30.6.2023   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 166/6


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2023/1322 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 27ης Ιουνίου 2023

σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Ναρκωτικά (EUDA) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1920/2006

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 168 παράγραφος 5,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (EMCDDA) συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 302/93 του Συμβουλίου (3). Ο εν λόγω κανονισμός αναδιατυπώθηκε το 2006 με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1920/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

(2)

Το EMCDDA συστάθηκε για να παρέχει στην Ένωση, στα κράτη μέλη και σε συμμετέχουσες τρίτες χώρες πραγματικές, αντικειμενικές, αξιόπιστες και συγκρίσιμες πληροφορίες για τα ναρκωτικά, την τοξικομανία και τις συνέπειές τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να συμβάλλει στην παροχή σε αυτά συνολικής εικόνας των πληροφοριών αυτών, με σκοπό την τεκμηρίωση της χάραξης πολιτικής και την καθοδήγηση των πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση του φαινομένου των ναρκωτικών, και, επομένως να προσδίδουν σε τέτοιες πρωτοβουλίες προστιθέμενη αξία όταν, στους αντίστοιχους τομείς αρμοδιότητάς τους, λαμβάνουν μέτρα ή αποφάσεις σχετικά με δράση για την αντιμετώπιση του φαινομένου των ναρκωτικών. Η ίδρυση και η λειτουργία του EMCDDA έχει σαφώς βελτιώσει τη διαθεσιμότητα πληροφοριών σχετικά με τα ναρκωτικά και την τοξικομανία, καθώς και τις συνέπειές τους, σε ολόκληρη την Ένωση και διεθνώς.

(3)

Παρότι ο γενικός στόχος του παραμένει επίκαιρος και θα πρέπει να διατηρηθεί, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1920/2006 δεν παρέχει πλέον ένα επαρκές πλαίσιο για την αντιμετώπιση των τρεχουσών και των μελλοντικών προκλήσεων που σχετίζονται με τα ναρκωτικά. Ως εκ τούτου, η εντολή του EMCDDA θα πρέπει να αναθεωρηθεί, μεταξύ άλλων προκειμένου να αντικατασταθεί και να ενισχυθεί. Το EMCDDA θα πρέπει να μετονομασθεί σε Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Ναρκωτικά (EUDA) («Οργανισμός»). Δεδομένου ότι απαιτούνται ουσιαστικές τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1920/2006, ώστε να ληφθούν υπόψη η κοινή προσέγγιση για τους αποκεντρωμένους οργανισμούς της Ένωσης που εγκρίθηκε στις 19 Ιουλίου 2012 από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή και οι εξελίξεις όσον αφορά το φαινόμενο των ναρκωτικών, χάριν σαφήνειας και αποδοτικότητας, ο εν λόγω κανονισμός θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από τον παρόντα κανονισμό.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1920/2006 αφορούσε κυρίως ζητήματα που αφορούν την υγεία. Τα ζητήματα αυτά είναι αναγκαίο να παραμείνουν στο επίκεντρο· καθώς όμως είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με εκείνα που σχετίζονται με την προσφορά όσον αφορά το φαινόμενο των ναρκωτικών, είναι επίσης αναγκαίο να αντιμετωπιστεί η προσφορά ναρκωτικών προκειμένου να μειωθεί η διαθεσιμότητα των ναρκωτικών στην Ένωση και να περιοριστεί η ζήτηση ναρκωτικών, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην αντιμετώπιση συναφών ζητημάτων που εγείρουν ανησυχία ως προς την ασφάλεια και την προστασία. Προκειμένου να παρέχει πραγματικά, αντικειμενικά, αξιόπιστα, συγκρίσιμα και σημαντικά για το σύνολο της Ένωσης δεδομένα και αναλύσεις, ο Οργανισμός θα πρέπει να αντιμετωπίσει το φαινόμενο των ναρκωτικών με μια τεκμηριωμένη, ολοκληρωμένη, ισορροπημένη και πολυεπιστημονική προσέγγιση όσον αφορά τα ναρκωτικά, τη χρήση ναρκωτικών, τις διαταραχές και τους εθισμούς που σχετίζονται με τη χρήση ναρκωτικών, την πρόληψη, τη θεραπεία, τη φροντίδα, τη μείωση των κινδύνων και των βλαβών, την απεξάρτηση, την κοινωνική επανένταξη και αποκατάσταση, τις αγορές και την προσφορά ναρκωτικών, συμπεριλαμβανομένης της παράνομης παραγωγής και εμπορίας, και άλλα συναφή ζητήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά και τις συνέπειές τους. Στην προσέγγιση του Οργανισμού θα πρέπει να συνεκτιμώνται τα ανθρώπινα δικαιώματα, η διάσταση του φύλου και της ισότητας των φύλων, η ηλικία, η υγεία, η ισότητα στον τομέα της υγείας και οι κοινωνικές προοπτικές.

(5)

Το έργο του Οργανισμού θα πρέπει να επιτελείται χωρίς να θίγονται οι αντίστοιχες αρμοδιότητες της Ένωσης και των κρατών μελών σε θέματα ναρκωτικών. Θα πρέπει να καλύπτει τις διάφορες πτυχές του φαινομένου των ναρκωτικών και τις σχετικές λύσεις που εφαρμόζονται. Ειδικότερα, ο Οργανισμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις πτυχές σχετικά με την προστασία και τη βελτίωση της υγείας, συμπεριλαμβανομένης της σωματικής και ψυχικής υγείας και τις πιθανές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Ο Οργανισμός θα πρέπει επίσης να εξετάζει τις κοινωνικές πτυχές, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων που συνδέονται με τον στιγματισμό, την περιθωριοποίηση και την επανένταξη των ατόμων που κάνουν χρήση ναρκωτικών. Στο πλαίσιο αυτό, ο Οργανισμός θα πρέπει να καθοδηγείται από στρατηγικά έγγραφα της Ένωσης για τα ναρκωτικά.

(6)

Κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του, ο Οργανισμός θα πρέπει να συνεργάζεται με άλλα σχετικά ενωσιακά όργανα και οργανισμούς στο πλαίσιο των αντίστοιχων εντολών τους και θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις δραστηριότητές τους προκειμένου να αποφεύγονται οι αλληλεπικαλύψεις. Ειδικότερα, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις αντίστοιχες εντολές τους, ο Οργανισμός θα πρέπει να συνεργάζεται με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ), που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), προκειμένου να διασφαλίζει τη συλλογή δεδομένων και την παρακολούθηση των τάσεων όσον αφορά την προσφορά ναρκωτικών, συμπεριλαμβανομένης της παράνομης παραγωγής και διακίνησης και άλλων συναφών εγκλημάτων, όσον αφορά τη χρήση νέων τεχνολογιών και όσον αφορά νέες ψυχοδραστικές ουσίες. Ο Οργανισμός θα πρέπει επίσης να συνεργάζεται σε διεθνές επίπεδο με τις σχετικές αρχές και φορείς σε τρίτες χώρες, ιδίως σε υποψήφιες χώρες, και προς υποστήριξη της δράσης της Ένωσης και των κρατών μελών στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Είναι απαραίτητο η εν λόγω συνεργασία να τηρεί τους κανόνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

(7)

Για την πλέον αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου των ναρκωτικών, ο Οργανισμός θα πρέπει να ανταλλάσσει πληροφορίες με σχετικούς ενδιαφερόμενους φορείς και ιδίως με την επιστημονική κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων της ακαδημαϊκής κοινότητας και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, και, μεταξύ αυτών, οργανώσεων ατόμων που χρησιμοποιούν ναρκωτικά και κοινοτήτων που επηρεάζονται από την κατανάλωση και την πώληση ναρκωτικών ή από εγκλήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά. Δεδομένης της ιδιαίτερης σημασίας της εμπειρίας που διαθέτουν οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στον τομέα αρμοδιότητας του Οργανισμού, ο Οργανισμός θα πρέπει να εξακολουθήσει να συνεργάζεται για τις δραστηριότητές του με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, όπως αυτές που δραστηριοποιούνται στις σχετικές ομάδες εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής για τα ναρκωτικά, οι οποίες απαρτίζονται από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Ο Οργανισμός θα πρέπει να διαθέτει τα αναγκαία μέσα για τη διαβούλευση, την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συγκέντρωση γνώσεων με τους εν λόγω οργανισμούς, μεταξύ άλλων σχετικά με τις νέες ψυχοδραστικές ουσίες. Ο Οργανισμός θα πρέπει να διοργανώνει, κατά περίπτωση, ειδικές διαβουλεύσεις για τα θέματα που εμπίπτουν στην εντολή του.

(8)

Προκειμένου οι πληροφορίες που διαδίδονται σχετικά με τα ναρκωτικά και την κατάσταση των ναρκωτικών να είναι αξιόπιστες, ο Οργανισμός θα πρέπει να αναλαμβάνει δραστηριότητες επικοινωνίας σχετικά με θέματα που εμπίπτουν στην εντολή του. Ωστόσο, η ενημέρωση του ευρύτερου κοινού στον τομέα των ναρκωτικών μπορεί ενίοτε να έχει ανεπιθύμητες αρνητικές συνέπειες. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων επικοινωνίας του και, κατά περίπτωση, ο Οργανισμός θα πρέπει να εξετάζει το ενδεχόμενο διάδοσης των εκθέσεών του, συμπεριλαμβανομένων των αρχικών εκθέσεων και των εκθέσεων αξιολόγησης κινδύνων σχετικά με νέες ψυχοδραστικές ουσίες, στην επιστημονική κοινότητα και στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, με σκοπό την ελαχιστοποίηση πιθανών βλαβών που σχετίζονται με τα ναρκωτικά. Σε περίπτωση που ο Οργανισμός κωλύεται να διαδώσει τις εκθέσεις του, ιδίως λόγω της παρουσίας διαβαθμισμένων ή ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών, μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο δημοσίευσης περιλήψεων των εν λόγω εκθέσεων, με σκοπό την ελαχιστοποίηση πιθανών βλαβών που σχετίζονται με τα ναρκωτικά.

(9)

Κατά την εκτέλεση του έργου του, ο Οργανισμός θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τη χρήση πολλαπλών ουσιών, καθώς η εν λόγω χρήση είναι ολοένα και πιο συνηθισμένο φαινόμενο.

(10)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να αναπτύξει τις δραστηριότητές του γύρω από τρεις κύριους τομείς αρμοδιοτήτων, δηλαδή την παρακολούθηση, που θα οδηγεί σε καλύτερα τεκμηριωμένες πολιτικές· την ετοιμότητα, που θα οδηγεί σε καλύτερα τεκμηριωμένες δράσεις· και την ανάπτυξη ικανοτήτων, που θα οδηγεί σε πιο στιβαρή απόκριση της Ένωσης και των κρατών μελών στο φαινόμενο των ναρκωτικών.

(11)

Η συλλογή, η ανάλυση και η διάδοση δεδομένων θα πρέπει να παραμείνουν το κύριο καθήκον του Οργανισμού. Κατά τη συλλογή, την ανάλυση ή τη διάδοση δεδομένων, ο Οργανισμός θα πρέπει να συμμορφώνεται με το νομικό πλαίσιο για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δεν θα πρέπει να διαδίδει ή να διαβιβάζει δεδομένα που θα επέτρεπαν την αναγνώριση ατόμων ή μικρών ομάδων ατόμων. Βασικά δεδομένα συλλέγονται μέσω εθνικών εστιακών σημείων, τα οποία θα πρέπει να παραμείνουν οι κύριοι πάροχοι δεδομένων του Οργανισμού. Ο Οργανισμός μπορεί επίσης να χρησιμοποιεί πρόσθετες πηγές και να διοργανώνει συνεδριάσεις εμπειρογνωμόνων, συμπεριλαμβανομένων εικονικών συνεδριάσεων. Επιπλέον, πλησιέστερες στον πραγματικό χρόνο πηγές δεδομένων είναι ολοένα και περισσότερο διαθέσιμες μέσω καινοτόμων μεθόδων συλλογής δεδομένων. Επομένως, ο Οργανισμός θα πρέπει να έχει πρόσβαση στα σχετικά δεδομένα που είναι διαθέσιμα, ώστε να σχηματίζει πλήρη εικόνα του φαινομένου των ναρκωτικών στην Ένωση και των εξωτερικών παραγόντων που το επηρεάζουν. Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι κάθε εθνικό εστιακό σημείο τηρείται ενήμερο για την κατάσταση στο κράτος μέλος του, θα πρέπει να ενημερώνεται τακτικά για τα δεδομένα που αφορούν το κράτος μέλος του τα οποία συλλέγονται από πρόσθετες πηγές πληροφοριών και για τις δραστηριότητες του δικτύου εγκληματολογικών και τοξικολογικών εργαστηρίων που θεσπίζονται από τον παρόντα κανονισμό.

(12)

Τα εθνικά εστιακά σημεία διαδραματίζουν καίριο ρόλο στο ενωσιακό σύστημα παρακολούθησης και υποβολής στοιχείων για τα ναρκωτικά. Συλλέγουν πληροφορίες και παράγουν συγκρίσιμα και επιστημονικά αξιόπιστα δεδομένα σχετικά με την κατάσταση των ναρκωτικών σε εθνικό επίπεδο, τα οποία τροφοδοτούν την παρακολούθηση της κατάστασης σε ολόκληρη την Ένωση. Τα εθνικά εστιακά σημεία είναι επίσης καίριας σημασίας για τη διαδικασία βελτίωσης των μεθοδολογιών και των εργαλείων συλλογής δεδομένων, και ανάπτυξης σχετικών κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή τους. Επιπλέον, τα εθνικά εστιακά σημεία συμμετέχουν σε σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης και υποβάλλουν εκθέσεις σχετικά με νέες τάσεις όσον αφορά τη χρήση υφιστάμενων ψυχοδραστικών ουσιών. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό ο Οργανισμός και τα εθνικά εστιακά σημεία να έχουν σχέση που ενισχύεται εκατέρωθεν. Οι απαιτήσεις του Οργανισμού ως προς τα δεδομένα να αντανακλούν τις απαιτήσεις των εθνικών εστιακών σημείων. Τα εθνικά εστιακά σημεία θα πρέπει να έχουν λάβει εξουσιοδότηση εντός των κρατών μελών ώστε να λαμβάνουν όλα τα σχετικά δεδομένα από τις διάφορες εθνικές αρχές. Η εντολή του Οργανισμού θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα για εξορθολογισμό της συλλογής δεδομένων στα κράτη μέλη ώστε να αποφεύγεται, στο μέτρο του δυνατού, η διπλή υποβολή δεδομένων και οι αλληλεπικαλύψεις των προσπαθειών, αποφεύγοντας παράλληλα μέτρα εναρμόνισης και αφήνοντας τις αποφάσεις για τη διακυβέρνηση, τη δομή ή τα βασικά καθήκοντα των εθνικών εστιακών σημείων έναντι άλλων εθνικών αρμόδιων αρχών στα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις Συνθήκες.

(13)

Είναι αναγκαίο να τεθούν τα θεμέλια μιας σχέσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεχούς διαλόγου μεταξύ του Οργανισμού και των εθνικών εστιακών σημείων, με βάση έναν σαφή και αποτελεσματικό λειτουργικό μηχανισμό και ένα σύνολο κανόνων. Ως εκ τούτου, ο Οργανισμός θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να στηρίζει οικονομικά τα εθνικά εστιακά σημεία και να συμβάλλει στην αποτελεσματική λειτουργία τους, μεταξύ άλλων παρέχοντας αξιολόγηση κάθε εθνικού εστιακού σημείου που σχετίζεται άμεσα με τη συμβολή του σε μια συντονισμένη δράση της Ένωσης στον τομέα των ναρκωτικών.

(14)

Προκειμένου να στηρίξουν την αποτελεσματική δράση της Ένωσης στον τομέα των ναρκωτικών και να συμβάλουν στο έργο του Οργανισμού, τα εθνικά εστιακά σημεία θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να αναλάβουν συντονιστικό ρόλο σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τη διασφάλιση συνοχής στη συλλογή και την παρακολούθηση δεδομένων σχετικά με τα ναρκωτικά, με την επικοινωνία με τον Οργανισμό και με την προώθηση της λήψης τεκμηριωμένων αποφάσεων, διασφαλίζοντας έτσι μια διατομεακή και ολοκληρωμένη εθνική εικόνα της κατάστασης των ναρκωτικών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν σχετικών πληροφοριών για νέες τάσεις και προκλήσεις, και συμβάλλοντας στη θέσπιση σχετικών δεικτών. Επιπλέον, και σύμφωνα με την εθνική αρμοδιότητα, τα εθνικά εστιακά σημεία διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην προώθηση και τη στήριξη της λήψης τεκμηριωμένων αποφάσεων, στην υποστήριξη συστημάτων συνεργασίας, στην αξιολόγηση των αναγκών πληροφόρησης των σχετικών ενδιαφερόμενων μερών, καθώς και στην κατάρτιση επικαιροποιημένου καταλόγου των εθνικών πηγών πληροφοριών για τα ναρκωτικά.

(15)

Για τη διευκόλυνση και τη δόμηση της συλλογής δεδομένων και της ανταλλαγής τόσο ποιοτικών όσο και ποσοτικών πληροφοριών, και για τη στήριξη της εγκαθίδρυσης ολοκληρωμένου και διαλειτουργικού συστήματος παρακολούθησης το οποίο θα καθιστά δυνατή την παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο, ο Οργανισμός θα πρέπει να αναπτύξει και να εφαρμόσει τις κατάλληλες ψηφιακές λύσεις που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

(16)

Προκειμένου να μπορέσει ο Οργανισμός να κάνει καλύτερη χρήση των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του, για παράδειγμα για τη λήψη πιο προδραστικών μέτρων, όπως αξιολογήσεις απειλών, εκθέσεις σχετικά με στρατηγικής σημασίας πληροφορίες και έκδοση προειδοποιήσεων, και να συμβάλει στη βελτίωση της ετοιμότητας της Ένωσης για μελλοντικές εξελίξεις, θα πρέπει να ενισχυθεί η ικανότητα παρακολούθησης και ανάλυσης του Οργανισμού συγκριτικά με εκείνη του EMCDDA.

(17)

Για τη βελτίωση της ετοιμότητας της Ένωσης είναι αναγκαίο να υπάρχει πλήρης εικόνα των δυνητικών μελλοντικών εξελίξεων του φαινομένου των ναρκωτικών. Προκειμένου να προετοιμαστεί και να εξοπλίσει καλύτερα τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής για τέτοιες μελλοντικές εξελίξεις, ο Οργανισμός θα πρέπει να διενεργεί τακτικά προβλέψεις λαμβάνοντας υπόψη μεγατάσεις, ήτοι μακροπρόθεσμες κινητήριες δυνάμεις οι οποίες παρατηρούνται στο παρόν και είναι πολύ πιθανό να ασκήσουν σημαντική επιρροή στο μέλλον, με στόχο τον προσδιορισμό νέων προκλήσεων και ευκαιριών αντίδρασης στα προβλήματα των ναρκωτικών.

(18)

Το φαινόμενο των ναρκωτικών υποστηρίζεται όλο και περισσότερο από την τεχνολογία, όπως καταδείχθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας της COVID-19, κατά την οποία παρατηρήθηκε μεγαλύτερη χρήση νέων τεχνολογιών για τη διευκόλυνση της διανομής ναρκωτικών. Εκτιμάται ότι περίπου τα δύο τρίτα των προσφορών στις αγορές του σκοτεινού δικτύου σχετίζονται με ναρκωτικά. Το εμπόριο ναρκωτικών χρησιμοποιεί διάφορες πλατφόρμες, συμπεριλαμβανομένων δικτύων κοινωνικής δικτύωσης και εφαρμογών για φορητές συσκευές. Η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζεται στις αποκρίσεις στο φαινόμενο των ναρκωτικών, με την αυξανόμενη χρήση διαδικτυακής επικοινωνίας και διαδικτυακών παρεμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων εφαρμογών για φορητές συσκευές και παρεμβάσεων ηλεκτρονικής υγείας. Ο Οργανισμός, μαζί με άλλα σχετικά όργανα, υπηρεσίες και οργανισμούς της Ένωσης και αποφεύγοντας την επικάλυψη προσπαθειών, θα πρέπει να παρακολουθεί τις εξελίξεις αυτές στο πλαίσιο της ολιστικής προσέγγισης του φαινομένου των ναρκωτικών που εφαρμόζει.

(19)

Οι νέες ψυχοδραστικές ουσίες που ενέχουν κινδύνους για τη δημόσια υγεία και την κοινωνία σε ολόκληρη την Ένωση θα πρέπει να αντιμετωπίζονται καταλλήλως. Είναι, επομένως, αναγκαίο να παρακολουθούνται οι νέες ψυχοδραστικές ουσίες και, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ταχεία αντίδραση, να διατηρηθεί το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης που θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1920/2006. Οι προβλέψεις του εν λόγω κανονισμού σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών και το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης σχετικά με νέες ψυχοδραστικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένων των αρχικών εκθέσεων και των αξιολογήσεων κινδύνων νέων ψυχοδραστικών ουσιών, τροποποιήθηκαν πρόσφατα και θα πρέπει να παραμείνουν ως έχουν στον παρόντα κανονισμό.

(20)

Βάσει ενισχυμένης παρακολούθησης από τον Οργανισμό και της πείρας που έχει αποκτηθεί όσον αφορά την αξιολόγηση κινδύνων νέων ψυχοδραστικών ουσιών, ο Οργανισμός θα πρέπει να αναπτύξει γενικές ικανότητες αξιολόγησης απειλών για την υγεία και την ασφάλεια. Απαιτείται επειγόντως μεγαλύτερη ικανότητα ώστε οι νέες απειλές να εντοπίζονται γρήγορα και προδραστικά και να αναπτύσσονται αντιμέτρα, καθώς ο σύγχρονος δυναμικός χαρακτήρας του φαινομένου των ναρκωτικών συνεπάγεται ότι οι σχετικές προκλήσεις μπορούν να εξαπλωθούν ταχέως πέραν των συνόρων.

(21)

Δεδομένου ότι οι επικίνδυνες ουσίες και ορισμένα πρότυπα κατανάλωσης ενδέχεται να βλάψουν την υγεία, ο Οργανισμός θα πρέπει να είναι σε θέση να εκδίδει προειδοποιήσεις συμπληρώνοντας, και χωρίς να θίγει, τα σχετικά εθνικά συστήματα προειδοποίησης. Για τη στήριξη της εν λόγω λειτουργίας, ο Οργανισμός θα πρέπει να αναπτύξει ένα ευρωπαϊκό σύστημα ειδοποίησης για τα ναρκωτικά, στο οποίο θα έχουν πρόσβαση οι εθνικές αρχές. Το εν λόγω σύστημα θα πρέπει να διευκολύνει την ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών που ενδέχεται να απαιτούν ταχεία ανάληψη δράσης για τη διασφάλιση της υγείας, των κοινωνικών πτυχών, της ασφάλειας και της προστασίας. Ο Οργανισμός θα πρέπει, υπό τους όρους που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, να είναι σε θέση να αναπτύξει ένα σύστημα προειδοποίησης χάρη στο οποίο άτομα που χρησιμοποιούν ή ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν συγκεκριμένα ναρκωτικά θα λαμβάνουν ενημέρωση σχετικά με εντοπισθέντες κινδύνους.

