52000PC0334

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τροποποίηση της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης των ανδρών και των γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας /* COM/2000/0334 τελικό - COD 2000/0142 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 337 E της 28/11/2000 σ. 0204 - 0206


Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τρoπoπoίηση της oδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της εφαρμoγής της αρχής της ίσης μεταχείρισης των αvδρώv και των γυvαικώv όσov αφoρά τηv πρόσβαση στηv απασχόληση, στηv επαγγελματική εκπαίδευση και πρoώθηση και τις συvθήκες εργασίας

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Η ίση συμμετοχή των γυναικών και των ανδρών στην αγορά εργασίας είναι μεγάλης σημασίας για την επίτευξη της ισότητας των γυναικών και των ανδρών στην κοινωνία. Η οδηγία 76/207/ΕΟΚ στοχεύει στην άρση των εμποδίων για τις γυναίκες στην απασχόληση μέσω της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης όσον αφορά όλες τις πτυχές της απασχόλησης, της προαγωγής, της επαγγελματικής κατάρτισης και των εργασιακών συνθηκών [1].

[1] Η οδηγία 76/2077/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9ης Φεβρουαρίου 1976 περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης για άνδρες και γυναίκες σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση στην επαγγελματική εκπαίδευση και προαγωγή και τις συνθήκες εργασίας, ΕΕ L 39, 14.2.1976, σ. 40.

2. Η τροποποίηση της συνθήκης (Άρθρο 141) επαναλαμβάνει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών για την έγκριση μέτρων ώστε να εξασφαλίζουν την εφαρμογή της αρχής αυτής.

3. Η προτεινόμενη οδηγία αναφέρει ρητά την υποχρέωση αυτή και συνεκτιμά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που περιλαμβάνει 40 αποφάσεις την τελευταία εικοσιπενταετία.

4. Η προτεινόμενη οδηγία:

- για πρώτη φορά ορίζει σαφώς τη σεξουαλική παρενόχληση ως διάκριση στο χώρο εργασίας που οφείλεται στο φύλο.

- ενισχύει την προστασία ακόμη και όταν η εργασιακή σχέση έχει λήξει για εργαζομένους που διαμαρτύρονται ότι υφίστανται διάκριση, απαιτεί από τα κράτη μέλη να ορίσουν εθνικούς φορείς για την ενίσχυση των ίσων ευκαιριών και για την εξασφάλιση δικαστικού ελέγχου για όλα τα δικαιώματα που εκχωρεί η οδηγία καθώς και για την επιβολή κατάλληλων κυρώσεων σε περιπτώσεις διάκρισης.

- αποσαφηνίζει το δικαίωμα των κρατών μελών να προβλέπουν αποκλίσεις από την αρχή της ίσης πρόσβασης στην απασχόληση. Τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να δικαιολογούν την απαγόρευση γυναικών για ορισμένες θέσεις με το αιτιολογικό ότι το φύλο του εργαζομένου αποτελεί καθοριστικό παράγοντα.

- αναγνωρίζει ότι ειδική προστασία πρέπει να χορηγείται στις γυναίκες λόγω της βιολογικής τους κατάστασης και λόγω του δικαιώματός τους να επιστρέψουν στο ίδιο εργασιακό περιβάλλον ύστερα από την άδεια μητρότητας.

- εφαρμόζει το άρθρο 141, παράγραφος 4 της συνθήκης δηλώνοντας ότι τα κράτη μέλη έχουν δικαίωμα να εγκρίνουν μέτρα θετικής δράσης για την προαγωγή της ισότητας των ανδρών και των γυναικών και πρέπει να υποβάλλουν τακτικά έκθεση για τις δραστηριότητές τους.

5. Η πρόταση οδηγίας που τροποποιεί την οδηγία 76/207/ΕΟΚ, στο πρώτο της άρθρο περιέχει όλες τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες εξελίξεις της συνθήκης και τη νομολογία του Δικαστηρίου. Στο δεύτερό της άρθρο η πρόταση υπενθυμίζει το ρόλο των κοινωνικών εταίρων στην εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ενώ τα άρθρα 3, 4 και 5 περιέχουν τις τελικές και τυπικές διατάξεις προσαρμοσμένες στο αντικείμενο της πρότασης.

II. ΠΛΑΙΣΙΟ

1. Γενικά

6. Η οδηγία 76/207/ΕΟΚ εκδόθηκε βάσει του άρθρου 235 της συνθήκης (σημερινό άρθρο 308), λόγω της έλλειψης κατάλληλης νομικής βάσης για την έκδοση δευτερογενούς νομοθεσίας στον τομέα των ίσων ευκαιριών. Πολλές εξελίξεις δικαιολογούν την ανάγκη τροποποίησης της οδηγίας σήμερα.

7. Πρώτον, η παροχή ίσων ευκαιριών στο πλαίσιο της συνθήκης ενισχύθηκε θεαματικά από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ την 1η Μαΐου 1999 και μετά. Ενώ αρχικά θεωρήθηκε ως μέσο για την πρόληψη της στρέβλωσης του ανταγωνισμού, η ίση μεταχείριση των ανδρών και των γυναικών αποτελεί σήμερα σαφή στόχο της Κοινότητας που περιέχεται στο άρθρο 2 της συνθήκης. Επιπλέον, η διάταξη αυτή συμπληρώνεται από το άρθρο 3 που επιβάλλει στην Κοινότητα την υποχρέωση να αποβλέπει στην εξάλειψη των ανισοτήτων και στην προώθηση της ισότητας μεταξύ των ανδρών και των γυναικών σε όλες της τις δραστηριότητες. Αυτές οι εξελίξεις στη συνθήκη αποτελούν σαφή ενσωμάτωση της δήλωσης του Δικαστηρίου ότι η εξάλειψη των διακρίσεων που βασίζονται στο φύλο αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων [2]. Το Δικαστήριο τόνισε ότι το άρθρο 141 αποτελεί μέρος των κοινωνικών στόχων της κοινότητας που δεν είναι απλώς οικονομική ένωση, αλλά στοχεύει παράλληλα, μέσω κοινής δράσης, στην εξασφάλιση κοινωνικής προόδου και επιδιώκει τη συνεχή βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο οικονομικός στόχος που επιδιώκεται βάσει του άρθρου 119 της συνθήκης είναι δευτερεύων σε σχέση με τον κοινωνικό στόχο που επιδιώκεται βάσει της ίδιας διάταξης, που αποτελεί την έκφραση ενός θεμελιώδους δικαιώματος.

[2] Απόφαση της 15ης Ιουνίου 1978, Defrenne III, 149/77, [ECR] 1365, παράγραφος 27.

8. Από τότε που άρχισε να ισχύει η συνθήκη του Άμστερνταμ, ανατέθηκε στην Κοινότητα η εξουσία βάσει του άρθρου 13 να προβαίνει στις ενδεικνυόμενες ενέργειες για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω διαφόρων αιτίων, συμπεριλαμβανομένου του φύλου. Η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο δύο προτάσεις οδηγίας για την εφαρμογή της διάταξης αυτής [3]. Η διατύπωση των δύο προτάσεων [4] συνεκτιμά σαφώς την εμπειρία της καταπολέμησης των διακρίσεων λόγω φύλου, που ενσωματώνεται στην οδηγία 76/207/ΕΟΚ. Κατά συνέπεια χρειάζεται η τροποποίηση της εν λόγω οδηγίας της για την εξασφάλιση συνοχής στη δευτερογενούς νομοθεσίας σε συναφή ζητήματα όπως η έννοια της έμμεσης διάκρισης ή η ανάγκη των κρατών μελών για ανεξάρτητους φορείς για την προαγωγή της ίσης μεταχείρισης στον ίδιο τομέα απασχόλησης.

[3] COM(1999) 565 τελικό και COM(1999) 566 τελικό της 25ης Νοεμβρίου 1999.

[4] Βλ. την Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά με ορισμένα κοινοτικά μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων, ΕΕ C 369, 21.12.1999, σ. 3, παράγραφος 7.

