25.4.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 111/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ, Ευρατόμ) 2019/629 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 17ης Απριλίου 2019

για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου αριθ. 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 256, παράγραφος 1, και το άρθρο 281 δεύτερο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και ιδίως το άρθρο 106α παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη το αίτημα του Δικαστηρίου,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τις γνώμες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/2422 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), το Δικαστήριο, από κοινού με το Γενικό Δικαστήριο, προέβησαν σε συνολική επανεξέταση σχετικά με τις ασκούμενες από τα δικαιοδοτικά αυτά όργανα αρμοδιότητες και εξέτασαν κατά πόσον, λόγω της μεταρρύθμισης της δομής των δικαστηρίων της Ένωσης που έλαβε χώρα βάσει του εν λόγω κανονισμού, συντρέχει λόγος να επέλθουν ορισμένες τροποποιήσεις στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου ή στην εξέταση των αιτήσεων αναίρεσης από το Δικαστήριο.

(2)

Όπως προκύπτει από την έκθεση που υπέβαλε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή στις 14 Δεκεμβρίου 2017, το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν συντρέχει λόγος, στο παρόν στάδιο, να προτείνει τροποποιήσεις ως προς την εξέταση των αιτήσεων προδικαστικής απόφασης που του υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Πράγματι, η διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης και οι σχετικές αιτήσεις εξετάζονται με ταχύτητα, οπότε, προς το παρόν, δεν επιβάλλεται η μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητας προς έκδοση προδικαστικών αποφάσεων σε συγκεκριμένους τομείς οριζόμενους από τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(3)

Εντούτοις, από την επανεξέταση στην οποία προέβησαν το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο κατέστη εμφανές ότι το Γενικό Δικαστήριο, όταν εκδικάζει προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από κράτος μέλος κατά πράξης της Επιτροπής η οποία αφορά τη μη εκτέλεση απόφασης που έχει εκδώσει το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφος 2 ή 3 ΣΛΕΕ, είναι δυνατόν να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσχέρειες προκειμένου να αποφανθεί επί της προσφυγής αυτής, όταν οι απόψεις της Επιτροπής και του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ως προς την καταλληλότητα των μέτρων που έχει λάβει το κράτος μέλος αυτό με σκοπό τη συμμόρφωσή του προς την απόφαση του Δικαστηρίου διίστανται. Για τους λόγους αυτούς, είναι αναγκαίο να υπαχθούν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου οι διαφορές που αφορούν επιβολή κατ' αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής σε κράτος μέλος βάσει του άρθρου 260 παράγραφος 2 ή 3 ΣΛΕΕ.

(4)

Εξάλλου, από την εξέταση στην οποία προέβησαν το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο προκύπτει ότι μεγάλος αριθμός αιτήσεων αναίρεσης ασκείται σε υποθέσεις που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διπλού ελέγχου, αρχικώς από ανεξάρτητο τμήμα προσφυγών και, στη συνέχεια, από το Γενικό Δικαστήριο, και ότι αρκετές από τις εν λόγω αιτήσεις αναίρεσης απορρίπτονται από το Δικαστήριο ως προδήλως αβάσιμες ή ως προδήλως απαράδεκτες. Προκειμένου να παρασχεθεί στο Δικαστήριο η δυνατότητα να επικεντρωθεί στις υποθέσεις που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, είναι αναγκαίο, προς διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να θεσπιστεί, όσον αφορά την εξέταση αιτήσεων αναίρεσης σε τέτοιες υποθέσεις, διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας η εξέταση της αίτησης αναίρεσης εγκρίνεται από το Δικαστήριο, εν όλω ή εν μέρει, μόνον όταν η αίτηση αυτή εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

(5)

Λαμβανομένης υπόψη της συνεχούς αύξησης του αριθμού των υποθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου και σύμφωνα με την από 13 Ιουλίου 2018 επιστολή του Προέδρου του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι απαραίτητο, στο στάδιο αυτό, να δοθεί προτεραιότητα στη θέσπιση της προαναφερθείσας διαδικασίας έγκρισης της εξέτασης αίτησης αναίρεσης. Η εξέταση του από 26 Μαρτίου 2018 αιτήματος του Δικαστηρίου κατά το μέρος που αφορά τη μερική μεταβίβαση των προσφυγών λόγω παραβάσεως στο Γενικό Δικαστήριο θα πρέπει να γίνει σε μεταγενέστερο στάδιο, μετά την υποβολή, τον Δεκέμβριο του 2020, της έκθεσης σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του Γενικού Δικαστηρίου η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/2422. Υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω έκθεση θα πρέπει να εστιάζει ειδικότερα στην αποδοτικότητα του Γενικού Δικαστηρίου και στην ανάγκη και αποτελεσματικότητα της αύξησης του αριθμού των δικαστών σε 56, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το στόχο διασφάλισης ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων στο Γενικό Δικαστήριο, όπως αναφέρεται το προοίμιο του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/2422.

