51999AG0222(02)

ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ (ΕΚ) αριθ. 4/1999 που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 21 Δεκεμβρίου 1998 για την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. .../1999 του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2236/95 περί καθορισμού των γενικών κανόνων για τη χορήγηση κοινοτικής χρηματοδοτικής ενίσχυσης στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 049 της 22/02/1999 σ. 0004


ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ (ΕΚ) αριθ. 4/1999 που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 21 Δεκεμβρίου 1998 για την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. . . ./1999 του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2236/95 περί καθορισμού των γενικών κανόνων για τη χορήγηση κοινοτικής χρηματοδοτικής ενίσχυσης στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων (1999/C 49/02)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 129 Δ τρίτο εδάφιο,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (3),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Γ της συνθήκης (4),

Εκτιμώντας:

(1) ότι οι εμπειρίες που αποκομίστηκαν από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2236/95 (5), κατέδειξαν ότι χρειάζεται να επέλθουν ορισμένες τροποποιήσεις στον εν λόγω κανονισμό 7

(2) ότι είναι αναγκαίο να διευκολυνθεί η χρηματοδότηση ορισμένων σχεδίων με την ένταξη, στις πιθανές μορφές χορήγησης ενισχύσεων, της συνεισφοράς για το σχηματισμό επιχειρηματικών κεφαλαίων 7 ότι είναι επιθυμητή η χρήση των χρηματοδοτικών πόρων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2236/95 με σκοπό να μεγιστοποιηθεί η συνεισφορά των ιδιωτικών χρηματοδοτικών πόρων 7

(3) ότι ένα μερίδιο επιχειρηματικών κεφαλαίων στη χρηματοδοτική συγκρότηση ενός σχεδίου μπορεί να συμβάλλει στη δρομολόγηση δημόσιων-ιδιωτικών εταιρικών σχέσεων για την υλοποίηση σχεδίων διευρωπαϊκών δικτύων 7 ότι η προμήθεια επιχειρηματικών κεφαλαίων για τα διευρωπαϊκά δίκτυα, ιδίως κατά τα πρώτα τους στάδια, είναι περιορισμένη 7

(4) ότι είναι σκόπιμο να περιοριστεί η συμμετοχή σε επιχειρηματικά κεφάλαια που προορίζονται για ταμεία επενδύσεων που έχουν ως προτεραιότητα τη χορήγηση επιχειρηματικών κεφαλαίων, για την υλοποίηση σχεδίων διευρωπαϊκών δικτύων σε 1 % του ποσού δημοσιονομικής αναφοράς για την περίοδο 2000-2006, προκειμένου να αποκτηθεί εμπειρία από τη νέα αυτή μορφή χρηματοδότησης 7 ότι είναι σκόπιμο να εξεταστεί η πιθανή μελλοντική της επέκταση, με βάση συνεκτική έκθεση που θα υποβάλει η Επιτροπή πριν από το τέλος του 2006, σχετικά με την πείρα που θα έχει αποκομίσει από την εφαρμογή των μηχανισμών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό 7

(5) ότι, για να αυξηθεί η διαφάνεια και να ικανοποιηθούν οι προσδοκίες υλοποίησης σχεδίων ή ομάδων σχεδίων οι μακροπρόθεσμες χρηματοδοτικές ανάγκες των οποίων είναι σημαντικές, είναι επιθυμητό να καταρτίζονται πολυετή ενδεικτικά προγράμματα σε ειδικότερους τομείς ή θεματικά πεδία 7 ότι στα προγράμματα αυτά θα πρέπει να μνημονεύονται το συνολικό και το ετήσιο ποσό των ενισχύσεων που είναι δυνατόν να χορηγηθούν σε δεδομένη χρονική περίοδο για την υλοποίηση των εν λόγω σχεδίων ή ομάδων σχεδίων και τα οποία θα πρέπει να χρησιμεύουν ως αναφορά για τις ετήσιες αποφάσεις χορήγησης των χρηματοδοτικών ενισχύσεων εντός των ετήσιων πιστώσεων του προϋπολογισμού, όταν είναι σύμφωνες με τις διατάξεις των αντίστοιχων πολυετών ενδεικτικών προγραμμάτων 7 ότι, ωστόσο, τα ετήσια ποσά που αναφέρονται στα προγράμματα αυτά δεν συνιστούν δημοσιονομικές υποχρεώσεις 7

(6) ότι θα πρέπει να είναι δυνατόν τα σχέδια ή οι ομάδες σχεδίων να επωφελούνται από διαδοχικές αποφάσεις χορήγησης χρηματοδοτικών ενισχύσεων 7

(7) ότι, στην αίτηση για χρηματοδοτική υποστήριξη ενός σχεδίου, απαιτείται η λεπτομερής κατανομή των εκτιμήσεων όσον αφορά τις πηγές των συνεισφορών της Κοινότητας και των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών κυβερνητικών φορέων, καθώς και ο βαθμός των χρηματοδοτικών συνεισφορών του ιδιωτικού τομέα 7

(8) ότι η χορήγηση των χρηματοδοτικών ενισχύσεων θα πρέπει να ακυρώνεται, εξαιρουμένων των δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων, εάν οι προβλεπόμενες ενέργειες δεν έχουν αρχίσει έως μια δεδομένη ημερομηνία 7

(9) ότι είναι απαραίτητη η ένταξη των δραστηριοτήτων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων στα κοινοτικά χρηματοδοτικά μέσα με τα οποία πρέπει να συντονίζονται οι ενέργειες βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2236/95 7

