51998IE0294

Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Πρόταση κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου για τη διενέργεια δειγματοληπτικής έρευνας εργατικού δυναμικού εντός της Κοινότητας»

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 129 της 27/04/1998 σ. 0065


Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Πρόταση κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου για τη διενέργεια δειγματοληπτικής έρευνας εργατικού δυναμικού εντός της Κοινότητας»

(98/C 129/15)

Στις 25 Φεβρουαρίου 1998, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 3 του Εσωτερικού Κανονισμού της την κατάρτιση γνωμοδότησης για την ανωτέρω πρόταση.

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή όρισε ως γενικό εισηγητή τον κ. Kenneth Walker, στον οποίο και ανέθεσε την προετοιμασία των σχετικών εργασιών.

Κατά την 352η σύνοδο ολομέλειας (συνεδρίαση της 25ης Φεβρουαρίου 1998), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 70 ψήφους υπέρ, 1 κατά και 1 αποχή την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1. Εισαγωγή

1.1. Για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, και ιδίως για την παρακολούθηση των εξελίξεων στον τομέα της απασχόλησης και της ανεργίας (Ετήσια έκθεση στο Συμβούλιο στη συνέχεια της Διάσκεψης Κορυφής του Έσσεν), για τον εντοπισμό των περιφερειών που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία (επιλεξιμότητα για τα διαρθρωτικά ταμεία - στόχος 2), καθώς και για την ανάλυση της κατάστασης των ατόμων και των νοικοκυριών στην αγορά εργασίας, η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει τακτικά, συγκρίσιμα, πρόσφατα, και αντιπροσωπευτικά στοιχεία σε περιφερειακό επίπεδο για την απασχόληση και την ανεργία στα κράτη μέλη.

1.2. Επί του παρόντος, η κοινοτική έρευνα εργατικού δυναμικού συνίσταται στην παράθεση των εθνικών ερευνών εργατικού δυναμικού που διενεργούνται στα κράτη μέλη. Άν και επισήμως εναρμονισμένες (), οι έρευνες αυτές διατηρούν στην ουσία τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους προκειμένου να ικανοποιούν τις εθνικές απαιτήσεις.

1.2.1. Οι υπάρχουσες αποκλίσεις αφορούν τόσο την περιοδικότητα, τον ορισμό της περιόδου αναφοράς, τις παρατηρούμενες μονάδες, το πεδίο της έρευνας, τις μεθόδους παρατήρησης και τους τρόπους δειγματοληψίας, όσο και τις μεθόδους προεκβολών και τα ερωτηματολόγια. Η συγκρισιμότητα, από χώρα σε χώρα, των στοιχείων που συλλέγονται, κυρίως για την απασχόληση και την ανεργία, πρέπει ως εκ τούτου να βελτιωθεί.

1.3. Ένα από τα εμπόδια που παρεμβάλλονται στη σύγκλιση των μεθόδων έρευνας είναι η αδράνεια που χαρακτηρίζει τις μεγάλες δειγματοληπτικές έρευνες: η μεταρρύθμιση μίας εθνικής έρευνας εργατικού δυναμικού αντιπροσωπεύει σημαντική επένδυση στους τρόπους δειγματοληψίας, την επεξεργασία των δεδομένων και στις υποδομές έρευνας. Πραγματικές πιθανότητες εξέλιξης υφίστανται μόνο αν υπάρξει λεπτομερής εξέταση των ερευνών που πραγματοποιεί κάθε κράτος μέλος. Για το λόγο αυτό, η πρόταση κανονισμού καθορίζει ένα στόχο αλλά παρέχει στα κράτη μέλη σε μια μεταβατική περίοδο, τη δυνατότητα να διενεργούν μόνο μία ετήσια έρευνα την άνοιξη.

