51998AC0646

Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο "Ανάπτυξη και απασχόληση στο πλαίσιο σταθερότητας της ONE" - Σκέψεις οικονομικής πολιτικής ενόψει των γενικών προσανατολισμών για το 1998»

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 214 της 10/07/1998 σ. 0104


Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο "Ανάπτυξη και απασχόληση στο πλαίσιο σταθερότητας της ONE" - Σκέψεις οικονομικής πολιτικής ενόψει των γενικών προσανατολισμών για το 1998»

(98/C 214/27)

Στις 2 Μαρτίου 1998, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή να προβεί στην κατάρτιση γνωμοδότησης σχετικά με την ανωτέρω ανακοίνωση.

Το τμήμα οικονομικών, δημοσιονομικών και νομισματικών υποθέσεων στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΟΚΕ υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 3 Απριλίου 1998 (Εισηγητής: ο κ. de Bigault du Granrut).

Κατά την 354η σύνοδο ολομέλειας της 29ης και 30ής Απριλίου 1998 (συνεδρίαση της 29ης Απριλίου), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 70 ψήφους υπέρ, 36 κατά και 19 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1. Εισαγωγή

1.1. Η Επιτροπή παρουσιάζει την ετήσια οικονομική έκθεση για το έτος 1998:

- υπό νέα μορφή διότι παρουσιάζεται μία σύνθεση των κυριότερων προκλήσεων που καλείται να αντιμετωπίσει η ΕΕ, δηλαδή της ανάπτυξης και της απασχόλησης 7

- σε μία ιστορική στιγμή διότι η έκθεση παρουσιάζεται λίγο πριν από τη λήψη των αποφάσεων για την τρίτη φάση της ΟΝΕ (χώρες που θα συμμετάσχουν, ισοτιμίες) και

- σε μία περίοδο εξαιρετικής σταθερότητας, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού σύγκλισης που έχει επιτευχθεί μεταξύ των κρατών μελών στο πλαίσιο της δημιουργίας της ΟΝΕ.

1.2. Η ΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι της δίδεται η δυνατότητα - παρά τον περιορισμένο χρόνο που έχει στη διάθεσή της για να προετοιμάσει την παρούσα γνωμοδότηση - να διατυπώσει τις απόψεις της σχετικά με την εν λόγω έκθεση, στην οποία θα βασισθεί το Συμβούλιο για τη σύνταξη των «Γενικών Προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών» (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 103) τον επόμενο Ιούνιο. Οι εν λόγω «Γενικοί Προσανατολισμοί» θα αποτελούν ολοένα και περισσότερο το σημείο αναφοράς όχι μόνον για την κατάρτιση των οικονομικών πολιτικών της Κοινότητας και των κρατών μελών, αλλά και των πολιτικών που υπάγονται στην αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων και των κοινωνικών και επαγγελματικών οργανώσεων της ΕΕ.

1.3. Η ΟΚΕ διαπιστώνει ότι οι οικονομικές προβλέψεις της Επιτροπής βασίζονται στις εκτιμήσεις του φθινοπώρου 1997 οι οποίες επιβεβαιώθηκαν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, από τις εκτιμήσεις του Μαΐου 1997. Σύμφωνα με τις εν λόγω προβλέψεις ευνοείται γενικά η διατήρηση της σταθερότητας και η ανάπτυξη, και κατά συνέπεια η απασχόληση. Η εν λόγω προσέγγιση αποτελεί, αναμφίβολα, μία αισιόδοξη εκτίμηση της κατάστασης, αλλά επίσης και απόδειξη ότι έχει συνειδητοποιηθεί η ανάγκη συνέχισης της εφαρμογής της πολιτικής σύγκλισης και σταθερότητας - η οποία σύντομα θα ενισχυθεί με τη δημιουργία του θεσμικού πλαισίου της ΟΝΕ - προκειμένου να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση του ιδιαίτερα υψηλού ποσοστού ανεργίας εκ μέρους της Κοινότητας. Αυτό είναι το πνεύμα με το οποίο η ΟΚΕ προέβη στην εξέταση του εγγράφου για το οποίο έχει ζητηθεί η γνωμοδότησή της.

2. Περιεχόμενο του έγγραφου «Ανάπτυξη και απασχόληση»

2.1. Σύμφωνα με τις «Οικονομικές προβλέψεις του Φθινοπώρου» που δημοσίευσε η Επιτροπή τον Οκτώβριο του 1997, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της ΕΕ κατά το 1997 ανήλθε στο 2,6 % του ΑΕΠ, ποσοστό το οποίο αναμένεται να προσεγγίσει προοδευτικά το 3 % κατά το 1998 και το 1999. Στον εν λόγω ρυθμό ανάπτυξης αντιστοιχεί αύξηση των θέσεων απασχόλησης της τάξης του 0,5 % το 1997, 0,8 % το 1998 και 1,3 % το 1999. Λαμβανομένης υπόψη της αύξησης της προσφοράς εργασίας (ιδιαίτερα όσον αφορά τις γυναίκες), το ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ πρέπει να μειωθεί από 10,7 % το 1997, σε 10,3 % το 1998 και σε 9,8 % το 1999.

2.1.1. Οι «Οικονομικές προβλέψεις της άνοιξης του 1998» -με αναφορά στις εξελίξεις στην Ασία - απλώς διορθώνουν ελαφρά τις προβλέψεις του φθινοπώρου του 1997: η οικονομική μεγέθωση θα ανέρχονταν στο 2,8 % του 1998 και στο 3 % το 1999. Ο αριθμός των ανέργων θα κυμαίνονταν από 10,7 % το 1997 σε 10,2 % το 1998 και 9,8 % το 1999

2.2. Οι εν λόγω προβλέψεις καθιστούν επίσης σαφές ότι, κατά την εξεταζόμενη περίοδο (1997-1999), οι επενδύσεις και η ιδιωτική ζήτηση θα αντικαταστήσουν σταδιακά τις εξαγωγές στο ρόλο του κύριου μοχλού ανάπτυξης.

2.3. Οι κακές επιδόσεις της ΕΕ στον τομέα της ανάπτυξης (ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της τάξης του 1,6 %) κατά την περίοδο 1991-1996 και της απασχόλησης (μείωση της απασχόλησης κατά 0,4 %) οφείλονται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι δεν επιλέχθηκαν τα κατάλληλα μέτρα στο πλαίσιο των οικονομικών πολιτικών που υιοθετήθηκαν με αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατή η αποφυγή σοβαρών εντάσεων και νομισματικών αναταραχών. Γενικά μπορούν να επισημανθούν τα ακόλουθα εμπόδια:

- η ύπαρξη αστάθειας λόγω της εφαρμογής αντιφατικών δημοσιονομικών, μισθολογικών και νομισματικών πολιτικών 7

- η αύξηση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων και η νομισματική κρίση του 1995 7

- η μείωση του ποσοστού των πραγματοποιούμενων επενδύσεων λόγω του κλίματος αβεβαιότητας που επικράτησε μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση.

