25.3.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 83/18


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/473 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 19ης Μαρτίου 2019

για την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ελέγχου της Αλιείας

(κωδικοποίηση)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 768/2005 του Συμβουλίου (3) έχει επανειλημμένα τροποποιηθεί κατά τρόπο ουσιαστικό (4). Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν τον αποτελεσματικό έλεγχο, την επιθεώρηση και την εφαρμογή των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής και να συνεργάζονται μεταξύ τους καθώς και με τρίτες χώρες για το σκοπό αυτόν.

(3)

Για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών, τα κράτη μέλη πρέπει να συντονίζουν τις δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησής τους εντός της επικράτειάς τους, στα ενωσιακά και διεθνή ύδατα, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και, ιδίως, τις υποχρεώσεις της Ένωσης στο πλαίσιο περιφερειακών οργανώσεων αλιείας και βάσει συμφωνιών με τρίτες χώρες.

(4)

Κανένα σύστημα επιθεώρησης δεν μπορεί να είναι οικονομικά αποδοτικό εάν δεν προβλέπει επιθεωρήσεις κατά ξηράν. Ως εκ τούτου, η ξηρά θα πρέπει να καλύπτεται από κοινά σχέδια ανάπτυξης μέσων.

(5)

Η εν λόγω συνεργασία, μέσω του επιχειρησιακού συντονισμού των δραστηριοτήτων ελέγχου και επιθεώρησης, θα πρέπει να συμβάλλει στη βιώσιμη εκμετάλλευση των έμβιων υδρόβιων πόρων καθώς και στη διασφάλιση ισότιμης μεταχείρισης για τον τομέα της αλιείας που ασχολείται με τις δραστηριότητες αυτές, μειώνοντας έτσι τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

(6)

Ο αποτελεσματικός έλεγχος και επιθεώρηση της αλιείας θεωρούνται ουσιαστικοί παράγοντες για την καταπολέμηση της παράνομης, αδήλωτης και ανεξέλεγκτης αλιείας.

(7)

Με την επιφύλαξη των ευθυνών των κρατών μελών που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, υφίσταται ανάγκη ίδρυσης ενός τεχνικού και διοικητικού ενωσιακού οργάνου προκειμένου να διοργανώσει τη συνεργασία και το συντονισμό μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα του ελέγχου και της επιθεώρησης.

(8)

Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ελέγχου της Αλιείας («η Υπηρεσία») θα πρέπει να μπορεί να υποστηρίζει την ενιαία εφαρμογή του συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής, να διασφαλίζει την οργάνωση της επιχειρησιακής συνεργασίας, να παράσχει βοήθεια σε κράτη μέλη και να συστήσει μονάδα έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση διαπίστωσης σοβαρού κινδύνου για την κοινή αλιευτική πολιτική. Θα πρέπει επίσης να μπορεί να διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό για την εκπόνηση κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων και για τη συνεργασία στην εφαρμογή της ενιαίας πολιτικής της ΕΕ για τη θάλασσα.

(9)

Ιδιαίτερα, είναι αναγκαίο για την Υπηρεσία, εφόσον της ζητηθεί από την Επιτροπή, να δύναται να υποστηρίζει την Ένωση και τα κράτη μέλη στις σχέσεις τους με τρίτες χώρες ή περιφερειακές οργανώσεις αλιείας ή αμφότερες και να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές τους στο πλαίσιο των διεθνών υποχρεώσεων της Ένωσης.

(10)

Εξάλλου, πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για την αποτελεσματική εφαρμογή των ενωσιακών διαδικασιών επιθεώρησης. Η Υπηρεσία θα μπορούσε εν καιρώ να αποβεί πηγή αναφοράς για την παροχή επιστημονικής και τεχνικής βοήθειας για τον έλεγχο και την επιθεώρηση της αλιείας.

(11)

Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της κοινής αλιευτικής πολιτικής, δηλαδή η πρόβλεψη βιώσιμης εκμετάλλευσης των έμβιων υδρόβιων πόρων στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης, η Ένωση θεσπίζει μέτρα όσον αφορά τη διατήρηση, τη διαχείριση και την εκμετάλλευση των έμβιων υδρόβιων πόρων.

(12)

Για να εξασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή των μέτρων αυτών, χρειάζεται τα κράτη μέλη να αναπτύξουν κατάλληλα μέσα ελέγχου και εφαρμογής. Προκειμένου να καταστούν ο έλεγχος και η εφαρμογή πλέον αποτελεσματικοί και αποδοτικοί, είναι σκόπιμο η Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 47 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, και σε συνεννόηση με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, να θεσπίσουν ειδικά προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης.

(13)

Ο συντονισμός της επιχειρησιακής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών από την Υπηρεσία θα πρέπει να αναλαμβάνεται με βάση σχέδια κοινής ανάπτυξης μέσων τα οποία θα στηρίζονται στα διαθέσιμα μέσα ελέγχου και επιθεώρησης των ενδιαφερομένων κρατών μελών με στόχο την εφαρμογή προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης. Οι δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης της αλιείας που αναλαμβάνονται από τα κράτη μέλη, θα πρέπει να πραγματοποιούνται σύμφωνα με κοινά κριτήρια, προτεραιότητες, σημεία αναφοράς και διαδικασίες όσον αφορά τις δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης οι οποίες προβλέπονται από τα εν λόγω προγράμματα.

(14)

Η θέσπιση προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης υποχρεώνει τα κράτη μέλη να παρέχουν πράγματι τους πόρους που απαιτούνται για την εκτέλεση του προγράμματος. Τα κράτη μέλη πρέπει να γνωστοποιούν αμελλητί στην Υπηρεσία τα μέσα ελέγχου και επιθεώρησης με τα οποία προτίθενται να εκτελέσουν οιοδήποτε τέτοιο πρόγραμμα. Τα κοινά σχέδια ανάπτυξης μέσων δεν θα πρέπει να επιβάλουν καμία πρόσθετη υποχρέωση ελέγχου, επιθεώρησης και εφαρμογής ή διάθεσης των απαιτούμενων στη συνάρτηση αυτή πόρων.

(15)

Η Υπηρεσία θα πρέπει να καταρτίζει κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων μόνον εάν προβλέπεται στο πρόγραμμα εργασιών.

(16)

Το πρόγραμμα εργασιών θα πρέπει να εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο, που εξασφαλίζει την επίτευξη επαρκούς συναίνεσης, μεταξύ άλλων όσον αφορά την αντιστοίχιση των καθηκόντων που προβλέπονται για την Υπηρεσία στο πρόγραμμα εργασιών και των πόρων που διαθέτει η Υπηρεσία, βάσει των πληροφοριών που θα παρέχονται από τα κράτη μέλη.

(17)

Το κύριο καθήκον του εκτελεστικού διευθυντή θα πρέπει να είναι να μεριμνά στις διαβουλεύσεις του με τα μέλη του Συμβουλίου και τα κράτη μέλη ότι για την υλοποίηση των επιδιωκομένων στόχων του προγράμματος εργασιών εκάστου έτους διατίθενται επαρκείς πόροι στην Υπηρεσία από τα κράτη μέλη ούτως ώστε να φέρει εις πέρας το πρόγραμμα εργασιών.

(18)

Ο εκτελεστικός διευθυντής θα πρέπει, ειδικότερα, να καταρτίζει ακριβή σχέδια ανάπτυξης μέσων, χρησιμοποιώντας τους πόρους που του γνωστοποίησαν τα κράτη μέλη για την πραγματοποίηση εκάστου προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης και τηρώντας τους κανόνες και τους στόχους που ορίζονται στο συγκεκριμένο πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης στο οποίο βασίζεται το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων, καθώς και άλλους σχετικούς κανόνες, όπως εκείνους που αφορούν τους ενωσιακούς επιθεωρητές.

(19)

Εν προκειμένω, πρέπει ο εκτελεστικός διευθυντής να διαχειρίζεται το χρονοδιάγραμμα κατά τρόπο ώστε να παρέχει στα κράτη μέλη επαρκή χρόνο να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους, με βάση την επιχειρησιακή τους εμπειρογνωμοσύνη, ενώ ταυτόχρονα θα τηρείται και το πρόγραμμα εργασιών της Υπηρεσίας καθώς και οι χρονικές προθεσμίες που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό. Πρέπει ο εκτελεστικός διευθυντής να λαμβάνει υπόψη το ενδιαφέρον των οικείων κρατών μελών για τον τύπο αλιείας που καλύπτεται από κάθε σχέδιο. Προκειμένου να εξασφαλισθεί αποτελεσματικός και έγκαιρος συντονισμός των κοινών δραστηριοτήτων ελέγχου και επιθεώρησης, πρέπει να προβλεφθεί διαδικασία που θα επιτρέπει να αποφασισθεί η θέσπιση των σχεδίων όταν δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών.

(20)

Η διαδικασία για την κατάρτιση και τη θέσπιση κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων εκτός των ενωσιακών υδάτων θα πρέπει να είναι παρόμοια με εκείνη που αφορά τα ενωσιακά ύδατα. Η βάση για τέτοια κοινά σχέδια ανάπτυξης μέσων θα πρέπει να είναι ένα διεθνές πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης για την υλοποίηση των διεθνών υποχρεώσεων όσον αφορά τον έλεγχο και την επιθεώρηση, που είναι δεσμευτικές για την Ένωση.

