Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση»
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 204 της 18/07/2000 σ. 0040 - 0044
Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση" (2000/C 204/09) Στις 10 Φεβρουαρίου 2000, και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή να γνωμοδοτήσει για την ανωτέρω πρόταση. Το τμήμα "Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις και δικαιώματα του πολίτη", στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, κατήρτισε τη γνωμοδότησή του βάσει της εισαγωγικής έκθεσης του εισηγητή στις 5 Μαΐου 2000. Κατά την 373η σύνοδο ολομέλειας της 24ης και 25ης Μαΐου 2000 (συνεδρίαση της 25ης Μαΐου), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 81 ψήφους υπέρ, 3 ψήφους κατά, και 8 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση. 1. Εισαγωγή 1.1. Η οδηγία που προτείνεται από την Επιτροπή έχει σκοπό να επιβεβαιώσει το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης των πολιτών από τρίτες χώρες που διαμένουν νομίμως στην επικράτεια ενός κράτους μέλους και να προσδιορίσει ένα εναρμονισμένο πλαίσιο για την άσκηση του δικαιώματος αυτού (προσδιορισμός των ατόμων που επανενώνονται, συνθήκες εισόδου, διαδικασίες αίτησης της επανένωσης, άδειες παραμονής και συναφή δικαιώματα κ.λπ.). Στα κράτη μέλη, βάσει της αρχής της επικουρικότητας εναπόκειται ο ορισμός ορισμένων διαδικασιών (για παράδειγμα οι υλικές συνθήκες που θα πρέπει να διασφαλίζει ο αιτών, οι διαδικασίες επαλήθευσης των αποδεικτικών στοιχείων, η αρχική διάρκεια της άδειας παραμονής των μελών της οικογένειας σε περίπτωση που ο αιτών έχει απεριόριστη άδεια παραμονής, στη διαδικασία εφαρμογής των δικαιωμάτων που συνδέονται με την παραμονή). 1.2. Η πρωτοβουλία εγγράφεται στην εφαρμογή του τίτλου 4 της Συνθήκης(1), θεμελιώνεται στο άρθρο 63, παράγραφος 3 και αποτελεί συνέχεια των συμπερασμάτων του συμβουλίου του Tampere (15 και 16 Οκτωβρίου 1999) που αναγνώρισαν "πως χρειάζεται μία σφαιρική προσέγγιση της μετανάστευσης", "μια σθεναρότερη πολιτική κοινωνικής ένταξης με στόχο την παροχή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων συγκρίσιμων με εκείνα που απολαύουν οι υπήκοοι της ΕΕ" καθώς και την "αναγκαιότητα επαναπροσέγγισης των εθνικών νομοθεσιών σχετικά με τις συνθήκες εισόδου και παραμονής των πολιτών τρίτων χωρών, βάσει κοινής αξιολόγησης των οικονομικών και δημογραφικών εξελίξεων στο εσωτερικό της Ένωσης καθώς και της κατάστασης στις χώρες προέλευσης". Στο Tampere αναφέρθηκε η αναγκαιότητα της "ταχείας λήψεως αποφάσεων" κατά την οποία θα λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο η ικανότητα υποδοχής κάθε κράτους μέλους αλλά και οι ιστορικοί και πολιτιστικοί τους δεσμοί με τις χώρες προέλευσης. 1.2.1. Η οδηγία δεν αφορά τους πολίτες τρίτων χωρών, των οποίων η αίτηση αναγνώρισης της ιδιότητας του πρόσφυγα δεν αποτέλεσε αντικείμενο οριστικής απόφασης, ούτε τους πολίτες που απολαύουν προσωρινή προστασία. Δεν αφορά επίσης ούτε τους εποχιακούς, τους έκτακτους και τους πολίτες τρίτων χωρών που διαθέτουν άδειες παραμονής διάρκειας μικρότερης του έτους. 