2.4. Τα εν λόγω εμπόδια θα πρέπει να εξαλειφθούν. Σήμερα υφίστανται ουσιαστικές δυνατότητες επίτευξης του στόχου αυτού. Πράγματι, η εγκαθίδρυση της ΟΝΕ, θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κλίματος σταθερότητας, στο πλαίσιο του οποίου θα δοθεί η δυνατότητα στα κράτη μέλη να προβούν στην εφαρμογή αυστηρών οικονομικών πολιτικών οι οποίες διευκολύνουν τη σταθερότητα των τιμών, την περιορισμένη αύξηση των μισθών, τον καθορισμό όχι ιδιαίτερα υψηλών μακροπρόθεσμων επιτοκίων και την αποφυγή αναταραχών ως προς τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Η συνέχιση της χωρίς παρεκκλίσεις εφαρμογής της οικονομικής στρατηγικής που περιγράφεται στους «Γενικούς Προσανατολισμούς» είναι προς όφελος της ΕΕ.

2.5. Τα θετικά αποτελέσματα της ανάπτυξης αφορούν κυρίως την προσφορά:

- ελεγχόμενος πληθωρισμός 7

- υψηλή και αυξανόμενη απόδοση των επενδύσεων 7

- ύπαρξη ακόμη ανεκμετάλλευτων δυνατοτήτων.

2.6. Οι νομισματικές συνθήκες που επικρατούν, συμπεριλαμβανομένων των μακροπρόθεσμων επιτοκίων και των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ευνοούν την ενδογενή ανάπτυξη της ζήτησης. Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό διότι η αύξηση της ζήτησης δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αύξησης των μισθών ή με την υιοθέτηση μιας επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. «Κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών η οικονομική ανάπτυξη θα πρέπει να βασίζεται ολοένα και περισσότερο στην εσωτερική ζήτηση, εκμεταλλευόμενη τις ευνοϊκές νομισματικές συνθήκες που επικρατούν, ιδιαίτερα τη μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου που ενσωματώνονται στα μακροπρόθεσμα επιτόκια και την ισχύ του δολαρίου έναντι των ευρωπαϊκών νομισμάτων, και στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Οι εν λόγω ευνοϊκές νομισματικές συνθήκες που επικρατούν υπήρξαν το αποτέλεσμα της σημαντικής προόδου που σημείωσαν τα κράτη μέλη στον τομέα της σύγκλισης των ποσοστών πληθωρισμού και της διόρθωσης των υπερβολικών δημοσιονομικών ανισορροπιών.» (Σημείο 1.1, δεύτερη παράγραφος του εγγράφου της Επιτροπής.)

2.7. Η Επιτροπή εκτιμά ότι η κρίση που πλήττει την Ασία, παρά τις εύλογες ανησυχίες που προκαλεί, δεν πρόκειται να επηρεάσει παρά οριακά την ανάπτυξη της ΕΕ. Οι αρνητικές εμπορικές επιπτώσεις θα μπορούσαν να αντισταθμισθούν από την περαιτέρω βελτίωση των νομισματικών συνθηκών και την αυτοδύναμη ανάπτυξη της εσωτερικής ζήτησης.

2.8. Προκειμένου να διατηρηθεί η νομισματική σταθερότητα και η εμπιστοσύνη των αγορών (βραχυπρόθεσμα) και να μετατραπεί (μεσοπρόθεσμα) η ανάκαμψη σε σταθερή οικονομική ανάπτυξη υψηλού επιπέδου θα πρέπει να διασφαλισθεί η αρμονική μετάβαση προς την ΟΝΕ και, η προοδευτική επίλυση του προβλήματος της ανεργίας. Οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίτευξη του στόχου αυτού υπάρχουν ήδη. Απομένει να επιδειχθεί η κατάλληλη βούληση και να εφαρμοσθούν οι κατάλληλες μακροοικονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές.

3. Η πρόκληση της απασχόλησης: η διαπίστωση της Επιτροπής

3.1. Σε τρεις σελίδες η Επιτροπή επιτυγχάνει να προβεί σε μία αξιοζήλευτη παρουσίαση της πρόκλησης που αντιπροσωπεύει η απασχόληση για την ΕΕ, υπενθυμίζοντας καταρχάς ότι το άρθρο 2 της Συνθήκης ΕΚ (το οποίο τροποποιήθηκε στο Άμστερνταμ) προβλέπει ρητά την ανάγκη επίτευξης ενός «υψηλού επιπέδου απασχόλησης».

3.2. Εάν δεχθούμε ότι κύρια χαρακτηριστικά μιας ανταγωνιστικής οικονομίας είναι 1) η αύξηση της παραγωγικότητάς της να είναι ίση ή υψηλότερη από αυτή των κυριότερων ανταγωνιστών της, 2) η ύπαρξη ενός ισοσκελισμένου ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών στο πλαίσιο της λειτουργίας μιας ανοικτής οικονομίας της αγοράς και 3) το υψηλό επίπεδο απασχόλησης, διαπιστώνεται ότι η Κοινότητα πληροί μόνον τα δύο πρώτα κριτήρια, δεδομένου ότι οι επιδόσεις της στον τομέα της απασχόλησης είναι μέτριες.

3.3. Οι άνεργοι το 1997 αντιπροσώπευαν το 10,7 % του πληθυσμού ενώ η ανεργία πλήττει 18 εκατομμύρια άτομα. Το ποσοστό απασχόλησης (αριθμός ατόμων που διαθέτουν μία θέση απασχόλησης δια του αριθμού των ατόμων που βρίσκονται σε ηλικία εργασίας) μειώθηκε από 67 % το 1961 σε 60 % σήμερα, ενώ το ίδιο ποσοστό ανέρχεται σε 74 % στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία. Προκειμένου να επανέλθει το ποσοστό απασχόλησης στο 67 ή στο 72 % θα πρέπει να καταστεί δυνατή η δημιουργία 22 ή 34 εκατομμυρίων, αντίστοιχα, θέσεων απασχόλησης εκ μέρους της οικονομίας της Κοινότητας.