(10) ότι η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να απαιτεί από τους αποδέκτες να χορηγούν αξιολογήσεις των σχεδίων που ενισχύονται στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2236/95 ή να παρέχουν τα απαιτούμενα στοιχεία που θα επιτρέψουν στην Επιτροπή να προβεί σε δική της αξιολόγηση 7

(11) ότι, λόγω της σημασίας των διευρωπαϊκών δικτύων, είναι σκόπιμο να περιληφθεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2236/95 ποσό δημοσιονομικής αναφοράς κατά την έννοια του σημείου 2 της δήλωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 6ης Μαρτίου 1995, ύψους ενός ευρώ, για την εφαρμογή του κατά την περίοδο 2000-2006, χωρίς να θίγονται οι εξουσίες της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής όπως καθορίζονται από τη συνθήκη 7

(12) ότι είναι σκόπιμο να εξετάσει το Συμβούλιο κατά πόσον πρέπει να συνεχισθούν ή να τροποποιηθούν τα μέτρα που εφαρμόζονται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2236/95, λαμβανομένης υπόψη της συνεκτικής έκθεσης την οποία θα υποβάλει η Επιτροπή πριν το τέλος του 2006 7

(13) ότι, κατά τη μεταβατική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1999 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2001, κάθε αναφορά στο ευρώ θα πρέπει να ερμηνεύεται ως αναφορά στο ευρώ ως νομισματική μονάδα, όπως αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 974/98 του Συμβουλίου, της 3ης Μαΐου 1998, για την εισαγωγή του ευρώ (6) 7

(14) ότι, κατά συνέπεια, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2236/95 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2236/95 τροποποιείται ως εξής:

1. Το άρθρο 3 διαγράφεται.

2. Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

Μορφές ενισχύσεων

1. Η κοινοτική ενίσχυση για σχέδια μπορεί να λαμβάνει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες μορφές:

α) συγχρηματοδότηση μελετών που αφορούν σχέδια, συμπεριλαμβανομένων των προπαρασκευαστικών μελετών, των μελετών σκοπιμότητας και αξιολόγησης, καθώς και άλλων μέτρων τεχνικής υποστήριξης των μελετών αυτών. Η χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας δεν μπορεί, κατά γενικό κανόνα, να υπερβαίνει το 50 % του ολικού κόστους μιας μελέτης.

Η χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας μπορεί σε εξαιρετικές, δεόντως τεκμηριωμένες περιπτώσεις, να υπερβαίνει το όριο του 50 %, με πρωτοβουλία της Επιτροπής και με τη συναίνεση των ενδιαφερομένων κρατών μελών 7

β) επιδοτήσεις επιτοκίων επί των δανείων που χορηγούνται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ή από άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Κατά κανόνα, η διάρκεια της επιδότησης δεν υπερβαίνει την πενταετία 7

γ) συνδρομή στα ασφάλιστρα εγγυήσεων των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων ή άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων 7

δ) άμεσες επιδοτήσεις των επενδύσεων σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις 7

ε) συμμετοχή σε επιχειρηματικά κεφάλαια που προορίζονται για ταμεία επενδύσεων ή ανάλογους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που έχουν ως προτεραιότητα τη χορήγηση επιχειρηματικών κεφαλαίων, για την υλοποίηση σχεδίων διευρωπαϊκών δικτύων, και περιλαμβάνουν σημαντική επένδυση εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα 7 οι εν λόγω συμμετοχές σε επιχειρηματικά κεφάλαια δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 1 % των δημοσιονομικών πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 18.

Περαιτέρω λεπτομέρειες εφαρμογής της συμμετοχής σε επιχειρηματικά κεφάλαια καθορίζονται στο παράρτημα.

Η συμμετοχή μπορεί να γίνει απευθείας στο ταμείο επενδύσεων ή σε ανάλογο χρηματοπιστωτικό οργανισμό ή σε κατάλληλο μέσο συνεπένδυσης που το διαχειρίζονται οι ίδιοι διαχειριστές του ταμείου 7

στ) ενδεχομένως, συνδυασμός των κοινοτικών ενισχύσεων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ), με σκοπό τη μεγιστοποίηση του κινήτρου που παρέχεται από τους διατιθέμενους δημοσιονομικούς πόρους, οι οποίοι πρέπει να χρησιμοποιούνται με τον πλέον οικονομικό τρόπο.

2. Οι μορφές κοινοτικής ενίσχυσης που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) χρησιμοποιούνται επιλεκτικά, ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των διαφόρων τύπων δικτύων και να διασφαλίζεται ότι οι ενισχύσεις αυτές δεν προκαλούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων στον εν λόγω τομέα.»

3. Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 5α

Πολυετές ενδεικτικό πρόγραμμα της Κοινότητας

1. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 6 και για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των κοινοτικών δράσεων, η Επιτροπή δύναται, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 17, να καταρτίζει ανά κλάδο ένα πολυετές ενδεικτικό πρόγραμμα σχετικά με τη χορήγηση δημοσιονομικών πόρων σύμφωνα με το άρθρο 18 (αποκαλούμενο στο εξής "πρόγραμμα"), βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών που αναφέρονται στο άρθρο 129 Γ της συνθήκης. Το πρόγραμμα βασίζεται στις αιτήσεις για χρηματοδοτικές ενισχύσεις που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 8 και λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη, και ιδίως τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 9.