(22)

Οι πρόδρομες ουσίες ναρκωτικών είναι ουσίες οι οποίες είναι απαραίτητες για την παραγωγή ναρκωτικών όπως οι αμφεταμίνες, η κοκαΐνη και η ηρωίνη. Καθώς η παράνομη παραγωγή ναρκωτικών στην Ένωση αυξάνεται, θα πρέπει να ενισχυθεί η πρόληψη της εκτροπής και της διακίνησης πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών από νόμιμους διαύλους στην παράνομη παραγωγή ναρκωτικών. Για τη στήριξη της εν λόγω προσπάθειας, ο Οργανισμός θα πρέπει να μετέχει στην παρακολούθηση της εκτροπής και της διακίνησης πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών και να συνδράμει την Επιτροπή στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης για τις πρόδρομες ουσίες ναρκωτικών.

(23)

Δεδομένου ότι υπάρχει αυξανόμενη ανάγκη για εγκληματολογικά και τοξικολογικά δεδομένα και ειδική εμπειρογνωσία, σε συνδυασμό με την ανάγκη για καλύτερο συντονισμό μεταξύ εργαστηρίων στα κράτη μέλη, θα πρέπει να συσταθεί ένα δίκτυο εγκληματολογικών και τοξικολογικών εργαστηρίων με γνώσεις στον τομέα των ναρκωτικών και των σχετικών με τα ναρκωτικά βλαβών. Το δίκτυο αυτό θα πρέπει να παρέχει στον Οργανισμό τη δυνατότητα πρόσβασης σε σχετικές πληροφορίες, να αυξάνει τις ικανότητες του Οργανισμού στον συγκεκριμένο τομέα και να στηρίζει την ανταλλαγή γνώσεων μεταξύ των σχετικών εργαστηρίων στα κράτη μέλη, χωρίς ο Οργανισμός να επιβαρυνθεί με το υψηλό κόστος της δημιουργίας και της λειτουργίας δικού του εργαστηρίου.

(24)

Το δίκτυο εγκληματολογικών και τοξικολογικών εργαστηρίων θα πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικό των κρατών μελών παρέχοντας σε κάθε ένα από αυτά τη δυνατότητα να ορίζουν έως και τρία εργαστήρια ως μέλη του δικτύου, τα οποία θα καλύπτουν τοξικολογική και εγκληματολογική εμπειρογνωσία. Προκειμένου να διασφαλίζεται η ευρύτερη δυνατή κάλυψη, ειδικοί από άλλα εργαστήρια τα οποία σχετίζονται με το έργο του Οργανισμού, μεταξύ άλλων από το ευρωπαϊκό δίκτυο τελωνειακών εργαστηρίων, θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στο δίκτυο. Μια τέτοια συνεργασία θα παρέχει τη δυνατότητα σε όλα τα συμμετέχοντα εργαστήρια να διδαχθούν το ένα από το άλλο σε διάφορους τομείς, θα στηρίξει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ σχετικών εργαστηρίων και θα μειώσει το κόστος για τα επιμέρους εργαστήρια.

(25)

Για την αύξηση των γνώσεων στον τομέα που καλύπτει η εντολή του Οργανισμού και τη στήριξη των κρατών μελών, ο Οργανισμός θα πρέπει να προσδιορίζει και να χρηματοδοτεί σχετικά έργα, όπως την ανάπτυξη προτύπων αναφοράς σχετικά με νέα ναρκωτικά, την εκπόνηση τοξικολογικών ή φαρμακολογικών μελετών, την εφαρμογή καινοτόμων προσεγγίσεων ως προς την έρευνα, και την κατάρτιση προφίλ ναρκωτικών. Τα έργα που χρηματοδοτεί ο Οργανισμός θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του Οργανισμού και να δημοσιοποιούνται.

(26)

Ο Οργανισμός θα έχει τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση σε δεδομένα και να αποκτά την αναγκαία επιστημονική πείρα για να αναπτύσσει και να προωθεί τεκμηριωμένες παρεμβάσεις και βέλτιστες πρακτικές, να ευαισθητοποιεί σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις των ναρκωτικών, την πρόληψη, τα μέτρα μείωσης των κινδύνων και των βλαβών, τη θεραπεία, τη φροντίδα, την απεξάρτηση και την αποκατάσταση και, κατά περίπτωση, να υιοθετεί μια ευαίσθητη ως προς το φύλο προσέγγιση και να λαμβάνει υπόψη την ηλικιακή διάσταση. Ο Οργανισμός θα πρέπει να προωθεί την εφαρμογή και την επικαιροποίηση των υφιστάμενων προδιαγραφών ποιότητας για την πρόληψη της χρήσης ναρκωτικών (ευρωπαϊκές προδιαγραφές ποιότητας για την πρόληψη της τοξικομανίας) και την εφαρμογή και επικαιροποίηση προγράμματος που θα παρέχει στους υπευθύνους λήψης αποφάσεων και χάραξης πολιτικής γνώσεις σχετικά με τις πιο αποτελεσματικές τεκμηριωμένες παρεμβάσεις και προσεγγίσεις για την πρόληψη (πρόγραμμα πρόληψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης), μεταξύ άλλων όσον αφορά τους τρόπους προσέγγισης πληθυσμών υψηλού κινδύνου.

(27)

Δεδομένου ότι ο Οργανισμός αφορά το σύνολο της Ένωσης, θα πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογεί τα εθνικά μέτρα και την εθνική κατάρτιση, για παράδειγμα σχετικά με την πρόληψη, συμπεριλαμβανομένης της ευαίσθητης ως προς το φύλο και της ηλικιακά κατάλληλης πρόληψης, τη θεραπεία, τη μείωση των βλαβών, την ανάρρωση και άλλα σχετικά μέτρα, προκειμένου να διαπιστώνει εάν αντικατοπτρίζουν τις πιο πρόσφατες επιστημονικές εξελίξεις και εάν αποδεικνύονται αποτελεσματικά. Η θετική αξιολόγηση εθνικών μέτρων μπορούν να αποτελέσουν σφραγίδα ποιότητας.

(28)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Οργανισμός θα είναι σε μια μοναδική θέση στο επίπεδο της Ένωσης, η οποία θα του παρέχει τη δυνατότητα να συγκρίνει δεδομένα και βέλτιστες πρακτικές, θα πρέπει να μπορεί να παρέχει στήριξη, μεταξύ άλλων, όταν αυτό ζητείται από τα κράτη μέλη, βοηθώντας στην αξιολόγηση και την εκπόνηση εθνικών στρατηγικών για τα ναρκωτικά με πιο διαρθρωμένο τρόπο σε όλα τα κράτη μέλη. Επιπλέον, ο ρόλος του Οργανισμού στην παροχή κατάρτισης και στήριξης στα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή προδιαγραφών ποιότητας και ορθών πρακτικών θα πρέπει να ενισχυθεί, λαμβανομένης υπόψη της εμπειρογνωσίας που θα αναπτύσσει στους εν λόγω τομείς.

(29)

Η διεθνής συνεργασία θα πρέπει να εντάσσεται στα βασικά καθήκοντα του Οργανισμού, με σαφώς καθορισμένες αρμοδιότητες, ώστε ο Οργανισμός να είναι σε θέση να αναλαμβάνει πλήρως τέτοιες δραστηριότητες και να αποκρίνεται σε αιτήματα διεθνών οργανώσεων και άλλων φορέων και τρίτων χωρών. Ο Οργανισμός θα πρέπει να είναι σε θέση να προσφέρει κατάλληλα επιστημονικά και τεκμηριωμένα εργαλεία, για την ανάπτυξη και την εφαρμογή της εξωτερικής διάστασης της πολιτικής της Ένωσης για τα ναρκωτικά και για την άσκηση του σημαντικού ρόλου της Ένωσης σε πολυμερές επίπεδο, σύμφωνα με τις Συνθήκες, προκειμένου να διασφαλίζεται αποδοτική και συνεπής εφαρμογή των πολιτικών της Ένωσης για τα ναρκωτικά εντός αυτής και σε διεθνές επίπεδο. Το έργο στον εν λόγω τομέα θα πρέπει να βασίζεται σε πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας που έχει αναπτύξει ο Οργανισμός. Το πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας θα πρέπει να συνάδει με τις Συνθήκες και τις προτεραιότητες της Ένωσης όσον αφορά τη διεθνή συνεργασία και να καθοδηγείται από τις σχετικές πράξεις των Ηνωμένων Εθνών. Ο Οργανισμός θα πρέπει να αναθεωρεί τακτικά το πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι αντικατοπτρίζει κατάλληλα τις διεθνείς εξελίξεις και προτεραιότητες.

(30)

Προκειμένου η ενωσιακή χρηματοδότηση της έρευνας στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας να αξιοποιείται με τον καλύτερο τρόπο και να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της πολιτικής για τα ναρκωτικά, ο Οργανισμός θα πρέπει να επικουρεί την Επιτροπή στον προσδιορισμό βασικών ερευνητικών θεμάτων, καθώς και στην εκπόνηση και την εφαρμογή των ενωσιακών προγραμμάτων-πλαισίων για την έρευνα και την καινοτομία που σχετίζονται με τους στόχους του Οργανισμού. Όταν επικουρεί την Επιτροπή στον προσδιορισμό βασικών ερευνητικών θεμάτων ή στην εκπόνηση και την εφαρμογή ενωσιακού προγράμματος-πλαισίου, ο Οργανισμός δεν θα πρέπει να λαμβάνει χρηματοδότηση από το εν λόγω πρόγραμμα, θα πρέπει δε να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων. Ο Οργανισμός θα πρέπει να συμμετέχει σε πρωτοβουλίες σε ολόκληρη την Ένωση στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας, ώστε να διασφαλίζει ότι αναπτύσσονται και είναι διαθέσιμες για χρήση οι αναγκαίες τεχνολογίες για τις δραστηριότητές του. Οι προγραμματισμένες δραστηριότητες έρευνας και καινοτομίας θα πρέπει να καθορίζονται στο ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού, το οποίο περιέχει το πολυετές και το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του Οργανισμού.

(31)

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη πρέπει να εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού προκειμένου να επιβλέπουν αποτελεσματικά τη λειτουργία του. Τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου θα πρέπει να διορίζονται λαμβανομένων υπόψη των σχετικών δεξιοτήτων τους στους τομείς της διαχείρισης, της διοίκησης και του προϋπολογισμού. Τα αναπληρωματικά μέλη θα πρέπει να ενεργούν ως τακτικά μέλη σε περίπτωση απουσίας σχετικών τακτικών μελών. Τα αναπληρωματικά μέλη μπορούν επίσης να παρίστανται στις συνεδριάσεις παρουσία των σχετικών τακτικών μελών, χωρίς η παρουσία τους να συνεπάγεται πρόσθετα έξοδα για τον Οργανισμό και χωρίς να συμμετέχουν στις ψηφοφορίες.

(32)

Στο διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να ανατεθούν οι αναγκαίες εξουσίες, ειδικότερα η εξουσία να εγκρίνει τον προϋπολογισμό, τους κατάλληλους δημοσιονομικούς κανόνες και τα κατάλληλα έγγραφα προγραμματισμού, καθώς και την ενοποιημένη ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων. Προκειμένου να διασφαλίζεται η ανεξάρτητη λειτουργία και ακεραιότητα του Οργανισμού, το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει επίσης να ορίζει κανόνες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων όσον αφορά τα μέλη του, τα μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου, τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής, τα μέλη ενός ευρωπαϊκού δικτύου ενημέρωσης για τα ναρκωτικά και την τοξικομανία (το «δίκτυο Reitox», αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες και το λοιπό προσωπικό που δεν έχει προσληφθεί από τον Οργανισμό. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό ο Οργανισμός να λαμβάνει δεόντως υπόψη τις συστάσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές επί του θέματος αυτού, ιδίως εκείνες του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στους αποκεντρωμένους οργανισμούς της ΕΕ. Το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει επίσης να ασκεί εξουσίες αρχής διορισμού έναντι των μελών του οργανισμού, συμπεριλαμβανομένου του εκτελεστικού διευθυντή.

(33)

Είναι σημαντικό όλα τα μέρη που εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο να επιδιώκουν την αύξηση των προοπτικών και των εμπειριών που απεικονίζονται στο έργο του και που συμβάλλουν σε αυτό, διασφαλίζοντας παράλληλα τη συνέχεια των εργασιών του. Όλα τα μέρη θα πρέπει να έχουν ως στόχο την ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων στο διοικητικό συμβούλιο.

(34)

Το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να επικουρείται από εκτελεστικό συμβούλιο για την προετοιμασία των αποφάσεων του Οργανισμού. Του Οργανισμού θα πρέπει να προΐσταται εκτελεστικός διευθυντής. Η επιστημονική επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει να επικουρεί το διοικητικό συμβούλιο και τον εκτελεστικό διευθυντή όσον αφορά σχετικά επιστημονικά θέματα.

(35)

Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει τον εκτελεστικό διευθυντή βάσει ανοικτής και διαφανούς διαδικασίας επιλογής την οποία οργανώνει και διαχειρίζεται η Επιτροπή. Σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείται για τον διορισμό εκτελεστικών διευθυντών στο EMCDDA, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει το ενδεχόμενο να συμπεριλάβει εκπρόσωπο του διοικητικού συμβουλίου ως παρατηρητή στη διαδικασία διορισμού. Στην αξιολόγηση που διενεργεί η Επιτροπή στο τέλος της αρχικής πενταετούς θητείας του εκτελεστικού διευθυντή θα πρέπει να περιλαμβάνεται ενημέρωση που έχει προηγουμένως παράσχει το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τις επιδόσεις του εκτελεστικού διευθυντή.

(36)

Είναι σημαντικό ο Οργανισμός να διαθέτει επαρκείς πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων, την πραγμάτωση των στόχων και την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος κανονισμού και να διαθέτει αυτόνομο προϋπολογισμό ανάλογο με την αποστολή του. Θα πρέπει να χρηματοδοτείται κυρίως από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης. Για τη συνεισφορά της Ένωσης καθώς και για οποιεσδήποτε άλλες επιδοτήσεις που βαρύνουν τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, θα πρέπει να εφαρμόζεται η δημοσιονομική διαδικασία της Ένωσης. Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο θα πρέπει να προβαίνει σε έλεγχο των λογαριασμών του Οργανισμού.

(37)

Για την παροχή περαιτέρω στήριξης στα κράτη μέλη και σε άλλους ενδιαφερόμενους φορείς ώστε να κατανοήσουν και να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο των ναρκωτικών, θα πρέπει να προβλέπεται ότι ο Οργανισμός δύναται να παρέχει πρόσθετες υπηρεσίες, πέραν των βασικών καθηκόντων του που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, έναντι καταβολής τελών. Η μέθοδος με την οποία υπολογίζονται τα τέλη που εισπράττει ο Οργανισμός θα πρέπει να είναι διαφανής, τα δε τέλη θα πρέπει να καλύπτουν το σύνολο των εξόδων για την παροχή των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τις παρεχόμενες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων προσωπικού και των λειτουργικών εξόδων. Σε περίπτωση που εισπράχθηκαν τέλη κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους, οι προσωρινοί λογαριασμοί του Οργανισμού θα πρέπει να συνοδεύονται από έκθεση σχετικά με τα εν λόγω τέλη. Οι εν λόγω εκθέσεις θα υπόκεινται επίσης σε έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το ύψος των τελών θα πρέπει να καθορίζεται κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία ελλείμματος ή σημαντικής σώρευσης πλεονάσματος στον προϋπολογισμό, και θα πρέπει να αναθεωρείται όταν αυτό δεν ισχύει.

(38)

Ο εκτελεστικός διευθυντής θα πρέπει να υποβάλλει την ετήσια έκθεση του Οργανισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να μπορούν να τον καλούν να υποβάλει έκθεση σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του.

(39)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) θα πρέπει να εφαρμόζεται στον Οργανισμό. Ο Οργανισμός θα πρέπει να λειτουργεί με τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια όσον αφορά τις δραστηριότητές του, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη του στόχου των επιχειρήσεών του.

(40)

Ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και η Διοργανική Συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (8), στην οποία είχε προσχωρήσει το EMCDDA, θα πρέπει να εφαρμόζονται στον Οργανισμό.

(41)

Ο Οργανισμός επεξεργάζεται δεδομένα τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, ιδίως διαβαθμισμένες πληροφορίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΠΕΕ) και ευαίσθητες μη διαβαθμισμένες πληροφορίες. Κατά συνέπεια, ο Οργανισμός θα πρέπει να θεσπίσει κανόνες περί απορρήτου και περί της επεξεργασίας αυτών των πληροφοριών. Οι κανόνες για την προστασία των ΔΠΕΕ θα πρέπει να συνάδουν με τις αποφάσεις (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 (9) και (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής (10). Σύμφωνα με τις εν λόγω νομοθετικές πράξεις, ο Οργανισμός θα πρέπει να μην δημοσιεύει ευαίσθητα δεδομένα. Θα πρέπει επίσης να μην αποκαλύπτει τις εμπιστευτικές επιχειρηματικές πληροφορίες τρίτων.

(42)

Προκειμένου να ελέγχονται και να διασφαλίζονται οι επιδόσεις του Οργανισμού και να διασφαλίζεται ότι η εντολή του Οργανισμού τού παρέχει τη δυνατότητα να ασκεί τις αναγκαίες δραστηριότητες οι οποίες απαιτούνται λόγω των εξελίξεων στην αγορά ναρκωτικών και της πολιτικής για τα ναρκωτικά, θα πρέπει να διενεργείται, σε τακτική βάση, εξωτερική αξιολόγηση του έργου του Οργανισμού και η εντολή του θα πρέπει να προσαρμόζεται αναλόγως, εφόσον είναι αναγκαίο.

(43)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να συνεργάζεται στενά, τηρώντας πλήρως τα θεμελιώδη δικαιώματα, με σχετικούς διεθνείς οργανισμούς και άλλους κυβερνητικούς και μη κυβερνητικούς φορείς συμπεριλαμβανομένων σχετικών τεχνικών φορέων εντός και εκτός της Ένωσης κατά την εφαρμογή του προγράμματος εργασίας του, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των Συνθηκών και τις αρμοδιότητες των κρατών μελών, ιδίως για την αποφυγή επικαλύψεων εργασιών και για τη διασφάλιση πρόσβασης σε όλα τα δεδομένα και τα εργαλεία που είναι αναγκαία για την εκτέλεση της εντολής του.

(44)

Ο Οργανισμός αντικαθιστά και διαδέχεται το EMCDDA. Κατά συνέπεια, αποτελεί τον νόμιμο διάδοχο όλων των συμβάσεων του EMCDDA, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων εργασίας, των υποχρεώσεων και των περιουσιακών στοιχείων του. Διεθνείς συμφωνίες συναφθείσες από το EMCDDA πριν από τις 2 Ιουλίου 2024 θα πρέπει να παραμείνουν σε ισχύ.

(45)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η ίδρυση οργανισμού για την αντιμετώπιση του φαινομένου των ναρκωτικών, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεων της δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω στόχου,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Στόχοι και καθήκοντα του Οργανισμού

Άρθρο 1

Ίδρυση του Οργανισμού

1.   Με τον παρόντα κανονισμό ιδρύεται ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Ναρκωτικά (EUDA) («Οργανισμός»).

2.   Ο Οργανισμός αντικαθιστά και διαδέχεται το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (EMCDDA) που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1920/2006.

Άρθρο 2

Νομικό καθεστώς και έδρα

1.   Ο Οργανισμός αποτελεί όργανο της Ένωσης με νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε κράτος μέλος, ο Οργανισμός περιβάλλεται με την ευρύτερη δυνατή δικαιοπρακτική ικανότητα που αναγνωρίζεται στα νομικά πρόσωπα βάσει της εθνικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, μπορεί να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να είναι διάδικος.

3.   Έδρα του Οργανισμού είναι η Λισαβόνα, στην Πορτογαλία.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«ναρκωτικό»: οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

ουσία την οποία καλύπτει η ενιαία σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά του 1961, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 1972, ή η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις ψυχοτρόπους ουσίες του 1971·

β)

οποιαδήποτε ουσία αναφέρεται στο παράρτημα της απόφασης-πλαισίου 2004/757/ΔΕΥ του Συμβουλίου (11)·

2)

«νέα ψυχοδραστική ουσία»: ουσία όπως ορίζεται στο άρθρο 1 σημείο 4 της απόφασης-πλαισίου 2004/757/ΔΕΥ του Συμβουλίου·

3)

«χρήση πολλαπλών ουσιών»: η χρήση μίας ή περισσότερων ψυχοδραστικών ουσιών ή τύπων ψυχοδραστικών ουσιών, είτε παράνομων είτε νόμιμων, ιδίως φαρμακευτικών προϊόντων, οινοπνευματωδών και καπνού, ταυτόχρονα με τη χρήση ναρκωτικών, ή διαδοχικά εντός σύντομου χρονικού διαστήματος από τη χρήση ναρκωτικών·

4)

«πρόδρομη ουσία των ναρκωτικών»: ουσία η οποία ελέγχεται και παρακολουθείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 273/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 111/2005 του Συμβουλίου (13)·

5)

«συμμετέχουσα χώρα»: το κράτος μέλος ή η τρίτη χώρα που σύναψε συμφωνία με την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 54 του παρόντος κανονισμού·

6)

«διεθνής οργανισμός»: οργανισμός και οι υπαγόμενοι σε αυτόν φορείς δημοσίου διεθνούς δικαίου ή κάθε άλλος φορέας ο οποίος έχει ιδρυθεί δυνάμει ή επί τη βάσει συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων χωρών·

7)

«Συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά»: η ενιαία σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά του 1961, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 1972, η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις ψυχοτρόπους ουσίες του 1971 και η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών του 1988·

8)

«σύστημα των Ηνωμένων Εθνών»: το σύστημα του μηχανισμού ελέγχου που θεσπίζεται με τις Συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά.

