51997PC0030

Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων /* COM/97/0030 ΤΕΛΙΚΟ - CNS 97/0111 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 139 της 06/05/1997 σ. 0014


Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων (97/C 139/07) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) COM(97) 30 τελικό - 97/0111(CNS)

(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 17 Μαρτίου 1997)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 99,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

Εκτιμώντας:

ότι το πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 92/81/ΕΟΚ (1) και 92/82/ΕΟΚ (2), που αφορούν αντίστοιχα την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή και την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή, περιορίζεται στα πετρελαιοειδή 7

ότι η έλλειψη κοινοτικών διατάξεων που να επιβάλλουν μία ελάχιστη φορολογία στα ενεργειακά προϊόντα εκτός των πετρελαιοειδών βλάπτει την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς 7

ότι, σύμφωνα με το άρθρο 130 P της συνθήκης, οι ανάγκες στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό και την εφαρμογή των άλλων πολιτικών της Κοινότητας 7

ότι στο πλαίσιο του Συμβουλίου ενέργειας/περιβάλλοντος του Οκτωβρίου του 1990 η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε ως στόχο τη σταθεροποίηση των εκπομπών CO2 το 2000 στο επίπεδο του 1990 7

ότι, ως συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την αλλαγή του κλίματος, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύθηκε να θέσει σε εφαρμογή τα απαραίτητα μέτρα για τη σταθεροποίηση της συγκέντρωσης στην ατμόσφαιρα των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, σε επίπεδο που διαφυλάσσει το κλιματικό σύστημα από κάθε επικίνδυνη διαταραχή 7

ότι η φορολογία των ενεργειακών προϊόντων είναι ένα από τα διαθέσιμα μέσα για την επίτευξη αυτών των στόχων 7

ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του Λευκού Βιβλίου της Επιτροπής για την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση, η θέσπιση νέων ρυθμίσεων δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε αύξηση της συνολικής φορολογικής επιβαρύνσης στα κράτη μέλη 7

ότι η εφαρμογή της αρχής περί ουδετερότητας του φόρου θα συμβάλει στην αναδιάρθρωση και στον εκσυγχρονισμό των φορολογικών συστημάτων, ενθαρρύνοντας την ανάληψη πρωτοβουλιών για μεγαλύτερη προστασία του περιβάλλοντος και περισσότερη χρησιμοποίηση της εργασίας 7

ότι, ωστόσο, εναπόκειται στα κράτη μέλη ο καθορισμός των ρυθμίσεων για τη διασφάλιση της ουδετερότητας του φόρου 7

ότι οι σχετικές τιμές των ενεργειακών προϊόντων αποτελούν τις βασικές παραμέτρους των κοινοτικών πολιτικών ενέργειας και μεταφορών 7

ότι η φορολογία καθορίζει εν μέρει την τιμή των ενεργειακών προϊόντων 7

ότι η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και η υλοποίηση των στόχων των άλλων κοινοτικών πολιτικών απαιτεί τον καθορισμό ελάχιστων επιπέδων φορολογίας σε κοινοτικό επίπεδο για όλα τα ενεργειακά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας 7

ότι πρέπει ωστόσο να δοθεί στα κράτη μέλη η απαραίτητη ευελιξία για τη χάραξη και την εφαρμογή πολιτικών προσαρμοσμένων στις εθνικές συνθήκες 7

ότι τα κράτη μέλη επιδιώκουν την καθιέρωση ή διατήρηση διαφόρων ειδών φόρων στα ενεργειακά προϊόντα 7

ότι, για το σκοπό αυτό, πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να τηρούν τα ελάχιστα κοινοτικά επίπεδα φορολογίας μέσω της σώρευσης των φόρων της επιλογής τους (εξαιρουμένου του ΦΠΑ) 7

ότι η δυνατότητα διαφοροποίησης του εθνικού επιπέδου φορολογίας για το ίδιο προϊόν, τηρουμένων των ελάχιστων κοινοτικών επιπέδων φορολογίας και των κανόνων της εσωτερικής αγοράς και του ανταγωνισμού, ανταποκρίνεται στον ανωτέρω στόχο 7

ότι πρέπει να οριστούν διαφορετικά ελάχιστα κοινοτικά επίπεδα φορολογίας ανάλογα με τη χρησιμοποίηση των ενεργειακών προϊόντων 7

ότι τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κινητήρων για ορισμένους βιομηχανικούς και εμπορικούς σκοπούς και τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης υπόκεινται κατά κανόνα σε χαμηλότερη φορολογία από τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κινητήρων 7

ότι οι μεγάλες διαφορές μεταξύ των επιπέδων φορολογίας που επιβάλλουν τα κράτη μέλη είναι επιβλαβείς για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς 7

ότι ο καθορισμός των ελάχιστων κοινοτικών επιπέδων φορολογίας στο ενδεικνυόμενο ύψος μπορεί να επιτρέψει τη μείωση των υφιστάμενων διαφορών 7

ότι τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας πρέπει να αντανακλούν την ανταγωνιστική θέση των διαφόρων ενεργειακών προϊόντων 7

ότι για το σκοπό αυτόν πρέπει τα εν λόγω ελάχιστα επίπεδα να υπολογίζονται κατά το δυνατόν σε συνάρτηση με την ενεργειακή αξία των προϊόντων 7