2. Ένα πρόγραμμα πρέπει να απαρτίζεται αποκλειστικά από σχέδια κοινού ενδιαφέροντος ή/και συνεκτικές ομάδες σχεδίων κοινού ενδιαφέροντος, όπως έχουν καθοριστεί προηγουμένως στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στο άρθρο 129 Γ παράγραφος 1 της συνθήκης, σε συγκεκριμένους τομείς που αντιμετωπίζουν σημαντικές μακροπρόθεσμες χρηματοδοτικές ανάγκες.

3. Για κάθε σχέδιο ή ομάδα σχεδίων που αναφέρεται στην παράγραφο 2, το πρόγραμμα καθορίζει τα συνολικά ενδεικτικά ποσά και τα χρηματοδοτικά σχέδια, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων ετήσιων ποσών για τη χορήγηση της χρηματοδοτικής ενίσχυσης κατά τη χρονική περίοδο υλοποίησης του προγράμματος. Για τα πολυετή ενδεικτικά προγράμματα, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται περισσότερο από το 75 % των δημοσιονομικών πόρων που προβλέπονται στο άρθρο 18.

4. Το πρόγραμμα χρησιμεύει ως αναφορά για τις ετήσιες αποφάσεις διάθεσης των δημοσιονομικών πόρων σύμφωνα με το άρθρο 18, εντός των ετήσιων πιστώσεων του προϋπολογισμού. Η Επιτροπή ενημερώνει τακτικά την επιτροπή του άρθρου 17 σχετικά με την πρόοδο των προγραμμάτων και με τις τυχόν αποφάσεις που λαμβάνει η Επιτροπή για τη διάθεση των δημοσιονομικών πόρων σύμφωνα με το άρθρο 18.

Το πρόγραμμα επανεξετάζει, τουλάχιστον σε ενδιάμεσο στάδιο και κατά το 2005 ή ανάλογα με την πραγματική πρόοδο του (των) σχεδίου(-ων) ή της (των) ομάδας(-ων) σχεδίων και, εφόσον είναι αναγκαίο, αναθεωρείται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 17. Στη γνώμη της Επιτροπής για το πρόγραμμα, περιλαμβάνεται επίσης και γνώμη για τις παραμέτρους της τυχόν αναθεώρησης. Η ομαλή λειτουργία του προγράμματος, ιδίως σε σχέση με το ρόλο της επιτροπής του άρθρου 17, αποτελεί και αυτή μέρος της ενδιάμεσης επανεξέτασης.

Το πρόγραμμα περιλαμβάνει επίσης ένδειξη των άλλων πηγών χρηματοδότησης για τα οικεία σχέδια, ιδίως από άλλα κοινοτικά όργανα και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

5. Σε περίπτωση ουσιαστικών μεταβολών στην εφαρμογή του (των) σχεδίου(-ων) ή της (των) ομάδας(-ων) σχεδίων, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή.

Οι τροποποιήσεις των ενδεικτικών συνολικών ποσών που έχουν καθοριστεί στο πρόγραμμα για το (τα) σχέδιο(-α) ή την (τις) ομάδα(-ες) σχεδίων, που ενδέχεται να απαιτούνται λόγω των ανωτέρω μεταβολών, αποφασίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 17.»

4. Στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α), η όγδοη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«- ένα χρηματοοικονομικό σχέδιο, εκφρασμένο σε ευρώ ή σε εθνικό νόμισμα, το οποίο να αναφέρει όλα τα στοιχεία της οικονομικής συγκρότησης, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδοτικής ενίσχυσης που έχει ζητηθεί από την Κοινότητα, με τις διάφορες μορφές της, όπως μνηνονεύεται στο άρθρο 4, και από τοπικούς, περιφερειακούς ή εθνικούς κυβερνητικούς φορείς, καθώς και από ιδιωτικές πηγές, και της ενίσχυσης που έχει ήδη χορηγηθεί.»

5. Στο άρθρο 9, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Οι αιτούντες παρέχουν στην Επιτροπή οποιαδήποτε συναφή συμπληρωματική πληροφορία την οποία αιτείται, όπως τις παραμέτρους, τις κατευθυντήριες γραμμές και τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται η ανάλυση κόστους/οφέλους.»

6. Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Χορήγηση χρηματοδοτικής ενίσχυσης

Η Επιτροπή αποφασίζει τη χορήγηση χρηματοδοτικής ενίσχυσης δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ανάλογα με την αξιολόγηση της αίτησης με βάση τα κριτήρια επιλογής. Στην περίπτωση σχεδίων που περιγράφονται στα αντίστοιχα πολυετή ενδεικτικά προγράμματα τα οποία καταρτίζονται βάσει του άρθρου 5α, η Επιτροπή λαμβάνει τις ετήσιες αποφάσεις χορήγησης ενισχύσεων εντός των ορίων των ενδεικτικών χρηματοδοτικών κονδυλίων που προβλέπονται στο εν λόγω πρόγραμμα. Στην περίπτωση άλλων σχεδίων, οι αποφάσεις χορήγησης των ενισχύσεων λαμβάνονται με τη διαδικασία του άρθρου 17. Η Επιτροπή κοινοποιεί την απόφασή της απευθείας στους δικαιούχους και τα κράτη μέλη.»

7. Στο άρθρο 11, η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Η Επιτροπή καθορίζει, σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 17, τις διαδικασίες, το χρονοδιάγραμμα και τα ποσά των πληρωμών για τις επιδοτήσεις επιτοκίου, τις επιδοτήσεις των ασφαλίστρων των εγγυήσεων και την ενίσχυση που παρέχεται υπό μορφή συμμετοχής σε επιχειρηματικό κεφάλαιο, που προορίζονται για τα ταμεία επενδύσεων ή ανάλογους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, επίκεντρο της δραστηριότητας των οποίων είναι η χορήγηση επιχειρηματικών κεφαλαίων, για την υλοποίηση των σχεδίων για διευρωπαϊκά δίκτυα.»

