52000PC0347(02)

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού /* COM/2000/0347 τελικό - COD 2000/0159 /

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 365 E της 19/12/2000 σ. 0195 - 0197


Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

(υποβληθείσες από την Επιτροπή)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Εισαγωγή

2. Πολιτικό σκεπτικό

3. Στόχοι και κύρια στοιχεία της πρότασης

4. Περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζονται στην παρούσα πρόταση

4.1. Η διαχείριση των WEEE σήμερα

4.1.1. Αποτέφρωση των WEEE

4.1.2. Υγειονομική ταφή των WEEE

4.1.3. Ανακύκλωση των WEEE

4.2. Θέματα πόρων

4.3. Η αρχή της ευθύνης του παραγωγού

5. Νομοθεσία για τις επικίνδυνες ουσίες

5.1. Πολιτικοί προβληματισμοί

5.2. Κίνδυνοι σχετικά με τις ουσίες στόχους

6. Θέματα εσωτερικής αγοράς - Η κατάσταση στα κράτη μέλη

6.1. Η κατάσταση στα κράτη μέλη

6.2. Η εσωτερική αγορά

7. Διεθνείς εξελίξεις και θέματα εμπορίου

7.1. Διεθνείς εξελίξεις

7.2. Εμπορικά θέματα

8. Νομικό υπόβαθρο

9. Εικουρικότητα και αναλογικότητα

9.1. Επικουρικότητα

9.2. Αναλογικότητα

10. Η συνέπεια προς τις υπόλοιπες κοινοτικές πολιτικές

11. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

11.1. Κόστος υλοποίησης

11.1.1. Χωριστή συλλογή και επαναχρησιμοποίηση /ανακύκλωση

Δαπάνες συλλογής για οικιακά είδη εξοπλισμού

Κόστος ανακύκλωσης για είδη εξοπλισμών οικιακής χρήσης

11.1.2. Μείωση επικίνδυνων ουσιών σε νέα είδη εξοπλισμού

11.2. Οφέλη από την προτεινόμενη οδηγία

11.2.1. Χρηματοοικονομικά οφέλη

11.2.2. Eξωτερικά οφέλη

Tα εξωτερικά οφέλη της χωριστής συλλογής και της ανακύκλωσης

Τα εξωτερικά οφέλη του καλύτερου σχεδιασμού και της μειώσεως των επικίνδυνων ουσιών

11.2.3. Αξιολόγηση του κύκλου ζωής και χρηματοοικονομική ανάλυση του κύκλου ζωής

11.3. Μακροοικονομικές επιπτώσεις

12. Διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους

13. Δεδομένα/επιστημονικό υπόβαθρο

Περιεχόμενα της πρότασης για οδηγία σχετικά με τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

Περιεχόμενα της πρότασης για οδηγία σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I Μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων λόγω επεξεργασίας συγκεκριμένων υλικών

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II Οι επιπτώσεις της πρότασης στις επιχειρήσεις - με ειδική αναφορά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III Βιβλιογραφία

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV Υπόμνημα για την επιστημονική αξιολόγηση

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ IA έως IV

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τον περιορισμό τη χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Εισαγωγή

Η παραγωγή ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού αποτελεί έναν από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους τομείς της βιομηχανικής παραγωγής στο δυτικό κόσμο. Η τεχνολογική καινοτομία και η διεύρυνση της αγοράς συνεχίζουν να επιταχύνουν τη διαδικασία αντικατάστασης [1]. Οι νέες εφαρμογές των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού αυξάνονται ουσιαστικά. Δεν υφίσταται πλέον σχεδόν κανένας τομέας της ζωής του ανθρώπου στον οποίο να μην χρησιμοποιούνται είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Η ανάπτυξη αυτή οδηγεί στην ουσιαστική αύξηση των αποβλήτων από τα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (WEEE).

[1] Στη δεκαετία του 1960 κατά μέσο όρο η πρώτη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή διαρκούσε 10 έτη· σήμερα η διάρκεια της πρώτης χρήσης ανέρχεται σε 4,3 έτη κατά μέσο όρο και στην περίπτωση των πλέον καινοτόμων προϊόντων ο χρόνος αυτός είναι ήδη χαμηλότερος των 2 ετών (Umweltvertrδgliche Produktgestaltung (Μόναχο 1998), Ferdinand Quella/Siemens (εκδόσεις) Publicis MCD Verlag.).

Η κατηγορία των WEEE αποτελεί πολύπλοκο μείγμα υλικών και κατασκευαστικών στοιχείων. Σε συνδυασμό με τη συνεχή ανάπτυξη νέων υλικών και χημικών ουσιών με επιπτώσεις για το περιβάλλον, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνονται τα προβλήματα σε ό,τι αφορά τα απόβλητα. Η κατηγορία των αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού διακρίνεται από τις υπόλοιπες κατηγορίες αστικών αποβλήτων για τους εξής λόγους:

* Προβληματισμό προκαλεί η ταχεία αύξηση των WEEE. Κατά το 1998 η παραγωγή αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ανήλθε σε 6 εκατ. τόνους (4% της κατηγορίας των αστικών αποβλήτων). Αναμένεται ότι η ετήσια αύξηση του όγκου των WEEE θα κυμαίνεται μεταξύ 3% και 5%. Αυτό σημαίνει ότι κάθε 5 χρόνια παράγονται περίπου 16-28% περισσότερα WEEE και ότι η συνολική ποσότητά τους διπλασιάζεται εντός 12 ετών. Η αύξηση των WEEE είναι περίπου 3 φορές υψηλότερη από τη μέση αύξηση των αστικών αποβλήτων [2]

[2] AEA Τεχνολογία, ανάκτηση WEEE: Οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις, Ιούνιος 1997.

* Λόγω του επικινδύνου περιεχομένου τους τα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού προκαλούν σοβαρά προβλήματα περιβάλλοντος κατά το στάδιο της διαχείρισης των αποβλήτων, εφόσον δεν υποστούν τη δέουσα προεπεξεργασία. Δεδομένου ότι εκ των WEEE ποσοστό υψηλότερο του 90% αποτελεί αντικείμενο υγειονομικής ταφής, καύσης ή ανάκτησης δίχως προεπεξεργασία, μεγάλο μέρος των διαφόρων ρύπων που απαντούν στην κατηγορία των αστικών αποβλήτων προέρχεται από τα WEEE [3]

[3] Περιβαλλοντικές επιπτώσεις της αποτέφρωσης και της υγειονομικής ταφής των αποβλήτων ηλεκτρ(ον)ικών ειδών εξοπλισμού (Κοπεγχάγη 1995), Βόρειο συμβούλιο υπουργών. Σύμφωνα με τη μελέτη "Pilotsammlung von Elektroaltgerδten in Bregenz" 95% των WEEE στην Αυστρία αποτελούν είτε αντικείμενο απλής διάθεσης μαζί μα τα υπόλοιπα αστικά απόβλητα είτε εισάγονται στην αλυσίδα της ανακύκλωσης των μετάλλων δίχως προεργασία.

* Η επιβάρυνση του περιβάλλοντος που συνδέεται με την παραγωγή ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών («οικολογικά σκευή») υπερβαίνει κατά πολύ την επιβάρυνση του περιβάλλοντος που συνδέεται με την παραγωγή των υλικών που αποτελούν τις άλλες υποκατηγορίες των αστικών αποβλήτων [4]. Ως εκ τούτου η ανακύκλωση των WEEE θα πρέπει να συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην εξοικονόμηση πόρων, ιδίως σε ό,τι αφορά την εξοικονόμηση ενεργείας.

[4] Συγκρίνατε, π.χ., Malley "Schwergewicht" c't 1997, Τόμος 5, σ. 170.

Λαμβάνοντας υπόψη τα περιβαλλοντικά προβλήματα που σχετίζονται με τη διαχείριση των WEEE, τα κράτη μέλη άρχισαν να διατυπώνουν προτάσεις για εθνικά νομοθετήματα που να καλύπτουν τον τομέα αυτό. Η Ολλανδία, η Δανία, η Σουηδία, η Αυστρία, το Βέλγιο και η Ιταλία έχουν ήδη υποβάλει νομοθεσία για το εν λόγω θέμα. Η Φινλανδία και η Γερμανία αναμένεται να πράξουν αναλόγως σύντομα. Τα κράτη μέλη τα οποία επί του παρόντος δεν έχουν διατυπώσει προτάσεις εθνικής νομοθεσίας εξέφρασαν ανησυχίες για την έλλειψη εναρμονισμένης ευρωπαϊκής νομοθεσίας σχετικά με συγκεκριμένη κατηγορία αποβλήτων στο πλαίσιο των επιμέρους διαβουλεύσεων που προηγήθηκαν της παρούσας πρωτοβουλίας.

Λόγω της εσωτερικής αγοράς, διάφορα προβλήματα προκύπτουν από τις εθνικές προσεγγίσεις σε ό,τι αφορά το θέμα των WEEE:

* Η ύπαρξη διαφορετικών εθνικών πολιτικών σχετικά με τη διαχείριση των WEEE παρεμποδίζει την αποτελεσματικότητα των εθνικών πολιτικών ανακύκλωσης, δεδομένου ότι είναι πιθανόν να συμβούν διασυνοριακές διακινήσεις των WEEE προς τα οικονομικώς προσιτότερα συστήματα διαχείρισης αποβλήτων.

* Οι διαφορές κατά την εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο της αρχής της ευθύνης του παραγωγού έχουν ως αποτέλεσμα να διαφέρουν ουσιαστικά και οι χρηματοοικονομικές επιβαρύνσεις των οικονομικών φορέων εκμετάλλευσης.

* Οι αποκλίνουσες εθνικές απαιτήσεις περί σταδιακής κατάργησης συγκεκριμένων ουσιών, θα ήταν δυνατό να έχουν επιπτώσεις στο εμπόριο ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

Προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα περιβαλλοντικά προβλήματα που σχετίζονται με την τρέχουσα επεξεργασία και διάθεση των WEEE, κρίνεται απαραίτητο να ληφθούν μέτρα που να αποσκοπούν, κατ' αρχήν, στην πρόληψη των WEEE, κατά δεύτερον στην επαναχρησιμοποίηση, την ανακύκλωση και άλλες μορφές ανάκτησης αναλόγων αποβλήτων, και κατά τρίτον στην ελαχιστοποίηση των κινδύνων και των επιπτώσεων στο περιβάλλον από την επεξεργασία και τη διάθεση των WEEE σε κοινοτικό επίπεδο. Αποτελεί επίσης στόχο της παρούσας πρωτοβουλίας να συμβάλει στην εναρμόνιση των εθνικών μέτρων σχετικά με την διαχείριση των αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ώστε να εξασφαλιστεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Τα μέτρα αυτά προτείνονται σε δύο χωριστές οδηγίες. Η πρώτη - το σχέδιο οδηγίας για τα WEEE - ασχολείται με τη διαχείριση των αποβλήτων και βασίζεται στο άρθρο 175 της συνθήκης. Η δεύτερη, η οποία επιδιώκει την εναρμόνιση των εθνικών μέτρων για τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, βασίζεται στο άρθρο 95 της συνθήκης ΕΚ. Τις ως άνω δύο οδηγίες θα ακολουθήσει περαιτέρω πρόταση για το σχεδιασμό και την κατασκευή ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού αργότερα κατά το τρέχον έτος.

2. Πολιτικό σκεπτικό

Το άρθρο 174 της συνθήκης ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (συνθήκη ΕΚ) ορίζει ότι η κοινοτική πολιτική και το περιβάλλον πρέπει να αποσκοπεί στην υψηλού επιπέδου προστασία λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλότητα των παρατηρουμένων καταστάσεων στις επιμέρους περιφέρειες της Κοινότητας. Η πολιτική αυτή πρέπει να βασίζεται στις αρχές της ανάληψης προληπτικής δράσης, της αντιμετώπισης στην πηγή κάθε περιβαλλοντικής ζημίας και την αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει.

Το κοινοτικό πρόγραμμα πολιτικής και δράσης σε σχέση με το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη («πέμπτο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον») [5] αναφέρει ότι η επίτευξη αειφόρου ανάπτυξης προϋποθέτει ουσιαστικές μεταβολές των υφισταμένων μοντέλων ανάπτυξης, παραγωγής, κατανάλωσης και συμπεριφοράς. Επιπλέον εκφράζεται, μεταξύ άλλων, υπέρ της μείωσης της περιττής ανάλωσης φυσικών πόρων και της πρόληψης της ρύπανσης.

[5] ΕΕ C 138, 17.5.1993.

Ειδικότερα, το «πέμπτο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον» περιλαμβάνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο σε θέματα διαχείρισης αποβλήτων, στο οποίο αναφέρονται τα WEEE ως ένας από τους τομείς που επιβάλλεται να αποτελέσουν στόχο κανονιστικών ρυθμίσεων, προκειμένου να εφαρμοστούν οι αρχές της πρόληψης, της ανάκτησης και της ασφαλούς διάθεσης των αποβλήτων.

Το Συμβούλιο, στο ψήφισμα της 7ης Μαΐου 1990 [6] σχετικά με την πολιτική διαχείρισης αποβλήτων, κάλεσε την Επιτροπή να διαμορφώσει προγράμματα δράσης για τους επιμέρους τύπους αποβλήτων. Τα κράτη μέλη προσδιόρισαν, μεταξύ άλλων, και τα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που βρίσκονται στο τέλος του κύκλου ζωής τους ως κατηγορία αποβλήτων που θα πρέπει να αντιμετωπισθεί στο πλαίσιο αυτό.

[6] ΕΕ C 122, 18.5.1990.

Το Συμβούλιο, στο ψήφισμα της 24ης Φεβρουαρίου 1997 [7] σχετικά με την κοινοτική στρατηγική για τη διαχείριση των αποβλήτων, κάλεσε την Επιτροπή να αναπτύξει, το ταχύτερο δυνατό, κατάλληλη συνέχεια για την πρωτοβουλία σχετικά με τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

[7] ΕΕ C 76, 11.3.1997.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο ψήφισμα της 14ης Νοεμβρίου 1996 (A4-0364/96) κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις οδηγιών για συγκεκριμένες κατηγορίες αποβλήτων προτεραιότητας, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών αποβλήτων και να βασίσει τις προτάσεις αυτές στην αρχή της ευθύνης του παραγωγού. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο ως άνω ψήφισμα, κάλεσε το Συμβούλιο και την Επιτροπή να υποβάλουν προτάσεις για τον περιορισμό του όγκου των αποβλήτων καθώς και τη μείωση της παρουσίας επικινδύνων ουσιών στα απόβλητα όπως το χλώριο, ο υδράργυρος, το PVC (χλωριούχο πολυβινύλιο), το κάδμιο και άλλα βαρέα μέταλλα.

3. Στόχοι και κύρια στοιχεία της πρότασης

Η προτεινόμενη οδηγία για τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού θα συμβάλει στην προστασία της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος ως απαιτεί το άρθρο 174 της συνθήκης. Οι κύριοι στόχοι της πρότασης είναι η προστασία του εδάφους, του ύδατος και του αέρα από την ρύπανση που προκαλεί η σημερινή διαχείριση των WEEE, η αποφυγή δημιουργίας αποβλήτων, τα οποία πρέπει εν συνεχεία να διατεθούν και η μείωση των επιβλαβών επιπτώσεων των WEEE. Η πρόταση αποσκοπεί στη διαφύλαξη πολυτίμων πόρων, και ιδιαίτερα της ενέργειας. Άλλος στόχος της προτεινόμενης οδηγίας αποτελεί η εναρμόνιση των εθνικών μέτρων σχετικά με την διαχείριση των WEEE.

Οι στόχοι προβλέπεται ότι θα επιτευχθούν με ευρύτατο φάσμα μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για το σχεδιασμό, τη χωριστή συλλογή των WEEE, την επεξεργασία των WEEE και την ανάκτηση των αποβλήτων αυτών.

* Οι παραγωγοί θα πρέπει να είναι υπεύθυνοι για ορισμένα στάδια της διαχείρισης των αποβλήτων των προϊόντων τους. Αυτή η οικονομική και άμεση ευθύνη δημιουργεί οικονομικό κίνητρο ώστε οι παραγωγοί να προσαρμόσουν το σχεδιασμό των προϊόντων τους στις απαιτήσεις της ορθής διαχείρισης των αποβλήτων. Η χρηματοοικονομική ευθύνη των φορέων οικονομικής εκμετάλλευσης θα πρέπει επίσης να επιτρέπει στους οικιακούς χρήστες να επιστρέφουν τα αντίστοιχα είδη εξοπλισμού δίχως επιβάρυνση.

* Η χωριστή συλλογή των WEEE θα πρέπει να εξασφαλίζεται μέσω της χρησιμοποίησης καταλλήλων συστημάτων, ώστε οι χρήστες να δύνανται να επιστρέφουν τον ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό τους. Προκειμένου να δημιουργηθεί κοινό πεδίο δραστηριοτήτων μεταξύ των κρατών μελών, προβλέπεται ένας «ήπιος» στόχος συλλογής

* Με στόχο τη βελτιωμένη επεξεργασία και την επαναχρησιμοποίηση/ανακύκλωση των WEEE, οι παραγωγοί θα ήταν σκόπιμο να συγκροτήσουν κατάλληλα συστήματα. Ορισμένες απαιτήσεις καθιερώνονται ως ελάχιστα πρότυπα για την επεξεργασία των WEEE. Οι φορείς που ασχολούνται επιχειρησιακά με την ως άνω επεξεργασία πρέπει να είναι δεόντως προς τούτο εξουσιοδοτημένοι από το αντίστοιχο κράτος μέλος. Καθορίζονται συγκεκριμένοι στόχοι όσον αφορά την υποχρεωτική επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση και ανάκτηση ενέργειας από τα WEEE.

* Προκειμένου να επιτευχθεί υψηλό ποσοστό συλλογής και να διευκολυνθεί η ανάκτηση των WEEE, οι χρήστες των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού θα πρέπει να είναι δεόντως ενημερωμένοι σχετικά με τον ρόλο που διαδραματίζουν στο σύστημα αυτό. Η προτεινόμενη οδηγία περιλαμβάνει απαιτήσεις σήμανσης για τα συγκεκριμένα είδη εξοπλισμού που ειδάλλως θα υπάρχει κίνδυνος να καταλήξουν στον κάλαθο αχρήστων. Επιπλέον, καθίσταται υποχρεωτικό να ενημερώνουν οι παραγωγοί τους φορείς ανακύκλωσης σχετικά με το περιεχόμενο των εν λόγω ειδών εξοπλισμού.

Η προτεινόμενη οδηγία σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού θα συμβάλει στην πραγμάτωση των στόχων αυτών εξασφαλίζοντας την υποκατάσταση των ουσιών οι οποίες προκαλούν μείζονα προβλήματα κατά το στάδιο της διαχείρισης των αποβλήτων, όπως ο μόλυβδος, ο υδράργυρος, το κάδμιο, το εξασθενές χρώμιο και ορισμένα βρωμιούχα επιβραδυντικά φλόγας.

4. Περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζονται στις παρούσες προτάσεις

Εν γένει, όλα τα είδη εξοπλισμού για τη λειτουργία των οποίων απαιτείται ηλεκτρική ενέργεια είναι είτε ηλεκτρικά είτε ηλεκτρονικά. Έκαστο ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό προϊόν αποτελείται από συνδυασμό πολλαπλών δομικών ομάδων. Οι βασικές δομικές μονάδες που είναι κοινές στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού είναι: πλακέτες συναρμολόγησης τυπωμένων κυκλωμάτων, καλώδια, σύρματα, πλαστικά τα οποία περιέχουν επιβραδυντικά φλόγας, διακόπτες και μεταλλάκτες υδραργύρου, είδη που χρησιμοποιούνται σε οθόνες όπως οι λυχνίες καθοδικών ακτίνων και οι οθόνες υγρών κρυστάλλων, συσσωρευτές και ηλεκτρικά στοιχεία, μέσα αποθήκευσης δεδομένων, ελαφρές γεννήτριες, πυκνωτές, αντιστάσεις και ρωστήρες, αισθητήρες και σύνδεσμοι. Μεταξύ των ουσιών που περιλαμβάνουν τα συγκεκριμένα δομικά οι πλέον προβληματικές από περιβαλλοντική σκοπιά είναι τα βαρέα μέταλλα, όπως ο υδράργυρος, ο μόλυβδος, το κάδμιο και το χρώμιο, οι αλογονωμένες ουσίες, όπως οι χλωροφθοράνθρακες (CFC), πολυχλωροδιφαινύλια (PCB), χλωριούχο πολυβυνίλιο (PVC) και τα βρωμιούχα επιβραδυντικά καθώς επίσης και ο αμίαντος και το αρσενικό. [8]

[8] Περισσότερες λεπτομέρειες για το θέμα αυτό στο «Απόβλητα από τα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά προϊόντα - μια μελέτη των υλικών και των επικινδύνων ουσιών που περιέχονται στα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά προϊόντα» (Κοπεγχάγη 1995), Βόρειο Συμβούλιο Υπουργών.

4.1. Η διαχείριση των WEEE σήμερα

Οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι που σχετίζονται με τις κατηγορίες αποβλήτων δεν αντιμετωπίζονται δεόντως από την ήδη ακολουθούμενη πρακτική σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των αποβλήτων. Σήμερα περισσότερα του 90% των WEEE υφίστανται υγειονομική ταφή, αποτέφρωση ή ανάκτηση δίχως οιαδήποτε προεργασία. [9] Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ακολουθούν τη συνήθη πορεία διάθεσης ή ανάκτησης και πολλά επικίνδυνα υλικά.

[9] Περιβαλλοντικές συνέπειες της αποτέφρωσης και της υγειονομικής ταφής των αποβλήτων από είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (Κοπεγχάγη 1995), Βόρειο Συμβούλιο Υπουργών. Σύμφωνα με την μελέτη "Pilotsammlung von Elektroaltgerδten in Bregenz" 95% των WEEE από την Αυστρία είτε αποτελούν αντικείμενο απλής διάθεσης με τα αστικά απόβλητα είτε καταλήγουν στην αλυσίδα ανακύκλωσης των μετάλλων δίχως οιαδήποτε προεπεξεργασία.

4.1.1. Αποτέφρωση των WEEE

Υπολογίζεται ότι ετησίως περιέχονται σε εκπομπές από αποτέφρωση αποβλήτων 36 τόνοι υδραργύρου και 16 τόνοι καδμίου στην Κοινότητα. [10] Επιπλέον έχε αποδειχθεί ότι η αποτέφρωση μη επικίνδυνων αποβλήτων είναι η μεγαλύτερη πηγή εκπομπών διοξινών και φουρανίων στην ατμόσφαιρα της Ευρώπης. [11] Η κατηγορία των WEEE συμβάλει ουσιαστικά στην παρουσία βαρέων μετάλλων και αλογονωμένων ουσιών στα αστικά απόβλητα. Επιπλέον, λόγω της ποικιλίας των ουσιών που απαντούν στα WEEE διάφορες αρνητικές επιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθούν κατά την αποτέφρωση. Ο χαλκός λειτουργεί καταλυτικά αυξάνοντας τοιουτοτρόπως τον κίνδυνο δημιουργίας διοξινών κατά την αποτέφρωση επιβραδυντικών φλόγας. Αυτό προκαλεί ιδιαίτερο προβληματισμό δεδομένου ότι η αποτέφρωση βρωμιούχων επιβραδυντών φλόγας σε χαμηλή θερμοκρασία (600-800°C) ενδέχεται να οδηγήσει στη δημιουργία ιδιαζόντως τοξικών πολυβρωμοδιβενζοδιοξινών (PBDD) και πολυβρωμοδιβενζοφουρανίων (PBDF). [12]

[10] Η απογραφή των ατμοσφαιρικών εκπομπών βαρέων μετάλλων και δυσαποδομήτων οργανικών ρύπων στην Ευρώπη κατά το 1990, Umweltbundesamt, Γερμανία, 1997.

[11] Εντοπισμός των αντιστοίχων βιομηχανικών πηγών διοξινών και φουρανίων στην Ευρώπη, Landesumweltamt Nordrhein-Westfalen, 1997.

[12] "Bestimmung von polybromierten und plychlorierten Dibenzofioxinen und -furanen in verschiedenen umweltrelevanten Materialien" U. Schacht, B. Gras und S.Sievers in Dioxin-Informationsveranstaltung EPA Dioxin-Reassessment, επιμέλεια Otto Hutzinger und Heidelore Fiedler, περιέχονται στο κείμενο αυτό περαιτέρω αναφορές για το συγκεκριμένο θέμα.

Στις 7 Οκτωβρίου 1998 η Επιτροπή ενέκρινε πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την αποτέφρωση των αποβλήτων [13]. Η συγκεκριμένη πρόταση προβλέπει αυστηρές οριακές τιμές εκπομπής προκειμένου να επιτευχθούν ουσιαστικές μειώσεις των εκπομπών των επιμέρους ατμοσφαιρικών ρύπων. Η ως άνω οδηγία αντικαθιστά την οδηγία 89/369/ΕΟΚ της 8ης Ιουνίου 1989 σχετικά με την πρόληψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων [14] και την οδηγία 89/429/ΕΟΚ της 21ης Ιουνίου 1989 σχετικά με τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων [15]. Ωστόσο, για πολλούς λόγους η σε τελικό στάδιο εφαρμοζόμενη τεχνολογία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η μόνη μέθοδος που επιτρέπει να αποφευχθούν οι εκπομπές από τις ενέργειες που αποσκοπούν στη διαχείριση των αποβλήτων. Η χωριστή συλλογή και η επεξεργασία συγκεκριμένων κατηγοριών αποβλήτων, όπως τα WEEE, συμβάλλει στο να είναι καθαρότερα τα αστικά απόβλητα και ως εκ τούτου στη μείωση των εκπομπών λόγω αποτέφρωσης ή τήξης των WEEE που περιέχουν βαρέα μέταλλα και αλογωνούχες ουσίες. Αυτό είναι ιδιαίτερης σημασίας για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν εφαρμόζονται ή δεν ισχύουν τα αντιστοίχως θεσπισθέντα αυστηρά πρότυπα εκπομπής όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση των χυτηρίων μετάλλων.

[13] COM(1998) 558 τελικό.

[14] ΕΕ L 192, 7.7.1989.

[15] ΕΕ L 203, 15.7.1989.

Δέον να σημειωθεί ότι τα WEEE περιέχουν σοβαρές ποσότητες PVC [16]. Υπάρχουν σοβαρές αποδείξεις που υποστηρίζουν την άποψη ότι το PVC δεν προσφέρεται για αποτέφρωση, ιδίως σε σχέση με την ποσότητα και τον επικίνδυνο χαρακτήρα των παραγόμενων καυσαερίων κατά την αποτέφρωση [17]. Επιπλέον, οι απώλειες πλαστικοποιητών, και ειδικά των φθαλικών ενώσεων, κατά την υγειονομική ταφή του PVC αναγνωρίζεται ευρύτατα ότι ενδέχεται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον [18]. Επιβάλλεται επίσης να σημειωθεί ότι ανακυκλώνονται σήμερα [19] πολύ μικρές ποσότητες αποβλήτου PVC, ιδίως στα WEEE.

[16] Σύμφωνα προς τον κ. Rohr, Umwelt Wirschaftsforum, αριθ. 1, 1992, το PVC ανέρχεται σε ποσοστό που υπερβαίνει το 20% των πλαστικών υλικών που χρησιμοποιούνται στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

[17] Περιβαλλοντικές πτυχές του PVC (Κοπεγχάγη 1996), Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος της Δανίας, έκφραση θέσεων της Ολλανδίας για το PVC (Χάγη 1997), Υπουργείο Στέγασης, Χωροταξικού Σχεδιασμού και Περιβάλλοντος. Οι επιπτώσεις του PVC στην ποιότητα και την επικινδυνότητα των καταλοίπων από τα καυσαέρια αποτέφρωσης, μελέτη για την ΓΔ ENV, Bertin Technologies, 2000.

[18] Η συμπεριφορά του PVC κατά την υγειονομική ταφή, μελέτη για την ΓΔ ENV, Argus σε συνδυασμό με το πανεπιστήμιο Rotstock, 1999.

[19] Prognos, Μελέτη για την ΓΔ XI, Μηχανική ανακύκλωση αποβλήτων που περιέχουν PVC, Ιανουάριος 2000.

Εκτός των ατμοσφαιρικών εκπομπών, δύο άλλα θέματα που σχετίζονται με την αποτέφρωση των WEEE είναι ιδιαίτερης σημασίας. Αυτό αφορά τόσο τις εγκαταστάσεις που συμμορφώνονται προς τις διατάξεις της πρότασης οδηγίας του Συμβουλίου για την αποτέφρωση αποβλήτων όσο για τις εγκαταστάσεις που δεν ανταποκρίνονται προς τις ως άνω διατάξεις.

(1) Από πειραματικές δοκιμές [20] αποκαλύφθηκε ότι κοινές συσκευές όπως οι τηλεοπτικοί δέκτες παράγουν αρνητική ενέργεια καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αποτέφρωσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ενεργειακής απώλειας λόγω της τροφοδοσίας με μέταλλο - για παράδειγμα λυχνίες καθοδικών ακτίνων - στις εγκαταστάσεις καύσης υπολογίστηκε ότι ανέρχεται σε -400 kj/kg.

[20] Έκθεση του κου C. Voϋte, υπευθύνου υπαλλήλου για την ανακύκλωση και τον έλεγχο των αποβλήτων, Όμιλος Λονδίνου, σχετικά με την «Ανακύκλωση ηλεκτρικών/ηλεκτρονικών προϊόντων στη Γερμανία» στο Συμβούλιο Βιομηχανίας με θέμα την ανακύκλωση των ειδών ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ICER).

(2) Η είσοδος μικρών ποσοτήτων WEEE σε εγκαταστάσεις καύσης έχει ως αποτέλεσμα υψηλές συγκεντρώσεις μετάλλων, συμπεριλαμβανομένων των βαρέων μετάλλων, στη σκωρία, τα παραγόμενα καυσαέρια ή τα κατάλοιπα στους ηθμούς. [21] Σύμφωνα με τη μελέτη "Modelmatige analyse van integraal verbranden van klein chemisch afval en klein wit- en bruingoed" [22] σχεδόν όλη η τέφρα που παράγεται στην Ολλανδία (ήτοι περίπου 600.000 τόνοι κατά το 1995) καταλήγει στον τομέα των οδικών κατασκευών όπου χρησιμοποιείται ως συμπληρωματικό υλικό. Προκειμένου να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο ασφαλή για το περιβάλλον, η τέφρα επιβάλλεται να ανταποκρίνεται σε φυσικές και τεχνικές προδιαγραφές, ιδίως μάλιστα σχετικά με την έκπλυση. Ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποτελεί αντικείμενο ειδικού καθαρισμού η τέφρα που περιέχει ορισμένες συγκεντρώσεις μετάλλων μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο ως κατασκευαστικό υλικό εφόσον ανταποκρίνεται σε συμπληρωματικές περιβαλλοντικές απαιτήσεις. Έχει υπολογισθεί ότι εάν έπαυε η αποτέφρωση μικρών λευκών και φαιών ειδών μαζί με τα υπόλοιπα απόβλητα το περιεχόμενο σε χαλκό, μόλυβδο, νικέλιο και άλλα μέταλλα θα μπορούσε να περιοριστεί σε τέτοιο βαθμό ώστε η τελική τέφρα να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που ισχύουν για την έκπλυση στην Ολλανδία.

