Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με τη «Λευκή Βίβλο για τον εκσυγχρονισμό των κανόνων εφαρμογής των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ - Πρόγραμμα της Επιτροπής αριθ. 99/027»
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 051 της 23/02/2000 σ. 0055 - 0066
Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με τη "Λευκή Βίβλο για τον εκσυγχρονισμό των κανόνων εφαρμογής των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ - Πρόγραμμα της Επιτροπής αριθ. 99/027" (2000/C 51/15) Στις 10 Μαΐου 1999, και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή, αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανωτέρω βίβλο. Το τμήμα "Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση", στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 25 Νοεμβρίου 1999 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. Bagliano (Συνεισηγητής: ο κ. Lustenhouwer). Κατά την 368η η σύνοδο ολoμέλειάς της (συνεδρίαση της 8ης Δεκεμβρίου), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 68 ψήφους υπέρ και 2 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση. Εισαγωγή 1) Στον τομέα της νομοθεσίας ανταγωνισμού που εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις, η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας θεσπίζει γενικούς κανόνες σχετικά με τις περιοριστικές συμφωνίες και τις εναρμονισμένες πρακτικές (άρθρο 81, πρώην άρθρο 85) καθώς και με τις καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης (άρθρο 82, πρώην άρθρο 86)(1). Η Συνθήκη αναθέτει στο Συμβούλιο την αρμοδιότητα έκδοσης των αναγκαίων πράξεων για την εφαρμογή των κανόνων αυτών (άρθρο 83, πρώην άρθρο 87). 2) Το 1962 το Συμβούλιο εξέδωσε τον Κανονισμό αριθ. 17, πρώτο κανονισμό εφαρμογής των άρθρων 81 και 82. Ο Κανονισμός αυτός θέσπισε το σύστημα εποπτείας και τις διαδικασίες εκτέλεσης που εφάρμοσε η Επιτροπή για περισσότερο από 35 χρόνια χωρίς καμία σημαντική τροποποίηση. 3) Ο Κανονισμός αριθ. 17 αναθέτει στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να εφαρμόσει άμεσα τις απαγορεύσεις που περιλαμβάνονται στα άρθρα 81 και 83. Επιπλέον, της παρέχει κατ'αποκλειστικότητα την εξουσία να κηρύσσει - κατόπιν αιτήματος των ενδιαφερομένων (κοινοποίηση)- ανεφάρμοστη την απαγόρευση που ορίζεται από το άρθρο 81, παράγραφος 1, κατά την έννοια της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου, όσον αφορά την τήρηση των όρων που προβλέπονται στην εν λόγω παράγραφο. 4) Σύμφωνα με την κοινοτική ορολογία, τούτο σημαίνει ότι ο Κανονισμός αριθ. 17 παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να "εγκρίνει" - δια της χορήγησης "απαλλαγής" από την απαγόρευση - την εφαρμογή συμφωνιών ή πρακτικών που έχουν κοινοποιηθεί προς το σκοπό αυτό από τα ενδιαφερόμενα μέρη, με το αιτιολογικό ότι ενδέχεται μεν να εμπίπτουν στην απαγόρευση, αλλά δύνανται να τύχουν "απαλλαγής" βάσει των όρων του άρθρου 81, παράγραφος 3. 5) Κατ'αποκλειστικότητα, επίσης, αναγνωρίζεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα υιοθέτησης, κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, "αρνητικής πιστοποίησης" δια της οποίας βεβαιώνεται ότι δεν υφίστανται οι όροι εφαρμογής των απαγορεύσεων που προβλέπονται από τα άρθρα 81, παράγραφος 1, και 82. 1. Η "μεταρρύθμιση" που προτείνεται στη Λευκή Βίβλο 1.1. Αιτιολόγηση 1.1.1. Σύμφωνα με τη Λευκή Βίβλο απαιτείται η εις βάθος μεταρρύθμιση του συστήματος που εισήχθη με τον Κανονισμό αριθ. 17. 1.1.2. Ο βασικότερος λόγος που αιτιολογεί την πρόταση "μεταρρύθμισης" συνίσταται στο γεγονός ότι, κατά το παρόν στάδιο της κοινοτικής οικονομίας και της διαδικασίας κοινοτικής ενοποίησης και ενόψει των νέων προκλήσεων που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση - ιδίως όσον αφορά τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ένταξη των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και της Κύπρου - απαιτείται η υπέρβαση του συγκεντρωτικού συστήματος αρμοδιοτήτων που θεσπίζεται στον προαναφερθέντα Κανονισμό. Ειδικότερα, προκειμένου να εξασφαλισθεί μελλοντικά η αποτελεσματική εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, απαιτείται να απαλλαχθεί η Επιτροπή των υποχρεώσεων που απορρέουν από το "μονοπώλιό" της όσον αφορά την εξουσία χορήγησης "απαλλαγής", κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 3. 1.1.3. Η εν λόγω επιλογή εξαρτάται και από μια πληθώρα άλλων λόγων. Κατ' αρχήν, εκτιμάται ότι ο φόρτος εργασίας της Επιτροπής δεν είναι πλέον αιτιολογημένος, καθώς και ότι θα μπορούσε να επιδεινωθεί περαιτέρω από άποψη χρόνου και απαιτούμενων πόρων. Επιπλέον, πιστεύεται ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν επιτρέπουν πια στην Επιτροπή να ασκήσει αποτελεσματικά την εξουσία "απαλλαγής" την οποία διαθέτει και ότι την εμποδίζουν να επικεντρώσει τις προσπάθειές της στην καταπολέμηση των μεγάλων μονοπωλίων και των διεθνών συμπράξεων (καρτέλ). 1.1.3.1. Οι υποχρεώσεις που βαρύνουν την Επιτροπή δεν θεωρούνται πλέον αιτιολογημένες, διότι έχει πια δημιουργηθεί ένα σύστημα - το οποίο βασίζεται σε προγενέστερες συναφείς καταστάσεις και σε κανονιστικές ρυθμίσεις - που είναι σε θέση να παρέχει στις επιχειρήσεις την ασφάλεια δικαίου την οποία αρχικά μόνον οι αποφάσεις περί απαλλαγής δυνάμει του Κανονισμού αριθ. 17 μπορούσαν να διασφαλίσουν, κατά τρόπο ώστε να αντισταθμίζεται η αβέβαιη ερμηνεία ή η έλλειψη εμπειρίας. 1.1.3.2. Η αναποτελεσματικότητα του συστήματος καταδεικνύεται τόσο από την υπερβολική διάρκεια των διαδικασιών για τη χορήγηση απαλλαγής όσο και από τον πενιχρό αριθμό υποθέσεων που ολοκληρώνονται με τη λήψη τελικής αποφάσεως, παρά τα όσα μέτρα έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού. 1.1.3.3. Στη Λευκή Βίβλο υποστηρίζεται ότι ένας ακόμη λόγος ο οποίος συνηγορεί υπέρ της "μεταρρύθμισης" είναι ότι οι εθνικές αρχές και τα δικαστήρια είναι συχνά πολύ περισσότερο σε θέση να παρεμβαίνουν αποτελεσματικότερα απ'ό,τι η Επιτροπή και κατά κανόνα διαθέτουν τη δικαιοδοτική ικανότητα και τους πόρους που απαιτούνται προς το σκοπό αυτό. 1.2. Στόχοι 1.2.1. Η "μεταρρύθμιση" που προτείνεται στην Λευκή Βίβλο αφορά τη μετάβαση σε ένα αποκεντρωμένο σύστημα για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 81 και 82, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζονται τα εξής: - η ελάφρυνση του αδικαιολόγητου και πολυδάπανου φόρτου εργασίας της Επιτροπής που προκύπτει από το ισχύον σύστημα· - η παροχή στην Επιτροπή της συνακόλουθης δυνατότητας να επικεντρώσει τις προσπάθειές της και τα δέοντα μέσα για την εκπλήρωση των κυριοτέρων θεσμικών της υποχρεώσεων επί θεμάτων ανταγωνισμού· - η εποικοδομητική συνεισφορά των εθνικών αρχών και δικαστηρίων κατά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που διέπουν τις επιχειρήσεις· - η διατήρηση του καθοδηγητικού, ελεγκτικού και παρεμβατικού ρόλου της Επιτροπής για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και της αναγκαίας εξέλιξής του· - η εξάλειψη του κινδύνου καταχρηστικής χρήσεως που εμπεριέχει (σύμφωνα με την εμπειρία της Επιτροπής) το σύστημα της "κοινοποίησης" για τη "χορήγηση απαλλαγής" κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 3(2). 1.2.2. Πρόσθετο στόχο αποτελεί η εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού βάσει πιο οικονομικών και λιγότερο τυπικών κριτηρίων απ'ό,τι κατά το παρελθόν, προκειμένου να προβληθεί περισσότερο η ανάγκη πάταξης των δυνητικών αντιανταγωνιστικών επιπτώσεων που απορρέουν είτε από ενέργειες είτε από συμφωνίες επιχειρήσεων, οι οποίες πραγματικά κατέχουν ισχυρή θέση στην αγορά. 1.3. Μετάβαση από ένα σύστημα "έγκρισης" σε ένα σύστημα "εκ του νόμου εξαίρεσης" 1.3.1. Κατά την Επιτροπή, για την επίτευξη των επιδιωκομένων στόχων απαιτείται η αντικατάσταση του ισχύοντος συστήματος "απαλλαγής" από ένα σύστημα "εκ του νόμου εξαίρεσης". Τούτο σημαίνει ότι με την προτεινόμενη "μεταρρύθμιση" δεν θα απαιτείται πλέον ειδική πράξη έγκρισης της Επιτροπής, διότι καθίσταται δυνατή η μη εφαρμογή της απαγόρευσης των συμπράξεων και των περιοριστικών πρακτικών, όπως ορίζεται στο άρθρο 81, παράγραφος 3. Η δυνατότητα να ισχύσει η μη εφαρμογή της απαγόρευσης θα προκύψει πράγματι "ipso iure" (εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από το άρθρο 81, παράγραφος 3), τη στιγμή κατά την οποία θα ανακύψει η συμφωνία ή η πρακτική που ενδέχεται να αντίκειται στο άρθρο 81, παράγραφος 1. Αυτό το νέο σύστημα καλείται "εκ του νόμου εξαίρεση" διότι η "απαλλαγή" απορρέει σε οιαδήποτε περίπτωση απευθείας εκ του νόμου. 