27.2.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 55/34


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2018/292 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 26ης Φεβρουαρίου 2018

για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τις διαδικασίες και τα έντυπα για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνδρομή μεταξύ αρμόδιων αρχών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την κατάχρηση της αγοράς

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (1), και ιδίως το άρθρο 25 παράγραφος 9,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρχές που έχουν οριστεί ως αρμόδιες αρχές δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 είναι σε θέση να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες αποτελεσματικά και εγκαίρως και να παρέχουν πλήρη αμοιβαία συνδρομή για τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού, είναι σκόπιμο να καθοριστούν κοινές διαδικασίες και έντυπα που πρέπει να χρησιμοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές για την ανταλλαγή πληροφοριών και την παροχή συνδρομής, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής των αιτήσεων συνδρομής, των αποδείξεων παραλαβής και των απαντήσεων στις εν λόγω αιτήσεις.

(2)

Η ανταλλαγή γραπτών πληροφοριών αναμένεται ότι θα βοηθά μια αρμόδια αρχή στην εκπλήρωση των καθηκόντων της. Προφορική επικοινωνία μπορεί να πραγματοποιείται, ανάλογα με την περίπτωση, μεταξύ άλλων πριν από την αποστολή γραπτής αίτησης, για την παροχή πληροφοριών σχετικά με μια προσεχή αίτηση συνδρομής και για τη συζήτηση τυχόν ζητημάτων που ενδέχεται να εμποδίσουν την παροχή συνδρομής. Σε επείγουσες περιπτώσεις, θα πρέπει επίσης να επιτρέπεται η προφορική γνωστοποίηση μιας αίτησης συνδρομής, εάν ο επείγων χαρακτήρας δεν οφείλεται σε καθυστερημένη ενέργεια του αιτούντος μέρους.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ορίζει ότι οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να ανταλλάσσουν πληροφορίες και να παρέχουν συνδρομή. Ωστόσο, οι αιτήσεις συνδρομής θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να περιλαμβάνουν τη λήψη κατάθεσης ή τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου ή έρευνας, μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια απλή αίτηση ανταλλαγής πληροφοριών δεν θα ήταν επαρκής. Πριν από την υποβολή αίτησης συνδρομής σε αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, η αρμόδια αρχή αναμένεται ότι θα έχει προβεί σε όλες τις ενέργειες που είναι ευλόγως υλοποιήσιμες στη δικαιοδοσία της, παρόλο που μπορεί να μην είναι ευλόγως εφικτό για την εν λόγω αρχή να έχει εξαντλήσει όλες τις μεθόδους έρευνας προτού υποβάλει την αίτηση.

(4)

Αυτεπάγγελτη συνδρομή θα πρέπει να παρέχεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014, καθώς και σε εθελοντική βάση, όταν η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους θεωρεί ότι οι πληροφορίες που έχει στην κατοχή της είναι δυνατόν να είναι χρήσιμες για μια άλλη αρμόδια αρχή.

(5)

Μια αίτηση συνδρομής σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 θα πρέπει να παρέχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το αντικείμενο της αίτησης, καθώς και τον λόγο της αίτησης και το πλαίσιό της, ώστε να μπορέσει η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση να την επεξεργαστεί αποτελεσματικά και το ταχύτερο δυνατόν. Η αναφορά των πραγματικών περιστατικών στα οποία βασίζεται η υπόνοια δεν θα πρέπει να θεωρείται ως προϋπόθεση για να λάβει συνδρομή μια αιτούσα αρχή, αν οι ζητούμενες πληροφορίες είναι απαραίτητες για να εκπληρώσει η αρχή τα καθήκοντά της.

(6)

Πέρα από τη χρήση των εντύπων για αίτηση και απάντηση σε αίτηση συνδρομής, οι διαδικασίες για τη συνεργασία θα πρέπει να επιτρέπουν και να διευκολύνουν την επικοινωνία, τη διαβούλευση και την αλληλεπίδραση μεταξύ της αιτούσας αρχής και της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική διεκπεραίωση του αιτήματος για παροχή πληροφοριών ή συνδρομής. Οι διαδικασίες αυτές θα πρέπει επίσης να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν παρατηρήσεις σχετικά με τη χρησιμότητα των πληροφοριών ή της συνδρομής που έχουν ληφθεί, με την έκβαση της υπόθεσης σε σχέση με την οποία ζητήθηκε η συνδρομή και με τυχόν προβλήματα που ανέκυψαν κατά την παροχή των εν λόγω πληροφοριών ή συνδρομής.

