14.12.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 332/1


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2017/2115 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Ιουλίου 2017

σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων αριθ. SA.38393 (2016/C, πρώην 2015/E) που έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο — Φορολόγηση λιμένων στο Βέλγιο

[Κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2017) 5174]

(Τα κείμενα στη γαλλική και στην ολλανδική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά.)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις διατάξεις των προαναφερθέντων άρθρων (1) και έλαβε υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1.   ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

(1)

Στις 3 Ιουλίου 2013, οι υπηρεσίες της Επιτροπής απέστειλαν σε όλα τα κράτη μέλη ερωτηματολόγιο σχετικά με τη λειτουργία και τη φορολόγηση των λιμένων τους προκειμένου να σχηματίσουν συνολική εικόνα στο συγκεκριμένο θέμα και να αποσαφηνιστεί η κατάσταση των λιμένων ως προς τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προβλέπονται στο άρθρο 107 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΛΕΕ»). Οι βελγικές αρχές απάντησαν με επιστολές της 30ής Σεπτεμβρίου και της 9ης Οκτωβρίου 2013. Με επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τους κανόνες που αφορούν την εφαρμοστέα στους λιμένες φορολογία. Οι βελγικές αρχές απάντησαν με επιστολή της 13ης Μαρτίου 2014 και ο λιμένας των Βρυξελλών απέστειλε τις παρατηρήσεις του με επιστολή η οποία παραλήφθηκε στις 18 Μαρτίου 2014.

(2)

Με επιστολή της 9ης Ιουλίου 2014, η Επιτροπή ενημέρωσε το Βέλγιο, σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου (2) (εφεξής, «κανονισμός διαδικασίας»), για την προκαταρκτική εκτίμησή της, σύμφωνα με την οποία η προβλεπόμενη για ορισμένους βελγικούς λιμένες (εφεξής, «βελγικοί λιμένες») απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και η εν λόγω ενίσχυση συνιστά υφιστάμενη ενίσχυση κατά το άρθρο 1 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού. Στις 23 Σεπτεμβρίου 2014 πραγματοποιήθηκε συνάντηση με τις βελγικές αρχές. Η Περιφέρεια της Βαλονίας και ο λιμένας των Βρυξελλών υπέβαλαν τις αντίστοιχες παρατηρήσεις τους με επιστολές της 30ής Σεπτεμβρίου 2014, ενώ η Περιφέρεια της Φλάνδρας υπέβαλε τις δικές της με επιστολή της 1ης Οκτωβρίου 2014. Με επιστολή της 1ης Ιουνίου 2015, η Επιτροπή ενημέρωσε το Βέλγιο ότι έλαβεγνώση όλων των επιχειρημάτων που αυτό πρόβαλε και ότι εξακολουθεί να εκτιμά ότι η απαλλαγή ορισμένων λιμένων από τον φόρο εταιρειών συνιστά ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, εφόσον και στο μέτρο που οι εν λόγω λιμένες ασκούν οικονομικές δραστηριότητες. Κατά της εν λόγω επιστολής ασκήθηκε προσφυγή (3) στις 3 Αυγούστου 2015, την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη με διάταξη της 9ης Μαρτίου 2016 (4).

1.2.   ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΒΕΛΓΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

(3)

Με επιστολή της 21ης Ιανουαρίου 2016, η Επιτροπή επανέλαβε τη θέση της, σύμφωνα με την οποία η χορηγηθείσα στους λιμένες απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών συνιστά καθεστώς κρατικών ενισχύσεων ασυμβίβαστο με τη Συνθήκη και πρότεινε ως κατάλληλα μέτρα στις βελγικές αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ και το άρθρο 22 του κανονισμού διαδικασίας, την κατάργηση της απαλλαγής από τον φόρο εταιρειών για τους βελγικούς λιμένες, στο μέτρο που αυτοί ασκούν οικονομικές δραστηριότητες. Η Επιτροπή κάλεσε τις βελγικές αρχές να προσαρμόσουν τη νομοθεσία εντός προθεσμίας 10 μηνών από την ημερομηνία της απόφασης, η δε τροποποίηση έπρεπε να εφαρμοστεί στα παραγόμενα από οικονομικές δραστηριότητες εισοδήματα το αργότερο από τις αρχές του φορολογικού έτους 2017. Η Επιτροπή κάλεσε τις βελγικές αρχές να την ενημερώσουν εγγράφως ότι το Βέλγιο δέχεται, σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1 του κανονισμού διαδικασίας, ρητά και ανεπιφύλακτα τα εν λόγω κατάλληλα μέτρα στο σύνολό τους εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της εν λόγω απόφασης. Κατά της εν λόγω πρότασης κατάλληλων μέτρων ασκήθηκε προσφυγή (5) στις 18 Μαρτίου 2016, την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη με διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2016 (6).

(4)

Με επιστολή της 21ης Μαρτίου 2016, οι βελγικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή παρατηρήσεις σχετικά με τα προτεινόμενα κατάλληλα μέτρα.

1.3.   ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(5)

Με επιστολή της 8ης Ιουλίου 2016, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 108 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ διαδικασία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 2 του κανονισμού διαδικασίας.

(6)

Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (7). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το μέτρο. Στις 24 Αυγούστου 2016 οργανώθηκε συνάντηση με εκπροσώπους ορισμένων βελγικών λιμένων τους οποίους αφορά το μέτρο.

(7)

Το Βέλγιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του με επιστολές της 9ης Σεπτεμβρίου 2016 (Ομοσπονδιακό υπουργείο Οικονομικών) και της 16ης Σεπτεμβρίου 2016 (Περιφέρεια της Βαλονίας και λιμένες της Βαλονίας).

(8)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από τα ακόλουθα ενδιαφερόμενα μέρη: τη Sea Invest, χρήστη των λιμένων της Αμβέρσας, της Γάνδης και του Zeebruges (14 Σεπτεμβρίου 2016), τον λιμένα του Ρότερνταμ, ενεργούντα εξ ονόματος των πέντε ολλανδικών δημόσιων θαλάσσιων λιμένων (16 Σεπτεμβρίου 2016), τον λιμένα των Βρυξελλών (16 Σεπτεμβρίου 2016), τη Φλαμανδική Επιτροπή Λιμένων (Vlaamse Havencommissie) (19 Σεπτεμβρίου 2016) και, κατόπιν παράτασης της προθεσμίας υποβολής παρατηρήσεων, τους λιμένες της Αμβέρσας και του Zeebruges (4 Οκτωβρίου 2016).

(9)

Η Επιτροπή διαβίβασε τις εν λόγω παρατηρήσεις στο Βέλγιο παρέχοντας σε αυτό τη δυνατότητα να τις σχολιάσει. Παρέλαβε τα σχόλια του Βελγίου με επιστολή της 14ης Νοεμβρίου 2016. Στις 19 Δεκεμβρίου 2016 οργανώθηκε συνάντηση μεταξύ των βελγικών αρχών και της Επιτροπής, επ' ευκαιρία της οποίας διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή συμπληρωματικές παρατηρήσεις. Στις 10 Ιανουαρίου 2017 οργανώθηκε νέα συνάντηση μεταξύ των ομοσπονδιακών και περιφερειακών βελγικών αρχών, ορισμένων δικαιούχων του μέτρου και της Επιτροπής.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥ

2.1.   ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΛΙΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΒΕΛΓΙΟ

(10)

Στο Βέλγιο, η έκταση που καταλαμβάνουν οι λιμένες αποτελεί δημόσια περιουσία. Στη δεκαετία του 1990, η εκμετάλλευση των βασικών βελγικών λιμένων μεταβιβάστηκε σε αποκεντρωμένες οντότητες. Την εκμετάλλευση ορισμένων λιμένων (π.χ. αυτών της Γάνδης, της Οστάνδης και της Αμβέρσας) έχουν αναλάβει αυτόνομες δημοτικές λιμενικές αρχές· την εκμετάλλευση άλλων (π.χ. των αυτόνομων λιμένων Κεντρικού και Δυτικού Βελγίου, της Λιέγης, του Charleroi και της Namur) έχουν αναλάβει νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή ανώνυμη εταιρεία δημοσίου δικαίου, όπως στην περίπτωση του λιμένα του Zeebruges.

(11)

Τους λιμένες εκμεταλλεύονται δημόσιες οντότητες, οι λιμενικές αρχές.

2.2.   ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟΙ ΣΤΟΥΣ ΛΙΜΕΝΕΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΦΟΡΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

(12)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του κώδικα φορολογίας εισοδήματος του 1992 (8) (code des impôts sur les revenus, εφεξής «CIR»), οι ημεδαπές «εταιρείες» υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος ο οποίος καλείται φόρος εταιρειών (9) (impôt des sociétés, εφεξής «ISoc»). Αντιθέτως, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα, εκτός των «εταιρειών», υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος ο οποίος καλείται φόρος νομικών προσώπων (10) (impôt des personnes morales, εφεξής «IPM»). Σύμφωνα με το άρθρο 2 του CIR, ως «εταιρεία» νοείται «κάθε εταιρεία, ένωση, ίδρυμα ή οργανισμός που έχει συσταθεί νομότυπα, διαθέτει νομική προσωπικότητα και ασκεί δραστηριότητες εκμετάλλευσης ή επιχειρεί πράξεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα».

(13)

Κατά το άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR, ορισμένοι βελγικοί λιμένες δεν υπόκεινται στον φόρο εταιρειών (11). Το άρθρο 220 παράγραφος 2 του CIR προβλέπει ότι τα νομικά πρόσωπα που δεν υπόκεινται στον ISoc κατ' εφαρμογή του άρθρου 180 του CIR υπόκεινται στον φόρο νομικών προσώπων (12). Ο φόρος νομικών προσώπων δεν εφαρμόζεται στο συνολικό ποσό των εισοδημάτων ή των κερδών, αλλά μόνο σε ορισμένα είδη εισοδήματος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 221 του CIR, τα νομικά πρόσωπα που υπόκεινται στον φόρο νομικών προσώπων φορολογούνται μόνο βάσει του τεκμαρτού κατά το κτηματολόγιο εισοδήματος των ακινήτων τους που βρίσκονται στο Βέλγιο και των εισοδημάτων και εσόδων κεφαλαίου και κινητών περιουσιακών στοιχείων (13). Επιπλέον, οι εφαρμοστέοι συντελεστές στα διάφορα είδη εισοδήματος που υπόκεινται στον φόρο νομικών προσώπων αντιστοιχούν συνήθως στους συντελεστές του φόρου ακίνητης περιουσίας ή κινητής περιουσίας (14) και είναι γενικά χαμηλότεροι από τους συντελεστές που εφαρμόζονται για τον φόρο εταιρειών (33,99 %).

3.   ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(14)

Στην επιστολή της 8ης Ιουλίου 2016, η Επιτροπή έκρινε ότι οι βελγικές αρχές δεν δέχθηκαν το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των κατάλληλων μέτρων που υπέδειξε η Επιτροπή στην επιστολή της 21ης Ιανουαρίου 2016 και ότι η βελγική κυβέρνηση δεν φαινόταν να αποδέχεται σαφώς την αρχή της υπαγωγής των λιμένων στον φόρο εταιρειών ούτε δεσμευόταν να καταργήσει την απαλλαγή από τον φόρο από την οποία επωφελούνται οι βελγικοί λιμένες. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι βελγικές αρχές δεν δέχθηκαν ρητά και ανεπιφύλακτα και στο σύνολό τους τα κατάλληλα μέτρα που αυτή πρότεινε στις 21 Ιανουαρίου 2016.