3.4. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η μη απασχόληση, παρά το γεγονός ότι αποτελεί πρόβλημα, αποτελεί επίσης και ένα σημαντικό δυναμικό ανάπτυξης, η οποία υπερβαίνει τις τάσεις αύξησης της παραγωγικότητας, το οποίο δεν διαθέτουν οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία. Το εν λόγω δυναμικό καθίσταται ακόμη σημαντικότερο εάν ληφθεί υπόψη ότι το ποσοστό απασχόλησης στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων καθεστώτων μερικής απασχόλησης που εφαρμόζονται, ανέρχεται στο 55 %. Η αξιοποίηση του εν λόγω δυναμικού θα συνέβαλε στην προώθηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου και στην υιοθέτηση της εφαρμογής μεθόδων παραγωγής που σέβονται περισσότερο το περιβάλλον.

3.5. Το εν λόγω εργατικό δυναμικό θα πρέπει να αξιοποιηθεί, αφενός, μέσω της «απασχολησιμότητας» των εργαζομένων και, αφετέρου, μέσω της δημιουργίας επαρκών θέσεων απασχόλησης εκ μέρους της ίδιας της οικονομίας. Παρά το γεγονός ότι η επαγγελματική κατάρτιση του συνόλου των εργαζομένων (απασχολουμένων ή όχι) για την απόκτηση ολοένα και περισσότερο εξειδικευμένων γνώσεων είναι ένας ιδιαίτερα σημαντικός τομέας, μεγαλύτερη σημασία έχει η προσφορά θέσεων απασχόλησης στους ανέργους. Η κατάρτιση δεν αποτελεί πανάκεια για την απασχόληση. Η Επιτροπή καταδεικνύει ότι το 6 % από το συνολικό 10,7 % των ανέργων θα μπορούσαν να καλύψουν μία θέση απασχόλησης σε περίπτωση που είχαν ανάλογη προσφορά.

3.6. Στην περίπτωση που η ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας συνεχίσει να είναι της τάξης του 2 %, όπως συνέβη κατά την τελευταία εικοσαετία, για τη δημιουργία επαρκών θέσεων απασχόλησης απαιτείται ένας, σαφώς, υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης. Η συνέχιση της πολιτικής της περιορισμένης αύξησης των μισθών είναι, εντούτοις, δυνατόν να επιβραδύνει το ρυθμό υποκατάστασης της εργασίας από κεφάλαιο (στην οποία οφείλεται κατά το ήμισυ, σχεδόν, η αύξηση της παραγωγικότητας). Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι «με την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών, οι εν λόγω νέες επενδύσεις (οι οποίες πραγματοποιούνται, επίσης, χάρη στη διατήρηση των μισθών σε χαμηλά επίπεδα γεγονός που αυξάνει την απόδοσή τους) θα συμβάλουν στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα, λόγω της ανάπτυξης των δυνατοτήτων παραγωγής, την επιβράδυνση της διαδικασίας υποκατάστασης της εργασίας από κεφάλαιο».

3.7. Η Επιτροπή τονίζει την επιτυχία της άτυπης κοινής μακροοικονομικής στρατηγικής που εφαρμόζει η ΕΕ μέσω των «Γενικών Προσανατολισμών», κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι:

- η εφαρμογή μιας νομισματικής πολιτικής με κύριο στόχο την επίτευξη σταθερότητας 7

- η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών (σεβασμός του άρθρου 104 της Συνθήκης ΕΚ και «Σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης») 7

- η εξέλιξη των μισθών κατά τρόπο που να λαμβάνονται υπόψη οι στόχοι της σταθερότητας των τιμών και της ανάγκης αύξησης των αποδόσεων των επενδύσεων και της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων (βλ. σελίδες 8 και 9 του εγγράφου της Επιτροπής).

3.8. Για μία ακόμη φορά η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι όσο περισσότερο διευκολύνεται η επίτευξη του στόχου της σταθερότητας τον οποίο επιδιώκει η νομισματική πολιτική, μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθείται και της κατάλληλης εξέλιξης των μισθών, τόσο περισσότερο θα δημιουργούνται οι αναγκαίες νομισματικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης και της διαμόρφωσης των κατάλληλων συναλλαγματικών ισοτιμιών και μακροπρόθεσμων επιτοκίων, που ευνοούν την ανάπτυξη και την αύξηση της απασχόλησης. Πράγματι, η εγκαθίδρυση της ΟΝΕ θα έχει ως αποτέλεσμα την αποφυγή των απότομων μεταβολών των συναλλαγματικών ισοτιμιών και της ύπαρξης αποκλίσεων ως προς τον επιδιωκόμενο στόχο της σταθερότητας μεταξύ της νομισματικής πολιτικής και της εξέλιξης του προϋπολογισμού και των μισθών, καθώς και τη βελτίωση των επενδυτικών προοπτικών και των δυνατοτήτων παραγωγής και, κατά συνέπεια, τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.

3.9. Στο πλαίσιο του υποκεφαλαίου με τίτλο «Η νομισματική πολιτική», η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι θα συνεχίσει, καταρχάς, την εφαρμογή της πολιτικής για τη σταθερότητα των τιμών στο εσωτερικό της ζώνης του Ευρώ, αλλά τονίζει επίσης ότι η ΕΚΤ και το ΕΣΚΤ θα πρέπει να συμβάλουν στην επίτευξη των οικονομικών στόχων της ΕΕ, που αναφέρονται στο άρθρο 2 της Συνθήκης ΕΚ, δηλαδή της επίτευξης μιας σταθερής, διαρκούς και μη πληθωριστικής ανάπτυξης και ενός υψηλού επιπέδου απασχόλησης. Η αξιοπιστία της ΕΚΤ ως εγγυήτριας της εν λόγω σταθερότητας θα εξαρτηθεί από τη διατήρηση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων και την κατάλληλη εξέλιξη των μισθών.

3.10. Η δημοσιονομική πολιτική - που θα βασίζεται στο «Σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης» - θα έχει ολοένα και περισσότερο ως αποτέλεσμα:

- την προώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων, λαμβανομένης υπόψη της πτώσης των μακροπρόθεσμων επιτοκίων που οφείλεται στη διαρκώς μικρότερη προσφυγή του κράτους στην αποταμίευση 7

- τη δημιουργία περιθωρίων ελιγμού στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πολιτικής αμέσως μόλις αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία 7

- τη μείωση των ποσών που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους με αποτέλεσμα τον επαναπροσανατολισμό των κοινωνικών και των μη κρατικών δαπανών.

