52000PC0437

Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους όρους επάνδρωσης σκαφών τακτικών υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών και πορθμείων που εκτελούνται μεταξύ κρατών μελών (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ) /* COM/2000/0437 τελικό - COD 98/0159 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 337 E της 28/11/2000 σ. 0214 - 0219


Τροποποιημένη πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τους όρους επάνδρωσης σκαφών τακτικών υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών και πορθμείων που εκτελούνται μεταξύ κρατών μελών

(υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

A. Στις 29.4.1998, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο την ανακοίνωσή της σχετικά με την κοινοτική πολιτική στο θέμα της επάνδρωσης των σκαφών που εκτελούν τακτικές υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών και πορθμείων στο εσωτερικό των κρατών μελών και μεταξύ των κρατών μελών με δύο συνημμένες προτάσεις (COM (1998)251 τελικό - 1998/0158 (SYN) και 1998/0159 (SYN)) :

- την πρόταση κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3577/92 για την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών στις θαλάσσιες μεταφορές στο εσωτερικό των κρατών μελών

- την πρόταση οδηγίας σχετικά με τους όρους επάνδρωσης σκαφών τακτικών υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών και πορθμείων που εκτελούνται μεταξύ κρατών μελών.

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή εξέδωσε στις 2 Δεκεμβρίου 1998 αρνητική γνωμοδότηση επί της πρότασης κανονισμού περί τροποποίησης του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3577/92 (θαλάσσιες ενδομεταφορές-καμποτάζ), ενώ διατύπωσε θετική γνωμοδότηση επί της πρότασης οδηγίας.

Στις 12 Μαρτίου 1999, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε γνωμοδότηση, σε πρώτη ανάγνωση, η οποία ήταν αρνητική επί της πρότασης κανονισμού περί τροποποίησης του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3577/92 (θαλάσσιες ενδομεταφορές-καμποτάζ) και η οποία ήταν ευνοϊκή αναφορικά με την πρόταση οδηγίας. Η γνωμοδότηση αυτή επιβεβαιώθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1999.

Σε ότι αφορά την πρόταση κανονισμού, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν υποστήριξε την πρόταση της Επιτροπής και υιοθέτησε τέσσερις τροπολογίες (αριθ. 1 έως 4) επί του άρθρου 1 του προτεινόμενου κειμένου με το οποίο τροποποιείται το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3577/92. Το Κοινοβούλιο πρότεινε να αντικατασταθεί το κείμενο που είχε προταθεί από την Επιτροπή με τη θέσπιση ενός άρθρου 3α, με βάση το οποίο η Επιτροπή θα δεσμευόταν να προβεί σε απολογισμό του οικονομικού και κοινωνικού αντίκτυπου που θα είχε η απελευθέρωση των νησιωτικών υπηρεσιών ενδομεταφορών και να υποβάλει σχετική έκθεση προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όχι αργότερα από την 1η Ιανουαρίου του 2001. Με βάση την εν λόγω έκθεση, η Επιτροπή θα υπέβαλε πρόταση στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενόψει της οριστικοποίησης του καθεστώτος το οποίο θα ενέκριναν το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο σε εύθετο χρόνο και πριν από την 1η Ιανουαρίου 2003.