(7)

Οι διαδικασίες και τα έντυπα για την ανταλλαγή πληροφοριών και την παροχή συνδρομής θα πρέπει να εξασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται και τη συμμόρφωση με τους κανόνες για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

(8)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η ESMA στην Επιτροπή.

(9)

Η ESMA δεν διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις όσον αφορά τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ούτε προέβη σε ανάλυση του δυνητικού κόστους και οφέλους από την καθιέρωση των διαδικασιών και των εντύπων που πρέπει να χρησιμοποιούνται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές, επειδή αυτό θα ήταν δυσανάλογο σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τον αντίκτυπο των εν λόγω προτύπων, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι αποδέκτες θα είναι μόνον οι αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών και όχι συμμετέχοντες στην αγορά.

(10)

Η ESMA ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

(11)

Για να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 είναι ήδη σε εφαρμογή, είναι αναγκαίο ο παρών κανονισμός να τεθεί σε ισχύ και να εφαρμοστεί αμέσως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ορισμός

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «ασφαλή ηλεκτρονικά μέσα» νοούνται τα μέσα ηλεκτρονικού εξοπλισμού για την επεξεργασία (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης), την αποθήκευση και τη διαβίβαση δεδομένων με καλωδιακή, ραδιοκυματική, οπτική τεχνολογία ή με οποιοδήποτε άλλο ηλεκτρομαγνητικό μέσο, τα οποία διασφαλίζουν την πληρότητα, την ακεραιότητα και την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών κατά τη διάρκεια της διαβίβασης.

Άρθρο 2

Σημεία επαφής

1.   Οι αρμόδιες αρχές ορίζουν σημεία επαφής για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν τα στοιχεία των σημείων επαφής στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) εντός 30 ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Τα κράτη μέλη παρέχουν επικαιροποιημένες πληροφορίες στην ESMA, ανάλογα με την περίπτωση.

3.   Η ESMA διατηρεί κατάλογο των σημείων επαφής που έχουν οριστεί από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με την παράγραφο 1, και ενημερώνει τον εν λόγω κατάλογο, εφόσον απαιτείται, για τη χρήση από τις αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 3

Αίτηση συνδρομής

1.   Η αιτούσα αρχή υποβάλλει αίτηση συνδρομής εγγράφως ταχυδρομικώς, με φαξ ή ασφαλή ηλεκτρονικά μέσα. Απευθύνει την αίτηση στο σημείο επαφής που ορίζεται από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 2.

2.   Κατά την αίτηση συνδρομής, η αρμόδια αρχή χρησιμοποιεί το έντυπο που παρατίθεται στο παράρτημα I και:

α)

προσδιορίζει τις λεπτομέρειες των σχετικών πληροφοριών που ζητεί η αιτούσα αρχή από την αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση·

β)

προσδιορίζει, ανάλογα με την περίπτωση, ζητήματα σχετικά με την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που μπορούν να ληφθούν.

3.   Η αιτούσα αρχή μπορεί να επισυνάπτει στην αίτηση κάθε έγγραφο ή υλικό που κρίνονται αναγκαία για τη στήριξη της αίτησης.

4.   Σε επείγουσες περιπτώσεις, η αιτούσα αρχή μπορεί να υποβάλει αίτηση συνδρομής προφορικώς. Εκτός εάν η αρμόδια αρχή συμφωνήσει διαφορετικά, η προφορική αίτηση πρέπει στη συνέχεια να επιβεβαιωθεί γραπτώς και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, με χρήση των μέσων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 4

Απόδειξη παραλαβής

Εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της έγγραφης αίτησης συνδρομής, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση αποστέλλει απόδειξη παραλαβής, ταχυδρομικώς, με φαξ ή ασφαλή ηλεκτρονικά μέσα, στο σημείο επαφής που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 2, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στην αίτηση. Η εν λόγω απόδειξη παραλαβής υποβάλλεται με χρήση του εντύπου που παρατίθεται στο παράρτημα II και περιλαμβάνει, όπου είναι δυνατόν, την εκτιμώμενη ημερομηνία απάντησης.

Άρθρο 5

Απάντηση σε αίτηση συνδρομής

1.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση απαντά στην αίτηση συνδρομής εγγράφως ταχυδρομικώς, με φαξ ή ασφαλή ηλεκτρονικά μέσα. Η απάντηση απευθύνεται στη διεύθυνση του σημείου επαφής που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 2, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στην αίτηση.

