31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/90


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2017/567 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 18ης Μαΐου 2016

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους ορισμούς, τη διαφάνεια, τη συμπίεση χαρτοφυλακίου και τα εποπτικά μέτρα σχετικά με παρεμβάσεις σε προϊόντα και θέσεις

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 13 παράγραφος 2, το άρθρο 15 παράγραφος 5, το άρθρο 17 παράγραφος 3, το άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3, το άρθρο 31 παράγραφος 4, το άρθρο 40 παράγραφος 8, το άρθρο 41 παράγραφος 8, το άρθρο 42 παράγραφος 7 και το άρθρο 45 παράγραφος 10,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο παρών κανονισμός καθορίζει περαιτέρω τα κριτήρια προσδιορισμού της «ρευστής αγοράς» σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να καθοριστούν κριτήρια για τη διασπορά, το μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών και τη μέση ημερήσια αξία ειδικά για τις μετοχές, τα πιστοποιητικά αποθετηρίου, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια και τα πιστοποιητικά, ώστε να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες καθενός από αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα. Απαιτούνται κανόνες που προσδιορίζουν πώς πρέπει να εκτελούνται οι υπολογισμοί ρευστότητας κατά το αρχικό στάδιο μετά την εισαγωγή του χρηματοπιστωτικού μέσου προς διαπραγμάτευση, ώστε να διασφαλίζεται συνεπής και ομοιόμορφη εφαρμογή σε ολόκληρη την Ένωση.

(2)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού συνδέονται στενά μεταξύ τους, δεδομένου ότι αφορούν ορισμούς και καθορίζουν απαιτήσεις σχετικά με την προσυναλλακτική και μετασυναλλακτική διαφάνεια εκ μέρους των συστηματικών εσωτερικοποιητών και τη δημοσίευση δεδομένων από τόπους διαπραγμάτευσης και συστηματικούς εσωτερικοποιητές, αφενός, και τις εξουσίες παρέμβασης σε προϊόντα και διαχείρισης θέσεων της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), αφετέρου. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ ταυτόχρονα, και να διευκολυνθεί η διαμόρφωση μιας συνολικής εικόνας για τους ενδιαφερομένους και, ιδίως, για αυτούς που υπόκεινται στις υποχρεώσεις, είναι αναγκαίο να περιληφθούν οι διατάξεις αυτές σε ένα και μόνο κανονισμό.

(3)

Προκειμένου να καταστεί δυνατή η ύπαρξη παντού στην Ένωση ελάχιστου αριθμού ρευστών μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων, η αρμόδια αρχή κράτους μέλους στο οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης λιγότερα από πέντε ρευστά χρηματοπιστωτικά μέσα για κάθε μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο και πιστοποιητικό, θα πρέπει να είναι σε θέση να ορίσει ένα ή περισσότερα πρόσθετα ρευστά χρηματοπιστωτικά μέσα, με την προϋπόθεση ότι ο συνολικός αριθμός των χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία θεωρούνται ότι έχουν ρευστή αγορά δεν υπερβαίνει τα πέντε σε κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων.

(4)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα της αγοράς διαβιβάζονται με εύλογους εμπορικούς όρους και με ενιαίο τρόπο στην Ένωση, ο παρών κανονισμός προσδιορίζει τις προϋποθέσεις που οφείλουν να πληρούν οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης, καθώς και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές. Οι προϋποθέσεις αυτές βασίζονται στον στόχο να διασφαλιστεί ότι η υποχρέωση να παρέχουν στοιχεία της αγοράς με εύλογους εμπορικούς όρους είναι επαρκώς σαφής ώστε να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική και ομοιογενής εφαρμογή της, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τα διάφορα μοντέλα λειτουργίας και διαρθρώσεις κόστους των διαχειριστών αγοράς και των επιχειρήσεων επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης, καθώς και των συστηματικών εσωτερικοποιητών.

(5)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η χρέωση για τα δεδομένα της αγοράς ορίζεται σε λογικά επίπεδα, η εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής δεδομένων της αγοράς με εύλογους εμπορικούς όρους προϋποθέτει οι χρεώσεις να βασίζονται σε εύλογη σχέση με το κόστος για την παραγωγή και τη διάδοση των εν λόγω δεδομένων. Ως εκ τούτου, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων περί ανταγωνισμού, θα πρέπει οι πάροχοι δεδομένων να καθορίζουν τις χρεώσεις τους βάσει του κόστους τους, έχοντας παράλληλα τη δυνατότητα να επιτύχουν εύλογο περιθώριο κέρδους με βάση παράγοντες όπως το περιθώριο κέρδους εκμετάλλευσης, η απόδοση των εξόδων, η απόδοση των περιουσιακών στοιχείων και η απόδοση επί του κεφαλαίου. Κάθε φορά που οι πάροχοι δεδομένων επιβαρύνονται με κοινές δαπάνες για την παροχή δεδομένων και την παροχή άλλων υπηρεσιών, το κόστος της παροχής δεδομένων της αγοράς θα μπορεί να περιλαμβάνει κατάλληλο μερίδιο των κοινών δαπανών που προκύπτουν από οποιαδήποτε άλλη παρεχόμενη σχετική υπηρεσία. Δεδομένου ότι ο επακριβής προσδιορισμός του κόστους είναι περίπλοκος, αντί για αυτό θα πρέπει να οριστούν μεθοδολογίες κατανομής του κόστους και επιμερισμού του κόστους, αφήνοντας τον προσδιορισμό του εν λόγω κόστους στη διακριτική ευχέρεια των παρόχων δεδομένων της αγοράς, ενώ ταυτόχρονα θα λαμβάνεται υπόψη ο στόχος της διασφάλισης ότι οι χρεώσεις για τα δεδομένα της αγοράς καθορίζονται σε λογικό επίπεδο εντός της Ένωσης.

(6)

Τα δεδομένα της αγοράς θα πρέπει να παρέχονται κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις, κάτι που προϋποθέτει ότι θα πρέπει να προσφέρεται η ίδια τιμή και άλλοι όροι και προϋποθέσεις σε όλους τους πελάτες που υπόκεινται στην ίδια κατηγορία, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα αντικειμενικά κριτήρια.

(7)

Προκειμένου να μπορούν οι χρήστες των δεδομένων να αποκτήσουν τα δεδομένα της αγοράς χωρίς να αναγκάζονται να αγοράζουν άλλες υπηρεσίες, τα δεδομένα της αγοράς θα πρέπει να προσφέρονται ξεχωριστά από άλλες υπηρεσίες. Για να μην χρεώνονται οι χρήστες δεδομένων περισσότερες από μία φορές για τα ίδια δεδομένα κατά την αγορά συνόλων δεδομένων από τόπους διαπραγμάτευσης και άλλους παρόχους δεδομένων της αγοράς, θα πρέπει τα δεδομένα της αγοράς να προσφέρονται ανά χρήστη, εκτός αν κάτι τέτοιο θα ήταν δυσανάλογο λαμβάνοντας υπόψη το κόστος αυτού του τρόπου παροχής των εν λόγω δεδομένων σε σχέση με την κλίμακα και το εύρος των δεδομένων της αγοράς που παρέχει ο διαχειριστής αγοράς ή η επιχείρηση επενδύσεων που διαχειρίζεται έναν τόπο διαπραγμάτευσης ή ο συστηματικός εσωτερικοποιητής.

(8)

Προκειμένου να μπορούν οι χρήστες δεδομένων και οι αρμόδιες αρχές να αξιολογήσουν αποτελεσματικά το κατά πόσο τα δεδομένα της αγοράς παρέχονται με εύλογους εμπορικούς όρους, είναι απαραίτητο να δημοσιοποιηθούν στο κοινό οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την παροχή τους. Οι πάροχοι δεδομένων θα πρέπει ως εκ τούτου να γνωστοποιούν πληροφορίες όσον αφορά τις χρεώσεις τους και το περιεχόμενο των δεδομένων της αγοράς, καθώς και τις μεθοδολογίες κοστολόγησης που χρησιμοποιούν για να προσδιορίσουν τα κόστη τους, χωρίς να χρειάζεται να αποκαλύπτουν το πραγματικό κόστος τους.

(9)

Ο παρών κανονισμός καθορίζει περαιτέρω τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές προκειμένου να συμμορφώνονται με την υποχρέωση να ανακοινώνουν δημόσια τις προσφορές τους σε τακτική και συνεχή βάση κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγών και να τις καθιστούν εύκολα προσιτές στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά που επιθυμούν να έχουν πρόσβαση στις προσφορές μπορούν πράγματι να έχουν πρόσβαση σε αυτές.

(10)

Όταν οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές ανακοινώνουν προσφορές μέσω περισσότερων από ένα μέσα δημοσιοποίησης, πρέπει να παρέχουν τα ζεύγη εντολών τους ταυτόχρονα μέσω κάθε ρύθμισης προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι προσφορές είναι συνεπείς και ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά μπορούν να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες την ίδια στιγμή. Όταν οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δημοσιοποιούν προσφορές μέσω των ρυθμίσεων ρυθμιζόμενης αγοράς ή πολυμερούς μηχανισμού διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) ή μέσω παρόχου υπηρεσιών γνωστοποίησης δεδομένων, οφείλουν να κοινοποιούν την ταυτότητά τους στην προσφορά ώστε να επιτρέπουν στους συμμετέχοντες στην αγορά να κατευθύνουν τις εντολές τους στον αντίστοιχο συστηματικό εσωτερικοποιητή.

(11)

Ο παρών κανονισμός προσδιορίζει περαιτέρω διάφορες τεχνικές πτυχές του πεδίου εφαρμογής των υποχρεώσεων διαφάνειας των συστηματικών εσωτερικοποιητών προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία και ομοιόμορφη εφαρμογή σε ολόκληρη την Ένωση. Είναι αναγκαίο η εξαίρεση από την υποχρέωση των συστηματικών εσωτερικοποιητών να ανακοινώνουν δημόσια τα ζεύγη εντολών τους σε τακτική και συνεχή βάση να περιορίζεται αυστηρά στις περιπτώσεις όπου η συνεχής παροχή σταθερών τιμών στους πελάτες ενδέχεται να είναι αντίθετη με τη συνετή διαχείριση των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένη η επιχείρηση επενδύσεων υπό την ιδιότητά της ως συστηματικού εσωτερικοποιητή, λαμβανομένων υπόψη και άλλων μηχανισμών που μπορούν να παρέχουν πρόσθετες διασφαλίσεις έναντι τέτοιων κινδύνων.

(12)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εξαίρεση από τις υποχρεώσεις των συστηματικών εσωτερικοποιητών να εκτελούν τις εντολές στις δημοσιοποιημένες τιμές κατά τη στιγμή της λήψης της εντολής σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 περιορίζεται σε συναλλαγές οι οποίες από τη φύση τους δεν συμβάλλουν στη διαμόρφωση των τιμών, ο παρών κανονισμός καθορίζει περαιτέρω εξαντλητικά τις προϋποθέσεις για το τι συνιστά εκτέλεση επιμέρους πράξεων επί πολλών τίτλων ως μέρος μιας συναλλαγής και τις εντολές εκείνες που υπόκεινται σε όρους άλλους από τις τρέχουσες τιμές της αγοράς.

(13)

Το κριτήριο που καθορίζει ότι μια τιμή εμπίπτει εντός δημοσιευμένου εύρους που δεν απέχει πολύ από τις συνθήκες της αγοράς αντανακλά την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η εκτέλεση από τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές συμβάλλει στη διαμόρφωση των τιμών χωρίς να παρεμποδίζει τη δυνατότητα των συστηματικών εσωτερικοποιητών να προσφέρουν βελτίωση των τιμών σε αιτιολογημένες περιπτώσεις.

(14)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πελάτες έχουν πρόσβαση στις προσφορές των συστηματικών εσωτερικοποιητών με τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις αλλά ταυτόχρονα εξασφαλίζει σωστή διαχείριση των κινδύνων η οποία λαμβάνει υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των μεμονωμένων επιχειρήσεων, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι ο αριθμός ή ο όγκος των εντολών του ίδιου πελάτη θα πρέπει να θεωρείται ότι υπερβαίνει σημαντικά τα κανονικά επίπεδα όταν ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής δεν δύναται να εκτελέσει τις εν λόγω εντολές χωρίς να εκτεθεί σε αδικαιολόγητο κίνδυνο, κάτι που θα πρέπει να καθορίζεται εκ των προτέρων ως μέρος της πολιτικής διαχείρισης κινδύνου της επιχείρησης, να βασίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, να δηλώνεται εγγράφως και να διατίθεται σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες.

(15)

Δεδομένου ότι οι πάροχοι ρευστότητας και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές συμμετέχουν στη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό και αναλαμβάνουν συγκρίσιμα επίπεδα κινδύνου, είναι σκόπιμο να καθοριστεί με ενιαίο τρόπο γι' αυτές τις κατηγορίες το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θα πρέπει να είναι το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο όπως ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και όπως διευκρινίζεται περαιτέρω σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με την παρούσα διάταξη.