1.3.2. Η μοναδική εξαίρεση στον νέο κανόνα συνίσταται στο γεγονός ότι η Επιτροπή διατηρεί τη δυνατότητα υιοθέτησης "Κανονισμών απαλλαγής κατά κατηγορίες", αλλά και ειδικών απαλλαγών για τις συμφωνίες "παραγωγικής κοινοπραξίας". Η Επιτροπή προτίθεται όντως να ασχολείται συχνά με τις απαλλαγές κατά κατηγορίες μέσω κανονισμών οι οποίοι θα έχουν ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από τους προγενέστερους και θα βασίζονται περισσότερο στην εξέταση των οικονομικών παραμέτρων των νομικών/επίσημων πτυχών(3) Όσον αφορά τις συμφωνίες "παραγωγικής κοινοπραξίας", οι οποίες επί του παρόντος εκλαμβάνονται ως συμπράξεις - και υπό αυτή την έννοια απαγορεύονται ή εξαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 81, παράγραφος 1 - θα υπόκεινται, βάσει της "μεταρρύθμισης", στη διαδικασία που προβλέπεται από τον κανονισμό για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων. 1.4. Δυνητικές επιπτώσεις της "μεταρρύθμισης" που προτείνεται στη Λευκή Βίβλο 1.4.1. Οι συμφωνίες οι οποίες πληρούν τους όρους που προβλέπονται από το άρθρο 81, παράγραφος 3, θα εκλαμβάνονται ως έγκυρες από τη στιγμή της σύναψής τους. Δεδομένου ότι δεν απαιτείται πλέον πράξη έγκρισης της Επιτροπής, δεν θα υφίσταται εφεξής το παραμικρό κώλυμα για την εφαρμογή του συνόλου των διατάξεων του άρθρου 81 εκ μέρους των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων και αρχών επί θεμάτων ανταγωνισμού. Συνεπώς, και τα εθνικά δικαστήρια και οι αρχές θα έχουν τη δυνατότητα να εγκρίνουν πλήρως τις πράξεις και τις υποθέσεις που θα τους υποβάλλονται προς εξέταση, χωρίς να απαιτείται να αναστέλλουν τη δική τους διαδικασία έως ότου αποφανθεί η Επιτροπή επί του θέματος (οπότε εξαλείφεται ο κίνδυνος ενδεχόμενων ανάρμοστων καταχρήσεων). Υπό αυτό το πρίσμα, η πρόταση της Λευκής Βίβλου αποτελεί συνεπώς αναγκαίο συμπλήρωμα του περιεχομένου των ανακοινώσεων που άπτονται της συνεργασίας με τα εθνικά δικαστήρια και τις εθνικές αρχές(4), με στόχο την ευρεία και αποκεντρωμένη εφαρμογή του άρθρου 81. 1.4.2. Σύμφωνα με το πνεύμα που διέπει την προτεινόμενη "μεταρρύθμιση", υφίσταται πλήρης αλληλεξάρτηση μεταξύ της "αποκέντρωσης" και του συστήματος της εκ του νόμου εξαίρεσης, διότι η εφαρμογή της μιας συνιστώσας προϋποθέτει απαραιτήτως την ύπαρξη και της άλλης. Πράγματι, η ουσιαστική και αποκεντρωμένη εφαρμογή του άρθρου 81 είναι αδύνατον να επιτευχθεί σε περίπτωση που τα εθνικά δικαστήρια και οι αρχές δεν δύνανται να κρίνουν, αφενός, εάν υφίσταται παράβαση και, αφετέρου, εάν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για τη χορήγηση "απαλλαγής" (άρθρο 81, παράγραφος 3). Από την άλλη πλευρά, εάν δεν παρέχεται η δυνατότητα - σε περίπτωση αμφισβήτησης εκ μέρους τρίτων - να γίνεται χρήση της "εκ του νόμου εξαίρεσης" έναντι των εθνικών δικαστηρίων και αρχών (που, με την αποκέντρωση, έχουν ως αρμοδιότητα να κρίνουν εάν και κατά πόσον υφίσταται παράβαση), τότε διακυβεύεται αυτό καθ'εαυτό το δικαίωμα υπεράσπισης των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, οι οποίες δεν θα δύνανται πλέον - σύμφωνα με τη μεταρρύθμιση - να προασπίζουν τα συμφέροντά τους καταφεύγοντας στο σύστημα της "κοινοποίησης". 1.5. Τα "άλλα μέτρα" που προβλέπει η Λευκή Βίβλος 1.5.1. Η Λευκή Βίβλος προβλέπει διάφορα άλλα μέτρα ή επισημαίνει τη σκοπιμότητα εξέτασής τους. Τα εν λόγω μέτρα αποσκοπούν κατά κύριο λόγο στο να διευκολύνουν την εύρυθμη υλοποίηση της μεταρρύθμισης, καθώς και την επίτευξη των διαφόρων στόχων που λειτουργούν συμπληρωματικά μεταξύ τους (και εκτίθενται ανωτέρω στο σημείο 1.2.1). 1.5.2. Ορισμένα μέτρα εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Το πρώτο εξ αυτών αφορά την ανάθεση εξουσίας για την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 στις αρμόδιες επί θεμάτων ανταγωνισμού αρχές, εκ μέρους των κρατών μελών που δεν το έχουν πράξει ακόμη. Αντίθετα, η αναγνώριση ανάλογης εξουσίας στα εθνικά δικαστήρια δεν είναι αναγκαία, δεδομένου ότι η εξουσία αυτή παρέχεται ήδη από τη Συνθήκη, σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου. 1.5.3. Άλλα μέτρα αποβλέπουν στη διατήρηση και, άρα, στη διασφάλιση του καθοδηγητικού και ελεγκτικού ρόλου της Επιτροπής. Ως προς τούτο, αναγνωρίζεται ότι ο καθοδηγητικός ρόλος θα πρέπει να ασκείται είτε δια της υιοθέτησης γενικών μέτρων, όπως "ανακοινώσεων" και "κανονισμών", είτε με ειδικές παρεμβάσεις. Μεταξύ των ειδικών παρεμβάσεων αναφέρεται η αρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδίδει αποφάσεις όσον αφορά τις σημαντικότερες υποθέσεις ή τις περιπτώσεις που αφορούν την αντιμετώπιση νέων προβλημάτων στον τομέα του ανταγωνισμού. 1.5.4. Η δυνατότητα παρέμβασης, καθώς και άλλα μέτρα και αρχές, θα έχουν ως κύριο στόχο την επίτευξη συντονισμού και σύνδεσης των δραστηριοτήτων των εθνικών αρχών, πάντοτε σύμφωνα με τον καθοδηγητικό ρόλο της Επιτροπής. Πράγματι, κατά την Επιτροπή (σημείο αριθ. 91 της Λευκής Βίβλου), "Έπειτα από 35 χρόνια εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, είναι σήμερα αναγκαίο να γίνει καλύτερη χρήση της συμπληρωματικότητας μεταξύ των εθνικών αρχών και της Επιτροπής και να προωθηθεί η εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού μέσω ενός δικτύου αρχών οι οποίες θα ενεργούν με βάση ορισμένες κοινές αρχές και σε στενή συνεργασία." 1.5.4.1. Ο συντονισμός θα εξαρτηθεί, επίσης, από την εφαρμογή συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τις εκκρεμούσες υποθέσεις και τις λαμβανόμενες αποφάσεις, με τη συμμετοχή - πέραν της Επιτροπής - είτε των δικαστηρίων είτε των αρμοδίων επί θεμάτων ανταγωνισμού αρχών εκάστου κράτους μέλους. Η πρωτοβουλία του συντονισμού θα εμπίπτει μεν κατ'εξοχήν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής, αλλά η επιτυχία του θα εξαρτηθεί και από τη συνεργασία των υπολοίπων μελών του "δικτύου". 1.5.4.2. Επιπλέον, προβλέπεται ότι ο συντονισμός μεταξύ των "αποφάσεων" της Επιτροπής και εκείνων των αρμοδίων επί θεμάτων ανταγωνισμού αρχών θα διασφαλίζεται από τη "συμβουλευτική επιτροπή συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων" (όπου εκπροσωπούνται τα κράτη μέλη), στην οποία ανατίθενται νέα ενισχυμένα καθήκοντα. 1.5.4.3. Η Επιτροπή δύναται να παρεμβαίνει τόσο πριν από την υιοθέτηση των οριστικών αποφάσεων όσο και εν συνεχεία, σε περίπτωση που είτε διαφωνεί με τις αποφάσεις αυτές είτε εκτιμά ότι απαιτείται η διαφύλαξη της συνέπειας του συστήματος. Μεταξύ άλλων, η Επιτροπή θα έχει τη δυνατότητα να εκκαλεί η ίδια μια εκκρεμούσα διαδικασία έναντι κάποιας άλλης αρχής ή να αποφασίζει την ανάθεση μιας διαδικασίας η οποία εκκρεμεί έναντι μιας εθνικής αρχής σε άλλη εθνική αρχή. Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι μια δεδομένη υπόθεση αφορά κατά κύριο λόγο ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος, τότε δύναται να αναθέσει το φάκελο της υπόθεσης αυτής στην αρμόδια αρχή του άμεσα ενδιαφερομένου κράτους μέλους. 1.5.4.4. Κατ' αναλογία, εάν μια εθνική αρχή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια δεδομένη υπόθεση είναι κοινοτικής εμβέλειας και, άρα, χρήζει της παρέμβασης της Επιτροπής, τότε και η αρχή αυτή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διαβιβάζει το φάκελο της συγκεκριμένης υπόθεσης στην Επιτροπή. 1.5.4.5. Σύμφωνα με τη Λευκή Βίβλο, η διαβίβαση μιας διαδικασίας από μια αρχή σε μια άλλη θα πρέπει να προϋποθέτει και την ταυτόχρονη διαβίβαση στη δεύτερη αρχή όλων των αποδεικτικών στοιχείων που έχει συγκεντρώσει η πρώτη. 1.5.5. Άλλα μέτρα αποσκοπούν στο να διασφαλισθεί η υπερίσχυση του κοινοτικού δικαίου έναντι των εθνικών διατάξεων που διέπουν τα θέματα ανταγωνισμού, καθώς και η συνέπεια των αποφάσεων που λαμβάνουν οι διάφορες αρχές και τα δικαστήρια. (Βλ. σημ. 2.3.5) 1.5.5.1. Για το σκοπό αυτό, προβλέπεται να ενσωματωθεί στον κανονισμό εφαρμογής της "μεταρρύθμισης" μια γενική διάταξη βάσει της οποίας οι εθνικές αποφάσεις και οι κανόνες επί θεμάτων ανταγωνισμού δεν δύνανται να παρεμποδίζουν την πλήρη εφαρμογή των "κανονισμών απαλλαγής κατά κατηγορία" που θα εκδίδει η Επιτροπή. Αντίθετα, δεν γίνεται σαφής αναφορά στο ζήτημα της δυνατότητας επιλογής και στους ενδεχόμενους περιορισμούς της εν λόγω επιλογής εκ μέρους μιας εθνικής αρχής ή ενός δικαστηρίου, όσον αφορά την εφαρμογή της κοινοτικής ή της εθνικής νομοθεσίας, σε περίπτωση που είναι αμφότερες εφαρμοστέες. 1.5.5.2. Ως προς τη συνέπεια, στη Λευκή Βίβλο (σημείο αριθ. 103) αναφέρεται ότι "μπορεί να χρειαστεί να ενισχυθεί η αρχή σύμφωνα με την οποία η εφαρμογή του εθνικού ή του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού ή τα δικαστήρια θα πρέπει να είναι συνεπής με την εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού από την Επιτροπή". Κατά συνέπεια, τα δικαστήρια οφείλουν να συμμορφώνονται προς τις γενικές αρχές, οι οποίες έχουν καθορισθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και παρατίθενται στην "ανακοίνωση" που αναφέρεται στη δραστηριότητά τους (βλ. υποσημείωση 4), προκειμένου να διασφαλίζεται η συνέπεια των αποφάσεων. Στη Λευκή Βίβλο γίνεται συχνά αναφορά στη δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο είτε σε περίπτωση προβλημάτων ερμηνείας είτε για την αποφυγή ασυμφωνιών. 