Η Επιτροπή απέρριψε τις τέσσερις τροπολογίες που προτάθηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επί της πρότασης κανονισμού, με βάση τα ακόλουθα επιχειρήματα. Όπως έπεται από το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3577/92, το καθεστώς που εφαρμόζεται στα θέματα σχετικά με την επάνδρωση του πλοίου συνιστά προσωρινό καθεστώς. Με βάση την ίδια αυτή ρύθμιση, το οριστικό καθεστώς θα πρέπει να προταθεί με βάση σχετική έκθεση που θα εξετάζει εμπεριστατωμένα τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της ελευθέρωσης των θαλάσσιων ενδομεταφορών μεταξύ λιμένων σε νησιά, η οποία οφείλει να υποβληθεί από την Επιτροπή στο Συμβούλιο. Η Επιτροπή ενέκρινε την έκθεση αυτή στις 17 Ιουνίου 1997. Σε αυτήν εξετάζονταν, μεταξύ άλλων, και οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις που αναμένονταν από την απελευθέρωση των νησιωτικών ενδομεταφορών. Η έκθεση αυτή κατέληγε στο συμπέρασμα ότι μια πρόταση με βάση την οποία τα κράτη μέλη, υπό την ιδιότητα των κρατών υποδοχής, θα είχαν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν τους κανόνες τους αναφορικά με το απαιτούμενο ποσοστό των κοινοτικών υπηκόων στην επάνδρωση του πληρώματος στα σκάφη που εκτελούν τακτικές υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών και πορθμείων (περιλαμβανομένων των μεικτών υπηρεσιών επιβατών/φορτίων και των τακτικών υπηρεσιών με κρουαζιερόπλοια) θα επαρκούσε για να διασφαλιστεί η τήρηση των κοινοτικών προτύπων για τις υπηρεσίες αυτές στην εσωτερική αγορά. Στην έκθεση διατυπωνόταν επίσης το συμπέρασμα ότι ο μεμονωμένος τομέας ενδομεταφορών εμπορευμάτων συνδεόταν, αφενός μεν, με την παγκόσμια αγορά θαλάσσιων μεταφορών και, αφετέρου, ότι δεν συνεπαγόταν υψηλή ένταση εργατικού δυναμικού. Η Επιτροπή δεν θεώρησε, κατά συνέπεια, δικαιολογημένη την επέκταση, στην πρότασή της, της εφαρμογής των κανόνων του κράτους υποδοχής στο μεμονωμένο τομέα των ενδομεταφορών εμπορευμάτων.

Σε συνάρτηση με το σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να υποβάλει κάθε διετία στο Συμβούλιο τη σχετική έκθεση εφαρμογής του κανονισμού. Η Επιτροπή υπολογίζει να υποβάλει την έκθεση αυτή το 2001 αναφορικά με τη χρονική περίοδο 1999-2000. Στην έκθεση αυτή θα αναλύει τις επιπτώσεις από την απελευθέρωση των ενδομεταφορών στα νησιά.

Όσον αφορά την πρόταση οδηγίας, παρά το γεγονός ότι η γνώμη του ήταν ευνοϊκή έναντι του συνόλου της πρότασης, το Κοινοβούλιο υιοθέτησε πέντε τροπολογίες (αριθ. 5 έως 9).

Η τροπολογία 5, στην οποία προτείνεται ο καλύτερος ορισμός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας, είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή, στην ουσία της, υπό την επιφύλαξη ότι θα ενταχθεί σε ένα ειδικό άρθρο, αφιερωμένο στους ορισμούς. Η Επιτροπή είναι σύμφωνη ότι θα πρέπει να αποκλεισθούν ρητά τα σκάφη που μεταφέρουν μόνο φορτία από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, ακόμη και στις περιπτώσεις που σε αυτή τη μορφή σκαφών περισσότεροι από 12 οδηγοί συνοδεύουν τα φορτηγά τους.

Επίσης, μπορεί να γίνει αποδεκτή η τροπολογία 9, με την οποία προτείνεται η υποβολή από την Επιτροπή σχετικής έκθεσης στο Συμβούλιο σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις από την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας, υπό την επιφύλαξη ότι θα επέλθει μια μικτή προσαρμογή.

Αντιθέτως, δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτές οι υπόλοιπες τροπολογίες επί της πρότασης οδηγίας.

Η τροπολογία 6 δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή επειδή οι συμβάσεις εργασίας είναι εξ ορισμού ατομικές και δεν είναι δυνατόν να μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1 σημείο β, που αφορά τους συγκεκριμένους μηχανισμούς που θα κηρυχθούν καθολικώς εφαρμοστέοι. Εξάλλου, όλα τα κράτη μέλη διαθέτουν κανόνες αναφορικά με τις καθοριζόμενες συνθήκες εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2.1.α), 2.1.β) ή 2.5.

