51999PC0140(01)

Τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης /* COM/99/0140 τελικό - CNS 98/0329 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 131 της 12/05/1999 σ. 0005


Τροποποιημένη πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης(1)

(1999/C 131/04)

COM(1999) 140 τελικό - 98/0329(CNS)

(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 189 Α παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ στις 29 Μαρτίου 1999)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 235,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργιας, και ιδίως το άρθρο 203,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

Εκτιμώντας:

(1) ότι τα όργανα και τα κράτη μέλη αποδίδουν μεγάλη σημασία στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και στην καταπολέμηση της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας που είναι επιζήμια για τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα· ότι η σημασία αυτής της δράσης επιβεβαιώνεται από το άρθρο 209 Α της συνθήκης ΕΚ και από το άρθρο 183 Α της συνθήκης ΕΚΑΕ·

(2) ότι είναι αναγκαίο να τεθούν σε εφαρμογή όλα τα διαθέσιμα μέτρα για την υλοποίηση αυτών των στόχων, ιδίως από την άποψη της ερευνητικής αποστολής που έχει ανατεθεί στο κοινοτικό επίπεδο, και παράλληλα να διατηρηθεί η ισχύουσα κατανομή και ισορροπία των ευθυνών μεταξύ του εθνικού και κοινοτικού επιπέδου·

(3) ότι, για να ενισχυθούν τα μέτρα καταπολέμησης της απάτης η Επιτροπή, με την απόφαση 1999/.../ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ(2), ίδρυσε στο πλαίσιο του ιδίου του οργάνου, Υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (εφεξής η "υπηρεσία"), η οποία είναι επιφορτισμένη με την πραγματοποίηση των διοικητικών ερευνών κατά της απάτης· ότι έχει δώσει στην υπηρεσία πλήρη ανεξαρτησία στην άσκηση των καθηκόντων επιτόπιου ελέγχου και εξακρίβωσης στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου·

(4) ότι η απόφαση 1999/.../ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ προβλέπει, όσον αφορά τις έρευνες, ότι η υπηρεσία ασκεί τις αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί από τον κοινοτικό νομοθέτη, εντός των ορίων και υπό τους όρους που έχουν καθορισθεί από αυτόν·

(5) ότι πρέπει να ανατεθεί στην υπηρεσία η άσκηση των αρμοδιοτήτων που αποδόθηκαν στην Επιτροπή με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες(3)· ότι πρέπει εξάλλου να δοθεί στην υπηρεσία η δυνατότητα να ασκήσει τις υπόλοιπες αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή για την πραγματοποίηση επιτοπίων ελέγχων και εξακριβώσεων στα κράτη μέλη, με σκοπό ιδίως την αναζήτηση παρατυπιών σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(4)·

(6) ότι, δεδομένου ότι είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που είναι επιζήμια για τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων, η υπηρεσία πρέπει να έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τις εσωτερικές έρευνες στα όργανα και στους οργανισμούς που έχουν ιδρυθεί από τις συνθήκες ΕΚ ή/και ΕΚΑΕ ή βάσει αυτών (εφεξής "όργανα και οργανισμοί").

(7) ότι οι έρευνες πρέπει να διεξάγονται με πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και ιδίως της αρχής της ισότητας, του δικαιώματος του ενδιαφερομένου ατόμου να εκφραστεί για τα γεγονότα που το αφορούν και του δικαιώματος σύμφωνα με το οποίο τα συμπεράσματα μιας έρευνας πρέπει να βασίζονται μόνο σε στοιχεία με αποδεικτική αξία· ότι για το σκοπό αυτό τα όργανα και οι οργανισμοί πρέπει να προβλέψουν τους όρους και τις λεπτομέρειεςσύμφωνα με τις οποίες θα διεξάγονται οι εν λόγω εσωτερικές έρευνες· ότι πρέπει να τροποποιηθεί ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό (εφεξής "κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης") προκειμένου να προβλεφθούν σε αυτά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού σε θέματα εσωτερικών ερευνών·

(8) ότι οι εν λόγω εσωτερικές έρευνες μπορούν να πραγματοποιούνται μόνον εφόσον εξασφαλίζεται στην υπηρεσία η πρόσβαση σε όλους τους χώρους των οργάνων και οργανισμών και σε κάθε πληροφορία και έγγραφο που έχουν στην κατοχή τους·

(9) ότι προκειμένου να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία της υπηρεσίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, πρέπει να εκχωρηθεί στο διευθυντή της η αρμοδιότητα να αποφασίζει για την έναρξη έρευνας είτε με δική του πρωτοβουλία, είτε μετά από αίτημα κράτους μέλους ή, ενδεχομένως, οργάνου ή οργανισμού·

(10) ότι εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές ή ενδεχομένως στα όργανα και στους οργανισμούς, να αποφασίσουν για τη συνέχεια που θα δίδεται στις ολοκληρωθείσες έρευνες, με βάση την έκθεση που εκπονείται από την υπηρεσία· ότι προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση της απάτης, πρέπει να επιτραπεί στο διευθυντή της υπηρεσίας να διαβιβάζει άμεσα στις αρμόδιες δικαστικές αρχές, εφόσον το κρίνει σκόπιμο και σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, πληροφορίες για τις διεξαγόμενες έρευνες·