Άρθρο 4

Γενικό καθήκον του Οργανισμού

1.   Ο Οργανισμός:

α)

παρέχει στην Ένωση και τα κράτη μέλη εμπεριστατωμένες, αντικειμενικές, αξιόπιστες και συγκρίσιμες πληροφορίες, έγκαιρη προειδοποίηση και αξιολόγηση κινδύνων στο επίπεδο της Ένωσης σχετικά με τα ναρκωτικά, τη χρήση ναρκωτικών, τις διαταραχές και τους εθισμούς που σχετίζονται με τη χρήση ναρκωτικών, την πρόληψη, τη θεραπεία, τη φροντίδα, τη μείωση των κινδύνων και των βλαβών, την απεξάρτηση, την κοινωνική επανένταξη, την αποκατάσταση, τις αγορές και την προσφορά ναρκωτικών, συμπεριλαμβανομένης της παράνομης παραγωγής και εμπορίας, και με άλλα συναφή ζητήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά και τις συνέπειές τους· και

β)

προτείνει κατάλληλες και συγκεκριμένες τεκμηριωμένες δράσεις όσον αφορά τρόπους για την αποδοτική και έγκαιρη αντιμετώπιση των προκλήσεων που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, τη χρήση ναρκωτικών, τις διαταραχές και τους εθισμούς που σχετίζονται με τη χρήση ναρκωτικών, την πρόληψη, τη θεραπεία, τη φροντίδα, τη μείωση των κινδύνων και των βλαβών, την απεξάρτηση, την κοινωνική επανένταξη, την αποκατάσταση, τις αγορές και την προσφορά ναρκωτικών, συμπεριλαμβανομένης της παράνομης παραγωγής και εμπορίας, και με άλλα συναφή ζητήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά και τις συνέπειές τους.

2.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο Οργανισμός διασφαλίζει την πλήρη συμμόρφωση με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τους κανόνες προστασίας των δεδομένων και προσεγγίζει το φαινόμενο των ναρκωτικών με τεκμηριωμένο, ολοκληρωμένο, ισόρροπο και διεπιστημονικό τρόπο. Στην προσέγγιση αυτή ενσωματώνονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, η διάσταση του φύλου και της ισότητας των φύλων, η ηλικία, η υγεία, η ισότητα στον τομέα της υγείας και οι κοινωνικές προοπτικές.

Άρθρο 5

Ειδικά καθήκοντα

1.   Για την εκτέλεση του γενικού καθήκοντος που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, ο Οργανισμός εκτελεί τα ακόλουθα ειδικά καθήκοντα:

α)

καθήκοντα παρακολούθησης τα οποία περιλαμβάνουν τα εξής:

i)

τη συλλογή και ανάλυση πληροφοριών και δεδομένων βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1·

ii)

τη διάδοση των πληροφοριών, των δεδομένων και των αποτελεσμάτων των αναλύσεων βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 5· και

iii)

την παρακολούθηση του φαινομένου των ναρκωτικών, συμπεριλαμβανομένων των πτυχών της υγείας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ασφάλειας και προστασίας και των κοινωνικών πτυχών, βάσει του άρθρου 7·

β)

καθήκοντα ετοιμότητας τα οποία περιλαμβάνουν τα εξής:

i)

την ανταλλαγή πληροφοριών και το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης σχετικά με νέες ψυχοδραστικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένων της εκπόνησης αρχικών εκθέσεων και της διενέργειας αξιολογήσεων κινδύνων, βάσει των άρθρων 8 έως 11·

ii)

αξιολόγηση απειλών στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας και ετοιμότητα, βάσει του άρθρου 12·

iii)

τη θέσπιση και τη διαχείριση ευρωπαϊκού συστήματος ειδοποίησης για τα ναρκωτικά βάσει του άρθρου 13·

iv)

την παρακολούθηση εξελίξεων που σχετίζονται με την εκτροπή και τη διακίνηση πρόδρομων ουσιών των ναρκωτικών και συμβολή στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου για τις πρόδρομες ουσίες των ναρκωτικών βάσει του άρθρου 14·

v)

τη θέσπιση και τη διαχείριση δικτύου εγκληματολογικών και τοξικολογικών εργαστηρίων βάσει του άρθρου 15·

γ)

καθήκοντα ανάπτυξης ικανοτήτων τα οποία περιλαμβάνουν τα εξής:

i)

την ανάπτυξη και την προώθηση τεκμηριωμένων παρεμβάσεων, βέλτιστων πρακτικών και δραστηριοτήτων ευαισθητοποίησης βάσει του άρθρου 16·

ii)

την αξιολόγηση εθνικών μέτρων βάσει του άρθρου 17·

iii)

στήριξη προς τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 18·

iv)

κατάρτιση βάσει του άρθρου 19·

v)

διεθνή συνεργασία και τεχνική βοήθεια βάσει του άρθρου 20·

vi)

δραστηριότητες έρευνας και καινοτομίας βάσει του άρθρου 21.

2.   Ο Οργανισμός δημιουργεί και συντονίζει, σε συνεννόηση και συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές και οργανισμούς των συμμετεχουσών χωρών, το Ευρωπαϊκό δίκτυο ενημέρωσης για τα ναρκωτικά και την τοξικομανία (δίκτυο Reitox) που αναφέρεται στο άρθρο 32.

3.   Ο Οργανισμός ενεργεί με διαφανή, αντικειμενικό, αμερόληπτο και επιστημονικά ενδελεχή τρόπο κατά την άσκηση των ειδικών καθηκόντων που καθορίζονται στην παράγραφο 1.

4.   Ο Οργανισμός υποστηρίζει και βελτιώνει τον συντονισμό μεταξύ της εθνικής και της ενωσιακής δράσης στους τομείς δραστηριότητάς του. Ο Οργανισμός διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ υπευθύνων λήψης αποφάσεων, ερευνητών, ειδικών και προσώπων που ασχολούνται με ζητήματα σχετικά με τα ναρκωτικά σε κυβερνητικούς και μη κυβερνητικούς οργανισμούς.

5.   Ο Οργανισμός στηρίζει την Επιτροπή, τα κράτη μέλη και άλλα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία προσδιορίζονται στα ισχύοντα στρατηγικά έγγραφα της Ένωσης για τα ναρκωτικά, κατά την εφαρμογή των εν λόγω στρατηγικών εγγράφων, ανάλογα με την περίπτωση.

6.   Κατά την άσκηση των ειδικών καθηκόντων που καθορίζονται στην παράγραφο 1, ο Οργανισμός μπορεί:

α)

να οργανώνει συσκέψεις ειδικών·

β)

να συστήνει ad hoc ομάδες εργασίας· και

γ)

να χρηματοδοτεί έργα, ανάλογα με την περίπτωση.

Όταν ο Οργανισμός οργανώνει συσκέψεις ειδικών, συστήνει ομάδες εργασίας ή χρηματοδοτεί έργα βάσει του πρώτου εδαφίου, ενημερώνει το δίκτυο Reitox.

7.   Για την πλέον αποτελεσματική παρακολούθηση, αξιολόγηση και αντίδραση στο φαινόμενο των ναρκωτικών, ο Οργανισμός, κατά την άσκηση των ειδικών καθηκόντων που καθορίζονται στην παράγραφο 1, συνεργάζεται ενεργά με τους ακόλουθους αρμόδιους φορείς:

α)

άλλα αρμόδια ενωσιακά όργανα και οργανισμούς, στο πλαίσιο των εντολών τους, ιδίως την Ευρωπόλ, τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1727 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 168/2007 του Συμβουλίου (15), τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κατάρτιση στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (CEPOL), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2219 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16), τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 726/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 851/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) και το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Eurofound), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/127 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19)·

β)

άλλους διεθνείς φορείς, υπηρεσίες και οργανισμούς, ιδίως το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος (UNODC), το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών και το Διεθνές Όργανο Ελέγχου των Ναρκωτικών των Ηνωμένων Εθνών (INCB)· και

γ)

την επιστημονική κοινότητα, και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών.

8.   Ο Οργανισμός αναλαμβάνει δραστηριότητες επικοινωνίας με δική του πρωτοβουλία στο πλαίσιο της εντολής του. Η διάθεση πόρων για δραστηριότητες επικοινωνίας δεν αποβαίνει σε βάρος της αποτελεσματικής άσκησης των ειδικών καθηκόντων που καθορίζονται στην παράγραφο 1. Ο Οργανισμός διεξάγει τις δραστηριότητες επικοινωνίας σύμφωνα με τις σχετικές στρατηγικές επικοινωνίας και τα σχέδια διάδοσης που εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο. Ο Οργανισμός μπορεί να προβλέπει τη συμμετοχή των σχετικών ενδιαφερόμενων μερών, συμπεριλαμβανομένης της επιστημονικής κοινότητας και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, στην κατάρτιση των εν λόγω στρατηγικών και σχεδίων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Παρακολούθηση

Άρθρο 6

Συλλογή και διάδοση πληροφοριών και δεδομένων

1.   Ο Οργανισμός:

α)

συλλέγει σχετικές πληροφορίες και δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών και δεδομένων που έχουν κοινοποιηθεί από τα εθνικά εστιακά σημεία, που προέρχονται από έρευνα και είναι διαθέσιμα από ανοιχτές πηγές, καθώς και δεδομένα που προέρχονται από πηγές της Ένωσης, μη κυβερνητικές πηγές και αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς και φορείς·

β)

συλλέγει τις πληροφορίες και τα δεδομένα που απαιτούνται για την παρακολούθηση της χρήσης πολλαπλών ουσιών και των συνεπειών της, δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

γ)

συλλέγει τις διαθέσιμες πληροφορίες και δεδομένα από εθνικά εστιακά σημεία, σε συνεργασία με την Ευρωπόλ, σχετικά με νέες ψυχοδραστικές ουσίες και κοινοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις εν λόγω πληροφορίες στα εθνικά εστιακά σημεία, τις εθνικές μονάδες της Ευρωπόλ και στην Επιτροπή·

δ)

συλλέγει και αναλύει πληροφορίες και δεδομένα σχετικά με πρόδρομες ουσίες ναρκωτικών, και την εκτροπή και τη διακίνηση των πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών·

ε)

διεξάγει και αναθέτει μελέτες έρευνας και παρακολούθησης, έρευνες, μελέτες σκοπιμότητας και πιλοτικά έργα αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων του·

στ)

εξασφαλίζει την καλύτερη συγκρισιμότητα, αντικειμενικότητα και αξιοπιστία των πληροφοριών και των δεδομένων σε επίπεδο Ένωσης μέσω του καθορισμού, σε συνεργασία με τα εθνικά εστιακά σημεία, δεικτών και μη δεσμευτικών κοινών προτύπων, προκειμένου να διασφαλίζεται μεγαλύτερη συνοχή των μεθόδων μέτρησης που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη και η Ένωση· ο Οργανισμός μπορεί να συνιστά συμμόρφωση με τέτοια μη δεσμευτικά κοινά πρότυπα·

ζ)

συνεργάζεται στενά με τα αρμόδια όργανα και οργανισμούς της Ένωσης και με διεθνείς οργανισμούς και φορείς, ιδίως με το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος (UNODC) και το Διεθνές Όργανο Ελέγχου των Ναρκωτικών των Ηνωμένων Εθνών (INCB), προκειμένου να διευκολύνονται οι κοινοποιήσεις και να αποφεύγεται ο περιττός φόρτος για τα κράτη μέλη.

2.   Ο Οργανισμός συλλέγει σχετικά εθνικά δεδομένα μέσω των εθνικών εστιακών σημείων. Πριν τη συλλογή δεδομένων, ο Οργανισμός και τα εθνικά εστιακά σημεία συζητούν και καταλήγουν σε συμφωνία σχετικά με την εθνική δέσμη εκθέσεων. Ο Οργανισμός μπορεί να χρησιμοποιεί επιπρόσθετες πηγές πληροφοριών για εθνικά δεδομένα. Όταν ο Οργανισμός χρησιμοποιεί τέτοιες επιπρόσθετες πηγές ενημερώνει δεόντως το οικείο εθνικό εστιακό σημείο. Τα δεδομένα που συλλέγονται, όπου είναι δυνατόν, αναλύονται ανά βιολογικό φύλο και, όπου είναι δυνατόν, ανά κοινωνικό φύλο. Τα εν λόγω δεδομένα λαμβάνουν υπόψη τις ευαίσθητες ως προς το φύλο πτυχές της πολιτικής για τα ναρκωτικά.

3.   Ο Οργανισμός αναπτύσσει, εντός των ορίων της εντολής του, μεθόδους και προσεγγίσεις συλλογής δεδομένων, μεταξύ άλλων μέσω έργων με εξωτερικούς εταίρους.

4.   Ο Οργανισμός αναπτύσσει τις αναγκαίες ψηφιακές λύσεις με σκοπό τη συλλογή, επικύρωση, ανάλυση, υποβολή, διαχείριση και ανταλλαγή πληροφοριών και δεδομένων, μεταξύ άλλων με αυτοματοποιημένο τρόπο.

5.   Ο Οργανισμός διαδίδει πληροφορίες και δεδομένα μέσω:

α)

της διάθεσης των πληροφοριών που παράγει στην Ένωση, τα κράτη μέλη και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ άλλων όσον αφορά νέες εξελίξεις και μεταβαλλόμενες τάσεις·

β)

της μέριμνας για την ευρεία διάδοση των αναλύσεων, των συμπερασμάτων και των εκθέσεών του, μεταξύ άλλων στην επιστημονική κοινότητα, τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και τις πληττόμενες κοινότητες, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που κάνουν χρήση ναρκωτικών, με εξαίρεση τις διαβαθμισμένες και τις ευαίσθητες μη διαβαθμισμένες πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 49·

γ)

της δημοσίευσης, βάσει των δεδομένων που συλλέγει, τακτικής έκθεσης σχετικά με την κατάσταση του φαινομένου των ναρκωτικών και των αναδυόμενων τάσεων·

δ)

της δημιουργίας και της διάθεσης ανοιχτών πόρων επιστημονικής τεκμηρίωσης ·

ε)

της παροχής πληροφοριών σχετικά με πρότυπα ποιότητας, τεκμηριωμένες βέλτιστες πρακτικές, καινοτόμες προσεγγίσεις και εφαρμόσιμα αποτελέσματα έρευνας στα κράτη μέλη και μέσω της διευκόλυνσης της ανταλλαγής πληροφοριών και της εφαρμογής των εν λόγω προτύπων και πρακτικών.

6.   Κατά περίπτωση, ο Οργανισμός δύναται να διαδίδει πληροφορίες και δεδομένα που έχουν αναλυθεί, πιο συγκεκριμένα δε ανά κράτος μέλος, βιολογικό φύλο, κοινωνικό φύλο, ηλικία, αναπηρία και κοινωνικοοικονομική κατάσταση, σύμφωνα με το σχετικό ενωσιακό δίκαιο, κατά κύριο, δε, λόγο το δίκαιο το σχετικό με την προστασία των δεδομένων.

7.   Κατά τη δημοσιοποίηση πληροφοριών και δεδομένων βάσει της παραγράφου 5, ο Οργανισμός περιλαμβάνει παραπομπές στις αντίστοιχες πηγές τους.

8.   Ο Οργανισμός δεν διαδίδει ούτε διαβιβάζει πληροφορίες και δεδομένα τα οποία καθιστούν δυνατή την αναγνώριση της ταυτότητας φυσικών προσώπων ή μικρών ομάδων φυσικών προσώπων.

Άρθρο 7

Παρακολούθηση του φαινομένου των ναρκωτικών και ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών

1.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί:

α)

το φαινόμενο των ναρκωτικών στην Ένωση συνολικά, μέσω επιδημιολογικών και άλλων δεικτών, καλύπτοντας τις πτυχές της υγείας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ασφάλειας και της προστασίας, και τις κοινωνικές πτυχές, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των αντίστοιχων στρατηγικών εγγράφων της Ένωσης για τα ναρκωτικά·

β)

τις τεκμηριωμένες βέλτιστες πρακτικές και καινοτόμες προσεγγίσεις, όσον αφορά την αντιμετώπιση των πτυχών της υγείας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ασφάλειας ή της προστασίας, ή των κοινωνικών πτυχών·

γ)

τη χρήση ναρκωτικών, διαταραχές που σχετίζονται με τη χρήση ναρκωτικών, τοξικομανίες και συναφείς κινδύνους για την υγεία, βλάβες που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, επικίνδυνες συμπεριφορές που συνδέονται με τη χρήση ναρκωτικών και αναδυόμενες τάσεις σε αυτούς τους τομείς·

δ)

τη χρήση πολλαπλών ουσιών και τις συνέπειές της, ιδίως τους αυξημένους κινδύνους για την υγεία, και τα κοινωνικά προβλήματα, τους κοινωνικούς καθοριστικούς παράγοντες της χρήσης ναρκωτικών, τις διαταραχές και τους εθισμούς που σχετίζονται με τη χρήση ναρκωτικών και τις επιπτώσεις στις πολιτικές και τις αντιδράσεις·

ε)

τη χρήση ναρκωτικών και πολλαπλών ουσιών και τις συνέπειές της από άποψη ηλικίας και φύλου, ιδίως όσον αφορά τον αντίκτυπό της στην έμφυλη βία·

στ)

τις αναδυόμενες τάσεις του φαινομένου των ναρκωτικών στην Ένωση και διεθνώς, στον βαθμό που επηρεάζουν την Ένωση· η παρακολούθηση βάσει του παρόντος στοιχείου περιλαμβάνει την παρακολούθηση της προσφοράς ναρκωτικών, συμπεριλαμβανομένης της παράνομης παραγωγής, της εμπορίας και άλλων σχετικών εγκλημάτων και τη χρήση νέων τεχνολογιών, χωρίς να θίγονται οι εντολές άλλων οργάνων και οργανισμών·

ζ)

σε συνεργασία με την Ευρωπόλ και με τη στήριξη των εθνικών εστιακών σημείων και των εθνικών μονάδων της Ευρωπόλ, όλες τις νέες ψυχοδραστικές ουσίες που έχουν αναφερθεί από τα κράτη μέλη·

η)

τις πρόδρομες ουσίες των ναρκωτικών, καθώς και την εκτροπή και διακίνηση των πρόδρομων ουσιών των ναρκωτικών·

θ)

την εφαρμογή ενωσιακών και εθνικών πολιτικών για τα ναρκωτικά, μεταξύ άλλων για τη στήριξη της εκπόνησης και της ανεξάρτητης αξιολόγησης τέτοιων πολιτικών.

2.   Με βάση τις δραστηριότητες παρακολούθησης βάσει της παραγράφου 1, ο Οργανισμός προσδιορίζει, υποστηρίζει και, κατά περίπτωση, αναπτύσσει από κοινού τεκμηριωμένες βέλτιστες πρακτικές και καινοτόμες προσεγγίσεις. Ο Οργανισμός μοιράζεται τις εν λόγω βέλτιστες πρακτικές και προσεγγίσεις με τα κράτη μέλη και διευκολύνει την ανταλλαγή των εν λόγω βέλτιστων πρακτικών και προσεγγίσεων μεταξύ τους.

3.   Ο Οργανισμός αναπτύσσει εργαλεία και μηχανισμούς για τη διευκόλυνση, αφενός, των κρατών μελών στην παρακολούθηση και αξιολόγηση των εθνικών πολιτικών τους, σε συνεργασία με τα εθνικά εστιακά σημεία και, αφετέρου, της Επιτροπής, στην παρακολούθηση και αξιολόγηση των πολιτικών της Ένωσης.

4.   Ο Οργανισμός επιδίδεται τακτικά σε διερευνήσεις των προοπτικών, λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες πληροφορίες. Στη βάση αυτή, αναπτύσσει σχετικά σενάρια για την ανάπτυξη μελλοντικής πολιτικής για τα ναρκωτικά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Ετοιμότητα

Άρθρο 8

Η ανταλλαγή πληροφοριών και το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης σχετικά με νέες ψυχοδραστικές ουσίες

1.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι το εθνικό εστιακό σημείο του και η εθνική μονάδα του της Ευρωπόλ, λαμβάνοντας υπόψη τις αντίστοιχες εντολές τους, παρέχουν στον Οργανισμό και την Ευρωπόλ, εγκαίρως και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που διαθέτουν σχετικά με νέες ψυχοδραστικές ουσίες. Οι εν λόγω πληροφορίες σχετίζονται με τον εντοπισμό και την ταυτοποίηση, τη χρήση και τους τρόπους χρήσης, την παρασκευή, την εκχύλιση, τη διανομή και τις μεθόδους διανομής, τη διακίνηση και την εμπορική, καθώς και την ιατρική και επιστημονική, χρήση και τους δυνητικούς και εντοπισμένους κινδύνους, των εν λόγω ουσιών.

2.   Ο Οργανισμός, σε συνεργασία με την Ευρωπόλ, συλλέγει, αντιπαραβάλλει, αναλύει και αξιολογεί τις πληροφορίες σχετικά με νέες ψυχοδραστικές ουσίες. Κοινοποιεί εγκαίρως τις εν λόγω πληροφορίες στα εθνικά εστιακά σημεία, τις εθνικές μονάδες της Ευρωπόλ και την Επιτροπή, προκειμένου να τους παράσχει όσες πληροφορίες είναι αναγκαίες για τους σκοπούς της έγκαιρης προειδοποίησης.

Ο Οργανισμός εκπονεί αρχικές εκθέσεις ή συνδυασμένες αρχικές εκθέσεις κατά το άρθρο 9 βάσει των πληροφοριών που συλλέγονται δυνάμει του πρώτου εδαφίου.

Άρθρο 9

Αρχική έκθεση

1.   Σε περίπτωση που ο Οργανισμός, η Επιτροπή ή η πλειονότητα των κρατών μελών θεωρεί ότι οι πληροφορίες σχετικά με νέα ψυχοδραστική ουσία, οι οποίες έχουν συλλεγεί σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη και τους κοινοποιούνται, εγείρουν ανησυχίες ότι η νέα ψυχοδραστική ουσία ενδέχεται να ενέχει κινδύνους για την υγεία ή την κοινωνία σε επίπεδο Ένωσης, ο Οργανισμός καταρτίζει αρχική έκθεση σχετικά με τη νέα ψυχοδραστική ουσία.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη σχετικά με την επιθυμία τους να εκπονηθεί αρχική έκθεση. Εάν η πλειονότητα των κρατών μελών έχει ενημερώσει σχετικά την Επιτροπή, η Επιτροπή δίνει τις δέουσες εντολές στον Οργανισμό και ενημερώνει σχετικά τα κράτη μέλη.