2.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση απαντά στην αίτηση συνδρομής χρησιμοποιώντας το έντυπο που παρατίθεται στο παράρτημα III και:

α)

ζητεί περαιτέρω διευκρινίσεις, σε οποιαδήποτε μορφή και το συντομότερο δυνατόν, όταν έχει αμφιβολίες ως προς τις ακριβείς πληροφορίες που ζητούνται·

β)

προβαίνει σε όλες τις εύλογες ενέργειες στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της για την παροχή της αιτούμενης συνδρομής·

γ)

διεκπεραιώνει τις αιτήσεις συνδρομής, χωρίς καθυστέρηση και με τρόπο που να εξασφαλίζει ότι κάθε αναγκαία ρυθμιστική δράση προχωρεί με αποτελεσματικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα του αιτήματος και την ανάγκη συμμετοχής τρίτων μερών ή άλλης αρμόδιας αρχής.

3.   Εάν η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση αρνηθεί να προβεί σε ενέργειες, εν μέρει ή εξολοκλήρου, μετά από αίτηση συνδρομής, ενημερώνει την αιτούσα αρχή το συντομότερο δυνατό για την απόφασή της, προφορικά ή γραπτά. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση παρέχει επίσης γραπτή απάντηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, με την οποία δηλώνεται σε ποια από τις εξαιρέσεις βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 βασίστηκε για την άρνησή της.

Άρθρο 6

Διαδικασίες αποστολής και επεξεργασίας αίτησης συνδρομής

1.   Η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση επικοινωνούν όσον αφορά την αίτηση συνδρομής και την απάντηση σε αυτή με τα πλέον πρόσφορα μέσα, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα ζητήματα εμπιστευτικότητας, τον χρόνο απόκρισης στην αλληλογραφία, τον όγκο του υλικού που πρέπει να γνωστοποιηθεί και την ευκολία πρόσβασης στις πληροφορίες από την αιτούσα αρχή. Ειδικότερα, η αιτούσα αρχή ανταποκρίνεται αμέσως σε τυχόν διευκρινίσεις που ζητούνται από την αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.

2.   Όταν η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση λάβει γνώση συνθηκών που μπορεί να οδηγήσουν σε καθυστέρηση της εκτιμώμενης ημερομηνίας απάντησής της για περισσότερο από 10 εργάσιμες ημέρες, ενημερώνει την αιτούσα αρχή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

3.   Ανάλογα με την περίπτωση, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση παρέχει τακτική ενημέρωση όσον αφορά την πρόοδο της εκκρεμούσας αίτησης, καθώς και αναθεωρημένες εκτιμήσεις της στοχευόμενης ημερομηνίας απάντησης στην αιτούσα αρχή.

4.   Στην περίπτωση όπου το αίτημα έχει υποβληθεί από την αιτούσα αρχή ως επείγον, οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν σε αμοιβαία διαβούλευση για τη συχνότητα με την οποία η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση θα ενημερώνει την αιτούσα αρχή.

5.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και η αιτούσα αρχή συνεργάζονται για την επίλυση τυχόν δυσκολιών που είναι δυνατόν να προκύψουν κατά τη διεκπεραίωση μιας αίτησης.

Άρθρο 7

Διαδικασία για αιτήσεις λήψης κατάθεσης από πρόσωπο

1.   Όταν η αιτούσα αρχή περιλαμβάνει στο αίτημά της τη λήψη κατάθεσης από ένα πρόσωπο στο πλαίσιο έρευνας ή επιθεώρησης, η αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα και η αιτούσα αρχή, με την επιφύλαξη των υφιστάμενων νομικών περιορισμών ή δεσμεύσεων και τυχόν διαφορών ως προς τις διαδικαστικές απαιτήσεις, αξιολογούν και λαμβάνουν υπόψη τα εξής:

α)

τα δικαιώματα των προσώπων από τα οποία θα ληφθούν οι καταθέσεις, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, τυχόν ζητημάτων αυτοενοχοποίησης·

β)

τη φύση της συμμετοχής του προσωπικού της αιτούσας αρχής (παρατηρητές ή ενεργός συμμετοχή)·

γ)

τον ρόλο του προσωπικού της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και της αιτούσας αρχής κατά τη λήψη της κατάθεσης·

δ)