Η τροπολογία 7 δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή, επειδή το ζήτημα της παραχώρησης της άδειας ή της απόρριψης της σχετικής άδειας για τους ναυτικούς που επιλέγουν να διαμένουν μόνιμα επί των σκαφών στα οποία εργάζονται δεν ρυθμίζεται σε διεθνές επίπεδο, αλλά εμπίπτει στις αρμοδιότητες του εθνικού δικαίου. Το γεγονός ότι κάποιος εργάζεται σε ένα σκάφος που εκτελεί τακτικές υπηρεσίες δεν παραχωρεί στους ναυτικούς το δικαίωμα να διαμένουν σε κάποιο κράτος μέλος. Στόχος της πρότασης της Επιτροπής δεν είναι να απονεμηθεί το δικαίωμα της μόνιμης διαμονής σε ναυτικούς που δεν διαθέτουν το δικαίωμα αυτό, βάσει των ρυθμίσεων του εθνικού δικαίου στα κράτη μέλη. Επισημαίνεται εξάλλου ότι η βασική αρχή της ισότιμης μεταχείρισης μεταξύ των ναυτικών που προέρχονται από τρίτες χώρες και των ναυτικών που διαμένουν στο κράτος μέλος υποδοχής εφαρμόζεται επίσης ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ναυτικοί που έχουν την υπηκοότητα τρίτων χωρών διαμένουν μόνιμα επί των σκαφών και δεν είναι κάτοχοι της αδείας μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος νηολόγησης του σκάφους ή στο κράτος μέλος της στενότερης συνάφειας.

Η τροπολογία 8 δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή, επειδή η πρόταση οδηγίας αφορά αποκλειστικά τη μεταχείριση που πρέπει να επιφυλάσσεται στους ναυτικούς από τρίτες χώρες, οι οποίοι εργάζονται επί των σκαφών που εκτελούν τακτικές υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών και πορθμείων. Εξ αιτίας αυτού, η τροπολογία δεν συνιστά το κατάλληλο μέσο για να αποφασιστεί η θέσπιση σχετικής απόφασης με την οποία θα καθιερώνεται πρόγραμμα δράσης στην κλίμακα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα συμπεριλαμβάνει στόχους επαγγελματικής εξειδίκευσης για την προσέλκυση νέων στο επάγγελμα του ναυτικού και θα προβλέπει τους απαραίτητους πόρους για τη χρηματοδότηση του εν λόγω προγράμματος. Η Επιτροπή βρίσκεται στη στιγμή αυτή στη φάση της προετοιμασίας σχετικής ανακοίνωσης προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την κατάσταση στα θέματα της απασχόλησης και της κατάρτισης των ναυτικών. Στο κείμενό της αυτό, η Επιτροπή αναλύει τις πιθανές δράσεις που είναι δυνατόν να αναλυθούν για να προσελκυστούν οι νέοι στο επάγγελμα του ναυτικού αλλά και για να θεσπιστούν μέτρα προώθησης της ποιότητας κατάρτισης.

B. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή διατηρεί όπως έχει την πρότασή της κανονισμού περί τροποποίησης του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3577/92 και τροποποιεί την πρόταση της οδηγίας ως εξής:

- Η Επιτροπή εισάγει με την τροπολογία 5 μια νέα διάταξη (το νέο άρθρο 1α) στην οποία διευκρινίζεται το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, με πρόβλεψη των συναφών ορισμών

- Η Επιτροπή θεσπίζει βάσει της τροπολογίας 9 μια νέα διάταξη (το νέο άρθρο 6α), στην οποία προβλέπεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να υποβάλει στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή της οδηγίας.

Εξάλλου, έχουν ήδη ενσωματωθεί οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

- μια αντίστοιχη τέταρτη αιτιολογική σκέψη στο νέο άρθρο 1α.

- το άρθρο 2, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο τροποποιήθηκε προς την κατεύθυνση της διαγραφής του τόπου διαμονής των ενδιαφερόμενων ναυτικών, ως κριτηρίου για τον καθορισμό της στενότερης συνάφειας. Η τροπολογία αυτή διαπνέεται από την επιθυμία απλούστευσης του τρόπου εφαρμογής της οδηγίας.

- η παράγραφος 5, εδάφιο 1 του άρθρου 2, στην οποία περιλαμβάνεται ο ορισμός των συλλογικών συμβάσεων ή των διαιτητικών αποφάσεων, οι οποίες κηρύσσονται καθολικώς εφαρμοστέες αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1α, παράγραφος 5, με απώτερο σκοπό την συνένωση όλων των ορισμών, σε αυτό το νέο άρθρο.

- η παράγραφος 5, τελευταίο εδάφιο, του άρθρου 2 διαγράφηκε, επειδή θεωρήθηκε περιττή και επειδή θα μπορούσε να οδηγήσει σε σφάλματα. Πράγματι, από τη στιγμή που όλες οι ενδιαφερόμενες εταιρείες υπόκεινται στην υποχρέωση της εφαρμογής για τους ναυτικούς που προέρχονται από τρίτες χώρες των όρων που θεσπίζονται από τις συλλογικές συμβάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2.5, εξασφαλίζεται και η ισότιμη μεταχείριση μεταξύ τους.