(21)

Για την εφαρμογή κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη θα πρέπει να θέσουν από κοινού τα μέσα ελέγχου και επιθεώρησης που έχουν δεσμεύσει για τα σχέδια αυτά. Η Υπηρεσία θα πρέπει να αξιολογεί εάν επαρκούν τα διαθέσιμα μέσα και να ενημερώνει, κατά περίπτωση, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και την Επιτροπή ότι τα μέσα δεν επαρκούν για την εκτέλεση των καθηκόντων που απαιτούνται βάσει του προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης.

(22)

Ενώ τα κράτη μέλη θα πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τον έλεγχο και την επιθεώρηση, ιδίως στα πλαίσια του ειδικού προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης που θεσπίστηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, η Υπηρεσία δεν θα πρέπει να έχει την εξουσία να επιβάλλει πρόσθετες υποχρεώσεις μέσω κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων ή να επιβάλλει κυρώσεις στα κράτη μέλη.

(23)

Η Υπηρεσία θα πρέπει να επανεξετάζει περιοδικά την αποτελεσματικότητα των κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων.

(24)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η δυνατότητα θέσπισης ειδικών εκτελεστικών κανόνων για τη θέσπιση και την έγκριση κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων. Μπορεί να είναι χρήσιμο να αξιοποιηθεί η δυνατότητα αυτή μόλις αρχίσει να λειτουργεί η Υπηρεσία και κρίνει ο εκτελεστικός διευθυντής ότι θα πρέπει να θεσπισθούν τέτοιοι κανόνες στην ενωσιακή νομοθεσία.

(25)

Η Υπηρεσία θα πρέπει να δικαιούται, εφόσον της ζητηθεί, να παρέχει συμβατικές υπηρεσίες όσον αφορά μέσα ελέγχου και επιθεώρησης προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για κοινή ανάπτυξη μέσων από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

(26)

Χάριν εκπλήρωσης των καθηκόντων της Υπηρεσίας, η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και η Υπηρεσία θα πρέπει να ανταλλάσσουν σχετικές πληροφορίες όσον αφορά τον έλεγχο και την επιθεώρηση με τη χρήση δικτύου πληροφοριών.

(27)

Το καθεστώς και η δομή της Υπηρεσίας θα πρέπει να ανταποκρίνονται στον αντικειμενικό χαρακτήρα των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων και να της επιτρέπουν να διεξάγει τα καθήκοντά της σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη και την Επιτροπή. Κατά συνέπεια, η Υπηρεσία θα πρέπει να διαθέτει νομική, οικονομική και διοικητική αυτονομία, ενώ, ταυτόχρονα, θα πρέπει να διατηρεί στενούς δεσμούς με τα ενωσιακά όργανα και τα κράτη μέλη. Για το σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο και σκόπιμο για την εν λόγω Υπηρεσία να είναι ενωσιακό όργανο το οποίο να διαθέτει νομική προσωπικότητα και να ασκεί τις αρμοδιότητες οι οποίες της ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό.

(28)

Για τη συμβατική ευθύνη της Υπηρεσίας, η οποία διέπεται από το δίκαιο που ισχύει στις συμβάσεις που συνάπτονται από την Υπηρεσία, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να έχει δικαιοδοσία σύμφωνα με τυχόν ρήτρα διαιτησίας η οποία προβλέπεται στη σύμβαση. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θα πρέπει επίσης να έχει δικαιοδοσία σε διαφορές που έχουν σχέση με την αποζημίωση οποιασδήποτε βλάβης που προέκυψε από τη μη συμβατική ευθύνη της Υπηρεσίας σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στη νομοθεσία των κρατών μελών.

(29)

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να αντιπροσωπεύονται στο διοικητικό συμβούλιο, στο οποίο ανατίθεται η διασφάλιση της ορθής και αποτελεσματικής λειτουργίας της Υπηρεσίας.

(30)

Δεδομένου ότι η Υπηρεσία πρέπει να εκπληρώσει ενωσιακές υποχρεώσεις και, εφόσον της ζητηθεί από την Επιτροπή, να συνεργάζεται με τρίτες χώρες και περιφερειακές οργανώσεις αλιείας στο πλαίσιο των διεθνών υποχρεώσεων της Ένωσης είναι σκόπιμο ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου να εκλέγεται μεταξύ των αντιπροσώπων της Επιτροπής.

(31)

Οι ρυθμίσεις που αφορούν την ψηφοφορία στο διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα των κρατών μελών και της Επιτροπής στον τομέα της αποτελεσματικής λειτουργίας της Υπηρεσίας.

(32)

Θα πρέπει να συσταθεί γνωμοδοτικό συμβούλιο για να συμβουλεύει τον εκτελεστικό διευθυντή και να εξασφαλίζει στενή συνεργασία με τους ενδιαφερομένους.

(33)

Είναι σκόπιμο να υπάρξει πρόβλεψη για τη συμμετοχή στις συσκέψεις του διοικητικού συμβουλίου αντιπροσώπου του γνωμοδοτικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

(34)

Είναι αναγκαίο να υπάρξει πρόβλεψη για το διορισμό και την απόλυση του εκτελεστικού διευθυντή της Υπηρεσίας, καθώς επίσης και για τους κανόνες που διέπουν τα καθήκοντά του.

(35)

Για την προαγωγή της διαφανούς λειτουργίας της Υπηρεσίας, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) θα πρέπει να εφαρμόζεται χωρίς περιορισμούς στην Υπηρεσία.

(36)

Για λόγους προστασίας πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα, ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), θα πρέπει να εφαρμόζεται στον παρόντα κανονισμό.

(37)

Για τη διασφάλιση της λειτουργικής αυτονομίας και ανεξαρτησίας της Υπηρεσίας, η Υπηρεσία θα πρέπει να διαθέτει αυτόνομο προϋπολογισμό, του οποίου τα έσοδα προέρχονται από συνεισφορά της Ένωσης καθώς επίσης και από πληρωμές για συμβατικές υπηρεσίες που παρέχονται από την Υπηρεσία. Η ενωσιακή δημοσιονομική διαδικασία θα πρέπει να εφαρμόζεται όσον αφορά την ενωσιακή συνεισφορά καθώς και οποιεσδήποτε άλλες επιχορηγήσεις που βαρύνουν τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο λογιστικός έλεγχος των λογαριασμών θα πρέπει να αναλαμβάνεται από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

(38)

Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων, οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), θα πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς περιορισμούς στην Υπηρεσία, η οποία θα πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με εσωτερικές έρευνες που αναλαμβάνονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (9).

(39)

Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΣΤΟΧΟΣΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Στόχος

Με τον παρόντα κανονισμό προβλέπεται η ίδρυση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ελέγχου της Αλιείας («η Υπηρεσία»), στόχος της οποίας είναι η οργάνωση του επιχειρησιακού συντονισμού των δραστηριοτήτων ελέγχου και επιθεώρησης της αλιείας από τα κράτη μέλη, καθώς και η παροχή βοήθειας σε αυτά, προκειμένου να συνεργάζονται με στόχο την τήρηση των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, ούτως ώστε να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική και ομοιόμορφη εφαρμογή της.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι εξής ορισμοί:

α)

«έλεγχος και επιθεώρηση» σημαίνει οποιαδήποτε μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη, ιδίως δυνάμει των άρθρων 5, 11, 71, 91 και 117 και τον τίτλο VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου (11) για τον έλεγχο και την επιθεώρηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων εντός του πεδίου εφαρμογής της κοινής αλιευτικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποπτείας και παρακολούθησης που διεξάγονται, επί παραδείγματι, με τη χρήση δορυφορικών συστημάτων παρακολούθησης σκαφών και συστημάτων παρατηρητών·

β)

«μέσα ελέγχου και επιθεώρησης» σημαίνει περιπολικά πλοία, αεροσκάφη, οχήματα και άλλους υλικούς πόρους, καθώς επίσης και επιθεωρητές, παρατηρητές και άλλους ανθρώπινους πόρους που χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη για τον έλεγχο και την επιθεώρηση·

γ)

«κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων» σημαίνει σχέδιο το οποίο προβλέπει τις επιχειρησιακές ρυθμίσεις για την ανάπτυξη των διαθέσιμων μέσων ελέγχου και επιθεώρησης·

δ)

«διεθνές πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης» σημαίνει πρόγραμμα με το οποίο καθορίζονται στόχοι, κοινές προτεραιότητες και διαδικασίες όσον αφορά τις δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης για την εκπλήρωση διεθνών υποχρεώσεων της Ένωσης στον τομέα του ελέγχου και της επιθεώρησης·

ε)

«ειδικό πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης» σημαίνει πρόγραμμα το οποίο καθορίζει στόχους, κοινές προτεραιότητες και διαδικασίες για τον έλεγχο και την επιθεώρηση δραστηριοτήτων, το οποίο θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 95 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009·

στ)

«τύπος αλιείας» σημαίνει αλιευτική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013·

ζ)

«ενωσιακοί επιθεωρητές» σημαίνει επιθεωρητές που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 79 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Άρθρο 3

Αποστολή

Αποστολή της υπηρεσίας είναι:

α)

ο συντονισμός του ελέγχου και της επιθεώρησης που πραγματοποιείται από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των υποχρεώσεων ελέγχου και επιθεώρησης της Ένωσης·

β)

ο συντονισμός της ανάπτυξης των εθνικών μέσων ελέγχου και επιθεώρησης που ομαδοποιούνται από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

γ)

η παροχή βοήθειας στα κράτη μέλη στον τομέα της διαβίβασης προς την Επιτροπή και τρίτα μέρη πληροφοριών σχετικά με αλιευτικές δραστηριότητες καθώς και δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης·