1.4. Ιδιαίτερη προσοχή δίδεται στον περιορισμό του κόστους διεξαγωγής της συνεχούς έρευνας: η κλιμάκωση της συλλογής στοιχείων καθ'όλη τη διάρκεια του έτους αναμένεται να επιτρέψει την ορθολογικότερη οργάνωση των εργασιών και την αποτελεσματικότερη χρήση της πληροφορικής 7 τα επίπεδα ακρίβειας που καθορίζονται δεν συνεπάγονται, κατά κανόνα, υπερβολική αύξηση του μεγέθους του ετησίου δείγματος 7 η υποχρέωση να χρησιμοποιείται το νοικοκυριό ως μονάδα δειγματοληψίας εγκαταλείφθηκε ώστε να επιτραπεί στα κράτη μέλη, που το προτιμούν, να χρησιμοποιούν δείγματα ατόμων, υπό την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνονται στις υπόλοιπες απαιτήσεις σχετικά με τα νοικοκυριά 7 ορισμένες μεταβλητές που περιλαμβάνονται στην υφιστάμενη σειρά ερευνών διαγράφηκαν.

1.5. Κατ'εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας, μόνο πληροφορίες για τις μεταβλητές που χρησιμεύουν στον προσδιορισμό της κατάστασης απασχόλησης και της υποαπασχόλησης πρέπει να συλλέγονται με άμεση συνέντευξη των προσώπων που συμμετέχουν στην έρευνα, σύμφωνα με πολύ αυστηρές κοινές αρχές οι οποίες κρίνονται θεμελιώδεις για την εξασφάλιση της αποδεκτής συγκρισιμότητας των αποτελεσμάτων 7 οι πληροφορίες για τις υπόλοιπες μεταβλητές μπορούν να λαμβάνονται από απαντήσεις σε ερωτήσεις των οποίων τη σειρά και τη διατύπωση καθορίζουν τα κράτη μέλη χωρίς κοινοτικούς περιορισμούς ή να προέρχονται από άλλες πηγές.

1.5.1. Επιπλέον, η στοχευόμενη διάρθρωση δεν επιβάλλει ένα σχέδιο ανανέωσης του δείγματος έτσι ώστε τα κράτη μέλη να μπορούν να χρησιμοποιούν σχέδια έρευνας τα οποία λαμβάνουν υπόψη αποτελεσματικά τις εθνικές ιδιαιτερότητες.

2. Η πρόταση της Επιτροπής

2.1. Τα κράτη μέλη οφείλουν να διενεργούν δειγματοληπτική έρευνα του εργατικού δυναμικού σε ετήσια βάση.

2.1.1. Η εν λόγω έρευνα θα είναι συνεχής και θα παρέχει τριμηνιαία και ετήσια αποτελέσματα. Ωστόσο, τα κράτη μέλη που δεν είναι σε θέση να διενεργούν συνεχή έρευνα επιτρέπεται να πραγματοποιούν μόνο μία ετήσια έρευνα την άνοιξη.

2.1.2. Οι πληροφορίες που θα συλλέγονται θα πρέπει να αφορούν την κατάσταση που επικρατεί κατά τη διάρκεια μίας ημερολογιακής εβδομάδας (από Δευτέρα έως Κυριακή), η οποία προηγείται της συνέντευξης και θα αποκαλείται εβδομάδα αναφοράς.

2.1.3. Στην περίπτωση συνεχών ερευνών, οι εβδομάδες αναφοράς μπορούν να κατανέμονται ομοιόμορφα σε ολόκληρο το έτος. Η συνέντευξη θα πραγματοποιείται συνήθως κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που ακολουθεί μετά την εβδομάδα αναφοράς. Η εβδομάδα αναφοράς και η ημερομηνία συνέντευξης μπορούν να απέχουν χρονικά περισσότερο από 5 εβδομάδες μόνον κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου. Τα τρίμηνα και οι εβδομάδες αναφοράς αποτελούνται αντίστοιχα από 13 και 52 συνεχόμενες εβδομάδες.

