52000PC0100

Τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση του συστήματος «Eurodac» για την αντιπαραβολή των δακτυλικών αποτυπωμάτων των αιτούντων άσυλο και ορισμένων άλλων υπηκόων τρίτων χωρών, με σκοπό τη διευκόλυνση της εφαρμογής της Σύμβασης του Δουβλίνου /* COM/2000/0100 τελικό - CNS 99/0116 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 029 E της 30/01/2001 σ. 0001 - 0010


Τροποποιημένη πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με τη θέσπιση του συστήματος "Eurodac" για την αντιπαραβολή των δακτυλικών αποτυπωμάτων των αιτούντων άσυλο και ορισμένων άλλων υπηκόων τρίτων χωρών, με σκοπό τη διευκόλυνση της εφαρμογής της Σύμβασης του Δουβλίνου

(υποβαλλόμενη από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

A. Η γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η απάντηση της Επιτροπής

Στις 18 Νοεμβρίου 1999, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διατύπωσε τη γνώμη του σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής για την έκδοση κανονισμού του Συμβουλίου αναφερόμενου στη θέσπιση του συστήματος "Eurodac" για την αντιπαραβολή των δακτυλικών αποτυπωμάτων των αιτούντων άσυλο και ορισμένων άλλων αλλοδαπών. Το Κοινοβούλιο ενέκρινε την πρόταση της Επιτροπής, υπό την προϋπόθεση ορισμένων τροποποιήσεων. Το αντικείμενο των προτεινόμενων από το Κοινοβούλιο τροποποιήσεων και οι αντίστοιχες απαντήσεις της Επιτροπής εκτίθενται στη συνέχεια.

(i) Η χρήση του όρου «αλλοδαπός» (τροπολογία 1). Το Κοινοβούλιο έκρινε ότι ο όρος «αλλοδαπός» έχει αρνητική χροιά, οπότε ο όρος «υπήκοος τρίτης χώρας» αποτελεί ικανοποιητικό υποκατάστατο. Η Επιτροπή απεδέχθη την τροπολογία αυτή. Ενώ ο όρος «αλλοδαπός» είναι ουδέτερος σε ορισμένες γλώσσες, είναι αλήθεια ότι σε άλλες έχει αρνητικές συνδηλώσεις. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή προέβη στις αναγκαίες διορθώσεις σε ολόκληρο το κείμενο. Επιπλέον δε, προστέθηκε και ο ορισμός του όρου «υπήκοος τρίτης χώρας, έτσι ώστε να καταστεί σαφές ότι ο προτεινόμενος κανονισμός αφορά και του απάτριδες.

(ii) Ο τίτλος: η αποκλειστική σύνδεση με τη Σύμβαση του Δουβλίνου (τροπολογία 2). Το Κοινοβούλιο έκρινε ότι ο τίτλος του κανονισμού θα πρέπει να τροποποιηθεί για να συμπεριλάβει αναφορά στη Σύμβαση του Δουβλίνου, έτσι ώστε να τονίζεται το γεγονός ότι το σύστημα Eurodac έχει αποκλειστικά σχέση με την εφαρμογή της Σύμβασης του Δουβλίνου. Η Επιτροπή απεδέχθη την τροπολογία αυτή και άλλαξε τον τίτλο αναλόγως.

(iii) Η ελάχιστη ηλικία για τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων (τροπολογίες 3, 5, 8 και 10). Το Κοινοβούλιο έκρινε ότι η ελάχιστη ηλικία για τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων των κατηγοριών προσώπων που καλύπτονται από τον προτεινόμενο κανονισμό θα πρέπει να αυξηθεί από τα 14 στα 18 έτη. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι αυτό αποτελεί σημαντικό ζήτημα για το Κοινοβούλιο. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν απεδέχθη την τροπολογία αυτή. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στους κόλπους του Συμβουλίου ασκήθηκαν πιέσεις μάλλον για μείωση παρά για αύξηση του εν λόγω ορίου ηλικίας. Οι μεταναστευτικές μετακινήσεις προσώπων που αναζητούν διεθνή προστασία συμπεριλαμβάνουν δυστυχώς και παιδιά, τα δε νομοθετικά μέτρα που αποσκοπούν στη ρύθμιση των μετακινήσεων αυτών πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και το γεγονός αυτό. Είναι βεβαίως απόλυτα ενδεδειγμένο να ληφθεί μέριμνα για τη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων κατά τον κατάλληλο τρόπο, η δε προσέγγιση της Επιτροπής συμπεριλαμβάνει την αποδοχή όσων τροπολογιών του Κοινοβουλίου καθιστούν σαφές το ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα πρέπει να λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς και της Σύμβασης των Ηνωμένων εθνών για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Παιδιού. Θα δοθεί και άλλη ευκαιρία για την εξέταση των κανόνων μεταφοράς των αιτούντων άσυλο μεταξύ των κρατών μελών, της εφαρμογής τους για τα παιδιά και της θέσπισης ειδικών διασφαλίσεων, στο πλαίσιο των μελλοντικών συζητήσεων γύρω από την αντικατάσταση της Σύμβασης του Δουβλίνου με κοινοτική νομοθετική πράξη.

(iv) Απαλοιφή των δεδομένων από την κεντρική βάση δεδομένων (τροπολογίες 4, 7, 9 και 11). Το Κοινοβούλιο έκρινε ότι τα δεδομένα που αφορούν τους αιτούντες άσυλο καθώς και τα πρόσωπα που συλλαμβάνονται κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων θα πρέπει να απαλείφονται από την κεντρική βάση δεδομένων όταν στα αντίστοιχα πρόσωπα έχει αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή κάποια άλλη επικουρική ή συμπληρωματική μορφή προστασίας ή κάποιο άλλο νομικό καθεστώς. Η Επιτροπή απεδέχθη ορισμένες από τις τροπολογίες αυτές, όχι όμως όλες.

Η Επιτροπή απεδέχθη τις τροποποιήσεις του Κοινοβουλίου που αφορούν τα δεδομένα για τους αναγνωρισμένους ως πρόσφυγες. Το άρθρο 12 της αρχικής πρότασης της Επιτροπής αποτελούσε συμβιβασμό. Όμως, ορισμένα κράτη μέλη θεώρησαν ότι υπήρχε πρόβλημα με πρόσωπα που έχουν αναγνωρισθεί ως πρόσφυγες σε ένα κράτος μέλος και ταξιδεύουν σε κάποιο άλλο κράτος μέλος όπου και ζητούν άσυλο, οπότε έκριναν ότι στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να εφαρμόζεται η Σύμβαση του Δουβλίνου. Άλλα κράτη μέλη δεν συμμερίσθηκαν αυτήν την ανάλυση. Ως εκ τούτου, προτάθηκε τα δεδομένα για τους αναγνωρισμένους ως πρόσφυγες να διατηρούνται στην Κεντρική Μονάδα, έτσι ώστε να μπορούν να καταρτίζονται στατιστικές για τη μέτρηση της έκτασης του φαινομένου. Η Επιτροπή προτείνει τώρα μια διαφορετική προσέγγιση του ζητήματος αυτού. Εάν ορισμένα πρόσωπα που έχουν αναγνωρισθεί ως πρόσφυγες σε ένα κράτος μέλος ταξιδεύουν σε κάποιο άλλο όπου και ζητούν άσυλο, τούτο είναι πιθανό να οφείλεται στο ότι οι πρόσφυγες δεν έχουν το γενικό δικαίωμα παραμονής και σε κράτος μέλος άλλο από αυτό που τους έχει αναγνωρίσει και αποδεχθεί ως πρόσφυγες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατάσταση αυτή θα πρέπει να διορθωθεί, με την ένταξη των προσφύγων αυτών στο πεδίο εφαρμογής νομοθετήματος το οποίο να καθορίζει τις περιστάσεις υπό τις οποίες ένας υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα σε ένα κράτος μέλος μπορεί να διαμένει και σε ένα άλλο κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή τροποποίησε την πρότασή της κανονισμού περί Eurodac, διαγράφοντας ολόκληρο το άρθρο 12 και αναδιατυπώνοντας το άρθρο 7 κατά τρόπο που να καθιστά σαφείς τους όρους απαλοιφής των δεδομένων που αφορούν πρόσωπα αναγνωρισμένα ως πρόσφυγες.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν θα ήταν ενδεδειγμένο να προβλεφθεί η απαλοιφή των δεδομένων που αφορούν τους αιτούντες άσυλο ευθύς ως τους αναγνωρίζει κάποιο νομικό καθεστώς. Εάν τούτο συνέβαινε, το σύστημα Eurodac δεν θα κάλυπτε πλέον καταστάσεις όπου ένας αιτών άσυλο λαμβάνει άδεια παραμονής με κάποια άλλη ιδιότητα για βραχύ χρονικό διάστημα, μετά τη λήξη του οποίου μετακινείται σε κάποιο άλλο κράτος μέλος και ζητεί άσυλο εκεί. Ωστόσο, η Επιτροπή θα ήθελε να υπενθυμίσει ότι στην αιτιολογική έκθεση της αρχικής της πρότασης επεσήμαινε ότι θα ήταν σκόπιμο να εξετασθεί η πρόωρη απαλοιφή των δεδομένων στις περιπτώσεις αιτούντων άσυλο που λαμβάνουν μακράς διαρκείας άδεια παραμονής σε κράτος μέλος. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν κοινοί κοινοτικοί κανόνες για την άδεια παραμονής μακράς διαρκείας, αλλά το ζήτημα αυτό θα πρέπει να εξετασθεί στο μέλλον.

Όσον αφορά τα πρόσωπα που συλλαμβάνονται κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων, η αρχική πρόταση της Επιτροπής ήδη προέβλεπε ότι τα δεδομένα θα πρέπει να απαλείφονται ευθύς ως τα πρόσωπα αυτά λαμβάνουν άδεια παραμονής, η οποία καλύπτει στην πράξη τις περιπτώσεις που επικαλείται το Κοινοβούλιο. (Ο ορισμός της άδειας παραμονής που εφαρμόζεται σχετικά, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, συμπίπτει με τον μάλλον ευρύ ορισμό της Σύμβασης του Δουβλίνου, δηλαδή νοείται ως «οποιαδήποτε άδεια εκδιδόμενη από τις αρχές κράτους μέλους σύμφωνα με την οποία ένας υπήκοος τρίτης χώρας επιτρέπεται να παραμείνει στην επικράτειά του, με εξαίρεση τις θεωρήσεις και τις «άδειες προσωρινής διαμονής» που εκδίδονται κατά την εξέταση αίτησης χορήγησης άδειας παραμονής ή ασύλου). Για να γίνει όμως η διατύπωση του κειμένου ως προς το σημείο αυτό σαφέστερη, η Επιτροπή τροποποίησε το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο α) της πρότασης, έτσι ώστε να γίνεται ειδική αναφορά στα πρόσωπα που γίνονται δεκτά ως πρόσφυγες ή με κάποια άλλη επικουρική μορφή προστασίας.

(v) Λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων σύμφωνα με τις διασφαλίσεις που προβλέπονται στα συναφή διεθνή νομοθετήματα (τροπολογίες 5 και 8). Το Κοινοβούλιο ενέκρινε τροπολογίες που επιβεβαιώνουν ότι η διαδικασία λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τα εχέγγυα που προβλέπονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες, καθώς και στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Η Επιτροπή απεδέχθη τις τροπολογίες αυτές και τροποποίησε ανάλογα τα άρθρα 4, παράγραφος 1 και 8, παράγραφος 1.

(vi) Η ανάγκη σαφούς σύμπτωσης των δακτυλικών αποτυπωμάτων (τροπολογία 6). Η τροπολογία 6 καθιστά σαφές ότι απαιτείται σαφής σύμπτωση των πανομοιότυπων δακτυλικών αποτυπωμάτων, παρά ο εντοπισμός δύο συνόλων δακτυλικών αποτυπωμάτων που φαίνονται παρόμοια. Η Επιτροπή μπορεί να αποδεχθεί την αρχή αυτή. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων της πρότασης της Επιτροπής στο Συμβούλιο, συμφωνήθηκε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5 θα πρέπει να τροποποιηθεί έτσι ώστε να καταστεί σαφές ότι το αποτέλεσμα που διαβιβάζεται σε ένα κράτος μέλος είτε θα αποτελεί «επιτυχία» ως προς ένα συγκεκριμένο πρόσωπο είτε θα θεωρείται αρνητικό. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η τροπολογία αυτή λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες που εκφράζει το Κοινοβούλιο. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι η ακριβής διατύπωση της τροποποίησης του Κοινοβουλίου είναι η ενδεδειγμένη, δεδομένου ότι αναφέρει ότι, εάν δεν υπάρχει απόλυτη σύμπτωση, το κράτος μέλος που ζήτησε την αντιπαραβολή των δακτυλικών αποτυπωμάτων κινεί τη διαδικασία παροχής ασύλου. Τούτο θα υπερέβαινε τις διατάξεις της ίδιας της Σύμβασης του Δουβλίνου, σε ορισμένες δε περιπτώσεις θα εμπόδιζε την επανένωση οικογενειών, πράγμα που δεν φαίνεται να αποτελεί επιδίωξη του Κοινοβουλίου.

(vii) Απαγόρευση της διαβίβασης των δεδομένων σε τρίτες χώρες και σε άλλους φορείς (τροπολογία 12). Η Επιτροπή κατανοεί ότι η τροπολογία αυτή αποσκοπεί στον περιορισμό της διαβίβασης των δεδομένων σε δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις. Στην πρώτη επιδιώκεται η παρεμπόδιση της διαβίβασης των δεδομένων στις αρχές της χώρας προέλευσης του αιτούντος άσυλο, πράγμα που θα μπορούσε να δημιουργήσει κινδύνους για τον αιτούντα. Στην δεύτερη, η αποτροπή της διαβίβασης των δεδομένων σε άλλους φορείς ενός κράτους μέλους οι οποίοι δεν είναι αρμόδιοι για την εφαρμογή της Σύμβασης του Δουβλίνου. Η Επιτροπή συμφωνεί και με τους δύο αυτούς στόχους.