(11) ότι πρέπει να ορισθούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι υπάλληλοι της υπηρεσίας θα πραγματοποιούν την αποστολή τους καθώς και οι προϋποθέσεις οι σχετικές με την άσκηση της ευθύνης του διευθυντή όσον αφορά την εκτέλεση αυτών των ερευνών από τους υπαλλήλους της υπηρεσίας·

(12) ότι για την επιτυχία της συνεργασίας μεταξύ της υπηρεσίας, των κρατών μελών και των σχετικών οργάνων και οργανισμών, είναι αναγκαίο να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών με παράλληλη τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα αυτών των πληροφοριών που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, διασφαλίζοντας ότι απολαύουν της προστασίας που παρέχεται στα δεδομένα αυτής της φύσης·

(13) ότι, για να εξασφαλισθεί ότι τα αποτελέσματα των ερευνών που πραγματοποιούν οι υπάλληλοι της υπηρεσίας θα λαμβάνονται υπόψη και για να εξασφαλιστεί η αναγκαία παρακολούθηση, πρέπει να προβλεφθεί ότι οι εκθέσεις μπορούν να συνιστούν αποδεικτικά στοιχεία αποδεκτά στις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες και ότι, για το σκοπό, αυτό οι εκθέσεις πρέπει να καταρτίζονται λαμβάνοντας υπόψη τις προϋποθέσεις κατάρτισης των εθνικών διοικητικών εκθέσεων·

(14) ότι η υπηρεσία πρέπει να απολαύει ανεξαρτησίας για την εκπλήρωση της αποστολής της· ότι πρέπει να μπορεί να ανατρέχει στη γνώμη εμπειρογνωμόνων στην καταπολέμηση της απάτης· ότι για το σκοπό αυτό η υπηρεσία θα πρέπει να επικουρείται από επιτροπή εποπτείας αποτελούμενη από ανεξάρτητες προσωπικότητες, εμπειρογνώμονες στον τομέα αρμοδιότητας της υπηρεσίας·

(15) ότι οι διοικητικές έρευνες θα πρέπει να εκτελούνται υπό τη διεύθυνση του διευθυντή της υπηρεσίας, με πλήρη ανεξαρτησία σε σχέση με τα κοινοτικά όργανα και οργανισμούς και σε σχέση με την επιτροπή εποπτείας·

(16) ότι η ανάθεση στην υπηρεσία του καθήκοντος πραγματοποίησης διοικητικών ερευνών με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της έννομης προστασία των σχετικών προσώπων, ιδίως σε ό,τι αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την τήρηση του απορρήτου των πληροφοριών που συλλέγονται με τις έρευνες αυτές· ότι, επιπλέον, πρέπει να διασφαλίζεται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων νομική προστασία ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπεται στα άρθρα 90 και 91 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

(17) ότι θα πρέπει να εκτιμηθούν οι δραστηριότητες της υπηρεσίας μετά από μια τριετία·

(18) ότι ο παρών κανονισμός δεν περιορίζει καθόλου τις αρμοδιότητες και τις ευθύνες των κρατών μελών όσον αφορά τη λήψη μέτρων για την καταπολέμηση της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων· ότι επομένως στο πλαίσιο της ανάθεσης των καθηκόντων της πραγματοποίησης εξωτερικών διοικητικών ερευνών σε ανεξάρτητη υπηρεσία, τηρείται πλήρως η αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 3 Β της συνθήκης ΕΚ· ότι η λειτουργία μιας τέτοιας υπηρεσίας είναι κατάλληλη για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και ότι, επομένως, τηρεί επίσης την αρχή της αναλογικότητας·

(19) ότι, για την έκδοση του παρόντος κανονισμού, η συνθήκη ΕΚ δεν προβλέπει άλλες εξουσίες εκτός εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 235, και η συνθήκη ΕΚΑΕ δεν προβλέπει άλλες εξουσίες εκτός εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 203,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στόχος και καθήκοντα

Προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, η υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης η οποία καλείται στο εξής "υπηρεσία", πραγματοποιεί διοικητικές έρευνες στα κράτη μέλη και στα όργανα και οργανισμούς που έχουν ιδρυθεί από τις συνθήκες ΕΚ και ΕΚΑΕ ή βάσει αυτών (καλούμενα στο εξής "όργανα και οργανισμοί").

Άρθρο 2

Ορισμός

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως "έρευνες" νοούνται: όλοι οι έλεγχοι, εξακριβώσεις και ενέργειες που πραγματοποιούνται από τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους με στόχο την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και, ενδεχομένως, την απόδειξη του παράνομου χαρακτήρα των εν λόγω δραστηριοτήτων.

Άρθρο 3

Εξωτερικές έρευνες

Η Υπηρεσία ασκεί την αρμοδιότητα της πραγματοποίησης επιτοπίων ελέγχων και εξακριβώσεων στα κράτη μέλη, η οποία έχει ανατεθεί στην Επιτροπή από τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96.

Στο πλαίσιο των καθηκόντων της διεξαγωγής ερευνών, η υπηρεσία μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητα πραγματοποίησης ελέγχων και εξακριβώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95.

Οι εν λόγω έλεγχοι και εξακριβώσεις που καλούνται εφεξής "εξωτερικές έρευνες", εκτελούνται υπό τους όρους και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό και από τις πράξεις με τις οποίες ανατίθεται στην Επιτορπή η αρμοδιότητα πραγματοποίησης εξωτερικών ερευνών.

