52000AC1190

Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την "Πρωτοβουλία της Γαλλικής Δημοκρατίας για την έκδοση του κανονισμού του Συμβουλίου για την αμοιβαία εκτέλεση των αποφάσεων περί το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα"

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 014 της 16/01/2001 σ. 0082 - 0086


Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την "Πρωτοβουλία της Γαλλικής Δημοκρατίας για την έκδοση του κανονισμού του Συμβουλίου για την αμοιβαία εκτέλεση των αποφάσεων περί το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα"

(2001/C 14/17)

Στις 27 Ιουλίου 2000, και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την παραπάνω πρωτοβουλία.

Το τμήμα "απασχόλησης, κοινωνικών υποθέσεων και δικαιωμάτων του πολίτη", στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 3 Οκτωβρίου με βάση την έκθεση του εισηγητή, κ. Retureau, και των συνεισηγητών, κ.κ. Burnel και Rodríguez García Caro.

Κατά την 376η σύνοδο ολομέλειας της 18ης και 19ης Οκτωβρίου 2000 (συνεδρίαση της 19ης Οκτωβρίου), η ΟΚΕ υιοθέτησε με 106 ψήφους υπέρ, 1 ψήφο κατά και 1 αποχή, την ακόλουθη γνωμοδότηση.

Το Συμβούλιο ζήτησε γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με πρόταση κανονισμού για την αμοιβαία εκτέλεση των αποφάσεων σχετικά με το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα. Η πρόταση αυτή, που υπεβλήθη με πρωτοβουλία της Γαλλίας, εγγράφεται στα πλαίσια της προοδευτικής ανάπτυξης της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις και της κοινοτικοποίησής της.

1. Εισαγωγή: η δικαστική συνεργασία και η εσωτερική αγορά

1.1. Η εσωτερική αγορά και η ελευθερία κυκλοφορίας προϋποθέτουν, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα αναγνώρισης και εφαρμογής των δικαστικών αποφάσεων που λαμβάνονται σε ένα κράτος μέλος, για αστικά και εμπορικά θέματα, σε ένα άλλο κράτος μέλος, για λόγους νομικής ασφάλειας των οικονομικών συναλλαγών, των συμβολαίων και της κυκλοφορίας των προσώπων, των εμπορευμάτων, και των κεφαλαίων.

1.2. Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων εντός της εσωτερικής αγοράς συμβάλλει, επίσης, και στη δημιουργία οικογενειακών δεσμών μεταξύ ατόμων διαφορετικών εθνικοτήτων ή που διαμένουν σε διαφορετικές χώρες, από τους οποίους ενδέχεται να προκύψουν διαφορές, ιδιαίτερα δε σε θέματα διαζυγίου και άσκησης της γονικής μέριμνας, με το ζήτημα της επιμέλειας και του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα. Είναι σημαντικό οι αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος, για τέτοιου είδους διαφορές, να αναγνωρίζονται και να εφαρμόζονται στα υπόλοιπα κράτη μέλη από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

1.3. Η πολιτική βούληση των κρατών για την ενίσχυση της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων, κυρίως για θέματα αστικού δικαίου, έχει εκφραστεί σαφώς στην παράγραφο 34 των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Tampere (15 και 16 Οκτωβρίου 1999). Η πρόταση κανονισμού σχετικά με το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα αποτελεί άμεση απόρροια της βούλησης αυτής.

1.4. Για τα θέματα αυτά, τα κράτη έχουν συνάψει διάφορες συμβάσεις, σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου των διεθνών συμβάσεων, και ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο:

- η Σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων για θέματα αστικού και εμπορικού δικαίου και το Πρωτόκολλο του Λουξεμβούργου της 3ης Ιουνίου 1971 σχετικά με την ερμηνεία της εν λόγω σύμβασης από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

- 3η Σύμβαση των Βρυξελλών της 28ης Μαΐου 1998 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές.