9. Για πρώτη φορά διατέθηκαν στο νομοθέτη ειδικές νομικές βάσεις για την ανάπτυξη κατάλληλης δράσης για την καταπολέμηση, μεταξύ άλλων, των διακρίσεων που βασίζονται στο φύλο (άρθρο 13 της συνθήκης) και για την έγκριση μέτρων για την εξασφάλιση της εφαρμογής της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης των ανδρών και των γυναικών σε θέματα απασχόλησης και επαγγελματικής δραστηριότητας (άρθρο 141, παράγραφος 3 της συνθήκης). Το τελευταίο είναι μια ειδική νομική βάση καθώς αφορά όλες τις πτυχές που καλύπτονται από την οδηγία 76/207/ΕΟΚ.

10. Δεύτερον, ένα θέμα τόσο σημαντικό και ευαίσθητο όσο αυτό της σεξουαλικής παρενόχλησης δεν μπορεί πλέον να αγνοείται και πρέπει να αντιμετωπισθεί σε κοινοτικό επίπεδο.

11. Τρίτον, οι περισσότερες από 40 αποφάσεις που εκδόθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας διαφώτισαν όσον αφορά το πεδίο και τους περιορισμούς ορισμένων διατάξεων που η διατύπωσή τους είναι σήμερα ασαφής, όπως αυτών περί επαγγελματικών δραστηριοτήτων που μπορούν να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας σχετικά με την προστασία της ειδικής κατάστασης των γυναικών και σχετικά με μέτρα θετικής δράσης που μπορούν να εφαρμοστούν από τα κράτη μέλη.

12. Σε ό,τι αφορά το τελευταίο αυτό ζήτημα, η Επιτροπή υπέβαλε το 1996 στο Συμβούλιο πρόταση [5] για την τροποποίηση της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, για να δώσει ένα τέλος στην αντιπαράθεση απόψεων που προκάλεσε η υπόθεση Kalanke και για να περιορίσει τις αρνητικές συνέπειες της απόφασης εκείνης. Η σημερινή πρόταση, που συνεκτιμά τις νέες εξελίξεις στη συνθήκη και έχει πιο ευρύ στόχο, καθιστά παρωχημένη την προηγούμενη.

[5] ΕΕ C 179, 22.6.1996, σ. 8.

13. Είναι θεμιτή η συνεκτίμηση της νομολογίας του Δικαστηρίου στην οδηγία αυτή καθ'αυτή ώστε να επιτευχθεί νομική βεβαιότητα.

2. Νέες διατάξεις

2.1. Σεξουαλική παρενόχληση

14. Η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας δεν είναι νέο φαινόμενο. Ωστόσο έχει αγνοηθεί σε μεγάλο βαθμό από τους νομοθέτες τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο. Στη δεκαετία του 1980 εκπονήθηκε μια πρώτη μελέτη πάνω σε αυτό το σοβαρό πρόβλημα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή [6]. Μια δεκαετία αργότερα η Επιτροπή ζήτησε την εκπόνηση νέας μελέτης για την αξιολόγηση των ενδεχόμενων αλλαγών στα κράτη μέλη κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής.

[6] Rubinstein, Michael (1987), Η αξιοπρέπεια των γυναικών κατά την εργασία. Μια έκθεση σχετικά με το πρόβλημα της σεξουαλικής παρενόχλησης στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

15. Η μελέτη [7] είχε ως στόχο να παρουσιάσει μια επισκόπηση όλων των συναφών σχεδίων έρευνας που διεξήχθησαν στα κράτη μέλη μεταξύ 1987 και 1997 (74 έρευνες και ποιοτικές μελέτες). Τουλάχιστον δύο εντυπωσιακά συμπεράσματα μπορούν να αντληθούν από τη μελέτη αυτή. Πρώτον, η έλλειψη ενός καθολικού ορισμού του τι αποτελεί σεξουαλική παρενόχληση καθιστά πιο δύσκολη την αντικειμενική μέτρηση και ποσοτική της ανάλυση. Ωστόσο, το ποσοστό γυναικών υπαλλήλων που έχουν δεχτεί ανεπιθύμητες σεξουαλικές προτάσεις (που γνώρισαν κάποια μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης) μπορεί να υπολογιστεί μεταξύ 40% και 50%. Δεύτερον, το επίπεδο της συνειδητοποίησης του φαινομένου αυτού στα κράτη μέλη είναι πολύ χαμηλό. Αυτή η έλλειψη συνειδητοποίησης αντανακλάται από την έλλειψη κατάλληλης νομοθεσίας για την αντιμετώπιση του θέματος στα περισσότερα κράτη μέλη.

[7] Η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 1999.

16. Τα κοινοτικά όργανα δεν έμειναν αδρανή σε ό,τι αφορά το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης. Κατά την τελευταία δεκαπενταετία ανέλαβαν σειρά πρωτοβουλιών για την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία :

- ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 1986 σχετικά με τη βία κατά των γυναικών.

- απόφαση του Συμβουλίου του 1990 σχετικά με την προστασία της αξιοπρέπειας γυναικών και ανδρών στην εργασία στην οποία το Συμβούλιο αναγνώριζε ότι η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης σύμφωνα με την έννοια της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, και συνεπώς αποτελεί διάκριση.

- σύσταση της Επιτροπής του 1991 σχετικά με την προστασία της αξιοπρέπειας γυναικών και ανδρών στην εργασία με συνημμένο κώδικα πρακτικής εφαρμογής.

- δήλωση του Συμβουλίου του 1991 σχετικά με την εφαρμογή της σύστασης της Επιτροπής και του κώδικα πρακτικής εφαρμογής.

- απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 1994 σχετικά με τη δημιουργία νέας θέσης έμπιστου συμβούλου στο χώρο εργασίας.

- το τέταρτο πρόγραμμα μεσοπρόθεσμης δράσης για τις ίσες ευκαιρίες για άνδρες και γυναίκες (1996-2000) που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 22 Δεκεμβρίου 1995 το οποίο τονίζει την ανάγκη για αποφασιστική δράση για την καταπολέμηση της σεξουαλικής παρενόχλησης.

17. Η Επιτροπή συνέταξε την «Έκθεση αξιολόγησης σχετικά με τη σύσταση της Επιτροπής όσον αφορά την προστασία της αξιοπρέπειας των ανδρών και των γυναικών στην εργασία». Η έκθεση αυτή έδειξε ότι υπάρχει ανάγκη να σημειωθεί πρόοδος στο θέμα αυτό. Για το λόγο αυτό στις 24 Ιουλίου 1996 η Επιτροπή αποφάσισε να συμβουλευθεί τους κοινωνικούς εταίρους σχετικά με ένα κείμενο στο οποίο θα περιγράφονταν οι έως τότε πρωτοβουλίες και προτάσεις των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας σχετικά με την πρόληψη της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας. Οι κοινωνικοί εταίροι επιβεβαίωσαν τη σημασία της προστασίας της αξιοπρέπειας κάθε εργαζομένου. Η πλειονότητα συμφώνησε ότι η σεξουαλική παρενόχληση ήταν ευρύ πρόβλημα που έπρεπε να προληφθεί στο χώρο εργασίας για το καλό τόσο του ατόμου όσο και της εταιρείας. Ωστόσο οι γνώμες διέφεραν όσον αφορά τον καλύτερο τρόπο επίτευξης του στόχου αυτού. Στις 19 Μαρτίου 1997 η Επιτροπή ξεκίνησε τη δεύτερη φάση της διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους όσον αφορά τη δυνατότητα σχεδιασμού μιας ολοκληρωμένης πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ για την καταπολέμηση της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας αλλά οι κοινωνικοί εταίροι δεν συμφώνησαν για την ανάγκη να διαπραγματευθούν συλλογική συμφωνία σχετικά.

18. Πάνω στο θέμα αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι ορισμένες τρίτες χώρες διαθέτουν νομοθεσία που απαγορεύει σαφώς τη σεξουαλική παρενόχληση [8]. Στις χώρες αυτές η σεξουαλική παρενόχληση θεωρείται διάκριση λόγω φύλου. Ωστόσο η νομολογία δείχνει ότι δεν υπάρχει πάγια νομολογία σχετικά με το τι αποτελεί σεξουαλική παρενόχληση και ότι αυτό αποτελεί συχνά ζήτημα που πρέπει να εξετάζει ο εθνικός δικαστής [9].

