6.9.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 314/22


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2021/1442 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 3ης Αυγούστου 2021

σχετικά με την κατ’ εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων που αφορούν εσωτερικά υποδείγματα και την παράταση προθεσμιών (ΕΚΤ/2021/38)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως τα άρθρα 148, 149 και 150,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (2), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε),

Έχοντας υπόψη την απόφαση (ΕΕ) 2017/933 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Νοεμβρίου 2016, σχετικά με τον καθορισμό γενικού πλαισίου για την κατ’ εξουσιοδότηση λήψη αποφάσεων όσον αφορά εποπτικές νομικές πράξεις (ΕΚΤ/2016/40) (3), και ιδίως το άρθρο 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ασκεί σε αποκλειστική βάση το καθήκον της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων με σκοπό τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής των εποπτικών προτύπων, την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και την επίτευξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού.

(2)

Δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, ως αρμόδια αρχή για τις σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες η ΕΚΤ είναι επιφορτισμένη με τη χορήγηση σε αυτές προηγούμενης άδειας για παράταση της προθεσμίας διαδοχικής εφαρμογής της προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων για σκοπούς υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο διαφόρων κατηγοριών ανοιγμάτων και διαφόρων επιχειρηματικών μονάδων βάσει του άρθρου 148 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, για επαναφορά στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων προσεγγίσεων βάσει του άρθρου 149 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και για μόνιμη χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης βάσει του άρθρου 150 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(3)

Οι εποπτικές αποφάσεις της ΕΚΤ μπορεί να περιέχουν υποχρεώσεις ή απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να εκπληρώνει ο αποδέκτης εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, εφόσον τούτο απαιτείται για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της απόφασης ή λοιπών απαιτήσεων. Κατόπιν αιτήματος εποπτευόμενων οντοτήτων η ΕΚΤ μπορεί να παρατείνει την προθεσμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων ή απαιτήσεων με άλλη εποπτική απόφαση, εφόσον τούτο κρίνεται εύλογο. Επιπλέον, κατόπιν αιτήματος υποψηφίων αγοραστών η ΕΚΤ μπορεί να παρατείνει τη μέγιστη προθεσμία ολοκλήρωσης της προτεινόμενης απόκτησης ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα.

(4)

Ως αρμόδια αρχή η ΕΚΤ καλείται κάθε χρόνο να εκδώσει σημαντικό αριθμό αποφάσεων σχετικά με εσωτερικά υποδείγματα και με την παράταση προθεσμιών. Προς διευκόλυνση της διαδικασίας λήψης των εν λόγω αποφάσεων καθίσταται αναγκαία η έκδοση εξουσιοδοτικής απόφασης της ΕΚΤ. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αναγνωρίσει την αναγκαιότητα της εξουσιοδότησης ως μέσου που επιτρέπει σε όργανα τα οποία καλούνται να εκδίδουν σημαντικό αριθμό αποφάσεων να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους. Ομοίως, έχει αναγνωρίσει την ανάγκη να εξασφαλίζεται η ικανότητα λειτουργίας των αποφασιστικών οργάνων, η οποία αντιστοιχεί σε αρχή συμφυή σε κάθε θεσμικό σύστημα (4).

(5)

Η εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων θα πρέπει να είναι περιορισμένη και να διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας, η δε έκτασή της να ορίζεται με σαφήνεια.

(6)

Στις 24 Ιουνίου 2020 το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε τη θέσπιση στενής συνεργασίας μεταξύ της ΕΚΤ και της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας (5), καθώς και μεταξύ της ΕΚΤ και της Δημοκρατίας της Κροατίας (6). Το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 ορίζει ότι για την άσκηση ορισμένων καθηκόντων σε σχέση με πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ η ΕΚΤ μπορεί, σε περιπτώσεις καθιέρωσης στενής συνεργασίας κατά τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, να απευθύνει οδηγίες στην εθνική αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω οδηγίες είναι σκόπιμο να συμπεριληφθούν στις πράξεις που μπορεί να εκδίδει η ΕΚΤ βάσει εξουσιοδότησης των προϊσταμένων υπηρεσιακών μονάδων σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της παρούσας απόφασης.