ότι, ωστόσο, η μέθοδος αυτή δεν πρέπει να εφαρμοστεί στα καύσιμα κινητήρων και ότι, όσον αφορά τα υπόλοιπα προϊόντα, δεν πρέπει να εφαρμοστεί χωρίς τη μεσολάβηση μίας μεταβατικής περιόδου 7

ότι τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που επιβάλλονται στα ενεργειακά προϊόντα εκτός των πετρελαιοειδών πρέπει να αυξηθούν σταδιακά 7

ότι είναι απαραίτητο, προκειμένου να αποφευχθεί η μείωση της αξίας των ελάχιστων κοινοτικών επιπέδων φορολογίας, να καθορισθεί ένα χρονοδιάγραμμα αύξησης των εν λόγω ελάχιστων επιπέδων ανά διετία και να προβλεφθεί, το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2001, ο καθορισμός νέων ελάχιστων κοινοτικών επιπέδων φορολογίας από το Συμβούλιο για μία επόμενη περίοδο 7

ότι είναι απαραίτητο να προβλεφθούν ορισμένες υποχρεωτικές απαλλαγές σε κοινοτικό επίπεδο 7

ότι πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να χορηγούν, εάν το επιθυμούν, ορισμένες άλλες απαλλαγές ή μειώσεις των ελάχιστων κοινοτικών επιπέδων φορολογίας στο έδαφός τους, εφόσον τούτο δεν βλάπτει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και δεν προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού 7

ότι τέτοιου είδους απαλλαγές ή μειώσεις ελάχιστων επιπέδων θα διευκόλυναν σε μεγάλο βαθμό την θέσπιση αποτελεσματικότερων μέσων τιμολόγησης των μεταφορών 7

ότι, ιδίως, για να προωθηθεί η χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πρέπει να τύχουν προνομιακής μεταχείρισης 7

ότι είναι απαραίτητο να προβλεφθεί διαδικασία που θα επιτρέπει τη χορήγηση, από τα κράτη μέλη για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, άλλων απαλλαγών ή μειώσεων του επιπέδου φορολογίας 7

ότι είναι απαραίτητο να θεσπιστεί μία διαδικασία εξέτασης σε τακτά διαστήματα των εν λόγω απαλλαγών ή μειώσεων 7

ότι πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να διενεργούν επιστροφές φόρου στις επιχειρήσεις που επιβαρύνονται με επενδυτικές δαπάνες οι οποίες αποσκοπούν στη βελτίωση της ενεργειακής αποτελεσματικότητας και στις επιχειρήσεις των οποίων το ενεργειακό κόστος αποτελεί σημαντικό μέρος της αξίας των πωλήσεων 7

ότι πρέπει να προβλεφθεί, για λόγους ενημέρωσης, η κοινοποίηση ορισμένων εθνικών μέτρων από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή 7

ότι η εν λόγω κοινοποίηση δεν αποδεσμεύει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση κοινοποίησης ορισμένων εθνικών μέτρων όπως προβλέπεται από το άρθρο 93, παράγραφος 3 της συνθήκης 7

ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ (3) σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης πρέπει να επεκταθεί σε όλα τα προϊόντα και τους έμμεσους φόρους που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Ι. Πεδίο εφαρμογής

Άρθρο 1

1. Τα κράτη μέλη επιβάλλουν φορολογία στα ενεργειακά προϊόντα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2. Κατά την εφαρμογή αυτής της οδηγίας, τα κράτη μέλη προσπαθούν να αποφύγουν κάθε ενδεχόμενο αύξησης της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης στο εσωτερικό τους. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, τα κράτη μέλη επιδιώκουν, ιδίως να μειώσουν ταυτόχρονα τις υποχρεωτικές επιβαρύνσεις που επιβάλλουν στην εργασία.

Άρθρο 2

1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ο όρος «ενεργειακά προϊόντα» καλύπτει τα προϊόντα που αναφέρονται κατωτέρω:

α) τα προϊόντα που εμπίπτουν στους κωδικούς 1507 έως 1518 της ΣΟ 7

β) τα προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό 2207 της ΣΟ 7

γ) τα προϊόντα που εμπίπτουν στους κωδικούς 2701 έως 2715 της ΣΟ 7

δ) τα προϊόντα που εμπίπτουν στους κωδικούς 2901 έως 2902 της ΣΟ 7

ε) τα προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό 2905 της ΣΟ 7

στ) τα προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό 3403 της ΣΟ 7

ζ) τα προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό 3811 της ΣΟ 7

η) τα προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό 3817 της ΣΟ 7

θ) τα προϊόντα που εμπίπτουν στους κωδικούς 4401 και 4402 της ΣΟ.

2. Η παρούσα οδηγία έχει επίσης εφαρμογή:

α) στην ηλεκτρική ενέργεια που εμπίπτει στον κωδικό 2716 της ΣΟ 7

β) στη θερμική ενέργεια που παράγεται κατά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

3. Εκτός από τα φορολογητέα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, κάθε άλλο προϊόν το οποίο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί, διατίθεται προς πώληση ή χρησιμοποιείται ως καύσιμο κινητήρων ή θέρμανσης ή ως πρόσθετο ή προκειμένου να αυξήσει τον τελικό όγκο των εν λόγω καυσίμων φορολογείται ως καύσιμο κινητήρων ή ως καύσιμο θέρμανσης αντίστοιχα.

