της λίρας στερλίνας το 1999. Στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 802/2000 [24] για τον καθορισμό του μέγιστου ποσού της αντισταθμιστικής ενίσχυσης από την ανατίμηση της λίρας στερλίνας, η Επιτροπή έλαβε πράγματι υπόψη της την κατάσταση της αγοράς, δηλαδή το προαναφερθέν στοιχείο α). Αυτό επέτρεψε να ακυρωθεί η γεωργονομισματική αντιστάθμιση στους τομείς της ζάχαρης και του βοείου κρέατος για τους οποίους ο δείκτης μέσων αγοραίων τιμών ήταν ανώτερος του δείκτη μέσων αγοραίων τιμών των κρατών μελών το νόμισμα των οποίων δεν υπέστη αισθητή ανατίμηση κατά τη διάρκεια του 1999. [24] ΕΕ L 96 της 18.4.2000, σ. 36. Δεν χρειάστηκε να εφαρμοστούν οι διατάξεις του προαναφερθέντος στοιχείου β) εφόσον ο μοναδικός τομέας στον οποίο ήταν δυνατόν να ληφθούν υπόψη, δηλαδή ο τομέας της ζάχαρης, εξαιρέθηκε βάσει των διατάξεων του προαναφερθέντος στοιχείου α). Η εφαρμογή των διατάξεων του στοιχείο α) δεν δημιούργησε σοβαρά προβλήματα μέχρι στιγμής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν βλέπει μέχρι στιγμής λόγους για να προτείνει τροποποίηση των κριτηρίων αυτών. 6.3. Υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου 6.3.1. Υπόθεση C - 100/99 Η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας προσέφυγε στις 19 Μαρτίου 1999 κατά του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητώντας από το Δικαστήριο να κηρύξει άκυρους τους αμφισβητούμενους κανονισμούς (γεωργονομισματική νομοθεσία) και ιδιαίτερα τις επικρινόμενες διατάξεις και να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. Η Ιταλία αμφισβητεί πολλά στοιχεία της γεωργονομισματικής νομοθεσίας : την ατέλεια του 2,6%, το πεδίο εφαρμογής των γεωργονομισματικών αντισταθμίσεων, τη διάκριση μεταξύ συμμετεχόντων και μη συμμετεχόντων νομισμάτων. 6.3.2. Υπόθεση C - 403/99 Λίγο αργότερα, η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας προσέφυγε για δεύτερη φορά στο Δικαστήριο ζητώντας να ακυρώσει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1639/1999 με τον οποίο καθορίζεται το ανώτατο ποσό της αντισταθμιστικής ενίσχυσης που προκύπτει από τις ισοτιμίες μετατροπής του ευρώ σε μονάδες εθνικού νομίσματος ή τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που εφαρμόζονται από την 1η Ιουλίου 1999 [25]. Η Ιταλία αμφισβητεί ιδίως τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε το άρθρο 6 (προσαρμογή του ανώτατου ποσού ενός συντελεστή για τις «άμεσες ενισχύσεις» με μία παγωμένη γεωργική ισοτιμία μετατροπής) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2813/1998 [26]. [25] ΕΕ L 194 της 27.7.1999, σ. 33. [26] ΕΕ L 349 της 24.12.1998, σ. 48. Κατά την έγκριση της παρούσας έκθεσης από την Επιτροπή, είχε ήδη πραγματοποιηθεί η ακροαματική διαδικασία στην υπόθεση C - 100/99 (18 Ιανουαρίου 2001). 6.4. Ελληνική δραχμή Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1478/2000 της 19ης Ιουνίου 2000 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2866/98 σχετικά με τις τιμές μετατροπής του ευρώ και των νομισμάτων των κρατών μελών που υιοθετούν το ευρώ [27], το Συμβούλιο μείωσε τον αριθμό των μη συμμετεχόντων κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2799/98 σε 3 κράτη μέλη : τη Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Σουηδία. Από την 1η Ιανουαρίου 2001, η Ελλάδα αποτελεί συμμετέχον κράτος μέλος κατά την έννοια του στοιχείου β) του προαναφερθέντος άρθρου. Η καθορισθείσα ισοτιμία είναι : 1 ευρώ = 340,750 ελληνικές δραχμές. [27] ΕΕ L 167 της 7.7.2000, σ. 1. Η αλλαγή αυτή δεν απαιτεί τη θέσπιση συμπληρωματικής νομοθεσίας. Οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2799/98 εφαρμόζονται, ανάλογα με την περίπτωση, και από την 1η Ιανουαρίου 2001 δεν μπορεί να εφαρμόζεται καμία άλλη ισοτιμία εκτός από τη σταθερή ισοτιμία στα μέτρα και τις πράξεις με γενεσιουργό αίτιο μετά την 31η Δεκεμβρίου 2000. 7. Συμπερασμα Με την επιφύλαξη των αποφάσεων του Δικαστηρίου στις δύο υποθέσεις που εισήχθησαν από την Ιταλία, από την πραγματοποιηθείσα ανάλυση συνάγεται ότι η μετάβαση στο ευρώ στην κοινή γεωργική πολιτική διεξήχθη με αρμονικό τρόπο και δεν δημιούργησε σοβαρά προβλήματα που να απαιτούν την ταχεία ανάληψη δράσης από τις αρχές. Αντίθετα, η εισαγωγή του ευρώ στην κοινή γεωργική πολιτική αποτελεί απλούστευση που οφείλεται πρώτον στην ίδια την ύπαρξη του ευρώ και δεύτερον στον τρόπο εισαγωγής του ευρώ στην κοινή γεωργική πολιτική. Επιπλέον, τα εισοδήματα των γεωργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επηρεάστηκαν από τη ριζική αυτή αλλαγή προς μία ακόμη πιο ολοκληρωμένη Ευρωπαϊκή Ένωση.