1.3. Μπορεί να κάνει χρήση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης ο πολίτης τρίτης χώρας που διαμένει νομίμως σε κράτος μέλος, ο πρόσφυγας (κατά την έννοια της Σύμβασης της Γενεύης), ο άπατρις, το άτομο στο οποίο έχει παρασχεθεί επικουρική προστασία (για ανθρωπιστικούς λόγους ή σε περίπτωση πολέμου ή άλλων συμβάντων που το υποχρέωσαν να εκπατριστεί). Οι αιτούντες την επανένωση θα πρέπει να είναι κάτοχοι κανονικής άδειας παραμονής όχι κατώτερης του χρόνου, στο εν λόγω κράτος μέλος(2). 1.4. Η οικογενειακή επανένωση αφορά τον σύζυγο και τα ανήλικα άγαμα τέκνα (συμπεριλαμβανομένων των υιοθετημένων ή αυτών που υπάγονται σε επιμέλεια), αλλά επίσης το πρόσωπο το οποίο αποδεδειγμένα συμβιώνει σε ελεύθερη ένωση με τον αιτούντα, τους ανιόντες του αιτούντος των οποίων έχει αναλάβει τη συντήρηση καθώς και τα ανήλικα τέκνα τα οποία για λόγους υγείας ή μειονεξίας δεν είναι σε θέση να καλύψουν από μόνα τους τις ανάγκες τους· για τους πρόσφυγες και τα πρόσωπα επικουρικής προστασίας λαμβάνονται επίσης υπόψη τα άλλα μέλη της οικογένειας (για ανθρωπιστικούς λόγους, τα οποία εξαρτώνται από τον αιτούντα). Οι φοιτητές μπορούν να επανενωθούν μόνο με τον σύζυγο και τα τέκνα (άρθρο 5, 5). 1.5. Δεδομένου ότι η περίπτωση κοινοτικού πολίτη που δεν ασκεί ή δεν έχει ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας δεν καλύπτεται από τον κανονισμό (EOK) αριθ. 1612/68 ούτε από άλλα κείμενα που ρυθμίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, και ρυθμίζεται με διαφορετικό τρόπο από χώρα σε χώρα, η παρούσα πρόταση οδηγίας αντιμετωπίζει την κάλυψη προκειμένου να εξασφαλιστεί ισότητα μεταχείρισης και στους πολίτες ΕΕ στην περίπτωση αυτή (οικογενειακή επανένωση, πολίτες τρίτη χώρα με πολίτη ΕΕ που δεν ασκεί το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας). 1.6. Οι αιτήσεις πρέπει να εξετάζονται και να δίνεται γραπτή απάντηση εντός 6 μηνών. Όταν τα μέλη της οικογένειας αποκτούν το δικαίωμα να επανενωθούν με τον αιτούντα, οι ενδεχόμενες θεωρήσεις εισόδου (συμπεριλαμβάνονται οι θεωρήσεις διέλευσης) οφείλουν να χορηγούνται ταχέως και δωρεάν. Σε περίπτωση μη έγκρισης, η άρνηση θα πρέπει να δικαιολογείται γραπτώς. Προβλέπονται δικαστικές διαδικασίες προσφυγής. 1.7. Οι χώρες μέλη μπορούν να ζητούν από όποιον υποβάλλει αίτηση δικαιώματος επανένωσης ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις (επαρκείς πόροι, διαμονή, ασφαλιστική κάλυψη για την οικογένεια). 1.8. Η πρόταση προβλέπει ότι στα μέλη της οικογένειας στα οποία δίνεται η έγκριση να επανενωθούν με τον αιτούντα χορηγείται άδεια παραμονής που ισχύει για τον ίδιο χρόνο με τον σύζυγό τους, όμως, στην περίπτωση που αυτός έχει άδεια παραμονής απεριορίστου διαρκείας, μπορεί να χορηγείται μία πρώτη άδεια ενός έτους. Τα μέλη της οικογένειας έχουν αμέσως δικαίωμα πρόσβασης στην εκπαίδευση, στην επαγγελματική κατάρτιση και στην εργασία (μισθωτή ή αυτόνομη). 1.9. Ύστερα από μέγιστη περίοδο 4 ετών, ο σύζυγος, το πρόσωπο που συμβιώνει σε ελεύθερη ένωση ή τα τέκνα που έχουν καταστεί ενήλικα, έχουν δικαίωμα αυτόνομης άδειας παραμονής. Σε πολύ δύσκολες περιπτώσεις (χηρεία, διαζύγιο, χωρισμός, εγκατάλειψη, απάρνηση ή θάνατος ανιόντων ή κατιόντων) η άδεια παραμονής μπορεί να χορηγείται ακόμη και μετά από ένα μόνο χρόνο παραμονής. 1.10. Σε περίπτωση επιβεβαιωμένης απάτης, παρατυπίας ή παραποίησης δεδομένων και αποδεικτικών οι άδειες παραμονής μπορούν να ανακληθούν και τα μέλη της οικογένειας να απελαθούν. Οι έλεγχοι πραγματοποιούνται σε περίπτωση δικαιολογημένης υποψίας παρατυπίας ή απάτης αλλά δεν πρέπει να διεξάγονται καταπιεστικώς. 