[21] Αναφέρεται χαρακτηριστικά ως παράδειγμα ότι τα μικρά WEEE αποτελούν την πηγή του 40% του χαλκού που περιέχεται στην τελική τέφρα από την καύση στερεών αστικών αποβλήτων (σύγκρινε με το κείμενο Modelmatige analyse van integraal verbranden van klein chemisch afval en klein wit- en bruingoed (Ολλανδία 1996), έκθεση TNO voor VROM/DGM (Directie Afvalstoffen)). Ένα από τα κύρια προβλήματα που συνδέεται με την αυξημένη περιεκτικότητα σε χαλκό στη σκωρία των εγκαταστάσεων καύσης είναι η δυσκολία ανάκτησης της συγκεκριμένης σκωρίας ως δευτερογενούς οικοδομικού υλικού κατά τρόπο φιλικό για το περιβάλλον. Περισσότερα δεδομένα σχετικά με το περιεχόμενο σε βαρέα μέταλλα της σκωρίας, των καυσαερίων, των καταλοίπων στους ηθμούς και της αερομεταφερόμενης τέφρας αναφέρονται στο κείμενο "Messung der Gόter- und Stoffbilanz einer Mόllverbrennungsanlage" (Βιέννη 1994), Umweltbundesamt και MA 22.

[22] Ολλανδία 1996, έκθεση TNO voor VROM/DGM (Directie Afvalstoffen).

4.1.2. Υγειονομική ταφή των WEEE

Λόγω της ποικιλίας των επιμέρους ουσιών που περιέχονται στα WEEE, παρατηρούνται αρνητικές επιπτώσεις για το περιβάλλον κατά την υγειονομική ταφή των αποβλήτων αυτών. Σοβαρές επιπτώσεις θα μπορούσαν να αποφευχθούν στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα WEEE διοχετεύονται σε ελεγχόμενους χώρους υγειονομικής ταφής που ανταποκρίνονται σε επαρκή τεχνικά πρότυπα για το περιβάλλον. Εντούτοις δεδομένου ότι κανένας χώρος υγειονομικής ταφής δεν είναι εντελώς υδατοστεγής καθ' όλη τη διάρκεια ζωής του δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο μερικής απόπλυσης μετάλλων και χημικών ουσιών. Εξυπακούεται ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις είναι ουσιαστικά σοβαρότερες στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα WEEE διοχετεύονται σε μη ελεγχόμενους τόπους υγειονομικής ταφής, φαινόμενο που εξακολουθεί να παρατηρείται σε μεγάλο βαθμό σε ορισμένα από τα κράτη μέλη [23] και στις περισσότερες από τις χώρες που είναι υποψήφια μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης [24].

[23] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο συνολικός αριθμός χώρων υγειονομικής ταφής στην Ελλάδα που ανέρχεται σε 5.000. Υπολογίζεται ότι περίπου 70% των ως άνω χώρων υγειονομικής ταφής δεν είναι υπό έλεγχο (διάσκεψη για τον προγραμματισμό της διαχείρισης των αποβλήτων, Ελλάδα 16-17 Ιανουαρίου 1997). Στην Πορτογαλία ο αριθμός των μη ελεγχόμενων χώρων υγειονομικής ταφής ανέρχεται περίπου σε 300 (διάσκεψη για τον προγραμματισμό της διαχείρισης των αποβλήτων, Πορτογαλία 23-24 Ιανουαρίου 1997).

[24] Η εξέταση της αντίστοιχης νομοθεσίας αποκάλυψε ότι σχεδόν όλοι οι χώροι υγειονομικής ταφής δεν αποτελούν αντικείμενο ελέγχου δίχως να υπάρχουν τεχνικές προβλέψεις για την αποφυγή της έκπλυσης επικινδύνων ουσιών στα υπόγεια ύδατα ή τις ατμοσφαιρικές εκπομπές.

Οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την υγειονομική ταφή των WEEE οφείλονται στην ποικιλία των επιμέρους ουσιών που περιέχουν. Τα κύρια προβλήματα εν προκειμένω είναι η απόπλυση και η εξαέρωση των επικινδύνων ουσιών. Απόπλυση του υδραργύρου παρατηρείται κατά την καταστροφή ορισμένων ηλεκτρονικών συσκευών, όπως οι διακόπτες των κυκλωμάτων. Το ίδιο ισχύει για τα PCB από πυκνωτές. Κατά την υγειονομική ταφή πλαστικών υλικών με βρωμιούχους επιβραδυντές φλόγας ή πλαστικών υλικών που περιέχουν κάδμιο, υπάρχει το ενδεχόμενο να καταλήξουν στο έδαφος και τα υπόγεια ύδατα πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρες (PBDE) και κάδμιο. Έχει αποδειχθεί ότι σοβαρές ποσότητες ιόντων μολύβδου διαλύονται από θραύσματα υάλου που περιέχουν μόλυβδο, όπως στην περίπτωση των κώνων των λυχνιών καθοδικών ακτίνων, από όξινα υπόγεια ύδατα που συχνά απαντούν στους χώρους υγειονομικής ταφής. Ως εκ τούτου θεωρείται πιθανή η ρύπανση από το γυαλί κώνων λυχνιών στους χώρους υγειονομικής ταφής [25].

[25] Περιβαλλοντικές συνέπειες της αποτέφρωσης και της υγειονομικής ταφής των αποβλήτων από είδη ηλεκτρ(ον)ικού εξοπλισμού (Κοπεγχάγη 1995), Βόρειο Συμβούλιο Υπουργών.

Ειδικά προβλήματα δεν δημιουργεί μόνο η έκπλυση του υδραργύρου. Προκαλεί επίσης προβληματισμό η εξαέρωση μεταλλικού υδραργύρου και διμεθυλενοϋδραργύρου, που εμφανίζονται στα WEEE,. Επιπλέον είναι δυνατόν να προκληθούν ανεξέλεγκτες πυρκαϊές στους χώρους υγειονομικής ταφής. Εξ αιτίας των πυρκαϊών αυτών μπορεί να παρατηρηθούν εκπομπές τόσο μεταλλικών όσο και άλλων χημικών ουσιών, όπως οι ιδιαζόντως τοξικές διοξίνες και τα φουράνια, περιλαμβανομένων της τετραχλωροδιβενζοδιοξίνης (TCDD) και των πολυχλωρο και πολυβρωμοδιοξινών και φουρανίων (PCDD, PBDD και PCDF) από αλογονούχα επιβραδυντικά φλόγας και πυκνωτές που είναι δυνατόν να περιέχουν PCB.

4.1.3. Ανακύκλωση των WEEE

Ένας από τους κύριους στόχους της παρούσας πρωτοβουλίας είναι να αυξηθεί η ανακύκλωση των WEEE. Εν γένει η αναβάθμιση της ανακύκλωσης εξοικονομεί πόρους και δυναμικό διάθεσης, ιδιαίτερα μάλιστα σε ό,τι αφορά τις υγειονομικές ταφές. Παρά τις θετικές επιπτώσεις, η διαδικασία ανάκτησης ενδέχεται να επιδεινώσει την περιβαλλοντική ρύπανση εφόσον τα απόβλητα δεν αποτελέσουν αντικείμενο της δέουσας προεργασίας.

Παράγονται διοξίνες και φουράνια κατά την ανακύκλωση του μεταλλικού περιεχομένου των WEEE, όπου περιέχονται επίσης αλογονούχα πλαστικά [26]. Αλογονωμένες ενώσεις που περιέχονται στα WEEE, και ιδίως οι βρωμιούχοι επιβραδυντές φλόγας, προκαλούν επίσης προβλήματα κατά την εξώθηση των πλαστικών, που αποτελεί τμήμα της ανακύκλωσης των πλαστικών. [27] Λόγω του κινδύνου παραγωγής διοξινών και φουρανίων, οι φορείς ανακύκλωσης συνήθως δεν ανακυκλώνουν πλαστικά που έχουν υποστεί επεξεργασία για καθυστέρηση φλόγας από WEEE [28]. Δεδομένου ότι δεν χαρακτηρίζονται δεόντως τα πλαστικά τα οποία περιέχουν επιβραδυντές φλόγας και δεδομένου ότι εξ ορισμού είναι δυσχερής η διάκριση μεταξύ πλαστικών επιβραδυντών φλόγας από τα συνήθη πλαστικά οι περισσότεροι από τους φορείς ανακύκλωσης δεν υποβάλλουν σε επεξεργασία κανένα από τα πλαστικά υλικά που προέρχονται από WEEE [29].

[26] Ως παράδειγμα αναφέρεται η περίπτωση της ανάκτησης μετάλλων στην μονάδα Brixlegg/Αυστρία ("Σύγκριση των επιπέδων PCDD/PCDF στο έδαφος, το γρασίδι, το γάλα αγελάδος, το αίμα ανθρώπου και τις βελόνες ερυθρελάτης σε περιοχή που παρατηρείται ρύπανση από PCDD/PCDF λόγω εκπομπών από εγκατάσταση ανάκτησης μετάλλων" Riss, Hagenmaier, Chemosphere, τόμος. 21, αριθ. 12, σ. 1451-1456, 1990).

[27] Βλ. "Formation of Polybrominated Dibenzofurans (PBDF's) and -Dioxins (PBDD's) (σχηματισμός πολυβρωμοδιβενζοφουρανίων και διοξινών) κατά την παραγωγή με εξώθηση φθαλικών πολυβουτυλαιθέρων (PBTP)/ Ανάμιξη ρητίνης ινώδους υάλου με δεκαδιβρωμοδιφαινυλαιθέρα (DBDPE)/Sb2O3. ανάλυση προϊόντων και χώρων εργασίας" Brenner, Knies, BASF 1986.

[28] Σύμφωνα με την έκθεση «Βρωμιούχοι επιβραδυντές φλόγας, ανάλυση της ροής ουσιών και αποτίμηση εναλλακτικών δυνατοτήτων" της υπηρεσίας προστασίας του περιβάλλοντος της Δανίας (1999) δεν λαμβάνει χώρα ουδεμία ανακυκλωτική δραστηριότητα για τα υλικά που περιέχουν βρωμιούχους επιβραδυντές φλόγας.

[29] Συγκρίνατε το παράδειγμα που αναφέρεται στη σελίδα 18 της έκθεσης του κου C. Voϋte, υπαλλήλου που ασχολείται με την ανακύκλωση και τον έλεγχο των αποβλήτων, Όμιλος Λονδίνου, σχετικά με την «Ανακύκλωση ηλεκτρικών/ηλεκτρονικών προϊόντων στη Γερμανία» στο Συμβούλιο Βιομηχανίας με θέμα την ανακύκλωση των ειδών ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ICER).

Τα περιβαλλοντικά προβλήματα κατά την ανακύκλωση WEEE δεν συνδέονται με τις αλογονωμένες ουσίες. Ορισμένες επικίνδυνες εκπομπές στην ατμόσφαιρα είναι επίσης αποτέλεσμα της ανακύκλωσης των WEEE που περιέχουν βαρέα μέταλλα, όπως ο μόλυβδος και το κάδμιο. [30] Οι εκπομπές αυτές είναι δυνατόν να μειωθούν ουσιαστικά με την υποκατάσταση των αντιστοίχων υλικών από λιγότερο ρυπογόνες ουσίες στα νέα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού και εξασφαλίζοντας τη δέουσα προεπεξεργασία των WEEE. Άλλο πρόβλημα με τα βαρέα μέταλλα και τις αλογονωμένες ουσίες στα WEEE που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο επεξεργασίας, επισημαίνεται κατά την διαδικασία τεμαχισμού. Δεδομένου ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα WEEE τεμαχίζονται δίχως να προηγηθεί η δέουσα αποσυναρμολόγηση, επικίνδυνες ουσίες όπως τα PCB τα οποία περιέχονται στους πυκνωτές, μπορεί να διαχυθούν στα ανακτηθέντα μέταλλα και τα απόβλητα τεμαχισμού. [31]

[30] Η περίπτωση του φορέα ανακύκλωσης χαλκού στο Brixlegg της Αυστρίας είναι καλώς τεκμηριωμένη και βεβαιώνει την κατάσταση αυτή (συγκρίνατε "Montanwerke Brixlegg - Wirkungen auf die Umwelt". Umweltbundesamt, Monographien Bd. 25, Βιέννη, Ιούνιος 1990).

[31] Λόγω του ότι δεν προηγείται ορθή αποσυναρμολόγηση των WEEE, τα απόβλητα από τον τεμαχισμό των λευκών ειδών χαρακτηρίζονται από υψηλή συγκέντρωση μολύβδου η οποία κυμαίνεται μεταξύ 940 και 9400 mg/kg. Περίπου 95% του PCB που περιέχεται σε πυκνωτές (617.500 mg/kg) καταλήγει στον κονιορτό τεμαχισμού. Ως εκ τούτου, ο μολυσμένος κονιορτός πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επικίνδυνο απόβλητο. Συγκριτικά προς την αποτέφρωση συνήθων αποβλήτων, η αποτέφρωση επικίνδυνων αποβλήτων αποτελεί δαπανηρή διαδικασία. Ως εκ τούτου η ρύπανση των αποβλήτων τεμαχισμού με PCB συνεπάγεται τεράστια αύξηση των δαπανών.

4.2. Θέματα πόρων

Μέσω της σημερινής διαχείρισης των WEEE απορρίπτονται και χάνονται υλικά που είναι πολύτιμα για τις μελλοντικές γενιές. Παράλληλά με την απώλεια των πόρων, προβληματισμό προκαλεί η ουσιαστική ρύπανση του περιβάλλοντος λόγω των εξορυκτικών δραστηριοτήτων. Είναι αδύνατον να παρασχεθούν ακριβή αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις επιπτώσεις που έχει για το περιβάλλον η εξόρυξη όλων των υλικών που περιέχονται στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Αυτό εξαρτάται κατά πολύ από την εκάστοτε τοποθεσία και περιφέρεια στην οποία αναπτύσσεται η εξορυκτική δραστηριότητα για τα υλικά αυτά. Ωστόσο, οι διαδικασίες που οδηγούν στην εξόρυξη αναλόγων μετάλλων και οι γενικές επιπτώσεις τους στο περιβάλλον είναι απολύτως γνωστές και τεκμηριωμένες [32]

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

[32] Malley "Schwergewicht" c't 1997, Heft 5, σ. 170.

4.3. Η αρχή της ευθύνης του παραγωγού

Η αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει ορίζεται στο άρθρο 174 της συνθήκης ΕΚ. Η ιδέα πίσω από την αρχή αυτή είναι να καταστούν υπεύθυνα τα άτομα που ευθύνονται για τη ρύπανση στο περιβάλλον και τα οποία έχουν τη δυνατότητα να βελτιώσουν την κατάσταση αυτή. Οι παραγωγοί των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού σχεδιάζουν το προϊόν, και ως εκ τούτου καθορίζουν τις προδιαγραφές του και επιλέγουν τα αντίστοιχα υλικά. Μόνο οι παραγωγοί μπορούν να αναπτύξουν προσεγγίσεις για το σχεδιασμό και την παραγωγή των προϊόντων τους κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή διάρκεια ζωής του προϊόντος και στη φάση πλέον απόρριψης αυτού, η καλύτερη δυνατή ανάκτηση και διάθεση.

Επί του παρόντος μετά βίας υφίστανται οικονομικά κίνητρα ώστε ο παραγωγός να λαμβάνει δεόντως υπόψη τη διαχείριση των αποβλήτων, ιδίως μάλιστα τα θέματα ανακύκλωσης, κατά το στάδιο του σχεδιασμού. Εν προκειμένω, οι παραγωγοί που έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις στο σχεδιασμό και την ανακύκλωση διαμαρτύρονται σχετικά με την έλλειψη χρηματοοικονομικών κινήτρων για τη διατήρηση συγκεκριμένης πολιτικής προϊόντων. Συνεπεία τούτου υπάρχει ο κίνδυνος να διακοπούν ανάλογες ενέργειες. Ως εκ τούτου, η πρόταση για τα WEEE επιδιώκει να διευρυνθεί ο ρόλος που παραδοσιακά διαδραματίζουν οι παραγωγοί καθιστώντας αυτούς υπεύθυνους για τη διαχείριση των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών προϊόντων στο τέλος της ζωής τους. Η δημιουργία σχέσης σύνδεσης μεταξύ παραγωγών και διαχείρισης αποβλήτων συμβάλλει στην αναβάθμιση του σχεδιασμού των προϊόντων προκειμένου να διευκολυνθεί η ανακύκλωση και η διάθεση αυτών μετά την ολοκλήρωση του κύκλου ζωής τους. Οι εξειδικευμένοι φορείς ανακύκλωσης επιβεβαιώνουν την ιδιαίτερη σημασία που έχει η βελτίωση του σχεδιασμού για την ανακύκλωση των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

Προκειμένου να μειωθεί το κόστος που θα επιβαρύνει τους παραγωγούς λόγω διαχείρισης των αποβλήτων από προϊόντα που διοχετεύονται στην αγορά πριν τεθεί σε ισχύ (ιστορικά απόβλητα) το παρόν κείμενο νομοθετικού περιεχομένου, προβλέπεται μεταβατική περίοδος διάρκειας πέντε ετών αφής στιγμής τεθεί σε ισχύ η παρούσα οδηγία. Ενώ οι προβληματισμοί των περισσοτέρων τομέων της βιομηχανίας ηλεκτρονικών θα καλυφθούν από τη συγκεκριμένη μεταβατική περίοδο, οι παραγωγοί προϊόντων με μεγαλύτερο χρόνο ζωής ενδέχεται να χρειαστούν περαιτέρω αρωγή προκειμένου να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των ιστορικών αποβλήτων. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη υπό την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, διατηρούν τη δυνατότητα να επιτρέπουν στους παραγωγούς να καλύπτουν τις ως άνω δαπάνες μέσω εμφανούς και καθορισμένης εισφοράς που να επιβαρύνει την τιμή των νέων προϊόντων.

Για τα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού εξωοικιακής χρήσης, η χρηματοδότηση της διαχείρισης των αποβλήτων πρέπει να αποφασίζεται μεταξύ του παραγωγού και του χρήστη κατά τον χρόνο αγοράς. Η προσέγγιση αυτή ευθυγραμμίζεται προς τη συνήθη επιχειρηματική πρακτική.

5. Νομοθεσία για τις επικίνδυνες ουσίες

5.1. Πολιτικοί προβληματισμοί

Σύμφωνα με την ανακοίνωση για την αναθεώρηση της κοινοτικής στρατηγικής σε ό,τι αφορά τη διαχείριση αποβλήτων από το 1996, η πρόταση οδηγίας σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού προβλέπει μείωση της περιεκτικότητας των WEEE σε ορισμένα επικίνδυνα υλικά, συμπεριλαμβανομένου του μολύβδου, του υδραργύρου, του καδμίου, του εξασθενούς χρωμίου, των πολυβρωμοδιφαινυλίων (PBB) και των πολυβρωμοδυφαινυλαιθέρων (PBDE). Από την άποψη αυτή, η πρόταση ακολουθεί τις αρχές της υφιστάμενης κοινοτικής νομοθεσίας για τα απόβλητα, η οποία ήδη περιείχε περιορισμούς σχετικά με την διάθεση στην αγορά επικινδύνων ουσιών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα απαντούν στην οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 94/62/ΕΚ για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας [33] και στην οδηγία του Συμβουλίου 91/157/ΕΟΚ για τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία της Επιτροπής 98/101/ΕΚ για την προσαρμογή της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ [34] στην τεχνική πρόοδο.

[33] ΕΕ L 365, 31.12.1994, σ. 10.

[34] ΕΕ L 1, 5.1.1999, σ. 1.

Διάφορα προβλήματα που σχετίζονται με το περιβάλλον και την υγεία συνδέονται με την τρέχουσα διαχείριση των WEEE και θα μπορούσαν να μειωθούν απομακρύνοντας τα απόβλητα αυτά από τους τόπους υγειονομικής ταφής και τις εγκαταστάσεις αποτέφρωσης. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί καθιερώνοντας χωριστά προγράμματα συλλογής, επεξεργασίας και ανάκτησης για τα WEEE. Ωστόσο στο παρόν στάδιο είναι αβέβαιο πότε θα επιτευχθούν οι ρυθμοί συλλογής για ουσιαστικό τμήμα των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού τα οποία διοχετεύονται στην αγορά. Εν τω μεταξύ, θα εξακολουθήσουν να καταλήγουν στις συνήθεις διαδικασίες διάθεσης ιδίως τα μικρά WEEE. Επιπλέον ακόμη και εάν τα WEEE συλλέγονταν χωριστά και υποβάλλονταν στις διαδικασίες ανακύκλωσης, το περιεχόμενό τους σε επικίνδυνες ουσίες, θα δημιουργούσε κινδύνους για την υγεία και το περιβάλλον. Ως εκ τούτου, η υποκατάσταση των ουσιών αυτών, που είναι οι πλέον προβληματικές κατά το στάδιο της διαχείρισης των αποβλήτων, είναι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος προκειμένου να εξασφαλιστεί η ουσιαστική μείωση των κινδύνων για την υγεία και το περιβάλλον, που οφείλονται στις ουσίες αυτές. Ωστόσο, στις περιπτώσεις για τις οποίες η υποκατάσταση αυτή κρίνεται ανέφικτη λόγω της έλλειψης καταλλήλων εναλλακτικών λύσεων, θα πρέπει να προβλέπονται δυνατότητες εξαιρέσεων από τις απαιτήσεις υποκατάστασης. Οι εξαιρέσεις αυτές θα πρέπει να αναφέρονται σε παράρτημα της οδηγίας για τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού και να τροποποιούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα με γνώμονα την τεχνική πρόοδο και τα νέα επιστημονικά δεδομένα.

Η στρατηγική της υποκατάστασης των ουσιών βασίζεται στις πλέον πρόσφατες επιστημονικές γνώσεις, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα ειδικά προβλήματα, που δημιουργούν οι ουσίες αυτές στη συγκεκριμένη κατηγορία αποβλήτων. Οι εν λόγω ουσίες αυτές είναι καλώς γνωστές και έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο σειράς μέτρων ελέγχου τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, οι επιστημονικές εργασίες με θέμα τις ουσίες αυτές συνεχίζονται ενώ εξακολουθούν να εκτελούνται ιδίως γενικές εκτιμήσεις κινδύνων δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 793/93 για το κάδμιο και τρεις τύπους PBDE. Μολονότι από τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι σήμερα, χάρη στις ως άνω μελέτες αξιολόγησης κινδύνων, δεν προκύπτουν λόγοι οι οποίοι να συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι τα μέτρα που προβλέπει η παρούσα πρόταση είναι υπερβολικά, επιβάλλεται να εξακολουθήσει η εξέταση των επιστημονικών και άλλων εργασιών και, εφόσον είναι απαραίτητο, η πρόταση αυτή θα πρέπει να προσαρμοστεί σύμφωνα με τα συμπεράσματα αναλόγων εργασιών.

5.2. Κίνδυνοι που οφείλονται στις ουσίες στόχους

Μόλυβδος

Ο μόλυβδος δύναται να προκαλέσει βλάβη τόσο στο κεντρικό όσο και στο περιφερικό νευρικό σύστημα του ανθρώπου. Έχουν επίσης παρατηρηθεί επιπτώσεις στο ενδοκρινολογικό σύστημα. Επιπλέον ο μόλυβδος μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο κυκλοφοριακό σύστημα και τα νεφρά. Ο μόλυβδος συσσωρεύεται στο περιβάλλον και έχει υψηλής τοξικότητας και χρόνιες επιπτώσεις στα φυτά, τα ζώα και τους μικροοργανισμούς [35].

[35] Σύγκριση βάσει της μονογραφίας μείωσης των κινδύνων αριθ. 1 για το μόλυβδο - ιστορικό υπόβαθρο και πείρα σε εθνικό επίπεδο σχετικά με τη μείωση των αντιστοίχων κινδύνων, ΟΟΣΑ Παρίσι 1993.

Βάσει της οδηγίας του Συμβουλίου 67/548/ΕΟΚ για την ταξινόμηση, τη συσκευασία και την επισήμανση των επικινδύνων ουσιών όπως τροποποιήθηκε [36] οι ενώσεις μολύβδου ταξινομούνται στις κατηγορίες:

[36] ΕΕ L 196, 16.8.1967, σ. 1.

- R20/22 Βλαβερό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως.

- R33 Κίνδυνος αθροιστικών επιδράσεων.

Είναι δύσκολο να προβλεφθεί η σχετική σημασία οιασδήποτε επιμέρους πηγής έκθεσης δεδομένου ότι ποικίλει ανάλογα με τη γεωγραφική θέση, το κλίμα και την τοπική γεωχημεία. Εν πάσει περιπτώσει ο μόλυβδος που απαντά σε χώρους υγειονομικής ταφής προέρχεται κατά 40% από ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης. Ο κύριος προβληματισμός σε ό,τι αφορά την παρουσία του μολύβδου στους χώρους υγειονομικής ταφής είναι η πιθανότητα να ρυπανθούν τα αποθέματα ποσίμου ύδατος λόγω έκπλυσης.

Κάδμιο

Οι ενώσεις του καδμίου έχουν ταξινομηθεί στις τοξικές ενώσεις που υπάρχει κίνδυνος να έχουν μόνιμες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία. Το κάδμιο και οι ενώσεις του καδμίου συγκεντρώνονται στο ανθρώπινο σώμα, ιδίως τα νεφρά είναι δυνατόν να προκαλέσουν βλάβες με την πάροδο του χρόνου. Το κάδμιο απορροφείται με την αναπνοή αλλά επίσης από τα τρόφιμα. Λόγω της μεγάλης περιόδου ζωής (30 έτη) το κάδμιο μπορεί εύκολα να συσσωρευτεί σε ποσότητες που προκαλούν συμπτώματα δηλητηρίασης. Σε περίπτωση παρατεταμένης έκθεσης στο χλωριούχο κάδμιο είναι δυνατόν να προκληθούν καρκίνοι. Υπάρχουν κίνδυνοι σωρευτικών επιπτώσεων στο περιβάλλον λόγω της οξείας και χρόνιας τοξικότητας του καδμίου. [37]

[37] Οι πληροφορίες αυτές βασίζονται στις εξής δημοσιεύσεις: the risk reduction monograph no 5, CADMIUM, Background and national experience with reducing risk (ΟΟΣΑ/GD894) 97; Health effects of cadmium exposure-a review of the literature and a risk estimate (Lars Jδrup and others) Scand J. Work Environ Health 98; Environmental impacts of cadmium, Gerrit H. Vonkeman 1995; Cadmium in Sweden-environmental risks, Helena Parkman και άλλοι 1997 και άλλες έρευνες για το εν λόγω θέμα.

Βάσει της οδηγίας του Συμβουλίου 67/548/ΕΟΚ για την ταξινόμηση, τη συσκευασία και την επισήμανση των επικινδύνων ουσιών οι ενώσεις καδμίου ταξινομούνται στις κατηγορίες:

- R23/25 Βλαβερό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως.

- R33 Κίνδυνος αθροιστικών επιδράσεων.

- R40 Πιθανοί κίνδυνοι μονίμων επιδράσεων.

Υδράργυρος

Ο ανόργανος υδράργυρος που διαχέεται στο νερό μετατρέπεται σε μεθυλιωμένο υδράργυρο στα ιζήματα. Ο μεθυλιωμένος υδράργυρος μπορεί εύκολα να συσσωρευθεί στα έμβια όντα και συγκεντρώνεται μέσω της τροφικής αλυσίδας δια των ιχθύων. Ο μεθυλιωμένος υδράργυρος έχει χρόνιες επιπτώσεις και προκαλεί βλάβη του εγκεφάλου.

Βάσει της οδηγίας του Συμβουλίου 67/548/ΕΟΚ για την ταξινόμηση, τη συσκευασία και την επισήμανση των επικινδύνων ουσιών οι ενώσεις υδραργύρου ταξινομούνται στις κατηγορίες:

- R23/24/25 Βλαβερό όταν εισπνέεται, σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως.

- R33 Κίνδυνος αθροιστικών επιδράσεων.

Βάσει της οδηγίας του Συμβουλίου 67/548/ΕΟΚ για την ταξινόμηση, τη συσκευασία και την επισήμανση των επικινδύνων ουσιών τα αλκύλια του υδραργύρου και οι ενώσεις υδραργύρου ταξινομούνται στις κατηγορίες:

- R26/27/28 Πολύ τοξικό όταν εισπνέεται, σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως.

- R33 Κίνδυνος αθροιστικών επιδράσεων.

Υπολογίζεται ότι το 22% του ετησίως καταναλούμενου ανά την υφήλιο υδραργύρου χρησιμοποιείται σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

Εξασθενές χρώμιο (Χρώμιο VI)

Το χρώμιο VI διέρχεται εύκολα από τις κυτταρικές μεμβράνες με αποτέλεσμα να απορροφάται εύκολα και προκαλεί διάφορες τοξικές επιπτώσεις στα κύτταρα. Ως εκ τούτου το χρώμιο VI θεωρείται σημαντικός κίνδυνος για το περιβάλλον στις βιομηχανικές χώρες. Επιπλέον το εξασθενές χρώμιο προκαλεί έντονες αλλεργικές αντιδράσεις. Μικρές συγκεντρώσεις χρωμίου VI στο περιβάλλον μπορεί να οδηγήσουν στην αύξηση των αλλεργιών. Η ασθματική βρογχίτιδα είναι αλλεργική αντίδραση που σχετίζεται με το χρώμιο VI. Το χρώμιο VI θεωρείται επίσης γονιδιοτοξικό, και είναι πιθανόν να βλάπτει το DNA.

Επιπλέον οι ενώσεις του εξασθενούς χρωμίου θεωρούνται τοξικές για το περιβάλλον.

Σε ό,τι αφορά την ενδεχόμενη έκθεση, το εξασθενές χρώμιο που περιέχεται στα απόβλητα μπορεί εύκολα να εκλυθεί από τους χώρους υγειονομικής ταφής που δεν είναι δεόντως σφραγισμένοι. Κατά την αποτέφρωση αποβλήτων που έχουν ρυπανθεί με χρώμιο VI το μέταλλο εξαερώνεται μέσω της αερομεταφερόμενης τέφρας. Το χρώμιο VI στην αερομεταφερόμενη τέφρα είναι ευδιάλυτο. Οι επιστήμονες συμφωνούν ότι τα απόβλητα που περιέχουν χρώμιο δεν θα πρέπει να αποτεφρώνονται.

Βρωμιούχα επιβραδυντικά φλόγας

Τα βρωμιούχα επιβραδυντικά φλόγας χρησιμοποιούνται τακτικά πλέον κατά το σχεδιασμό ηλεκτρονικών προϊόντων ως μέσο πυροπροστασίας. Κυρίως απαντούν σε τέσσερις εφαρμογές: στις πλακέτες εντύπων κυκλωμάτων, σε κατασκευαστικά στοιχεία όπως οι διατάξεις σύνδεσης, σε πλαστικά καλύμματα και σε καλώδια. Τα 5-, 8- και 10-BDE (βρωμιούχα επιβραδυντικά φλόγας) κυρίως χρησιμοποιούνται στις πλακέτες εντύπων κυκλωμάτων, σε πλαστικά καλύμματα των τηλεοράσεων και σε οικιακές συσκευές κουζίνας.

Ένας από τους κύριους στόχους της παρούσας οδηγίας είναι να απομακρυνθούν τα WEEE από τις διαδικασίες διάθεσης και να αυξηθεί ο βαθμός ανακύκλωσής τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα πλαστικά, που αποτελούν το 20% των WEEE. Ένα από τα κύρια εμπόδια σε ό,τι αφορά την ανακύκλωση του συγκεκριμένου κλάσματος είναι ο κίνδυνος σχηματισμού διοξινών και φουρανίων από ορισμένα βρωμιούχα επιβραδυντικά φλόγας κατά την ανακύκλωση των αντιστοίχων πλαστικών. Έχει ιδίως αποδειχθεί ότι οι πολυβρωμοδυφαινυλαιθέρες (PBDE) σχηματίζουν τα τοξικά πολυβρωμοδιβενζοφουράνια (PBDF) και τις πολυβρωμοδιβενζοδιοξίονες (PBDD) κατά τη διαδικασία εξώθησης, που αποτελεί συγκεκριμένο στάδιο της όλης διαδικασίας ανακύκλωσης των πλαστικών. Συνεπεία τούτου, η γερμανική βιομηχανία σταμάτησε να παράγει τις ως άνω χημικές ουσίες από το 1986 [38].