4. Οι κωδικοί της συνδυασμένης ονοματολογίας στους οποίους παραπέμπει η παρούσα οδηγία είναι εκείνοι που περιλαμβάνονται στο κείμενο της συνδυασμένης ονοματολογίας που ισχύει την 1η Οκτωβρίου 1996.

Άρθρο 3

Οι αναφορές της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ σε «πετρελαιοειδή» και «ειδικό φόρο κατανάλωσης» (στο μέτρο που αφορούν πετρελαιοειδή) ερμηνεύονται ότι καλύπτουν όλα τα ενεργειακά προϊόντα και τους εθνικούς έμμεσους φόρους που αναφέρονται αντίστοιχα στο άρθρο 2 και στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της οδηγίας.

II. Επίπεδα φορολογίας

Άρθρο 4

1. Τα επίπεδα φορολογίας που επιβάλλουν τα κράτη μέλη στα ενεργειακά προϊόντα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 2 δεν μπορούν να είναι χαμηλότερα από τα ελάχιστα επίπεδα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

2. Τα φορολογητέα ενεργειακά προϊόντα, εκτός εκείνων για τα οποία ορίζεται ελάχιστο επίπεδο φορολογίας στην παρούσα οδηγία, υπόκεινται σε φορολογία, ανάλογα με τη χρησιμοποίησή τους, της οποίας το ύψος δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας του ισοδύναμου καυσίμου θέρμανσης ή κίνησης.

3. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «επίπεδο φορολογίας» νοείται το σύνολο των εισπραττόμενων επιβαρύνσεων από όλους τους έμμεσους φόρους (εξαιρουμένου του ΦΠΑ) που υπολογίζονται άμεσα ή έμμεσα επί της ποσότητας του καταναλωθέντος προϊόντος.

Άρθρο 5

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν διαφοροποιημένους φορολογικούς συντελεστές ανάλογα με τη χρησιμοποίηση ή την ποιότητα ενός προϊόντος, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που ορίζονται την παρούσα οδηγία και ότι οι εν λόγω συντελεστές συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο.

2. Όταν για λόγους περιβαλλοντικής ή/και υγειονομικής πολιτικής ισχύουν διάφορα πρότυπα σε κοινοτικό επίπεδο για τα προϊόντα που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη που επιθυμούν να επιβάλουν διαφοροποιημένους φορολογικούς συντελεστές σε ένα προϊόν ανάλογα με την ποιότητα αυτού του προϊόντος, χρησιμοποιούν κριτήρια καθορισθέντα σε κοινοτικό επίπεδο.

Άρθρο 6

Από την 1η Ιανουαρίου 1998 τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας των καυσίμων κίνησης ορίζονται ως εξής:

- για τη βενζίνη: 417 Ecu ανά 1 000 λίτρα σε θερμοκρασία 15 °C. Επιπλέον, τα κράτη μέλη επιβάλλουν στη βενζίνη με μόλυβδο υψηλότερο φορολογικό συντελεστή από ό,τι στην αμόλυβδη βενζίνη.

- για το πετρέλαιο ντήζελ: 310 Ecu ανά 1 000 λίτρα σε θερμοκρασία 15 °C,

- για την κηροζίνη: 310 Ecu ανά 1 000 λίτρα σε θερμοκρασία 15 °C,

- για το υγραέριο: 141 Ecu ανά 1 000 kg,

- για το φυσικό αέριο: 2,9 Ecu ανά gigajoule.

Άρθρο 7

1. Ανεξαρτήτως του άρθρου 6 της παρούσας οδηγίας, τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας των ακόλουθων προϊόντων που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κινητήρων για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου ορίζονται ως εξής:

- για το πετρέλαιο ντήζελ: 32 Ecu ανά 1 000 λίτρα σε θερμοκρασία 15 °C,

- για την κηροζίνη: 30 Ecu ανά 1 000 λίτρα σε θερμοκρασία 15 °C,

- για το υγραέριο: 41 Ecu ανά 1 000 kg,

- για το φυσικό αέριο: 0,3 Ecu ανά gigajoule.

2. Το παρόν άρθρο έχει εφαρμογή στις ακόλουθες βιομηχανικές και εμπορικές χρήσεις:

α) για τη γεωργία, τη δενδροκομία, την ιχθυοκαλλιέργεια και τη δασοκομία 7

β) για τους κινητήρες σταθερής θέσης 7

γ) για τον εξοπλισμό και τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται σε οικοδομές, έργα πολιτικού μηχανικού και δημόσια έργα 7

δ) για τα οχήματα που σύμφωνα με τον προορισμό τους χρησιμοποιούνται εκτός οδικών αξόνων ή τα οποία δεν έχουν λάβει άδεια για κύρια χρήση στις δημόσιες οδούς 7

ε) για τη μεταφορά επιβατών και τους «εξαρτημένους» στόλους που παρέχουν υπηρεσία σε δημόσιους φορείς. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν το πεδίο εφαρμογής των μειωμένων φορολογικών συντελεστών στην τοπική μεταφορά επιβατών.

Στην περίπτωση της χρήσης που ορίζεται στο σημείο ε), το παρόν άρθρο ισχύει μόνο για το υγραέριο και το φυσικό αέριο.