1.11. Η οδηγία δεν θίγει τις πιο ευνοϊκές διατάξεις που εφαρμόζονται μέσω διμερών και πολυμερών κοινοτικών συμφωνιών με τρίτες χώρες και του ευρωπαϊκού χάρτη κοινωνικών δικαιωμάτων (1961), όπως επίσης της ευρωπαϊκής σύμβασης σχετικά με το καθεστώς του διακινούμενου εργαζομένου (1977). 2. Γενικές παρατηρήσεις 2.1. Η ΟΚΕ υποστηρίζει την πρωτοβουλία της Επιτροπής, τόσο γιατί η πρόταση οδηγίας διατηρεί, με αυστηρό σεβασμό της αρχής της επικουρικότητας, το στόχο να δοθεί οργανικό πλαίσιο στις μεταναστευτικές πολιτικές των κρατών μελών κατ' εφαρμογή των νέων διατάξεων της Συνθήκης, όσο και γιατί εμπνέεται από τον πλήρη σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της οικογένειας και των ανήλικων τέκνων, όπως επιτάσσουν σημαντικές πράξεις και διεθνείς συμβάσεις(3). Δεν έχουν επικυρωθεί από τα κράτη μέλη (ή μόνο από ορισμένα απ' αυτά), όλα τα διεθνή μέσα που αναφέρονται από την Επιτροπή· ωστόσο το γεγονός ότι η πρόταση της Επιτροπής λαμβάνει υπόψη της τα κείμενα αυτά προκειμένου να προωθήσει τη διαδικασία εφαρμογής του τίτλου IV της συνθήκης που αναφέρεται στο σημείο 1.2 αποτελεί θετικό βήμα για την σκόπιμη, γενικότερη και υπεύθυνη επικύρωση και εφαρμογή των διεθνών αυτών κανόνων εκ μέρους όλων των κρατών μελών. 2.2. Η ΟΚΕ σημειώνει με ικανοποίηση ότι έχουν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης τόσο οι μισθωτοί εργαζόμενοι και τα άτομα που ασκούν ανεξάρτητες δραστηριότητες όσο και οι πρόσφυγες, όπως τέλος τα άτομα που απολαμβάνουν συμπληρωματικής προστασίας και ότι για τους πρόσφυγες εφαρμόζονται οι συνθήκες που είναι πιο ευνοϊκές. Το γεγονός ότι εξετάζονται από κοινού όλες αυτές οι κατηγορίες προσώπων ανταποκρίνεται ακριβώς στην επιλεχθείσα νομική βάση και καθιστά προφανή τον κοινωνικό χαρακτήρα και τον στόχο της ανθρώπινης και οικογενειακής ενσωμάτωσης των πολιτών των τρίτων χωρών στην ΕΕ. Η μόνη αυστηρά επιζητούμενη προϋπόθεση είναι η νόμιμη κατοικία του αιτούντος σε κράτος μέλος. 2.3. Η ΟΚΕ εκτιμά το γεγονός ότι η πρόταση της Επιτροπής, (έστω και μόνο εν μέρει λόγω του προσδιορισμού του περιεχομένου της) ανταποκρίνεται σε πολλά αιτήματα, που είχαν προωθηθεί από την ΟΚΕ σε διάφορες γνωμοδοτήσεις(4) από τα τέλη της δεκαετίας '90 και σχετικά τόσο με την αναγκαιότητα να υπάρξει κοινό νομικό πλαίσιο στις συνθήκες εισόδου και διαμονής των πολιτών από τρίτες χώρες όσο και της εξασφάλισης με σαφή και εναρμονισμένο τρόπο του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης που εννοείται εκτός και από αυτοδύναμο δικαίωμα, και ως κοινωνικό ανθρώπινο και πολιτιστικό μέσο που διευκολύνει την ενσωμάτωση των πολιτών των τρίτων χωρών. Η ΟΚΕ υποστηρίζει ανεπιφύλακτα τη δέσμευση της Επιτροπής να καταρτίσει σειρά προτάσεων οι οποίες να καλύπτουν και άλλες πτυχές σχετικά με τη ζωή των πολιτών των τρίτων χωρών στο έδαφος της ΕΕ και εύχεται όπως οι προτάσεις αυτές αποτελέσουν ταχέως αντικείμενο ευρείας συζήτησης και ταχέων και ουσιαστικών αποφάσεων των οργάνων της ΕΕ. 2.4. Έχει θεμελιώδη σημασία η επιβεβαίωση της αρχής της ίσης μεταχείρισης με τους πολίτες της ΕΕ, την εφαρμογή της οποίας επιδιώκει η πρόταση οδηγίας. Δεδομένου ότι ορισμένες διατάξεις παραπέμπουν, βάσει της αρχής της επικουρικότητας, στην εθνική νομοθεσία, η ΟΚΕ θα αναφέρει στις ειδικές παρατηρήσεις τα