(16)

Προκειμένου να προσδιοριστούν τα στοιχεία της συμπίεσης χαρτοφυλακίου, έτσι ώστε να διαχωρίζεται από τις υπηρεσίες διαπραγμάτευσης ή εκκαθάρισης, είναι απαραίτητο να ταυτοποιείται η διαδικασία με την οποία πραγματοποιήθηκε ολικό ή μερικό κλείσιμο των παραγώγων ή αυτά αντικαταστάθηκαν από νέα παράγωγα, ιδίως τα στάδια της διαδικασίας, το περιεχόμενο της συμφωνίας και η νομική τεκμηρίωση προς στήριξη της συμπίεσης χαρτοφυλακίου.

(17)

Για τη διασφάλιση της κατάλληλης διαφάνειας των συναλλαγών συμπίεσης χαρτοφυλακίου που εκτελούνται από τους αντισυμβαλλομένους, είναι απαραίτητο να προσδιοριστούν οι πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται.

(18)

Είναι απαραίτητο να διευκρινιστούν ορισμένες πτυχές των αρμοδιοτήτων παρέμβασης των σχετικών αρμόδιων αρχών και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, της ΕΑΚΑΑ, που συστάθηκε και ασκεί τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), καθώς και της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ), που συστάθηκε και ασκεί τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), όταν υφίσταται σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος τουλάχιστον ενός κράτους μέλους ή της Ένωσης, αντίστοιχα. Η ύπαρξη «απειλής», που είναι μία από τις προϋποθέσεις της παρέμβασης με την προοπτική της εύρυθμης λειτουργίας και της ακεραιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, απαιτεί την ύπαρξη μεγαλύτερης ανησυχίας από την «σημαντική ανησυχία», που αποτελεί προϋπόθεση για την παρέμβαση για την προστασία των επενδυτών.

(19)

Πρέπει να καταρτιστεί κατάλογος με κριτήρια και παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές, την ΕΑΚΑΑ και την ΕΑΤ όταν κρίνουν κατά πόσον υφίσταται τέτοια ανησυχία ή απειλή ώστε να διασφαλίζεται συνεπής προσέγγιση και ταυτόχρονα να επιτρέπεται κατάλληλη δράση σε περίπτωση απρόβλεπτων ανεπιθύμητων συμβάντων ή εξελίξεων. Η ανάγκη αξιολόγησης όλων των κριτηρίων και των παραγόντων που θα μπορούσαν να υπεισέρχονται σε μια συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση δεν θα πρέπει ωστόσο να παρεμποδίζει τη χρήση της εξουσίας προσωρινής παρέμβασης από τις αρμόδιες αρχές, την ΕΑΚΑΑ και την ΕΑΤ όταν ένας μόνον από τους παράγοντες ή ένα μόνον από τα κριτήρια οδηγεί σε τέτοια ανησυχία ή απειλή.

(20)

Είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν οι περιστάσεις υπό τις οποίες η ΕΑΚΑΑ δύναται να χρησιμοποιεί τις εξουσίες της σχετικά με τη διαχείριση θέσεων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τη διασφάλιση συνεκτικής προσέγγισης που επιτρέπει παράλληλα τη λήψη των κατάλληλων μέτρων σε περίπτωση που προκύψουν ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις.

(21)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να επιτευχθεί η εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού και οι διατάξεις που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 να εφαρμοστούν από την ίδια ημερομηνία. Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το νέο ρυθμιστικό καθεστώς διαφάνειας θα μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά, ορισμένες διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εφαρμοστούν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΡΕΥΣΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΜΕΤΟΧΙΚΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΜΕΣΑ

Άρθρο 1

Καθορισμός ρευστών αγορών για μετοχές

[Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, μετοχή που αποτελεί αντικείμενο καθημερινής διαπραγμάτευσης θεωρείται ότι διαθέτει ρευστή αγορά όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η διασπορά της μετοχής:

i)

δεν είναι κάτω από 100 εκατ. ευρώ για μετοχές που εισήχθησαν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά·

ii)

δεν είναι κάτω από 200 εκατ. ευρώ για μετοχές που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μόνο σε ΠΜΔ.

β)

ο μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών στη μετοχή είναι τουλάχιστον 250·

γ)

η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών για τη μετοχή είναι τουλάχιστον 1 εκατ. ευρώ.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), η διασπορά της μετοχής υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό των κυκλοφορουσών μετοχών επί την τιμή ανά μετοχή, με εξαίρεση μεμονωμένες συμμετοχές σε αυτή τη μετοχή που υπερβαίνουν το 5 % των συνολικών δικαιωμάτων ψήφου του εκδότη, εκτός αν οι εν λόγω συμμετοχές βρίσκονται στην κατοχή οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ή ταμείου συντάξεων. Τα δικαιώματα ψήφου υπολογίζονται με βάση τον συνολικό αριθμό των μετοχών στις οποίες αντιστοιχούν δικαιώματα ψήφου, ανεξαρτήτως του αν η άσκηση του δικαιώματος ψήφου έχει ανασταλεί.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημείο ii), όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμες πραγματικές πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 2, η διασπορά μιας μετοχής που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης μόνο σε ΠΜΔ υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό των κυκλοφορουσών μετοχών με την τιμή ανά μετοχή.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών μιας μετοχής υπολογίζεται αθροίζοντας τα γινόμενα των πολλαπλασιασμών, για κάθε συναλλαγή που εκτελείται σε μία ημέρα διαπραγμάτευσης, του αριθμού των μετοχών που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή επί την τιμή ανά μετοχή.

5.   Κατά την περίοδο των έξι εβδομάδων από την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης μετά την πρώτη εισαγωγή μιας μετοχής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, η εν λόγω μετοχή θεωρείται ότι διαθέτει ρευστή αγορά για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν το ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του αριθμού των κυκλοφορουσών μετοχών επί την τιμή της μετοχής κατά την έναρξη της πρώτης ημέρας διαπραγμάτευσης εκτιμάται όχι μικρότερο από 200 εκατ. ευρώ και όταν, σύμφωνα με την εκτίμηση δεδομένων για την περίοδο αυτή, πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ).

6.   Όταν λιγότερες από πέντε μετοχές που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στους τόπους διαπραγμάτευσης ενός κράτους μέλους και εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση στο εν λόγω κράτος μέλος θεωρείται ότι έχουν ρευστή αγορά σύμφωνα με την παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους δύναται να ορίσει μία ή περισσότερες μετοχές που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε αυτούς τους τόπους διαπραγμάτευσης ως μετοχή που θεωρείται ότι έχει ρευστή αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι ο συνολικός αριθμός των μετοχών που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε αυτό το κράτος μέλος και θεωρούνται ότι έχουν ρευστή αγορά δεν υπερβαίνει τις πέντε.

Άρθρο 2

Καθορισμός ρευστών αγορών για πιστοποιητικά αποθετηρίου

[Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, το πιστοποιητικό αποθετηρίου που αποτελεί αντικείμενο καθημερινής διαπραγμάτευσης θεωρείται ότι διαθέτει ρευστή αγορά όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η διασπορά είναι τουλάχιστον 100 εκατ. ευρώ·

β)

ο μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών στο πιστοποιητικό αποθετηρίου είναι τουλάχιστον 250·

γ)

η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών για το πιστοποιητικό αποθετηρίου είναι τουλάχιστον 1 εκατ. ευρώ.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), η διασπορά ενός πιστοποιητικού αποθετηρίου υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό του αριθμού των κυκλοφορουσών μονάδων του πιστοποιητικού αποθετηρίου επί την τιμή ανά μονάδα.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών ενός πιστοποιητικού αποθετηρίου υπολογίζεται αθροίζοντας τα γινόμενα των πολλαπλασιασμών, για κάθε συναλλαγή που εκτελείται σε μία ημέρα διαπραγμάτευσης, του αριθμού των μονάδων του πιστοποιητικού αποθετηρίου που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή επί την τιμή ανά μονάδα.

4.   Για την περίοδο των έξι εβδομάδων από την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης μετά την πρώτη εισαγωγή ενός πιστοποιητικού αποθετηρίου προς διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης, το εν λόγω πιστοποιητικό αποθετηρίου θεωρείται ότι διαθέτει ρευστή αγορά για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν η εκτιμώμενη διασπορά κατά την έναρξη της πρώτης ημέρας διαπραγμάτευσης είναι τουλάχιστον 100 εκατ. ευρώ και όταν, σύμφωνα με την εκτίμηση δεδομένων για την περίοδο αυτή, πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ).

5.   Όταν λιγότερα από πέντε πιστοποιητικά αποθετηρίου που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στους τόπους διαπραγμάτευσης ενός κράτους μέλους και εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση στο εν λόγω κράτος μέλος θεωρείται ότι έχουν ρευστή αγορά σύμφωνα με την παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους δύναται να ορίσει ένα ή περισσότερα πιστοποιητικά αποθετηρίου που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε αυτούς τους τόπους διαπραγμάτευσης ως πιστοποιητικό αποθετηρίου που θεωρείται ότι έχει ρευστή αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι ο συνολικός αριθμός των πιστοποιητικών αποθετηρίου που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε αυτό το κράτος μέλος και θεωρούνται ότι έχουν ρευστή αγορά δεν υπερβαίνει τα πέντε.

Άρθρο 3

Καθορισμός ρευστών αγορών για διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια

[Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, το διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο που αποτελεί αντικείμενο καθημερινής διαπραγμάτευσης θεωρείται ότι διαθέτει ρευστή αγορά όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η διασπορά είναι τουλάχιστον 100 μονάδες·

β)

ο μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών στο διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο είναι τουλάχιστον 10·

γ)

η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών για το διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο είναι τουλάχιστον 500 000 ευρώ.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), η διασπορά ενός διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου είναι ο αριθμός των μονάδων που εκδόθηκαν για διαπραγμάτευση.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών του διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου υπολογίζεται αθροίζοντας τα γινόμενα των πολλαπλασιασμών, για κάθε συναλλαγή που εκτελείται σε μία ημέρα διαπραγμάτευσης, του αριθμού των μονάδων του διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή επί την τιμή ανά μονάδα.

4.   Κατά την περίοδο των έξι εβδομάδων από την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης μετά την πρώτη εισαγωγή ενός διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, το εν λόγω διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο θεωρείται ότι διαθέτει ρευστή αγορά για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν η εκτιμώμενη διασπορά κατά την έναρξη της πρώτης ημέρας διαπραγμάτευσης είναι τουλάχιστον 100 εκατ. ευρώ και όταν, σύμφωνα με την εκτίμηση δεδομένων για την περίοδο αυτή, πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ).

5.   Όταν λιγότερα από πέντε διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στους τόπους διαπραγμάτευσης ενός κράτους μέλους και εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση στο εν λόγω κράτος μέλος θεωρείται ότι έχουν ρευστή αγορά σύμφωνα με την παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους δύναται να ορίσει ένα ή περισσότερα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε αυτούς τους τόπους διαπραγμάτευσης ως διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο που θεωρείται ότι έχει ρευστή αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι ο συνολικός αριθμός των διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε αυτό το κράτος μέλος και θεωρούνται ότι έχουν ρευστή αγορά δεν υπερβαίνει τα πέντε.

Άρθρο 4

Καθορισμός ρευστών αγορών για πιστοποιητικά

[Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, πιστοποιητικό που αποτελεί αντικείμενο καθημερινής διαπραγμάτευσης θεωρείται ότι διαθέτει ρευστή αγορά όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η διασπορά είναι τουλάχιστον 1 εκατ. ευρώ·

β)

ο μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών στο πιστοποιητικό είναι τουλάχιστον 20·

γ)

η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών για το πιστοποιητικό είναι τουλάχιστον 500 000 ευρώ.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), η διασπορά ενός πιστοποιητικού ισούται με το μέγεθος της έκδοσης ανεξαρτήτως του αριθμού των μονάδων που εκδίδονται.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών για το πιστοποιητικό υπολογίζεται αθροίζοντας τα γινόμενα των πολλαπλασιασμών, για κάθε συναλλαγή που εκτελείται σε μία ημέρα διαπραγμάτευσης, του αριθμού των μονάδων του πιστοποιητικού που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή επί την τιμή ανά μονάδα.

4.   Κατά την περίοδο των έξι εβδομάδων από την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης μετά την πρώτη εισαγωγή ενός πιστοποιητικού προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, το εν λόγω πιστοποιητικό θεωρείται ότι διαθέτει ρευστή αγορά για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν η εκτιμώμενη διασπορά κατά την έναρξη της πρώτης ημέρας διαπραγμάτευσης είναι τουλάχιστον 1 εκατ. ευρώ και όταν, σύμφωνα με την εκτίμηση δεδομένων για την περίοδο αυτή, πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ).

5.   Όταν λιγότερα από πέντε πιστοποιητικά που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στους τόπους διαπραγμάτευσης ενός κράτους μέλους και εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση στο εν λόγω κράτος μέλος θεωρείται ότι έχουν ρευστή αγορά σύμφωνα με την παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους δύναται να ορίσει ένα ή περισσότερα πιστοποιητικά που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε αυτούς τους τόπους διαπραγμάτευσης ως πιστοποιητικό που θεωρείται ότι έχει ρευστή αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι ο συνολικός αριθμός των πιστοποιητικών που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε αυτό το κράτος μέλος και θεωρούνται ότι έχουν ρευστή αγορά δεν υπερβαίνει τα πέντε.