[8] Τίτλος VII της πράξης για τα αστικά δικαιώματα των ΗΠΑ του 1964, 42 U.S.C. 2000ε-2(α)(1) στις ΗΠΑ. Χάρτα των ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών, τμ. 10.1 του καναδικού Χάρτη των Δικαιωμάτων. Πράξη για τις διακρίσεις λόγω φύλου 1984 - τμήμα 27 της Πράξης για τις Διακρίσεις λόγω φύλου της Αυστραλίας.

[9] Οι δικαστές της Κοινότητας πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τα δεδομένα, βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1995, D., [ECR] II-43.

Σύμφωνα με το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και αποτελεί πλήγμα στην αξιοπρέπεια των γυναικών και των ανδρών στο χώρο εργασίας. Ο κώδικας πρακτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ορίζει τη σεξουαλική παρενόχληση ως συμπεριφορά που επηρεάζει την αξιοπρέπεια των γυναικών και των ανδρών στην εργασία: «Η σεξουαλική παρενόχληση συνίσταται σε ανεπιθύμητη συμπεριφορά σεξουαλικής φύσης ή άλλη συμπεριφορά που βασίζεται στο φύλο και επηρεάζει την αξιοπρέπεια γυναικών και ανδρών στην εργασία. Αυτή περιλαμβάνει ανεπιθύμητη σωματική, λεκτική ή μη συμπεριφορά». Στον ορισμό αυτό βασίζονται οι ορισμοί που συναντούμε στις προτάσεις οδηγίας βάσει του άρθρου 13 που αφορούν την παρενόχληση ως διάκριση με αιτιολογικό άλλο από αυτό του φύλου. Για λόγους συνοχής με άλλες οδηγίες η παρούσα πρόταση ορίζει τη σεξουαλική παρενόχληση κατά παρόμοιο τρόπο.

2.2. Επαγγελματικές δραστηριότητες που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας

19. Από την έναρξη ισχύος της οδηγίας το Δικαστήριο εξέδωσε τρεις σημαντικές αποφάσεις [10] σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 2(2) της οδηγίας που επιτρέπει στα κράτη μέλη να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της εκείνες τις επαγγελματικές δραστηριότητες και όπου αυτό αρμόζει, την κατάρτιση που οδηγεί σε αυτές, για τις οποίες, λόγω της φύσης ή του πλαισίου στο οποίο διεξάγονται, το φύλο του εργαζομένου αποτελεί καθοριστικό παράγοντα.

[10] Απόφαση της 15ης Μαΐου 1986, Johnston, 222/84. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1999, Sirdar, [ECR] I-0000 και απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2000, Kreil, C-285/98, [ECR] I-0000.

20. Η υπόθεση Jonhston αφορούσε το γεγονός ότι οι αστυνομικοί έπρεπε να φέρουν πυροβόλα όπλα εν ώρα εργασίας αλλά ότι οι γυναίκες δεν ήταν εφοδιασμένες με αυτά, δεν εκπαιδεύονταν στο χειρισμό και στη χρησιμοποίησή τους και ότι τα γενικά αστυνομικά καθήκοντα επιτελούνταν μόνον από οπλισμένους άνδρες αστυνομικούς. Η υπόθεση Sirdar αφορούσε την εξαίρεση των γυναικών από το Βασιλικό Ναυτικό (Βρετανικός Στρατός). Η υπόθεση Kreil αφορούσε την εξαίρεση των γυναικών σχεδόν από όλες τις στρατιωτικές θέσεις του γερμανικού στρατού (Bundeswehr).

21. Στην υπόθεση Johnston το Δικαστήριο αποφάσισε ότι:

- η παρέκκλιση πρέπει να ερμηνευθεί αυστηρά και να εφαρμοστεί σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. η αρχή αυτή απαιτεί οι παρεκκλίσεις να παραμένουν εντός των ορίων του τι είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω στόχου και απαιτεί να συμβιβάζεται όσο το δυνατόν περισσότερο η αρχή της ίσης μεταχείρισης με τις απαιτήσεις της δημόσιας ασφάλειας που αποτελούν τον αποφασιστικό παράγοντα όσον αφορά το πλαίσιο της εν λόγω δραστηριότητας.

- όταν αποφασίζουν να εξαιρέσουν μια δραστηριότητα από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, τα κράτη μέλη οφείλουν να αξιολογούν τακτικά τις εν λόγω δραστηριότητες ώστε να αποφασίζουν εάν βάσει των κοινωνικών εξελίξεων, η παρέκκλιση από το γενικό πλαίσιο της οδηγίας μπορεί να διατηρηθεί. ωστόσο, αυτό πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση.

- η αρχή της ίσης μεταχείρισης των ανδρών και των γυναικών δεν υπόκειται σε γενικές επιφυλάξεις σε ό,τι αφορά μέτρα που λαμβάνονται λόγω της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, εκτός από την πιθανή εφαρμογή του άρθρου 297 της συνθήκης που αφορά μια πλήρως εξαιρετική κατάσταση.

22. Στην υπόθεση Sirdar, το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι:

- ανάλογα με την περίπτωση οι εθνικές αρχές διαθέτουν ορισμένο βαθμό ευχέρειας κατά τη λήψη μέτρων που θεωρούν αναγκαία για την εξασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας σε ένα κράτος μέλος.

23. και στην υπόθεση Kreil, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι:

- μόνον ειδικές δραστηριότητες μπορούν να εξαιρεθούν. [11]

[11] Βλ. επίσης απόφαση της 30ής Ιουνίου 1988, Επιτροπή κατά Γαλλίας, 318/86, [ECR] 3559.

24. Το βασικό συμπέρασμα που μπορεί να αντληθεί από τη νομολογία αυτή είναι ότι ο «ορισμένος βαθμός ευχέρειας» που διαθέτουν ορισμένα κράτη μέλη για την εξαίρεση κάποιων επαγγελματικών δραστηριοτήτων από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας υπόκειται σε αυστηρή εξέταση. Πρώτον, η εξαίρεση μπορεί να αφορά μόνον ορισμένες θέσεις. Δεύτερον, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να επανεξετάζουν τακτικά τη νομιμότητα της εξαίρεσης ώστε να επιτρέπεται έως κάποια ημερομηνία αλλά να καθίσταται παράνομη ύστερα από την εκπνοή της ημερομηνίας αυτής.

25. Αυτό αντανακλάται π.χ. στην περίπτωση των μαιών. Το 1983 το Δικαστήριο αποφάσισε ότι «προς το παρόν οι προσωπικές ευαισθησίες μπορεί να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στις σχέσεις μαίας και ασθενούς» ώστε το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε υπερβεί τα όρια της εξουσίας που εκχωρείται στα κράτη μέλη από την οδηγία με το να εξαιρέσει τους άνδρες από το επάγγελμα αυτό και από την κατάρτιση που οδηγεί σε αυτό [12]. Ωστόσο ακόμη και τότε το Ηνωμένο Βασίλειο δήλωνε ότι σκόπευε να ανοίξει σταδιακά το επάγγελμα της μαιευτικής στους άνδρες. Πάνω από μια δεκαπενταετία αργότερα το επάγγελμα αυτό είναι πλήρως ανοιχτό στους άνδρες σε όλα τα κράτη μέλη.

[12] Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1983, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 165/82, [ECR] 3431.

26. Η σημασία της απαίτησης επανεξέτασης εκφράστηκε καλύτερα από το Δικαστήριο στην υπόθεση Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Γαλλίας [13] στην οποία δήλωσε ότι οι εξαιρέσεις πρέπει να είναι επαρκώς διαφανείς ώστε να επιτρέπουν την αποτελεσματική παρακολούθηση από την Επιτροπή και ότι πρέπει να είναι σε θέση να προσαρμόζονται στις κοινωνικές εξελίξεις.

[13] Απόφαση της 30ής Ιουνίου 1988, 318/86.

27. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομολογία, όπου υπάρχει διαφορά στη μεταχείριση η οποία συνδέεται με ένα γνήσιο επαγγελματικό προσόν, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως διάκριση. Ο όρος «γνήσιο επαγγελματικό προσόν» πρέπει να ερμηνεύεται στενά για να καλύπτει μόνον εκείνες τις επαγγελματικές απαιτήσεις όπου ένα συγκεκριμένο φύλο είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των εν λόγω δραστηριοτήτων. Κατά συνέπεια οι περιπτώσεις αυτές διαφοράς στη μεταχείριση λόγω φύλου αναμένεται να προκύψουν κατ' εξαίρεση.