Άρθρο 4

Εσωτερικές έρευνες

1. Η υπηρεσία πραγματοποιεί τις διοικητικές έρευνες με στόχο την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων, εντός των οργάνων και οργανισμών.

Οι εν λόγω διοικητικές έρευνες οι οποίες καλούνται εφεξής "εσωτερικές έρευνες" εκτελούνται υπό τους όρους και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που προβλέπει ο παρών κανονισμός και, μέχρι να τροποποιηθεί ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων αυτών (εφεξής "κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης"), με αποφάσεις που λαμβάνει το κάθε όργανο και οργανισμός. Τα όργανα συνεννοούνται ως προς το περιεχόμενο μιας τέτοιας απόφασης.

Η υπηρεσία έχει πρόσβαση σε κάθε πληροφορία που κατέχουν τα όργανα ή οι οργανισμοί, καθώς και στις εγκαταστάσεις αυτών. Τα όργανα και οι οργανισμοί ενημερώνονται στην περίπτωση που οι υπάλληλοι της υπηρεσίας πραγματοποιούν έρευνα στους χώρους εγκατάστασής τους και όταν οι τελευταίοι συμβουλεύονται κάποιο έγγραφο ή πληροφορία που κατέχουν οι εν λόγω οργανισμοί και όργανα. Η υπηρεσία μπορεί να λάβει αντίγραφα κάθε εγγράφου και πληροφορίας που κατέχουν τα όργανα και οι οργανισμοί και, σε περίπτωση ανάγκης, να τα κατασχέσει προκείμενου να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος εξαφάνισης.

Όταν προκύψει το ενδεχόμενο να ενέχεται προσωπικά κάποιος υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού, ο οργανισμός ή το όργανο στο οποίο ανήκει ενημερώνεται για την έναρξη ή τη συνέχιση εσωτερικής έρευνας για το εν λόγω άτομο.

2. Οι όροι ή λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών περιλαμβάνουν κανόνες που αφορούν:

α) την υποχρέωση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των οργάνων και οργανισμών να συνεργάζονται και να ενημερώνουν τους υπαλλήλους της υπηρεσίας·

β) την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης από την υπηρεσία όσον αφορά την πρόσβαση στις πληροφορίες και στους χώρους των οργάνων και οργανισμών καθώς και την έναρξη και συνέχιση έρευνας που αφορά υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού που ενέχεται προσωπικά·

γ) τους κανόνες της διαδικασίας που πρέπει να τηρούν οι υπάλληλοι της υπηρεσίας κατά την εκτέλεση των εσωτερικών ερευνών, καθώς και την εγγύηση των δικαιωμάτων των ατόμων εκείνων που αποτελούν το αντικείμενο εσωτερικής έρευνας.

Άρθρο 5

Έναρξη των ερευνών

1. Η έναρξη των εξωτερικών ερευνών γίνεται με απόφαση του διεθυντή της υπηρεσίας, ο οποίος ενεργεί ιδία πρωτοβουλία ή μετά από αίτημα κράτους μέλους.

2. Η έναρξη των εσωτερικών ερευνών γίνεται με απόφαση του διευθυντή της υπηρεσίας που ενεργεί ιδία πρωτοβουλία ή μετά από αίτημα του οργάνου ή του οργανισμού στον οποίο πρέπει να πραγματοποιηθεί η έρευνα.

Άρθρο 6

Εκτέλεση των ερευνών

1. Ο διευθυντής της υπηρεσίας διευθύνει την εκτέλεση των ερευνών.

2. Οι υπάλληλοι της υπηρεσίας ασκούν τα καθήκοντά τους αφού προσκομίσουν γραπτή εξουσιοδότηση στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητας και η ιδιότητά τους.

3. Οι υπάλληλοι της υπηρεσίας που έχουν ορισθεί για την πραγματοποίηση έρευνας πρέπει να είναι εφοδιασμένοι, για κάθε παρέμβαση, με γραπτή εντολή χορηγούμενη από το διευθυντή στην οποία αναφέρεται το αντικείμενο και ο σκοπός της έρευνας.

4. Οι υπάλληλοι της υπηρεσίας υιοθετούν, κατά τη διάρκεια των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων, στάση σύμφωνη με τους κανόνες και τα ήθη τα επιβαλλόμενα στους υπαλλήλους του σχετικού κράτους μέλους, και, εφόσον χρειάζεται, με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης καθώς και με τις αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

5. Οι έρευνες διεξάγονται αδιαλείπτως κατά τη διάρκεια χρονικής περιόδου ανάλογης προς τις περιστάσεις και την πολυπλοκότητα της υπόθεσης. Εφόσον ο χρόνος διεξαγωγής της έρευνας υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, ο διευθυντής ενημερώνει την επιτροπή εποπτείας, που αναφέρεται στο άρθρο 11, για τους λόγους που δεν έχουν επιτρέψει την ολοκλήρωση της έρευνας και για την προβλέπομενη περίοδο ολοκλήρωσής της.

6. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε οι αρμόδιες αρχές τους να παρέχουν στους υπαλλήλους της υπηρεσίας την αναγκαία συνδρομή για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

Άρθρο 7

Αμοιβαία πληροφόρηση

Τα όργανα και οι οργανισμοί καθώς και τα κράτη μέλη στο μέτρο που το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, διαβιβάζουν στην υπηρεσία κατόπιν αιτήσεώς της ή με πρωτοβουλία τους, κάθε έγγραφο και πληροροφία που κατέχουν και που είναι αναγκαία για τις διεξαγόμενες έρευνες.