δ)

στον τομέα των αρμοδιοτήτων της, η παροχή βοήθειας σε κράτη μέλη για την εκτέλεση των καθηκόντων και υποχρεώσεών τους, βάσει των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής·

ε)

η παροχή βοήθειας στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή για την εναρμόνιση της εφαρμογής της κοινής αλιευτικής πολιτικής ανά την Ένωση·

στ)

η συμβολή στο έργο των κρατών μελών και της Επιτροπής για την έρευνα και την ανάπτυξη τεχνικών ελέγχου και επιθεώρησης·

ζ)

η συμβολή στο συντονισμό της κατάρτισης επιθεωρητών και στην ανταλλαγή εμπειριών μεταξύ των κρατών μελών·

η)

ο συντονισμός των ενεργειών για την καταπολέμηση της παράνομης, αδήλωτης και ανεξέλεγκτης («ΠΑΑ») αλιείας σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες·

θ)

η συμβολή στην ομοιόμορφη εφαρμογή του συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής, στην οποία περιλαμβάνεται, ειδικότερα:

η οργάνωση του επιχειρησιακού συντονισμού των δραστηριοτήτων ελέγχου των κρατών μελών για την εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης, προγραμμάτων ελέγχου της ΠΑΑ αλιείας και διεθνών προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης,

οι επιθεωρήσεις που απαιτούνται για την επιτέλεση των καθηκόντων της Υπηρεσίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19·

ι)

η συνεργασία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, ο οποίος ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Ασφάλειας στη Θάλασσα, ο οποίος ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), στο πλαίσιο των αντίστοιχων εντολών τους, προκειμένου να στηρίξει τις εθνικές αρχές που εκτελούν καθήκοντα ακτοφυλακής όπως ορίζονται στο άρθρο 8 του παρόντος κανονισμού, μέσω της παροχής υπηρεσιών, πληροφοριών, εξοπλισμού και εκπαίδευσης, καθώς επίσης και μέσω του συντονισμού επιχειρήσεων πολλαπλών σκοπών.

Άρθρο 4

Καθήκοντα σχετικά με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ένωσης όσον αφορά τον έλεγχο και την επιθεώρηση

1.   Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, η Υπηρεσία:

α)

επικουρεί την Ένωση και τα κράτη μέλη στις σχέσεις τους με τρίτες χώρες και περιφερειακές διεθνείς οργανώσεις αλιείας, στις οποίες συμμετέχει ως μέλος η Ένωση,

β)

συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές περιφερειακών διεθνών οργανώσεων αλιείας όσον αφορά τις υποχρεώσεις ελέγχου και επιθεώρησης της Ένωσης στο πλαίσιο ρυθμίσεων εργασίας που έχουν συναφθεί με τους εν λόγω οργανισμούς.

2.   Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, η Υπηρεσία μπορεί να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών για θέματα που έχουν σχέση με τον έλεγχο και την επιθεώρηση στο πλαίσιο συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ της Ένωσης και των εν λόγω τρίτων χωρών.

3.   Εντός της αρμοδιότητός της, η Υπηρεσία μπορεί να εκτελεί, για λογαριασμό κρατών μελών, καθήκοντα βάσει διεθνών αλιευτικών συμφωνιών στις οποίες συμμετέχει η Ένωση.

Άρθρο 5

Καθήκοντα που σχετίζονται με τον επιχειρησιακό συντονισμό

1.   Ο επιχειρησιακός συντονισμός από την Υπηρεσία αφορά τον έλεγχο όλων των δραστηριοτήτων που καλύπτει η κοινή αλιευτική πολιτική.

2.   Χάριν επιχειρησιακού συντονισμού, η Υπηρεσία καταρτίζει σχέδια κοινής ανάπτυξης των μέσων και οργανώνει τον επιχειρησιακό συντονισμό του ελέγχου και της επιθεώρησης από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το κεφάλαιο III.

3.   Με στόχο τη βελτίωση του επιχειρησιακού συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών, η Υπηρεσία δύναται να καταστρώνει επιχειρησιακά σχέδια με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και να συντονίζει την εφαρμογή τους.

Άρθρο 6

Παροχή συμβατικών υπηρεσιών σε κράτη μέλη

Η Υπηρεσία δύναται να παρέχει συμβατικές υπηρεσίες σε κράτη μέλη, κατόπιν αιτήσεώς τους, στον τομέα του ελέγχου και της επιθεώρησης στο πλαίσιο των υποχρεώσεών τους που αφορούν την αλιεία σε ενωσιακά ή/και διεθνή ύδατα, συμπεριλαμβανομένης της ναύλωσης, λειτουργίας και επάνδρωσης μέσων ελέγχου και επιθεώρησης και της παροχής παρατηρητών για κοινές επιχειρήσεις από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Άρθρο 7

Συνδρομή στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη

Η Υπηρεσία επικουρεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, με στόχο την εξασφάλιση της βέλτιστης, ενιαίας και αποτελεσματικής εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους, δυνάμει των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, μεταξύ άλλων και όσον αφορά στην καταπολέμηση της ΠΑΑ αλιείας. Επίσης, επικουρεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη στις σχέσεις τους με τρίτες χώρες. Στόχοι της Υπηρεσίας είναι κυρίως:

α)

να θεσπίσει και να αναπτύξει ένα βασικό πρόγραμμα για την κατάρτιση των εκπαιδευτών των επιθεωρητών αλιείας των κρατών μελών και να προβλέψει την παροχή πρόσθετων μαθημάτων επιμόρφωσης και σεμιναρίων στους εν λόγω υπαλλήλους και σε άλλο προσωπικό που συμμετέχει σε δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης·

β)

να θεσπίσει και να αναπτύξει ένα βασικό πρόγραμμα για την κατάρτιση των επιθεωρητών αλιείας της Ένωσης πριν από την πρώτη τους αποστολή και να παρέχει επικαιροποιημένα πρόσθετα μαθήματα επιμόρφωσης και σεμινάρια στους εν λόγω υπαλλήλους σε τακτική βάση·

γ)

κατόπιν αιτήσεως κρατών μελών, να αναλάβει την κοινή προκήρυξη διαγωνισμών για την προμήθεια αγαθών και την παροχή υπηρεσιών σχετικά με δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης των κρατών μελών καθώς επίσης και την προπαρασκευή και τον συντονισμό της εφαρμογής από τα κράτη μέλη κοινών πιλοτικών έργων·

δ)

να καταρτίσει κοινές επιχειρησιακές διαδικασίες σχετικά με τις κοινές δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης που αναλαμβάνουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη·

ε)

να επεξεργαστεί κριτήρια για την ανταλλαγή μέσων ελέγχου και επιθεώρησης μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, καθώς και για την παροχή των εν λόγω μέσων από τα κράτη μέλη·

στ)

να προβαίνει σε ανάλυση του κινδύνου με βάση τα αλιευτικά δεδομένα όσον αφορά τα αλιεύματα, τις εκφορτώσεις και την αλιευτική προσπάθεια, καθώς και σε ανάλυση του κινδύνου σχετικά με λαθραίες εκφορτώσεις, περιλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της σύγκρισης στοιχείων που αφορούν τα αλιεύματα και τις εισαγωγές, με δεδομένα που αφορούν τις εξαγωγές και την κατανάλωση σε εθνικό επίπεδο·

ζ)

κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή των κρατών μελών, να αναπτύσσει κοινές μεθοδολογίες και διαδικασίες επιθεώρησης·

η)

να επικουρεί τα κράτη μέλη, κατόπιν αιτήματός τους, στην τήρηση των υποχρεώσεών τους σε ενωσιακό και διεθνές επίπεδο, μεταξύ άλλων όσον αφορά την καταπολέμηση της ΠΑΑ αλιείας, καθώς και των υποχρεώσεών τους στο πλαίσιο των περιφερειακών οργανώσεων διαχείρισης αλιείας·

θ)

να προωθεί και να συντονίζει την ανάπτυξη ενιαίων μεθοδολογιών για τη διαχείριση του κινδύνου στον τομέα της αρμοδιότητάς της·

ι)

να συντονίζει και να προωθεί τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και κοινά πρότυπα για την ανάπτυξη σχεδίων δειγματοληψίας τα οποία προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1224/2009.

Άρθρο 8

Ευρωπαϊκή συνεργασία σχετικά με τα καθήκοντα ακτοφυλακής

1.   Η Υπηρεσία, σε συνεργασία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα, στηρίζει τις εθνικές αρχές που εκτελούν καθήκοντα ακτοφυλακής σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο, και, κατά περίπτωση, σε διεθνές επίπεδο, με τους εξής τρόπους:

α)

ανταλλαγή, συνδυασμό και ανάλυση πληροφοριών διαθέσιμων στα συστήματα υποβολής αναφορών από τα πλοία και σε άλλα συστήματα πληροφοριών, τα οποία τηρούνται ή είναι προσβάσιμα από τους εν λόγω οργανισμούς, σύμφωνα με τις αντίστοιχες νομικές βάσεις τους και με την επιφύλαξη της κυριότητας των δεδομένων από τα κράτη μέλη·

β)

παροχή υπηρεσιών επικοινωνίας και επιτήρησης, βασισμένων σε τεχνολογία αιχμής, συμπεριλαμβανομένων διαστημικών και επίγειων υποδομών, και αισθητήρων συνδεδεμένων σε οποιοδήποτε είδος πλατφόρμας·

γ)

δημιουργία υποδομής μέσω του σχεδιασμού κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων και μέσω θέσπισης βέλτιστων πρακτικών, καθώς και μέσω της παροχής εκπαίδευσης και της ανταλλαγής προσωπικού·

δ)

ενίσχυση της ανταλλαγής πληροφοριών και της συνεργασίας κατά την εκτέλεση καθηκόντων ακτοφυλακής, μεταξύ άλλων με την ανάλυση των επιχειρησιακών προκλήσεων και των αναδυόμενων κινδύνων στον τομέα της θάλασσας·

ε)

την ανταλλαγή ικανοτήτων μέσω του σχεδιασμού και της υλοποίησης επιχειρήσεων πολλαπλών σκοπών και μέσω της κοινής χρήσης πόρων και λοιπών δυνατοτήτων, στον βαθμό που αυτές οι δραστηριότητες συντονίζονται από τους εν λόγω οργανισμούς και για αυτές τις δραστηριότητες υπάρχει συμφωνία των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.