8. Στο άρθρο 12 παράγραφος 1, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Για να εξασφαλιστεί η επιτυχής ολοκλήρωση των σχεδίων που χρηματοδοτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή, ο καθένας στον τομέα των αρμοδιοτήτων του, λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα.»

9. Στο άρθρο 13 παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α. Η Επιτροπή ακυρώνει τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε σχέδια, η υλοποίηση των οποίων δεν άρχισε μέσα σε μια διετία από την αναμενόμενη ημερομηνία έναρξής της, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στην απόφαση χορήγησης της ενίσχυσης, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αιτιολογούνται δεόντως από την Επιτροπή στην επιτροπή του άρθρου 17.»

10. Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

Συντονισμός

Η Επιτροπή ευθύνεται για το συντονισμό και τη συνοχή μεταξύ των σχεδίων και των προγραμμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 5α παράγραφος 1, τα οποία εκτελούνται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού και των σχεδίων που εκτελούνται με τη χορήγηση χρηματοδοτικών συνδρομών από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων και από άλλα κοινοτικά χρηματοδοτικά μέσα.»

11. Το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

Εκτίμηση, παρακολούθηση και αξιολόγηση

1. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή μεριμνούν ώστε τα σχέδια που εκτελούνται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού να υπόκεινται σε πραγματική παρακολούθηση και αξιολόγηση. Τα σχέδια μπορούν να προσαρμόζονται σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα της παρακολούθησης και της αξιολόγησης.

2. Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική χρήση των κοινοτικών ενισχύσεων, η Επιτροπή και τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη προβαίνουν σε συστηματική παρακολούθηση της πορείας προόδου των σχεδίων, οσάκις ενδείκνυται, με τη συνεργασία της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ή άλλων κατάλληλων φορέων.

3. Μόλις λάβει την αίτηση χορήγησης ενισχύσεως και προτού την εγκρίνει, η Επιτροπή προβαίνει σε εκτίμηση του σχεδίου, προκειμένου να κρίνει εάν το σχέδιο είναι σύμφωνο με τα κριτήρια και τους όρους που διατυπώνονται στα άρθρα 5 και 6. Η Επιτροπή καλεί, οσάκις χρειάζεται, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ή άλλους κατάλληλους φορείς να συμβάλλουν στην εκτίμηση αυτή.

4. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη κρίνουν τον τρόπο με τον οποίο εκτελέστηκαν τα σχέδια και προγράμματα και αξιολογούν τις επιπτώσεις που έχει η εκτέλεσή τους, ώστε να εκτιμήσουν εάν έχουν επιτευχθεί ή είναι δυνατόν να επιτευχθούν οι στόχοι που είχαν προβλεφθεί. Αυτή η εκτίμηση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις επιπτώσεις των σχεδίων για το περιβάλλον, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας. Η Επιτροπή μπορεί επίσης, έπειτα από διαβούλευση με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, να ζητήσει από τον δικαιούχο να προβεί σε ειδική αξιολόγηση σχεδίων ή ομάδων σχεδίων που ενισχύονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού ή να της παράσχει τα στοιχεία και τη συνδρομή που απαιτούνται για την αξιολόγηση των σχεδίων αυτών.

5. Η παρακολούθηση διενεργείται, οσάκις ενδείκνυται, με αναφορά σε φυσικούς και χρηματοδοτικούς δείκτες. Οι δείκτες αυτοί αναφέρονται στον ειδικό χαρακτήρα των σχεδίων και τους στόχους του. Οι δείκτες αυτοί πρέπει να είναι έτσι διαρθρωμένοι ώστε από αυτούς να προκύπτει:

- η πορεία του σχεδίου σε σχέση με το πρόγραμμα και τους λειτουργικούς στόχους που είχαν καθοριστεί αρχικά,

- η πρόοδος που σημειώθηκε όσον αφορά τη διαχείριση και τα συναφή με αυτήν προβλήματα.

6. Κατά την εξέταση των επιμέρους αιτήσεων χορήγησης ενισχύσεων, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τα πορίσματα των εκτιμήσεων και των αξιολογήσεων που πραγματοποιούνται βάσει του παρόντος άρθρου.

7. Η διαδικασία αξιολόγησης και παρακολούθησης, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, καθορίζεται στις αποφάσεις με τις οποίες εγκρίνονται τα σχέδια ή/και στις συμβατικές ρήτρες που αναφέρονται στη χρηματοδοτική ενίσχυση.»

12. Στο άρθρο 16, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Η Επιτροπή υποβάλλει κατ' έτος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών, έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια του παρόντος κανονισμού, για να τις εκτιμήσουν. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων που έχουν επιτευχθεί, με την κοινοτική ενίσχυση, σε διάφορα πεδία εφαρμογής, σε σχέση με τους αρχικούς στόχους, καθώς και ένα κεφάλαιο σχετικά με την ουσία και την εφαρμογή των τρεχόντων πολυετών προγραμμάτων, ιδίως τον απολογισμό των αναθεωρήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5α.»

13. Το άρθρο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 18

Δημοσιονομικοί πόροι

Το ποσό δημοσιονομικής αναφοράς για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, για την περίοδο 2000-2006, ανέρχεται σε ένα ευρώ.