- το άρθρο 2 συμπληρώθηκε από την νέα παράγραφο 6, η οποία έχει την έννοια της πρόβλεψης ότι όταν οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 2 όροι ρυθμίζονται ταυτόχρονα από την εφαρμοστέα νομοθεσία και τις συλλογικές συμβάσεις και στις τελευταίες αυτές συμβάσεις θεσπίζονται ευνοϊκότεροι όροι, τα κράτη μέλη θα μεριμνούν ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενες ναυτιλιακές εταιρείες να εφαρμόζουν τους όρους αυτούς στους ναυτικούς που προέρχονται από τρίτες χώρες.

- το άρθρο 5 τροποποιήθηκε, για να προσδιοριστεί με σαφήνεια εκείνο το κράτος μέλος που είναι επιφορτισμένο με το καθήκον της επαλήθευσης ότι οι πλοιοκτήτες που εκτελούν τακτικές γραμμές μεταφορών μεταξύ των κρατών μελών τηρούν και τις διατάξεις της οδηγίας.

- το άρθρο 6 τροποποιήθηκε, για να προσαρμοστεί η τελική προθεσμία για την έναρξη ισχύος των διατάξεων από τα κράτη μέλη, ενόψει της συμμόρφωσής τους με τις ρυθμίσεις της οδηγίας.

1998/0159 (COD)

Τροποποιημένη πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τους όρους επάνδρωσης σκαφών τακτικών υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών και πορθμείων που εκτελούνται μεταξύ κρατών μελών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής [1],

[1] ΕΕ C 213, της 9.7.1998, σ. 16.

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [2],

[2] ΕΕ C 40, της 15.2.1999, σ. 3.

εφόσον Επιτροπή των Περιφερειών δεν διατύπωσε τη γνωμοδότησή της εντός των προθεσμιών που είχε καθορίσει το Συμβούλιο,

σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης, [3]

[3] ΕΕ C 175, της 21.6.1999 σ. 440.

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 4055/86 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών [4], όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3573/90 [5] κατέστησε δυνατή στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών μεταξύ των κρατών μελών την εφαρμογή του συνόλου των κανόνων της συνθήκης που διέπουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών.

[4] ΕΕ L 378, της 31.12.1986, σ. 1.

[5] ΕΕ L 353, της 17.12.1990, σ. 16

(2) οι όροι επάνδρωσης για την παροχή υπηρεσιών στις τακτικές γραμμές επιβατικών μεταφορών και πορθμείων μεταξύ των κρατών μελών κατά κανόνα υπόκεινται στην αρμοδιότητα του κράτους στο οποίο είναι νηολογημένο το σκάφος (κράτος της σημαίας). η σύμβαση της Ρώμης, σχετικά με τον νόμο που εφαρμόζεται στις συμβατικές υποχρεώσεις [6] επιτρέπει άλλες ρυθμίσεις. πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα της Κοινότητας και τα συμφέροντα των κρατών μελών μεταξύ των εδαφών των οποίων παρέχονται οι εν λόγω υπηρεσίες.

[6] ΕΕ L 266, της 9.10.1980, σ.1 ; version consolidιe ΕΕ C 27, της 26.1.1998, σ. 34.

(3) πρέπει να διατηρηθεί η αρχή ότι ναυτιλιακές εταιρείες εγκατεστημένες εκτός της Κοινότητας δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ευνοϊκότερα από ναυτιλιακές εταιρείες εγκατεστημένες στο έδαφος κράτους μέλους.

(4) είναι σκόπιμο να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας στον τομέα των τακτικών υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών και των μεταφορών με πορθμεία, συμπεριλαμβανομένων των μικτών υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών και φορτίων και είναι σκόπιμο να αποκλεισθούν, κατά συνέπεια, οι τακτικές υπηρεσίες μεταφοράς φορτίων, συμπεριλαμβανομένων και των υπηρεσιών που εκτελούνται από σκάφη που είναι σε θέση να μεταφέρουν περισσότερους από 12 οδηγούς.