Ως προς τη διαβίβαση δεδομένων σε τρίτες χώρες, τούτο δεν προβλέπεται καθόλου στον παρόντα κανονισμό. Με γνώμονα δε τους σκοπούς του Eurodac είναι πολύ δύσκολο (με μία μόνο εξαίρεση, η οποία αναφέρεται στη συνέχεια) να προβλεφθούν περιπτώσεις στις οποίες τα δεδομένα του Eurodac θα μπορούσαν νομότυπα να διαβιβασθούν σε τρίτη χώρα με τήρηση των ισχυουσών κοινοτικών νομοθετικών διατάξεων για την προστασία των δεδομένων. Ωστόσο, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι το προηγούμενο κείμενο δεν περιείχε διάταξη απαγορεύουσα ρητά τη διαβίβαση δεδομένων σε τρίτες χώρες, αντιμετώπισε δε το κενό αυτό με την προσθήκη της νέας παραγράφου 5 στο άρθρο 14 (πρώην άρθρο 15). Η προσθήκη αυτή λαμβάνει συγκεκριμένα υπόψη μία εξαίρεση. Η Επιτροπή παρουσίασε μια σύσταση για την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου με στόχο την εξουσιοδότηση της Επιτροπής να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με τα κριτήρια και τον μηχανισμό εξέτασης των αιτήσεων ασύλου που κατατίθενται σε οποιοδήποτε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και στην Ισλανδία ή στη Νορβηγία. Το άρθρο 7 της συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός, και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας αφετέρου, σχετικά με τη συμμετοχή των δύο αυτών χωρών στην υλοποίηση, εφαρμογή και ανάπτυξη του κεκτημένου της Συμφωνίας Schengen [1], προβλέπει συγκεκριμένα μια τέτοια ρύθμιση, αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι οι διατάξεις περί αρμοδιότητας για την εφαρμογή των διατάξεων περί ασύλου είναι συνοδευτικές της κατάργησης των μεθοριακών ελέγχων. Επειδή δε είναι πιθανό μια συμφωνία με την Ισλανδία και με τη Νορβηγία να συνεπάγεται την επέκταση του συστήματος Eurodac στις δύο αυτές χώρες, η τροποποίηση του άρθρου 14 του κανονισμού Eurodac από την Επιτροπή λαμβάνει υπόψη και την περίπτωση αυτή.

[1] ΕΕ L 176, 10.7.1999, σ. 35.

Ως προς τη διαβίβαση δεδομένων σε άλλους φορείς κράτους μέλους, η νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ακολουθεί προσέγγιση λειτουργική μάλλον παρά θεσμική. Τούτο σημαίνει ότι προσδιορίζει τους σκοπούς για τους οποίους είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται τα δεδομένα και τις σχετικές προϋποθέσεις, παρά τους συγκεκριμένους φορείς που είναι δυνατόν να τα χρησιμοποιούν. Η Επιτροπή θα ήθελε να υπενθυμίσει ότι, δυνάμει της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα δεδομένα πρέπει να συγκεντρώνονται για καθορισμένους, ρητούς και νομότυπους σκοπούς, η δε επεξεργασία τους να μη γίνεται κατά τρόπο ασύμβατο με τους σκοπούς αυτούς. Το άρθρο 1, παράγραφος 3 του κανονισμού Eurodac προβλέπει ότι τα δεδομένα είναι δυνατόν να υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο του Eurodac μόνο για τους σκοπούς που καθορίζονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1 της Σύμβασης του Δουβλίνου. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται πράγματι ότι τα δεδομένα Eurodac δεν θα μπορούσαν να διαβιβασθούν σε φορέα που δεν είναι αρμόδιος για την εφαρμογή της Σύμβασης του Δουβλίνου, ενώ αυτός θα μπορούσε να είναι αρμόδιος, π.χ., αποκλειστικά για ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης.

B. Τροποποιήσεις υπό το φως των εξελίξεων μετά την αρχική πρόταση της Επιτροπής

Κατέστη αναγκαίο να τροποποιηθεί η αρχική πρόταση της Επιτροπής ως προς δύο σημεία, για να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις που σημειώθηκαν αφότου η Επιτροπή ενέκρινε την αρχική πρότασή της για την έκδοση κανονισμού Eurodac, στις 26 Μαΐου 1999:

(i) Επιτροπή (άρθρο 21, πρώην άρθρο 22). Το άρθρο 22 της αρχικής πρότασης της Επιτροπής βασιζόταν στη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής που προβλέπεται στην απόφαση 87/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου. Σχολιάζοντας το άρθρο 22 στην αιτιολογική της έκθεση, η Επιτροπή σημείωνε ότι ήταν πιθανό να χρειασθεί αναπροσαρμογή του άρθρου αυτού, εάν επιτυγχανόταν συμφωνία ως προς την αναθεώρηση της απόφασης περί επιτροπών. Στις 28 Ιουνίου 1999, το Συμβούλιο εξέδωσε κατά τα δέοντα την απόφαση που καθορίζει τις διαδικασίες για την άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (απόφαση 1999/468/EΚ του Συμβουλίου). Στη συνέχεια, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 20 Ιουλίου 1999, να τροποποιήσει όλες τις νομοθετικές της προτάσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και αναφέρονταν σε προσφυγή σε διαδικασία μέσω επιτροπής, να αντικαταστήσει δε τη διαδικασία που προβλεπόταν σε κάθε πρόταση με διαδικασία του ίδιου τύπου προβλεπόμενη στην απόφαση 1999/468/EΚ. Ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής απέστειλε στις 26 Ιουλίου 1999 επιστολή προς τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου και προς τον Γενικό Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, γνωστοποιώντας την απόφαση αυτή. Το άρθρο που αναφέρεται στην επιτροπή του συστήματος Eurodac τροποποιήθηκε αναλόγως. Για τη θέσπιση των κυριότερων εκτελεστικών μέτρων δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 7 του κανονισμού, εφαρμόζεται η νέα κανονιστική διαδικασία. Όσον αφορά την κατάρτιση γενικών στατιστικών δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού, τούτο δεν αποτελεί μέτρο γενικής εφαρμογής, επιπλέον δε οι κυριότεροι κανόνες κατάρτισης στατιστικών έχουν πλέον ενταχθεί στον ίδιο τον κανονισμό, στο άρθρο 3, παράγραφος 3 (βλέπε τμήμα Γ σημείο (iii) της αιτιολογικής έκθεσης). Η εκτελεστική αρμοδιότητα που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4 στην πραγματικότητα έχει εφεδρικό χαρακτήρα. Για την περίπτωση αυτή είναι ενδεδειγμένη μια συμβουλευτική επιτροπή.

(ii) Εδαφική εφαρμογή (αιτιολογικές σκέψεις και άρθρο 24, πρώην άρθρο 25). Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία γνωστοποίησαν στον Πρόεδρο του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου σχετικά με τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, ότι επιθυμούν να λάβουν μέρος στην έκδοση και στην εφαρμογή του κανονισμού Eurodac. Για λόγους διαφάνειας, προστέθηκε και μία αιτιολογική σκέψη με σκοπό καταστήσει σαφές ότι ο κανονισμός αυτός ισχύει και για τα δύο αυτά κράτη μέλη. Ακόμη, έγινε και αναπροσαρμογή του άρθρου 24 (πρώην άρθρου 25) περί εδαφικής εφαρμογής για τεχνικούς και νομικούς λόγους, διότι με τα σημερινά δεδομένα η εδαφική εφαρμογή του κανονισμού θα πρέπει να συμπίπτει πλήρως με εκείνη της Σύμβασης του Δουβλίνου. Ενώ η εδαφική εφαρμογή του κανονισμού διέπεται κατ' αρχήν από το άρθρο 299 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το άρθρο 24 προβλέπει ότι ο κανονισμός δεν ισχύει για εδάφη όπου δεν εφαρμόζεται η Σύμβαση του Δουβλίνου. Προστέθηκε και μία αιτιολογική σκέψη αναφερόμενη στη θέση της Δανίας.

Γ. Τροποποιήσεις κατά τις διαπραγματεύσεις στο Συμβούλιο που έγιναν αποδεκτές από την Επιτροπή

Το αναθεωρημένο κείμενο περιλαμβάνει και τροποποιήσεις που συμφωνήθηκαν στους κόλπους του Συμβουλίου, κατά το πλείστον τεχνικού χαρακτήρα:

(i) Ορισμοί αναφερόμενοι στην προστασία των δεδομένων (άρθρο 2). Η αρχική πρόταση της Επιτροπής περιελάμβανε ορισμούς για τους όρους «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» και «επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» πανομοιότυπους με τους ορισμούς που περιλαμβάνονται στην οδηγία περί προστασίας των δεδομένων (οδηγία 95/46/EΚ). Οι ορισμοί αυτοί αντικαταστάθηκαν με τη νέα παράγραφο 2 του άρθρου 2, όπου προβλέπεται ότι όλοι οι όροι που ορίζονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 95/46/EΚ έχουν την ίδια έννοια και στον κανονισμό Eurodac.

(ii) Χρήση των όρων «διαβιβάζω» και «κοινοποιώ». Η σύμβαση Eurodac χρησιμοποιούσε τον όρο «διαβιβάζω» σε σχέση με τη μεταφορά δεδομένων αναφερόμενων σε αιτούντες άσυλο, όριζε δε τον όρο «διαβίβαση δεδομένων» κατά τρόπο που να αποδίδει τους συγκεκριμένους κανόνες που διέπουν τα δεδομένα για τους αιτούντες άσυλο. Το πρωτόκολλο Eurodac χρησιμοποιούσε τον όρο «κοινοποιώ» σε σχέση με τα δεδομένα που αφορούν τα πρόσωπα που συλλαμβάνονται κατά την παράνομη διάβαση των εξωτερικών συνόρων, καθώς και τα πρόσωπα που βρίσκονται παράνομα στο έδαφος κράτους μέλους, κατά τρόπο που να αποδίδει το γεγονός ότι η χρήση των δεδομένων στις δύο αυτές κατηγορίες διέπεται από διαφορετικούς κανόνες. Τώρα πλέον έχει συμφωνηθεί να χρησιμοποιείται ένας και μόνο όρος - «διαβιβάζω» - σε ολόκληρο το κείμενο του κανονισμού, για να αποδίδεται η μεταφορά δεδομένων, και να διαγραφεί ο όρος «διαβίβαση δεδομένων» που περιλαμβανόταν πριν στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ε). Τούτο κατ' ουδένα τρόπο θίγει τους συγκεκριμένους και διαφορετικούς κανόνες που διέπουν καθεμιά από τις κατηγορίες προσώπων που καλύπτονται από τον κανονισμό.

(iii) Στατιστικές (άρθρο 3, παράγραφος 3). Αν και η Επιτροπή ευχαρίστως θα ανελάμβανε τη διαχείριση των στατιστικών που θα πρέπει να καταρτίζονται από την Κεντρική Μονάδα στο πλαίσιο των εκτελεστικών μέτρων, τα κράτη μέλη προτίμησαν, στους κόλπους του Συμβουλίου, να εντάξουν στον ίδιο τον κανονισμό ορισμένες απαιτήσεις ως προς τις στατιστικές αυτές. Σε κάθε περίπτωση, αυτές θα αποτελούν σημαντικό στοιχείο για την εφαρμογή του άρθρου 22 (πρώην άρθρου 23), περί παρακολούθησης και αξιολόγησης.

(iv) Προσδιορισμός των δακτύλων των οποίων απαιτούνται τα δακτυλικά αποτυπώματα (άρθρα 4 παράγραφος 1, 8 παράγραφος 1 και 11 παράγραφος 2). Ενώ η Επιτροπή ευχαρίστως θα ανελάμβανε το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο των εκτελεστικών κανόνων, τα κράτη μέλη εξέφρασαν στους κόλπους του Συμβουλίου την προτίμηση να ρυθμισθεί το ζήτημα αυτό στον ίδιο τον κανονισμό. Έτσι, τα άρθρα 4, παράγραφος 1 και 8, παράγραφος 1 τροποποιήθηκαν, ενώ προστέθηκε και μια νέα παράγραφος 2 στο άρθρο 11.

(v) Τα αποτελέσματα της αντιπαραβολής των δακτυλικών αποτυπωμάτων (άρθρο 4, παράγραφος 5). Το αρχικό κείμενο του κανονισμού ακολουθούσε τη διατύπωση της μη προωθηθείσας σύμβασης Eurodac, όπου αναφερόταν σε δεδομένα τα οποία «σύμφωνα με τη γνώμη της Κεντρικής Μονάδας ομοιάζουν τόσο ώστε να θεωρηθούν ότι συμπίπτουν με τα δακτυλικά αποτυπώματα που διεβίβασε το κράτος μέλος αυτό». Τώρα πλέον έχει συμφωνηθεί ότι η τεχνολογία είναι επαρκώς προηγμένη για να αναπροσαρμοσθεί το κείμενο του κανονισμού έτσι ώστε να αναφέρεται σε «επιτυχία», η οποία ορίζεται στο άρθρο 2 ως σύμπτωση ή συμπτώσεις όσον αφορά τα δακτυλικά αποτυπώματα ενός συγκεκριμένου προσώπου. Η αλλαγή αυτή είναι συνεπής με την τροπολογία 6 του Κοινοβουλίου (βλέπε σημείο A (vi) ανωτέρω).

(vi) Παραπομπές στη διαδικασία του άρθρου 4, στα άρθρα 9 παράγραφος 2 και 11 παράγραφος 3. Η Επιτροπή έκανε τις παραπομπές αυτές σαφέστερες.

(vii) Διαγραφή των δεδομένων και καταστροφή των υποθεμάτων των δεδομένων που αναφέρονται σε πρόσωπα που βρίσκονται παράνομα σε κράτος μέλος (άρθρο 11, παράγραφος 4). Για λόγους λογικής συνέπειας και πληρότητας, το παρόν κείμενο αναφέρεται πλέον ρητά τόσο στη διαγραφή των δεδομένων που αναφέρονται σε πρόσωπα που βρίσκονται παράνομα σε κράτος μέλος όσο και στην καταστροφή των υποθεμάτων που χρησιμοποιούνται για τη διαβίβαση των δεδομένων αυτών προς την Κεντρική Μονάδα.

(viii) Ευθύνη (άρθρο 16, παράγραφος 1, πρώην άρθρο 17, παράγραφος 1). Οι λέξεις «υλική ή ηθική» διεγράφησαν, δεδομένου ότι δεν εμφανίζονται στην αντίστοιχη διάταξη της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Στην τελευταία πρόταση, εξάλλου, οι λέξεις «μπορεί να απαλλαγεί» έγιναν «απαλλάσσεται», έτσι ώστε ο κανονισμός να θέτει σαφή κανόνα.

