51994PC0214(01)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων /* COM/94/214 Τελικό - CNS 94/0146 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 216 της 06/08/1994 σ. 0011


Πρόταση κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) του Συμβουλίου για προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων (94/C 216/05) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) COM(94) 214 τελικό - 94/0146 (CNS)

(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 7 Ιουλίου 1994)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 235,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 203,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Εκτιμώντας:

ότι ο γενικός προϋπολογισμός, ο οποίος χρηματοδοτείται μέσω των ιδίων πόρων, εκτελείται από την Επιτροπή, εντός του ορίου των χορηγηθεισών πιστώσεων και σύμφωνα με τις αρχές της χρήσης δημοσιονομικής διαχείρισης 7 ότι, προκειμένου να εκπληρώσει το καθήκον αυτό, η Επιτροπή συνεργάζεται στενά με τα κράτη μέλη 7

ότι περισσότερο από το ήμισυ των δαπανών των Κοινοτήτων καταβάλλεται στους δικαιούχους μέσω των κρατών μελών 7

ότι οι λεπτομέρειες αυτής της αποκεντρωμένης διαχείρισης και των συστημάτων ελέγχου αποτελούν το αντικείμενο διαφόρων λεπτομερών διατάξεων σύμφωνα με τις εν λόγω κοινοτικές πολιτικές 7 ότι είναι σημαντικό να κατασταλεί η προσβολή των οικονομικών κοινοτικών συμφερόντων σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που χρηματοδοτούνται εκτός προϋπολογισμού 7

ότι η αποτελεσματικότητα της καταπολέμησης της απάτης που διαπράττεται εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων διέρχεται από την καθιέρωση ενός κοινού νομικού πλαισίου σε όλους τους τομείς κοινοτικής πολιτικής 7 ότι έχει σημασία προς το σκοπό αυτό να καθορισθούν οι κατηγορίες προσβολών των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και να προσδιορισθούν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την καταπολέμησή τους 7

ότι το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει κοινοτικές διοικητικές κυρώσεις στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής 7 ότι παρόμοιες κυρώσεις θα πρέπει να καθιερωθούν και στους άλλους τομείς 7

ότι οι κοινοτικές διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται από τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με ενιαίους στόχους και λεπτομέρειες για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων 7

ότι είναι απαραίτητο να καθοριστούν γενικοί κανόνες που εφαρμόζονται επί των κοινοτικών διοικητικών κυρώσεων, όπως είναι οι κανόνες οι σχετικοί με την παραγραφή και τη μη αναδρομική ισχύ της διάταξης η οποία θεσπίζει την κύρωση, με την επιφύλαξη παρέκκλισης που προβλέπεται ρήτα στην ειδική πράξη η οποία προβλέπει την κύρωση 7

ότι το κοινοτικό δίκαιο επιβάλει την υποχρέωση στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη να ελέγχουν τη χρησιμοποίηση των δημοσιονομικών μέσων των Κοινοτήτων σύμφωνα με τους προβλεπόμενους σκοπούς 7 ότι ενδείκνυται να προβλεφθούν κοινοί κανόνες οι οποίοι να εφαρμόζονται συμπληρωματικά σε σχέση με την υπάρχουσα νομοθεσία 7

ότι, παρά το γεγονός ότι οι συνθήκες έχουν προβλέψει εξουσίες για τη θέσπιση διοικητικών κυρώσεων και μέτρων ελέγχου των εσόδων και των δαπανών στους διάφορους τομείς, δεν προβλέπουν τις ειδικές εξουσίες που είναι απαραίτητες για τη θέσπιση οριζόντιων μέτρων που να εφαρμόζονται στο σύνολο αυτών των εσόδων και δαπανών 7 είναι συνεπώς δικαιολογημένη η εφαρμογή των άρθρων 235 της συνθήκης ΕΚ και 203 της συνθήκης ΕΚΑΕ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ Ι Αρχές

Άρθρο 1

1. Με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων, λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα όσον αφορά:

- την απάτη που διαπράττεται εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων,

- την καταχρηστική εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας,

- κάθε άλλη παράλειψη υποχρέωσης η οποία προβλέπεται στη νομοθεσία τη σχετική με τα έσοδα των Κοινοτήτων ή τη χορήγηση ενίσχυσης, επιδότησης ή οποιουδήποτε άλλου πλεονεκτήματος.

Οι απάτες, καταχρήσεις και άλλες παραλείψεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο καλούνται εφεξής «παρατυπίες».