Πρέπει, επίσης, να αναφερθούν η Σύμβαση της Χάγης της 25ης Οκτωβρίου 1980, και ιδιαίτερα το άρθρο 13, σχετικά με τις αστικές πτυχές της διεθνούς απαγωγής παιδιών, η Σύμβαση της Χάγης της 19ης Οκτωβρίου 1996(1) για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, και τη συνεργασία όσον αφορά την ευθύνη των γονέων και τα μέτρα προστασίας των τέκνων, και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 20ής Μαΐου 1980, για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε θέματα επιμέλειας των τέκνων και για την αποκατάσταση της επιμέλειάς τους, οι οποίες συνιστούν σημαντικά διεθνή έγγραφα σχετικά με το οικογενειακό δίκαιο, καθώς και η Διεθνής Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1990 για τα δικαιώματα του παιδιού.

1.5. Τα ζητήματα διεθνούς οικογενειακού ιδιωτικού δικαίου, από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ, αποτελούν μέρος, σε κοινοτικό επίπεδο, του πρώτου πυλώνα. Πρόκειται για τον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις (άρθρο 65) και για τον νέο Τίτλο ΙV της Συνθήκης ΕΚ. Συνεπώς, η υπό εξέταση πράξη πρέπει να υιοθετηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 67, η οποία απαιτεί την ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο διαθέτει δικαίωμα πρωτοβουλίας για τις αστικές υποθέσεις, για περίοδο πέντε ετών από την 1η Μαΐου 1999, ημερομηνία έναρξης της ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ.

1.6. Η ΟΚΕ ασχολήθηκε πρόσφατα(2) με την "Πρόταση Κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας των κοινών τέκνων" (COM(1999) 220 τελικό - 99/0110 CNS).

Ο κανονισμός αριθ. 1347/2000 υιοθετήθηκε τελικά στις 29 Μαΐου 2000(3). Θα τεθεί σε ισχύ από 1ης Μαρτίου 2001(4). Η επιλογή του κανονισμού δικαιολογήθηκε λόγω της ανάγκης ύπαρξης ομοιογενών κανόνων για την άμεση εφαρμογή στους τομείς της δικαιοδοσίας, της αναγνώρισης και της εκτέλεσης των αποφάσεων σχετικά με τη διάλυση του συζυγικού δεσμού, και την επιμέλεια των τέκνων. Θα αναφερθούμε στην προαναφερόμενη γνωμοδότηση για τον ορισμό των νομικών όρων και την εμβέλεια του κειμένου. Ο κανονισμός αυτός συνιστά την εφαρμογή σε κοινοτικό επίπεδο της προαναφερόμενης Συνθήκης των Βρυξελλών του 1998, της οποίας διευρύνει το πεδίο εφαρμογής και προσαρμόζει ορισμένες διατάξεις, και καλείται κοινώς "Βρυξέλλες ΙΙ".

1.7. Το πεδίο εφαρμογής της είναι περιοριστικό· αφορά αποκλειστικά τις διαδικασίες της πολιτικής δικονομίας σχετικά με το διαζύγιο, με το δικαστικό χωρισμό ή με την ακύρωση του γάμου, και τις διαδικασίες σχετικά με την γονική ευθύνη των ανήλικων κοινών τέκνων των συζύγων (γονική μέριμνα, επιμέλεια, δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας, διατροφή ...).

1.8. Η ΟΚΕ σημειώνει σχετικά ότι η οικογένεια, γενικά, και η οικογένεια "de facto", ειδικότερα, δεν έχουν αποτελέσει μέχρι στιγμής αντικείμενο επαρκούς μέριμνας σε κοινοτικό επίπεδο, ενώ η τελευταία αυτή συνιστά μια σημαντική πραγματικότητα στα περισσότερα κράτη μέλη και μεγάλος αριθμός παιδιών προέρχονται σήμερα από μη συζευγμένους γονείς(5). Καλεί τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να εγγράψουν το ζήτημα αυτό στην ημερήσια διάταξη των δραστηριοτήτων τους και, ειδικότερα, την Επιτροπή, στο πρόγραμμα σχετικά με τα μέτρα αμοιβαίας αναγνώρισης που ετοιμάζει για το τέλος του έτους.