(ix) Ενημέρωση του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα (άρθρο 17, παράγραφος 1, πρώην άρθρο 18 παράγραφος 1). Η παράγραφος αυτή διατυπώθηκε εκ νέου, έτσι ώστε να ευθυγραμμισθεί όσο το δυνατόν περισσότερο με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 11 της οδηγίας 95/46/EΚ.

(x) Γραμματειακή υποστήριξη της κοινής εποπτικής αρχής (άρθρο 19, παράγραφος 7). Στις 14 Ιουλίου 1999, η Επιτροπή ενέκρινε μια πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα της Κοινότητας, καθώς και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (COM(1999) 337 τελικό). Ο κανονισμός αυτός, ο οποίος βασίζεται στο άρθρο 286 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, θα συστήσει μιαν εποπτική αρχή για την προστασία των δεδομένων στο πλαίσιο των κοινοτικών οργάνων, όπως προβλέπεται από τη Συνθήκη. Μόλις συσταθεί η αρχή αυτή, θα αναλάβει το καθήκον της εποπτείας της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Κεντρική Μονάδα του Eurodac. Αν όμως το Eurodac αρχίσει να λειτουργεί νωρίτερα, θα συσταθεί μια κοινή εποπτική αρχή, σε προσωρινή βάση, σύμφωνα με το άρθρο 19 (πρώην άρθρο 20) του Eurodac. Στην παράγραφο 7 του εν λόγω άρθρου έγινε μια προσθήκη, έτσι ώστε να προβλεφθεί και γραμματειακή υποστήριξη για αυτήν την κοινή εποπτική αρχή.

(xi) Έξοδα (άρθρο 20, πρώην άρθρο 21). Προς αποφυγή αμφιβολιών, επανήλθε η παράγραφος 1 της αντίστοιχης διάταξης του κειμένου της μη προωθηθείσας σύμβασης. Έτσι καθίσταται σαφές ότι τα έξοδα της Κεντρικής Μονάδας αναλαμβάνονται από τον προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(xii) Κυρώσεις (άρθρο 23, πρώην άρθρο 24). Ενώ η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχθεί ορισμένες από τις τροποποιήσεις του άρθρου αυτού που προτείνονται από το Συμβούλιο, μπορεί να δεχθεί να συναρτώνται οι κυρώσεις συγκεκριμένα με χρήση των δεδομένων της κεντρικής βάσης δεδομένων αντιβαίνουσα προς τους σκοπούς του Eurodac.

Δ. Τροποποιήσεις προτεινόμενες από το Συμβούλιο αλλά μη συμπεριλαμβανόμενες στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής

Η Επιτροπή δεν μπορεί να συμφωνήσει με τρεις τροποποιήσεις που το Συμβούλιο προτείνει να επέλθουν στο κείμενο του κανονισμού Eurodac:

(i) Απαλοιφή του όρου «ιθαγένεια της Ένωσης» (άρθρα 7 και 10). Το Συμβούλιο έχει εκφράσει την αντίθεσή του στο όρο «ιθαγένεια της Ένωσης» και την προτίμησή του για τον όρο «ιθαγένεια ενός κράτους μέλους», και τούτο διότι, πρώτον, η ιθαγένεια της Ένωσης δεν αποτελεί σαφή νομική έννοια και, δεύτερον, διότι υπονομεύει την έννοια του υπηκόου κράτους μέλους. Απαντώντας στο πρώτο σημείο, η Επιτροπή υπενθύμισε τις διατάξεις του άρθρου 17 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ενώ ως προς το δεύτερο σημείο η Επιτροπή απλώς δεν μπορεί να δεχθεί ότι η αναφορά στην «ιθαγένεια της Ένωσης» στον κανονισμό Eurodac θα υπονόμευε κατά οποιονδήποτε τρόπο την έννοια της ιθαγένειας κράτους μέλους.

(ii) Εκτελεστικές αρμοδιότητες (άρθρο 21, πρώην άρθρο 22). Το Συμβούλιο προτείνει να διαθέτει το ίδιο τις κύριες εκτελεστικές αρμοδιότητες στο πλαίσιο του κανονισμού Eurodac, παρά να μεταβιβασθούν αυτές στην Επιτροπή. Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα προς τούτο επιχειρήματα του Συμβουλίου είναι τελείως ανεπαρκή, επεσήμανε δε ότι η άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από το Συμβούλιο θα επηρέαζε τον ρόλο τόσο της Επιτροπής όσο και του Κοινοβουλίου. Το Κοινοβούλιο θα έχανε το δικαίωμά του ενημέρωσης σχετικά με τα εκτελεστικά μέτρα, δικαίωμα το οποίο διαθέτει δυνάμει του άρθρου 7 της νέας απόφασης περί επιτροπών (απόφαση 1999/468/EΚ του Συμβουλίου). Η Επιτροπή επισήμανε ακόμη ότι στην πλέον συναφή περίπτωση, του συστήματος τελωνειακής πληροφόρησης, χρησιμοποιήθηκε η διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ανέφερε ότι θα προβεί στην ακόλουθη δήλωση:

«Η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 22, βάσει του οποίου σχεδόν όλες οι εκτελεστικές εξουσίες επιδιώκεται να ανατεθούν στο ίδιο το Συμβούλιο παρά να μεταβιβασθούν στην Επιτροπή, δεν τεκμηριώθηκε δεόντως όπως απαιτεί το άρθρο 1 της απόφασης 1999/468/EΚ, οπότε δεν συνάδει με τις αρχές και τους κανόνες που έχει θεσπίσει το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 202 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ούτε με τον τρόπο αντιμετώπισης παρομοίων περιπτώσεων από το Συμβούλιο κατά το παρελθόν. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 22 αποτελεί ουσιαστική μεταβολή της αρχικής πρότασης της Επιτροπής, οπότε απαιτείται εκ νέου διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο».

(iii) Κυρώσεις (άρθρο 23, πρώην άρθρο 24). Το Συμβούλιο προτείνει την αντικατάσταση του άρθρου αυτού με την ακόλουθη διατύπωση, η οποία έχει ληφθεί από το κείμενο της μη προωθηθείσας σύμβασης Eurodac: «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η χρησιμοποίηση των δεδομένων που καταχωρούνται στην κεντρική βάση δεδομένων κατά τρόπο ο οποίος δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς του Eurodac, όπως ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, υπόκειται στην επιβολή κατάλληλων κυρώσεων.». Ενώ η Επιτροπή μπορεί να συμφωνήσει ως προς το ότι οι κυρώσεις θα πρέπει να αφορούν συγκεκριμένα τη χρήση των δεδομένων της κεντρικής βάσης κατά τρόπο αντίθετο προς τους σκοπούς του Eurodac, αντιμετωπίζει δυσκολίες ως προς τρία σημεία του προτεινόμενου κειμένου. Πρώτον, η διατύπωση που χρησιμοποιείται δεν είναι η ενδεδειγμένη για δεσμευτικό κοινοτικό κανονισμό. Δεύτερον, είναι λυπηρό το ότι το Συμβούλιο φαίνεται να επιδιώκει την απαλοιφή της αναφοράς σε κυρώσεις αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές, δεδομένου ότι η νομολογία του Δικαστηρίου είναι σαφής στο σημείο αυτό. Τρίτον, είναι λυπηρό το ότι το Συμβούλιο φαίνεται να επιδιώκει την απαλοιφή της υποχρέωσης γνωστοποίησης στην Επιτροπή των εθνικών κανόνων που διέπουν τις κυρώσεις, δεδομένου ότι η Επιτροπή διαθέτει και τον ρόλο του «θεματοφύλακα των Συνθηκών».

Η Επιτροπή ανέφερε, ως εκ των ανωτέρω, ότι θα προβεί στην ακόλουθη δήλωση:

«Η Επιτροπή υπενθυμίζει στα κράτη μέλη ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι κυρώσεις που απαιτείται να επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 25 πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 211 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Επιτροπή είναι επιφορτισμένη να φροντίζει ώστε να εφαρμόζονται οι διατάξεις της Συνθήκης και τα μέτρα που λαμβάνουν τα θεσμικά όργανα βάσει των διατάξεων αυτών, σύμφωνα δε με το άρθρο 284 της Συνθήκης διαθέτει το δικαίωμα να συλλέγει όσες πληροφορίες απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων της. Με τα δεδομένα αυτά, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα κράτη μέλη χρειάζεται να γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις διαδικαστικές και ουσιαστικές ρυθμίσεις στις οποίες προβαίνουν δυνάμει του άρθρου 25».

Τροποποιημένη πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τη θέσπιση του συστήματος "Eurodac" για την αντιπαραβολή των δακτυλικών αποτυπωμάτων των αιτούντων άσυλο και ορισμένων άλλων υπηκόων τρίτων χωρών, με σκοπό τη διευκόλυνση της εφαρμογής της Σύμβασης του Δουβλίνου

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 63, παράγραφος 1, στοιχείο α),

την πρόταση της Επιτροπής [2],

[2] ΕΕ C

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [3],

[3] ΕΕ C

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Τα κράτη μέλη έχουν κυρώσει τη Σύμβαση της Γενεύης, της 28ης Ιουλίου 1951, περί του καθεστώτος των προσφύγων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης, της 31ης Ιανουαρίου 1967.

(2) Τα κράτη μέλη συνήψαν τη Σύμβαση του Δουβλίνου περί καθορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου υποβληθείσας σε κράτος μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία υπεγράφη στο Δουβλίνο στις 15 Ιουνίου 1990 [4] (στο εξής «η Σύμβαση του Δουβλίνου»).

[4] ΕΕ C 254, 19.8.1997, σ. 1.

(3) Για τους σκοπούς της εφαρμογής της Σύμβασης του Δουβλίνου, είναι απαραίτητο να διαπιστώνεται η ταυτότητα των αιτούντων άσυλο και των προσώπων που συλλαμβάνονται κατά την παράνομη διάβαση των εξωτερικών συνόρων της Κοινότητας. Για να είναι δε δυνατή η εφαρμογή της Σύμβασης του Δουβλίνου, και ιδίως του άρθρου 10 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και ε), είναι επίσης σκόπιμο να επιτρέπεται σε κάθε κράτος μέλος να ελέγχει αν ένας υπήκοος τρίτης χώρας που βρίσκεται παράνομα στο έδαφός του έχει υποβάλει αίτηση ασύλου σε άλλο κράτος μέλος.

(4) Τα δακτυλικά αποτυπώματα αποτελούν σημαντικό στοιχείο προσδιορισμού της ακριβούς ταυτότητας των προσώπων αυτών. Είναι δε αναγκαίο να δημιουργηθεί σύστημα αντιπαραβολής των δεδομένων που αφορούν τα δακτυλικά τους αποτυπώματα (εφεξής: "δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων").

(5) Για τον σκοπό αυτόν, είναι σκόπιμο να δημιουργηθεί ένα σύστημα, γνωστό ως «Eurodac», το οποίο αποτελείται από μια Κεντρική Μονάδα, που συστήνεται στο πλαίσιο της Επιτροπής και περιλαμβάνει μηχανοργανωμένη κεντρική βάση δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων, καθώς και ηλεκτρονικά μέσα διαβίβασης μεταξύ των κρατών μελών και της κεντρικής βάσης δεδομένων.

(6) Είναι επίσης αναγκαίο να απαιτηθεί από τα κράτη μέλη να λαμβάνουν ταχέως τα δακτυλικά αποτυπώματα κάθε αιτούντος άσυλο και κάθε υπηκόου τρίτης χώρας που συλλαμβάνεται κατά την παράνομη διάβαση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών, εφόσον έχουν ηλικία τουλάχιστον 14 ετών.

(7) Είναι αναγκαίο να θεσπισθούν ακριβείς κανόνες σχετικά με τη διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων στην Κεντρική Μονάδα, την καταχώρηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων και άλλων σχετικών δεδομένων στην κεντρική βάση δεδομένων, την αποθήκευσή τους, την αντιπαραβολή τους με άλλα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων, τη διαβίβαση των αποτελεσμάτων της αντιπαραβολής, καθώς και το κλείδωμα και την απαλοιφή των καταχωρηθέντων δεδομένων· οι κανόνες αυτοί είναι δυνατόν να διαφέρουν για τις επιμέρους κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών, οπότε θα πρέπει να προσαρμόζονται σε καθεμία από αυτές.

(8) Οι υπήκοοι τρίτων χωρών που έχουν υποβάλει αίτηση ασύλου σε ένα κράτος μέλος είναι δυνατόν να έχουν για πολλά έτη τη δυνατότητα να ζητήσουν άσυλο σε άλλο κράτος μέλος· κατά συνέπεια, η μέγιστη περίοδος κατά την οποία πρέπει να διατηρούνται τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων στην Κεντρική Μονάδα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη· τα 10 έτη θεωρούνται γενικά εύλογη περίοδος για τη διατήρηση των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων, δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους υπηκόους τρίτων χωρών που θα έχουν παραμείνει στην Κοινότητα επί αρκετά έτη θα έχουν λάβει άδεια παραμονής ή ακόμα και την ιθαγένεια της Ένωσης μέχρι τη λήξη της περιόδου αυτής.

(9) Η περίοδος διατήρησης των δακτυλικών αποτυπωμάτων θα πρέπει να είναι βραχύτερη σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, όπου δεν υπάρχει ανάγκη διατήρησής τους επί μία δεκαετία: τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων θα πρέπει να απαλείφονται ευθύς ως οι υπήκοοι τρίτων χωρών αποκτούν την ιθαγένεια της Ένωσης ή γίνονται δεκτοί ως πρόσφυγες.

(10) Θα πρέπει να καθορισθούν επακριβώς οι αρμοδιότητες της Επιτροπής, όσον αφορά την Κεντρική Μονάδα, και των κρατών μελών, όσον αφορά τη χρησιμοποίηση και την ασφάλεια των δεδομένων, την πρόσβαση και τη διόρθωση των αντίστοιχων καταχωρήσεων.