(7)

Η απόφαση (ΕΕ) 2017/933 (ΕΚΤ/2016/40) καθορίζει τη διαδικασία έκδοσης εξουσιοδοτικών εποπτικών αποφάσεων και τα πρόσωπα που μπορούν να εξουσιοδοτούνται. Η εν λόγω απόφαση δεν επηρεάζει την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ ούτε θίγει την αρμοδιότητα του εποπτικού συμβουλίου να προτείνει ολοκληρωμένα σχέδια αποφάσεων προς το διοικητικό συμβούλιο.

(8)

Εάν δεν πληρούνται τα κριτήρια για την έκδοση αποφάσεων κατ’ εξουσιοδότηση, οι αποφάσεις θα πρέπει να εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων του άρθρου 26 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και του άρθρου 13ζ της απόφασης ΕΚΤ/2004/2 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (7). Εξάλλου, η διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων θα πρέπει να εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις που λόγω της πολυπλοκότητας της αξιολόγησης ή του ευαίσθητου χαρακτήρα του αντικειμένου οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων διατηρούν επιφυλάξεις ως προς το αν πληρούνται τα κριτήρια αξιολόγησης των αποφάσεων που αφορούν εσωτερικά υποδείγματα και των αποφάσεων που αφορούν την παράταση προθεσμιών, καθώς και στις περιπτώσεις που το αποτέλεσμα της οικείας αξιολόγησης επιδρά άμεσα σε μία ή περισσότερες από τις εν λόγω λοιπές αποφάσεις, ως εκ τούτου δε, οι αποφάσεις θα πρέπει να εξετάζονται παράλληλα από το ίδιο υποκείμενο λήψης αποφάσεων προς αποτροπή αντιφατικών αποτελεσμάτων.

(9)

Οι εποπτικές αποφάσεις της ΕΚΤ μπορούν να αποτελούν αντικείμενο διοικητικής επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και τα ειδικότερα οριζόμενα στην απόφαση ΕΚΤ/2014/16 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (8). Στις περιπτώσεις διοικητικής επανεξέτασης το εποπτικό συμβούλιο θα πρέπει, αφού λάβει υπόψη τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης, να υποβάλλει προς έγκριση στο διοικητικό συμβούλιο νέο σχέδιο απόφασης με βάση τη διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«απόφαση σχετικά με εσωτερικά υποδείγματα»: απόφαση της ΕΚΤ σχετικά με τη χορήγηση προηγούμενης άδειας για παράταση της προθεσμίας διαδοχικής εφαρμογής της προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων για σκοπούς υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο διαφόρων κατηγοριών ανοιγμάτων βάσει του άρθρου 148 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, για επαναφορά στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων προσεγγίσεων βάσει του άρθρου 149 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και για μόνιμη χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης βάσει του άρθρου 150 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

2)

«τυποποιημένη προσέγγιση»: η προσέγγιση για τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για τους σκοπούς των στοιχείων α) και στ) του άρθρου 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η οποία προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 του εν λόγω κανονισμού·

3)

«προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων» (ΠΕΔ): η προσέγγιση για τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για τους σκοπούς των στοιχείων α) και στ) του άρθρου 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η οποία προβλέπεται στο τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3 του εν λόγω κανονισμού·

4)

«δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1», «δείκτης κεφαλαίου της κατηγορίας 1» και «συνολικός δείκτης κεφαλαίου»: ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, ο δείκτης κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου, αντίστοιχα, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 92 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

5)

«υποχρέωση»: παρεπόμενη διάταξη εποπτικής απόφασης που απαιτεί από έναν ή περισσότερους αποδέκτες να ενεργήσουν εντός προθεσμίας προκειμένου να διασφαλίσουν την ορθή εφαρμογή της εποπτικής απόφασης·

6)

«περιορισμός»: παρεπόμενη διάταξη εποπτικής απόφασης που περιορίζει ή τροποποιεί την επιτρεπόμενη χρήση εσωτερικού υποδείγματος, μεταξύ άλλων μέσω της επιβολής υψηλότερων συντελεστών πολλαπλασιασμού ή πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων·

7)

«απόφαση σχετικά με την παράταση προθεσμιών»: απόφαση της ΕΚΤ με την οποία παρατείνονται α) η προθεσμία συμμόρφωσης με υποχρεώσεις ή απαιτήσεις που επιβάλλονται με εποπτική απόφαση της ΕΚΤ και β) η μέγιστη προθεσμία ολοκλήρωσης προτεινόμενης απόκτησης που καθορίζεται σε απόφαση ειδικής συμμετοχής, όπως αυτή η απόφαση ορίζεται στο άρθρο 1 σημείο 3) της απόφασης (ΕΕ) 2019/1376 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2019/23) (9)·