Η αρμόδια επί του προϋπολογισμού αρχή εγκρίνει τις ετήσιες πιστώσεις εντός των ορίων των δημοσιονομικών προοπτικών.»

14. Το άρθρο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 19

Ρήτρα αναθεώρησης

Πριν από το τέλος του 2006, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συνεκτική έκθεση για την εμπειρία που απεκόμισε από τους μηχανισμούς που προβλέπονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, ιδίως από τον μηχανισμό που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε), και το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 129 Δ τρίτο εδάφιο της συνθήκης, εξετάζει εάν και υπό ποίες συνθήκες τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό θα συνεχιστούν ή θα τροποποιηθούν μετά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 18.»

15. Η λέξη «Ecu» αντικαθίσταται από τη λέξη «ευρώ» σε όλο το κείμενο.

16. Προστίθεται το κείμενο που περιέχεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Το άρθρο 1 σημείο 15 εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 1999.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

. . .,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

(1) ΕΕ C 175 της 9.6.1998, σ. 7.

(2) ΕΕ C 407 της 28.12.1998, σ. 120.

(3) Δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα.

(4) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 1998 (ΕΕ C 379 της 7.12.1998), κοινή θέση του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1998 και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της . . . (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(5) ΕΕ L 228 της 23.9.1995, σ. 1.

(6) ΕΕ L 139 της 11.5.1998, σ. 1.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

1. Όροι της κοινοτικής συνεισφοράς σε επιχειρηματικά κεφάλαια

Οι αιτήσεις χρηματοδοτικής συνδρομής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού, περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία, κατά τρόπο ικανοποιητικό για την επιτροπή του άρθρου 17 και στα οποία βασίζονται οι αποφάσεις περί χορηγήσεως συνδρομής:

- ενημερωτικό υπόμνημα με τις κυριότερες διατάξεις των καταστατικών εγγράφων του ταμείου, συμπεριλαμβανομένης της νομικής και διαχειριστικής διάρθρωσής του,

- λεπτομερείς επενδυτικές κατευθυντήριες γραμμές, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων για τα στοχοθετημένα σχέδια,

- στοιχεία για τη συμμετοχή επενδυτών του ιδιωτικού τομέα,

- στοιχεία για τη γεωγραφική κάλυψη,

- στοιχεία για την οικονομική βιωσιμότητα του ταμείου,

- στοιχεία για τα δικαιώματα των επενδυτών να αναλάβουν επανορθωτική δράση στην περίπτωση που δεν τηρούνται οι δεσμεύσεις που τους δόθηκαν από το ταμείο,

- στοιχεία για τους όρους εξόδου από το ταμείο και τις ρυθμίσεις σχετικά με την παύση λειτουργίας του ταμείου και

- δικαιώματα εκπροσώπησης των επενδυτών στις επιτροπές.

Πριν ληφθεί η απόφαση περί χορήγησης συνδρομής, το ενδιάμεσο ταμείο επενδύσεων ή άλλο ανάλογο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, πρέπει να αναλάβει την υποχρέωση να επενδύσει τουλάχιστον ποσό ίσο προς δυόμισυ φορές το ύψος της κοινοτικής συνεισφοράς, σε σχέδια:

- τα οποία έχουν αναγνωρισθεί προηγουμένως ως σχέδια κοινού ενδιαφέροντος σύμφωνα με το άρθρο 129 Γ παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο πρώτη περίπτωση της συνθήκης,

και

- τα οποία χρηματοδοτούνται τουλάχιστον εν μέρει από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του κανονισμού.

Η κοινοτική συνεισφορά σε ταμείο επενδύσεων ή άλλο ανάλογο χρηματοπιστωτικό οργανισμό, εφόσον παρέχεται υπό μορφή συμμετοχής σε επιχειρηματικά κεφάλαια, χορηγείται, κατ' αρχήν, μόνον υπό τον όρο ότι η κοινοτική συνεισφορά κατατάσσεται pari passu με τους άλλους επενδυτές του συγκεκριμένου ταμείου.

Τα ενισχυόμενα ταμεία επενδύσεων ή οι ανάλογοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οφείλουν να ακολουθούν τις αρχές της χρηστής οικονομικής διαχείρισης.

2. Όρια παρέμβασης και ανώτατο όριο επένδυσης

Οι συνεισφορές σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 1 % του συνόλου των πιστώσεων του προϋπολογισμού για τα διευρωπαϊκά δίκτυα έως το τέλος του 2006.

Η κοινοτική συνδρομή βάσει του εν λόγω άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε) δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20 % του συνολικού κεφαλαίου ταμείου επενδύσεων ή ανάλογου χρηματοπιστωτικού οργανισμού.

3. Διαχείριση της κοινοτικής συνεισφοράς

Η διαχείριση της κοινοτικής συνεισφοράς εξασφαλίζεται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (ΕΤΕ). Οι λεπτομερείς όροι και προϋποθέσεις για την εφαρμογή της κοινοτικής ενίσχυσης, δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης και του ελέγχου της, καθορίζονται σε συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της επιτροπής και του ΕΤΕ, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του παρόντος παραρτήματος.