(15)

Στο μέτρο που εξακολουθούσε να εκτιμά ότι η απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών από την οποία επωφελούνται οι βελγικοί λιμένες, όταν ασκούν οικονομικές δραστηριότητες, συνιστά υφιστάμενο καθεστώς κρατικής ενίσχυσης και έτρεφε αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα του εν λόγω καθεστώτος ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 108 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ διαδικασία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 2 του κανονισμού διαδικασίας.

4.   ΣΧΟΛΙΑ ΠΑΡΑΛΗΦΘΕΝΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

4.1.   ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ/ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

(16)

Οι βελγικοί λιμένες και οι βελγικές αρχές εκτιμούν ότι οι λιμένες δεν είναι «επιχειρήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που η αποστολή τους, και ειδικότερα η διοικητική διαχείριση της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, δεν έχει οικονομικό χαρακτήρα. Τονίζουν ότι τα εν λόγω καθήκοντα είναι γενικού συμφέροντος και επιβάλλονται ή ανατίθενται στους λιμένες από τις δημόσιες αρχές, οι οποίες μπορούν να ορίζουν κατά την κρίση τους την εμβέλεια των υπηρεσιών γενικού μη οικονομικού συμφέροντος. Επισημαίνουν ότι οι λιμενικές αρχές διαθέτουν ειδικές εξουσίες για την επιτέλεση της εν λόγω αποστολής, υπόκεινται στον έλεγχο των αρχών και δεν σκοπούν στην πραγματοποίηση κέρδους, δεδομένου ότι τα πλεονάσματα επανεπενδύονται στις λιμενικές υποδομές και, για ορισμένους λιμένες, καταβάλλονται στον δήμο που είναι ο μέτοχός τους.

(17)

Οι λιμένες της Αμβέρσας και του Zeebruges και οι βελγικές αρχές εκτιμούν ότι η νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα των αερολιμένων (υπόθεση C-82/01 Aéroports de Paris (15)) δεν εφαρμόζεται στους λιμένες, οι οποίοι αποτελούν διαφορετικές υποδομές. Αναφέρουν, ειδικότερα, ότι το μονοπώλιο των λιμένων είναι αποτέλεσμα διοικητικής αποκέντρωσης προς όφελος οντότητας δημοσίου δικαίου χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό, ενώ η διαχείριση των αερολιμένων παραχωρείται σε ιδιώτες στο πλαίσιο της αποκλειστικής παραχώρησης οικονομικής δραστηριότητας με μεταβίβαση του οικονομικού χαρακτήρα επιχειρησιακού κινδύνου. Εκτιμούν επίσης ότι η διαφορά που εξέτασε το Δικαστήριο στην υπόθεση Aéroports de Paris δεν αφορούσε την παροχή «υπηρεσιών υποδομών», με αποτέλεσμα να μην είναι πρόσφορη η αναλογία με τη διάθεση των λιμένων από τις βελγικές λιμενικές αρχές.

(18)

Οι περισσότεροι ενδιαφερόμενοι και οι βελγικές αρχές αμφισβητούν τον οικονομικό χαρακτήρα των δραστηριοτήτων που αναφέρει η Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, συγκεκριμένα τη διάθεση των λιμενικών υποδομών στα σκάφη, την εκμίσθωση εκτάσεων και υποδομών σε επιχειρήσεις, εξηγώντας ότι οι τιμές μίσθωσης εκτάσεων, παραχώρησης υποδομών και πρόσβασης σε λιμενικές υποδομές (λιμενικά τέλη) είναι δημόσιες, δεν εισάγουν διακρίσεις και καθορίζονται εκ των προτέρων και μονομερώς από τις λιμενικές αρχές και όχι βάσει της προσφοράς και της ζήτησης. Αναφέρουν ειδικότερα απόφαση του βελγικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 19ης Νοεμβρίου 2015 (16), στην οποία αναγνωρίζεται ότι τα λιμενικά τέλη συνιστούν «απλή αμοιβή», καταβαλλόμενη από τρίτους, για την παρέμβαση των λιμενικών αρχών. Παραπέμπουν επίσης στο φλαμανδικό διάταγμα περί λιμένων της 2ας Μαρτίου 1999 σχετικά με την πολιτική και τη διαχείριση των θαλάσσιων λιμένων (17) (εφεξής «φλαμανδικό διάταγμα περί λιμένων της 2ας Μαρτίου 1999»), το οποίο προβλέπει ότι τα λιμενικά τέλη πρέπει να καθορίζονται κατά «εύλογη αναλογία» προς την αξία της αντιπαροχής. Επισημαίνουν εξάλλου ότι τα τέλη παραχώρησης είναι αναλογικά χαμηλότερα για τις εκτάσεις με υψηλότερη προστιθέμενη αξία, βασίζονται σε αντικειμενικές παραμέτρους (σχετικές με τις οικείες εκτάσεις) και αντικατοπτρίζουν την εσωτερική αξία της παροχής. Ομοίως, η Περιφέρεια της Βαλονίας και οι λιμένες της Βαλονίας εκτιμούν ότι η καταβολή τελών για τη χρήση των υποδομών δεν αποτελεί κατ' ανάγκη ένδειξη του οικονομικού χαρακτήρα της δραστηριότητας των λιμένων, το δε γεγονός ότι τα εν λόγω τέλη δεν καλύπτουν την ανασύσταση του επενδυμένου κεφαλαίου αποτελεί ένδειξη του χαρακτήρα υπηρεσίας γενικού συμφέροντος της λιμενικής δραστηριότητας.

(19)

Κατ' αυτούς, οι κύριες οικονομικές δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στους λιμένες ασκούνται από τους παραχωρησιούχους οι οποίοι διασφαλίζουν τον χειρισμό (φόρτωση και εκφόρτωση) των εμπορευμάτων, οι δε λιμενικές αρχές δεν έχουν καμία ανάμειξη στις εμπορικές συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ παραχωρησιούχων εταιρειών και εφοπλιστών. Επομένως, η εμπορική εκμετάλλευση των λιμένων δεν ασκείται από τις λιμενικές αρχές, αλλά από τις εταιρείες στις οποίες παραχωρούνται οι υποδομές επί των οποίων οι εν λόγω εταιρείες πρέπει να κατασκευάσουν οι ίδιες τις αναγκαίες για τις υπηρεσίες χειρισμού υπερκατασκευές (γερανούς, υπόστεγα).

(20)

Προσθέτουν ότι οι λιμενικές αρχές υποχρεούνται ολοένα και περισσότερο να χρηματοδοτούν μη οικονομικές δραστηριότητες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες των περιφερειών, συμπεριλαμβανομένων δραστηριοτήτων που δεν σχετίζονται με την εκμετάλλευση των λιμένων (18). Αναφέρουν αρκετές αποφάσεις της Επιτροπής και αποφάσεις του Δικαστηρίου από τις οποίες προκύπτει, κατ' αυτούς, ότι ούτε η διάθεση υποδομών ανοικτών σε όλους τους δυνητικούς χρήστες σε ισότιμη βάση και χωρίς διακρίσεις ούτε η διαχείριση και η εκμετάλλευση εκτάσεων δημόσιας αρχής με σκοπό την άσκηση βιομηχανικών και εμπορικών δραστηριοτήτων για τον ιδιωτικό τομέα συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες.

(21)

Τέλος, εκτιμούν ότι οι οικονομικές δραστηριότητες των λιμένων, όπως η ανύψωση (υπηρεσίες γερανού) και η ρυμούλκηση, έχουν αμιγώς παρεπόμενο χαρακτήρα.

4.2.   ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΩ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

(22)

Η Φλαμανδική Επιτροπή Λιμένων εκτιμά ότι, στο μέτρο που οι λιμενικές αρχές υποχρεούνται ολοένα και περισσότερο να χρηματοδοτούν μη οικονομικές υποδομές που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των περιφερειών, η απαλλαγή των λιμένων από τον φόρο εταιρειών δεν συνιστά πλεονέκτημα.

(23)

Ο λιμένας του Ρότερνταμ αναφέρει ότι ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής των λιμένων της Αμβέρσας, του Zeebruges και της Γάνδης είναι κατώτερος του 1 % του λογιστικού κέρδους.

(24)

Οι βελγικές αρχές υποστηρίζουν ότι, στο μέτρο που οι λιμένες καταβάλλουν τον IPM, η προϋπόθεση βάσει της οποίας το πλεονέκτημα πρέπει να χορηγείται από κρατικούς πόρους δεν πληρούται.

4.3.   ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ

(25)

Οι περισσότεροι ενδιαφερόμενοι και οι βελγικές αρχές εκτιμούν ότι το σύστημα αναφοράς για τη φορολογία των νομικών προσώπων δεν είναι ο φόρος εταιρειών (όπως εκτιμά η Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας), αλλά το άρθρο 1 του CIR, με το οποίο καθιερώνονται δύο παράλληλα συστήματα φορολόγησης για τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα (ISoc και IPM) βάσει των κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 2 του CIR (δραστηριότητα του νομικού προσώπου συνιστάμενη ή μη σε «εκμετάλλευση» ή σε «πράξεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα»). Προσθέτουν ότι το άρθρο 180 του CIR, το οποίο προβλέπει ότι οι λιμένες δεν υπόκεινται στον ISoc, προσδιορίζει απλώς και εφαρμόζει το άρθρο 1 του CIR. Ορισμένοι ενδιαφερόμενοι και οι βελγικές αρχές εκτιμούν επίσης ότι ο IPM είναι το σύστημα αναφοράς για τους λιμένες που δεν είναι «εταιρείες» κατά την έννοια του άρθρου 2 του CIR, το δε άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR δεν παρεκκλίνει από τους γενικούς κανόνες φορολογίας των νομικών προσώπων, αλλά εφαρμόζει απλώς τους γενικούς αυτούς κανόνες. Επομένως, υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν καταργηθεί το άρθρο 180 παράγραφος 2, οι λιμένες δεν θα υπόκεινται κατ' ανάγκη στον ISoc, καθώς η διοίκηση θα πρέπει να εξετάσει μεμονωμένα την κατάστασή τους βάσει των γενικών κριτηρίων που τίθενται στα άρθρα 1 και 2 του CIR και, δεδομένου ότι οι λιμένες δεν είναι «εταιρείες» κατά το άρθρο 2 του CIR, αυτοί δεν θα υπόκεινται στον ISoc.

(26)

Η Περιφέρεια της Βαλονίας και οι λιμένες της Βαλονίας προσθέτουν ότι η δυαδικότητα αυτή (ύπαρξη δύο συστημάτων φορολόγησης του εισοδήματος, του ISoc και του IPM) είναι καθοριστική και εγγενής στο σύστημα φορολόγησης των εισοδημάτων, απορρέει δε από το βελγικό Σύνταγμα. Εξάλλου, το βελγικό Σύνταγμα δεν επιβάλλει στον νομοθέτη να φορολογεί ορισμένες δραστηριότητες και, για τις εκ φύσεως δημόσιες διοικητικές αρχές (κράτος, κοινότητες, περιφέρειες, επαρχίες και δήμοι), τα αγαθά της δημόσιας ή της ιδιωτικής περιουσίας που διατίθενται σε δημόσια υπηρεσία απαλλάσσονται από τον φόρο δυνάμει γενικής αρχής του δικαίου. Οι βελγικές αρχές αναφέρουν επίσης ότι, σύμφωνα με τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, οι δημόσιες υπηρεσίες, οι δημόσιες αποστολές και τα δημόσια αγαθά δεν φορολογούνται εάν κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται ρητώς στον νόμο.

