Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ της 10ης Ιουνίου 1991 για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες /* COM/99/0352 τελικό */
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 177 E της 27/06/2000 σ. 0014 - 0020
Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας 91/308/EΟΚ της 10ης Ιουνίου 1991 για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (υποβληθείσα από την Επιτροπή) ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Εισαγωγή Η σταθερή δέσμευση της Επιτροπής για την ελευθέρωση της κεφαλαιαγοράς και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών αποδείχθηκε σαφώς στο πλαίσιο της παρουσίασης του σχεδίου δράσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολωνίας, τον Ιούνιο του 1999. Πάντως, η ελευθέρωση της χρηματοπιστωτικής αγοράς δεν πρέπει να θέτει σε κίνδυνο την χρηματοπιστωτική σταθερότητα και απαιτείται ένα αξιόπιστο κανονιστικό και ελεγκτικό πλαίσιο για να διασφαλισθεί ότι αυτή η ελευθέρωση και η ελευθερία της κυκλοφορίας κεφαλαίων δεν θα χρησιμοποιείται για μη επιθυμητούς σκοπούς, όπως η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Για τους λόγους αυτούς, η έκδοση οδηγίας για την ενημέρωση και επέκταση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας του 1991 για τη νομιμοποίηση κεφαλαίων από παράνομες δραστηριότητες καθορίστηκε ως ένας στόχος προτεραιότητας του προγράμματος δράσης και η Επιτροπή δεσμεύτηκε να υποβάλει σχετική πρόταση κατά τα μέσα του 1999. Η παρούσα πρόταση αντιπροσωπεύει την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής. Η οδηγία του 1991 σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες[1] απετέλεσε σταθμό για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και τις δυνητικά καταστροφικές της επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το πεδίο εφαρμογής της διασφαλίζει μια εκτεταμένη κάλυψη του χρηματοπιστωτικού τομέα. Απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοδοτικούς οργανισμούς να ενημερώνονται σχετικά με τους πελάτες τους, να διατηρούν κατάλληλα αποδεικτικά έγγραφα και να υιοθετούν προγράμματα καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Είναι εξίσου σημαντικό ότι προβλέπει την αναστολή, όποτε θεωρείται απαραίτητο, των κανόνων τραπεζικού απορρήτου ώστε να ενημερώνονται οι αρμόδιες αρχές για οποιαδήποτε ύποπτη συναλλαγή που αφορά νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η κοινοτική οδηγία συχνά θεωρείται ως ένα από τα βασικά διεθνή μέσα στον τομέα αυτό, παράλληλα με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών που εκδόθηκε στη Βιέννη το 1988[2], τη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του Στρασβούργου του 1990[3] και τις Σαράντα Συστάσεις της Ομάδας Διεθνούς Χρηματοοικονομικής Δράσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες[4]. Με την αύξηση της πολιτικής συνείδησης των απειλών που προκαλεί το οργανωμένο έγκλημα στην κοινωνία μας, χορηγήθηκε ιδιαίτερη προσοχή στα μέσα για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση του εγκλήματος, με στόχο τις ποσότητες χρημάτων που απορρέουν από τις δραστηριότητες αυτές, εφόσον το χρήμα αποτελεί τον κύριο σκοπό και το μέσο τροφοδότησης του εγκλήματος. Λόγω του γεγονότος αυτού, το θέμα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες τέθηκε σε τακτική βάση στην ημερήσια διάταξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες καλύφθηκε επίσης από το πρόγραμμα δράσης σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα[5] που απετέλεσε αντικείμενο δύο σημαντικών εκθέσεων και ψηφισμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[6]. Τόσο το Συμβούλιο των Υπουργών όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησαν τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων ώστε να ενισχυθούν οι δυνατότητες καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από της εκδόσεως της οδηγίας, το 1991, η απειλή την οποία αντιπροσωπεύει η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες έχει εξελιχθεί, καθώς επίσης και οι λύσεις οι οποίες απαιτούνται. Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη μέλη, είναι πεπεισμένη ότι έφτασε επίσης η στιγμή να δοθεί η απάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, ως αναπόσπαστο τμήμα του προγράμματος δράσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και σύμφωνα με τις επιθυμίες των κρατών μελών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Επιτροπή παρουσιάζει την συνημμένη πρόταση, που στοχεύει στον εκσυγχρονισμό της οδηγίας του 1991 και την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της. Οι βασικές τροποποιήσεις σε συνάρτηση με το κείμενο του 1991 είναι οι ακόλουθες: από τη μία πλευρά, διεύρυνση της απαγόρευσης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ώστε να καλυφθεί όχι μόνον η διακίνηση ναρκωτικών, αλλά επίσης το οργανωμένο έγκλημα και από την άλλη πλευρά, επέκταση των υποχρεώσεων της οδηγίας σε ορισμένες δραστηριότητες και επαγγέλματα που δεν εμπίπτουν στον χρηματοοικονομικό τομέα. Η υποχρέωση, για τις εθνικές αρχές, να συνεργάζονται για την καταπολέμηση των παράνομων δραστηριοτήτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, επιβάλλεται επίσης. Τέλος, παρουσιάζεται η κατάλληλη ευκαιρία για να διασαφηνιστούν ορισμένες πλευρές του κειμένου του 1991. Η διεθνής φύση της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μόνη στη διεξαγωγή ενεργού εκστρατείας κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Μία συνολική και αποτελεσματική εκστρατεία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αποτελεί ευρέως αποδεκτό στόχο. Μία επιτυχής προσπάθεια για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ενώ δεν έχει καθόλου περιοριστική φύση ούτε αποτελεί εμπόδιο στην ελευθέρωση, στην πραγματικότητα αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ενίσχυση του διεθνούς εμπορίου, την ελευθέρωση της κεφαλαιαγοράς και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων κάτω από ιδανικούς όρους. Η Επιτροπή συμμετέχει σε αυτή τη διεθνή προσπάθεια, με υποστήριξη της ομάδας FATF και των Ηνωμένων Εθνών καθώς και μέσω των διεθνών της προγραμμάτων. Η Επιτροπή αποτελεί ισότιμο μέλος της FATF, που ανέλαβε τη σύσταση ενός δικτύου παγκόσμιας εμβέλειας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Πράγματι, για να είναι αποτελεσματική, η προσπάθεια αυτή πρέπει να περιλάβει το μέγιστο δυνατό αριθμό χωρών. Το ιδανικό θα ήταν, μακροπρόθεσμα, όλες οι χώρες να συμμετέχουν στην προσπάθεια αυτή ώστε να δυσχεράνουν τους εγκληματίες στο να απολαύσουν τα κέρδη από την εγκληματική τους δραστηριότητα. Πραγματοποιήθηκε ουσιαστική πρόοδος στον τομέα αυτό, με την αύξηση του αριθμού των χωρών που προσυπέγραψαν τα διεθνή πρότυπα που καθορίστηκαν από την ομάδα FATF και συμφωνούν να προβούν σε μία διαδικασία αμοιβαίας εκτίμησης. Συγχρόνως, η ομάδα FATF, βάσει εντολής από την G7, συνεχίζει τις εργασίες της για τον καθορισμό κριτηρίων ώστε να προσδιοριστούν οι χώρες και οι δικαστικές αρχές που μπορούν να θεωρηθούν ως "μη συνεργάσιμες" στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Όπως και η οδηγία του 1991 προώθησε τις αρχικές 40 συστάσεις της FATF, που πρόβλεπαν υποχρεωτική διαβίβαση ύποπτων συναλλαγών, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να συνεχίσει να επιβάλει υψηλό επίπεδο στα μέλη της, που θα πρέπει να εφαρμόσουν ή και να υπερβούν τα προβλεπόμενα στην ενημερωμένη έκδοση του 1996 των 40 συστάσεων της FATF. Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να ανοίξει το δρόμο αυτό, επιδιώκοντας να εντάξει με περισσότερο ενεργό τρόπο ορισμένα επαγγέλματα που δεν εμπίπτουν στον χρηματοπιστωτικό τομέα στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Συνεπώς, η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεχίζει να είναι ηγετικό διεθνές μέσο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ως σημαντικό τμήμα του κοινοτικού κεκτημένου, οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θα αντιπροσωπεύουν επίσης τα βασικά πρότυπα για τις συμμετέχουσες χώρες καθώς και τρίτες χώρες με τις οποίες η Ένωση συνεργάζεται στον τομέα αυτό. Εφαρμογή της οδηγίας του 1991 Η Επιτροπή συμμορφώθηκε με την υποχρέωση του άρθρου 17 υποβάλλοντας δύο εκθέσεις[7] σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας στο Συμβούλιο των Υπουργών και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στις εκθέσεις αυτές αναφέρονται λεπτομερώς ορισμένες πλευρές των προσπαθειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η οδηγία έτυχε καλής εφαρμογής εκ μέρους των κρατών μελών και ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας και ιδίως τα τραπεζικά ιδρύματα, κατέβαλλαν ουσιαστικές προσπάθειες για την πρόληψη της εισαγωγής των χρημάτων που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η δεύτερη έκθεση της Επιτροπής περιέχει ορισμένα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό καταγγελιών ύποπτων συναλλαγών που έγιναν βάσει της οδηγίας. Είναι γενικά αποδεκτό ότι η διεξαγωγή στενότερων ελέγχων εκ μέρους των τραπεζικών ιδρυμάτων οδήγησε τους ασκούντες δραστηριότητες νομιμοποίησης παράνομων εσόδων στην αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων συγκάλυψης της εγκληματικής προέλευσης των χρημάτων τους. Το Συμβούλιο ενέκρινε τα συμπεράσματα της πρώτης έκθεσης της Επιτροπής (βλέπε CΟΜ (1998) 401 τελικό, παράρτημα Ι) και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε έκθεση και ψήφισμα για κάθε μία από τις εκθέσεις της Επιτροπής (βλέπε υποσημείωση 6). Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απηύθυνε έντονη έκκληση για ανανέωση των προσπαθειών στον σημαντικό αυτό τομέα, θεωρώντας ότι το ζήτημα είναι επείγον. Πρόγραμμα δράσης σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δουβλίνου, της 13ης και 14ης Δεκεμβρίου 1996, συνέστησε ομάδα υψηλού επιπέδου επιφορτισμένη με τη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου προγράμματος δράσης που προβλέπει συγκεκριμένες συστάσεις και ένα ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα για την υλοποίησή τους. Το πρόγραμμα δράσης που εκπονήθηκε εκδόθηκε από το Συμβούλιο στις 28 Απριλίου 1997 και εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του ’μστερνταμ, τον Ιούνιο του 1997. Το κεφάλαιο VΙ του εν λόγω προγράμματος δράσης αναφέρεται στο οργανωμένο έγκλημα και το χρήμα. Η σύσταση αριθ. 26 που περιέχει καλύπτει αρκετές πλευρές της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ορισμένες εκ των οποίων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας. Το σημείο ε) της σύστασης αριθ. 26 προβλέπει ιδίως ότι: "πρέπει να επεκταθεί η υποχρέωση διαβίβασης πληροφοριών, που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, σε όλες τις παραβάσεις που συνδέονται με σοβαρή εγκληματική δραστηριότητα και με πρόσωπα και επαγγέλματα πέραν των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που προβλέπονται στην οδηγία ...". Απαγόρευση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες Το άρθρο 2 της οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να "απαγορεύεται" η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Όπως αυτό εξηγείται στην πρώτη έκθεση της Επιτροπής, δεν ήταν δυνατό για τα κράτη μέλη να καταλήξουν σε συμφωνία στο πλαίσιο του Συμβουλίου σχετικά με την ένταξη στην οδηγία μιας διάταξης που θα τα υποχρέωνε να κατατάξουν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στα ποινικά αδικήματα. Πάντως, στη συνημμένη δήλωση στην οδηγία, περιέλαβαν αντίστοιχη δέσμευση (έστω και αν δεν περιλαμβάνεται στο κείμενο της οδηγίας) και όλα τα κράτη χαρακτήρισαν ως ποινικό αδίκημα τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η οδηγία προβλέπει αποκλειστικά την απαγόρευση της νομιμοποίησης εσόδων που αποτελούν προϊόντα διακίνησης ναρκωτικών, όπως το απαιτεί η σύμβαση της Βιέννης, αλλά παράλληλα ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν την προσέγγιση που συνιστά η σύμβαση του Στρασβούργου, ήτοι να καταπολεμήσουν την νομιμοποίηση εσόδων από ένα ευρύτερο φάσμα ποινικών αδικημάτων (συχνά χαρακτηρίζονται ως "βασικά εγκλήματα"). Η ομάδα διεθνούς χρηματοοικονομικής δράσης (FATF) σκλήρυνε τη στάση της σχετικά με τον τομέα αυτό το 1996, στο πλαίσιο της σύστασής της, δηλώνοντας ότι "κάθε χώρα έπρεπε να επεκτείνει το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από διακίνηση ναρκωτικών στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που συνιστούν σοβαρά αδικήματα". Η σκλήρυνση αυτή αντιστοιχεί σε μία γενική εξέλιξη, που είναι όλο και περισσότερο αισθητή, που βασίζεται στην εντυπωσιακή αύξηση του οργανωμένου εγκλήματος που δεν συνδέεται με διακίνηση ναρκωτικών καθώς και την επίγνωση ότι το γεγονός της διάθεσης ενός ευρέος φάσματος βασικών εγκλημάτων θα έπρεπε να βελτιώνει τη γνωστοποίηση των ύποπτων συναλλαγών και να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ δικαστικών αρχών και αστυνομικών δυνάμεων των διαφόρων χωρών. Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της ποινικής αντιμετώπισης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ήτοι τον ορισμό του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες) και των ειδικών υποχρεώσεων καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που επιβάλλονται στο χρηματοοικονομικό τομέα και σε άλλες ευαίσθητες δραστηριότητες και επαγγέλματα. Στις 3 Δεκεμβρίου 1998, το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, κοινή δράση για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος[8]. Με την κοινή αυτή δράση, τα κράτη μέλη συμφώνησαν να μη διατυπώνεται ή επιβεβαιώνεται καμία επιφύλαξη σχετικά με το άρθρο 6 της σύμβασης του Στρασβούργου όταν πρόκειται για σοβαρά αδικήματα. Τα σοβαρά αδικήματα ορίζονται με βάση τη μέγιστη ή ελάχιστη διάρκεια της ποινής φυλάκισης που συνδέεται με αυτά. Ο ορισμός αυτός είναι ευρύς: αδικήματα που συνεπάγονται μέγιστη ποινή φυλάκισης διάρκειας ενός έτους ή ελάχιστη ποινή φυλάκισης άνω των έξι μηνών. Το άρθρο 6 της σύμβασης του Στρασβούργου αφορά αδικήματα που συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Εκδίδοντας την κοινή θέση, τα κράτη μέλη κατά συνέπεια δεσμεύτηκαν να ποινικοποιήσουν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που αποτελούν προϊόντα όλων των σοβαρών αδικημάτων. Πάντως αυτό δεν συνεπάγεται απαραιτήτως ότι οι επιβληθείσες υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών στον χρηματοοικονομικό τομέα εκ μέρους της οδηγίας θα καλύψουν ακριβώς το ίδιο πεδίο εγκληματικής δραστηριότητας. Μία τέτοια αντιμετώπιση μπορεί να γίνει σε ορισμένα κράτη μέλη, αλλά όχι σε άλλα. Συνεπώς, το ζήτημα που τίθεται είναι εάν είναι δυνατό να βασιστεί η απαγόρευση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που αναφέρεται στην οδηγία στην ίδια έννοια των "σοβαρών αδικημάτων". Τα ιδρύματα που καλύπτονται από την οδηγία έχουν την υποχρέωση να ενημερώνουν τις αρχές για οποιαδήποτε ύποπτη συναλλαγή η οποία μπορεί να συνδέεται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, η αποτελεσματικότητα της δυνατότητας καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την καλή θέληση και τις προσπάθειες του χρηματοοικονομικού τομέα. Όμως, ο τομέας αυτός εκδήλωσε σοβαρές επιφυλάξεις όσον αφορά την προοπτική μιας υποχρέωσης παροχής πληροφοριών που θα επεκτεινόταν σε εξαιρετικά ευρύ φάσμα αδικημάτων, περιλαμβανομένων ακόμη και των σχετικά ήσσονος σημασίας αδικημάτων. Η Επιτροπή προτείνει τώρα (βλέπε παρακάτω) την επέκταση των υποχρεώσεων της οδηγίας σε άλλες ευαίσθητες δραστηριότητες και επαγγέλματα που μέχρι στιγμής δεν είχαν συνδεθεί με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στα περισσότερα κράτη μέλη. Επίσης, στην περίπτωση αυτή, η ένταξη ενός εξαιρετικά ευρέος φάσματος αδικημάτων θα μπορούσε να δυσχεράνει την ενεργό συμμετοχή και την βούληση συνεργασίας των εν λόγω δραστηριοτήτων και επαγγελμάτων. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για τους στόχους της οδηγίας και την επέκτασή της σε ορισμένες μη χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, μία υποχρέωση παροχής πληροφοριών που βασίζεται σε σοβαρά αδικήματα κινδυνεύει να είναι πολύ εκτεταμένη. Η Επιτροπή, κατά συνέπεια, προτείνει να βασιστεί η υποχρέωση παροχής πληροφοριών που προβλέπεται στην οδηγία στην έννοια των δραστηριοτήτων που συνδέονται με την οργανωμένη εγκληματικότητα ή που θίγουν τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Μία τέτοια προσέγγιση θα ήταν συγχρόνως σύμφωνη και προς το γράμμα και προς το πνεύμα του προγράμματος δράσης σχετικά με την οργανωμένη εγκληματικότητα. Εξάλλου, για τα πρόσωπα και ιδρύματα που εμπίπτουν στην οδηγία, θα ήταν ευκολότερο να διατυπώνουν τις υποψίες τους και να κοινοποιούν μια ενδεχόμενη συμμετοχή μιας ομάδας που συνδέεται με την οργανωμένη εγκληματικότητα παρά να εκτιμούν την "σοβαρότητα" των καλυμμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων και την ακριβή ποινική κύρωση την οποία συνεπάγονται ήτοι, την προβλεπόμενη μέγιστη ή ελάχιστη ποινή φυλάκισης. Η Επιτροπή έχει πειστεί ότι εάν ο στόχος της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος είναι σαφής, θα διασφαλιστεί η πλήρης συνεργασία του χρηματοοικονομικού τομέα και των δραστηριοτήτων και επαγγελμάτων που καλύφθηκαν πρόσφατα από την οδηγία . Ασφαλώς, τα κράτη μέλη διατηρούν τη δυνατότητα να επεκτείνουν την εθνική τους νομοθεσία για την καταστολή της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε οποιαδήποτε άλλη μορφή εγκληματικής δραστηριότητας. Η κάλυψη των δραστηριοτήτων του χρηματοοικονομικού τομέα Η οδηγία του 1991 εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς υπό την ευρεία έννοια του όρου. Πάντως, στην έκθεσή του και στο ψήφισμά του του Μαρτίου του 1999, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέφρασε επιφυλάξεις ως προς την αποτελεσματική κάλυψη ορισμένων δραστηριοτήτων που αναφέρονται ειδικά στην οδηγία, όπως π.