8)

«κατ’ εξουσιοδότηση απόφαση»: κατ’ εξουσιοδότηση απόφαση κατά τον ορισμό του άρθρου 3 σημείο 4) της απόφασης (ΕΕ) 2017/933 (ΕΚΤ/2016/40)·

9)

«προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων»: προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ οι οποίοι εξουσιοδοτούνται να εκδίδουν αποφάσεις σχετικά με εσωτερικά υποδείγματα ή αποφάσεις σχετικά με την παράταση προθεσμιών·

10)

«διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων»: η διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, όπως εξειδικεύεται περαιτέρω στο άρθρο 13ζ της απόφασης ΕΚΤ/2004/2·

11)

«αρνητική απόφαση»: απόφαση κατά της χορήγησης ή της ανεπιφύλακτης χορήγησης άδειας ή παράτασης κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος της εποπτευόμενης οντότητας ή του υποψήφιου αγοραστή. Απόφαση η οποία περιέχει παρεπόμενες διατάξεις, όπως όρους, υποχρεώσεις ή περιορισμούς, θεωρείται αρνητική, εκτός εάν οι παρεπόμενες αυτές διατάξεις α) διασφαλίζουν τη συμμόρφωση της εποπτευόμενης οντότητας με τις απαιτήσεις του σχετικού δικαίου της Ένωσης που παρατίθενται στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 5 παράγραφος 2 και στο άρθρο 6 παράγραφος 2 και έχουν συνομολογηθεί γραπτώς· ή β) απλώς αναπαράγουν μία ή περισσότερες από τις υφιστάμενες απαιτήσεις με τις οποίες υποχρεούται να συμμορφώνεται η εποπτευόμενη οντότητα σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή απαιτούν την παροχή πληροφοριών σχετικά με τη συμμόρφωση με μία ή με περισσότερες από τις εν λόγω απαιτήσεις·

12)

«ευαίσθητος χαρακτήρας»: χαρακτηριστικό ή παράγοντας που μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη φήμη της ΕΚΤ ή/και στην αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των ακόλουθων: α) η οικεία εποπτευόμενη οντότητα έχει καταστεί στο παρελθόν ή είναι αντικείμενο εφαρμογής αυστηρών εποπτικών μέτρων, όπως μέτρα έγκαιρης παρέμβασης· β) με την έκδοσή του το σχέδιο απόφασης θα δημιουργήσει νέο προηγούμενο που θα μπορούσε να δεσμεύσει την ΕΚΤ μελλοντικά· γ) με την έκδοσή του το σχέδιο απόφασης μπορεί να προσελκύσει αρνητικά την προσοχή των μέσων ενημέρωσης ή του κοινού· ή δ) αρμόδια εθνική αρχή που έχει θεσπίσει στενή συνεργασία με την ΕΚΤ γνωστοποιεί σε αυτή τη διαφωνία της με το προτεινόμενο σχέδιο απόφασης·

13)

«σημαντική εποπτευόμενη οντότητα»: σημαντική εποπτευόμενη οντότητα κατά τον ορισμό του άρθρου 2 σημείο 16) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/17) (10)·

14)

«σημαντικός εποπτευόμενος όμιλος»: σημαντικός εποπτευόμενος όμιλος κατά τον ορισμό του άρθρου 2 σημείο 22) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17)·

15)

«απόφαση SREP»: η απόφαση που εκδίδει η ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 με το πέρας της ετήσιας διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης κατά την έννοια του άρθρου 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11)·

16)

«Οδηγός της ΕΚΤ»: έγγραφο το οποίο εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο κατόπιν πρότασης του εποπτικού συμβουλίου, δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΚΤ και παρέχει κατευθύνσεις σχετικά με την κατανόηση των νομικών απαιτήσεων από την ΕΚΤ.

17)

«Οδηγός εσωτερικών υποδειγμάτων της ΕΚΤ»: έγγραφο με αυτόν τον τίτλο και κάθε άλλο έγγραφο, το οποίο παρέχει κατευθύνσεις σχετικά με την κατανόηση από την ΕΚΤ των νομικών απαιτήσεων που διέπουν την αξιολόγηση εσωτερικού υποδείγματος, εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο κατόπιν πρότασης του εποπτικού συμβουλίου και δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΚΤ.