1.9. Πράγματι, η ΟΚΕ κρίνει ότι επείγει να εξομοιωθούν οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας και αναγνώρισης των αποφάσεων σχετικά με την οικογένεια "de facto" με εκείνους που ισχύουν για την οικογένεια "de jure", κυρίως δε προς όφελος των τέκνων.

2. Ανάλυση του περιεχομένου του σχεδίου κανονισμού για την αμοιβαία εκτέλεση των αποφάσεων σχετικά με το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα

2.1. Το σχέδιο αυτό, που υπεβλήθη στο Συμβούλιο με πρωτοβουλία της Γαλλικής Δημοκρατίας, βρίσκεται υπό συζήτηση στο Συμβούλιο. Το Κοινοβούλιο θα το συζητήσει ταυτόχρονα με την ΟΚΕ.

2.2. Η πρόταση συνιστά παρέκκλιση από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 ως προς ένα πολύ περιορισμένο σημείο το οποίο αφορά την άσκηση του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα κάτω των 16 ετών σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο που εξέδωσε την απόφαση για τον γονέα που έχει υποχρέωση παροχής του δικαιώματος αυτού, συμπεριλαμβανομένης και της επικοινωνίας, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, εκτός του τόπου συνήθους διαμονής του τέκνου (κεφάλαιο 1, πεδίο εφαρμογής).

2.3. Το ζητούμενο είναι η κατάργηση του εκτελεστήριου τύπου, για την ειδική αυτή περίπτωση, για οποιαδήποτε (έστω και προσωρινώς) εκτελεστή απόφαση η οποία εκδίδεται σε ένα κράτος μέλος, υπό την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1347/2000, και αποκλειστικά για τις διατάξεις της απόφασης που αφορούν το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα. Τούτο σημαίνει ότι, όσον αφορά το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας, οι αποφάσεις αυτές είναι άμεσα εκτελεστές σε όλα τα άλλα κράτη μέλη, χωρίς να χρειάζεται προσφυγή σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία στα κράτη αυτά(6). Το κράτος που εκτελεί την απόφαση αυτή σε εφαρμογή του κανονισμού θα χρησιμοποιεί για την εκτέλεσή της τα ίδια μέσα που θα χρησιμοποιούσε για την εφαρμογή, εντός της επικράτειάς του, μιας ανάλογης απόφασης που θα είχε ληφθεί από τις δικές του αρμόδιες αρχές (κεφάλαιο 2, αμοιβαία αναγνώριση του εκτελεστού των αποφάσεων σχετικά με το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας).

2.4. Οι περιπτώσεις ενδεχόμενης άρνησης εκτέλεσης της απόφασης σχετικά με το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας (κεφάλαιο 3) προσδιορίζονται επακριβώς στα πλαίσια αίτησης αναστολής της άσκησης του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας και φιλοξενίας σε άλλο κράτος μέλος η οποία υποβάλλεται ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του τέκνου. Περιορίζονται στις εξής δύο περιπτώσεις:

α) όταν, λόγω μεταβολής των περιστάσεων που επήλθε μετά από την αρχική απόφαση, η άσκηση του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας και φιλοξενίας θα έθετε σε σοβαρό και άμεσο κίνδυνο τη σωματική ή ψυχική υγεία του τέκνου,

β) όταν υφίσταται ασυμβίβαστη απόφαση που είναι ήδη εκτελεστή στο έδαφος του άλλου κράτους μέλους, όπου επρόκειτο να πραγματοποιηθεί η επικοινωνία.

Οι λεπτομέρειες της κατάθεσης και της κοινοποίησης της αίτησης αναστολής εκ μέρους του γονέα που έχει την επιμέλεια προς τον γονέα που έχει το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας, καθορίζονται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους διαμονής του δεύτερου.