άρθρα τα οποία θέτουν όρια στην άσκηση διακρίσεων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να στηριχτούν σε αυτά τα άρθρα και στα βασικά κριτήρια που εμπεριέχονται στην οδηγία, προκειμένου να αποφευχθεί η περίπτωση όπως οι αποκλίσεις μεταξύ ορισμένων προϋποθέσεων για την άσκηση του δικαιώματος επανένωσης οδηγήσει σε νόθευση των μεταναστευτικών ροών. 2.5. Η ΟΚΕ επισημαίνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία, στην πράξη υπογραφής της Συνθήκης, καθιέρωσαν πρωτόκολλα που τους παρέχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν κατά πόσο θα συμμετέχουν ή όχι (opt out/opt in) κατά την εφαρμογή του εν λόγω τίτλου IV της Συνθήκης, ενώ η Δανία με δικό της πρωτόκολλο επισημοποίησε την μη συμμετοχή της. Η ΟΚΕ εκφράζει έντονα την επιθυμία, όπως στην περίπτωση της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, η επιλογή του "opt in" συμβάλει θετικά στον προσδιορισμό της εν λόγω οδηγίας. H OKE κρίνει ότι οι πράξη της καθιέρωσης διαδικασιών "opt out" καθιστά την κοινοτική διαδικασία λήψης αποφάσεως επιρρεπή σε πιέσεις εκ μέρους των κρατών μελών εκείνων τα οποία, ενώ εκμεταλλεύονται την εξαίρεση από την εφαρμογή των κανόνων, συμμετέχουν ωστόσο στις συζητήσεις για τον προσδιορισμό των κανόνων αυτών. Ακόμη και στην περίπτωση της Δανίας, που επέλεξε σαφώς τη μη συμμετοχή της, η ΟΚΕ εύχεται όπως οι ενδεχόμενες παρεμβάσεις της κυβέρνησης της Δανίας στη συζήτηση γίνουν με θετικό και εποικοδομητικό τρόπο. 3. Ειδικές παρατηρήσεις 3.1. Έχει μεγάλη σημασία να αναφέρεται με μεγάλη σαφήνεια στην πρόταση οδηγίας ότι στόχος της οικογενειακής επανένωσης (άρθρο 2 (ε)) είναι ο "σχηματισμός και η διατήρηση της οικογενειακής ενότητας" (οι δεσμεύσεις μπορούν να προηγούνται ή να έπονται της εισόδου). 3.2. Κατά τον προσδιορισμό των "μελών της οικογένειας" άρθρο 5, 1 (α) - αναφέρονται τόσο ο/η σύζυγος και "το πρόσωπο με το οποίο συμβιώνει σε ελεύθερη ένωση το οποίο έχει σταθερή σχέση με τον αιτούντα" εφόσον η νομοθεσία του σχετικού κράτους μέλους εξομοιώνει την κατάσταση των άγαμων ζευγαριών με εκείνη των έγγαμων. Σύμφωνα με την ΟΚΕ η έννοια της "εξομοίωσης" θα πρέπει να ερμηνευτεί στο φως του άρθρου 2 (ε) που αναφέρθηκε προηγούμενα (σχηματισμός ή διατήρηση της οικογενειακής ενότητας) και του άρθρου 7 (5) (ύψιστο συμφέρον ανήλικου παιδιού). Αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι απλώς ότι τα άγαμα ζευγάρια θα μπορούν να ζουν μαζί και ότι το κάθε μέλος του ζεύγους θα βοηθά το άλλο και αντιστρόφως, θα μπορούν να αναγνωρίζουν τα τέκνα, να αναλαμβάνουν την ανατροφή και εκπαίδευσή τους και να ασκούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των γονέων. Πρέπει συνεπώς να αποφευχθούν οι περιοριστικές ερμηνείες και, για το λόγο αυτό, η ΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να επιβλέψει την ενσωμάτωση του άρθρου 5 της οδηγίας στις νομοθεσίες των κρατών μελών και να κάνει σχετικό απολογισμό στην Έκθεση που προβλέπεται στο άρθρο 18. 