2.   Οι ακριβείς τρόποι συνεργασίας μεταξύ της Υπηρεσίας, του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα, όσον αφορά τα καθήκοντα ακτοφυλακής, καθορίζονται σε ρύθμιση εργασίας, σύμφωνα με τις αντίστοιχες εντολές τους και τους δημοσιονομικούς κανονισμούς που ισχύουν για τους εν λόγω οργανισμούς. Η ρύθμιση αυτή εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο της Υπηρεσίας, του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα.

3.   Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, την Υπηρεσία, τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα, καθιστά διαθέσιμο πρακτικό εγχειρίδιο σχετικά με την ευρωπαϊκή συνεργασία στα καθήκοντα ακτοφυλακής. Το εν λόγω εγχειρίδιο περιέχει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές για την ανταλλαγή πληροφοριών. Η Επιτροπή εγκρίνει το εγχειρίδιο υπό τη μορφή σύστασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ

Άρθρο 9

Εφαρμογή των ενωσιακών υποχρεώσεων όσον αφορά τον έλεγχο και την επιθεώρηση

1.   Η Υπηρεσία, με αίτημα της Επιτροπής, συντονίζει τις δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης που διεξάγουν τα κράτη μέλη βάσει διεθνών προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης, θεσπίζοντας κοινά σχέδια ανάπτυξης.

2.   Η Υπηρεσία μπορεί να αποκτήσει, να εκμισθώσει ή να ναυλώσει τον εξοπλισμό που είναι απαραίτητος για την εφαρμογή των κοινών σχεδίων ανάπτυξης που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 10

Εφαρμογή των ειδικών προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης

1.   Η Υπηρεσία συντονίζει την εφαρμογή των ειδικών προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 95 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009, μέσω κοινών σχεδίων ανάπτυξης.

2.   Η Υπηρεσία μπορεί να αποκτήσει, να εκμισθώσει ή να ναυλώσει τον εξοπλισμό που είναι απαραίτητος για την εφαρμογή των κοινών σχεδίων ανάπτυξης που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 11

Περιεχόμενο των κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων

Κάθε κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων:

α)

πληροί τις απαιτήσεις του σχετικού προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης·

β)

εφαρμόζει τα κριτήρια, σημεία αναφοράς, προτεραιότητες και κοινές διαδικασίες επιθεώρησης που καθορίζονται από την Επιτροπή στα προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης·

γ)

επιδιώκει να συνδυάσει τα διαθέσιμα εθνικά μέσα ελέγχου και επιθεώρησης, που γνωστοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2, με τις ανάγκες και οργανώνει την ανάπτυξή τους·

δ)

οργανώνει τη χρήση των ανθρώπινων και υλικών πόρων σε σχέση με τις περιόδους και ζώνες στις οποίες πρέπει να αναπτυχθούν, συμπεριλαμβανομένης της λειτουργίας ομάδων ενωσιακών επιθεωρητών από πλείονα κράτη μέλη·

ε)

λαμβάνει υπόψη τις υφιστάμενες υποχρεώσεις των ενδιαφερόμενων κρατών μελών σε σχέση με άλλα κοινά σχέδια ανάπτυξης μέσων καθώς και οιουσδήποτε ειδικούς περιφερειακούς ή τοπικούς περιορισμούς·

στ)

καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα μέσα ελέγχου και επιθεώρησης ενός κράτους μέλους μπορούν να εισέλθουν σε ύδατα υπό την κυριαρχία και τη δικαιοδοσία άλλου κράτους μέλους.

Άρθρο 12

Γνωστοποίηση των μέσων ελέγχου και επιθεώρησης

1.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Υπηρεσία πριν από τις 15 Οκτωβρίου κάθε έτους τα μέσα ελέγχου και επιθεώρησης που διαθέτουν για τους σκοπούς του ελέγχου και της επιθεώρησης του επομένου έτους.

2.   Κάθε κράτος μέλος γνωστοποιεί στην Υπηρεσία τα μέσα με τα οποία προτίθεται να εκτελέσει το διεθνές πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης ή το ειδικό πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης το οποίο το αφορά, το αργότερο ένα μήνα από την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της απόφασης για τη θέσπιση οιουδήποτε τέτοιου προγράμματος.

Άρθρο 13

Διαδικασία για τη θέσπιση κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων

1.   Με βάση τις γνωστοποιήσεις που προβλέπονται από το άρθρο 12 παράγραφος 2 και εντός τριών μηνών από την παραλαβή των γνωστοποιήσεων αυτών, ο εκτελεστικός διευθυντής της Υπηρεσίας καταρτίζει κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων σε διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

2.   Το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων προσδιορίζει τα μέσα ελέγχου και επιθεώρησης που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από κοινού προκειμένου να υλοποιηθεί το πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης στο οποίο αναφέρεται το σχέδιο με βάση το ενδιαφέρον των οικείων κρατών μελών στο συγκεκριμένο τύπο αλιείας.

Το ενδιαφέρον ενός κράτους μέλους σε ένα τύπο αλιείας αξιολογείται σε σχέση με τα ακόλουθα κριτήρια η σχετική στάθμιση των οποίων εξαρτάται από τα ειδικά χαρακτηριστικά εκάστου σχεδίου:

α)

τη σχετική έκταση των υδάτων που υπόκεινται, ενδεχομένως, στην κυριαρχία ή δικαιοδοσία του, τα οποία καλύπτονται από το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων·

β)

την ποσότητα αλιευμάτων που εκφορτώθηκαν στο έδαφός του σε μια δεδομένη περίοδο αναφοράς σε σχέση προς τις συνολικές εκφορτώσεις που προέρχονται από τον τύπο αλιείας ο οποίος υπόκειται σε κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων·

γ)

το σχετικό αριθμό των ενωσιακών αλιευτικών σκαφών που φέρουν τη σημαία του (ιπποδύναμη μηχανής και ολική χωρητικότητα) και τα οποία ασχολούνται με τον τύπο αλιείας που υπόκειται στο κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων σε σχέση προς το συνολικό αριθμό σκαφών τα οποία ασχολούνται με αυτόν τον τύπο αλιείας·

δ)

το σχετικό μέγεθος της ποσόστωσης η οποία του έχει κατανεμηθεί ή, ελλείψει ποσόστωσης, των αλιευμάτων του σε μία δεδομένη περίοδο αναφοράς όσον αφορά τον εν λόγω τύπο αλιείας.

3.   Εάν, κατά τη διάρκεια της κατάρτισης ενός κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων, καθίσταται σαφές ότι διατίθενται ανεπαρκή μέσα ελέγχου και επιθεώρησης για την τήρηση των απαιτήσεων του σχετικού προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης, ο εκτελεστικός διευθυντής ενημερώνει αμελλητί τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής κοινοποιεί το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και την Επιτροπή. Εάν εντός δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ή η Επιτροπή δεν έχουν διατυπώσει αντιρρήσεις, ο εκτελεστικός διευθυντής θεσπίζει το σχέδιο.

5.   Εάν ένα ή περισσότερα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ή η Επιτροπή διατυπώσουν αντιρρήσεις, ο Εκτελεστικός Διευθυντής παραπέμπει το ζήτημα στην Επιτροπή. Η Επιτροπή δύναται να επιφέρει οιαδήποτε απαιτούμενη προσαρμογή στο σχέδιο και να το θεσπίσει σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 47 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013.

6.   Κάθε κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων υπόκειται σε ετήσια επανεξέταση από την Υπηρεσία σε διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη προκειμένου να ληφθούν υπόψη οποιαδήποτε νέα προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης στα οποία υπόκεινται τα σχετικά κράτη μέλη καθώς και οποιεσδήποτε προτεραιότητες που καθορίζονται από την Επιτροπή με τα προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης.

Άρθρο 14

Εφαρμογή κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων

1.   Οι δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης διεξάγονται με βάσει τα κοινά σχέδια ανάπτυξης μέσων.