(11) Παρόλο που η εξωσυμβατική ευθύνη της Επιτροπής σε σχέση με τη λειτουργία του συστήματος Eurodac θα διέπεται από τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης· ωστόσο, είναι αναγκαίο να θεσπισθούν συγκεκριμένοι κανόνες σχετικά με την εξωσυμβατική ευθύνη των κρατών μελών σε σχέση με τη λειτουργία του συστήματος.

(12) Σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, όπως αυτές διατυπώνονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης, ο στόχος των προτεινόμενων μέτρων, και συγκεκριμένα η δημιουργία στους κόλπους της Επιτροπής ενός συστήματος για την αντιπαραβολή των δακτυλικών αποτυπωμάτων με σκοπό τη συμβολή στην εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ασύλου, δεν μπορεί, λόγω ακριβώς της φύσης του, να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, και ως εκ τούτου επιτυγχάνεται καλλίτερα από την Κοινότητα. Ο παρών κανονισμός περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων αυτών, χωρίς να υπερβαίνει ό,τι είναι προς τούτο αναγκαίο.

(13) Η οδηγία 95/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών [5], εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη και στο πλαίσιο του συστήματος Eurodac·

[5] ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31.

(14) Δυνάμει του άρθρου 286 της Συνθήκης, η οδηγία 95/46/EΚ εφαρμόζεται επίσης στα θεσμικά και λοιπά όργανα της Κοινότητας· εφόσον η Κεντρική Μονάδα συστήνεται στο πλαίσιο της Επιτροπής, η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται και για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αυτή τη μονάδα.

(15) Οι αρχές που αναφέρονται στην οδηγία 95/46/EΚ σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ατόμων, ιδίως του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής, και αφορούν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να συμπληρωθούν ή να διευκρινισθούν, ιδίως σε σχέση με ορισμένους τομείς.

(16) Eπειδή τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 7 του παρόντος κανονισμού είναι γενικά μέτρα, κατά την έννοια του άρθρου 2 της απόφασης 1999/468/EΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [6], θα πρέπει τα μέτρα αυτά να θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 5 της εν λόγω απόφασης.

[6] ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.

(17) Σύμφωνα με το άρθρο 2 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τα μέτρα για την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπίζονται με τη διαδικασία της συμβουλευτικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 3 της εν λόγω απόφασης.

(18) Κρίνεται ενδεδειγμένο να παρακολουθείται και να αξιολογείται η απόδοση του συστήματος Eurodac.

(19) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν σύστημα επιβολής κυρώσεων για τις παραβάσεις του παρόντος κανονισμού.

(20) Ο παρών κανονισμός ισχύει και για το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, δυνάμει των ανακοινώσεων τις οποίες απέστειλαν σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου σχετικά με τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

(21) Η Δανία, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και, ως εκ τούτου, δεν δεσμεύεται από την εφαρμογή του ούτε υπόκειται σ' αυτήν.

(22) Είναι σκόπιμο να περιορισθεί το εδαφικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, έτσι ώστε να αντιστοιχεί στο αντίστοιχο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης του Δουβλίνου.

(23) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έτσι ώστε να χρησιμεύσει ως νομική βάση για τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του, οι οποίοι απαιτούνται, εν όψει της ταχείας εφαρμογής του, για τη θέσπιση των αναγκαίων τεχνικών ρυθμίσεων από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα πρέπει να αναλάβει να εξακριβώνει κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Κεφάλαιο Ι - Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

Σκοπός του "Eurodac"

1. Με τον παρόντα κανονισμό δημιουργείται σύστημα, καλούμενο "Eurodac", σκοπός του οποίου είναι να συμβάλει στον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Δουβλίνου, για την εξέταση αίτησης ασύλου η οποία έχει υποβληθεί σε ένα κράτος μέλος και να διευκολύνει γενικότερα την εφαρμογή της Σύμβασης του Δουβλίνου υπό τους όρους που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό.

2. Το Eurodac περιλαμβάνει:

α) την Κεντρική Μονάδα, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 3·

β) κεντρική μηχανοργανωμένη βάση δεδομένων, στην οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, στο άρθρο 8 παράγραφος 2 και στο άρθρο 11 παράγραφος 2, με σκοπό την αντιπαραβολή των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων των αιτούντων άσυλο και των υπηκόων τρίτων χωρών των κατηγοριών που αναφέρονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1 και στο άρθρο 11, παράγραφος 1·

γ) μέσα διαβίβασης δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών και της κεντρικής βάσης δεδομένων.

Οι κανόνες που διέπουν το Eurodac εφαρμόζονται επίσης στις ενέργειες των κρατών μελών από τη διαβίβαση των δεδομένων στην Κεντρική Μονάδα έως τη χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων της αντιπαραβολής.

3. Με την επιφύλαξη της χρησιμοποίησης των δεδομένων που προορίζονται για το Eurodac από το κράτος μέλος προέλευσης σε βάσεις δεδομένων που προβλέπει το εθνικό του δίκαιο, τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων και άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να υποβληθούν σε επεξεργασία από το Eurodac μόνο για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1 της Σύμβασης του Δουβλίνου.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

α) Ως «Σύμβαση του Δουβλίνου» νοείται η σύμβαση για τον καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου η οποία έχει υποβληθεί σε κράτος μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμβαση που υπεγράφη στο Δουβλίνο στις 15 Ιουνίου 1990.

β) Ως «αιτών άσυλο» νοείται ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος έχει καταθέσει, ή για λογαριασμό του οποίου έχει κατατεθεί, αίτηση παροχής ασύλου .

γ) Ως «κράτος μέλος προέλευσης» νοείται :

(i) σε σχέση με αιτούντα άσυλο ή πρόσωπο που καλύπτεται από το άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού, το κράτος μέλος το οποίο διαβιβάζει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στην Κεντρική Μονάδα και λαμβάνει τα αποτελέσματα της αντιπαραβολής·

(ii) σε σχέση με πρόσωπο που καλύπτεται από το άρθρο 8 του παρόντος κανονισμού, το κράτος μέλος το οποίο διαβιβάζει τα δεδομένα αυτά στην Κεντρική Μονάδα.

δ) Ως «υπήκοος τρίτης χώρας» νοείται κάθε πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ανεξάρτητα από το αν το πρόσωπο αυτό έχει την ιθαγένεια τρίτης χώρας ή στερείται ιθαγένειας.

ε) Ως «πρόσφυγας» νοείται κάθε πρόσωπο που έχει αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης, της 28ης Ιουλίου 1951, περί του καθεστώτος των προσφύγων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης, της 31ης Ιανουαρίου 1967.

στ) Ως «επιτυχία» νοείται η σύμπτωση ή οι συμπτώσεις που επιτυγχάνονται από την Κεντρική Μονάδα κατά την αντιπαραβολή των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων που είναι καταχωρημένα στη μηχανοργανωμένη κεντρική βάση δεδομένων με εκείνα που διαβιβάζονται από κράτος μέλος και αφορούν κάποιο πρόσωπο, με την απαίτηση από τα κράτη μέλη να ελέγχουν αμέσως τα αποτελέσματα της αντιπαραβολής.

2. Οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 95/46/ΕΚ ισχύουν και για τον παρόντα κανονισμό.

3. Ελλείψει αντίθετης διάταξης, οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στο άρθρο 1 της Σύμβασης του Δουβλίνου ισχύουν και για τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 3

Κεντρική Μονάδα

1. Συστήνεται στην Επιτροπή Κεντρική Μονάδα, η οποία είναι αρμόδια για τη λειτουργία, για λογαριασμό των κρατών μελών, της κεντρικής βάσης δεδομένων η οποία αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο β). Η Κεντρική Μονάδα διαθέτει ηλεκτρονικό σύστημα αναγνώρισης των δακτυλικών αποτυπωμάτων.

2. Η επεξεργασία των δεδομένων που αφορούν αιτούντες άσυλο, πρόσωπα που καλύπτονται από το άρθρο 8 και πρόσωπα που καλύπτονται από το άρθρο 11 του παρόντος κανονισμού, γίνεται στην Κεντρική Μονάδα για λογαριασμό του κράτους μέλους προέλευσης.

3. Η Κεντρική Μονάδα καταρτίζει ανά τρίμηνο στατιστικές για τις εργασίες της, όπου εμφαίνονται:

α) ο αριθμός των συνόλων δεδομένων που διεβιβάσθησαν σε σχέση με αιτούντες άσυλο και με πρόσωπα αναφερόμενα στα άρθρα 8, παράγραφος 1 και 11 παράγραφος 1·

β) ο αριθμός των επιτυχιών που αφορούν αιτούντες άσυλο που έχουν υποβάλει αίτηση παροχής ασύλου σε άλλο κράτος μέλος·

γ) ο αριθμός των επιτυχιών που αφορούν πρόσωπα αναφερόμενα στο άρθρο 8, παράγραφος 1, τα οποία στη συνέχεια υπέβαλαν αίτηση παροχής ασύλου·

δ) ο αριθμός των επιτυχιών που αφορούν πρόσωπα αναφερόμενα στο άρθρο 11, παράγραφος 1, τα οποία υπέβαλαν προηγουμένως αίτηση παροχής ασύλου σε άλλο κράτος μέλος·

ε) ο αριθμός των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων τα οποία η Κεντρική Μονάδα χρειάσθηκε να ζητήσει για δεύτερη φορά από το κράτος μέλος προέλευσης, διότι τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων που είχαν διαβιβασθεί αρχικά δεν προσφέρονταν για αντιπαραβολή μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων.

Στο τέλος κάθε έτους, καταρτίζονται στατιστικά δεδομένα με τη μορφή επιλογής από τις ανά τρίμηνο στατιστικές που καταρτίζονται από την έναρξη της εφαρμογής του συστήματος Eurodac και εξής, μαζί με αναφορά του αριθμού των προσώπων για τα οποία σημειώθηκαν επιτυχίες κατά την έννοια των στοιχείων β), γ) και δ) του πρώτου εδαφίου.

Οι εν λόγω στατιστικές περιλαμβάνουν κατανομή των δεδομένων κατά κράτος μέλος.

4. Σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 21, παράγραφος 4, μπορεί να ανατεθεί στην Κεντρική Μονάδα η πραγματοποίηση και ορισμένων άλλων στατιστικών εργασιών βάσει των δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία στη μονάδα αυτή.

Κεφάλαιο II - Αιτούντες άσυλο

Άρθρο 4

Λήψη, διαβίβαση και αντιπαραβολή των δακτυλικών αποτυπωμάτων

1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει πάραυτα τα δακτυλικά αποτυπώματα όλων των δακτύλων κάθε αιτούντος άσυλο ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών και διαβιβάζει πάραυτα στην Κεντρική Μονάδα τα δεδομένα που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως στ).

Η διαδικασία λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων καθορίζεται σύμφωνα με την εθνική πρακτική του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, καθώς και σύμφωνα με τα εχέγγυα που προβλέπονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

2. Τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1 καταχωρούνται πάραυτα στην κεντρική βάση δεδομένων της Κεντρικής Μονάδας ή, εφόσον πληρούνται οι τεχνικές προϋποθέσεις προς τούτο, απευθείας από το κράτος μέλος προέλευσης.

3. Τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων, κατά την έννοια του στοιχείου β) του άρθρου 5 παράγραφος 1, που διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη αντιπαραβάλλονται στην Κεντρική Μονάδα προς τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων τα οποία έχουν διαβιβασθεί από άλλα κράτη μέλη και έχουν ήδη καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων.

4. Η Κεντρική Μονάδα εξασφαλίζει, σε περίπτωση που το ζητεί ένα κράτος μέλος, ότι η αντιπαραβολή που αναφέρεται στην παράγραφο 3 καλύπτει τόσο τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων που είχαν διαβιβασθεί προηγουμένως από το εν λόγω κράτος μέλος όσο και αυτά από άλλα κράτη μέλη.

5. Η Κεντρική Μονάδα διαβιβάζει πάραυτα την επιτυχία ή το αρνητικό αποτέλεσμα της αντιπαραβολής στο κράτος μέλος προέλευσης. Εφόσον σημειώθηκε επιτυχία, διαβιβάζει για όλα τα σύνολα δεδομένων που αντιστοιχούν στην επιτυχία τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, αν και στην περίπτωση των δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β) μόνο ενόσω αυτά αποτέλεσαν τη βάση της επιτυχίας.

Εφόσον τούτο είναι εφικτό από τεχνική άποψη, τα αποτελέσματα της αντιπαραβολής είναι δυνατόν να διαβιβασθούν απευθείας στο κράτος μέλος προέλευσης.

6. Τα αποτελέσματα της αντιπαραβολής ελέγχονται πάραυτα από το κράτος μέλος προέλευσης. Η τελική εξακρίβωση πραγματοποιείται από το κράτος μέλος προέλευσης σε συνεργασία με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 15 της Σύμβασης του Δουβλίνου.

Οι πληροφορίες εκ μέρους της Κεντρικής Μονάδας που αφορούν δεδομένα τα οποία απεδείχθησαν αναξιόπιστα απαλείφονται ή καταστρέφονται από το κράτος μέλος προέλευσης μόλις διαπιστωθεί η μη σύμπτωση ή η αναξιοπιστία των δεδομένων αυτών.

7. Οι εκτελεστικές διατάξεις σχετικά με τις διαδικασίες που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 6 του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2.

Άρθρο 5

Καταχώρηση των δεδομένων

1. Στην κεντρική βάση δεδομένων καταχωρούνται μόνο τα εξής δεδομένα:

α) το κράτος μέλος προέλευσης, ο τόπος και η ημερομηνία της αίτησης ασύλου·

β) τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων·

γ) το φύλο·

δ) ο αριθμός μητρώου που χρησιμοποίησε το κράτος μέλος προέλευσης·

ε) η ημερομηνία λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων·

στ) η ημερομηνία διαβίβασης των δεδομένων στην Κεντρική Μονάδα,

ζ) η ημερομηνία καταχώρησης των δεδομένων στην κεντρική βάση δεδομένων·

η) οι λεπτομέρειες σχετικά με τον(τους) παραλήπτη(ες) στον(στους) οποίο(ους) διαβιβάσθηκαν τα δεδομένα και η ημερομηνία διαβίβασης.

2. Μετά την καταχώρηση των δεδομένων στην κεντρική βάση δεδομένων, η Κεντρική Μονάδα καταστρέφει τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διαβίβαση των δεδομένων αυτών, εκτός αν το κράτος μέλος προέλευσης ζητήσει να του επιστραφούν.