2.2. Η έρευνα θα διενεργείται σε κάθε κράτος μέλος σε δείγμα νοικοκυριών ή ατόμων που κατοικούν στην οικονομική επικράτεια του εν λόγω κράτους κατά τη στιγμή διεξαγωγής της έρευνας. Ανεξάρτητα από την μονάδα δειγματοληψίας που θα επιλεγεί (άτομα ή νοικοκυριά), τα στοιχεία θα συλλέγονται για όλα τα μέλη του νοικοκυριού, αλλά στην περίπτωση που επιλεγεί ως μονάδα δειγματοληψίας το άτομο θα περιορισθεί ο αριθμός των πληροφοριών που θα απαιτούνται για τα υπόλοιπα μέλη του νοικοκυριού. Η έννοια του νοικοκυριού αφορά άμεσα την φυσική παρουσία ενός ατόμου, π.χ. όλα τα άτομα που κατοικούν σε ένα συγκεκριμένο χώρο θεωρείται ότι αποτελούν ένα νοικοκυριό ανεξάρτητα από τις σχέσεις που τα συνδέουν.

2.2.1. Το βασικό πεδίο της έρευνας θα αποτελείται από τα μέλη των ιδιωτικών νοικοκυριών που κατοικούν στην οικονομική επικράτεια κάθε κράτους μέλους. Στην περίπτωση που αυτό είναι εφικτό, το βασικό πεδίο της έρευνας που αποτελείται από τα μέλη των ιδιωτικών νοικοκυριών θα πρέπει να συμπληρώνεται από τα μέλη των συλλογικών νοικοκυριών. Η έρευνα δεν θα περιορίζεται στα άτομα που βρίσκονται σε ηλικία εργασίας.

2.2.2. Οι μεταβλητές που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της κατάστασης απασχόλησης και υποαπασχόλησης, πρέπει να συλλέγονται με συνέντευξη του εξεταζομένου ατόμου ή, στην περίπτωση που αυτό είναι αδύνατον, ενός άλλου μέλους του ίδιου νοικοκυριού. Άλλες πληροφορίες μπορούν να συγκεντρώνονται από διάφορες εναλλακτικές πηγές, όπως τα διοικητικά αρχεία, με την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία που συλλέγονται κατά τον τρόπο αυτό είναι εξίσου αξιόπιστα.

2.3. Ο προτεινόμενος κανονισμός καθορίζει ορισμένα κριτήρια αξιοπιστίας προκειμένου να διασφαλισθεί η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος.

2.3.1. Προκειμένου να διασφαλισθεί η ύπαρξη μίας αξιόπιστης βάσης συγκριτικής ανάλυσης, τόσο σε κοινοτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κρατών μελών και συγκεκριμένων περιφερειών, ο σχεδιασμός της δειγματοληψίας θα πρέπει να είναι τέτοιος ώστε, για τα χαρακτηριστικά που αφορούν το 5 % του ενεργού πληθυσμού, το τυπικό σφάλμα σχετικά με την εκτίμηση των ετησίων μέσων όρων (ή τις εκτιμήσεις της άνοιξης στην περίπτωση μίας ετήσιας έρευνας την άνοιξη) να μην υπερβαίνει το 8 % σε επίπεδο NATS 2, λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών του σχεδιασμού για την μεταβλητή «ανεργία».

2.3.1.1. Η εν λόγω απαίτηση δεν θα πρέπει να ισχύει για τις περιφέρειες ο πληθυσμός των οποίων δεν υπερβαίνει τους 300 000 κατοίκους.

2.3.2. Στην περίπτωση συνεχούς έρευνας, ο σχεδιασμός της δειγματοληψίας πρέπει να είναι τέτοιος ώστε για τους υποπληθυσμούς, των οποίων το μέγεθος είναι της τάξης του 5 % του ενεργού πληθυσμού, το τυπικό σφάλμα της εκτίμησης των διακυμάνσεων μεταξύ δύο συνεχόμενων τριμήνων, σε εθνικό επίπεδο, να μην υπερβαίνει το 2 % του εξεταζόμενου υποπληθυσμού.