2.   Τα ενδιαφερόμενα για κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων κράτη μέλη:

α)

διαθέτουν τα μέσα ελέγχου και επιθεώρησης τα οποία έχουν δεσμευθεί για το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων·

β)

ορίζουν ένα ενιαίο εθνικό σημείο επαφής/συντονιστή, ο οποίος διαθέτει επαρκή εξουσία προκειμένου να μπορεί να ανταποκρίνεται εγκαίρως σε αιτήσεις πληροφοριών και οδηγιών της Υπηρεσίας οι οποίες έχουν σχέση με την εφαρμογή του κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων, και ενημερώνουν σχετικά την Υπηρεσία·

γ)

αναπτύσσουν τα τεθέντα από κοινού μέσα ελέγχου και επιθεώρησης που διαθέτουν σύμφωνα με το κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων καθώς και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4·

δ)

παρέχουν στην Υπηρεσία επιγραμμική πρόσβαση σε πληροφορίες αναγκαίες για την εφαρμογή του κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων·

ε)

συνεργάζονται με την Υπηρεσία για την εφαρμογή του κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων·

στ)

διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε μέσα ελέγχου και επιθεώρησης, τα οποία έχουν διατεθεί σε κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων της Ένωσης, διεξάγουν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

3.   Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών στο πλαίσιο κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων που έχει καταρτισθεί δυνάμει του άρθρου 13, η διοίκηση και ο έλεγχος των μέσων ελέγχου και επιθεώρησης που έχουν δεσμευθεί σε κοινό σχέδιο ανάπτυξης μέσων αποτελούν ευθύνη των αρμόδιων εθνικών αρχών σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής δύναται να καθορίζει απαιτήσεις για την υλοποίηση κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων, το οποίο έχει θεσπισθεί δυνάμει του άρθρου 13. Οι απαιτήσεις αυτές παραμένουν εντός των ορίων του εν λόγω σχεδίου.

Άρθρο 15

Αξιολόγηση κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων

Η Υπηρεσία πραγματοποιεί ετήσια αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας κάθε κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων καθώς και ανάλυση, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, με στόχο να καθοριστεί εάν υπάρχει κίνδυνος μη τήρησης από τις αλιευτικές δραστηριότητες των ισχυόντων μέτρων ελέγχου. Οι εν λόγω αξιολογήσεις κοινοποιούνται αμελλητί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη.

Άρθρο 16

Τύποι αλιείας οι οποίοι δεν υπόκεινται σε προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης

Δύο η περισσότερα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Υπηρεσία να συντονίσει την ανάπτυξη των μέσων ελέγχου και επιθεώρησης που διαθέτουν όσον αφορά έναν τύπο αλιείας ή περιοχή η οποία δεν υπόκειται σε πρόγραμμα ελέγχου και επιθεώρησης. Ο συντονισμός αυτός πραγματοποιείται σύμφωνα με κριτήρια και προτεραιότητες ελέγχου και επιθεώρησης που συμφωνούνται μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών.

Άρθρο 17

Δίκτυο πληροφοριών

1.   Η Επιτροπή, η Υπηρεσία και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανταλλάσσουν σχετικές πληροφορίες που διαθέτουν όσον αφορά τις κοινές δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης εντός των ενωσιακών και διεθνών υδάτων.

2.   Κάθε εθνική αρμόδια αρχή λαμβάνει μέτρα, σύμφωνα με τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία, για τη διασφάλιση του κατάλληλου απορρήτου των πληροφοριών που λαμβάνει δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τα άρθρα 112 και 113 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009.

Άρθρο 18

Λεπτομερείς κανόνες

Λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου μπορούν να θεσπιστούν με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013.

Οι κανόνες αυτοί μπορούν να καλύπτουν, ιδίως, τις διαδικασίες για την κατάρτιση και τη θέσπιση σχεδίων κοινής ανάπτυξης μέσων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Άρθρο 19

Ανάθεση καθηκόντων ενωσιακών επιθεωρητών σε υπαλλήλους της Υπηρεσίας

Στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας είναι δυνατόν να ανατεθούν καθήκοντα ενωσιακού επιθεωρητή σε διεθνή ύδατα σύμφωνα με το άρθρο 79 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009.

Άρθρο 20

Μέτρα της Υπηρεσίας

Όταν ενδείκνυται, η Υπηρεσία:

α)

εκδίδει εγχειρίδια περί εναρμονισμένων προδιαγραφών επιθεώρησης·

β)

αναπτύσσει καθοδηγητικό υλικό που αντανακλά βέλτιστες πρακτικές σε σχέση με τον έλεγχο της κοινής αλιευτικής πολιτικής, περιλαμβανομένης της κατάρτισης των υπαλλήλων ελέγχου και επικαιροποιεί το υλικό αυτό σε τακτική βάση·

γ)

παρέχει στην Επιτροπή την απαραίτητη τεχνική και διοικητική στήριξη για την άσκηση των καθηκόντων της.

Άρθρο 21

Συνεργασία

1.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συνεργάζονται με την Υπηρεσία και της παρέχουν την απαραίτητη συνδρομή για την επιτέλεση της αποστολής της.

2.   Λαμβανομένων δεόντως υπόψη των διαφορών στα νομικά συστήματα των κρατών μελών, η Υπηρεσία διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και μεταξύ αυτών και της Επιτροπής στην ανάπτυξη εναρμονισμένων προδιαγραφών ελέγχου, σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία και λαμβανομένων υπόψη των βέλτιστων πρακτικών στα κράτη μέλη και των συμφωνημένων διεθνών προτύπων.

Άρθρο 22

Μονάδα έκτακτης ανάγκης

1.   Όταν η Επιτροπή, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος δύο τουλάχιστον κρατών μελών, εντοπίσει μια κατάσταση που ενέχει άμεσο ή έμμεσο ή πιθανό σοβαρό κίνδυνο για την κοινή αλιευτική πολιτική, και όταν ο κίνδυνος αυτός δεν μπορεί να αποφευχθεί, να εξαλειφθεί ή να μειωθεί με τις ισχύουσες διατάξεις, ή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί κατάλληλα, ειδοποιείται πάραυτα η Υπηρεσία.

2.   Η Υπηρεσία, ενεργώντας με βάση την κοινοποίηση αυτή εκ μέρους της Επιτροπής ή κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας, προβαίνει άμεσα στη σύσταση μονάδας εκτάκτου ανάγκης και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

Άρθρο 23

Καθήκοντα της μονάδας έκτακτης ανάγκης

1.   Η μονάδα έκτακτης ανάγκης την οποία έχει συγκροτήσει η Υπηρεσία είναι αρμόδια για τη συλλογή και την αξιολόγηση όλων των σχετικών πληροφοριών και τον καθορισμό των διαθέσιμων επιλογών για την πρόληψη, την εξάλειψη ή τη μείωση του κινδύνου για την κοινή αλιευτική πολιτική, όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά και άμεσα.

2.   Η μονάδα έκτακτης ανάγκης μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια κάθε δημόσιας αρχής ή ιδιώτη, του οποίου την εμπειρογνωμοσύνη κρίνει απαραίτητη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών.

3.   Η Υπηρεσία καταβάλλει τις ενδεδειγμένες συντονιστικές προσπάθειες για την κατάλληλη και έγκαιρη ανταπόκριση σε περίπτωση επείγοντος περιστατικού.

4.   Η μονάδα έκτακτης ανάγκης ενημερώνει, όταν αυτό είναι σκόπιμο, το κοινό για τους σχετικούς κινδύνους και για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

Άρθρο 24

Πολυετές πρόγραμμα εργασίας

1.   Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας της Υπηρεσίας προβλέπει για πενταετή περίοδο τους συνολικούς στόχους, την αποστολή, τα καθήκοντα, τους δείκτες απόδοσης και τις προτεραιότητες κάθε δραστηριότητάς της. Το εν λόγω πρόγραμμα περιλαμβάνει παρουσίαση του προγραμματισμού όσον αφορά την πολιτική προσωπικού και την εκτίμηση των πιστώσεων προϋπολογισμού οι οποίες θα διατεθούν για την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για την εν λόγω πενταετή περίοδο.

2.   Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας παρουσιάζεται σύμφωνα με το σύστημα διαχείρισης ανά δραστηριότητες και τη μεθοδολογία που έχει αναπτύξει η Επιτροπή. Το πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο.

3.   Το πρόγραμμα εργασίας του άρθρου 32 παράγραφος 2 στοιχείο γ) αναφέρεται στο πολυετές πρόγραμμα εργασίας. Αναφέρει σαφώς τις προσθήκες, τις τροποποιήσεις ή τις διαγραφές σε σύγκριση με το πρόγραμμα εργασίας του προηγούμενου έτους και την πρόοδο που έχει σημειωθεί για την επίτευξη των συνολικών στόχων και των προτεραιοτήτων του πολυετούς προγράμματος εργασίας.

Άρθρο 25

Συνεργασία σε θέματα θαλάσσης

Η Υπηρεσία συμβάλλει στην εφαρμογή της ενιαίας πολιτικής της ΕΕ για τη θάλασσα, και, ειδικότερα συνάπτει διοικητικές συμφωνίες με άλλα όργανα σε θέματα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού κατόπιν έγκρισης του διοικητικού συμβουλίου. Ο εκτελεστικός διευθυντής ενημερώνει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη σχετικά με τις εν λόγω διαπραγματεύσεις όταν αυτές βρίσκονται ακόμη σε αρχικό στάδιο.

Άρθρο 26

Λεπτομερείς κανόνες

Οι λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013.

Οι εν λόγω κανόνες μπορεί να καλύπτουν, συγκεκριμένα, τη διαμόρφωση σχεδίων για την ανταπόκριση σε επείγοντα περιστατικά, για τη σύσταση μονάδας έκτακτης ανάγκης και για τις πρακτικές διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζονται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Άρθρο 27

Νομικό καθεστώς και έδρα της Υπηρεσίας

1.   Η Υπηρεσία θα είναι οργανισμός της Ένωσης και θα διαθέτει νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε ένα από τα κράτη μέλη, η Υπηρεσία θα απολαύει της πλέον ευρείας νομικής ικανότητας που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα από τις εθνικές νομοθεσίες τους. Ιδίως, μπορεί να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται σε δικαστήρια.