Εξάλλου διαβιβάζουν στην υπηρεσία κάθε έγγραφο και πληροφορία που κατέχουν και την οποία θεωρούν γενικά χρήσιμη για την καταπολέμηση της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων.

Άρθρο 8

Απόρρητο και προστασία των δεδομένων

1. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο εξωτερικών και εσωτερικών ερευνών, υπό οποιαδήποτε μορφή, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και απολαύουν της προστασίας που παρέχει σε ανάλογες πληροφορίες το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο έχουν συλλεγεί και οι αντίστοιχες διατάξεις που εφαρμόζονται στα κοινοτικά όργανα και οργανισμούς.

Οι πληροφορίες αυτές δεν μπορούν ιδίως να ανακοινώνονται σε πρόσωπα άλλα από εκείνα τα οποία, λόγω των καθηκόντων τους στο πλαίσιο των κοινοτικών οργάνων και οργανισμών ή των κρατών μελών, καλούνται να τις γνωρίζουν, ούτε να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς εκτός της καταπολέμησης της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων, εκτός εάν το κράτος μέλος στο οποίο έχουν συλλεγεί ή το σχετικό όργανο ή οργανισμός έχει συναινέσει εκ των προτέρων.

2. Ο διευθυντής φροντίζει ώστε οι υπάλληλοι της υπηρεσίας και τα άλλα πρόσωπα που ενεργούν υπό την εποπτεία του να τηρούν τις κοινοτικές και εθνικές διατάξεις σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ιδίως τις προβλεπόμενες από την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(5).

Άρθρο 9

Έκθεση της έρευνας

1. Μετά το πέρας έρευνας διεξαγόμενης από την υπηρεσία, αυτή καταρτίζει υπό την εποπτεία του διευθυντή τελική έκθεση που περιλαμβάνει ιδίως τα διαπιστωθέντα περιστατικά, ενδεχομένως την οικονομική ζημία, και τα συμπεράσματα της έρευνας.

2. Οι τελικές εκθέσεις καταρτίζονται λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικαστικές απαιτήσεις που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του σχετικού κράτους μέλους. Οι εκθέσεις αποτελούν, όπως οι διοικητικές εκθέσεις που καταρτίζονται από τους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές, και υπό τους ιδίους όρους, αποδεικτικά στοιχεία παραδεκτά στις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες του κράτους μέλους στο οποίο η χρησιμοποίησή τους αποβαίνει αναγκαία. Υπόκεινται στους ίδιους κανόνες εκτίμησης με εκείνους που εφαρμόζονται στις διοικητικές εκθέσεις τις καταρτιζόμενες από τους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές και έχουν την ίδια αξία με αυτές.

3. Η έκθεση που καταρτίζεται μετά από εξωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών.

4. Η έκθεση που καταρτίζεται μετά από εσωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο διαβιβάζονται στο ενδιαφερόμενο όργανο ή οργανισμό.

Άρθρο 10

Παρακολούθηση των ερευνών

1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 8 και 9, η υπηρεσία δύνανται, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να διαβιβάσει σε οιαδήποτε στιγμή πληροφορίες που έχει συλλέξει κατά τη διάρκεια των εξωτερικών ερευνών στις αρμόδις αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών καθώς και πληροφορίες που έχει συλλέξει κατά τη διάρκεια των εσωτερικών ερευνών στο ενδιαφερόμενο όργανο ή οργανισμό. Στην τελευταία περίπτωση η υπηρεσία δύναται επίσης να ενημερώσει άμεσα τις δικαστικές αρχές του ενδιαφερομένου κράτους μέλους εφόσον το κρίνει απαραίτητο λαμβάνοντας υπόψη της τη σοβαρότητα των πληροφοριών που έχει συλλέξει. Επίσης ενημερώνει σχετικά την επιτροπή εποπτείας.

2. Στην περίπτωση εσωτερικής έρευνας, το ενδιαφερόμενο όργανο ή οργανισμός αποφασίζει για τη συνέχεια που θα δοθεί με βάση την έκθεση που έχει καταρτισθεί από την υπηρεσία.

Άρθρο 11

Επιτροπή εποπτείας

1. Η υπηρεσία επικουρείται από επιτροπή εποπτείας που αποτελείται από πέντε ανεξάρτητες προσωπικότητες οι οποίες πληρούν τους όρους άσκησης, στις αντίστοιχες χώρες τους, ανωτέρων δικαστικών καθηκόντων, υψηλού επιπέδου καθηκόντων ελέγχου ή διδασκαλίας του δημοσίου ή ποινικού δικαίου σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Οι προσωπικότητες αυτές διορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή με κοινή συμφωνία.

2. Η διάρκεια της θητείας των μελών είναι τριετής. Η θητεία αυτή είναι ανανεώσιμη.

Μετά τη λήξη της θητείας τους, τα μέλη παραμένουν εν υπηρεσία έως ότου ανανεωθεί η θητεία τους ή αντικατασταθούν.

3. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τα μέλη δεν ζητούν ούτε δέχονται εντολές από καμία κυβέρνηση ούτε από κανένα όργανο ή οργανισμό.

4. Η επιτροπή εποπτείας ορίζει τον πρόεδρό της.

Θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

5. Μετά από αίτηση του διευθυντή της υπηρεσίας ή με δική της πρωτοβουλία, η επιτροπή εποπτείας παρέχει γνωμοδοτήσεις στο διευθυντή σχετικά με τις δραστηριότητες της υπηρεσίας, χωρίς ωστόσο να παρεμβαίνει στην εξέλιξη των διεξαγόμενων ερευνών. Ο διευθυντής διαβιβάζει κάθε έτος τον προγραμματισμό των ερευνών στην επιτροπή εποπτείας.

6. Η επιτροπή εποπτείας εκδίδει κάθε χρόνο έκθεση δραστηριοτήτων την οποία απευθύνει στα όργανα.

Άρθρο 12

Διευθυντής

Η υπηρεσία τίθεται υπό τη διεύθυνση διεθυντή ο οποίος διορίζεται από την Επιτροπή, μετά από διαβούλευση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για περίοδο πέντε ετών η οποία μπορεί να ανανεωθεί μία φορά. Προκειμένου η Επιτροπή να προχωρήσει στο διορισμό καταρτίζει, μετά από σύμφωνο γνώμη της επιτροπής εποπτείας, κατάλογο πολλών υποψηφίων που διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα, μετά από πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων που δημοσιεύεται, ενδεχομένως, στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο διευθυντής δεν ζητεί ούτε δέχεται εντολές από καμία κυβέρνηση και κανένα όργανο ή οργανισμό κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του που αφορούν την έναρξη και εκτέλεση των εξωτερικών ερευνών και την κατάρτιση των τελικών εκθέσεων μετά την ολοκλήρωση των εν λόγω ερευνών.

Ο διευθυντής προβαίνει τακτικά σε αναφορές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών που πραγματοποιούνται από την υπηρεσία, σεβόμενος τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα, τα θεμελιώδη δικαιώματα των ενδιαφερομένων ατόμων και στην περίπτωση δικαστικών διαδικασιών, όλες τις εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται στις εν λόγω διαδικασίες.

Άρθρο 13

Προϋπολογισμός

Οι πιστώσεις της υπηρεσίας, το συνολικό ποσό των οποίων εγγράεται σε ειδική γραμμή του προϋπολογισμού στο μέρος Α του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που αφορά την Επιτροπή, αναγράφονται αναλυτικά σε παράρτημα του εν λόγω μέρους.

Οι θέσεις εργασίας που διατίθενται για την υπηρεσία απαριθμούνται σε παράρτημα στον πίνακα προσωπικού της Επιτροπής.

Άρθρο 14

Έλεγχος της νομιμότητας

Μέχρι να τροποποιηθεί ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού μπορεί να υποβάλει στο διευθυντή της υπηρεσίας ένσταση κατά πράξης που θίγει τα συμφέροντά του, η οποία πραγματοποιήθηκε από την υπηρεσία στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνας, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 90 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Το άρθρο 91 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται στις αποφάσεις που λαμβάνονται για τις εν λόγω ενστάσεις.

Άρθρο 15

Έκθεση αξιολόγησης

Κατά τη διάρκεια του τρίτου έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, έκθεση αξιολόγησης των δραστηριοτήτων της υπηρεσίας, συνοδευόμενη ενδεχομένως από προτάσεις με στόχο την προσαρμογή ή τη διεύρυνση των καθηκόντων της.

Άρθρο 16

Έναρξη ισχύος

Ο παρόν κανονισμός αρχίζει να ισχύει από την 1η Ιουνίου 1999.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

(1) ΕΕ C 21 της 16.1.1999.

(2) Βλέπε σελίδα 11 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(3) ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2.

(4) ΕΕ L 312 της 23.12.1995, σ. 1.

(5) ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

Σχέδιο

ΔΙΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ

σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Αναφερόμενοι στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 1999 που διατυπώθηκαν μετά από εμπεριστατωμένη συζήτηση με τους εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής,

Λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση 1999/.../ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της ... 1999, για την ίδρυση υπηρεσίας καταπολέμησης της απάτης· εκτιμώντας τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. ... του Συμβουλίου, της ... 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης ο οποίος προβλέπει ότι η υπηρεσία προβαίνει στην έναρξη και διεξαγωγή διοικητικών ερευνών εντός των οργανισμών και οργάνων που έχουν ιδρυθεί από τις συνθήκες ΕΚ ή ΕΚΑΕ ή βάσει αυτών,

Εκτιμώντας ότι οι έρευνες αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται υπό ισοδύναμους όρους ανεξαρτήτως του οργάνου ή οργανισμού που αφορούν· ότι η ανάθεση του καθήκοντος αυτού στην υπηρεσία δεν θίγει τις αρμοδιότητες των οργάνων ή οργανισμών και δεν μειώνει κατά κανένα τρόπο την έννομη προστασία των ενδιαφερομένων ατόμων· ότι κατά συνέπεια τα εν λόγω όργανα πρέπει, μετά από συνεννόηση, να θεσπίσουν κοινό καθεστώς εν αναμονή της τροποποίησης του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών, (εφεξής "κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης"),

Καλώντας τα υπόλοιπα όργανα και οργανισμούς να προσχωρήσουν στην παρούσα συμφωνία,

ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ:

1. Να θεσπίσουν κοινό καθεστώς προκειμένου να επιτρέψουν στην υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης να πραγματοποιεί έρευνες εντός του οργάνου τους. Το εν λόγω καθεστώς θα περιλαμβάνει τα εκτελεστικά μέτρα που είναι απαραίτητα για τη διευκόλυνση της καλής διεξαγωγής των εσωτερικών ερευνών. Αναμένοντας την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα εν λόγω εκτελεστικά μέτρα θα αφορούν ιδίως τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού, με πλήρη σεβασμό των αρχών που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών κατά τη διεξαγωγή των ερευνών εντός του οργάνου τους.