χ. τις υπηρεσίες συναλλάγματος και διαβίβασης χρημάτων/εμβασμάτων. Ο ορισμός των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της οδηγίας παραπέμπει σε εκείνον που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της δεύτερης τραπεζικής οδηγίας και είναι αλήθεια ότι οι διαφορές μεταξύ γλωσσικών αποδόσεων του εν λόγω παραρτήματος μπορούν να προκαλέσουν κάποια σύγχυση όσον αφορά τη συγκεκριμένη κάλυψη της οδηγίας. Όπως εξάλλου είναι προφανές ότι οι δραστηριότητες αυτές προσεγγίζουν όλο και συχνότερα περιπτώσεις νομιμοποίησης κεφαλαίων παράνομης προέλευσης, είναι απαραίτητο να είναι απολύτως σαφές ότι καλύπτονται από την οδηγία. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή προτείνει να διευκρινιστεί, στο ίδιο το σημείο του ορισμού των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, το γεγονός ότι καλύπτονται από την οδηγία. Το Κοινοβούλιο εξέφρασε επίσης επιφυλάξεις ως προς την αποτελεσματική κάλυψη των εταιρειών επενδύσεων, εφόσον η οδηγία για τις επενδυτικές υπηρεσίες εκδόθηκε το 1993, λίγο χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της οδηγίας σχετικά με τη νομιμοποίηση των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Για να αρθεί οποιαδήποτε αβεβαιότητα σχετικά με τον τομέα αυτό, η Επιτροπή προτείνει επίσης την επέκταση του πεδίου του ορισμού του πιστωτικού ιδρύματος, ώστε να περιλαμβάνει τις εταιρείες επενδύσεων, όπως ορίζονται στη σχετική οδηγία. Η κάλυψη των δραστηριοτήτων που δεν εμπίπτουν στο χρηματοοικονομικό τομέα Το άρθρο 12 της οδηγίας προβλέπει ότι: "τα κράτη μέλη μεριμνούν να επεκτείνουν το σύνολο ή μέρος των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, πέραν των κατ άρθρο 1 πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοδοτικών οργανισμών και σε άλλα επαγγέλματα και σε άλλες κατηγορίες επιχειρήσεων, που ασκούν δραστηριότητες οι οποίες είναι ιδιαίτερα επιδεκτικές ως προς το να χρησιμοποιηθούν για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες". Όπως αναφερόταν στην πρώτη έκθεση της Επιτροπής, εάν το εν λόγω άρθρο επιβάλλει μία υποχρέωση, η πολύ γενική διατύπωσή του επιτρέπει στα κράτη μέλη ευρύ φάσμα ανάληψης πρωτοβουλίας για την εφαρμογή του. Θεωρείται εν γένει ότι στο βαθμό που τα μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες του τραπεζικού τομέα γίνονται αποτελεσματικότερα, οι ασκούντες δραστηριότητες νομιμοποίησης παράνομων εσόδων έχουν την τάση να στρέφονται σε άλλα μέσα για να αποκρύψουν την εγκληματική προέλευση των χρημάτων τους. Η τάση αυτή υπογραμμίστηκε στις ετήσιες εκθέσεις της ομάδας FATF σχετικά με τις τυπολογίες. Έτσι, η έκθεση 1996-1997 διαπιστώνει ότι: "όσον αφορά τις τεχνικές, η σημαντικότερη τάση υπάρχει στην όλο και μεγαλύτερη και επίμονη προσφυγή των ασκούντων δραστηριότητες νομιμοποίησης παράνομων εσόδων στα μη τραπεζικά χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις σε συνάρτηση με τα τραπεζικά ιδρύματα. Μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτό οφείλεται στην αυστηρότερη τήρηση εκ μέρους των τραπεζών μέτρων καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ... Οι ασκούντες δραστηριότητες νομιμοποίησης παράνομων εσόδων επωφελούνται όλο και περισσότερο από τη συνδρομή ειδικών που τους βοηθούν να καλύψουν την πηγή και την ιδιοκτησία των χρημάτων ύποπτης προέλευσης". Ως προς το γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον έλεγχο των ναρκωτικών και την πρόληψη του εγκλήματος, στην έκθεσή του του 1998 σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς παραδείσους, το τραπεζικό απόρρητο και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, διαπιστώνει ότι συχνά υπάρχει προσφυγή σε επαγγελματίες νομικούς και λογιστές για την απόκρυψη της προέλευσης πόρων που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα. Σε πολλές επίσης περιπτώσεις, ο κτηματομεσιτικός τομέας χρησιμοποιείται για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η επιτροπή επαφών σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είχε ορισμένες συζητήσεις σχετικά με το πρόβλημα αυτό. Η εμπλοκή ορισμένων επαγγελμάτων, ιδίως του νομικού τομέα, αποτελεί ζήτημα ιδιαίτερα ευαίσθητο, δεδομένου του καθήκοντος εχεμύθειας και τήρησης του απορρήτου που τους επιβάλλεται σε όλα τα κράτη μέλη. Ο ευαίσθητος χαρακτήρας του θέματος ήταν επίσης προφανής στο επίπεδο των συμπερασμάτων του Συμβουλίου σχετικά με την πρώτη έκθεση της Επιτροπής, όπου το Συμβούλιο ενθάρρυνε "έναν καλύτερο συντονισμό στην εφαρμογή της οδηγίας, ιδίως όσον αφορά [...] τα επαγγέλματα και τις κατηγορίες επιχειρήσεων που υπόκεινται στις διατάξεις της οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη το ειδικό καθεστώς των νομικών επαγγελμάτων". Στο σημείο 4 του ψηφίσματός του σχετικά με την πρώτη έκθεση της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: "καλεί την Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των προπαρασκευαστικών εργασιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιτροπή επαφών, να του υποβάλει το συντομότερο δυνατό [...] μία πρόταση αναθεώρησης της οδηγίας που θα επιτρέπει την άμεση επέκταση του πεδίου εφαρμογής της σε επαγγέλματα και κατηγορίες επιχειρήσεων για τα οποία επιτρέπεται να θεωρηθεί με βεβαιότητα ότι εμπλέκονται ή δύνανται να εμπλακούν σε δραστηριότητες ή συμπεριφορές που συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες". Πάντως, το ζήτημα αυτό της εφαρμογής μιας νομοθεσίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε επαγγέλματα και δραστηριότητες που δεν εμπίπτουν στον συμβατικό χρηματοοικονομικό τομέα επίσης συζητήθηκε και σε άλλα επίπεδα. Τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δουβλίνου, το Δεκέμβριο του 1996, περιέχουν δέσμευση να καταβληθούν προσπάθειες ενόψει μιας "πλήρους εφαρμογής της οδηγίας για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της ενδεχόμενης επέκτασής της σε ενεχόμενα επαγγέλματα και οργανισμούς που δεν εμπίπτουν στον παραδοσιακό χρηματοοικονομικό τομέα". Επ? ευκαιρία της ίδιας διάσκεψης κορυφής το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέστησε την ομάδα υψηλού επιπέδου σχετικά με την οργανωμένη εγκληματικότητα που αποτελεί τη βάση του προγράμματος δράσης σχετικά με την οργανωμένη εγκληματικότητα. Η σύσταση αριθ. 26 του εν λόγω προγράμματος, μεγάλο μέρος της οποίας αφιερώνεται στα μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, προβλέπει στο σημείο ε) ότι: "πρέπει να επεκταθεί η υποχρέωση διαβίβασης πληροφοριών, που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, [...] σε πρόσωπα και κατηγορίες επαγγελμάτων πλην των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που προβλέπονται στην οδηγία". Καθορίστηκε προθεσμία για να πραγματοποιηθεί αυτό με λήξη τα τέλη του 1998. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επανήλθε στο ζήτημα αυτό στην έκθεση και το ψήφισμα που εξέδωσε, ανταποκρινόμενο στη δεύτερη έκθεση εφαρμογής της Επιτροπής. Στο σημείο 1 του ψηφίσματός του του Μαρτίου 1999, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: " καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θεωρεί ότι η νομοθετική αυτή πρόταση θα πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία: (α) το να περιληφθούν, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, επαγγέλματα που δύνανται να εμπλέκονται στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή να τυγχάνουν καταχρηστικής εκμετάλλευσης εκ μέρους των ασκούντων δραστηριότητες ξεπλύματος χρημάτων, όπως οι κτηματομεσίτες, οι έμποροι έργων τέχνης, οι διενεργούντες δημοπρασίες, τα καζίνο, οι υπηρεσίες συναλλάγματος, οι μεταφορείς χρημάτων, οι συμβολαιογράφοι, οι λογιστές, οι δικηγόροι, οι ανεξάρτητοι λογιστές και ελεγκτές, και αυτό ώστε - να εφαρμοστούν στα επαγγέλματα αυτά εν όλω ή εν μέρει οι διατάξεις που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία και ενδεχομένως, - να εφαρμοστούν στα επαγγέλματα αυτά νέες διατάξεις, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν στα επαγγέλματα αυτά και, ιδίως, την υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται ειδικά για τα επαγγέλματα αυτά". Η Επιτροπή συμφωνεί με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να περιληφθούν στην οδηγία οι περισσότερες από τις δραστηριότητες και επαγγέλματα που αναφέρονται στο προαναφερθέν ψήφισμα. Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν είναι παράλογο να περιληφθεί πλήρως ο κτηματομεσιτικός τομέας, οι ανεξάρτητοι λογιστές-ελεγκτές και τα καζίνο στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Αυτές οι δραστηριότητες και επαγγέλματα πρέπει να οφείλουν να προβαίνουν με κατάλληλο τρόπο στην εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών τους και να κοινοποιούν τις ενδεχόμενες υπόνοιες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Στην περίπτωση που θα κοινοποιούσαν ύποπτες συναλλαγές, τα επαγγέλματα αυτά θα απολάμβαναν προστασίας έναντι οποιασδήποτε ενδεχόμενης αστικής ή ποινικής τους ευθύνης. Αντίθετα, η Επιτροπή έχει επιφυλάξεις σχετικά με το να περιληφθούν οι έμποροι έργων τέχνης και οι διενεργούντες δημοπρασίες στις διατάξεις της οδηγίας, λαμβανομένης υπόψη της δυσχέρειας να καθοριστεί το πεδίο και ο ακριβής ορισμός των δραστηριοτήτων αυτών καθώς και τα προβλήματα που τίθενται για τον έλεγχο της εφαρμογής των κανόνων που ενδεχομένως θα τους επιβάλλονταν. Μία επέκταση της οδηγίας στους εμπόρους έργων τέχνης θα έθετε επίσης το ζήτημα της εφαρμογής των ίδιων υποχρεώσεων σε οποιονδήποτε έμπορο αντικειμένων πολυτελείας, είτε πρόκειται για αυτοκίνητα πολυτελείας, κοσμήματα ή γραμματόσημα και συλλεκτικά αντικείμενα. Στην περίπτωση των συμβολαιογράφων και άλλων ανεξάρτητων νομικών επαγγελμάτων, οι υποχρεώσεις της οδηγίας δεν θα εφαρμόζονταν παρά σε ορισμένες συγκεκριμένες δραστηριότητες, που εμπίπτουν στον χρηματοοικονομικό τομέα ή στο εταιρικό δίκαιο, για τις οποίες ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι μεγαλύτερος. Δεδομένου του ειδικού καθεστώτος των νομικών επαγγελμάτων, όπως υπογραμμίστηκε μεταξύ άλλων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι δικηγόροι θα μπορούσαν να απαλλαγούν από οποιαδήποτε υποχρέωση στον τομέα της εξακρίβωσης της ταυτότητας των πελατών ή της διαβίβασης πληροφοριών σε όλες τις περιπτώσεις που συνδέονται με την εκπροσώπηση ή την υπεράσπιση ενός πελάτη ενώπιον δικαστηρίου. Επιπλέον, για να ληφθεί πλήρως υπόψη το επαγγελματικό τους καθήκον για την τήρηση απορρήτου, όπως το ζήτησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα κράτη μέλη θα έχουν τη δυνατότητα να επιτρέψουν στους δικηγόρους να διαβιβάζουν τις υπόνοιές τους στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από οργανωμένη εγκληματικότητα στο δικηγορικό τους σύλλογο ή σε αντίστοιχο επαγγελματικό όργανο και όχι στις συνήθεις αρχές που έχουν αρμοδιότητα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Τα κράτη μέλη θα καθορίσουν τις κατάλληλες μορφές συνεργασίας μεταξύ των δικηγορικών συλλόγων ή των αντίστοιχων επαγγελματικών οργανώσεων και των αρμοδίων αρχών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η Επιτροπή θα ασκεί στενό έλεγχο όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών αυτών. Προβλέποντας αυτή την ειδική αντιμετώπιση για τους δικηγόρους, η Επιτροπή καταβάλει προσπάθειες να συνδέσει το επάγγελμα αυτό με τις προσπάθειες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, προσπαθώντας συγχρόνως να προστατεύσει τον ειδικό ρόλο του δικηγόρου στην κοινωνία μας. Το επαγγελματικό απόρρητο αποτελεί μία γενική αρχή η οποία όμως λαμβάνει διαφορετικές μορφές σε κάθε κράτος μέλος, αναλόγως της δομής του σχετικού νομικού συστήματος. Βασικός στόχος της πρότασης στον τομέα αυτό είναι να καταστήσει δυσχερέστερο για άτομα που ασκούν ή θα μπορούσαν να ασκήσουν δραστηριότητες για τη νομιμοποίηση εσόδων παράνομης προέλευσης να επιτύχουν να χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες του δικηγόρου μέσω απάτης, π.χ. υποβάλλοντας ανακριβείς ή μη πλήρεις πληροφορίες, έχοντας τη βεβαιότητα ότι οι προθέσεις τους, στην περίπτωση που θα αποκαλυφθούν, δεν θα διαβιβαστούν σε ανώτερη αρχή. Συγχρόνως, ο δικηγόρος που θα έχει υπόνοιες για την ύπαρξη σοβαρών εγκληματικών δραστηριοτήτων, δεν θα παραμείνει μόνος. Πάντως, πρέπει να προβλεφθούν κατάλληλες κυρώσεις για τις περιπτώσεις στις οποίες ένας δικηγόρος όφειλε να διαβιβάσει στο δικηγορικό του σύλλογο πληροφορίες αλλά δεν το έκανε. Εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών σε πράξεις εξ αποστάσεως Το άρθρο 3 της οδηγίας επιβάλλει στις τράπεζες και τους χρηματοδοτικούς οργανισμούς να απαιτούν από τους πελάτες τους την απόδειξη της ταυτότητάς τους, να διατηρούν τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία των πράξεων και να λαμβάνουν εύλογα μέτρα για την εξακρίβωση της ταυτότητας των δικαιούχων πληρωμής. Στην πρώτη του έκθεση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκδήλωσε ανησυχία για μια ενδεχόμενη εξασθένιση των υποχρεώσεων εξακρίβωσης ταυτότητας του πελάτη, ιδίως στο πλαίσιο της άμεσης τραπεζικής συναλλαγής. Η επιτροπή επαφών συζήτησε επανειλημμένα το πρόβλημα των πράξεων εξ αποστάσεως και κατέληξε σε ορισμένες αρχές που θα πρέπει να εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα και τους χρηματοδοτικούς οργανισμούς ώστε να εγγυώνται την κατάλληλη απόδειξη της ταυτότητας των πελατών τους. Η Επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι οι αρχές που συνάφθηκαν κατά τον τρόπο αυτό, οι οποίες παρέχουν κατάλληλες κατευθύνσεις, διατηρώντας συγχρόνως ευκαμψία στην εφαρμογή, πρέπει να ενσωματωθούν στην οδηγία μέσω της προσθήκης ενός παραρτήματος. Η Επιτροπή έχει την πεποίθηση ότι το ζήτημα αυτό πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί αντικείμενο προσεκτικής παρακολούθησης, λαμβάνοντας υπόψη τις συνεχείς τεχνικές εξελίξεις του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ανταλλαγή πληροφοριών Για να διασφαλιστεί μία αποτελεσματική δράση, είναι επιθυμητό να προβλεφθεί ένας μηχανισμός ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Στην παρούσα φάση, η Επιτροπή προτείνει η ανταλλαγή αυτή να οργανωθεί σε επίπεδο παράνομων δραστηριοτήτων που επηρεάζουν τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Αναγκαιότητα τακτικής επανεξέτασης της δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα αυτό Η Επιτροπή θα συνεχίσει να υποβάλει τακτικές εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας και την αποτελεσματικότητα της δράσης στον τομέα αυτό. Ως τμήμα της εργασίας αυτής, ορισμένα στοιχεία που συνδέονται με την πρόταση αυτή θα απαιτηθεί να επανεξετάζονται σε τακτική βάση, π.χ. η ανταπόκριση των επαγγελμάτων και δραστηριοτήτων που θα υποβληθούν στις διατάξεις της οδηγίας, η αποτελεσματικότητα των ειδικών διευθετήσεων για διαβίβαση πληροφοριών όσον αφορά τα ανεξάρτητα νομικά επαγγέλματα και οι πιθανές επιπτώσεις των διευθετήσεων για την εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών σε πράξεις εξ αποστάσεως στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Σχολιασμός κατ? άρθρο Το άρθρο 1 του κειμένου του 1991 πρέπει να αντικατασταθεί από ένα νέο άρθρο που επιφέρει ορισμένες τροποποιήσεις σε επίπεδο ορισμών, ήτοι: - Στους ορισμούς των "πιστωτικών ιδρυμάτων" και των "χρηματοδοτικών οργανισμών" περιλαμβάνει τα υποκαταστήματα των κοινοτικών πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοδοτικών οργανισμών, κατά τρόπο ώστε να είναι σαφές ότι τα εν λόγω υποκαταστήματα οφείλουν να διαβιβάζουν τις ενδεχόμενες υπόνοιές τους στις αρχές του κράτους υποδοχής και ότι αυτές οι τελευταίες έχουν την αρμοδιότητα να διασφαλίζουν τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες - Καθιστά σαφές ότι οι υπηρεσίες συναλλάγματος και διαβίβασης χρημάτων καλύπτονται από την οδηγία - Περιλαμβάνει τις εταιρείες επενδύσεων - Τροποποιεί τον ορισμό της "εγκληματικής δραστηριότητας" κατά τρόπο ώστε να καλύπτονται από την απαγόρευση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων όλες οι μορφές οργανωμένου εγκλήματος και οι παράνομες δραστηριότητες που βλάπτουν τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων και όχι μόνον η διακίνηση ναρκωτικών. Νέο άρθρο 2α Το άρθρο αυτό διευρύνει το φάσμα των δραστηριοτήτων και των επαγγελμάτων που υπόκεινται στις υποχρεώσεις της οδηγίας. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοδοτικοί οργανισμοί που καλύπτονται ήδη από το κείμενο του 1991 προβλέπονται σε άλλες διατάξεις της οδηγίας με τον όρο "ιδρύματα" ενώ τα νομικά ή φυσικά πρόσωπα που καλύπτονται από το νέο κείμενο προβλέπονται με την έκφραση "τα πρόσωπα". Το άρθρο διευκρινίζει τον κατάλογο των πράξεων για τις οποίες οι συμβολαιογράφοι και άλλα νομικά επαγγέλματα θα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Ουσιαστικά πρόκειται για δραστηριότητες που υπάγονται στον χρηματοοικονομικό τομέα ή το εταιρικό δίκαιο. Το άρθρο 3 του κειμένου του 1991 αντικαθίσταται από ένα νέο άρθρο 3 το οποίο αναφέρεται επίσης στις υποχρεώσεις στον τομέα της εξακρίβωσης της ταυτότητας των πελατών. Ενσωματώνεται μία διάταξη σχετικά με τις πράξεις εξ αποστάσεως παραπέμπει στις αρχές και διαδικασίες που καθορίζονται στο παράρτημα. Ενσωματώνεται όριο όσον αφορά τους πελάτες καζίνων που αγοράζουν ή ανταλλάσσουν μάρκες παιχνιδιών, άνω του οποίου απαιτείται η εξακρίβωση της ταυτότητάς τους. Το άρθρο 6 του κειμένου του 1991 αντικαθίσταται από ένα νέο άρθρο 6 που προβλέπει επίσης την υποχρέωση διαβίβασης στις αρμόδιες αρχές για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες πληροφοριών που αφορούν οποιαδήποτε ύποπτη συναλλαγή. Η υποχρέωση αυτή εφαρμόζεται σε όλα τα ιδρύματα και τα πρόσωπα που καλύπτονται από την οδηγία. Τα κράτη μέλη θα έχουν τη δυνατότητα να επιτρέπουν στους ασκούντες ανεξάρτητα νομικά επαγγέλματα να επισημαίνουν τις υπόνοιές τους στον επαγγελματικό τους σύλλογο ή σε αντίστοιχο κατάλληλο φορέα αυτορύθμισης του σχετικού επαγγελματικού κλάδου. Πρέπει να υπάρχει δυνατότητα επιλογής και όχι υποχρέωση, διότι τουλάχιστον ένα κράτος μέλος ήδη απαιτεί από ορισμένους δικηγόρους που ασκούν δραστηριότητα ως χρηματοοικονομικοί μεσάζοντες να επισημαίνουν τις υπόνοιές τους στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες με τον ίδιο τρόπο που αφορά τον χρηματοοικονομικό τομέα. Η πρόταση προβλέπει ότι οι ασκούντες τα ανεξάρτητα αυτά νομικά επαγγέλματα δεν οφείλουν να τηρούν τις εν λόγω υποχρεώσεις διαβίβασης πληροφοριών που λαμβάνουν από πελάτες τους προκειμένου να τους αντιπροσωπεύσουν ενώπιον δικαστηρίου. Η εξαίρεση στην υποχρέωση αυτή της διάδοσης πληροφοριών δεν ισχύει για τις συμβουλές που ζητούνται με σκοπό τη διευκόλυνση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων. Το άρθρο 12 προβλέπει τη θέσπιση συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων εθνικών αρχών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και, εντός των αρμοδιοτήτων της, της Επιτροπής, στις περιπτώσεις απάτης ή διαφθοράς που βλάπτει τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ένα νέο άρθρο 2 προβλέπει ότι η Επιτροπή θα προβεί σε ειδική εξέταση των διαφόρων πλευρών της τροποποιηθείσας οδηγίας, περιλαμβανομένου του ειδικού καθεστώτος των νομικών επαγγελμάτων και των πιθανών επιπτώσεων των διαδικασιών εξακρίβωσης ταυτότητας πελατών στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Οι λοιπές προταθείσες τροποποιήσεις είναι τεχνικής φύσεως και στοχεύουν στην προσαρμογή του κειμένου με την ένταξη "προσώπων" που στο εξής θα καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής. Παράρτημα: το παράρτημα που προστίθεται ορίζει τις αρχές και διαδικασίες που εκπονήθηκαν από την επιτροπή επαφών για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όσον αφορά την εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών, όταν δεν υπάρχει άμεση επαφή (πράξεις εξ αποστάσεως) μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος/χρηματοοικονομικού οργανισμού και του πελάτη. Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας 91/308/EΟΚ της 10ης Ιουνίου 1991 για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 47 παράγραφος 2 πρώτη και τρίτη φράση, και το άρθρο 95, την πρόταση της Επιτροπής[9], [9] ΕΕ L 351, 29.12.1998, σ.1. τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[10], [10] ΕΕ L 386, 30.12.1998, σ. 1. Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 251 της συνθήκης[11] [11] ΕΕ L 141, 11.6.1993, σ. 27 Εκτιμώντας: (1) ότι στις 10 Ιουνίου1991 εκδόθηκε η οδηγία του Συμβουλίου 91/308/EΟΚ για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (στο εξής αναφερόμενη ως "η οδηγία")[12] [12] ΕΕ L 351, 29.12.1998, σ. 1. (2) ότι σε δύο εκθέσεις που υπέβαλε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας, η Επιτροπή αναφέρθηκε στην ενσωμάτωση της οδηγίας και στην πρόοδο που πραγματοποιήθηκε όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες[13] [13] COM(95)54 τελικό και COM(1998)401 τελικό. (3) ότι, ως απάντηση στην πρώτη έκθεση της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε σχετική έκθεση και ψήφισμα που υιοθέτησε ζήτησε την ενημέρωση και την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας του 1991[14] (4) ότι στο πρόγραμμα δράσης της ομάδας υψηλού επιπέδου για το οργανωμένο έγκλημα που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του ’μστερνταμ στις 16-17 Ιουνίου 1997, και ιδίως στη σύσταση 26, ζητείται η καταβολή πρόσθετων προσπαθειών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες[15] [15] ΕΕ C 251, 15.8. 1997, σ. 1. (5) Ότι η οδηγία, μια από τις βασικές διεθνείς πράξεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, είναι σκόπιμο να προσαρμοσθεί σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Επιτροπής και τις επιθυμίες που εξέφρασαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη μέλη ότι κατ'αυτόν τον τρόπο η οδηγία όχι μόνο θα ανταποκρίνεται καλύτερα στην διεθνή πρακτική που ακολουθείται στον τομέα αυτό, αλλά θα εξακολουθήσει να θεσπίζει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας του χρηματοπιστωτικού κλάδου και άλλων ευαίσθητων δραστηριοτήτων από τις επιζήμιες συνέπειες των προϊόντων του εγκλήματος (6) ότι η οδηγία δεν ορίζει σαφώς ποιες αρχές των κρατών μελών πρέπει να ειδοποιούνται για τις ύποπτες συναλλαγές από τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων ή χρηματοπιστωτικών οργανισμών που έχουν τη κεντρική τους διοίκηση σε άλλο κράτος μέλος ούτε ποιες αρχές των κρατών μελών είναι υπεύθυνες για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης των εν λόγω υποκαταστημάτων με το άρθρο 11 της οδηγίας (7) ότι το ζήτημα αυτό συζητήθηκε στην επιτροπή επαφών για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων που συστάθηκε με το άρθρο 13 της οδηγίας ότι οι εν λόγω αναφορές θα πρέπει να γίνονται στις αρχές των κρατών μελών όπου βρίσκεται το υποκατάστημα, στις οποίες πρέπει να ανατίθεται και οι προαναφερθείσες ευθύνες (8) ότι αυτή η κατανομή των ευθυνών θα πρέπει να αναφέρεται σαφώς στην οδηγία, με τροποποίηση των ορισμών του "πιστωτικού ιδρύματος" και του "χρηματοδοτικού οργανισμού" που περιέχονται στο άρθρο 1 της οδηγίας (9) ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει εκφράσει ανησυχίες ότι οι δραστηριότητες των υπηρεσιών συναλλάγματος ("bureau de change") και διαβίβασης χρημάτων (εμβασμάτων) είναι επιδεκτικές στη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων ότι οι δραστηριότητες αυτές θα έπρεπε να εμπίπτουν ήδη στην οδηγία ότι, για να εκλείψει κάθε αμφιβολία επί του θέματος, θα πρέπει να επιβεβαιώνεται σαφώς στην οδηγία ότι καλύπτει τις δραστηριότητες αυτές (10) ότι για να εξασφαλισθεί η πληρέστερη δυνατή κάλυψη του χρηματοπιστωτικού κλάδου θα πρέπει επίσης να καθίσταται σαφές ότι η οδηγία εφαρμόζεται στις δραστηριότητες των εταιρειών επενδύσεων, όπως ορίζονται στην οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (οδηγία για τις επενδυτικές υπηρεσίες)[16] [16] ΕΕ L 141, 11.6.1993, σ. 27 (11) ότι η οδηγία υποχρεώνει απλώς τα κράτη μέλη να καταπολεμήσουν τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκλήματα σχετικά με τα ναρκωτικά ότι, κατά τα τελευταία χρόνια υπήρξε τάση να δοθεί ένας ευρύτερος ορισμός στη νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων που θα βασίζεται σε ένα ευρύτερο φάσμα βασικών αδικημάτων, όπως για παράδειγμα κατά την αναθεώρηση το 1996 των 40 συστάσεων της ομάδας διεθνούς χρηματοοικονομικής δράσης (FATF) (9), κορυφαίου διεθνούς φορέα που ασχολείται με την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρημάτων (12) ότι ένα ευρύτερο φάσμα βασικών αδικημάτων διευκολύνει την ενημέρωση για τις ύποπτες συναλλαγές και τη διεθνή συνεργασία στον τομέα αυτό ότι, ως εκ τούτου, η οδηγία πρέπει να προσαρμοσθεί όσον αφορά το σημείο αυτό (13) ότι στην κοινή δράση της 3ης Σεπτεμβρίου 1998, η οποία θεσπίστηκε από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος[17], τα κράτη μέλη συμφώνησαν να θεωρούν όλα τα σοβαρά εγκλήματα, όπως ορίζονται στην κοινή δράση, ως βασικά εγκλήματα στο πλαίσιο της ποινικοποίησης της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων [17] ΕΕ L 333, 9.12.1998, σ. 1. (14) ότι η οδηγία επιβάλλει ορισμένες υποχρεώσεις, ιδιαίτερα σε σχέση με την αναφορά των ύποπτων συναλλαγών ότι θα ήταν περισσότερο πρόσφορο και σύμφωνο με την φιλοσοφία του σχεδίου δράσης για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος να επεκταθεί η