1.5.5.3. Δεν πρέπει, ωστόσο, να αμεληθεί το ενδεχόμενο σύγκρουσης μεταξύ μιας απόφασης δυνάμει της οποίας εφαρμόζεται σε μια δεδομένη περίπτωση η εκ του νόμου εξαίρεση κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 3, και μιας άλλης απόφασης βάσει της οποίας εφαρμόζεται στην ίδια περίπτωση ένας αυστηρότερος εθνικός κανόνας. Εκφράζεται, απλώς, η ελπίδα ότι θα προβλεφθούν μηχανισμοί με στόχο την αποτροπή συγκρούσεων μεταξύ των αποφάσεων. Η Επιτροπή θα έχει δυνατότητα παρέμβασης, υπό μορφήν "amicus curiae", στις διαδικασίες που κινούνται ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων. 1.5.6. Στο πλαίσιο του στόχου που έγκειται στη διάθεση σημαντικότερων πόρων για την καταστολή των συμπράξεων και των καταχρήσεων λόγω δεσπόζουσας θέσεως, προβλέπονται από τη Λευκή Βίβλο άλλα μέτρα προκειμένου να διευκολυνθεί η διενέργεια έρευνας και η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων προς το σκοπό αυτό. Για την ενίσχυση των εξουσιών διερεύνησης θα έπρεπε να επιβάλλεται στις επιχειρήσεις η υποχρέωση να παρέχουν πλήρεις απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτουν οι υπάλληλοι της Επιτροπής κατά τη διάρκεια των επιθεωρήσεων. Με τη "μεταρρύθμιση" θα ρυθμίζεται πληρέστερα το ζήτημα της γνωστοποίησης και των διεκδικήσεων (claims), έτσι ώστε να παρέχονται περισσότερα κίνητρα στις επιχειρήσεις τόσο για την πραγματοποίηση όσο και για τη βελτίωσή τους. Επιπλέον, προβλέπεται η αύξηση του ποσού των χρηματικών ποινών. 2. Παρατηρήσεις Η υιοθέτηση της Λευκής Βίβλου εκ μέρους της Επιτροπής αποτελεί μια θαρραλέα και εξαιρετικά καινοτόμο πρωτοβουλία, η οποία ανταποκρίνεται σε μια ιδιαίτερα αισθητή ανάγκη. 2.1. Η σημασία της "μεταρρύθμισης" που προτείνεται στη Λευκή Βίβλο 2.1.1. Εκ πρώτης όψεως, το αντικείμενο της πρότασης έγκειται στην τροποποίηση ενός παρωχημένου διαδικαστικού κανονισμού, ο οποίος ισχύει από τριακονταεπταετίας και πλέον, και του οποίου η μεταρρύθμιση αποτελεί χρόνιο αίτημα. Εντούτοις, το περιεχόμενο και οι συνέπειες του εγγράφου προχωρούν πολύ περισσότερο. 2.1.2. Η αντικατάσταση του συστήματος της "έγκρισης" από ένα σύστημα "εκ του νόμου εξαίρεσης" δεν μπορεί όντως να εκληφθεί ως απλή διαδικαστική προσαρμογή, η οποία καθιστά δυνατή την επέκταση της "πλήρους" αρμοδιότητας - για την εφαρμογή του άρθρου 85 - όχι μόνο στις αρμόδιες εθνικές αρχές αλλά και στα εθνικά δικαστήρια. Η προτεινόμενη "μεταρρύθμιση" υπερβαίνει ευρέως το διαδικαστικό ζήτημα και, συνεπώς, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί υπό αυτό το πρίσμα. 2.1.3. Η μετάβαση από ένα σύστημα "έγκρισης" σε ένα σύστημα "εκ του νόμου εξαίρεσης" - παρότι δεν προϋποθέτει, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τροποποίηση της Συνθήκης - αναμένεται ότι θα έχει σημαντική γενικότερη επίδραση. Πράγματι, η ουσιαστική ενεργός συμμετοχή των εθνικών οργάνων, όχι μόνον στη διαχείριση αλλά και, μέχρι ενός ορισμένου σημείου, στη διαμόρφωση της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού συνιστά καινοτομία η οποία είναι αδύνατο να μην προκαλέσει εν καιρώ σημαντικό αντίκτυπο. 2.1.4. Η άσκηση εξουσίας για τη χορήγηση έγκρισης παρέχει πάντοτε - με διαφορετικό τρόπο απ'ό,τι η απόφαση ενός δικαστηρίου - σημαντικά περιθώρια όσον αφορά την αξιολόγηση. Ήδη, το περιεχόμενο μιας "απόφασης" περί χορήγησης απαλλαγής και το περιεχόμενο μιας "δικαστικής απόφασης" δια της οποίας εγκρίνεται μια "εξαίρεση" δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, δεν είναι δυνατόν να συμπίπτουν. (Παραδείγματος χάρη, στην απόφαση περί απαλλαγής απαιτείται να προβλέπεται τόσο η διάρκεια της απαλλαγής όσο και οι ενδεχόμενοι όροι στους οποίους υπόκειται. Αντίθετα, οι δικαστικές αποφάσεις περιορίζονται απλώς στη διαπίστωση του ανεφάρμοστου της απαγόρευσης). Τούτο ενδέχεται να συμβάλει στη σταδιακή διαφοροποίηση της εμβέλειας και της επίδρασης των εν λόγω πράξεων. 2.1.5. Τα σημαντικά περιθώρια που διαθέτει μέχρι σήμερα η Επιτροπή όσον αφορά τις αξιολογήσεις στις οποίες προβαίνει, κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 3, δεν μπορεί παρά να ενταχθούν στο πλαίσιο μιας "πολιτικής ανταγωνισμού". Η Επιτροπή έχει τρόπον τινά "διαφοροποιήσει" την εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού, εναρμονίζοντάς την με άλλες κοινοτικές πολιτικές, όχι μόνον κατά την κατάρτιση "κανονισμών απαλλαγής κατά κατηγορία" αλλά και όσον αφορά τις "αποφάσεις" περί έγκρισης μεμονωμένης απαλλαγής. (Βλ. σημ. 2.3.6.8). Η Επιτροπή απαντώντας στη γνωμοδότηση της ΟΚΕ για την XXVΙη έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού (1995)(5) αναγνωρίζει σαφώς, παραδείγματος χάρη, ότι: "... κατά την εξέταση μεμονωμένων περιπτώσεων, υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 3 (νυν άρθρο 81, παράγραφος 3) και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, (η Επιτροπή) προσπαθεί να σταθμίσει τους περιορισμούς που ενδέχεται να θέσει στον ανταγωνισμό μια συμφωνία, καθώς και τους περιβαλλοντικούς στόχους που είναι δυνατόν να επιτευχθούν". Παραδείγματα μπορούν να αντληθούν, επίσης, από το ανάλογο θέμα του ελέγχου των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, επί του οποίου υιοθετούνται ποικίλα κριτήρια αξιολόγησης που παραμένουν, όμως, ουσιαστικά και κατ'ανάγκη ομοιογενή. Στην αιτιολογική σκέψη αριθ. 13 του Κανονισμού αριθ. 4064/89 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων προβλέπεται ρητώς ότι ... "η Επιτροπή οφείλει να τοποθετεί τις εκτιμήσεις της στα γενικά πλαίσια της επίτευξης των βασικών στόχων που αναφέρονται στο άρθρο 2 της Συνθήκης, συμπεριλαμβανομένου του στόχου της ενίσχυσης της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής της Κοινότητας τον οποίο προβλέπει το άρθρο 130 Α της Συνθήκης." 2.2. Τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη "μεταρρύθμιση" Σύμφωνα με την ΟΚΕ, η "μεταρρύθμιση" δύναται να συντελέσει σε σημαντική βελτίωση της εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. H OKE υποστηρίζει καταρχήν τις προτάσεις, αλλά θεωρεί σκόπιμο να επισημανθούν - προτού εφαρμοσθεί οποιαδήποτε μεταρρύθμιση - ικανοποιητικές λύσεις, στα προβλήματα που αναφέρονται κατωτέρω στο σημείο 2.3. Η πρόταση "μεταρρύθμισης" ανταποκρίνεται στην ανάγκη που αφορά, αφενός, την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων αυτών καθ'εαυτών και, αφετέρου, τα ιδιαίτερα συμφέροντα τόσο των ΜΜΕ όσο και των επιχειρήσεων εν γένει. 2.2.1. Βελτίωση της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού συστήματος για την προστασία του ανταγωνισμού 2.2.1.1. Η ΟΚΕ εκτιμά ότι, σύμφωνα με την αιτιολόγηση, τους στόχους και τα πιθανά αποτελέσματα, η μεταρρύθμιση - στο μέτρο που θα κατορθώσει να ανταποκριθεί στα αιτήματα των επιχειρήσεων περί ασφάλειας δικαίου, για τα οποία γίνεται λόγος στο σημείο 2.3.6 - μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην εδραίωση και στην περαιτέρω προαγωγή της διαδικασίας κοινοτικής εναρμόνισης. 2.2.1.2. Από αυτή την άποψη, κρίνεται πράγματι αξιοσημείωτος ο στόχος της Λευκής Βίβλου που αναφέρεται: - στην επίταση των προσπαθειών και τη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας των δράσεων για την καταστολή αντιανταγωνιστικών συμπράξεων και καταχρήσεων λόγω δεσπόζουσας θέσεως, καθώς και - στη ριζική εξάλειψη του ενδεχόμενου κινδύνου να καταστεί μια πράξη ή μια τακτική ουσιαστικά "άτρωτη" έναντι της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, δια της απλής χρήσεως του συστήματος της "κοινοποίησης". Ο στόχος αυτός θα αποβεί προς όφελος όλων, των μικρών, μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων, των καταναλωτών, καθώς και εκείνων που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την επιχειρηματική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων "κατά πρώτον" των εργαζομένων. 2.2.1.3. Με την κατάργηση του θεσμού της "κοινοποίησης" - και, άρα, με την εκτεταμένη μείωση του αριθμού των διαδικασιών - το προτεινόμενο σύστημα θα επιφέρει περιστολή των διοικητικών επιβαρύνσεων και δαπανών που συνεπάγεται η προστασία του ανταγωνισμού σε κοινοτική κλίμακα. Με την κατάργηση του συστήματος της κοινοποίησης για τη χορήγηση απαλλαγής, θα εκλείψει όντως ένα φαινόμενο που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κατ'εξοχήν "γραφειοκρατικό" και το οποίο επί του παρόντος παρεμποδίζει σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα των δράσεων που αποσκοπούν στην προστασία του ανταγωνισμού. Η "αποκέντρωση" δεν θα προκαλέσει, συνεπώς, μετατόπιση των επιβαρύνσεων από την Επιτροπή προς τις εθνικές αρχές και τα δικαστήρια, γεγονός που θα μπορούσε να αποσπάσει πόρους από τα αντίστοιχα θεσμικά καθήκοντα. Αντίθετα, τούτο θα δώσει τη δυνατότητα στο σύνολο των ενδιαφερομένων αρχών και οργάνων να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους σε σοβαρότερα προβλήματα. 