3.11. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, συνολικά εξεταζόμενη, η μείωση των ελλειμμάτων του δημοσίου στην ΕΕ κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών οφείλεται περισσότερο στη μείωση του ποσοστού του ΑΕΠ που αντιπροσωπεύουν οι δημόσιες δαπάνες, παρά το ότι αποδέχεται το γεγονός ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλουν περισσότερες προσπάθειες περιορισμού των επιβαλλόμενων φόρων, ιδιαίτερα όσον αφορά τους φόρους που επιβάλλονται στους μισθούς. Οι εν λόγω φόροι αυξήθηκαν από 35 % το 1980 σε 42 % σήμερα.

3.12. Όσον αφορά την εξέλιξη των μισθών, αυτή εξαρτάται από τους κοινωνικούς εταίρους αλλά επίσης και από τις κυβερνήσεις που αποτελούν το σημαντικότερο εργοδότη. Παρά την ισχύ της αρχής της επικουρικότητας, οι οικονομικοί εταίροι δεν θα πρέπει να παραβλέπουν τα τεκταινόμενα στο σύνολο της ΕΕ και το γεγονός ότι η νομισματική σταθερότητα αποτελεί κοινοτική αρμοδιότητα. Η άνοδος των ονομαστικών μισθών θα πρέπει να συμβαδίζει με τη σταθερότητα των τιμών. Η αύξηση των πραγματικών μισθών σε σχέση με την παραγωγικότητα θα πρέπει να συμβάλει τόσο στην αύξηση της αποδοτικότητας των επενδύσεων όσο και στην ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των μισθών.

3.13. Στην περίπτωση διαφορών ως προς την παραγωγικότητα από περιφέρεια σε περιφέρεια και μεταξύ των διαφόρων τομέων είναι τόσο πιθανή όσο και αναγκαία η ύπαρξη διαφορών ως προς τις αυξήσεις των μισθών. Στην περίπτωση που το ποσοστό αύξησης των μισθών δεν αντικατοπτρίζει την εξέλιξη της παραγωγικότητας υπάρχει ο κίνδυνος να σημειωθεί απώλεια θέσεων απασχόλησης. Διάφορες άλλες ασυμμετρίες που είναι πιθανόν να εμφανισθούν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με την επίδειξη μεγαλύτερης ευελιξίας εκ μέρους των αγορών.

3.14. Η Επιτροπή υπενθυμίζει τη σημασία της υιοθέτησης διαρθρωτικών πολιτικών που ευνοούν την ανάπτυξη και την απασχόληση. Το κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις εν λόγω πολιτικές δεν έχει καθορισθεί με σαφήνεια και επομένως η εφαρμογή τους βασίζεται κυρίως στην αρχή της επικουρικότητας. Παρά το γεγονός αυτό, τα προγράμματα για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς, οι «Γενικοί Προσανατολισμοί» και το κεφάλαιο για την «Απασχόληση» που εγκρίθηκε στο Άμστερνταμ μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την υιοθέτηση μιας περισσότερο συναινετικής προσέγγισης, δεδομένου ότι στον εν λόγω τομέα δεν κατέστη ακόμη δυνατή η επίτευξη συμφωνίας όπως στο μακροοικονομικό τομέα. Ο κύριος οικονομικός ρόλος των διαρθρωτικών πολιτικών είναι η αποφυγή εντάσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας μακροοικονομικής ανάπτυξης, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ (ώστε να διαθέτει μεγαλύτερες δυνατότητες αύξησης της παραγωγικότητάς της), η δημιουργία, μέσω της ανάπτυξης, νέων θέσεων απασχόλησης και ο σεβασμός του περιβάλλοντος. Για να είναι όμως πραγματικά αποτελεσματικές οι εν λόγω πολιτικές δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν τη συνέχιση της εφαρμογής υγιών μακροοικονομικών πολιτικών. Εξάλλου, με την εγκαθίδρυση της ΟΝΕ θα απαιτηθεί μία μεγαλύτερη προσπάθεια διαρθρωτικής προσαρμογής. Η Επιτροπή υπενθυμίζει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε στο παρελθόν σχετικά με τα Διευρωπαϊκά Δίκτυα και την προώθηση των ΜΜΕ, αλλά δεν αναφέρεται καθόλου στη συνέχεια που δόθηκε για την υλοποίηση των εν λόγω δεσμεύσεων.

3.15. Η Επιτροπή συνηγορεί υπέρ της βελτίωσης της λειτουργίας των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών προκειμένου να εξαλειφθούν τα εμπόδια που παρεμβάλλονται στον ανταγωνισμό και να καταστεί δυνατή, στο πλαίσιο της ανάπτυξης, η πραγματοποίηση των αναγκαίων τομεακών διαρθρωτικών προσαρμογών μέσω των μηχανισμών της αγοράς. Υφίστανται ακόμη αρκετές περιττές ρυθμίσεις οι οποίες βλάπτουν την απασχόληση. Θα πρέπει κατά συνέπεια να επισπευσθεί η θέση σε εφαρμογή του Προγράμματος Δράσης της Επιτροπής για την εσωτερική αγορά. Τα σημαντικότερα εμπόδια αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις και τον τομέα των κατασκευών. Σημαντικά εμπόδια επίσης υφίστανται στους τομείς των υπηρεσιών και των επιχειρήσεων, καθώς και όσον αφορά τους καταναλωτές. Η Επιτροπή καταβάλει προσπάθειες απλοποίησης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος μέσω της εφαρμογής των προγραμμάτων SLIM και BEST.

3.16. Όσον αφορά την αγορά εργασίας θα πρέπει να τονισθεί η ύπαρξη των «Κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση»που αποσκοπούν:

- τη βελτίωση της «απασχολησιμότητας» του εργατικού δυναμικού 7

- την προώθηση του επιχειρηματικού πνεύματος 7

- στη βελτίωση της ικανότητας προσαρμογής των επιχειρήσεων και των εργαζομένων σε αυτές 7

- στην ενίσχυση των πολιτικών στον τομέα της ισότητας των ευκαιριών (βλ. σημείο 4.5 του εγγράφου της Επιτροπής).