κατά πόσον το πρόσωπο από το οποίο πρόκειται να ληφθεί κατάθεση έχει το δικαίωμα να επικουρείται από νομικό εκπρόσωπο και, εάν ναι, το πεδίο της συνδρομής του εκπροσώπου κατά τη λήψη της κατάθεσης, μεταξύ άλλων όσον αφορά οποιαδήποτε καταγραφή ή αναφορά της κατάθεσης·

ε)

κατά πόσον η κατάθεση πρόκειται να ληφθεί σε εθελοντική ή υποχρεωτική βάση, εφόσον υφίσταται η διάκριση αυτή·

στ)

κατά πόσον, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, το πρόσωπο από το οποίο πρόκειται να ληφθεί η κατάθεση είναι μάρτυρας ή ύποπτος, εφόσον υφίσταται η διάκριση αυτή·

ζ)

κατά πόσον, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, η κατάθεση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ή πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σε ποινική διαδικασία·

η)

το παραδεκτό της κατάθεσης στη δικαιοδοσία της αιτούσας αρχής·

θ)

την καταγραφή της κατάθεσης και τις εφαρμοστέες διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον θα είναι ταυτόχρονα ή συνοπτικά γραπτά πρακτικά ή ηχητική ή οπτικοακουστική εγγραφή·

ι)

τις διαδικασίες σχετικά με την πιστοποίηση ή την επικύρωση της κατάθεσης από τα πρόσωπα που καταθέτουν, μεταξύ άλλων το κατά πόσον οι εν λόγω διαδικασίες λαμβάνουν χώρα μετά τη λήψη της κατάθεσης· και

ια)

τη διαδικασία για τη διαβίβαση της κατάθεσης από την αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση στην αιτούσα αρχή, μεταξύ άλλων και τον μορφότυπο και τον χρόνο της διαβίβασης.

2.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και η αιτούσα αρχή διασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται ρυθμίσεις ώστε το προσωπικό τους να ενεργεί αποτελεσματικά, καθώς και ρυθμίσεις που να επιτρέπουν στο προσωπικό τους να συμφωνεί σχετικά με κάθε πρόσθετη πληροφορία που ενδεχομένως απαιτείται, μεταξύ άλλων και τα εξής:

α)

τον προγραμματισμό των ημερομηνιών·

β)

τον κατάλογο των ερωτήσεων που θα υποβληθούν στο πρόσωπο από το οποίο θα ληφθεί η κατάθεση·

γ)

ταξιδιωτικές ρυθμίσεις, που μεταξύ άλλων θα διασφαλίζουν ότι η αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα και η αιτούσα αρχή θα είναι σε θέση να συναντηθούν για να συζητήσουν το θέμα πριν από τη λήψη της κατάθεσης· και

δ)

γλωσσικές ρυθμίσεις.

Άρθρο 8

Διαδικασία υποβολής αιτήσεων για έρευνα ή επιτόπια επιθεώρηση

1.   Όταν υποβάλλεται αίτηση για τη διεξαγωγή έρευνας ή επιτόπιας επιθεώρησης, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση διεξάγουν διαβουλεύσεις μεταξύ τους σχετικά με τον καλύτερο τρόπο για να εφαρμοστεί στην πράξη η αίτηση για παροχή συνδρομής, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 25 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο σημεία α) έως ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, μεταξύ άλλων όσον αφορά το βάσιμο της από κοινού διεξαγωγής έρευνας ή επιτόπιας επιθεώρησης.

2.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει την αιτούσα αρχή σχετικά με την πρόοδο της έρευνας ή της επιτόπιας επιθεώρησης και διαβιβάζει τα πορίσματά της εγκαίρως στην αιτούσα αρχή.

3.   Κατά τη λήψη απόφασης για το αν θα ξεκινήσει κοινή έρευνα ή επιτόπια επιθεώρηση, η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

το περιεχόμενο των αιτήσεων συνδρομής που έχουν ληφθεί από την αιτούσα αρχή, συμπεριλαμβανομένων τυχόν υποδείξεων σχετικά με το κατά πόσον ενδείκνυται η διεξαγωγή έρευνας ή επιτόπιας επιθεώρησης από κοινού·

β)

κατά πόσον η κάθε αρχή διενεργεί χωριστά τη δική της έρευνα σε υπόθεση με διασυνοριακές επιπτώσεις και κατά πόσον θα ήταν πιο κατάλληλη η από κοινού συνεργασία για την εν λόγω υπόθεση·

γ)