2.2.1.4. Αλλά και η κατάργηση των νομικών/τυπικών ερμηνευτικών κριτηρίων - τα οποία κατά το παρελθόν επιβάρυναν την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στον τομέα του ανταγωνισμού - θα συμβάλει σε περιορισμό του αριθμού των διαδικασιών, εκ νέου προς όφελος της αποτελεσματικότητας και των οικονομικών παραμέτρων του συστήματος. Πράγματι, δια της χρήσεως κυρίως οικονομικών ερμηνευτικών κριτηρίων, δεν θα είναι πλέον δυνατές οι ερμηνείες που βασίζονται περισσότερο στο γράμμα και λιγότερο στο πνεύμα του νόμου όσον αφορά την απαγόρευση που ορίζεται στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ερμηνείες οι οποίες είχαν κατά το παρελθόν διευρύνει το πεδίο εφαρμογής και συνακόλουθα, το πεδίο της απαλλαγής. Τα πλεονεκτήματα τα οποία θα προκύψουν από τη μείωση των υποθέσεων που υποβάλλονται προς εξέταση από όλες τις ενδιαφερόμενες αρχές θα είναι τόσο σημαντικά ώστε να αντισταθμίζουν ευρέως τις δαπάνες που απαιτούνται για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών θεσμικών οργάνων και των υπηρεσιών της Επιτροπής, "ανταλλαγή" η οποία θα αποτελέσει καίρια συνιστώσα της εύρυθμης λειτουργίας του συστήματος. 2.2.1.5. Η μετάβαση από ένα σύστημα "έγκρισης" σε ένα σύστημα "εκ του νόμου εξαίρεσης" εμπεριέχει αναγκαστικά και μια ριζική αλλαγή της στάσης των επιχειρήσεων έναντι των προβλημάτων στον τομέα του ανταγωνισμού. Εάν δεχθούμε ότι έως τώρα το σύστημα της "προληπτικής κοινοποίησης" έχει μέχρι ενός ορισμένου σημείου αφαιρέσει από τις επιχειρήσεις μέρος της υπευθυνότητάς τους, τότε θα πρέπει να συμφωνήσουμε με την Επιτροπή η οποία υποστηρίζει ότι η "μετάβαση" αυτή θα τους οδηγήσει αντιθέτως σε μεγαλύτερη επίγνωση της ευθύνης τους. Οι επιχειρήσεις θα υποχρεούνται όντως να αξιολογούν εις βάθος κατά πόσον οι συμπράξεις και οι πρωτοβουλίες τους ενδέχεται να δημιουργήσουν προβλήματα ανταγωνισμού και/ή να επιφέρουν κυρώσεις. Επιπλέον, οι αναλύσεις στις οποίες θα πρέπει να προβαίνουν οι επιχειρήσεις για τη διενέργεια των αξιολογήσεων αυτών δύνανται να δημιουργήσουν εν καιρώ ευνοϊκό έδαφος για την ενίσχυση του πνεύματος του ανταγωνισμού, το οποίο συνιστά εκ των πραγμάτων την κυριότερη εγγύηση για την αποτελεσματικότητα ενός συστήματος που αποσκοπεί στην προστασία του ανταγωνισμού. 2.2.1.6. Η "αποκέντρωση": μια από τις σημαντικότερες συνιστώσες της "μεταρρύθμισης". Ως προς τούτο, πρέπει να συμφωνηθεί ότι τα δικαστήρια και, ιδιαίτερα, οι εθνικές αρχές είναι πρέπει να είναι οι θεσμοί που μπορούν να παρεμβαίνουν πιο αποτελεσματικά και έγκαιρα για την πάταξη αντιανταγωνιστικών πρακτικών οι οποίες, παρότι σημειώνονται σε τοπική κλίμακα, δεν καθίστανται λιγότερο σημαντικές. Η μεγαλύτερη συμμετοχή των θεσμών αυτών στην εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου μπορεί, επιπλέον, να συντελέσει σημαντικά στην επίτευξη του στόχου της αρμονικής ανάπτυξης της Κοινότητας και της αποτελεσματικής εδραίωσης του συστήματος. 2.2.1.7. Η συχνότερη εφαρμογή του άρθρου 81 σε εθνικό επίπεδο, αναμένεται να αποτελέσει επιπρόσθετο κίνητρο για την εφαρμογή στο ίδιο επίπεδο και του άρθρου 82 (κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης), λόγω της συμπληρωματικότητας των στόχων των δύο άρθρων. Κατά συνέπεια, εκτιμάται ότι όλα τα ανωτέρω θα οδηγήσουν σε πιο λεπτομερή και διαδεδομένη εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα τη σταδιακή ενίσχυση του συστήματος στο σύνολό του. 2.2.2. Πλεονεκτήματα για τις ΜΜΕ Η "μεταρρύθμιση" θα αποφέρει συγκεκριμένα οφέλη στις ΜΜΕ. 2.2.2.1. Με την υιοθέτηση της "εκ του νόμου εξαίρεσης" οι συμφωνίες θα καθίστανται νόμιμες εξ αρχής και δεν θα απαιτούνται πλέον εξαιρετικά χρονοβόρες διαδικασίες, με απρόβλεπτες συνέπειες. Τούτο θα μεγιστοποιήσει σημαντικά την ασφάλεια δικαίου και τη διαφάνεια των διαδικασιών που είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για τις ΜΜΕ. Επιπλέον, η ανάκληση της απαίτησης περί απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, θα συμβάλει στην εξάλειψη των επιβαρύνσεων και των δαπανών που συνεπάγετο, σύμφωνα με τον Κανονισμό αριθ. 17, η υποχρεωτική κοινοποίηση για την απόκτηση της εν λόγω απαλλαγής. 2.2.2.2. Η απλοποίηση που καθιερώνει το νέο σύστημα θα ευνοήσει, επίσης, την προστασία των δικαιωμάτων των επιχειρήσεων που θεωρούν ότι θίγονται από μια αντιανταγωνιστική ενέργεια. Η αποκατάσταση των ζημιών θα καταστεί πράγματι ευχερέστερη, δεδομένου ότι δεν θα υφίσταται πλέον κίνδυνος αναστολής των διαδικασιών ούτε αβεβαιότητα σχετικά με το ενδεχόμενο να εκχωρηθεί από την Επιτροπή "απαλλαγή" στις συμφωνίες που τελούν υπό αμφισβήτηση. 2.2.2.3. Η "αποκέντρωση" θα δώσει, κατ' αρχήν, τη δυνατότητα στις ΜΜΕ να προσφεύγουν - και, ενδεχομένως, να προασπίζουν τα συμφέροντά τους - απευθείας ενώπιον των εθνικών φορέων (των αρμοδίων επί θεμάτων ανταγωνισμού αρχών και δικαστηρίων). 2.2.2.4. Η προαναφερθείσα δυνατότητα συνεπάγεται πολυάριθμα πλεονεκτήματα έναντι της υφιστάμενης κατάστασης, από τα οποία θα επωφεληθούν ιδιαίτερα οι μικρές επιχειρήσεις, όσον αφορά τα εξής: - η γλώσσα της διαδικασίας θα είναι κατά κανόνα η επίσημη γλώσσα της εκάστοτε χώρας, - το κόστος της διαδικασίας - συμπεριλαμβανομένων των δαπανών υλικοτεχνικής υποστήριξης και, ενδεχομένως, αρωγής - θα είναι αισθητά χαμηλότερο, - η διαχείριση των διαφόρων πρακτικών θα διευκολυνθεί, - ευχερέστερη θα καταστεί, επίσης, η συνειδητοποίηση και η κατανόηση των τοπικών προβλημάτων, οι οποίες αποτελούν συχνά αναγκαίες προϋποθέσεις για την επακριβέστερη αξιολόγηση, υπό όρους ανταγωνισμού, των συμφωνιών και της συμπεριφοράς των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. 2.2.2.5. Επιπλέον, η χρήση κριτηρίων οικονομικής αποτίμησης και, κυρίως, ο υπολογισμός της δύναμης μιας επιχείρησης στην αγορά, επί των οποίων θα στηριχθεί μελλοντικά η αξιολόγηση για θέματα ανταγωνισμού, πιστεύεται ότι θα αποφέρει σημαντικά οφέλη στις ΜΜΕ. Οι επιχειρήσεις αυτές θα μπορούν να επωφεληθούν, στην πλειονότητά τους, από νέους "κανονισμούς απαλλαγής κατά κατηγορία" και, συνεπώς, θα απαλλαγούν από την επιβάρυνση που συνεπάγεται η υπ'ευθύνη τους αξιολόγηση της νομιμότητας των συμφωνιών, η οποία εμπεριέχεται στο σύστημα της "εκ του νόμου εξαίρεσης". 2.2.3. Πλεονεκτήματα για την επιχειρηματική δραστηριότητα εν γένει 2.2.3.1. Τα πλεονεκτήματα που εκτίθενται στα προηγούμενα σημεία θα ωφελήσουν τη συνολική επιχειρηματική δραστηριότητα. Και τούτο, διότι η μεταρρύθμιση ανταποκρίνεται σε αίτημα όλων των ενδιαφερομένων πλευρών. Για αυτό το λόγο, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, η Επιτροπή ανέλαβε ποικίλες πρωτοβουλίες που αποσκοπούν όλες στο να καταστήσουν το σύστημα πιο αποτελεσματικό. 2.2.3.2. Παρ' όλες αυτές τις προσπάθειες, τα βασικότερα προβλήματα παραμένουν. Δαπανηρές και χρονοβόρες διαδικασίες, έλλειψη ασφάλειας δικαίoυ: οι επιχειρήσεις υποχρεούνται τις περισσότερες φορές να εφαρμόζουν τις συμφωνίες τους προτού η Επιτροπή μπορέσει να τις εξετάσει επί της ουσίας. Και τούτο σε πλήρη αντίθεση με τις προθέσεις του κοινοτικού νομοθέτη που θεσμοθέτησε την "προληπτική έγκριση" το 1962. 2.2.3.3. Παράλληλα, οι διοικητικές επιστολές καταχώρισης στο αρχείο ("confort letters")- με τις οποίες η Επιτροπή επεδίωξε να αντιμετωπίσει τις λυπηρές δυσλειτουργίες - δεν έχουν νομική βαρύτητα, όπως η ίδια η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχουν αναγνωρίσει επανειλημμένως. Οι διοικητικές επιστολές αποτελούν εκ των πραγμάτων μια πρώτη προσπάθεια για την αντιμετώπιση της κατάστασης, ή μάλλον έναν γενικό προσανατολισμό, και εξασφαλίζουν τις επιχειρήσεις έναντι παρεμβάσεων της Επιτροπής (εκτός εάν ανακύψουν νέα στοιχεία αξιολόγησης). Ωστόσο, σε αντίθεση με τις αποφάσεις περί χορήγησης απαλλαγής, οι διοικητικές επιστολές δεν παρέχουν καμία πραγματική εγγύηση στις επιχειρήσεις έναντι αμφισβήτησης της εγκυρότητας των συμφωνιών τους εκ μέρους τρίτων (αλλά και εκ μέρους των ίδιων των εταίρων τους) ενώπιον ενός εθνικού δικαστηρίου ή μιας αρχής. Εξάλλου, παρά τη σπατάλη χρόνου και χρήματος που συνεπάγονται, οι διοικητικές επιστολές δεν είναι δυνατόν να συμβάλουν στη δημιουργία ενός συστήματος το οποίο να παρέχει τη δέουσα ασφάλεια δικαίου και την ηρεμία που χρειάζονται οι επιχειρήσεις. Στην πράξη, οι διοικητικές επιστολές είναι εμπιστευτικές και συνήθως μη αιτιολογημένες. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι προαναφερθείσες επιστολές δεν συνιστούν αξιόπιστο προηγούμενο και δεν μπορούν να συνεισφέρουν στην εξέλιξη του συστήματος, όπως συνέβαινε, αντίθετα, εξ αρχής στην περίπτωση των "αποφάσεων" κατά την έννοια του Κανονισμού αριθ. 17. 