Άρθρο 2

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα απόφαση καθορίζει τα κριτήρια βάσει των οποίων οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ εξουσιοδοτούνται να εκδίδουν αποφάσεις σχετικά με τα εσωτερικά υποδείγματα και αποφάσεις σχετικά με την παράταση προθεσμιών.

2.   Η εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων δεν θίγει την εποπτική αξιολόγηση που διενεργείται για τους σκοπούς της λήψης αποφάσεων σχετικά με τα εσωτερικά υποδείγματα και αποφάσεων σχετικά με την παράταση προθεσμιών.

Άρθρο 3

Κατ’ εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων σχετικά με τα εσωτερικά υποδείγματα και αποφάσεων σχετικά με την παράταση προθεσμιών

1.   Δυνάμει του άρθρου 4 της απόφασης (ΕΕ) 2017/933 (ΕΚΤ/2016/40), το διοικητικό συμβούλιο εξουσιοδοτεί με την παρούσα απόφαση τους προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων που ορίζονται από την εκτελεστική επιτροπή κατά το άρθρο 5 της ως άνω απόφασης να εκδίδουν αποφάσεις που αφορούν:

α)

τη χορήγηση άδειας για παράταση της προθεσμίας διαδοχικής εφαρμογής της ΠΕΔ βάσει του άρθρου 148 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

τη χορήγηση άδειας για επαναφορά στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων προσεγγίσεων βάσει του άρθρου 149 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

τη χορήγηση άδειας για μόνιμη μερική χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης βάσει του άρθρου 150 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

δ)

την παράταση προθεσμιών.

2.   Η εξουσιοδότηση για την έκδοση αποφάσεων βάσει της παραγράφου 1 ισχύει για:

α)

την έκδοση εποπτικών αποφάσεων από την ΕΚΤ·

β)

την έκδοση οδηγιών από την ΕΚΤ προς τις εθνικές αρμόδιες αρχές με τις οποίες αυτή έχει θεσπίσει στενή συνεργασία σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

3.   Η κατ’ εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων σχετικά με τα εσωτερικά υποδείγματα της παραγράφου 1 είναι δυνατή εάν πληρούνται τα κριτήρια των άρθρων 4, 5 και 6.

4.   Η κατ’ εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων σχετικά με την παράταση προθεσμιών της παραγράφου 1 είναι δυνατή εάν πληρούνται τα κριτήρια των άρθρων 7 και 8.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων σχετικά με εσωτερικά υποδείγματα και αποφάσεων σχετικά με την παράταση προθεσμιών δεν είναι δυνατή εάν η πολυπλοκότητα της αξιολόγησης ή ο ευαίσθητος χαρακτήρας του αντικειμένου απαιτεί την έκδοσή τους βάσει της διαδικασίας μη διατύπωσης αντιρρήσεων. Οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων μπορούν να υποβάλλουν στο εποπτικό συμβούλιο και στο διοικητικό συμβούλιο προς έκδοση βάσει της διαδικασίας μη διατύπωσης αντιρρήσεων απόφαση σχετικά με τα εσωτερικά υποδείγματα ή απόφαση σχετικά με την παράταση προθεσμιών η οποία πληροί τα κριτήρια των άρθρων 4 και 8 για την κατ’ εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων, εάν η εποπτική αξιολόγηση της εν λόγω απόφασης επιδρά άμεσα στην εποπτική αξιολόγηση άλλης απόφασης που πρόκειται να εκδοθεί βάσει της διαδικασίας μη διατύπωσης αντιρρήσεων.

6.   Δεν είναι δυνατή η κατ’ εξουσιοδότηση έκδοση αρνητικών αποφάσεων σχετικά με εσωτερικά υποδείγματα και αποφάσεων σχετικά με την παράταση προθεσμιών.