Άρθρο 8

Από την 1η Ιανουαρίου 1998, τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας των καυσίμων θέρμανσης ορίζονται ως εξής:

- για το πετρέλαιο ντήζελ: 21 Ecu ανά 1 000 λίτρα σε θερμοκρασία 15 °C,

- για το βαρύ πετρέλαιο που εμπίπτει στον κωδικό 2710 00 74 της ΣΟ: 18 Ecu ανά 1 000 kg,

- για άλλα βαρέα πετρέλαια που εμπίπτουν στον κωδικό 2710 της ΣΟ: 22 Ecu ανά 1 000 kg,

- για την κηροζίνη: 7 Ecu ανά 1 000 λίτρα σε θερμοκρασία 15 °C,

- για το υγραέριο: 10 Ecu ανά 1 000 kg,

- για το φυσικό αέριο: 0,2 Ecu ανά gigajoule,

- για τα στερεά ενεργειακά προϊόντα: 0,2 Ecu ανά gigajoule.

Άρθρο 9

Από την 1η Ιανουαρίου 1998, το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας της ηλεκτρικής ενέργειας και της θερμικής ενέργειας που δημιουργείται κατά την παραγωγή της ορίζεται σε 1 Ecu ανά megawatt/ώρα.

Άρθρο 10

1. Τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που ορίζονται στην παρούσα οδηγία θα τροποποιηθούν την 1η Ιανουαρίου 2000 και θα ανέλθουν στα επίπεδα που αναγράφονται στο παράρτημα Ι.

2. Το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2001, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα κατόπιν διαβούλευσης με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θα ορίσει, βάσει έκθεσης και πρότασης της Επιτροπής, τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας για μία ακόμη περίοδο με έναρξη την 1η Ιανουαρίου 2002 και θα εγκρίνει τα υπόλοιπα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη βελτίωση της λειτουργίας του συστήματος φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων. Έως ότου το Συμβούλιο θεσπίσει νέα επίπεδα φορολογίας βάσει έκθεσης και πρότασης της Επιτροπής, τα κράτη μέλη θεωρούν τα αναφερόμενα στο παράρτημα I ποσά ως επίπεδα-στόχους φορολόγησης από το 2002.

Η έκθεση της Επιτροπής και η εξέταση από το Συμβούλιο θα λαμβάνουν υπόψη την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, την πραγματική αξία των επιπέδων φορολογίας, την επίτευξη των στόχων της περιβαλλοντικής πολιτικής και των άλλων στόχων της συνθήκης. Στην έκθεση περιλαμβάνεται επίσης ανάλυση των μέτρων που έλαβαν τα κράτη μέλη για την επίτευξη της ουδετερότητας του φόρου κατά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας, και στην πρόταση της Επιτροπής λαμβάνεται πλήρως υπόψη ο παράγοντας αυτός.

Άρθρο 11

Τα κράτη μέλη μπορούν να εκφράζουν τα εθνικά επίπεδα φορολογίας σε άλλες μονάδες από αυτές που ορίζονται στα άρθρα 6 έως 9 της οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι τα αντίστοιχα επίπεδα φορολογίας, μετά τη μετατροπή στις μονάδες αυτές, δεν θα είναι κατώτερα από τα ελάχιστα επίπεδα που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 12

1. Η ισοτιμία του Ecu με τα εθνικά νομίσματα βάσει της οποίας υπολογίζεται το ύψος των επιπέδων φορολογίας ορίζεται μία φορά ετησίως. Οι εφαρμοζόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι εκείνες που ανακοινώνονται την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Οκτωβρίου και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου ημερολογιακού έτους.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν το ύψος της φορολογίας που ισχύει κατά την ετήσια αναπροσαρμογή που προβλέπεται στην παράγραφο 1, εάν η μετατροπή του ύψους του επιπέδου φορολογίας εκφρασμένου σε Ecu οδηγεί σε αύξηση του επιπέδου φορολογίας εκφρασμένου στο εθνικό νόμισμα μικρότερη από 5 % ή 5 Ecu, οποιοδήποτε ποσό είναι μικρότερο.

III. Απαλλαγές και επιστροφές φόρων

Άρθρο 13

1. Εκτός από τις γενικές διατάξεις που προβλέπονται στην οδηγία 92/12/ΕΟΚ σχετικά με τις απαλλασσόμενες χρήσεις των φορολογητέων προϊόντων και με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τα ακόλουθα προϊόντα από τη φορολογία, υπό τις προϋποθέσεις που θα ορίσουν προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή και απρόσκοπτη εφαρμογή των απαλλαγών αυτών και να αποφευχθεί η φοροδιαφυγή, η φοροαποφυγή ή η κατάχρηση:

α) ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς εκτός από καύσιμα κινητήρων ή θέρμανσης. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, στα καύσιμα θέρμανσης δεν θα περιλαμβάνονται τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται κυρίως στο πλαίσιο χημικής αναγωγής, καθώς και στο πλαίσιο μεταλλουργικής και ηλεκτρολυτικής κατεργασίας. Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν επίσης την ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο χημικής αναγωγής, καθώς και στο πλαίσιο μεταλλουργικής και ηλεκτρολυτικής κατεργασίας 7

β) Ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θερμικής ενέργειας που δημιουργείται κατά την παραγωγή της πρώτης. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν, για λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής, να επιβάλουν στα προϊόντα αυτά φορολογία χωρίς να υποχρεούνται να τηρούν τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που θεσπίζονται από την παρούσα οδηγία. Στην περίπτωση αυτή, το ύψος αυτών των φόρων δεν θα λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο του ελέγχου της τήρησης του ελαχίστου επιπέδου φορολογίας επί της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας που καθορίζεται από το άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας 7