[38] Βλ. "Formation of Polybrominated Dibenzofurans (PBDF's) and -Dioxins (PBDD's) during extrusion production of a Polybutyleneterephtalate (PBTP)/Glassfibre resin blended with Decabromodiphenylether (DBDPE)/Sb2O3; product and workplace analysis" Brenner, Knies, BASF 1986. Επιπλέον πληροφορίες στο κείμενο "Polybrominated Diphenyl Ethers in the Swedish Environment", Ulla Sellstrφm, Στοκχόλμη 1996.

Επιπλέον, διαπιστώθηκαν υψηλές συγκεντρώσεις PBDE στο αίμα εργαζομένων στις εγκαταστάσεις ανακύκλωσης [39]. Διάφορες επιστημονικές παρατηρήσεις συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι τα PBDE ενδέχεται να δρουν ως ενδοκρινικοί διαταράκτες.

[39] Flame retardant exposure - Polybrominated diphenyl ethers (PBDEs) in blood from Swedish workers, Sjφdin et al. Στοκχόλμη 1999.

Από την ανίχνευση πολυβρωμοδιφαινυλίων (PBB) στις αρκτικές φώκιες προκύπτει ότι οι ουσίες αυτές έχουν ευρεία πλέον γεωγραφική διάδοση. Κύριοι σταθμοί των δρομολογίων των PBB από τις σημειακές πηγές στο υδάτινο περιβάλλον αποτελούν οι περιοχές όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις PBB και οι σκουπιδότοποι. Τα PBB είναι ως επί το πλείστον αδιάλυτα στο νερό και απαντούν πρωτίστως στα ιζήματα λιμνών και ποταμών που έχουν υποστεί ρύπανση. Τα ΡΒΒ διαπιστώθηκε ότι είναι 200 φορές πιο ευδιάλυτα σε αποπλυντικά αποβλήτων από ό,τι σε αποσταγμένο νερό. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ευρύτερη διάδοσή τους στο περιβάλλον. Μετά από την έκπλυσή τους στο περιβάλλον τα ΡΒΒ μπορεί να καταλήξουν στην τροφική αλυσίδα, όπου και συγκεντρώνονται. Τα ΡΒΒ έχουν ανιχνευθεί σε ψάρια πολλών περιοχών. Η ανάλωση ψαριών είναι μια από τις πηγές μεταφοράς ΡΒΒ στα θηλαστικά και τα πτηνά. Δεν έχει παρατηρηθεί πρόσληψη ΡΒΒ εκ μέρους των φυτών ούτε υποβάθμιση των φυτών λόγω αυτών των ουσιών. Αντίθετα τα ΡΒΒ απορροφούνται εύκολα από τα ζώα και μολονότι έχει αποδειχθεί ότι είναι λίαν δυσαποδόμητα στους ζωικούς οργανισμούς, έχουν επίσης ανιχνευθεί και μεταβολίτες ΡΒΒ [40].

[40] Πληροφορίες και συστάσεις από τη μονογραφία risk reduction monograph αριθ. 3, selected brominated flame retardants - Background and national experience with reducing risk, ΟΟΣΑ Παρίσι 1994.

6. Θέματα εσωτερικής αγοράς - Η κατάσταση στα κράτη μέλη

6.1. Η κατάσταση στα κράτη μέλη

Βάσει των περιβαλλοντικών προβλημάτων που σχετίζονται με τη διαχείριση των WEEE, τα κράτη μέλη άρχισαν να διατυπώνουν αντίστοιχα εθνικά νομοσχέδια. Η Ολλανδία, η Δανία, η Σουηδία, η Αυστρία, το Βέλγιο και η Ιταλία έχουν ήδη εκπονήσει νομοθεσία για τα WEEE. Η Φινλανδία και η Γερμανία αναμένεται να το πράξουν σύντομα. Τα κράτη μέλη τα οποία μέχρι στιγμής δεν έχουν διατυπώσει προτάσεις εθνικής νομοθεσίας σχετικά με το θέμα αυτό, έχουν εντούτοις εκφράσει την ανησυχία τους επειδή δεν υφίσταται εναρμονισμένη εθνική νομοθεσία για τη συγκεκριμένη κατηγορία αποβλήτων στο πλαίσιο των επιμέρους διαβουλεύσεων που προηγήθηκαν της παρούσας πρωτοβουλίας.

Από τα μέσα του 1990 η Αυστρία διαθέτει νομοθεσία σχετικά με την επιστροφή ή την ανάκτηση λαμπτήρων και λευκών ειδών. Αρχικά τα συστήματα ανάκτησης για αμφότερες τις ομάδες προϊόντων χρηματοδοτήθηκαν μέσω εισφοράς που επιβάρυνε την τιμή των νέων προϊόντων. Λόγω των ανταγωνιστικής υστέρησης των καταστημάτων λιανικής διάθεσης λευκών ειδών στην Aυστρία συγκριτικά προς τους ανταγωνιστές στη Γερμανία και την Ιταλία, καθιερώθηκε εισφορά κατά την ολοκλήρωση του κύκλου ζωής των προϊόντων αυτών και μειώθηκε αντιστοίχως η τιμή των προϊόντων. Σχέδιο διατάγματος για την συνολική κατηγορία των WEEE-δημοσιεύτικε τον Mάρτιο του 1994, όμως ο σχετικός διάλογος διακόπηκε ενόψει της θέσης σε ισχύ της αντίστοιχης νομοθεσίας της ΕΕ.

Ο κανονισμός που καλύπτει τα φαιά και τα λευκά είδη στην Φλαμανδική περιφέρεια του Βελγίου εγκρίθηκε το 1998. Οι κατασκευαστές, οι εισαγωγείς, οι φορείς διανομής και λιανικής διάθεσης υποχρεώνονται να δέχονται επιστροφές δωρεάν κάθε λευκού και φαιού είδους καθώς και κάθε είδους εξοπλισμού που σχετίζεται με την τεχνολογία της πληροφορίας. Οι στόχοι ανακύκλωσης για τα σιδηρούχα και μη σιδηρούχα μέταλλα καθώς και τα πλαστικά περιλαμβάνονται στον κανονισμό αυτόν.

Σύμφωνα με σχετικό διάταγμα, από τον Ιανουάριο του 1999 οι τοπικές αρχές στην Δανία είναι αρμόδιες για τη συλλογή και την ανάκτηση των φαιών και των λευκών ειδών, των ειδών εξοπλισμού που σχετίζονται με την τεχνολογία της πληροφορίας και της τηλεπικοινωνίας, τα είδη εξοπλισμού παρακολούθησης, τα είδη εξοπλισμού ιατρικής και εργαστηριακής χρήσης καθώς και τα υπόλοιπα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το σχήμα αυτό, οι τελικοί χρήστες επιβαρύνονται μέσω των τοπικών φόρων ή της συλλογής ειδικών εισφορών.

Στη Γερμανία διάταγμα σχετικά με την επιστροφή και την ανακύκλωση των WEEE βρίσκεται στα τελικά στάδια της νομοθετικής διαδικασίας. Το σχέδιο προβλέπει την ευθύνη των τοπικών κοινοτήτων σε ό,τι αφορά τη συλλογή των WEEE καθώς και την ευθύνη των παραγωγών σε ό,τι αφορά την επεξεργασία ανάκτηση και διάθεση των αποβλήτων αυτών.

Ιταλικό διάταγμα για τη διαχείριση των αποβλήτων που εξεδόθη το Δεκέμβριο του 1997 προβλέπει υποχρεώσεις επιστροφής και ανάκτησης για πολλά διαρκή αγαθά οικιακής χρήσης, όπως τα λευκά είδη, οι τηλεοράσεις και ορισμένα είδη εξοπλισμού που σχετίζονται με την τεχνολογία της πληροφορίας βάσει συμφωνιών με τους αντίστοιχους βιομηχανικούς κλάδους θα συγκροτηθεί σε εθνικό επίπεδο δίκτυο κέντρων συλλογής και εγκαταστάσεων ανάκτησης. Οι τελικοί χρήστες έχουν υποχρέωση να παραδίδουν τα είδη αντίστοιχα είδη εξοπλισμού σε εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους ή σε δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς διαχείρισης αποβλήτων.

Την 1η Ιουνίου 1998 τέθηκε σε ισχύ στην Ολλανδία κανονισμός ο οποίος καθιερώνει κανόνες επιστροφής και επεξεργασίας για τα λευκά και φαιά είδη μετά από τη χρήση τους. Σύμφωνα με τις διατάξεις που οι καταναλωτές δύνανται να επιστρέφουν τα WEEE άνευ επιβάρυνσης στον προμηθευτή ή στις τοπικές αρχές. Εν συνεχεία οι κατασκευαστές και οι εισαγωγείς έχουν την υποχρέωση να μεριμνήσουν για την επεξεργασία των εν λόγω ειδών. Η υγειονομική ταφή ή αποτέφρωση των WEEE που συλλέγονται χωριστά απαγορεύεται.

Τον Απρίλιο του 2000 η Σουηδία ενέκρινε το διάταγμα για τα WEEE βάσει του οποίου επιτρέπεται στους καταναλωτές να επιστρέφουν τα απόβλητα αυτά στους φορείς λιανικής διάθεσης ή τα δημοτικά σημεία συλλογής. Το κόστος της ανακύκλωσης επιβαρύνει είτε τις τοπικές κοινότητες είτε τους κατασκευαστές. Δεν επιτρέπεται η υγειονομική ταφή, αποτέφρωση ή ο τεμαχισμός των WEEE δίχως να προηγηθεί επεξεργασία εκ μέρους πιστοποιημένου φορέα. Το διάταγμα αυτό αναμένεται να τεθεί σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2001.

Yφίστανται πολλά παραδείγματα κανονιστικής ρύθμισης για τα προϊόντα που περιέχουν μόλυβδο ή για ιδιαίτερες χρήσεις μολύβδου [41] όπως:

[41] Συγκρίνατε Lead risk management activities in OECD Member Countries (1993-1998), OΟΣΑ, Παρίσι 2000.

- Στην Αυστρία έχουν επιβληθεί περιορισμοί σε ό,τι αφορά την περιεκτικότητα σε μόλυβδο των λιπασμάτων, καθώς και σε ό,τι αφορά τη χρήση λυματολάσπης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η περιεκτικότητά της ή του εδάφους σε βαρέα μέταλλα υπερβαίνει ορισμένα όρια. Ανάλογο διάταγμα εγκρίθηκε στη Φινλανδία. Η γερμανική κυβέρνηση έχει επίσης διατυπώσει σχέδιο αναλόγου διατάγματος.

- Στη Δανία, εξετάζεται κανονισμός για τα προϊόντα που περιέχουν μόλυβδο. Το σχέδιο του κανονισμού προβλέπει καθολική απαγόρευση (με ορισμένες εξαιρέσεις) της πώλησης προϊόντων που περιέχουν μολυβδούχες ουσίες. Απαγορεύεται επίσης η πώληση συγκεκριμένων προϊόντων που περιέχουν μόλυβδο.

- Στη Σουηδία, έχουν αναληφθεί πρωτοβουλίες για τη σταδιακή εξάλειψη της χρήσης του μολύβδου σε πολλά προϊόντα συμπεριλαμβανομένων των καλωδίων, των συγκολλητικών κραμάτων, των λαμπτήρων, των λυχνίων καθοδικών ακτίνων και των τροπίδων.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα νομοθετημάτων για άλλα βαρέα μέταλλα αποτελεί το διάταγμα που εξεδόθη στην Ολλανδία το 1999 σχετικά με το κάδμιο βάση του οποίου απαγορεύεται η χρήση του καδμίου σε χρωστικές, χρώματα, σταθεροποιητές και επιχρίσματα. Ανάλογο διάταγμα ενεκρίθη εκ μέρους της αυστριακής κυβέρνησης το 1993. Στην Aυστρία περιορίζεται η περιεκτικότητα σε υδράργυρο των λαμπτήρων σε 15 mg ανά λαμπτήρα. Το 1998 η Ολλανδία άρχισε τη σταδιακή εξάλειψη όλων των προϊόντων που περιέχουν υδράργυρο.

Η εθνική επιθεώρηση χημικών ουσιών της Σουηδίας πρότεινε την απαγόρευση των PBDE και PBB. Η πρόταση αυτή εξετάζεται επί του παρόντος από τη σουηδική κυβέρνηση ενώ στην Aυστρία έχει ήδη καταργηθεί από το 1993 η χρήση της ουσίας PBB. Ουσιαστικά απαγορεύεται και η χρήση της ουσίας PBDE στην Γερμανία δεδομένου ότι απαγορεύεται η υπέρβαση ορισμένων οριακών τιμών για τα βρωμοκυάνια και τις βρωμοδιοξίνες σύμφωνα με το εθνικό διάταγμα απαγόρευσης χρήσης ορισμένων χημικών ουσιών. Αυτό ισοδυναμεί με αυτοδέσμευση της γερμανικής βιομηχανίας χημικών το 1989 για τη διακοπή της χρήσης των PBDE.

6.2. Η εσωτερική αγορά

Σε ό,τι αφορά την εσωτερική αγορά εντοπίζονται κυρίως τρία προβλήματα λόγω των εθνικών προσεγγίσεων περί διαχείρισης των WEEE:

* Διαφορετικές διεθνικές εφαρμογές της αρχής της ευθύνης του παραγωγού που ενδέχεται να οδηγήσουν σε ουσιαστικές διαφορές των οικονομικών επιβαρύνσεων για τους φορείς οικονομικής εκμετάλλευσης.

* Η παρουσία διαφορετικών εθνικών πολιτικών διαχείρισης ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που ολοκληρώνουν τον κύκλο ζωής τους ενδέχεται να παρεμποδίσει την αποτελεσματικότητα των εθνικών πολιτικών ανακύκλωσης, δεδομένου ότι θα ήταν δυνατόν να παρατηρηθεί διαμεθοριακή διακίνηση των WEEE προς τα προσιτότερα οικονομικώς συστήματα διαχείρισης αποβλήτων.

* Αποκλίνοντα πρότυπα σχετικά με το «σχεδιασμό για την ανακύκλωση», συμπεριλαμβανομένης της σταδιακής εξάλειψης ειδικών ουσιών, θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στο εμπόριο των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

Λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στα κράτη μέλη, είναι απαραίτητο να διευκρινισθούν οι περιβαλλοντικοί στόχοι και οι αρμοδιότητες των επί μέρους παραγόντων που σχετίζεται με τη διαχείριση των WEEE σε κοινοτικό επίπεδο.

7. Διεθνείς εξελίξεις και θέματα εμπορίου

7.1. Διεθνείς εξελίξεις

Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OΟΣΑ) εξετάζει την έννοια της διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού (EPR) ως πολιτικό μέσο για την ελαχιστοποίηση των αποβλήτων. Κατά το 2000 ο ΟΟΣΑ προτίθεται να δημοσιεύσει καθοδηγητικού χαρακτήρα έγγραφο που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση στις κυβερνήσεις που επιθυμούν να εφαρμόσουν την EPR. Στο πλαίσιο αυτό, τα WEEE έχουν χαρακτηριστεί ως ένας από τους τομείς στους οποίους πρέπει να αποδοθεί προτεραιότητα κατά την ανάληψη δράσης.

Εκτός από το προαιρετικού χαρακτήρα σύστημα «διευρυμένης ευθύνης για το προϊόν» δεν εξετάζεται το ενδεχόμενο ανάληψης νομοθετικής δράσης για τα απόβλητα από τα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού σε ομοσπονδιακό επίπεδο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντιθέτως, διάφορες από τις πολιτείες των ΗΠΑ έχουν πλέον απαγορεύσει τη διάθεση με υγειονομική ταφή των λευκών ειδών και των ειδών που περιέχουν λυχνίες καθοδικών ακτίνων, προβλέποντας και την εκ των προτέρων καταβολή εισφοράς για τη διάθεση που επιβαρύνει τα νέα προϊόντα.

Το Ιαπωνικό Κοινοβούλιο (Δίαιτα) ενέκρινε τον Μάιο του 1998 νομοσχέδιο για την ανακύκλωση των οικιακών ηλεκτρικών συσκευών. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο νομοθέτημα οι φορείς λιανικής διάθεσης έχουν την υποχρέωση να συλλέγουν τις τηλεοράσεις, τα ψυγεία, τα πλυντήρια και τις συσκευές κλιματισμού από τους καταναλωτές. Τα αντικείμενα αυτά θα πρέπει να μεταφέρονται εν συνεχεία στους παραγωγούς που είναι υπεύθυνοι για την περαιτέρω επεξεργασία. Όσον αφορά την ανακύκλωση, οι φορείς λιανικής διάθεσης και οι κατασκευαστές επιφορτίζονται με τη συλλογή των απαραίτητων εισφορών για την κάλυψη του κόστους της ανακύκλωσης των απόβλήτων. Ανάλογο διάταγμα εγκρίθηκε στην Ταϊβάν. Το συγκεκριμένο διάταγμα ετέθη σε ισχύ την 1η Mαρτίου 1998.

Στη Σουηδία ετέθη σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1998 διάταγμα για την επιστροφή και τη διάθεση των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών. Στην Noρβηγία εγκρίθηκε τον Μάρτιο του 1998 διάταγμα για την επιστροφή, συλλογή ανακύκλωση και διάθεση απορριπτόμενων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού .

7.2. Εμπορικά θέματα

Η προτεινόμενη οδηγία θα ισχύσει ενιαία για όλα τα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που κυκλοφορούν στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξαρτήτως του τόπου κατασκευής τους. Τα προτεινόμενα μέτρα είναι απαραίτητα προκειμένου να εξασφαλιστεί η πραγμάτωση των στόχων των οδηγιών. Όσον αφορά την οδηγία για τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, μολονότι διάφορα προβλήματα υγείας και περιβάλλοντος που συνδέονται με την τρέχουσα διαχείριση των WEEE θα ήταν δυνατόν να περιορισθούν απομακρύνοντας τα απόβλητα αυτά από τους χώρους υγειονομικής ταφής και τις εγκαταστάσεις αποτέφρωσης, είναι ασαφές πότε θα ήταν δυνατόν να επιτευχθούν οι προβλεπόμενοι ρυθμοί συλλογής για ουσιαστικό τμήμα των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών εξοπλισμού που διοχετεύονται στην αγορά. Εν των μεταξύ θα εξακολουθήσουν να καταλήγουν στις συνήθεις διαδικασίες διάθεσης ιδίως τα μικρά WEEE. Επιπλέον ακόμη και εάν τα WEEE συλλέγονταν χωριστά και υποβάλλονταν σε διαδικασίες ανακύκλωσης, το περιεχόμενό τους σε επικίνδυνες ουσίες θα δημιουργούσε κινδύνους για την υγεία και το περιβάλλον. Ως εκ τούτου, η υποκατάσταση των ουσιών αυτών, οι οποίες θεωρούνται ως οι πλέον προβληματικές κατά το στάδιο της διαχείρισης των αποβλήτων, είναι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος προκειμένου να εξασφαλιστεί η ουσιαστική μείωση των κινδύνων για την υγεία και το περιβάλλον, που σχετίζονται με τις ουσίες αυτές. Με βάση τα ανωτέρω, η απαίτηση υποκατάστασης που ορίζει το άρθρο 4 της πρότασης οδηγίας σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού μπορεί να θεωρηθεί ως το καλύτερο δυνατό μέσον αντιμετώπισης των επιπτώσεων στην υγεία και το περιβάλλον που οφείλονται σε ουσίες που η επιστήμη θεωρεί επικίνδυνες. Επιπλέον όλα τα μέτρα στην προτεινόμενη οδηγία έχουν διαμορφωθεί κατά τρόπο που να ανταποκρίνονται στις διεθνείς υποχρεώσεις και να ελαχιστοποιούν τις πιθανές επιπτώσεις στο εμπόριο. Ελήφθη δεόντως υπόψη η ανάγκη να αποφευχθούν οι περιττοί φραγμοί του εμπορίου. Αυτό υπολογίστηκε ιδιαίτερα κατά τον ορισμό των διαδικασιών εφαρμογής της απαγόρευσης ουσιών και ιδίως σε ό,τι αφορά τον καθορισμό προθεσμιών (2008), προβλέποντας κατάλογο εξαιρέσεων και τη δυνατότητα παρεκκλίσεων υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (ρήτρα επανεξέτασης). Επιπλέον εξασφαλίζεται ότι οι ως άνω παρεκκλίσεις επανεξετάζονται με γνώμονα την τεχνική πρόοδο και τα νέα επιστημονικά δεδομένα.

8. Νομικό υπόβαθρο

Tα περισσότερα από τα μέτρα που ορίζει η οδηγία για τα WEEE εστιάζονταν στη βελτίωση της διαχείρισης των WEEE. Ως εκ τούτου η παρούσα οδηγία στηρίζεται στο άρθρο 175 της συνθήκης EΚ. Στόχος της οδηγίας σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού είναι να επιτευχθεί η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σε ό,τι αφορά τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Ως εκ τούτου νομικό υπόβαθρο για το συγκεκριμένο μέτρο αποτελεί το άρθρο 95 της συνθήκης ΕΚ.

9. Εικουρικότητα και αναλογικότητα

9.1. Επικουρικότητα

Τα μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος καθώς και τα μέτρα που έχουν επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά εμπίπτουν τόσο στην αρμοδιότητα της Επιτροπής όσο και των κρατών μελών. Τα μέτρα για τα WEEE συνιστούν σαφές παράδειγμα επιμερισμένης αρμοδιότητας. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας (άρθρο 5 της συνθήκης) η Κοινότητα αναλαμβάνει δράση, σε τομείς που δεν εμπίπτουν στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, μόνο εφόσον και στο μέτρο που οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά σε επίπεδο κρατών μελών και είναι, κατά συνέπεια δυνατόν λόγω της κλίμακας ή των επιπτώσεων της προτεινόμενης δράσης. να επιτευχθούν ικανοποιητικότερα από την Κοινότητα:

* Η ρύπανση που προκαλείται λόγω της διαχείρισης των WEEE είναι διαμεθοριακού χαρακτήρα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη ρύπανση του αέρα ή του νερού συνεπεία της αποτέφρωσης, της υγειονομικής ταφής ή της εσφαλμένης ανακύκλωσης των WEEE

* Για διάφορα τμήματα των WEEE η ανακύκλωση κρίνεται οικονομικώς βιώσιμη μόνο εφόσον η επεξεργασία αφορά μεγάλες ποσότητες αποβλήτων. Λαμβάνοντας υπόψη την αρχή των οικονομιών κλίμακας, ελάχιστες κεντρικές εγκαταστάσεις στην Ευρώπη θα ασχοληθούν με την επεξεργασία των αποβλήτων αυτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επικρατούσας κατάστασης αποτελούν οι λυχνίες καθοδικών ακτίνων. Προκειμένου να εξασφαλιστούν επαρκείς ποσότητες αυτού του είδους προς επεξεργασία απαιτείται η συλλογή WEEE σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες

* Οι χωριστές εθνικές προσεγγίσεις σε ό,τι αφορά τα WEEE, ιδίως σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης των επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, οδηγούν σε διάφορα προβλήματα για την εσωτερική αγορά ωs αναφέρεται στο κεφάλαιο «η εσωτερική αγορά». Tα προβλήματα αυτά είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν μόνο με τη λήψη κοινοτικών μέτρων.

Κατά το σχεδιασμό συστημάτων συλλογής, επεξεργασίας και χρηματοδότησης της διαχείρισης των WEEE, επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη οι επικρατούσες συνθήκες σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Η παρούσα πρωτοβουλία εξασφαλίζει επαρκή ευελιξία στα κράτη μέλη προκειμένου να λάβουν υπόψη τα ως άνω θέματα. Η προτεινόμενη κοινοτική νομοθεσία περιορίζεται στη θέσπιση των βασικών αρχών της διαχείρισης και της χρηματοδότησης καθώς και την καθιέρωση σε κοινοτικό επίπεδο των αρχών που είναι απαραίτητες προκειμένου να αποφευχθεί η στρέβλωση της εσωτερικής αγοράς. Παράλληλα ενσωματώθηκαν στην πρόταση οδηγίας, που βασίζεται στο άρθρο 95 της συνθήκης ΕΚ, οι περιορισμοί σχετικά με τη χρήση των επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

9.2. Αναλογικότητα

Αμφότερες οι προτάσεις εστιάζονται αποκλειστικά και μόνο σε καθοριστικής σημασίας στοιχεία των δράσεων που θα πρέπει να αναληφθούν για τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, π.χ. για την πρόληψη, τη συλλογή, την επεξεργασία, την ανάκτηση και τη χρηματοδότηση. Επιπλέον, τοιουτοτρόπως καθιερώνονται μόνο οι υποχρεώσεις που είναι απαραίτητες για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

Διατυπώθηκε η άποψη ότι η υποκατάσταση των επικινδύνων ουσιών σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ενδέχεται να είναι περιττή δεδομένου ότι τα WEEE συλλέγονται χωριστά, και ως εκ τούτου απομακρύνονται από την κατηγορία των γενικών αποβλήτων και αποτελούν αντικείμενο χωριστής επεξεργασίας. Ωστόσο, διάφοροι υπολογισμοί της ποιότητας των WEEE υποδηλώνουν ότι ο «ήπιος» στόχος συλλογής των 4 kg ανά κάτοικο, ως ορίζεται στο άρθρο 5 της πρότασης, αποτελεί μόλις το 25% των συνολικώς παραγόμενων WEEE ετησίως. Μολονότι η καταλληλότητα του προαναφερθέντος στόχου επιβεβαιώθηκε από την πείρα κατά την εφαρμογή της ολλανδικής νομοθεσίας για τα WEEE, δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί κατά πόσον τα υπόλοιπα κράτη μέλη θα είναι σε θέση να επιτύχουν τον ως άνω στόχο συλλογής μεσοπρόθεσμα. Ως εκ τούτου, η υποκατάσταση των επικινδύνων ουσιών, ως ορίζει το άρθρο 4 της πρότασης για τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, είναι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος μείωσης της παρουσίας των ουσιών αυτών στις διάφορες κατηγορίες αποβλήτων.

Έχει αποδειχθεί ότι η επιφόρτιση των παραγωγών με την οικονομική αρμοδιότητα για την επεξεργασία, ανάκτηση και διάθεση των WEEE συνιστά σημαντικό κίνητρο για τη βελτίωση του σχεδιασμού των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, κατά τρόπο που να λαμβάνονται υπόψη διάφορα θέματα διαχείρισης αποβλήτων. Αντίθετα προς αυτό, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η επιφόρτιση των παραγωγών με τη συλλογή των WEEE οικιακής χρήσης θα είχε επιπτώσεις στο σχεδιασμό των συγκεκριμένων ειδών. Ως εκ τούτου, η ευθύνη των παραγωγών περιορίζεται στην ουσιαστική επεξεργασία, ανάκτηση και διάθεση των αποβλήτων αυτών. Για πρακτικούς λόγους οι παραγωγοί υποχρεούνται να παραλαμβάνουν τα απόβλητα από καθορισμένα σημεία συλλογής.

10. Η συνέπεια προς τις υπόλοιπες κοινοτικές πολιτικές

Οι στόχοι της πρότασης ευθυγραμμίζονται πλήρως προς τις απαιτήσεις της συνθήκης για την περιβαλλοντική προστασία και τα δικαιώματα των καταναλωτών ενώ παράλληλα συμβάλλουν στην εξάλειψη των φραγμών που παρεμποδίζουν την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων και υπηρεσιών καθώς και η εξάλειψη και η πρόληψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Όσον αφορά την κοινοτική πολιτική διαχείρισης αποβλήτων, η παρούσα πρωτοβουλία συμπληρώνει τη νομοθεσία σχετικά με τη διάθεση των αποβλήτων (ήγουν σχετικά με την υγειονομική ταφή και την αποτέφρωση των αποβλήτων) καθώς επίσης και την νομοθεσία για συγκεκριμένες κατηγορίες αποβλήτων, όπως τα ηλεκτρικά στοιχεία.

Υγειονομική ταφή των αποβλήτων

Η οδηγία 1999/31/ΕΚ σχετικά με την υγειονομική ταφή των αποβλήτων προβλέπει ότι επιτρέπεται η υγειονομική ταφή μόνο των αποβλήτων που έχουν υποστεί τη δέουσα επεξεργασία. Η συμπλήρωση της οδηγίας περί υγειονομικής ταφής με τον ορισμό των συγκεκριμένων απαιτήσεων όσον αφορά την επεξεργασία των WEEE εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας πρωτοβουλίας

Αποτέφρωση των αποβλήτων

Τα απόβλητα που καταλήγουν στις εγκαταστάσεις αποτέφρωσης θα πρέπει να υφίστανται προεπεξεργασία για διάφορους λόγους. Όλα τα απόβλητα από τη διαδικασία αποτέφρωσης, συμπεριλαμβανομένων των σκωριών, της αεροφερόμενης τέφρας και των διηθημάτων χρησιμοποιούνται σε άλλες διαδικασίες, για παράδειγμα ως οικοδομικά υλικά. Η ανακτησιμότητα αναλόγων καταλοίπων εξαρτάται από το περιεχόμενό τους σε (βαρέα) μέταλλα και συνδέεται με την ποιότητα των υλικών που υπόκεινται αποτέφρωση. Ως εκ τούτου, διαδικασίες επεξεργασίας ανάλογες προς τις προβλεπόμενες στην παρούσα πρωτοβουλία συμβάλλουν στη μείωση της περιεκτικότητας σε διάφορα μέταλλα στα αντίστοιχα κατάλοιπα. Επιπλέον τόσο οι επενδύσεις όσο και το κόστος λειτουργίας για τον καθαρισμό των καυσαερίων είναι δυνατόν να μειωθούν εφόσον τα αποτεφρούμενα απόβλητα περιέχουν λιγότερα βαρέα μέταλλα ή αλογονούχες ουσίες.

Ηλεκτρικά στοιχεία

Σημαντικό τμήμα των βαρέων μετάλλων, όπως ο μόλυβδος και το κάδμιο, στα αστικά απόβλητα προέρχεται από τα ηλεκτρικά στοιχεία. Ως εκ τούτου η οδηγία 91/157/ΕΟΚ για τα ηλεκτρικά στοιχεία και τους συσσωρευτές που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες [42] επιβάλλει τη συλλογή αναλόγων ηλεκτρικών στοιχείων. Ωστόσο έως και 90% των ηλεκτρικών στοιχείων που χρησιμοποιούν οι καταναλωτές είναι ενσωματωμένα στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού από τα οποία και δεν αφαιρούνται πριν την τελική διάθεση εκ μέρους του καταναλωτή του αντιστοίχου είδους εξοπλισμού, με αποτέλεσμα η χωριστή συλλογή των συγκεκριμένων ειδών εξοπλισμού - όπως προβλέπει η πρόταση για τα WEEE - να αποτελεί απαραίτητο στοιχείο κάθε προγράμματος για την αποτελεσματική συλλογή ηλεκτρικών στοιχείων.

[42] ΕΕ L 78, 26.3.1991.

Η μεταβολή του κλίματος και η νομοθεσία για τις ουσίες που καταστρέφουν το όζον

Η παρούσα πρόταση αναγνωρίζεται ρητά ως χρήσιμο μέσο μείωσης των εκπομπών αλογονο-φθορανθράκων (HFC) στο πλαίσιο της στρατηγικής που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το Κυότο. Επιπλέον η παρούσα πρόταση συγκεκριμενοποιεί τις γενικές υποχρεώσεις σχετικά με την ανάκτηση αναλωθεισών των ουσιών που αναφέρει ο κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 3093/94 [43] σχετικά με τις ουσίες που καταστρέφουν τη στοιβάδα του όζοντος.

[43] ΕΕ L 333, 22.12.1994.

Η πρωτογενής παραγωγή μετάλλων ευθύνεται για το 10% των εκπομπών του CO2 παγκοσμίως. Ανάλογα με το είδος του μετάλλου είναι δυνατόν να εξοικονομηθεί ποσοστό μεταξύ 70% και 95% της ενέργειας που χρησιμοποιείται για τη πρωτογενή εξόρυξη μετάλλων εφόσον βελτιωθεί η ανακύκλωση. Δεδομένου ότι περισσότερο από 3,5 εκατομμύρια τόνοι μετάλλων περιέχονται στα ετησίως παραγόμενα WEEE, η παρούσα πρόταση συμβάλλει ουσιαστικά στην μείωση του CO2 που κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του Κιότο.