Άρθρο 6

Αποθήκευση των δεδομένων

Κάθε σύνολο δεδομένων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, διατηρείται στην κεντρική βάση δεδομένων για δέκα έτη από την ημερομηνία λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων.

Μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, η Κεντρική Μονάδα απαλείφει αυτομάτως τα δεδομένα αυτά από την κεντρική βάση δεδομένων.

Άρθρο 7

Πρόωρη απαλοιφή δεδομένων

Τα δεδομένα που αναφέρονται σε αιτούντα άσυλο διαγράφονται από την κεντρική βάση δεδομένων πάραυτα, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, εάν το κράτος μέλος προέλευσης λάβει γνώση μιας από τις ακόλουθες περιπτώσεις πριν από την εκπνοή της δεκαετούς περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 6:

α) Ο αιτών άσυλο απέκτησε την ιθαγένεια της Ένωσης.

β) Ο αιτών άσυλο αναγνωρίσθηκε και έγινε δεκτός ως πρόσφυγας σε κράτος μέλος.

Κεφάλαιο III - Υπήκοοι τρίτων χωρών που συλλαμβάνονται κατά την παράνομη διάβαση εξωτερικού συνόρου

Άρθρο 8

Συγκέντρωση και διαβίβαση δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων

1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει πάραυτα, σύμφωνα με τα εχέγγυα που προβλέπονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τα δακτυλικά αποτυπώματα όλων των δακτύλων κάθε υπηκόου τρίτης χώρας, ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών, ο οποίος συλλαμβάνεται από τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές κατά την παράνομη διάβαση, στην ξηρά, στον αέρα ή στη θάλασσα, των συνόρων αυτού του κράτους μέλους, προέρχεται από τρίτη χώρα και δεν επαναπροωθείται σ' αυτήν.

2. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος διαβιβάζει πάραυτα στην Κεντρική Μονάδα τα ακόλουθα δεδομένα σχετικά με κάθε υπήκοο τρίτης χώρας, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1:

(α) το κράτος μέλος προέλευσης·

(β) τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων·

(γ) το φύλο·

(δ) τον αριθμό μητρώου που χρησιμοποίησε το κράτος μέλος προέλευσης·

(ε) την ημερομηνία λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων·

(στ) την ημερομηνία διαβίβασης των δεδομένων στην Κεντρική Μονάδα.

Άρθρο 9

Καταχώρηση δεδομένων

1. Τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 καταχωρούνται στην κεντρική βάση δεδομένων, μαζί με την ημερομηνία καταχώρησης.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 3, παράγραφος 3, τα δεδομένα που διαβιβάζονται στην Κεντρική Μονάδα σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2 καταχωρούνται με αποκλειστικό σκοπό την αντιπαραβολή με δεδομένα σχετικά με αιτούντες άσυλο τα οποία διαβιβάζονται μεταγενέστερα στην Κεντρική Μονάδα.

Η Κεντρική Μονάδα δεν αντιπαραβάλλει δεδομένα που της διαβιβάσθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2 με δεδομένα που είχαν καταχωρηθεί προηγουμένως στην κεντρική βάση δεδομένων, ούτε και με δεδομένα που διαβιβάζονται μεταγενέστερα στην Κεντρική Μονάδα σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2.

2. Οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 4, παράγραφος 2 και στο άρθρο 5, παράγραφος 2, καθώς και οι διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 7, ισχύουν. Όσον αφορά την αντιπαραβολή των δεδομένων που διαβιβάζονται στην Κεντρική Μονάδα μεταγενέστερα και αφορούν αιτούντες άσυλο, με τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 3, 5 και 6.

Άρθρο 10

Αποθήκευση δεδομένων

1. Κάθε σύνολο δεδομένων σχετικά με υπήκοο τρίτης χώρας κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1 αποθηκεύεται στην κεντρική βάση δεδομένων για δύο έτη από την ημερομηνία λήψης των δακτυλικών αποτυπωμάτων του υπηκόου τρίτης χώρας. Μετά τη λήξη της περιόδου αυτής, η Κεντρική Μονάδα απαλείφει αυτομάτως τα δεδομένα αυτά από την κεντρική βάση δεδομένων.

2. Τα δεδομένα που αφορούν υπήκοο τρίτης χώρας κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1 απαλείφονται από την κεντρική βάση δεδομένων πριν από τη λήξη της διετούς περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, και σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, ευθύς ως το κράτος μέλος προέλευσης λάβει γνώση μιας εκ των ακόλουθων περιστάσεων:

α) Ο υπήκοος τρίτης χώρας έλαβε άδεια παραμονής, συμπεριλαμβανόμενης της άδειας παραμονής που εκδίδεται μετά την αναγνώριση σ'αυτόν του καθεστώτος του πρόσφυγα ή άλλου, επικουρικού ή συμπληρωματικού, καθεστώτος προστασίας.

β) Ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει εγκαταλείψει το έδαφος των κρατών μελών.

γ) Ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει λάβει την ιθαγένεια της Ένωσης.

Κεφάλαιο IV - Υπήκοοι τρίτης χώρας που έχουν εντοπισθεί να βρίσκονται παράνομα σε κράτος μέλος

Άρθρο 11

Αντιπαραβολή των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων

1. Κάθε κράτος μέλος, για να ελέγξει αν ένας υπήκοος τρίτης χώρας που βρίσκεται παράνομα στο έδαφός του έχει προηγουμένως καταθέσει αίτηση ασύλου σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να διαβιβάζει στην Κεντρική Μονάδα δεδομένα αναφερόμενα στα δακτυλικά αποτυπώματα τα οποία ενδεχομένως έχει λάβει από αυτόν τον υπήκοο τρίτης χώρας, ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών, καθώς και τον αριθμό μητρώου που χρησιμοποιήθηκε από το εν λόγω κράτος μέλος.

Κατά γενικό κανόνα, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να ελεγχθεί αν ένας υπήκοος τρίτης χώρας έχει προηγουμένως καταθέσει αίτηση ασύλου σε άλλο κράτος μέλος όταν:

α) ο υπήκοος τρίτης χώρας δηλώνει ότι έχει καταθέσει αίτηση ασύλου αλλά δεν αναφέρει το κράτος μέλος στο οποίο κατέθεσε την αίτηση·

β) ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν ζητεί άσυλο, αλλά αντιτίθεται στην επαναπροώθησή του στην χώρα προέλευσής του υποστηρίζοντας ότι είναι πιθανό να αντιμετωπίσει κίνδυνο·

γ) ο υπήκοος τρίτης χώρας προσπαθεί να αποτρέψει αλλιώς την απομάκρυνσή του με το να αρνείται να συνεργασθεί για να διαπιστωθεί η ταυτότητά του, ιδίως μη επιδεικνύοντας έγγραφα ταυτότητας, ή επιδεικνύοντας πλαστά έγγραφα ταυτότητας.

2. Όταν ένα κράτος μέλος λαμβάνει μέρος στη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, διαβιβάζει στην Κεντρική Μονάδα τα δεδομένα δακτυλικών όλων των δακτύλων ή τουλάχιστον των δεικτών, εάν δε αυτά δεν είναι διαθέσιμα, τα δακτυλικά αποτυπώματα όλων των άλλων δακτύλων του υπηκόου τρίτης χώρας που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3. Τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων ενός υπηκόου τρίτης χώρας κατά την παράγραφο 1 διαβιβάζονται στην Κεντρική Μονάδα με αποκλειστικό σκοπό την αντιπαραβολή τους με τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων αιτούντων άσυλο που έχουν διαβιβασθεί από άλλα κράτη μέλη και ήδη καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων.

Τα δακτυλικά αποτυπώματα αυτού του υπηκόου τρίτης χώρας δεν καταχωρούνται στην κεντρική βάση δεδομένων ούτε αντιπαραβάλλονται με τα δεδομένα που διαβιβάζονται στην Κεντρική Μονάδα δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2.

4. Όσον αφορά την αντιπαραβολή των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων που διαβιβάζονται δυνάμει του παρόντος άρθρου με τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων αιτούντων άσυλο τα οποία έχουν διαβιβασθεί από άλλα κράτη μέλη και έχουν ήδη αποθηκευθεί στην Κεντρική Μονάδα, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 3, 5 και 6, καθώς και οι διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 7.

5. Ευθύς ως τα αποτελέσματα της αντιπαραβολής διαβιβασθούν στο κράτος μέλος προέλευσης, η Κεντρική Μονάδα προβαίνει πάραυτα σε:

(α) απαλοιφή των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων που έχουν διαβιβασθεί σ' αυτή δυνάμει της παραγράφου 1· και

(β) καταστροφή των υποθεμάτων που χρησιμοποιήθηκαν από τα κράτος μέλος προέλευσης για τη διαβίβαση των δεδομένων αυτών στην Κεντρική Μονάδα, εκτός εάν το κράτος μέλος προέλευσης έχει ζητήσει την επιστροφή τους.

Κεφάλαιο V - Χρήση των δεδομένων, προστασία των δεδομένων, ασφάλεια και αξιοπιστία

Άρθρο 12

Ευθύνη για τη χρήση των δεδομένων

1. Το κράτος μέλος προέλευσης είναι υπεύθυνο :

α) για την νομότυπη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων·

β) για τη νομότυπη διαβίβαση στην Κεντρική Μονάδα των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων και λοιπών δεδομένων που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στο άρθρο 8, παράγραφος 2 και στο άρθρο 11, παράγραφος 2·

γ) για την ακρίβεια και την ενημέρωση των δεδομένων κατά τη διαβίβασή τους στην Κεντρική Μονάδα·

δ) με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, για τη νομότυπη καταχώρηση, αποθήκευση, διόρθωση και απαλοιφή των δεδομένων στην κεντρική βάση δεδομένων·

ε) για τη νομότυπη χρήση των αποτελεσμάτων της αντιπαραβολής των δακτυλικών αποτυπωμάτων που διαβιβάζονται από την Κεντρική Μονάδα.

2. Σύμφωνα με το άρθρο 13, το κράτος μέλος προέλευσης εξασφαλίζει την ασφάλεια των δεδομένων αυτών πριν και κατά τη διαβίβασή τους στην Κεντρική Μονάδα, καθώς και την ασφάλεια των δεδομένων που λαμβάνει από την Κεντρική Μονάδα.

3. Το κράτος μέλος προέλευσης είναι υπεύθυνο για την τελική εξακρίβωση των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 6.

4. Η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι η Κεντρική Μονάδα λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και με τις εκτελεστικές διατάξεις του. Ειδικότερα, η Επιτροπή:

α) θεσπίζει μέτρα που εξασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που εργάζονται στην Κεντρική Μονάδα χρησιμοποιούν τα δεδομένα που είναι καταχωρημένα στην κεντρική βάση δεδομένων μόνον κατά τρόπο που συμβιβάζεται με τους σκοπούς του Eurodac, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1·

β) εξασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που εργάζονται στην Κεντρική Μονάδα ικανοποιούν όλα τα αιτήματα που υποβάλλουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, όσον αφορά την καταχώρηση, την αντιπαραβολή, τη διόρθωση και την απαλοιφή των δεδομένων για τα οποία τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα·

γ) λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζει την ασφάλεια της Κεντρικής Μονάδας σύμφωνα με το άρθρο 13·

δ) εξασφαλίζει ότι μόνο τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να εργάζονται στην Κεντρική Μονάδα έχουν πρόσβαση στα δεδομένα που είναι καταχωρημένα στην κεντρική βάση δεδομένων, με την επιφύλαξη του άρθρου 19 και των αρμοδιοτήτων της ανεξάρτητης εποπτικής αρχής, η οποία θα συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 286, παράγραφος 2 της Συνθήκης.

Η Επιτροπή ενημερώνει το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνει δυνάμει του πρώτου εδαφίου.

Άρθρο 13

Ασφάλεια

1. Το κράτος μέλος προέλευσης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε:

α) να εμποδίζεται η πρόσβαση μη εξουσιοδοτημένων προσώπων στις εθνικές εγκαταστάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη εκτελούν εργασίες σύμφωνα με τους στόχους του Eurodac·

β) να προλαμβάνεται η ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή απαλοιφή δεδομένων του Eurodac και των υποθεμάτων τους από μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα·

γ) να εξασφαλίζεται η δυνατότητα να ελέγχεται και να εξακριβώνεται εκ των υστέρων ποια δεδομένα έχουν καταχωρηθεί στο Eurodac, πότε και από ποιον·

δ) να προλαμβάνεται η άνευ αδείας καταχώρηση δεδομένων στο Eurodac καθώς και κάθε τροποποίηση ή απαλοιφή δεδομένων που έχουν καταχωρηθεί στο Eurodac·

ε) να εξασφαλίζεται ότι, για τη χρήση του συστήματος Eurodac, τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα έχουν πρόσβαση μόνο στα δεδομένα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς τους·

στ) να εξασφαλίζεται η δυνατότητα να ελέγχεται και να εξακριβώνεται σε ποιες αρχές μπορούν να διαβιβάζονται τα δεδομένα που έχουν καταχωρηθεί στο Eurodac μέσω του εξοπλισμού διαβίβασης δεδομένων·

ζ) να προλαμβάνεται η άνευ αδείας ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή απαλοιφή δεδομένων, τόσο κατά την άμεση διαβίβαση των δεδομένων προς και από την κεντρική βάση δεδομένων όσο και κατά τη μεταφορά των σχετικών υποθεμάτων προς και από την Κεντρική Μονάδα.

2. Όσον αφορά τη λειτουργία της Κεντρικής Μονάδας, η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 14

Πρόσβαση και διόρθωση ή απαλοιφή των δεδομένων που καταχωρούνται στο Eurodac

1. Το κράτος μέλος προέλευσης έχει πρόσβαση στα δεδομένα τα οποία διαβίβασε και τα οποία έχουν καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

Δεν επιτρέπεται σε κανένα κράτος μέλος να ερευνά δεδομένα που έχει διαβιβάσει άλλο κράτος μέλος, ούτε να λαμβάνει τέτοια δεδομένα, πλην εκείνων που προκύπτουν από την αντιπαραβολή η οποία αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 5.