3.3. Η επανένωση με ανιόντα μέλη και με ενήλικα τέκνα που δεν είναι αυτάρκη απαιτεί μια προσεκτική εφαρμογή που θα πρέπει πάντοτε να διέπεται από θεωρήσεις ανθρωπιστικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, για τα ενήλικα τέκνα προβλέπεται η επανένωση εάν τα μέλη αυτά είναι ανίκανα να καλύψουν αντικειμενικά τις ανάγκες τους λόγω της κατάστασης της υγείας τους - άρθρο 5, 1 (ε) και 12, 2 - αλλά δεν συνεπάγεται ούτε δικαίωμα επιμόρφωσης, ούτε δικαίωμα εργασίας. Ωστόσο, στο άρθρο 13, 2 προβλέπεται η δυνατότητα αυτόνομου τίτλου διαμονής χωρίς χρονική αναφορά (εκτός από τη μέγιστη περίοδο διαμονής 4 ετών) ακόμη και γι' αυτή την κατηγορία μελών της οικογένειας. Εάν φανταστούμε πως σε ένα κράτος μέλος είναι δυνατή η χορήγηση αυτόνομου τίτλου διαμονής, για παράδειγμα μετά από 1 χρόνο (με δυνατότητα συνεπώς πρόσβασης στην εργασία και στην κατάρτιση), είναι δύσκολο να κατανοηθεί γιατί τα δικαιώματα αυτά που συνδέονται με αυτόνομο τίτλο διαμονής μπορούν να ασκηθούν, ενώ δεν μπορούν να ασκηθούν αμέσως κατά τη στιγμή της εισόδου. Θα ήταν για το λόγο αυτό σκόπιμο να εξαλειφθεί η εξαίρεση του άρθρου 12, 2. 3.3.1. Η ΟΚΕ επισημαίνει ότι η πρόταση οδηγίας δεν καλύπτει ορισμένα ευάλωτα άτομα που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες όπως, για παράδειγμα, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) τα ενήλικα έγγαμα τέκνα με σοβαρή κατάσταση υγείας και των δύο συζύγων (δεν προβλέπεται η είσοδος)· β) τα ενήλικα ανάπηρα τέκνα, ή βαρέως ασθενή (στα οποία επιτρέπεται η είσοδος αλλά όχι το δικαίωμα στην κατάρτιση και εργασία). Θα ήταν σοβαρό λάθος να μεταφραστεί η επανένωση των προσώπων αυτών μόνο σε παροχή βοήθειας στα πλαίσια της οικογένειας χωρίς καμιά δυνατότητα να ζουν μια ανθρώπινα και κοινωνικά ολοκληρωμένη ζωή· γ) τα ανιόντα μέλη, σε ακραία φτώχεια και κατάσταση ανάγκης (στα οποία δεν επιτρέπεται να εργασθούν)· Η ΟΚΕ εύχεται όπως τα κράτη μέλη διευκολύνουν την επανένωση, και αντιστοίχως, την ένταξη στην κοινωνία και στον κόσμο της εργασίας και για τις περιπτώσεις αυτές, σε αναλογία με όσα προβλέπονται από το άρθρο 5, 4 της πρότασης για τους πρόσφυγες ή για όσους χαίρουν επικουρικής προστασίας. 3.4. Η ΟΚΕ σημειώνει με ικανοποίηση ότι προβλέπεται η επανένωση ακόμη και σε περίπτωση πολυγαμίας - άρθρο 5, 2 -, αλλά μόνο με μια σύζυγο (επιβεβαίωση της αρχής της οικογενειακής ενότητας) και προβλέπεται η επανένωση με τα τέκνα των άλλων συζύγων, στην περίπτωση κατά την οποία "το απαιτεί το ύψιστο συμφέρον των τέκνων" (δήλωση που τονίζεται επίσης και στο άρθρο 7, 5). 3.5. Έχει θεμελιώδη σημασία το ότι αναγνωρίζεται - άρθρο 6 - ο ειδικός χαρακτήρας (και συνθήκες μεγαλύτερης εύνοιας) στους μη συνοδευόμενους ανήλικους πρόσφυγες οι οποίοι μπορούν να επανενωθούν και με μέλη της οικογένειας άλλα από αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 5. Εκτός από την έλλειψη ή την αδυναμία εξεύρεσης των ανιόντων οικογενειακών μελών - άρθρο 6 (β) - χρειάζεται να προβλεφθεί και η περίπτωση της έλλειψης εμπιστοσύνης στα ανιόντα μέλη, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη το κριτήριο που αναφέρεται στο άρθρο 7, 5 (ύψιστο συμφέρον ανηλίκων). 3.5.1. Η ΟΚΕ επισημαίνει ότι οι μη συνοδευόμενοι ανήλικοι δεν έχουν πάντοτε τα χαρακτηριστικά των προσφύγων και ότι η άφιξή τους στο έδαφος της ΕΕ λαμβάνει προβληματική ποσοτική και ποιοτική διάσταση (π.