Η εκτέλεση, όμως, δεν μπορεί να ανασταλεί με την άσκηση αγωγής με την οποία ζητείται να διαπιστωθεί η ύπαρξη λόγου μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης, εν όλω ή εν μέρει, της ισχύουσας εκτελεστής απόφασης, εκτός εάν έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση (res judicata).

Η αίτηση αναστολής, την οποία εγείρει ο γονέας που έχει υποχρέωση παροχής του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας στις δύο προβλεπόμενες περιπτώσεις άρνησης της εκτέλεσης, εκδικάζεται με τη διαδικασία του επείγοντος, μετά από εξέταση κατ' αντιμωλία, και, ενδεχομένως, κατόπιν ακροάσεως του τέκνου, ανάλογα με τις περιστάσεις και με το βαθμό ωριμότητάς του. Η απόφαση πρέπει να εκδοθεί από το αρμόδιο όργανο προσφυγής εντός προθεσμίας το πολύ οκτώ ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία ο γονέας που έχει το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας γνωστοποίησε τις παρατηρήσεις του για την προσφυγή του γονέα που έχει υποχρέωση παροχής του δικαιώματος. Είναι εκτελεστή ανεξάρτητα από την άσκηση ένδικου μέσου εναντίον της (προσφυγή χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα).

2.5. Ακόμη και εάν μεριμνά για την άμεση και προσωρινή προστασία του τέκνου σε περίπτωση επιτακτικής ανάγκης, η αρμόδια αρχή του κράτους όπου πραγματοποιείται η προσωπική επικοινωνία δεν μπορεί να επικαλεσθεί τις περιστάσεις αυτές για να δηλώσει ότι έχει δικαιοδοσία προκειμένου να τροποποιήσει την εκτελούμενη απόφαση (κεφάλαιο 4, τροποποίηση του τίτλου).

2.6. Το κεφάλαιο 5 ασχολείται με την επιστροφή του τέκνου. Η θεμελιώδης αρχή ορίζει ότι, μετά τη λήξη της περιόδου άσκησης του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας, η οποία ορίζεται από την απόφαση του κράτους συνήθους διαμονής, το τέκνο πρέπει να επιστραφεί στον γονέα που έχει την επιμέλεια. Στην αντίθετη περίπτωση, ο γονέας αυτός μπορεί να απαιτήσει την άμεση επιστροφή του τέκνου από το αρμόδιο κεντρικό όργανο, είτε του κράτους άσκησης του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας (προσωρινής διαμονής), είτε του κράτους συνήθους διαμονής.

Στην περίπτωση αυτή, οι αρμόδιες αρχές του κράτους της προσωρινής διαμονής διατάσσουν την άμεση επιστροφή του τέκνου χωρίς να μπορεί να αντιταχθεί ο γονέας που έχει το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας ούτε και εάν επικαλεσθεί αίτηση αναστολής υπό εκδίκαση ή απόφαση η οποία έχει εκδοθεί στο δικό του κράτος ή που αναμένεται να εκδοθεί ή τη Σύμβαση της Χάγης προβάλλοντας ένσταση λόγω υποτιθέμενου συμφέροντος του τέκνου.

2.7. Τέλος, η πρόταση πραγματεύεται το θέμα της συνεργασίας των κρατών μελών (κεφάλαιο 6) καθώς και της παρακολούθησης και των ενδεχόμενων μελλοντικών τροποποιήσεων του κανονισμού (κεφάλαιο 7, τελικές διατάξεις).

Τα κράτη συνεργάζονται, μέσω των αρμοδίων κεντρικών οργάνων που ορίζουν, προκειμένου να εξασφαλίσουν την πραγματική άσκηση του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας και να διασφαλίσουν την επιστροφή του τέκνου μετά τη λήξη της αντίστοιχης περιόδου διαμονής. Εγγυώνται την προστασία του συμφέροντος του τέκνου και των δικαιωμάτων εκάστου γονέως και προσφεύγουν σε μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης στην περίπτωση που οι γονείς αρνούνται να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους.