γ) ενεργειακά προϊόντα που διατίθενται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα για τις αεροπορικές μεταφορές εκτός των ιδιωτικών πτήσεων αναψυχής στο βαθμό που τα προϊόντα αυτά απαλλάσσονται υποχρεωτικά βάσει διεθνών υποχρεώσεων.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ως «ιδιωτική πτήση αναψυχής» νοείται η χρησιμοποίηση αεροσκάφους από τον ιδιοκτήτη του ή από φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο το χρησιμοποιεί βάσει μισθώσεως ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, για μη εμπορικούς σκοπούς, και ειδικότερα όταν δεν πρόκειται για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για τις ανάγκες των δημόσιων αρχών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής αυτής της απαλλαγής στις προμήθειες καυσίμου αεριωθουμένων (κωδικός 2710 00 51 της ΣΟ) 7

δ) ενεργειακά προϊόντα που διατίθενται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα για τη ναυσιπλοΐα στα ύδατα της Κοινότητας (συμπεριλαμβανομένης της αλιείας), εκτός από την περίπτωση της χρησιμοποίησής τους σε ιδιωτικά σκάφη αναψυχής.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «ιδιωτικά ακάφη αναψυχής» νοούνται οποιαδήποτε σκάφη που χρησιμοποιούνται από τον ιδιοκτήτη τους ή από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει τη χρήση τους δυνάμει μίσθωσης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, για μη εμπορικούς σκοπούς και ειδικότερα όταν δεν πρόκειται για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για τις ανάγκες των δημόσιων αρχών.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής των απαλλαγών που προβλέπονται στην παράγραφο 1 σημεία γ) και δ), στις διεθνείς και ενδοκοινοτικές μεταφορές. Στις περιπτώσεις αυτές, μπορούν να επιβάλλουν χαμηλότερο επίπεδο φορολογίας από το προβλεπόμενο στην παρούσα οδηγία. Επιπλέον, αν ένα κράτος μέλος έχει συνάψει διμερή συμφωνία με άλλο κράτος μέλος, μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή των απαλλαγών που προβλέπονται από την παράγραφο 1 σημεία γ) και δ) του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 14

1. Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν πλήρεις ή μερικές απαλλαγές ή μειώσεις του επιπέδου της φορολογίας στα ακόλουθα:

α) στα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται υπό φορολογικό έλεγχο στον τομέα των προτύπων σχεδίων για την τεχνολογική ανάπτυξη πιο φιλικών προς το περιβάλλον προϊόντων ή αφορούν καύσιμα από ανανεώσιμες πηγές 7

β) στα ενεργειακά προϊόντα που εμπίπτουν στους κωδικούς 1507 έως 1518, 2207 20 00 και 2905 11 00, 4401 και 4402 της ΣΟ 7

γ) στις μορφές ενέργειας με ηλιακή, αιολική, παλιρροιακή, γεωθερμική ή υδραυλική προέλευση ή προερχόμενες από μετασχηματισμό της βιομάζας 7

δ) στις μορφές ενέργειας με υδραυλική προέλευση που παράγονται σε υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις των οποίων το δυναμικό είναι μικρότερο των 10 MW 7

ε) στη θέρμανση που δημιουργείται στο πλαίσιο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας 7

στ) στα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για τη σιδηροδρομική μεταφορά προϊόντων και επιβατών 7

ζ) στα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για τη ναυσιπλοΐα σε εσωτερικές πλωτές οδούς εκτός από την περίπτωση της χρησιμοποίησής τους σε ιδιωτικά σκάφη αναψυχής 7

η) στο φυσικό αέριο σε κράτη μέλη όπου η αντίστοιχη αγορά βρίσκεται στο στάδιο της ανάπτυξης, και για όσο χρονικό διάστημα το μερίδιο του φυσικού αερίου δεν υπερβαίνει το 10 % της αγοράς ενεργειακών προϊόντων για οικιακή και βιομηχανική χρήση, ενώ η σχετική περίοδος δεν μπορεί να υπερβεί τα δέκα έτη μετά από τη θέση σε ισχύ της οδηγίας αυτής.

2. Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να εφαρμόζουν τις απαλλαγές ή μειώσεις του επιπέδου φορολογίας που αναφέρεται στο παρόν άρθρο με μερική ή πλήρη επιστροφή του ποσού του καταβληθέντος φόρου.

3. Η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση στο Συμβούλιο σχετικά με τις φορολογικές, οικονομικές, γεωργικές, ενεργειακές, βιομηχανικές και περιβαλλοντικές πτυχές των απαλλαγών και μειώσεων που χορηγούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 σημείο β) πριν από την 1η Ιανουαρίου 2001 και θα υποβάλει προτάσεις σχετικά με το κατά πόσον πρέπει να καταργηθούν, να τροποποιηθούν ή να παραταθούν.