2. Να θεσπίσουν το εν λόγω καθεστώς και να το καταστήσουν άμεσα εφαρμοστέο εκδίδοντας εσωτερική απόφαση με βάση το επισυναπτόμενο υπόδειγμα στην παρούσα συμφωνία καθώς και να μην αποκλίνουν από το υπόδειγμα παρά μόνο εφόσον αυτό καθίσταται αναγκαίο λόγω ιδιαίτερω απαιτήσεων που αφορούν το ίδο το όργανο.

3. Να αναγνωρίσουν την ανάγκη διαβίβασης, στην υπηρεσία για γνωμοδότηση, κάθε αίτησης για άρση της δικαστικής ασυλίας των υπαλλήλων ή του λοιπού προσωπικού που αφορά την ενδεχόμενη διάπραξη παρανόμων πράξεων στους τομείς αρμοδιότητας της υπηρεσίας.

4. Να κοινοποιήσουν στην υπηρεσία τις διατάξεις που θέσπισαν για την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας, σύμφωνα με την επισυναπτόμενη απόφαση.

Η παρούσα συμφωνία μπορεί να τροποποιηθεί μόνο μετά από τη ρητή συγκατάθεση των οργάνων που την υπογράφουν.

Η παρούσα συμφωνία αρχίζει να ισχύει από την 1η Ιουνίου 1999.

Βρυξέλλες, ...

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Σχέδιο

ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της ... 1999

για την ίδρυση υπηρεσίας καταπολέμησης της απάτης

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 162,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, και ιδίως το άρθρο 16,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 131,

Εκτιμώντας:

(1) ότι τα όργανα και τα κράτη μέλη αποδίδουν μεγάλη σημασία στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και στην καταπολέμηση της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας που είναι επιζήμια για τα κοινοτικά συμφέροντα· ότι η σημασία αυτής της δράσης επιβεβαιώνεται από το άρθρο 209 Α της συνθήκης ΕΚ, από το άρθρο 78θ της συνθήκης ΕΚΑΧ και από το άρθρο 183 Α της συνθήκης ΕΚΑΕ·

(2) ότι είναι αναγκαίο να τεθούν σε εφαρμογή όλα τα διαθέσιμα μέσα για την υλοποίηση αυτών των στόχων, ιδίως από την άποψη της ερευνητικής αποστολής που έχει ανατεθεί στο κοινοτικό επίπεδο, και παράλληλα να διατηρηθεί η ισχύουσα κατανομή και ισορροπία των ευθυνών μεταξύ του εθνικού και κοινοτικού επιπέδου·

(3) ότι τα καθήκοντα της πραγματοποίησης διοικητικών ερευνών με στόχο την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων είχαν ανατεθεί μέχρι σήμερα στην "Task Force - Συντονισμός για την καταπολέμηση της απάτης" η οποία διαδέχθηκε τη μονάδα συντονισμού για την καταπολέμηση της απάτης (UCLAF)·

(4) ότι για να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης της απάτης και των λοιπών παρανόμων δραστηριοτήτων που είναι επιζήμια για τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων, πρέπει να ιδρυθεί υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης, η οποία πρέπει να ασκεί τα καθήκοντά της που αφορούν τις έρευνες με πλήρη ανεξαρτησία·

(5) ότι ο προσδιορισμός των καθηκόντων της εν λόγω υπηρεσίας πρέπει να επιφέρει την μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων της "Task force - Συντονισμός για την καταπολέμηση της απάτης" στην υπηρεσία,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Ίδρυση της υπηρεσίας

Ιδρύεαι υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης, καλούμενη στο εξής "υπηρεσία"

Άρθρο 2

Καθήκοντα της υπηρεσίας

1. Η υπηρεσία ασκεί τις αρμοδιότητες της Επιτροπής σε θέματα εξωτερικών και εσωτερικών διοικητικών ερευνών με στόχο την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων όπως της έχουν ανατεθεί από το κοινοτικό νομοθέτη, εντός των ορίων και υπό τους όρους που έχουν καθορισθεί από αυτόν.

Η Επιτροπή και τα άλλα όργανα και οργανισμοί που ιδρύονται από τις συνθήκες ή βάσει αυτών (εφεξής "όργανα και οργανισμοί") μπορούν να αναθέσουν στην υπηρεσία αποστολές έρευνας σε άλλους τομείς.

2. Η υπηρεσία αναλαμβάνει την ανάπτυξη του σχεδιασμού της καταπολέμησης της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων.

3. Η υπηρεσία αναλαμβάνει την προετοιμασία των νομοθετικών και κανονιστικών πρωτοβουλιών της Επιτροπής σε θέματα καταπολέμησης της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων, με την επιφύλαξη των τομεακών αρμοδιοτήτων των άλλων υπηρεσιών της Επιτροπής.

4. Η υπηρεσία αναλαμβάνει κάθε άλλη επιχειρησιακή δραστηριότητα της Επιτροπής σε θέματα καταπολέμησης της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που μπορεί να θίξει τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων και συγκεκριμένα:

α) την ανάπτυξη των αναγκαίων υποδομών·

β) τη συλλογή και την εκμετάλλευση των πληροφοριών·

γ) την παροχή της ενίσχυσης της Επιτροπής στη συνεργασία με τα κράτη μέλη·

δ) την παροχή της τεχνικής συνδρομής της στα άλλα όργανα και οργανισμούς και στις αρμόδιες εθνικές αρχές.