(27)

Κατά τις λιμενικές αρχές της Αμβέρσας και του Zeebruges και τις βελγικές αρχές, οι οντότητες οι οποίες, όπως οι λιμένες, δεν διανέμουν τα κέρδη τους, αλλά τα επανεπενδύουν ή επιδιώκουν σκοπό που υπερβαίνει το συμφέρον τους υπόκεινται στον IPM, και τούτο ανταποκρίνεται στη λογική του συστήματος.

(28)

Υποστηρίζουν επίσης ότι βρίσκονται σε κατάσταση διαφορετική από εκείνη των άλλων επιχειρήσεων που υπόκεινται στον ISoc. Παρότι διαθέτουν κάποια αυτονομία και παρά την ενδεχόμενη ύπαρξη οικονομικών δραστηριοτήτων, οι λιμενικές αρχές συγκαταλέγονται στις δημόσιες αρχές και επιτελούν αποστολές γενικού συμφέροντος, χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό, όπως προκύπτει από το καταστατικό τους. Δεν χρησιμοποιούν βιομηχανικές και εμπορικές μεθόδους και οι ενέργειές τους δεν καθοδηγούνται από τη βραχυπρόθεσμη απόδοση της επένδυσης. Τα τέλη παραχώρησης και τα λιμενικά τέλη δεν καλύπτουν πάντοτε τα έξοδα που αναλαμβάνουν. Επιτελούν αποστολές δημόσιας υπηρεσίας, των οποίων το καθαρό κόστος δεν εκπίπτει από τη βάση του φόρου εταιρειών κατ' εφαρμογή του άρθρου 49 του CIR, και τούτο θα συνεπάγεται, σε περίπτωση υπαγωγής στον ISoc, διακριτική μεταχείριση σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις και μείωση των επενδυτικών δυνατοτήτων των λιμένων.

(29)

Οι βελγικές αρχές επισημαίνουν ότι, σε απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2016 (19), το βελγικό Συνταγματικό Δικαστήριο επικύρωσε την επιλογή του νομοθέτη περί απαλλαγής των λιμένων από τον ISoc.

4.4.   ΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΗΡΕΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

(30)

Η Φλαμανδική Επιτροπή Λιμένων υποστηρίζει ότι, σε άλλα κράτη μέλη, και ειδικότερα στις Κάτω Χώρες, οι ίδιες δραστηριότητες των λιμένων χρηματοδοτούνται από τις δημόσιες αρχές χωρίς να υφίσταται στρέβλωση των όρων ανταγωνισμού.

(31)

Παραπέμποντας στο σημείο 188 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης (20) (εφεξής «ανακοίνωση της 19ης Ιουλίου 2016»), οι λιμενικές αρχές της Αμβέρσας και του Zeebruges εκθέτουν ότι κάθε λιμένας διαθέτει νόμιμο μονοπώλιο στη λιμενική ζώνη του, το οποίο αποκλείει ταυτόχρονα «τον ανταγωνισμό στην αγορά και τον ανταγωνισμό για την αγορά». Εξ αυτού συνάγουν ότι το μέτρο δεν προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού. Αναφέρουν επίσης γνωμοδότηση της ολλανδικής αρχής ανταγωνισμού (21), σύμφωνα με την οποία ο λιμένας του Ρότερνταμ δεν ανταγωνίζεται τους φορείς εκμετάλλευσης άλλων λιμένων στο μέτρο που τα λιμενικά τέλη αντιπροσωπεύουν μόνο μικρό ποσοστό των μεταφορικών εξόδων των εφοπλιστών, με αποτέλεσμα η τροποποίηση, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, των εν λόγω τιμών να μην έχει αντίκτυπο στην κίνηση του λιμένα.

(32)

Επισημαίνουν ότι, σύμφωνα με την ανακοίνωση της 19ης Ιουλίου 2016, σε υποδομή δικτύου, διαφορετικά στοιχεία του δικτύου αλληλοσυμπληρώνονται και δεν υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ τους (σημείο 211 και υποσημείωση 311), με αποτέλεσμα να αποκλείεται η στρέβλωση του ανταγωνισμού. Διευκρινίζουν ότι, στην εν λόγω ανακοίνωση, η Επιτροπή εφαρμόζει τη συγκεκριμένη αρχή στην κατασκευή σιδηροδρομικών υποδομών (σημείο 219) και στην κατασκευή οδικών υποδομών, συμπεριλαμβανομένων οδών με διόδια (σημείο 220), αλλά εκτιμούν ότι αυτή εφαρμόζεται και στους λιμένες.

(33)

Η Περιφέρεια της Βαλονίας και οι λιμένες της Βαλονίας επισημαίνουν, ιδίως, ότι οι εσωτερικοί λιμένες που απαλλάσσονται από τον ISoc δεν ανταγωνίζονται άλλους ιδιωτικούς εσωτερικούς λιμένες οι οποίοι διαθέτουν τις ίδιες υποδομές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό. Οι ομοσπονδιακές αρχές προσθέτουν ότι οι εσωτερικοί λιμένες, οι οποίοι είναι μικρών διαστάσεων, συμπληρώνουν τους άλλους λιμένες και ανταγωνίζονται μόνο τις οδικές μεταφορές.

(34)

Ο λιμένας του Ρότερνταμ αναφέρει ότι οι ολλανδικοί δημόσιοι λιμένες ανταγωνίζονται ιδίως τους λιμένες της Αμβέρσας, του Zeebruges και της Γάνδης.

4.5.   ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ

(35)

Η περιφέρεια της Βαλονίας και οι λιμένες της Βαλονίας εκτιμούν ότι η συμβατότητα του μέτρου μπορεί να θεμελιωθεί κατάλληλα στο άρθρο 106 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ: οι λιμένες διαθέτουν σαφή εντολή εκ του νόμου και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι λιμένες πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που τίθενται στο εν λόγω άρθρο. Τονίζουν ότι η συμβατότητα βάσει του άρθρου 93 ΣΛΕΕ, στις προϋποθέσεις εφαρμογής του οποίου δεν περιλαμβάνεται η απουσία επηρεασμού των συναλλαγών, πρέπει να αξιολογηθεί διασταλτικά.

(36)

Οι λιμενικές αρχές της Αμβέρσας και του Zeebruges εκτιμούν ότι τα επιχειρήματα με τα οποία η Επιτροπή αντέκρουσε τα υπέρ της συμβατότητας του μέτρου επιχειρήματα είναι ανεπαρκή. Προσθέτουν ότι η συμβατότητα του μέτρου μπορεί να θεμελιωθεί στο άρθρο 93 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι οι λιμένες καλούνται να χρηματοδοτήσουν υποδομές που συνεισφέρουν στα διευρωπαϊκά δίκτυα μεταφορών.

4.6.   ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

(37)

Οι βελγικές αρχές ζητούν από την Επιτροπή να τους χορηγήσει μεταβατική περίοδο για την υπαγωγή των λιμένων στον ISoc. Τονίζουν ότι η προθεσμία που προβλέπεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας της 8ης Ιουλίου 2016 (υπαγωγή των λιμένων στον φόρο εταιρειών από την 1η Ιανουαρίου 2017) είναι υπερβολικά βραχεία, ιδίως σε σύγκριση με την προθεσμία που χορηγήθηκε στις Κάτω Χώρες στο πλαίσιο της υπόθεσης SA.25338. Επισημαίνουν ότι η κατάργηση του άρθρου 180 παράγραφος 2 του CIR συνεπάγεται την κίνηση νομοθετικής διαδικασίας, η οποία διαρκεί «τουλάχιστον, κατά κανόνα, από τρεις έως έξι μήνες». Κατά τις βελγικές αρχές, απαιτούνται τροποποιήσεις του νόμου πολύ πιο πολύπλοκες από την απλή κατάργηση του άρθρου 180 παράγραφος 2 του CIR, δεδομένου ότι i) μια τέτοια κατάργηση δεν θα έχει κατ' ανάγκη ως αποτέλεσμα την υπαγωγή των λιμένων στον ISoc, ii) η επεξεργασία νέου καθεστώτος φορολογίας των λιμένων πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη συνταγματική αρχή της ισότητας και iii) η μετάβαση ενός νομικού προσώπου από τον IPM στον ISoc δεν ρυθμίζεται ρητώς από το βελγικό φορολογικό δίκαιο. Προσθέτουν ότι, σε περίπτωση λήξης καθεστώτος ενίσχυσης το οποίο θεωρείται υφιστάμενο, η Επιτροπή οφείλει να σέβεται τα θεμιτά συμφέροντα του κράτους μέλους όσον αφορά την κατοχύρωση ασφάλειας δικαίου για τους δικαιούχους.

(38)

Ο λιμένας του Ρότερνταμ ζητεί από την Επιτροπή να αναβάλει την υπαγωγή των ολλανδικών λιμένων στον φόρο εταιρειών έως ότου διενεργηθεί τομεακή έρευνα και όλοι οι θαλάσσιοι λιμένες οι οποίοι βρίσκονται στις νότιες ακτές της Βόρειας Θάλασσας υπαχθούν ταυτόχρονα στον φόρο ή, τουλάχιστον, την ταχεία και ταυτόχρονη υπαγωγή των βελγικών και γαλλικών λιμένων στον φόρο εταιρειών.

5.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

5.1.   ΎΠΑΡΞΗ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 107 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΣΛΕΕ

(39)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές.

5.1.1.   ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ/ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

5.1.1.1.    Γενικές παρατηρήσεις

(40)

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, «κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά αγαθών και υπηρεσιών σε μια δεδομένη αγορά αποτελεί οικονομική δραστηριότητα» (22). Ομοίως, «η έννοια της επιχείρησης καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδότησής του» (23).

(41)

Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία σχετικά με τον οικονομικό χαρακτήρα της εκμετάλλευσης υποδομών (24), η Επιτροπή διαπίστωσε, σε σειρά αποφάσεων, ότι η εμπορική εκμετάλλευση και η κατασκευή λιμενικών υποδομών συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες (25). Για παράδειγμα, η εμπορική εκμετάλλευση λιμενικού τερματικού σταθμού ο οποίος τίθεται στη διάθεση χρηστών έναντι της καταβολής τέλους συνιστά οικονομική δραστηριότητα (26). Ομοίως, το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει, εμμέσως πλην σαφώς, τον οικονομικό χαρακτήρα ορισμένων λιμενικών εργασιών, και ιδίως των εργασιών «φορτώσεως, εκφορτώσεως, μεταφορτώσεως, αποθηκεύσεως και εν γένει μετακινήσεως των εμπορευμάτων και παντός υλικού εντός του λιμένα» (27). Η Επιτροπή εφαρμόζει τους συγκεκριμένους κανόνες όχι μόνο στους θαλάσσιους λιμένες, αλλά και στους εσωτερικούς λιμένες (28).