4. Άλλες διατάξεις

Οι διατάξεις σχετικά με την εκτίμηση, παρακολούθηση και αξιολόγηση, όπως διευκρινίζονται στον κανονισμό, εφαρμόζονται πλήρως στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για τους όρους χορήγησης της κοινοτικής ενίσχυσης, τον οικονομικό έλεγχο και τη μείωση, αναστολή και ακύρωση της συνδρομής. Αυτό εξασφαλίζεται μεταξύ άλλων μέσω καταλλήλων διατάξεων στη συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και του ΕΤΕ και μέσω κατάλληλων συμφωνιών με τα ταμεία επενδύσεων ή ανάλογους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που προβλέπουν τους απαιτούμενους ελέγχους στο επίπεδο των διαφόρων σχεδίων κοινού ενδιαφέροντος. Θεσπίζονται κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να μπορεί το Ελεγκτικό Συνέδριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να ασκεί την αποστολή του, ιδίως για να ελέγχει το νομότυπο των πληρωμών.

Οι πληρωμές, βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού, διέπονται από το άρθρο 11 παράγραφος 7 παρά το άρθρο 11 παράγραφος 6. Μετά το τέλος της επενδυτικής περιόδου ή, ενδεχομένως, και ενωρίτερα, τα οποιαδήποτε υπόλοιπα που προκύπτουν από επιστροφές επενδεδυμένων κεφαλαίων ή από τη διανομή κερδών και κεφαλαιακών προσόδων και από κάθε είδους διανεμόμενα ποσά που οφείλονται στους επενδυτές, επιστρέφονται στον προϋπολογισμό της Κοινότητας.

Όλες οι αποφάσεις για τη χορήγηση συμμετοχών σε επιχειρηματικά κεφάλαια, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού, υποβάλλονται στην επιτροπή του άρθρου 17.

Η Επιτροπή δίνει τακτικά αναφορά στην εν λόγω επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή των συμμετοχών σε επιχειρηματικά κεφάλαια, δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε).

Πριν το τέλος του 2006, η Επιτροπή, ενεργώντας στα πλαίσια του άρθρου 15 του κανονισμού, προβαίνει σε αξιολόγηση των ενεργειών που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε), ιδίως για τη χρησιμοποίησή του, τα αποτελέσματά του στην υλοποίηση των ενισχυόμενων σχεδίων διευρωπαϊκών δικτύων και τη συμμετοχή επενδυτών του ιδιωτικού τομέα στα χρηματοδοτούμενα σχέδια.»

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Στις 11 Μαΐου 1998, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο, στα πλαίσια των προτάσεών της σχετικά με την Ατζέντα 2000, την προαναφερόμενη πρόταση κανονισμού, που βασίζεται στο άρθρο 129 Δ της συνθήκης ΕΚ, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2236/95. Όσον αφορά την έκδοση του εν λόγω κανονισμού, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 189 Γ της συνθήκης.

2. Στις 19 Νοεμβρίου 1998, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διατύπωσε τη γνώμη του μετά από την πρώτη ανάγνωση.

Στις 4 Δεκεμβρίου 1998, η Επιτροπή υπέβαλε τροποποιημένη πρόταση σύμφωνα με το άρθρο 189 Α παράγραφος 2 της συνθήκης. Η τροποποιημένη αυτή πρόταση λαμβάνει υπόψη τις τροπολογίες που περιέχονται στη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξε η ομάδα εργασίας του Συμβουλίου σχετικά με την αρχική πρόταση.

3. Στις 21 Δεκεμβρίου 1998 το Συμβούλιο καθόρισε την κοινή του θέση σύμφωνα με το άρθρο 189 Γ στοιχείο α) της συνθήκης.

II. ΣΤΟΧΟΣ

Στόχος της προαναφερόμενης πρότασης είναι ιδίως:

- η αντικατάσταση, για τα περισσότερα σχέδια, της υφιστάμενης ετήσιας διαδικασίας χορήγησης της χρηματοδότησης για τα διευρωπαϊκά δίκτυα με διαδικασία που θα βασίζεται σε πολυετή ενδεικτικά προγράμματα,

- η εισαγωγή της συμμετοχής σε κεφάλαια υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου υπέρ χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων με πρωταρχικό στόχο την παροχή κεφαλαίων υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου για σχέδια διευρωπαϊκών δικτύων ως πιθανή μορφή κοινοτικής ενίσχυσης.

Η κοινή θέση η οποία καθορίστηκε από το Συμβούλιο περιέχει τις ακόλουθες δύο σημαντικές καινοτομίες. Διευκρινίζει την έννοια των πολυετών ενδεικτικών προγραμμάτων και εκθέτει επίσης τους όρους και τις λεπτομέρειες εφαρμογής της συμμετοχής κοινοτικών κεφαλαίων υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου.

Η Επιτροπή θα εκπονήσει πολυετή ενδεικτικά προγράμματα ανά τομέα. Τα προγράμματα αυτά θα απαρτίζονται αποκλειστικά από σχέδια ή ομάδες σχεδίων κοινού ενδιαφέροντος και θα καλύπτουν συγκεκριμένους τομείς για τους οποίους έχει προσδιορισθεί ότι έχουν σημαντικές χρηματοδοτικές ανάγκες για μεγάλο χρονικό διάστημα. Για τους στόχους των εν λόγω πολυετών ενδεικτικών προγραμμάτων θα χρησιμοποιηθεί ποσοστό μέχρι 75 % των δημοσιονομικών πόρων οι οποίοι χορηγούνται για τα διευρωπαϊκά δίκτυα. Τα προγράμματα αυτά θα χρησιμεύουν ως αναφορά για τις ετήσιες αποφάσεις χορήγησης των δημοσιονομικών πόρων. Προκειμένου να γίνουν πιθανές τροποποιήσεις των συνολικών ενδεικτικών ποσών που καθορίζονται από ένα πρόγραμμα για τα σχέδια ή ομάδες σχεδίων απαιτείται απόφαση της Επιτροπής η οποία υπόκειται σε διαδικασία επιτροπής.