χ. ανήλικοι θύματα εκμετάλλευσης ή που ωθούνται προς την πορνεία ή τις εγκληματικές δραστηριότητες). Οι περιπτώσεις αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της παρούσας οδηγίας, αλλά θα πρέπει να αντιμετωπισθούν επειγόντως με νομοθετικές παρεμβάσεις και δράσεις που θα έχουν ως κύριο σκοπό την προστασία και την κοινωνική ένταξη των ενεχόμενων ατόμων. Προς αυτή την κατεύθυνση εκφράστηκε και η διάσκεψη κορυφής του Tampere κατά την οποία υποδείχτηκε η ανάγκη να καθορισθούν, αφενός, ποινικοί κανόνες για την καταστολή της εκμετάλλευσης και της σωματεμπορίας και, αφετέρου, για την προστασία και την χειραφέτηση των θυμάτων. Η ΟΚΕ, αναμένει από την Επιτροπή να υποβάλλει συντόμως σχετικές προτάσεις. 3.6. Δεν είναι σαφές για ποιο λόγο, στο άρθρο 7 (Υποβολή της αίτησης) χρησιμοποιείται ο ενικός "αίτηση" εισόδου και διαμονής "μέλους" της οικογένειας. Η ΟΚΕ κρίνει ότι για λόγους σαφήνειας θα πρέπει να υιοθετηθεί η ακόλουθη διατύπωση "ενός και περισσότερων μελών της οικογένειάς του" (σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν κατά την παρουσίαση της διάταξης - σχόλιο για το άρθρο 7). 3.7. Ο αιτών, του οποίου απορρίφθηκε η αίτηση για επανένωση, είναι σημαντικό να λαμβάνει υποχρεωτικώς έγκαιρη, γραπτή και αιτιολογημένη απάντηση. Πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα προσφυγής σύμφωνα με τους εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες. Επίσης η ΟΚΕ θεωρεί απαραίτητο να ενημερώνεται ο αιτών του οποίου απορρίφθηκε η αίτηση για επανένωση και για τις δυνατότητες εξακρίβωσης της αντιστοιχίας των εθνικών κανόνων και διαδικασιών με την κοινοτική νομοθεσία, ενδεχομένως μέσω προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. 3.8. Οι υλικές προϋποθέσεις που εξετάζονται στο άρθρο 8, συνεπάγονται τη δυνατότητα άρνησης της εισόδου για λόγους "δημόσιας υγείας". H OKE πιστεύει ότι η άρνηση αυτή θα πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν υφίσταται στην ΕΕ καμία δυνατότητα θεραπείας ή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει κίνδυνος σοβαρός και ανεξέλεγκτος για μετάδοση ασθενείας. Αντιθέτως τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέψουν τη δυνατότητα επανένωσης ακόμη και σε περίπτωση σοβαρής ή μολυσματικής ασθένειας, υπό την προϋπόθεση ότι ο αιτών είναι σε θέση να διασφαλίσει την προσφυγή στις κατάλληλες θεραπείες που συχνά δεν διατίθενται σε ορισμένες χώρες προέλευσης. 3.8.1. Όσον αφορά το άρθρο 8, 2 η ΟΚΕ θα κρίνει σκόπιμο να εφαρμοστεί στα κράτη μέλη σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και να προβλεφθούν διακρίσεις μεταξύ ασήμαντων παραπτωμάτων και σοβαρών και δεδικασμένων εγκλημάτων: ένα άτομο που υπέπεσε σε ελαφρό παράπτωμα και είναι αποφασισμένο να σωφρονιστεί και να ενσωματωθεί πλήρως και εντίμως στην κοινωνία όπου έχει μεταναστεύσει, έχει ισχυρά κίνητρα για να το πραγματοποιήσει εάν διαθέτει την άμεση υποστήριξη της οικογένειάς του. 3.8.2. Η ΟΚΕ εκφράζει έντονα την ευχή να διασφαλίζεται στα μέλη των οικογενειών που επανενώνονται ίση μεταχείριση με τους πολίτες της ΕΕ όσον αφορά την υγειονομική προστασία και την κοινωνική πρόνοια. Σχετικά μ' αυτό η ΟΚΕ υπενθυμίζει ότι έχει ζητήσει, στη γνωμοδότηση για την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το θέμα "μια σύντονη στρατηγική για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής προστασίας", να μελετηθεί η αναγκαιότητα να καταστούν τα συστήματα κοινωνικής προστασίας των χωρών μελών πιο ανοικτά και ικανά να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που συνδέονται με την υποδοχή και την ενσωμάτωση των πολιτών από τρίτες χώρες. 