απαγόρευση της νομιμοποίησης παράνομων εισόδων που προβλέπει η οδηγία ώστε να καλύπτει, όχι μόνο τα εγκλήματα σχετικά με ναρκωτικά, αλλά όλες τις δραστηριότητες οργανωμένου εγκλήματος, την απάτη, την διαφθορά και κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα που επηρεάζει τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων (15) ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις απάτης, διαφθοράς και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων, οι αρχές των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων και η Επιτροπή θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους και να ανταλλάσσουν τις σχετικές πληροφορίες (16) ότι στις 21 Δεκεμβρίου 1998 το Συμβούλιο θέσπισε μια κοινή δράση βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση με την οποία η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση καθίσταται ποινικό αδίκημα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης[18] ότι η κοινή αυτή δράση προκύπτει από τη συμφωνία των κρατών μελών σχετικά με την ανάγκη κοινής προσέγγισης στον τομέα αυτό (17) ότι, όπως απαιτεί η οδηγία του 1991, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος και ιδίως τα πιστωτικά ιδρύματα σε όλα τα κράτη μέλη αναφέρουν τις συναλλαγές που θεωρούν ύποπτες ότι, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, η διενέργεια αυστηρότερων ελέγχων στον χρηματοπιστωτικό κλάδο ώθησε τους μετερχόμενους τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες να αναζητούν εναλλακτικές μεθόδους για την απόκρυψη της προέλευσης των εσόδων από εγκληματικές πράξεις (18) ότι υπάρχει σαφής τάση των μετερχομένων τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων να προσφεύγουν περισσότερο σε μη χρηματοοικονομικού χαρακτήρα δραστηριότητες ότι αυτό επιβεβαιώνεται και από τις εργασίες της FATF για τις τεχνικές και την τυπολογία της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων (19) ότι το άρθρο 12 της οδηγίας προβλέπει ήδη επέκταση των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με την οδηγία και σε άλλα ευαίσθητα επαγγέλματα και κατηγορίες επιχειρήσεων εκτός του χρηματοπιστωτικού κλάδου (20) ότι το ζήτημα των ευαίσθητων μη χρηματοοικονομικού χαρακτήρα δραστηριοτήτων έχει συζητηθεί σε αρκετές περιπτώσεις στην επιτροπή επαφών για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων (21) ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία σχετικά με την εξακρίβωση της ταυτότητας των συναλλασσομένων, την τήρηση στοιχείων και την αναφορά των ύποπτων συναλλαγών θα πρέπει να επεκταθούν και σε ορισμένες άλλες δραστηριότητες και επαγγέλματα που έχει αποδειχθεί ότι είναι επιδεκτικές για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων (22) ότι δεν θα ήταν σύμφωνο με το πνεύμα της οδηγίας να μην επιβληθούν παρόμοιες υποχρεώσεις και σε επαγγέλματα ή άτομα που ασκούν δραστηριότητες που ενέχουν ανάλογο κίνδυνο για νομιμοποίηση παράνομων εσόδων (23) ότι οι συμβολαιογράφοι και οι ασκούντες ανεξάρτητα νομικά επαγγέλματα θα πρέπει να υπαχθούν στις διατάξεις της οδηγίας μόνον εφόσον διενεργούν ορισμένες ειδικές χρηματοοικονομικές ή εταιρικές συναλλαγές όπου υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν οι εν λόγω επαγγελματίες για τη νομιμοποίηση των εσόδων από λαθρεμπόριο ναρκωτικών ή οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες (24) ότι, ωστόσο, στην περίπτωση που ένας ανεξάρτητος δικηγόρος εκπροσωπεί ένα πελάτη ενώπιον δικαστηρίου ή του παρέχει απλώς συμβουλές σχετικά με τέτοιου είδους συναλλαγές δεν θα ήταν σκόπιμο να επιβληθεί στον δικηγόρο η υποχρέωση, βάσει της οδηγίας, να αναφέρει ενδεχόμενες υπόνοιες για νομιμοποίηση παράνομων εσόδων (25) ότι η οδηγία αναφέρεται στις "αρχές τις υπεύθυνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες" στις οποίες πρέπει να αναφέρονται οι ύποπτες πράξεις ότι στην περίπτωση των ανεξάρτητων δικηγόρων, και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το επαγγελματικό καθήκον διακριτικότητας που έχει ο δικηγόρος έναντι των πελατών του, θα πρέπει να δοθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να ορίζουν ως αρμόδια αρχή το δικηγορικό σύλλογο ή άλλες δικηγορικές επαγγελματικές οργανώσεις ότι οι κανόνες που διέπουν την εξέταση των αναφορών αυτών και την ενδεχόμενη περαιτέρω διαβίβασή τους στις αστυνομικές ή δικαστικές αρχές καθορίζονται από τα κράτη μέλη (26) ότι υπάρχει αυξανόμενη τάση οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες να παραγγέλλονται και να παρέχονται με τη χρήση μέσων (όπως το ταχυδρομείο, το τηλέφωνο, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής) με τα οποία περιορίζεται ή αποφεύγεται η άμεση επαφή μεταξύ του παρέχοντος την υπηρεσία και του αγοραστή ότι ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να τηρούνται οι κανόνες της οδηγίας σχετικά με την εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη ότι η επιτροπή επαφών για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων έχει εξετάσει το εν λόγω ζήτημα των εξ αποστάσεως πράξεων και συμφώνησε επί ορισμένων αρχών και διαδικασιών που πρέπει να διέπουν την εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη ότι οι αρχές και οι διαδικασίες αυτές πρέπει να ενσωματωθούν σε παράρτημα της οδηγίας, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: ’ρθρο 1 Η οδηγία 91/308/EΟΚ τροποποιείται ως ακολούθως: (1) Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: "’ρθρο 1 Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως: (Α) "πιστωτικό ίδρυμα": κάθε ίδρυμα υπό την έννοια του άρθρου 1 πρώτη περίπτωση της οδηγίας 77/780/EΟΚ[19], όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 98/33/EΚ (12), καθώς και κάθε υποκατάστημα, κατά την έννοια του άρθρου 1, τρίτη περίπτωση της εν λόγω οδηγίας, που βρίσκεται στην Κοινότητα, πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα εκτός Κοινότητας, [19] ΕΕ L322, 17.12.1977, σ. 30. (Β) "χρηματοδοτικός οργανισμός": (1) κάθε επιχείρηση εκτός από πιστωτικό ίδρυμα, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στη διενέργεια μιας ή περισσοτέρων από τις πράξεις που περιλαμβάνονται στα σημεία 2 έως 12 και 14 του καταλόγου ο οποίος προσαρτάται στην οδηγία 89/646/EΟΚ σ?αυτές περιλαμβάνονται και οι δραστηριότητες των υπηρεσιών συναλλάγματος ("bureau de change") και διαβίβασης χρημάτων/ εμβασμάτων, (2) οι ασφαλιστικές εταιρείες οι οποίες έχουν λάβει νόμιμη άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 79/267/ΕΟΚ[20], εφόσον ασκούν δραστηριότητες που καλύπτονται από την οδηγία αυτή. [20] ΕΕ L 63, 13.3.1979, σ. 1. (3) οι εταιρείες επενδύσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ Στον ορισμό αυτό του χρηματοδοτικού οργανισμού εμπίπτουν και τα υποκαταστήματα των χρηματοδοτικών οργανισμών με έδρα εντός ή εκτός Κοινότητας. (Γ) "νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες": οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις: - η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε εγκληματική δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή την συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής τους, ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του, - η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο στον οποίο αυτή ευρίσκεται, ή την κυριότητα επί περιουσίας ή εκ σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε εγκληματική δραστηριότητα, - η απόκτηση, η κατοχή ή η χρήση περιουσίας εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε εγκληματική δραστηριότητα, - η συμμετοχή σε μια από τις πράξεις που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια, η σύσταση οργάνωσης για τη διάπραξή τους, η απόπειρα διάπραξης και η παροχή συνδρομής, η υποκίνηση, η διευκόλυνση και η παροχή συμβουλών για τη διάπραξή της. Η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία των πράξεων που προαναφέρθηκαν μπορεί να συνάγονται από τις πραγματικές περιστάσεις. Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες υπάρχει ακόμη και αν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχονται τα προς νομιμοποίηση περιουσιακά στοιχεία έλαβαν χώρα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας. (Δ) "Περιουσία": περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. (Ε) "Εγκληματική δραστηριότητα": - έγκλημα όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) της σύμβασης της Βιέννης[[21], [21] Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών που εγκρίθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1988 στη Βιέννη. - συμμετοχή σε δραστηριότητες που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα - απάτη, διαφθορά ή άλλη παράνομη δραστηριότητα που βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα που ορίζεται ως εγκληματική από κάθε κράτος μέλος για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. (ΣΤ) "Αρμόδιες αρχές": οι εθνικές αρχές οι εξουσιοδοτημένες βάσει νόμου ή άλλης ρυθμίσεως να εποπτεύουν οποιοδήποτε από τα ιδρύματα, οργανισμούς ή πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία. (2) Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 2α: "’ρθρο 2α Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την επιβολή των υποχρεώσεων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία στα ακόλουθα ιδρύματα και οργανισμούς: (1) πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο σημείο Α του άρθρου 1 (2) χρηματοδοτικούς οργανισμούς όπως ορίζονται στο σημείο Β του άρθρου 1 και στα ακόλουθα νομικά ή φυσικά πρόσωπα κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων: (3) ανεξάρτητους λογιστές και ελεγκτές (4) κτηματομεσίτες (5) συμβολαιογράφους και άλλους ασκούντες ανεξάρτητα νομικά επαγγέλματα κατά την απασχόλησή τους εκ μέρους πελατών για τις ακόλουθες εργασίες: (α) αγορά και πώληση ακινήτων (β) διαχείριση χρημάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους (γ) άνοιγμα ή διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών, λογαριασμών ταμιευτηρίου ή τίτλων (δ) εκτέλεση χρηματοοικονομικών συναλλαγών (ε) σύσταση, λειτουργία ή διαχείριση εταιρειών, εταιρειών καταπιστευτικής διαχείρισης (trust) ή ανάλογων επιχειρήσεων (6) έμπορους πολύτιμων μετάλλων (7) μεταφορείς χρημάτων (8) φορείς εκμετάλλευσης, ιδιοκτήτες και διευθυντές καζίνων. (3) Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: "’ρθρο 3 (1) Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία να απαιτούν από τους πελάτες τους την απόδειξη της ταυτότητάς τους μέσω του κατάλληλου αποδεικτικού εγγράφου, όταν συνάπτουν επιχειρηματικές σχέσεις, ιδίως κατά το άνοιγμα λογαριασμών καταθέσεων ή ταμιευτηρίου ή κατά την παροχή υπηρεσιών φύλαξης περιουσιακών στοιχείων. (2) Η υποχρέωση απόδειξης της ταυτότητας ισχύει για κάθε συναλλαγή με πελάτες εκτός από αυτούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το ποσό της οποίας φθάνει ή υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ, ανεξάρτητα από το αν διενεργείται με μια μόνη πράξη ή με περισσότερες μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση. Εάν το ποσό δεν είναι γνωστό κατά την διενέργεια της συναλλαγής, το οικείο ίδρυμα, οργανισμός ή πρόσωπο προβαίνει σε εξακρίβωση της ταυτότητας μόλις το γνωρίσει και διαπιστώσει ότι φθάνει το κατώτατο όριο. Στις περιπτώσεις που ένα ίδρυμα ή οργανισμός συνάπτει επιχειρηματικές σχέσεις ή συναλλάσσεται με πελάτη χωρίς τη φυσική παρουσία του τελευταίου για να εξακριβωθεί η ταυτότητά του ("πράξη εξ αποστάσεως"), ισχύουν οι αρχές και οι διαδικασίες που προβλέπονται στο παράρτημα. (3) Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2, η εξακρίβωση της ταυτότητας σε περιπτώσεις ασφαλιστικών συμβάσεων που συνάπτονται από ασφαλιστικές εταιρείες στις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας δυνάμει της οδηγίας 79/267/EΟΚ, εφόσον ασκούν δραστηριότητες που υπάγονται στην εν λόγω οδηγία, δεν απαιτείται, εάν το ποσό του ή των περιοδικών ασφαλίστρων που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους δεν υπερβαίνει τα 1000 ευρώ ή, στην περίπτωση εφάπαξ καταβολής, τα 2.500 ευρώ. Εάν το ή τα περιοδικά ασφάλιστρα, που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους αυξηθούν έτσι ώστε να υπερβούν το κατώτατο όριο των 1000 ευρώ, απαιτείται η εξακρίβωση ταυτότητας. (3α) Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, απαιτείται η εξακρίβωση ταυτότητας όλων των πελατών καζίνων που αγοράζουν ή ανταλλάσσουν μάρκες παιχνιδιών αξίας άνω των 1000 ευρώ. (4) Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ότι η εξακρίβωση της ταυτότητας δεν είναι υποχρεωτική για συμβάσεις συνταξιοδοτικής ασφάλισης που συνάπτονται δυνάμει συμβάσεων εργασίας ή επαγγελματικής δραστηριότητας του ασφαλισμένου, υπό τον όρο ότι οι συμβάσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν ρήτρα εξαγοράς, ούτε μπορούν να χρησιμεύσουν ως εγγύηση δανείου. (5) Σε περίπτωση αμφιβολίας για το αν οι πελάτες που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους ενεργούν για δικό τους λογαριασμό ή σε περίπτωση βεβαιότητας για το ότι δεν ενεργούν για δικό τους λογαριασμό, τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία λαμβάνουν τα ευλόγως απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να συλλέξουν πληροφορίες για την πραγματική ταυτότητα των προσώπων για λογαριασμό των οποίων ενεργούν οι πελάτες αυτοί. (6) Τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία προβαίνουν στην εν λόγω εξακρίβωση ταυτότητας, ακόμη και αν το ύψος της συναλλαγής είναι κατώτερο από τα προαναφερθέντα κατώτερα όρια, στις περιπτώσεις που υπάρχει υπόνοια ότι πρόκειται για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. (7) Τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία δεν υποχρεούνται να προβαίνουν στην εξακρίβωση ταυτότητας που προβλέπει το παρόν άρθρο, εφόσον ο πελάτης είναι και αυτός πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικός οργανισμός που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία. (8) Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η υποχρέωση εξακρίβωσης ταυτότητας, όσον αφορά τις συναλλαγές που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4, πληρούται όταν διαπιστωθεί ότι η πληρωμή της συναλλαγής πρέπει να χρεωθεί σε λογαριασμό που έχει ανοιχτεί στο όνομα του πελάτη σε πιστωτικό ίδρυμα που υπάγεται στην υποχρέωση της παραγράφου 1. (4) Στα άρθρα 4 και 5 οι λέξεις "τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί" αντικαθίστανται από τις λέξεις "τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία". (5) Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: "’ρθρο 6 (1) Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία καθώς και οι υπάλληλοι και τα διευθυντικά στελέχη τους να συνεργάζονται πλήρως με τις αρχές τις υπεύθυνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες: (α) ενημερώνοντας τις εν λόγω αρχές, με δική τους πρωτοβουλία, για κάθε γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη πράξης νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, (β) παρέχοντας τις εν λόγω αρχές, τη αιτήσει τους, τις απαιτούμενες πληροφορίες σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει η εφαρμοστέα νομοθεσία. (2) Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο διαβιβάζονται στις υπεύθυνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αρχές του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το ίδρυμα ή ο οργανισμός ή το πρόσωπο το οποίο τις διαβιβάζει. Η διαβίβαση αυτή πραγματοποιείται κατά κανόνα από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που έχουν ορισθεί από τα ιδρύματα, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 11 σημείο 1. (3) Στην περίπτωση των ανεξάρτητων νομικών επαγγελμάτων που αναφέρεται στο σημείο 5 του άρθρου 2α, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ως αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 1 του παρόντος άρθρου τον δικηγορικό σύλλογο ή άλλο κατάλληλο φορέα αυτορύθμισης του σχετικού επαγγελματικού κλάδου. Τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο πρώτο εδάφιο έναντι των ασκούντων ανεξάρτητα νομικά επαγγέλματα όσον αφορά τις πληροφορίες που οι τελευταίοι λαμβάνουν από πελάτες τους προκειμένου να τους αντιπροσωπεύσουν ενώπιον δικαστηρίου ή στο πλαίσιο παροχής νομικών συμβουλών. Η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει για τις συμβουλές που ζητούνται με σκοπό τη διευκόλυνση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων. (4) Οι πληροφορίες που παρέχονται στις αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι πληροφορίες αυτές ενδέχεται να εξυπηρετήσουν και άλλους σκοπούς." (6) Το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: "’ρθρο 7 Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία να αποφεύγουν την εκτέλεση συναλλαγών, για τις οποίες γνωρίζουν ή υποπτεύονται ότι συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, προτού ενημερώσουν τις κατ'άρθρο 6 αρχές. Οι εν λόγω αρχές μπορούν, υπό τους όρους που προβλέπει το εθνικό τους δίκαιο, να δώσουν εντολή να μην εκτελεστεί η συναλλαγή. Αν υπάρχει υπόνοια ότι η συναλλαγή συνιστά νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και εφόσον η αποφυγή της είναι αδύνατη ή ενδέχεται να εμποδίσει τη δίωξη των προσώπων υπέρ των οποίων διενεργείται η εικαζόμενη νομιμοποίηση εσόδων, τα ενεχόμενα ιδρύματα, οργανισμοί και πρόσωπα