2. Οι αρχές των κρατών μελών οι οποίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1, έχουν πρόσβαση στα δεδομένα που είναι καταχωρημένα στην κεντρική βάση, είναι αυτές που ορίζει κάθε κράτος μέλος. Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή κατάλογο των αρχών αυτών.

3. Μόνο το κράτος μέλος προέλευσης έχει δικαίωμα να τροποποιεί τα δεδομένα που έχει διαβιβάσει στην Κεντρική Μονάδα, μέσω διόρθωσης ή συμπλήρωσης των εν λόγω δεδομένων ή και απαλοιφής τους, με την επιφύλαξη της απαλοιφής που πραγματοποιείται δυνάμει του άρθρων 6 ή του άρθρου 10, παράγραφος 1.

Εάν το κράτος μέλος προέλευσης καταχωρεί τα δεδομένα απευθείας στην κεντρική βάση δεδομένων, μπορεί να τα τροποποιεί ή να τα απαλείφει απευθείας.

Εάν το κράτος μέλος προέλευσης δεν καταχωρεί τα δεδομένα απευθείας στην κεντρική βάση δεδομένων, η Κεντρική Μονάδα τα τροποποιεί ή τα απαλείφει μετά από αίτηση αυτού του κράτους μέλους.

4. Εάν ένα κράτος μέλος ή η Κεντρική Μονάδα έχουν στοιχεία ότι τα δεδομένα που έχουν καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων είναι προδήλως ανακριβή, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατόν το κράτος μέλος προέλευσης.

Επιπλέον, εάν ένα κράτος μέλος έχει στοιχεία ότι τα δεδομένα έχουν καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού, ειδοποιεί επίσης το κράτος μέλος προέλευσης το συντομότερο δυνατόν. Το τελευταίο ελέγχει τα σχετικά δεδομένα και, εφόσον είναι αναγκαίο, τα τροποποιεί ή τα απαλείφει αμελλητί.

5. Η Κεντρική Μονάδα δεν διαβιβάζει ούτε καθιστά διαθέσιμα στις αρχές τρίτης χώρας δεδομένα καταχωρημένα στην κεντρική βάση δεδομένων, εκτός εάν έχει ειδική προς τούτο εξουσιοδότηση στο πλαίσιο της συμφωνίας της Επιτροπής σχετικά με τα κριτήρια και τους μηχανισμούς προσδιορισμού του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου.

Άρθρο 15

Τήρηση πρακτικών στην Κεντρική Μονάδα

1. Η Κεντρική Μονάδα τηρεί πρακτικά όλων των επεξεργασιών δεδομένων που πραγματοποιεί. Τα πρακτικά αυτά πρέπει να αναφέρουν τον σκοπό της πρόσβασης, την ημερομηνία και την ώρα, τα δεδομένα που διαβιβάσθηκαν, τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για την έρευνα και το όνομα τόσο της μονάδας που εισήγαγε όσο και αυτής που έλαβε τα δεδομένα, καθώς και το όνομα των υπεύθυνων προσώπων.

2. Τα πρακτικά αυτά μπορεί να χρησιμοποιούνται μόνο στο πλαίσιο της προστασίας των δεδομένων κατά την προσπέλαση και επεξεργασία τους, καθώς και για την εξασφάλιση της ασφάλειάς τους δυνάμει του άρθρου 13. Τα πρακτικά πρέπει να προστατεύονται με κατάλληλα μέτρα έναντι μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και να απαλείφονται μετά την πάροδο ενός έτους, εφόσον δεν είναι αναγκαία για διαδικασίες επιτήρησης που έχουν ήδη κινηθεί.

Άρθρο 16

Ευθύνη

1. Κάθε πρόσωπο ή κράτος μέλος που υπέστη ζημία ως αποτέλεσμα παράνομης επεξεργασίας ή οποιασδήποτε ενέργειας που δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού δικαιούται να λάβει αποζημίωση από το κράτος μέλος το οποίο είναι υπαίτιο της ζημίας αυτής. Το κράτος μέλος αυτό απαλλάσσεται της ευθύνης, πλήρως ή εν μέρει, εάν αποδείξει ότι δεν ευθύνεται για το ζημιογόνο περιστατικό.

2. Εάν η μη τήρηση από ένα κράτος μέλος των υποχρεώσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό προκαλέσει ζημίες στην κεντρική βάση δεδομένων, το κράτος μέλος αυτό κρίνεται υπεύθυνο για τις εν λόγω ζημίες, εκτός εάν και στο μέτρο που η Επιτροπή δεν έλαβε κατάλληλα μέτρα για να προλάβει την πρόκληση της ζημίας ή να περιορίσει τις συνέπειές της.

3. Οι απαιτήσεις αποζημίωσης κατά κράτους μέλους για τις ζημίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 διέπονται από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους κατά του οποίου προβάλλονται.

Άρθρο 17

Δικαιώματα του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα

1. Το κράτος μέλος προέλευσης ενημερώνει κάθε πρόσωπο που καλύπτεται από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού σχετικά με:

α) την ταυτότητα του ελεγκτή και του αντιπροσώπου του, εφόσον υπάρχει·

β) τον σκοπό για τον οποίο γίνεται επεξεργασία των δεδομένων στο πλαίσιο του Eurodac·

γ) τους αποδέκτες των δεδομένων·

δ) ως προς τα πρόσωπα που καλύπτονται από το άρθρο 4 ή το άρθρο 8, την υποχρέωση υποβολής τους σε λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων·

ε) το δικαίωμα πρόσβασης και διόρθωσης των δεδομένων που αφορούν το πρόσωπο αυτό.

Ως προς τα πρόσωπα που καλύπτονται από το άρθρο 4 ή το άρθρο 8, οι πληροφορίες του πρώτου εδαφίου παρέχονται όταν λαμβάνονται τα δακτυλικά τους αποτυπώματα.

Ως προς τα πρόσωπα που καλύπτονται από το άρθρο 11, οι πληροφορίες του πρώτου εδαφίου παρέχονται το αργότερο κατά τη διαβίβαση των δεδομένων που τα αφορούν στην Κεντρική Μονάδα. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει όταν η παροχή των πληροφοριών αυτών αποδεικνύεται αδύνατη ή θα απαιτούσε δυσανάλογες προσπάθειες.

2. Σε κάθε κράτος μέλος, όλα τα πρόσωπα μπορούν, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διαδικαστικές διατάξεις, να ασκήσουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 12 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης παροχής και άλλων πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 12, στοιχείο α) της οδηγίας 95/46/EΚ, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει το δικαίωμα να ενημερώνεται σχετικά με τα δεδομένα που το αφορούν και τα οποία έχουν καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων, καθώς και να του γνωστοποιείται το κράτος μέλος το οποίο διαβίβασε τα δεδομένα αυτά στην Κεντρική Μονάδα. Η πρόσβαση στα δεδομένα μπορεί να επιτραπεί μόνον από κράτος μέλος.

3. Σε κάθε κράτος μέλος, κάθε πρόσωπο μπορεί να ζητήσει τη διόρθωση προδήλως εσφαλμένων δεδομένων ή την απαλοιφή δεδομένων που δεν έχουν καταχωρηθεί νομοτύπως. Η διόρθωση και η απαλοιφή διενεργούνται από το κράτος μέλος που διαβίβασε τα δεδομένα, εντός ευλόγου χρόνου και σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διαδικαστικές διατάξεις του.

4. Εάν τα δικαιώματα διόρθωσης και απαλοιφής ασκηθούν σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο (εκείνα) που διαβίβασε (διαβίβασαν) τα δεδομένα, οι αρχές του πρώτου κράτους μέλους ειδοποιούν τις αρχές του διαβιβάσαντος κράτους μέλους, έτσι ώστε το τελευταίο να ελέγξει την ακρίβεια των δεδομένων και τη νομιμότητα της διαβίβασης και καταχώρησής τους στην κεντρική βάση δεδομένων.

5. Εάν διαπιστωθεί ότι τα δεδομένα τα οποία είναι καταχωρημένα στην κεντρική βάση δεδομένων είναι προδήλως ανακριβή ή δεν έχουν καταχωρηθεί νομοτύπως, το κράτος μέλος που τα διαβίβασε διορθώνει ή διαγράφει τα δεδομένα αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3. Το εν λόγω κράτος μέλος επιβεβαιώνει γραπτώς στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, εντός ευλόγου χρόνου, ότι ανέλαβε να διορθώσει ή να διαγράψει τα δεδομένα που το αφορούν.

6. Εάν το κράτος μέλος το οποίο διαβίβασε τα δεδομένα δεν δέχεται ότι τα δεδομένα που έχουν καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων είναι προδήλως ανακριβή ή δεν έχουν καταχωρηθεί νομοτύπως, εξηγεί γραπτώς στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα αυτά για ποιον λόγο δεν προτίθεται να διορθώσει ή να απαλείψει τα δεδομένα.

Το κράτος μέλος αυτό παρέχει στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο και πληροφορίες σχετικά με τα διαβήματα στα οποία μπορεί να προβεί, εάν δεν δέχεται τις παρεχόμενες εξηγήσεις. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν τον τρόπο άσκησης προσφυγής ή, ενδεχομένως, κατάθεσης μηνύσεως ενώπιον των αρμοδίων αρχών ή δικαστηρίων, καθώς και κάθε οικονομική ή άλλη αρωγή που μπορεί να παρασχεθεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διαδικαστικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους.

7. Οποιοδήποτε αίτημα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 πρέπει να περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία για την εξακρίβωση της ταυτότητας του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την άσκηση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 και καταστρέφονται αμέσως μετά.

8. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους συνεργάζονται ενεργά ώστε να κατοχυρωθούν αμέσως τα δικαιώματα που προβλέπονται στις παραγράφους 3, 4 και 5.

9. Σε κάθε κράτος μέλος, η εθνική εποπτική αρχή επικουρεί το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 4 της οδηγίας 95/46/EΚ, κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του.

10. Η εθνική εποπτική αρχή του κράτους μέλους που διαβίβασε τα δεδομένα και η εθνική εποπτική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το ενδιαφερόμενο πρόσωπο το συνδράμουν και, εφόσον τους ζητηθεί, το συμβουλεύουν σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος διόρθωσης ή απαλοιφής των δεδομένων. Οι δύο ως άνω εθνικές εποπτικές αρχές συνεργάζονται για τον σκοπό αυτό. Οι αιτήσεις συνδρομής μπορούν να υποβληθούν στην εθνική εποπτική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, η οποία τις διαβιβάζει στην εθνική εποπτική αρχή του κράτους μέλους που διαβίβασε τα δεδομένα. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί επίσης να υποβάλει αίτηση συνδρομής στην κοινή εποπτική αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 19.

11. Σε κάθε κράτος μέλος, όλα τα πρόσωπα μπορούν, σύμφωνα με τις οικείες νομοθετικές, κανονιστικές και διαδικαστικές διατάξεις, να ασκήσουν προσφυγή ή, εφόσον είναι αναγκαίο, να καταθέσουν μήνυση ενώπιον των αρμοδίων αρχών ή δικαστηρίων του εν λόγω κράτους, εάν δεν τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα πρόσβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

12. Κάθε πρόσωπο μπορεί, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διαδικαστικές διατάξεις του κράτους μέλους που διαβίβασε τα δεδομένα, να ασκήσει προσφυγή ή, εφόσον είναι αναγκαίο, να καταθέσει μήνυση ενώπιον των αρμοδίων αρχών ή δικαστηρίων του εν λόγω κράτους σχετικά με δεδομένα που το αφορούν και τα οποία έχουν καταχωρηθεί στην κεντρική βάση δεδομένων, προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματά του σύμφωνα με την παράγραφο 3. Η υποχρέωση των εθνικών εποπτικών αρχών να παρέχουν βοήθεια ή, εφόσον τους ζητηθεί, συμβουλές στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, σύμφωνα με την παράγραφο 10, ισχύει καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

Άρθρο 18

Εθνική εποπτική αρχή

1. Σε κάθε κράτος μέλος προβλέπεται ότι η εθνική εποπτική αρχή ή αρχές που ορίζονται στο άρθρο 28, παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/EΚ εποπτεύουν με πλήρη ανεξαρτησία, σύμφωνα με το οικείο εθνικό δίκαιο, τη νομιμότητα της σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το εν λόγω κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένης της διαβίβασής τους στην Κεντρική Μονάδα.

2. Κάθε κράτος μέλος φροντίζει ώστε η εθνική εποπτική αρχή του να έχει πρόσβαση σε συμβουλές από πρόσωπα με επαρκείς γνώσεις σχετικά με τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων.

Άρθρο 19

Κοινή εποπτική αρχή

1. Συστήνεται κοινή εποπτική αρχή, αποτελούμενη από δύο το πολύ αντιπροσώπους των εθνικών εποπτικών αρχών κάθε κράτους μέλους. Κάθε αντιπροσωπεία διαθέτει μία ψήφο.

2. Η κοινή εποπτική αρχή έχει καθήκον να εποπτεύει τις δραστηριότητες της Κεντρικής Μονάδας, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων προσώπων δεν θίγονται από την επεξεργασία ή χρησιμοποίηση των δεδομένων που είναι καταχωρημένα στην Κεντρική Μονάδα. Επιπλέον δε, ελέγχει τη νομιμότητα της διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα κράτη μέλη από την Κεντρική Μονάδα.

3. Η κοινή εποπτική αρχή είναι επίσης αρμόδια για την εξέταση προβλημάτων εφαρμογής κατά τη λειτουργία του Eurodac, για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων δυσκολιών που ανακύπτουν κατά τους ελέγχους από τις εθνικές εποπτικές αρχές και για τη διατύπωση συστάσεων σχετικά με την ανεύρεση κοινών λύσεων σε υπάρχοντα προβλήματα.

4. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η κοινή εποπτική αρχή επικουρείται ενεργά, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο, από τις εθνικές εποπτικές αρχές.

5. Η κοινή εποπτική αρχή έχει πρόσβαση σε συμβουλές από πρόσωπα με επαρκείς γνώσεις σχετικά με τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων.

6. Η Επιτροπή επικουρεί την κοινή εποπτική αρχή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της. Ειδικότερα δε, παρέχει τις πληροφορίες που ζητεί η κοινή εποπτική αρχή, της επιτρέπει την πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και φακέλους καθώς και σε όλα τα δεδομένα που βρίσκονται μέσα στο σύστημα και σε όλους τους χώρους της, ανά πάσα στιγμή.