(42)

Συναφώς, και εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζουν οι βελγικές αρχές και ορισμένοι ενδιαφερόμενοι, η Επιτροπή εκτιμά ότι η νομολογία του Δικαστηρίου για τους αερολιμένες πρέπει να εφαρμοστεί στους λιμένες, οι οποίοι αποτελούν απλώς ένα άλλο είδος υποδομών. Οι διαφορές μεταξύ λιμένων και αερολιμένων τις οποίες επισήμαναν ορισμένοι ενδιαφερόμενοι —ιδίως οι διαφορές που αφορούν τη νομική διάρθρωση ή το γεγονός ότι οι λιμένες είναι οντότητες δημοσίου δικαίου χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό— δεν είναι λυσιτελείς όσον αφορά το γενικό κριτήριο που σχετίζεται με την προσφορά αγαθού ή υπηρεσίας σε αγορά, στο οποίο ερείδεται η νομολογία του Δικαστηρίου. Ομοίως, η Επιτροπή παρατηρεί ότι στη σκέψη 90 της απόφασης Aéroports de Paris, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι «το Πρωτοδικείο ορθώς διαπίστωσε ότι τα εν λόγω εμπορικά τέλη αποτελούν αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες διαχειρίσεως αερολιμενικών εγκαταστάσεων»· επομένως, δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός ότι η εν λόγω υπόθεση δεν αφορούσε την παροχή υπηρεσιών υποδομών, όπως υποστηρίζουν οι βελγικές αρχές και ορισμένοι ενδιαφερόμενοι.

(43)

Προκειμένου να καθοριστεί αν οι βελγικοί λιμένες αποτελούν επιχειρήσεις, δεν είναι απαραίτητο να αξιολογηθεί ο οικονομικός ή μη οικονομικός χαρακτήρας καθεμίας εκ των δραστηριοτήτων τους. Αρκεί να διαπιστωθεί ότι οι οντότητες τις οποίες αφορά το επίμαχο μέτρο ασκούν όντως μία ή περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες, για την άσκηση των οποίων θα θεωρούνται «επιχείρηση». Συναφώς, το γεγονός ότι μια οντότητα ασκεί μια ή περισσότερες δημόσιες ή μη οικονομικές δραστηριότητες δεν σημαίνει ότι μπορεί, γενικά, να μην χαρακτηρίζεται «επιχείρηση».

(44)

Οι βελγικοί λιμένες μπορούν να ασκούν διάφορα είδη οικονομικών δραστηριοτήτων που αντιστοιχούν στην παροχή διάφορων υπηρεσιών σε διάφορες αγορές. Πρώτον, οι λιμένες παρέχουν γενική υπηρεσία στους χρήστες τους (κυρίως στους εφοπλιστές και γενικότερα σε κάθε φορέα εκμετάλλευσης σκάφους) παρέχοντας στα σκάφη πρόσβαση στις λιμενικές υποδομές έναντι αμοιβής, η οποία καλείται γενικώς «λιμενικά τέλη» (29). Δεύτερον, ορισμένοι λιμένες παρέχουν ειδικές υπηρεσίες στα σκάφη, όπως πλοήγηση, ανύψωση, χειρισμό φορτίων, αγκυροβόληση, επίσης έναντι αμοιβής (30). Τρίτον, οι λιμένες θέτουν, έναντι αμοιβής, ορισμένες υποδομές ή ορισμένες εκτάσεις στη διάθεση επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν τους συγκεκριμένους χώρους για τις ανάγκες τους ή για την παροχή ορισμένων από τις προαναφερόμενες ειδικές υπηρεσίες στα σκάφη.

(45)

Το γεγονός ότι τρίτες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν ορισμένες λιμενικές εκτάσεις και υποδομές για την προσφορά υπηρεσιών στους εφοπλιστές ή στα σκάφη δεν αποκλείει να έχουν επίσης οικονομικό χαρακτήρα οι δραστηριότητες διαχείρισης που ασκούν οι λιμενικές αρχές, οι οποίες συνίστανται ιδίως στην εκμίσθωση των εν λόγω εκτάσεων και υποδομών στις εν λόγω τρίτες επιχειρήσεις.

(46)

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι το βελγικό εθνικό δίκαιο περιέχει και αυτό ενδείξεις για τον βιομηχανικό ή/και εμπορικό χαρακτήρα των λιμενικών δραστηριοτήτων (31). Ειδικότερα, από τον επίσημο σχολιασμό του CIR συνάγεται κατ' ανάγκη ότι οι λιμένες εκμεταλλεύονται «κάποιου είδους βιομηχανική, εμπορική ή γεωργική επιχείρηση» (32) ή ότι, ακόμη και χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό, ασκούν «μόνιμη επαγγελματική δραστηριότητα η οποία περιλαμβάνει […] την αρκούντως συχνή, ώστε να συνιστά» απασχόληση«, επανάληψη πράξεων βιομηχανικού, εμπορικού ή γεωργικού χαρακτήρα [και] την εφαρμογή βιομηχανικών ή εμπορικών μεθόδων» (33)  (34).

(47)

Εξάλλου, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι ορισμένες δραστηριότητες των λιμένων μπορεί να είναι μη οικονομικού χαρακτήρα, ιδίως ορισμένες από τις υπηρεσίες που παρέχουν τα λιμεναρχεία, όπως ο έλεγχος και η ασφάλεια της θαλάσσιας κυκλοφορίας (35) ή η επιτήρηση προς αποφυγή της ρύπανσης (36). Ωστόσο, εν προκειμένω, οι δραστηριότητες που η Επιτροπή θεωρεί οικονομικές είναι διαφορετικές από τις (άλλες) δραστηριότητες που αναφέρονται στην προηγούμενη πρόταση.

(48)

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι, μολονότι οι εθνικές αρχές διαθέτουν «ευρεία διακριτική ευχέρεια […] όταν παρέχουν, αναθέτουν και οργανώνουν υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος όσο το δυνατόν εγγύτερα στις ανάγκες των χρηστών» (37), αυτό δεν αποκλείει να έχουν οι εν λόγω δραστηριότητες οικονομικό χαρακτήρα. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία η ίδια η έννοια της «οικονομικής δραστηριότητας» απορρέει από πραγματικά στοιχεία, και συγκεκριμένα την ύπαρξη αγοράς για τις οικείες υπηρεσίες (38), και δεν εξαρτάται από εθνικές επιλογές ή εκτιμήσεις. Επομένως, η Επιτροπή μπορεί βάσιμα να χαρακτηρίζει οικονομικές ορισμένες δραστηριότητες των λιμένων, ακόμη και αν οι εθνικές αρχές θεωρούν ότι οι εν λόγω δραστηριότητες συνιστούν μη οικονομικές υπηρεσίες γενικού συμφέροντος.

(49)

Τέλος, οι ακόλουθοι παράγοντες δεν μπορούν, αφ' εαυτών, να θέσουν εν αμφιβάλω τον οικονομικό ή μη οικονομικό χαρακτήρα των ασκούμενων δραστηριοτήτων:

Το γεγονός ότι οι αποστολές των λιμένων είναι γενικού συμφέροντος και επιβάλλονται ή ανατίθενται σε αυτούς από τις δημόσιες αρχές: Πράγματι, αυτό συμβαίνει με όλες τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (εφεξής «ΥΓΟΣ»), οι οποίες είναι, ωστόσο, οικονομικές δραστηριότητες. Γενικότερα, «το γεγονός ότι μια συγκεκριμένη υπηρεσία παρέχεται εσωτερικά δεν έχει σημασία όσον αφορά την οικονομική φύση της δραστηριότητας» (39). Ωστόσο, το γενικό συμφέρον μπορεί να λαμβάνεται υπόψη για να αξιολογηθεί, ενδεχομένως, η συμβατότητα ενίσχυσης την οποία χορήγησε ένα κράτος σε μια επιχείρηση για να υποστηρίξει την οικονομική της δραστηριότητα.

Το γεγονός ότι οι λιμενικές αρχές διαθέτουν ειδικές εξουσίες για την επιτέλεση των εν λόγω αποστολών (40): τέτοιες ειδικές εξουσίες δεν αποκλείουν να μπορούν οι λιμενικές αρχές να ασκούν οικονομική δραστηριότητα προσφέροντας αγαθά ή υπηρεσίες σε αγορά. Ενδεχομένως, οι εν λόγω εξουσίες μπορούν να αποτελέσουν εργαλείο παρέμβασης στην εν λόγω αγορά.

Το γεγονός ότι οι λιμενικές αρχές υποχρεούνται ολοένα και περισσότερο να χρηματοδοτούν οι ίδιες μη οικονομικές δραστηριότητες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες των περιφερειών, συμπεριλαμβανομένων δραστηριοτήτων που δεν σχετίζονται με την εκμετάλλευση των λιμένων: ένα τέτοιο χαρακτηριστικό ουδόλως μειώνει τον οικονομικό χαρακτήρα των δραστηριοτήτων των λιμένων, οι οποίες συνίστανται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε αγορά. Η απουσία αντιστάθμισης ή η ελλιπής αντιστάθμιση από το κράτος των εξόδων που σχετίζονται με μη οικονομικές δραστηριότητες τις οποίες αναθέτει στους λιμένες επιβεβαιώνει μάλλον, παρά αποδυναμώνει, τον ισχυρισμό ότι οι λιμένες ασκούν, εκτός από ορισμένες μη οικονομικές δραστηριότητες, και οικονομικές δραστηριότητες. Το φορολογικό πλεονέκτημα που αντλεί ένας λιμένας από το επίμαχο καθεστώς είναι ανάλογο προς τα κέρδη που πραγματοποιεί ο εν λόγω λιμένας και ουδόλως σχετίζεται με το (μη αντισταθμισμένο) κόστος των μη οικονομικών δραστηριοτήτων που ενδεχομένως του αναθέτει το κράτος. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να το λάβει υπόψη κατά την αξιολόγηση του καθεστώτος.

Το γεγονός, ακόμη και εάν θεωρηθεί εξακριβωμένο (41), ότι οι λιμένες δεν έχουν κερδοσκοπικό σκοπό και επανεπενδύουν συστηματικά τα κέρδη τους: συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι ο πάροχος της υπηρεσίας δεν έχει κερδοσκοπικό σκοπό δεν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη υπηρεσία έχει μη οικονομικό χαρακτήρα (42). Ομοίως, η συστηματική επανεπένδυση των κερδών στη δραστηριότητα δεν είναι καθοριστικό στοιχείο για τη διάκριση μιας οικονομικής δραστηριότητας από μια μη οικονομική δραστηριότητα. Άλλωστε, κάθε επιχείρηση επιλέγει εάν θα διανείμει ή θα επανεπενδύσει το σύνολο ή μέρος των κερδών που πραγματοποιεί.

5.1.1.2.    Επί των εφαρμοζόμενων τιμών

(50)

Είναι επίσης αλυσιτελές για τον χαρακτηρισμό της «επιχείρησης» το επιχείρημα που προβάλλουν οι βελγικές αρχές και ορισμένοι ενδιαφερόμενοι, σύμφωνα με το οποίο οι τιμές των παρεχόμενων από τις λιμενικές αρχές υπηρεσιών είναι δημόσιες, δεν εισάγουν διακρίσεις, καθορίζονται εκ των προτέρων και μονομερώς από τις λιμενικές αρχές και δεν καθορίζονται άμεσα από την προσφορά και τη ζήτηση (43).

(51)

Η Επιτροπή σημειώνει, καταρχάς, ότι τα χαρακτηριστικά των εφαρμοζόμενων από τους λιμένες τιμών (δημοσιότητα, απουσία διακρίσεων κ.λπ.) είναι παρόμοια με εκείνα των τιμών που εφαρμόζονται στο πλαίσιο των ΥΓΟΣ (44), οι οποίες είναι όντως οικονομικές δραστηριότητες και υπόκεινται στο δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων. Ομοίως, οι τιμές είναι επίσης δημόσιες, δεν εισάγουν διακρίσεις και καθορίζονται εκ των προτέρων και μονομερώς από τον πάροχο στη μεγάλη πλειονότητα των οικονομικών δραστηριοτήτων.