Άρθρο 5

Αξιολόγηση της ρευστότητας των μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων από τις αρμόδιες αρχές

[Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Η αρμόδια αρχή της σημαντικότερης από άποψη ρευστότητας αγοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 16 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/590 της Επιτροπής (4) αξιολογεί κατά πόσον υπάρχει ρευστή αγορά για μια μετοχή, ένα πιστοποιητικό αποθετηρίου, ένα διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο ή ένα πιστοποιητικό, για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 σύμφωνα με τα άρθρα 1 έως 4, σε κάθε ένα από τα ακόλουθα σενάρια:

α)

πριν το χρηματοπιστωτικό μέσο γίνει για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 5, στο άρθρο 2 παράγραφος 4, στο άρθρο 3 παράγραφος 4 και στο άρθρο 4 παράγραφος 4·

β)

στο διάστημα που μεσολαβεί από το τέλος των πρώτων τεσσάρων εβδομάδων διαπραγμάτευσης έως το τέλος των πρώτων έξι εβδομάδων διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου. Η αξιολόγηση για το σενάριο αυτό βασίζεται στη διασπορά κατά την τελευταία ημέρα διαπραγμάτευσης των πρώτων τεσσάρων εβδομάδων διαπραγμάτευσης, το μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών και τη μέση ημερήσια αξία λαμβάνοντας υπόψη όλες τις συναλλαγές που εκτελούνται στην Ένωση για το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο κατά τη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων εβδομάδων διαπραγμάτευσης·

γ)

στο διάστημα που μεσολαβεί από το τέλος κάθε ημερολογιακού έτους και πριν από την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους για χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης πριν από την 1η Δεκεμβρίου του σχετικού ημερολογιακού έτους. Η αξιολόγηση για το σενάριο αυτό βασίζεται στη διασπορά κατά την τελευταία ημέρα διαπραγμάτευσης του σχετικού ημερολογιακού έτους, το μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών και τη μέση ημερήσια αξία λαμβάνοντας υπόψη όλες τις συναλλαγές που εκτελούνται στην Ένωση για το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο κατά το εν λόγω έτος·

δ)

αμέσως μετά τη στιγμή που άλλαξε οποιαδήποτε προηγούμενη αξιολόγηση κατόπιν εταιρικής πράξης.

Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι το αποτέλεσμα της αξιολόγησής τους δημοσιεύεται αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.

2.   Οι αρμόδιες αρχές, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1:

α)

για περίοδο έξι εβδομάδων, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου, στις περιπτώσεις που η αξιολόγηση διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου·

β)

για περίοδο που αρχίζει έξι εβδομάδες μετά την πρώτη ημέρα των συναλλαγών του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου και λήγει στις 31 Μαρτίου του έτους δημοσίευσης των πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου στις περιπτώσεις που η αξιολόγηση διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου·

γ)

για περίοδο ενός έτους που αρχίζει την 1η Απριλίου μετά την ημερομηνία δημοσίευσης στις περιπτώσεις που η αξιολόγηση διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου.

Όταν οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο αντικαθίσταται από νέες πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης, χρησιμοποιούν αυτές τις νέες πληροφορίες για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι τόποι διαπραγμάτευσης υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που καθορίζονται στο παράρτημα εντός των ακόλουθων χρονικών πλαισίων:

α)

για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εισάγονται προς διαπραγμάτευση για πρώτη φορά πριν από την ημέρα που γίνεται για πρώτη φορά η διαπραγμάτευση του χρηματοπιστωτικού μέσου·

β)

για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν ήδη εισαχθεί προς διαπραγμάτευση, εντός των ακόλουθων χρονικών πλαισίων:

(i)

το αργότερο τρεις ημέρες μετά το τέλος των πρώτων τεσσάρων εβδομάδων διαπραγμάτευσης·

(ii)

μετά το τέλος κάθε ημερολογιακού έτους, αλλά το αργότερο έως την 3η Ιανουαρίου του επόμενου έτους·

(iii)

αμέσως μετά τη στιγμή που οι πληροφορίες που είχαν υποβληθεί προηγουμένως στην αρμόδια αρχή άλλαξαν κατόπιν εταιρικής πράξης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟΠΟΥΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΥΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΠΟΙΗΤΕΣ

Άρθρο 6

Υποχρέωση παροχής δεδομένων της αγοράς υπό εύλογους εμπορικούς όρους

[Άρθρο 13 παράγραφος 1, άρθρο 15 παράγραφος 1 και άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς της διάθεσης στο κοινό δεδομένων της αγοράς που περιέχουν τις πληροφορίες που καθορίζονται στα άρθρα 3, 4, 6 έως 11, 15 και 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 υπό εύλογους εμπορικούς όρους, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης, καθώς και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές, συμμορφώνονται, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1, το άρθρο 15 παράγραφος 1 και το άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στα άρθρα 7 έως 11 του παρόντος κανονισμού.

2.   Τα άρθρα 7, 8 παράγραφος 2, 9, 10 παράγραφος 2 και 11 δεν ισχύουν για διαχειριστές αγοράς, επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης ή συστηματικούς εσωτερικοποιητές που καθιστούν δεδομένα της αγοράς δωρεάν διαθέσιμα στο κοινό.

Άρθρο 7

Υποχρέωση παροχής δεδομένων της αγοράς βάσει κόστους

[Άρθρο 13 παράγραφος 1, άρθρο 15 παράγραφος 1 και άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Η τιμή των δεδομένων της αγοράς βασίζεται στο κόστος παραγωγής και διάδοσης αυτών των δεδομένων και μπορεί να περιλαμβάνει εύλογο περιθώριο.

2.   Το κόστος της παραγωγής και διάδοσης δεδομένων της αγοράς μπορεί να περιλαμβάνει κατάλληλο μερίδιο των κοινών δαπανών για άλλες υπηρεσίες που παρέχονται από τους διαχειριστές αγοράς, τις επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης ή τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές.

Άρθρο 8

Υποχρέωση παροχής δεδομένων της αγοράς κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις

[Άρθρο 13 παράγραφος 1, άρθρο 15 παράγραφος 1 και άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης καθώς και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές καθιστούν δεδομένα της αγοράς διαθέσιμα με τις ίδιες χρεώσεις και τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις σε όλους τους πελάτες που εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία σύμφωνα με τα δημοσιευμένα αντικειμενικά κριτήρια.

2.   Οποιεσδήποτε διαφορές στις χρεώσεις που γίνονται σε διαφορετικές κατηγορίες πελατών πρέπει να είναι ανάλογες της αξίας που αντιπροσωπεύουν τα δεδομένα της αγοράς για τους εν λόγω πελάτες, λαμβάνοντας υπόψη:

α)

το εύρος και την κλίμακα των δεδομένων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται και του όγκου συναλλαγών τους·

β)

τη χρήση των δεδομένων της αγοράς από τον πελάτη, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον χρησιμοποιούνται για τις συναλλακτικές δραστηριότητες του πελάτη, για μεταπώληση ή για συγκέντρωση δεδομένων.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές εφαρμόζουν ευέλικτες πρακτικές προκειμένου να διασφαλίζεται η έγκαιρη πρόσβαση των πελατών σε δεδομένα της αγοράς ανά πάσα στιγμή και κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις.

Άρθρο 9

Υποχρεώσεις σχετικά με τις χρεώσεις ανά χρήστη

[Άρθρο 13 παράγραφος 1, άρθρο 15 παράγραφος 1 και άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές χρεώνουν για τη χρήση των δεδομένων της αγοράς ανάλογα με τη χρήση των δεδομένων από τους μεμονωμένους τελικούς χρήστες («ανά χρήστη»). Οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές εφαρμόζουν ρυθμίσεις προκειμένου να διασφαλίζουν ότι κάθε μεμονωμένη χρήση των δεδομένων της αγοράς χρεώνεται μόνο μία φορά.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να αποφασίσουν, λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα και το εύρος των δεδομένων, να μη διαθέτουν τα δεδομένα της αγοράς ανά χρήστη εάν, σε αυτήν την περίπτωση, η χρέωση είναι δυσανάλογη με το κόστος διάθεσης των δεδομένων.

3.   Οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές αιτιολογούν την άρνησή τους να διαθέσουν δεδομένα της αγοράς ανά χρήστη και δημοσιεύουν την αιτιολογία στην ιστοσελίδα τους.

Άρθρο 10

Υποχρέωση διατήρησης των δεδομένων διαχωρισμένων και μη επιμερισμού των δεδομένων της αγοράς

[Άρθρο 13 παράγραφος 1, άρθρο 15 παράγραφος 1 και άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές καθιστούν τα δεδομένα της αγοράς διαθέσιμα χωρίς να τα συνδυάζουν με άλλες υπηρεσίες.

2.   Οι χρεώσεις για τα δεδομένα της αγοράς γίνονται με βάση το επίπεδο επιμερισμού των δεδομένων της αγοράς που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 11

Υποχρέωση διαφάνειας

[Άρθρο 13 παράγραφος 1, άρθρο 15 παράγραφος 1 και άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δημοσιοποιούν τη χρέωση και άλλους όρους και προϋποθέσεις για την παροχή δεδομένων της αγοράς με τρόπο εύκολα προσιτό στο κοινό.

2.   Η δημοσιοποίηση περιλαμβάνει τα εξής:

α)

καταλόγους τρεχουσών τιμών όπου συμπεριλαμβάνονται:

χρεώσεις ανά χρήστη προβολής,

χρεώσεις μη προβολής,

πολιτικές έκπτωσης,

χρεώσεις που συνδέονται με τους όρους για τις άδειες χρήσης,

χρεώσεις για τα προσυναλλακτικά και τα μετασυναλλακτικά δεδομένα της αγοράς,

χρεώσεις για άλλα υποσύνολα πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απαιτούνται σύμφωνα με τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/572 της Επιτροπής (5),

άλλοι συμβατικοί όροι και προϋποθέσεις σχετικά με τον κατάλογο τρεχουσών τιμών·

β)

εκ των προτέρων δημοσιοποίηση με προειδοποίηση τουλάχιστον 90 ημέρες πριν από μελλοντικές μεταβολές των τιμών·

γ)

πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο των δεδομένων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων:

i)

του αριθμού των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται·

ii)

της συνολικής αξίας των συναλλαγών των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται·

iii)

της αναλογίας προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών δεδομένων της αγοράς·

iv)

των πληροφοριών για τυχόν δεδομένα που παρέχονται εκτός από τα δεδομένα της αγοράς·

v)

της ημερομηνίας της τελευταίας προσαρμογής χρέωσης άδειας χρήσης για δεδομένα της αγοράς που παρέχονται·

δ)

τα έσοδα που προέρχονται από τη διάθεση δεδομένων της αγοράς και το ποσοστό των εν λόγω εσόδων σε σύγκριση με το σύνολο των εσόδων του διαχειριστή αγοράς και της επιχείρησης επενδύσεων που διαχειρίζεται τόπο διαπραγμάτευσης ή του συστηματικού εσωτερικοποιητή·

ε)

πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο καθορισμού της χρέωσης, συμπεριλαμβανομένων των χρησιμοποιούμενων μεθόδων κοστολόγησης και των ειδικών αρχών σύμφωνα με τις οποίες κατανέμονται οι άμεσες και μεταβλητές κοινές δαπάνες και επιμερίζονται οι πάγιες κοινές δαπάνες μεταξύ της παραγωγής και διάδοσης των δεδομένων της αγοράς και άλλων υπηρεσιών που παρέχονται από τους διαχειριστές αγοράς, τις επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης υπηρεσίες ή τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΥΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΠΟΙΗΤΕΣ

Άρθρο 12

Υποχρέωση των συστηματικών εσωτερικοποιητών να δημοσιοποιούν προσφορές τους σε τακτική και συνεχή βάση κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγής

[Άρθρο 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Για τους σκοπούς του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ο συστηματικός εσωτερικοποιητής θεωρείται ότι δημοσιοποιεί τις προσφορές του σε τακτική και συνεχή βάση κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγής μόνον όταν ο συστηματικός εσωτερικοποιητής καθιστά τις προσφορές διαθέσιμες ανά πάσα στιγμή κατά τις ώρες που ορίζει και δημοσιεύει εκ των προτέρων ο συστηματικός εσωτερικοποιητής ως κανονικές ώρες συναλλαγών.

Άρθρο 13

Υποχρέωση των συστηματικών εσωτερικοποιητών να καθιστούν τις ανακοινώσεις εύκολα προσβάσιμες

[Άρθρο 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές καθορίζουν και επικαιροποιούν στην αρχική σελίδα του δικτυακού τόπου τους ποιους από τους μηχανισμούς δημοσίευσης που προσδιορίζονται στο άρθρο 17 παράγραφος 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 χρησιμοποιούν για να ανακοινώσουν τις προσφορές τους.

2.   Όταν οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές ανακοινώνουν δημόσια τις προσφορές τους μέσω των μηχανισμών ενός τόπου διαπραγμάτευσης ή ΕΜΔ, γνωστοποιούν κατά την ανακοίνωση και την ταυτότητά τους.