7. Η κοινή εποπτική αρχή θεσπίζει ομόφωνα τον εσωτερικό της κανονισμό. Επικουρείται δε από γραμματεία, της οποίας τα καθήκοντα καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό.

8. Οι εκθέσεις της κοινής εποπτικής αρχής δημοσιοποιούνται και διαβιβάζονται στα όργανα στα οποία αναφέρουν οι εθνικές εποπτικές αρχές, καθώς και στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην Επιτροπή, προς ενημέρωση. Επιπλέον δε, η κοινή εποπτική αρχή μπορεί να υποβάλει ανά πάσα στιγμή στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην Επιτροπή παρατηρήσεις ή προτάσεις βελτίωσης των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί.

9. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τα μέλη της κοινής εποπτικής αρχής δεν δέχονται οδηγίες από καμία κυβέρνηση ή φορέα.

10. Η γνώμη της κοινής εποπτικής αρχής ζητείται σχετικά με το αναφερόμενο σ' αυτήν τμήμα του σχεδίου προϋπολογισμού λειτουργίας της Κεντρικής Μονάδας του Eurodac. Η γνώμη της επισυνάπτεται στο σχετικό σχέδιο προϋπολογισμού.

11. Η κοινή εποπτική αρχή θα διαλυθεί μόλις συσταθεί η ανεξάρτητη εποπτική αρχή η οποία προβλέπεται στο άρθρο 286, παράγραφος 2 της Συνθήκης. Η ανεξάρτητη εποπτική αρχή θα αντικαταστήσει την κοινή εποπτική αρχή και θα ασκεί όλες τις αρμοδιότητες που της έχουν ανατεθεί δυνάμει της πράξης σύστασής της.

Κεφαλαιο VI - Τελικές διατάξεις

Άρθρο 20

Έξοδα

1. Τα έξοδα που πραγματοποιούνται κατά τη σύσταση και τη λειτουργία της Κεντρικής Μονάδας αναλαμβάνονται από τον προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2. Τα έξοδα που αφορούν τις εθνικές διοικητικές μονάδες και τη σύνδεσή τους με την κεντρική βάση δεδομένων βαρύνουν κάθε επιμέρους κράτος μέλος.

3. Τα έξοδα διαβίβασης των δεδομένων από το κράτος μέλος προέλευσης, καθώς και των αποτελεσμάτων της αντιπαραβολής στο εν λόγω κράτος μέλος, βαρύνουν το κράτος αυτό.

Άρθρο 21

Διαδικασίες επιτροπής

1. Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής.

2. Όπου γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται η διαδικασία κανονιστικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7, παράγραφος 3 της εν λόγω απόφασης.

3. Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ καθορίζεται σε τρεις μήνες.

4. Όπου γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται η διαδικασία της συμβουλευτικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 3 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7, παράγραφος 3 της εν λόγω απόφασης.

Άρθρο 22

Ετήσια έκθεση: Παρακολούθηση και αξιολόγηση

1. Η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Κεντρικής Μονάδας. Η ετήσια έκθεση αυτή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τη διαχείριση και απόδοση του συστήματος σε σύγκριση με τους προκαθορισμένους ποιοτικούς δείκτες για τους στόχους που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

2. Η Επιτροπή εξασφαλίζει την ύπαρξη συστημάτων για την παρακολούθηση της λειτουργίας της Κεντρικής Μονάδας με γνώμονα τους επιδιωκόμενους στόχους, όσον αφορά την απόδοση, τη σχέση κόστους-αποτελέσματος και την ποιότητα των υπηρεσιών.

3. Η Επιτροπή αξιολογεί σε τακτά διαστήματα τη λειτουργία της Κεντρικής Μονάδας προκειμένου να εξακριβώσει αν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι της κατά τρόπο ικανοποιητικό, από άποψη κόστους-αποτελέσματος καθώς και με στόχο την παροχή κατευθυντηρίων γραμμών για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας μελλοντικών λειτουργιών.

4. Ένα έτος μετά την έναρξη της λειτουργίας του Eurodac, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση αξιολόγησης της Κεντρικής Μονάδας, με αντικείμενο ιδίως το επίπεδο της ζήτησης σε σχέση με το αναμενόμενο, καθώς και λειτουργικά και διαχειριστικά θέματα υπό το φως της κτηθείσας πείρας, με σκοπό την επισήμανση ενδεχόμενων τρόπων βραχυπρόθεσμης βελτίωσης της πρακτικής λειτουργίας.

5. Τρία έτη μετά την έναρξη της λειτουργίας του Eurodac, και κάθε έξι μήνες εφεξής, η Επιτροπή προβαίνει σε συνολική αξιολόγηση του Eurodac, η οποία συνίσταται στην εξέταση των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων έναντι των στόχων και σε εκτίμηση του αν το σύστημα εξακολουθεί να έχει λογική υπόσταση, καθώς και σε εκτίμηση των τυχόν επιπτώσεων σε μελλοντικές ενέργειες.

Άρθρο 23

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες επιβολής κυρώσεων για χρήση δεδομένων καταχωρημένων στην κεντρική βάση δεδομένων που αντιβαίνει στους σκοπούς του Eurodac, όπως αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 1, λαμβάνουν δε όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της εφαρμογής των κανόνων αυτών. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις θεσπιζόμενες διατάξεις στην Επιτροπή μέχρι τις [ ... ] το αργότερο, στη συνέχεια δε ανακοινώνουν κάθε τροποποίησή τους αμελλητί.

Άρθρο 24

Τοπικά όρια ισχύος

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται σε εδάφη για τα οποία δεν ισχύει η Σύμβαση του Δουβλίνου.

Άρθρο 25

Έναρξη της ισχύος και όροι εφαρμογής

1. Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει κατά την ημέρα δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2. Ο παρών κανονισμός αρχίζει να εφαρμόζεται και το σύστημα Eurodac αρχίζει να λειτουργεί από την ημερομηνία την οποία η Επιτροπή πρόκειται να δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όταν πληρωθούν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Κάθε κράτος μέλος έχει ανακοινώσει στην Επιτροπή ότι έχει προβεί στις κατάλληλες τεχνικές ρυθμίσεις ώστε να είναι δυνατή η διαβίβαση δεδομένων στην Κεντρική Μονάδα σύμφωνα με εκτελεστικές διατάξεις που θεσπίσθηκαν κατά το άρθρο 4 παράγραφος 7, και

(β) η Επιτροπή έχει προβεί στις κατάλληλες τεχνικές ρυθμίσεις ώστε να μπορεί να αρχίσει η λειτουργία της Κεντρικής Μονάδας σύμφωνα με τις εκτελεστικές διατάξεις που θεσπίσθηκαν δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 7.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

1. ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Κανονισμός (EΚ) αριθ. [ / ] του Συμβουλίου, της [ ] σχετικά με τη θέσπιση του συστήματος "Eurodac" για την αντιπαραβολή των δακτυλικών αποτυπωμάτων αιτούντων άσυλο και ορισμένων άλλων αλλοδαπών

2. ΣΧΕΤΙΚΟ ΚΟΝΔΥΛΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

B5-801 : Eurodac

3. ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

Άρθρο 63, παράγραφος 1, στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ

4. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

4.1. Γενικός στόχος

Στόχος του Eurodac είναι να βοηθά στον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο σύμφωνα με τη Σύμβαση του Δουβλίνου για την εξέταση αίτησης ασύλου η οποία έχει υποβληθεί σε άλλο κράτος μέλος και να διευκολύνει γενικότερα την εφαρμογή της Σύμβασης του Δουβλίνου υπό τους όρους που αναφέρονται στην πρόταση.

Στόχος των μέτρων αυτών είναι να αποφεύγονται καταστάσεις κατά τις οποίες οι αιτούντες άσυλο τελούν για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα σε αβεβαιότητα σχετικά με την πιθανή έκβαση της αίτησής τους, να παρέχονται εγγυήσεις σε όλους τους αιτούντες άσυλο ότι οι αιτήσεις τους θα εξετασθούν από ένα από τα κράτη μέλη και να εξασφαλίζεται ότι οι αιτούντες άσυλο δεν παραπέμπονται διαδοχικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο χωρίς κανένα να αναγνωρίζει ότι είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησής τους.

Εξάλλου, αποσκοπούν στο να διευκολύνουν την εφαρμογή της Σύμβασης του Δουβλίνου με το να προβλέπουν τη συλλογή δεδομένων που αφορούν πρόσωπα τα οποία συλλαμβάνονται κατά την παράνομη διάβαση εξωτερικών συνόρων. Επιπλέον, προβλέπεται η δυνατότητα διενέργειας ελέγχων σε ορισμένες περιστάσεις για να διαπιστωθεί αν ένα πρόσωπο που βρίσκεται παράνομα στο έδαφος ενός κράτους μέλους έχει προηγουμένως υποβάλει αίτηση ασύλου σε άλλο κράτος μέλος.

Κατά συνέπεια, ο κανονισμός προβλέπει τη λήψη, διαβίβαση ή κοινοποίηση στην κεντρική μονάδα και επεξεργασία στην κεντρική βάση δεδομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων τριών διαφορετικών ομάδων προσώπων: αιτούντες άσυλο, πρόσωπα τα οποία συλλαμβάνονται κατά την παράνομη διάβαση εξωτερικών συνόρων και πρόσωπα που βρίσκονται παράνομα στο έδαφος ενός κράτους μέλους. Προβλέπονται διαφορετικές διατάξεις για την επεξεργασία των δεδομένων που αφορούν καθεμία από τις ομάδες αυτές.

4.2. Χρονική διάρκεια της ενέργειας

Απεριόριστη

5. ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ

5.1 Υποχρεωτικεσ/Μη υποχρεωτικεσ δαπανεσ

Μη υποχρεωτικές

5.2 Διαχωριζομενεσ/Μη διαχωριζομενεσ πιστωσεισ

Διαχωριζόμενες

5.3 Ειδοσ των εσοδων

Δεν εφαρμόζεται

6. ΕΙΔΟΣ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ

100%

7. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

7.1 Τροποσ υπολογισμου του συνολικου κοστουσ τησ ενεργειασ

Επένδυση κεφαλαίου για το κεντρικό σύστημα (2000) : 8,5 εκατ.EUR

Ο ακριβής υπολογισμός του μοναδιαίου κόστους ανά δραστηριότητα ή στοιχείο της επένδυσης είναι εξαιρετικά δύσκολος λόγω του καινοτόμου χαρακτήρα της εν λόγω πρωτοβουλίας και τις συνεχώς μεταβαλλόμενες τεχνολογικές και εμπορικές συνθήκες που συνδέονται με αυτήν.

Ωστόσο, υπάρχουν διάφορες εναλλακτικές δυνατότητες οι οποίες βασίζονται σε μελέτη την οποία πραγματοποίησε η εταιρεία Bossard Consultants κατά την περίοδο 1997/98, δεδομένου ότι ούτε η Επιτροπή ούτε και τα κράτη μέλη ήταν σε θέση να προβούν στις αναγκαίες τεχνικές και οικονομικές εκτιμήσεις. Η μελέτη συζητήθηκε με εθνικούς εμπειρογνώμονες του αυτοματοποιημένου συστήματος αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων (AFIS) και εγκρίθηκε από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Συμβουλίου.

Η προσέγγιση της μελέτης Bossard συνίσταται στην παροχή σειράς τεχνικών εναλλακτικών λύσεων οι οποίες διαφέρουν ανάλογα με τα κριτήρια λειτουργίας και έρευνας που θα επιβληθούν στο σύστημα, το μέγεθός του, τις χρησιμοποιούμενες τεχνικές, κλπ.

Οι τρεις βασικές εναλλακτικές δυνατότητες διαφέρουν ως προς τις τεχνικές διαβίβασης δεδομένων μεταξύ της κεντρικής μονάδας και των κρατών μελών.

Οι τεχνικές αυτές είναι οι εξής:

- Εναλλακτική λύση 1: το 100% των δακτυλικών αποτυπωμάτων διαβιβάζεται με ηλεκτρονικό τρόπο, 4 θέσεις εργασίας, 8 μέλη προσωπικού,

- Εναλλακτική λύση 2: το 75% των δακτυλικών αποτυπωμάτων διαβιβάζεται με ηλεκτρονικό τρόπο και το υπόλοιπο 25% ταχυδρομικώς, 7 θέσεις εργασίας, 10 μέλη προσωπικού,

- Εναλλακτική λύση 3: το 25% των δακτυλικών αποτυπωμάτων διαβιβάζεται με ηλεκτρονικό τρόπο και το υπόλοιπο 75% ταχυδρομικώς, 11 θέσεις εργασίας, 17 μέλη προσωπικού.

Χρησιμοποιούμενα κριτήρια για την εκτίμηση

- Όσον αφορά τον εξοπλισμό και τις μεθόδους επικοινωνίας, η Επιτροπή επιλέγει το σύστημα βάσει του οποίου όλα τα δακτυλικά αποτυπώματα διαβιβάζονται με ηλεκτρονικό τρόπο μεταξύ των θέσεων εργασίας, ήτοι το ταχυδρομείο χρησιμοποιείται μόνο σαν εφεδρικό μέσον («εναλλακτική λύση 1»). Οι τρέχουσες εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με τα έξοδα δεν προβλέπουν τη χρησιμοποίηση εντύπων σε χαρτί σε επείγουσες περιπτώσεις. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να εξετασθεί μαζί με τα κράτη μέλη σε εύθετο χρόνο. Οι άλλες εναλλακτικές λύσεις απαιτούν περισσότερα μέλη προσωπικού και συνεπάγονται διάφορες εργασίες αποστολής δεδομένων με φαξ ή ταχυδρομικώς, πράγμα που δεν θεωρείται αποδεκτό για λόγους ασφαλείας και αποτελεσματικότητας. Η επιλεγείσα λύση συνεπάγεται επίσης λιγότερες θέσεις εργασίας (πέντε αντί για 6 ή 10 αντίστοιχα, βάσει των άλλων εναλλακτικών λύσεων). Με άλλα λόγια, η εναλλακτική λύση 1 είναι η καλύτερη από άποψη κόστους-αποτελέσματος.