(5) τα ειδικά χαρακτηριστικά της αγοράς των τακτικών υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών και πορθμείων μεταξύ των κρατών μελών καθιστούν αναγκαία μέτρα για να εξασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της ενιαίας αγοράς με την εξασφάλιση των όρων και προϋποθέσεων απασχόλησης των ναυτικών σύμφωνα με το επίπεδο των κοινωνικών προτύπων που εφαρμόζονται γενικώς στην Κοινότητα.

(6) σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης, οι στόχοι των προβλεπόμενων μέτρων, και συγκεκριμένα η θέσπιση κανόνων όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας των υπηκόων τρίτων χωρών που απασχολούνται σε πορθμεία τα οποία εκτελούν μεταφορές μεταξύ κρατών μελών, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων των απαιτούμενων μέτρων, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο. η παρούσα οδηγία περιορίζεται στο ελάχιστο μέτρο που απαιτείται για την επίτευξη αυτών των στόχων και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

(7) είναι ορθό να απαιτείται να μην είναι δυσμενέστερη από ό,τι για τους διαμένοντες στην Κοινότητα η μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που απασχολούνται στους προαναφερόμενους τομείς.

(8) είναι σκόπιμο τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν παρέκκλιση από την υποχρέωση να μεταχειρίζονται τους ναυτικούς από τρίτες χώρες ως διαμένοντες στην Κοινότητα όσον αφορά τις τακτικές υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών και πορθμείων μεταξύ των κρατών μελών όταν πρόκειται για συμβάσεις εργασίας βραχύτατης διάρκειας ή στην περίπτωση οξύτατης έλλειψης μεταφορικής ικανότητας πορθμείων λόγω απρόβλεπτων συνθηκών.

(9) οι αρμόδιοι οργανισμοί των διαφόρων κρατών μελών πρέπει να συνεργαστούν μεταξύ τους για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(10) κάθε κράτος μέλος πρέπει να καθορίσει τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων που θεσπίζονται σε εκτέλεση της παρούσας οδηγίας.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους υπηκόους των κρατών μελών και σε ναυτιλιακές εταιρείες εγκατεστημένες σε κράτος μέλος στο οποίο εκτελούνται τακτικές υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών και πορθμείων, συμπεριλαμβανομένων μεικτών μεταφορών επιβατών/φορτίων, μεταξύ λιμένων διαφορετικών κρατών μελών.

2. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται στους υπηκόους κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένοι εκτός Κοινότητας και σε ναυτιλιακές εταιρείες εγκατεστημένες εκτός Κοινότητας και τελούσες υπό τον έλεγχο υπηκόων κράτους μέλους εάν τα σκάφη τους έχουν νηολογηθεί στο εν λόγω κράτος μέλος και φέρουν την σημαία του σύμφωνα με τη νομοθεσία του και προσφέρουν τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στο βαθμό που οι υπήκοοι και οι ναυτιλιακές εταιρείες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 απασχολούν υπηκόους τρίτων χωρών επί σκαφών που χρησιμοποιούνται για τις υπηρεσίες που αναφέρονται υπό την παράγραφο 1.

4. Οι ναυτιλιακές εταιρείες που είναι εγκατεστημένες εκτός Κοινότητας, πλην των αναφερομένων στην παράγραφο 2, δεν τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης από ότι οι υπήκοοι και οι ναυτιλιακές εταιρείες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 1a

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

1. «υπηρεσίες επιβατών» : οι υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς που εκτελούνται από σκάφη μεταφοράς επιβατών.

2. «τακτικές υπηρεσίες» : μια σειρά διελεύσεων που οργανώνονται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η διασύνδεση μεταξύ δύο και των αυτών ή περισσότερων λιμένων,

i) είτε με βάση ένα δημοσιευμένο ωράριο

ii) είτε με τέτοια τακτική μορφή ή συχνότητα, ώστε να συνιστά μια αναγνωριστέα συστηματική σειρά διελεύσεων.

3. «επιβατικό σκάφος» : κάθε σκάφος θαλάσσης που μεταφέρει άνω των 12 επιβατών. Στον ορισμό αυτό συμπεριλαμβάνονται τα ταχύπλοα σκάφη καθώς και τα σκάφη ή πλοία που μεταφέρουν ταυτόχρονα επιβάτες και φορτία. Με τον ορισμό αυτό αποκλείονται τα σκάφη που μεταφέρουν αποκλειστικά φορτία.