3.17. Τέλος, η Επιτροπή προβαίνει στην εξέταση ορισμένων τομέων στους οποίους θα μπορούσε να αυξηθεί ο αριθμός των θέσεων απασχόλησης, στο πλαίσιο της ανάπτυξης, μέσω της λήψης διαρθρωτικών μέτρων όπως:

- η επιβράδυνση της διαδικασίας αντικατάστασης της εργασίας από κεφάλαιο μέσω της διεύρυνσης της κλίμακας του μισθολογικού κόστους. Προτείνονται δύο λύσεις: διεύρυνση της μισθολογικής κλίμακας (εισόδημα) προς τα κάτω πράγμα το οποίο η Επιτροπή δεν θεωρεί ως εφικτό και/ή μείωση του μη μισθολογικού κόστους 7

- η μείωση του χρόνου εργασίας υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

4. Παρατηρήσεις

4.1. Η ΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για την ποιότητα της οικονομικής έκθεσης για το 1998, δεδομένου ότι το εν λόγω έγγραφο παρουσιάζει με σαφήνεια τις οικονομικές προτεραιότητες της Επιτροπής και, κατά συνέπεια, της ΕΕ δηλαδή τους στόχους της ανάπτυξης και της απασχόλησης.

4.2. Η ΟΚΕ συμφωνεί με τη σημασία που αποδίδεται στο πλαίσιο αυτό στη συνέχιση της προσπάθειας σύγκλισης και στην επιδίωξη της νομισματικής σταθερότητας. Εκφράζει την ικανοποίησή της για την αναμενόμενη απόφαση σχετικά με τον κατάλογο των χωρών - η ΟΚΕ επιθυμεί να περιληφθούν στον εν λόγω κατάλογο όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη μέλη - που θα αποτελέσουν την πρώτη ομάδα χωρών που θα υιοθετήσουν το ενιαίο νόμισμα. Η ζώνη του Ευρώ θα είναι μία ζώνη σταθερότητας που θα προσελκύσει τις επενδύσεις και θα συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη και στην αύξηση της απασχόλησης.

4.3. Η ΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι οι υφιστάμενες προβλέψεις καταδεικνύουν σαφώς ότι η οικονομική ανάκαμψη που σημειώθηκε κατά το 1996 και η οποία βασίσθηκε κατά κύριο λόγο στην αύξηση των εξαγωγών βασίζεται πλέον στις επενδύσεις και στην ιδιωτική κατανάλωση. Η ΟΚΕ επισημαίνει εντούτοις ότι τα στοιχεία για το 1998 και, κυρίως, για το 1999 δεν αποτελούν παρά προβλέψεις, καθώς και ότι, επί του παρόντος, δεν έχει διασφαλισθεί το στοιχείο της διάρκειας ως προς την εξέλιξη της ζήτησης. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι οι αναπτυξιακές προβλέψεις για το 1998 είναι αξιόπιστες, αλλά διατηρεί αμφιβολίες ως προς τις προβλέψεις για το 1999.

4.4. Η κρίση που διέρχεται η Ασία και οι επιπτώσεις της στην ιαπωνική και αμερικανική οικονομία πιθανόν να επιφυλάσσουν ακόμη πιο δυσάρεστες εκπλήξεις για την ΕΕ από ότι αφήνουν να υποθέσουμε οι εμπορικές συναλλαγές με τις σχετικές χώρες της Νοτιανατολικής Ασίας (). Στην περίπτωση αυτή, η ΕΕ θα πρέπει να αντιδράσει γρήγορα σε μία σειρά κατάλληλων μέτρων μακροοικονομικής πολιτικής. Οι πιθανότητες επιτυχίας παρόμοιων μέτρων θα είναι ακόμη μεγαλύτερες επειδή η γενική κατάσταση της ΟΚΕ θα είναι υγιής, τα δε ελλείμματα των προϋπολογισμών θα μειωθούν και μάλιστα, ει δυνατόν, θα εξαλειφθούν.

4.5. Οι προβλέψεις για την Κοινότητα δεν αποτελούν παρά μέσους όρους που συχνά υποκρύπτουν την ύπαρξη σημαντικών διαφορών μεταξύ των κρατών μελών, ιδιαίτερα όσον αφορά τις προβλέψεις που αφορούν τις επιχειρήσεις (επενδύσεις).

4.6. Κατά την άποψη της ΟΚΕ, τόσο η περιγραφή της συνολικής κατάστασης όσο και οι αναφερόμενες προοπτικές αποτελούν μία ιδιαίτερα αισιόδοξη πρόβλεψη. Η ΟΚΕ θα επιθυμούσε να επιδείξει την ίδια αισιοδοξία, αλλά διαπιστώνει ότι η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα, ενώ σύμφωνα με τις υφιστάμενες προοπτικές βελτίωσης δεν αναμένεται επαρκής αύξηση των θέσεων απασχόλησης.

4.6.1. Τα στοιχεία που αναφέρονται στο σημείο 3.3 δείχνουν πόσο σημαντική είναι η πρόκληση της απασχόλησης εάν επιθυμεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να επιτύχει ποσοστό απασχόλησης ανάλογο με εκείνο των ΗΠΑ ή της Ιαπωνίας. Σε δέκα χρόνια, το επίπεδο απασχόλησης πρέπει να αυξηθεί από 20 σε 25 %.

4.7. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ΟΚΕ συμφωνεί πλήρως με την άποψη της Επιτροπής, η οποία στο πλαίσιο των προτάσεών της σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών για το 1998 () υπογραμμίζει ότι «για την επίτευξη ουσιαστικής προόδου σε ευρωπαϊκό επίπεδο απαιτείται η εκ μέρους των κρατών μελών κατάρτιση αναλυτικών προγραμμάτων δράσης που να αντικατοπτρίζουν την κατάσταση που επικρατεί σε κάθε ένα από αυτά, αλλά η κατάρτιση και υλοποίησή τους θα πρέπει να εντάσσεται σε ένα κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο στόχων και κατευθυντήριων γραμμών ...».

4.8. Η ΟΚΕ συμφωνεί με την άποψη της Επιτροπής ότι έχει ιδιαίτερη σημασία για την Κοινότητα, για τα κράτη μέλη και για τους κοινωνικούς εταίρους η συνέχιση της εφαρμογής των μακροοικονομικών προσεγγίσεων που αναφέρονται στο πλαίσιο των «Γενικών Προσανατολισμών» προκειμένου να επιτευχθεί η αναγκαία για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης σταθερότητα και οικονομική ανάπτυξη που τόσο χρειάζεται η Κοινότητα. Οι προσπάθειες που καταβάλλονται έχουν ήδη αρχίσει να αποδίδουν.