Η συμμετοχή κεφαλαίων υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου σε επενδυτικά ταμεία ή παρόμοιες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις υπόκειται σε ορισμένους όρους και περιορισμούς. Οι επιχειρήσεις που είναι επιλέξιμες για συμμετοχή σε κοινοτικά κεφάλαια υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου πρέπει να έχουν ως πρωταρχικό στόχο τη χρηματοδότηση σχεδίων διευρωπαϊκών δικτύων και πρέπει να συνεπάγονται σημαντικές επενδύσεις από μέρους του ιδιωτικού τομέα. Θα διατεθεί μέχρι 1 % των δημοσιονομικών πόρων για τα διευρωπαϊκά δίκτυα για τη συμμετοχή αυτή σε κεφάλαια υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου. Η κοινή θέση του Συμβουλίου διευκρινίζει σε παράρτημα του σχεδίου κανονισμού ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής οι οποίες κατά τη γνώμη του Συμβουλίου είναι απαραίτητες και οι οποίες αφορούν ειδικότερα τις απαιτήσεις όσον αφορά τους δικαιούχους, τη διαχείριση από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων και τις λεπτομέρειες αξιολόγησης και ελέγχου αυτής της μορφής ενίσχυσης.

Λαμβάνοντας υπόψη τη νέα πολυετή προσέγγιση, η κοινή θέση του Συμβουλίου περιέχει επίσης αριθμό άλλων προτεινομένων προσαρμογών όσον αφορά τη χορήγηση της ενίσχυσης, την αξιολόγηση και την εποπτεία.

Ωστόσο, το Συμβούλιο θα μπορούσε να μην ακολουθήσει την πρόταση της Επιτροπής για τη διεύρυνση ορισμένων ορίων της κοινοτικής χρηματοδοτικής ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, η κοινή θέση δεν περιλαμβάνει ούτε την προτεινόμενη αύξηση του ορίου της κοινοτικής ενίσχυσης από 10 % σε 20 % του συνολικού επενδυτικού κόστους, ούτε την προτεινόμενη παράταση της μέγιστης διάρκειας των επιδοτήσεων επιτοκίων.

Το Συμβούλιο συμφώνησε να περιληφθεί στο τελικό κείμενο του κανονισμού διάταξη με ποσό δημοσιονομικής αναφοράς για την περίοδο 2000-2006. Ωστόσο, ελλείψει συμφωνημένου ποσού για τη χρηματοδότηση των ΔΕΔ στα πλαίσια των νέων δημοσιονομικών προοπτικών, το Συμβούλιο δεν μπορεί παρά να εισαγάγει στην κοινή του θέση ένα συμβολικό ποσό δημοσιονομικής αναφοράς ύψους ενός ευρώ.

Στα πλαίσια αυτά, το Συμβούλιο και η Επιτροπή συμφώνησαν να καταχωρηθεί η ακόλουθη δήλωση στα πρακτικά του Συμβουλίου:

«1. Το Συμβούλιο καθόρισε την παρούσα κοινή θέση με βάση την πρόταση της Επιτροπής.

2. Το Συμβούλιο δηλώνει ότι το τελικό ποσό δημοσιονομικής αναφοράς για τα ΔΕΔ για την περίοδο 2000-2006 θα περιληφθεί στο άρθρο 18 της παρούσας κοινής θέσης, και, κατόπιν τούτου, συμφωνεί να μην εκδοθεί ο κανονισμός πριν επιτευχθεί τελική συμφωνία σχετικά με τις νέες δημοσιονομικές προοπτικές στα πλαίσια της Ατζέντας 2000, τηρουμένων των διαδικασιών της συνθήκης.

3. Η Επιτροπή κρίνει ότι το εν λόγω ποσό περιλαμβάνεται στην πρότασή της.»

III. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ ΣΕ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Α. Η κοινή θέση του Συμβουλίου λαμβάνει υπόψη σημαντικό μέρος των τροπολογιών που περιέχονται στη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων περιλαμβάνονται επίσης στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής. Κατόπιν τούτου:

- όσον αφορά τη συμμετοχή σε κεφάλαια υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου, το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της κοινής θέσης απαιτεί οι επιλέξιμες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν σημαντικές επενδύσεις από μέρους του ιδιωτικού τομέα (τροπολογία αριθ. 10 της γνώμης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου),

- στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) και παράγραφος 2 της κοινής θέσης διευκρινίζονται οι πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτίμηση των αιτήσεων, ιδίως σε σχέση με την πιθανή χρηματοδοτική ενίσχυση από άλλες πηγές και αναλύσεις κόστους-ωφελειών (τροπολογίες αριθ. 3, 16 και 17 της γνώμης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου),

- το άρθρο 16 παράγραφος 1 της κοινής θέσης ορίζει ότι η ουσία και η εφαρμογή των πολυετών προγραμμάτων θα αποτελέσει ένα από τα κεφάλαια της ετήσιας έκθεσης την οποία θα υποβάλει η Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών (τροπολογία αριθ. 20 της γνώμης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου),

- στην κοινή θέση περιλαμβάνεται ένα άρθρο 18 με ποσό δημοσιονομικής αναφοράς για την περίοδο 2000-2006 (τροπολογία αριθ. 22 της γνώμης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 7 ωστόσο, τα ποσά διαφέρουν λόγω των θεωρήσεων του Συμβουλίου που εκτίθενται στο σημείο II) 7