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνονται αμοιβαία σχετικά με τη νομοθεσία τους, με την κατάσταση του τέκνου και με οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που μπορεί να αποβεί χρήσιμο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων και των δυσχερειών που ενδεχομένως αντιμετωπίζουν.

Ο υπέρ ού η απόφαση, ο οποίος δεν μπορεί να ασκήσει κανονικά το δικαίωμά του, απευθύνεται στις αρχές αυτές, προσκομίζοντας τα δικαιολογητικά που πιστοποιούν το δικαίωμά του τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο 13 της πρότασης.

2.8. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, πέντε έτη μετά από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού συνοδεύοντάς την, ενδεχομένως, με προτάσεις τροποποίησης ή προσαρμογής. Τα κεντρικά όργανα συνεργάζονται για την κατάρτιση της έκθεσης.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τα κεντρικά όργανα, τα αρμόδια δικαστήρια και εθνικές αρχές, και τα ένδικα μέσα που αναφέρονται στα παραρτήματα του κανονισμού.

Τα κεντρικά όργανα συνεδριάζουν τακτικά, στην έδρα του Συμβουλίου, προκειμένου να ανταλλάξουν τις εμπειρίες τους και να αναζητήσουν λύσεις για τα πρακτικά και νομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν στα πλαίσια της συνεργασίας τους και της εφαρμογής του κανονισμού. Με τη λήξη κάθε συνεδρίασης, καταρτίζεται έκθεση που απευθύνεται στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή.

3. Γενικές παρατηρήσεις

3.1. Η ΟΚΕ διαπιστώνει ότι η πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου αποτελεί παρέκκλιση από το τμήμα 2 του κεφαλαίου 3 "Εκτέλεση" του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1347/2000, αλλά μόνον σε ότι αφορά το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας και φιλοξενίας των τέκνων έτσι όπως ορίζεται βάσει απόφασης που λαμβάνεται σε εφαρμογή του άρθρου 1.

Η ΟΚΕ φρονεί ότι η παρέκκλιση αυτή είναι δικαιολογημένη δεδομένου ότι παρέχει τη δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον των ενδιαφερομένων τέκνων. Το συμφέρον του τέκνου είναι να διατηρεί τακτικές επαφές με εκείνον από τους γονείς του ο οποίος δεν έχει την επιμέλειά του, αλλά διαθέτει δικαίωμα προσωπικής επαφής και φιλοξενίας, σε εφαρμογή τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Επίσης, αποτελεί συμφέρον του γονέα αυτού η διατήρηση των σχέσεων με το (τα) τέκνο (τέκνα) του όποιος και εάν είναι ο τόπος διαμονής του ή ο τόπος διαμονής των τέκνων εντός της Ένωσης (εκτός από τις χώρες που δεν δεσμεύονται από τον κανονισμό - βλέπε υποσημειώσεις στις σελίδες 83 και 84). Η διατήρηση άμεσων σχέσεων μεταξύ γονέων και τέκνων που δεν ζουν μαζί συνιστά απαραίτητη συμβολή για την εκπαίδευση και τη διαμόρφωση της προσωπικότητας των τέκνων.

3.2. Η ΟΚΕ πιστεύει ότι η πρόταση κανονισμού αποβλέπει στη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος προσωπικής επαφής και φιλοξενίας αποτρέποντας, παράλληλα, το ενδεχόμενο να καταστεί το τέκνο "όμηρος" σε μια διένεξη μεταξύ των γονέων του που διαμένουν σε διαφορετικά κράτη μέλη όπως, για παράδειγμα, το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει ο γονέας που διαθέτει το δικαίωμα προσωπικής επαφής δικαστικές διαδικασίες ή αναβλητική ένσταση προκειμένου να θέσει υπό αμφισβήτηση την απόφαση που προσδιορίζει τη φύση και τα όρια των δικαιωμάτων του έναντι του τέκνου ή το ενδεχόμενο να πράξει το ίδιο ο γονέας που έχει την επιμέλεια προκειμένου να μην τηρήσει τις δικές του υποχρεώσεις.