2.   Η αρχική έκθεση όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει:

α)

προκαταρκτική ένδειξη για τη φύση, τον αριθμό και την κλίμακα των περιστατικών που καταδεικνύουν προβλήματα υγείας και κοινωνικά προβλήματα στα οποία ενδέχεται να εμπλέκεται η νέα ψυχοδραστική ουσία και τους τρόπους χρήσης της νέας ψυχοδραστικής ουσίας·

β)

προκαταρκτική ένδειξη για τη χημική και φυσική περιγραφή της νέας ψυχοδραστικής ουσίας και τις μεθόδους και τις πρόδρομες ουσίες που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ή την εκχύλισή της·

γ)

προκαταρκτική ένδειξη για τη φαρμακολογική και τοξικολογική περιγραφή της νέας ψυχοδραστικής ουσίας·

δ)

προκαταρκτική ένδειξη της συμμετοχής εγκληματικών ομάδων στην παρασκευή ή τη διανομή της νέας ψυχοδραστικής ουσίας·

ε)

πληροφορίες για την ιατρική και κτηνιατρική χρήση της νέας ψυχοδραστικής ουσίας, μεταξύ άλλων ως δραστικής ουσίας σε φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση ή σε κτηνιατρικά φάρμακα·

στ)

πληροφορίες σχετικά με την εμπορική και τη βιομηχανική χρήση της νέας ψυχοδραστικής ουσίας, την έκταση της εν λόγω χρήσης και τη χρήση της για σκοπούς επιστημονικής έρευνας και ανάπτυξης·

ζ)

πληροφορίες σχετικά με το αν η νέα ψυχοδραστική ουσία υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος·

η)

πληροφορίες σχετικά με το αν η νέα ψυχοδραστική ουσία τελεί υπό αξιολόγηση ή αξιολογήθηκε στο πλαίσιο του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών·

θ)

άλλες σχετικές πληροφορίες, εάν υπάρχουν.

3.   Για την εκπόνηση της αρχικής έκθεσης όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο Οργανισμός χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του.

4.   Εάν το θεωρεί απαραίτητο, ο Οργανισμός ζητεί από τα εθνικά εστιακά σημεία να του παράσχουν συμπληρωματικές πληροφορίες για νέα ψυχοδραστική ουσία. Τα εθνικά εστιακά σημεία υποβάλλουν τις εν λόγω πληροφορίες εντός δύο εβδομάδων από την παραλαβή σχετικού αιτήματος.

5.   Χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την έναρξη εκπόνησης αρχικής έκθεσης δυνάμει της παραγράφου 1, ο Οργανισμός ζητεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων να παράσχει πληροφορίες σχετικά με το αν, σε ενωσιακό ή εθνικό επίπεδο, η νέα ψυχοδραστική ουσία είναι δραστική ουσία σε:

α)

φάρμακο που προορίζεται για ανθρώπινη χρήση ή σε κτηνιατρικό φάρμακο το οποίο έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας, σύμφωνα με την οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 726/2004 ή τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/6 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21)·

β)

φάρμακο που προορίζεται για ανθρώπινη χρήση ή σε κτηνιατρικό φάρμακο για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση για άδεια κυκλοφορίας·

γ)

φάρμακο που προορίζεται για ανθρώπινη χρήση ή σε κτηνιατρικό φάρμακο του οποίου η άδεια κυκλοφορίας έχει ανασταλεί από την αρμόδια αρχή·

δ)

μη εγκεκριμένο φάρμακο που προορίζεται για ανθρώπινη χρήση όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ ή σε κτηνιατρικό φάρμακο που παρασκευάζεται αμέσως πριν από τη χρήση σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/6·

ε)

δοκιμαζόμενο φάρμακο, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 2001/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22).

Όταν οι πληροφορίες που παρέχονται βάσει του πρώτου εδαφίου αφορούν άδειες κυκλοφορίας που έχουν χορηγηθεί από κράτη μέλη, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη παρέχουν τις εν λόγω πληροφορίες στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων κατόπιν αιτήματός του.

6.   Χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την έναρξη εκπόνησης αρχικής έκθεσης βάσει της παραγράφου 1, ο Οργανισμός ζητεί από την Ευρωπόλ να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τη συμμετοχή εγκληματικών ομάδων στην παρασκευή, τη διανομή και τις μεθόδους διανομής, καθώς και τη διακίνηση της νέας ψυχοδραστικής ουσίας, και σε οποιαδήποτε χρήση της νέας ψυχοδραστικής ουσίας.

7.   Χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την έναρξη εκπόνησης αρχικής έκθεσης βάσει της παραγράφου 1, ο Οργανισμός ζητεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων, που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων και την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων, που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24), να παράσχουν πληροφορίες και δεδομένα που έχουν στη διάθεσή τους σχετικά με τη νέα ψυχοδραστική ουσία.

8.   Οι λεπτομέρειες της συνεργασίας μεταξύ του Οργανισμού και των οργανισμών της Ένωσης που αναφέρονται στις παραγράφους 5, 6 και 7 του παρόντος άρθρου καθορίζονται σε ρυθμίσεις εργασίας. Οι εν λόγω ρυθμίσεις εργασίας συνάπτονται σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 2.

9.   Ο Οργανισμός συμμορφώνεται με τους όρους που αφορούν τη χρήση των πληροφοριών που του γνωστοποιούνται, συμπεριλαμβανομένων των όρων σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα και την ασφάλεια των πληροφοριών και των δεδομένων, και την προστασία εμπιστευτικών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των ευαίσθητων δεδομένων και εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών τρίτων.

10.   Ο Οργανισμός υποβάλλει αρχική έκθεση όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη εντός πέντε εβδομάδων από την υποβολή των αιτημάτων πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 5, 6 και 7.

11.   Όταν ο Οργανισμός συλλέγει πληροφορίες για περισσότερες νέες ψυχοδραστικές ουσίες που θεωρεί ότι έχουν παρόμοια χημική δομή, υποβάλλει στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη ξεχωριστή αρχική έκθεση όπως αναφέρεται την παράγραφο 1 για καθεμία από τις εν λόγω ψυχοδραστικές ουσίες ή συνδυασμένες αρχικές εκθέσεις που περιλαμβάνουν περισσότερες της μίας νέας ψυχοδραστικής ουσίας, με την προϋπόθεση ότι τα χαρακτηριστικά της κάθε νέας ψυχοδραστικής ουσίας προσδιορίζονται σαφώς, εντός έξι εβδομάδων από την υποβολή των αιτημάτων πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 5, 6 και 7.

Άρθρο 10

Διαδικασία και έκθεση αξιολόγησης κινδύνων

1.   Εντός δύο εβδομάδων από την παραλαβή της αρχικής έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 10, η Επιτροπή δύναται να ζητήσει από τον Οργανισμό να αξιολογήσει τους δυνητικούς κινδύνους που ενέχει η νέα ψυχοδραστική ουσία και να εκπονήσει έκθεση αξιολόγησης κινδύνων, όταν στην αρχική έκθεση υπάρχουν ενδείξεις που οδηγούν στην πεποίθηση ότι η νέα ψυχοδραστική ουσία μπορεί να εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία και, ανάλογα με την περίπτωση, σοβαρούς κινδύνους για την κοινωνία. Η αξιολόγηση κινδύνων διενεργείται από την επιστημονική επιτροπή.

2.   Εντός δύο εβδομάδων από την παραλαβή ξεχωριστών αρχικών εκθέσεων ή συνδυασμένης αρχικής έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 11, η Επιτροπή δύναται να ζητήσει από τον Οργανισμό να αξιολογήσει τους δυνητικούς κινδύνους που ενέχουν περισσότερες της μίας νέας ψυχοδραστικής ουσίας με παρόμοια χημική δομή και να εκπονήσει συνδυασμένη έκθεση αξιολόγησης κινδύνων, όταν στη συνδυασμένη αρχική έκθεση υπάρχουν ενδείξεις που οδηγούν στην πεποίθηση ότι οι εν λόγω νέες ψυχοδραστικές ουσίες μπορούν να εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία και, ανάλογα με την περίπτωση, σοβαρούς κινδύνους για την κοινωνία. Η συνδυασμένη αξιολόγηση κινδύνων διενεργείται από την επιστημονική επιτροπή.

3.   Η έκθεση αξιολόγησης κινδύνων ή η συνδυασμένη έκθεση αξιολόγησης κινδύνων περιλαμβάνει:

α)

διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τις χημικές και φυσικές ιδιότητες της νέας ψυχοδραστικής ουσίας/ουσιών και τις μεθόδους και τις πρόδρομες ουσίες που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ή την εκχύλισή της/τους·

β)

διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τις φαρμακολογικές και τοξικολογικές ιδιότητες της νέας ψυχοδραστικής ουσίας/ουσιών·

γ)

ανάλυση των κινδύνων για την υγεία που σχετίζονται με τη νέα ψυχοδραστική ουσία ή ουσιών, ιδίως όσον αφορά την οξεία και χρόνια τοξικότητά της/τους, την επιρρέπεια σε κατάχρηση, τις πιθανότητες να δημιουργήσει εξάρτηση και τις σωματικές, ψυχικές και συμπεριφορικές επιδράσεις της·

δ)

ανάλυση των κοινωνικών κινδύνων που σχετίζονται με τη νέα ψυχοδραστική ουσία/ουσίες, ιδίως των επιπτώσεών της/τους στην κοινωνική λειτουργικότητα, τη δημόσια τάξη και την εγκληματικότητα, και της συμμετοχής εγκληματικών ομάδων στην παρασκευή, τη διανομή και τις μεθόδους διανομής και τη διακίνηση της νέας ψυχοδραστικής ουσίας/ουσιών·

ε)

διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την έκταση και τους τρόπους χρήσης της νέας ψυχοδραστικής ουσίας/ουσιών, τη διαθεσιμότητά της/τους και την πιθανότητα διάδοσης της χρήσης της εντός της Ένωσης·

στ)

διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την εμπορική και τη βιομηχανική χρήση της νέας ψυχοδραστικής ουσίας/ουσιών, την έκταση της εν λόγω χρήσης, καθώς και τη χρήση της/τους για σκοπούς επιστημονικής έρευνας και ανάπτυξης·

ζ)

άλλες σχετικές πληροφορίες, εάν υπάρχουν.

4.   Η επιστημονική επιτροπή προβαίνει σε αξιολόγηση κινδύνων που ενέχει η νέα ψυχοδραστική ουσία ή ομάδα νέων ψυχοδραστικών ουσιών. Για κάθε τέτοια αξιολόγηση, η Επιτροπή, ο Οργανισμός, η Ευρωπόλ και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων έχουν το δικαίωμα να διορίζουν δύο παρατηρητές έκαστος.

5.   Η επιστημονική επιτροπή διενεργεί αξιολογήσεις κινδύνων όπως αναφέρονται στην παράγραφο 4 με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες και οιαδήποτε άλλα συναφή επιστημονικά στοιχεία. Λαμβάνει υπόψη όλες τις γνώμες των μελών της. Ο Οργανισμός διοργανώνει τη διαδικασία αξιολόγησης κινδύνων, προσδιορίζοντας, μεταξύ άλλων, τις μελλοντικές ανάγκες για πληροφορίες και συναφείς μελέτες.

6.   Ο Οργανισμός υποβάλλει την έκθεση αξιολόγησης κινδύνων ή τη συνδυασμένη έκθεση αξιολόγησης κινδύνων στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή του αιτήματος της Επιτροπής για εκπόνηση έκθεσης αξιολόγησης κινδύνων δυνάμει της παραγράφου 1 ή συνδυασμένης έκθεσης αξιολόγησης δυνάμει της παραγράφου 2.

7.   Κατόπιν παραλαβής δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος του Οργανισμού, η Επιτροπή δύναται να παρατείνει την προθεσμία για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης κινδύνων ή της συνδυασμένης αξιολόγησης κινδύνων που ορίζονται στην παράγραφο 6, προκειμένου να μπορέσει να γίνει η συμπληρωματική έρευνα και η συλλογή δεδομένων. Το εν λόγω αίτημα περιέχει πληροφορίες σχετικά με το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης κινδύνων ή της συνδυασμένης αξιολόγησης κινδύνων.

8.   Ο Οργανισμός παρέχει έγκαιρες ταχείες αξιολογήσεις κινδύνων, σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25), στην περίπτωση απειλής που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού, όταν η απειλή εμπίπτει στην εντολή του Οργανισμού.

Άρθρο 11

Εξαίρεση από την αξιολόγηση κινδύνων

1.   Δεν διενεργείται αξιολόγηση κινδύνων σε περίπτωση που η νέα ψυχοδραστική ουσία βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο αξιολόγησης στο πλαίσιο του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών, και συγκεκριμένα όταν η ομάδα εμπειρογνωμόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την τοξικομανία έχει δημοσιεύσει την κριτική εξέτασή της μαζί με γραπτή σύσταση, πλην των περιπτώσεων κατά τις οποίες υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα δεδομένα και πληροφορίες που υποδεικνύουν ότι είναι αναγκαίο να εκπονηθεί έκθεση αξιολόγησης κινδύνων σε ενωσιακό επίπεδο, για τους λόγους που αναφέρονται στην αρχική έκθεση για την εν λόγω ουσία.

2.   Δεν διενεργείται αξιολόγηση κινδύνων όταν, κατόπιν αξιολόγησης στο πλαίσιο του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών, έχει αποφασιστεί να μην καταχωρισθεί η νέα ψυχοδραστική ουσία, πλην των περιπτώσεων κατά τις οποίες υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα δεδομένα και πληροφορίες που υποδεικνύουν ότι είναι αναγκαίο να εκπονηθεί έκθεση αξιολόγησης κινδύνων σε ενωσιακό επίπεδο, για τους λόγους που αναφέρονται στην αρχική έκθεση για την εν λόγω ουσία.

3.   Δεν διενεργείται αξιολόγηση κινδύνων εάν η νέα ψυχοδραστική ουσία είναι δραστική ουσία σε:

α)

φάρμακο που προορίζεται για ανθρώπινη χρήση ή σε κτηνιατρικό φάρμακο που έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας σύμφωνα με την οδηγία 2001/83/ΕΚ, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 726/2004 ή τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/6·

β)

φάρμακο που προορίζεται για ανθρώπινη χρήση ή σε κτηνιατρικό φάρμακο για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση για άδεια κυκλοφορίας·

γ)

φάρμακο που προορίζεται για ανθρώπινη χρήση ή σε κτηνιατρικό φάρμακο του οποίου η άδεια κυκλοφορίας έχει ανασταλεί από την αρμόδια αρχή·

δ)

δοκιμαζόμενο φάρμακο, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 2001/20/ΕΚ.

Άρθρο 12

Αξιολόγηση απειλών στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας και ετοιμότητα

1.   Ο Οργανισμός αναπτύσσει ικανότητες στρατηγικής, τεκμηριωμένης αξιολόγησης απειλών στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας για τον προσδιορισμό, σε πρώιμο στάδιο, νέων εξελίξεων γύρω από το φαινόμενο των ναρκωτικών οι οποίες είναι δυνατόν να επηρεάσουν δυσμενώς την υγεία, την κοινωνική διάσταση, την ασφάλεια ή την προστασία στην Ένωση και συμβάλλει, με τον τρόπο αυτό, στην αύξηση της ετοιμότητας των σχετικών ενδιαφερόμενων μερών να αντιδρούν σε νέες απειλές κατά τρόπο αποτελεσματικό και έγκαιρο.

2.   Ο Οργανισμός μπορεί να δρομολογεί αξιολόγηση απειλών στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας με δική του πρωτοβουλία, βάσει εσωτερικής εκτίμησης ενδείξεων που προκύπτουν από συνήθη παρακολούθηση, έρευνα ή άλλες ενδεδειγμένες πηγές πληροφοριών. Ο Οργανισμός μπορεί επίσης να δρομολογεί αξιολόγηση απειλών στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή κράτους μέλους, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 1.

3.   Η αξιολόγηση απειλών στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας συνίσταται σε ταχεία αξιολόγηση υφιστάμενων πληροφοριών και, κατά περίπτωση, στη συλλογή νέων πληροφοριών μέσω των δικτύων ενημέρωσης του Οργανισμού. Ο Οργανισμός αναπτύσσει κατάλληλες επιστημονικές μεθόδους ταχείας αξιολόγησης.

4.   Όταν, κατόπιν αξιολόγησης απειλών στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας, ο Οργανισμός συντάσσει έκθεση αξιολόγησης απειλών στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας, στην εν λόγω έκθεση περιγράφονται η προσδιορισθείσα απειλή, η υφιστάμενη κατάσταση βάσει των διαθέσιμων τεκμηριωμένων στοιχείων και τα δυνητικά αποτελέσματα σε περίπτωση μη ανάληψης δράσης. Στην έκθεση αξιολόγησης απειλών στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας καθορίζονται επιλογές για την ετοιμότητα και την αντίδραση οι οποίες μπορεί να αποφασιστούν για τον μετριασμό και την αντιμετώπιση της προσδιορισθείσας απειλής, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι δυνατό, τεκμηριωμένων παρεμβάσεων για τη μείωση της ζήτησης, τη μείωση των κινδύνων και των βλαβών και την αποκατάσταση. Η έκθεση αξιολόγησης απειλών στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας μπορεί να περιέχει επίσης δυνητικά μέτρα επακόλουθων ενεργειών. Ο Οργανισμός διαβιβάζει την έκθεση αξιολόγησης απειλών στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας στην Επιτροπή και, κατά περίπτωση, τα κράτη μέλη.

5.   Ο Οργανισμός συνεργάζεται στενά με τα κράτη μέλη, με άλλους οργανισμούς και λοιπά όργανα της Ένωσης και με διεθνείς οργανισμούς κατά τη διενέργεια αξιολόγησης απειλών στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή τους στην αξιολόγηση, κατά περίπτωση. Όταν η δυνητική απειλή αποτελεί ήδη αντικείμενο ανάλυσης σε άλλο μηχανισμό της Ένωσης, ο Οργανισμός δεν διενεργεί αξιολόγηση απειλών στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας.

6.   Με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, ο Οργανισμός διενεργεί αξιολογήσεις απειλών στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας σχετικών με ναρκωτικά οι οποίες ανακύπτουν εκτός της Ένωσης και οι οποίες είναι δυνατόν να έχουν επιπτώσεις στην υγεία, στην κοινωνική διάσταση, στην ασφάλεια ή στην προστασία εντός της Ένωσης.

7.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί την εξέλιξη της κατάστασης και, όποτε είναι αναγκαίο, επικαιροποιεί αναλόγως τις αξιολογήσεις απειλών στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας.

Άρθρο 13

Ευρωπαϊκό σύστημα ειδοποίησης για τα ναρκωτικά

1.   Ο Οργανισμός δημιουργεί και διαχειρίζεται ευρωπαϊκό σύστημα ειδοποίησης για τα ναρκωτικά το οποίο έρχεται να συμπληρώσει, χωρίς να θίγει, τα σχετικά εθνικά συστήματα ειδοποίησης. Το ευρωπαϊκό σύστημα ειδοποίησης για τα ναρκωτικά είναι συμπληρωματικό προς το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 8.

2.   Τα εθνικά εστιακά σημεία, σε συνεργασία με τις οικείες αρμόδιες εθνικές αρχές, γνωστοποιούν αμέσως στον Οργανισμό οιαδήποτε πληροφορία αφορά την εμφάνιση σοβαρού άμεσου ή έμμεσου σχετιζόμενου με τα ναρκωτικά κινδύνου για την υγεία, τις κοινωνικές πτυχές, την ασφάλεια ή την προστασία και οιαδήποτε πληροφορία μπορεί να είναι χρήσιμη για τον συντονισμό της αντίδρασης μόλις λαμβάνουν γνώση τέτοιας πληροφορίας, όπως:

α)

το είδος και την προέλευση του κινδύνου·

β)

την ημερομηνία και τον τόπο του συμβάντος που ενέχει τον κίνδυνο·

γ)

τον τρόπο έκθεσης, μετάδοσης ή διάδοσης·

δ)

αναλυτικά και τοξικολογικά δεδομένα·

ε)

τις μεθόδους ταυτοποίησης·

στ)

τους κινδύνους για την υγεία·

ζ)

τους κινδύνους για την υγεία, την προστασία και την ασφάλεια·

η)

τα υγειονομικά μέτρα που εφαρμόζονται ή πρόκειται να εφαρμοστούν σε εθνικό επίπεδο·

θ)

άλλα μέτρα πέραν των υγειονομικών μέτρων ·

ι)

οιαδήποτε άλλη πληροφορία σχετική με τον συγκεκριμένο σοβαρό κίνδυνο για την υγεία.

3.   Ο Οργανισμός αναλύει και αξιολογεί τις διαθέσιμες πληροφορίες και τα δεδομένα σχετικά με δυνητικούς σοβαρούς κινδύνους για την υγεία και τις συμπληρώνει με οιαδήποτε επιστημονική και τεχνική πληροφορία έχει στη διάθεσή του από το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 8 και από άλλες αξιολογήσεις απειλών διενεργούμενες σύμφωνα με το άρθρο 12, από άλλους οργανισμούς και όργανα της Ένωσης και από διεθνείς οργανισμούς, και ειδικότερα τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Ο Οργανισμός λαμβάνει υπόψη πληροφορίες ανοιχτής πηγής και τις διαθέσιμες πληροφορίες τις οποίες λαμβάνει μέσω των εργαλείων του για τη συλλογή δεδομένων και από σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένης της επιστημονικής κοινότητας και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.

4.   Βάσει των πληροφοριών και των δεδομένων που λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 3, ο Οργανισμός προβαίνει σε στοχευμένες ανακοινώσεις άμεσης ειδοποίησης σε περίπτωση κινδύνου προς τις σχετικές εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών εστιακών σημείων. Ο Οργανισμός μπορεί να προτείνει επιλογές για αντίδραση με τέτοιες ανακοινώσεις σε περίπτωση κινδύνου. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξετάζουν τέτοιες επιλογές για αντίδραση στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους για τον σχεδιασμό της ετοιμότητάς τους και για την εθνική τους αντίδραση.

5.   Τα εθνικά εστιακά σημεία, σε συνεργασία με τις σχετικές αρμόδιες εθνικές αρχές, ενημερώνουν τον Οργανισμό για τις πρόσθετες πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους προκειμένου να επιτρέψουν στον Οργανισμό να αναλύσουν και να εκτιμήσουν περαιτέρω τους κινδύνους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και για τις δράσεις που εφαρμόζουν ή τα μέτρα που έχουν λάβει μετά την παραλαβή των ανακοινώσεων άμεσης ειδοποίησης σε περίπτωση κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

6.   Ο Οργανισμός συνεργάζεται στενά με την Επιτροπή και τα κράτη μέλη για την προώθηση της αναγκαίας συνοχής στη διαδικασία ενημέρωσης σε περίπτωση κινδύνου.

7.   Ο Οργανισμός μπορεί να επιτρέψει τη συμμετοχή τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών στο ευρωπαϊκό σύστημα ειδοποίησης για τα ναρκωτικά. Η συμμετοχή βασίζεται στην αρχή της αμοιβαιότητας και περιλαμβάνει μέτρα εμπιστευτικότητας, αντίστοιχα αυτών που εφαρμόζονται στον Οργανισμό.