2.3. Μέτρα για την υπερνίκηση των δυσχερειών και των κινδύνων που εμπεριέχει η εφαρμογή της μεταρρύθμισης. 2.3.1. Ανάγκη υιοθέτησης "προκαταρκτικών και/ή συνοδευτικών μέτρων" Η ΟΚΕ κρίνει σκόπιμο να επισημάνει ότι ενδέχεται να εμφανισθούν δυσκολίες και κίνδυνοι κατά την εφαρμογή της "μεταρρύθμισης" που προτείνεται στη Λευκή Βίβλο, εάν δεν υιοθετηθούν ενδεδειγμένα "προκαταρκτικά μέτρα", παρότι τούτο θα μπορούσε να καθυστερήσει την υλοποίηση της "μεταρρύθμισης", η οποία έχει αδιαφιλονίκητα επείγοντα χαρακτήρα. Το σχέδιο μεταρρύθμισης πρέπει να συνδυαστεί με συγκεκριμένη δέσμη μέτρων - προκαταρκτικών και/ή συνοδευτικών - τόσο για την προετοιμασία του εδάφους όσο και για την αρχική αντιμετώπιση των πιο επειγουσών αναγκών. 2.3.2. Αναγκαία μέτρα για τη συμβολή των εθνικών δικαστηρίων στην εφαρμογή της μεταρρύθμισης 2.3.2.1. Κατ' αρχήν, πρέπει να εξετασθεί εάν και κατά πόσον υφίστανται οι κατάλληλες προϋποθέσεις για τη μετάβαση από ένα συγκεντρωτικό σύστημα έγκρισης, όπως το ισχύον, σε ένα σύστημα που βασίζεται ευρέως στη συμβολή των εθνικών δικαστηρίων. 2.3.2.2. Η ανάπτυξη του κοινοτικού "ανταγωνιστικού πνεύματος" είναι βέβαιο ότι επηρέασε τις επιχειρήσεις και τις αρμόδιες εθνικές αρχές, αλλά είχε πιο περιορισμένη (και εν πάση περιπτώσει διαφοροποιημένη) επίδραση στα εθνικά δικαστήρια. Οι κανόνες και οι πρακτικές όσον αφορά τη λήψη των αποφάσεων των δικαστηρίων στα διάφορα κράτη μέλη ποικίλλουν σημαντικά, ενώ το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση των προθεσμιών και των διαδικασιών. Εξάλλου, οι διάφορες χώρες διακρίνονται μεταξύ τους και από το εάν διαθέτουν ειδικά δικαστήρια για αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Για το λόγο αυτό, η στάση των δικαστηρίων έναντι των κοινοτικών προβλημάτων ποικίλλει στα κράτη μέλη της ΕΕ. Επί του παρόντος είναι συνεπώς δύσκολο, εάν όχι αδύνατο, να προβλεφθεί μια ουσιαστικά ενιαία αντίδραση εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων, όσον αφορά τη "μεταρρύθμιση", χωρίς την ανάληψη ενδεδειγμένων πρωτοβουλιών. Υφίσταται, πράγματι, κίνδυνος να μην καταστεί δυνατή η ομοιόμορφη εφαρμογή της μεταρρύθμισης σε ολόκληρη την κοινοτική επικράτεια και, άρα, να διακυβευθεί η ομοιογένεια του συστήματος. 2.3.2.3. Οι διαφορετικές συνθήκες που επικρατούν στις μεμονωμένες χώρες δύνανται, επίσης, να προκαλέσουν ασυμφωνίες και αποκλίσεις ως προς την ερμηνεία, γεγονός το οποίο θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν οι πιο ευέλικτες επιχειρήσεις (καθώς και εκείνες που εδρεύουν σε χώρες όπου υφίστανται ευνοϊκότερες συνθήκες), εις βάρος τόσο των υπολοίπων επιχειρήσεων όσο και της συνοχής ολόκληρου του συστήματος. 2.3.2.4. Οι διαδικαστικοί κανόνες που ισχύουν στα διάφορα κράτη μέλη επί αστικών και εμπορικών θεμάτων περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, προθεσμίες συχνά ασύμβατες με την ταχύτητα που επιβάλλει η αντιμετώπιση των προβλημάτων στον τομέα του ανταγωνισμού. Χωρίς ριζικές τροποποιήσεις, μια διαδικασία με διαφορετικούς βαθμούς προσφυγής ενδέχεται να συνεπάγεται πιο μακροχρόνιες διαδικασίες ακόμη και από τις - ήδη χρονοβόρες - κοινοτικές διαδικασίες, οι οποίες ακριβώς αιτιολογούν την αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης. Εξάλλου, οι κανονιστικές ρυθμίσεις που διέπουν τις αρμοδιότητες και τις δραστηριότητες των δικαστηρίων είναι συχνά άτεγκτες και, κατά κανόνα, συμβιβάζονται δύσκολα με την ευελιξία των σχέσεων και των επαφών που θεωρείται αναγκαία για τη λειτουργία του συστήματος που προτείνεται από τη Λευκή Βίβλο. 2.3.2.5. Οι κίνδυνοι που επισημάνθηκαν πρέπει μεν να τύχουν μείζονος προσοχής, αλλά εκτιμάται ότι είναι απολύτως εφικτό να υπερνικηθούν, υπό την προϋπόθεση να αντιμετωπισθούν έγκαιρα με ενδεδειγμένα μέτρα. Η ΟΚΕ είναι, επίσης, πεπεισμένη ότι πολλά από τα μέτρα για την εξάλειψη ή τον περιορισμό των προαναφερθέντων κινδύνων οφείλουν να αναληφθούν απευθείας από τα κράτη μέλη. Όμως, σημαντική προσπάθεια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου μπορεί - και πρέπει - να καταβληθεί και από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε όλα τα θεσμικά επίπεδα. 2.3.2.6. Προπαντός, κρίνεται αναγκαία η άμεση συμμετοχή των αρμοδίων αρχών και των ενδιαφερομένων δικαστικών σωμάτων στις διαβουλεύσεις που διενεργεί η Επιτροπή επί του σχεδίου αυτού. Από τις εν λόγω διαβουλεύσεις αναμένεται να προκύψουν σημαντικές και σαφείς απαντήσεις σε ορισμένα προκαταρκτικά ερωτήματα, τα οποία αφορούν, παραδείγματος χάρη, τα εξής: - τα πραγματικά αίτια της περιορισμένης εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού από τα εθνικά δικαστήρια, - τα συγκεκριμένα προσκόμματα που συνέβαλαν σε αυτή την κατάσταση, πέραν του νομικού κωλύματος της εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 3, - την ανάγκη ειδικής προετοιμασίας των δικαστών, - τη δυνατότητα και τη σκοπιμότητα ιδιαίτερων μορφών συνεργασίας και κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων και των αρμοδίων επί θεμάτων ανταγωνισμού αρχών, με στ0όχο την αξιοποίηση της συμπληρωματικότητας των αντίστοιχων μέσων και αρμοδιοτήτων. 2.3.2.7. Εν συνεχεία, θεωρείται απαραίτητο να διαμορφωθεί ένα συγκροτημένο πρόγραμμα με στόχο την ενημέρωση και την κατάρτιση των δικαστών για τα νέα καθήκοντα και τα νέα ζητήματα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν. Προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η δράση στον τομέα της κατάρτισης και της ενημέρωσης, κρίνεται εφεξής αναγκαία η συμμετοχή τόσο των πανεπιστημίων όσο και των ιδρυμάτων που αναπτύσσουν δραστηριότητα στον πολιτιστικό, οικονομικό και νομικό τομέα. 2.3.2.8. Τέλος, καλό θα ήταν να καταβληθεί ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια προκειμένου να συνεχισθεί η πολιτική για την εναρμόνιση της νομοθεσίας, μεταξύ άλλων, και με τη χρήση ανακοινώσεων, συστάσεων, αποφάσεων, όποτε τούτο κρίνεται σκόπιμο. Ειδικότερα, η ΟΚΕ προσβλέπει στην εναρμόνιση των διαφόρων παραμέτρων από τις οποίες απορρέει ο κίνδυνος της εμφάνισης φαινομένων "forum shopping" (αναζήτηση δικαστηρίου με ευνοϊκές προηγούμενες αποφάσεις ή με φιλικά διακείμενους δικαστές). Λόγου χάρη, σε μία ευρύτερη οπτική (που συμφωνεί με τις αρχές του Ελσίνκι) η διάρκεια των διαδικασιών και οι βαθμοί δικαιοδοσίας θα έπρεπε να είναι συμβατοί, στο μέτρο του δυνατού, με τις απαιτήσεις της επιχειρηματικής δραστηριότητας και ομοιογενείς σε ολόκληρη την κοινοτική επικράτεια. Κατ'αναλογία, τα αποδεικτικά στοιχεία και οι εξουσίες των δικαστηρίων για τη λήψη αποφάσεων θα πρέπει, επίσης, να χαρακτηρίζονται από ομοιογένεια. Κατά την άποψη της ΟΚΕ, η καθιέρωση από όλα τα θεσμικά συστήματα του θεσμού των εξειδικευμένων δικαστών (ή των ειδικών τμημάτων δικαστηρίων) για την αντιμετώπιση των υποθέσεων που εμπίπτουν στο δίκαιο του ανταγωνισμού θα συμβάλει αισθητά στην αποτελεσματικότητα του νέου συστήματος. 2.3.3. Μέτρα που πρέπει να υιοθετηθούν για τη δραστικότερη συμμετοχή των αρμοδίων επί θεμάτων ανταγωνισμού εθνικών αρχών 2.3.3.1. Η συμμετοχή των αρμοδίων επί θεμάτων ανταγωνισμού εθνικών αρχών συνεπάγεται, αν και σε διαφορετικό βαθμό, κινδύνους και αναγκαίες παρεμβάσεις συναφείς προς εκείνες που αναφέρθηκαν στην περίπτωση των δικαστηρίων. Τα προβλήματα "πολιτισμικής" υφής, καθώς και εκείνα που συνδέονται με την έλλειψη εμπειρίας θεωρούνται, πάντως, ελάσσονος σημασίας. Αλλά και η συνήθης πρακτική - και τα θεσμικά όρια - όσον αφορά τη συνεργασία με την Επιτροπή ποικίλλουν. 2.3.3.2. Ως προς τους προαναφερθέντες θεσμούς υφίστανται, εντούτοις, ριζικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, από πλευράς εμπειρίας, πόρων και διαδικασιών που χρησιμοποιούν οι εκάστοτε αρχές. Κατ' αρχήν, εμφανίζονται αξιοσημείωτες διαφορές όσον αφορά τη συνήθη πρακτική κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Ως γνωστόν, όλες οι εθνικές αρχές δεν διαθέτουν εξουσία για την άμεση εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Επιπλέον, ενδέχεται να διαφέρουν ακόμη και οι εξουσίες που τους έχουν εκχωρηθεί, καθώς και ο βαθμός της ανεξαρτησίας τους έναντι της εκτελεστικής εξουσίας. Σε ορισμένα μόνο θεσμικά συστήματα έχουν υιοθετηθεί, μέχρι στιγμής, νομοθετικές αρχές ή θεσμοί με στόχο την ουσιαστική συμμόρφωση της εφαρμογής του εθνικού δικαίου επί θεμάτων ανταγωνισμού προς το κοινοτικό δίκαιο. 2.3.3.3. Όλα όσα προαναφέρθηκαν επιβάλλουν την εκ των προτέρων υιοθέτηση μέτρων ανάλογων προς εκείνα που προβλέπονται για τα δικαστήρια, διότι ειδάλλως θα ήταν αδύνατη η επιβίωση του "δικτύου" από το οποίο θα εξαρτηθεί τελικώς σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία του νέου συστήματος. 2.3.4. Προαπαιτούμενα και όροι για την υιοθέτηση, ακόμη και στο πλαίσιο του νέου συστήματος, "ανακοινώσεων" και "κανονισμών απαλλαγής κατά κατηγορία". 