Άρθρο 15

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιστρέφουν εν όλω ή εν μέρει το ποσό του καταβληθέντος φόρου σε σχέση με νέες επενδυτικές δαπάνες που πραγματοποίησε μία επιχείρηση για να βελτιώσει την αποτελεσματική χρησιμοποίηση της ενέργειας, ενώ το ποσό του επιστρεφόμενου φόρου δεν μπορεί να είναι ανώτερο του 50 % του αναληφθέντος επιλέξιμου κόστους.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιστρέφουν εν όλω ή εν μέρει το ποσό του φόρου που έχει καταβάλει μία επιχείρηση επί οποιουδήποτε μέρους του ενεργειακού κόστους που δεν συνδέεται με το κόστος μεταφοράς και που υπερβαίνει το 10 % του συνολικού της κόστους παραγωγής.

Πάντως, όταν το προαναφερθέν ενεργειακό κόστος μιας επιχείρησης υπερβαίνει το 20 % του συνολικού της κόστους παραγωγής, τα κράτη μέλη επιστρέφουν όλο τον φόρο που κατέβαλε η επιχείρηση επί του τμήματος του μη συνδεόμενου με τις μεταφορές κόστους το οποίο υπερβαίνει το 10 % του συνολικού της κόστους παραγωγής.

Το καθαρό ποσό του φόρου που καταβάλλει μια επιχείρηση μετά τις επιστροφές βάσει των δύο προηγούμενων παραγράφων δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 1 % της αξίας των πωλήσεών της.

3. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να επιστρέφουν στον παραγωγό εν όλω ή εν μέρει το ποσό του φόρου που έχει καταβάλει ο καταναλωτής επί της ηλεκτρικής ενέργειας και της θερμικής ενέργειας που δημιουργείται κατά την παραγωγή ηλεκτρισμού, εφόσον πρόκειται για ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από τα προϊόντα που αναφέρονται στο το άρθρο 14 παράγραφος 1 σημεία β), γ) και δ).

Άρθρο 16

1. Εκτός από τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στα προηγούμενα άρθρα, τα κράτη μέλη μπορεί να εξουσιοδοτηθούν να χορηγήσουν, για λόγους ειδικής πολιτικής και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, απαλλαγές ή μειώσεις των επιπέδων φορολογίας που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Συγκεκριμένα, μπορεί να επιτραπεί σε ένα κράτος μέλος να εφαρμόζει επίπεδα φορολογίας για τα καύσιμα κίνησης ύψους μεταξύ 100 % και 60 % των ελαχίστων επιπέδων που ορίζονται από την παρούσα οδηγία όταν θεσπίζει ή τροποποιεί, κατά τρόπο που να μην εισάγει διακρίσεις, ειδικά συστήματα φορολογίας για τις οδικές μεταφορές που αποσκοπούν στην ανάκτηση του κόστους μεταφοράς, όπως το κόστος για έργα υποδομής, το κόστος που απορρέει από τη συμφόρηση της οδικής κυκλοφορίας και το κόστος για την προστασία του περιβάλλοντος.

2. Το κράτος μέλος που σκοπεύει να εισαγάγει τέτοια μέτρα ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και της παρέχει όλες τις συναφείς ή αναγκαίες πληροφορίες και μία εκτίμηση των αναμενόμενων συνεπειών του μέτρου.

Η Επιτροπή εξετάζει το αίτημα λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, την ανάγκη να διασφαλισθεί ο θεμιτός ανταγωνισμός, την κοινοτική πολιτική στον τομέα του περιβάλλοντος, καθώς και, κατά περίπτωση, την πολιτική των μεταφορών.

3. Για της εγκρίσεις που χορηγούνται βάσει του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1, πρέπει να εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία.

Το μέτρο μπορεί να επιτραπεί, για διάστημα τριών ετών με δυνατότητα παρατάσεως, χρησιμοποιώντας τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 24 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ σχετικά με την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι οι απαλλαγές ή μειώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 δεν είναι δυνατό να διατηρηθούν πλέον, ιδιαίτερα από άποψη θεμιτού ανταγωνισμού ή εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ή για λόγους που αφορούν την κοινοτική πολιτική στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, θα υποβάλει σχέδιο για τη λήψη των ενδεικνυόμενων μέτρων στην επιτροπή για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Η απόφαση επί του σχεδίου των ενδεικνυόμενων μέτρων λαμβάνεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 24 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.

Σε κάθε περίπτωση, εντός τριών ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας και στη συνέχεια ανά τριετία, η κατάσταση σχετικά με τις απαλλαγές ή μειώσεις που έχουν επιτραπεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 θα εξετάζεται βάσει έκθεσης της Επιτροπής. Σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 24 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, θα καθορίζεται εάν ορισμένες ή όλες από αυτές θα καταργηθούν, θα τροποποιηθούν ή θα επεκταθούν.

4. Για τις εγκρίσεις που χορηγούνται βάσει του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1, πρέπει να εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία.

Το μέτρο μπορεί να επιτραπεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 24 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ σχετικά με την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

Η Επιτροπή ελέγχει τον αντίκτυπο των αποφάσεων που λαμβάνονται βάσει των διατάξεων του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή αυτών των μέτρων ανά τριετία. Για τις προτάσεις της Επιτροπής που αφορούν την κατάργηση ή την τροποποίηση των υφιστάμενων εγκρίσεων ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 24 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.

5. Τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να εφαρμόσουν τις απαλλαγές ή μειώσεις του επιπέδου φορολογίας που αναφέρεται στο παρόν άρθρο επιστρέφοντας εν όλω ή εν μέρει το ποσό του καταβληθέντος φόρου.