3.   Όταν οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές χρησιμοποιούν περισσότερους από έναν μηχανισμούς για τη δημόσια ανακοίνωση των προσφορών τους, η δημοσίευση των προσφορών πραγματοποιείται ταυτόχρονα.

4.   Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές ανακοινώνουν δημόσια τις προσφορές τους σε μορφότυπο αναγνώσιμο από μηχανήματα. Θεωρείται ότι οι προσφορές δημοσιοποιούνται σε μορφότυπο αναγνώσιμο από μηχανήματα όταν η δημοσίευση πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/571 της Επιτροπής (6).

5.   Όταν οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δημοσιοποιούν τις προσφορές τους αποκλειστικά μέσω δικών τους μηχανισμών, οι προσφορές πρέπει επίσης να ανακοινώνονται σε μορφότυπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο. Οι προσφορές θεωρείται ότι ανακοινώνονται σε μορφότυπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο όταν:

α)

το περιεχόμενο της προσφοράς είναι σε μορφή που μπορεί να γίνει κατανοητή από τον μέσο αναγνώστη·

β)

η προσφορά δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο του συστηματικού εσωτερικοποιητή και η αρχική σελίδα του δικτυακού τόπου περιέχει σαφείς οδηγίες για την πρόσβαση στην προσφορά.

6.   Οι προσφορές ανακοινώνονται με τη χρήση των προτύπων και των προδιαγραφών που καθορίζονται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/587 της Επιτροπής (7).

Άρθρο 14

Εκτέλεση εντολών από τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές

[Άρθρο 15 παράγραφοι 1, 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, έκτακτες συνθήκες αγοράς θεωρείται ότι υφίστανται όταν η επιβολή σε συστηματικό εσωτερικοποιητή της υποχρέωσης να παρέχει δεσμευτικά ζεύγη εντολών θα ερχόταν σε αντίθεση με τη συνετή διαχείριση των κινδύνων και, ιδίως, στις εξής περιπτώσεις:

α)

ο τόπος διαπραγμάτευσης στον οποίο το χρηματοπιστωτικό μέσο εισήχθη αρχικά προς διαπραγμάτευση ή η σημαντικότερη από άποψη ρευστότητας αγορά διακόπτει τη διαπραγμάτευση για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

β)

ο τόπος διαπραγμάτευσης στον οποίο το χρηματοπιστωτικό μέσο εισήχθη αρχικά προς διαπραγμάτευση ή η σημαντικότερη από άποψη ρευστότητας αγορά επιτρέπει την αναστολή των υποχρεώσεων ειδικής διαπραγμάτευσης·

γ)

στην περίπτωση διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου, δεν υπάρχει διαθέσιμη αξιόπιστη τιμή της αγοράς για μεγάλο αριθμό χρηματοπιστωτικών μέσων υποκείμενων στα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια ή στον δείκτη·

δ)

η αρμόδια αρχή απαγορεύει τις ανοικτές πωλήσεις στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ο συστηματικός εσωτερικοποιητής μπορεί να ενημερώνει τις προσφορές του ανά πάσα στιγμή, υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι οι ενημερωμένες προσφορές προκύπτουν από και συνάδουν με γνήσιες προθέσεις του συστηματικού εσωτερικοποιητή να συναλλάσσεται με τους πελάτες του κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις.

3.   Για τους σκοπούς του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, μια τιμή κείται εντός δημοσιευμένου εύρους που δεν απέχει πολύ από τις συνθήκες της αγοράς εφόσον πληρούνται οι παρακάτω προϋποθέσεις:

α)

η τιμή κείται εντός του εύρους των προσφορών αγοράς και πώλησης του συστηματικού εσωτερικοποιητή·

β)

οι προσφορές που αναφέρονται στο στοιχείο α) αντανακλούν τις κρατούσες συνθήκες της αγοράς για το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

4.   Για τους σκοπούς του άρθρου 15 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η εκτέλεση επιμέρους πράξεων επί πολλών τίτλων θεωρείται μέρος ενιαίας συναλλαγής, εφόσον πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/587.

5.   Για τους σκοπούς του άρθρου 15 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, μια εντολή θεωρείται ότι υπόκειται σε όρους διαφορετικούς από την τρέχουσα τιμή της αγοράς, εφόσον πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/587.

Άρθρο 15

Εντολές που υπερβαίνουν σημαντικά τα συνήθη επίπεδα

[Άρθρο 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, ο αριθμός ή ο όγκος των εντολών θεωρείται ότι υπερβαίνει σημαντικά τα συνήθη επίπεδα εάν ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής δεν δύναται να εκτελέσει τον αριθμό ή τον όγκο των εν λόγω εντολών χωρίς να αναλάβει αδικαιολόγητο κίνδυνο.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που ενεργούν ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές καθορίζουν εκ των προτέρων και με τρόπο αντικειμενικό και συνεπή με την πολιτική τους για τη διαχείριση κινδύνων και με τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 23 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/565 της Επιτροπής (9), πότε ο αριθμός ή ο όγκος των εντολών που λαμβάνουν από τους πελάτες θεωρείται ότι εκθέτουν την επιχείρηση σε αδικαιολόγητο κίνδυνο.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, ο συστηματικός εσωτερικοποιητής καταρτίζει, τηρεί και εφαρμόζει, στο πλαίσιο της πολιτικής και των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων, μια πολιτική προσδιορισμού του αριθμού ή του όγκου των εντολών που μπορεί να εκτελεί χωρίς να εκτίθεται σε αδικαιολόγητο κίνδυνο, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το κεφάλαιο που διαθέτει η επιχείρηση για την κάλυψη του κινδύνου από αυτό το είδος συναλλαγών όσο και τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά.

4.   Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η πολιτική που αναφέρεται στην παράγραφο 3 δεν οδηγεί σε διακριτική μεταχείριση των πελατών.

Άρθρο 16

Συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο

[Άρθρο 18 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με πρόσκληση υποβολής προσφορών, με προφορική διαπραγμάτευση, με υβριδικά συστήματα ή άλλες μορφές διαπραγμάτευσης είναι το μέγεθος που καθορίζεται στο παράρτημα III του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/583 της Επιτροπής (10).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΠΑΡΑΓΩΓΑ

Άρθρο 17

Στοιχεία συμπίεσης χαρτοφυλακίου

[Άρθρο 31 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 31 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που παρέχουν συμπίεση χαρτοφυλακίου πληρούν τις προϋποθέσεις των παραγράφων 2 έως 6.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς συνάπτουν συμφωνία με τους συμμετέχοντες στη συμπίεση χαρτοφυλακίου στην οποία προβλέπεται η διαδικασία συμπίεσης και τα νομικά αποτελέσματά της, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού της χρονικής στιγμής κατά την οποία κάθε συμπίεση χαρτοφυλακίου καθίσταται νομικά δεσμευτική.

3.   Η συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνει όλα τα σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα που περιγράφουν πώς τα παράγωγα που υποβάλλονται για συμμετοχή στη συμπίεση χαρτοφυλακίου κλείνουν και πώς αντικαθίστανται από άλλα παράγωγα.

4.   Πριν από την έναρξη κάθε διαδικασίας συμπίεσης, οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που παρέχουν συμπίεση χαρτοφυλακίου:

α)

απαιτούν κάθε συμμετέχων στη συμπίεση χαρτοφυλακίου να προσδιορίσει τα όρια ανοχής κινδύνου του συμμετέχοντα, προσδιορίζοντας, μεταξύ άλλων, ένα όριο για τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, ένα όριο για τον κίνδυνο αγοράς και ένα όριο ανοχής για πληρωμές σε μετρητά. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς τηρούν το όριο ανοχής κινδύνου που έχουν προσδιορίσει οι συμμετέχοντες στη συμπίεση χαρτοφυλακίου·

β)

δημιουργούν δεσμούς μεταξύ των παραγώγων που υποβάλλονται για συμπίεση χαρτοφυλακίου και υποβάλλουν σε κάθε συμμετέχοντα πρόταση συμπίεσης χαρτοφυλακίου που περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

i)

τον προσδιορισμό των αντισυμβαλλομένων που επηρεάζονται από τη συμπίεση,

ii)

τη σχετική μεταβολή της συνδυασμένης θεωρητικής αξίας των παραγώγων,

iii)

τη μεταβολή της συνδυασμένης θεωρητικής αξίας σε σχέση με την προσδιορισθείσα ανοχή κινδύνου.

5.   Προκειμένου να προσαρμοστεί η συμπίεση στην ανοχή κινδύνου που έχει οριστεί από τους συμμετέχοντες στη συμπίεση χαρτοφυλακίου και να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα της συμπίεσης χαρτοφυλακίου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς μπορούν να προσφέρουν στους συμμετέχοντες επιπλέον χρόνο ώστε να προσθέσουν παράγωγα επιλέξιμα για κλείσιμο ή μείωση.

6.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς εκτελούν τη συμπίεση χαρτοφυλακίου όταν όλοι οι συμμετέχοντες στη συμπίεση χαρτοφυλακίου έχουν συμφωνήσει με την πρόταση συμπίεσης χαρτοφυλακίου.

Άρθρο 18

Απαιτήσεις δημοσίευσης για τη συμπίεση χαρτοφυλακίου

[Άρθρο 31 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς τού άρθρου 31 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς δημοσιοποιούν μέσω ΕΜΔ για κάθε κύκλο συμπίεσης χαρτοφυλακίου τα εξής:

α)

κατάλογο των παραγώγων που υποβάλλονται για συμμετοχή στη συμπίεση χαρτοφυλακίου·

β)

κατάλογο των παραγώγων που αντικαθιστούν τα παράγωγα που έκλεισαν·

γ)

κατάλογο των παραγώγων που άλλαξαν ή έκλεισαν λόγω της συμπίεσης χαρτοφυλακίου·

δ)

τον αριθμό των παραγώγων και την αξία τους εκπεφρασμένη ως ονομαστικό ποσό.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο επιμερίζονται ανά είδος παραγώγου και ανά νόμισμα.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο και, όχι αργότερα από τη λήξη της συνεδρίασης της επόμενης εργάσιμης ημέρας, αφότου η πρόταση συμπίεσης έχει καταστεί νομικά δεσμευτική βάσει της συμφωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΠΟΠΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΘΕΣΕΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Παρεμβάσεις σε προϊόντα

Άρθρο 19

Κριτήρια και παράγοντες για τους σκοπούς των αρμοδιοτήτων προσωρινής παρέμβασης της ΕΑΚΑΑ σχετικά με προϊόντα

[Άρθρο 40 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 40 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η ΕΑΚΑΑ αξιολογεί τη σημασία όλων των παραγόντων και των κριτηρίων που παρατίθενται στην παράγραφο 2 και λαμβάνει υπόψη όλους τους σημαντικούς παράγοντες και τα κριτήρια όταν κρίνει πότε η διάθεση στην αγορά, η διανομή ή η πώληση ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων ή χρηματοπιστωτικών μέσων με ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή ένας τύπος χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή πρακτικής προκαλεί σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η ΕΑΚΑΑ δύναται να προσδιορίζει την ύπαρξη σημαντικής ανησυχίας για την προστασία των επενδυτών ή απειλής για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης βάσει ενός ή περισσότερων από αυτούς τους παράγοντες και τα κριτήρια.

2.   Οι παράγοντες και τα κριτήρια που θα αξιολογηθούν από την ΕΑΚΑΑ προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον υφίσταται σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, είναι:

α)

ο βαθμός πολυπλοκότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του είδους χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής σε σχέση με την κατηγορία των πελατών, όπως αξιολογείται σύμφωνα με το στοιχείο γ), που εμπλέκονται στη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτική πρακτική, ή στους οποίους το χρηματοπιστωτικό μέσο διατίθεται στην αγορά ή πωλείται, λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, τα εξής:

το είδος των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή των στοιχείων ενεργητικού αναφοράς και τον βαθμό διαφάνειας των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή των στοιχείων ενεργητικού αναφοράς,

τον βαθμό διαφάνειας του κόστους και των επιβαρύνσεων που συνδέονται με το χρηματοπιστωτικό μέσο, τη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή τη χρηματοπιστωτική πρακτική και, ειδικότερα, την έλλειψη διαφάνειας που απορρέει από πολλαπλά επίπεδα κόστους και επιβαρύνσεων,

την πολυπλοκότητα του υπολογισμού της εκτέλεσης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη το κατά πόσον η απόδοση εξαρτάται από την εκτέλεση ενός ή περισσότερων υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή στοιχείων ενεργητικού αναφοράς τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζονται από άλλους παράγοντες, ή το κατά πόσον η απόδοση εξαρτάται, όχι μόνο από την αξία των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή των στοιχείων ενεργητικού αναφοράς κατά τις ημερομηνίες έναρξης και λήξης, αλλά και από τις αξίες κατά τη διάρκεια ζωής του προϊόντος,

τη φύση και το μέγεθος τυχόν κινδύνων,

το κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία είναι συνδεδεμένο/η με άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες, ή

την πολυπλοκότητα τυχόν όρων και προϋποθέσεων·

β)

το μέγεθος των πιθανών αρνητικών συνεπειών, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