2.3.4.1. Η ΟΚΕ συμφωνεί εν γένει με το ρόλο που αποδίδεται από τη Λευκή Βίβλο στις "ερμηνευτικές ανακοινώσεις" και στους "κανονισμούς απαλλαγής κατά κατηγορία" που προτίθεται να υιοθετήσει η Επιτροπή. Ωστόσο, κρίνεται κεφαλαιώδους σημασίας να εξακολουθήσει να υφίσταται η στενή σχέση (όπως συνέβαινε πάντοτε κατά το παρελθόν) μεταξύ της υιοθέτησης των εν λόγω πράξεων γενικού χαρακτήρα και της δραστηριότητας της Επιτροπής που αφορά τη λήψη αποφάσεων. Μια από τις βασικές συνιστώσες του κοινοτικού δικαίου στον τομέα του ανταγωνισμού, η οποία συνέτεινε στην αποτελεσματικότητα και στην επιτυχία της δράσεως της Επιτροπής, έγκειται πράγματι στην προσέγγισή της "κατά περίπτωση". Ακόμη και κατά την υιοθέτηση των "γενικών" πράξεων, η Επιτροπή έκανε πάντοτε μνεία στην κτηθείσα εμπειρία από την αντιμετώπιση μεμονωμένων περιπτώσεων, στάση η οποία θα πρέπει να διατηρηθεί και στο μέλλον. 2.3.4.2. Όλες οι επιχειρήσεις θα πρέπει εν γένει να μπορούν να επωφεληθούν από την εμπειρία που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού, καθώς και από τα στοιχεία των "ανακοινώσεων" και των "κανονισμών απαλλαγής κατά κατηγορία". Εάν η εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού πρέπει να στηριχθεί σε κατ'εξοχήν οικονομικά κριτήρια, τότε τα κριτήρια αυτά οφείλουν να είναι τα ίδια για κάθε είδους επιχείρηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου αποδεικνύεται ότι τα αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού είναι πραγματικά αποκλίνοντα. 2.3.5. Η διαφύλαξη της ομοιογένειας και της συνοχής του συστήματος και η υπερίσχυση του κοινοτικού δικαίου (βλ. σημ. 1.5.5) 2.3.5.1. Λαμβανομένης υπόψη της υφής της πρότασης της Επιτροπής, η παράμετρος που εμπεριέχει μείζονες κινδύνους - και, άρα, απαιτεί τη μέγιστη φαντασία από νομικής πλευράς για τον προσδιορισμό των βέλτιστων προκαταρκτικών και συνοδευτικών μέτρων - έγκειται στη διαφύλαξη της ομοιογένειας και της συνοχής του συστήματος. Η μετάβαση από ένα εξαιρετικά συγκεντρωτικό σε ένα αποκεντρωμένο σύστημα ενέχει πάντοτε τον κίνδυνο της απώλειας των συνδετικών κρίκων, οι οποίοι διασφαλίζουν την ενότητα του συστήματος. Πολλώ δε μάλλον όταν η "μετάβαση" αυτή προκύπτει στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερα ανομοιογενούς θεσμικού συστήματος, όπως είναι επί του παρόντος το κοινοτικό. Σε τούτο προστίθεται το γεγονός ότι τα εθνικά όργανα στα οποία εναπόκειται η υλοποίηση του αποκεντρωμένου συστήματος δεν φαίνονται ακόμη επαρκώς προετοιμασμένα ή έτοιμα, στο σύνολό τους, να επωμισθούν την ευθύνη που συνεπάγεται η εφαρμογή του νέου αποκεντρωμένου συστήματος για όλους τους ενδιαφερόμενους θεσμικούς φορείς. Η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ένταξη των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης θέτει, από αυτή την άποψη, εξαιρετικά σοβαρά και επείγοντα προβλήματα. 2.3.5.2. Ο κίνδυνος κατακερματισμού επιτείνεται περαιτέρω εξαιτίας του γεγονότος ότι η "αποκέντρωση" πρέπει να επιτευχθεί ταυτόχρονα με τη μετάβαση από ένα σύστημα "έγκρισης" σε ένα σύστημα "εκ του νόμου εξαίρεσης". Στην πράξη, τούτο θα επιφέρει την κατάργηση των διατάξεων που εφαρμόζονται "erga omnes" (των αποφάσεων περί χορήγησης απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3), με αποτέλεσμα να εξαλειφθεί η υφιστάμενη νομική αδυναμία όσον αφορά την πολλαπλή αξιολόγηση της ίδιας συμφωνίας, έστω και από διαφορετικά όργανα. 2.3.5.3. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο λόγω των διαφορών που παρατηρούνται ως προς τη φύση, τις εξουσίες και τα μέσα παρέμβασης των οργάνων - των αρμοδίων επί θεμάτων ανταγωνισμού αρχών και δικαστηρίων - που θα επιφορτισθούν με την εφαρμογή του νέου συστήματος. 2.3.5.4. Επιπρόσθετο κίνδυνο κατακερματισμού και ανακολουθίας συνιστά το γεγονός ότι όλα τα ενδιαφερόμενα όργανα θα έχουν συχνά τη δυνατότητα να εφαρμόζουν διαφορετικά νομικά καθεστώτα, όπως το εθνικό και το κοινοτικό καθεστώς, τα οποία δεν είναι πάντοτε ομοιογενή. 2.3.5.5. Ένας ακόμη παράγοντας επιπλοκών απορρέει από την ίδια τη φύση των υποθέσεων επί των οποίων απαιτείται η λήψη αποφάσεως. Μια "οικονομική" προσέγγιση των θεμάτων ανταγωνισμού προϋποθέτει ότι η αξιολόγηση στηρίζεται στις επιδράσεις που έχει μία συμφωνία σε μια δεδομένη αγορά, ανεξαρτήτως του τόπου όπου έχει συνομολογηθεί ή έλαβε σάρκα και οστά ή στον οποίο διαμένουν τα συμβαλλόμενα μέρη. Στο πλαίσιο μιας "οικονομικής" προσέγγισης ενδέχεται να μην έχει σημασία η στιγμή κατά την οποία συνήφθη η συμφωνία ή ανελήφθη η ενέργεια. Δεδομένου ότι η ίδια συμφωνία ή ενέργεια είναι δυνατόν να προκαλέσει ταυτοχρόνως διαφορετικές συνέπειες σε διαφορετικές αγορές, πιθανολογείται - και συχνά η υπόθεση αυτή αποδεικνύεται ορθή - η εμφάνιση επιπτώσεων που μεταβάλλονται συν τω χρόνω. Όλα τα προαναφερθέντα επιδρούν αναπόφευκτα τόσο στον καθορισμό του εφαρμοστέου νόμου όσο και στην αποφασιστικότητα που επιδεικνύουν τα όργανα στα οποία εμπίπτει η αξιολόγηση. Σε περίπτωση που οι συνέπειες μιας πράξης γίνονται ταυτόχρονα αισθητές στις αγορές διαφόρων κρατών, τότε θεωρητικά είναι εφαρμοστέοι οι νόμοι όλων αυτών των κρατών και όλα τα εθνικά όργανα είναι αρμόδια να αποφανθούν ελλείψει: - υπερεθνικής νομοθεσίας εφαρμοστέας στο σύνολο των εν λόγω χωρών, ή - νομοθετικών ή συμβατικών αρχών οι οποίες, αφενός, να επιβάλλουν την εφαρμογή είτε της νομοθεσίας αυτής είτε κάποιου συγκεκριμένου εθνικού νόμου και/ή, αφετέρου, να προβλέπουν αποκλειστική αρμοδιότητα για την εφαρμογή της υπερεθνικής νομοθεσίας (όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Κανονισμού αριθ. 17 έναντι του άρθρου 81, παράγραφος 3). 2.3.5.6. Η Επιτροπή έχει ασφαλώς επίγνωση του πολυσύνθετου χαρακτήρα των προβλημάτων, καθώς και της δυσκολίας όσον αφορά την εξεύρεση λύσεων άπαξ και δια παντός. Ως εκ τούτου, στη Λευκή Βίβλο προτείνονται διάφορα μέτρα με στόχο την επίλυση των πολυάριθμων προβλημάτων και προβάλλεται η ανάγκη περαιτέρω εμβάθυνσης. Η ΟΚΕ διαπιστώνει με ικανοποίηση την ευρύτητα πνεύματος και την αίσθηση ευθύνης που διακρίνει την Επιτροπή και προτίθεται να ανταποκριθεί σε αυτή την προσέγγιση διατυπώνοντας τις παρούσες αρχικές "παρατηρήσεις" και προτάσεις. Ωστόσο, και οι ανησυχίες που προξενεί η "πρόταση" καθίστανται κατανοητές, ιδίως όσον αφορά έναν ορισμένο αριθμό κινδύνων και δυσκολιών που επισημαίνονται στην παρούσα "γνωμοδότηση". Σοβαρότεροι εξ αυτών θεωρούνται οι κίνδυνοι "κατακερματισμού" της εσωτερικής αγοράς και "επανεθνικοποίησης" του δικαίου επί θεμάτων ανταγωνισμού. Κατά την ΟΚΕ, οι ανησυχίες αυτές δύνανται να μετριασθούν σε κάποιο βαθμό, υπό τον όρο να ληφθούν προηγουμένως σημαντικά μέτρα για την προετοιμασία και την υποστήριξη της μεταρρύθμισης. 2.3.5.7. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι η προσαρμοστικότητα και η ευελιξία τόσο του συστήματος όσο και της κατανομής αρμοδιοτήτων, οι οποίες περιλαμβάνονται μεταξύ των κυριότερων επιδιωκόμενων στόχων, είναι δυνατόν να επιτευχθούν μόνον εάν ληφθούν ορισμένες βασικές προφυλάξεις. Για το σκοπό αυτό απαιτείται να καθορισθούν ενδεδειγμένα μέτρα τα οποία: - αφενός, να διασφαλίζουν την αναγκαία προσαρμοστικότητα και ευελιξία, καθώς και την προαγωγή του πνεύματος του "δικτύου" και - αφετέρου, να παρέχουν τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να γνωρίζουν εκ των προτέρων ποια αρχή θα είναι αρμόδια για τη διαδικασία που τις ενδιαφέρει, να προβλέπουν την ενδεχόμενη εξέλιξή της και, γενικότερα, να εξασφαλίζουν κατά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο την προάσπιση του δικαιώματος υπεράσπισής τους. Επιπλέον, πρέπει να προβλεφθούν ειδικά μέτρα για τη διασφάλιση της συνεργασίας των αρμοδίων επί θεμάτων ανταγωνισμού αρχών και των τακτικών δικαστηρίων, με στόχο είτε την αξιοποίηση κάθε δυνητικής συνεργίας είτε τη διασφάλιση της βέλτιστης συνοχής. 2.3.5.8. Επίσης σημαντικός σε αυτό το πλαίσιο είναι και ο επακριβής ορισμός της έννοιας "κοινοτικό συμφέρον" - αναγκαίο προαπαιτούμενο ώστε να επιληφθεί μιας "υπόθεσης" απευθείας η Επιτροπή και όχι κάποια αποκεντρωμένη αρχή - που πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια. Κατ' αναλογία, πρέπει να διευκρινισθεί περαιτέρω και η αντίθετη περίπτωση - δηλαδή η εκχώρηση αρμοδιότητας από την Επιτροπή προς μια αποκεντρωμένη αρχή, σε "υποθέσεις" που δεν θεωρούνται σημαντικές για την Κοινότητα, αλλά και από μια αρχή σε κάποια άλλη. Εν πάση περιπτώσει, κρίνεται αναγκαίο να προβλεφθεί, με δεσμευτικούς όρους, η γενική αρχή σύμφωνα με την οποία η άσκηση εφέσεως και η εκχώρηση αρμοδιότητας οφείλουν να πραγματοποιούνται εντός σύντομης προθεσμίας, συμβατής προς τις απαιτήσεις της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Προς το σκοπό αυτό, απαιτείται να προβλεφθεί η "έκπτωση" - έπειτα από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα και/ή από την περάτωση μιας συγκεκριμένης πράξης - είτε του δικαιώματος αναθεώρησης, εκ μέρους της Επιτροπής, μιας εγκριθείσας αποφάσεως είτε του δικαιώματος εκχώρησης αρμοδιότητας για κάποια "υπόθεση". 