IV. Κατοχή και κυκλοφορία προϊόντων

Άρθρο 17

1. Μόνο τα ακόλουθα ενεργειακά προϊόντα υπόκεινται στις διατάξεις των τίτλων II έως IV της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ:

α) προϊόντα που εμπίπτουν στους κωδικούς 1507 έως 1518 της ΣΟ όταν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ή διατίθενται προς πώληση ως καύσιμα κινητήρων 7

β) προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό 2207 20 00 της ΣΟ όταν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ή διατίθενται προς πώληση ως καύσιμα κινητήρων 7

γ) προϊόντα που εμπίπτουν στους κωδικούς 2707 10, 2707 20, 2707 30 και 2707 50 της ΣΟ 7

δ) προϊόντα που εμπίπτουν στους κωδικούς 2710 00 11 έως 2710 00 78 της ΣΟ. Ωστόσο, για τα προϊόντα που εμπίπτουν στους κωδικούς 2710 00 21, 2710 00 25 και 2710 00 59 της ΣΟ, οι διατάξεις σχετικά με τον έλεγχο και την κυκλοφορία ισχύουν μόνο για τη χύδην εμπορική κυκλοφορία 7

ε) προϊόντα που εμπίπτουν στους κωδικούς 2711 της ΣΟ (εξαιρουμένων των κωδικών 2711 11 00, 2711 21 00 και 2711 29 00) 7

στ) προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό 2901 10 της ΣΟ 7

ζ) προϊόντα που εμπίπτουν στους κωδικούς 2902 20, 2902 30, 2902 41 00, 2902 42 00, 2902 43 00 και 2902 44 της ΣΟ 7

η) προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό 2905 11 00 της ΣΟ, όταν προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ή διατίθενται προς πώληση ως καύσιμα κινητήρων.

2. Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος διαπιστώσει ότι άλλα ενεργειακά προϊόντα εκτός αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 προορίζονται να χρησιμοποιηθούν, διατίθενται προς πώληση ή χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης ή ως καύσιμα κινητήρων ή κατ' άλλον τρόπο προκαλούν φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή ή κατάχρηση, θα ενημερώσει πάραυτα την Επιτροπή. Η Επιτροπή θα διαβιβάσει την κοινοποίηση στα άλλα κράτη μέλη εντός ενός μηνός από την παραλαβή της. Στη συνέχεια θα ληφθεί απόφαση σχετικά με το κατά πόσον τα εν λόγω προϊόντα πρέπει να υπαχθούν στις διατάξεις περί ελέγχου και κυκλοφορίας της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 24 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ.

3. Τα κράτη μέλη μπορούν, βάσει διμερών συμφωνιών, να μην εφαρμόζουν ορισμένα ή όλα τα μέτρα που προβλέπονται στην οδηγία 92/12/ΕΟΚ σχετικά με ορισμένα ή όλα τα ανωτέρω προϊόντα, στο βαθμό που δεν καλύπτονται από το άρθρο 6 της οδηγίας. Οι συμφωνίες αυτές δεν επηρεάζουν τα κράτη μέλη που δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη σε αυτές. Όλες αυτές οι διμερείς συμφωνίες θα κοινοποιούνται στην Επιτροπή, η οποία θα ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη.

V. Γενεσιουργός αιτία και απαιτητό του φόρου

Άρθρο 18

1. Εκτός από τις γενικές διατάξεις οι οποίες καθορίζουν τη γενεσιουργό αιτία του φόρου και τις διατάξεις σχετικά με τους όρους καταβολής που προβλέπονται στην οδηγία 92/12/ΕΟΚ, ο φόρος επί των ενεργειακών προϊόντων καθίσταται επίσης απαιτητός κατά την επέλευση των γενεσιουργών αιτιών που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας.

2. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η λέξη «παραγωγή» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ θεωρείται ότι περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, την «εξόρυξη».

3. Η κατανάλωση ενεργειακών προϊόντων σε μία εγκατάσταση παραγωγής ενεργειακών προϊόντων που εμπίπτουν στους κωδικούς 2707, 2709 έως 2715, 2901, 2902 38 11 και 3817 της ΣΟ δεν θεωρείται ως γενεσιουργός αιτία επιβολής φόρου, εφόσον η κατανάλωση γίνεται για τους σκοπούς της παραγωγής αυτής.

4. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να ορίσουν ότι ο φόρος επί των ενεργειακών προϊόντων καθίσταται απαιτητός όταν διαπιστώνεται ότι δεν πληρούται ή δεν πληρούται πλέον κάποιος όρος τελικής χρήσης που προβλέπουν εθνικές διατάξεις για την εφαρμογή μειωμένου επιπέδου φορολογίας ή απαλλαγής.

5. Για την εφαρμογή του άρθρου 6 της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ και όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρούν, σε οποιοδήποτε στάδιό της, τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας ως ελεύθερη προς κατανάλωση.

Άρθρο 19

Σε περίπτωση μεταβολής ενός ή περισσότερων φορολογικών συντελεστών, μπορεί να επιβληθεί αυξημένη ή μειωμένη φορολογία στα αποθέματα ενεργειακών προϊόντων που έχουν ήδη διατεθεί προς κατανάλωση.

Άρθρο 20

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιστρέφουν τους φόρους που έχουν ήδη καταβληθεί για ενεργειακά προϊόντα που έχουν μολυνθεί ή έχουν αναμιχθεί τυχαία και τα οποία έχουν επιστραφεί σε φορολογική αποθήκη για ανακύκλωση.