παρέχουν τις απαιτούμενες πληροφορίες αμέσως μετά τη συναλλαγή." (7) Στο άρθρο 8 οι λέξεις "τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί" αντικαθίστανται από τις λέξεις "τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία". (8) Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: "’ρθρο 9 Η καλόπιστη αποκάλυψη των πληροφοριών που αναφέρονται στα άρθρα 6 και 7 προς τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, από ίδρυμα, οργανισμό ή πρόσωπο που υπάγεται στην παρούσα οδηγία ή από υπάλληλο ή διευθυντή των ιδρυμάτων ή οργανισμών αυτών δεν αποτελεί παραβίαση οποιουδήποτε περιορισμού σχετικά με την αποκάλυψη πληροφοριών που επιβάλλεται με σύμβαση ή με νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη και δεν συνεπάγονται κανενός είδους ευθύνη του ιδρύματος, του οργανισμού ή του προσώπου ή των διευθυντών ή υπαλλήλων του. (9) Στο άρθρο 10 οι λέξεις "πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοδοτικούς οργανισμούς" αντικαθίστανται από τις λέξεις "ιδρύματα, οργανισμούς και πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία". (10) Στο άρθρο 11 οι λέξεις "τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί" αντικαθίστανται από τις λέξεις "τα ιδρύματα, οι οργανισμοί και τα πρόσωπα που υπάγονται στην παρούσα οδηγία". (11) Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: "’ρθρο 12 1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να επεκτείνουν το σύνολο ή μέρος των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, πέραν των ιδρυμάτων, οργανισμών και προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 2α, και σε άλλα επαγγέλματα και άλλες κατηγορίες επιχειρήσεων που ασκούν δραστηριότητες οι οποίες είναι ιδιαίτερα επιδεκτικές στο να χρησιμοποιηθούν για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες." 2. Σε περίπτωση απάτης, διαφθοράς ή οποιασδήποτε παράνομης δραστηριότητας που βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι αρμόδιες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 6 και, εντός των αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή συνεργάζονται μεταξύ τους για την αποτροπή και την διαπίστωση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων. Για το σκοπό αυτό ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με ύποπτες πράξεις. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται με τον τρόπο αυτό καλύπτονται από τους κανόνες περί επαγγελματικού απορρήτου. 3. Όσον αφορά τα ανεξάρτητα νομικά επαγγέλματα, τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν τους δικηγορικούς συλλόγους και τους επαγγελματικούς φορείς αυτορύθμισης από τις υποχρεώσεις της παραγράφου 2. ’ρθρο 2 Τρία έτη μετά την έκδοση της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή θα προβεί σε ειδική εξέταση, στο πλαίσιο της έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 17 της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ, των διαφόρων πλευρών που αφορούν το ειδικό καθεστώς των ανεξάρτητων νομικών επαγγελμάτων, την εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών σε συναλλαγές εξ αποστάσεως και τις πιθανές επιπλοκές για το ηλεκτρονικό εμπόριο. ’ρθρο 3 1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001 το αργότερο. 2. Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία, ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη. 3. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των βασικών διατάξεων της εθνικής τους νομοθεσίας που θεσπίζουν στο πεδίο που διέπεται από την παρούσα οδηγία. ’ρθρο 4 Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Βρυξέλλες, Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Ο Πρόεδρος Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΕΛΑΤΩΝ (ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ) ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Στις διαδικασίες εξακρίβωσης της ταυτότητας κατά τις εξ αποστάσεως χρηματοοικονομικές πράξεις, στο πλαίσιο της οδηγίας, εφαρμόζονται οι ακόλουθες αρχές: (i) Οι διαδικασίες πρέπει να εξασφαλίζουν την κατάλληλη εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη. (ii) Οι διαδικασίες εφαρμόζονται εφόσον δεν μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι η απευθείας επαφή (πρόσωπο με πρόσωπο) αποφεύγεται για να αποκρυβεί η πραγματική ταυτότητα του πελάτη και δεν υπάρχει υποψία νομιμοποίησης παράνομων εσόδων. (iii) Oι διαδικασίες δεν εφαρμόζονται στις πράξεις με χρήση μετρητών. (iv) Κατά τις διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 της οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται ειδικά υπόψη οι εξ αποστάσεως πράξεις. (v) Eφόσον ο αντισυμβαλλόμενος του ιδρύματος που προβαίνει στην πράξη ("συμβαλλόμενο ίδρυμα") είναι πελάτης, η εξακρίβωση της ταυτότητας μπορεί να γίνεται με τις ακόλουθες διαδικασίες: α) Με απευθείας εξακρίβωση της ταυτότητας από το πλησιέστερο προς τον πελάτη υποκατάστημα ή γραφείο αντιπροσώπου του συμβαλλόμενου ιδρύματος. β) Εάν η εξακρίβωση της ταυτότητας γίνεται χωρίς απευθείας επαφή με τον πελάτη: - παιτείται αντίγραφο του επίσημου δελτίου ταυτότητας ή ο αριθμός του επίσημου δελτίου ταυτότητας. Ειδική προσοχή πρέπει να καταβάλλεται κατά την επαλήθευση της διεύθυνσης του πελάτη, όταν αναφέρεται στο δελτίο ταυτότητας (π.χ. κατά την αποστολή εγγράφων σχετικά με την πράξη με συστημένη επιστολή και απόδειξη παραλαβής στη διεύθυνση του πελάτη). - πρώτη πληρωμή η σχετική με την πράξη πρέπει να πραγματοποιείται μέσω λογαριασμού που έχει ανοιχθεί στο όνομα του πελάτη σε πιστωτικό ίδρυμα που βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την πραγματοποίηση πληρωμών μέσω αξιόπιστων πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα σε τρίτες χώρες, εφόσον εφαρμόζουν ισότιμους κανόνες για την αντιμετώπιση του ξεπλύματος χρημάτων. - ο συμβαλλόμενο ίδρυμα θα πρέπει να ελέγχει προσεκτικά κατά πόσον η ταυτότητα του δικαιούχου του λογαριασμού μέσω του οποίου γίνεται η πληρωμή αντιστοιχεί πραγματικά στην ταυτότητα του πελάτη, όπως αναφέρεται στο δελτίο ταυτότητας (ή διαπιστώνεται από τον αριθμό ταυτότητας). Σε περίπτωση αμφιβολίας, το συμβαλλόμενο ίδρυμα θα πρέπει να έρχεται σε επαφή με το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο ανοίγεται ο λογαριασμός προκειμένου να επιβεβαιώσει την ταυτότητα του δικαιούχου του λογαριασμού. Εάν εξακολουθεί να υπάρχει αμφιβολία θα πρέπει να ζητηθεί βεβαίωση από το πιστωτικό ίδρυμα, με την οποία πιστοποιείται η ταυτότητα του δικαιούχου του λογαριασμού και επιβεβαιώνεται ότι η εξακρίβωση της ταυτότητας έχει γίνει δεόντως και ότι οι σχετικές πληροφορίες έχουν καταχωρηθεί σύμφωνα με την οδηγία. γ) Σε περίπτωση ορισμένων ασφαλιστικών πράξεων, μπορεί να γίνει παρέκκλιση από την υποχρέωση διαπίστωσης της ταυτότητας εφόσον η πληρωμή "πρέπει να χρεωθεί στο λογαριασμό που έχει ανοιχθεί στο όνομα του πελάτη σε πιστωτικό ίδρυμα που υπάγεται στην παρούσα οδηγία" (άρθρο 3 παράγραφος ). (vi) Όταν αντισυμβαλλόμενος του συμβαλλόμενου ιδρύματος αποτελεί άλλο ίδρυμα που ενεργεί για λογαριασμό πελάτη: α) Εάν ο αντισυμβαλλόμενος βρίσκεται στην ΕυρωπαϊκήΈνωση ή στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, δεν απαιτείται εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη από το συμβαλλόμενο ίδρυμα. (’θρο 3 παράγραφος 7 της οδηγίας). β) Εάν ο αντισυμβαλλόμενος βρίσκεται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, το ίδρυμα πρέπει να ελέγχει την ταυτότητα του αντισυμβαλλομένου του (εκτός εάν την γνωρίζει καλά) συμβουλευόμενο ένα αξιόπιστο κατάλογο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Σε περίπτωση αμφιβολίας, το ίδρυμα θα πρέπει να επιβεβαιώνει την ταυτότητα του αντισυμβαλλομένου του από τις αρχές εποπτείας της τρίτης χώρας. Το ίδρυμα θα πρέπει επίσης να λαμβάνει τα "ευλόγως απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες" σχετικά με τον πελάτη του αντισυμβαλλομένου του (για λογαριασμό του οποίου διενεργείται η πράξη) (άρθρο 3 παράγραφος 5 της οδηγίας). Αυτά τα "ευλόγως απαιτούμενα μέτρα" μπορούν να συνίστανται απλώς σε εξακρίβωση του ονόματος και της ταυτότητας του πελάτη, όταν στην οικεία χώρα ισχύουν ισότιμοι όροι εξακρίβωσης της ταυτότητας, μέχρι απαίτηση πιστοποιητικού από τον αντισυμβαλλόμενο από το οποίο προκύπτει ότι η ταυτότητα του πελάτη έχει δεόντως επαληθευθεί και καταχωρηθεί, όταν στην εν λόγω χώρα δεν εφαρμόζονται αντίστοιχες υποχρεώσεις εξακρίβωσης της ταυτότητας. (vii) Οι ανωτέρω διαδικασίες δεν αποκλείουν την εφαρμογή άλλων οι οποίες, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, μπορούν να παράσχουν ισότιμες εγγυήσεις για την εξακρίβωση της ταυτότητας κατά τις εξ αποστάσεως χρηματοοικονομικές συναλλαγές.