- το άρθρο 19 της κοινής θέσης εισάγει ρήτρα αναθεώρησης με ελάχιστα διαφορετική διατύπωση (τροπολογία αριθ. 23 της γνώμης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου),

- η αναμενόμενη συμβολή των κεφαλαίων υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου για την προώθηση δημόσιων-ιδιωτικών εταιρικών σχέσεων για την υλοποίηση σχεδίων διευρωπαϊκών δικτύων υπογραμμίζεται σε νέα αιτιολογική παράγραφο αριθ. 3 της κοινής θέσης (τμήμα της τροπολογίας αριθ. 6 της γνώμης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου),

- το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) τρίτη περίπτωση της κοινής θέσης δεν περιλαμβάνει την προτεινόμενη προνομιακή μεταχείριση μελετών που έχουν αναληφθεί με πρωτοβουλία της Επιτροπής (τμήμα της τροπολογίας αριθ. 8).

Β. Ωστόσο, το Συμβούλιο δεν δέχθηκε να περιλάβει στην κοινή του θέση άλλες τροπολογίες οι οποίες περιέχονται στη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μολονότι είχαν γίνει αποδεκτές από την Επιτροπή, και τούτο για τους ακόλουθους λόγους:

- αυτό θα υπερέβαινε το συγκεκριμένο στόχο και τη νομική βάση του κανονισμού αυτού (τροπολογία αριθ. 1 η οποία αναφέρεται στο συντονισμό με τα Phare και Ispa),

- αυτό θα προσέθετε ένα πρόσθετο και δύσχρηστο κριτήριο για την επιλογή των σχεδίων (τροπολογία αριθ. 4 σχετικά με τις επιπτώσεις σε επίπεδο περιφερειακού προγραμματισμού),

- αυτό θα εισήγαγε υποχρεώσεις διαφήμισης οι οποίες θα ήταν δυσανάλογες σε σχέση με την ενεχόμενη κοινοτική χρηματοδότηση (τροπολογίες αριθ. 7 και 19),

- αυτό θα προκαλούσε δυσανάλογη αύξηση του στοιχείου επιδότησης του επιτοκίου (τροπολογία αριθ. 9 σχετικά με παράταση της μέγιστης διάρκειας των επιδοτήσεων επιτοκίου από πέντε σε επτά έτη),

- αυτό θα προκαλούσε δυσανάλογη επιβάρυνση όσον αφορά τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών για τους αιτούντες κοινοτική ενίσχυση (τροπολογίες αριθ. 14, 15 και 18).

Η κοινή θέση του Συμβουλίου δεν περιλαμβάνει άλλες τροπολογίες από εκείνες που περιέχονται στη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και δεν έγιναν αποδεκτές από την Επιτροπή, γιατί:

- θα περιόριζαν την απαιτούμενη ευελιξία όσον αφορά την εφαρμογή των πολυετών προγραμμάτων (τροπολογία αριθ. 11 η οποία προτείνει ακριβή ανάλυση της χρηματοδότησης διαφόρων τρόπων μεταφοράς και τροπολογία αριθ. 13 με την οποία προτείνεται να χρησιμοποιηθούν το πολύ 50 % των κοινοτικών επιδοτήσεων για σχέδια προτεραιότητας),

- θα περιέπλεκαν τη εφαρμογή του κανονισμού χωρίς πραγματική προστιθέμενη αξία (τροπολογία αριθ. 25 με την οποία προτείνεται η εξέταση κάθε επί μέρους εναλλακτικής χρηματοδοτικής δυνατότητας και συνδυασμοί μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα),

- θα υπερέβαιναν το συγκεκριμένο στόχο ή/και τη νομική βάση του κανονισμού αυτού (τροπολογία αριθ. 26 για έναν αυστηρότερο συντονισμό μεταξύ ρητώς αναφερομένων κοινοτικών μέσων 7 τροπολογία αριθ. 21 η οποία προτείνει μια νέα διαδικασία επιτροπής διαφορετική από την απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 1987 7 τροπολογία αριθ. 5 η οποία επιβάλλει περαιτέρω υποχρεώσεις συντονισμού μεταξύ κρατών μελών),

- θα μετέφεραν ορισμένες ευθύνες από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή και, κατά συνέπεια δεν θα ήταν λογικά συνεπείς με την αρχή της επικουρικότητας (τροπολογία αριθ. 27 με την οποία προτείνεται συστηματική αξιολόγηση συγκεκριμένων σχεδίων από την Επιτροπή 7 τροπολογία αριθ. 24 η οποία προτείνει δήλωση από μέρους της Επιτροπής όσον αφορά τον αντίκτυπο για το περιβάλλον).

IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το Συμβούλιο κρίνει ότι η κοινή του θέση:

- όσον αφορά το περιεχόμενο και τη χρονική στιγμή καθορισμού της, συμμορφώνεται πλήρως με την εντολή που δόθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Κάρδιφ,

- λαμβάνει υπόψη τη γνώμη που διατύπωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και περιλαμβάνει ορισμένες σημαντικές ειδικές τροπολογίες που περιέχονται στη γνώμη αυτή,

- αντικατοπτρίζει την έκτακτη κατάσταση εξαιτίας της οποίας στην παρούσα φάση μπορεί να περιληφθεί μόνον συμβολικό και όχι ακόμη οριστικό ποσό δημοσιονομικής αναφοράς και εξαιτίας της οποίας το οριστικό αυτό ποσό θα πρέπει να ενσωματωθεί μόνον αφού επιτευχθεί τελική συμφωνία όσον αφορά τις νέες δημοσιονομικές προοπτικές.