Άρθρο 21

1. Τα ενεργειακά προϊόντα που έχουν διατεθεί προς κατανάλωση σε ένα κράτος μέλος και τα οποία περιέχονται στις συνήθεις δεξαμενές εμπορικών οχημάτων με κινητήρα και προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα από τα εν λόγω οχήματα, καθώς και τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται για τη λειτουργία των συστημάτων με τα οποία είναι εξοπλισμένα ειδικά εμπορευματοκιβώτια που μεταφέρονται από αυτά τα οχήματα, δεν υπόκεινται σε φορολογία σε κανένα άλλο κράτος μέλος.

2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «συνήθεις δεξαμενές» νοούνται οι σταθερές δεξαμενές καυσίμων που είναι απευθείας συνδεδεμένες με τον κινητήρα ή/και με βοηθητικό εξοπλισμό που πληροί τις τεχνικές προδιαγραφές (που αφορούν της δεξαμενές καυσίμων) της οδηγίας 34/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 70/221/ΕΟΚ. Η συνολική χωρητικότητα των σταθερών δεξαμενών δεν θα υπερβαίνει τα 1 500 λίτρα ανά μονάδα μεταφοράς και η χωρητικότητα των δεξαμενών που είναι εγκατεστημένες σε ρυμουλκούμενο όχημα δεν θα υπερβαίνει τα 500 λίτρα. Οι βοηθητικές δεξαμενές που είναι εγκατεστημένες σε ελκυστήρες θεωρούνται απευθείας συνδεδεμένες ακόμη και αν το καύσιμο πρέπει να διέλθει μέσω της κανονικής δεξαμενής λειτουργίας. Οι βοηθητικές δεξαμενές που είναι εγκατεστημένες σε ρυμουλκούμενα οχήματα ενδέχεται να τροφοδοτούν μόνον τον εξοπλισμό που φέρουν τα ρυμουλκούμενα οχήματα. Το καύσιμο μπορεί επίσης να μεταφέρεται σε φορητά δοχεία καυσίμου, αλλά στην περίπτωση αυτή η ποσότητα του καυσίμου δεν πρέπει να ξεπερνά τα 60 λίτρα ανά όχημα.

Ως «ειδικά εμπορευματοκιβώτια» νοούνται τα εμπορευματοκιβώτια που διαθέτουν ειδικά σχεδιασμένο εξοπλισμό για συστήματα ψύξης, συστήματα οξυγόνωσης, συστήματα θερμομόνωσης ή άλλα συστήματα.

VI. Τελικές διατάξεις

Άρθρο 22

1. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τα επίπεδα φορολογίας που επιβάλλουν στα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 2 της παρούσας οδηγίας την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους και μετά από κάθε τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας. Ιδιαίτερα, τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα μέτρα που έλαβαν και τους όρους που εφάρμοσαν προκειμένου να διασφαλίσουν την ουδετερότητα του φόρου όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

2. Όταν τα επίπεδα φορολογίας που επιβάλλουν τα κράτη μέλη εκφράζονται σε μονάδες μέτρησης διαφορετικές από αυτές που ορίζονται για κάθε προϊόν στα άρθρα 6 έως 9, τα κράτη μέλη κοινοποιούν επίσης τα αντίστοιχα επίπεδα φορολογίας μετά τη μετατροπή τους στις μονάδες αυτές.

Άρθρο 23

1. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα μέτρα που λαμβάνουν δυνάμει του άρθρου 5, του άρθρου 7 παράγραφος 2 σημείο ε), του άρθρου 13 παράγραφος 2, του άρθρου 14 και του άρθρου 15 της παρούσας οδηγίας.

2. Τα μέτρα όπως οι φορολογικές απαλλαγές, οι μειώσεις φόρου, η αναστολή πληρωμής του φόρου και οι επιστροφές φόρου που προβλέπονται στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, ενδέχεται να αποτελούν κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 92 της συνθήκης και, στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης.

Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή βάσει των διατάξεων της παρούσας οδηγίας δεν απαλλάσσουν τα κράτη μέλη από την υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται από το άρθρο 93 παράγραφος 3 της συνθήκης.

3. Η υποχρέωση ενημέρωσης της Επιτροπής βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου για τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 5 της παρούσας οδηγίας δεν απαλλάσσουν τα κράτη μέλη από οποιεσδήποτε υποχρεώσεις κοινοποίησης που απορρέουν από τις διατάξεις της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ.

Άρθρο 24

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1997. Ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή πάραυτα.

Κατά τη θέσπιση των ανωτέρω μέτρων από τα κράτη μέλη, οι σχετικές διατάξεις περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος αυτής της αναφοράς ορίζεται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις βασικές διατάξεις εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 25

Καταργούνται οι οδηγίες 92/81/ΕΟΚ και 92/82/ΕΟΚ.

Άρθρο 26

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

(1) Οδηγία 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (ΕΕ αριθ. L 316 της 31. 10. 1992, σ. 12).

(2) Οδηγία 92/82/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή (ΕΕ αριθ. L 316 της 31. 10. 1992, σ. 19).

(3) Οδηγία 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΕ αριθ. L 76 της 23. 3. 1992, σ. 1).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΝ 1. 1. 1998, ΤΗΝ 1. 1. 2000 ΚΑΙ ΤΗΝ 1. 1. 2002

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>