8.   Σε στενή συνεργασία με τις σχετικές αρμόδιες εθνικές αρχές, και ιδίως τα εθνικά εστιακά σημεία, ο Οργανισμός μπορεί, εφόσον απαιτείται, να αναπτύξει σύστημα ειδοποίησης προκειμένου οι πληροφορίες σχετικά με συγκεκριμένο κίνδυνο να τίθενται, κατά περίπτωση, στη διάθεση ατόμων που χρησιμοποιούν ή δυνητικώς θα χρησιμοποιήσουν συγκεκριμένα ναρκωτικά.

9.   Ο Οργανισμός επικαιροποιεί τις ειδοποιήσεις του περί ναρκωτικών, όποτε είναι αναγκαίο.

Άρθρο 14

Πρόδρομες ουσίες των ναρκωτικών

1.   Ο Οργανισμός επικουρεί την Επιτροπή στην παρακολούθηση εξελίξεων που σχετίζονται με την εκτροπή και τη διακίνηση πρόδρομων ουσιών των ναρκωτικών και στην αξιολόγηση της αναγκαιότητας προσθήκης, αφαίρεσης ή αλλαγής κατηγορίας καταχωρισμένων διαβαθμισμένων και μη διαβαθμισμένων ουσιών σε σχέση με τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 273/2004 και (ΕΚ) αριθ. 111/2005, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση των νόμιμων και παράνομων χρήσεών τους.

2.   Ο Οργανισμός εκπονεί με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής έκθεση αξιολόγησης απειλών σχετικά με πρόδρομες ουσίες των ναρκωτικών.

Άρθρο 15

Δίκτυο εγκληματολογικών και τοξικολογικών εργαστηρίων

1.   Ο Οργανισμός συστήνει δίκτυο εγκληματολογικών και τοξικολογικών εργαστηρίων τα οποία δραστηριοποιούνται στις εγκληματολογικές και τοξικολογικές έρευνες για ναρκωτικά και βλάβες σχετιζόμενες με τα ναρκωτικά (το «δίκτυο»).

2.   Το δίκτυο λειτουργεί πρωτίστως ως φόρουμ για:

α)

την παραγωγή δεδομένων και την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις νέες εξελίξεις και τάσεις·

β)

την οργάνωση κατάρτισης για να βελτιωθούν οι ικανότητες των ειδικών σε θέματα εγκληματολογίας και τοξικολογίας·

γ)

τη στήριξη της εφαρμογής προγραμμάτων που θα διασφαλίζουν την ποιότητα· και

δ)

τη στήριξη της περαιτέρω εναρμόνισης των μεθόδων συλλογής και ανάλυσης δεδομένων.

Τα εθνικά εστιακά σημεία ενημερώνονται τακτικά, τουλάχιστον δε άπαξ ετησίως, σχετικά με τις δραστηριότητες του δικτύου. Τα εθνικά εστιακά σημεία έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες και τα δεδομένα που παράγει το δίκτυο.

3.   Κάθε κράτος μέλος δικαιούται να διορίσει στο δίκτυο, μέσω του εκπροσώπου του στο διοικητικό συμβούλιο, έως τρία εργαστήρια, ειδικευμένα στην εγκληματολογική ανάλυση, την τοξικολογία ή άλλους συναφείς τομείς σχετικούς με τα ναρκωτικά, για να ενεργούν ως εθνικά αντιπροσωπευτικά εργαστήρια. Ο Οργανισμός μπορεί να επιλέγει πρόσθετα εργαστήρια ή εμπειρογνώμονες που δραστηριοποιούνται ειδικότερα σε εγκληματολογικές και τοξικολογικές έρευνες ναρκωτικών και σχετιζόμενων με τα ναρκωτικά βλαβών για συγκεκριμένα έργα.

4.   Το Κοινό Κέντρο Ερευνών της Επιτροπής είναι μέλος του δικτύου και εκπροσωπεί την Επιτροπή στο δίκτυο.

5.   Το δίκτυο συνεργάζεται στενά με υφιστάμενα δίκτυα και οργανισμούς που δραστηριοποιούνται σε ίδιους τομείς με το δίκτυο και λαμβάνει υπόψη το έργο τους για την αποφυγή επικαλύψεων. Το δίκτυο Reitox ενημερώνεται τακτικά, τουλάχιστον δε άπαξ ετησίως, για το έργο του δικτύου.

6.   Ο Οργανισμός προεδρεύει του δικτύου και συγκαλεί τουλάχιστον μία συνεδρίαση ετησίως. Το δίκτυο μπορεί να αποφασίζει τη σύσταση ομάδων εργασίας, την προεδρία των οποίων μπορούν να ασκούν μέλη του δικτύου.

7.   Το δίκτυο παρέχει στον Οργανισμό δυνατότητα πρόσβασης σε εγκληματολογικά και τοξικολογικά δεδομένα που παράγονται ή συλλέγονται από εργαστήρια του δικτύου, όταν απαιτείται, μεταξύ άλλων για την ανάλυση νέων ψυχοδραστικών ουσιών.

8.   Ο Οργανισμός καθορίζει και χρηματοδοτεί συγκεκριμένα έργα για την προώθηση του έργου του δικτύου, κατά περίπτωση και βάσει σαφών και διαφανών κανόνων και διαδικασιών. Ο Οργανισμός καθορίζει τους εν λόγω κανόνες και τις εν λόγω διαδικασίες πριν καθορίσει τα έργα αυτά.

9.   Ο Οργανισμός δημιουργεί βάση δεδομένων για την αποθήκευση, την ανάλυση και τη διάθεση των πληροφοριών και των δεδομένων που συλλέγει ή παράγει το δίκτυο, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων του άρθρου 6 παράγραφος 8 και του άρθρου 49.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Ανάπτυξη ικανοτήτων

Άρθρο 16

Τεκμηριωμένες παρεμβάσεις, βέλτιστες πρακτικές και ευαισθητοποίηση

1.   Ο Οργανισμός αναπτύσσει και προωθεί τεκμηριωμένες παρεμβάσεις και βέλτιστες πρακτικές και ευαισθητοποιεί σχετικά με τις δυσμενείς επιπτώσεις των ναρκωτικών, την πρόληψη, τη θεραπεία, τη φροντίδα, τη μείωση των κινδύνων και των βλαβών, την απεξάρτηση, την κοινωνική επανένταξη και την αποκατάσταση. Κατά περίπτωση, ο Οργανισμός υιοθετεί μια ευαισθητοποιημένη σε θέματα φύλου προσέγγιση και λαμβάνει υπόψη τη διάσταση της ηλικίας. Οι τεκμηριωμένες παρεμβάσεις, βέλτιστες πρακτικές και οι δραστηριότητες ευαισθητοποίησης μπορούν να προσαρμόζονται στο εθνικό πλαίσιο και να εφαρμόζονται σε εθνικό επίπεδο και, εφόσον απαιτείται, να εστιάζουν σε συγκεκριμένες ομάδες.

2.   Οι τεκμηριωμένες παρεμβάσεις, βέλτιστες πρακτικές και οι δραστηριότητες ευαισθητοποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι σύμφωνες με τα πρότυπα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και με τον πολιτικό προσανατολισμό που καθορίζεται στα ισχύοντα στρατηγικά έγγραφα της Ένωσης για τα ναρκωτικά.

3.   Ο Οργανισμός προάγει την εφαρμογή των υφιστάμενων προτύπων ποιότητας για την πρόληψη της χρήσης ναρκωτικών και τα επικαιροποιεί όπως ενδείκνυται. Ο Οργανισμός παρέχει κατάρτιση ή στηρίζει την παροχή κατάρτισης δυνάμει του άρθρου 19. Ο Οργανισμός αναπτύσσει, κατά περίπτωση, πρότυπα ποιότητας για τη μείωση των κινδύνων και των βλαβών, τη θεραπεία, την αποκατάσταση, τη φροντίδα και την απεξάρτηση.

4.   Ο Οργανισμός μπορεί να προσφέρει στήριξη στα κράτη μέλη και τα βοηθά, με την επιφύλαξη προηγούμενης συμφωνίας τους, να διαμορφώσουν εθνικές παρεμβάσεις στον τομέα της εντολής του.

Άρθρο 17

Πρόγραμμα αξιολόγησης για τα εθνικά μέτρα

1.   Κατόπιν αιτήματος εθνικής αρχής συμμετέχουσας χώρας, ο Οργανισμός αξιολογεί τα εθνικά μέτρα σύμφωνα με το τυποποιημένο πρωτόκολλο λειτουργίας που προβλέπεται στην παράγραφο 3.

2.   Προτού αξιολογήσει ένα εθνικό μέτρο, ο Οργανισμός το μελετά και αναλύει αν ανταποκρίνεται στις πιο πρόσφατες επιστημονικές εξελίξεις και αν έχει αποδειχθεί χρήσιμο για την επίτευξη των δηλωμένων στόχων του.

3.   Ο Οργανισμός καταρτίζει διαδικασία αξιολόγησης. Ο Οργανισμός περιγράφει με διαφανή τρόπο τη διαδικασία αξιολόγησης σε τυποποιημένο πρωτόκολλο λειτουργίας. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει το τυποποιημένο πρωτόκολλο λειτουργίας και τυχόν αλλαγές σε αυτό πριν το εφαρμόσει ο Οργανισμός.

4.   Ο Οργανισμός ενημερώνει τακτικά το διοικητικό συμβούλιο για τις αξιολογήσεις που έχει διενεργήσει δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 18

Στήριξη στα κράτη μέλη

1.   Κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, ο Οργανισμός μπορεί να στηρίζει την ανεξάρτητη αξιολόγηση των πολιτικών του για τα ναρκωτικά και την ανάπτυξη τεκμηριωμένων πολιτικών για τα ναρκωτικά σύμφωνα με τα ισχύοντα στρατηγικά έγγραφα της Ένωσης για τα ναρκωτικά.

2.   Ο Οργανισμός δύναται να παρέχει στήριξη στα κράτη μέλη και, με την επιφύλαξη προηγούμενης συμφωνίας τους, τα συνδράμει στην εφαρμογή των εθνικών πολιτικών τους για τα ναρκωτικά, των προτύπων ποιότητας, των βέλτιστων πρακτικών και των καινοτόμων προσεγγίσεών τους. Ο Οργανισμός διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών, μεταξύ άλλων όσον αφορά το συναφές δίκαιο και βέλτιστες πρακτικές, μεταξύ εθνικών αρχών και εμπειρογνωμόνων.

3.   Κατά τη στήριξη της αξιολόγησης των πολιτικών για τα ναρκωτικά, ο Οργανισμός ενεργεί ανεξάρτητα και καθοδηγείται από τα επιστημονικά του πρότυπα και από προσέγγιση βασισμένη σε τεκμηρίωση.

Άρθρο 19

Κατάρτιση

Εντός του πεδίου της εντολής του και σε συντονισμό με άλλους οργανισμούς και όργανα της Ένωσης, ο Οργανισμός:

α)

παρέχει ειδικευμένη κατάρτιση και προγράμματα σπουδών σε τομείς που παρουσιάζουν ενδιαφέρον και έχουν σημασία για την Ένωση·

β)

παρέχει εργαλεία κατάρτισης και συστήματα στήριξης για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής γνώσεων σε ολόκληρη την Ένωση·

γ)

επικουρεί τα κράτη μέλη στην οργάνωση πρωτοβουλιών κατάρτισης και ανάπτυξης ικανοτήτων.

Άρθρο 20

Διεθνής συνεργασία και τεχνική βοήθεια

1.   Ο Οργανισμός:

α)

καταρτίζει διεθνές πλαίσιο συνεργασίας, το οποίο πρέπει να εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο με την επιφύλαξη προηγούμενης έγκρισης της Επιτροπής και το οποίο καθοδηγεί τις δραστηριότητες του Οργανισμού στον τομέα της διεθνούς συνεργασίας·

β)

συνεργάζεται ενεργά με τους οργανισμούς και τα όργανα που αναφέρονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1·

γ)

στηρίζει την ανταλλαγή και τη διάδοση ενωσιακών βέλτιστων πρακτικών και υλοποιήσιμων ερευνητικών αποτελεσμάτων σε διεθνές επίπεδο·

δ)

παρακολουθεί τις εξελίξεις του διεθνούς φαινομένου των ναρκωτικών οι οποίες μπορεί να συνιστούν απειλή ή να έχουν συνέπειες για την Ένωση, παρακολουθώντας και αναλύοντας πληροφορίες διαθέσιμες από διεθνείς φορείς, εθνικές αρχές, πορίσματα ερευνών και άλλες σχετικές πηγές πληροφοριών·

ε)

παρέχει δεδομένα και ανάλυση σχετικά με την κατάσταση των ναρκωτικών στην Ευρώπη σε κατάλληλες διεθνείς συναντήσεις και τεχνικά φόρουμ, σε στενό συντονισμό με την Επιτροπή, και στηρίζει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη σε διεθνείς διαλόγους για τα ναρκωτικά·

στ)

προωθεί την ενσωμάτωση όλων των ενδεδειγμένων δεδομένων για τα ναρκωτικά που καλύπτει ο παρών κανονισμός και έχουν συλλεχθεί στα κράτη μέλη ή προέρχονται από την Ένωση, σε διεθνή προγράμματα παρακολούθησης και ελέγχου των ναρκωτικών, και ειδικότερα σε προγράμματα που έχουν θεσπίσει τα Ηνωμένα Έθνη και ειδικευμένοι οργανισμοί του, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τη διαβίβαση πληροφοριών βάσει των Συμβάσεων των Ηνωμένων Εθνών για τα ναρκωτικά·

ζ)

στηρίζει τα κράτη μέλη κατά την υποβολή των σχετικών πληροφοριών και την παροχή της απαιτούμενης ανάλυσης στο σύστημα των Ηνωμένων Εθνών, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής όλων των σχετικών δεδομένων που αφορούν νέες ψυχοδραστικές ουσίες στο UNODC και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας·

η)

στηρίζει τρίτες χώρες, ιδίως τις υποψήφιες χώρες, κατά την ανάπτυξη των πολιτικών τους για τα ναρκωτικά σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στα ισχύοντα στρατηγικά έγγραφα της Ένωσης για τα ναρκωτικά, παρέχοντας μεταξύ άλλων στήριξη στην ανεξάρτητη αξιολόγηση των πολιτικών τους και ενθαρρύνοντας τις τρίτες αυτές χώρες να στηρίξουν τη συμμετοχή και την εμπλοκή της κοινωνίας των πολιτών στην ανάπτυξη, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των πολιτικών για τα ναρκωτικά.

2.   Το πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) επιδιώκει την περαιτέρω ενίσχυση και στήριξη των προσπαθειών τρίτων χωρών να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο των ναρκωτικών με τεκμηριωμένο, ολοκληρωμένο, ισόρροπο και διεπιστημονικό τρόπο και με απόλυτη τήρηση των προτύπων στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το εν λόγω πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας συνυπολογίζει τα σχετικά έγγραφα πολιτικής της Ένωσης και εξετάζει τις εξελίξεις ως προς το φαινόμενο των ναρκωτικών. Καθορίζει τις χώρες ή τις περιοχές προτεραιότητας για συνεργασία και τα κύρια αποτελέσματα της συνεργασίας. Λαμβάνει υπόψη τις εμπειρίες και τις δραστηριότητες που έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη. Ο Οργανισμός αξιολογεί και επανεξετάζει τακτικά το διεθνές πλαίσιο συνεργασίας.

3.   Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής και με την επιφύλαξη της έγκρισης του διοικητικού συμβουλίου, ο Οργανισμός μεταβιβάζει την τεχνογνωσία του και παρέχει τεχνική βοήθεια σε τρίτες χώρες, ιδίως σε υποψήφιες χώρες, σύμφωνα με το πλαίσιο περί διεθνούς συνεργασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α).

Η τεχνική βοήθεια επικεντρώνεται ειδικότερα στη σύσταση ή την εδραίωση εθνικών εστιακών σημείων, εθνικών συστημάτων συλλογής δεδομένων και εθνικών συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης και στην προώθηση βέλτιστων πρακτικών στους τομείς της πρόληψης, της θεραπείας, της φροντίδας, της μείωσης των κινδύνων και των βλαβών, της απεξάρτησης, της κοινωνικής επανένταξης και της αποκατάστασης και, στη συνέχεια, στην παροχή συνδρομής για τη δημιουργία και την ενίσχυση διαρθρωτικών δεσμών με το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 8 και το δίκτυο Reitox. Ο Οργανισμός μπορεί να αξιολογεί τους εθνικούς φορείς τρίτης χώρας κατόπιν αιτήματος της εν λόγω τρίτης χώρας.

4.   Ο Οργανισμός συνεργάζεται με διεθνείς οργανισμούς και με τρίτες χώρες σύμφωνα με τα άρθρα 53 και 54.

Άρθρο 21

Έρευνα και καινοτομία

1.   Ο Οργανισμός επικουρεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη στον προσδιορισμό βασικών ερευνητικών θεμάτων και στην εκπόνηση και εφαρμογή των προγραμμάτων-πλαισίων της Ένωσης για δραστηριότητες έρευνας και καινοτομίας που είναι σημαντικές για την επίτευξη των γενικών και των ειδικών καθηκόντων του που καθορίζονται στα άρθρα 4 και 5 αντίστοιχα. Ο Οργανισμός προσδίδει τη δέουσα προσοχή στη διατομεακότητα ως οριζόντια αρχή στις σχετικές με την έρευνα δραστηριότητές του. Όταν επικουρεί την Επιτροπή στον καθορισμό βασικών ερευνητικών θεμάτων ή στην εκπόνηση και εφαρμογή προγράμματος-πλαισίου της Ένωσης, ο Οργανισμός δεν λαμβάνει χρηματοδότηση από το εν λόγω πρόγραμμα.

2.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί προδραστικά και συμβάλλει στις δραστηριότητες έρευνας και καινοτομίας για την επίτευξη των γενικών και των ειδικών καθηκόντων του που καθορίζονται στα άρθρα 4 και 5 αντίστοιχα, τη στήριξη των σχετικών δραστηριοτήτων των κρατών μελών και την υλοποίηση των οικείων δραστηριοτήτων έρευνας και καινοτομίας σχετικά με θέματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, μεταξύ άλλων την ανάπτυξη, την εκπαίδευση, τη δοκιμή και την επικύρωση αλγορίθμων για την ανάπτυξη εργαλείων. Ο Οργανισμός δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα της εν λόγω έρευνας και των δραστηριοτήτων καινοτομίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα κράτη μέλη και την Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες ασφαλείας που προβλέπονται στο άρθρο 49.

3.   Ο Οργανισμός συμβάλλει και συμμετέχει στις δραστηριότητες που διεξάγονται στο πλαίσιο του κύκλου έρευνας και καινοτομίας, όπως ο κόμβος καινοτομίας της ΕΕ για την εσωτερική ασφάλεια και η Αρχή Ετοιμότητας και Αντιμετώπισης Καταστάσεων Έκτακτης Υγειονομικής Ανάγκης που συστάθηκε με απόφαση της Επιτροπής της 16ης Σεπτεμβρίου 2021 (26).

4.   Ο Οργανισμός δύναται να σχεδιάζει και να εφαρμόζει πιλοτικά έργα σχετικά με θέματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

5.   Ο Οργανισμός λαμβάνει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία προκειμένου να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων κατά την υλοποίηση των πιλοτικών έργων που αναφέρονται στην παράγραφο 4. Δημοσιοποιεί πληροφορίες σχετικά με τα ερευνητικά του έργα, συμπεριλαμβανομένων των έργων επίδειξης. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν τους συνεργαζόμενους εταίρους που συμμετέχουν και τον προϋπολογισμό των έργων.

6.   Ο Οργανισμός δημιουργεί βάση δεδομένων για την αποθήκευση, την ανάλυση και τη διάθεση ερευνητικών προγραμμάτων σχετικών με τα ναρκωτικά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Οργάνωση του οργανισμού

Άρθρο 22

Διοικητική και διαχειριστική δομή

1.   Η διοικητική και διαχειριστική δομή του Οργανισμού περιλαμβάνει:

α)

διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 24·

β)

εκτελεστικό συμβούλιο, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 28·

γ)

εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος ασκεί τις αρμοδιότητες που καθορίζονται στο άρθρο 30·

δ)

επιστημονική επιτροπή, η οποία ασκεί τα καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 31· και

ε)

το δίκτυο Reitox.

2.   Τα μέλη της διοικητικής και της διαχειριστικής δομής του Οργανισμού δεν έχουν οικονομικά ή άλλα συμφέροντα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αμεροληψία τους. Ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον και ασκούν τις δραστηριότητές τους με ανεξάρτητο, αμερόληπτο και διαφανή τρόπο. Υποβάλλουν ετήσια δήλωση των οικονομικών συμφερόντων τους η οποία μπορεί να διατεθεί εφόσον τους ζητηθεί.

Άρθρο 23

Σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από:

α)

έναν εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, ο οποίος έχει δικαίωμα ψήφου·

β)

δύο εκπροσώπους της Επιτροπής, οι οποίοι έχουν δικαίωμα ψήφου.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο περιλαμβάνει επίσης:

α)

δύο ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες ορισμένους από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με καλή γνώση του τομέα των ναρκωτικών, οι οποίοι έχουν δικαίωμα ψήφου·

β)

έναν εκπρόσωπο από κάθε τρίτη χώρα η οποία έχει συνάψει συμφωνία με την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 54, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου.

3.   Για όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου προβλέπονται αναπληρωματικά μέλη. Το αναπληρωματικό μέλος εκπροσωπεί το τακτικό μέλος σε περίπτωση απουσίας του και μπορεί να παρίσταται στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

4.   Τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου διορίζονται με κριτήριο τις γνώσεις τους στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α), ενώ συνεκτιμώνται οι σχετικές δεξιότητές τους σε θέματα διαχείρισης, διοίκησης και προϋπολογισμού. Όλα τα μέρη που εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να περιορίζεται η εναλλαγή των εκπροσώπων τους, προκειμένου να εξασφαλίζεται η συνέχεια των εργασιών του διοικητικού συμβουλίου. Όλα τα μέρη επιδιώκουν ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων στο διοικητικό συμβούλιο.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να προσκαλεί, ως παρατηρητές, εκπροσώπους διεθνών οργανώσεων με τις οποίες ο Οργανισμός συνεργάζεται κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 53.

6.   Η διάρκεια της θητείας των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών είναι τετραετής. Η εν λόγω θητεία είναι ανανεώσιμη.