2.3.2.1. Για τα κράτη μέλη των οποίων ο πληθυσμός κυμαίνεται μεταξύ ενός εκατομμυρίου και είκοσι εκατομμυρίων κατοίκων, ο προηγούμενος περιορισμός είναι ελαστικότερος: το τυπικό σφάλμα της εκτίμησης των τριμηνιαίων διακυμάνσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3 % του εξεταζόμενου υποπληθυσμού.

2.3.2.2. Τα κράτη μέλη με πληθυσμό λιγότερο από 1 εκατομμύριο κατοίκους δεν υπόκεινται σε αυτές τις απαιτήσεις ακρίβειας.

2.3.3. Στην περίπτωση διενέργειας έρευνας την άνοιξη, τουλάχιστον το 1/4 των μονάδων έρευνας λαμβάνεται από την προηγούμενη έρευνα και τουλάχιστον το 1/4 των μονάδων έρευνας περιλαμβάνεται στο δείγμα της επόμενης έρευνας.

2.3.4. Στην περίπτωση έλλειψης στοιχείων λόγω μη απάντησης σε ορισμένες ερωτήσεις, τα εν λόγω στοιχεία θα αποτελούν αντικείμενο τεκμαρτής εκτίμησης.

2.3.5. Οι συντελεστές στάθμισης θα υπολογίζονται βάσει των πιθανοτήτων επιλογής και των εξωγενών στοιχείων που σχετίζονται με την κατανομή ανά φύλο, ανά κλάσεις ηλικίας (κλάσεις 5 ετών) και ανά περιφέρεια (επίπεδο NATS 2) του εξεταζόμενου πληθυσμού, στο βαθμό που τα εν λόγω εξωγενή στοιχεία είναι αξιόπιστα. Σε όλα τα μέλη ενός νοικοκυριού εφαρμόζεται ο ίδιος συντελεστής στάθμισης.

2.3.5.1. Τα κράτη μέλη οφείλουν να παρέχουν στην Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Eurostat) όλες τις ζητούμενες πληροφορίες σχετικά με την οργάνωση και τη μεθοδολογία της έρευνας και ειδικότερα όσον αφορά τα κριτήρια που εφαρμόζονται για το σχεδιασμό και το μέγεθος του δείγματος.

2.4. Στο παράρτημα 1 περιλαμβάνεται κατάλογος με τις ερευνητικές ενότητες για τις οποίες θα πρέπει να συγκεντρώνονται στοιχεία. Στον εν λόγω κατάλογο περιλαμβάνονται 13 ενότητες που υποδιαιρούνται συνολικά σε 85 ερωτήσεις. Στην περίπτωση που ως μονάδα δείγματος έχει επιλεγεί το άτομο, στις πληροφορίες που θα συγκεντρώνονταν για τα άλλα μέλη του νοικοκυριού δεν χρειάζεται η συλλογή στοιχείων για τις ενότητες ζ), η), θ) και ι).

2.4.1. Ένα συμπληρωματικό σύνολο μεταβλητών, αποκαλούμενο «ενότητα ad hoc», είναι δυνατόν να προστίθεται περιοδικά στις πληροφορίες που απαιτούνται. Η εν λόγω συμπληρωματική ενότητα μπορεί να καλύπτει διάφορες πτυχές όπως η οργάνωση της εργασίας, τα ατυχήματα στο χώρο εργασίας, και η μετάβαση από το χώρο της εκπαίδευσης στον επαγγελματικό χώρο. Το μέγεθος μίας ad hoc ενότητας δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το μέγεθος της ενότητας γ).

2.4.1.1. Κάθε έτος θα πρέπει να εγκρίνεται ένα πολυετές πρόγραμμα ενοτήτων ad hoc, τουλάχιστον δώδεκα μήνες πριν από την έναρξη της περιόδου αναφοράς που προβλέπεται για την εν λόγω ενότητα. Το εν λόγω πρόγραμμα θα πρέπει να καθορίζει για κάθε ad hoc ενότητα το θέμα, τα κράτη μέλη και τις περιφέρειες που αφορά, την περίοδο αναφοράς, το μέγεθος του δείγματος (το οποίο θα πρέπει να είναι ίσο ή μικρότερο με το βασικό δείγμα), καθώς και τις προθεσμίες μεταβίβασης των αποτελεσμάτων (οι οποίες ενδεχομένως να είναι διαφορετικές από αυτές που ισχύουν για το σύνολο της έρευνας).