την ονομαστική αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου,

τον αριθμό των εμπλεκόμενων πελατών, επενδυτών ή συμμετεχόντων στην αγορά,

το σχετικό μερίδιο του προϊόντος στα χαρτοφυλάκια των επενδυτών,

την πιθανότητα, το μέγεθος και τη φύση τυχόν ζημιών, συμπεριλαμβανομένου του ποσού ζημίας που ενδεχομένως προκλήθηκε,

την αναμενόμενη διάρκεια των αρνητικών συνεπειών,

τον όγκο της έκδοσης,

τον αριθμό των εμπλεκόμενων διαμεσολαβητών,

την ανάπτυξη της αγοράς ή την αύξηση των πωλήσεων, ή

το μέσο ποσό που επενδύεται από κάθε πελάτη στο χρηματοπιστωτικό μέσο·

γ)

το είδος των πελατών που εμπλέκονται σε χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτική πρακτική ή για τους οποίους ένα χρηματοπιστωτικό μέσο διατίθεται στην αγορά ή πωλείται, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το κατά πόσον ο πελάτης είναι πελάτης λιανικής, επαγγελματίας πελάτης ή επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος,

τις δεξιότητες και τις ικανότητες των πελατών, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου εκπαίδευσης, εμπειρίας σε παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα ή σε πρακτικές πώλησης,

την οικονομική κατάσταση των πελατών, συμπεριλαμβανομένων του εισοδήματος και του πλούτου τους,

τους κύριους οικονομικούς στόχους των πελατών, συμπεριλαμβανομένης της συνταξιοδοτικής αποταμίευσης και της χρηματοδότησης ιδιόκτητης κατοικίας, ή

το κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία πωλείται σε πελάτες εκτός της αγοράς στόχου ή το κατά πόσον η αγορά στόχος δεν έχει προσδιοριστεί επαρκώς·

δ)

ο βαθμός διαφάνειας του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του είδους της χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το είδος και τη διαφάνεια του υποκειμένου,

τυχόν κρυφά κόστη και επιβαρύνσεις,

τη χρήση τεχνικών για την προσέλκυση της προσοχής των πελατών, χωρίς αυτές να αντανακλούν απαραίτητα την καταλληλότητα ή τη συνολική ποιότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου, της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή της χρηματοπιστωτικής πρακτικής,

τη φύση των κινδύνων και τη διαφάνεια των κινδύνων, ή

τη χρήση ονομάτων προϊόντων ή ορολογίας ή άλλων πληροφοριών που υπονοούν υψηλότερο επίπεδο ασφάλειας ή απόδοσης από εκείνα που είναι πράγματι δυνατά ή πιθανά, ή που υπονοούν ανύπαρκτα χαρακτηριστικά προϊόντος·

ε)

τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή στοιχεία του χρηματοπιστωτικού μέσου, της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή της χρηματοπιστωτικής πρακτικής, συμπεριλαμβανομένης τυχόν ενσωματωμένης μόχλευσης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τη μόχλευση που είναι συνυφασμένη με το προϊόν,

τη μόχλευση που οφείλεται στη χρηματοδότηση,

τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων,

το γεγονός ότι η αξία κάθε υποκειμένου δεν είναι πλέον διαθέσιμη ή αξιόπιστη·

στ)

η ύπαρξη και ο βαθμός αναντιστοιχίας μεταξύ της αναμενόμενης απόδοσης ή κέρδους για τους επενδυτές και του κινδύνου απώλειας σε σχέση με το χρηματοπιστωτικό μέσο, τη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή τη χρηματοπιστωτική πρακτική, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το κόστος διάρθρωσης του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου, χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής και άλλα κόστη,

την αναντιστοιχία σε σχέση με τον κίνδυνο του εκδότη που διατηρείται από τον εκδότη, ή

το προφίλ κινδύνου/απόδοσης·

ζ)

η ευκολία και το κόστος με τα οποία οι επενδυτές είναι σε θέση να πωλήσουν το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο ή να προτιμήσουν άλλο χρηματοπιστωτικό μέσο, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

την απόκλιση μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης,

τη συχνότητα της διαθεσιμότητας των συναλλαγών,

το μέγεθος της έκδοσης και το μέγεθος της δευτερογενούς αγοράς,

την παρουσία ή απουσία παρόχων ρευστότητας ή ειδικών διαπραγματευτών δευτερογενούς αγοράς,

τα χαρακτηριστικά του συστήματος διαπραγμάτευσης, ή

τυχόν άλλους φραγμούς εξόδου·

η)

το κόστος τιμολόγησης και τα συναφή κόστη του χρηματοπιστωτικού μέσου, της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή της χρηματοπιστωτικής πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τη χρήση κρυφών ή δευτερευουσών χρεώσεων, ή

χρεώσεις που δεν αντανακλούν το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών·

θ)

ο βαθμός καινοτομίας χρηματοπιστωτικού μέσου, χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τον βαθμό καινοτομίας που σχετίζεται με τη διάρθρωση του χρηματοπιστωτικού μέσου, της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή της χρηματοπιστωτικής πρακτικής, συμπεριλαμβανομένης της ενσωμάτωσης και της ενεργοποίησης,

τον βαθμό καινοτομίας που σχετίζεται με το μοντέλο διανομής ή το μήκος της αλυσίδας διαμεσολάβησης,

την έκταση της διάχυσης της καινοτομίας, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο, η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική αποτελούν καινοτομία για συγκεκριμένες κατηγορίες πελατών,

καινοτομία που εμπεριέχει μόχλευση,

την έλλειψη διαφάνειας του υποκειμένου, ή

την εμπειρία του παρελθόντος της αγοράς με τη χρήση παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων ή πρακτικών πώλησης·

ι)

οι πρακτικές πώλησης που συνδέονται με το χρηματοπιστωτικό μέσο, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τους διαύλους επικοινωνίας και διανομής που χρησιμοποιούνται,

τις πληροφορίες, τη διάθεση στην αγορά ή άλλο διαφημιστικό υλικό που συνδέεται με την επένδυση,

τους υποτιθέμενους επενδυτικούς σκοπούς, ή

το κατά πόσον η απόφαση για αγορά είναι δευτερεύουσα ή τριτεύουσα κατόπιν προγενέστερων αγορών·

ια)

η οικονομική και επιχειρηματική κατάσταση του εκδότη του χρηματοπιστωτικού μέσου, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

την οικονομική κατάσταση του εκδότη ή του εγγυητή, ή

τη διαφάνεια της επιχειρηματικής κατάστασης του εκδότη ή του εγγυητή·

ιβ)

το κατά πόσον οι πληροφορίες για ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που παρέχονται από τον κατασκευαστή ή τους διανομείς είναι ανεπαρκείς ή αναξιόπιστες προκειμένου οι συμμετέχοντες στην αγορά στους οποίους στόχευαν οι πληροφορίες να μπορέσουν να λάβουν τεκμηριωμένη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου·

ιγ)

το κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο, η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει υψηλό κίνδυνο για την απόδοση των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν από τους συμμετέχοντες ή τους επενδυτές στη σχετική αγορά·

ιδ)

το κατά πόσον η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική θα έθετε σε σημαντικό κίνδυνο την ακεραιότητα της διαδικασίας διαμόρφωσης των τιμών στην οικεία αγορά, έτσι ώστε η τιμή ή η αξία του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου να μην καθορίζεται πλέον σύμφωνα με τις νόμιμες δυνάμεις της αγοράς για προσφορά και ζήτηση, ή έτσι ώστε οι συμμετέχοντες στην αγορά να μην είναι πλέον σε θέση να βασίζονται για τις επενδυτικές αποφάσεις τους στις τιμές που διαμορφώνονται στην εν λόγω αγορά ή στους όγκους συναλλαγών·

ιε)

το κατά πόσον τα χαρακτηριστικά ενός χρηματοπιστωτικού μέσου το καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτο στο να χρησιμοποιείται για σκοπούς οικονομικού εγκλήματος, ιδίως το κατά πόσον τα εν λόγω χαρακτηριστικά θα μπορούσαν δυνητικά να ενθαρρύνουν τη χρήση του χρηματοπιστωτικού μέσου για:

απάτη ή ανεντιμότητα,

παραβάσεις ή κακή χρήση πληροφοριών σε σχέση με χρηματοπιστωτική αγορά,

τη διαχείριση προϊόντων εγκλήματος,

τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας,

τη διευκόλυνση νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

ιστ)

το κατά πόσον η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο για την ανθεκτικότητα ή την ομαλή λειτουργία των αγορών και των υποδομών τους·

ιζ)

το κατά πόσον ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική και τεχνητή διαφορά μεταξύ των τιμών ενός παραγώγου και εκείνων στην υποκείμενη αγορά·

ιη)

το κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο, η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει υψηλό κίνδυνο διατάραξης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών που θεωρούνται σημαντικοί για το σύστημα της Ένωσης·

ιθ)

τη σημασία της διανομής του χρηματοπιστωτικού μέσου ως πηγής χρηματοδότησης για τον εκδότη·

κ)

το κατά πόσον ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους για την αγορά ή την υποδομή των συστημάτων πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων διαπραγμάτευσης, εκκαθάρισης και διακανονισμού· ή

κα)

το κατά πόσον ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική ενδέχεται να αποτελεί απειλή για την εμπιστοσύνη των επενδυτών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Άρθρο 20

Κριτήρια και παράγοντες για τους σκοπούς των αρμοδιοτήτων προσωρινής παρέμβασης της ΕΑΤ σχετικά με προϊόντα

[Άρθρο 41 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 41 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η ΕΑΤ αξιολογεί τη σημασία όλων των παραγόντων και των κριτηρίων που παρατίθενται στην παράγραφο 2 και λαμβάνει υπόψη όλους τους σημαντικούς παράγοντες και τα κριτήρια όταν κρίνει πότε η διάθεση στην αγορά, η διανομή ή η πώληση ορισμένων δομημένων καταθέσεων ή καταθέσεων με ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή ένα είδος χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή πρακτικής δημιουργεί σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η ΕΑΤ δύναται να προσδιορίζει την ύπαρξη σημαντικής ανησυχίας για την προστασία των επενδυτών ή απειλής για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση βάσει ενός ή περισσότερων από αυτούς τους παράγοντες και τα κριτήρια.

2.   Οι παράγοντες και τα κριτήρια που θα αξιολογηθούν από την ΕΑΤ προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον υφίσταται σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση, είναι:

α)

ο βαθμός πολυπλοκότητας μιας δομημένης κατάθεσης ή του είδους της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή πρακτικής σε σχέση με την κατηγορία των πελατών, όπως αξιολογείται σύμφωνα με το στοιχείο γ), που εμπλέκονται στη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή τη χρηματοπιστωτική πρακτική, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το είδος των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή των στοιχείων ενεργητικού αναφοράς και τον βαθμό διαφάνειας των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή των στοιχείων ενεργητικού αναφοράς,

τον βαθμό διαφάνειας του κόστους και των επιβαρύνσεων που συνδέονται με τη δομημένη κατάθεση, τη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή τη χρηματοπιστωτική πρακτική και, ειδικότερα, την έλλειψη διαφάνειας που απορρέει από πολλαπλά επίπεδα κόστους και επιβαρύνσεων,

την πολυπλοκότητα του υπολογισμού της εκτέλεσης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη κατά πόσον η απόδοση εξαρτάται από την εκτέλεση ενός ή περισσότερων υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή στοιχείων ενεργητικού αναφοράς τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζονται από άλλους παράγοντες, ή κατά πόσον η απόδοση εξαρτάται, όχι μόνο από την αξία των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή στοιχείων ενεργητικού αναφοράς κατά τις ημερομηνίες έναρξης και λήξης ή πληρωμής των τόκων, αλλά και από τις αξίες κατά τη διάρκεια ζωής του προϊόντος,

τη φύση και το μέγεθος τυχόν κινδύνων,

κατά πόσον η δομημένη κατάθεση ή η υπηρεσία είναι συνδεδεμένη με άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες, ή

την πολυπλοκότητα τυχόν όρων και προϋποθέσεων·

β)

το μέγεθος των πιθανών αρνητικών συνεπειών, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

την ονομαστική αξία έκδοσης δομημένων καταθέσεων,

τον αριθμό των εμπλεκόμενων πελατών, επενδυτών ή συμμετεχόντων στην αγορά,

το σχετικό μερίδιο του προϊόντος στα χαρτοφυλάκια των επενδυτών,

την πιθανότητα, το μέγεθος και τη φύση τυχόν ζημιών, συμπεριλαμβανομένου του ποσού ζημίας που ενδεχομένως προκλήθηκε,

την αναμενόμενη διάρκεια των αρνητικών συνεπειών,

τον όγκο της έκδοσης,

τον αριθμό των οργανισμών που εμπλέκονται,

την ανάπτυξη της αγοράς ή την αύξηση των πωλήσεων,

το μέσο ποσό που επενδύεται από κάθε πελάτη στη δομημένη κατάθεση, ή

το επίπεδο κάλυψης που ορίζεται στην οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11)·

γ)

το είδος των πελατών που εμπλέκονται σε μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική ή στους οποίους μια δομημένη κατάθεση διατίθεται προς πώληση ή πωλείται, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το κατά πόσον ο πελάτης είναι πελάτης λιανικής, επαγγελματίας πελάτης ή επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος,

τις δεξιότητες και τις ικανότητες των πελατών, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου εκπαίδευσης, εμπειρίας σε παρόμοια χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή πρακτικές πώλησης,