Άρθρο 24

Καθήκοντα του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο:

α)

παρέχει τη γενική κατεύθυνση για τις δραστηριότητες του Οργανισμού·

β)

εγκρίνει το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού που αναφέρεται στο άρθρο 36, πριν από την υποβολή του στην Επιτροπή προκειμένου αυτή να γνωμοδοτήσει σχετικά·

γ)

εγκρίνει, αφού λάβει τη γνώμη της Επιτροπής, το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού του Οργανισμού με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών που έχουν δικαίωμα ψήφου·

δ)

εγκρίνει, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών που έχουν δικαίωμα ψήφου, τον ετήσιο προϋπολογισμό του Οργανισμού και ασκεί άλλα καθήκοντα σε σχέση με τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, σύμφωνα με το κεφάλαιο VI·

ε)

αξιολογεί και εγκρίνει, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών που έχουν δικαίωμα ψήφου, την ενοποιημένη ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του Οργανισμού, διαβιβάζει τόσο την έκθεση όσο και την αξιολόγησή του έως την 1η Ιουλίου κάθε έτους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο και διασφαλίζει τη δημοσιοποίηση της ενοποιημένης ετήσιας έκθεση δραστηριοτήτων·

στ)

εκδίδει τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον Οργανισμό κατά το άρθρο 42·

ζ)

εγκρίνει στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης, ανάλογη των κινδύνων απάτης, λαμβάνοντας υπόψη τα κόστη και τα οφέλη των μέτρων που θα εφαρμοστούν·

η)

καταρτίζει στρατηγική για την αύξηση της αποτελεσματικότητας και την επίτευξη συνεργειών με άλλους οργανισμούς και όργανα της Ένωσης·

θ)

εγκρίνει κανόνες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων για τα μέλη του, τα μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου, τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής και τα μέλη του δικτύου Reitox, καθώς και τους αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες και το λοιπό προσωπικό που δεν απασχολείται από τον Οργανισμό όπως αναφέρεται στο άρθρο 44, και δημοσιεύει ετησίως στον ιστότοπο του Οργανισμού τις δηλώσεις συμφερόντων των μελών του διοικητικού συμβουλίου·

ι)

εγκρίνει το τυποποιημένο πρωτόκολλο λειτουργίας που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3·

ια)

εγκρίνει το διεθνές πλαίσιο συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο α) και τα προγράμματα τεχνικής βοήθειας που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 3·

ιβ)

εγκρίνει το επίπεδο συγχρηματοδότησης που αναφέρεται στο άρθρο 33 παράγραφος 5·

ιγ)

εγκρίνει και επικαιροποιεί τακτικά τις στρατηγικές επικοινωνίας και τα σχέδια διάδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 8, βάσει ανάλυσης των αναγκών·

ιδ)

θεσπίζει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για την πρόληψη και διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων·

ιε)

σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, ασκεί, σε σχέση με το προσωπικό του Οργανισμού, τις εξουσίες που ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναθέτει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και που το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης απονέμει στην αρχή που είναι επιφορτισμένη με τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως, που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (27) («εξουσίες αρμόδιας για τους διορισμούς αρχή»)·

ιστ)

σε συμφωνία με την Επιτροπή, θεσπίζει εκτελεστικούς κανόνες για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό σύμφωνα με το άρθρο 110 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

ιζ)

διορίζει τον εκτελεστικό διευθυντή και, κατά περίπτωση, αποφασίζει την παράταση της θητείας του ή την παύση του σύμφωνα με το άρθρο 29·

ιη)

διορίζει υπόλογο, δυνάμει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, ο οποίος λειτουργεί υπό καθεστώς ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων του·

ιθ)

διορίζει τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής·

κ)

εγκρίνει τον κατάλογο εμπειρογνωμόνων που θα χρησιμοποιείται για τη διεύρυνση της επιστημονικής επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 6·

κα)

λαμβάνει αποφάσεις μετά την αξιολόγηση των εθνικών εστιακών σημείων σύμφωνα με το άρθρο 35·

κβ)

ορίζει τη μέθοδο υπολογισμού των τελών και τον τρόπο καταβολής τους σύμφωνα με το άρθρο 38·

κγ)

διασφαλίζει την κατάλληλη επακολούθηση των πορισμάτων και των συστάσεων που προκύπτουν από τις εκθέσεις και τις αξιολογήσεις εσωτερικού ή εξωτερικού ελέγχου και από έρευνες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), η οποία ιδρύθηκε με την απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ (28) της Επιτροπής, και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO), η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου (29), κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 48 του παρόντος κανονισμού·

κδ)

λαμβάνει όλες τις αποφάσεις σχετικά με τη συγκρότηση και, όπου απαιτείται, σχετικά με την τροποποίησή των εσωτερικών δομών του Οργανισμού, συνεκτιμώντας τις ανάγκες δραστηριοτήτων του Οργανισμού, καθώς και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση·

κε)

εγκρίνει τη σύναψη ρυθμίσεων εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 53.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων, απόφαση, βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του άρθρου 6 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τη μεταβίβαση των σχετικών εξουσιών αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στον εκτελεστικό διευθυντή, καθώς και για τον καθορισμό των προϋποθέσεων βάσει των οποίων η εν λόγω μεταβίβαση μπορεί να ανασταλεί. Ο εκτελεστικός διευθυντής έχει το δικαίωμα να μεταβιβάζει περαιτέρω τις εν λόγω εξουσίες.

Όταν το επιβάλλουν εξαιρετικές περιστάσεις, το διοικητικό συμβούλιο δύναται, με απόφασή του, να αναστείλει προσωρινά τη μεταβίβαση των εξουσιών αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στον εκτελεστικό διευθυντή και των εξουσιών που ο εκτελεστικός διευθυντής μεταβίβασε περαιτέρω, και να τις ασκήσει το ίδιο ή να τις αναθέσει σε ένα από τα μέλη του ή σε άλλο μέλος του προσωπικού πλην του εκτελεστικού διευθυντή.

Άρθρο 25

Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει πρόεδρο και αντιπρόεδρο μεταξύ των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου. Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος εκλέγονται με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του διοικητικού συμβουλίου που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου.

2.   Ο αντιπρόεδρος αντικαθιστά αυτομάτως τον πρόεδρο σε περίπτωση που κωλύεται να εκτελέσει τα καθήκοντά του.

3.   Η θητεία του προέδρου και του αναπληρωτή προέδρου είναι τετραετής. Η θητεία τους είναι άπαξ ανανεώσιμη. Ωστόσο, εάν απωλέσουν την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου οποτεδήποτε εντός της διάρκειας της θητείας τους, η θητεία τους λήγει αυτομάτως την ίδια ημερομηνία.

4.   Η λεπτομερής διαδικασία για την εκλογή του προέδρου και του αναπληρωτή προέδρου καθορίζεται στον εσωτερικό κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 26

Συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου

1.   Ο πρόεδρος συγκαλεί τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει μέρος στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο πραγματοποιεί τουλάχιστον μία τακτική συνεδρίαση ετησίως. Επιπλέον, συνέρχεται με πρωτοβουλία του προέδρου του, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου τουλάχιστον των μελών του.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να προσκαλεί πρόσωπα των οποίων η γνώμη παρουσιάζει δυνητικά ενδιαφέρον, μεταξύ των οποίων εκπροσώπους οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, για να παραστούν στις συνεδριάσεις του ως παρατηρητές.

5.   Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μπορούν να επικουρούνται στις συνεδριάσεις από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού του.

6.   Ο Οργανισμός παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στο διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 27

Κανόνες ψηφοφορίας του διοικητικού συμβουλίου

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 24 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ), του άρθρου 25 παράγραφος 1, του άρθρου 35 παράγραφος 6, του άρθρου 29 παράγραφος 8 και του άρθρου 53 παράγραφος 2, οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου.

2.   Κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου διαθέτει μία ψήφο. Σε περίπτωση απουσίας μέλους με δικαίωμα ψήφου, το δικαίωμα ψήφου του δικαιούται να ασκήσει ο αναπληρωτής του.

3.   Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος συμμετέχουν στην ψηφοφορία.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής δεν συμμετέχει στην ψηφοφορία.

5.   Λεπτομερέστερες ρυθμίσεις σχετικά με την ψηφοφορία, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα μέλος μπορεί να ενεργεί εξ ονόματος άλλου μέλους, καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 28

Εκτελεστικό συμβούλιο

1.   Το εκτελεστικό συμβούλιο:

α)

αποφασίζει για τα θέματα που προβλέπονται στους δημοσιονομικούς κανόνες που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 42 τα οποία δεν υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του διοικητικού συμβουλίου δυνάμει του παρόντος κανονισμού·

β)

μεριμνά για τη δέουσα επακολούθηση των πορισμάτων και των συστάσεων που απορρέουν από τις εκθέσεις και τις αξιολογήσεις εσωτερικού ή εξωτερικού ελέγχου, καθώς και από έρευνες της OLAF και της EPPO, όπως αναφέρεται στο άρθρο 48·

γ)

με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του εκτελεστικού διευθυντή, που ορίζονται στο άρθρο 30, παρακολουθεί και εποπτεύει την εφαρμογή των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου, ώστε να ενισχύεται η εποπτεία της διοικητικής και της δημοσιονομικής διαχείρισης.

2.   Όταν καθίσταται αναγκαίο, λόγω έκτακτης ανάγκης, το εκτελεστικό συμβούλιο δύναται να λάβει ορισμένες προσωρινές αποφάσεις αντί του διοικητικού συμβουλίου, ιδίως σε θέματα διοικητικής διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής της μεταβίβασης εξουσιών της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, καθώς και σε θέματα προϋπολογισμού. Οι όροι για τη λήψη τέτοιων προσωρινών αποφάσεων καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου.

3.   Το εκτελεστικό συμβούλιο απαρτίζεται από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου, δύο άλλα μέλη που διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο μεταξύ των μελών του, τα οποία διαθέτουν δικαίωμα ψήφου, και δύο εκπροσώπους της Επιτροπής στο διοικητικό συμβούλιο.

Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου προεδρεύει και του εκτελεστικού συμβουλίου.

Ο εκτελεστικός διευθυντής συμμετέχει στις συνεδριάσεις του εκτελεστικού συμβουλίου ως παρατηρητής. Το εκτελεστικό συμβούλιο μπορεί να προσκαλεί άλλους παρατηρητές να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις του.

4.   Η διάρκεια της θητείας των μελών του εκτελεστικού συμβουλίου είναι τετραετής. Η θητεία τους μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Ωστόσο, εάν απωλέσουν την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου οποτεδήποτε εντός της διάρκειας της θητείας τους στο διοικητικό συμβούλιο, η θητεία τους λήγει αυτομάτως την ίδια ημερομηνία.

5.   Το εκτελεστικό συμβούλιο πραγματοποιεί τουλάχιστον δύο τακτικές συνεδριάσεις ετησίως. Επιπλέον, συνέρχεται με πρωτοβουλία του προέδρου του ή κατόπιν αιτήματος των μελών του.

6.   Το εκτελεστικό συμβούλιο αποφασίζει με συναίνεση των μελών του. Εάν το εκτελεστικό συμβούλιο δεν είναι σε θέση να αποφασίσει με συναίνεση, το ζήτημα παραπέμπεται στο διοικητικό συμβούλιο.

7.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό του εκτελεστικού συμβουλίου.

Άρθρο 29

Εκτελεστικός διευθυντής

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται ως έκτακτος υπάλληλος του Οργανισμού δυνάμει του άρθρου 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει τον εκτελεστικό διευθυντή, από κατάλογο τουλάχιστον τριών υποψηφίων, προταθέντων από την Επιτροπή βάσει ανοικτής και διαφανούς διαδικασίας επιλογής. Η διαδικασία επιλογής περιλαμβάνει τη δημοσίευση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε άλλα ενδεδειγμένα μέσα. Η Επιτροπή διαβουλεύεται με το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με το σχέδιο πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Η Επιτροπή μπορεί να περιλάβει εκπρόσωπο του διοικητικού συμβουλίου ως παρατηρητή στη διαδικασία επιλογής.

Πριν από τον διορισμό τους από το διοικητικό συμβούλιο στη θέση του εκτελεστικού διευθυντή, οι επικρατέστεροι υποψήφιοι που προτείνονται από την Επιτροπή μπορούν να κληθούν άμεσα να προβούν σε δήλωση ενώπιον της ή των αρμόδιων επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσουν σε ερωτήσεις των μελών της/τους. Αφού λάβει γνώση της δήλωσης και των απαντήσεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να εκδώσει γνώμη όπου θα εκθέτει τις απόψεις του και να την υποβάλει στο διοικητικό συμβούλιο.

3.   Για τη σύναψη της σύμβασης με τον εκτελεστικό διευθυντή, ο Οργανισμός εκπροσωπείται από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου.

4.   Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή είναι πενταετής. Στο τέλος αυτής της περιόδου η Επιτροπή πραγματοποιεί αξιολόγηση κατά την οποία εκτιμώνται οι επιδόσεις του εκτελεστικού διευθυντή και η ενημέρωση που έχει προηγουμένως παράσχει το διοικητικό συμβούλιο, καθώς και τα καθήκοντα και οι προκλήσεις του Οργανισμού στο μέλλον.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής που λαμβάνει υπόψη την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4, μπορεί να παρατείνει άπαξ τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή, για διάστημα που δεν υπερβαίνει την πενταετία.

Εάν το διοικητικό συμβούλιο προτίθεται να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά. Πριν το διοικητικό συμβούλιο αποφασίσει να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή, μπορεί να ζητηθεί από τον εκτελεστικό διευθυντή να προβεί άμεσα σε δήλωση ενώπιον της ή των αρμόδιων επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της/των επιτροπών.

6.   Εκτελεστικός διευθυντής του οποίου η θητεία έχει παραταθεί δεν δύναται να συμμετάσχει σε νέα διαδικασία επιλογής για την ίδια θέση μετά το πέρας της συνολικής θητείας του.

7.   Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου έπειτα από πρόταση της Επιτροπής. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώνονται, κατά τρόπο που συνάδει με τις οικείες απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, για τους λόγους μιας τέτοιας απόφασης.

8.   Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με τον διορισμό, την παράταση της θητείας ή την απαλλαγή από τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή λαμβάνονται με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 30

Αρμοδιότητες του εκτελεστικού διευθυντή

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση του Οργανισμού. Ο εκτελεστικός διευθυντής λογοδοτεί στο διοικητικό συμβούλιο.

2.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, του διοικητικού συμβουλίου και του εκτελεστικού συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής ενεργεί υπό καθεστώς ανεξαρτησίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και δεν επιζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο φορέα.

3.   Οσάκις του ζητηθεί, ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του. Το Συμβούλιο μπορεί να ζητήσει από τον εκτελεστικό διευθυντή να υποβάλει έκθεση σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του Οργανισμού.

5.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των ειδικών καθηκόντων του Οργανισμού που καθορίζονται στο άρθρο 5. Ειδικότερα, ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για τα εξής:

α)

την καθημερινή διοίκηση του Οργανισμού·

β)

την εκπόνηση και την εφαρμογή των αποφάσεων που εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο·

γ)

την κατάρτιση του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού που αναφέρεται στο άρθρο 36 και την υποβολή του στο διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή·

δ)

την εφαρμογή του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού και την υποβολή έκθεσης σχετικά με την εφαρμογή του στο διοικητικό συμβούλιο·

ε)

την εκπόνηση της ενοποιημένης ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων του Οργανισμού και την υποβολή της στο διοικητικό συμβούλιο για αξιολόγηση και έγκριση·

στ)

την υποβολή πρότασης στο διοικητικό συμβούλιο σχετικά με το επίπεδο συγχρηματοδότησης που αναφέρεται στο άρθρο 33 παράγραφος 5, εάν πρόκειται να χορηγηθεί τέτοια συγχρηματοδότηση στα εθνικά εστιακά σημεία·

ζ)

την υποβολή πρότασης στο διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού των τελών και τον τρόπο καταβολής τους σύμφωνα με το άρθρο 38·

η)

την προετοιμασία σχεδίου δράσης παρακολούθησης σε σχέση με τα συμπεράσματα εκθέσεων και αξιολογήσεων εσωτερικού ή εξωτερικού ελέγχου και ερευνών της OLAF και της EPPO, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 48, και την υποβολή έκθεσης προόδου στην Επιτροπή δύο φορές ετησίως και ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο διοικητικό συμβούλιο και στο εκτελεστικό συμβούλιο·

θ)

την προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω της εφαρμογής προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας, χωρίς να διακυβεύεται η ερευνητική αρμοδιότητα της OLAF και της EPPO, μέσω αποτελεσματικών ελέγχων και, σε περίπτωση που εντοπίζονται παρατυπίες, μέσω της ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και μέσω της επιβολής, όπου χρειάζεται, αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών κυρώσεων και μέσω της καταγγελίας στην EPPO, σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939, κάθε αξιόποινης συμπεριφοράς σε σχέση με την οποία θα μπορούσε η EPPO να ασκήσει την αρμοδιότητά της·

ι)

την προετοιμασία στρατηγικών για τον Οργανισμό στους τομείς της καταπολέμησης της απάτης, της αύξησης της αποδοτικότητας και της επίτευξης συνεργειών και την υποβολή τους για έγκριση στο διοικητικό συμβούλιο·

ια)

την προετοιμασία του σχεδίου των δημοσιονομικών κανόνων που εφαρμόζονται στον Οργανισμό·

ιβ)

την προετοιμασία του σχεδίου κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών του Οργανισμού και την εκτέλεση του προϋπολογισμού του.

6.   Ο εκτελεστικός διευθυντής δύναται να αποφασίσει να τοποθετηθούν ένας ή περισσότεροι αξιωματικοί σύνδεσμοι στα θεσμικά όργανα της Ένωσης και στους σχετικούς οργανισμούς και λοιπά όργανα της Ένωσης για την αποδοτική και αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων του Οργανισμού. Ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει την πρότερη συγκατάθεση της Επιτροπής και του διοικητικού συμβουλίου. Στην απόφαση τοποθέτησης αξιωματικών συνδέσμων προσδιορίζεται το περιεχόμενο των δραστηριοτήτων που πρόκειται να αναλάβουν οι αξιωματικοί σύνδεσμοι ώστε να αποφεύγονται περιττά κόστη και οι επικαλύψεις των διοικητικών καθηκόντων του Οργανισμού.

7.   Όταν το ζητήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο, ο εκτελεστικός διευθυντής συμμετέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σε συνεδριάσεις που διοργανώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο, ανάλογα με την περίπτωση, για οποιοδήποτε θέμα σχετίζεται με την εντολή του Οργανισμού.

Άρθρο 31

Επιστημονική επιτροπή

1.   Η επιστημονική επιτροπή απαρτίζεται κατ’ ελάχιστο από επτά και κατά μέγιστο από 15 επιστήμονες που διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο με γνώμονα την επιστημονική αριστεία και την ανεξαρτησία τους, κατόπιν δημοσίευσης πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε άλλα ενδεδειγμένα μέσα. Ο Οργανισμός ενημερώνει την ή τις αρμόδιες επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τους διορισμούς στην επιστημονική επιτροπή και τις εργασίες της. Η διαδικασία επιλογής μελών της επιστημονικής επιτροπής διασφαλίζει ότι οι τομείς ειδίκευσης των μελών της επιστημονικής επιτροπής καλύπτουν τους σχετικότερους με τους στόχους του Οργανισμού τομείς. Τα μέρη που συμμετέχουν στον διορισμό των μελών της επιστημονικής επιτροπής επιδιώκουν στην επίτευξη ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων στην επιστημονική επιτροπή.

2.   Ο διορισμός των μελών της επιστημονικής επιτροπής είναι προσωποπαγής και έχει διάρκεια τεσσάρων ετών, άπαξ ανανεώσιμη.

3.   Τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής είναι ανεξάρτητα και ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον. Δεν ζητούν ούτε δέχονται υποδείξεις από καμία κυβέρνηση ή άλλον φορέα.

4.   Όταν ένα μέλος παύει να πληροί τα κριτήρια ανεξαρτησίας ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο. Εναλλακτικά, το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να διαπιστώνει, βάσει πρότασης τουλάχιστον ενός τρίτου των μελών του ή της Επιτροπής, την έλλειψη ανεξαρτησίας συγκεκριμένου μέλους και να ανακαλεί τον διορισμό του εν λόγω μέλους. Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει νέο μέλος για το υπόλοιπο της θητείας του εν λόγω μέλους σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία που ισχύει για το διορισμό των μελών.

5.   Η επιστημονική επιτροπή γνωμοδοτεί στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό ή για κάθε επιστημονικό ζήτημα που αφορά τις δραστηριότητες του Οργανισμού και υποβάλλεται σε αυτήν από το διοικητικό συμβούλιο ή τον εκτελεστικό διευθυντή. Οι γνώμες της επιστημονικής επιτροπής δημοσιεύονται στον ιστότοπο του Οργανισμού.

6.   Για τον σκοπό της αξιολόγησης των κινδύνων που θέτει μια νέα ψυχοδραστική ουσία ή ομάδα νέων ψυχοδραστικών ουσιών, η επιστημονική επιτροπή μπορεί να διευρυνθεί κατά την κρίση του εκτελεστικού διευθυντή, ο οποίος ενεργεί βάσει των συμβουλών του προέδρου της επιστημονικής επιτροπής, μέσω της συμπερίληψης εμπειρογνωμόνων που εκπροσωπούν τους επιστημονικούς τομείς που έχουν σημασία για τη διασφάλιση ισορροπημένης αξιολόγησης των κινδύνων που θέτει η νέα ψυχοδραστική ουσία ή η ομάδα νέων ψυχοδραστικών ουσιών. Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζει τους εν λόγω εμπειρογνώμονες από κατάλογο εμπειρογνωμόνων. Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τον κατάλογο εμπειρογνωμόνων ανά τετραετία.

7.   Η επιστημονική επιτροπή εκλέγει πρόεδρο και αντιπρόεδρο για τη διάρκεια της εντολής της. Ο πρόεδρος μπορεί να συμμετέχει ως παρατηρητής στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

8.   Η επιστημονική επιτροπή συνεδριάζει τουλάχιστον άπαξ ετησίως.

9.   Ο κατάλογος των μελών της επιστημονικής επιτροπής δημοσιεύεται και επικαιροποιείται από τον Οργανισμό στον ιστότοπό του.

Άρθρο 32

Ευρωπαϊκό δίκτυο ενημέρωσης για τα ναρκωτικά και την τοξικομανία

1.   Μέσω του Ευρωπαϊκού δικτύου ενημέρωσης για τα ναρκωτικά και την τοξικομανία (δίκτυο Reitox) τα κράτη μέλη συμβάλλουν στο καθήκον του Οργανισμού να συλλέγει και να γνωστοποιεί σε εκθέσεις συνεκτικές και τυποποιημένες πληροφορίες σχετικά με το φαινόμενο των ναρκωτικών σε ολόκληρη την Ένωση. Το δίκτυο Reitox απαρτίζεται από τα εθνικά εστιακά σημεία που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 33, καθώς και από ένα εστιακό σημείο για την Επιτροπή.