3.   Η Υπηρεσία αντιπροσωπεύεται από τον εκτελεστικό διευθυντή της.

4.   Η έδρα της Υπηρεσίας είναι στο Vigo, στην Ισπανία.

Άρθρο 28

Προσωπικό

1.   Ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και οι όροι απασχόλησης λοιπών υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (14) και οι κανόνες που θεσπίστηκαν από κοινού από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους σκοπούς της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και όρων απασχόλησης, εφαρμόζεται στο προσωπικό της Υπηρεσίας. Το διοικητικό συμβούλιο, κατόπιν συμφωνίας με την Επιτροπή, εκδίδει τους αναγκαίους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 39, οι εξουσίες που χορηγούνται στην αρμόδια για το διορισμό αρχή από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και τους όρους απασχόλησης άλλων υπαλλήλων ασκούνται από την Υπηρεσία όσον αφορά το προσωπικό της.

3.   Το προσωπικό της Υπηρεσίας απαρτίζεται από υπαλλήλους που διορίζονται ή αποσπώνται από την Επιτροπή σε προσωρινή βάση καθώς και άλλους αναγκαίους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται από την Υπηρεσία προκειμένου να εκτελέσουν τα καθήκοντά της.

Η Υπηρεσία μπορεί επίσης να απασχολεί υπαλλήλους οι οποίοι αποσπώνται από τα κράτη μέλη σε προσωρινή βάση.

Άρθρο 29

Προνόμια και ασυλίες

Το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζεται στην Υπηρεσία.

Άρθρο 30

Ευθύνη

1.   Η συμβατική ευθύνη της Υπηρεσίας διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση.

2.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει δικαιοδοσία να εκδίδει αποφάσεις σύμφωνα με οποιαδήποτε ρήτρα διαιτησίας η οποία προβλέπεται στη σύμβαση που συνάπτεται από την Υπηρεσία.

3.   Στην περίπτωση μη συμβατικής ευθύνης, η Υπηρεσία αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που διέπουν το δίκαιο των κρατών μελών, οποιαδήποτε ζημία προκαλείται από αυτήν ή από τους υπαλλήλους της κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία σε οποιαδήποτε διαφορά που έχει σχέση με την αποζημίωση της εν λόγω ζημίας.

4.   Η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι της Υπηρεσίας διέπεται από τις διατάξεις που καθορίζονται στον κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης ή τους όρους απασχόλησης που εφαρμόζονται στο εν λόγω προσωπικό.

Άρθρο 31

Γλώσσες

1.   Οι διατάξεις που προβλέπονται στον κανονισμό αριθ. 1 του Συμβουλίου (15), εφαρμόζονται στην Υπηρεσία.

2.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Υπηρεσίας παρέχονται από το Κέντρο Μετάφρασης των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 32

Ίδρυση και εξουσίες του διοικητικού συμβουλίου

1.   Η Υπηρεσία διαθέτει διοικητικό συμβούλιο.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο:

α)

διορίζει και απολύει τον εκτελεστικό διευθυντή σύμφωνα με το άρθρο 39·

β)

εγκρίνει, έως την 30ή Απριλίου κάθε έτους, τη γενική έκθεση της Υπηρεσίας για το προηγούμενο έτος και τη διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στα κράτη μέλη. Η έκθεση δημοσιεύεται·

γ)

εγκρίνει, έως τις 31 Οκτωβρίου κάθε έτους λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής και των κρατών μελών, το πρόγραμμα εργασίας της Υπηρεσίας για το προσεχές έτος και το διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη.

Το πρόγραμμα εργασίας περιέχει τις προτεραιότητες της Υπηρεσίας. Δίδει προτεραιότητα στα καθήκοντα της Υπηρεσίας σχετικά με τα προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης. Εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας του προϋπολογισμού της Ένωσης. Εάν η Επιτροπή εκφράσει, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία έγκρισης του προγράμματος εργασίας, τη διαφωνία της σχετικά με το εν λόγω πρόγραμμα, το διοικητικό συμβούλιο επανεξετάζει το πρόγραμμα και το εγκρίνει, ενδεχομένως τροποποιημένο, εντός δύο μηνών, σε δεύτερη ανάγνωση·

δ)

εγκρίνει τον οριστικό προϋπολογισμό της Υπηρεσίας πριν την έναρξη του οικονομικού έτους, προσαρμόζοντάς τον, εφόσον χρειάζεται, σύμφωνα με την ενωσιακή συνεισφορά και οποιαδήποτε άλλα έσοδα της Υπηρεσίας·

ε)

εκτελεί τα καθήκοντά του όσον αφορά τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας σύμφωνα με τα άρθρα 44, 45 και 47·

στ)

ασκεί πειθαρχική εξουσία έναντι του εκτελεστικού διευθυντή·

ζ)

καταρτίζει τους κανόνες διαδικασίας του, οι οποίοι ενδέχεται να προβλέπουν, εφόσον απαιτείται, τη συγκρότηση υποεπιτροπών του διοικητικού συμβουλίου·

η)

θεσπίζει τις διαδικασίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση από την Υπηρεσία των καθηκόντων του.

Άρθρο 33

Σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και έξι αντιπροσώπους της Επιτροπής. Κάθε κράτος μέλος δικαιούται να διορίζει ένα μέλος. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή διορίζουν έναν αναπληρωματικό για κάθε μέλος που εκπροσωπεί το μέλος σε περίπτωση απουσίας του/της.

2.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διορίζονται βάσει της πείρας και εμπειρογνωμοσύνης που διαθέτουν στον τομέα του ελέγχου και της επιθεώρησης της αλιείας.

3.   Η διάρκεια της θητείας εκάστου μέλους ανέρχεται σε πέντε έτη από την ημερομηνία διορισμού του. Η θητεία μπορεί να ανανεώνεται.

Άρθρο 34

Προεδρία του διοικητικού συμβουλίου

1.   Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει έναν πρόεδρο μεταξύ των αντιπροσώπων της Επιτροπής. Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει έναν αντιπρόεδρο μεταξύ των μελών του. Ο αντιπρόεδρος αναλαμβάνει αυτοδικαίως τη θέση του προέδρου, εάν ο πρόεδρος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του.

2.   Η θητεία του προέδρου και του αντιπροέδρου ανέρχεται σε τρία έτη και λήγει στην περίπτωση που παύσουν να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Η θητεία μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

Άρθρο 35

Συνεδριάσεις

1.   Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου συγκαλούνται από τον πρόεδρό του. Η ημερήσια διάταξη καθορίζεται από τον πρόεδρο, λαμβανομένων υπόψη των προτάσεων των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του εκτελεστικού διευθυντή της Υπηρεσίας.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής και ο αντιπρόσωπος που ορίζεται από το γνωμοδοτικό συμβούλιο λαμβάνουν μέρος στις συζητήσεις χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο πραγματοποιεί τακτική συνεδρίαση τουλάχιστον άπαξ ετησίως. Επιπροσθέτως, συνεδριάζει κατόπιν πρωτοβουλίας του προέδρου ή κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής ή του ενός τρίτου των κρατών μελών που εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο.

4.   Σε περίπτωση ύπαρξης θέματος τήρησης του απορρήτου ή σύγκρουσης συμφερόντων, το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει την εξέταση συγκεκριμένων θεμάτων της ημερήσιας διάταξής του χωρίς την παρουσία του αντιπροσώπου που έχει ορισθεί από το γνωμοδοτικό συμβούλιο. Λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή της διάταξης αυτής μπορούν να καθοριστούν στους κανόνες διαδικασίας.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προσκαλεί οποιοδήποτε πρόσωπο, του οποίου η γνώμη μπορεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον, να παρίσταται στις συνεδριάσεις του ως παρατηρητής.

6.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων των κανόνων διαδικασίας του, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες.

7.   Οι υπηρεσίες γραμματείας του διοικητικού συμβουλίου παρέχονται από την Υπηρεσία.

Άρθρο 36

Ψηφοφορία

1.   Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του με απόλυτη πλειοψηφία.

2.   Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Σε περίπτωση απουσίας ενός μέλους, ο αναπληρωτής του δικαιούται να ασκεί το δικαίωμα ψήφου του.

3.   Οι κανόνες διαδικασίας καθορίζουν λεπτομερέστερα τις ρυθμίσεις που αφορούν την ψηφοφορία, ιδίως τους όρους υπό τους οποίους ένα μέλος μπορεί να ενεργεί για λογαριασμό ενός άλλου μέλους καθώς επίσης και οποιεσδήποτε, κατά περίπτωση, απαιτήσεις απαρτίας.

Άρθρο 37

Δήλωση συμφερόντων

Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου υποβάλλουν δήλωση συμφερόντων στην οποία αναφέρουν είτε την απουσία οποιωνδήποτε συμφερόντων θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανεξαρτησία τους είτε την ύπαρξη οποιωνδήποτε άμεσων ή έμμεσων συμφερόντων τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι επηρεάζουν την ανεξαρτησία τους. Οι δηλώσεις αυτές υποβάλλονται εγγράφως κάθε έτος ή οποτεδήποτε ανακύψει σύγκρουση συμφερόντων όσον αφορά τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, το ενδιαφερόμενο μέλος δε δικαιούται να ψηφίσει για κανένα από τα θέματα αυτά.