5. Η υπηρεσία έχει άμεση επαφή με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές.

Άρθρο 3

Ανεξαρτησία στα καθήκοντα των ερευνών

Η υπηρεσία ασκεί τις αρμοδιότητές σε θέματα ερευνών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 με πλήρη ανεξαρτησία. Κατά την άσκηση των εν λόγω αρμοδιοτήτων, ο διευθυντής της υπηρεσίας δε ζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από την Επιτροπή, από καμία κυβέρνηση ή από άλλο όργανο ή οργανισμό.

Άρθρο 4

Επιτροπή εποπτείας

Κατά την άσκηση των ερευνητικών της καθηκόντων, η υπηρεσία επικουρείται από επιτροπή εποπτείας, η σύνθεση και οι αρμοδιότητες της οποίας καθορίζονται από τον κοινοτικό νομοθέτη.

Άρθρο 5

Διευθυντής

1. Η υπηρεσία τίθεται υπό τη διεύθυνση διευθυντή ο οποίος ορίζεται από την Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, για περίοδο πέντε ετών η οποία μπορεί να ανανεωθεί μια φορά. Προκειμένου να ορίσει το διευθυντή, η Επιτροπή καταρτίζει μετά από σύμφωνο γνώμη της επιτροπής εποπτείας, κατάλογο πολλών υποψηφίων που διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα, μετά από πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων που δημοσιεύονται ενδεχομένως, στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των ερευνών.

2. Η Επιτροπή ασκεί έναντι του διευθυντή τις εξουσίες που έχουν ανατεθεί στην Αρμόδια για τους Διορισμούς Αρχή. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται δυνάμει των άρθρων 87, 88 και 90 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αιτιολογημένης απόφασης της Επιτροπής, μετά από διαβούλευση της επιτροπής εποπτείας, η οποία κοινοποιείται προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 6

Λειτουργία της υπηρεσίας

1. Ο διευθυντής ασκεί έναντι του προσωπικού της υπηρεσίας τις εξουσίες που ανατίθενται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκω´ν Κοινοτήτων στην Αρμόδια για τους Διορισμούς Αρχή και από το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων στην Αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως Αρχή. Ο διευθυντής δύναται να μεταβιβάσει τις εξουσίες του.

2. Ο διευθυντής κοινοποιεί εγκαίρως, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή εποπτείας, στο Γενικό Διευθυντή Προϋπολογισμού προσχέδιο προϋπολογισμού που προορίζεται να εγγραφεί σε ειδική γραμμή του ετήσιου γενικού προϋπολογισμού που αφορά την υπηρεσία.

3. Ο διευθυντής είναι ο διατάκτης για την εκτέλεση της ειδικής γραμμής του προϋπολογισμού που αφορά την υπηρεσία. Ο διευθυντής δύναται να μεταβιβάσει τις εξουσίες του.

4. Οι αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με την εσωτερική της οργάνωση εφαρμόζονται στην υπηρεσία στο μέτρο που είναι συμβιβάζονται με τις διατάξεις που έχουν εκδοθεί από τον κοινοτικό νομοθέτη όσον αφορά την υπηρεσία, με την παρούσα απόφαση και με τις λεπτομέρειες εφαρμογής της.

Άρθρο 7

Αντικατάσταση της "Task Force - Συντονισμός για την καταπολέμηση της απάτης"

Η υπηρεσία αντικαθιστά την "Task Force - Συντονισμός για την καταπολέμηση της απάτης".

Μέχρι την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται του διορισμού του διευθυντή της υπηρεσίας, τα καθήκοντα διεύθυνσης της υπηρεσίας ασκούνται από το διευθυντή της "Task Force - Συντονισμός για την καταπολέμηση της απάτης".

Άρθρο 8

Εφαρμογή

Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 1999.

Βρυξέλλες, ...

Για την Επιτροπή

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Σχέδιο

"ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ"

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ/ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΟ

της ... 1999

σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας

ΟΡΓΑΝΟ

Έχοντας υπόψη νομική βάση

Άρθρο 1

Υποχρέωση των υπηρεσιών να ενημερώνουν την Υπηρεσία

Οι γενικοί διευθυντές και οι προϊστάμενοι των υπηρεσιών της/του όργανο διαβιβάζουν αμελλητί στην υπηρεσία κάθε στοιχείο που γνωρίζουν και βάσει του οποίου εικάζεται η ύπαρξη παρατυπιών που δύνανται να στοιχειοθετήσουν απάτη, απάτες ή κάθε άλλης παράνομης οικονομικής δραστηριότητας.

Άρθρο 2

Υποχρέωση ενημέρωσης που βαρύνει τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό

Κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού της/του όργανο που λαμβάνει γνώση στοιχείων βάσει των οποίων εικάζεται η ύπαρξη παρατυπιών που δύνανται να στοιχειοθετήσουν απάτη, απάτες ή κάθε άλλης παράνομης οικονομικής δραστηριότητας, ενημερώνει άμεσα το Γενικό του Διευθυντή ή τον προϊστάμενο της υπηρεσίας ή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, την υπηρεσία άμεσα.