την οικονομική κατάσταση των πελατών, συμπεριλαμβανομένων του εισοδήματος και του πλούτου,

τους κύριους οικονομικούς στόχους των πελατών, συμπεριλαμβανομένης της συνταξιοδοτικής αποταμίευσης και της χρηματοδότησης ιδιόκτητης κατοικίας,

το κατά πόσον το προϊόν ή η υπηρεσία πωλείται σε πελάτες εκτός της αγοράς στόχου ή η αγορά στόχος δεν έχει προσδιοριστεί επαρκώς, ή

την επιλεξιμότητα για κάλυψη με σύστημα εγγύησης των καταθέσεων·

δ)

ο βαθμός διαφάνειας της δομημένης κατάθεσης ή του είδους της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το είδος και τη διαφάνεια του υποκειμένου,

τυχόν κρυφά κόστη και επιβαρύνσεις,

τη χρήση τεχνικών για την προσέλκυση της προσοχής των πελατών, χωρίς όμως αυτές να αντανακλούν απαραίτητα την καταλληλότητα ή τη συνολική ποιότητα του προϊόντος ή της υπηρεσίας,

το είδος και τη διαφάνεια των κινδύνων,

τη χρήση ονομάτων προϊόντων ή ορολογίας ή άλλων πληροφοριών που παραπλανούν υπονοώντας ανύπαρκτα χαρακτηριστικά προϊόντος, ή

το κατά πόσον αποκαλύπτεται η ταυτότητα των ληπτών καταθέσεων οι οποίοι ενδεχομένως ευθύνονται για την κατάθεση του πελάτη·

ε)

τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή στοιχεία της δομημένης κατάθεσης ή χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής, συμπεριλαμβανομένης τυχόν ενσωματωμένης μόχλευσης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τη μόχλευση που είναι συνυφασμένη με το προϊόν,

τη μόχλευση που οφείλεται στη χρηματοδότηση, ή

το γεγονός ότι η αξία κάθε υποκειμένου δεν είναι πλέον διαθέσιμη ή αξιόπιστη·

στ)

η ύπαρξη και ο βαθμός αναντιστοιχίας μεταξύ της αναμενόμενης απόδοσης ή κέρδους για τους επενδυτές και του κινδύνου απώλειας σε σχέση με τη δομημένη κατάθεση, τη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή τη χρηματοπιστωτική πρακτική, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το κόστος διάρθρωσης των εν λόγω δομημένων καταθέσεων, δραστηριοτήτων ή πρακτικών και άλλα κόστη,

την αναντιστοιχία σε σχέση με τον κίνδυνο του εκδότη που διατηρείται από τον εκδότη, ή

το προφίλ κινδύνου/απόδοσης·

ζ)

το κόστος και η ευκολία με την οποία οι επενδυτές είναι σε θέση να εξέλθουν από μια δομημένη κατάθεση, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το γεγονός ότι δεν επιτρέπεται η πρόωρη απόσυρση, ή

τυχόν άλλους φραγμούς εξόδου·

η)

το κόστος τιμολόγησης και τα συναφή κόστη της δομημένης κατάθεσης, χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τη χρήση κρυφών ή δευτερευουσών χρεώσεων, ή

χρεώσεις που δεν αντανακλούν το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών·

θ)

ο βαθμός καινοτομίας μιας δομημένης κατάθεσης, χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τον βαθμό καινοτομίας που σχετίζεται με τη διάρθρωση μιας δομημένης κατάθεσης, μιας χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή μιας χρηματοπιστωτικής πρακτικής, συμπεριλαμβανομένης της ενσωμάτωσης και της ενεργοποίησης,

τον βαθμό καινοτομίας που σχετίζεται με το μοντέλο διανομής ή το μήκος της αλυσίδας διαμεσολάβησης,

την έκταση της διάχυσης της καινοτομίας, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον η δομημένη κατάθεση, χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτική πρακτική αποτελούν καινοτομία για συγκεκριμένες κατηγορίες πελατών,

καινοτομία που εμπεριέχει μόχλευση,

την έλλειψη διαφάνειας του υποκειμένου, ή

την εμπειρία του παρελθόντος της αγοράς με τη χρήση παρόμοιων δομημένων καταθέσεων ή πρακτικών πώλησης·

ι)

οι πρακτικές πώλησης που συνδέονται με τη δομημένη κατάθεση, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τους διαύλους επικοινωνίας και διανομής που χρησιμοποιούνται,

τις πληροφορίες, τη διάθεση στην αγορά ή άλλο διαφημιστικό υλικό που συνδέεται με την επένδυση,

τους υποτιθέμενους επενδυτικούς σκοπούς, ή

το κατά πόσον η απόφαση για αγορά είναι δευτερεύουσα ή τριτεύουσα κατόπιν προγενέστερης αγοράς·

ια)

η οικονομική και επιχειρηματική κατάσταση του εκδότη της δομημένης κατάθεσης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

την οικονομική κατάσταση του εκδότη ή του εγγυητή, ή

τη διαφάνεια της επιχειρηματικής κατάστασης του εκδότη ή του εγγυητή·

ιβ)

το κατά πόσον οι πληροφορίες για μια δομημένη κατάθεση που παρέχονται από τον κατασκευαστή ή τους διανομείς είναι ανεπαρκείς ή αναξιόπιστες προκειμένου οι συμμετέχοντες στην αγορά στους οποίους στοχεύουν οι πληροφορίες να μπορέσουν να λάβουν τεκμηριωμένη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και το είδος της δομημένης κατάθεσης·

ιγ)

το κατά πόσον η δομημένη κατάθεση, η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει υψηλό κίνδυνο για την απόδοση των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν από τους συμμετέχοντες ή τους επενδυτές στη σχετική αγορά·

ιδ)

το κατά πόσον η δομημένη κατάθεση, η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική θα καθιστούσαν την οικονομία της Ένωσης ευάλωτη σε κινδύνους·

ιε)

το κατά πόσον τα χαρακτηριστικά μιας δομημένης κατάθεσης την καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτη στο να χρησιμοποιείται για σκοπούς οικονομικού εγκλήματος, ιδίως το κατά πόσον τα εν λόγω χαρακτηριστικά θα μπορούσαν δυνητικά να ενθαρρύνουν τη χρήση δομημένων καταθέσεων για:

απάτη ή ανεντιμότητα,

παραβάσεις ή κακή χρήση πληροφοριών σε σχέση με χρηματοπιστωτική αγορά,

τη διαχείριση προϊόντων εγκλήματος,

τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας,

τη διευκόλυνση νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

ιστ)

το κατά πόσον η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο για την ανθεκτικότητα ή την ομαλή λειτουργία των αγορών και των υποδομών τους·

ιζ)

το κατά πόσον μια δομημένη κατάθεση, μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική και τεχνητή διαφορά μεταξύ των τιμών ενός παραγώγου και εκείνων στην υποκείμενη αγορά·

ιη)

το κατά πόσον η δομημένη κατάθεση, μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει υψηλό κίνδυνο διατάραξης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών που θεωρούνται σημαντικοί για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τη στρατηγική αντιστάθμισης που εφαρμόζεται από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σε σχέση με την έκδοση της δομημένης κατάθεσης, συμπεριλαμβανομένης της κακής τιμολόγησης της εγγύησης του αρχικού κεφαλαίου στη λήξη ή των κινδύνων φήμης που προκύπτουν από τη δομημένη κατάθεση, την πρακτική ή τη δραστηριότητα για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς·

ιθ)

τη σημασία της διανομής της δομημένης κατάθεσης ως πηγής χρηματοδότησης για τον χρηματοπιστωτικό οργανισμό·

κ)

το κατά πόσον μία δομημένη κατάθεση, χρηματοπιστωτική πρακτική ή χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους για την υποδομή της αγοράς ή των συστημάτων πληρωμών· ή

κα)

το κατά πόσον μια δομημένη κατάθεση ή χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτική πρακτική θα μπορούσε να αποτελεί απειλή για την εμπιστοσύνη των επενδυτών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Άρθρο 21

Κριτήρια και παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς των αρμοδιοτήτων παρέμβασης σχετικά με τα προϊόντα

[Άρθρο 42 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 42 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τη σημασία όλων των παραγόντων και των κριτηρίων που παρατίθενται στην παράγραφο 2 και λαμβάνουν υπόψη όλους τους σημαντικούς παράγοντες και τα κριτήρια προκειμένου να κρίνουν πότε η διάθεση στην αγορά, η διανομή ή η πώληση ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων ή χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων με ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή ένας τύπος χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή πρακτικής προκαλεί σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να προσδιορίζουν την ύπαρξη σημαντικής ανησυχίας για την προστασία των επενδυτών ή απειλής για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος βάσει ενός ή περισσότερων από αυτούς τους παράγοντες και τα κριτήρια.

2.   Οι παράγοντες και τα κριτήρια που θα αξιολογηθούν από τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον υφίσταται σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

τον βαθμό πολυπλοκότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του είδους χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής σε σχέση με την κατηγορία των πελατών, όπως αξιολογείται σύμφωνα με το στοιχείο γ), που εμπλέκονται στη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτική πρακτική, ή στους οποίους το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η δομημένη κατάθεση διατίθεται προς πώληση ή πωλείται, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το είδος των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή των στοιχείων ενεργητικού αναφοράς και τον βαθμό διαφάνειας υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή στοιχείων ενεργητικού αναφοράς,

τον βαθμό διαφάνειας του κόστους και των επιβαρύνσεων που συνδέονται με το χρηματοπιστωτικό μέσο, τη δομημένη κατάθεση, τη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή τη χρηματοπιστωτική πρακτική, και, ιδίως, την έλλειψη διαφάνειας που απορρέει από πολλαπλά επίπεδα κόστους και επιβαρύνσεων,

την πολυπλοκότητα του υπολογισμού της εκτέλεσης, λαμβάνοντας υπόψη κατά πόσον η απόδοση εξαρτάται από την εκτέλεση ενός ή περισσότερων υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή στοιχείων ενεργητικού αναφοράς τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζονται από άλλους παράγοντες, ή κατά πόσον η απόδοση εξαρτάται, όχι μόνο από την αξία του υποκείμενου στοιχείου ενεργητικού ή του στοιχείου ενεργητικού αναφοράς κατά τις ημερομηνίες έναρξης και λήξης, αλλά και από τις αξίες κατά τη διάρκεια ζωής του προϊόντος,

τη φύση και το μέγεθος τυχόν κινδύνων,

το κατά πόσον το προϊόν ή η υπηρεσία είναι συνδεδεμένο/η με άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες,

την πολυπλοκότητα τυχόν όρων και προϋποθέσεων·

β)

το μέγεθος των πιθανών αρνητικών συνεπειών, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

την ονομαστική αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας έκδοσης δομημένων καταθέσεων,

τον αριθμό των εμπλεκόμενων πελατών, επενδυτών ή συμμετεχόντων στην αγορά,

το σχετικό μερίδιο του προϊόντος στα χαρτοφυλάκια των επενδυτών,

την πιθανότητα, το μέγεθος και τη φύση τυχόν ζημιών, συμπεριλαμβανομένου του ποσού ζημίας που ενδεχομένως προκλήθηκε,

την αναμενόμενη διάρκεια των αρνητικών συνεπειών,

τον όγκο της έκδοσης,

τον αριθμό των εμπλεκόμενων διαμεσολαβητών,

την ανάπτυξη της αγοράς ή την αύξηση των πωλήσεων,

το μέσο ποσό που επενδύεται από κάθε πελάτη στο χρηματοπιστωτικό μέσο ή στη δομημένη κατάθεση, ή

το επίπεδο κάλυψης που ορίζεται στην οδηγία 2014/49/ΕΕ στην περίπτωση δομημένων καταθέσεων·

γ)

το είδος των πελατών που εμπλέκονται σε χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτική πρακτική ή στους οποίους ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή δομημένη κατάθεση διατίθεται προς πώληση ή πωλείται, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το κατά πόσον ο πελάτης είναι πελάτης λιανικής, επαγγελματίας πελάτης ή επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος,

τις δεξιότητες και τις ικανότητες των πελατών, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου εκπαίδευσης, εμπειρίας σε παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, δομημένες καταθέσεις ή πρακτικές πώλησης,

την οικονομική κατάσταση των πελατών, συμπεριλαμβανομένων του εισοδήματος και του πλούτου τους,

τους κύριους οικονομικούς στόχους των πελατών, συμπεριλαμβανομένης της συνταξιοδοτικής αποταμίευσης και της χρηματοδότησης ιδιόκτητης κατοικίας,

το κατά πόσον το προϊόν ή η υπηρεσία πωλείται σε πελάτες εκτός της αγοράς στόχου ή η αγορά στόχος δεν έχει προσδιοριστεί επαρκώς, ή

την επιλεξιμότητα για κάλυψη με σύστημα εγγύησης των καταθέσεων στην περίπτωση δομημένων καταθέσεων·

δ)

τον βαθμό διαφάνειας του χρηματοπιστωτικού μέσου, της δομημένης κατάθεσης ή του είδους της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το είδος και τη διαφάνεια του υποκειμένου,