3.9. Η ΟΚΕ δέχεται με ιδιαίτερη ικανοποίηση τις διατάξεις του άρθρου 13 που προβλέπουν την χορήγηση αυτόνομου τίτλου διαμονής στα μέλη της οικογένειας και ειδικότερα τις προϋποθέσεις μεγαλύτερης εύνοιας που προβλέπονται στο άρθρο 13, 3 για δύσκολες περιπτώσεις, από ανθρώπινη και κοινωνική άποψη. Πιστεύει ότι η τελευταία φράση (Όταν υπάρχουν ιδιαίτερα δύσκολες καταστάσεις, τα κράτη μέλη δέχονται αυτές τις αιτήσεις) θα πρέπει να ερμηνευθεί ως υποχρέωση, όπως, επισημαίνεται στο σχόλιο του εν λόγω άρθρου. 3.10. Η ΟΚΕ συμφωνεί με την αναγκαιότητα να εξασφαλιστούν έλεγχοι και κυρώσεις σε περίπτωση απάτης και παραβίασης των κανόνων σχετικά με την επανένωση, κρίνει όμως υπερβολικά δύσκολο να επιβεβαιωθεί, εκτός και εάν πραγματοποιηθούν καταπιεστικοί έλεγχοι και έρευνες που θίγουν την αξιοπρέπεια των ατόμων, εάν ένας γάμος ή μια εξομοιούμενη ένωση συνήφθησαν μόνο με σκοπό την είσοδο ή την παραμονή σε κράτος μέλος. Η ΟΚΕ υπογραμμίζει ότι έλεγχοι και καταπιεστικές έρευνες αποκλείονται από το πνεύμα και το γράμμα της οδηγίας και ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβαίνουν σε εμπεριστατωμένους ελέγχους "μόνο όταν υπάρχουν θεμελιωμένες υπόνοιες" (άρθρο 14, 2). Για το λόγο αυτό η ΟΚΕ καλεί τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν προς αυτό το πλαίσιο κριτηρίων και να εξασφαλίσουν ότι δεν εφαρμόζονται καταπιεστικές πρακτικές στο επίπεδο των τοπικών διοικήσεων. 3.10.1. Παρεμπιπτόντως, η ΟΚΕ σημειώνει ότι ο πολλαπλασιασμός των γάμων σκοπιμότητας ευνοείται και από τους περιορισμούς που επιβάλλονται στην είσοδο πολιτών τρίτων χωρών και τις χρονοβόρες και πολύπλοκες διαδικασίες στις οποίες πρέπει να υποβληθεί όποιος έχει την θεμιτή επιθυμία να μεταναστεύσει στην ΕΕ Η ΟΚΕ επαναλαμβάνει την πεποίθησή της ότι πρέπει να επιβληθούν σαφείς και απλές διαδικασίες και κανόνες που θα επιτρέψουν την διαχείριση των μεταναστευτικών ρευμάτων ευνοώντας την ελεγχόμενη αύξησή τους και εμποδίζοντας, με τον τρόπο αυτό, τις παράνομες μεταναστευτικές πρακτικές. Υπενθυμίζει σχετικά τις γνωμοδοτήσεις της που αναφέρθηκαν στο σημείο 2.3 και την συμβολή της ΟΚΕ στην ευρωμεσογειακή κοινωνικοεπαγγελματική διάσκεψη κορυφής των Παρισίων (1996) στην οποία περιγράφηκε η υπόθεση μιας πειραματικής διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών η οποία θα διευκόλυνε τόσο την είσοδο όσο και την ένταξη και τον ενδεχόμενο επαναπατρισμό σε περίπτωση αποτυχίας του "μεταναστευτικού σχεδίου". 3.10.2. Έχει μεγάλη σημασία ο τύπος ελέγχων και κυρώσεων να κλίνει προς τη σύγκλιση: η ΟΚΕ ζητεί από τα κράτη μέλη να προβλέψουν, κατά την εφαρμογή της οδηγίας, έναν ισχυρό συντονισμό προκειμένου να αποφευχθεί όπως αρκετά διαφορετικές προϋποθέσεις οδηγήσουν σε νόθευση των μεταναστευτικών ροών (τάση επιλογής της πιο φιλελεύθερης χώρας). 3.10.3. Η ΟΚΕ έχει πλήρως επίγνωση ότι εγκληματικοί κύκλοι οργανώνουν γάμους σκοπιμότητας είτε με κερδοσκοπικούς στόχους, είτε για να προωθήσουν τα θύματά τους στην πορνεία και τις άλλες εγκληματικές δραστηριότητές τους. Για το λόγο αυτό, ζητεί από την Επιτροπή να θεσπίσει το συντομότερο δυνατό - και απ' τα κράτη μέλη να εγκρίνουν επειγόντως - εναρμονισμένες διατάξεις που θα αποβλέπουν στον προσδιορισμό και την τιμωρία των υπεύθυνων αυτών των κύκλων, με πραγματικές κυρώσεις, αναλογικές και αποτρεπτικές, ενώ άλλοι κανόνες θα πρέπει να αφορούν την προστασία των θυμάτων και να προβλέπουν τρόπους ανάκτησης όπως ήδη αναφέρθηκε στο σημείο 3.5.1. 