2.3.5.9. Η εκχώρηση αρμοδιότητας από μια αρχή σε μια άλλη και/ή συνεκδίκαση αρχικά διαφορετικών υποθέσεων, με στόχο τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας του συστήματος, πρέπει να πραγματοποιείται οπωσδήποτε βάσει γνωστών κριτηρίων και, εν πάση περιπτώσει, να μην θίγει το δικαίωμα των επιχειρήσεων να διαφυλάττουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των στοιχείων τους και το βιομηχανικό τους απόρρητο. Απαιτείται, επίσης, να διασφαλισθεί η αρχή σύμφωνα με την οποία οποιοδήποτε εμπιστευτικό στοιχείο θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την περίπτωση και το σκοπό για τον οποίο αποκτήθηκε, με βάση τις αρχές που διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο της ήδη υφιστάμενης εκτενούς νομολογίας στον εν λόγω τομέα. Η χρήση τεκμηρίων και λοιπών νόμιμων αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να εκπορεύεται από την ανάγκη εξεύρεσης μέσης λύσεως μεταξύ προάσπισης της αποτελεσματικότητας και προστασίας του δικαιώματος υπεράσπισης και των θεμιτών συμφερόντων των επιχειρήσεων. 2.3.5.10. Εξάλλου, απαιτείται να καθιερωθούν σαφείς μηχανισμοί τόσο για τη διασφάλιση της συνοχής του συστήματος όσο και για την πρόληψη δυνητικών συγκρούσεων μεταξύ των αποφάσεων. Εντούτοις, η πρόληψη δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί αποκλειστικά και μόνο σε μια συγκεχυμένη αναγνώριση του δικαιώματος άσκησης εφέσεως και παρέμβασης της Επιτροπής, χωρίς να έχουν προκαθορισθεί οι προϋποθέσεις, η μεθοδολογία και η ίδια η νομική αποτελεσματικότητα της άσκησης του προαναφερθέντος δικαιώματος. Κατά συνέπεια, κρίνεται σκόπιμο να προβλεφθούν επακριβείς κανόνες ικανοί να διασφαλίζουν τη νομική αποτελεσματικότητα της άσκησης των αρμοδιοτήτων συντονισμού και ελέγχου της Επιτροπής, σε κάθε εθνικό θεσμικό σύστημα και έναντι οποιασδήποτε απόφασης, δικαστικής ή μη, η οποία δεν είναι ορθή ή συμβατή με άλλες ληφθείσες αποφάσεις. Εξάλλου, απαιτείται να αποτραπεί ο κίνδυνος πολλαπλού ελέγχου (εκ μέρους περισσοτέρων αρχών και/ή εκ μέρους αρχών και δικαστηρίων) της ίδιας "υπόθεσης". 2.3.5.11. Οι επιχειρήσεις πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προσφεύγουν στις πλέον ενδεδειγμένες έδρες τόσο κατά της σύγκρουσης και της ασυμφωνίας μεταξύ των "αποφάσεων" όσο και κατά των πλημμελειών κάποιας δικαστικής απόφασης. Λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής και κοινωνικής σημασίας της νομοθεσίας επί θεμάτων ανταγωνισμού, η ΟΚΕ - παρότι αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες - ευελπιστεί ότι και οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων (ενδεχομένως, μέσω των αναγκαίων συνταγματικών τροποποιήσεων) δύνανται να υπόκεινται σε δυνατότητα προσφυγής ενώπιον ενός υπερεθνικού δικαστηρίου με ευρείες αρμοδιότητες αξιολόγησης ακόμη και επί της ουσίας(6). 2.3.5.12. Ο κίνδυνος "επανεθνικοποίησης" του δικαίου επί θεμάτων ανταγωνισμού και η προάσπιση της υπερίσχυσης του κοινοτικού δικαίου χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και επιβάλλει την ανάληψη ενδεδειγμένων προληπτικών μέτρων. Η απόφαση περί εφαρμογής είτε του εθνικού είτε του κοινοτικού δικαίου δεν πρέπει να εμπίπτει αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων δικαστηρίων και αρχών. Απαιτείται να προβλεφθεί ότι απαγορεύεται η χρήση του εθνικού δικαίου για "υποθέσεις" στις οποίες είναι εφαρμοστέο το κοινοτικό δίκαιο. Μια καταδικαστική απόφαση δυνάμει του εθνικού δικαίου δεν πρέπει να υπερισχύει έναντι μιας απόφασης, δικαστικής ή μη, δια της οποίας αναγνωρίζεται η ύπαρξη των όρων που προβλέπονται από το άρθρο 81, παράγραφος 3. 2.3.5.13. Για να καταστεί το σύστημα πραγματικά ενιαίο, απαιτείται οπωσδήποτε να προαχθεί περαιτέρω η διαδικασία εναρμόνισης και να αναγνωρισθεί σε όλα τα κράτη μέλη η χρήση κοινοτικών αρχών ακόμη και για την ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου. 2.3.6. Η ασφάλεια δικαίου Η ανάγκη διαφύλαξης της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων όσον αφορά τη νομιμότητα των συμφωνιών και των πρακτικών τους. 2.3.6.1. Ένα επιπρόσθετο πρόβλημα που θέτει το σχέδιο "μεταρρύθμισης" συνίσταται στη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων όσον αφορά την εγκυρότητα των συμβάσεών τους. Η ΟΚΕ έχει επίγνωση του γεγονότος ότι η επιδίωξη της βέλτιστης αποτελεσματικότητας του συστήματος, η οποία επιζητείται δια της μεταρρύθμισης, ενδέχεται να μην είναι συμβατή με τη διαφύλαξη των προαναφερθεισών αξιώσεων των επιχειρήσεων. 2.3.6.2. Στη Λευκή Βίβλο τονίζεται ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους όσον αφορά την αξιολόγηση των συμφωνιών τους, αξιολόγηση η οποία πλέον δεν θα πρέπει, κατά κανόνα, να ανατίθεται σε ένα όργανο το οποίο θα αποφασίζει σχετικά άπαξ και δια παντός. Συνεπώς, εκτιμάται ότι έχουν πια ξεπερασθεί κατά βάση οι συνθήκες που, το 1962, είχαν συνηγορήσει υπέρ της υιοθέτησης του συστήματος της "απαλλαγής" (με πράξη έγκρισης) για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 81 (του τότε άρθρου 85) της Συνθήκης, συστήματος το οποίο αποσκοπούσε στην ικανοποίηση ακόμη και της αξίωσης περί εμπιστοσύνης ("συστατική" εγκυρότητα, erga omnes, των "αποφάσεων" για τη χορήγηση απαλλαγής, δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3). 2.3.6.3. Εντούτοις, στη Λευκή Βίβλο αναγνωρίζεται ότι η παροχή προστασίας ανάλογης προς εκείνη που προβλέπεται από τον Κανονισμό αριθ. 17, και ακόμη αποτελεσματικότερης, είναι σε πολλές περιπτώσεις όχι μόνον αιτιολογημένη αλλά και αναγκαία. Όπως προαναφέρθηκε (βλ. σημ. 1.3.2), τούτο έχει αναγνωρισθεί στην περίπτωση των "κοινών επιχειρήσεων παραγωγής". Σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής, οι επιχειρήσεις αυτές - παρότι αποτελούν "συμπράξεις" - θα εμπίπτουν μελλοντικά στο πλαίσιο του Κανονισμού για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, ο οποίος προβλέπει έγκριση εκ των προτέρων, για λόγους νομικής αποτελεσματικότητας που εξομοιώνεται με την "απαλλαγή". Πράγματι, οι "κοινές επιχειρήσεις παραγωγής" ενδέχεται να περιλαμβάνουν πολύ υψηλές επενδύσεις και έχουν, από τη φύση τους, μη ανατρέψιμες επιπτώσεις, όπως στην περίπτωση των συγκεντρώσεων. Εξ αυτού συνάγεται ότι το αίτημα περί ασφάλειας δικαίου δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί στην προκειμένη περίπτωση δια της "εκ του νόμου εξαίρεσης", λόγω της αβεβαιότητας που πλανάται αναπόφευκτα μέχρις ότου αποφανθούν τα αρμόδια δικαστήρια και οι αρχές. Χωρίς την προαναφερθείσα εξαίρεση, θα υπήρχε κίνδυνος να παραλύσει η επιχειρηματική δραστηριότητα και να απαγορευθούν πρωτοβουλίες, οι οποίες θα μπορούσαν μάλλον να ενισχύσουν παρά να εξασθενήσουν τον ανταγωνισμό. Με την "εξαίρεση" των "κοινών επιχειρήσεων παραγωγής" (οι οποίες αναμένεται να εμπίπτουν στο πλαίσιο του Κανονισμού για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων), αντίθετα, το αίτημα περί ασφάλειας δικαίου ικανοποιείται τόσο λόγω της σύντομης διάρκειας των διαδικασιών που προβλέπει ο Κανονισμός για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων όσο και του αντιτάξιμου "erga omnes" (όπως οι απαλλαγές δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3) των αποφάσεων δια των οποίων περατώνονται. 2.3.6.4. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να προβλεφθούν εξαιρέσεις και σε άλλες περιπτώσεις, στις οποίες υφίστανται - τουλάχιστον μέχρι ενός ορισμένου σημείου - λόγοι ανάλογοι προς εκείνους που αιτιολογούν την εξαίρεση η οποία προβλέπεται για τις "κοινές επιχειρήσεις παραγωγής". Τα χαρακτηριστικά αυτά εμφανίζονται σε ορισμένες μορφές "στρατηγικών συμπράξεων", οι οποίες παρατηρούνται ολοένα και συχνότερα σε καινοτόμους τομείς, σε τομείς που τελούν υπό καθεστώς ελευθέρωσης ή, εν πάση περιπτώσει, σε τομείς οι οποίοι προϋποθέτουν εις βάθος προσαρμογές της βιομηχανικής τάξεως πραγμάτων. Οι συναφείς ενέργειες δεν θεωρούνται "συγκεντρώσεις", από την άποψη ότι δεν προϋποθέτουν - τουλάχιστον ρητά - την απώλεια της επιχειρηματικής ατομικότητας των επιχειρήσεων που συμμετέχουν σε αυτές. Ωστόσο, οι εν λόγω δραστηριότητες επηρεάζουν - συχνά, δε, με μη ανατρέψιμες συνέπειες - τη συνολική διάρθρωση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων και συνιστούν αναγκαία προϋπόθεση για την πραγματοποίηση σημαντικών επενδύσεων. 2.3.6.5. Άλλη δυνατή περίπτωση αποτελεί ο προκαθορισμός εκ μέρους κάποιας επιχείρησης μιας τυποποιημένης σύμβασης, η οποία αναμένεται να χρησιμοποιηθεί - προϋποθέτοντας σημαντικές επενδύσεις και με μη ανατρέψιμες συνέπειες - σε απροσδιόριστο αριθμό συμφωνιών προς σύναψη σε διαφορετικό τόπο και χρόνο. 