2.3. Μέτρα θετικής δράσης

28. Η οδηγία 76/207/ΕΟΚ, άρθρο 2(4) προβλέπει ότι η οδηγία δεν θίγει τα μέτρα που αποσκοπούν στην προώθηση της ισότητας των ευκαιριών μεταξύ των ανδρών και των γυναικών, ιδίως διά της άρσεως των ανισοτήτων που εκδηλώνονται στην πράξη και οι οποίες ανισότητες θίγουν τις ευκαιρίες των γυναικών στους τομείς που καλύπτονται από την οδηγία.

29. Η διάταξη αυτή ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο σε τρεις αποφάσεις, στην υπόθεση Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Γαλλίας [14], στην υπόθεση Kalanke και στην υπόθεση Marschall [15]. Από αυτή τη νομολογία μπορούν να αντληθούν ορισμένα συμπεράσματα και πιο πρόσφατα από την περίπτωση Badek [16]:

[14] Απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 1988, 312/86, [ECR] 6315.

[15] Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1997, 409/95 [ECR], I-6363.

[16] Απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2000 158/97.

- η δυνατότητα λήψης μέτρων θετικής δράσης πρέπει να θεωρείται ως εξαίρεση στην αρχή της ίσης μεταχείρισης.

- η εξαίρεση προορίζεται ειδικά και αποκλειστικά ώστε να επιτρέπει μέτρα που, παρά το ότι φαίνεται να δημιουργούν διακρίσεις, στην πραγματικότητα αποσκοπούν να εξαλείψουν ή να μειώσουν τις σημερινές συνθήκες ανισότητας που μπορεί να ισχύουν στην καθημερινή κοινωνική ζωή.

- η αυτόματη προτεραιότητα στις γυναίκες σε ό,τι αφορά την πρόσβαση ή προώθησή τους σε τομείς όπου υποεκπροσωπούνται, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.

- αντίστροφα, μια τέτοια προτεραιότητα δικαιολογείται εάν δεν είναι αυτόματη και εάν το εν λόγω εθνικό μέτρο εγγυάται εξ ίσου καταρτισμένους άνδρες υποψηφίους των οποίων η κατάσταση θα αποτελέσει θέμα αντικειμενικής αξιολόγησης που θα συνεκτιμά όλα τα κριτήρια που αφορούν τους υποψηφίους, όποιο και αν είναι το φύλο τους.

30. Ωστόσο η διάταξη αυτή έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 141, παράγραφος 4 που αναφέρει ότι «προκειμένου να εξασφαλισθεί εμπράκτως η πλήρης ισότητα ανδρών και γυναικών στην εργασία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα ή προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία» [17].

[17] Η διάταξη αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο δήλωσης που προσαρτήθηκε στην Τελική Πράξη, η οποία αναφέρει ότι τα κράτη μέλη πρέπει, κατ' αρχήν, να στοχεύουν στη βελτίωση της κατάστασης των γυναικών στην επαγγελματική ζωή.

Η δημοσίευση τακτικών εκθέσεων της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της δυνατότητας που προσφέρεται από το άρθρο 141, παράγραφος 4, όπως προτείνεται στην παρούσα πρόταση, θα βοηθήσει τα κράτη μέλη να συγκρίνουν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται και τους πολίτες να έχουν πλήρη εικόνα της σημερινής κατάστασης σε κάθε κράτος μέλος.

3. Συνέπεια με τις προτάσεις που βασίζονται στο άρθρο 13 της συνθήκης

31. Η απαγόρευση της διάκρισης λόγω φύλου ορίζεται τόσο στο άρθρο 13 όσο και στο άρθρο 141 της συνθήκης. Το τελευταίο αποτελεί ειδική νομική βάση στον τομέα της απασχόλησης και του επαγγέλματος.

32. Ωστόσο η νομοθεσία που εξασφαλίζει την ίση μεταχείριση των ανδρών και των γυναικών στον τομέα της απασχόλησης η οποία εκδίδεται βάσει του άρθρου 141 της συνθήκης, πρέπει να χρησιμοποιεί τις ίδιες έννοιες με αυτές που χρησιμοποιούνται στην (προτεινόμενη) νομοθεσία βάσει του άρθρου 13 για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω αιτίων άλλων από αυτό του φύλου, εφόσον οι διακρίσεις αυτές αφορούν επίσης τον τομέα της απασχόλησης, προκειμένου να εξασφαλιστεί η νομική και πολιτική συνοχή των δύο νομοθετικών κειμένων που έχουν παρόμοιους στόχους.

III. ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑΣ

33. Η χρησιμότητα του κοινοτικού νομοθετικού οργάνου συνίσταται στο να συμβαδίζει με την αρχή της επικουρικότητας. Η τροποποίηση της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ είναι ο μόνος τρόπος να εξασφαλιστεί ότι η ογκώδης νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου εφαρμόζεται ομοιόμορφα και αποτελεσματικά σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον υπάρχει μια ανάγκη για εξασφάλιση συνοχής σε κοινοτικό επίπεδο της νομοθεσίας για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Στην περίπτωση των διακρίσεων λόγω φύλου αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της τροποποίησης της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ.

34. Το περιεχόμενο του προτεινόμενου οργάνου συμμορφώνεται επίσης με την αρχή της αναλογικότητας επειδή ορίζει ελάχιστες απαιτήσεις, π.χ., σε ό,τι αφορά τη σεξουαλική παρενόχληση, δίνοντας στα κράτη μέλη τη μεγαλύτερη δυνατή ευχέρεια για τον καθορισμό του τρόπου αποτελεσματικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας.

35. Η κοινοτική νομοθεσία δεν θα έχει άμεσο αντίκτυπο στη λειτουργία των επιχειρήσεων και δεν θα επιβάλλει διοικητικούς ή νόμιμους περιορισμούς που θα μπορούσαν να εμποδίσουν τη δημιουργία και ανάπτυξη ΜΜΕ.

IV. ΣΧΟΛΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ

36. Η πρόταση οδηγίας βασίζεται στο άρθρο 141, παράγραφος 3 το οποίο εξουσιοδοτεί την Κοινότητα να εγκρίνει μέτρα για την εξασφάλιση της εφαρμογής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα απασχόλησης και επαγγελματικής δραστηριότητας.

Άρθρο 1

37. Το άρθρο 1 περιέχει όλες τις προτεινόμενες τροποποιήσεις στην οδηγία 76/207/ΕΟΚ.

38. Η πρώτη τροποποίηση αφορά την εισαγωγή μιας παραγράφου στο άρθρο 1. Η παράγραφος αυτή αφορά τους στόχους της οδηγίας, εφαρμόζει στην πράξη το στόχο της ένταξης της διάστασης της ισότητας των φύλων όπως ορίζεται στο άρθρο 3 της συνθήκης ΕΚ.

39. Η δεύτερη τροποποίηση, που αφορά την εισαγωγή ενός νέου άρθρου 1a) για τη σαφή διατύπωση του ότι η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί διάκριση λόγω φύλου και για τον ορισμό του τι αποτελεί σεξουαλική παρενόχληση, βασίζεται στον Κώδικα Ορθής Πρακτικής [18] και στην οδηγία που βασίζεται στο άρθρο 13.

[18] Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1993, «Τρόποι καταπολέμησης της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία. Ένας οδηγός στον κώδικα πρακτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής»

40. Η τρίτη τροποποίηση αφορά την εισαγωγή ενός εδαφίου στην παράγραφο 1 του άρθρου 2.

Το άρθρο δίνει έναν ορισμό της έννοιας της έμμεσης διάκρισης σύμφωνο με την οδηγία 97/80/ΕΚ και έναν της (προτεινόμενης) νομοθεσίας, βάσει του άρθρου 13 της συνθήκης, για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω αιτίων άλλων από αυτό του φύλου σε θέματα απασχόλησης.

41. Η τέταρτη τροποποίηση αφορά εξαιρέσεις που σχετίζονται με τα γνήσια επαγγελματικά προσόντα. Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου και και τη νέα πρόταση για μια οδηγία βασισμένη στο άρθρο 13 της συνθήκης, το άρθρο διευκρινίζει το βαθμό στον οποίο επιτρέπονται διαφορές στη μεταχείριση.