Οι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού της/του όργανο δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποστούν άνιση ή διακριτική εις βάρος τους μεταχείριση εξαιτίας της ενημέρωσης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Άρθρο 3

Πρόσβαση στις πληροφορίες και στα έγγραφα

Οι υπάλληλοι της υπηρεσίας έχουν πρόσβαση σε κάθε πληροφορία και έγγραφο που έχουν στην κατοχή τους οι υπηρεσίες ή οι υπάλληλοι ή το λοιπό προσωπικό της/του όργανο, ακόμη και υπό ηλεκτρονική μορφή καταχώρησης, στους χώρους του εν λόγω οργάνου.

Οι υπάλληλοι της υπηρεσίας είναι να λάβουν αντίγραφο τμήματος ή του συνόλου των πληροφοριών και εγγράφων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο. Εάν το απαιτούν οι ανάγκες της έρευνας, μπορούν να κατασχέσουν τα πρωτότυπα όλων των εγγράφων ή μέσων καταχώρησης.

Άρθρο 4

Βοήθεια του γραφείου ασφάλειας

Μετά από αίτημα του διευθυντή της υπηρεσίας, το Γραφείο Ασφάλειας της/του όργανο επικουρεί τους υπαλλήλους της υπηρεσίας κατά την εκτέλεση των ερευνών.

Άρθρο 5

Υποχρέωση συνεργασίας

Οι υπηρεσίες καθώς και κάθε υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού της/του όργανο υποχρεούνται να συνεργάζονται πλήρως με τους υπαλλήλους της υπηρεσίας και να παρέχουν κάθε βοήθεια που απαιτείται για την έρευνα. Για το σκοπό αυτό, παρέχουν στους υπαλλήλους της υπηρεσίας όλα τα ενημερωτικά στοιχεία και τις χρήσιμες διευκρινίσεις.

Άρθρο 6

Πληροφόρηση για την πρόσβαση στους χώρους και στα εσωτερικά έγγραφα τεκμηρίωσης

Ο Γενικός Διευθυντής ή ο προϊστάμενος της υπηρεσίας της/του όργανο ενημερώνονται προηγούμενα από το διεθυντή της υπηρεσίας για την πρόθεση πρόσβασης στους χώρους ή στα εσωτερικά έγγραφα τεκμηρίωσης της/του όργανο.

Σε επείγουσες περιπτώσεις ή όταν ο εμπιστευτικός χαρακτήρας δεν επιτρέπει την εκ των προτέρων ενημέρωση, ενημερώνονται σχετικά εκ των προτέρων ο Γενικός Γρμματέας και ο Γενικός Διευθυντής του Προσωπικού και της Διοίκησης.

Άρθρο 7

Ενημέρωση των ιεραρχικά ανωτέρων σχετικά με την έρευνα

Όταν προκύψει το ενδεχόμενο να ενέχεται προσωπικά υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού της/του όργανο, ο Γενικός Γραμματέας και ο Γενικός Διευθυντής του Προσωπικού και της Διοίκησης καθώς και ο Γενικός Διευθυντής ή προϊστάμενος της ενδιαφερομένης υπηρεσίας ενημερώνονται από την υπηρεσία για την έναρξη ή συνέχιση της έρευνας.

Άρθρο 8

Ενημέρωση του ενδιαφερομένου για την έρευνα

Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 7, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερώνεται ταχέως όταν την ενημέρωση αυτή δεν υπάρχει κίνδυνος να θιγεί η έρευνα. Δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξαχθούν συμπεράσματα που θα αφορούν ονομαστικά έναν υπάλληλο ή μέρος του λοιπού προσωπικού της/του όργανο, χωρίς να έχει δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφραστεί σχετικά με όλα τα γεγονότα που τον αφορούν.

Στις περιπτώσεις που απαιτείται κατ' εξαίρεση η χρησιμοποίηση ερευνητικών μέσων που υπάγονται στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής και είναι απαραίτητη η τήρηση απόλυτης μυστικότητας για τους στόχους της έρευνας, η υποχρέωση να δοθεί στον υπάλληλο ή το μέλος του λοιπού προσωπικού της/του όργανο η δυνατότητα να εκφράσει τις θέσεις του μπορεί να αναβληθεί σε συμφωνία με το Γενικό Γραμματέα.

Άρθρο 9

Ενημέρωση σχετικά με τη θέση της έρευνας στο αρχείο χωρίς να δοθεί συνέχεια

Εάν δεν προκύψει κανένα επιβαρυντικό στοιχείο για τον υπάλληλο ή το μέλος του λοιπού προσωπικού της/του όργανο, η εσωτερική έρευνα που τον αφορά τίθεται στο αρχείο χωρίς να δοθεί συνέχεια με απόφαση του διευθυντή της υπηρεσίας ο οποίος ενημερώνει σχετικά γραπτώς τον ενδιαφερόμενο.

Άρθρο 10

Άρση ασυλίας

Κάθε αίτηση εθνικής αστυνομικής ή δικαστικής αρχής που αφορά την άρση της ετεροδικίας υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού της/του όργανο σχετικά με εσωτερική υπόθεση παρατυπιών, απάτης ή κάθε άλλης παράνομης οικονομικής ή χρηματοδοτικής δραστηριότητας, διαβιβάζεται για γνωμοδότηση στο διευθυντή της υπηρεσίας.

Άρθρο 11

Έναρξη εφαρμογής

Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται από την 1η Ιουνίου 1999.

Βρυξέλλες, ...

Όργανο