4.9. Η ΟΝΕ θα πρέπει να αποτελέσει ένα πρόσφορο πλαίσιο για την αύξηση των επενδύσεων και, κατά συνέπεια, την επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης. Η επίτευξη μιας βιώσιμης και δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Εκτός όμως από αυτήν απαιτείται και η υιοθέτηση των κατάλληλων οικονομικών και διαρθρωτικών πολιτικών.

4.9.1. Η νομισματική σταθερότητα, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι ο χαμηλός πληθωρισμός και τα χαμηλά επιτόκια (σύναψης δανείων σε μετρητά και μακροπρόθεσμων δανείων), θα είναι σημαντικός παράγοντας για την ενθάρρυνση των επενδύσεων και θα καταστήσει δυνατή τη δημιουργία των κατάλληλων παραγωγικών δυνατοτήτων για τη μη πληθωριστική αύξηση της ζήτησης.

4.9.2. Η εν λόγω εξέλιξη θα πρέπει να συνοδεύεται από την υιοθέτηση μιας μισθολογικής πολιτικής που θα λαμβάνει υπόψη τόσο το γεγονός ότι η αύξηση των μισθών δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από το ποσοστό αύξησης της παραγωγικότητας όσο και το ότι οι προβλεπόμενες ετήσιες αυξήσεις των μισθών θα πρέπει να επαρκούν για την αύξηση της ζήτησης.

4.10. Προκειμένου να δοθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα εφαρμογής πολιτικών οικονομικής ανάκαμψης, στην περίπτωση που αυτό καταστεί αναγκαίο, απαιτείται η συνέχιση της εφαρμογής της πολιτικής σύγκλισης που υιοθετήθηκε στο Μάαστριχτ και συμπληρώθηκε με το «Σύμφωνο σταθερότητας και οικονομικής ανάπτυξης» χωρίς να αυξηθεί το συνολικό φορολογικό βάρος. Ο έλεγχος των δημοσίων ελλειμμάτων, θα δώσει στα κράτη μέλη μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμού σε περίπτωση εμφάνισης μεταγενέστερης ύφεσης.

4.11. Στο πλαίσιο της ΟΝΕ είναι αδύνατη η μεταβολή των συναλλαγματικών ισοτιμιών των νομισμάτων της ζώνης Ευρώ καθώς και η πραγματοποίηση υποτιμήσεων για να αντισταθμισθεί η απώλεια ανταγωνιστικότητας. Το γεγονός αυτό θα συντελέσει σε ενδεδειγμένη εξέλιξη των μισθών, λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση της παραγωγικότητας και με στόχο τη νομισματική σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη.

4.12. Όσον αφορά τις χώρες των οποίων προβλέπεται η άμεση συμμετοχή στην ΟΝΕ, η ΟΚΕ θεωρεί ότι είναι προς το συμφέρον του συνόλου της ΕΕ η εκ μέρους τους εφαρμογή των «Γενικών Προσανατολισμών» και του «Συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης» προκειμένου να συνεχισθεί η διαδικασία σύγκλισης των οικονομιών των κρατών μελών. Η συμμετοχή στο ΕΝΣ των χωρών που βρίσκονται (προσωρινά) εκτός της ζώνης Ευρώ θα εξαλείψει και το τελευταίο εμπόδιο που παρεμβάλλεται στη συμμετοχή τους στην ΟΝΕ.

4.13. Όσον αφορά την αγορά εργασίας η ΟΚΕ συμφωνεί ότι θα πρέπει να επιδιωχθεί η αποφυγή της δημιουργίας αδιεξόδων ώστε να καταστεί δυνατή η επίτευξη της κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Η επαγγελματική κατάρτιση των εργαζομένων θα πρέπει να προσαρμοσθεί στη φύση των θέσεων απασχόλησης που αναμένεται να δημιουργηθούν μελλοντικά.

4.13.1. Η ΟΚΕ θεωρεί απαραίτητα τα μέτρα που υποστηρίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση, και τα οποία αναφέρονται στο παραπάνω σημείο 3.16, προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση στην αγορά εργασίας.

4.13.2. Η ΟΚΕ τονίζει ότι η σχέση που συνδέει τα επιδόματα ανεργίας που καταβάλλονται και το ύψος των μισθών θα πρέπει να είναι τέτοια που να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη τόσο της διασφάλισης του κατάλληλου εισοδήματος όσο και της παροχής κινήτρων για την αναζήτηση και την αποδοχή της προσφοράς μιας θέσης απασχόλησης και, μερικές φορές, για την αποδοχή της συμμετοχής σε ένα πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης.

4.14. Η Ευρώπη έχει κάθε συμφέρον να επενδύσει στο ανθρώπινο δυναμικό της. Ο κάθε εργαζόμενος θα πρέπει κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του να είναι έτοιμος να καλύψει πολλές διαφορετικές θέσεις απασχόλησης και, για το λόγο αυτό, θα πρέπει να διευκολυνθεί η πρόσβασή του στη συνεχή επαγγελματική κατάρτιση. Η παροχή μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης βασικής εκπαίδευσης αποτελεί τον καλύτερο τρόπο κατάρτισης. Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις ανάγκες κατάρτισης των γυναικών που επιστρέφουν στην αγορά εργασίας.

4.15. Όσον αφορά το παραπάνω σημείο 3.11, η ΟΚΕ θεωρεί, όπως άλλωστε και η Επιτροπή, ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλουν προσπάθειες ώστε να περιορισθεί η φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων και των μισθών.

4.16. Η ανάληψη επιλεκτικής - και δημοσιονομικά ουδέτερης - δράσης σχετικά με το μη μισθολογικό κόστος (όσον αφορά τους χαμηλούς μισθούς) θα μπορούσε να αποδειχθεί ενδιαφέρουσα σε ορισμένες περιπτώσεις που αποσκοπείται η μεγαλύτερη αξιοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Πρόσφατες μελέτες καταδεικνύουν ότι ο τριτογενής τομέας (π.χ. όσον αφορά τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία) αποτελεί σημαντική πηγή δημιουργίας θέσεων απασχόλησης, ακόμη και στην περίπτωση που οι εν λόγω θέσεις δεν είναι πάντα θέσεις πλήρους απασχόλησης. Λαμβανομένου υπόψη ότι η σημασία του τουρισμού αυξάνεται ταυτόχρονα με την αύξηση του διαθέσιμου ελεύθερου χρόνου, οι δυνατότητες που υφίστανται στον εν λόγω τομέα είναι ιδιαίτερα σημαντικές και θα πρέπει να αξιοποιηθούν. Επίσης οι τομείς της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών και υπηρεσιών υγείας μπορούν να αποτελέσουν σημαντικές πηγές δημιουργίας θέσεων απασχόλησης.