το νομικό και ρυθμιστικό πλαίσιο σε κάθε μία από τις περιοχές δικαιοδοσίας τους, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι δύο αρχές έχουν ικανοποιητική κατανόηση των πιθανών νομικών και άλλων περιορισμών σχετικά με τη διενέργεια κάθε από κοινού έρευνας ή επιτόπιας επιθεώρησης και σχετικά με τυχόν διαδικασίες που ενδέχεται να ακολουθήσουν, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε ζητημάτων που σχετίζονται με την αρχή του δεδικασμένου («ne bis in idem»)·

δ)

τα διαχειριστικά και διευθυντικά καθήκοντα που απαιτούνται για την έρευνα ή την επιτόπια επιθεώρηση·

ε)

τις πιθανές προοπτικές ότι θα συμφωνήσουν σχετικά με τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών·

στ)

την κατανομή των πόρων και τον διορισμό των μελών του προσωπικού που θα επιφορτιστούν με τη διενέργεια ερευνών ή επιτόπιων επιθεωρήσεων·

ζ)

τη δυνατότητα κατάρτισης ενός κοινού σχεδίου δράσης και το χρονοδιάγραμμα των εργασιών για κάθε αρχή·

η)

τον προσδιορισμό των δράσεων που θα αναληφθούν, από κοινού ή μεμονωμένα, από κάθε αρχή·

θ)

την αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών που συλλέγονται και την υποβολή αναφορών σχετικά με τα αποτελέσματα των επιμέρους δράσεων που αναλαμβάνονται· και

ι)

άλλα ζητήματα ειδικά για την υπόθεση.

4.   Όταν η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση αποφασίσουν να διενεργήσουν από κοινού έρευνα ή επιτόπια επιθεώρηση, τα δύο μέρη:

α)

συμφωνούν σχετικά με τις διαδικασίες για τη διεξαγωγή και την ολοκλήρωση της έρευνας ή της επιθεώρησης·

β)

επιδίδονται σε συνεχή διάλογο για τον συντονισμό της διαδικασίας συλλογής πληροφοριών και τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών·

γ)

εργάζονται από κοινού και συνεργάζονται μεταξύ τους για τη διεξαγωγή της κοινής έρευνας ή της από κοινού επιτόπιας επιθεώρησης·

δ)

παρέχουν αμοιβαία συνδρομή σε μεταγενέστερη διαδικασία εκτέλεσης, στον βαθμό που αυτό επιτρέπεται από νομική άποψη, συμπεριλαμβανομένου του συντονισμού των τυχόν διαδικασιών ή άλλων εκτελεστικών μέτρων που συνδέονται με την έκβαση (διοικητικές, αστικές ή ποινικές διαδικασίες) της κοινής έρευνας ή της από κοινού επιτόπιας επιθεώρησης ή, κατά περίπτωση, τις προοπτικές μιας διευθέτησης·

ε)

προσδιορίζουν τις ειδικές νομικές διατάξεις που διέπουν το θέμα της από κοινού έρευνας ή της από κοινού επιτόπιας επιθεώρησης·

στ)

κατά περίπτωση, λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τα ακόλουθα:

(1)

την κατάρτιση κοινού σχεδίου δράσης που θα προσδιορίζει, μεταξύ άλλων, το περιεχόμενο, τη φύση και το χρονοδιάγραμμα των ενεργειών που πρέπει να πραγματοποιηθούν, συμπεριλαμβανομένων των οροσήμων και της κατανομής των αρμοδιοτήτων για την επίτευξη του αποτελέσματος των εργασιών, και λαμβάνοντας υπόψη τις αντίστοιχες προτεραιότητες κάθε αρχής·

(2)

τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση των ενδεχόμενων νομικών περιορισμών ή άλλων περιορισμών και τυχόν διαφορές όσον αφορά τις διαδικασίες έρευνας ή τα μέτρα επιβολής ή οποιαδήποτε άλλη διαδικασία, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων κάθε προσώπου που υπόκειται σε έρευνα·

(3)

τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση τυχόν ειδικών νομικών επαγγελματικών προνομίων που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στη διαδικασία έρευνας, καθώς και τη διαδικασία εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης της αυτοενοχοποίησης·

(4)

τη στρατηγική όσον αφορά το κοινό και τον Τύπο· και

(5)

τη σκοπούμενη χρήση των πληροφοριών που ανταλλάσσονται.