(52)

Μολονότι η αναλογία των σχετιζόμενων με μια δραστηριότητα εξόδων που καλύπτονται από τα έσοδα που εισπράττονται από τους χρήστες και, αντιστρόφως, η αναλογία των εξόδων που καλύπτονται από τον φόρο (φορολογούμενος) μπορούν ενίοτε να συνιστούν ένδειξη της ύπαρξης αγοράς και οικονομικής δραστηριότητας, ο τρόπος καθορισμού των τιμών δεν είναι αφ' εαυτού καθοριστικός από την άποψη αυτή.

(53)

Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι οι τιμές που καταβάλλουν οι χρήστες και οι πελάτες των λιμένων (γενικά και ειδικά λιμενικά τέλη, τέλη παραχώρησης) καλύπτουν τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων που αναλαμβάνουν οι λιμενικές αρχές όταν προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην αγορά (45).

(54)

Επιπλέον, μολονότι αναφέρουν ότι τα τέλη για τη χρήση των υποδομών δεν καλύπτουν την ανασύσταση του επενδυμένου κεφαλαίου, η Περιφέρεια της Βαλονίας και οι λιμένες της Βαλονίας δεν προσκομίζουν κανένα πραγματικό στοιχείο για την υποστήριξη του επιχειρήματός τους.

(55)

Εξάλλου, το συγκεκριμένο επιχείρημα προβάλλεται προς απόδειξη του χαρακτήρα γενικού συμφέροντος της λιμενικής δραστηριότητας, κάτι το οποίο δεν είναι αφ' εαυτού λυσιτελές για τον καθορισμό της οικονομικής ή μη φύσης των λιμενικών δραστηριοτήτων. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι, εξ ορισμού, τα έξοδα των ΥΓΟΣ (που είναι οικονομικές δραστηριότητες) δεν καλύπτονται γενικά πλήρως από τα έσοδα που εισπράττονται από τους χρήστες, με αποτέλεσμα η ύπαρξη χρηματοδοτικού ελλείμματος να μην αποκλείει κατ' ανάγκη την ύπαρξη οικονομικής δραστηριότητας κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.

(56)

Εξάλλου, το γεγονός και μόνο ότι οι τιμές καθορίζονται από τις λιμενικές αρχές δεν σημαίνει ότι η ζήτηση δεν λαμβάνεται υπόψη. Αντιθέτως, οι λιμενικές αρχές λαμβάνουν όντως υπόψη τις συνθήκες της αγοράς (προσφορά και ζήτηση, και ιδίως τις τιμές που εφαρμόζουν οι ανταγωνιστές και τις συμπεριφορές ζήτησης των χρηστών και των πελατών) κατά τον καθορισμό των τιμών τους, και ιδίως των λιμενικών τελών (46). Όσον αφορά τα τέλη παραχώρησης, οι λιμένες της Αμβέρσας και του Zeebruges αναφέρουν ότι οι τιμές καθορίζονται βάσει αντικειμενικών παραμέτρων σχετικών με τη φύση της οικείας έκτασης ή δραστηριότητας και αντικατοπτρίζουν την παραγόμενη «εσωτερική αξία» και «προστιθέμενη αξία». Επομένως, οι τιμές σχετίζονται όντως με τα χαρακτηριστικά της παρεχόμενης από τους λιμένες υπηρεσίας και τα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων ή των δραστηριοτήτων που επιδιώκει να προσελκύσει ο λιμένας. Υπό την έννοια αυτή, οι τιμές αποτελούν προφανώς σημαντικό μέσο της εμπορικής πολιτικής που εφαρμόζει ο λιμένας για να παροτρύνει τους εφοπλιστές και τους φορτωτές να κάνουν χρήση των υποδομών του λιμένα και τις επιχειρήσεις να εγκατασταθούν σε αυτόν για να αναπτύξουν δραστηριότητες παραγωγής ή υπηρεσιών.

(57)

Ως εκ τούτου, τόσο η διάθεση των λιμενικών υποδομών όσο και η διάθεση εκτάσεων έναντι αμοιβής συνιστούν όντως υπηρεσίες που προσφέρονται σε αγορά και, επομένως, οικονομικές δραστηριότητες.

5.1.1.3.    Επί της διάθεσης των λιμενικών υποδομών έναντι αμοιβής στους εφοπλιστές και των ειδικών υπηρεσιών των λιμενικών αρχών έναντι αμοιβής προς τους εφοπλιστές

(58)

Όσον αφορά τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι λιμένες έναντι της καταβολής λιμενικών τελών (πρόσβαση στις λιμενικές υποδομές γενικά και ενδεχόμενες ειδικές υπηρεσίες), η Επιτροπή παρατηρεί ότι η απόφαση του βελγικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 19ης Νοεμβρίου 2015 (υπ' αριθ. 162/2015) με την οποία αναγνωρίζεται ότι τα λιμενικά τέλη συνιστούν «απλή αμοιβή», εκ μέρους των τρίτων, για την παρέμβαση των λιμενικών αρχών, καθώς και οι αναφορές στο φλαμανδικό διάταγμα περί λιμένων της 2ας Μαρτίου 1999, κατά τις οποίες τα λιμενικά τέλη πρέπει να καθορίζονται «κατά εύλογη αναλογία» προς την αξία της αντιπαροχής, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι οι λιμένες προσφέρουν υπηρεσίες σε αγορά έναντι αμοιβής. Το γεγονός ότι η εν λόγω αμοιβή προορίζεται εύλογα να καλύψει την αξία της αντιπαροχής μπορεί να αποκλείσει a priori τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών που παρέχονται στους χρήστες των λιμένων ουσιαστικά από τον φόρο και όχι από την πραγματική αμοιβή της υπηρεσίας που παρέχεται στους εν λόγω χρήστες, και επιβεβαιώνει εκ νέου την οικονομική προσέγγιση που εφάρμοσε το Βέλγιο στη σχέση μεταξύ των λιμένων και των χρηστών τους, καθώς και τον οικονομικό χαρακτήρα των επίμαχων δραστηριοτήτων.

(59)

Εξάλλου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, ενώπιον του βελγικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, η φλαμανδική κυβέρνηση υποστήριξε ότι τα γενικά λιμενικά τέλη (αντιπαροχή για την πρόσβαση στις γενικές λιμενικές υποδομές) μπορούν να συγκριθούν «με τα διόδια που πρέπει να καταβληθούν για τη χρήση οδού με διόδια ή σήραγγας» (47). Ωστόσο, από την πρακτική λήψης αποφάσεων της Επιτροπής προκύπτει ότι η εκμετάλλευση οδού ή σήραγγας με διόδια συνιστά οικονομική δραστηριότητα (48). Τέλος, η Επιτροπή σημειώνει ότι τα λιμενικά τέλη υπόκεινται καταρχήν στον ΦΠΑ στο Βέλγιο, όπως οι λοιπές παροχές υπηρεσιών (49).

(60)

Οι αποφάσεις της Επιτροπής ή του Δικαστηρίου που επικαλούνται οι ενδιαφερόμενοι και οι βελγικές αρχές δεν θέτουν εν αμφιβάλω το συμπέρασμα αυτό. Στην υπόθεση N110/2008 JadeWeserPort (50), η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος του οικονομικού ή μη χαρακτήρα των επίμαχων δραστηριοτήτων, οι δε αιτιολογικές σκέψεις που αναφέρουν οι ενδιαφερόμενοι και οι βελγικές αρχές προς στήριξη της συλλογιστικής τους (αιτιολογικές σκέψεις 52 έως 63 της απόφασης) ακολουθούνται από αιτιολογικές σκέψεις σύμφωνα με τις οποίες η δραστηριότητα μπορεί να θεωρηθεί οικονομικού χαρακτήρα (αιτιολογικές σκέψεις 64 έως 66 της απόφασης). Όσον αφορά τις υποθέσεις N390/2005 - κατασκευή εγκαταστάσεων μεταφόρτωσης στη σιδηροδρομική γραμμή Lanaken – Maastricht (51) και N478/2004 Coras Iompair Eireann (52), η Επιτροπή παρατηρεί ότι αφορούν τη χρηματοδότηση της κατασκευής σιδηροδρομικών υποδομών και όχι τη διάθεση λιμενικών υποδομών έναντι αμοιβής, η δε θέση της Επιτροπής στις υποθέσεις αυτές δεν αντιστοιχεί πλέον στη νομολογία του Δικαστηρίου (53) ούτε στην τρέχουσα πρακτική λήψης αποφάσεων της Επιτροπής, σύμφωνα με τις οποίες η κατασκευή υποδομών που προορίζονται για οικονομική εκμετάλλευση συνιστά οικονομική δραστηριότητα. Τέλος, η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-18/01 Korhonen (54) δεν αφορά το δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων, αλλά την οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου (55).

5.1.1.4.    Επί της διάθεσης εκτάσεων και υποδομών σε επιχειρήσεις έναντι αμοιβής

(61)

Από την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση SA.36346 (56), η οποία αναφέρεται στο σημείο 17 στοιχείο στ) της ανακοίνωσης της 19ης Ιουλίου 2016 και την οποία επικαλούνται οι ενδιαφερόμενοι και οι βελγικές αρχές, δεν προκύπτει ότι η διαχείριση ή η αξιοποίηση του λιμένα και, ιδίως, η εκμίσθωση ή η διάθεση ειδικών εκτάσεων και υποδομών έναντι αμοιβής είναι μη οικονομική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, η υπόθεση SA.36346 αφορούσε στήριξη για την αναζωογόνηση δημόσιων εκτάσεων και όχι τη μίσθωση εκτάσεων ή υποδομών έναντι αμοιβής.

(62)

Στην πράξη, η Επιτροπή έχει ήδη κρίνει ότι η εκμίσθωση δημόσιας περιουσίας έναντι αμοιβής συνιστά οικονομική δραστηριότητα, ιδίως όταν ο αντισυμβαλλόμενος του λιμένα παρέχει λιμενικές υπηρεσίες στους πελάτες του (57). Από τους τιμολογιακούς όρους που δημοσίευσαν οι λιμενικές αρχές (58) προκύπτει επίσης ότι τα τέλη παραχώρησης υπόκεινται στον ΦΠΑ, γεγονός που βεβαιώνει τον οικονομικό χαρακτήρα τους. Ομοίως, η εκμίσθωση εκτάσεων από τους λιμένες συνιστά οικονομική δραστηριότητα υποκείμενη στον ΦΠΑ (59).

(63)

Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι, στα σχόλιά τους, οι λιμένες της Αμβέρσας και του Zeebruges υπογραμμίζουν ότι ο παραχωρησιούχος επιλέγεται κατόπιν «πρόσκλησης υποβολής προσφορών», και τούτο επιβεβαιώνει ότι οι εν λόγω λιμένες, όταν παρέχουν πρόσβαση στις λιμενικές υποδομές, προσφέρουν αγαθά ή υπηρεσίες σε αγορά.