4.17. Το ζήτημα της διευθέτησης και της μείωσης του χρόνου εργασίας ύστερα από διαπραγματεύσεις όπως διαγράφονται σε παλαιότερη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (), μπορούν να συμβάλουν σε σημαντικό βαθμό στη βελτίωση της κατάστασης της απασχόλησης, και άρα στην κοινωνική πρόοδο και ευημερία, στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

4.18. Η ΟΚΕ κρίνει ότι πρέπει να παρακολουθηθεί προσεκτικά η εξέλιξη των χρηματοπιστωτικών αγορών. Οι εν λόγω αγορές, που λειτουργούν σε ένα όλο και πιο διεθνές πλαίσιο, υποχρεώνουν τους διαχειριστές χαρτοφυλακίων να αναζητούν συνεχώς όσο το δυνατό μεγαλύτερα κέρδη για τους κατόχους των τίτλων που διαχειρίζονται, πράγμα που αποβαίνει συχνά εις βάρος της εργασίας και, κατά συνέπεια, της απασχόλησης.

4.19. Η βελτίωση της λειτουργίας των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών θα πρέπει να αποτελεί ένα διαρκή στόχο προτεραιότητας στο πλαίσιο της υλοποίησης της ενιαίας αγοράς. Η εν λόγω διαδικασία υποφέρει ακόμη από την ύπαρξη περιττών και παρωχημένων κανονιστικών ρυθμίσεων. Η ΟΚΕ προβαίνει στη διεξοδική εξέταση των εν λόγω ζητημάτων στο πλαίσιο των εργασιών της υπό την ιδιότητα της ως Παρατηρητηρίου της Ενιαίας Αγοράς. Στο πλαίσιο της παρούσας γνωμοδότησης επιθυμεί να επισύρει την προσοχή στη σημασία που έχει η εξάλειψη - ενδεχομένως σε συνεργασία με τον ΠΟΕ - των εμποδίων που παρεμβάλλονται στις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών της ΕΕ προς τις τρίτες χώρες, ιδιαίτερα όσον αφορά το ζήτημα της πνευματικής ιδιοκτησίας.

5. Συγκρισιμότητα των στατιστικών στοιχείων για την ανεργία

5.1. Η ΟΚΕ () επισύρει την προσοχή στο ζήτημα της έλλειψης συγκρισιμότητας των εθνικών στατιστικών στοιχείων στον τομέα της ανεργίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να χρησιμοποιούνται κατά τη διεξαγωγή των συζητήσεων τα εναρμονισμένα στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύει η Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Επίσης τα στατιστικά στοιχεία που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι συγκρίσιμα, δηλαδή να συγκεντρώνονται βάσει εναρμονισμένων μεθόδων.

5.1.1. Η ΟΚΕ εκτιμά ότι για την ολοκληρωμένη και ακριβή αξιολόγηση της κατάστασης που επικρατεί ως προς την απασχόληση απαιτείται η εκπλήρωση των ακόλουθων προϋποθέσεων:

α) Η ύπαρξη ακριβούς υπολογισμού του επιπέδου της απασχόλησης στις διάφορες χώρες της ΕΕ με τη βοήθεια στατιστικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν βάσει της ίδιας μεθόδου, προκειμένου να καταστεί δυνατή η σύγκριση:

- των προϋποθέσεων εγγραφής στους καταλόγους των ατόμων που αναζητούν εργασία, αποσαφηνίζοντας τον τρόπο εφαρμογής σε κάθε χώρα των διεθνών προτύπων, όπως ο ελάχιστος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας που απαιτείται για την εγγραφή στους εν λόγω καταλόγους, τις προϋποθέσεις εξαίρεσης από τους καταλόγους των ατόμων που αναζητούν εργασία των ατόμων που λαμβάνουν επίδομα αναπηρίας 7

- της ποσοτικής διάκρισης μεταξύ του χρόνου εργασίας στην περίπτωση πλήρους απασχόλησης και του χρόνου εργασίας στην περίπτωση μερικής απασχόλησης και των μεθόδων υπολογισμού της αντιστοιχίας σε χρόνο εργασίας πλήρους απασχόλησης 7

- η ποσοτική διάκριση μεταξύ μόνιμης εργασίας κατά μερική ή πλήρη απασχόληση και της εργασίας με σύμβαση ορισμένου χρόνου 7

- η διάκριση μεταξύ των ατόμων που επιλέγουν την εργασία με σύμβαση ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων με σύμβαση ορισμένου χρόνου που αναζητούν μόνιμη εργασία κατά μερική ή πλήρη απασχόληση () 7

β) η καλύτερη αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχουν οι τομείς δραστηριότητας που αποτελούν πηγές δημιουργίας θέσεων απασχόλησης, παραδείγματος χάρη ο τομέας των υπηρεσιών που διανύει περίοδο πλήρους ανάπτυξης, και η σύγκρισή τους με τους τομείς στους οποίους παρατηρείται απώλεια θέσεων απασχόλησης (βιομηχανικός τομέας) 7

γ) η καλύτερη μελέτη του θέματος της δημιουργίας θέσεων εργασίας ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης.

5.1.2. Μέσω της συγκέντρωσης των προαναφερθέντων στατιστικών στοιχείων θα καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός:

- από τη μία πλευρά των πλέον αποτελεσματικών για την καταπολέμηση της ανεργίας μέτρων που εφήρμοσαν οι χώρες που παρουσιάζουν τα καλύτερα αποτελέσματα στον τομέα αυτό 7

- από την άλλη πλευρά των τομέων στους οποίους είναι δυνατή η δημιουργία μόνιμων θέσεων απασχόλησης.