Άρθρο 38

Καθήκοντα και εξουσίες του εκτελεστικού διευθυντή

1.   Η Υπηρεσία διοικείται από τον εκτελεστικό της διευθυντή. Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και του διοικητικού συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής δεν ζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή άλλο οργανισμό.

2.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο εκτελεστικός διευθυντής εφαρμόζει τις αρχές της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής έχει τα εξής καθήκοντα και εξουσίες:

α)

καταρτίζει το σχέδιο προγράμματος εργασίας και το υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο ύστερα από διαβούλευση με την Επιτροπή και τα κράτη μέλη. Λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του προγράμματος εργασίας εντός των ορίων που προσδιορίζονται από τον παρόντα κανονισμό, τους κανόνες εφαρμογής του και οποιοδήποτε ισχύον δίκαιο·

β)

προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης εσωτερικών διοικητικών οδηγιών και της δημοσίευσης ανακοινώσεων, προκειμένου να διασφαλίσει την οργάνωση και τη λειτουργία της Υπηρεσίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού·

γ)

προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης αποφάσεων που αφορούν τις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας βάσει των κεφαλαίων ΙΙ και ΙΙΙ, συμπεριλαμβανομένης της ναύλωσης και της λειτουργίας μέσων ελέγχου και επιθεώρησης καθώς και της λειτουργίας δικτύου πληροφοριών·

δ)

ανταποκρίνεται σε αιτήματα της Επιτροπής καθώς και σε αιτήματα παροχής βοήθειας κράτους μέλους, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, και 16·

ε)

θετεί σε εφαρμογή ένα αποτελεσματικό σύστημα παρακολούθησης προκειμένου να μπορεί να συγκρίνει τα επιτεύγματα της υπηρεσίας με τους επιχειρησιακούς στόχους της. Πάνω στη βάση αυτή, ο εκτελεστικός διευθυντής συντάσσει σχέδιο γενικής έκθεσης κάθε έτος και το υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο. Θεσπίζει διαδικασίες τακτικής αξιολόγησης, οι οποίες πληρούν αναγνωρισμένους επαγγελματικούς κανόνες·

στ)

ασκεί, έναντι του προσωπικού, τις εξουσίες που καθορίζονται στο άρθρο 28 παράγραφος 2·

ζ)

καταρτίζει εκτιμήσεις των εσόδων και δαπανών της Υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 44, και εφαρμόζει τον προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 45.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος έναντι του διοικητικού συμβουλίου για τις ενέργειές του.

Άρθρο 39

Διορισμός και απόλυση του εκτελεστικού διευθυντή

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο με βάση τα προσόντα του και την τεκμηριωμένη σχετική πείρα του στον τομέα της κοινής αλιευτικής πολιτικής και στον τομέα του ελέγχου και της επιθεώρησης της αλιείας, από έναν κατάλογο δύο τουλάχιστον υποψηφίων που προτείνονται από την Επιτροπή ύστερα από διαδικασία επιλογής, μετά από τη δημοσίευση της θέσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, και σε άλλα μέσα ενημέρωσης.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο έχει την εξουσία απόλυσης του εκτελεστικού διευθυντή. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με το ζήτημα αυτό κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής ή ενός τρίτου των μελών του.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών.

4.   Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή ανέρχεται σε πέντε έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να παραταθεί άπαξ για μια ακόμη πενταετία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και η εν λόγω παράταση εγκρίνεται από πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 40

Γνωμοδοτικό συμβούλιο

1.   Το γνωμοδοτικό συμβούλιο απαρτίζεται από αντιπροσώπους των γνωμοδοτικών συμβουλίων όπως προβλέπεται από το άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, και συγκεκριμένα από έναν αντιπρόσωπο που ορίζεται από κάθε γνωμοδοτικό συμβούλιο. Οι αντιπρόσωποι μπορούν να αντικαθίστανται από αναπληρωματικούς αντιπροσώπους, οι οποίοι ορίζονται ταυτόχρονα με αυτούς.

2.   Τα μέλη του γνωμοδοτικού συμβουλίου δεν είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου.

Το γνωμοδοτικό συμβούλιο ορίζει ένα από τα μέλη του το οποίο λαμβάνει μέρος στις συσκέψεις του διοικητικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3.   Το γνωμοδοτικό συμβούλιο, κατόπιν αιτήσεως του εκτελεστικού διευθυντή, του παρέχει συμβουλές όσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων του δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής προεδρεύει του γνωμοδοτικού συμβουλίου. Το γνωμοδοτικό συμβούλιο συνεδριάζει, κατόπιν προσκλήσεως του προέδρου, τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο.

5.   Η Υπηρεσία παρέχει την απαιτούμενη υλικοτεχνική στήριξη προς το γνωμοδοτικό συμβούλιο και εκτελεί χρέη γραμματείας κατά τις συνεδριάσεις του.

6.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δύνανται να παρίστανται στις συνεδριάσεις του γνωμοδοτικού συμβουλίου.

Άρθρο 41

Διαφάνεια και ενημέρωση

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 εφαρμόζεται στα έγγραφα που τηρούνται από την Υπηρεσία.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασής του, τις πρακτικές ρυθμίσεις για τον κανονισμό εφαρμογής (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

3.   Η Υπηρεσία μπορεί να προβαίνει σε ενημέρωση, κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας, στο πλαίσιο των τομέων της αποστολής της. Διασφαλίζει ιδίως την άμεση παροχή στο κοινό και σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος αντικειμενικών, αξιόπιστων και ευκολονόητων πληροφοριών σχετικά με το έργο της.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τους αναγκαίους εσωτερικούς κανόνες για την εφαρμογή της παραγράφου 3.

5.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την Υπηρεσία σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 δύνανται να παρέχουν δικαίωμα προσφυγής στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή ή να αποτελούν αντικείμενο κίνησης διαδικασίας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου βάσει των άρθρων 228 και 263 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

6.   Οι πληροφορίες που συλλέγονται από την Επιτροπή και την Υπηρεσία σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό υπόκεινται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725.

Άρθρο 42

Τήρηση του απορρήτου

1.   Ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής και τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας υπόκεινται στις απαιτήσεις της τήρησης του απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 ΣΛΕΕ.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει εσωτερικούς κανόνες σχετικά με τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των απαιτήσεων τήρησης του απορρήτου που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 43

Πρόσβαση σε πληροφορίες

1.   Η Επιτροπή διαθέτει πλήρη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που συλλέγονται από την Υπηρεσία. Η Υπηρεσία παρέχει οποιεσδήποτε πληροφορίες καθώς και αξιολόγηση των εν λόγω πληροφοριών στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεώς της υπό τη μορφή που προσδιορίζεται από αυτήν.

2.   Τα κράτη μέλη τα οποία ενδιαφέρονται για οιαδήποτε συγκεκριμένη ενέργεια της Υπηρεσίας έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που συγκεντρώνει η Υπηρεσία όσον αφορά την ενέργεια αυτή, με την επιφύλαξη όρων που μπορεί να θεσπισθούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 47 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 44

Προϋπολογισμός

1.   Τα έσοδα της Υπηρεσίας συνίστανται από:

α)

συνεισφορά της Ένωσης η οποία εγγράφεται στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα «Επιτροπή»)·

β)

αμοιβές για υπηρεσίες που παρέχονται από την Υπηρεσία σε κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 6·

γ)

τέλη για εκδόσεις, δραστηριότητες κατάρτισης ή/και οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία που παρέχεται από την Υπηρεσία.

2.   Οι δαπάνες της Υπηρεσίας καλύπτουν τις δαπάνες προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες καθώς και τις δαπάνες υποδομής και λειτουργίας.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει σχέδιο προβλεπόμενης κατάστασης εσόδων και εξόδων της Υπηρεσίας για το επόμενο οικονομικό έτος συνοδευόμενη από σχέδιο οργανογράμματος και τα διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο.

4.   Τα έσοδα και οι δαπάνες πρέπει να ισοσκελίζονται.

5.   Κάθε έτος, το διοικητικό συμβούλιο, με βάση το σχέδιο κατάστασης των προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων, υποβάλλει κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων της Υπηρεσίας για το επόμενο οικονομικό έτος.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο υποβάλλει στην Επιτροπή, το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου, την κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η οποία συνοδεύεται από σχέδιο οργανογράμματος καθώς και προσωρινό πρόγραμμα εργασίας.

7.   Η κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο («αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή») μαζί με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

8.   Με βάση την κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων, η Επιτροπή εγγράφει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που θεωρεί αναγκαίες για το οργανόγραμμα καθώς και το ποσό της επιχορήγησης που θα βαρύνει το γενικό προϋπολογισμό, τον οποίο υποβάλει στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το άρθρο 314 ΣΛΕΕ.

9.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εξουσιοδοτεί τις πιστώσεις για την επιχορήγηση που παρέχεται στην Υπηρεσία. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει το οργανόγραμμα της Υπηρεσίας.

10.   Ο προϋπολογισμός εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο. Ο προϋπολογισμός καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφόσον κριθεί σκόπιμο, ο προϋπολογισμός υφίσταται σχετική προσαρμογή.

11.   Το διοικητικό συμβούλιο γνωστοποιεί, το συντομότερο δυνατόν, στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να εκτελέσει οποιοδήποτε σχέδιο έχει ενδεχομένως σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού, ιδίως οποιοδήποτε σχέδιο έχει σχέση με ακίνητη περιουσία, όπως η μίσθωση ή η αγορά κτιρίων. Ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά.