Άρθρο 4

Κριτήρια έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση αποφάσεων που αφορούν τη χορήγηση προηγούμενης άδειας για παράταση της προθεσμίας διαδοχικής εφαρμογής της ΠΕΔ

1.   Οι αποφάσεις με τις οποίες χορηγείται άδεια για παράταση της προθεσμίας διαδοχικής εφαρμογής της ΠΕΔ εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση εφόσον πληρούνται όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

η παράταση ζητείται για χρονικό διάστημα το οποίο δεν υπερβαίνει τα τρία έτη από την προθεσμία που ορίζει το τελευταίο εγκεκριμένο σχέδιο διαδοχικής εφαρμογής της ΠΕΔ στην οικεία κατηγορία ανοιγμάτων, στην επιχειρηματική μονάδα ή στις εσωτερικές εκτιμήσεις για τον υπολογισμό της ζημίας σε περίπτωση αθέτησης ή των συντελεστών μετατροπής κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 148 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

η αξία ανοίγματος και το ποσό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων στα οποία το ίδρυμα εφαρμόζει την ΠΕΔ, για τον υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπόψη οι κατευθύνσεις που παρέχει ο Οδηγός εσωτερικών υποδειγμάτων της ΕΚΤ, υπερβαίνουν, τόσο κατά την έκδοση της απόφασης όσο και μετά, το 50% της συνολικής αξίας ανοίγματος και του συνολικού ποσού των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου ή σε ατομικό επίπεδο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας, εφόσον η εν λόγω οντότητα δεν ανήκει στον σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο.

2.   Η αξιολόγηση της παράτασης της προθεσμίας διαδοχικής εφαρμογής της ΠΕΔ διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 148 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και με τα εκτελεστικά και ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, λαμβανομένων επίσης υπόψη τυχόν εφαρμοστέων οδηγών της ΕΚΤ ή παρόμοιων εγγράφων που εκδίδονται από αυτή, καθώς επίσης των κατευθυντήριων γραμμών και των τελικών σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

Άρθρο 5

Κριτήρια έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση αποφάσεων που αφορούν τη χορήγηση προηγούμενης άδειας για επαναφορά στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων προσεγγίσεων

1.   Οι αποφάσεις με τις οποίες χορηγείται άδεια για επαναφορά στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων προσεγγίσεων εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση εφόσον πληρούνται όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

μετά την επαναφορά στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων προσεγγίσεων τα ίδια κεφάλαια της εποπτευόμενης οντότητας εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να υπερβαίνουν το άθροισμα των απαιτήσεων του άρθρου 92 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται να τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας κατά τον ορισμό του άρθρου 128 σημείο 6) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και της κεφαλαιακής καθοδήγησης του πυλώνα 2, όπως ορίζεται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP, και ο δείκτης CET1 δεν μειώνεται περισσότερο από 50 μονάδες βάσης, το δε προκύπτον περιθώριο των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων και της κεφαλαιακής καθοδήγησης του πυλώνα 2, όπως ορίζεται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP, δεν είναι μικρότερο από 50 μονάδες βάσης όσον αφορά τον δείκτη CET1 σε ενοποιημένο επίπεδο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου ή σε ατομικό επίπεδο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας, εφόσον η εν λόγω οντότητα δεν ανήκει στον σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο·

β)

μετά την επαναφορά στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων προσεγγίσεων οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων δεν μειώνονται σε ενοποιημένο επίπεδο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου ή σε ατομικό επίπεδο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας, εφόσον η εν λόγω οντότητα δεν ανήκει στον σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο.

2.   Όταν το αίτημα επαναφοράς στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων προσεγγίσεων αφορά περισσότερα συστήματα διαβάθμισης, η απόφαση εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση εφόσον πληρούνται όλα τα κριτήρια της παραγράφου 1 σε σχέση με κάθε τέτοιο σύστημα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της.

3.   Η αξιολόγηση της επαναφοράς στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων προσεγγίσεων διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 149 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και με τα εκτελεστικά και ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδει η Επιτροπή, λαμβανομένων επίσης υπόψη τυχόν εφαρμοστέων οδηγών της ΕΚΤ ή παρόμοιων εγγράφων που εκδίδονται από αυτή, καθώς επίσης των κατευθυντήριων γραμμών και των τελικών σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

Άρθρο 6

Κριτήρια έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση αποφάσεων που αφορούν τη χορήγηση προηγούμενης άδειας για μόνιμη μερική χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης

1.   Οι αποφάσεις με τις οποίες χορηγείται άδεια για μόνιμη μερική χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση εφόσον πληρούνται όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

μετά την έκδοση της απόφασης σχετικά με τη μόνιμη μερική χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης η αξία ανοίγματος και το ποσό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων στα οποία το ίδρυμα εφαρμόζει την ΠΕΔ, για τον υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπόψη οι κατευθύνσεις που παρέχει ο Οδηγός εσωτερικών υποδειγμάτων της ΕΚΤ, ισούνται με ή υπερβαίνουν το 50% της συνολικής αξίας ανοίγματος και του συνολικού ποσού των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου ή σε ατομικό επίπεδο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας, εφόσον η εν λόγω οντότητα δεν ανήκει στον σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο·