3.3. Οι διατάξεις που επιτρέπουν την άρνηση άσκησης του δικαιώματος προσωπικής επαφής και τα αντίστοιχα ένδικα μέσα (άρθρα 4 έως 8) ή η έμμεση αναγνώριση του δικαιώματος του κράτους στο οποίο πραγματοποιείται η προσωπική επαφή να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για την προστασία του τέκνου και της σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής του ακεραιότητας (άρθρο 9) φαίνεται ότι παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία του τέκνου. Οι διατάξεις αυτές, όσον αφορά την άρνηση, είναι η μεταβολή των περιστάσεων κατά τρόπο που θέτουν σε σοβαρό και άμεσο κίνδυνο τη σωματική ή ψυχική υγεία του τέκνου· επίσης, η ύπαρξη ασυμβίβαστης απόφασης που είναι ήδη εκτελεστή στο έδαφος του κράτους μέλους άσκησης της προσωπικής επαφής παρέχει στον γονέα που έχει την επιμέλεια του τέκνου το δικαίωμα να μην το στείλει στη χώρα αυτή. Παράλληλα, ο επείγων χαρακτήρας της διαδικασίας σε περίπτωση αίτησης αναστολής της άσκησης του δικαιώματος προσωπικής επαφής, αποτρέπει το ενδεχόμενο να καταστεί αυτή παρατεταμένο αναβλητικό μέσον, ή ακόμη και να μετατραπεί σε αδικαιολόγητο μακροχρόνιο εμπόδιο για την άσκηση του δικαιώματος αυτού, ενώ παράλληλα διασφαλίζει, όταν συντρέχει λόγος, την προστασία των συμφερόντων του τέκνου, εάν η αίτηση αποδειχθεί δικαιολογημένη.

Κατά συνέπεια, η ΟΚΕ είναι σε γενικές γραμμές ικανοποιημένη από το σύνολο των διατάξεων αυτών που προστατεύουν το υπέρτατο συμφέρον του τέκνου και τα δικαιώματα των γονέων του, οι οποίοι, ειδικότερα, διαθέτουν ταχέα ένδικα μέσα που τηρούν την αρχή της αντιμωλίας.

Εντούτοις, ζητά να είναι όσο το δυνατόν ευρύτερο το δικαίωμα του τέκνου για ακρόαση από τον δικαστή, και να λαμβάνει ο δικαστής όντως υπόψη το λόγο του τέκνου. Επιπλέον, το τέκνο θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα να ζητά προσωπική εκπροσώπηση για την υποστήριξη των συμφερόντων του.

3.4. Κατά την άποψη της ΟΚΕ, η πρόταση έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι προωθεί τη δικαστική συνεργασία για θέματα γονικά και οικογενειακά και, ειδικότερα, ότι προωθεί την εμπιστοσύνη προς τα δικαστικά όργανα και τη νομοθεσία όλων των κρατών μελών και την τήρηση των αποφάσεων που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές για θέματα δικαιώματος προσωπικής επαφής και φιλοξενίας των κοινών τέκνων των χωρισμένων συζύγων που διαμένουν σε διαφορετικά κράτη μέλη.

Το μέτρο αυτό, το οποίο έχει, βέβαια, περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, αλλά που είναι πολύ σημαντικό από ανθρώπινη άποψη για τα τέκνα και για τους γονείς τους, μπορεί ταυτόχρονα να συμβάλει στην προώθηση της κοινοτικής συνείδησης και της ευρωπαϊκής ιθαγένειας παράλληλα με την εναρμόνιση του δικαίου και των διαδικασιών του οικογενειακού δικαίου, ιδιαίτερα δε μέσω της συνεργασίας που θεσπίζει και μέσω της προώθησης μιας μεγαλύτερης αμοιβαίας κατανόησης σχετικά με ακανθώδη και περίπλοκα ζητήματα του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου.