2.   Το δίκτυο Reitox εκλέγει εκπρόσωπο και έναν έως τρεις αναπληρωτές εκπροσώπους μεταξύ των μελών του. Ο εκπρόσωπος εκπροσωπεί το δίκτυο Reitox σε σχέση με τον Οργανισμό και μπορεί να συμμετέχει ως παρατηρητής στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

3.   Το δίκτυο Reitox πραγματοποιεί τουλάχιστον μία τακτική συνεδρίαση ετησίως. Ο Οργανισμός συγκαλεί τις συνεδριάσεις και προεδρεύει αυτών. Επιπλέον, το δίκτυο Reitox συνέρχεται με πρωτοβουλία του εκπροσώπου του ή με αίτημα τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του.

Άρθρο 33

Εθνικό εστιακό σημείο

1.   Κάθε συμμετέχουσα χώρα ορίζει ενιαίο εθνικό εστιακό σημείο, το οποίο συστήνεται μέσω των ενδεδειγμένων εθνικών νομικών ή διοικητικών μέτρων σε μόνιμη βάση και με σαφή εντολή. Ο ορισμός εθνικού εστιακού σημείου και ο διορισμός του επικεφαλής εθνικού εστιακού σημείου, καθώς και οποιεσδήποτε αλλαγές στους εν λόγω διορισμούς, κοινοποιούνται στον Οργανισμό μέσω του μέλους που εκπροσωπεί τη συμμετέχουσα χώρα στο διοικητικό συμβούλιο.

2.   Η υπεύθυνη εθνική αρχή διασφαλίζει ότι στο εθνικό εστιακό σημείο ανατίθενται τα καθήκοντα που προβλέπονται στο άρθρο 34 παράγραφος 2. Ο επικεφαλής του εθνικού εστιακού σημείου, ή αναπληρωτής του, εκπροσωπεί το εθνικό εστιακό σημείο στο δίκτυο Reitox.

3.   Τα εθνικά εστιακά σημεία είναι επιστημονικά ανεξάρτητα και διασφαλίζουν την ποιότητα των δεδομένων τους.

4.   Τα εθνικά εστιακά σημεία προγραμματίζουν εκ των προτέρων τις δραστηριότητές τους και διαθέτουν επαρκείς δημοσιονομικούς και ανθρώπινους πόρους που διατίθενται από τους εθνικούς προϋπολογισμούς και συγχρηματοδοτούνται από τον Οργανισμό σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, για την εκπλήρωση της εντολής και τη διενέργεια των καθηκόντων τους, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 34 παράγραφος 2, διαθέτουν δε επαρκή εξοπλισμό και εγκαταστάσεις για την υποστήριξη των καθημερινών τους δραστηριοτήτων.

5.   Τα ουσιώδη κόστη του εθνικού εστιακού σημείου του κάθε κράτους μέλους συγχρηματοδοτούνται μέσω επιχορήγησης την οποία παρέχει ο Οργανισμός, υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 1 έως 4. Για τη λήψη της εν λόγω συγχρηματοδότησης, το εθνικό εστιακό σημείο συνάπτει σε ετήσια βάση συμφωνία επιχορήγησης με τον Οργανισμό. Το επίπεδο συγχρηματοδότησης προτείνεται από τον εκτελεστικό διευθυντή, εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο και επανεξετάζεται τακτικά. Ο Οργανισμός μπορεί να παράσχει πρόσθετη χρηματοδότηση στα εθνικά εστιακά σημεία σε ad hoc βάση για τη συμμετοχή σε συγκεκριμένα έργα και την υλοποίηση αυτών.

6.   Ο Οργανισμός αξιολογεί τα εθνικά εστιακά σημεία σύμφωνα με το άρθρο 35.

Άρθρο 34

Καθήκοντα των εθνικών εστιακών σημείων

1.   Τα εθνικά εστιακά σημεία αποτελούν τη διεπαφή μεταξύ των συμμετεχουσών χωρών και του Οργανισμού και υποστηρίζουν τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις.

2.   Προσβλέποντας στην υποστήριξη του Οργανισμού ώστε να εκπληρώνει τα γενικά και ειδικά καθήκοντά του όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 4 και 5 αντίστοιχα, συμβάλλοντας έτσι σε συντονισμένη δράση της Ένωσης, κάθε εθνικό εστιακό σημείο επιτελεί τα ακόλουθα καθήκοντα::

α)

για τους σκοπούς της κοινοποίησης των δεδομένων αυτών στον Οργανισμό, συντονίζει σε εθνικό επίπεδο τις δραστηριότητες που σχετίζονται με τη συλλογή και την παρακολούθηση δεδομένων σχετικά με τα ναρκωτικά·

β)

συλλέγει εθνικά δεδομένα και πληροφορίες που έχουν σχέση με τους τομείς που καλύπτονται από το άρθρο 4, σύμφωνα με την εθνική δέσμη εκθέσεων που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2, και τα διαβιβάζουν στον Οργανισμό. Στο πλαίσιο αυτό, το εθνικό εστιακό σημείο αντλεί πείρα από διάφορους τομείς, ειδικότερα τους τομείς της υγείας, της δικαιοσύνης και της επιβολής του νόμου, και όπου συντρέχει περίπτωση συνεργάζεται με εμπειρογνώμονες και εθνικούς οργανισμούς, την επιστημονική κοινότητα, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και άλλα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη που δραστηριοποιούνται στον τομέα της πολιτικής για τα ναρκωτικά·

γ)

συνεισφέρει στην παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τα ναρκωτικά και τη χρήση ναρκωτικών, μεταξύ άλλων σε διεθνείς οργανισμούς·

δ)

στηρίζει, κατά περίπτωση, την ανάπτυξη νέων πηγών επιδημιολογικών δεδομένων για την προώθηση της έγκαιρης αναφοράς τάσεων όσον αφορά τη χρήση ουσιών·

ε)

στηρίζει την ad hoc και στοχευμένη συλλογή δεδομένων σχετικά με νέες απειλές για την υγεία και την ασφάλεια·

στ)

παρέχει στον Οργανισμό πληροφορίες για νέες τάσεις και προκλήσεις όσον αφορά τη χρήση υφιστάμενων ψυχοδραστικών ουσιών ή νέων συνδυασμών ψυχοδραστικών ουσιών που ενέχουν δυνητικούς κινδύνους για την υγεία και πληροφορίες για ενδεχόμενα μέτρα στον τομέα της υγείας·

ζ)

συμβάλλει στην ανταλλαγή πληροφοριών και στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης σχετικά με νέες ψυχοδραστικές ουσίες, σύμφωνα με το κεφάλαιο III·

η)

συμβάλλει στον καθορισμό σχετικών δεικτών και άλλων σχετικών συνόλων δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή τους με σκοπό την απόκτηση αξιόπιστων και συγκρίσιμων πληροφοριών σε επίπεδο Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 6·

θ)

εφόσον του ζητηθεί από τον Οργανισμό, ορίζει εθνικούς εμπειρογνώμονες για συγκεκριμένες συζητήσεις όσον αφορά τους σχετικούς δείκτες και για άλλες ad hoc και στοχευμένες διαδικασίες συλλογής δεδομένων·

ι)

προωθεί τη χρήση των διεθνώς συμφωνηθέντων πρωτοκόλλων συλλογής δεδομένων και προτύπων για την παρακολούθηση των ναρκωτικών και της χρήσης ναρκωτικών στη χώρα·

ια)

υποβάλλει ετήσια έκθεση των δραστηριοτήτων του στον Οργανισμό και σε άλλα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη·

ιβ)

θέτει σε εφαρμογή μηχανισμούς διασφάλισης ποιότητας για τη διασφάλιση της αξιοπιστίας των δεδομένων και των πληροφοριών που λαμβάνει.

3.   Σύμφωνα με τις ικανότητές τους, τα εθνικά εστιακά σημεία παρακολουθούν, αναλύουν και ερμηνεύουν τις σχετικές πληροφορίες στους τομείς που καλύπτονται από το άρθρο 4. Τα εθνικά εστιακά σημεία παρέχουν στον Οργανισμό τις εν λόγω πληροφορίες και πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές και τις λύσεις που υιοθετούνται.

4.   Τα εθνικά εστιακά σημεία εδραιώνουν και συντηρούν την αναγκαία συνεργασία με σχετικές εθνικές και περιφερειακές αρχές, όργανα, φορείς και οργανισμούς για να συλλέγουν τις πληροφορίες που χρειάζονται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με την παράγραφο 2.

5.   Κατά τη συλλογή δεδομένων σύμφωνα με το παρόν άρθρο, τα εθνικά εστιακά σημεία διασφαλίζουν, όπου είναι δυνατόν, ότι τα συλλεγόμενα δεδομένα αναλύονται ανά βιολογικό ή κοινωνικό φύλο. Κατά τη συλλογή και υποβολή δεδομένων σύμφωνα με το παρόν άρθρο, τα εθνικά εστιακά σημεία εξετάζουν τις ευαίσθητες ως προς το φύλο πτυχές της πολιτικής για τα ναρκωτικά. Δεν διαβιβάζουν δεδομένα τα οποία καθιστούν δυνατή την αναγνώριση της ταυτότητας φυσικών προσώπων ή μικρών ομάδων φυσικών προσώπων. Δεν διαβιβάζουν τυχόν πληροφορίες που αφορούν συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα.

Άρθρο 35

Αξιολόγηση των εθνικών εστιακών σημείων

1.   Ο Οργανισμός αξιολογεί κατά πόσον κάθε εθνικό εστιακό σημείο, κατά την άσκηση των καθηκόντων που προβλέπονται στο άρθρο 34 παράγραφος 2, συμβάλλει στην εκπλήρωση των καθηκόντων του Οργανισμού. Οι εν λόγω αξιολογήσεις δεν αφορούν άλλα καθήκοντα του οργάνου που φιλοξενεί το εθνικό εστιακό σημείο ή τη συνολική δομή στην οποία είναι ενσωματωμένο το εθνικό εστιακό σημείο.

2.   Η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 βασίζεται στις σχετικές πληροφορίες που οφείλει να κοινοποιεί το εθνικό εστιακό σημείο. Εφόσον απαιτείται, ο Οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί επίσκεψη στο εθνικό εστιακό σημείο.

3.   Ο Οργανισμός υποβάλλει κάθε αξιολόγηση που διενεργεί δυνάμει της παραγράφου 1 στο εθνικό εστιακό σημείο και την οικεία αρμόδια εθνική αρχή. Οι αξιολογήσεις μπορούν να περιλαμβάνουν συστάσεις για την εκπλήρωση των καθηκόντων που ορίζονται στο άρθρο 34 παράγραφος 2 και να θέτουν χρονοδιάγραμμα για την υλοποίησή τους, καθώς και προσφορά στήριξης από τον Οργανισμό στα εθνικά εστιακά σημεία για την ανάπτυξη ικανοτήτων.

4.   Όταν έχουν εκδοθεί συστάσεις δυνάμει της παραγράφου 3, μαζί με χρονοδιάγραμμα για την υλοποίησή τους, το οικείο εθνικό εστιακό σημείο είτε ενημερώνει τον Οργανισμό για την αποδοχή τους είτε, σε περίπτωση διαφωνίας, παρέχει εγγράφως στον Οργανισμό την αιτιολογημένη γνώμη του.

5.   Ο Οργανισμός ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο για το αποτέλεσμα των αξιολογήσεων που εκτελούνται δυνάμει της παραγράφου 1 στην πρώτη του συνεδρίαση μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης από τον Οργανισμό. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του Οργανισμού και του εθνικού εστιακού σημείου όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, ο Οργανισμός υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο την αξιολόγηση, τις συστάσεις και το χρονοδιάγραμμα για την υλοποίησή τους προς έγκριση στην επόμενη συνεδρίασή του με πλειοψηφία των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου σύμφωνα με το άρθρο 23. Ο εκπρόσωπος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους δεν συμμετέχει στην εν λόγω ψηφοφορία.

6.   Εάν, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται στην αξιολόγηση όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, το εθνικό εστιακό σημείο δεν έχει εκπληρώσει τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 34 παράγραφος 2, το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει στην πρώτη του συνεδρίαση μετά τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται στην αξιολόγηση, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών που έχουν δικαίωμα ψήφου, σύμφωνα με το άρθρο 23, κατά πόσον συντρέχει λόγος να μην παρασχεθεί συγχρηματοδότηση έως ότου το εν λόγω εθνικό εστιακό σημείο εκτελέσει τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 34 παράγραφος 2. Ο εκπρόσωπος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους δεν συμμετέχει στην εν λόγω ψηφοφορία.

7.   Η πρώτη αξιολόγηση δυνάμει της παραγράφου 1 κάθε εθνικού εστιακού σημείου πραγματοποιείται από τον Οργανισμό έως την 3η Ιουλίου 2026. Στη συνέχεια, ο Οργανισμός αξιολογεί τα εθνικά εστιακά σημεία σε τακτά χρονικά διαστήματα, αναλόγως των απαιτήσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Δημοσιονομικές διατάξεις

Άρθρο 36

Ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού

1.   Έως τις 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού το οποίο περιέχει πολυετή και ετήσιο προγραμματισμό, και όλα τα έγγραφα που απαριθμούνται στο άρθρο 32 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής (30), βάσει σχεδίου που προτείνει ο εκτελεστικός διευθυντής, κατόπιν διαβούλευσης με την επιστημονική επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής και, σε σχέση με τον πολυετή προγραμματισμό, κατόπιν διαβούλευσης με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Όταν το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει να μην ακολουθήσει στοιχεία από τη γνώμη της Επιτροπής ή στοιχεία που προκύπτουν από τη διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή την επιστημονική επιτροπή, αιτιολογεί την απόφασή του. Το διοικητικό συμβούλιο διαβιβάζει το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή το αργότερο έως την 31η Ιανουαρίου του επόμενου έτους.

Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού οριστικοποιείται μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, προσαρμόζεται ανάλογα.

2.   Το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών περιλαμβάνει λεπτομερείς στόχους και προσδοκώμενα αποτελέσματα, καθώς και δείκτες επιδόσεων. Περιλαμβάνει επίσης περιγραφή των προς χρηματοδότηση δράσεων και αναφέρει τους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους που διατίθενται για κάθε δράση, σύμφωνα με τις αρχές εκπόνησης και διαχείρισης του προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων. Το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών συνάδει με το πολυετές πρόγραμμα εργασιών που αναφέρεται στην παράγραφο 4. Υποδεικνύει με σαφήνεια τα καθήκοντα που έχουν προστεθεί, τροποποιηθεί ή καταργηθεί σε σχέση με το προηγούμενο οικονομικό έτος.

Ο ετήσιος ή ο πολυετής προγραμματισμός περιλαμβάνει τις πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου διεθνούς συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο α) και τις δράσεις που συνδέονται με το εν λόγω πλαίσιο. Περιλαμβάνει επίσης τις προγραμματισμένες δραστηριότητες έρευνας και καινοτομίας του Οργανισμού που αναφέρονται στο άρθρο 21.

3.   Όταν ανατίθεται στον Οργανισμό νέο καθήκον, το διοικητικό συμβούλιο τροποποιεί το εγκεκριμένο ετήσιο πρόγραμμα εργασιών.

Οποιαδήποτε ουσιαστική τροποποίηση στο ετήσιο πρόγραμμα εργασιών εγκρίνεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται για το αρχικό ετήσιο πρόγραμμα εργασιών. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέσει στον εκτελεστικό διευθυντή την εξουσία να επιφέρει μη ουσιώδεις τροποποιήσεις στο ετήσιο πρόγραμμα εργασιών.

4.   Στο πολυετές πρόγραμμα εργασιών καθορίζεται ο συνολικός στρατηγικός προγραμματισμός, ο οποίος περιλαμβάνει στόχους, αναμενόμενα αποτελέσματα και δείκτες επιδόσεων. Καθορίζεται επίσης ο προγραμματισμός των πόρων, συμπεριλαμβανομένου του πολυετούς προϋπολογισμού και των ανθρώπινων πόρων.

Ο προγραμματισμός των πόρων επικαιροποιείται σε ετήσια βάση. Ο στρατηγικός προγραμματισμός επικαιροποιείται κατά περίπτωση, και ιδίως για την αντιμετώπιση θεμάτων που ανακύπτουν από την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 51.

5.   Τα πολυετή και ετήσια προγράμματα εργασιών καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 32 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2019/715.

Άρθρο 37

Προϋπολογισμός

1.   Για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος, καταρτίζονται προβλέψεις για το σύνολο των εσόδων και των δαπανών του Οργανισμού οι οποίες εγγράφονται στον προϋπολογισμό του.

2.   Ο προϋπολογισμός του Οργανισμού πρέπει να είναι ισοσκελισμένος ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες.

3.   Με την επιφύλαξη άλλων πόρων, τα έσοδα του Οργανισμού περιλαμβάνουν:

α)

συνεισφορά της Ένωσης, που εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης·

β)

τυχόν προαιρετικές οικονομικές συνεισφορές των κρατών μελών·

γ)

τα τέλη που καταβάλλονται για τις υπηρεσίες που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 38·

δ)

τυχόν χρηματοδοτικές συνεισφορές από τους οργανισμούς και τα όργανα και τις τρίτες χώρες που αναφέρονται στα άρθρα 53 και 54, αντίστοιχα· και

ε)

χρηματοδότηση από την Ένωση υπό καθεστώς έμμεσης διαχείρισης ή υπό τη μορφή ad hoc επιδοτήσεων σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται για τον Οργανισμό και με τις διατάξεις των συναφών νομικών πράξεων που πλαισιώνουν τις πολιτικές της Ένωσης.

4.   Το ποσό και η προέλευση των εσόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία β) έως ε) περιλαμβάνονται στους ετήσιους λογαριασμούς του Οργανισμού και περιγράφονται με σαφήνεια στην ετήσια έκθεση για τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση του Οργανισμού που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 3.

5.   Τα έξοδα του Οργανισμού περιλαμβάνουν τις αμοιβές του προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες και τις δαπάνες υποδομών, καθώς και τα λειτουργικά έξοδα. Τα λειτουργικά έξοδα είναι δυνατό να περιλαμβάνουν δαπάνες για τη στήριξη των εθνικών εστιακών σημείων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 33 παράγραφος 5.

Άρθρο 38

Τέλη

1.   Ο Οργανισμός μπορεί να παρέχει, κατόπιν αιτήματος, τις ακόλουθες πρόσθετες υπηρεσίες:

α)

κατάρτιση προσαρμοσμένη στις ανάγκες·

β)

ορισμένες δραστηριότητες στήριξης για τα κράτη μέλη, οι οποίες δεν έχουν προσδιοριστεί ως προτεραιότητες αλλά θα μπορούσαν να ασκηθούν επωφελώς εάν υποστηριχθούν από εθνικούς πόρους·

γ)

προγράμματα ανάπτυξης ικανοτήτων για τρίτες χώρες, τα οποία δεν καλύπτονται από χωριστή, ειδικά προοριζόμενη χρηματοδότηση της Ένωσης·

δ)

αξιολόγηση εθνικών φορέων που συστήνονται σε τρίτες χώρες, ιδίως σε υποψήφιες χώρες, βάσει του άρθρου 20 παράγραφος 3·

ε)

άλλες προσαρμοσμένες στις ανάγκες υπηρεσίες που παρέχονται κατόπιν αιτήματος συμμετέχουσας χώρας, οι οποίες απαιτούν την επένδυση πρόσθετων πόρων για τη στήριξη εθνικών δραστηριοτήτων.

Ο Οργανισμός χρεώνει τέλη για την παροχή υπηρεσιών όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

2.   Κατόπιν πρότασης του εκτελεστικού διευθυντή και διαβούλευσης με την Επιτροπή, το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει, κατά τρόπο διαφανή, τη μέθοδο υπολογισμού των τελών και τον τρόπο καταβολής τους.

3.   Τα τέλη είναι ανάλογα προς τα κόστη της υπηρεσίας που παρασχέθηκε με οικονομικά αποδοτικό τρόπο και αρκούν για να καλύψουν αυτά τα κόστη. Το ύψος των τελών καθορίζεται κατά τρόπο ώστε να μην εισάγουν διακρίσεις και να μην συνεπάγονται αδικαιολόγητη οικονομική ή διοικητική επιβάρυνση για τα ενδιαφερόμενα μέρη.

4.   Το ύψος των τελών καθορίζεται κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία ελλείμματος ή σημαντικής σώρευσης πλεονάσματος στον προϋπολογισμό του Οργανισμού. Εάν ο προϋπολογισμός εμφανίζει κατ’ επανάληψη σημαντικό θετικό υπόλοιπο οφειλόμενο στην παροχή των υπηρεσιών για τις οποίες καταβάλλονται τέλη ή σε περίπτωση σημαντικού αρνητικού υπολοίπου οφειλόμενου στην παροχή των υπηρεσιών για τις οποίες καταβάλλονται τέλη, το διοικητικό συμβούλιο αναθεωρεί τη μέθοδο υπολογισμού των τελών σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στην παράγραφο 2.

5.   Κατά περίπτωση, ο Οργανισμός περιλαμβάνει έκθεση για τα εισπραχθέντα τέλη και για τον αντίκτυπό τους στον προϋπολογισμό του Οργανισμού, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της διαδικασίας απόδοσης λογαριασμών που προβλέπεται στο άρθρο 41.

Άρθρο 39

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει ετησίως σχέδιο κατάστασης προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών του Οργανισμού για το επόμενο οικονομικό έτος, το οποίο περιλαμβάνει και τον πίνακα προσωπικού, και το διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο.

2.   Βάσει του σχεδίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει προσωρινό σχέδιο κατάστασης προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών του Οργανισμού για το επόμενο οικονομικό έτος.

3.   Το προσωρινό σχέδιο κατάστασης προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών του Οργανισμού διαβιβάζεται στην Επιτροπή έως την 31η Ιανουαρίου κάθε έτους. Το διοικητικό συμβούλιο διαβιβάζει το τελικό σχέδιο κατάστασης προβλέψεων στην Επιτροπή έως την 31η Μαρτίου.

4.   Η Επιτροπή διαβιβάζει την κατάσταση προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών του Οργανισμού στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή μαζί με το σχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης.

5.   Βάσει της κατάστασης προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών του Οργανισμού, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για τον πίνακα προσωπικού και το ποσό της επιχορήγησης από τον γενικό προϋπολογισμό, και καταθέτει το σχέδιο αυτό στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

6.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για τη συνεισφορά που προορίζεται για τον Οργανισμό.

7.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τον πίνακα προσωπικού του Οργανισμού.

8.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τον προϋπολογισμό του Οργανισμού με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών που έχουν δικαίωμα ψήφου. Ο προϋπολογισμός καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Εάν κριθεί αναγκαίο, ο προϋπολογισμός αναπροσαρμόζεται δεόντως.

9.   Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/715 εφαρμόζεται για τυχόν κτιριακά έργα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

Άρθρο 40

Εκτέλεση του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει ετησίως στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή όλες τις πληροφορίες που έχουν σημασία για τις διαδικασίες αξιολόγησης του άρθρου 51.