2. Η προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων καλύπτει τόσο τα έσοδα και τις δαπάνες που προβλέπονται στο γενικό προϋπολογισμό, όσο και κάθε άλλο έσοδο ή δαπάνη που αποτελεί το αντικείμενο διαχείρισης από τα κοινοτικά όργανα ή για λογαριασμό αυτών.

Άρθρο 2

1. Συνιστά απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων κάθε πράξη ή παράλειψη παραβιάζουσα την ισχύουσα νομοθεσία και διαπραττόμενη εκ προθέσεως ή εκ χαρακτηριστικής αμελείας κρινόμενης σε σχέση με τις υποχρεώσεις επιμέλειας, η οποία έχει ως στόχο ή ως αποτέλεσμα:

- είτε τη μείωση ενός ίδιου πόρου ή κάθε άλλου εσόδου των Κοινοτήτων

- είτε την είσπραξη, την αδικαιολόγητη κατακράτηση ή υπεξαίρεση πόρων εις βάρος των Κοινοτήτων.

2. Πρόκειται κυρίως για:

- την κατάρτιση, προμήθεια, χρησιμοποίηση ή παρουσίαση εγγράφων ή δηλώσεων ψευδών, ανακριβών ή ελλιπών, τα οποία είναι απαραίτητα για τη χορήγηση μιας πίστωσης ή για την είσπραξη ενός εσόδου,

- την παράλειψη παροχής στην αρμόδια αρχή των πληροφοριών που αφορούν τις τροποποιήσεις των όρων που επιβάλλονται για τη χορήγηση μιας πίστωσης ή την είσπραξη ενός εσόδου,

- την υπεξαίρεση ή κατασπατάληση χρηματικών ποσών,

- την εν γνώσει χρησιμοποίηση ενισχύσεων ή επιδοτήσεων που έχουν ληφθεί μέσω ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή μέσω άλλων τεχνασμάτων.

Άρθρο 3

1. Αποτελούν κατάχρηση της κοινοτικής νομοθεσίας οι πράξεις που έχουν αναληφθεί με σκοπό να αποκτηθεί αχρεωστήτως όφελος δημιουργώντας μέσω εικονικών τεχνητών ενεργειών κατάσταση τυπικά σύμφωνη με τις νόμιμες προϋποθέσεις, ενώ στερούνται πραγματικού οικονομικού λόγου και είναι αντίθετες προς τους στόχους της εν λόγω κοινοτικής νομοθεσίας.

2. Οι πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν παράγουν δικαιώματα ή οφέλη.

Άρθρο 4

1. Η μη εκ προθέσεως ή μη προκύπτουσα εξ αμελείας παράλειψη οδηγεί, κατά γενικό κανόνα:

- στην ανάκληση του αχρεωστήτως αποκτηθέντος οφέλους,

- στην υποχρέωση καταβολής ή επιστροφής των οφειλομένων ή αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών προσαυξημένων, κατά περίπτωση, κατά τους τόκους οι οποίοι μπορούν να καθοριστούν κατ' αποκοπήν,

- στην πλήρη ή μερική απώλεια της εγγύησης που έχει συσταθεί προς υποστήριξη της αίτησης ενός χορηγηθέντος οφέλους ή κατά την είσπραξη μιας προκαταβολής.

Τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν κυρώσεις.

2. Η μη εκ προθέσεως ή μη προκύπτουσα εξ αμελείας παράλειψη μπορεί, πάντως, να οδηγήσει στην επιβολή κοινοτικών διοικητικών κυρώσεων, όταν για την καλή εφαρμογή της η εν λόγω νομοθεσία προβλέπει την εφαρμογή διοικητικών κυρώσεων ανεξαρτήτως υποκειμενικού στοιχείου ευθύνης.

Άρθρο 5

Πέραν των προβλεπομένων στο άρθρο 4 παράγραφος 1 μέτρων, η απάτη, η κατάχρηση ή κάθε άλλη παράλειψη προκύπτουσα εξ αμελείας οδηγεί στην επιβολή, εκ μέρους των κρατών μελών ή της Επιτροπής, ανάλογα με την περίπτωση, κοινοτικής διοικητικής κύρωσης, όταν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη από την κοινοτική νομοθεσία.