5.1.1.5.    Επί του παρεπόμενου ή κύριου χαρακτήρα των οικονομικών δραστηριοτήτων

(64)

Το γεγονός ότι οι οικονομικές δραστηριότητες μιας οντότητας είναι λιγότερες ή έχουν δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με τις μη οικονομικές δραστηριότητές της δεν επιτρέπει καταρχήν την εξαίρεση των εν λόγω οικονομικών δραστηριοτήτων από τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

(65)

Επιπλέον, και χωρίς να απαιτείται αξιολόγηση ανά λιμένα της αναλογίας των διάφορων οικονομικών δραστηριοτήτων, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι πολύ σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων που οι ενδιαφερόμενοι και οι βελγικές αρχές θεωρούν μη οικονομικές (εκμίσθωση εκτάσεων, πρόσβαση στις υποδομές έναντι αμοιβής) είναι, στην πραγματικότητα, οικονομικές δραστηριότητες. Όπως επισημαίνεται ανωτέρω, δεν αμφισβητείται ότι τα λιμενικά τέλη και τα τέλη παραχώρησης αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών των βελγικών λιμένων, στην περίπτωση δε του λιμένα της Αμβέρσας τα συγκεκριμένα έσοδα υπερβαίνουν μάλιστα το σύνολο των τρεχόντων εξόδων.

(66)

Τέλος, μολονότι η Επιτροπή δέχεται ότι, στην περίπτωση που υποδομές χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά για μη οικονομική δραστηριότητα, το σύνολο της χρηματοδότησής τους ενδέχεται να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομική χρήση παραμένει αμιγώς επικουρική (60), το γεγονός ότι οι λιμένες ασκούν μη οικονομικές δραστηριότητες δεν σημαίνει ότι οι ίδιες οι λιμενικές υποδομές χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά για μη οικονομική δραστηριότητα.

Συμπέρασμα

(67)

Επομένως, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι δραστηριότητες που ασκούν οι βελγικοί λιμένες τους οποίους αφορά το μέτρο είναι —τουλάχιστον εν μέρει— οικονομικές δραστηριότητες.

5.1.2.   ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ

(68)

Κατά το Δικαστήριο, πλεονέκτημα συνιστά όχι μόνο η θετική παροχή, αλλά και κάθε παρέμβαση η οποία, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνει τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης (61).

(69)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, βάσει της βελγικής φορολογικής νομοθεσίας, τα κέρδη από τις οικονομικές δραστηριότητες των βελγικών λιμένων που αναφέρονται στο άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR δεν υπόκεινται στον φόρο εταιρειών. Ως εκ τούτου, οι συγκεκριμένοι λιμένες δεν επιβαρύνονται με τα έξοδα που αναλαμβάνουν κανονικά οι οντότητες που υπόκεινται στον φόρο εταιρειών.

(70)

Ο φόρος νομικών προσώπων δεν επιβάλλεται στο συνολικό ποσό των κερδών. Οι οντότητες που υπόκεινται στον φόρο νομικών προσώπων φορολογούνται μόνο για μέρος των εισοδημάτων που παράγουν οι δραστηριότητες ενός λιμένα, ήτοι το τεκμαρτό κατά το κτηματολόγιο εισόδημα των ακινήτων τους που ευρίσκονται στο Βέλγιο και τα εισοδήματα και έσοδα κεφαλαίου και κινητών περιουσιακών στοιχείων (62). Ως εκ τούτου, το φορολογητέο ποσό όσον αφορά τον φόρο νομικών προσώπων δεν περιλαμβάνει το συνολικό ποσό των κερδών των λιμένων, για παράδειγμα τα λιμενικά τέλη πουκαταβάλλουν οι πελάτες ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι λιμένες ή τα τέλη και τα μισθώματα που καταβάλλονται για τη χρήση λιμενικών υποδομών. Επιπλέον, για το μέρος των εν λόγω εισοδημάτων που υπόκειται στον φόρο νομικών προσώπων, οι συντελεστές είναι γενικά κατώτεροι (63) του εφαρμοστέου συντελεστή του φόρου εταιρειών (33,99 %). Επομένως, το ποσό του καταβαλλόμενου φόρου για τις οικονομικές δραστηριότητες είναι κατώτερο του ποσού που προκύπτει από την εφαρμογή των κανόνων του φόρου εταιρειών.

(71)

Επιπλέον, το Βέλγιο δεν προσκόμισε στοιχεία που να αντικρούουν το συγκεκριμένο συμπέρασμα της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συνεργασίας που κινήθηκε στις 9 Ιουλίου 2014 ούτε στα σχόλια που υπέβαλε μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας στις 8 Ιουλίου 2016. Δεν αμφισβήτησε επίσης τα σχόλια που υπέβαλαν οι ολλανδικοί λιμένες, κατά τους οποίους ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής των λιμένων της Αμβέρσας, του Zeebruges και της Γάνδης είναι πολύ κατώτερος του συντελεστή του φόρου εταιρειών στο Βέλγιο (33,99 %).

(72)

Δεν μπορεί επίσης να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Φλαμανδικής Επιτροπής Λιμένων κατά την οποία, κατ' ουσίαν, το πλεονέκτημα που προκύπτει από την απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών στοχεύει μόνο στην αντιστάθμιση της αυξανόμενης χρηματοδότησης, από τις λιμενικές αρχές, μη οικονομικών υποδομών, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους. Συγκεκριμένα, καμία διάταξη του εσωτερικού δικαίου δεν διασφαλίζει ότι το ύψος του πλεονεκτήματος περιορίζεται στο καθαρό κόστος των εν λόγω μη οικονομικών υποδομών (64). Επομένως, η απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών, το ύψος του οποίου είναι ανάλογο προς τα πραγματοποιηθέντα κέρδη, συνεπάγεται πλεονέκτημα το οποίο δεν μπορεί να συγκριθεί με το ενδεχόμενο κόστος χρηματοδότησης μη οικονομικών υποδομών.

(73)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι επίμαχοι λιμένες επωφελούνται πλεονεκτήματος, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του φόρου εταιρειών που οι λιμένες έπρεπε να καταβάλουν για τις οικονομικές τους δραστηριότητες και του μέρους του φόρου νομικών προσώπων που μπορεί να καταλογιστεί στις εν λόγω οικονομικές δραστηριότητες.

5.1.3.   ΚΡΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

(74)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, ως ενισχύσεις θεωρούνται μόνο τα μέτρα που χορηγούνται από τα κράτη μέλη ή με κρατικούς πόρους. Κατά πάγια νομολογία, η παραίτηση από πόρους οι οποίοι έπρεπε, καταρχήν, να καταβληθούν στο δημόσιο Ταμείο συνιστά μεταβίβαση κρατικών πόρων (65).

(75)

Αντίθετα προς τα όσα υποστηρίζουν οι βελγικές αρχές, εφόσον η φορολόγηση των οικονομικών δραστηριοτήτων των λιμένων βάσει του φόρου νομικών προσώπων συνεπάγεται ευνοϊκότερη για τον φορολογούμενο φορολόγηση από εκείνη βάσει του φόρου εταιρειών (βλέπε ενότητα 5.1.2 ανωτέρω σχετικά με την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος), υπάρχει φορολογικό διαφυγόν κέρδος για το κράτος.

(76)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκτιμά ότι το συγκεκριμένο μέτρο συνιστά μεταβίβαση κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ.

(77)

Επιπλέον, δεδομένου ότι το επίμαχο φορολογικό σύστημα περιλαμβάνεται στη βελγική νομοθεσία και δεν επιβάλλεται στο Βέλγιο από τη νομοθεσία της Ένωσης, το συγκεκριμένο μέτρο καταλογίζεται στο κράτος (66).

5.1.4.   ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ

(78)

Για να μπορεί να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, το μέτρο πρέπει να είναι επιλεκτικό, δηλαδή να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ (67).

(79)

Κατά πάγια νομολογία (68), η εκτίμηση της ουσιώδους επιλεκτικότητας ενός μέτρου, π.χ. μιας φορολογικής απαλλαγής, που ελαφρύνει τις επιβαρύνσεις που βαρύνουν κανονικά τον προϋπολογισμό της επιχείρησης, περιλαμβάνει τρία στάδια: καταρχάς, πρέπει να προσδιοριστεί το κοινό ή «κανονικό» φορολογικό σύστημα (το οποίο ονομάζεται «σύστημα αναφοράς») που ισχύει στο οικείο κράτος μέλος. Δεύτερον, πρέπει να καθοριστεί αν το επίμαχο μέτρο παρεκκλίνει από το σύστημα αναφοράς, στο μέτρο που διαφοροποιεί τους φορείς εκμετάλλευσης οι οποίοι βρίσκονται, από την άποψη του σκοπού του φορολογικού συστήματος αναφοράς, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Εάν συμβαίνει κάτι τέτοιο, το μέτρο είναι a priori επιλεκτικό. Τρίτον, πρέπει να διαπιστωθεί αν το μέτρο παρέκκλισης δικαιολογείται από τη φύση ή την εν γένει οικονομία —δηλαδή, την εγγενή λογική— του φορολογικού συστήματος αναφοράς (69). Όσον αφορά το τρίτο αυτό στάδιο, απόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ότι η διαφοροποιημένη φορολογική μεταχείριση απορρέει ευθέως από τις θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του φορολογικού του συστήματος (70).

(80)

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, οι βελγικές αρχές υποστήριξαν διαδοχικά δύο απόψεις. Στις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο που απέστειλαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής στις 3 Ιουλίου 2013, οι βελγικές αρχές ανέφεραν, αρχικά, ότι το άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR αποτελεί τη νομική βάση για την απαλλαγή των λιμένων από τον ISoc. Στη συνέχεια, όμως, ανέφεραν στα σχόλιά τους της 19ης Δεκεμβρίου 2016, ότι οι λιμένες δεν υπόκεινται στον ISoc βάσει της εφαρμογής και μόνο των γενικών κανόνων του CIR που παρατίθενται στα άρθρα 1 και 2 του CIR, δεδομένου ότι οι λιμένες δεν είναι «εταιρείες» κατά την έννοια του άρθρου 2 του CIR.

(81)

Η έννοια της κρατικής ενίσχυσης είναι αντικειμενική έννοια και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα αποτελέσματα του μέτρου. Δεν αμφισβητείται ότι οι βελγικοί λιμένες δεν καταβάλλουν ISoc, αλλά η βάση για τη συγκεκριμένη μη καταβολή ISoc μπορεί να είναι, κατά τις βελγικές αρχές, είτε το άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR είτε τα άρθρα 1 και 2 του CIR.

5.1.4.1.    Εκτίμηση της επιλεκτικότητας εάν τα άρθρα 1 και 2 του CIR αποτελούν τη νομική βάση της μη καταβολής του ISoc από τους βελγικούς λιμένες

(82)

Στα σχόλιά τους της 19ης Δεκεμβρίου 2016, οι βελγικές αρχές υποστηρίζουν ότι το άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR δεν έχει νομική ισχύ και έχει απλώς δηλωτικό χαρακτήρα. Η κατάργησή του ουδόλως θα μεταβάλει την κατάσταση των λιμένων όσον αφορά τον ISoc. Κατά τις βελγικές αρχές, οι λιμένες απαλλάσσονται από τον ISoc κατ' εφαρμογή των άρθρων 1 και 2 του CIR και των γενικών κριτηρίων του βελγικού φορολογικού συστήματος. Συγκεκριμένα, οι βελγικές αρχές υποστηρίζουν ότι οι λιμένες δεν είναι «εταιρείες» κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 του CIR.