Άρθρο 41

Απόδοση λογαριασμών και απαλλαγή

1.   Μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου οικονομικού έτους, ο υπόλογος του Οργανισμού αποστέλλει τους προσωρινούς λογαριασμούς στον υπόλογο της Επιτροπής και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

2.   Μέχρι την 31η Μαρτίου του επόμενου οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς του Οργανισμού, κατόπιν ενοποίησης με τους λογαριασμούς της Επιτροπής.

3.   Μέχρι την 31η Μαρτίου του επόμενου οικονομικού έτους, ο Οργανισμός διαβιβάζει την έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

4.   Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τους προσωρινούς λογαριασμούς του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 246 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (31) ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς του Οργανισμού με δική του ευθύνη και τους υποβάλλει για γνωμοδότηση στο διοικητικό συμβούλιο.

5.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση στις παρατηρήσεις του έως τις 30 Σεπτεμβρίου. Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει επίσης την απάντηση αυτή στο διοικητικό συμβούλιο.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο γνωμοδοτεί σχετικά με τους οριστικούς λογαριασμούς του Οργανισμού.

7.   Μέχρι την 1η Ιουλίου που έπεται κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο τους οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου.

8.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 15 Νοεμβρίου του επόμενου έτους.

9.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κάθε πληροφορία που απαιτείται για την ομαλή εφαρμογή της διαδικασίας απαλλαγής για το συγκεκριμένο οικονομικό έτος, σύμφωνα με το άρθρο 261 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046.

10.   Πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2 και κατόπιν σύστασης του Συμβουλίου που έχει αποφασιστεί με ειδική πλειοψηφία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χορηγεί απαλλαγή στον εκτελεστικό διευθυντή όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του έτους Ν.

Άρθρο 42

Δημοσιονομικοί κανόνες

Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες που ισχύουν για τον Οργανισμό κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή. Οι εν λόγω δημοσιονομικοί κανόνες παρεκκλίνουν από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2019/715 μόνο εάν απαιτείται συγκεκριμένα παρέκκλιση για λόγους λειτουργίας του Οργανισμού και εφόσον έχει προηγουμένως συμφωνήσει η Επιτροπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

Προσωπικό

Άρθρο 43

Γενική διάταξη

1.   Στο προσωπικό του Οργανισμού εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οι κανόνες που θεσπίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

2.   Η πρόσληψη προσωπικού του Οργανισμού από τρίτες χώρες μετά τη σύναψη των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 54 πρέπει να συνάδει με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και με το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Άρθρο 44

Αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και λοιπό προσωπικό

1.   Ο Οργανισμός δύναται να χρησιμοποιεί αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες ή άλλο προσωπικό που δεν απασχολείται από τον Οργανισμό. Στους αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες ή άλλο προσωπικό που δεν απασχολείται από τον Οργανισμό δεν εφαρμόζονται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει απόφαση για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με την απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων στον Οργανισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

Γενικές και τελικές διατάξεις

Άρθρο 45

Προνόμια και ασυλίες

Το πρωτόκολλο αριθ. 7 περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ εφαρμόζεται στον Οργανισμό και στο προσωπικό του.

Άρθρο 46

Γλωσσικό καθεστώς

Ο Οργανισμός υπόκειται στον κανονισμό αριθ. 1 του Συμβουλίου (32).

Άρθρο 47

Διαφάνεια

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 εφαρμόζεται στα έγραφα που έχει στην κατοχή του ο Οργανισμός.

2.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον Οργανισμό υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (33).

3.   Εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασής του μετά τη 2α Ιουλίου 2024, το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 από τον Οργανισμό, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τον διορισμό υπευθύνου προστασίας δεδομένων του Οργανισμού. Τα εν λόγω μέτρα θεσπίζονται κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

Άρθρο 48

Καταπολέμηση της απάτης

1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων πράξεων, εφαρμόζεται στον Οργανισμό ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013.

2.   Ο Οργανισμός προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF έως την 1η Οκτωβρίου 2023 και θεσπίζει τις κατάλληλες διατάξεις που ισχύουν για όλους τους εργαζομένους του Οργανισμού, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της συμφωνίας αυτής.

3.   Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει αρμοδιότητα ελέγχου βάσει παραστατικών και επιτόπιας έρευνας, που ασκούνται σε όλους τους δικαιούχους επιχορηγήσεων, εργολάβους και υπεργολάβους οι οποίοι έχουν λάβει ενωσιακά κονδύλια από τον Οργανισμό.

4.   Η OLAF και η EPPO μπορούν εντός του πεδίου της εντολής τους να διενεργούν έρευνες οι οποίες στην περίπτωση της OLAF μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις, με σκοπό να διαπιστωθεί αν υπάρχει απάτη, διαφθορά ή άλλη παράνομη δραστηριότητα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σχετικά με επιχορήγηση ή σύμβαση χρηματοδοτούμενη από τον Οργανισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 και στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου (34).

5.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 4 του παρόντος άρθρου, οι ρυθμίσεις εργασίας και συμφωνίες με διεθνείς οργανισμούς και τρίτες χώρες κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 53 και 54, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες επιχορήγησης και οι αποφάσεις επιχορήγησης του Οργανισμού περιέχουν διατάξεις διά των οποίων παρέχεται ρητώς στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην OLAF εξουσία διενέργειας των ελέγχων και ερευνών που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με την αντίστοιχη αρμοδιότητα τους.

Άρθρο 49

Προστασία διαβαθμισμένων και ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών

1.   Ο Οργανισμός θεσπίζει κανόνες ασφαλείας που είναι ισοδύναμοι των κανόνων ασφαλείας της Επιτροπής για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΠΕΕ) και των ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών, όπως προβλέπεται στις αποφάσεις (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 και (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444. Οι κανόνες ασφαλείας του Οργανισμού καλύπτουν, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις περί ανταλλαγής, επεξεργασίας και αποθήκευσης τέτοιων πληροφοριών.

2.   Ο Οργανισμός μπορεί να ανταλλάσσει διαβαθμισμένες πληροφορίες με τις σχετικές αρχές τρίτης χώρας ή με διεθνή οργανισμό ή να ανταλλάσσει ΔΠΕΕ με άλλο όργανο, υπηρεσία ή οργανισμό της Ένωσης μόνο στο πλαίσιο διοικητικών ρυθμίσεων. Οι διοικητικές ρυθμίσεις υπόκεινται στην έγκριση του διοικητικού συμβουλίου, κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή. Ελλείψει διοικητικής ρύθμισης, κάθε έκτακτη ad hoc κοινοποίηση ΔΠΕΕ σε άλλο όργανο, υπηρεσία ή οργανισμό της Ένωσης αποφασίζεται από τον εκτελεστικό διευθυντή, κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή.

Άρθρο 50

Ευθύνη

1.   Η συμβατική ευθύνη του Οργανισμού διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση.

2.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται δυνάμει τυχόν ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτει ο Οργανισμός.

3.   Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, ο Οργανισμός υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν οι υπηρεσίες ή οι υπάλληλοί του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

4.   Αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών αποζημίωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 είναι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.   Η προσωπική ευθύνη των μελών του προσωπικού έναντι του Οργανισμού διέπεται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ή το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Άρθρο 51

Αξιολόγηση και επανεξέταση

1.   Έως την 3η Ιουλίου 2029 και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή αξιολογεί τις επιδόσεις του Οργανισμού σε σχέση με τους στόχους, την εντολή, τα καθήκοντα και την τοποθεσία του, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής. Στις εν λόγω αξιολογήσεις εξετάζονται, ειδικότερα, η ενδεχόμενη ανάγκη τροποποίησης της εντολής του Οργανισμού, καθώς και οι δημοσιονομικές επιπτώσεις μιας τέτοιας τροποποίησης. Στην πρώτη της αξιολόγηση, η Επιτροπή δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις αλλαγές που εισάγει ο παρών κανονισμός στην εντολή και στα καθήκοντα του Οργανισμού.

2.   Σε κάθε δεύτερη αξιολόγηση, η Επιτροπή αξιολογεί επίσης τα αποτελέσματα που έχει σημειώσει ο Οργανισμός ως προς τους στόχους, την εντολή και τα καθήκοντά του, καθώς και το κατά πόσον η συνέχιση της λειτουργίας του Οργανισμού δικαιολογείται σε σχέση με τους εν λόγω στόχους, την εντολή και τα καθήκοντά του.

3.   Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τα πορίσματα των αξιολογήσεων βάσει του παρόντος άρθρου. Τα πορίσματα των αξιολογήσεων δημοσιοποιούνται.

Άρθρο 52

Διοικητικές έρευνες

Οι δραστηριότητες του Οργανισμού υπόκεινται στις έρευνες του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή σύμφωνα με το άρθρο 228 ΣΛΕΕ.

Άρθρο 53

Συνεργασία με άλλους οργανισμούς και όργανα

1.   Ο Οργανισμός επιδιώκει ενεργά τη συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς και άλλους φορείς, ιδίως ενωσιακούς, κυβερνητικούς και μη κυβερνητικούς φορείς και με τεχνικούς φορείς αρμόδιους σε θέματα που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό, στο πλαίσιο ρυθμίσεων εργασίας που συνάπτει με τους εν λόγω φορείς, σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ και τις διατάξεις για την αρμοδιότητα των εν λόγω φορέων. Οι εν λόγω ρυθμίσεις εργασίας δεν καλύπτουν την ανταλλαγή διαβαθμισμένων πληροφοριών.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει ρυθμίσεις εργασίας όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 βάσει σχεδίων που υποβάλλει ο εκτελεστικός διευθυντής και κατόπιν προηγούμενης έγκρισης της Επιτροπής. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δηλώσει ότι διαφωνεί με τις εν λόγω ρυθμίσεις εργασίας, το διοικητικό συμβούλιο τις θεσπίζει με πλειοψηφία των τριών τετάρτων των μελών με δικαίωμα ψήφου.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τροποποιήσεις ή μεταβολές σε υφιστάμενες ρυθμίσεις εργασίας, οι οποίες είναι περιορισμένου εύρους και δεν μεταβάλλουν το γενικότερο πεδίο και τον σκοπό των ρυθμίσεων εργασίας, ή τεχνικές ρυθμίσεις εργασίας με άλλους τεχνικούς φορείς βάσει σχεδίων που υποβάλλει ο εκτελεστικός διευθυντής και κατόπιν ενημέρωσης της Επιτροπής.

4.   Ο Οργανισμός δημοσιεύει στον ιστότοπό του τις ρυθμίσεις εργασίας που έχει συνάψει δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 54

Συνεργασία με τρίτες χώρες

1.   Ο Οργανισμός είναι ανοικτός στη συμμετοχή στο έργο του τρίτων χωρών οι οποίες έχουν συνάψει σχετικές συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2.   Βάσει των σχετικών διατάξεων των συμφωνιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, θεσπίζονται ρυθμίσεις που ορίζουν, ιδίως, τη φύση, την έκταση και τον τρόπο συμμετοχής των οικείων τρίτων χωρών στο έργο του Οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με τη συμμετοχή στις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει ο Οργανισμός, τις οικονομικές συνεισφορές και το προσωπικό.

Στα ζητήματα προσωπικού, οι ρυθμίσεις όπως αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο συνάδουν με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 55

Συνεργασία με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών

1.   Ο Οργανισμός διατηρεί συνεργασία με σχετικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που δραστηριοποιούνται σε τομείς που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό σε εθνικό, ενωσιακό ή διεθνές επίπεδο, με σκοπό τη διαβούλευση, την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συγκέντρωση γνώσεων μέσω της συμμετοχής των εν λόγω οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών. Για τον σκοπό αυτό, ο Οργανισμός ορίζει ενιαίο σημείο επαφής υπό την εποπτεία του εκτελεστικού διευθυντή το οποίο εξασφαλίζει την τακτική παροχή ενημέρωσης στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών σχετικά με τις δραστηριότητές του, μεταξύ άλλων δημιουργώντας ειδική ιστοσελίδα ή χρησιμοποιώντας άλλα σχετικά μέσα. Ο Οργανισμός επιτρέπει σε οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών να υποβάλλουν δεδομένα και πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητές του.

2.   Όταν εξετάζει συγκεκριμένα θέματα, ο Οργανισμός πραγματοποιεί, όπου συντρέχει περίπτωση, συγκεκριμένες ανταλλαγές με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που διαθέτουν τα σχετικά προσόντα και την εμπειρία για το συγκεκριμένο θέμα.

3.   Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών όπως αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 καταχωρίζονται στο μητρώο διαφάνειας, όπως θεσπίστηκε από τη διοργανική συμφωνία της 20ής Μαΐου 2021 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ένα υποχρεωτικό μητρώο διαφάνειας (35). Ο οργανισμός δημοσιοποιεί τον κατάλογο των εν λόγω οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.

Άρθρο 56

Συμφωνία για την έδρα και όροι λειτουργίας

1.   Οι απαραίτητες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση του Οργανισμού στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η έδρα του Οργανισμού, τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή του το εν λόγω κράτος μέλος και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το προσωπικό του Οργανισμού, συμπεριλαμβανομένου του εκτελεστικού διευθυντή, και τα μέλη των οικογενειών τους, καθορίζονται σε συμφωνία για την έδρα η οποία συνάπτεται μεταξύ του Οργανισμού και του εν λόγω κράτους μέλους.

2.   Για να διασφαλίζεται η εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία του Οργανισμού, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η έδρα του Οργανισμού παρέχει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες, στις οποίες περιλαμβάνονται πολύγλωσση σχολική εκπαίδευση με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και κατάλληλες συγκοινωνιακές συνδέσεις.

Άρθρο 57

Νομική διαδοχή

1.   Ο Οργανισμός είναι ο διάδοχος, από νομική άποψη, όλων των συμβάσεων, υποχρεώσεων και περιουσιακών στοιχείων του EMCDDA.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει τη νομική ισχύ συμφωνιών και ρυθμίσεων που έχει συνάψει το EMCDDA από τη 2α Ιουλίου 2024.

Άρθρο 58

Μεταβατικές ρυθμίσεις για το διοικητικό συμβούλιο

1.   Το διοικητικό συμβούλιο του EMCDDA συνεχίζει τις εργασίες και τη λειτουργία του βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1920/2006 και των κανόνων που θεσπίστηκαν βάσει του εν λόγω κανονισμού έως ότου διοριστούν όλοι οι εκπρόσωποι του διοικητικού συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 23 του παρόντος κανονισμού.

2.   Έως την 1η Απριλίου 2024, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα ονόματα των προσώπων που διόρισαν ως μέλη και αναπληρωματικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 23.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο που συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 23 πραγματοποιεί την πρώτη συνεδρίασή του έως την 3η Αυγούστου 2024. Κατά την εν λόγω συνεδρίαση το διοικητικό συμβούλιο δύναται να εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό του.

Άρθρο 59

Μεταβατικές ρυθμίσεις για τον εκτελεστικό διευθυντή

1.   Ο διευθυντής του EMCDDA, που διορίζεται βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1920/2006, εξακολουθεί, μέχρι τη λήξη της θητείας του, να ασκεί καθήκοντα εκτελεστικού διευθυντή κατά την έννοια του άρθρου 30 του παρόντος κανονισμού. Οι λοιποί όροι της σύμβασής του παραμένουν αμετάβλητοι.

Εάν η θητεία του διευθυντή του EMCDDA λήγει μεταξύ της 1ης Ιουλίου 2023 και της 2ας Ιουλίου 2024, και αν δεν έχει ήδη παραταθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1920/2006, η θητεία παρατείνεται αυτομάτως έως την 3η Ιουλίου 2025.

2.   Σε περίπτωση που ο διευθυντής που έχει διοριστεί βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1920/2006 δεν επιθυμεί ή δεν δύναται να ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το διοικητικό συμβούλιο διορίζει προσωρινό εκτελεστικό διευθυντή ο οποίος ασκεί καθήκοντα εκτελεστικού διευθυντή για μέγιστο χρονικό διάστημα 18 μηνών, εν αναμονή του διορισμού του εκτελεστικού διευθυντή κατά το άρθρο 29 παράγραφος 2.

Άρθρο 60

Μεταβατικές ρυθμίσεις για τα εθνικά εστιακά σημεία

Έως την 1η Ιουνίου 2024, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου παρέχουν στον Οργανισμό το όνομα των οργάνων τα οποία έχουν ορισθεί ως εθνικά εστιακά σημεία σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 1 και το όνομα των επικεφαλής των εθνικών εστιακών σημείων. Για τον σκοπό αυτό, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν να στείλουν ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο επιβεβαιώνεται το status quo.

Άρθρο 61

Μεταβατικές διατάξεις για τον προϋπολογισμό

Η διαδικασία απαλλαγής ως προς τους προϋπολογισμούς που έχουν εγκριθεί βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1920/2006 διεξάγεται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 62

Κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1920/2006

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1920/2006 καταργείται με ισχύ από τη 2α Ιουλίου 2024. Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας στο παράρτημα.

2.   Οι εσωτερικοί κανόνες που έχει θεσπίσει και τα μέτρα που έχει λάβει το διοικητικό συμβούλιο βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1920/2006 παραμένουν σε ισχύ μετά τη 2α Ιουλίου 2024, εκτός εάν το διοικητικό συμβούλιο αποφασίσει άλλως κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 63

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τη 2α Ιουλίου 2024.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 27 Ιουνίου 2023.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

H Πρόεδρος

R. METSOLA

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

J. ROSWALL


(1)  ΕΕ C 323 της 26.8.2022, σ. 88.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Ιουνίου 2023 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2023.

(3)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 302/93 του Συμβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 1993, για την ίδρυση ευρωπαϊκού κέντρου παρακολούθησης ναρκωτικών και τοξικομανίας (ΕΕ L 36 της 12.2.1993, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1920/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, για τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) και την αντικατάσταση και κατάργηση των αποφάσεων του Συμβουλίου 2009/371/ΔΕΥ, 2009/934/ΔΕΥ, 2009/935/ΔΕΥ, 2009/936/ΔΕΥ και 2009/968/ΔΕΥ (ΕΕ L 135 της 24.5.2016, σ. 53).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(8)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

(9)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την ασφάλεια στην Επιτροπή (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 41).

(10)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 53).

(11)  Απόφαση-πλαίσιο 2004/757/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2004, για τη θέσπιση ελάχιστων διατάξεων σχετικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων και τις ποινές που ισχύουν στον τομέα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών (ΕΕ L 335 της 11.11.2004, σ. 8).

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 273/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, περί των προδρόμων ουσιών των ναρκωτικών (ΕΕ L 47 της 18.2.2004, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 111/2005 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση κανόνων για την παρακολούθηση του εμπορίου πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών (ΕΕ L 22 της 26.1.2005, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1727 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust) και την αντικατάσταση και την κατάργηση της απόφασης 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 138).

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 168/2007 του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2007, για την ίδρυση Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 53 της 22.2.2007, σ. 1).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2219 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κατάρτιση στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (ΕΑΑ) και για την αντικατάσταση και κατάργηση της απόφασης 2005/681/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 319 της 4.12.2015, σ. 1).

(17)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 726/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση ενωσιακών διαδικασιών χορήγησης άδειας και εποπτείας όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση και για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΕ L 136 της 30.4.2004, σ. 1).

(18)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 851/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ΕΕ L 142 της 30.4.2004, σ. 1).

(19)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/127 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Ιανουαρίου 2019, σχετικά με την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Eurofound) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1365/75 του Συμβουλίου (ΕΕ L 30 της 31.1.2019, σ. 74).

(20)  Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κωδικός για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/6 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τα κτηνιατρικά φάρμακα και για την κατάργηση της οδηγίας 2001/82/ΕΚ (ΕΕ L 4 της 7.1.2019, σ. 43).

(22)  Οδηγία 2001/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή ορθής κλινικής πρακτικής κατά τις κλινικές δοκιμές φαρμάκων προοριζομένων για τον άνθρωπο (ΕΕ L 121 της 1.5.2001, σ. 34).

(23)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1).

(24)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1).

(25)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 2022 σχετικά με σοβαρές διασυνοριακές απειλές κατά της υγείας και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 1082/2013/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 6.12.2022, σ. 26).

(26)  Απόφαση της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, για τη σύσταση της Αρχής Ετοιμότητας και Αντιμετώπισης Καταστάσεων Έκτακτης Υγειονομικής Ανάγκης 2021/C 393 I/02 (ΕΕ C 393 I, 29.9.2021, σ. 3).

(27)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(28)  Απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 1999, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 20).

(29)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).

(30)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που δημιουργούνται δυνάμει της ΣΛΕΕ και της Συνθήκης Ευρατόμ και αναφέρονται στο άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 122 της 10.5.2019, σ. 1).

(31)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).

(32)  Κανονισμός αριθ. 1 του Συμβουλίου περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385).

(33)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(34)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).

(35)  ΕΕ L 207 της 11.6.2021, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1920/2006

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1

Άρθρο 8

Άρθρο 2

Άρθρο 3

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 4

Άρθρο 2

Άρθρο 5

Άρθρο 1 παράγραφοι 3 και 5, άρθρο 2 στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 6

Παράρτημα I

Άρθρο 7

Άρθρα 5α έως 5δ

Άρθρα 8 έως 11

Άρθρο 12

Άρθρο 13

Άρθρο 14

Άρθρο 15

Άρθρο 16

Άρθρο 17

Άρθρο 18

Άρθρο 19

Άρθρο 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 20

Άρθρο 21

Άρθρο 22

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 23

Άρθρο 24

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 25

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 26

Άρθρο 9 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 27

Άρθρο 10

Άρθρο 28

Άρθρο 11

Άρθρα 29 και 30

Άρθρο 13

Άρθρο 31

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 32

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 33

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 34

Άρθρο 35

Άρθρο 9 παράγραφοι 4, 5 και 6

Άρθρο 36

Άρθρο 14 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 37

Άρθρο 38

Άρθρο 14 παράγραφοι 5 έως 9

Άρθρο 39

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Άρθρο 40

Άρθρο 15 παράγραφοι 2 έως 9

Άρθρο 41

Άρθρο 42

Άρθρο 18

Άρθρο 43

Άρθρο 18 πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 44

Άρθρο 17

Άρθρο 45

Άρθρο 46

Άρθρα 6 και 7

Άρθρο 47

Άρθρο 16

Άρθρο 48

Άρθρο 49

Άρθρο 19

Άρθρο 50

Άρθρο 23

Άρθρο 51

Άρθρο 52

Άρθρο 20

Άρθρο 53

Άρθρο 21

Άρθρο 54

Άρθρο 55

Άρθρο 56

Άρθρο 57

Άρθρο 58

Άρθρο 59

Άρθρο 60

Άρθρο 61

Άρθρο 24

Άρθρο 62

Άρθρο 25

Άρθρο 63