- Η βάση του πληθυσμού που ελήφθη υπόψη είναι 900.000 άτομα, που περιλαμβάνουν αιτούντες άσυλο και πρόσωπα που συλλαμβάνονται κατά την παράνομη διάβαση εξωτερικών συνόρων, καθώς και πρόσωπα που βρίσκονται παράνομα στο έδαφος ενός κράτους μέλους. Τα άτομα που ανήκουν στις δύο τελευταίες κατηγορίες υπολογίζονται σε 500.000, αν και τα διαθέσιμα στοιχεία δεν είναι αξιόπιστα και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με επιφύλαξη ελλείψει άλλων εργασιών σχετικά με το θέμα αυτό. Τα δακτυλικά αποτυπώματα των εν λόγω ατόμων καλύπτονται από το σύστημα για σκοπούς αντιπαραβολής με εκείνα των αιτούντων άσυλο.

- Το κόστος της αρχικής επένδυσης κεφαλαίου διαφέρει ανάλογα με άλλα κριτήρια, όπως το αν προβλέπεται κατάταξη. Πρόκειται για μια τεχνική διαδικασία η οποία ενδέχεται να είναι υπερβολικά πολύπλοκη για την πρώτη γενεά του συστήματος Eurodac και, κατά συνέπεια, δεν έχει συμπεριληφθεί στην εκτίμηση της Επιτροπής.

- Συμπεριελήφθη το φύλο στα κριτήρια έρευνας (βλέπε άρθρο 5).

- Όλες οι εκτιμήσεις αφορούν έρευνες και αντιπαραβολές που πραγματοποιούνται με βάση δύο δακτυλικά αποτυπώματα. Τούτο μειώνει τα έξοδα της αντιπαραβολής παρά το γεγονός ότι η λήψη περισσοτέρων αποτυπωμάτων ενδέχεται να οδηγήσει σε ακριβέστερα αποτελέσματα.

Η αρχική εκτίμηση της επένδυσης κεφαλαίου εκ μέρους της εταιρείας παροχής συμβουλών την οποία επέλεξαν τα κράτη μέλη για την εναλλακτική λύση 1, ήταν 5,2 εκατομμύρια EUR για ένα σύστημα που συγκαταλέγει το φύλο μεταξύ των κριτηρίων έρευνας, αφορά έρευνες που βασίζονται στα αποτυπώματα δύο δακτύλων και δεν προβλέπει κατάταξη. Η μελέτη δεν περιλαμβάνει ακριβή στοιχεία σχετικά με τις δύο άλλες εναλλακτικές λύσεις. Ωστόσο, αναφέρει μια ψαλίδα που κυμαίνεται από 5,4 εκατ. EUR σε 9,1 εκατ. EUR βασισμένη στις τιμές που παρείχαν οι κατασκευαστές.

Πρέπει να τονισθεί ότι οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην μελέτη αφορούν ένα σύστημα του οποίου το πεδίο ήταν πιο περιορισμένο σε σχέση με τους στόχους που προέκυψαν εν τω μεταξύ.

Δεν ελήφθησαν υπόψη τα έξοδα που προκύπτουν από την αύξηση του πληθυσμού που το σύστημα καλείται να καλύψει σαν αποτέλεσμα της επέκτασής του σε ορισμένες κατηγορίες αλλοδαπών. Η εν λόγω αύξηση του πληθυσμού έχει άμεση επίπτωση στον αριθμό των αποθηκευμένων αποτυπωμάτων και καρτών, ο οποίος αναμένεται να αυξηθεί από 1,6 σε 2,6 εκατομμύρια κατά τα πρώτα δύο έτη. Κατά συνέπεια, θα πρέπει όχι μόνο να ενισχυθεί η ικανότητα αποθήκευσης αλλά θα επηρεασθούν και όλες οι άλλες υπηρεσίες που παρέχει το σύστημα και, κατ' επέκταση, το κόστος.

Επιπλέον, πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις σχετικά με τα προβλήματα τεχνικής συμβατότητας μεταξύ εθνικών συστημάτων που θα προκύψουν. Το θέμα βρίσκεται υπό εξέταση αλλά δεν θα υπάρξουν ακριβή στοιχεία σχετικά με το κόστος μέχρις ότου ορισθούν οι τεχνικές προδιαγραφές από ανεξάρτητη εταιρεία παροχής συμβουλών (μέσω δημόσιας πρόσκλησης υποβολής προσφορών) το 1999.

7.2 Αναλυτική παράθεση των εξόδων

Η εκτίμηση της Επιτροπής βασίζεται στην έκθεση μιας εταιρείας παροχής συμβουλών που επέλεξαν τα κράτη μέλη. Είναι προφανές ότι η έκθεση αυτή θα πρέπει να ενημερωθεί και μία παρόμοια μελέτη η οποία πρόκειται να ολοκληρωθεί το 1999 θα βοηθήσει στο να διευκρινισθούν ορισμένα σημεία της. Τα αποτελέσματα της προαναφερόμενης μελέτης θα πρέπει να παράσχουν στην Επιτροπή σαφή στοιχεία ως προς τις τεχνικές προδιαγραφές και τα έξοδα.

Είναι επίσης προφανές ότι η εφαρμογή του προτεινόμενου κανονισμού του Συμβουλίου θα συμβάλει και αυτή στο να αποσαφηνισθούν ορισμένα σημεία που αφορούν τα έξοδα και τις βέλτιστες ή ρεαλιστικές τεχνικές λύσεις.

Τα επιπλέον έξοδα που αναφέρονται ανωτέρω δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική μελέτη και, κατά συνέπεια, δεν ελήφθησαν υπόψη στην εκτίμηση της εταιρείας Bossard που προέβλεπε 5,2 εκατομμύρια EUR σαν ελάχιστη υπόθεση. Μέχρι να καταστούν διαθέσιμα τα αποτελέσματα της νέας μελέτης, το ύψος των επιπλέον αυτών εξόδων δεν μπορεί να ορισθεί επακριβώς. Είναι, όμως, προφανές ότι θα χρειασθούν πρόσθετα κεφάλαια για τη σύσταση της κεντρικής μονάδας.

Η τρέχουσα πρόταση της Επιτροπής ύψους 8,5 εκατ. EUR αποτελεί συνεπώς πρόβλεψη που βασίζεται:

- στην σημαντική αύξηση του πληθυσμού στον οποίο απευθύνεται η ενέργεια και τις αυξημένες ικανότητες που συνεπάγεται,

- στα έξοδα για να καταστεί το κεντρικό σύστημα συμβατό με όλα τα εθνικά συστήματα (κόστος ολοκλήρωσης),

- στην μεγαλύτερη έμφαση που πρέπει να δοθεί στην κατάρτιση του προσωπικού ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τα ειδικά προβλήματα που συνδέονται με την εργασία σε ένα πολυεθνικό και πολιτικά ευαίσθητο περιβάλλον,

- στη σύγκριση με την τιμή των 2 εκατομμυρίων EUR στην οποία αγοράσθηκε ένα εθνικό σύστημα AFIS με ικανότητα μικρότερη από το 25% αυτής που απαιτείται για το Eurodac και χωρίς τα συστήματα ολοκλήρωσης ή ασφάλειας που προβλέπονται για το Eurodac.

Ανάλυση της εκτίμησης της Επιτροπής :

Σε εκατ.EUR

Ανάλυση // 2000

Δημιουργία της κεντρικής μονάδας // 7,250

Εγκατάσταση ασφάλειας (5% της αξίας αγοράς) // 0,350

Συντήρηση συστημάτων (5% της αξίας αγοράς) // 0,350

Άλλα γενικά έξοδα (7% της αξίας αγοράς) // 0,500

Κατάρτιση // 0,050

Απρόβλεπτα (7% του κόστους λειτουργίας) // -

ΣΥΝΟΛΟ // 8,500

Κόστος λειτουργίας του κεντρικού συστήματος (από το 2001) : 0,800 εκατ.EUR/έτος

Η Επιτροπή λαμβάνει ως βάση την υπόθεση ότι το σύστημα θα είναι λειτουργικό εντός του 2001. Κατά συνέπεια, η εκτιμώμενη δαπάνη για το αρχικό κεφάλαιο θα καταλογισθεί εξ ολοκλήρου στον προϋπολογισμό 2000. Όταν το σύστημα αρχίσει να λειτουργεί, τα διοικητικά έξοδα θα αποτελούν σημαντικό τμήμα της δαπάνης (βλέπε στοιχείο 10) δεδομένου ότι, λόγω του ευαίσθητου χαρακτήρα της εργασίας, τα μέλη του προσωπικού θα πρέπει να είναι υπάλληλοι της Επιτροπής. Το σύστημα Eurodac θα λειτουργεί εντός και κάτω από την άμεση εξουσία της Επιτροπής και θα στεγάζεται στους χώρους της. Το σύστημα θα λειτουργεί 24 ώρες το 24ωρο, 365 ημέρες κάθε έτος. Ο αριθμός μόνιμων θέσεων που απαιτούνται ειδικά (και αποκλειστικά) για το Eurodac είναι: 8 άτομα για την επάνδρωση 5 θέσεων εργασίας σε συνεχή βάση.

Οι ετήσιες δαπάνες λειτουργίας από το 2001 εκτιμώνται σε 0,800 εκατ. EUR κατ' έτος

Σε εκατ.EUR

Ετήσιες δαπάνες λειτουργίας // 2001

Συντήρηση συστημάτων (10% της αξίας αγοράς) // 0,710

Κατάρτιση // 0,040

Απρόβλεπτα (7% των δαπανών λειτουργίας) // 0,050

ΣΥΝΟΛΟ // 0,800

8. ΜΕΤΡΑ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ

Οι εσωτερικές διαδικασίες της Επιτροπής σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις που εξασφαλίζουν το συμβιβάσιμο με το κοινοτικό δίκαιο όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις, εφαρμόζονται αυστηρά. Τα κράτη μέλη ενημερώνονται διαρκώς σχετικά με τη διαδικασία δημόσιας πρόσκλησης υποβολής προσφορών και μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με το τελικό σχέδιο.

9. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΟΣΤΟΥΣ-ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ

9.1. Πληθυσμός στον οποίο απευθύνεται η ενέργεια

Το μέτρο αφορά αιτούντες άσυλο (οι οποίοι εκτιμώνται σε 350.000 - 400.000 κατ' έτος στην Ευρωπαϊκή Ένωση), πρόσωπα που συλλαμβάνονται κατά την παράνομη διάβαση εξωτερικών συνόρων και πρόσωπα τα οποία βρίσκονται παράνομα στο έδαφος ενός κράτους μέλους. Οι τελευταίες δύο κατηγορίες υπολογίζονται σε 500.000 άτομα κατ' έτος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

9.2. Αιτιολόγηση της ενέργειας

Οι στόχοι του μέτρου είναι να βοηθά στον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Δουβλίνου, για την εξέταση αίτησης ασύλου η οποία έχει υποβληθεί σε άλλο κράτος μέλος και να διευκολύνει γενικότερα την εφαρμογή της Σύμβασης του Δουβλίνου σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στην πρόταση. Οι στόχοι αυτοί συμβιβάζονται με τον στόχο που επιδιώκεται στο πλαίσιο του τίτλου IV της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και συνίσταται στην εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Για να δημιουργηθεί ένας τέτοιος χώρος, η Κοινότητα θα λάβει μέτρα που να εξασφαλίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, σε συνδυασμό με άμεσα συνδεόμενα συμπληρωματικά μέτρα που αφορούν, μεταξύ άλλων, το άσυλο σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 1, στοιχείο α) της συνθήκης. Το άρθρο 63, παράγραφος 1, στοιχείο α) της συνθήκης απαιτεί από την Κοινότητα να λάβει μέτρα σχετικά με τα κριτήρια και τους μηχανισμούς για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης που έχει υποβληθεί σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας.

9.3. Παρακολούθηση και αξιολόγηση της ενέργειας

Ο κανονισμός περιλαμβάνει λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τη χρησιμοποίηση και την προστασία των δεδομένων, την ευθύνη και την ασφάλεια προκειμένου να εξασφαλισθεί η εφαρμογή των αυστηρών μέτρων προστασίας που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στην οδηγία 95/46/EΚ και στο άρθρο 286 της συνθήκης. Οι διατάξεις αυτές καλύπτουν, ιδίως, την ευθύνη για τη χρησιμοποίηση των δεδομένων, τους διακανονισμούς ασφαλείας και την ευθύνη για ζημίες στο πλαίσιο του Eurodac.

Οι ενέργειες που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και αφορούν την κεντρική μονάδα τίθενται υπό τον άμεσο έλεγχο μονίμων υπαλλήλων της Επιτροπής. Η τήρηση των απαιτήσεων ως προς την προστασία των δεδομένων επιτηρείται από ανεξάρτητη εποπτική αρχή.

Η Επιτροπή προβαίνει τακτικά σε αξιολόγηση και παρακολούθηση της λειτουργίας και απόδοσης της κεντρικής μονάδας ώστε να εξασφαλίσει ότι συμβιβάζεται με τους στόχους και τις απαιτήσεις που ορίζονται στον κανονισμό και στις προδιαγραφές που αναφέρονται στα άρθρα 3.3 και 4.7 των κανόνων εφαρμογής.

Η προαναφερόμενη αξιολόγηση αποσκοπεί στην παροχή ποσοτικών και ποιοτικών πληροφοριών οι οποίες θα χρησιμεύσουν ως βάση για πιθανή περαιτέρω ανάπτυξη. Στο τέλος κάθε οικονομικού έτους, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης και, εφόσον είναι αναγκαίο, προτείνει τον αναπροσανατολισμό ή την προσαρμογή της λειτουργίας του συστήματος.

10. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ (τμημα iii του γενικου προϋπολογισμου)

Οι διοικητικοί πόροι που απαιτούνται θα κινητοποιηθούν με την ετήσια απόφαση της Επιτροπής για την ανάθεση των πόρων, λαμβάνοντας μεταξύ άλλων υπόψη το επιπλέον προσωπικό και τους δημοσιονομικούς πόρους που χορηγήθηκαν από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή.

10.1. Επιπτωση στον αριθμο θεσεων

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

10.2. Συνολική επίπτωση των πρόσθετων ανθρώπινων πόρων στον προϋπολογισμό

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

10.3. Αύξηση των άλλων διοικητικών δαπανών σαν αποτέλεσμα της ενέργειας

(σε εκατ.EUR)

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>