2.5. Τα κράτη μέλη μπορούν να καταστήσουν υποχρεωτική την απάντηση στο ερωτηματολόγιο της έρευνας.

2.6. Εντός 12 εβδομάδων το πολύ μετά το τέλος του τριμήνου αναφοράς στην περίπτωση συνεχούς έρευνας (και εντός 9 το πολύ μηνών μετά το τέλος της περιόδου αναφοράς στην περίπτωση μίας έρευνας την άνοιξη) τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαβιβάζουν στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, χωρίς αναφορά ονομάτων και διευθύνσεων, τα δεόντως ελεγμένα αποτελέσματα της έρευνας για κάθε ερωτηθέν άτομο.

2.7. Κάθε τρία έτη, και για πρώτη φορά το έτος 2000, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκθεση για την εφαρμογή του εξεταζόμενου κανονισμού. Στην εν λόγω έκθεση, θα αξιολογείται κυρίως η ποιότητα των στατιστικών μεθόδων που χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη.

2.8. Η Επιτροπή επικουρείται στο έργο της από την επιτροπή στατιστικού προγράμματος που συστάθηκε με την απόφαση (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 89/382, σύμφωνα με την διαδικασία της «ρυθμιστικής επιτροπής». Η Επιτροπή θα θεσπίζει μέτρα που μπορούν να εφαρμοσθούν αμέσως. Στην περίπτωση, όμως, που τα εν λόγω μέτρα δεν είναι σύμφωνα με τη γνώμη που διατυπώνει η επιτροπή, η Επιτροπή θα πρέπει να ανακοινώνει αμέσως τα εν λόγω μέτρα στο Συμβούλιο και να αναβάλει την εφαρμογή τους. Το Συμβούλιο μπορεί με ειδική πλειοψηφία να αποφασίζει την απόρριψη των προτεινόμενων μέτρων εντός διαστήματος τριών μηνών. Σε αντίθετη περίπτωση, τα μέτρα εφαρμόζονται.

2.9. Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3711/91 καταργείται.

3. Γενικές παρατηρήσεις

3.1. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι η συγκέντρωση αξιόπιστων και αναλυτικών στοιχείων σχετικά με τα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των χαρακτηριστικών της απασχόλησης και της έκτασης της ανεργίας στα διάφορα κράτη μέλη και στις διάφορες περιφέρειές τους, αποτελεί στοιχείο καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη μίας συνεκτικής και συντονισμένης στρατηγικής που θα έχει ως στόχο τη μείωση της ανεργίας στην ΕΕ. Είναι προφανές ότι για τη συγκέντρωση πραγματικά ουσιαστικών στοιχείων απαιτείται να βασισθεί η συλλογή τους στη συγκρισιμότητα και τη συνεκτικότητά τους.

3.1.1. Κατά συνέπεια, η ΟΚΕ επιδοκιμάζει την πρόταση της Επιτροπής διότι θεωρεί ότι αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.

3.2. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι, προκειμένου να ενισχυθεί η συγκρισιμότητα των στατιστικών στοιχείων, θα πρέπει όλα τα κράτη μέλη να διενεργούν συνεχείς έρευνες, κάτι που ήδη συμβαίνει στα περισσότερα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, η ΟΚΕ ευελπιστεί ότι η μεταβατική περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας τα κράτη μέλη θα έχουν την διακριτική ευχέρεια να διενεργούν μια ετήσια έρευνα την άνοιξη, θα πρέπει να συντομευθεί όσο το δυνατόν περισσότερο και ότι, στο άμεσο μέλλον, όλα τα κράτη μέλη θα διενεργούν συνεχείς έρευνες. Η διενέργεια συνεχών ερευνών δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να επιβαρύνει υπερβολικά ούτε τις διοικήσεις των κρατών μελών ούτε τα άτομα που παραχωρούν συνεντεύξεις.