Πολιτική έρευνας

Για πολλά χρόνια το κοινοτικό πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα υποστήριξε δραστηριότητες με στόχο την τόνωση των βιομηχανικών αλλαγών που είναι απαραίτητες για το σχεδιασμό, την παραγωγή και τη χρήση νέας γενεάς ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που να σέβονται περισσότερο το περιβάλλον, σύμφωνα με τους όρους των προτεινομένων οδηγιών. Το πρόγραμμα GROWTH ιδίως, σε συντονισμό με την πρωτοβουλία "CARE" του EUREKA, παρέχει κίνητρα ώστε η βιομηχανία να λαμβάνει σοβαρότερα υπόψη τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των προϊόντων της και να αντιμετωπίζει τα θέματα ανακύκλωσης και μείωσης των αποβλήτων ήδη στο στάδιο του σχεδιασμού. Οι ευρωπαϊκές δράσεις υποστηρίζουν επίσης την υποκατάσταση επιβλαβών ουσιών από λιγότερο τοξικές. Ανάλογες δραστηριότητες καλύπτουν όχι μόνο τα έργα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης αλλά επίσης και τα δίκτυα συντονισμού, τις προσυντονιζόμενες ενέργειες και τις δραστηριότητες επιμόρφωσης.

11. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

11.1. Κόστος υλοποίησης

11.1.1. Χωριστή συλλογή και επαναχρησιμοποίηση /ανακύκλωση

Βάση των διαθέσιμων πληροφοριών [44], το συνολικό καθαρό κόστος [45] της ικανοποίησης των απαιτήσεων συλλογής και επαναχρησιμοποίησης/ανακύκλωσης οικιακών WEEE βάση του προτεινόμενου σχεδίου οδηγίας ενδέχεται να κυμανθεί μεταξύ 500-900 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως για την EΕ15. Οι απαιτήσεις για τα αντίστοιχα είδη εμπορικού εξοπλισμού ενδέχεται, σύμφωνα με χοντρικές εκτιμήσεις, να αυξήσουν κατά 20% τον ως άνω αριθμό. Aπό παρέκταση των δεδομένων από την Ολλανδία, τα οποία συγκεντρώθηκαν από την πρακτική εμπειρία κατά την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας περί WEEE κατά το 1999, προκύπτει ότι το κόστος για τις δημόσιες σχέσεις, τις διαβουλεύσεις, τις γενικές δαπάνες για τα συστήματα συλλογής και ανάκτησης κ.λπ., ανέρχεται περίπου σε 100 εκατομμύρια ευρώ κατά το πρώτο έτος ενώ εν συνεχεία εμφανίζει πτωτικές τάσεις με την πάροδο του χρόνου. Εάν τις δαπάνες αυτές τις επωμισθεί άμεσα ο καταναλωτής, μέσω της τιμής του προϊόντος, η μέση αύξηση της τιμής του προϊόντος θα αυξηθεί και κατά 1% για τα περισσότερα των ηλεκτρ(ον)ικών εμπορευμάτων αλλά θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 2-3% για ορισμένες κατηγορίες προϊόντων, όπως τα ψυγεία, οι τηλεοράσεις και άλλες οθόνες.

[44] Οι κύριες πηγές ενημέρωσης για την αξιολόγηση των δαπανών λόγω χωριστής συλλογής και ανακύκλωσης είναι τα κάτωθι πειραματικά έργα συλλογής και ανακύκλωσης WEEE: Bregenz, Weiz, Flachgau, Apparetour, LEEP, Lower Saxony, RDE, DSD, Swedish Ecocycle Commission, Rhτne-Alpes: πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τους άμεσα ενδιαφερομένους (παραγωγούς, φορείς ανακύκλωσης, κ.λπ.), της μελέτης "Recovery of WEEE: Economic and Environmental Impacts" (Eυρωπαϊκή Επιτροπή 1997) και αποτίμηση του κύκλου ζωής και χρηματοοικονομική ανάλυση του κύκλου ζωής της πρότασης οδηγίας και τα απόβλητα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (UK DTI 1999) και η έκθεση για τις κατηγορίες προτεραιότητας αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ENEA 1995).

[45] Οι δαπάνες συλλογής και ανακύκλωσης μείον τα έσοδα από την πώληση δευτερογενούς υλικού. Ο υπολογισμός βασίζεται σε αριθμητικά δεδομένα που περιλαμβάνουν το επενδυτικό κόστος που κρίνεται απαραίτητο για τους σκοπούς των πειραματικών προγραμμάτων.

Θεωρείται εντούτοις, πιθανό, ότι τα ως άνω υπολογιζόμενα κόστη είναι υπερβολικά επειδή μπορούν να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακος, να αποφευχθούν δαπάνες διάθεσης κ.λπ. [46]. Επιπλέον, τα κόστη αυτά βασίζονται στην υπόθεση ότι τα κράτη μέλη δεν αναλαμβάνουν ίδιες πρωτοβουλίες. Ωστόσο, 10 από τα σημερινά 15 κράτη μέλη έχουν ήδη εφαρμόσει ή προτίθενται να εφαρμόσουν χωριστά προγράμματα συλλογής και ανακύκλωσης για τα WEEE. Ως εκ τούτου, το επιπλέον κόστος που απορρέει από την πρόταση της EΕ θα είναι ουσιαστικά χαμηλότερο από τα προαναφερόμενα αριθμητικά στοιχεία.

[46] Αυτό επιβεβαιώνεται από αρχικά αποτελέσματα σχετικά με την εφαρμογή του διατάγματος για τα WEEE στην Ολλανδία: Τα αρχικά συμβόλαια μεταξύ παραγωγών και φορέων ανακύκλωσης που τελικά συνάφθηκαν κόστισαν το ήμισυ των προβλεπομένων από το πειραματικό έργο Apparetour.

Δαπάνες συλλογής για οικιακά είδη εξοπλισμού

Εάν υποτεθεί ότι η συλλογή ανά κάτοικο ανέρχεται σε 4 kg, η συνολικώς συλλεγόμενη ποσότητα αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού βάσει της οδηγίας θα ανέλθει σε 1,5 εκατομμύρια τόνους. Το μέσο αναφερόμενο κόστος συλλογής κυμαίνεται μεταξύ 200 και 400 ευρώ/τόνο. Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα αυτά, το συνολικό κόστος συλλογής για την ΕΕ 15 αναμένεται ότι θα ανέρχεται μεταξύ 300 και 600 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Ωστόσο είναι πιθανό ότι οι δαπάνες αυτές θα μειωθούν με την πάροδο του χρόνου αφής στιγμής πραγματοποιηθούν οι βασικές επενδύσεις για την υποδομή συλλογής, η οργανωτική μέριμνα έχει βελτιωθεί και η αύξηση της ευαισθητοποίησης των καταναλωτών έχει οδηγήσει σε υψηλότερο βαθμό συλλογής.

Κόστος ανακύκλωσης για είδη εξοπλισμού οικιακής χρήσης

Το κόστος ανακύκλωσης κυμαίνεται ευρέως ανάλογα με το είδος εξοπλισμού. Το κόστος για τα μεγάλα είδη οικιακού εξοπλισμού συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 10 και 80 ευρώ/τόνο. Το κόστος για τα ψυγεία κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 200 και 300 ευρώ/τόνο, για τα είδη εξοπλισμού που περιέχουν οθόνες κυμαίνεται μεταξύ 100 και 800 ευρώ/τόνο και για τα μικρά είδη οικιακού εξοπλισμού μεταξύ 200 και 500 ευρώ/τόνο. Βάσει των επί μέρους πειραματικών έργων και υπό την προϋπόθεση ότι τα απόβλητα αποτελούνται κατά 70% από μεγάλα οικιακά είδη , 15% είδη εξοπλισμού περιέχουν οθόνες και 15% είναι μικρά οικιακά είδη, υπολογίζεται ότι το κόστος ανακύκλωσης προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανταπόκριση προς τις απαιτήσεις της οδηγίας, πρόκειται να κυμανθεί μεταξύ 200 και 300 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως.

Τον ως άνω αρχικό προϋπολογισμό επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα από το σύστημα ανάκτησης της Ολλανδίας για τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Από το 1999, το κόστος ανακύκλωσης ανά εκατομμύριο κατοίκων ανήλθε σε 695,000 [47] ευρώ. Παρεκτεινόμενο στο σύνολο του πληθυσμού της ΕΕ, το ποσό αυτό θα μπορούσε να ανέλθει σε 258 εκατομμύρια ευρώ ετησίως [48].

[47] Μεταφορές, διαλογή, επιστασία και επεξεργασία, ανακοίνωση του υπουργείου περιβάλλοντος της Ολλανδίας.

[48] Tα ως άνω αριθμητικά δεδομένα θα πρέπει ωστόσο, να θεωρηθούν αποκλειστικά και μόνο ενδεικτικά και θα πρέπει να προσαρμοστούν για αναμενόμενες υψηλότερες ποσότητες (τα αριθμητικά δεδομένα από την Ολλανδία αφορούν 2,1 kg WEEE/κάτοικο τα οποία συλλέγονται και επεξεργάζονται εντός του πλαισίου του NVM. Ωστόσο τα εν λόγω 2,1 kg, δεν καλύπτουν τα WEEE εκτός του συστήματος NVMP, π.χ. πώληση μεταχειρισμένων ειδών εξοπλισμού άμεσα από τους δήμους σε τιμές αγοράς), υπό βελτιστοποιημένες συνθήκες συστήματος και λαμβάνοντας υπόψη δαπάνες που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη χώρα.

11.1.2. Μείωση επικίνδυνων ουσιών σε νέα είδη εξοπλισμού

Ήδη σειρά κατασκευαστών έχουν σταδιακά καταργήσει σε διάφορες εφαρμογές το μόλυβδο, τον υδράργυρο, το κάδμιο, το εξασθενές χρώμιο και τα αλογονούχα επιβραδυντικά φλόγας, Aπό αυτό προκύπτει ότι το κόστος για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι αρκετά περιορισμένο

Tο μόνο θέμα που συνεπάγεται ουσιαστικότερες δαπάνες εκ μέρους της βιομηχανίας είναι ο μόλυβδος στα χυτήρια. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Επιτροπής, οι πρόσθετες επιχειρησιακές δαπάνες για τη χρησιμοποίηση χυτηρίων κασσιτέρου υπολογίζεται περίπου σε 150 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Θεωρείται ότι θα είναι σχετικά χαμηλά οι ετήσιες επενδυτικές δαπάνες Βάσει των ανωτέρω, η συνολική αύξηση τιμής αναμένεται ότι θα παραμείνει ιδιαίτερα περιορισμένη για τα περισσότερα προϊόντα (π.χ. 0,0006 έως 0,003 ευρώ ανά τηλέφωνο, 0,003 έως 0,017 ευρώ ανά υπολογιστική μηχανή και 0.03 έως 0.17 ευρώ ανά τηλεόραση). Συμπεραίνεται ότι το θέμα της αντικατάστασης του μολύβδου στα χυτήρια κατά πάσα πιθανότητα είναι μάλλον θέμα τελικής προσαρμογής των εναλλακτικών τεχνολογικών δυνατοτήτων παρά θέμα δαπανών.

11.2. Οφέλη από την προτεινόμενη οδηγία

11.2.1. Χρηματοοικονομικά οφέλη

Από αμιγώς χρηματοοικονομική σκοπιά, τρεις είναι οι κατηγορίες ωφελειών:

* Μπορεί να εξοικονομηθούν δαπάνες παραγωγής για παρθένα υλικά, τα οποία θα αντικατασταθούν από δευτερογενή υλικά. Αυτός είναι ο λόγος για τις ήδη υφιστάμενες δραστηριότητες επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης. Δεδομένου ότι τα δευτερογενή υλικά ανταγωνίζονται τα παρθένα υλικά, η διαφορά τιμής θα καθορίσει ποια πηγή θα χρησιμοποιούν οι παραγωγοί. Αυτό λαμβάνεται ωστόσο ήδη υπόψη στα ως άνω αριθμητικά δεδομένα για τις δαπάνες τα οποία θεωρούνται ως καθαρές δαπάνες.

* Μπορεί να επιτευχθεί εξοικονόμηση δαπανών διάθεσης μέσω της επαναχρησιμοποίησης/ανακύκλωσης αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Εάν υποτεθεί ότι στην πλειονότητά τους τα WEEE θα κατέληγαν σε χώρους υγειονομικής ταφής με υψηλότερες προδιαγραφές από τις σημερινές (και κόστος 50 ευρώ/τόνο), η εξοικονόμηση των δαπανών λόγω της μείωσης των χώρων υγειονομικής ταφής θα ανέρχονταν περίπου σε 50 εκατομμύρια ευρώ για την EΕ15 [49]. Περαιτέρω μειώσεις των χρηματοοικονομικών δαπανών μπορεί να οφείλονται στη μείωση της ποσότητας των επικινδύνων κατασκευαστικών στοιχείων που καταλήγουν στους φορείς τεμαχισμού.

[49] Η ποσότητα αυτή δεν λαμβάνει ωστόσο υπόψη τα εξορυκτικά απόβλητα από τη χρήση παρθένου υλικού που μπορούν να αντικατασταθούν από ανακυκλωμένες ουσίες. Ενδέχεται το δυναμικό υγειονομικής ταφής που απαιτείται για αυτό το είδος αποβλήτων να είναι τουλάχιστον πολλαπλάσιο του αναφερόμενου δυναμικού υγειονομικής ταφής για αστικά απόβλητα που μπορεί να αποφευχθεί χάρη στην πρόταση.

* Τέλος, αναμένεται ότι θα μειωθούν οι δαπάνες επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης μελλοντικά χάρις στον καλύτερο σχεδιασμό νέων ειδών εξοπλισμού μέσω του μηχανισμού της ευθύνης του παραγωγού και προς των μέσων όπως τα σχεδιαστικά πρότυπα και οι γενικές υποχρεώσεις των κρατών μελών υπέρ της ενθάρρυνσης του οικολογικού σχεδιασμού.

11.2.2. Eξωτερικά οφέλη

Ο κύριος λόγος για τη νομοθεσία στον τομέα αυτό είναι η ύπαρξη εξωτερικοτήτων, π.χ. περιβαλλοντικών επιπτώσεων που δεν ενσωματώνονται στην τιμή του προϊόντος και ως επί το πλείστον επιβαρύνουν την κοινωνία με δαπάνες καθαρισμού ή μέσω της υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Μολονότι υπάρχει ευαισθητοποίηση σε ό,τι αφορά τα προβλήματα που σχετίζονται με τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, έχουν πραγματοποιηθεί πολύ περιορισμένες μελέτες για την οικονομική αποτίμηση των εξωτερικοτήτων που σχετίζονται με τις τρέχουσες πρακτικές διαχείρισης αυτών των αποβλήτων [50]. Η έλλειψη ανάλογων αναλύσεων για ένα θέμα που θεωρείται πολιτικά πιεστικό, δεν μπορεί ωστόσο να θεωρηθεί ως λόγος αδράνειας.

[50] Η έλλειψη ποσοτικοποιημένης και συστηματικής ανάλυσης στο έγγραφο αυτό αντανακλά την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην διαχείριση των αποβλήτων ανά την Ευρώπη. Τα επιστημονικά και στατιστικά δεδομένα, σχετικά με τις πορείες της ρύπανσης, της σχέσης απόκρισης στη δόση, την αξία που αποδίδει η κοινωνία στην έλλειψη κινδύνου από ανάλογη ρύπανση κ.λπ. είναι άγνωστα. Ακόμη και δεδομένα σχετικά με τις ποσότητες των αποβλήτων που καταλήγουν σε διάφορες μορφές διάθεσης και οι πλέον προηγμένες διαδικασίες διαχείρισης αποβλήτων δεν διατίθενται για τα περισσότερα από τα κράτη μέλη. Η αξιολόγηση των εξωτερικών επιπτώσεων, μολονότι εννοιολογικά δεν είναι προβληματική καθίσταται αδύνατη λόγω της ελλείψεως βασικών επιστημονικών πληροφοριών.

Tα εξωτερικά οφέλη της χωριστής συλλογής και της ανακύκλωσης

Tα κύρια οφέλη της χωριστής συλλογής και της ανακύκλωσης είναι:

* Η αποφυγή εξωτερικών δαπανών λόγω της πιθανής χρήσης πηγών περιέχονται στα είδη του ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού τα οποία ειδάλλως θα κατέληγαν σε διάθεση (περίπου 6 εκατομμύρια τόνοι ετησίως). Με ρυθμό συλλογής 4 kg ανά κάτοικο, περισσότερο από 1 εκατομμύριο τόνοι υλικού θα μπορούσαν να αποσπασθούν και να επανεισαχθούν στον οικονομικό κύκλο. Είναι δύσκολο να αξιολογηθεί σε ποιο βαθμό απηχεί η τιμή των παρθένων υλικών το πραγματικό κόστος που έχει το γεγονός ότι αναλώνονται οι υπάρχοντες πόροι αντί να διατίθενται για τις μελλοντικές γενεές και /ή να διανέμονται δικαιότερα μεταξύ του πληθυσμού ανά την υφήλιο. Η αειφόρος αξιοποίηση των πόρων είναι, ωστόσο, ένα από τα θέματα που βρίσκεται στο κέντρο της αρχής της αειφόρου ανάπτυξης.

* Η αποφυγή εξωτερικών δαπανών που προκαλούνται από αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον λόγω αποτέφρωσης και /ή υγειονομικής ταφής ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Μετά από την επεξεργασία των συλλεγομένων ειδών εξοπλισμού, μόνο 10-30% του αρχικού βάρους θα διατίθεται τελικά. Tο υπόλοιπο κλάσμα μετά από επεξεργασία (περίπου 100 000 τόνοι) μπορεί να αποστέλλεται σε ειδικευμένες εγκαταστάσεις, και εφόσον είναι απαραίτητο σε εγκαταστάσεις για επικίνδυνα απόβλητα. Κατά τις εισφορές για τα απόβλητα συνήθως δεν γίνεται διάκριση μεταξύ αποβλήτων υλικών που προκαλούν διαφορετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις δεδομένου ότι ως επί το πλείστον βασίζονται στο βάρος ή σε κατ' αποκοπήν ποσοστά. Οι εξωτερικές δαπάνες που προκαλούν οι σημερινές μέθοδοι διαχείρισης αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρικού εξοπλισμού είναι αναμφίβολα υψηλότερες από ό,τι για το μέσο τύπο αποβλήτων, λόγω της περιεκτικότητας των WEEE σε επικίνδυνα υλικά. Τα συγκεκριμένα εξωτερικά κόστη θα ήταν κατά συνέπεια ιδιαίτερα υψηλά για τα ψυγεία τα οποία περιέχουν CFC ή τα είδη εξοπλισμού που περιέχουν λυχνίες καθοδικών ακτίνων.

* Η αποφυγή εξαιρετικών δαπανών λόγω αρνητικών επιπτώσεων στο περιβάλλον από την παραγωγή παρθένων υλικών. Μεταξύ άλλων, η ανακύκλωση των WEEE θεωρείται ότι συμβάλει στην εξοικονόμηση ενέργειας ύψους περίπου 120 εκατ. GJ (που ισοδυναμεί περίπου σε 2,8 εκατ. τόνους πετρελαίου) ετησίως. Υπολογίζεται ότι η εξοικονόμηση ενεργείας μπορεί να ανέλθει σε 60% με 80% χάρη στη χρήση υλικών που ανακυκλώνονται βάσει της παρούσας πρότασης συγκριτικά προς τα χρησιμοποιούμενα παρθένα υλικά [51] (σύγκρινε με το παράρτημα I).

[51] Υπολογισμοί βάσει των: P.R. White, M. Franke, P. Hindle, Integrated Solid Waste Management: A lifecycle inventory, 1995, in: European Commission, Recovery of WEEE: Economic and Environmental Impacts, 1997.

Τα εξωτερικά οφέλη του καλύτερου σχεδιασμού και της μείωσης των επικίνδυνων ουσιών

* Τα αποτελέσματα της ευθύνης των παραγωγών και των άλλων μέτρων που αποσκοπούν στο καλύτερο σχεδιασμό νέων ειδών εξοπλισμού ενδέχεται να μειώσουν όχι μόνο τα χρηματοοικονομικά κόστη επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης αλλά και τις επιπτώσεις που έχει για το περιβάλλον η διαχείριση αποβλήτων αναλόγων ειδών. Είναι ωστόσο δύσκολο να αξιολογηθούν ποσοτικά οι επιπτώσεις αυτές δεδομένου ότι εξαρτώνται από τον σχεδιασμό των εθνικών μέτρων υλοποίησης και την αντίδραση της αγοράς στα συγκεκριμένα μέτρα.

* Οι κίνδυνοι των ουσιών που αποτελούν πρωτίστως αντικείμενο της πρότασης για τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού έχουν ήδη περιγραφεί στο κεφάλαιο 5.2 και το παράρτημα IV. Η έλλειψη εξειδικευμένων γνώσεων για τις πορείες ρύπανσης, τις αποκρίσεις των έμβιων όντων σε συγκεκριμένες δόσεις, τους κινδύνους ενδεχομένων συμβάντων και την αξία την οποία αποδίδει η κοινωνία στην έλλειψη αναλόγων κινδύνων, καθιστά αδύνατη την οικονομική αξιολόγηση των ως άνω εξωτερικοτήτων. Λόγω της εγγενούς τοξικότητας των ουσιών αυτών και του γεγονότος ότι μπορεί να καταλήξουν στο περιβάλλον σε βιοδιαθέσιμη μορφή, θεωρείται ότι οι αντίστοιχοι κίνδυνοι είναι οπωσδήποτε σημαντικοί. Στις περιπτώσεις τις οποίες υφίσταται υποκατάστατα φιλικότερα για το περιβάλλον σε λογική τιμή, η πρόληψη στην πηγή ενδέχεται να είναι προτιμότερη από τις τελικές λύσεις.

11.2.3. Αξιολόγηση και χρηματοοικονομική ανάλυση του κύκλου ζωής

Μελέτη που πραγματοποιήθηκε το 1999 για το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας του Ηνωμένου Βασιλείου εξέτασε ενδελεχώς το περιβαλλοντικό και χρηματοοικονομικό ισοζύγιο των δραστηριοτήτων επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης σύμφωνα με τους προτεινόμενους τρόπους, συμπεριλαμβανομένων των εναλλακτικών δαπανών διάθεσης και παραγωγής παρθένων υλικών [52]. Από τη μελέτη προκύπτει ότι ήδη σήμερα σχετικά υψηλά ποσοστά επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης επιτυγχάνονται για πολλά είδη εξοπλισμού [53]. Οι δραστηριότητες αυτές κατά τα φαινόμενα είναι επικερδείς ακόμη και από απλώς οικονομική σκοπιά. Η κλιμάκωση των αντιστοίχων επιπέδων συνεπάγεται και περιστολή του κόστους. Θα πρέπει να δημιουργηθούν αγορές για τα επαναχρησιμοποιούμενα/ ανακυκλωμένα είδη εξοπλισμού. Ωστόσο η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σενάριο που διαμορφώνεται βάσει των στόχων της πρότασης θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σενάριο αποδοτικής αξιοποίησης του κόστους από οικονομική σκοπιά.

[52] Αποτίμηση του κύκλου ζωής και οικονομική ανάλυση του κύκλου ζωής της πρότασης οδηγίας για τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΗΒ 1999), Ecobalance UK and DMG Consulting ΕΠΕ για το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας του ΗΒ.

[53] Για τα πλυντήρια το ποσοστό ανέρχεται σε 62%, για τους προσωπικούς υπολογιστές σε 60%, για τα τηλέφωνα σε 62%, για τις kettles 58%, για τα ψυγεία 60%, για τις τηλεοράσεις 42,2%.

Η αύξηση της επαναχρησιμοποίησης και της ανακύκλωσης κατά τρόπο που να προσεγγίζονται οι στόχοι της πρότασης για τα WEEE έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων εκτός από τις περιπτώσεις των ψυγείων και των τηλεοράσεων. Ωστόσο η μελέτη δεν επιχειρεί να αξιολογήσει ορισμένες επιπτώσεις που είναι ιδιαίτερης σοβαρότητας όπως η ελευθέρωση στο περιβάλλον CFC από τα ψυγεία και βαρέων μετάλλων από τις οθόνες.

11.3. Μακροοικονομικές επιπτώσεις

Καθοριστικής σημασίας παράγοντας κατά την εξέταση ενδεχόμενων επιπτώσεων αλλαγών στις τιμές των προϊόντων είναι κατά πόσον η ζήτηση για τα εν λόγω προϊόντα είναι ελαστική ή ανελαστική. Από ολλανδική μελέτη [54] για το θέμα αυτό προκύπτει ότι η ζήτηση για ορισμένα ηλεκτρονικά είδη, ιδίως τα μεγάλα λευκά είδη και πολλά φαιά είδη μπορεί να θεωρηθεί ανελαστική (ψυγεία, πλυντήρια, θερμαντικοί καυστήρες, τηλεοράσεις και ηλεκτρονικοί υπολογιστές) δεδομένης της αναμενόμενης μεταβολής των τιμών [55] (1-3%). Με άλλα λόγια μακροπρόθεσμα το επίπεδο των πωλήσεων δεν αναμένεται να επηρεαστεί από το συγκεκριμένο είδος αλλαγής τιμών.

[54] Economische effecten verwijderingsbijdrage wit- en bruingoed (Den Haag 1995), KPMG.

[55] Τα αναφερόμενα ποσοστά αφορούν το άθροισμα του κόστους συλλογής και του κόστους ανάκτησης.

Για ορισμένα άλλα προϊόντα και κυρίως τα καταναλωτικά ηλεκτρονικά είδη όπως οι συσκευές αναπαραγωγής ήχου υψηλής πιστότητας, οι ξυριστικές μηχανές κ.λπ., η ζήτηση ενδέχεται να θεωρηθεί ως εν μέρει ελαστική. Η μέγιστη μείωση της ζήτησης υπολογίζεται σε 1 με 2%, εφόσον υποτεθεί ότι η μέση αύξηση της τιμής θα ανέλθει σε 1%. Αυτές οι επιπτώσεις και το αντίστοιχο έμμεσο κόστος είναι ωστόσο πιθανόν να περιστέλλονται όσο οι οικονομίες κλίμακας και η καινοτομία θα περιορίζουν το κόστος της χωριστής συλλογής και επεξεργασίας των WEEE.

Ως εκ τούτου, το μέτρο αναμένεται να έχει περιορισμένες επιπτώσεις στις τιμές, τον πληθωρισμό, τη συνολική ζήτηση κ.λπ. Οι επιπτώσεις αυτές θεωρούνται εντούτοις μάλλον περιορισμένες.

12. Διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους

Κατά το 1994 και 1995 εκπρόσωποι των κρατών μελών, οι αντίστοιχοι οικονομικοί φορείς εκμετάλλευσης και οι περιβαλλοντικοί μη κυβερνητικοί οργανισμοί συμμετείχαν σε ομάδα εργασίας η οποία εκπόνησε έγγραφο ενημερωτικού χαρακτήρα που περιείχε συστάσεις σχετικά με τη διαχείριση των WEEE. Κατά συνέπεια, όλοι οι ενδιαφερόμενοι συμμετείχαν σε διαβουλεύσεις με θέμα τα έγγραφα διαλόγου που προηγήθηκαν τις παρούσας πρότασης.

Εν γένει, όλα τα κράτη μέλη χαιρετίζουν θετικά την πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σε πολλές περιπτώσεις τα κράτη μέλη εξέφρασαν την άποψη ότι είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί τουλάχιστον νομικά δεσμευτικό πλαίσιο σε κοινοτικό επίπεδο. Όσον αφορά τη συλλογή των WEEE, η πλειοψηφία των κρατών μελών είναι υπέρ ενός συστήματος το οποίο να επιμερίζει τη χρηματοοικονομική και τεχνική ευθύνη μεταξύ των τοπικών κοινοτήτων, των φορέων λιανικής διάθεσης και των παραγωγών. Υπεύθυνοι για την επεξεργασία, την ανάκτηση και τη διάθεση των WEEE θα πρέπει να είναι οι παραγωγοί. Εκφράστηκαν απόψεις υπέρ της ελαστικότητας σε ό,τι αφορά τις τεχνικές λύσεις για οιοδήποτε χρηματοοικονομικό πρόγραμμα σχετικά με τα WEEE.

* Κατά τις διαβουλεύσεις με τη βιομηχανία, υποστηρίχθηκε η εναρμονισμένη ευρωπαϊκή προσέγγιση για τον τομέα των WEEE προκειμένου να αποφευχθούν στρεβλώσεις της εσωτερικής αγοράς. Επιπλέον, οι στόχοι της πρότασης χαιρετίστηκαν θετικά από τη βιομηχανία. Η απαίτηση περί σταδιακής εξάλειψης στην οδηγία για τη διαχείριση των αποβλήτων βάσει του άρθρου 175 της συνθήκης ΕΚ, θεωρήθηκε ακατάλληλη μολονότι ουσιαστικά η ανάγκη ελαχιστοποίησης της χρήσης των αντιστοίχων ουσιών είναι ευρύτερα αποδεκτή. Η βιομηχανία αποδέχθηκε τη συμμετοχή της μέχρι κάποιου σημείου στα στάδιο της ανακύκλωσης των προϊόντων. Στο πλαίσιο αυτό ένα μέρος του κλάδου υποστήριξε ένα διαφανές σύστημα πληρωμών το οποίο δεν θα επηρεάζει τις σχέσεις μεταξύ παραγωγών και διανομέων. Άλλα μέρη του κλάδου εκφράστηκαν υπέρ ανταγωνιστικού συστήματος χρηματοδότησης δίχως επιβάρυνση της τιμής του προϊόντος με διαφανείς εισφορές.

* Τον Ιούνιο του 1999 υποβλήθηκε σχέδιο πρότασης για την οδηγία σχετικά με τα WEEE, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών για ορισμένες επικίνδυνες ουσίες, στην επιτροπή επιχειρηματικών δοκιμών ως πειραματικό έργο [56]. Από τις 611 επιχειρήσεις με τις οποίες πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις, 188 επηρεάζονταν από την πρόταση. Πολλές επιχειρήσεις οι οποίες συμμετείχαν στην διαβουλευτική διαδικασία πρότειναν η αρμοδιότητα για τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού να επιμερίζεται. Συγκεκριμένα προτάθηκε οι δήμοι, οι φορείς λιανικής διάθεσης, οι διανομείς, οι κατασκευαστές και οι φορείς ανακύκλωσης να εργάζονται από κοινού για την επιστροφή και ανακύκλωση των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού οικιακής χρήσης. Επιπλέον ορισμένες επιχειρήσεις ετέθησαν υπέρ της κατάργησης ή του ετεροχρονισμού της απαγόρευσης υλικών.

[56] Η εν λόγω επιτροπή εγγράφεται στο πλαίσιο των διαβουλευτικών προσπαθειών με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) που αναλήφθηκαν βάσει της ανακοίνωσης COM(98) 197 τελικό.

* Η πρωτοβουλία της Επιτροπής σχετικά με τα WEEE χαιρετίστηκε θετικά από τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς που ασχολούνται με το περιβάλλον και ευνοούν την αρχή της ευθύνης του παραγωγού. Σύμφωνα με τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς θα πρέπει να τονιστεί η πρόληψη της δημιουργίας WEEE. Προς τούτο μεταξύ άλλων θα πρέπει να ενθαρρυνθούν οι παραγωγοί ώστε να ευνοούν τα προϊόντα με μεγαλύτερο κύκλο ζωής. Ο διατάξεις σχετικά με την υποκατάσταση των ουσιών υποστηρίχθηκαν από τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς οι οποίοι ζήτησαν οι αντίστοιχες απαιτήσεις να καλύψουν και επιπλέον αλογωνούχες ουσίες και ιδιαίτερα το PVC.