42. Η πέμπτη τροποποίηση αφορά την εισαγωγή ενός νέου εδαφίου στην παράγραφο του υφιστάμενου άρθρου 2, παράγραφος 3. Κάνει σαφές το δικαίωμα της γυναίκας να επιστρέψει μετά τον τοκετό στη θέση εργασίας της, ή σε ισοδύναμη θέση, με τους ίδιους επαγγελματικούς όρους που ίσχυαν όταν απουσίαζε με άδεια μητρότητας. (βλ. συγκεκριμένα, υπόθεση 184/83 Hofmann εν. Barmer Ersatzkasse [1984] ECR 3047, παράγραφος 25, υπόθεση C-421/92 Habermann-Beltermann [1994] ECR I-1657, παράγραφος 21 και υπόθεση C-32/93 Webb εν. EMO Air Cargo [1994] ECR I-3567, παράγραφος 20). Η τροποποίηση αυτή συμπληρώνει την απαγόρευση απόλυσης από την αρχή της εγκυμοσύνης έως τη λήξη της άδειας μητρότητας που προβλέπεται από το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85/ΕΚ

43. Η έκτη τροποποίηση αφορά την αντικατάσταση της παραγράφου 4 του άρθρου 2.

Το άρθρο αυτό δημιουργεί την υποχρέωση για την Επιτροπή να συντάσσει τακτικά εκθέσεις σχετικά με τις καλύτερες πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη όσον αφορά τη χρήση από αυτά της δυνατότητας που τους παρέχεται από το άρθρο 141, παράγραφος 4 της συνθήκης για την έγκριση θετικών μέτρων δράσης με στόχο την εξασφάλιση πλήρους ισότητας στην πράξη.

44. Η έβδομη τροποποίηση αφορά την εισαγωγή μιας νέας παραγράφου (δ) στο άρθρο 3, παράγραφος 2 της αρχικής οδηγίας. Το άρθρο 3 βασίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος (δ) της «Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στο επάγγελμα» (COM(1999) 565 τελικό). Η τροποποίηση αυτή αναφέρεται στα μέλη οργανώσεων εργαζομένων ή εργοδοτών ή άλλων οργανώσεων των οποίων τα μέλη ασκούν ένα ιδιαίτερο επάγγελμα. Η παράγραφος (δ) εξασφαλίζει ότι δεν υφίσταται διάκριση βάσει του φύλου που να αφορά είτε την ιδιότητα του μέλους και τη συμμετοχή στις οργανώσεις αυτές είτε τα οφέλη που παρέχονται από αυτού του είδους τις οργανώσεις.

45. Η όγδοη τροποποίηση αφορά την αντικατάσταση όλης της αρχικής διατύπωσης του άρθρου 6.

Η νέα διατύπωση του άρθρου 6 ενσωματώνει στην οδηγία δύο σημαντικά στοιχεία της νομολογίας του Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά διαδικασίες επιβολής. Πρώτον, σε ό,τι αφορά το δικαίωμα για δικαστική προστασία ακόμη και ύστερα από τη λήξη της εργασιακής σχέσης και δεύτερον σε ό,τι αφορά το δικαίωμα ενός εργαζομένου που υπήρξε θύμα διάκρισης για αποζημίωση που μπορεί να εγγυηθεί πραγματική και αποτελεσματική δικαστική προστασία, έχει πραγματικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα στον εργοδότη και πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ανάλογη σε σχέση με τη ζημία που έχει υποστεί το θιγόμενο άτομο.

46. Η ένατη τροποποίηση αφορά την εισαγωγή ενός νέου άρθρου 8δις).

Το πρώτο άρθρο ενισχύει το δικαίωμα για νομική προστασία που χορηγείται από το προηγούμενο άρθρο. Προβλέπει ένα πλαίσιο που εφαρμόζεται σε ανεξάρτητους οργανισμούς σε εθνικό επίπεδο που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Ένα κράτος μέλος μπορεί επίσης να αποφασίσει ότι οι οργανισμοί αυτοί πρέπει να εγκατασταθούν σε περιφερειακό ή σε τοπικό επίπεδο με την προϋπόθεση ότι η επικράτεια του κράτους μέλους στο σύνολό της καλύπτεται από τέτοιες ρυθμίσεις.

Η προτεινόμενη οδηγία ορίζει μια σειρά από ελάχιστες απαιτήσεις για τέτοιους ανεξάρτητους οργανισμούς στα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να αποφασίσουν σχετικά με τη διάρθρωση και τη λειτουργία των οργανισμών αυτών σύμφωνα με τη νομική τους παράδοση και τις επιλογές πολιτικής. Οι ανεξάρτητοι οργανισμοί μπορούν να είναι ειδικευμένα γραφεία ή μπορούν να αποτελούν μέρος ευρύτερων οργανώσεων που είτε προϋπήρχαν είτε δημιουργήθηκαν πρόσφατα.

Επιπλέον το δικαίωμα για νομική προστασία ενισχύεται περαιτέρω από τη δυνατότητα που δίνεται σε αυτούς τους ανεξάρτητους οργανισμούς για χρήση ένδικων μέσων μέσω διοικητικής ή/και δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους του θύματος.

Το δικαίωμα για νομική προστασία ενισχύεται περαιτέρω με τη χορήγηση της δυνατότητας σε οργανισμούς να ασκούν τα δικαιώματα αυτά εκ μέρους του θύματος.

47. Η δέκατη τροποποίηση αφορά την εισαγωγή ενός νέου άρθρου 8τρις).

Η Επιτροπή εξακολουθεί να υποστηρίζει την ενίσχυση του ρόλου των κοινωνικών εταίρων στην καταπολέμηση των διακρίσεων. Για το λόγο αυτό η προτεινόμενη οδηγία σύμφωνα με τις προτάσεις για οδηγίες βάσει του άρθρου 13 απαιτεί από τα κράτη μέλη να ενθαρρύνουν τους κοινωνικούς εταίρους να συμβάλουν στην εφαρμογή της αρχής της ισότητας στη μεταχείριση εγκρίνοντας συλλογικές συμβάσεις οι οποίες περιέχουν διατάξεις κατά των διακρίσεων.

Οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν επίσης να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην παρακολούθηση των πρακτικών στο χώρο εργασίας. Ενδεχόμενα μέτρα μπορεί να περιλαμβάνουν τη σύναψη συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων και την έγκριση κωδίκων με στόχο την πρόληψη της διάκρισης λόγω φύλου.

48. Το άρθρο 8τετράκις) είναι ένα τυπικό άρθρο που αναφέρεται στις κυρώσεις.

Άρθρο 2

49. Το άρθρο αυτό περιέχει τις τυπικές τελικές ρήτρες των οδηγιών προσαρμοσμένες στην παρούσα πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Στην πρώτη παράγραφο δηλώνεται ότι όλα τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, ρυθμιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωση με την οδηγία έως την 1η Ιανουαρίου 2002 ή εξασφαλίζουν έως την ημερομηνία εκείνη το αργότερο ότι η διοίκηση και οι εργαζόμενοι θα εισάγουν την απαιτούμενη διάταξη μέσω συμφωνίας. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή να εξασφαλίσουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η οδηγία αυτή.

Στη δεύτερη παράγραφο ορίζεται ότι τα κράτη μέλη εγκρίνουν τα μέτρα με ιδιαίτερη παραπομπή στην οδηγία αυτή.

Στην τρίτη παράγραφο ορίζεται ότι τα κράτη μέλη θα ανακοινώνουν εντός τριετίας από την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη σύνταξη έκθεσης προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της.

Η τέταρτη παράγραφος του άρθρου συμπληρώνει τη νέα παράγραφο 4 του άρθρου 2 και υποχρεώνει τα κράτη μέλη να υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την εξέλιξη της νομοθεσίας τους σε ό,τι αφορά τα μέτρα θετικής δράσης έτσι ώστε να επιτραπεί στην Επιτροπή να υποβάλει τακτικά εκθέσεις στο Συμβούλιο σχετικά.