3.5. Κατά συνέπεια, η ΟΚΕ υποστηρίζει το πνεύμα και τους στόχους της πρότασης και ελπίζει ότι η τελική διατύπωση του κανονισμού δεν θα απέχει ουσιαστικά από αυτήν. Θα παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη του ζητήματος και τις δράσεις παρακολούθησης που θα προκύψουν εάν υιοθετηθεί ο προτεινόμενος κανονισμός.

4. Ειδικές παρατηρήσεις

4.1. Όσον αφορά τις αναφορές στο εφαρμοστέο διεθνές δημόσιο δίκαιο, η ΟΚΕ φρονεί ότι είναι θεμιτό να αναπτύσσεται το κοινοτικό δίκαιο κατά τρόπο ο οποίος αρμόζει με τη σταδιακή σύγκλιση, την εναρμόνιση ή την ομογενοποίηση, ανάλογα με τις περιπτώσεις, των νομοθεσιών των κρατών μελών, σύμφωνα με τις Συνθήκες και με τη βούληση των κρατών μελών να απαρτίσουν μια Ένωση που θα στηρίζεται στο δίκαιο και στη δημοκρατία, στη συνεργασία και στην ειρήνη. Η Ένωση, σε σχέση με το υφιστάμενο διεθνές δίκαιο, συνιστά ένα ιδιαίτερο οικοδόμημα, πρωτότυπο, που ακολουθεί δικές της οδούς και εξελίσσεται στο χώρο και στο χρόνο.

Η ιδιαιτερότητα αυτή θα έπρεπε να οδηγήσει τους αρμόδιους διαπραγματευτές να απαιτούν να περιλαμβάνεται, στις διεθνείς συνθήκες που επικυρώνουν ή στις οποίες προσχωρούν, όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο, ρήτρα αποσύνδεσης που θα διασφαλίζει την αυτονομία και την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου στο οποίο υπόκεινται τα κράτη μέλη. Δηλαδή, η διαδικασία που υιοθετείται για την εφαρμογή της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1998 στο έδαφος της Κοινότητας, κατά τρόπο κατάλληλο και ομοιογενή, με τη μορφή ενός Κανονισμού (1347/2000), που δεν αποτελεί ακριβές αντίγραφο της σύμβασης, αλλά προσαρμογή της στην οντότητα της Κοινότητας και στις νομικές, πολιτισμικές και κοινωνικές της ιδιαιτερότητες, θα έπρεπε να τίθεται ως καθολική αρχή, η οποία θα αναγνωρίζεται από τις μη κοινοτικές χώρες που είναι και οι ίδιες μέρη διεθνών συμβάσεων.

4.2. Η ΟΚΕ κρίνει ότι ο περιορισμός του ορίου ηλικίας του τέκνου στα 16 χρόνια, για την εφαρμογή του κανονισμού, λαμβάνει πράγματι υπόψη την ψυχική ανάπτυξη και τις ικανότητες κρίσης και κατανόησης καθώς και τη σχετική αυτονομία των εφήβων.

Θεωρεί ότι το όριο αυτό είναι ενδεδειγμένο, παρότι το μη ενήλικο άτομο (κατά κανόνα κάτω των 18 ετών) θεωρείται παιδί ως προς τις διατάξεις διαφόρων διεθνών συμβάσεων. Εντούτοις, στις περισσότερες χώρες, το ανήλικο άτομο των 16 ετών μπορεί να απαλλαγεί της επιτροπείας από το/τα άτομο/α που ασκούν τη γονική εξουσία, γεγονός που αποδεικνύει ότι το δίκαιο αναγνωρίζει στους εφήβους αυτούς την ικανότητα να κατευθύνουν οι ίδιοι τη ζωή τους και να διαχειρίζονται τα συμφέροντά τους, είτε αυτά είναι υλικά, σύμφωνα με τον ίδιο το στόχο της απαλλαγής επιτροπείας (για παράδειγμα, διαχείριση της περιουσίας, άσκηση εμπορικής δραστηριότητας), είτε ακόμη και πνευματικά ή συναισθηματικά.