2.3.6.6. Οι εξαιρέσεις από το γενικό κανόνα δεν πρέπει να περιορίζονται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι οποίες κατονομάζονται σαφώς στις νέες κανονιστικές ρυθμίσεις. Στη Λευκή Βίβλο γίνεται επακριβώς αναφορά σε "αποφάσεις" νέου τύπου για περιπτώσεις οι οποίες είτε κρίνονται εξαιρετικά σημαντικές είτε προσκρούουν σε νέο προβληματισμό. Αλλά τούτο δεν επαρκεί. Όσον αφορά τις εν λόγω αποφάσεις, απαιτείται να διευκρινισθεί πότε πρέπει να λαμβάνονται, ποιος μπορεί να τις ζητήσει και υπό ποιες προϋποθέσεις, τι είδους διαδικασίες θα ακολουθούνται και ποια θα είναι η ασφάλεια δικαίου που θα παρέχουν. 2.3.6.7. Η χρήση των "αποφάσεων" νέου τύπου δεν είναι δυνατόν να αφεθεί εξ ολοκλήρου στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής. Αντίθετα, θα πρέπει να καθορισθεί σύμφωνα με σαφείς κανόνες, τους οποίους να μπορεί να επικαλεσθεί - σε εξαιρετικές περιπτώσεις - κάθε ενδιαφερόμενος. Παρότι τα χαρακτηριστικά τους διαφέρουν από εκείνα των αποφάσεων περί "απαλλαγής" του Κανονισμού αριθ. 17, οι προαναφερθείσες "αποφάσεις" πρέπει να έχουν προληπτικό χαρακτήρα, να είναι αντιτάξιμες erga omnes και να λαμβάνονται με σύντομες διαδικασίες, ανάλογες προς εκείνες του κανονισμού για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων. 2.3.6.8. Πέραν της ικανοποίησης των αιτημάτων που εκτέθηκαν ανωτέρω, οι εν λόγω αποφάσεις δύνανται να ικανοποιήσουν και άλλα αιτήματα που σχετίζονται με τη "μεταρρύθμιση". Πράγματι, μαζί με τους κανονισμούς και τις "ανακοινώσεις", οι αποφάσεις αυτές μπορεί να είναι το μέσο, ή ένα από τα μέσα, που απαιτεί η ενσάρκωση του καθοδηγητικού ρόλου της Επιτροπής. (Βλ. σημ. 2.1.5) Αυτές οι αποφάσεις δύνανται, επίσης, να ευνοήσουν την ενιαία και συνεπή νομική εφαρμογή εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων: η δυνατότητα να λαμβάνουν τα δικαστήρια υπόψη τους τις "αποφάσεις" της Επιτροπής σε μία νομική διαδικασία, θα συμβάλει στη διαφώτισή τους κατά την περίπλοκη εξέταση που ορίζεται στο άρθρο 81, εδάφιο 3. Επ'αυτού, η ΟΚΕ εκτιμά ότι η σπουδαιότητα της μεταρρύθμισης και η επίδρασή της επί του συνόλου του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού όχι μόνον αιτιολογούν την ίδια τη μεταρρύθμιση, αλλά και επιβάλλουν την άμεση - εκ παραλλήλου με την εξέταση και την ανάλυση εις βάθος του σχεδίου "μεταρρύθμισης" - ανάληψη πολυάριθμων νέων προπαρασκευαστικών και συνοδευτικών "μέτρων". 2.3.6.9. Εν πάση περιπτώσει, απαιτείται να διευκρινισθεί και να εξασφαλισθεί ότι η κατάργηση του συστήματος της "προληπτικής κοινοποίησης" δεν θα παρεμποδίσει κατά κανένα τρόπο - αλλά μάλλον θα ευνοήσει - την προληπτική διενέργεια διαλόγου μεταξύ των επιχειρήσεων, της Επιτροπής και των εθνικών αρχών, κατόπιν αιτήματος των ίδιων των επιχειρήσεων. Ο "διάλογος" αυτός δεν είναι, προφανώς, δυνατό να υποκαταστήσει την "απόφαση" ούτε να προσδώσει ασφάλεια δικαίου, αλλά μπορεί να αποτελέσει έναν απολύτως σκόπιμο προληπτικό, άτυπο και μη δεσμευτικό, έλεγχο στην περίπτωση σημαντικών υποθέσεων και, άρα, να καθιερωθεί εθιμικά ως πρακτική βασισμένη στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και διαφάνεια. 2.3.7. Μέτρα προς υιοθέτηση "πριν" από την υλοποίηση της μεταρρύθμισης Κατά τη γνώμη της ΟΚΕ κρίνεται σκόπιμο, αλλά και αναγκαίο, να υιοθετηθούν "μέτρα" (νομοθετικά, διοικητικά, οργανωτικά) για την τροποποίηση του ισχύοντος συστήματος, εν αναμονή της έμπρακτης υλοποίησης της "μεταρρύθμισης". Τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να προετοιμάσουν το έδαφος για τη μεταρρύθμιση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να συμβάλουν σημαντικά στον περιορισμό των υφισταμένων προβλημάτων. 2.3.7.1. Ως προσωρινό μέτρο δύναται να υιοθετηθεί "ανακοίνωση", όπου να καθιερώνεται οριστικά η αρχή σύμφωνα με την οποία ακόμη και το πρώτο εδάφιο του άρθρου 81, παράγραφος 1, απαιτείται να ερμηνεύεται βάσει κριτηρίων τα οποία θα συνυπολογίζουν τις οικονομικές επιπτώσεις περισσότερο από το γράμμα των συμφωνιών (κατ'αναλογία με όσα ήδη προβλέπονται εν γένει στο νέο καθεστώς για τις "κάθετες συμφωνίες" που τελεί υπό άμεση έγκριση). Τούτο θα περιόριζε τον κίνδυνο που συνιστά η αξιόμεμπτη "ευρεία" εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, αποκλειστικά βάσει τοπικών κριτηρίων (εφαρμογή της απαγόρευσης εάν μια συμφωνία θέτει περιορισμούς ως προς τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην αγορά, ανεξαρτήτως των συνεπειών). Ένα τέτοιο μέτρο (νέο ερμηνευτικό κριτήριο του άρθρου 81, παράγραφος 1) θα καθησύχαζε τις επιχειρήσεις όσον αφορά την εγκυρότητα των συμφωνιών τους και, συνεπώς, θα μετρίαζε σε μεγάλο βαθμό την απαίτησή τους να τις "κοινοποιούν". 2.3.7.2. Εν πάση περιπτώσει, κρίνεται σκόπιμο να συνεχισθούν οι προσπάθειες - οι οποίες έχουν ήδη αναληφθεί από την Επιτροπή και εκτίθενται στη Λευκή Βίβλο - για τη συντόμευση των προθεσμιών και την ελάφρυνση των υποχρεώσεων που επιβάλλουν οι διαδικασίες, προσπάθειες που έχουν ήδη επιφέρει αξιοσημείωτη βελτίωση έναντι του παρελθόντος. 2.3.7.3. Αντίθετα, η ΟΚΕ δεν θεωρεί συνετό να συμπεριληφθεί μεταξύ των προτεινόμενων μέτρων η εκχώρηση αρμοδιότητας για τη χορήγηση απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, και στις εθνικές αρχές(7). Τούτο θα προϋπέθετε την κατάργηση του ισχύοντος "μονοπωλίου" της Επιτροπής όσον αφορά τη χορήγηση "απαλλαγής", κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 3, χωρίς όμως να αποφέρει πλεονεκτήματα· αντίθετα, μάλλον θα δημιουργούσε πρόσθετα προβλήματα. Στην πράξη, αφενός, το εν λόγω μέτρο δεν θα συντελούσε σε μείωση του συνολικού αριθμού των κοινοποιήσεων και, αφετέρου, θα ανέκυπταν σοβαρά προβλήματα ερμηνείας εξαιτίας της ασαφούς κατανομής των αρμοδιοτήτων. Η αύξηση των αρμοδιοτήτων δεν θα συνέβαλε στην απλοποίηση που πρέπει να αποτελεί την επιδίωξη κάθε "μεταρρύθμισης", ενώ θα δημιουργούσε νέα διαδικαστικά προβλήματα, με κίνδυνο να παρακωλυθεί ακόμη περισσότερο η αποτελεσματικότητα ολόκληρου του συστήματος, αλλά και αυτή καθ'εαυτή η δραστηριότητα των επιχειρήσεων. 3. Συμπεράσματα 3.1. Η ΟΚΕ θεωρεί αιτιολογημένη και θεμιτή την πρόταση "μεταρρύθμισης" της Λευκής Βίβλου. Υφίστανται, ωστόσο, δυσκολίες και κίνδυνοι που πρέπει να υπερνικηθούν μέσω συγκεκριμένου προγράμματος προκαταρκτικών και συνοδευτικών μέτρων. Η ΟΚΕ συνιστά στην παρούσα "γνωμοδότηση" ορισμένα απτά - αναγκαία, αλλά και προκαταρκτικά - μέτρα, καθώς και μια δέσμη προτάσεων γενικότερου χαρακτήρα οι οποίες, εντούτοις, κρίνονται εξίσου σημαντικές για την υλοποίηση της μεταρρύθμισης. 3.2. Πράγματι τα μέτρα αυτά αποβλέπουν στη δημιουργία ορισμένων ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη μεταρρύθμιση (σημ. 2.3.1). Ειδικότερα, θα πρέπει να εξασφαλίζουν: - την ύπαρξη των συνθηκών για μία αποτελεσματική αποκέντρωση (σημ. 2.3.2 και 2.3.3), - τη διαφύλαξη της ομοιογένειας και της συνοχής του συστήματος και την υπερίσχυση του κοινοτικού δικαίου (σημ. 2.3.5), - τη βέλτιστη ασφάλεια του δικαίου (σημ. 2.3.6). 3.3. Η ΟΚΕ επιφυλάσσεται να εμβαθύνει και να συμβάλει περαιτέρω επί του θέματος. Βρυξέλλες, 8 Δεκεμβρίου 1999. Η Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Beatrice RANGONI MACHIAVELLI (1) Στο κείμενο της γνωμοδότησης τα εν λόγω άρθρα παρατίθενται με την αρίθμηση η οποία υιοθετήθηκε στην ενοποιημένη απόδοση των κειμένων των Συνθηκών της ΕΕ που τέθηκαν σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999. (2) Κατά τη Λευκή Βίβλο, το σύστημα της "κοινοποίησης"έχει χρησιμοποιηθεί στην πράξη ακόμη και ως παρελκυστική τακτική, με στόχο να αποφευχθεί ο κίνδυνος επιβολής των προστίμων που προβλέπονται από τον Κανονισμό αριθ. 17, καθώς και για την αναστολή των δυνητικών διαδικασιών επί παραβάσει σε εθνική κλίμακα, εν αναμονή της αποφάσεως της Επιτροπής. Όμως, η "κοινοποίηση" μιας συμφωνίας καθιστά στην πράξη δυνατή την αναστολή των προστίμων για την εκτέλεση της ίδιας της συμφωνίας, διαμορφώνοντας ένα είδος εξαίρεσης από τους αντιμονοπωλιακούς κανόνες. (3) Η προσέγγιση αυτή έχει ήδη εφαρμοσθεί στον υπό έκδοση γενικό κανονισμό περί "κάθετων περιορισμών", ΕΕ C 270 της 24.9.1999. (4) Ανακοινώσεις της Επιτροπής με ημερομηνία 13.2.1993 και 15.10.1997. (5) SEC(97)628. (6) Η προβληματική αυτή έχει ήδη τεθεί όσον αφορά το ευρωπαϊκό εμπορικό σήμα, καθώς και στη μελέτη με θέμα το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Παρότι αναγνωρίζονται οι διαφορές μεταξύ των θεμάτων αυτών, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το γεγονός ότι η ήδη συντελεσθείσα εις βάθος διερεύνησή τους ενδέχεται να αποδειχθεί χρήσιμη και όσον αφορά το υπό εξέταση ζήτημα. (7) Το ενδεχόμενο αυτό αναφέρεται στη Λευκή Βίβλο (σημεία αριθ. 58 έως 62) ως εναλλακτική δυνατότητα - η οποία στη συνέχεια απορρίφθηκε - έναντι της προτεινόμενης επιλογής, δηλαδή της μετάβασης στο σύστημα της "εκ του νόμου εξαίρεσης".