4. «επιβάτης» : κάθε άλλο πρόσωπο εκτός :

i) του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος ή των λοιπών προσώπων που απασχολούνται ή εργάζονται υπό οποιαδήποτε ιδιότητα στο συγκεκριμένο σκάφος για την εξυπηρέτηση των αναγκών του σκάφους αυτού

ii) τα τέκνα ηλικίας μικρότερης του έτους

και

iii) οι οδηγοί και οι συνοδηγοί των εμπορικών ή σιδηροδρομικών οχημάτων που ταξιδεύουν με τα οχήματά τους με την επαγγελματική τους ιδιότητα.

5. «συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις οι οποίες έχουν κηρυχθεί ως καθολικώς εφαρμοστέες» : οι συλλογικές συμβάσεις και οι διαιτητικές αποφάσεις οι οποίες πρέπει να γίνονται σεβαστές από όλες τις ενδιαφερόμενες ναυτιλιακές εταιρείες, σε εθνική κλίμακα.

Άρθρο 2

1. Τα κράτη μέλη κατοχυρώνουν, ανεξαρτήτως της νομοθεσίας που εφαρμόζεται στις εργασιακές σχέσεις ότι οι υπήκοοι και οι ναυτιλιακές εταιρείες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 1 και 2, και παρέχουν τακτικές υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών και πορθμείων μεταξύ κρατών μελών, εξασφαλίζουν στους υπηκόους τρίτων χωρών που απασχολούνται επί σκαφών χρησιμοποιούμενων γι' αυτές τις υπηρεσίες τους όρους και τις προϋποθέσεις απασχόλησης που ορίζονται:

α) από τον νόμο, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή/και

β) από συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις οι οποίες έχουν κηρυχθεί ως καθολικώς εφαρμοστέες στο βαθμό που εφαρμόζονται στις δραστηριότητες οι οποίες προβλέπονται από το άρθρο 1 παράγραφος 1,

που εφαρμόζονται στους διαμένοντες στο κράτος μέλος νηολόγησης του σκάφους.

2. Αν το σκάφος που χρησιμοποιείται δεν είναι νηολογημένο σε κράτος μέλος, οι όροι και οι προϋποθέσεις απασχόλησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι εκείνες που εφαρμόζονται στους διαμένοντες σε ένα από τα κράτη μέλη μεταξύ των λιμένων των οποίων παρέχεται η υπηρεσία και με το οποίο η υπηρεσία έχει την στενότερη συνάφεια. Η στενότερη συνάφεια καθορίζεται με βάση τον τόπο από τον οποίο διενεργείται ουσιαστικά η διαχείριση της υπηρεσίας 3. Οι όροι και οι προϋποθέσεις απασχόλησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καλύπτουν τα ακόλουθα θέματα:

α) τη μέγιστη διάρκεια εργασίας και την ελάχιστη διάρκεια ανάπαυσης.

β) την ελάχιστη πληρωμένη ετήσια άδεια.

γ) τον κατώτατο μισθό καθώς και την αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης.

δ) την υγεία, ασφάλεια και υγιεινή στο χώρο εργασίας.

ε) μέτρα προστασίας όσον αφορά τους όρους και τις προϋποθέσεις απασχόλησης εγκύων γυναικών ή λεχώνων, παιδιών και νέων.

στ) την ισότιμη μεταχείριση ανδρών και γυναικών και άλλες διατάξεις μη διακριτικής μεταχείρισης.

ζ) μέτρα για τον επαναπατρισμό των ναυτικών και την πληρωμή των εκκρεμούντων μισθών και κοινωνικών εισφορών σε περίπτωση χρεωκοπίας του εργοδότη.

4. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν αποκλείουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων για τους εργαζομένους όρων και προϋποθέσεων απασχόλησης.

5. Ελλείψει συστήματος για την κήρυξη συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων ως καθολικώς εφαρμοστέων, τα κράτη μέλη βασίζονται σε:

α) συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις που εφαρμόζονται γενικώς σε όλες τις ναυτιλιακές εταιρείες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 1 και 2 ή/και

β) συλλογικές συμβάσεις που έχουν υπογραφεί από τις αντιπροσωπευτικότερες οργανώσεις εκπροσώπησης των εργοδοτών και των εργαζομένων στον οικείο τομέα της αγοράς σε εθνικό επίπεδο.