3.3. Η καταλληλότητα της δειγματοληπτικής έρευνας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσο το δείγμα που επιλέγεται είναι τυχαίο. Κατά συνέπεια, η ΟΚΕ υποστηρίζει την πρόταση να καταστήσουν τα κράτη μέλη υποχρεωτική την απάντηση στο ερωτηματολόγιο της έρευνας, διότι στην περίπτωση μη απαντήσεων απειλείται ο τυχαίος χαρακτήρας της έρευνας. Η επιλογή του δείγματος θα στηρίζεται σε μια κοινή βάση.

3.3.1. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι η διατήρηση των διαφορών που υφίστανται μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά το περιεχόμενο των ερωτηματολογίων και ο τρόπος χειρισμού και ερμηνείας τους, αποτελεί αδυναμία του συστήματος πράγμα που νοθεύει την πραγματική συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων που προκύπτουν. Για το λόγο αυτό η ΟΚΕ τάσσεται υπέρ μιας ενισχυμένης εναρμόνισης στον εν λόγω τομέα.

3.3.2. Επίσης όσον αφορά τα ποσοστά ανεργίας με τη στενή και ευρεία έννοια του όρου, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, η ΟΚΕ θεωρεί ότι η εναρμόνιση των ερευνών θα πρέπει να επιτρέπει τον υπολογισμό και τη διάδοσή τους. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι η σημερινή διάδοση του ποσοστού ανεργίας με τη στενή έννοια του όρου, δεν είναι επαρκής ώστε να επιτρέψει μια ορθή αξιολόγηση των προβλημάτων της ανεργίας και μπορεί να καταστήσει δύσκολη τη δυνατότητα σύγκρισης των δεδομένων μεταξύ κρατών μελών, γεγονός το οποίο καθίσταται ακόμη πιο σοβαρό στο βαθμό που τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιούνται στη συνέχεια από την Επιτροπή για την κατανομή των πόρων των Διαρθρωτικών Ταμείων.

3.4. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι οι εν λόγω έρευνες μπορούν να αποδειχθούν ιδιαίτερα χρήσιμες για τον προσδιορισμό του πραγματικού ποσοστού των ανέργων, παραδείγματος χάρη, μέσω του εντοπισμού των ατόμων εκείνων τα οποία δεν έχουν εγγραφεί στα μητρώα ανέργων διότι πιστεύουν ότι οι πιθανότητες για την εξεύρεση μίας θέσης απασχόλησης είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτες, αλλά τα οποία, παρά το γεγονός αυτό, θα επιθυμούσαν να εργασθούν εάν είχαν τη δυνατότητα. Επίσης, μέσω των εν λόγω ερευνών, μπορούν να συγκεντρωθούν ενδιαφέροντα στοιχεία για τους εργαζόμενους υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, διότι θα δοθεί η δυνατότητα διάκρισης μεταξύ των εργαζομένων υπό το καθεστώς αυτό επειδή αυτή είναι η επιθυμία τους και αυτών που το πράττουν διότι δεν έχουν άλλη επιλογή. Σχετικά, τα ερωτήματα πρέπει να συσχετισθούν ταυτόχρονα με την επιθυμία επιμήκυνσης και με την επιθυμία μείωσης του χρόνου εργασίας, ώστε να υπάρξουν αξιόπιστες στατιστικές όσον αφορά την απασχόληση που ισοδυναμεί με πλήρη απασχόληση. Άλλα στοιχεία που παρουσιάζουν ενδιαφέρον και προσελκύουν την προσοχή ενδέχεται να είναι οι διάφοροι τύποι συμβάσεων εργασίας και η συγκέντρωση διαφοροποιημένων δεδομένων όσον αφορά την εργασία κατά μερική απασχόληση.