13. Δεδομένα/επιστημονικό υπόβαθρο

Οι προτεινόμενες οδηγίες βασίζονται σε επιστημονικές αξιολογήσεις των επιπτώσεων της σημερινής διαχείρισης των WEEE στα διάφορα κράτη μέλη. Σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα παρασχέθηκαν δεδομένα από περισσότερα από 12 πειραματικά έργα συλλογής και ανάκτησης τα οποία είναι αναληφθεί σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι μελέτες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ αποτελούν παραδείγματα του επιστημονικού υπόβαθρου επί του οποίου βασίζεται η προτεινόμενη οδηγία.

Περιεχόμενα της πρότασης για οδηγία σχετικά με απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

Το άρθρο 1 ορίζει τους στόχους της οδηγίας.

Το άρθρο 2 καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης οδηγίας. Η προτεινόμενη οδηγία ισχύει για όλες τις κατηγορίες ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που αναφέρονται στο παράρτημα Ι Α. Ο κατάλογος αυτός θεωρείται πλήρης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ειδών εξοπλισμού που εμπίπτουν σε έκαστη των ως άνω κατηγοριών παρατίθενται στο παράρτημα Ι Β. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η αγορά ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού μεταβάλλεται ταχύτατα θεωρήθηκε χρήσιμο να αποφευχθεί η παράθεση πλήρους καταλόγου ειδών εξοπλισμού. Κατέστη σαφές από την εμπειρία που συγκεντρώθηκε σε εθνικό επίπεδο ότι οιοσδήποτε αναλυτικός κατάλογος προϊόντων θα έπρεπε να ενημερώνεται διαρκώς.

Λόγω της ειδικής διανομής ορισμένων προϊόντων, όπως τα συστήματα ιατρικού εξοπλισμού, τα είδη εξοπλισμού παρακολούθησης και ελέγχου και οι συσκευές αυτόματης διανομής, κρίθηκε απαραίτητο να εφαρμοστούν και για τα προϊόντα αυτά οι διατάξεις περί συλλογής, χρηματοδότησης και ενημέρωσης των χρηστών οι οποίες ισχύουν για τα ανάλογα είδη εξοπλισμού που χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά από τους καταναλωτές.

Όσον αφορά τα συστήματα ιατρικού εξοπλισμού, τα μοσχεύματα δεν καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης οδηγίας.

Το άρθρο 3 περιλαμβάνει τους ορισμούς για τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

Ο ορισμός των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (άρθρο 3, στοιχείο α)) περιλαμβάνει όλες τις συσκευές που λειτουργούν με ηλεκτρικό ρεύμα και ανήκουν στις κατηγορίες του παραρτήματος Ι Α της πρότασης. Ο στόχος των αναφερόμενων ορίων διαφοράς δυναμικού είναι να εξασφαλιστεί ότι οι μεγάλες βιομηχανικές συσκευές, οι οποίες θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν σε κάποια από τις κατηγορίες του παραρτήματος Ι Α, δεν καλύπτονται από την πρόταση. Τα όρια διαφοράς δυναμικού είναι τα ανώτερα όρια που καθορίζει το άρθρο 1 της οδηγίας του Συμβουλίου 73/23/ΕΟΚ της 19ης Φεβρουαρίου 1973 περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στο ηλεκτρολογικό υλικό που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσεως [57]. Οι τιμές διαφοράς δυναμικού αναφέρονται στην τάση εισόδου ή εξόδου και όχι στις παρατηρούμενες διαφορές δυναμικού εντός των συσκευών αυτών.

[57] ΕΕ L 77, 26.3.1973, σ. 29.

Τα κατασκευαστικά στοιχεία είναι μέρη των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, όπως τα περιβλήματα, οι οθόνες, τα πληκτρολόγια, οι ηλεκτρικοί κινητήρες, οι πίνακες κυκλωμάτων, οι πυκνωτές, οι ανορθωτές, οι κρυσταλλολυχνίες, κ.λπ. οι υπομονάδες συναρμολόγησης είναι τμήματα του συγκεκριμένου υλικού, άνευ των οποίων ήταν αδύνατη εξ αρχής η λειτουργία του ως προβλέπεται από τους κατασκευαστές του δίχως απαραίτητα να συμμετέχουν στη ροή του ηλεκτρικού ρεύματος. Παραδείγματα υπομονάδας συναρμολόγησης αποτελούν τα ράφια του ψυγείου. Αναλώσιμα είναι τα αντικαταστάσιμα, προς διάθεση κατασκευαστικά στοιχεία του συγκεκριμένου υλικού, όπως οι ηλεκτρικές στήλες ή τα φυσίγγια τόνερ. Οι διατάξεις σχετικά με τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ισχύουν αποκλειστικά και μόνο για τις περιπτώσεις κατασκευαστικών στοιχείων, υπομονάδων συναρμολόγησης και αναλωσίμων που συνιστούν μέρη του προϊόντος κατά την απόρριψή του.

Άρθρο 3, στοιχείο ι): Προκειμένου να αποφευχθούν οι διακρίσεις των κατασκευαστικών φορέων με έδρα την Ευρώπη, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας επιβάλλεται να ισχύουν για προϊόντα και παραγωγούς ανεξάρτητα της τεχνικής πωλήσεων, συμπεριλαμβανομένων και των τεχνικών ηλεκτρονικών πωλήσεων και πωλήσεων εξ αποστάσεως. Ως παραγωγοί κατά την έννοια της οδηγίας δεν νοούνται οι εφοδιαστές ή οι κατασκευαστές επιμέρους κατασκευαστικών στοιχείων, υπομονάδων συναρμολόγησης ή αναλώσιμων. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εταιρείες διοχετεύουν στην αγορά προϊόντα με τη μάρκα τους, τα οποία αρχικά κατασκευάστηκαν από άλλες εταιρείες, ο ορισμός του παραγωγού ισχύει για τις εταιρείες που διοχετεύουν στην αγορά προϊόντα και όχι από τους αρχικούς κατασκευαστές αυτών.

Σύμφωνα με τον ορισμό των αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού οικιακής χρήσης (άρθρο 3, στοιχείο λ)) ειδικές συσκευές όπως τα είδη εξοπλισμού ακτινοθεραπείας, δεν οφείλουν, ως εκ φύσεως, να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της πρότασης που ισχύουν για τα είδη εξοπλισμού οικιακής χρήσης. Ωστόσο τα συστήματα υπολογιστών, τα οποία ανάλογα με το χαρακτήρα τους μπορούν να χρησιμοποιούνται και οικιακά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αξιοποιηθούν και από μικρές εταιρείες, όπως τα γραφεία δικηγόρων, καλύπτονται από τον ορισμό των αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού οικιακής χρήσης. Στην περίπτωση κατά την οποία δικηγορικά γραφεία χρησιμοποιούν πολλούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οι οποίοι αριθμητικά υπερβαίνουν τον αριθμό των υπολογιστών που συνήθως απαντούν στους χώρους οικιακής χρήσης, οι υπολογιστές που λόγω της ποιότητάς τους βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της αξιοποίησής τους, δεν καλύπτονται από την οδηγία των WEEE οικιακής χρήσης.

Το άρθρο 4 προβλέπει τη χωριστή συλλογή των WEEE. Ένα από τα κύρια προβλήματα σε ό,τι αφορά την τρέχουσα πρακτική διαχείρισης αποβλήτων WEEE είναι η ελλιπής συλλογή που δεν επιτρέπει στους φορείς ανακύκλώσης να συγκεντρώσουν επαρκή υλικό για μεγάλης κλίμακας παραγωγή [58]. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού οικιακής χρήσης. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη καλούνται να μεριμνήσουν για τη συγκρότηση συστημάτων συλλογής και τη συμμετοχή των φορέων διανομής στο σύστημα συλλογής.

[58] AEA Τεχνολογία, ανάκτηση των WEEE: Οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις, Ιούνιος του 1997, σ. 84.

Η κύρια πρόκληση σχετικά με τη δημιουργία αποτελεσματικών συστημάτων συλλογής είναι να παρασχεθούν κίνητρα ώστε να συμμετάσχουν και οι καταναλωτές. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της επικουρικότητας, το κείμενο της παρούσας πρότασης οδηγίας περιλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο γενικές απαιτήσεις σχετικά με τα συστήματα συλλογής. Τα μέτρα που εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων συλλογής μπορεί να ποικίλουν ανάλογα με την ομάδα προϊόντων της συγκεκριμένης κατηγορίας αποβλήτων και τα ειδικά χαρακτηριστικά των επιμέρους περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως εκ τούτου θα πρέπει να λαμβάνονται σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο [59]. Οι κύριες αρχές που καθορίζει η παρούσα πρόταση περιλαμβάνουν την απαίτηση συγκρότησης σημείων συλλογής, η πρόσβαση στα οποία να είναι ευχερής για τους καταναλωτές ώστε να τους εξασφαλίζεται δυνατότητα επιστροφής των συγκεκριμένων ειδών άνευ επιβαρύνσεως.

[59] Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τη χρηματοοικονομική ενθάρρυνση υπέρ της επιστροφής αναλόγων ειδών, όπως οι καταθέσεις, οι πληροφορίες για τους καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένων των εκστρατειών ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης, και τη δημιουργία εγκαταστάσεων συλλογής που να διευκολύνουν τον καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένου του ευνοϊκού ωραρίου, της προσβασιμότητας των εγκαταστάσεων και της αποτελεσματικότητας των παρεχομένων υπηρεσιών στα σημεία συλλογής.

Προκειμένου να αποφευχθούν ουσιαστικές αποκλίσεις σε ό,τι αφορά τις χρηματοοικονομικές επιβαρύνσεις που σχετίζονται με τη διαχείριση των WEEE, επιβάλλεται να καθιερωθούν εναρμονισμένα πρότυπα για την επιτυχία της συλλογής. Ωστόσο στο παρόν στάδιο είναι αδύνατο να διαμορφωθεί νομικά δεσμευτικός στόχος για τη συλλογή επειδή δεν διατίθενται ακριβή δεδομένα σχετικά με τη ετήσια παραγωγή WEEE οικιακής χρήσης. Ως εκ τούτου προτείνεται «ήπιος» στόχος συλλογής, ως σημείο αναφοράς για τα κράτη μέλη. Η αναφερόμενη ποσότητα των 4 kg WEEE κατά κεφαλή αποτελεί τη μέση επίδοση που επιδιώκεται ανά κάτοικο. Αντιπροσωπεύει τυπική μέση τιμή συλλογής που θα πρέπει να επιτευχθεί από πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο των πειραματικών προγραμμάτων συλλογής [60] και ανταποκρίνεται στα επίπεδα συλλογής που επιτυγχάνονται κατά την εφαρμογή της ολλανδικής νομοθεσίας για τα WEEE. Σε μεταγενέστερο στάδιο, ήγουν μετά τη συγκέντρωση πείρας από την εφαρμογή της οδηγίας WEEE, θα διαμορφωθούν στόχοι υποχρεωτικού χαρακτήρα.

[60] Στόχοι συλλογής για απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (Γερμανία 1998), Επιτροπή, ΓΔ XI, σ. 13.

Το άρθρο 5, παράγραφος 1 σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ διευκρινίζει τα απαραίτητα μέτρα επεξεργασίας. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται η απομάκρυνση των ουσιών που ευθύνονται κυρίως για τις παρατηρούμενες δυσκολίες στα επιμέρους στάδια της διαχείρισης των WEEE [61]. Εν πάσει περιπτώσει οι δυνατότητες επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης επιβάλλεται να εξετάζονται κατά την εκτέλεση διαδικασιών επεξεργασίας. Στο πλαίσιο του καθορισμού του καταλόγου του παραρτήματος ΙΙ πραγματοποιήθηκαν αναλυτικές συζητήσεις σχετικά με τη συμπερίληψη στον κατάλογο αυτό των οθονών υγρών κρυστάλλων (LCD). Από τις έρευνες προκύπτει ότι οι LCD έχουν σειρά ουσιών, για ορισμένες εκ των οποίων υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι καρκινογόνες. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η θερμική επεξεργασία των LCD ενδέχεται να οδηγεί στη δημιουργία τοξικών ενώσεων. Ενώ ορισμένοι Γάλλοι κατασκευαστές υγρών κρυστάλλων έχουν καταβάλει σοβαρές προσπάθειες να αποδείξουν ότι η διαχείριση των αποβλήτων από τις LCD που παράγουν δεν συνεπάγονται κινδύνους για την υγεία ή το περιβάλλον, εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες για τη σύσταση ορισμένων εισαγόμενων LCD.

[61] Λεπτομερείς ερμηνείες και περιγραφές του ιστορικού υποβάθρου για τα απαιτούμενα μέτρα περιλαμβάνονται στη μελέτη "Pilotsammlung von Elektroaltgerδten in Bregenz - Wissenschaftliche Begleitstudie" (Bregenz/Φsterreich 1996), Bundesministerium fόr Umwelt, Jugend und Familie.

Η πρόταση καθιερώνει την υποχρεωτική έκδοση άδειας για τους φορείς ή τις επιχειρήσεις, που διεκπεραιώνουν επιχειρησιακές λειτουργίες επεξεργασίας. Η άδεια αυτή καλύπτει τις απαιτήσεις για την επεξεργασία και την αντίστοιχη τοποθεσία. Επιπλέον, η συμμόρφωση προς τους στόχους επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης που καθορίζονται στο άρθρο 6 συνιστούν μέρος της αδείας

Οι παραγωγοί θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συγκροτούν μεγάλης κλίμακας κεντρικές μονάδες επεξεργασίας προκειμένου να καταστεί οικονομικώς εφικτή η ανακύκλωση. Ως εκ τούτου το άρθρο 5, παράγραφος 5 τονίζει τη δυνατότητα να εκτελεστεί η επεξεργασία των WEEE εκτός του κράτους μέλους στο οποίο παράγονται.

Το άρθρο 6 καθιερώνει πρότυπα ανακύκλωσης για τα WEEE. Εν γένει, οι στόχοι ανακύκλωσης θεωρούνται απαραίτητοι ώστε να μην περιορίζεται η ανακύκλωση στην αποτέφρωση ή την απομάκρυνση αποκλειστικά και μόνοι ολίγων πολύτιμων υλικών, ενώ τα υπόλοιπα να αποτελούν αντικείμενο διαδικασιών διάθεσης. Όλοι οι στόχοι που προβλέπονται στο άρθρο 6 απηχούν την τεχνολογία αιχμής των φορέων ανακύκλωσης. Αυτό έχει αποδειχθεί σε μεγάλης κλίμακας πειραματικές δοκιμές [62] και επιβεβαιώθηκε από εξειδικευμένους φορείς ανακύκλωσης. Κατά το προαναφερθέν πειραματικό έργο, αποδόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην αξιολόγηση των επιπτώσεων που έχει το κόστος για την επίτευξη των στόχων ανακύκλωσης. Για όλες τις εμπλεκόμενες κατηγορίες WEEE, τα αντίστοιχα κόστη αντιστοιχούσαν στα μέσα κόστη ανακύκλωσης στα άλλα ευρωπαϊκά πειραματικά έργα. Από αυτό προκύπτει ότι η επίτευξη των στόχων ανακύκλωσης δεν συνεπάγεται επιπλέον ειδικά κόστη.

[62] Apparetour επιστροφή στην αφετηρία - εθνικό πειραματικό έργο για τη συλλογή, ανακύκλωση και επιδιόρθωση ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού στην περιοχή του Eindhoven (Eindhoven 1997), σ. 52.

Οι στόχοι ανακύκλωσης του άρθρου 6 αναφέρονται αποκλειστικά και μόνο στα απόβλητα αναλόγων υλικών, που έχουν συλλεγεί χωριστά σύμφωνα με το άρθρο 4 της πρότασης. Η επαναχρησιμοποίηση των κατασκευαστικών στοιχείων, αντί της επαναχρησιμοποίησης ολοκλήρων των συσκευών, συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων αυτών.

Σύμφωνα με την αρχή της ευθύνης του παραγωγού, οι παραγωγοί ειδών ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών εξοπλισμών έχουν την υποχρέωση να ανακυκλώνουν και να διαθέτουν τα μη ανακτήσιμα κλάσματα. Οι παραγωγοί μπορούν να απαλλαγούν από την ευθύνη αυτή αναθέτοντας τις συγκεκριμένες εργασίες σε τρίτους, που ενδέχεται να είναι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης ή ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Το άρθρο 7 καθιερώνει σύστημα χρηματοδότησης για τη διαχείριση των WEEE. Ένας από τους στόχους του συστήματος χρηματοδότησης είναι να ενθαρρυνθούν οι καταναλωτές ώστε να επιστρέφουν ανάλογα υλικά στα σημεία συλλογής, αντί να απαλλάσσονται από αυτά διαθέτοντάς τα στο παραδοσιακό σύστημα συλλογής αστικών αποβλήτων ή μέσω άλλων διαύλων που δεν εξασφαλίζουν τη δέουσα επεξεργασία τους. Από τα πειραματικά έργα για τα WEEE προκύπτει ότι η επιβάρυνση των καταναλωτών με τις δαπάνες διάθεσης στο σημείο της επιστροφής θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στα αποτελέσματα της συλλογής [63]. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την αρχή της ευθύνης του παραγωγού, οι παραγωγοί έχουν την υποχρέωση να χρηματοδοτούν την επεξεργασία, την ανάκτηση και την περιβαλλοντικώς ορθή διάθεση των αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού οικιακής χρήσης. Η ευθύνη τους αρχίζει από τα καθορισμένα σημεία συλλογής.

[63] Σύμφωνα με την πείρα που συγκεντρώθηκε από όλα τα πειραματικά έργα στην Αυστρία και τη Γερμανία («Στόχοι συλλογής για τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού», Επιτροπή 1998, σ. 10.

Προκειμένου να μειωθούν οι δαπάνες που επωμίζονται οι παραγωγοί λόγω της διαχείρισης των αποβλήτων από προϊόντα που διατίθενται στην αγορά πριν να τεθεί σε ισχύ (ιστορικά απόβλητα) η παρούσα νομοθεσία, προβλέπεται μεταβατική περίοδο πενταετούς διαρκείας μετά τη θέση σε ισχύ της οδηγίας.

Ενδέχεται να προκύψουν σοβαρά οφέλη από τα συστήματα χρηματοδότησης, που θα συγκροτήσουν χωριστά οι εταιρείες για τα προϊόντα τους. Ωστόσο, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι οι παραγωγοί, που συμμετέχουν σε χωριστά συστήματα, φέρουν επιμερισμένη ευθύνη για τη χρηματοδότηση της διαχείρισης των αποβλήτων από προϊόντα που διακινούνταν στην αγορά πριν τεθεί σε ισχύ η υποχρεωτική χρηματοδότηση (ιστορικά απόβλητα). Ως εκ τούτου, θα είναι απαραίτητο οι παραγωγοί αυτοί, που επιλέγουν ένα χωριστό σύστημα, να συμβάλουν δίκαια στη χρηματοδότηση της διαχείρισης των ιστορικών αποβλήτων εν γένει.

Άρθρο 8 Όσον αφορά τα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού εξωοικιακής χρήσης, η χρηματοδότηση της διαχείρισης των αποβλήτων θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ του παραγωγού του χρήστη του υλικού κατά τον χρόνο αγοράς.

Το άρθρο 9 προβλέπει τις πληροφορίες που διατίθενται στους καταναλωτές, των οποίων η συμμετοχή είναι καθοριστικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία των προγραμμάτων συλλογής. Ειδικό μέσο ενημέρωσης θεωρείται η επισήμανση ορισμένων μικρών ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού προκειμένου να αποφευχθεί η διάθεσή τους στους παραδοσιακούς καλάθους αχρήστων ή μέσω του συστήματος συλλογής αστικών αποβλήτων.

Το άρθρο 10 εξασφαλίζει ότι οι παραγωγοί παρέχουν στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για το περιεχόμενο των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού προκειμένου να διευκολυνθεί η ανακύκλωση των συσκευών αυτών και να προληφθούν αρνητικές επιπτώσεις για την υγεία των εργαζομένων ή του περιβάλλοντος λόγω επικινδύνων ουσιών που περιέχονται στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Οι πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας πρέπει να παρέχονται κατόπιν σχετικής αιτήσεως εκ μέρους φορέα ανακύκλωσης και ενδέχεται να έχουν τη μορφή βάσεως δεδομένων, εγχειριδίων ή πληροφοριών μέσω του Διαδικτύου.

Το άρθρο 11 ορίζει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να παρέχουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες προκειμένου να αξιολογηθεί η επιτυχία των συγκεκριμένων νομοθετικών διατάξεων και να καταστεί δυνατός ο υπολογισμός της μελλοντικής παραγωγής WEEE.

Το παράρτημα IA περιλαμβάνει πλήρη κατάλογο των κατηγοριών ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών εξοπλισμού που καλύπτονται από την παρούσα πρόταση.

Το παράρτημα IB περιλαμβάνει ενδεικτικό κατάλογο προϊόντων για έκαστη των αναφερόμενων κατηγοριών.

Το παράρτημα ΙI περιλαμβάνει τις ουσίες ή τα παρασκευάσματα που θα πρέπει να απομακρύνονται από WEEE που συλλέγονται χωριστά για περιβαλλοντικούς λόγους.

Το παράρτημα IΙΙ προβλέπει ορισμένες ελάχιστες προϋποθέσεις για την αποθήκευση WEEE και τους αντιστοίχους χώρους επεξεργασίας.

Το παράρτημα ΙV προβλέπει τη σήμανση αναλόγων ειδών που μπορεί να διατεθούν σε καλάθους αχρήστων ή σε συστήματα συλλογής οικιακών αποβλήτων.

Περιεχόμενα της πρότασης για οδηγία σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

Το άρθρο 1 ορίζει το στόχο της οδηγίας.

Το άρθρο 2 ορίζει το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Το εν λόγω πεδίο εφαρμογής αντιστοιχεί στο πεδίο εφαρμογής που ορίζει το άρθρο 3 της οδηγίας WEEE.

Το άρθρο 3 περιλαμβάνει τους ορισμούς που εξυπηρετούν τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Ο ορισμός των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού είναι πανομοιότυπος προς τον αντίστοιχο ορισμό στην οδηγία για τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (WEEE). Παράλληλα και ο ορισμός του παραγωγού ευθυγραμμίζεται προς τον αντίστοιχο της προαναφερόμενης οδηγίας μολονότι προσαρμόστηκε καλύτερα στην έννοια του παραγωγού ως αυτός χρησιμοποιείται στο άρθρο 4.

Το άρθρο 4 καθορίζει την απαίτηση υποκατάστασης για τα βαρέα μέταλλα - μόλυβδο, υδράργυρο, κάδμιο και εξασθενές χρώμιο - καθώς και τις βρωμιούχες ουσίες - PBDE (πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρες), συμπεριλαμβανομένων ιδίως των 5-BDE, 8-BDE και 10-BDE, και των PBB (πολυβρωμοδιφαινυλίων), δεδομένου ότι οι ουσίες αυτές προκαλούν σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα κατά το στάδιο της διαχείρισης των αποβλήτων. Προβλέπονται εξαιρέσεις για τη χρησιμοποίηση των ουσιών αυτών στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η υποκατάσταση είναι ανέφικτη ή ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις για το περιβάλλον και/ή για την υγεία που να είναι πολύ σημαντικότερες των ωφελειών που εξασφαλίζει. Οι εξαιρέσεις από τη σταδιακή κατάργηση των ουσιών αυτών αναφέρονται στο παράρτημα της οδηγίας.

Το άρθρο 5 προβλέπει ότι οι καταχωρήσεις που περιλαμβάνονται στο παράρτημα τροποποιούνται από την Επιτροπή, η οποία εν προκειμένω επικουρείται από επιτροπή του άρθρου 18 της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ, με γνώμονα την τεχνική πρόοδο και τα νέα επιστημονικά δεδομένα. Η Επιτροπή καλείται να πραγματοποιεί διαβουλεύσεις με τους παραγωγούς των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού πριν να λάβει αποφάσεις για την τροποποίηση του παραρτήματος αυτού.

Το παράρτημα περιλαμβάνει κατάλογο εφαρμογών, για τις οποίες προβλέπεται εξαίρεση από την υποχρέωση υποκατάστασης βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας. Ο κατάλογος επιβάλλεται να ενημερώνεται τακτικά με γνώμονα την τεχνική πρόοδο και τα νέα επιστημονικά δεδομένα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I Μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων λόγω επεξεργασίας συγκεκριμένων υλικών [64]

[64] P.R. White, M. Franke, P. Hindle, Ολοκληρωμένη διαχείριση στερεών αποβλήτων: απογραφή κύκλου ζωής, 1995 στο: ΑΕΑ AEA Technology, Ανάκτηση των WEEE: οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις, Ιούνιος του 1997. τα αριθμητικά δεδομένα είναι απλώς ενδεικτικά και ποικίλουν ανάλογα με τη χρησιμοποιούμενη διαδικασία και εξοπλισμό. Τα αποτελέσματα εκφράζονται ανά τόνο παραγομένων υλικών ανακύκλωσης. Δεν περιλαμβάνονται οι επιβαρύνσεις λόγω συλλογής, διαλογής και μεταφοράς του συγκεντρωθέντος υλικού στους φορείς επανεπεξεργασίας. Αντιστοίχως δεν υπολογίζεται στην εξοικονόμηση στερεών αποβλήτων το υλικό που, λόγω ανάκτησης, δεν αποτελεί αντικείμενο υγειονομικής ταφής.

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II Οι επιπτώσεις της πρότασης στις επιχειρήσεις - με ειδική αναφορά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ)

Ποιός επηρεάζεται από την πρόταση;

Ποιοί επιχειρηματικοί κλάδοι;

Οι κλάδοι που ενδέχεται να επηρεαστούν περισσότερο από την προτεινόμενη οδηγία είναι οι προμηθευτές ηλεκτρονικών κατασκευαστικών στοιχείων, οι παραγωγοί αντίστοιχων ειδών εξοπλισμού, οι επισκευαστές ηλεκτρικών συσκευών και οι επιχειρήσεις συλλογής και επεξεργασίας αποβλήτων. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα υπάρξουν θετικές επιπτώσεις στον κλάδο της συλλογής και της επεξεργασίας αποβλήτων. Με την οδηγία θα ασκηθεί πίεση υπέρ της διεύρυνσης της αγοράς επεξεργασίας και ανακύκλωσης και, ως εκ τούτου, θα αυξηθεί ο αντίστοιχος αριθμός θέσεων απασχόλησης στον τομέα αυτόν. Υπάρχει εντούτοις ο κίνδυνος, ανάλογα κυρίως με τον τρόπο που θα συγκροτηθεί ο μηχανισμός χρηματοδότησης, να αποφασίσουν οι παραγωγοί να συγκροτήσουν χωριστά συστήματα συλλογής και/ή ανακύκλωσης σε βάρος των υφιστάμενων παραδοσιακών εταιρειών ανακύκλωσης.

Ποιά μεγέθη επιχειρήσεων επηρεάζονται (συγκέντρωση ΜΜΕ);

Σε κλάδους όπως η παραγωγή οικιακών συσκευών (Nace 29.7), υπολογιστών και εξοπλισμού γραφείου (Nace 30) τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού (Nace 32.2), ηλεκτρονικών συσκευών ευρείας κατανάλωσης (Nace 32.3) και λαμπτήρων (Nace 31.5) δεσπόζουν ολιγάριθμες εταιρείες οι οποίες συνήθως αντιπροσωπεύουν το 80% του κύκλου εργασιών και των αντιστοίχων θέσεων εργασίας στον εκάστοτε τομέα. Εντούτοις, υφίστανται ακόμη πάνω από 100.000 εταιρείες στη βιομηχανία των ηλεκτρονικών που απασχολούν έκαστη λιγότερους από 20 εργαζομένους αλλά αντιπροσωπεύουν συνολικά 180.000 θέσεις εργασίας επί συνόλου 1,4 εκατ. θέσεων εργασίας στον τομέα αυτόν. Ο επιμέρους κλάδος των ηλεκτρονικών κατασκευαστικών στοιχείων (Nace 32.1) εμφανίζει μικρότερη συγκέντρωση από ό,τι οι υπόλοιποι επί μέρους κλάδοι. Στον κλάδο αυτό σημαντικό μέρος των θέσεων εργασίας και του κύκλου εργασιών οφείλεται στις ΜΜΕ.

Υφίστανται συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές της Κοινότητας όπου απαντούν οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις;

Φορείς ανακύκλωσης μετάλλων απαντούν σε όλα τα κράτη μέλη.

Οι κατασκευαστές ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού ως επί το πλείστον εδράζονται στη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, την Ιταλία την Ολλανδία και τη Σουηδία.

Τί καλούνται να πράξουν οι επιχειρήσεις προκειμένου να συμμορφωθούν προς την πρόταση;

Το παρόν μέτρο απευθύνεται στα κράτη μέλη. Οι επιχειρήσεις καλούνται να συμμορφωθούν προς την εθνική νομοθεσία μέσω της οποίας εφαρμόζεται το παρόν μέτρο.

Οι εταιρείες που συμμετέχουν στην παραγωγή των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού καλούνται να εντάξουν τον προβληματισμό που σχετίζεται με τη διαχείριση των αποβλήτων στο σχεδιασμό για την παραγωγή των αντιστοίχων ειδών εξοπλισμού. Ο προβληματισμός για τη διαχείριση των αποβλήτων εν προκειμένω περιλαμβάνει τη χρήση ευχερώς ανακυκλώσιμων/ανακτήσιμων υλικών, τον έλεγχο των επικίνδυνων ουσιών, τη χρήση, κατά το δυνατόν, προϊόντων ανακύκλωσης και κοινών προτύπων κωδικοποίησης κατασκευαστικών στοιχείων και υλικών. Σε ορισμένες περιπτώσεις επιβάλλεται η υποκατάσταση των βαρέων μετάλλων, όπως ο υδράργυρος, ο μόλυβδος, το κάδμιο και το εξασθενές χρώμιο καθώς και ορισμένων βρωμιούχων επιβραδυντικών φλόγας.

Οι δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις που ασχολούνται με τη επεξεργασία των WEEE θα πρέπει να ανταποκρίνονται στις τεχνικές απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 της προτεινόμενης οδηγίας και τα παραρτήματα αυτής. Μολονότι είναι δύσκολο να προβλεφθεί πού ακριβώς θα πρέπει να συγκεντρωθούν οι επενδύσεις στους ανάλογους τομείς, δεδομένου ότι υπάρχουν σοβαρές διαφορές στις υποδομές και τη γεωγραφική θέση των επιχειρήσεων, σε ορισμένες περιπτώσεις υπολογίζεται ότι θα είναι σημαντικές οι επενδύσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τις ως άνω απαιτήσεις. Η πραγματική κλίμακα αναλόγων επενδύσεων θα εξαρτηθεί επίσης από το κατά πόσον έχει ήδη διαμορφωθεί εθνική ή περιφερειακή αντίστοιχη νομοθεσία. Εφόσον υφίσταται ανάλογη νομοθεσία, θα είναι ευκολότερο για τους αντίστοιχους κλάδους να συμμορφωθούν προς τις απαιτήσεις της παρούσας πρότασης.

Οι μονάδες και οι φορείς λειτουργίας που διεκπεραιώνουν αντίστοιχες επιχειρησιακές διαδικασίες επεξεργασίας έχουν επίσης την υποχρέωση, προκειμένου να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους, να ζητήσουν σχετική άδεια από τις δημόσιες αρχές.

Ποιές είναι οι αναμενόμενες οικονομικές επιπτώσεις της πρότασης; (ιδίως σε ό,τι αφορά την απασχόληση, τις επενδύσεις και τη δημιουργία νέων επιχειρησιακών δραστηριοτήτων)

Η εσωτερίκευση του κόστους της διαχείρισης των αποβλήτων στην τιμή των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών προϊόντων ενδέχεται να οδηγήσει σε:

(1) αλλαγές σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις των προϊόντων.

(2) άλλες επιπτώσεις όπως αλλαγές σε ό,τι αφορά τη «στιγμή» αγοράς, μετακινήσεις εντός συγκεκριμένων κλιμακίων τιμών ή απώλεια αγοραστικής ισχύος.