(83)

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το σύστημα αναφοράς αποτελείται από τα άρθρα 1 και 2 του CIR, τα οποία προβλέπουν ότι οι «εταιρείες» υπόκεινται στον ISoc, ενώ τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα, εκτός των εταιρειών, υπόκεινται στον IPM. Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, δεδομένου ότι οι λιμένες δεν είναι «εταιρείες», υπόκεινται κατ' ανάγκη στον IPM. Επομένως, το άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR, το οποίο, κατά τις βελγικές αρχές, περιέχει απλώς τις συνέπειες των γενικών κανόνων που παρατίθενται στα άρθρα 1 και 2, δεν συνιστά παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς, αλλά αντιθέτως αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού. Στο μέτρο που οι λιμένες δεν είναι «εταιρείες», οι σχετικοί με τον IPM κανόνες μπορούν επίσης να θεωρηθούν πιο περιορισμένο σύστημα αναφοράς.

(84)

Επομένως, η ερμηνεία αυτή βασίζεται ουσιαστικά στην υπόθεση ότι ο χαρακτήρας των δραστηριοτήτων που ασκούν οι λιμένες αποκλείει κατ' ανάγκη το να μπορούν αυτοί να χαρακτηριστούν «εταιρείες» για τους σκοπούς του φόρου εισοδήματος (των ημεδαπών νομικών προσώπων), παρότι συνιστούν «επιχειρήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω. Ούτε οι παρατηρήσεις του Βελγίου ούτε αυτές των τρίτων πείθουν όσον αφορά το βάσιμο της ως άνω υπόθεσης.

(85)

Η Επιτροπή εκτιμά, αντιθέτως, ότι οι λιμένες είναι καταρχήν «εταιρείες» για τους σκοπούς του φόρου εισοδήματος, λόγω των βασικών δραστηριοτήτων τους, και ότι ασκούν οικονομικές δραστηριότητες βάσει των οποίων μπορούν να χαρακτηρίζονται «επιχειρήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Εξάλλου, καμία διάταξη του εθνικού δικαίου δεν θέτει εν αμφιβάλω αυτόν τον χαρακτηρισμό των λιμένων ως εταιρειών.

(86)

Συγκεκριμένα, η Επιτροπή σημειώνει ότι η υπόθεση στην οποία στηρίζεται η συλλογιστική των βελγικών αρχών αντιφάσκει προς τον επίσημο σχολιασμό του CIR, προς άλλα εσωτερικά κείμενα, καθώς και προς επίσημες θέσεις που έχει λάβει η βελγική κυβέρνηση. Ειδικότερα, στον επίσημο σχολιασμό του CIR αναφέρεται ότι τα νομικά πρόσωπα που εξαιρούνται «ανεπιφύλακτα» από τον ISoc (ιδίως οι λιμένες, δυνάμει του άρθρου 180 παράγραφος 2 του CIR) θα έπρεπε «να θεωρούνται, καταρχήν, φορολογούμενοι υποκείμενοι στον ISoc» (71). Επίσης, λόγω της νομικής μορφής τους (και των χαρακτηριστικών που σχετίζονται γενικά με τη συγκεκριμένη νομική μορφή, οι περισσότεροι λιμένες που απαριθμούνται στο άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR —οι οποίοι είναι ανώνυμες εταιρείες, εταιρείες περιορισμένης ευθύνης ή αυτόνομες δημοτικές αρχές— θα έπρεπε να υπόκεινται επίσης καταρχήν στον ISoc (72). Επιπλέον, το φλαμανδικό διάταγμα περί λιμένων της 2ας Μαρτίου 1999 περιέχει και αυτό ενδείξεις όσον αφορά τον βιομηχανικό (73) ή/και εμπορικό (74) χαρακτήρα των λιμενικών δραστηριοτήτων και, κατ' επέκταση, όσον αφορά την κατάταξή τους στις «εταιρείες» κατά την έννοια του άρθρου 2 του CIR, γεγονός το οποίο θα έπρεπε να έχει ως συνέπεια την υπαγωγή τους στον ISoc. Ομοίως, η ίδια η βελγική κυβέρνηση ανέφερε, ενώπιον του βελγικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, ότι οι λιμένες, μεταξύ άλλων εταιρειών και νομικών προσώπων που προβλέπονται στο άρθρο 180 και στο άρθρο 220 παράγραφος 2 του CIR, είναι «όντως νομικά πρόσωπα τα οποία ασκούν δραστηριότητες εκμετάλλευσης ή επιχειρούν πράξεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 2 του CIR» (75). Ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων του Βελγίου, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός και υπουργός Οικονομικών και Εξωτερικού Εμπορίου ανέφερε επίσης ότι οι βελγικοί λιμένες είναι δημόσιες επιχειρήσεις οι οποίες, απουσία της ανεπιφύλακτης απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 180 του CIR, θα υπέκειντο στον ISoc κατ' εφαρμογή των άρθρων 1, 2 και 179 του CIR (76). Τέλος, οι λιμένες δεν υπόκεινται αυτομάτως και ευθέως στον IPM, αλλά μόνο επειδή απαλλάσσονται ρητώς από τον ISoc βάσει του άρθρου 180 παράγραφος 2 του CIR, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 220 παράγραφος 2 του CIR, και τούτο αντιφάσκει προς την ερμηνεία των βελγικών αρχών, σύμφωνα με τις οποίες οι λιμένες δεν καταβάλλουν ISoc επειδή υπόκεινται αυτομάτως στον IPM ως ημεδαπά νομικά πρόσωπα που δεν είναι «εταιρείες».

(87)

Επομένως, η Επιτροπή δεν συμμερίζεται την άποψη σύμφωνα με την οποία, ακόμη και αν καταργηθεί το άρθρο 180 παράγραφος 2, οι λιμένες δεν θα υπόκεινται στον ISoc κατ' εφαρμογή των γενικών κριτηρίων των άρθρων 1 και 2 του CIR. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που αναφέρονται στην προηγούμενη αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή εκτιμά αντιθέτως ότι, κατ' εφαρμογή των γενικών κανόνων του βελγικού εσωτερικού δικαίου, οι λιμένες, οι οποίοι είναι «εταιρείες» κατά την έννοια του άρθρου 2 του CIR, θα έπρεπε να υπόκεινται στον ISoc, εάν δεν απαλλάσσονταν επίσημα και ανεπιφύλακτα από το άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR. Για τους ίδιους λόγους, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι οι κανόνες που αφορούν τον IPM αποτελούν το σύστημα αναφοράς για τη φορολόγηση των λιμένων.

(88)

Στα σχόλιά τους, οι βελγικές αρχές και ορισμένοι ενδιαφερόμενοι υποστηρίζουν ότι η απαλλαγή των λιμένων από τον ISoc απορρέει, πέρα ακόμη και από τους γενικούς κανόνες του CIR (άρθρα 1 και 2), από άλλους γενικούς κανόνες του εγχώριου δικαίου (μια γενική αρχή του δικαίου, έναν κανόνα της νομολογίας, σύμφωνα με τον οποίο οι δημόσιες υπηρεσίες, οι δημόσιες αποστολές και τα δημόσια αγαθά δεν φορολογούνται παρά μόνο εάν ο νόμος, ή ακόμη το ίδιο το βελγικό Σύνταγμα, προβλέπει ρητώς κάτι τέτοιο).

(89)

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η Επιτροπή εκτιμά ότι η κανονική εφαρμογή των γενικών κανόνων του βελγικού δικαίου θα οδηγούσε στην υπαγωγή των λιμένων στον ISoc βάσει των εισοδημάτων των οικονομικών τους δραστηριοτήτων.

(90)

Πάντως, ακόμη και αν, εν αντιθέσει προς τα όσα μόλις απέδειξε η Επιτροπή, οι επίμαχοι εθνικοί κανόνες —ή η ερμηνεία τους από τη διοίκηση— μπορούν να οδηγήσουν στη μη καταβολή του ISoc από τους βελγικούς λιμένες, οι εν λόγω κανόνες θα εισάγουν διάκριση μεταξύ «επιχειρήσεων» με οικονομικές δραστηριότητες κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ (βλέπε ενότητα 5.1.1. ανωτέρω). Επομένως, όπως και το άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR στην ανάλυση που εκθέτει κατωτέρω η Επιτροπή, οι εν λόγω κανόνες, ή το βελγικό σύστημα φορολόγησης των εισοδημάτων στο σύνολό του, θα αποτελούν την πηγή πλεονεκτημάτων χορηγούμενων σε ορισμένες «επιχειρήσεις», ήτοι τους λιμένες, ενώ οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις βρίσκονται, όσον αφορά τα κέρδη που αποκομίζουν από «οικονομικές δραστηριότητες», σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των άλλων επιχειρήσεων (ημεδαπών νομικών προσώπων) που υπόκεινται στον ISoc όσον αφορά τον σκοπό του φόρου επί των εισοδημάτων των ημεδαπών νομικών προσώπων – ο οποίος είναι η φορολόγηση των κερδών. Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι λιμένες δεν λειτουργούν «με βάση ιδιαίτερες αρχές οι οποίες [τους]διακρίνουν σαφώς από τους λοιπούς οικονομικούς φορείς» που υπόκεινται στον ISoc (77). Ειδικότερα, το γεγονός ότι οι λιμένες δεν έχουν κερδοσκοπικό σκοπό (78) δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι βρίσκονται σε κατάσταση διαφορετική από εκείνη των άλλων φορέων εκμετάλλευσης που υπόκεινται στον ISoc. Σε μια τέτοια περίπτωση, το ίδιο το βελγικό σύστημα θα είναι επιλεκτικό (79).

(91)

Επομένως, ακόμη και αν τα άρθρα 1 και 2 του CIR αποτελούσαν τη νομική βάση της μη καταβολής του ISoc από τους βελγικούς λιμένες, η συγκεκριμένη μη καταβολή θα συνιστούσε εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό μέτρο όσον αφορά τις οικονομικές δραστηριότητες των λιμένων.

5.1.4.2.    Εκτίμηση της επιλεκτικότητας εάν το άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR αποτελεί τη νομική βάση της μη καταβολής του ISoc από τους βελγικούς λιμένες

(92)

Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η Επιτροπή εκτιμά ότι το άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR είναι η μόνη νομική βάση της μη καταβολής του ISoc από τους βελγικούς λιμένες και ότι, απουσία τέτοιας διάταξης, οι λιμένες θα κατέβαλλαν τον ISoc όπως κάθε εταιρεία ή επιχείρηση η οποία αποκομίζει φορολογητέα εισοδήματα από οικονομική δραστηριότητα.

5.1.4.2.1.   Σύστημα αναφοράς και παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς

(93)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι, εν προκειμένω, το σύστημα αναφοράς αποτελείται από τους γενικούς φορολογικούς κανόνες που απορρέουν από τα άρθρα 1 και 2 του CIR. Το άρθρο 1 του CIR καθιερώνει, για τα νομικά πρόσωπα που είναι φορολογικοί κάτοικοι Βελγίου, ένα δυαδικό σύστημα φορολόγησης των εισοδημάτων: υπάγει τις «εταιρείες» στον ISoc και τα «νομικά πρόσωπα εκτός των εταιρειών» στον IPM. Στο άρθρο 2 του CIR προβλέπονται τα κριτήρια με τα οποία καθορίζονται οι «εταιρείες» και, επομένως, τα νομικά πρόσωπα που θα υπόκεινται στον ISoc και, εξ αντιδιαστολής, εκείνα των οποίων τα εισοδήματα θα υπόκεινται στον IPM. Στο άρθρο 179 επιβεβαιώνεται ότι οι φορολογούμενοι που υπόκεινται στον ISoc είναι οι ημεδαπές εταιρείες.