Άρθρο 3

50. Το άρθρο αυτό είναι τυπικό άρθρο στο οποίο αναφέρεται ότι η οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

2000/0142 (COD)

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τρoπoπoίηση της oδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της εφαρμoγής της αρχής της ίσης μεταχείρισης των αvδρώv και των γυvαικώv όσov αφoρά τηv πρόσβαση στηv απασχόληση, στηv επαγγελματική εκπαίδευση και πρoώθηση και τις συvθήκες εργασίας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο της 141, παράγραφος 3,

την πρόταση της Επιτροπής [19],

[19] ΕΕ C

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [20],

[20] ΕΕ C

ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης [21],

[21] ΕΕ C

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Το άρθρο 3, παράγραφος 2 της συνθήκης επιβάλλει υποχρέωση για την εξάλειψη των ανισοτήτων και την προαγωγή της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών.

(2) Η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών είναι θεμελιώδης αρχή της κοινοτικής νομοθεσίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 141 και ιδίως στην παράγραφο 3, η οποία αφορά ειδικότερα τη διάκριση λόγω φύλου που συνδέεται με την απασχόληση και την επαγγελματική ζωή.

(3) Το Συμβούλιο επιβεβαίωσε, στο ψήφισμά του της 29ης Μαΐου 1990 για την προστασία των γυναικών και των ανδρών στο χώρο εργασίας [22], ότι η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να αντιβαίνει προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης κατά την έννοια της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου [23]. Η δήλωση αυτή πρέπει να περιληφθεί στην ίδια την οδηγία. η σεξουαλική παρενόχληση επηρεάζει συνήθως τις επιδόσεις του ατόμου στην εργασία ή και δημιουργεί ένα εκφοβιστικό, εχθρικό ή επιθετικό περιβάλλον.

[22] ΕΕ C 157, 27.6.1990, σ. 3.

[23] ΕΕ C 39, 14.2.1976, σ. 40.

(4) Η οδηγία 76/207/ΕΟΚ δεν δίνει έναν ορισμό για την έννοια της έμμεσης διάκρισης. Κατά συνέπεια αρμόζει να εισαχθεί τέτοιος ορισμός συνεπής με τον ορισμό που δίνεται στην οδηγία 97/80/ΕΚ του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου [24], όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/80/ΕΚ [25].

[24] ΕΕ L 14, 20.1.1998, σ. 6.

[25] ΕΕ L 205, 22.7.1998, σ. 66.

(5) Το πεδίο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων που τα κράτη μέλη επιδιώκουν να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ πρέπει να είναι περιορισμένο. πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι ορισμένες δραστηριότητες μπορεί να μην εξαιρούνται σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(6) Το Δικαστήριο αναγνώρισε επανειλημμένα ως θεμιτή, όσον αφορά την αρχή της ίσης μεταχείρισης, την προστασία της βιολογικής κατάστασης της γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και ύστερα από αυτήν. η οδηγία του Συμβουλίου 92/85/ΕΟΚ, της 19ης Οκτωβρίου 1992 σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων [26], στοχεύει στην εξασφάλιση της προστασίας της σωματικής και ψυχικής υγείας των εγκύων, λεχώνων ή γαλουχουσών γυναικών. στο αιτιολογικό της οδηγίας αυτής αναφέρεται ότι η προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων δεν πρέπει να καθιστά μειονεκτική τη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας και δεν πρέπει να θίγει τις οδηγίες περί ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών. Η προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών στην απασχόληση, ιδίως σε ό,τι αφορά το δικαίωμά τους για επιστροφή στην εργασία, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ. το δικαίωμα αυτό πρέπει να εξασφαλίζεται ρητά στις λεχώνες.

[26] ΕΕ L 348, 28.11.1992, σ. 1.

(7) Η δυνατότητα για τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να εγκρίνουν μέτρα θετικής δράσης εμπεριέχεται στο άρθρο 141, παράγραφος 4 της συνθήκης. Αυτή η διάταξη της συνθήκης καθιστά το υπάρχον άρθρο 2, παράγραφος 4 της οδηγίας άνευ αντικειμένου. η δημοσίευση περιοδικών εκθέσεων της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της δυνατότητας που προσφέρεται από το άρθρο 141, παράγραφος 4 θα βοηθήσει τα κράτη μέλη να συγκρίνουν τον τρόπο εφαρμογής της και τους πολίτες να έχουν πλήρη εικόνα της σημερινής κατάστασης σε κάθε κράτος μέλος.

(8) Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι, έχοντας υπόψη το θεμελιώδες του δικαιώματος για αποτελεσματική δικαστική προστασία, η προστασία αυτή χορηγείται στους εργαζόμενους ακόμη και ύστερα από τη λήξη της εργασιακής σχέσης [27].

[27] Απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1998, Coote, υπόθεση C-185/95, Rec. 1998, σελ. I-5199.

(9) Το Δικαστήριο απεφάνθη πως, για να είναι αποτελεσματική, η αρχή της ίσης μεταχείρισης συνεπάγεται ότι, όποτε αυτή, η εκδικαζόμενη αποζημίωση στον εργαζόμενο που υπέστη διάκριση, είναι ανάλογη προς την προκληθείσα ζημία [28].

[28] Απόφαση της 22ας Απριλίου 1997, Draehmpaehl, C-180/96, Rec. 1997, σελ. I-2195.

(10) Για να παρασχεθεί ένα πιο αποτελεσματικό επίπεδο προστασίας στους εργαζομένους που υφίστανται διακρίσεις λόγω φύλου, διάφορες ενώσεις ή νομικά πρόσωπα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτηθούν να ασκούν το δικαίωμα της υπεράσπισης κάθε ατόμου που θεωρεί ότι έχει αδικηθεί λόγω του ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν έχει εφαρμοστεί σε αυτό.

(11) Τα κράτη μέλη πρέπει να προωθούν τον κοινωνικό διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για την αντιμετώπιση διαφορετικών μορφών διάκρισης λόγω φύλου στο χώρο της εργασίας και να τις καταπολεμούν.

(12) Τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν αποτελεσματικές αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων βάσει της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ.

(13) Σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 5 της συνθήκης, οι στόχοι της οδηγίας αυτής δεν μπορούν να υλοποιηθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και κατά συνέπεια μπορούν να υλοποιηθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο. Η παρούσα οδηγία που τροποποιεί την οδηγία 76/207/EΟΚ περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων αυτών και δεν υπερβαίνει ό,τι είναι απαραίτητο για τον σκοπό αυτό.

(14) Ως εκ τούτου, η οδηγία 76/207/ΕΟΚ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 76/207/EΟΚ τροποποιείται ως εξής:

(1) Στο άρθρο 1 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 1α):

"1α) Τα κράτη μέλη εισάγουν τα μέτρα εκείνα που είναι αναγκαία ώστε να μπορέσουν να προωθήσουν δραστήρια και ευκρινώς το στόχο της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών ιδίως μέσω της ενσωμάτωσής της, σε όλες τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, στις πολιτικές και στις δραστηριότητες στους τομείς που παρατίθενται στην παράγραφο 1."

(2) Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 1α):

"Άρθρο 1a)

Η σεξουαλική παρενόχληση θεωρείται διάκριση λόγω φύλου στο χώρο εργασίας όταν εκδηλώνεται μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνδεόμενη με το φύλο με σκοπό ή αποτέλεσμα που επηρεάζει την αξιοπρέπεια ενός ατόμου ή και δημιουργείται ένα εκφοβιστικό, εχθρικό, απειλητικό ή ενοχλητικό περιβάλλον, ιδίως εάν η απόρριψη ή η αποδοχή της συμπεριφοράς αυτής από ένα άτομο χρησιμοποιείται ως κριτήριο για μια απόφαση που επηρεάζει το άτομο αυτό."

(3) Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

(α) Στην παράγραφο 1 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

"Κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου, έμμεση διάκριση υφίσταται όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θίγει σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό εκπροσώπων ενός φύλου, εκτός αν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική είναι κατάλληλη και αναγκαία και μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς παράγοντες μη συνδεόμενους με το φύλο."

(β) Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, ότι μια διαφορά στη μεταχείριση που βασίζεται σε ένα χαρακτηριστικό στοιχείο σχετικά με το φύλο δεν αποτελεί διάκριση σε περιπτώσεις όπου, λόγω της φύσης των ειδικών επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή λόγω του πλαισίου στο οποίο αναπτύσσονται, το χαρακτηριστικό αυτό αποτελεί γνήσιο επαγγελματικό προσόν.

Οι παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχείρισης παραμένουν εντός των ορίων του τι είναι κατάλληλο και αναγκαίο ώστε να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος στόχος."