Άρθρο 6

Τα μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 5 εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη της υποχρέωσης των κρατών μελών να μεριμνούν ώστε να τιμωρούνται οι παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου με τα κατάλληλα μέτρα του εθνικού τους δικαίου, και αυτό υπό όρους, ουσίας και διαδικασίας, ανάλογους προς εκείνους που ισχύουν για τις παραβάσεις εθνικού δικαίου παρόμοιου χαρακτήρα και σημασίας και οι οποίοι εξασφαλίζουν αποτελεσματική, ανάλογη και αποτρεπτική προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ Κανόνες εφαρμοστέοι επί των κοινοτικών διοικητικών κυρώσεων

Άρθρο 7

1. Ως κοινοτικές διοικητικές κυρώσεις νοούνται τα μέτρα που προβλέπονται στην κοινοτική νομοθεσία με σκοπό να καταστείλουν τις ενέργειες που αναφέρονται στο άρθρο 5 και τα οποία συνεπάγονται δυσμενείς οικονομικές ή δημοσιονομικές συνέπειες για τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 8.

Μπορούν να προβλέπονται κυρίως οι ακόλουθες κυρώσεις:

- χρηματική διοικητική κύρωση, συμπεριλαμβανομένης της πληρωμής ενός ποσού υπερβαίνοντος τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ή διαφυγόντα ποσά, προσαυξημένα, κατά περίπτωση, κατά τους τόκους,

- η πλήρης ή μερική στέρηση ενός πλεονεκτήματος χορηγηθέντος από την κοινοτική νομοθεσία, ακόμα και αν ο δράστης έχει αχρεωστήτως επωφεληθεί ενός μόνο μέρους αυτού του πλεονεκτήματος,

- ο αποκλεισμός ή η απόσυρση του ευεργετήματος για περίοδο μεταγενέστερη της περιόδου κατά την οποία έλαβε χώρα η παρατυπία,

- η προσωρινή ή οριστική απόσυρση μιας έγκρισης ή αναγνώρισης απαραίτητης για τη συμμετοχή σε κοινοτικό καθεστώς ενίσχυσης.

2. Στο μέτρο που είναι απαραίτητο για να εξασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας, οι διατάξεις που προβλέπουν τις διοικητικές κυρώσεις καθορίζουν το χαρακτήρα τους και την έκτασή τους σε συνάρτηση με την έκταση του κινδύνου παρατυπίας, τη σημασία του παραχωρηθέντος ευεργετήματος ή του αποκτηθέντος οφέλους, το χαρακτήρα και τη σοβαρότητα της παρατυπίας, κυρίως σε σχέση με το υποκειμενικό της στοιχείο.

Άρθρο 8

Οι κοινοτικές διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται:

- σε φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν διαπράξει ή έχουν συμβάλει στη διάπραξη παρατυπίας,

- σε φυσικά πρόσωπα που είναι υποχρεωμένα, λόγω της θέσης τους ή των καθηκόντων τους, να αποτρέπουν με τα κατάλληλα μέτρα τη διάπραξη παρατυπίας,

- σε νομικά πρόσωπα, όταν η παρατυπία έχει διαπραχθεί από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τους και διαθέτει εξουσία λήψης αποφάσεων εκ του νόμου, κατ' εξουσιοδότηση ή εκ των πραγμάτων,

- στις ομάδες ή ενώσεις φυσικών ή νομικών προσώπων, όταν η παρατυπία έχει διαπραχθεί από ένα φυσικό πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό αυτών και διαθέτει εξουσία λήψης αποφάσεων εκ του νόμου, κατ' εξουσιοδότηση ή εκ των πραγμάτων.

Άρθρο 9

1. Μπορούν να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις για παρατυπία παρά μόνον εντός προθεσμίας πέντε ετών από τη διάπραξή της. Για τις διαρκείς κατ' εξακολούθηση παρατυπίες, η παραγραφή αρχίζει να μετράει από την ημερομηνία κατά την οποία έληξε η παρατυπία. Πάντως, όσον αφορά τα πολυετή προγράμματα η προθεσμία αυτή αρχίζει να μετράει από την ημερομηνία περάτωσης του προγράμματος.

Η παραγραφή του δικαιώματος δίωξης διακόπτεται από κάθε πράξη προερχόμενη από εθνική ή κοινοτική αρχή με σκοπό τη διενέργεια ανάκρισης ή τη δίωξη της παράβασης.

2. Η προθεσμία εκτέλεσης της απόφασης η οποία προσδιορίζει τη διοικητική κύρωση ανέρχεται σε πέντε έτη. Το σημείο έναρξης αυτής της προθεσμίας αρχίζει την ημέρα κατά την οποία η απόφαση κατέστη οριστική.