β)

μετά την έκδοση της απόφασης σχετικά με τη μόνιμη μερική χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης η αύξηση της αξίας ανοίγματος και των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων που καλύπτονται από την τυποποιημένη προσέγγιση δεν υπερβαίνει το 20% της συνολικής αξίας ανοίγματος και του συνολικού ποσού των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων σε ενοποιημένο επίπεδο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου ή σε ατομικό επίπεδο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας, εφόσον η εν λόγω οντότητα δεν ανήκει στον σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο.

2.   Η αξιολόγηση της μόνιμης μερικής χρήσης της τυποποιημένης προσέγγισης διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 150 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και με τα εκτελεστικά και ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδει η Επιτροπή, λαμβανομένων επίσης υπόψη τυχόν εφαρμοστέων οδηγών της ΕΚΤ ή παρόμοιων εγγράφων που εκδίδονται από αυτή, καθώς επίσης των κατευθυντήριων γραμμών και των τελικών σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

Άρθρο 7

Κριτήρια έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση αποφάσεων σχετικά με την παράταση των προθεσμιών εκπλήρωσης υποχρεώσεων και απαιτήσεων που επιβάλλει προηγούμενη εποπτική απόφαση της ΕΚΤ

1.   Οι αποφάσεις σχετικά με την παράταση των προθεσμιών εκπλήρωσης υποχρεώσεων και απαιτήσεων που επιβάλλει προηγούμενη εποπτική απόφαση της ΕΚΤ εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση εφόσον πληρούνται όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

η εποπτευόμενη οντότητα ζητεί την παράταση της προθεσμίας και το αίτημα υποβάλλεται στην ΕΚΤ τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την εκπνοή της προθεσμίας·

β)

η παράταση δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της περιόδου που προηγείται της αρχικής προθεσμίας και δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες.

γ)

η παράταση δεν επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα της εποπτευόμενης οντότητας.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αποφάσεις σχετικά με την παράταση προθεσμιών δεν εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση εφόσον ισχύει οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

η παράταση συνεπάγεται μεταβολή του αρχικού πεδίου εφαρμογής της υποχρέωσης ή της απαίτησης που επιβάλλει προηγούμενη εποπτική απόφαση της ΕΚΤ, ή της υποκείμενης αξιολόγησης στην οποία βασίστηκε η εν λόγω προηγούμενη απόφαση·

β)

η παράταση αφορά προθεσμία που έχει ήδη παραταθεί·

γ)

η παράταση ζητείται από πιστωτικό ίδρυμα του οποίου η βαθμολογία όσον αφορά τη διακυβέρνηση, όπως ορίζεται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP, είναι 4·

δ)

η παράταση ζητείται από πιστωτικό ίδρυμα του οποίου το περιθώριο ιδίων κεφαλαίων άνω της κεφαλαιακής καθοδήγησης του πυλώνα 2, όπως ορίζεται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP, είναι χαμηλότερο από 100 μονάδες βάσης όσον αφορά το δείκτη CET1·

ε)

η παράταση ζητείται από πιστωτικό ίδρυμα το οποίο κατά τα τρία προηγούμενα έτη ήταν αποδέκτης μέτρων έγκαιρης παρέμβασης κατά το άρθρο 27 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

στ)

η παράταση δεν επιτρέπεται βάσει του εφαρμοστέου δικαίου.

3.   Η αξιολόγηση των αιτημάτων παράτασης των προθεσμιών διενεργείται α) εφόσον η παράταση είναι εύλογη, λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που παρέχει σχετικά το πιστωτικό ίδρυμα, και β) εφόσον αυτή δεν θίγει την αποτελεσματική εφαρμογή του εποπτικού μέτρου.