τυχόν κρυφά κόστη και επιβαρύνσεις,

τη χρήση τεχνικών για την προσέλκυση της προσοχής των πελατών, χωρίς αυτές να αντανακλούν απαραίτητα την καταλληλότητα ή τη συνολική ποιότητα του προϊόντος, της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή της χρηματοπιστωτικής πρακτικής,

τη φύση των κινδύνων και τη διαφάνεια των κινδύνων,

τη χρήση ονομάτων προϊόντων ή ορολογίας ή άλλων πληροφοριών που παραπλανούν υπονοώντας υψηλότερο επίπεδο ασφάλειας ή απόδοσης από εκείνα που είναι πράγματι δυνατά ή πιθανά, ή που υπονοούν ανύπαρκτα χαρακτηριστικά προϊόντος, ή

στην περίπτωση δομημένων καταθέσεων, το κατά πόσον αποκαλύπτεται η ταυτότητα των ληπτών καταθέσεων οι οποίοι ενδεχομένως ευθύνονται για την κατάθεση του πελάτη·

ε)

τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή στοιχεία της δομημένης κατάθεσης, του χρηματοπιστωτικού μέσου, της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή της χρηματοπιστωτικής πρακτικής, συμπεριλαμβανομένης τυχόν ενσωματωμένης μόχλευσης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τη μόχλευση που είναι συνυφασμένη με το προϊόν,

τη μόχλευση που οφείλεται στη χρηματοδότηση,

τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων,

το γεγονός ότι η αξία κάθε υποκειμένου δεν είναι πλέον διαθέσιμη ή αξιόπιστη·

στ)

την ύπαρξη και τον βαθμό αναντιστοιχίας μεταξύ της αναμενόμενης απόδοσης ή του αναμενόμενου κέρδους για τους επενδυτές και του κινδύνου απώλειας σε σχέση με το χρηματοπιστωτικό μέσο, τη δομημένη κατάθεση, τη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή τη χρηματοπιστωτική πρακτική, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το κόστος διάρθρωσης του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, δομημένης κατάθεσης, χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής και άλλα κόστη,

την αναντιστοιχία σε σχέση με τον κίνδυνο του εκδότη που διατηρείται από τον εκδότη, ή

το προφίλ κινδύνου/απόδοσης·

ζ)

το κόστος και την ευκολία με την οποία οι επενδυτές είναι σε θέση να πωλήσουν το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο ή να μεταβούν σε άλλο χρηματοπιστωτικό μέσο, ή να εξέλθουν από δομημένη κατάθεση, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη κατά περίπτωση, αναλόγως αν το προϊόν είναι χρηματοπιστωτικό μέσο ή δομημένη κατάθεση:

την απόκλιση μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης,

τη συχνότητα της διαθεσιμότητας των συναλλαγών,

το μέγεθος της έκδοσης και το μέγεθος της δευτερογενούς αγοράς,

την παρουσία ή απουσία παρόχων ρευστότητας ή ειδικών διαπραγματευτών δευτερογενούς αγοράς,

τα χαρακτηριστικά του συστήματος διαπραγμάτευσης, ή

τυχόν άλλους φραγμούς εξόδου ή το γεγονός ότι δεν επιτρέπεται η πρώιμη απόσυρση·

η)

το κόστος τιμολόγησης και τα συναφή κόστη της δομημένης κατάθεσης, του χρηματοπιστωτικού μέσου, της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή της χρηματοπιστωτικής πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τη χρήση κρυφών ή δευτερευουσών χρεώσεων, ή

χρεώσεις που δεν αντανακλούν το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών·

θ)

τον βαθμό καινοτομίας χρηματοπιστωτικού μέσου ή δομημένης κατάθεσης, χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τον βαθμό καινοτομίας που σχετίζεται με τη διάρθρωση του χρηματοπιστωτικού μέσου, της δομημένης κατάθεσης, της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή της χρηματοπιστωτικής πρακτικής, συμπεριλαμβανομένης της ενσωμάτωσης και της ενεργοποίησης,

τον βαθμό καινοτομίας που σχετίζεται με το μοντέλο διανομής ή το μήκος της αλυσίδας διαμεσολάβησης,

την έκταση της διάχυσης της καινοτομίας, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο, η δομημένη κατάθεση, η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική αποτελούν καινοτομία για συγκεκριμένες κατηγορίες πελατών,

καινοτομία που εμπεριέχει μόχλευση,

την έλλειψη διαφάνειας του υποκειμένου, ή

την εμπειρία του παρελθόντος της αγοράς με τη χρήση παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων, δομημένων καταθέσεων ή πρακτικών πώλησης·

ι)

τις πρακτικές πώλησης που συνδέονται με το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τη δομημένη κατάθεση, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τους διαύλους επικοινωνίας και διανομής που χρησιμοποιούνται,

τις πληροφορίες, τη διάθεση στην αγορά ή άλλο διαφημιστικό υλικό που συνδέεται με την επένδυση,

τους υποτιθέμενους επενδυτικούς σκοπούς, ή

το κατά πόσον η απόφαση για αγορά είναι δευτερεύουσα ή τριτεύουσα απόφαση κατόπιν προγενέστερης αγοράς·

ια)

την οικονομική και επιχειρηματική κατάσταση του εκδότη του χρηματοπιστωτικού μέσου ή της δομημένης κατάθεσης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

την οικονομική κατάσταση του εκδότη ή του εγγυητή, ή

τη διαφάνεια της επιχειρηματικής κατάστασης του εκδότη ή του εγγυητή·

ιβ)

το κατά πόσον οι πληροφορίες για ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή δομημένη κατάθεση που παρέχονται από τον κατασκευαστή ή τους διανομείς είναι ανεπαρκείς ή αναξιόπιστες προκειμένου οι συμμετέχοντες στην αγορά στους οποίους στοχεύουν οι πληροφορίες να μπορέσουν να λάβουν τεκμηριωμένη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου ή της δομημένης κατάθεσης·

ιγ)

το κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο, η δομημένη κατάθεση, η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει υψηλό κίνδυνο για την απόδοση των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν από τους συμμετέχοντες ή τους επενδυτές στη σχετική αγορά·

ιδ)

το κατά πόσον η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική θα έθετε σε σημαντικό κίνδυνο την ακεραιότητα της διαδικασίας διαμόρφωσης των τιμών στην οικεία αγορά, έτσι ώστε η τιμή ή η αξία του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου ή της δομημένης κατάθεσης να μην καθορίζεται πλέον σύμφωνα με τις νόμιμες δυνάμεις της αγοράς για προσφορά και ζήτηση ή έτσι ώστε οι συμμετέχοντες στην αγορά να μην είναι πλέον σε θέση να βασίζονται για τις επενδυτικές αποφάσεις τους στις τιμές που διαμορφώνονται στην εν λόγω αγορά ή στους όγκους συναλλαγών·

ιε)

το κατά πόσον ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, μια δομημένη κατάθεση μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή πρακτική ενδέχεται να καταστήσει την εθνική οικονομία ευάλωτη σε κινδύνους·

ιστ)

το κατά πόσον τα χαρακτηριστικά ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας δομημένης κατάθεσης το/την καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτο/η στο να χρησιμοποιείται για σκοπούς οικονομικού εγκλήματος, ιδίως το κατά πόσον τα χαρακτηριστικά θα μπορούσαν δυνητικά να ενθαρρύνουν τη χρήση του χρηματοπιστωτικού μέσου ή της δομημένης κατάθεσης για:

απάτη ή ανεντιμότητα,

παραβάσεις ή κακή χρήση πληροφοριών σε σχέση με χρηματοπιστωτική αγορά,

τη διαχείριση προϊόντων εγκλήματος,

τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας,

τη διευκόλυνση νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

ιζ)

το κατά πόσον μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο για την ανθεκτικότητα ή την ομαλή λειτουργία των αγορών και των υποδομών τους·

ιη)

το κατά πόσον ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, μια δομημένη κατάθεση, μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική και τεχνητή διαφορά μεταξύ των τιμών ενός παραγώγου και εκείνων στην υποκείμενη αγορά·

ιθ)

το κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο, η δομημένη κατάθεση, η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει υψηλό κίνδυνο διατάραξης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών που θεωρούνται σημαντικοί για το χρηματοπιστωτικό σύστημα του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η σχετική αρμόδια αρχή, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τη στρατηγική αντιστάθμισης που εφαρμόζεται από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σε σχέση με την έκδοση της δομημένης κατάθεσης, συμπεριλαμβανομένης της κακής τιμολόγησης της εγγύησης του αρχικού κεφαλαίου στη λήξη ή των κινδύνων φήμης που προκύπτουν από τη δομημένη κατάθεση, την πρακτική ή τη δραστηριότητα για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς·

κ)

τη σημασία της διανομής του χρηματοπιστωτικού μέσου ή της δομημένης κατάθεσης ως πηγής χρηματοδότησης για τον εκδότη ή τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς·

κα)

το κατά πόσον ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, μια δομημένη κατάθεση, μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους για την αγορά ή την υποδομή των συστημάτων πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων διαπραγμάτευσης, εκκαθάρισης και διακανονισμού· ή

κβ)

το κατά πόσον ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, μια δομημένη κατάθεση, μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτική πρακτική ενδέχεται να αποτελούν απειλή για την εμπιστοσύνη των επενδυτών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

ΤΜΗΜΑ 2

Αρμοδιότητες σχετικά με τη διαχείριση θέσεων

Άρθρο 22

Αρμοδιότητες της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τη διαχείριση θέσεων

[Άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 45 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τα κριτήρια και οι παράγοντες που καθορίζουν την ύπαρξη απειλής για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένων των αγορών παραγώγων επί εμπορευμάτων σύμφωνα με τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και όσον αφορά ρυθμίσεις φυσικής παράδοσης εμπορευμάτων, ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, έχουν ως εξής:

α)

η ύπαρξη σοβαρών χρηματοπιστωτικών, νομισματικών ή δημοσιονομικών προβλημάτων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν χρηματοπιστωτική αστάθεια σε ένα κράτος μέλος ή σε ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που θεωρείται σημαντικό για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών εταιρειών, παρόχων υποδομών της αγοράς και εταιρειών διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού που δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να απειλήσουν την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος εντός της Ένωσης·

β)

ενέργεια αξιολόγησης ή αδυναμία πληρωμών από ένα κράτος μέλος ή ένα πιστωτικό ίδρυμα ή άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που θεωρείται σημαντικό για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως για παράδειγμα ασφαλιστικές εταιρείες, πάροχοι υποδομών της αγοράς και εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού που δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης, που προκαλεί ή ενδέχεται λογικά να προκαλέσει σοβαρή αβεβαιότητα όσον αφορά τη φερεγγυότητά τους·

γ)

σημαντικές πιέσεις στις πωλήσεις ή ασυνήθιστη μεταβλητότητα που προκαλεί σημαντικές πτωτικές τάσεις σε οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό μέσο που σχετίζεται με οποιαδήποτε πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που θεωρούνται σημαντικά για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως για παράδειγμα ασφαλιστικές εταιρείες, παρόχους υποδομών της αγοράς και εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού που δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης, καθώς και κρατικούς εκδότες·

δ)

οποιαδήποτε ζημία στη φυσική δομή σημαντικών χρηματοπιστωτικών εκδοτών, υποδομών της αγοράς, συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού ή αρμόδιων αρχών που ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά και σημαντικά τις αγορές, ιδίως εάν η εν λόγω ζημία αποτελεί συνέπεια φυσικής καταστροφής ή τρομοκρατικής επίθεσης·

ε)

διακοπή σε οποιοδήποτε σύστημα πληρωμών ή διαδικασία διακανονισμού, ιδίως σε περιπτώσεις όπου σχετίζεται με διατραπεζικές δραστηριότητες, η οποία προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει σημαντικές δυσλειτουργίες ή καθυστερήσεις πληρωμών ή διακανονισμού στο πλαίσιο των συστημάτων πληρωμών της Ένωσης, ιδίως όταν αυτές ενδέχεται να οδηγήσουν στη διάδοση χρηματοπιστωτικών ή οικονομικών πιέσεων σε ένα πιστωτικό ίδρυμα ή άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που θεωρούνται σημαντικά για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως για παράδειγμα ασφαλιστικές εταιρείες, παρόχους υποδομών της αγοράς και εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού ή σε ένα κράτος μέλος·

στ)

σημαντική και αιφνίδια μείωση της προσφοράς βασικού προϊόντος ή αύξηση της ζήτησης για βασικό προϊόν, η οποία διαταράσσει την ισορροπία προσφοράς και ζήτησης·

ζ)

σημαντική θέση σε συγκεκριμένο βασικό προϊόν που κατέχεται από ένα πρόσωπο, ή περισσότερα πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση, σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, μέσω ενός ή περισσότερων μελών της αγοράς·

η)

αδυναμία τόπου διαπραγμάτευσης να ασκήσει τις αρμοδιότητές του σχετικά με τη διαχείριση θέσεων λόγω περιστατικού επιχειρησιακής συνέχειας.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 45 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τα κριτήρια και οι παράγοντες που καθορίζουν την κατάλληλη μείωση θέσης ή έκθεσης, είναι:

α)

η φύση του κατόχου της θέσης, συμπεριλαμβανομένων των παραγωγών, των καταναλωτών ή του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος·

β)

η διάρκεια του χρηματοπιστωτικού μέσου·

γ)

το μέγεθος της θέσης σε σχέση με το μέγεθος της σχετικής αγοράς παραγώγων επί εμπορευμάτων·

δ)

το μέγεθος της θέσης σε σχέση με το μέγεθος της αγοράς για το υποκείμενο βασικό προϊόν·

ε)

η κατεύθυνση της θέσης (μικρή ή μεγάλη) και ο συντελεστής δέλτα ή το εύρος του συντελεστή δέλτα·

στ)

ο σκοπός της θέσης, ιδίως κατά πόσον αυτή εξυπηρετεί σκοπούς αντιστάθμισης ή κατά πόσον κατέχεται για έκθεση σε χρηματοπιστωτικά μέσα·

ζ)

η εμπειρία του κατόχου θέσης στην κατοχή θέσεων συγκεκριμένου μεγέθους ή στην κατασκευή ή παραλαβή συγκεκριμένου βασικού προϊόντος·

η)

οι άλλες θέσεις που κατέχονται από το πρόσωπο στην υποκείμενη αγορά ή σε διαφορετικές περιόδους του ίδιου παραγώγου·

θ)

η ρευστότητα της αγοράς και οι επιπτώσεις του μέτρου σε άλλους συμμετέχοντες στην αγορά·

ι)

η μέθοδος παράδοσης.