Η ΟΚΕ επισημαίνει ότι θα μπορούσε να υπάρξει νομική ανισότητα όσον αφορά τα τέκνα από 16 έως 18 ετών· λόγω ελλείψεως ειδικής διατάξεως μπορεί να εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1347/2000.

4.3. Τέλος, η ΟΚΕ εκφράζει τη βαθιά της λύπη για το γεγονός ότι η πορεία της συνεργασίας για θέματα αστικού δικαίου χαρακτηρίζεται από υπερβολική διστακτικότητα και ότι το οικογενειακό δίκαιο εξακολουθεί να προσεγγίζεται πολύ περιορισμένα, σε σημείο που, για παράδειγμα, τα δικαιώματα της "de facto" οικογένειας και των εξώγαμων τέκνων δεν αναγνωρίζονται ούτε εφαρμόζονται στο κοινοτικό πλαίσιο.

Ελπίζει ότι θα δοθεί το ταχύτερο δυνατόν λύση στα προβλήματα αυτά, με γνώμονα τη δίκαια μεταχείριση, το ρεαλισμό ως προς τις κοινωνιολογικές εξελίξεις, και την ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων όλων των πολιτών της Ένωσης.

Βρυξέλλες, 19 Οκτωβρίου 2000.

Ο Πρόεδρος

της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Göke Frerichs

(1) Η Σύμβαση αυτή δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ, ελλείψει ικανού αριθμού επικυρώσεων.

(2) Γνωμοδότηση της 20ής Οκτωβρίου 1999, εισηγητής ο κ. Braghin, ΕΕ C 368 της 20.12.1999.

(3) ΕΕ L 160 της 30.6.2000.

(4) Ο κανονισμός 1347/2000 της 29ης Μαΐου 2000 δεν δεσμεύει τη Δανία ούτε εφαρμόζεται έναντι αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου σχετικά με τη θέση της Δανίας που επισυνάπτεται στη ΣΕΕ και στη ΣΕΚ. Η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξαν να δεσμεύονται από τον κανονισμό αυτό και να υπόκεινται σ' αυτόν. Η ιδιαίτερη κατάσταση των χωρών αυτών προκύπτει από το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, που επισυνάπτεται στη ΣΕΕ και στην ΣΕΚ, το οποίο τους παρέχει τη δυνατότητα να αποφασίζουν εάν δέχονται να δεσμεύονται ή όχι.

(5) Ενημερωτική έκθεση (πρωτοβουλία), εισηγητής ο κ. Burnel (CES 930/1999 τελ.) της 16ης Απριλίου 2000: "Δημογραφική κατάσταση και προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης"· βλέπε, επίσης, Eurostatθέμα 3-10/2000, πρώτα αποτελέσματα της συλλογής δημογραφικών στοιχείων για το 1999 στην Ευρώπη, πίνακας 3, γονιμότητα, από όπου προκύπτει ότι, το 1998, το 26 % του συνολικού αριθμού των γεννήσεων στην Ένωση προήλθαν εκτός γάμου, και ότι ο αριθμός αυτός βρίσκεται σε σταθερή αύξηση για μακρά χρονική περίοδο (9,6 % το 1980).

(6) Η Δανία δεν θα δεσμεύεται από τον ενδεχόμενο μελλοντικό κανονισμό. Η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο θα γνωστοποιήσουν εν ευθέτω χρόνω εάν δέχονται ή όχι να δεσμεύονται.