Άρθρο 8

Κριτήρια έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση αποφάσεων σχετικά με την παράταση της μέγιστης προθεσμίας ολοκλήρωσης προτεινόμενης απόκτησης

1.   Οι αποφάσεις σχετικά με την παράταση της μέγιστης προθεσμίας που ορίζεται σε αποφάσεις ειδικής συμμετοχής για την ολοκλήρωση προτεινόμενης απόκτησης εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση, εφόσον η παράταση χορηγείται για μέγιστο χρονικό διάστημα 12 μηνών από την εκπνοή της αρχικής προθεσμίας ολοκλήρωσης της προτεινόμενης απόκτησης.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αποφάσεις σχετικά με την παράταση της αναφερόμενης σε αυτή μέγιστης προθεσμίας δεν εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση εφόσον ισχύει οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

η παράταση συνεπάγεται μεταβολή του αρχικού πεδίου εφαρμογής της απόφασης ειδικής συμμετοχής ή της υποκείμενης αξιολόγησης στην οποία βασίστηκε η εν λόγω προηγούμενη απόφαση·

β)

η μέγιστη προθεσμία έχει ήδη παραταθεί·

γ)

ο υποψήφιος αγοραστής ή η στοχευόμενη οντότητα είναι πιστωτικό ίδρυμα του οποίου η βαθμολογία όσον αφορά τη διακυβέρνηση, όπως ορίζεται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP, είναι 4·

δ)

ο υποψήφιος αγοραστής ή η στοχευόμενη οντότητα είναι πιστωτικό ίδρυμα του οποίου το περιθώριο ιδίων κεφαλαίων άνω της κεφαλαιακής καθοδήγησης του πυλώνα 2, όπως ορίζεται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP, είναι χαμηλότερο από 100 μονάδες βάσης όσον αφορά το δείκτη CET1·

ε)

ο υποψήφιος αγοραστής ή η στοχευόμενη οντότητα είναι πιστωτικό ίδρυμα το οποίο κατά τα τρία προηγούμενα έτη ήταν αποδέκτης μέτρων έγκαιρης παρέμβασης κατά το άρθρο 27 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

3.   Η αξιολόγηση των αιτημάτων παράτασης της αναφερόμενης μέγιστης προθεσμίας διενεργείται α) εφόσον η παράταση είναι εύλογη, λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που παρέχει σχετικά ο υποψήφιος αγοραστής, και β) εφόσον αυτή δεν θίγει την αποτελεσματική εφαρμογή του εποπτικού μέτρου.

Άρθρο 9

Μεταβατική διάταξη

Η παρούσα απόφαση δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις αιτήσεων προς την ΕΚΤ για την έκδοση απόφασης που αφορά εσωτερικά υποδείγματα ή για την παράταση προθεσμίας, οι οποίες υποβάλλονται πριν από την έναρξη ισχύος της.

Άρθρο 10

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Φρανκφούρτη, 3 Αυγούστου 2021.

Η Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christine LAGARDE


(1)   ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.

(2)   ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63.

(3)   ΕΕ L 141 της 1.6.2017, σ. 14.

(4)  Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 23ης Σεπτεμβρίου 1986, AKZO Chemie κατά Επιτροπής, 5/85, ECLI:EU:C:1986:328, σκέψη 37, και της 26ης Μαΐου 2005, Carmine Salvatore Tralli κατά ΕΚΤ, C-301/02 P, ECLI:EU:C:2005:306, σκέψη 59.

(5)  Απόφαση (ΕΕ) 2020/1015 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 24ης Ιουνίου 2020, σχετικά με τη θέσπιση στενής συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Българска народна банка (Εθνικής Τράπεζας της Βουλγαρίας) (ΕΚΤ/2020/30) (ΕΕ L 224I της 13.7.2020, σ. 1).

(6)  Απόφαση (ΕΕ) 2020/1016 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 24ης Ιουνίου 2020, σχετικά με τη θέσπιση στενής συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Hrvatska Narodna Banka (ΕΚΤ/2020/31) (ΕΕ L 224I της 13.7.2020, σ. 4).

(7)  Απόφαση ΕΚΤ/2004/2 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ L 80 της 18.3.2004, σ. 33).

(8)  Απόφαση ΕΚΤ/2014/16 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 14ης Απριλίου 2014, σχετικά με την ίδρυση διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης και τον κανονισμό λειτουργίας του (ΕΕ L 175 της 14.6.2014, σ. 47).

(9)  Απόφαση (ΕΕ) 2019/1376 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 23ης Ιουλίου 2019, σχετικά με την κατ’ εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων που αφορούν τη χορήγηση διαβατηρίου, την απόκτηση ειδικών συμμετοχών και την ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΚΤ/2019/23) (ΕΕ L 224 της 28.8.2019, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1).

(11)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(12)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).