Αλλαγές σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις των προϊόντων

Καθοριστικό παράγοντα κατά την εκτίμηση των πιθανών επιπτώσεων των αλλαγών τιμής των προϊόντων αποτελεί ο ελαστικός ή ανελαστικός χαρακτήρας της ζήτησης για ανάλογα προϊόντα είναι ελαστική ή ανελαστική. Από τις εργασίες του οργανισμού διαβουλεύσεων KPMG προκύπτει ότι η ζήτηση για ορισμένα ηλεκτρονικά αγαθά, ιδίως τα μεγάλα λευκά είδη και πολλά φαιά είδη μπορεί να θεωρηθεί ως ανελαστική (ψυγείο, πλυντήριο, θερμοσίφωνας, τηλεόραση και ηλεκτρονικός υπολογιστής) δεδομένου του εύρους των αλλαγών τιμής [65] που ενδέχεται να παρατηρηθούν (1-3%). Με άλλα λόγια, μακροπρόθεσμα το επίπεδο των πωλήσεων δεν αναμένεται να επηρεαστεί από ανάλογες μεταβολές τιμών.

[65] Τα αναφερόμενα ποσοστά σχετίζονται με το σύνολο του κόστους συλλογής και ανάκτησης.

Για ορισμένα άλλα προϊόντα, ιδίως τα ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης, όπως οι συσκευές αναπαραγωγής ήχου υψηλής πιστότητας και οι ξυριστικές μηχανές, η ζήτηση ενδέχεται να θεωρηθεί ως εν μέρει ελαστική. Η μέγιστη απώλεια πωλήσεων υπολογίζεται σε 1-2% υπό την προϋπόθεση ότι η μέση τιμή θα αυξηθεί κατά 1%. Οι επιπτώσεις αυτές και το αντίστοιχο άμεσο κόστος ενδέχεται να μειωθούν καθώς οι οικονομίες κλίμακας και η καινοτομία θα επιτρέψουν την περιστολή των δαπανών για τη χωριστή συλλογή και επεξεργασία των WEEE.

Άλλα είδη πιθανού έμμεσου κόστους

Η αύξηση της τιμής του προϊόντος ενδέχεται επίσης να οδηγήσει σε συμπεριφορές επιτάχυνσης ή αναβολής των αγορών. Η δεύτερη περίπτωση είναι πιθανή αλλά αναμένεται να παρατηρηθεί σε περιορισμένη κλίμακα. Παράλληλα, οι καταναλωτές ενδέχεται να μετακινηθούν μεταξύ των κατηγοριών τιμής προϊόντων προτιμώντας τα προσιτότερα και χαμηλότερης απόδοσης μοντέλα με αποτέλεσμα να μειωθεί η «ευζωία» των καταναλωτών αυτών.

Απασχόληση

Η ανακύκλωση των WEEE είναι εργασιοβόρα. Αυτό έχει επιπτώσεις στο κόστος διαχείρισης των WEEE αλλά συνεπάγεται ουσιαστικά οφέλη στον τομέα της δημιουργίας θέσεων εργασίας. Ως εκ τούτου ο εθνικές κυβερνήσεις παρουσιάζουν τη νομοθεσία για τα WEEE ως τμήμα τόσο της περιβαλλοντικής όσο και της κοινωνικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό διάφορα έργα έχουν αποδείξει ότι η αποσυναρμολόγηση WEEE είναι ιδιαίτερα κατάλληλη για την ενσωμάτωση στο εργατικό δυναμικό των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των ατόμων που παρέμειναν άνεργα για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Από την ακολουθούμενη πρακτική στη Γερμανία προκύπτει ότι ετήσιος κύκλος εργασιών 5 εκατ. ευρώ θα επιτρέψει την απασχόληση 30 ατόμων στις επιχειρήσεις ανακύκλωσης και 70 επιπλέον ατόμων σε παρεμφερείς επιχειρήσεις. Εάν χρησιμοποιηθεί ως βάση υπολογισμού ελάχιστη ποσότητα συλλογής 4 kg WEEE ανά κάτοικο ετησίως, το συνολικό κόστος ανακύκλωσης ανέρχεται σε 525 εκατ. ευρώ για την Ευρώπη. Κατά συνέπεια θα ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν 10.500 θέσεις εργασίας αποκλειστικά και μόνο χάρη στην ανακύκλωση. Πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν με τη συλλογή και τη μεταφορά των WEEE. Βάσει μελετών που πραγματοποιήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ανακύκλωση και την απασχόληση υπολογίζεται ότι δημιουργείται κατά μέσο όρο μια θέση εργασίας για 465 τόνους υλικού προς επεξεργασία. Ως εκ τούτου, οι δυνατότητες δημιουργίας θέσεων εργασίας για την ανακύκλωση 6 εκατ. τόνων WEEE συνεπάγεται δημιουργία περίπου 13.000 νέων θέσεων εργασίας.

Περιλαμβάνει μήπως η πρόταση μέτρα που λαμβάνουν υπόψη την ειδική κατάσταση που επικρατεί στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (περιορισμός ή επιβολή διαφορετικών απαιτήσεων);

Από τις διαβουλεύσεις που πραγματοποιήθηκαν με τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς ΜΜΕ που συμμετέχουν στη διαχείριση των WEEE, προκύπτει ότι η πλέον σημαντική παράμετρος που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι το απαραίτητο χρονικό διάστημα για την εκτέλεση επενδύσεων και την ανάπτυξη των απαραίτητων ικανοτήτων σχετικά με το περιβάλλον. Η ως άνω χρονική περίοδος υπολογίζεται περίπου σε 6 μήνες για τους φορείς αποσυναρμολόγησης. Η πρόταση εξασφαλίζει επαρκή μεταβατική περίοδο, δεδομένου ότι η οδηγία θα πρέπει να μεταφερθεί από τα κράτη μέλη 18 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία θα τεθεί σε ισχύ.

Οργανισμοί με τους οποίους πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις

Κατάλογος επιχειρηματικών οργανισμών με τους οποίους πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις

Μεταξύ 1994 και 1999 πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις με πολλούς διεθνείς, ευρωπαϊκούς και εθνικούς οργανισμούς επιχειρήσεων, πριν την οριστική διαμόρφωση της πρότασης. Μεταξύ των διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών περιλαμβάνονται:

AEA (American Electronics Association)

AIE (Association Internationale des Entreprises d'Equipement Electrique)

APME (Association of Plastics Manufacturers in Europe)

CECED (Conseil Europιen de la Construction Ιlectrodomestique)

CEFIC (European Chemicals Industry Council)

CELMA (Federation of National Manufacturers Associations for Luminaires and Electrotechnical Components for Luminaires)

CPIV (Standing Committee of the European Glas Industries)

EACEM (European Association of Consumer Electronics Manufacturers)

ECTEL (European Telecommunications and Professional Electronics Industry)

EECA (European Electronic Component Manufacturers Association)

ELC (European Lighting Companies Federation)

EUROMETAUX (Association Europιenne des Mιtaux)

EPTA (European Power Tool Association)

ETNO (European Public Telecommunications Network Operators' Association)

EUCOMED (European Confederation of Medical Devices Associations)

EUPC (European Plastics Converters)

EUROBIT (European Association of Manufacturers of Business Machines and Information Technology Industry)

EUROM (European Federation of Precision Mechanical and Optical Industries)

EUROPACABLE (European Conference of Associations of Manufacturers of insulated wires and cables)

EUPC (European Plastic Converters)

EURO COMMERCE (European Association of Consumer Electronics Manufacturers)

EVA (European Vending Association)

FEAD (Fιdιration Europιenne des Activitιs du Dιchet)

GPRMC (Groupement Europιen des Plastiques Renforcιs/Matιriaux Composites)

ISWA (The International Solid Waste Association)

JBCE (Japan Business Council Europe)

ORGALIME (Liaison of European Mechanical, Electrical and Electronic Engineering and Metalworking)

TIE (Toy Industries of Europe)

UEAPME (Union Europιenne de l'Artisanat et des Petites et Moyennes Entreprises)

UGAL (Union des Groupements de Commerηants Dιtaillants Indιpendants de l'Europe)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III Βιβλιογραφία

Abschluίbericht des Arbeitskreises 13 "Elektronikschrott" (Niedersachsen 1998), Kommission der Niedersδchsischen Landesregierung zur Vermeidung und Verwertung von Abfδllen.

Apparetour Back to the beginning - National pilot project, for collecting, recycling and repairing electrical and electronic equipment in the district of Eindhoven (Eindhoven 1997), Ploos van Amstel Milieu Consulting B.V.

Collection and treatment of end-of-life Electrical and Electronic Equipment, (December 1996), Basque Government Ministry of Territory, Housing and Environment.

Collection and treatment of waste from electrical and electronic products (Oslo 1996), Ministry of the Environment.

Collection targets for waste from electrical and electronic equipment (Germany 1998), European Commission DG XI.

Comparison of Systems for Collection/Recycling/Disposal of End-of-life Electrical and Electronic Equipment, Economic Impact (Vienna 1996), Austrian Electrical and Electronic Industries Association.

Economische effecten verwijderingsbijdrage wit- en bruingoed (Den Haag 1995), KPMG.

Electrical and Electronic equipment - the basis for producer responsibility (Stockholm 1995), Swedish Environmental Protection Agency.

Electrical and electronic waste. Sales, quantities of waste and treatment (Oslo 1996), Hjellnes Cowi AS.

Electrical/Electronic Products Recycling in Germany (UK 1995), C. Voϋte, Recycling and Waste Control Officer, Corporation of London.

Electronic and Electrical Equipment, (Stockholm 1995), Swedish Environmental Protection Agency.

Elektronikschrott Projekt Weiz - Modellversuch zur Sammlung, Demontage und Verwertung von Elektro- und Elektronikaltgerδten im Bezirk Weiz (Graz/Φsterreich 1995), Amt der Steiermδrkischen Landesregierung.

End-of-life management of cellular phones - an industry perspective and response (London 1997), ECTEL Cellular Phones Takeback Working Group.

Entsorgung von Elektro- und Elektronik-Altgerδten (Wien 1995), Interdisziplinδres Projekt- Technischer Umweltschutz Universitδt fόr Bodenkultur und Technische Universitδt Wien.

Environmental Aspects of PVC (Kopenhagen 1996), Danish Environmental Protection Agency.

Environmental Consequences of Incineration and Landfilling of Waste from Electr(on)ic Equipment (Copenhagen 1995), Nordic Council of Ministers.

Erfassung von Elektro-Haushalt-Kleingerδten aus Haushalten mit verschiedenen Erfassungssystemen (Germany 1995), Zentralverband Elektrotechnick- und Elektronikindustrie e.V. (ZVEI).

Etude de faisabilitι - Recyclage du matιriel ιlectrique et ιlectronique (Bruxelles 1996), Institut Bruxellois pour la Gestion de l'Environnement.

Evaluierung von Systemvarianten fόr die Sammlung und Verwertung von Elektroaltgerδten (Wien 1997), Bundesministerium fόr Umwelt, Jugend und Familie.

Extended Producer Responsibility: Take-Back Programmes and International Trade Law - ENV/EPOC/WMP/RD(97)3 (Paris 1997).

Lead-Free Solder Project - NCMS Report 0401RE96, Ann Arbor, Michigan 1997.

Lead-Free Soldering, An Analysis of the Current Status of Lead-Free Soldering - UK DTI 1999.

Life Cycle Assessment and Life Cycle Financial Analysis of the Proposal for a Directive on Waste from Electrical and Electronic Equipment (UK 1999), Ecobalance UK and DMG Consulting Ltd for UK Department of Trade and Industry.

Modelmatige analyse van integraal verbranden van klein chemisch afval en klein wit- en bruingoed (Netherlands 1996), TNO rapport voor VROM/DGM (Directie Afvalstoffen)

Pilotprojekt zur Erfassung von Elektroaltgerδten (Germany 1997), Interseroh AG.

Pilotsammlung von Elektroaltgerδten in Bregenz - Wissenschaftliche Begleitstudie (Bregenz/Φsterreich 1996), Bundesministerium fόr Umwelt, Jugend und Familie.

Priority Waste Streams Waste From Electrical and Electronic Equipment - Information Document (Rome 1995), Italian National Agency for New Technology, Energy and the Environment.

Produits ιlectriques et ιlectroniques non portables en fin de vie en rιgion Rhτne-Alpes (France 1997), Fιdιration des industries ιlectriques et ιlectroniques.

Recovery of WEEE: Economic and Environmental impacts. (UK 1997), European Commission DG XI.

Report on the UK industry for recycling end of life electrical and electronic equipment second draft (London 1998), ICER - Industry Council for electronic equipment recycling.

Sammlung von Elektroaltgerδten im Flachgau - Wissenschaftliche Begleitstudie (Wien 1997), Amt der Salzburger Landesregierung.

Switching on to Electronic Waste Recycling (UK 1998), Save Waste & Prosper Ltd.

Umweltvertrδgliche Produktgestaltung (Mόnchen 1998), Ferdinand Quella/Siemens (editor) Publicis MCD Verlag.

Waste from electrical and electronic products - a survey of the contents of materials and hazardous substances in electric and electronic products (Copenhagen 1995), Nordic Council of Ministers.

Verwertung von Elektro- und Elektronikgerδten (Essen 1994), Landesumweltamt Nordrhein-Westfalen.

Unplugging electrical & electronic waste - The findings of the LEEP Collection Trial (Edinburgh 1997), Lothian & Edinburgh Environmental Partnership.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Υπόμνημα για την επιστημονική αξιολόγηση

σχετικά με την απαίτηση υποκατάστασης που καθορίζεται στο άρθρο 4 της πρότασης για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

Στόχος του παρόντος υπομνήματος είναι η ανασκόπηση των χαρακτηριστικών επικινδυνότητας, της απόκρισης στην δόση, των κύριων οδών εκθέσεως καθώς και των γενικών εκτιμήσεων της επικινδυνότητας των ουσιών που εμπίπτουν στην απαίτηση που καθορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 της προτεινόμενης οδηγίας. Tο υπόμνημα περιγράφει επίσης το μερίδιο των αποβλήτων των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (WEEE) στους γενικούς κινδύνους καθώς και την προτεινόμενη στρατηγική για τον περιορισμό ή τον μηδενισμό των κινδύνων αυτών.

Οι υπό εξέτασιν ουσίες έχουν εκτιμηθεί, όσον αφορά τους κινδύνους που συνεπάγονται, από σειρά εθνικών αρχών ή αρμόδιων διεθνών οργανισμών, όπως είναι η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ), ο Διεθνής Οργανισμός Ερευνών για τον Καρκίνο (IARC), ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (OΟΣΑ), κ.λπ. Η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της επικινδυνότητας βασίζεται στις εκτιμήσεις και στην επιστημονική αξιολόγηση από την υπεύθυνη εθνική αρχή και/ή αρμόδιες διεθνείς αρχές ή οργανισμούς, με συνεκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της. Λαμβάνει επίσης υπόψη τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα για τους κινδύνους που συνεπάγονται οι ουσίες αυτές.

1. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

Κάδμιο

Βάσει της οδηγίας του Συμβουλίου 67/548/EΟΚ σχετικά με την ταξινόμηση, την συσκευασία και την επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών, η ταξινόμηση του καδμίου και των ενώσεων καδμίου είναι η ακόλουθη:

R20/21/22: Επιβλαβές όταν εισπνέεται, σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως (οι περισσότερες ενώσεις καδμίου).

- R23/25: Toξικό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως (ορισμένες ενώσεις καδμίου).

- R33: Κίνδυνος αθροιστικών επιδράσεων (ορισμένες ενώσεις του καδμίου).

- R40: Πιθανοί κίνδυνοι μονίμων επιδράσεων (ορισμένες ενώσεις του καδμίου).

- R45: Mπορεί να προκαλέσει καρκίνο (χλωριούχο κάδμιο).

- R49: Mπορεί να προκαλέσει καρκίνο όταν εισπνέεται (οξείδιο του καδμίου).

Μόλυβδος

Βάσει της οδηγίας του Συμβουλίου 67/548/EΟΚ για την ταξινόμηση, την συσκευασία και την επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών, η ταξινόμηση του μολύβδου και των ενώσεων μολύβδου είναι η ακόλουθη:

- R20/22 : Επιβλαβές όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως

- R33 : Κίνδυνος αθροιστικών επιδράσεων

- R 61: Mπορεί να βλάψει το έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης

- R 62: Πιθανός κίνδυνος για εξασθένιση της γονιμότητας

- Toξικό για την αναπαραγωγή, κατηγορία 1 βάσει της οδηγίας του Συμβουλίου 67/548/EΟΚ (παράρτημα 6)

Υδράργυρος

Βάσει της οδηγίας του Συμβουλίου 67/548/EΟΚ σχετικά με την ταξινόμηση, την συσκευασία και την επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών, η ταξινόμηση του υδραργύρου και των ενώσεων υδραργύρου είναι η ακόλουθη:

Οι ενώσεις υδραργύρου ταξινομούνται ως εξής:

- R23/24/25: Toξικό όταν εισπνέεται, σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως

- R33: Κίνδυνος αθροιστικών επιδράσεων

Τα αλκύλια του υδραργύρου και οι ανόργανες ενώσεις του υδραργύρου ταξινομούνται ως εξής:

- R26/27/28: Πολύ τοξικό όταν εισπνέεται, σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως

- R33: Κίνδυνος αθροιστικών επιδράσεων

Χρώμιο VI

Βάσει της οδηγίας του Συμβουλίου 67/548/EΟΚ σχετικά με την ταξινόμηση, την συσκευασία και την επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών, η ταξινόμηση των ενώσεων του χρωμίου (VI), με την εξαίρεση του χρωμικού βαρίου και των ενώσεων που προσδιορίζονται σε άλλα σημεία του παρόντος παραρτήματος, είναι η εξής:

- Καρκινογόνος, Κατηγορία 2 βάσει της οδηγίας του Συμβουλίου 67/548/EΟΚ (παράρτημα 6)

- R49: Mπορεί να προκαλέσει καρκίνο όταν εισπνέεται

- R43: Mπορεί να προκαλέσει ευαισθητοποίηση σε επαφή με το δέρμα

- R50/53: Πολύ τοξικό για τους υδρόβιους οργανισμούς, μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον

ΠΟΛΥΒΡΩΜΙΩΜΕΝΑ ΔΙΦΑΙΝΥΛΙΑ (PBB) και ΠΟΛΥΒΡΩΜΙΩΜΕΝΟΙ ΔΙΦΑΙΝΥΛΑΙΘΕΡΕΣ (PBDE)

Οι ουσίες PBB, πεντα -, οκτα - και δεκαBDE δεν ταξινομούνται βάσει της οδηγίας του Συμβουλίου 67/548/EΟΚ σχετικά με την ταξινόμηση, την συσκευασία και την επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών.

2. ΔΟΣΗ (ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ) - ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΣΗΣ (ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ)

2.1 Δυσμενείς επιδράσεις στην υγεία του ανθρώπου

Τα επιστημονικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι το κάδμιο, ο μόλυβδος και ο υδράργυρος δεν διαδραματίζουν γνωστό χρήσιμο ρόλο στους βιο - οργανισμούς.

Κάδμιο

Το κάδμιο βιοσυσσωρεύεται στον ανθρώπινο οργανισμό στο σώμα του ανθρώπου και ιδίως στα νεφρά, στα οστά και στο αίμα, ενισχύοντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, την εν γένει τοξικότητά του. Ο χρόνος υποδιπλασιασμού του είναι 10-30 έτη. Οι κύριες αναφερθείσες δυσμενείς επιπτώσεις είναι νεφρική δυσλειτουργία, αυξητικές διαταραχές, σκελετικές βλάβες και αναπαραγωγικές ανεπάρκειες. Υπάρχουν επίσης υπόνοιες ότι το κάδμιο προκαλεί καρκίνο του ήπατος, των πνευμόνων και του προστάτη. Ο Διεθνής Οργανισμός Έρευνας για τον Καρκίνο (International Agency for Research on Cancer - IARC) κατέταξε το κάδμιο στις καρκινογόνες για τον άνθρωπο ουσίες (κατηγορία I κατά IARC).

Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) καθόρισε προσωρινή ανεκτή εβδομαδιαία δόση για το κάδμιο 7ϴg/kg σωματικού βάρους (περίπου 70 ϴg/ημέρα για ενήλικο άτομο).

Μόλυβδος

Ο μόλυβδος αποτελεί συσσωρευόμενο γενικό δηλητήριο, ενώ οι έγκυοι γυναίκες, τα έμβρυα, τα βρέφη και τα παιδιά ηλικίας μέχρι 6 ετών είναι οι πλέον ευπρόσβλητες ομάδες (ΠΟΥ 1995, ΠΟΥ 1996). Ο μόλυβδος μπορεί να προκαλέσει βλάβες τόσο στο κεντρικό όσο και στο περιφερειακό νευρικό σύστημα του ανθρώπου. Έχουν επίσης παρατηρηθεί επιδράσεις στο ενδοκρινικό σύστημα. Ο μόλυβδος δύναται να έχει αρνητικές επιδράσεις σε σειρά συστημάτων του ανθρώπινου οργανισμού, ιδίως στο νευρικό σύστημα, στο αιματικό σύστημα και στα νεφρά. Επιπλέον, ο μόλυβδος πιθανότατα έχει πιθανή καρκινογόνο δράση στον άνθρωπο, ενώ υπάρχουν επαρκείς σχετικές ενδείξεις από πειράματα στα ζώα.

Το 1986, η ΠΟΥ καθόρισε «προσωρινή ανεκτή εβδομαδιαία δόση» (Provisional tolerable weekly intake - PTWI) για τα παιδιά, ύψους 25 μg/kg σωματικού βάρους. Τα παιδιά που προσλαμβάνουν μόλυβδο σε ποσότητες που υπερβαίνουν την τιμή αυτή, εκτίθενται, ως εκ τούτου, σε συγκεντρώσεις που ενδέχεται να προκαλέσουν βλάβες της υγείας. Η PTWI για τους ενήλικες μειώθηκε το 1992 από την ΠOΥ, από τα 50 μg/kg σωματικού βάρους, στα 25 μg/kg σωματικού βάρους (για τα παιδιά) με στόχο την προστασία των παιδιών στο στάδιο του εμβρύου.

Όπως αναφέρεται στη γνώμη της Επιστημονικής Επιτροπής για την Τοξικότητα, την Οικοτοξικότητα και το Περιβάλλον (Scientific Committee on Toxicity, Ecotoxicity and the Environment - CSTEE), της 5ης Mαϊου, σχετικά με την «Δανική κοινοποίηση για τον μόλυβδο», δεν αρκούν τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία για να καταδειχθούν τελεσίδικα τα ασφαλή επίπεδα παρουσίας του μολύβδου στο αίμα. Η πληθυσμιακή ομάδα των μικρών παιδιών θεωρείται εκτεθειμένη. Σε μικρά παιδιά έχουν αναφερθεί ανεπαίσθητες επιδράσεις σε επίπεδα κάτω των 100 μg/l αίματος. Η CSTEE θα επανέλθει στο ζήτημα αυτό σε μεταγενέστερη γνωμοδότησή της.

Υδράργυρος

Στον άνθρωπο, ο υδράργυρος δύναται να προσβάλει ιδίως τον εγκέφαλο και ειδικότερα τα τμήματά του που ελέγχουν την όραση, τον συντονισμό και την ισορροπία. Έχει καταδειχθεί ότι στις εγκύους γυναίκες ο μεθυλιωμένος υδράργυρος δύναται να μεταδοθεί μέσω του πλακούντος στο έμβρυο, οπότε το παιδί ενδέχεται, σε σοβαρές περιπτώσεις, να γεννηθεί με βλάβες του εγκεφάλου και να παρουσιάσει διανοητική καθυστέρηση.

Η ΠOΥ καθόρισε «Προσωρινή ανεκτή ημερήσια δόση» (PTWI) 5 μg/kg σωματικού βάρους για τον υδράργυρο, από την οποία ο μεθυλιωμένος υδράργυρος δεν δύναται να υπερβαίνει τα 3,3 μg.

PBB και PBDE

Οι χαμηλής βρωμίωσης και τεχνικού βαθμού καθαρότητας ενώσεις PBDE παρουσιάζουν επιδράσεις, κατά κύριο λόγο στο ήπαρ, αλλά και στην θυρεοειδή ορμόνη. επίσης επηρεάζουν την συμπεριφορά των πειραματοζώων. Έχουν μεγάλη διάδοση στο περιβάλλον, στο αίμα του ανθρώπου και στο μητρικό γάλα. Οι υψηλής βρωμίωσης ενώσεις που περιέχονται στους τεχνικής καθαρότητας οκταBDE και δεκαBDE είναι δυσαποδόμητες, επηρεάζουν την αναπαραγωγή και έχουν δυνητική καρκινογόνο δράση στο ήπαρ. Υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα που στηρίζουν την υπόθεση ότι οι εν λόγω ουσίες μπορούν να μετασχηματισθούν σε χαμηλής βρωμίωσης ενώσεις.

Οι χαμηλής βρωμίωσης ενώσεις PBB έχουν μεγάλη τοξικότητα και επιδράσεις που μοιάζουν με αυτές των χλωριωμένων διοξινών και του PCB. Όπως και με τους PBDE, υπάρχουν λόγοι που συνηγορούν υπέρ ενός δυνητικού μετασχηματισμού του δέκαBB - της τεχνικής καθαρότητας ένωσης PBB - σε χαμηλής βρωμίωσης διφαινίλια, τα οποία είναι εξίσου τοξικά. Έχει καταδειχθεί ότι οι PBDE μπορούν επίσης να δράσουν ως ενδοκρινικοί διαταράκτες.

Στην περίπτωση των πενταBDE και ώκταBDE, η μεγαλύτερη έκθεση, κατά την διάρκεια πειραμάτων σε ζώα, η οποία δεν προκάλεσε επιβλαβείς επιδράσεις (NOAEL) ήταν, για τους αρουραίους και τα κουνέλια, 1-2 mg/kg ημερησίως.

2.2 Δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον

Κάδμιο

Μεταξύ των επιδράσεων του καδμίου στα χερσαία και τα υδρόβια ζώα περιλαμβάνεται η οξεία και η χρόνια τοξικότητα. Οι σημαντικότερες ενδείξεις δηλητηρίασης των θηλαστικών από το κάδμιο είναι η αναιμία, οι διαταραχές της αναπαραγωγικότητας, η διεύρυνση των αρθρώσεων, το πτωχό τρίχωμα, οι αυξητικές διαταραχές καθώς και οι βλάβες στο ήπαρ και στα νεφρά. Η έκθεση ιχθύων σε υψηλές συγκεντρώσεις καδμίου προκαλεί έλλειψη ασβεστίου και χαμηλές συγκεντρώσεις αιμοσφαιρίνης στο αίμα. Τοξικές επιδράσεις σε μικροοργανισμούς, με αναστολή της αύξησης, διαπιστώνονται με συγκεντρώσεις του καδμίου σε χαμηλά επίπεδα, της τάξεως των 0.25 mg/l.

Μόλυβδος

Ο μόλυβδος συσσωρεύεται στο περιβάλλον και έχει οξείες και χρόνιες επιδράσεις στα φυτά, στα ζώα και στους μικροοργανισμούς. Στους μικροοργανισμούς, τοξικές επιδράσεις παρατηρούνται από χαμηλές συγκεντρώσεις, περίπου 1 mg/l. Ο μόλυβδος δεν φαίνεται να συσσωρεύεται σημαντικά στους ιχθύες, αυτό όμως συμβαίνει σε ορισμένα οστρακοειδή, όπως τα μύδια.

Υδράργυρος

Τα ζώα που χρησιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό στην τροφική άλυσο είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένα σε υδραργυρική δηλητηρίαση, λόγω της ικανότητας του υδραργύρου να συσσωρεύεται σε οργανισμούς μέσω της τροφικής αλύσου. Ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα μεγάλος για τα πτηνά. Η υδραργυρική δηλητηρίαση θεωρείται υπεύθυνη για το γεγονός ότι πολλά ήδη πτηνών απειλούνται με εξαφάνιση. Τα πτηνά που τρέφονται σε υδάτινα περιβάλλοντα εκτίθενται σε κρίσιμα φορτία υδραργύρου. Aπό σουηδική επιστημονική μελέτη προκύπτει ότι οι κατά 2-10 φορές μεγαλύτερες από τα σημερινά επίπεδα συγκεντρώσεις υδραργύρου στο έδαφος, πιθανότατα θα επηρεάσουν την βιολογική αποδομητική δράση στο έδαφος.

Bρωμιωμένα επιβραδυντικά φλόγας

Οι χαμηλής βρωμίωσης ενώσεις PBDE τεχνικής καθαρότητας, οι οποίες περιέχουν κυρίως πένταBDE, είναι δυσαποδόμητες, βιοσυσσωρευτικές και τοξικές στο υδάτινο περιβάλλον. Οι πένταBDE είναι δυσαποδόμητοι, τόσο μικροβιακά, όσο και αβιοτικά, στο νερό και στην ατμόσφαιρα. Ειδικότερα, οι τετρα - και πενταPBDE, έχουν μεγάλη ικανότητα βιοσυσσώρευσης, με συντελεστή βιοσυγκέντρωσης μεταξύ 5,000 και 35,000. Δεν έχει καταδειχθεί σημαντική βιοσυσσώρευση για τους οκταBDE και δέκαBDE. Oι οκταBDE - και δέκαBDE είναι δυσαποδόμητοι, τόσο μικροβιακά όσο και αβιοτικά, στο νερό και στην ατμόσφαιρα. Ωστόσο, προκειμένου περί του δέκαBDE, έχει δειχθεί διαδοχική αποβρωμίωση στο υπεριώδες φως και στο ηλιακό φως.

3. EΚΤΊΜΗΣΗ ΤΗΣ ΈΚΘΕΣΗΣ

Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα σχετικά με την έκθεση δεν καλύπτουν πάντοτε το σύνολο της Κοινότητας. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις σημαντικών διαφορών έκθεσης όσον αφορά την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.

Κάδμιο

Ο άνθρωπος εκτίθεται στο κάδμιο μέσω της κατανάλωσης μολυσμένων τροφίμων ή της εισπνοής σωματιδίων καδμίου. Tο δεύτερο ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση της επαγγελματικής έκθεσης. Ο γενικός πληθυσμός των εκβιομηχανισμένων χωρών παρουσιάζει ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα πρόσληψης καδμίου. Από μελέτες προκύπτει ότι σε ορισμένες χώρες, όπως στο Βέλγιο, περίπου το 10% του γενικού πληθυσμού παρουσιάζει συγκεντρώσεις καδμίου στο σώμα ικανές να προκαλέσουν νεφρικές δυσλειτουργίες. Εξάλλου, προκύπτει από μελέτες ότι οι συγκεντρώσεις καδμίου στην γεωργική γη, στα δημητριακά και στα οστά και νεφρά του ανθρώπου, έχουν αυξηθεί σημαντικά τον τελευταίο αιώνα. Χαμηλότερες συγκεντρώσεις καδμίου σε συνδυασμό με μακρύτερες περιόδους έκθεσης μπορούν να προκαλέσουν χρόνια δηλητηρίαση με κάδμιο, προκαλώντας σειρά φυσιολογικών δυσλειτουργιών. Με βάση ελέγχους σε περισσότερα από χίλια άτομα για 10ετή περίοδο, πρόσφατη μελέτη (Staessen et alter, Aπρίλιος 1999) επιβεβαίωσε ότι η χαμηλή έως μέτρια έκθεση στο κάδμιο συνδέεται με απομετάλλωση του σκελετού, η οποία οδηγεί σε αύξηση της ευπάθειας των οστών και σε κίνδυνο καταγμάτων.

Μόλυβδος

Οι κύριες πηγές πρόσληψης μολύβδου στον άνθρωπο είναι τα τρόφιμα, το έδαφος και η σκόνη. Ο μόλυβδος υπεισέρχεται στα τρόφιμα κυρίως μέσω της ατμοσφαιρικής κατακάθισης μολύβδου στα φυτά, και σε μικρότερο βαθμό, μέσω της φυτικής απορρόφησης μολύβδου από το έδαφος. Η φυσική περιεκτικότητα του εδάφους σε μόλυβδο είναι χαμηλή, πλην όμως οι πολυετείς εκπομπές μολύβδου ηύξησαν τα παρατηρούμενα επίπεδα.