Η παραγραφή της κύρωσης διακόπτεται από την ανακοίνωση απόφασης η οποία τροποποιεί το αρχικό ποσό της κύρωσης.

Η παραγραφή της κύρωσης αναστέλλεται καθόσον χρόνο χορηγείται ευκολία πληρωμής.

Άρθρο 10

Δεν μπορεί να επιβληθεί καμία κύρωση στο βαθμό που δεν έχει προβλεφθεί σε κοινοτική πράξη προηγούμενη της παρατυπίας. Σε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποίησης των μέτρων διοικητικών κυρώσεων που περιλαμβάνονται σε μια κοινοτική νομοθεσία, οι επιεικέστερες διατάξεις εφαρμόζονται αναδρομικά, εκτός αν αυτή η νέα νομοθεσία προβλέπει ρητά τη μη αναδρομικότητα αυτών των διατάξεων.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ Επιτόπιοι έλεγχοι και εξακριβώσεις

Άρθρο 11

1. Τα μέτρα ελέγχου προσαρμόζονται στους ειδικούς μηχανισμούς που πρέπει να τεθούν σε λειτουργία και είναι ανάλογα των επιδιωκόμενων στόχων.

2. Ο χαρακτήρας και η συχνότητα των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων καθώς και οι λεπτομέρειες εκτέλεσής τους καθορίζονται με σκοπό να εξασφαλιστεί η ενιαία και αποτελεσματική εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας και κυρίως να προληφθούν και να διαπιστωθούν οι παρατυπίες. Τα μέτρα αυτά λαμβάνουν υπόψη στο μέτρο του δυνατού τις ισχύουσες στα κράτη μέλη διοικητικές πρακτικές και διαρθρώσεις και καθορίζονται κατά τρόπον ώστε να μη δημιουργούν υπερβολικές οικονομικές υποχρεώσεις και διοικητικά έξοδα.

3. Οι επιτόπιοι έλεγχοι και εξακριβώσεις της Επιτροπής πραγματοποιούνται, σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στις καθ' ύλη ρυθμίσης, από υπαλλήλους εξουσιοδοτημένους δυνάμει αυτών των ρυθμίσεων καθώς επίσης από εμπειρογνώμονες δεόντως εξουσιοδοτημένους. Υπό την επιφύλαξη των εθνικών διατάξεων σχετικά με το απόρρητο της δικαστικής ανακρίσεως, οι υπάλληλοι και οι εμπειρογνώμονες που προβαίνουν σε επιτόπιο έλεγχο έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που αφορούν τις εν λόγω πράξεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν συγκεντρωθεί από τους εθνικούς ελεγκτές, ενώ παράλληλα έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν αντίγραφα αυτών των εγγράφων που βρίσκονται στη διάθεσή τους.

Όλες οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται σε σχέση με τους ελέγχους και τις εξακριβώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Δεν μπορούν να ανακοινωθούν σε πρόσωπα άλλα πλην εκείνων τα οποία νομιμοποιούνται, λόγω των αρμοδιοτήτων τους, να τα γνωρίζουν, ούτε να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς άλλους πλην εκείνων που προβλέπονται στην παράγραφο 2.

4. Οφείλουν να επιτρέπουν τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων και κυρίως να διευκολύνουν την πρόσβαση στις εγκαταστάσεις, γήπεδα, συγκοινωνιακά μέσα ή άλλους προς επίσκεψη για το σκοπό αυτό τόπους, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα:

- τα οποία απολαμβάνουν, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικού πλεονεκτήματος ή

- στα οποία η κοινοτική νομοθεσία επιβάλλει υποχρεώσεις ή

- τα οποία συμμετέχουν, έμμεσα ή άμεσα, στις ενέργειες που προβλέπονται από την εφαρμοστέα νομοθεσία, κυρίως ως διαδοχικοί προμηθευτές, αποστολείς, μεταφορείς ή μεταποιητές, οργανισμοί διαχείρισης ή συντονιστές.

5. Όταν τα αναφερόμενα στην παράγραφο 4 πρόσωπα αντιτίθενται σε έναν επιτόπιο έλεγχο ή εξακρίβωση, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος παρέχει στους υπαλλήλους και στους δεόντως εξουσιοδοτημένους από την Επιτροπή εμπειρογνώμονες την απαραίτητη συνδρομή για να τους επιτρέπει να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την εκπλήρωση της αποστολής επιτόπιου ελέγχου και εξακρίβωσης, η οποία τους έχει ανατεθεί, σύμφωνα με τους εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες.

Άρθρο 12

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.