(γ) Στην παράγραφο 3 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

"Μια γυναίκα μετά τον τοκετό έχει το δικαίωμα, ύστερα από τη λήξη της περιόδου της άδειας μητρότητας, να επιστρέψει στη θέση εργασίας της ή σε ισοδύναμη θέση δίχως αλλαγή στις συνθήκες εργασίας της."

(δ) Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"4. Βάσει των πληροφοριών που παρέχονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 9, η Επιτροπή θα εγκρίνει και θα δημοσιεύει ανά τριετία έκθεση συγκριτικής αξιολόγησης των θετικών μέτρων που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 141, παράγραφος 4 της συνθήκης."

(4) Στο άρθρο 3, παράγραφος 2 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο (δ):

"(δ) κάθε διάταξη που αντίκειται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης κηρύσσεται άκυρη ή είναι δυνατόν να τροποποιείται όταν αφορά την ιδιότητα του μέλους και τη συμμετοχή σε μια οργάνωση εργαζομένων ή εργοδοτών ή κάθε οργάνωση της οποίας τα μέλη ασκούν ένα ειδικό επάγγελμα, καθώς και των οφελών που προέρχονται από τέτοιες οργανώσεις."

(5) Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

"Άρθρο 6

(1) Τα κράτη μέλη εισάγουν στα εθνικά συστήματα τα μέτρα που απαιτούνται για την παροχή της δυνατότητας στα άτομα που θεωρούν ότι αδικούνται από τη μη εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης στον εαυτό τους κατά την έννοια των άρθρων 3, 4, και 5, να διεκδικούν τις απαιτήσεις τους δικαστικώς αφού πρώτα έχουν προσφύγει, ενδεχομένως, σε άλλες αρμόδιες αρχές, ακόμη και ύστερα από τη λήξη της εργασιακής σχέσης.

(2) Τα κράτη μέλη εισάγουν στα εθνικά τους συστήματα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται ότι η αποζημίωση για την απώλεια και τη βλάβη που υφίσταται κάποιο άτομο ως αποτέλεσμα διάκρισης αντιβαίνουσας στα άρθρα 3, 4 ή 5 δεν μπορεί να περιορίζεται από ένα προκαθορισμένο ανώτατο όριο ή να αποκλείεται η καταβολή τόκων ως αποζημίωση για την ζημία που υπέστη ο δικαιούχος της αποζημίωσης ως συνέπεια της παρέλευσης χρονικού δοαστήματος έως την τελική καταβολή του ποσού της αποζημίωσης."

(6) Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα 8α), 8β) και 8γ):

"Άρθρο 8α)

(1) Τα κράτη μέλη προβλέπουν έναν ανεξάρτητο φορέα για την αγωγή της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ο φορέας αυτός μπορεί να αποτελεί μέρος ανεξάρτητων, προϋπαρχουσών, υπηρεσιών σε εθνικό επίπεδο, επιφορτισμένων ιδίως με τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων του ατόμου.

(2) Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι αυτοί οι ανεξάρτητοι φορείς επιφορτίζονται μεταξύ άλλων με την παραλαβή και τη διεκπεραίωση προσφυγών από άτομα για διακρίσεις λόγω φύλου, με το να ξεκινούν έρευνες και δημοσκοπήσεις σχετικά με τις διακρίσεις λόγω φύλου και με το να δημοσιεύουν εκθέσεις για θέματα που σχετίζονται με τις διακρίσεις λόγω φύλου.

(3) Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ενώσεις, οργανισμοί ή άλλα νομικά πρόσωπα μπορούν να κινούν, εκ μέρους του ενάγοντος ύστερα από έγκρισή του/της, δικαστικές ή και διοικητικές διαδικασίες που προβλέπονται για τη επιβολή των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 8β)

(1) Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την προαγωγή του κοινωνικού διαλόγου των κοινωνικών εταίρων με στόχο την ενίσχυση της ίσης μεταχείρισης, μεταξύ άλλων μέσω της παρακολούθησης των πρακτικών στο χώρο εργασίας, μέσω των συλλογικών συμφωνιών, των κωδίκων συμπεριφοράς, της έρευνας ή της ανταλλαγής εμπειριών και ορθών πρακτικών.

(2) Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τους κοινωνικούς εταίρους, με επιφύλαξη της αυτονομίας τους όσον αφορά τη σύναψη, να ορίζουν στο κατάλληλο επίπεδο, κανόνες κατά των διακρίσεων στον τομέα της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών.

Άρθρο 8γ)

Τα κράτη μέλη καθορίζουν το σύστημα των κυρώσεων που επιβάλλονται στις παραβιάσεις των εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί σε εκτέλεση της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλιστεί η θέση τους σε εφαρμογή. Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αυτές τις διατάξεις στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2001 και κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους το συντομότερο δυνατόν."

Άρθρο 2

(1) Tα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωση με την οδηγία αυτή την 31η Δεκεμβρίου 2001 το αργότερο ή εξασφαλίζουν το αργότερο έως την ημερομηνία αυτή ότι τόσο η διοίκηση όσο και οι εργαζόμενοι εισάγουν τις απαιτούμενες διατάξεις μέσω συμφωνίας. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να εγγυηθούν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

(2) Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, εντός τριετίας από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την Επιτροπή για τη σύνταξη έκθεσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

(3) Με επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη ανακοινώνουν ανά τριετία στην Επιτροπή τα κείμενα νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων θετικών μέτρων που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 141, παράγραφος 4 της συνθήκης.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΔΕΛΤΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ

Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ (με ειδική αναφορά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ)

Τίτλος της πρότασης:

Πρόταση για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί την οδηγία 76/207/ΕΟΚ της 9ης Φεβρουαρίου 1976 σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης των ανδρών και των γυναικών σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική κατάρτιση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας.

Σχετ.: 45468/901

Η πρόταση:

1. Γιατί, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της επικουρικότητας, κρίνεται αναγκαία η κοινοτική νομοθεσία στον τομέα αυτό και ποιοι είναι οι κυριότεροι στόχοι της;

Η ΕΕ βασίζεται σε θεμελιώδεις αρχές όπως η αρχή της ισότητας των γυναικών και των ανδρών.

Η χρήση ενός κοινοτικού νομοθετικού μέσου στον τομέα πρέπει να συνεπάγεται το σεβασμό της αρχής της επικουρικότητας. Η τροποποίηση της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ αποτελεί το μοναδικό τρόπο εξασφάλισης μιας ενιαίας και αποτελεσματικής εφαρμογής, σε εθνικό επίπεδο, της πλούσιας νομολογίας του Δικαστηρίου. Επιπλέον πρέπει να εξασφαλιστεί η συνοχή της νομοθεσίας σε κοινοτικό επίπεδο με την εφαρμογή της αρχής της ισότητας της μεταχείρισης. Στις περιπτώσεις διακρίσεων λόγω φύλου, αυτό είναι δυνατό μόνον με την τροποποίηση της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ.

Το περιεχόμενο του προτεινόμενου μέσου συμμορφώνεται επίσης με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς ορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις, π.χ. σχετικά με την σεξουαλική παρενόχληση, προσφέροντας στα κράτη μέλη το μέγιστο δυνατόν περιθώριο ελιγμών ώστε να προσδιοριστεί ο καλύτερος τρόπος για την αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης από αυτή την άποψη.

Η κοινοτική νομοθεσία δεν θα έχει κανέναν άμεσο αντίκτυπο στη λειτουργία των επιχειρήσεων και δεν πρόκειται να επιβάλει διοικητικούς ή νομικούς περιορισμούς που ενδέχεται να εμποδίσουν τη σύσταση και την ανάπτυξη των ΜΜΕ.

Ο αντίκτυπος στις επιχειρήσεις

2. Ποιον αφορά η πρόταση;

Όλες οι επιχειρήσεις υπόκεινται στην εθνική νομοθεσία που απαιτεί η οδηγία.