Ο μόλυβδος δύναται να εισέλθει στο περιβάλλον κατά την εξόρυξη, την επεξεργασία, την δια τήξεως εξαγωγή, τον καθαρισμό, την ανακύκλωση ή την τελική διάθεση. Γενικά, η αρχική οδός εισόδου στο περιβάλλον είναι η ατμόσφαιρα. Ο μόλυβδος δύναται επίσης να εισέλθει στην ατμόσφαιρα λόγω της διάβρωσης του εδάφους και από τα ηφαίστεια, πλην όμως οι πηγές αυτές είναι δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με τις ανθρωπογενείς αιτίες. Η μορφή του μολύβδου που εισέρχεται στην ατμόσφαιρα δεν είναι καθορισμένη. Ωστόσο, ο μεταλλικός μόλυβδος δύναται να απελευθερωθεί από μονάδες επεξεργασίας και καθαρισμού. Εάν απελευθερωθεί ή εναποτεθεί στο έδαφος, ο μόλυβδος συγκρατείται στο πάχους 2-5 cm ανώτερο στρώμα του εδάφους, και ιδίως σε εδάφη περιεκτικότητας 5% τουλάχιστον σε οργανικές ύλες ή pH 5 ή περισσότερο. Η έκπλυση δεν είναι σημαντική υπό φυσιολογικές συνθήκες, μολονότι υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Pb προσλαμβάνεται από ορισμένα φυτά. Γενικά, η πρόσληψη Pb από το έδαφος σε φυτά δεν είναι σημαντική. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, ο Pb μετασχηματίζεται στα λιγότερο διαλυτά θειικά, θειώδη φωσφορικά άλατα και οξείδια του μολύβδου. Ο μόλυβδος εισέρχεται στο νερό από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα, από τις απορροές ή από τα λύματα. μικρές είναι οι ποσότητες που μεταφέρονται από φυσικά μεταλλεύματα. Ο μόλυβδος αποτελεί σταθερό μέταλλο και σχηματίζονται προσκολλητικές στιβάδες προστατευτικών αδιάλυτων αλάτων που προστατεύουν το μέταλλο από περαιτέρω διάβρωση.

Στην πρόσφατη γνώμη της, η Επιστημονική Επιτροπή για την Τοξικότητα, την Οικοτοξικότητα και το Περιβάλλον (CSTEE) σημειώνει ότι η σταδιακή απαγόρευση της χρήσης μολύβδου στην βενζίνη μείωσε τον αεροφερόμενο μόλυβδο και θεωρείται πρωταρχικός λόγος για την μείωση των επιπέδων μολύβδου στο αίμα των παιδιών και των ενηλίκων.

Υδράργυρος

Ο περιβαλλοντικός μεθυλυδράργυρος προέρχεται, σε μεγάλο βαθμό, εάν όχι κατ' αποκλειστικότητα, από την μεθυλίωση ανοργάνου υδραργύρου. Ο ανόργανος υδράργυρος που διασκορπίζεται στο νερό μετασχηματίζεται σε μεθυλιωμένο υδράργυρο στα ιζήματα του βυθού. Οι μεθυλιωμένες ενώσεις του υδραργύρου είναι λιποδιαλυτές και, ως εκ τούτου, συσσωρεύονται εύκολα στους ζώντες οργανισμούς και συγκεντρώνονται μέσω της τροφικής αλύσου. Ο γενικός πληθυσμός εκτίθεται, κατά κύριο λόγο, στον μεθυλυδράργυρο μέσω της δίαιτας. Ο μεθυλιωμένος υδράργυρος συσσωρεύεται στον ανθρώπινο οργανισμό. Επίσης, ο ατμοσφαιρικός αέρας και το νερό, ανάλογα με τα επίπεδα μόλυνσης, ενδέχεται να συμμετέχουν σημαντικά στην ημερήσια πρόσληψη συνολικού υδραργύρου. Τα ψάρια και τα ιχθυοπροϊόντα αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή μεθυλυδραργύρου στην δίαιτα. Η περιεκτικότητα των ψαριών σε μεθυλιωμένο υδράργυρο κυμαίνεται ανάλογα με τη θέση του είδους στην τροφική άλυσο και την υδραργυρική μόλυνση του ενδιαιτήματος του συγκεκριμένου ψαριού. Έχουν διαπιστωθεί επίπεδα άνω των 1200 μg/kg στα εδώδιμα μέρη του καρχαρία, του ξιφία και του μεσογειακού τόνου. Παρόμοια επίπεδα έχουν διαπιστωθεί στον λούτσο (έσοξ), τον κυπρίνο και την πέρκα που ζουν σε μολυσμένα γλυκά ύδατα. Τα επίπεδα υδραργύρου στα ψάρια, ακόμη και για τους ανθρώπους που καταναλίσκουν μικρές μόνο ποσότητες (10-20 g ψαριού/ημέρα) μπορούν να αυξήσουν την πρόσληψη μεθυλυδραργύρου. Η κατανάλωση 200 g ψαριού περιεκτικότητας 500 μg υδραργύρου/kg θα έχει ως αποτέλεσμα την πρόσληψη 100 μg υδραργύρου. Η ποσότητα αυτή είναι το ήμισυ της συνιστώμενης προσωρινής ανεκτής εβδομαδιαίας δόσης (ΠΟΥ 1989).

PBB και PBDE

Η παρουσία πολυβρωμιωμένων διαφαινυλίων (ΡΒΒ) σε δείγματα αρκτικής φώκιας υποδηλώνει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση των ουσιών αυτών. Οι κυριότερες γνωστές οδοί διείσδυσης των ΡΒΒ από σημειακές πηγές, στο υδάτινο περιβάλλον, είναι οι περιοχές όπου υπάρχουν μονάδες που χρησιμοποιούν ΡΒΒ, καθώς και οι χώροι υγειονομικής ταφής. Τα ΡΒΒ είναι σχεδόν αδιάλυτα στο νερό και ανευρίσκονται κυρίως στους βυθούς μολυσμένων λιμνών και ποταμών. Αφ ης στιγμής απελευθερωθούν στο περιβάλλον, μπορούν να φθάσουν στην τροφική άλυσο, όπου συγκεντρώνονται. Έχουν ανιχνευθεί ΡΒΒ σε ψάρια από διάφορες περιοχές. Η βρώση ιχθύων αποτελεί πηγή μεταφοράς ΡΒΒ στα θηλαστικά και στα πτηνά. Δεν έχει καταγραφεί πρόσληψη ή αποδόμηση ΡΒΒ από φυτά. Αντιθέτως, τα ΡΒΒ απορροφώνται εύκολα από τα ζώα και μολονότι έχει διαπιστωθεί ότι είναι εξαιρετικά δυσαποδόμητα στα ζώα, έχουν ανιχνευθεί μικρές ποσότητες μεταβολιτών των ΡΒΒ.

Όπως και με τους PBDE, είναι δυνατή η έκθεση του ανθρώπου και του περιβάλλοντος λόγω της χρήσεως προϊόντος, της ανακύκλωσης πλαστικών που περιέχουν ΡΒΒ και μετά από διάθεση σε χώρους υγειονομικής ταφής. Η απελευθέρωση είναι, πιθανότατα, αργή, όμως τα ΡΒΒ μπορούν να απελευθερωθούν μετά από φθορά υλικού που περιέχει ΡΒΒ.

Οι πενταBDE ανευρίσκονται ευρέως σε περιβαλλοντικά δείγματα από ιζήματα και έμβιους οργανισμούς. Από στοιχεία παρακολούθησης από την Βαλτική και αλλού, προκύπτουν υψηλότερες συγκεντρώσεις PBDE χαμηλής βρωμίωσης σε ανώτερες βαθμίδες της τροφικής αλύσου.

Ο άνθρωπος εκτίθεται, πιθανότατα, στους PBDE, μέσω οδών έκθεσης που είναι παρόμοιες με αυτές πολλών ουδέτερων λιπόφιλων οργανοαλογονούχων ενώσεων, όπως είναι οι συγγενείς των PCB ουσίες και οι σχετικές με το DDT ενώσεις, με τα τρόφιμα ως κύρια πηγή. Ωστόσο, και η εισπνοή PBDE σε αιωρούμενα σωματίδια σε ορισμένους χώρους εργασίας ενδέχεται να συμβάλλει στη έκθεση του ανθρώπου, ενώ η έκθεση σε PBDE από την αέρια φάση είναι, πιθανότατα, ήσσονος σημασίας, λόγω των χαμηλών πιέσεων ατμών των εν λόγω ενώσεων. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η δίαιτα αποτελεί άλλη πηγή έκθεσης για τους PBDE.

Χρώμιο VI

Σε σύγκριση με τα υπό εξέτασιν βαρέα μέταλλα (μόλυβδος, κάδμιο, υδράργυρος), λιγότερα είναι τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με την έκθεση στο χρώμιο (VI). Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά επικινδυνότητας του χρωμίου (VI) γεννούν περισσότερες ανησυχίες απ' ό,τι στην περίπτωση του μολύβδου, του καδμίου και του υδραργύρου. Συνιστάται επομένως να υιοθετηθεί και για το χρώμιο (VI) η ίδια προσέγγιση μείωσης της επικινδυνότητας που ακολουθήθηκε και για τις υπόλοιπες υπό εξέτασιν ουσίες.

4. Χαρακτηρισμός κινδύνων

Κάδμιο

Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) θέσπισε προσωρινή ανεκτή εβδομαδιαία δόση για το κάδμιο, 7 ϴg/kg σωματικού βάρους (περίπου 70 ϴg ημερησίως για έναν ενήλικα). Οι μέσες ημερήσιες δόσεις κυμαίνονται σημαντικά: από 10 έως 40 ϴg, έως πολλές εκατοντάδες ϴg, στις περιοχές υψηλής ρύπανσης. Τα εν λόγω επίπεδα έκθεσης δεν φαίνεται να θεωρούνται ανεκτά, σύμφωνα με σκανδιναβική μελέτη (Επιπτώσεις στην υγεία από την έκθεση στο κάδμιο - επισκόπηση της βιβλιογραφίας και εκτίμηση των κινδύνων, 1998). Στη σουηδική μελέτη διαπιστώνεται ότι μια ημερήσια μέση δόση 70 ϴg θα είχε τα ακόλουθα αποτελέσματα: το 7% του ενήλικος γενικού πληθυσμού και ποσοστό έως και 17% των ομάδων υψηλού κινδύνου, όπως είναι οι γυναίκες με χαμηλά επίπεδα σιδήρου, αναμένεται να αναπτύξουν αλλοιώσεις των νεφρών προκληθείσες από το κάδμιο. Ακόμη και μια μέση ημερήσια δόση 30 μικρογραμμαρίων θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβες στους νεφρικούς σωλήνες σε ποσοστό 1% του πληθυσμού και μέχρι 5% των ειδικών ομάδων υψηλού κινδύνου. Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, περίπου το 10-40% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας στην Σουηδία έχουν μηδαμινά επίπεδα σιδήρου (S-φερριτίνη <12 ϴg/l) και, ως εκ τούτου, εντάσσονται στις ειδικές πληθυσμιακές ομάδες υψηλού κινδύνου.

Μόλυβδος

Το 1986, η ΠΟΥ θέσπισε «Προσωρινή ανεκτή εβδομαδιαία δόση» (PTWI) για τα παιδιά, 25 μg/kg σωματικού βάρους. Ως εκ τούτου, τα παιδιά που προσλαμβάνουν μόλυβδο σε ποσότητες που υπερβαίνουν την τιμή αυτή, εκτίθενται σε επικίνδυνες για την υγεία συγκεντρώσεις. Η PTWI για τους ενήλικες μειώθηκε το 1992 από την ΠΟΥ, από 50 μg/kg σωματικού βάρους σε 25 μg/kg σωματικού βάρους (όπως και για τα παιδιά) με στόχο την προστασία των εμβρύων. Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν ασφαλή επίπεδα μολύβδου στο αίμα, ιδίως για τα παιδιά.

Στον γενικό μη καπνίζοντα ενήλικα πληθυσμό και στα μεγαλύτερα παιδιά, η κύρια πηγή πρόσληψης μολύβδου είναι τα τρόφιμα, ενώ η υπολογιζόμενη πρόσληψη κυμαίνεται γύρω στα 10 ϴg/ημερησίως (ΠΟΥ 1995). Στη Δανία, η εκτιμώμενη μέση διαιτητική πρόσληψη για τους ενήλικες (1988-1992) ήταν 27 ϴg/ημερησίως, ενώ το 95ο εκατοστημόριο ανήλθε σε 46 ϴg/ημερησίως (LST 1995). Η διαιτητική πρόσληψη μειώθηκε την τελευταία πενταετή περίοδο (1993-1997) (αδημοσίευτα αποτελέσματα VFD), πλην όμως δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι ορισμένες ομάδες παραμένουν εκτεθειμένες.

Στην πρόσφατη γνωμοδότησης της, η Επιστημονική Επιτροπή για την Τοξικότητα, την Οικοτοξικότητα και το Περιβάλλον (CSTEE) αναφέρει ότι πρόσφατες μετρήσεις των επιπέδων του μολύβδου στο αίμα παιδιών στις Κάτω Χώρες υποδηλώνουν ότι για το 3,3% περίπου των παιδιών ηλικίας μεταξύ 1 και 12 ετών, σημειώνεται υπέρβαση της τιμής των 100 ϴg/l. Επιπλέον, η CSTEE δήλωσε ότι επιδημιολογικά δεδομένα για τις επιπτώσεις του μολύβδου στην υγεία των παιδιών υποδηλώνουν ότι ακόμη και με επίπεδα παρουσίας μολύβδου στο αίμα κάτω των 100 ϴg/l, ελλοχεύει ο κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών. Η CSTEE θα επανεξετάσει στο μέλλον την καταλληλότητα των υφιστάμενων τιμών που καθόρισε η ΠΟΥ.

Υδράργυρος

Η ΠΟΥ καθόρισε «Προσωρινή ανεκτή εβδομαδιαία δόση» (PTWI) 5 μg/kg σωματικού βάρους για τον υδράργυρο, όπου ο μεθυλιωμένος υδράργυρος δεν δύναται να υπερβαίνει τα 3,3 μg. Η πρόσληψη υδραργύρου από τα τρόφιμα εκτιμήθηκε, από τον Δανικό Εθνικό Οργανισμό Τροφίμων, σε περίπου 55 μg/εβδομάδα (περίπου 0,8 μg/kg σωματικού βάρους) για τον μέσο Δανό. Μολονότι αυτό σημαίνει ότι ο μέσος Δανός δεν βρίσκεται στην ζώνη κινδύνου, εκτιμάται ότι για τις εγκύους γυναίκες το περιθώριο ασφαλείας δεν αρκεί.

PBB και PBDE

Σε ψάρια των γλυκών υδάτων, όπως ο λούτσος (έσοξ), η πέρκα και το χέλι, παρατηρήθηκαν υψηλές συγκεντρώσεις τετρα- και πενταBDE. Στο γάλα Σουηδών μητέρων, οι συγκεντρώσεις παρουσίασαν εκθετική αύξηση από την δεκαετία του 70. Οι οκταBDE μετρήθηκαν στον αέρα εσωτερικών χώρων όπου βρίσκονταν ηλεκτρονικές συσκευές με επιβραδυντικά της φλόγας, όπως υπολογιστές και δέκτες τηλεόρασης. Σε κατηγορίες εργαζομένων που χειρίζονται υπολογιστές, διαπιστώθηκαν ηυξημένες συγκεντρώσεις οκταBDE στο αίμα.

Στην περίπτωση των πενταBDE και οκταBDE, η υψηλότερη αβλαβής έκθεση που παρατηρήθηκε σε πειράματα με ζώα ήταν, για τους αρουραίους και τα κουνέλια, 1-2 mg/kg ημερησίως. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι τα δεδομένα αυτά τα σχετικά με τα πειράματα σε ζώα δεν στηρίζονται σε εφ όρου ζωής έκθεση, όπως θα έπρεπε προκειμένου τα αποτελέσματα να είναι συγκρίσιμα με την έκθεση του ανθρώπου.

5. Συμμετοχή των WEEE στους γενικούς κινδύνους

5.1 Τρέχουσα χρήση των υπό εξέτασιν ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΕΗΗΕ)

Κάδμιο

Είναι γνωστό ότι στα τυπωμένα κυκλώματα το κάδμιο περιέχεται σε ορισμένα μέρη, όπως στους αντιστάτες από τσιπ SMD, στους υπέρυθρους ανιχνευτές και στους ημιαγωγούς. Οι παλαιότεροι τύποι καθοδικών σωλήνων περιέχουν κάδμιο. Επιπλέον, το κάδμιο έχει χρησιμοποιηθεί ως σταθεροποιητής στα PVC.

Μόλυβδος

Ποσοστό μεταξύ 1,5% και 2,5% όλων των εφαρμογών μολύβδου χρησιμοποιείται στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (ΕΗΗΕ). Άλλες κύριες χρήσεις είναι οι συστοιχίες (63%), τα εξωθημένα προϊόντα, όπως είναι οι σωλήνες ή τα δομικά προϊόντα (9%), πρόσθετα της βενζίνης (2%), χρώματα, σταθεροποιητές στα PVC, κ.λπ.. Οι κύριες εφαρμογές μολύβδου στα ΕΗΗΕ περιλαμβάνουν τα συγκολλητικά κράματα των τυπωμένων κυκλωμάτων, το γυαλί των καθοδικών σωλήνων, τα συγκολλητικά κράματα και το γυαλί των λαμπτήρων φωτισμού και των σωλήνων φθορισμού.

Οι καθοδικοί σωλήνες ενός προσωπικού υπολογιστή περιέχουν περίπου 0,4 kg μολύβδου στο γυαλί, ενώ μια συσκευή TV περίπου 2 kg μολύβδου. Το οξείδιο του μολύβδου στους σωλήνες αυτούς αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο ποσοστό μολύβδου στα WEEE. Στους καθοδικούς σωλήνες, ο μόλυβδος περιέχεται υπό μορφήν πυριτικών αλάτων. Ένας λαμπτήρας φωτισμού περιέχει περίπου 0,3 και 1 g μολύβδου στο κράμα μολύβδου-κασσιτέρου και 0,5 έως 1 g πυριτικού μολύβδου στο γυαλί (κατά μέσον όρο 1,5 g μολύβδου στο συγκολλητικό κράμα και στο γυαλί). Στη Σουηδία η εφαρμογή αυτή αντιστοιχεί στη χρήση περίπου 100 t μολύβδου ετησίως. Τα συγκολλητικά κράματα στα τυπωμένα κυκλώματα περιέχουν περίπου 50 g/m2.

Υδράργυρος

Το σύνολο της ανθρωπογενούς απελευθέρωσης υδραργύρου στην ατμόσφαιρα ανέρχεται περίπου σε 2000-3000 τόννους ετησίως. Εκτιμάται ότι από την ετήσια παγκόσμια κατανάλωση υδραργύρου, το 22% χρησιμοποιείται στα ΕΗΗΕ. Ο υδράργυρος χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στους θερμοστάτες, στους αισθητήρες, στους ηλεκτρονόμους και στους διακόπτες (π.χ. σε τυπωμένα κυκλώματα και σε μετρητικό εξοπλισμό και στους λαμπτήρες εκκένωσης). Επιπλέον, χρησιμοποιείται στον ιατρικό εξοπλισμό, στην διαβίβαση δεδομένων, στις τηλεπικοινωνίες και στα κινητά τηλέφωνα. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και μόνο στους αισθητήρες θέσεως χρησιμοποιούνται 300 τόννοι υδραργύρου.

PBDE και PBB

Σήμερα τα βρωμιωμένα επιβραδυντικά φλόγας ενσωματώνονται συχνά σε ηλεκτρονικά προϊόντα ως μέσο προστασίας από την ευφλεκτότητα, και η χρήση αυτή αποτελεί την κυριότερη χρήση των εν λόγω ουσιών. Τα πολυβρωμιωμένα διφαινύλια (PBB) και οι πολυβρωμιωμένοι διφαινυλαιθέρες (PBDE) αντιπροσωπεύουν το 1% και 9% αντιστοίχως. Οι τρεις ομάδες PBDE που διατίθενται στο εμπόριο είναι οι πεντα-, οκτα- και δεκαβρωμοδιφαινυλαιθέρες. Χρησιμοποιούνται κυρίως σε τέσσερις εφαρμογές: τυπωμένα κυκλώματα, κατασκευαστικά στοιχεία όπως σύνδεσμοι, στα πλαστικά καλύμματα και στα καλώδια. Σύμφωνα με δανική εκτίμηση, τα WEEE αντιπροσωπεύουν περίπου το 78% του συνόλου της παρουσίας βρωμιωμένων επιβραδυντικών φλόγας στα απόβλητα.

5.2 Προβλήματα που συνδέονται με την τρέχουσα διαχείριση των WEEE

Οι επικίνδυνες ουσίες στα ΕΗΗΕ παραμένουν ως επί το πλείστον στο είδος εξοπλισμού κατά την φάση της χρήσης του και κατ' αυτόν τον τρόπο δεν συμβάλλουν σημαντικά στην έκθεση. Η μόλυνση του περιβάλλοντος από την χρήση των επικίνδυνων αυτών ουσιών στα ΕΗΗΕ μπορεί να επέλθει κατά την φάση της παραγωγής και της διάθεσης των αποβλήτων.

Κατά την φάση της παραγωγής, χρειάζεται η λήψη μέτρων προστασίας προκειμένου να μειώνεται η έκθεση των εργαζομένων στα βαρέα μέταλλα.

Σήμερα, άνω του 90% των WEEE υφίσταται τελική διάθεση σε χώρους ταφής, αποτεφρώνεται ή κατατεμαχίζεται χωρίς προεπεξεργασία. Αυτό οδηγεί σε σημαντικά επίπεδα εκπομπών των υπό εξέτασιν ουσιών στο περιβάλλον. Συνήθως τα μικρά WEEE, των οποίων η τελική διάθεση μπορεί να γίνει με τα συνήθη αστικά απόβλητα, καταλήγουν απευθείας στους αποτεφρωτήρες ή στους χώρους υγειονομικής ταφής. Το ποσοστό των εν λόγω επιλογών διαχείρισης των αποβλήτων διαφέρει σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο (Δανία: 90% αποτέφρωση, 10% ταφή. Ελλάδα: 100% ταφή).

Αποτέφρωση των WEEE

Η αποτέφρωση των WEEE συμβάλλει σημαντικά στις συνολικές εκπομπές μολύβδου από τους αποτεφρωτές. Ο μόλυβδος από τα WEEE αντιπροσωπεύει το 50%, περίπου, των εισροών μολύβδου στους αποτεφρωτές.

Μετά την αποτέφρωση, το 65% του μολύβδου ανευρίσκεται στις σκωρίες, το 35% στα κατάλοιπα και το 1% στον ατμοσφαιρικό αέρα.

* Από πρόσφατες μελέτες εκτιμάται ότι οι εκπομπές στην Κοινότητα από την αποτέφρωση των αποβλήτων ανέρχονται σε 36 τόννους ετησίως για τον υδράργυρο και 16 τόννους ετησίως για το κάδμιο.

* Λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας των WEEE σε μέταλλα, σημαντικές ποσότητες σκωρίας πρέπει να χαρακτηρίζονται ως επικίνδυνες. Κατά συνέπεια, η σκωρία πρέπει να υφίσταται υγειονομική ταφή σε κατάλληλους χώρους ταφής επικίνδυνων αποβλήτων. Η μη μολυνθείσα σκωρία μπορεί να χρησιμοποιείται ως κατασκευαστικό υλικό.

* Λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς τους σε βαρέα μέταλλα, οι πτητικές τέφρες και τα κατάλοιπα, που, γενικά, είναι αναμεμειγμένα, πρέπει να διατίθενται σε ελεγχόμενους χώρους υγειονομικής ταφής. Ως εκ τούτου, η διασπορά βαρέων μετάλλων στο περιβάλλον είναι δυνατή.

Η επικείμενη οδηγία για την αποτέφρωση των αποβλήτων (κοινή θέση 7/2000, της 25.11.99) προβλέπει αυστηρές οριακές τιμές εκπομπών, οι οποίες αναμένεται να έχουν ως αποτέλεσμα την σημαντική μείωση των εκπομπών διαφόρων ρύπων στην ατμόσφαιρα. Η οδηγία αυτή θα υποκαταστήσει την οδηγία 89/369/EΟΚ της 8ης Ιουνίου 1989 σχετικά με την πρόληψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων και την οδηγία 89/429/ΕΟΚ της 21ης Ιουνίου 1989 σχετικά με την μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων. Ωστόσο, όσο περισσότερο μειώνονται οι εκπομπές, τόσο περισσότερο θα αυξάνεται η συγκέντρωση ρύπων στην τέφρα του κλιβάνου, στην πτητική τέφρα και στα κατάλοιπα από τον καθαρισμό των απαερίων. Η παρουσία των εν λόγω ρύπων στα κατάλοιπα δημιουργεί προβλήματα διαχείρισης των αποβλήτων καθώς και προϋποθέσεις διασποράς των ρύπων στο περιβάλλον, αυξάνοντας, ως εκ τούτου, τους κινδύνους έκθεσης στις εν λόγω ουσίες. Στην πρόσφατη γνώμη της, η CSTEE σημειώνει ότι ενδέχεται να απαιτείται η διάθεση, σε χώρους υγειονομικής ταφής, της σκωρίας και της τέφρας κλιβάνου που περιέχει μόλυβδο. Το γεγονός αυτό δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας αργής έκπλυσης. Μολονότι οι επιπτώσεις ενδέχεται να είναι μικρές, αυτές μπορούν να επηρεάσουν την επίτευξη των περί αειφορίας στόχων. Η CSTEE επισημαίνει επίσης ότι πρέπει να αντιμετωπισθεί το ζήτημα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των πτητικών τεφρών.

Η εισαγωγή (μικρών) WEEE σε αποτεφρωτές έχει ως αποτέλεσμα υψηλές συγκεντρώσεις μετάλλων, συμπεριλαμβανομένων των βαρέων μετάλλων, στην σκωρία, στα απαέρια ή στην πίττα φίλτρου [66]. Σύμφωνα με ολλανδική μελέτη [67], σχεδόν το σύνολο της τέφρας κλιβάνου που παράγεται στις Κάτω Χώρες (περίπου 600.000 τόνοι το 1995) διοχετεύεται στις οδικές κατασκευές, όπου χρησιμοποιείται ως υλικό πληρώσεως. Προκειμένου να χρησιμοποιείται κατά τρόπο περιβαλλοντικά ασφαλή, η τέφρα κλιβάνου πρέπει να ανταποκρίνεται σε ορισμένες τεχνικές προδιαγραφές, ιδίως δε αυτές που αφορούν την έκπλυση. Ακόμη και όταν οι τέφρες κλιβάνου που περιέχουν ορισμένες συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων καθαρίζονται ειδικά προς τούτο, δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο ως κατασκευαστικό υλικό με πρόσθετες προδιαγραφές περιβαλλοντικής ασφάλειας. Έχει υπολογιστεί ότι εάν οι μικρές οικιακές ηλεκτρικές συσκευές δεν αποτεφρώνονταν πλέον με τα υπόλοιπα απόβλητα, η περιεκτικότητα σε χαλκό, μόλυβδο, νικέλιο και άλλα μέταλλα θα μπορούσε να μειωθεί σε τέτοιο βαθμό ούτως ώστε οι τέφρες του κλιβάνου να εμπίπτουν στις ολλανδικές προδιαγραφές έκπλυσης και, κατά συνέπειαν, να είναι δυνατή η ανακύκλωσή τους στα κατασκευαστικά έργα.

[66] Λόγου χάριν, τα μικρά WEEE αποτελούν την πηγή του 40% της περιεκτικότητας σε χαλκό της τέφρας κλιβάνου από την αποτέφρωση των στερεών αστικών αποβλήτων (πρβλ Modelmatige analyse van integraal verbranden van klein chemisch afval en klein wit- en bruingoed (Κάτω Χώρες 1996), TNO rapport voor VROM/DGM (Directie Afvalstoffen)). Ένα από τα κύρια προβλήματα που συνδέονται με την αυξημένη περιεκτικότητα της σκωρίας των αποτεφρωτών σε χαλκό είναι η δυσκολία ανάκτησης, κατά τρόπο περιβαλλοντικά υπεύθυνο, της εν λόγω σκωρίας ως δευτερογενούς κατασκευαστικού υλικού. Περαιτέρω δεδομένα για την περιεκτικότητα σε βαρέα μέταλλα της σκωρίας, των απαερίων, της πίττας φίλτρου και των πτητικών τεφρών, περιλαμβάνονται στο "Messung der Gόter- und Stoffbilanz einer Mόllverbrennungsanlage" (Wien 1994), Umweltbundesamt and MA 22.

[67] Κάτω Χώρες 1996, TNO rapport voor VROM/DGM (Directie Afvalstoffen).

Βρωμιωμένα επιβραδυντικά φλόγας

Από εκτεταμένη βιβλιογραφική τεκμηρίωση προκύπτει ότι είναι δυνατός ο σχηματισμός πολυβρωμιωμένων διβενζοφουρανίων και διβενζο-π-διοξινών από PBDE και PBB, υπό ορισμένες συνθήκες καύσης/πυρόλυσης. Σε θερμοκρασίες γύρω στους 300°C, ο σχηματισμός διοξινών είναι ο μέγιστος. Ωστόσο, τα δεδομένα από τους αποτεφρωτές στερεών αστικών αποβλήτων στις Κάτω Χώρες δεν υποδηλώνουν την συσχέτιση του σχηματισμού διοξινών και του περιεχομένου των αποβλήτων σε βρωμιούχες ενώσεις. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να συνεχιστούν εν προκειμένω οι έρευνες. Ειδικότερα, πρέπει να προσδιοριστεί το κατώφλιο, πέραν του οποίου η περιεκτικότητα σε αλογονωμένες ουσίες θα επηρέαζε τον σχηματισμό διοξινών. Επιπλέον, το ζήτημα του σχηματισμού διοξινών κατά την ανακύκλωση των βρωμιωμένων επιβραδυντικών φλόγας περιγράφεται στη συνέχεια του παρόντος εγγράφου.

Υγειονομική ταφή των WEEE

Λόγω της ποικιλομορφίας των ουσιών που περιέχονται στα WEEE, παρουσιάζονται ανεπιθύμητες περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατά την υγειονομική ταφή των εν λόγω αποβλήτων. Οι ως άνω ρύποι, οι οποίοι υφίστανται τελική διάθεση με τα στερεά αστικά απόβλητα, πολλές φορές υπό βροχήν, καθώς και υπό διάφορες χημικές και φυσικές διεργασίες, υπόκεινται σε έκπλυση. Εξυπακούεται ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις είναι σημαντικότερες όταν τα WEEE εναποτίθενται σε μη ελεγχόμενους χώρους ταφής, πρακτική που εξακολουθεί να ακολουθείται σε σημαντικό βαθμό σε ορισμένα κράτη μέλη [68].