12.   Αν ένα τμήμα της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να εκδώσει γνώμη, διαβιβάζει τη γνώμη του στο διοικητικό συμβούλιο εντός έξι εβδομάδων από την ημερομηνία γνωστοποίησης του έργου.

Άρθρο 45

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής εκτελεί τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας.

2.   Έως την 1η Μαρτίου το αργότερο μετά τη λήψη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της υπηρεσίας κοινοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς στον υπόλογο της Επιτροπής μαζί με έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση για το εν λόγω οικονομικό έτος. Ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 245 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) («δημοσιονομικός κανονισμός»).

3.   Έως την 31η Μαρτίου το αργότερο μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει τους προσωρινούς λογαριασμούς της Υπηρεσίας στο Ελεγκτικό Συνέδριο μαζί με έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση για το εν λόγω οικονομικό έτος. Η έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση για το εν λόγω οικονομικό έτος διαβιβάζεται επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

4.   Μετά τη λήψη των παρατηρήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 246 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει την τελική κατάσταση λογαριασμών με δική του ευθύνη και τη διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο για την έκδοση γνώμης.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο εκδίδει γνώμη σχετικά με την οριστική κατάσταση λογαριασμών της Υπηρεσίας.

6.   Έως την 1η Ιουλίου του επόμενου έτους το αργότερο, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει την οριστική κατάσταση λογαριασμών, μαζί με τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

7.   Η οριστική κατάσταση λογαριασμών δημοσιεύεται.

8.   Η Υπηρεσία θεσπίζει καθήκοντα εσωτερικού λογιστικού ελέγχου που εκτελούνται σύμφωνα με τα σχετικά διεθνή πρότυπα.

9.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση στις παρατηρήσεις του έως την 30ή Σεπτεμβρίου το αργότερο. Κοινοποιεί επίσης την εν λόγω απάντηση στο διοικητικό συμβούλιο.

10.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήσεως του τελευταίου, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την ομαλή εφαρμογή της διαδικασίας απαλλαγής για το εν λόγω οικονομικό έτος, όπως ορίζεται στο άρθρο 261 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού.

11.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ύστερα από σύσταση του Συμβουλίου, απαλλάσσει πριν από την 30ή Απριλίου του μεθεπόμενου έτους τον εκτελεστικό διευθυντή της Υπηρεσίας για την εκτέλεση του προϋπολογισμού για το σχετικό έτος.

Άρθρο 46

Καταπολέμηση της απάτης

1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και άλλων παράνομων πράξεων, εφαρμόζονται έναντι της Υπηρεσίας χωρίς κανένα περιορισμό οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013.

2.   Η Υπηρεσία προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και θεσπίζει αμελλητί τις σχετικές διατάξεις οι οποίες ισχύουν για όλο το προσωπικό της.

3.   Οι αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση καθώς και οι σχετικές συμφωνίες και μέσα εφαρμογής προβλέπουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν να διεξαγάγουν, εφόσον είναι αναγκαίο, επιτόπιους ελέγχους μεταξύ των αποδεκτών των πόρων της Υπηρεσίας και των υπαλλήλων που είναι αρμόδιοι για τη διανομή τους.

Άρθρο 47

Δημοσιονομικές διατάξεις

Το διοικητικό συμβούλιο, αφού λάβει την έγκριση της Επιτροπής και τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, θεσπίζει το δημοσιονομικό κανονισμό της Υπηρεσίας. Ο δημοσιονομικός κανονισμός δεν αποκλίνει από τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής (17), εκτός εάν απαιτείται ειδικά για τη λειτουργία της Υπηρεσίας και κατόπιν προηγούμενης συναίνεσης της Επιτροπής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 48

Αξιολόγηση

1.   Εντός πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της Υπηρεσίας και κάθε πέντε έτη μετέπειτα, το διοικητικό συμβούλιο αναθέτει τη διεξαγωγή ανεξάρτητης εξωτερικής αξιολόγησης της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή παρέχει στην Υπηρεσία οποιεσδήποτε πληροφορίες τις οποίες κρίνει κατάλληλες για την εν λόγω αξιολόγηση.

2.   Σε κάθε αξιολόγηση εκτιμάται η επίπτωση του παρόντος κανονισμού, η χρησιμότητα, η συνάφεια και η αποτελεσματικότητα της Υπηρεσίας καθώς και οι μέθοδοι εργασίας της καθώς και ο βαθμός στον οποίο συμβάλλει στην επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου συμμόρφωσης προς τους κανόνες που θεσπίζονται στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει ειδικούς όρους αναφοράς σε συνεργασία με την Επιτροπή και κατόπιν διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει την εν λόγω αξιολόγηση και διατυπώνει συστάσεις σχετικά με τις τροποποιήσεις του παρόντος κανονισμού, της Υπηρεσίας και των μεθόδων εργασίας της, και τις υποβάλλει στην Επιτροπή. Τόσο τα πορίσματα της αξιολόγησης όσο και οι συστάσεις διαβιβάζονται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και δημοσιεύονται.

Άρθρο 49

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 768/2005 καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό θεωρούνται ότι γίνονται στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα II.

Άρθρο 50

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 19 Μαρτίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Φεβρουαρίου 2019 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 2019.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 768/2005 του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 2005 για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ελέγχου της Αλιείας και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου που εφαρμόζεται στην κοινή αλιευτική πολιτική (ΕΕ L 128 της 21.5.2005, σ. 1).

(4)  Βλέπε παράρτημα I.

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2013 σχετικά με την κοινή αλιευτική πολιτική, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1954/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και (ΕΚ) αριθ. 639/2004 του Συμβουλίου και της απόφασης 2004/585/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 22).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 15.

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011 για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου της 20ής Νοεμβρίου 2009 περί θεσπίσεως ενωσιακού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τροποποιήσεως των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 847/96, (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, (ΕΚ) αριθ. 811/2004, (ΕΚ) αριθ. 768/2005, (ΕΚ) αριθ. 2115/2005, (ΕΚ) αριθ. 2166/2005, (ΕΚ) αριθ. 388/2006, (ΕΚ) αριθ. 509/2007, (ΕΚ) αριθ. 676/2007, (ΕΚ) αριθ. 1098/2007, (ΕΚ) αριθ. 1300/2008, (ΕΚ) αριθ. 1342/2008 και καταργήσεως των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93, (ΕΚ) αριθ. 1627/94 και (ΕΚ) αριθ. 1966/2006 (ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 863/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 του Συμβουλίου και της απόφασης 2005/267/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 251 της 16.9.2016, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τη σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού για την ασφάλεια στη θάλασσα (ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 1).

(14)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(15)  Κανονισμός αριθ. 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385/58).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).

(17)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1271/2013 της Επιτροπής της 30ής Σεπτεμβρίου 2013 για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 208 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 328 της 7.12.2013, σ. 42).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Καταργούμενος κανονισμός με κατάλογο των διαδοχικών του τροποποιήσεων

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 768/2005 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 128 της 21.5.2005, σ. 1).

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 343 της 22.11.2009, σ. 1).

Μόνο το άρθρο 120

Κανονισμός (EE) 2016/1626 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 251 της 16.9.2016, σ. 80).

 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Πίνακας Αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 768/2005

Παρών κανονισμός

Άρθρα 1 έως 7

Άρθρα 1 έως 7

Άρθρο 7α

Άρθρο 8

Άρθρο 8

Άρθρο 9

Άρθρο 9

Άρθρο 10

Άρθρο 10

Άρθρο 11

Άρθρο 11

Άρθρο 12

Άρθρο 12

Άρθρο 13

Άρθρο 13

Άρθρο 14

Άρθρο 14

Άρθρο 15

Άρθρο 15

Άρθρο 16

Άρθρο 16

Άρθρο 17

Άρθρο 17

Άρθρο 18

Άρθρο 17α

Άρθρο 19

Άρθρο 17β

Άρθρο 20

Άρθρο 17γ

Άρθρο 21

Άρθρο 17δ

Άρθρο 22

Άρθρο 17ε

Άρθρο 23

Άρθρο 17στ

Άρθρο 24

Άρθρο 17ζ

Άρθρο 25

Άρθρο 17η

Άρθρο 26

Άρθρο 18

Άρθρο 27

Άρθρο 19

Άρθρο 28

Άρθρο 20

Άρθρο 29

Άρθρο 21

Άρθρο 30

Άρθρο 22

Άρθρο 31

Άρθρο 23

Άρθρο 32

Άρθρο 24

Άρθρο 33

Άρθρο 25

Άρθρο 34

Άρθρο 26

Άρθρο 35

Άρθρο 27

Άρθρο 36

Άρθρο 28

Άρθρο 37

Άρθρο 29

Άρθρο 38

Άρθρο 30

Άρθρο 39

Άρθρο 31

Άρθρο 40

Άρθρο 32

Άρθρο 41

Άρθρο 33

Άρθρο 42

Άρθρο 34

Άρθρο 43

Άρθρο 35

Άρθρο 44

Άρθρο 36

Άρθρο 45

Άρθρο 37

Άρθρο 46

Άρθρο 38

Άρθρο 47

Άρθρο 39

Άρθρο 48

Άρθρο 40

Άρθρο 41

Άρθρο 49

Άρθρο 42

Άρθρο 50

Παράρτημα I

Παράρτημα II