6. Όταν ένας από τους κατονομαζόμενου στο παρόν άρθρο όρους ρυθμίζεται ταυτόχρονα από την εφαρμοστέα νομοθεσία και τις αντίστοιχες συλλογικές συμβάσεις και όταν στις τελευταίες αυτές συμβάσεις θεσπίζονται ευνοϊκότεροι όροι, το κράτος μέλος της σημαίας του σκάφους ή, όπου αυτό είναι αναγκαίο, το κράτος μέλος της στενότερης συνάφειας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, μεριμνούν,, ώστε οι ναυτιλιακές εταιρείες που εκτελούν τις τακτικές υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών, σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 1 α, να εφαρμόζουν τον όρο αυτό στους ναυτικούς από τρίτες χώρες.

Άρθρο 3

1. Τα κράτη μέλη δύνανται, μετά από διαβούλευση με τους εργοδότες και τους εργαζομένους, σύμφωνα με τις συνήθειες και τις πρακτικές κάθε κράτους μέλους, να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), σε περίπτωση που η διάρκεια της περιόδου απασχόλησης των υπηκόων τρίτης χώρας δεν υπερβαίνει ένα μήνα μέσα σε περίοδο δώδεκα μηνών.

2. Τα κράτη μέλη δύνανται να χορηγούν για περίοδο δύο μηνών παρέκκλιση από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ) σε παρέχοντα τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 με σκάφη μισθωμένα για την κάλυψη οξείας έλλειψης μεταφορικής ικανότητας πορθμείων, η οποία προέκυψε λόγω απρόβλεπτων συνθηκών. Για παρεκκλίσεις που υπερβαίνουν τους δύο μήνες, απαιτείται άδεια της Επιτροπής.

3. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση σχετικά με παρεκκλίσεις που χορηγήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2 και τις συνθήκες στις οποίες βασίστηκαν.

Άρθρο 4

1. Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας τα κράτη μέλη ορίζουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική, ένα ή περισσότερα γραφεία επαφών ή έναν ή περισσότερους αρμόδιους εθνικούς φορείς.

2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη συνεργασία μεταξύ των αρχών οι οποίες, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, είναι αρμόδιες για την επιτήρηση των όρων και προϋποθέσεων απασχόλησης που αναφέρονται στο άρθρο 2.

Η αμοιβαία διοικητική συνδρομή παρέχεται δωρεάν.

3. Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή τα γραφεία επαφών ή/και τους αρμόδιους οργανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 5

Το κράτος μέλος της σημαίας ή, στις περιπτώσεις όπου αυτό είναι αναγκαίο, το κράτος μέλος της στενότερης συνάφειας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, επαληθεύει ότι οι ενδιαφερόμενοι πλοιοκτήτες εφαρμόζουν στους ναυτικούς που προέρχονται από τρίτες χώρες οι οποίοι εργάζονται στα σκάφη τους τους όρους εργασίας που εφαρμόζονται στους ναυτικούς που είναι μόνιμοι κάτοικοι.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν το σύστημα κυρώσεων που επιβάλλονται στις παραβιάσεις των εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί σε εκτέλεση της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλιστεί η θέση τους σε εφαρμογή. Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αυτές τις διατάξεις στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 6 και κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους το συντομότερο δυνατόν.

Όταν η εκτελούμενη υπηρεσία αφορά κράτη μέλη που είναι διαφορετικά από το κράτος μέλος της σημαίας του σκάφους, τα διοικητικά όργανα της εμπορικής ναυτιλίας των ενδιαφερομένων κρατών μελών συνεργάζονται ενόψει της τήρησης των διατάξεων του παρόντος άρθρου, υπό τους καθοριζόμενους στο άρθρο 4 όρους.

Άρθρο 6

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία μέσα στους επόμενους 12 μήνες από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης. Πληροφορούν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές το αργότερο εντός 18 μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 6 α

Η Επιτροπή υποβάλει στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε εύθετο χρόνο, έκθεση για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και τους υποβάλει, στις περιπτώσεις που αυτό κρίνεται αναγκαίο, κάθε αναγκαία σχετική πρόταση.

Άρθρο 7

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 8

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Έγινε στις Βρυξέλλες, στις

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος Ο Πρόεδρος