[68] Λόγου χάριν, ο συνολικός αριθμός χώρων ταφής στην Ελλάδα είναι περίπου 5.000. Εκτιμάται ότι το 70% περίπου των χώρων ταφής θεωρούνται ως μη ελεγχόμενοι (Συνδιάσκεψη για τον σχεδιασμό της διαχείρισης των αποβλήτων, Ελλάδα 16-17 Ιανουαρίου 1997). Στην Πορτογαλία, ο αριθμός των ανεξέλεγκτων χώρων ταφής ανέρχεται περίπου σε 300 (Συνδιάσκεψη για τον σχεδιασμό της διαχείρισης των αποβλήτων, Πορτογαλία 23-24 Ιανουαρίου 1997). Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η κατάσταση είναι ακόμη πιο κρίσιμη στις περισσότερες χώρες που είναι υποψήφιες για προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η έκπλυση του υδραργύρου πραγματοποιείται όταν ορισμένες ηλεκτρονικές συσκευές, όπως οι αυτόματοι διακόπτες ασφαλείας, καταστρέφονται. Κατά την ταφή πλαστικών με βρωμιωμένα επιβραδυντικά φλόγας ή πλαστικών που περιέχουν κάδμιο, τόσο οι πολυβρωμιωμένοι διφαινυλαιθέρες (PBDE) όσο και το κάδμιο, είναι δυνατόν να εκπλυθούν στο έδαφος και στα υπόγεια ύδατα. Έχει διαπιστωθεί ότι τα ΡΒΒ είναι 200 φορές περισσότερο διαλυτά στα εκπλύματα των χώρων ταφής απ' ό,τι στο απεσταγμένο νερό. Το γεγονός αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ευρύτερη διάχυση στο περιβάλλον. Έχει διαπιστωθεί ότι σημαντικές ποσότητες ιόντων μολύβδου απελευθερώνονται από θραύσματα υάλου που περιέχουν μόλυβδο, όπως είναι η ύαλος του κώνου των καθοδικών σωλήνων, από τα όξινα υπόγεια ύδατα που απαντώνται συχνά στους χώρους ταφής. Ως εκ τούτου, είναι πιθανό το ενδεχόμενο μόλυνσης από τον μόλυβδο της υάλου των κώνων. Όσον αφορά τον υδράργυρο, δεν είναι μόνο η έκπλυση του υδραργύρου που δημιουργεί ειδικά προβλήματα. Πρόβλημα αποτελεί και η εξαέρωση του μεταλλικού υδραργύρου και του διμεθυλενο-υδραργύρου, που εντάσσονται στα WEEE. Στο πλαίσιο αυτό, έχει υπολογιστεί ότι οι συνολικές ετήσιες εκπομπές υδραργύρου από χώρους υγειονομικής ταφής στη Σουηδία ανέρχονται περίπου σε 9 τόννους, ποσότητα που αντιστοιχεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του 10% των συνολικών εκπομπών υδραργύρου στον ατμοσφαιρικό αέρα. ως εκ τούτου, αυτές συμβάλλουν σημαντικά στην έκθεση στον υδράργυρο.

Η συλλογή και επεξεργασία εκπλυμάτων ελεγχόμενων χώρων ταφής όπου τηρούνται έγκυρα περιβαλλοντικά τεχνικά πρότυπα, όπως αυτά που καθορίζονται στην οδηγία 99/31/EΚ, δεν εξαλείφει ολοκληρωτικά την έκθεση, ούτε και επιλύει όλα τα προβλήματα. Οι υψηλών προδιαγραφών χώροι υγειονομικής ταφής διαθέτουν συστήματα συλλογής των εκπλυμάτων και στεγανοποίησης του πυθμένα. Στις περιπτώσεις αυτές, τα εκπλύματα συλλέγονται και αποστέλλονται σε επιτόπιες μονάδες επεξεργασίας ή σε μονάδες επεξεργασίας των αστικών λυμάτων. Στην χειρότερη περίπτωση, τα βαρέα μέταλλα ενδέχεται να διαταράξουν την διαδικασία καθαρισμού, πλην όμως θα καταλήξουν κυρίως στην ιλύ καθαρισμού (αποχετεύσεων) και, σε μικρότερες, πλην όμως ανεξέλεγκτες, ποσότητες, στα επιφανειακά ύδατα. Η ιλύς καθαρισμού θα χρησιμοποιηθεί είτε στη γεωργία (εφόσον, μεταξύ άλλων όρων, δεν έχει σημειωθεί υπέρβαση των οριακών τιμών της οδηγίας της ΕΚ για την ιλύ καθαρισμού - οδηγία 86/278/EΟΚ του Συμβουλίου της 12ης Ιουνίου 1986) ή θα λάβουν την άγουσα για τον χώρο υγειονομικής ταφής ή για τον αποτεφρωτή. Όσον αφορά την ιλύ καθαρισμού που έχει διατεθεί σε χώρους υγειονομικής ταφής, εμφανίζονται ανάλογα προβλήματα σχετικά με τις εκπομπές, δεδομένου ότι η έκθεση από τους χώρους υγειονομικής ταφής δεν μπορεί να εξαλειφθεί παντελώς.

Εκτός από την κατάσταση όσον αφορά τη διαχείριση των ελεγχόμενων χώρων υγειονομικής ταφής, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι πολλοί από τους τελευταίους δεν εφαρμόζουν τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνολογίες για τον έλεγχο των εκπομπών-διαρροών. Δεν φαίνεται, εξάλλου, πιθανή η πλήρης αντικατάσταση, παντού στην Κοινότητα, της πλειονότητας των μη ελεγχόμενων χώρων ταφής, σε βραχυ- και μεσοπρόθεσμη βάση, από χώρους ταφής υψηλών προδιαγραφών.

Στην περίπτωση των μη ελεγχόμενων χώρων ταφής, τα μολυσμένα εκπλύματα μεταφέρονται απευθείας στο έδαφος, στα υπόγεια και στα επιφανειακά ύδατα. Τα εκπλύματα που περιέχουν τους ως άνω ρύπους από μη ελεγχόμενους χώρους ταφής δύνανται να μολύνουν το νερό σε βαθμό που η χρήση του, ως πόσιμου νερού, να είναι αδύνατη βάσει των ορίων που καθορίζονται στη οδηγία του Συμβουλίου 80/778/ΕΟΚ περί της ποιότητας του πόσιμου νερού.

Βρωμιωμένα επιβραδυντικά φλόγας

Μολονότι η βραχυπρόθεσμη έκπλυση των ενώσεων από τα πλαστικά είναι μικρή, αργά ή γρήγορα θα πραγματοποιηθεί, τουλάχιστον στο βαθμό που αποδομείται το πλαστικό. Ως εκ τούτου, η διάρκεια της έκθεσης ενδέχεται να είναι εκατοντάδες έτη. Στο πλαίσιο του μακροπρόθεσμου αυτού σεναρίου έκθεσης, το βασικό ζήτημα είναι το κατά πόσον οι ενώσει αποδομούνται προτού καταλήξουν στο έκπλυμα. Δεδομένου ότι ορισμένες ενώσεις είναι δυσαποδόμητες, είναι πιθανές οι μακροπρόθεσμες διάσπαρτες εκπομπές από χώρους ταφής. Σημειωτέον ότι έχει διαπιστωθεί ότι τα ΡΒΒ είναι 200 φορές περισσότερο διαλυτά στα εκπλύματα των χώρων ταφής απ' ό,τι στο απεσταγμένο νερό. το γεγονός αυτό ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη απελευθέρωση στο περιβάλλον.

Ανακύκλωση των WEEE

Βαρέα μέταλλα

Από την ανακύκλωση WEEE που περιέχουν βαρέα μέταλλα, όπως ο μόλυβδος, ο υδράργυρος και το κάδμιο, σε χαλυβουργεία και σε καμίνους μολύβδου-χαλκού, παράγονται επικίνδυνες ατμοσφαιρικές εκπομπές. Τα ρυπανθέντα με τις ουσίες αυτές παλιοσίδερα αυξάνουν σημαντικά τις εκπομπές των εν λόγω βαρέων μετάλλων, ιδίως του υδραργύρου και του καδμίου, οι οποίες είναι ουσίες υψηλής πτητικότητας. Τα φίλτρα που θα μπορούσαν να αποτρέψουν τις εκπομπές αυτές δεν είναι της τελευταίας τεχνολογίας, ιδίως στην περίπτωση των χαλυβουργείων.

Βρωμιωμένα επιβραδυντικά φλόγας

Τόσο διοξίνες, όσο και φουράνια, παράγονται από την ανακύκλωση του μεταλλικού περιεχομένου των WEEE, τα οποία περιέχουν επίσης αλογονωμένα πλαστικά. Οι αλογονωμένες ουσίες που περιέχονται στα WEEE, ιδίως δε τα βρωμιωμένα επιβραδυντικά φλόγας, υπεισέρχονται στην εξώθηση των πλαστικών, που αποτελεί τμήμα της ανακύκλωσης των πλαστικών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την ανακύκλωση των πλαστικών που περιέχουν βρωμιωμένα επιβραδυντικά φλόγας, είναι δυνατός ο σχηματισμός βρωμιωμένων διβενζοφουρανίων και βρωμιωμένων διβενζο-π-διοξινών. Από διάφορες μελέτες προκύπτει ότι ο κίνδυνος παραγωγής διοξινών αποτελεί αιτία για την παντελή αποφυγή της ανακύκλωσης πλαστικών που περιέχουν βρωμιωμένα επιβραδυντικά φλόγας.

Έχει καταδειχθεί ότι, σε σχέση με ομάδα ελέγχου, το προσωπικό που εργάζεται σε μονάδα διάλυσης ηλεκτρονικών συσκευών παρουσιάζει, στον ορρό του, πολύ υψηλότερα επίπεδα όλων των συγγενών των PBDE ουσιών. Τα αποτελέσματα σουηδικής μελέτης έδειξαν ότι οι δεκαBDE είναι βιοδιαθέσιμες και ότι στις μονάδες διάλυσης ηλεκτρονικών συσκευών η εργασιακή έκθεση στους PBDE είναι υψηλή. Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι είναι δυνατή η λήψη ειδικών προστατευτικών μέτρων για την αντιμετώπιση των εν λόγω προβλημάτων εργασιακής υγείας. Ωστόσο, δεν φαίνεται πιθανό ότι τα μέτρα αυτά θα εξαλείψουν ικανοποιητικά την έκθεση των εργαζομένων. Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να εξασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή τέτοιων μέτρων παντού στην Κοινότητα.

6. Στρατηγική μείωσης των κινδύνων μέσω της υποκατάστασης

Η στρατηγική αυτή στηρίζεται στις διαθέσιμες επιστημονικές εκτιμήσεις κινδύνου και θα επανεξετάζεται βάσει των μελλοντικών επιστημονικών εξελίξεων.

Εναλλακτικές, έναντι της υποκαταστάσεως, λύσεις

Πολλά προβλήματα υγείας και περιβαλλοντικές έκθεσης, που συνδέονται με την σημερινή διαχείριση των WEEE, θα μπορούσαν να περιοριστούν με την απομάκρυνση των εν λόγω αποβλήτων από τους χώρους ταφής και από τους αποτεφρωτές. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη υιοθέτηση συστημάτων ξεχωριστής συλλογής, επεξεργασίας και ανάκτησης των. Ωστόσο, στην φάση αυτή, δεν είναι σαφές πότε θα επιτευχθούν ρυθμοί συλλογής τέτοιοι που να καλύπτουν σημαντικό μέρος του ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που διατίθεται στην αγορά. Μέχρι τότε, τα - μικρά ιδίως - WEEE θα εξακολουθήσουν να απαντώνται στις τρέχουσες οδούς τελικής διάθεσης. Επιπλέον, ακόμη και στην περίπτωση χωριστής συλλογής και ανακύκλωσης των WEEE, η περιεκτικότητά τους σε βαρέα μέταλλα, PBB και PBDE θα εξακολουθήσει να δημιουργεί κινδύνους για την υγεία ή το περιβάλλον. Ως εκ τούτου, η υποκατάσταση των ουσιών αυτών, που είναι οι πλέον προβληματικές στη φάση της διαχείρισης των αποβλήτων, αποτελεί τον αποτελεσματικότερο τρόπο σημαντικής μείωσης των κινδύνων για την υγεία και για το περιβάλλον που απορρέουν από τις εν λόγω ουσίες.

Έχει αναφερθεί από τους παραγωγούς βρωμιωμένων επιβραδυντικών φλόγας ότι οι κίνδυνοι για την υγεία που σχετίζονται με την διαδικασία εξώθησης πλαστικών που περιέχουν PBB και PBDE, θα μπορούσαν να αποφευχθούν με τη λήψη ενισχυμένων μέτρων προστασίας των εργαζομένων στις εγκαταστάσεις ανακύκλωσης. Αναφέρθηκε ως παράδειγμα η χρήση μάσκας προστασίας από τους εργαζομένους. Ενώ τα μέτρα αυτά θα έπρεπε να ληφθούν ούτως ή άλλως, από την υπάρχουσα πείρα διαφαίνεται ότι αυτά δεν μπορούν να εφαρμοστούν αυστηρά σε όλες τις εγκαταστάσεις ανακύκλωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι τα μέτρα αυτά δεν θα μείωναν σημαντικά, ούτε θα μηδένιζαν τις ενδεχόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με τα βρωμιωμένα επιβραδυντικά φλόγας. Είναι σαφές ότι η υποκατάσταση των ίδιων των ενεχόμενων ουσιών θα συνιστούσε την καλύτερη προστασία των εμπλεκόμενων εργαζομένων.

Αναλογικότητα

Η υποκατάσταση των υπό εξέτασιν ουσιών οδηγεί σε θετικά περιβαλλοντικά αποτελέσματα. Ορισμένοι κατασκευαστές έχουν ήδη καταργήσει την χρήση μολύβδου, υδραργύρου, καδμίου, εξασθενούς χρωμίου και αλογονωμένων επιβραδυντικών φλόγας σε πολλές εφαρμογές. Έχει διαπιστωθεί ότι το κόστος των εν λόγω ενεργειών είναι - τουλάχιστον για τις εφαρμογές που δεν ανήκουν στις εξαιρέσεις - αρκετά περιορισμένο. Η αποδοχή της υποκατάστασης των PBB και πενταBDE ήταν μεγάλη, ακόμη και μεταξύ των παραγωγών των εν λόγω ουσιών, εκπροσωπούμενων στο πλαίσιο της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Βιομηχανίας Βρωμιωμένων Επιβραδυντικών Φλόγας (European Brominated Flame Retardant Industry Panel - EBFRIP). Επιπλέον, τα μέλη της Γερμανικής Ένωσης Χημικών Βιομηχανιών τερμάτισαν, σε εθελοντική βάση, την παραγωγή PBDE και PBB ήδη από το 1986, ενώ πρωτοπόρες ευρωπαϊκές εταιρείες της βιομηχανίας ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών εξήγγειλαν επίσημη πολιτική αποφυγής της χρήσης PBDE και PBB στα προϊόντα τους. Στο ίδιο πνεύμα, ο τελευταίος Ευρωπαίος παραγωγός PBB σταμάτησε την παραγωγή το έτος 2000.

Ο μόνος τομέας όπου προβάλλονται από την βιομηχανία προβλήματα υποκατάστασης, αφορά τον μόλυβδο στα συγκολλητικά κράματα. Η τεχνική και οικονομική βιωσιμότητα της υποκατάστασης του μολύβδου στα συγκολλητικά κράματα έχει επιβεβαιωθεί από την πρακτική πείρα κατασκευαστών οι οποίοι έχουν ήδη αρχίσει την υποκατάσταση του μολύβδου στα συγκολλητικά κράματα των προϊόντων τους. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η εξάλειψη των συγκολλητικών κραμάτων που περιέχουν μόλυβδο είναι δυνατή, με λογικό κόστος, εντός του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2008.

Για λόγους αναλογικότητας, εξαιρούνται από την απαίτηση υποκατάστασης, ή θα μπορούσαν να εξαιρεθούν μέσω διαδικασίας επιτροπής, οι εφαρμογές των υπό εξέτασιν ουσιών, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα υποκατάστατα δεν είναι ακόμη διαθέσιμα ή στις περιπτώσεις όπου οι αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις της υποκατάστασης υπερβαίνουν το δυνατό περιβαλλοντικό όφελός της.

Υποκατάστατα

Οι υπό εξέτασιν επικίνδυνες ουσίες αντιμετωπίζουν ήδη τον ανταγωνισμό άλλων, ασφαλών ή λιγότερο επικίνδυνων υλικών, για ευρύ φάσμα εφαρμογών. Υποκατάστατα των επικίνδυνων αυτών ουσιών υπάρχουν ήδη για τις περισσότερες εφαρμογές.

Τα υποκατάστατα των υπό εξέτασιν επικίνδυνων ουσιών έχουν όντως λιγότερο επικίνδυνα χαρακτηριστικά από τις προαναφερθείσες. Η γενική υποκατάστασή τους καθυστερεί για τεχνικούς λόγους (ποιότητα προϊόντος, πρότυπα, προδιαγραφές δοκιμών, κ.λπ.) και για οικονομικούς λόγους (υψηλότερο κόστος).

7. Παραπομπές

Evaluation of human toxicity by exposure to lead and inorganic lead compounds, a summary report, Elsa Nielsen, Institute of Food Safety and Toxicology Danish Veterinary and Food Administration, July 1999

Heavy Metals, Ministry of the Environment and Energy, Denmark, n°3, 1994

Some uses of lead and their possible substitute, KEMI, 1994

Risk reduction, Lead, OECD, 1993

Risk Reduction Monograph No. 4, Mercury, OECD/GD(94)98, Paris 1994

Environmental Consequences of Incineration and Landfilling of Waste from Electr(on)ic Equipment (Copenhagen 1995), Nordic Council of Ministers.

The European Atmospheric Emission Inventory of Heavy Metals and Persistent Organic Pollutants for 1990, Umweltbundesamt, Germany, 1997.

Identification of Relevant industrial Sources of Dioxins and Furans in Europe, Landesumweltamt Nordrhein-Westfalen, 1997.

Bestimmung von polybromierten und plychlorierten Dibenzofioxinen und -furanen in verschiedenen umweltrelevanten Materialien" U. Schacht, B. Gras und S.Sievers in Dioxin-Informationsveranstaltung EPA Dioxin-Reassessment, edited by Otto Hutzinger und Heidelore Fiedler containing further references on this subject.

Risk reduction monograph n°5, CADMIUM - Background and national experience with reducing risk (OECD/GD94/97, 1994).

Sources of cadmium in the environment (OECD proceedings, 1996)

Public health implications of environmental exposure to cadmium and lead: an overview of epidemiological studies in Belgium (J. Staessen and others for CadmiBel and PheeCad Study Groups, 1996)

Market, evolution of technological progress and environmental impact of batteries and accumulators (ERM, 1997), European Commission DGXI.

Health effects of cadmium exposure - a review of the literature and a risk estimate (Lars Jδrup and others - ed Scan J Work Environ Health, 1998)

Environmental exposure to cadmium, forearm bone density, and risk of fractures: prospective population study (J. Staessen and others for PheeCad Study Group, 3 April 1999)

Montanwerke Brixlegg - Wirkungen auf die Umwelt; Umweltbundesamt, Monographien Bd. 25, Wien, Juni 1990

Mechanische Aufarbeitung von elektrischen und elektronischen Altgerδten - Behandlungsvarianten in Gegenόberstellung zu einer thermischen Behandlung, Salhofer et al Universitδt fόr Bodenkultur Wien, Oktober 1999.

Brominated Flame Retardants - Substance Flow Analysis and Assessment of Alternatives, Danish Environmental Protection Agency, June 1999.

Phase-out of PBDEs and PBBs - Report on a Governmental Commission, The Swedish National Chemicals Inspectorate, March 1999.

Flame Retardant Exposure: Polybrominated Diphenyl Ethers in Blood from Swedish Workers, Sjφdin et al, Environmental Health Perspectives, 1999.

2000/0159 (COD)

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικινδύνων ουσιών σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 95 αυτής,

την πρόταση της Επιτροπής [69],

[69] ΕΕ C

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [70],

[70] ΕΕ C

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [71],

[71] ΕΕ C

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 251 της συνθήκης [72],

[72] Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της .. .. ... (ΕΕ C .......), κοινή θέση του Συμβουλίου της .. . .. (ΕΕ C .....) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της .. .. .... (ΕΕ C ......).

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Οι διαφορές μεταξύ των νομοθετικών ή διοικητικών μέτρων που εγκρίνουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τον περιορισμό της χρήσης των επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού θα ήταν δυνατόν να οδηγήσουν στη δημιουργία φραγμών που να παρεμποδίζουν το εμπόριο και να στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό στην Κοινότητα και ως εκ τούτου, ενδέχεται να έχουν άμεσες επιπτώσεις στην συγκρότηση για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Είναι ως εκ τούτου απαραίτητο να εξασφαλιστεί η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα αυτόν.

(2) Οι στόχοι και οι αρχές της κοινοτικής πολιτικής περιβάλλοντος αποσκοπούν ιδίως στην πρόληψη, τη μείωση και στο μέτρο του δυνατού την εξάλειψη της ρύπανσης.

(3) Στις 30 Ιουλίου 1996 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με την επανεξέταση της κοινοτικής στρατηγικής για τη διαχείριση των αποβλήτων [73]. στην εν λόγω ανακοίνωση τονίζεται ότι είναι απαραίτητο να μειωθεί η περιεκτικότητα των αποβλήτων σε επικίνδυνες ουσίες και αναφέρεται στα πιθανά οφέλη από την καθιέρωση ενιαίων κανόνων σε όλη την Κοινότητα που να έχουν ως στόχο τον περιορισμό της παρουσίας αναλόγων ουσιών σε ορισμένα προϊόντα και τις αντίστοιχες παραγωγικές διαδικασίες.

[73] COM(96) 399 τελικό.

(4) Το ψήφισμα του Συμβουλίου της 25ης Ιανουαρίου 1988 [74], για το κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την καταπολέμηση των περιβαλλοντικής μόλυνσης από το κάδμιο, καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει άνευ καθυστερήσεων την εκπόνηση ειδικών μέτρων για το εν λόγω πρόγραμμα δράσης. Επιβάλλεται επίσης να προστατευθεί η ανθρώπινη υγεία και να εφαρμοστεί συνολική στρατηγική που να περιορίζει ιδιαίτερα τη χρήση του καδμίου και να τονώνει την έρευνα για υποκατάστατα. Το ψήφισμα τονίζει ότι η χρήση του καδμίου θα πρέπει να περιοριστεί αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που δεν απαντούν κατάλληλες και ασφαλέστερες εναλλακτικές λύσεις.

[74] ΕΕ C 30, 4.2.1988, σ. 1.

(5) Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι τα μέτρα για τη συλλογή, την επεξεργασία, την ανακύκλωση και τη διάθεση των αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (WEEE) ως αναφέρονται στην οδηγία .../.../... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού [75] είναι απαραίτητα προκειμένου να περιοριστούν τα προβλήματα διαχείρισης αποβλήτων που συνδέονται με τα αντίστοιχα βαρέα μέταλλα και τα βρωμιούχα επιβραδυντικά φλόγας PBB και PBDE. Παρά τα μέτρα αυτά, ωστόσο, σημαντικά τμήματα των WEEE θα εξακολουθήσουν να καταλήγουν στις συνήθεις διαδικασίες διάθεσης. Ακόμα και εάν τα WEEE συλλέγονταν χωριστά και υποβάλλονταν σε διαδικασίες ανακύκλωσης, το περιεχόμενό τους σε υδράργυρο, κάδμιο, μόλυβδο, εξασθενές χρώμιο, PBB και PBDE θα ήταν δυνατό να εξακολουθήσει να αποτελεί κίνδυνο για την υγεία ή το περιβάλλον.

[75] ΕΕ L

(6) Η υποκατάσταση των ουσιών αυτών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού με ασφαλή ή ασφαλέστερα υλικά είναι λαμβάνοντας υπόψη τη τεχνική και οικονομική σκοπιμότητα, ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος προκειμένου να εξασφαλιστεί η ουσιαστική μείωση των κινδύνων για την υγεία και το περιβάλλον, οι οποίοι οφείλονται στις ενώσεις αυτές, ώστε να επιτευχθεί το σκοπούμενο επίπεδο προστασίας στην Κοινότητα.

(7) Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία λαμβάνουν υπόψη τις υφιστάμενες διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και έχουν αποτελέσει αντικείμενο αναλυτικής επιστημονικής έρευνας και αξιολόγησης και σειράς μέτρων σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο.

(8) Τα μέτρα είναι αναγκαία για να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Κοινότητα αν δεν ληφθούν ανάλογα μέτρα. Τα μέτρα αυτά θα εξακολουθήσουν να εξετάζονται και, εφόσον είναι απαραίτητο, να προσαρμόζονται λαμβάνοντας υπόψη τα διαθέσιμα τεχνικά και επιστημονικά δεδομένα.

(9) Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας, ιδιαίτερα της οδηγίας 91/157/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Μαρτίου 1991 για τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες [76] όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/101/ΕΚ της Επιτροπής [77].

[76] ΕΕ L 78, 26.3.1991, σ. 38.

[77] ΕΕ L 1, 5.1.1999, σ. 1.

(10) Η τεχνική ανάπτυξη των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού δίχως βαρέα μέταλλα, PBDE και PBB θα πρέπει να ληφθεί υπόψη.

(11) Εξαιρέσεις από την απαίτηση υποκατάστασης επιτρέπονται εφόσον η υποκατάσταση είναι αδύνατη από επιστημονική και τεχνική σκοπιά ή εφόσον οι αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και/ή την υγεία λόγω της υποκατάστασης ενδέχεται να είναι σημαντικότερες των οφελών αυτής για τον άνθρωπο, τα ζώα και το περιβάλλον. Η υγεία και η ασφάλεια των χρηστών των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού δεν θα πρέπει επίσης να υποθηκεύονται με την υποκατάσταση των επικινδύνων ουσιών στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

(12) Δεδομένου ότι τα αναγκαία μέτρα για τη θέση σε εφαρμογή της παρούσας οδηγίας είναι γενικά μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 2 της απόφασης 1999/468/EΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [78], θα πρέπει τα μέτρα αυτά να θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία κανονιστικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 5 της εν λόγω απόφασης,

[78] ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1 - Στόχοι

Στόχος της οδηγίας είναι η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους περιορισμούς της χρήσης των επικινδύνων ουσιών σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού καθώς και η συμβολή στη περιβαλλοντικώς ορθή ανάπτυξη και διάθεση των αποβλήτων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

Άρθρο 2 - Πεδίο εφαρμογής

1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που εμπίπτουν στις κατηγορίες που ορίζει το παράρτημα Ι Α της οδηγίας .../.../... [για τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού].

2. Το άρθρο 4 δεν εφαρμόζεται για τα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού που εμπίπτουν στις κατηγορίες 8, 9 και 10 του παραρτήματος Ι Α της οδηγίας .../.../... [για τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού].

3. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται, υπό την επιφύλαξη της λοιπής κοινοτικής νομοθεσίας, ιδίως σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις περί ασφαλείας και υγείας καθώς και τις απαιτήσεις που ορίζονται στην ειδική νομοθεσία της Κοινότητας για τη διαχείριση των αποβλήτων.

Άρθρο 3 - Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) "Είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού": νοούνται τα είδη εξοπλισμού που η ορθή τους λειτουργία εξαρτάται από ηλεκτρικά ρεύματα ή ηλεκτρομαγνητικά πεδία και τα είδη εξοπλισμού για την παραγωγή, μεταφορά και μέτρηση αναλόγων ρευμάτων και πεδίων τα οποία ως εκ του σχεδιασμού τους προορίζονται για χρήση υπό τάση που δεν υπερβαίνει τα 1000 Volt εναλλασσομένου ρεύματος και τα 1500 Volt συνεχούς ρεύματος.

β) "Παραγωγός": νοείται οιοσδήποτε κατασκευάζει και πωλεί είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού με το σήμα του, ο οποίος επαναπωλεί με τη μάρκα του ανάλογα είδη παραγόμενα από άλλους προμηθευτές ή ο οποίος εισάγει επαγγελματικά τα συγκεκριμένα είδη σε ένα κράτος μέλος.

Άρθρο 4 - Πρόληψη

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι από 1ης Ιανουαρίου 2008 η χρήση του μολύβδου, του υδραργύρου, του καδμίου, του εξασθενούς χρωμίου, του PBB και των PBDE στα είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού υποκαθίστανται από άλλες ουσίες.

2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις εφαρμογές του μολύβδου, υδραργύρου, καδμίου και εξασθενούς χρωμίου που αναφέρονται στο παράρτημα.

Άρθρο 5 - Προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο

1. Τροποποιήσεις αναγκαίες για την προσαρμογή του παραρτήματος στην τεχνική πρόοδο και τα νέα επιστημονικά δεδομένα για τους ακόλουθους στόχους, εγκρίνονται με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2:

α) καθιέρωση, εφόσον είναι απαραίτητο, μέγιστων επιτρεπτών τιμών συγκέντρωσης για τις ουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1 σε συγκεκριμένα υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού,

β) εξαίρεση υλικών και κατασκευαστικών στοιχείων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού από τις διατάξεις του άρθορυ 4, παράγραφος 1, εφόσον η χρήση της ουσίας που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο στα ως άνω υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία είναι τεχνικώς ή επιστημονικώς αναπόφευκτη ή εφόσον οι αρνητικές επιπτώσεις για το περιβάλλον και/ή την υγεία που οφείλονται στην ως άνω υποκατάσταση είναι σοβαρότερες των περιβαλλοντικών ωφελειών αυτής,

γ) διαγραφή υλικών και κατασκευαστικών στοιχείων ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού από το παράρτημα της παρούσας οδηγίας, εφόσον η χρήση των ουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1 στα εν λόγω υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία είναι αναπόφευκτη, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρνητικές επιπτώσεις για το περιβάλλον και/ή την υγεία λόγω της υποκατάστασης δεν είναι σοβαρότερες των αναμενόμενων περιβαλλοντικών ωφελειών αυτής.

2. Πριν την τροποποίηση του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, η Επιτροπή πραγματοποιεί διαβουλεύσεις με τους παραγωγούς των ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

Άρθρο 6 - Επανεξέταση

Το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2003 η Επιτροπή επανεξετάζει τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, προκειμένου να λάβει υπόψη, εφόσον είναι απαραίτητο, νέα επιστημονικά δεδομένα.

Άρθρο 7 - Διαδικασία επιλογής

1. Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή η οποία συγκροτείται βάσει του άρθρου 18 της οδηγίας 75/442/EΟΚ [79].

[79] EE L 194, 25.7.1975, σ. 39.

2. Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται η διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 και του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

3. Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ καθορίζεται σε τρεις μήνες.

Άρθρο 8 - Ενσωμάτωση

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία έως τις 30 Ιουνίου 2004 [18 μήνες μετά την έκδοσή της]. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

2. Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

3. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ισχυουσών νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 9 - Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την 20ή ημέρα μετά από την δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 10 - Παραλήπτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Εφαρμογές του μολύβδου, του υδραργύρου, του καδμίου και του εξασθενούς χρωμίου που εξαιρούνται από τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 4

* Υδράργυρος σε συνεπτυγμένων διαστάσεων λαμπτήρες φθορισμού εφόσον δεν υπερβαίνει τα 5 mg ανά λαμπτήρα

* Υδράργυρος παραδοσιακών λαμπτήρων φθορισμού εφόσον δεν υπερβαίνει τα 10 mg ανά λαμπτήρα

* Υδράργυρος σε λαμπτήρες που δεν αναφέρονται συγκεκριμένα στο παρόν παράρτημα

* Υδράργυρος εργαστηριακού εξοπλισμού

* Μόλυβδος ακτινοπροστασίας

* Μόλυβδος στο γυαλί λυχνιών καθοδικών ακτίνων, λαμπτήρων πυρακτώσεως και φθορισμού

* Μόλυβδος ως στοιχείο κράματος στον χάλυβα με περιεκτικότητα έως 0,3% μολύβδου κατά βάρος, το αλουμίνιο με περιεκτικότητα έως 0,4% μολύβδου κατά βάρος και ως κράμα χαλκού με περιεκτικότητα έως 4% μολύβδου κατά βάρος

* Μόλυβδος σε ηλεκτρονικά κεραμικά κατασκευαστικά στοιχεία

* Οξείδιο του καδμίου στην επιφάνεια φωτοκυττάρων σεληνίου

* Εξουδετερωτικά με κάδμιο ως αντιοξειδωτικά σε εξειδικευμένες εφαρμογές

* Κάδμιο, υδράργυρος και μόλυβδος σε κοίλες καθοδικές λυχνίες για φασματοσκοπία ατομικής απορρόφησης και άλλα όργανα μέτρησης βαρέων μετάλλων

* Εξασθενές χρώμιο ως αντιοξειδωτικό του ψυκτικού συστήματος απορρόφησης με ανθρακούχο χάλυβα στα ψυγεία.