(6)

Κατά συνέπεια, το πρωτόκολλο αριθ. 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να τροποποιηθεί, συγχρόνως δε να εναρμονιστεί πλήρως η ορολογία των διατάξεων του εν λόγω πρωτοκόλλου με την ορολογία των αντίστοιχων διατάξεων της ΣΛΕΕ, και να θεσπιστούν οι κατάλληλες μεταβατικές διατάξεις όσον αφορά το αποτέλεσμα των υποθέσεων που εκκρεμούν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το πρωτόκολλο αριθ. 3 τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 51 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 51

Κατά παρέκκλιση από τον κανόνα του άρθρου 256 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου υπάγονται:

α)

οι προσφυγές που ασκεί κράτος μέλος βάσει των άρθρων 263 και 265 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά:

i)

νομοθετικής πράξης, πράξης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου, ή κατά παραλείψεως ενός ή περισσότερων από τα θεσμικά αυτά όργανα να αποφασίσουν, εξαιρουμένων:

των αποφάσεων τις οποίες λαμβάνει το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 108 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

των πράξεων τις οποίες εκδίδει το Συμβούλιο δυνάμει κανονισμού του Συμβουλίου που αφορά μέτρα εμπορικής άμυνας κατά την έννοια του άρθρου 207 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

των πράξεων του Συμβουλίου με τις οποίες αυτό ασκεί εκτελεστικές αρμοδιότητες σύμφωνα με το άρθρο 291 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ii)

πράξης της Επιτροπής ή παράλειψής της να αποφασίσει κατά το άρθρο 331 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

β)

οι προσφυγές που αναφέρονται στα άρθρα 263 και 265 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις οποίες ασκεί θεσμικό όργανο της Ένωσης κατά νομοθετικής πράξης, κατά πράξης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ή κατά παράλειψης ενός ή περισσότερων από τα θεσμικά αυτά όργανα να αποφασίσουν,

γ)

οι προσφυγές που αναφέρονται στο άρθρο 263 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις οποίες ασκεί κράτος μέλος κατά πράξης της Επιτροπής που αφορά τη μη εκτέλεση απόφασης εκδοθείσας από το Δικαστήριο βάσει του άρθρου 260 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο ή παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.».

2)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 58α

Χωρίς προηγούμενη έγκριση του Δικαστηρίου, δεν χωρεί εξέταση αίτησης αναίρεσης που ασκείται κατά απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου η οποία αφορά απόφαση ανεξάρτητου τμήματος προσφυγών ενός εκ των κατωτέρω γραφείων και οργανισμών της Ένωσης:

α)

του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

β)

του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών,

γ)

του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων,

δ)

του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Αεροπορική Ασφάλεια.

Η διαδικασία που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται επίσης στις αιτήσεις αναιρέσεως που ασκούνται κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου, οι οποίες αφορούν απόφαση ανεξάρτητου τμήματος προσφυγών το οποίο έχει συσταθεί μετά την 1η Μαΐου 2019 στο πλαίσιο οποιουδήποτε άλλου γραφείου ή οργανισμού της Ένωσης, που πρέπει να επιληφθεί πριν ασκηθεί ένδικο μέσο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Η εξέταση της αίτησης αναίρεσης εγκρίνεται, εν όλω ή εν μέρει, κατά τα προβλεπόμενα λεπτομερώς στον κανονισμό διαδικασίας, όταν η αίτηση αυτή εγείρει σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης.

Η απόφαση σχετικά με την έγκριση ή μη της εξέτασης της αίτησης αναίρεσης αιτιολογείται και δημοσιεύεται.».

Άρθρο 2

Οι υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου βάσει του πρωτοκόλλου αριθ. 3 όπως τροποποιείται από τον παρόντα κανονισμό, και οι οποίες, κατά την 1η Μαΐου 2019, εκκρεμούν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά των οποίων η έγγραφη διαδικασία δεν έχει ακόμη περατωθεί κατά την ημερομηνία αυτή, παραπέμπονται ενώπιον του Δικαστηρίου.

Άρθρο 3

Ο μηχανισμός που προβλέπεται στο άρθρο 58α του πρωτοκόλλου αριθ. 3 δεν έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναίρεσης οι οποίες, κατά την 1η Μαΐου 2019, εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου.

Άρθρο 4

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται εκείνου της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 17 Απριλίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  Γνώμη της 11ης Ιουλίου 2018 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και γνώμη της 23ης Οκτωβρίου 2018 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαρτίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 9ης Απριλίου 2019.

(3)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/2422 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου αριθ. 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 341 της 24.12.2015, σ. 14).