6. Συμπεράσματα

6.1. Το ζήτημα της απασχόλησης αποτελεί την κύρια πρόκληση που καλούνται να αντιμετωπίσουν τόσο τα κράτη μέλη και η Κοινότητα όσο και οι κοινωνικοεπαγγελματικές οργανώσεις. Θα πρέπει να επιδιωχθεί η επίτευξη μιας βιώσιμης και σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης προκειμένου να καταστεί δυνατή η δημιουργία επαρκών θέσεων απασχόλησης που είναι αναγκαίες τόσο για να αντισταθμισθεί η αύξηση της παραγωγικότητας και η ένταξη στην αγορά εργασίας νέων ατόμων όσο και για να μειωθεί, όσο το δυνατόν συντομότερα, σε ανεκτά από την κοινωνία επίπεδα η ανεργία. Πράγματι, η ανεργία συνεχίζει να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνία λόγω των ατομικών δεινών και της εξαθλίωσης που συνεπάγεται. Τα εν λόγω φαινόμενα είναι ασυμβίβαστα με μία άκρως προηγμένη βιομηχανική κοινωνία. Το φαινόμενο της ανεργίας όχι μόνον έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή, σε ανυπολόγιστο βαθμό, των ανθρωπίνων πόρων, αλλά ταυτόχρονα πλήττει την αξιοπιστία της ίδιας της πολιτικής εξουσίας έναντι της κοινής γνώμης, σε μία περίοδο κατά την οποία απαιτείται η ενίσχυσή της ενόψει των μελλοντικών σχεδίων για την καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος και της διεύρυνσης της ΕΕ.

6.2. Η οικονομική ανάπτυξη θα πρέπει να βασισθεί, όσο το δυνατόν ταχύτερα, στην αύξηση των πραγματοποιούμενων επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Επίσης, παραμένει αναγκαία η λήψη μέτρων επαγγελματικής κατάρτισης καθώς και άλλων διαρθρωτικών μέτρων που θα καταστήσουν δυνατή την καλύτερη εξισορρόπηση μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας.

6.3. Οι «Γενικοί Προσανατολισμοί» αποτελούν ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέσο συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών το οποίο, σε συνδυασμό με την εγκαθίδρυση της ΟΝΕ, την εφαρμογή του «Συμφώνου σταθερότητας και οικονομικής ανάπτυξης», τον κοινωνικό διάλογο, την υιοθέτηση μιας μακροοικονομικής στρατηγικής με κύριο προσανατολισμό την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση καθώς και τη λήψη των κατάλληλων διαρθρωτικών μέτρων, αναμένεται ότι θα συνεχίσει να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της οικονομικής ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων απασχόλησης.

6.4. Τέλος, η ΟΚΕ τονίζει ότι είναι απαραίτητο να επεκταθεί και στον τομέα της διαρθρωτικής πολιτικής η συναίνεση που επιτεύχθηκε μεταξύ της Κοινότητας, των κρατών μελών και των κοινωνικών εταίρων στον τομέα της μακροοικονομικής πολιτικής, προκειμένου να εκπληρώσει η τελευταία πλήρως το ρόλο της ως προς τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.

Βρυξέλλες, 29 Απριλίου 1998.

Ο Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Tom JENKINS

() Εξάλλου, δεν θα πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο μεσοπρόθεσμων συνεπειών λόγω του αντίκτυπου της εν λόγω κρίσης στη ροή των επενδύσεων.

() ΕΕ C 95 της 30.3.1998 7 βλ. επίσης ΕΕ C 19 της 21.1.1998.

() ΕΕ C 18 της 22.1.1996.

() ΕΕ C 19 της 21.1.1998.

() ΕΕ C 129 της 27.4.1998.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ στη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Η ακόλουθη τροπολογία, που έλαβε αριθμό ίσο τουλάχιστον προς το 1/4 των εκφρασθέντων ψήφων, απορρίφθηκε κατά τις συζητήσεις:

Σημείο 4.15

Να τροποποιηθεί η φράση ως εξής:

«... ώστε να περιορισθεί η φορολογία που επιβαρύνει υπερβολικά την εργασία.»

Αιτιολογία

Ένα από τα σημαντικά συμπεράσματα της έκθεσης «Ruding» για τη φορολογία αφορά το φορολογικό ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών μελών. Το γεγονός αυτό επιβάλει την ανακατανομή του βάρους της φορολογίας μεταξύ των διαφόρων παραγόντων της παραγωγής. Οι περισσότερο «ακίνητοι» παράγοντες, όπως η εργασία, υπέστησαν μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση. Το αντίθετο παρατηρείται για τους «κινητούς» παράγοντες, όπως τα κεφάλαια (φορολογία της αποταμίευσης και των κερδών).

Το έγγραφο της Επιτροπής επιμένει εξάλλου για μια ακόμη φορά στην ελάφρυνση του μέρους της φορολογίας που βαρύνει την εργασία, προκειμένου να αντιστραφεί η τάση που παρατηρείται την τελευταία δεκαετία.

Η γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής θα πρέπει να τονίζει την ίδια προτεραιότητα, δεδομένου ότι στηρίζεται σε φαινόμενα που έχουν εξακριβωθεί δεόντως και έχουν μελετηθεί ευρέως τόσο σε εθνικές όσο και σε ευρωπαϊκές έρευνες.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

Ψήφοι υπέρ: 33, ψήφοι κατά: 53, αποχές: 4.

Τα ακόλουθα εδάφια της γνωμοδότησης του τμήματος των οποίων ζητήθηκε η διατήρηση από αριθμό μεγαλύτερο του 1/4 των εκφρασθεισών ψήφων, απερρίφθησαν ύστερα από τροπολογίες που δέχθηκε η ολομέλεια.

Σημείο 4.17

«Το ζήτημα της διευθέτησης του χρόνου εργασίας - και κατά συνέπεια των συνθηκών διαβίωσης των ενδιαφερομένων - και η αποδοχή της ύπαρξης μεγαλύτερης ευελιξίας ως προς τις εργασιακές ρυθμίσεις, συνεχίζουν να αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικούς στόχους σε σχέση πάντα με την προσπάθεια δημιουργίας θέσεων απασχόλησης σε όλους τους οικονομικούς τομείς. Τόσο οι κοινωνικοί εταίροι όσο και οι κοινωνικοεπαγγελματικές οργανώσεις ολόκληρης της Κοινότητας θα πρέπει να καταβάλουν προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή.»

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για τη διαγραφή του σημείου

Ψήφοι υπέρ: 77, ψήφοι κατά: 31, αποχές: 9.

Σημείο 4.18

«Η Ευρώπη θα πρέπει να επιδιώξει τη μείωση και όχι την αύξηση των κοινωνικών και φορολογικών κρατήσεων επί των μισθών προκειμένου να ενισχύσει τις οικονομικές επιδόσεις της, να τονώσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεών της, να αποφύγει τη μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων που λειτουργούν σε αυτή και να διατηρήσει στην επικράτειά της ένα επαρκές επίπεδο επενδύσεων σε πραγματικό κεφάλαιο.»

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για τη διαγραφή του σημείου

Ψήφοι υπέρ: 57, ψήφοι κατά: 53, αποχές: 14.