3.   Για τους σκοπούς τους άρθρου 45 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τα κριτήρια που καθορίζουν τις καταστάσεις στις οποίες ενδέχεται να προκύψει κίνδυνος καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, είναι:

α)

το κατά πόσον το ίδιο συμβόλαιο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε διαφορετικό τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά·

β)

το κατά πόσον ένα ουσιαστικά ισοδύναμο συμβόλαιο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε διαφορετικό τόπο ή εξωχρηματιστηριακά (παρόμοιες και αλληλένδετες περιπτώσεις, αλλά δεν θεωρούνται μέρος του ίδιου ανταλλάξιμου ανοιχτού συμβολαίου)·

γ)

οι επιπτώσεις της απόφασης στην αγορά για το υποκείμενο βασικό προϊόν·

δ)

οι επιπτώσεις της απόφασης στις αγορές και τους συμμετέχοντες που δεν υπόκεινται στις αρμοδιότητες της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τη διαχείριση θέσεων· και

ε)

οι πιθανές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των αγορών απουσία δράσης της ΕΑΚΑΑ.

4.   Για τους σκοπούς του άρθρου 45 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η ΕΑΚΑΑ εφαρμόζει τα κριτήρια και τους παράγοντες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη το κατά πόσον το προβλεπόμενο μέτρο ανταποκρίνεται σε παράλειψη μιας αρμόδιας αρχής να δράσει ή σε πρόσθετο κίνδυνο τον οποίο η αρμόδια αρχή δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει επαρκώς σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2 στοιχείο ι) ή ιε) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η αρμόδια αρχή θεωρείται ότι παραλείπει να δράσει όταν, παρότι έχει στη διάθεσή της, βάσει των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται, επαρκείς ρυθμιστικές αρμοδιότητες για πλήρη αντιμετώπιση της απειλής τη στιγμή που συμβαίνει το περιστατικό και χωρίς τη βοήθεια άλλης αρμόδιας αρχής, δεν λαμβάνει αντίστοιχα μέτρα.

Η αρμόδια αρχή θεωρείται ανίκανη να αντιμετωπίσει επαρκώς μια απειλή όταν ένας ή περισσότεροι από τους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 10 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 υφίσταται εντός της περιοχής δικαιοδοσίας της αρμόδιας αρχής και σε μία ή περισσότερες πρόσθετες περιοχές δικαιοδοσίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 23

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5 παράγραφος 1, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού μέχρι την ημερομηνία εφαρμογής του, οι αρμόδιες αρχές διενεργούν αξιολογήσεις ρευστότητας και δημοσιεύουν τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων αυτών αμέσως μετά την ολοκλήρωσή τους σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:

α)

όταν η ημερομηνία κατά την οποία ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης είναι προγενέστερη τουλάχιστον κατά δέκα εβδομάδες από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν το αποτέλεσμα των αξιολογήσεων το αργότερο τέσσερις εβδομάδες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

όταν η ημερομηνία κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης τοποθετείται εντός της περιόδου που αρχίζει δέκα εβδομάδες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και που λήγει την προηγουμένη της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν το αποτέλεσμα των αξιολογήσεων το αργότερο την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

2.   Οι αξιολογήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πραγματοποιούνται ως εξής:

α)

όταν η ημερομηνία κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης είναι προγενέστερη τουλάχιστον κατά δεκαέξι εβδομάδες της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αξιολογήσεις βασίζονται σε στοιχεία διαθέσιμα για μια περίοδο αναφοράς σαράντα εβδομάδων που αρχίζει πενήντα δύο εβδομάδες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

όταν η ημερομηνία κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης τοποθετείται εντός της περιόδου που αρχίζει δεκαέξι εβδομάδες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και που λήγει δέκα εβδομάδες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αξιολογήσεις βασίζονται σε διαθέσιμα στοιχεία για την πρώτη περίοδο διαπραγμάτευσης διάρκειας τεσσάρων εβδομάδων του χρηματοπιστωτικού μέσου.

γ)

όταν η ημερομηνία κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης τοποθετείται εντός της περιόδου που αρχίζει δέκα εβδομάδες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και που λήγει την προηγουμένη της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αξιολογήσεις βασίζονται στο ιστορικό διαπραγμάτευσης των χρηματοπιστωτικών μέσων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων που θεωρείται ότι έχουν παρεμφερή χαρακτηριστικά προς αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα.

3.   Οι αρμόδιες αρχές, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης, χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, μέχρι την 1η Απριλίου του έτους που ακολουθεί την ημερομηνία εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

4.   Κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 3, οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν τα εξής όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ) της παραγράφου 2:

α)

ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο εξακολουθούν να είναι κατάλληλες για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 επικαιροποιούνται με βάση μεγαλύτερη περίοδο διαπραγμάτευσης και ευρύτερο ιστορικό διαπραγμάτευσης, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο.

Άρθρο 24

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ωστόσο, το άρθρο 23 εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Μαΐου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(4)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/590 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αναφορά των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές (βλέπε σελίδα 449 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(5)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/572 της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό της προσφοράς προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών δεδομένων και του επιπέδου επιμερισμού των δεδομένων (βλέπε σελίδα 142 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(6)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/571 της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, τις οργανωτικές απαιτήσεις και τη δημοσίευση συναλλαγών για παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων (βλέπε σελίδα 126 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(7)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/587 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις μετοχές, τα πιστοποιητικά αποθετηρίου, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, τα πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα και τις υποχρεώσεις εκτέλεσης συναλλαγών σχετικά με ορισμένες μετοχές σε τόπο διαπραγμάτευσης ή από συστηματικό εσωτερικοποιητή (βλέπε σελίδα 387 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας), πίνακας 2 του παραρτήματος Ι.

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης (ΕΕ L 86 της 24.3.2012, σ. 1).

(9)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/565 της Επιτροπής, της 25ης Απριλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(10)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/583 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, σχετικά με τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις ομολογίες, τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τα δικαιώματα εκπομπής και τα παράγωγα (βλέπε σελίδα 229 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας)

(11)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Δεδομένα που πρέπει να παρέχονται για τον σκοπό του καθορισμού μιας ρευστής αγοράς για μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια και πιστοποιητικά

Πίνακας 1

Πίνακας συμβόλων

Σύμβολο

Τύπος δεδομένων

Ορισμός

{ALPHANUM-n}

Έως n αλφαριθμητικούς χαρακτήρες

Πεδίο με ελεύθερο κείμενο.

{ISIN}

12 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός ISIN, όπως ορίζεται στο ISO 6166

{MIC}

4 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Αναγνωριστικός κωδικός αγοράς, όπως ορίζεται στο ISO 10383

{DATEFORMAT}

Μορφότυπος ημερομηνίας ISO 8601

Οι ημερομηνίες πρέπει να αναγράφονται με την ακόλουθη μορφή:

YYYY-MM-DD.

{DECIMAL-n/m}

Δεκαδικός αριθμός με το πολύ n ψηφία συνολικά εκ των οποίων το πολύ m ψηφία μπορεί να είναι κλασματικά ψηφία

Αριθμητικό πεδίο τόσο για θετικές όσο και για αρνητικές τιμές.

το σημείο υποδιαστολής είναι «.» (τελεία),

οι αρνητικοί αριθμοί έχουν πρόσημο «-» (μείον),

οι τιμές στρογγυλεύονται χωρίς αποκοπή.


Πίνακας 2

Λεπτομέρειες των δεδομένων που πρέπει να παρέχονται για τον σκοπό του καθορισμού μιας ρευστής αγοράς για μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια και πιστοποιητικά

#

Πεδίο

Λεπτομέρειες που πρέπει να αναφέρονται

Μορφότυπος και πρότυπα για την αναφορά δεδομένων

1

Αναγνωριστικός κωδικός μέσου

Κωδικός που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση του χρηματοπιστωτικού μέσου

{ISIN}

2

Πλήρης ονομασία μέσου

Πλήρης ονομασία του χρηματοπιστωτικού μέσου

{ALPHANUM-350}

3

Τόπος διαπραγμάτευσης

Κωδικός MIC τμήματος («segment MIC») για τον τόπο διαπραγμάτευσης, εφόσον είναι διαθέσιμος, ειδάλλως κωδικός MIC δραστηριότητας («operational MIC»).

{MIC}

4

Αναγνωριστικός κωδικός MiFIR

Ταυτοποίηση των μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων

 

Μετοχές όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

 

Πιστοποιητικά αποθετηρίου («αποθετήρια έγγραφα») όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 45) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

 

Διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 46) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

 

Πιστοποιητικά όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 27) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014;

Μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα:

 

«SHRS» = μετοχές

 

«ETFS»= διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια

 

«DPRS» = πιστοποιητικά αποθετηρίου

 

«CRFT» = πιστοποιητικά

5

Ημερομηνία υποβολής αναφοράς

Ημερομηνία των δεδομένων

Τα δεδομένα πρέπει να παρέχονται τουλάχιστον για τις παρακάτω ημερομηνίες:

περίπτωση 1: την ημέρα που αντιστοιχεί στην «ημερομηνία εισαγωγής προς διαπραγμάτευση ή την ημέρα που γίνεται για πρώτη φορά η διαπραγμάτευση», σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο α)·

περίπτωση 2: την τελευταία ημέρα της περιόδου 4 εβδομάδων από την «ημερομηνία εισαγωγής προς διαπραγμάτευση ή την ημέρα που γίνεται για πρώτη φορά η διαπραγμάτευση», σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο i)·

περίπτωση 3: την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε ημερολογιακού έτους σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο ii)·

περίπτωση 4: την ημέρα κατά την οποία ισχύει η εταιρική πράξη σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο iii).

Στην περίπτωση 1, πρέπει να παρέχονται εκτιμήσεις για τα πεδία 6 έως 12, ανάλογα με την περίπτωση.

{DATEFORMAT}

6

Αριθμός των κυκλοφορούντων χρηματοπιστωτικών μέσων

Για μετοχές και πιστοποιητικά αποθετηρίου

Ο συνολικός αριθμός των χρηματοπιστωτικών μέσων σε κυκλοφορία.

Για διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια

Αριθμός μονάδων που έχουν εκδοθεί για διαπραγμάτευση.

{DECIMAL-18/5}

7

Συμμετοχές που υπερβαίνουν το 5 % των συνολικών δικαιωμάτων ψήφου

Μόνο για μετοχές

Ο συνολικός αριθμός των μετοχών που αντιστοιχούν στις συμμετοχές που υπερβαίνουν το 5 % των συνολικών δικαιωμάτων ψήφου του εκδότη, εκτός εάν μια τέτοια συμμετοχή ανήκει σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ή σε ταμείο συντάξεων.

Το πεδίο αυτό πρέπει να συμπληρώνεται μόνο όταν είναι διαθέσιμα τα πραγματικά στοιχεία.

{DECIMAL-18/5}

8

Τιμή του μέσου

Μόνο για μετοχές και πιστοποιητικά αποθετηρίου

Η τιμή του μέσου στο τέλος της ημέρας υποβολής των στοιχείων.

Η τιμή πρέπει να εκφράζεται σε ευρώ.

{DECIMAL-18//13}

9

Μέγεθος της έκδοσης

Μόνο για πιστοποιητικά

Το μέγεθος της έκδοσης του πιστοποιητικού εκφρασμένο σε ευρώ.

{DECIMAL-18/5}

10

Αριθμός ημερών διαπραγμάτευσης κατά την περίοδο

Ο συνολικός αριθμός ημερών διαπραγμάτευσης για τις οποίες παρέχονται τα δεδομένα

{DECIMAL-18/5}

11

Συνολικός κύκλος εργασιών

Ο συνολικός κύκλος εργασιών κατά την περίοδο

{DECIMAL-18/5}

12

Συνολικός αριθμός συναλλαγών

Ο συνολικός αριθμός των συναλλαγών κατά την περίοδο

{DECIMAL-18/5}