3.11. Η ΟΚΕ επιδοκιμάζει τη διάταξη του άρθρου 18 που προβλέπει έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή της οδηγίας δύο έτη μετά την προθεσμία που επιβάλλεται στα κράτη μέλη για να συμμορφωθούν. Εκφράζει την ελπίδα ότι η Επιτροπή θα της ζητήσει να γνωμοδοτήσει για την έκθεση αυτή η οποία κατά την άποψή της θα πρέπει να έχει περιοδικό χαρακτήρα (δημοσίευση ανά διετία ή τριετία). Βρυξέλλες, 25 Μαΐου 2000. Η Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Beatrice Rangoni Machiavelli (1) "Θεωρήσεις, άσυλο, μετανάστευση και άλλες πολιτικές σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων". (2) Όρος που δεν επιβάλλεται στους πρόσφυγες. (3) Ειδικότερα, την παγκόσμια δήλωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και τις διεθνείς συμβάσεις για τα πολιτικά και αστικά δικαιώματα καθώς και για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα (1966), τη Σύμβαση 143 του ΔΟΕ (1975), τη διεθνή σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων όλων των διακινούμενων εργαζομένων και των οικογενειών τους, του ΟΗΕ (1990) διάφορες τοποθετήσεις της υψηλής αρμοστείας για τους πρόσφυγες (ACNUR), τη Σύμβαση των δικαιωμάτων του παιδιού (1989), την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (1950), τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (1961) και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το νομικό καθεστώς των διακινούμενων εργαζομένων (1977). (4) Γνωμοδότηση "Ελεύθερη διακίνηση και παραμονή των εργαζομένων" - ΕΕ C 169 της 16.6.1999· Γνωμοδότηση "Ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων" - ΕΕ C 235 της 27.7.1998· Γνωμοδότηση"Επέκταση σε τρίτες χώρες - Κοινωνική ασφάλεια" - ΕΕ C 157 της 25.5.1998· Γνωμοδότηση "Ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων" - ΕΕ C 153 της 28.5.1996· Γνωμοδότηση "Μεταναστευτική πολιτική και πολιτική ασύλου" - ΕΕ C 393 της 31.12.1994· Συμπληρωματική γνωμοδότηση "Καθεστώς διακινούμενων εργαζομένων - Τρίτες χώρες" - ΕΕ C 339 της 31.12.1991· Γνωμοδότηση "Καθεστώς διακινούμενων εργαζομένων - Τρίτες χώρες" - ΕΕ C 159 της 17.6.1991. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ στη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Τροπολογία που απορρίφθηκε Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων απορρίφθηκε η ακόλουθη τροπολογία, που υπερψηφίστηκε τουλάχιστον από το 1/4 των παρόντων συμβούλων. Σημείο 2.5 Να διαγραφεί η τελευταία πρόταση (Ακόμη και στην περίπτωση της Δανίας, που επέλεξε σαφώς τη μη συμμετοχή της, η ΟΚΕ εύχεται όπως οι ενδεχόμενες παρεμβάσεις της κυβέρνησης της Δανίας στη συζήτηση γίνουν με θετικό και εποικοδομητικό τρόπο.) Αιτιολογία Η ΟΚΕ δεν πρέπει να κρίνει τη βούληση των κρατών μελών όσον αφορά τη συμμετοχή τους στις διαπραγματεύσεις για τους κανόνες της ΕΕ. Η επιλογή του "opt.-out" της Δανίας είναι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που εγκρίθηκε από το δανικό κοινοβούλιο και από τα λοιπά μέλη της ΕΕ. Το "opt.-out" δεν σημαίνει ότι η συμπεριφορά της Δανίας δεν θα είναι ειλικρινής απέναντι στην επιθυμία των λοιπών κρατών μελών της ΕΕ για κοινούς κανόνες, ούτε σημαίνει ότι η Δανία δεν θα τους θεσπίσει. Αποτελέσματα της ψηφοφορίας Ψήφοι υπέρ: 34, ψήφοι κατά: 45, αποχές: 12.