3.4.1. Επίσης, η χρησιμοποίηση ad hoc ενοτήτων παρέχει σημαντικές δυνατότητες για τη συγκέντρωση αναλυτικών πληροφοριών σχετικά με ειδικές πτυχές του φαινομένου της ανεργίας και για τους συμβατικούς μηχανισμούς.

3.5. Η ΟΚΕ υποστηρίζει την πρόταση της Επιτροπής να επικουρηθεί στο έργο της από την επιτροπή στατιστικού προγράμματος, που θα λειτουργήσει σύμφωνα με τη διαδικασία της «ρυθμιστικής επιτροπής».

4. Συμπέρασμα

4.1. Η ΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι ούτε η Επιτροπή ούτε το Συμβούλιο δεν έλαβαν υπόψη της γνώμη της όσον αφορά την πρόταση κανονισμού υποχρεώνοντάς την να χρησιμοποιήσει το δικαίωμα πρωτοβουλίας που διαθέτει για να εκδώσει την παρούσα γνωμοδότηση.

4.2. Η ΟΚΕ επιδοκιμάζει την πρόταση της Επιτροπής για τη θέσπιση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με τη διενέργεια δειγματοληπτικής έρευνας εργατικού δυναμικού εντός της Κοινότητας.

Βρυξέλλες, 25 Φεβρουαρίου 1998.

Ο Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Tom JENKINS

() Κανονισμός (ΕΟΚ) του Συμβουλίου αριθ. 3711/91 της 16ης Δεκεμβρίου 1991.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ στη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Χαρακτηριστικά της έρευνας

1. Οι συλλεγόμενες πληροφορίες θα πρέπει να αφορούν:

α) το δημογραφικό πλαίσιο:

- αύξων αριθμός στο νοικοκυριό

- φύλο

- έτος γέννησης

- ημερομηνία γέννησης σε σχέση με το έτος της περιόδου αναφοράς

- οικογενειακή κατάσταση

- σχέση με το άτομο αναφοράς

- αύξων αριθμός συζύγου

- αύξων αριθμός πατέρα

- αύξων αριθμός μητέρας

- ιθαγένεια

- αριθμός ετών παραμονής στη χώρα

- χώρα γέννησης (προαιρετικό)

- φύση της συμμετοχής στην έρευνα (άμεση συμμετοχή ή μέσω ενός άλλου μέλους του νοικοκυριού)

β) την κατάσταση απασχόλησης:

- κατάσταση απασχόλησης κατά τη διάρκεια της εβδομάδας αναφοράς

- λόγος για τον οποίο το άτομο δεν εργάσθηκε αν και είχε απασχόληση - αναζήτηση απασχόλησης από άτομο χωρίς απασχόληση

- είδος της αναζητούμενης απασχόλησης (ως ανεξάρτητος επαγγελματίας ή μισθωτός)

- μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για την ανεύρεση απασχόλησης

- διαθεσιμότητα του ατόμου να αρχίσει να εργάζεται

γ) τα χαρακτηριστικά της απασχόλησης στην πρώτη δραστηριότητα:

- επαγγελματικό καθεστώς

- οικονομική δραστηριότητα της τοπικής μονάδας

- επάγγελμα

- αριθμός ατόμων που εργάζονται στην τοπική μονάδα

- χώρα του τόπου εργασίας

- περιφέρεια του τόπου εργασίας

- έτος και μήνας κατά τον οποίο το άτομο άρχισε να εργάζεται στην παρούσα απασχόληση

- μονιμότητα της απασχόλησης (και λόγοι)

- διάρκεια της προσωρινής απασχόλησης ή της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου

- διάκριση μεταξύ πλήρους και μερικής απασχόλησης (και λόγοι)

- εργασία στο σπίτι

δ) τη διάρκεια της εργασίας:

- αριθμός ωρών του συνήθους ωραρίου εργασίας

- αριθμός πραγματικά δεδουλευμένων ωρών

- κύριος λόγος για τη διαφορά μεταξύ των πραγματικά δεδουλευμένων ωρών και του συνήθους ωραρίου εργασίας

ε) τη δεύτερη δραστηριότητα:

- ύπαρξη περισσσοτέρων της μίας απασχολήσεων

- επαγγελματικό καθεστώς

- οικονομική δραστηριότητα της τοπικής μονάδας

- αριθμός πραγματικά δεδουλευμένων ωρών

στ) την εμφανή υποαπασχόληση:

- την επιθυμία του ατόμου να εργάζεται περισσότερες ώρες (προαιρετικό στην περίπτωση ετήσιας έρευνας)

- αναζήτηση άλλης απασχόλησης και λόγοι

- είδος της αναζητούμενης απασχόλησης (μισθωτός ή μη μισθωτός)

- χρησιμοποιούμενες μέθοδοι για την εξεύρεση άλλης απασχόλησης

- λόγος για τον οποίο το άτομο δεν αναζητεί άλλη απασχόληση (προαιρετικό στην περίπτωση ετήσιας έρευνας)

- διαθεσιμότητα του ατόμου να αρχίσει να εργάζεται

- επιθυμητός αριθμός ωρών εργασίας (προαιρετικό στην περίπτωση ετήσιας έρευνας)

ζ) την αναζήτηση απασχόλησης:

- είδος της αναζητούμενης απασχόλησης (πλήρης ή μερική)

- διάρκεια της αναζήτησης απασχόλησης

- κατάσταση του ατόμου αμέσως πριν αρχίσει να αναζητά απασχόληση

- εγγραφή σε επίσημο γραφείο εύρεσης εργασίας και είσπραξη επιδομάτων

- επιθυμία για εργασία του ατόμου που δεν αναζητά απασχόληση

- λόγος για τον οποίο το άτομο δεν αναζήτησε απασχόληση

η) την εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση:

- συμμετοχή σε εκπαίδευση ή κατάρτιση κατά τη διάρκεια των 4 προηγούμενων εβδομάδων

- αντικείμενο

- επίπεδο

- τόπος

- συνολική διάρκεια

- συνολικός αριθμός ωρών κατάρτισης

- ανώτατο ολοκληρωμένο επίπεδο εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης

- έτος κατά το οποίο ολοκληρώθηκε με επιτυχία το ανώτατο αυτό επίπεδο

- κατάρτιση που έλαβε το άτομο στο πλαίσιο της εναλλασσόμενης κατάρτισης

θ) την προηγούμενη επαγγελματική πείρα του ανέργου:

- ύπαρξη προηγούμενης επαγγελματικής πείρας

- έτος και μήνας κατά τον οποίο το άτομο εργάσθηκε για τελευταία φορά

- κύριος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε την τελευταία απασχόληση

- επαγγελματικό καθεστώς στην τελευταία απασχόληση

- οικονομική δραστηριότητα της τοπικής μονάδας στην οποία το άτομο εργάσθηκε για τελευταία φορά

- επάγγελμα στην τελευταία απασχόληση

ι) την κατάσταση ένα έτος πριν από την έρευνα:

- κύρια κατάσταση όσον αφορά τη δραστηριότητα

- επαγγελματικό καθεστώς

- οικονομική δραστηριότητα της τοπικής μονάδας στην οποία εργαζόταν το άτομο

- χώρα διαμονής

- περιφέρεια διαμονής

ια) την κύρια κατάσταση δραστηριότητα (προαιρετικό)

ιβ) το εισόδημα (προαιρετικό)

ιγ) τις πληροφορίες τεχνικής φύσης σχετικά με την συνέντευξη:

- έτος έρευνας

- εβδομάδα αναφοράς

- εβδομάδα της συνέντευξης

- κράτος μέλος

- περιφέρεια του νοικοκυριού

- βαθμός αστικοποίησης

- αύξων αριθμός του νοικοκυριού

- είδος νοικοκυριού

- είδος του ιδρύματος

- συντελεστές στάθμισης

- υπο-δείγμα σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (ετήσια έρευνα)

- υπο-δείγμα σε σχέση με την επόμενη έρευνα (ετήσια έρευνα)

- αύξων αριθμός της έρευνας.