Άρθρο 9

Διαδικασίες για την παροχή συνδρομής για την ανάκτηση χρηματικών κυρώσεων

1.   Η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση διαβουλεύονται μεταξύ τους, όταν υποβάλλεται αίτηση συνδρομής για την ανάκτηση χρηματικών κυρώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, σχετικά με τον καλύτερο τρόπο για την πρακτική εφαρμογή της αίτησης. Οι αρχές λαμβάνουν υπόψη τις δράσεις που έχουν ήδη αναληφθεί από την αιτούσα αρχή εντός της δικαιοδοσίας της και το εθνικό πλαίσιο της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση όσον αφορά την ανάκτηση κυρώσεων.

2.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση παρέχει συνδρομή ή καθιστά διαθέσιμες όλες τις πληροφορίες, που ζητούνται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία. Σε περίπτωση που η αιτούμενη συνδρομή μπορεί να παρασχεθεί από, ή οι πληροφορίες μπορεί να είναι διαθέσιμες σε, άλλη αρχή ή αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση παρέχει στην αιτούσα αρχή τις απαραίτητες πληροφορίες για την καθιέρωση άμεσης επαφής μεταξύ της αιτούσας αρχής και της άλλης αρχής ή του άλλου φορέα όπου είναι ενδεχομένως διαθέσιμες οι ζητούμενες πληροφορίες, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

Άρθρο 10

Αυτεπάγγελτη ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Για τους σκοπούς της διαβίβασης πληροφοριών που δεν έχουν ζητηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 4 και το άρθρο 25 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, ή εάν μια αρμόδια αρχή διαθέτει πληροφορίες που θεωρεί ότι θα μπορούσαν να βοηθήσουν μια άλλη αρμόδια αρχή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές εγγράφως, ταχυδρομικώς, με φαξ ή ασφαλή ηλεκτρονικά μέσα, στο σημείο επαφής της αρμόδιας αρχής που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 2.

2.   Αν η αρμόδια αρχή που αποστέλλει τις πληροφορίες θεωρεί ότι οι πληροφορίες θα πρέπει να διαβιβαστούν επειγόντως, μπορεί να ενημερώσει την άλλη αρχή προφορικά, υπό την προϋπόθεση ότι θα πραγματοποιηθεί μετέπειτα διαβίβαση γραπτώς και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

3.   Μια αρμόδια αρχή που αποστέλλει πληροφορίες αυτεπαγγέλτως το πράττει χρησιμοποιώντας το έντυπο που παρατίθεται στο παράρτημα IV, προσδιορίζοντας ειδικότερα ζητήματα σχετικά με την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών.

Άρθρο 11

Περιορισμοί και επιτρεπόμενες χρήσεις των πληροφοριών

1.   Η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση περιλαμβάνουν την κατάλληλη προειδοποίηση εμπιστευτικότητας σε οποιαδήποτε αίτηση για παροχή συνδρομής, απάντηση σε αίτηση συνδρομής ή αυτεπάγγελτη διαβίβαση πληροφοριών σύμφωνα με τα έντυπα που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα.

2.   Όταν, για να εκτελεστεί η αίτηση, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση υποχρεούται να γνωστοποιήσει το γεγονός ότι η αιτούσα αρχή έχει υποβάλει αίτηση, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση το γνωστοποιεί, αφού συζητήσει με την αιτούσα αρχή σχετικά με τη φύση και την έκταση της γνωστοποίησης που απαιτείται και αφού λάβει τη συγκατάθεσή της για την εν λόγω γνωστοποίηση. Εφόσον η αιτούσα αρχή δεν έχει δώσει τη συγκατάθεσή της για τη γνωστοποίηση, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δεν ενεργεί μετά από την αίτηση, και η αιτούσα αρχή μπορεί να ανακαλέσει ή να αναστείλει την αίτησή της έως ότου να είναι σε θέση να δώσει τη συγκατάθεσή της για τη γνωστοποίηση.

3.   Οι πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 10 χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τους σκοπούς της εξασφάλισης της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή της επιβολής των διατάξεων αυτών, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, ενδεικτικά, της έναρξης, της διενέργειας ή της παροχής συνδρομής σε ποινικές, διοικητικές, αστικές ή πειθαρχικές διαδικασίες που απορρέουν από παραβίαση των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 12

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 26 Φεβρουαρίου 2018.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Image Κείμενο της εικόνας Image Κείμενο της εικόνας Image Κείμενο της εικόνας Image Κείμενο της εικόνας Image Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Image Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Image Κείμενο της εικόνας Image Κείμενο της εικόνας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Image Κείμενο της εικόνας Image Κείμενο της εικόνας