3. Ποια μέτρα θα πρέπει να λάβουν οι επιχειρήσεις για να συμμορφωθούν με την πρόταση;

Οι επιχειρήσεις πρέπει να μεριμνήσουν ώστε οι αποφάσεις που αφορούν τις προσλήψεις, την πρόσβαση στην εργασία, την προαγωγή, την πρόσβαση στην κατάρτιση, τις συνθήκες εργασίας, που περιλαμβάνουν την απόλυση και τις αμοιβές, λαμβάνονται σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών. Αυτό ήδη ισχύει κατ' αρχήν σε όλα τα κράτη μέλη. Συνεπώς η οδηγία πρόκειται να ενισχύσει τις ήδη ισχύουσες διατάξεις, αντί να εισάγει εντελώς νέες διατάξεις, και πρόκειται να συμβάλει στη νομική σαφήνεια και ασφάλεια καθόσον ενσωματώνει τη νομολογία του Δικαστηρίου.

Σε ό,τι αφορά, π.χ., το δικαίωμα των γυναικών να επιστρέφουν μετά τον τοκετό στις θέσεις εργασίας τους, ή σε παρόμοιες θέσεις εργασίας, με τους ίδιους όρους με εκείνους που ίσχυαν όταν απουσιάζουν με άδεια μητρότητας. (Βλ. συγκεκριμένα, υπόθεση 184/83 Hofmann κατά Barmer Ersatzkasse [1984] Συλ. 3047, παράγραφος 25, υπόθεση C-421/92 Habermann-Beltermann [1994] Συλ. I-1657, παράγραφος 21 και υπόθεση C-32/93 Webb κατά EMO Air Cargo [1994] Συλ. I-3567, παράγραφος 20).

4. Ποια οικονομικά αποτελέσματα ενδέχεται να έχει η πρόταση;

Με την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, η παρούσα πρόταση πρόκειται να αυξήσει τη συμμετοχή στην οικονομική και κοινωνική ζωή και πρόκειται να μειώσει τις ανισότητες μεταξύ των ανδρών και των γυναικών. Αυτό πρόκειται να ωφελήσει άμεσα την οικονομική ανάπτυξη με τη μείωση των δημόσιων δαπανών σε σχέση με την κοινωνική ασφάλιση και αρωγή, με την αύξηση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και την προώθηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων που θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν με το βέλτιστο τρόπο όλους τους διαθέσιμους πόρους στην αγορά εργασίας.

α) Ποιος θα είναι ο αντίκτυπος;

- Στην απασχόληση;

Η οδηγία πρόκειται να συμβάλει σε μια αγορά εργασίας ανοικτή σε όλους, όπως το απαιτεί η ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση. Ως εκ τούτου θα συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας και θα πρέπει, μεσοπρόθεσμα, να έχει ως αποτέλεσμα υψηλότερα επίπεδα απασχόλησης λόγω της αυξημένης ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

- Στις επενδύσεις και στη σύσταση νέων επιχειρήσεων;.

Η οδηγία πρόκειται να κάνει πιο ευέλικτες τις συνθήκες πρόσβασης στην απασχόληση και στην εργασία, στις έμμισθες και στις άμισθες δραστηριότητες και στα ελεύθερα επαγγέλματα.

- Στην ανταγωνιστική θέση των επιχειρήσεων;

Σε ό,τι αφορά τον ανταγωνισμό, η σημασία της οδηγίας είναι μεγάλη για την εξασφάλιση ότι όλοι οι συντελεστές αντιμετωπίζονται με τους ίδιους όρους. Όπως προαναφέρθηκε, η οδηγία πρόκειται να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων μεριμνώντας ώστε αυτές να διαθέτουν αυξημένες αρμοδιότητες και πόρους από ό,τι σήμερα και φροντίζοντας να χρησιμοποιούνται οι αρμοδιότητες αυτές χωρίς διακρίσεις.

β) Είναι απαραίτητη η εφαρμογή νέων διοικητικών διαδικασιών;

Το ισχύον κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο για την ίση μεταχείριση των γυναικών και των ανδρών προϋποθέτει ήδη ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να δικαιολογούν τις αποφάσεις τους σε τομείς όπως οι προσλήψεις, οι προαγωγές, η πρόσβαση στην κατάρτιση και άλλες συνθήκες εργασίας ώστε να αποδείξουν ότι οι εν λόγω αποφάσεις δεν ελήφθησαν βάσει διακρίσεων. Αυτό ισχύει ήδη στην πλειονότητα των κρατών μελών.

γ) Κόστος και οφέλη από ποσοτική και ποιοτική άποψη.

Δεν υπάρχει επιπρόσθετο κόστος, καθώς οι επιχειρήσεις γνωρίζουν ήδη το νομοθετικό πλαίσιο για την ισότητα των ευκαιριών μεταξύ γυναικών και ανδρών που ισχύει για περισσότερα από 20 έτη.

Η οδηγία απλώς αντικατοπτρίζει την εξέλιξη του κοινοτικού δικαίου και συμβάλλει στη νομική ασφάλεια καθόσον ενσωματώνει τη νομολογία του Δικαστηρίου.

Μεσοπρόθεσμα οι επιχειρήσεις πρόκειται να επωφεληθούν από την αυξημένη δέσμευση των εργαζομένων και από το όφελος της ανταγωνιστικότητας που απορρέει από καλύτερη χρήση των πόρων.

δ) Ποιο κόστος συνεπάγεται η οδηγία;

Η οδηγία ορίζει ένα ευέλικτο γενικό πλαίσιο για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης και εναπόκειται στα κράτη μέλη και στους κοινωνικούς εταίρους να ορίσουν τα ακριβή μέσα για την πρακτική εφαρμογή της. Τόσο το κόστος θα είναι περιορισμένο.

ε) Τι θα πρέπει να κάνουν οι επιχειρήσεις σε ό,τι αφορά τον έλεγχο και την αξιολόγηση;

Η οδηγία δεν απαιτεί άμεσα από τις επιχειρήσεις να ελέγχουν και να αξιολογούν την τήρηση της οδηγίας. Είναι ωστόσο προς το συμφέρον τους να τεκμηριώνουν τις αποφάσεις τους όσον αφορά τις προσλήψεις, τις προαγωγές, την πρόσβαση στην κατάρτιση, και τις υπόλοιπες συνθήκες εργασίας ώστε να αποδείξουν την απουσία διακρίσεων. Οι μεγάλες επιχειρήσεις ίσως επιθυμούν να ασκήσουν έναν πιο διαρθρωμένο έλεγχο ώστε να εξασφαλίζουν ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης εφαρμόζεται σε όλα τα επίπεδα.

5. Η πρόταση περιλαμβάνει μέτρα που λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ιδίως μειωμένες ή τροποποιημένες απαιτήσεις);

Η πρόταση ουδόλως κάνει διάκριση συναρτήσει του μεγέθους των επιχειρήσεων δεδομένου ότι οι διακρίσεις λόγω φύλου παρατηρούνται σε όλες τις επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τον αριθμό των εργαζομένων. Ωστόσο η οδηγία καθορίζει μόνον τα ελάχιστα πρότυπα που να βασίζονται σε ευέλικτο πλαίσιο αρχών. Συνεπώς τα κράτη μέλη και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν ελεύθερα να εφαρμόσουν ποικιλοτρόπως τις απαιτήσεις της οδηγίας.

Διαβούλευση

6. Ποιος είναι ο κατάλογος των οργανώσεων με τις οποίες έγινε η διαβούλευση επί της πρότασης και σύνοψη των κυριοτέρων απόψεων;

Η Επιτροπή ζήτησε τη γνώμη αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των κοινωνικών εταίρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και πραγματοποίησε σχετικό σεμινάριο στις 10 Μαΐου 2000.

Όλες οι οργανώσεις που γνωμοδότησαν παραδέχονται τη σημασία του εν λόγω θέματος και την ανάγκη για μια νομοθετική προσέγγιση. Ωστόσο εκφράστηκαν διαφορετικές απόψεις για ορισμένες στοιχεία της πρότασης. Η CES εξέφρασε την επιθυμία για νέα πρόταση (μια δεύτερη πρόταση ειδικά για την σεξουαλική παρενόχληση) για τη σεξουαλική παρενόχληση με βάση τις διατάξεις που αφορούν την υγεία και την ασφάλεια στο χώρο εργασίας (άρθρο 137, παράγραφος 1 της συνθήκης).

Η UNICE εκτιμά ότι η εν λόγω πτυχή καλύπτεται ήδη από την οδηγία πλαίσιο για την υγεία και την ασφάλεια στο χώρο εργασίας (οδηγία 89/391/ΕΟΚ).