(94)

Το άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR συνιστά παρέκκλιση από τους ως άνω γενικούς φορολογικούς κανόνες. Συγκεκριμένα, απαλλάσσει ανεπιφύλακτα τους λιμένες από τον ISoc, χωρίς εφαρμογή των γενικών κριτηρίων κατανομής μεταξύ ISoc και IPM που καθορίζονται στα άρθρα 1 και 2, ήτοι χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ιδιότητα των εν λόγω λιμένων ως «εταιρειών» (ή μη) (80).

(95)

Στο μέτρο που, για τους λόγους που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 86, οι λιμένες είναι «εταιρείες» κατά την έννοια του άρθρου 1 του CIR, το σύστημα αναφοράς για τη φορολόγηση των εισοδημάτων των λιμένων μπορεί επίσης να οριστεί με πιο περιορισμένο τρόπο ως το σύνολο των κανόνων για τον φόρο εταιρειών (ISoc), ήτοι τα άρθρα 1 και 179 του CIR τα οποία προβλέπουν ότι οι ημεδαπές «εταιρείες» υπόκεινται στον ISoc, ο οποίος ορίζεται ως «φόρος επί του συνολικού εισοδήματος».

(96)

Σε σχέση με το εν λόγω σύστημα αναφοράς, το άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR αποτελεί ρητώς παρέκκλιση (αυτός είναι ο λόγος ύπαρξής του), δεδομένου ότι εξαιρεί τους λιμένες από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 179 και από τον ISoc, ακόμη και αν αυτοί υπόκεινται εν συνεχεία στον IPM δυνάμει του άρθρου 220 παράγραφος 2 του CIR. Χωρίς την προβλεπόμενη στο άρθρο 180 παράγραφο 2 του CIR ρητή και ειδική απαλλαγή, οι βελγικοί λιμένες –όπως και οι άλλες ημεδαπές εταιρείες– θα υπέκειντο όντως αυτοδικαίως στον ISoc.

5.1.4.2.2.   Παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς η οποία διαφοροποιεί τους φορείς εκμετάλλευσης οι οποίοι βρίσκονται, υπό το πρίσμα του σκοπού του φορολογικού συστήματος αναφοράς, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση

(97)

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR παρεκκλίνει από τους γενικούς κανόνες φορολογίας των εισοδημάτων των «εταιρειών» (τόσο διά παραπομπής στους γενικούς κανόνες των άρθρων 1 και 2 του CIR όσο και διά παραπομπής στους λιγότερο γενικούς κανόνες του άρθρου 179 του CIR) και διαφοροποιεί τους φορείς εκμετάλλευσης οι οποίοι βρίσκονται, υπό το πρίσμα του σκοπού του φορολογικού συστήματος αναφοράς, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Συγκεκριμένα, ανεξαρτήτως του επιλεγέντος συστήματος αναφοράς (ISoc ή φορολόγηση των εισοδημάτων των ημεδαπών νομικών προσώπων εν γένει), ο σκοπός του φόρου επί του εισοδήματος είναι η φορολόγηση του εισοδήματος, σκοπός σε σχέση με τον οποίο όλες οι επιχειρήσεις βρίσκονται, όσον αφορά τα κέρδη των οικονομικών τους δραστηριοτήτων, στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση.

(98)

Το γεγονός ότι οι λιμένες δεν έχουν κερδοσκοπικό σκοπό ή αποδίδουν μικρότερη σημασία στη βραχυπρόθεσμη απόδοση των επενδύσεων ουδόλως μεταβάλλει την εκτίμηση αυτή. Κατά πάγια νομολογία, η φορολογική απαλλαγή επιχειρήσεων χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες θεωρείται γενικά επιλεκτική, ακόμη και αν χορηγείται επειδή υπηρετεί τον σκοπό του εθνικού νομοθέτη να ευνοήσει οργανισμούς που θεωρείται ότι αξίζουν τέτοια ενίσχυση (81). Το γεγονός ότι τους βελγικούς λιμένες κατέχουν και ελέγχουν δημόσιες αρχές ή –ανεξαρτήτως οικονομικών δραστηριοτήτων– το γεγονός ότι αυτοί ασκούν μη οικονομικές δραστηριότητες, όπως αποστολές που εμπίπτουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, δεν σημαίνει ότι βρίσκονται σε διαφορετική νομική και πραγματική κατάσταση όσον αφορά την εφαρμογή του φόρου εταιρειών στα εισοδήματα που παράγουν οι οικονομικές τους δραστηριότητες.

(99)

Επομένως, το επίμαχο μέτρο είναι εκ πρώτης όψεως επιλεκτικό όσον αφορά τις οικονομικές δραστηριότητες των λιμένων.

5.1.4.3.    Αιτιολόγηση λόγω της φύσης ή της εν γένει οικονομίας του συστήματος αναφοράς

(100)

Όπως προαναφέρθηκε, απόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ότι η παρέκκλιση αιτιολογείται από τη φύση ή την εν γένει οικονομία του φορολογικού συστήματος αναφοράς. Στο τελευταίο στάδιο της ανάλυσης τριών σταδίων, μόνο τα εγγενή χαρακτηριστικά του φορολογικού συστήματος αναφοράς μπορούν να αιτιολογήσουν διαφορετική μεταχείριση.

(101)

Η συμβατότητα του μέτρου με το εγχώριο δίκαιο δεν μπορεί να συνιστά, αφ' εαυτής, αιτιολόγηση λόγω της οικονομίας του συστήματος αναφοράς, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω αιτιολόγηση απορρέει από τα εγγενή χαρακτηριστικά του φορολογικού συστήματος αναφοράς (82).

(102)

Συναφώς, εν πάση περιπτώσει, η απόφαση αριθ. 151/2016 του βελγικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 1ης Δεκεμβρίου 2016 δεν έχει την εμβέλεια που επιχειρούν να της αποδώσουν οι βελγικές αρχές. Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση δεν αφορά την απαλλαγή από τον ISoc από την οποία επωφελούνται οι λιμένες υπό το πρίσμα του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων, αλλά την υπαγωγή των δήμων και κοινοτήτων, των δομών συνεργασίας και των συμπράξεων έργου στον ISoc, βάσει των αρχών της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων, με αποτέλεσμα η απουσία διακριτικής μεταχείρισης στο εθνικό δίκαιο να μην προδικάζει την απουσία επιλεκτικότητας κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ.

(103)

Ομοίως, δεδομένου ότι το καθοριστικό κριτήριο για την υπαγωγή στον ISoc ή στον IPM είναι η «εκμετάλλευση» ή οι «πράξεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα» από την οικεία οντότητα (πρβλ. άρθρο 2 του CIR), τα προβαλλόμενα επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία οι λιμένες απαλλάσσονται από τον ISoc επειδή δεν διανέμουν τα κέρδη τους, αλλά τα επανεπενδύουν, επιδιώκουν σκοπό ο οποίος υπερβαίνει το ατομικό τους συμφέρον, δεν έχουν ως καταστατικό σκοπό την αποκόμιση κέρδους, συγκαταλέγονται στις δημόσιες αρχές και ασκούν καθήκοντα γενικού συμφέροντος δεν επαρκούν για να αιτιολογείται φορολογική μεταχείριση ευνοϊκότερη από εκείνη των άλλων ημεδαπών εταιρειών με βάση τις κατευθυντήριες αρχές του φορολογικού συστήματος. Πράγματι, και άλλες επιχειρήσεις επανεπενδύουν τα κέρδη τους,επιδιώκουν σκοπούς ή έχουν συνέπειες για την οικονομία που υπερβαίνουν το ατομικό τους συμφέρον (83) χωρίς να απαλλάσσονται από τον ISoc για τους λόγους αυτούς. Ομοίως, οντότητες οι οποίες δεν συγκαταλέγονται στις δημόσιες αρχές (όπως οι μη κερδοσκοπικές ενώσεις) μπορεί να υπόκεινται στον IPM, εφόσον πληρούν το γενικό προβλεπόμενο στο άρθρο 2 του CIR κριτήριο, με αποτέλεσμα να μην είναι ούτε η ένταξη στη δημόσια σφαίρα λυσιτελής υπό το πρίσμα των εθνικών κανόνων. Πράγματι, παρά τον μη κερδοσκοπικό καταστατικό σκοπό τους, οι εν λόγω ενώσεις μπορούν να υπόκεινται στον ISoc κατ' εφαρμογή των γενικών κριτηρίων των άρθρων 1 και 2 του CIR εάν ασκούν δραστηριότητες «εκμετάλλευσης» ή επιχειρούν «πράξεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα».

(104)

Το προβαλλόμενο επιχείρημα ότι οι πόροι των λιμένων δεν καλύπτουν πάντοτε τα έξοδά τους δεν μπορεί να αποτελεί αιτιολογία για την απαλλαγή τους από τον φόρο εταιρειών δεδομένου ότι, σε μια τέτοια κατάσταση απουσίας κερδών, δεν οφείλεται κανένας φόρος κατ' εφαρμογή του κανονικού συστήματος φορολόγησης των εισοδημάτων και δεδομένου ότι οι ζημίες μπορούν να μεταφερθούν και να καταλογιστούν σε μελλοντικά κέρδη που ενδεχομένως θα προκύψουν από τις οικονομικές δραστηριότητες, με αποτέλεσμα η απαλλαγή να είναι περιττή και να έχει συνέπειες μόνο στην περίπτωση που ο λιμένας πραγματοποιεί φορολογητέα κέρδη. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, κατά το διάστημα 2004-2014 (ένδεκα χρήσεις), το αποτέλεσμα των λιμένων της Αμβέρσας, της Γάνδης, του Zeebruges και της Οστάνδης υπήρξε σχεδόν πάντοτε θετικό (καταγράφεται ένα αρνητικό αποτέλεσμα για την Αμβέρσα το 2011 και ένα αρνητικό αποτέλεσμα για την Οστάνδη το 2013) και, επομένως, η προβαλλόμενη αιτιολογία είναι θεωρητική και αντικρούεται, επιπλέον, από τα πραγματικά στοιχεία. Εξάλλου, καμία απαλλαγή από τον ISoc παρόμοια με εκείνη από την οποία επωφελούνται οι λιμένες δεν προβλέπεται για τις άλλες «εταιρείες» στην περίπτωση που οι πόροι τους δεν καλύπτουν τα έξοδά τους.

(105)

Στο ίδιο πνεύμα, το γεγονός ότι ορισμένα έξοδα τα οποία δεν είναι εγγενή στον σκοπό της εταιρείας δεν εκπίπτουν από τον ISoc, κατ' εφαρμογή του άρθρου 49 του CIR, δεν μπορεί επίσης να αιτιολογήσει την απαλλαγή των λιμένων από τον ISoc. Το άρθρο 49 του CIR προβλέπει ότι «εκπεστέα είναι τα έξοδα τα οποία ο φορολογούμενος πραγματοποίησε ή ανέλαβε κατά τη φορολογική περίοδο με σκοπό την απόκτηση ή τη διατήρηση των φορολογητέων εισοδημάτων». Καταρχάς, η απαλλαγή από τον ISoc από την οποία επωφελούνται οι λιμένες δεν συνδέεται με το γεγονός ότι οι λιμένες θίγονται οικονομικά από το άρθρο 49 του CIR: η απαλλαγή από τον ISoc αφορά το σύνολο των πραγματοποιηθέντων κερδών και δεν περιορίζεται στα κέρδη που προκύπτουν από την ενδεχόμενη μη έκπτωση ορισμένων εξόδων κατ' εφαρμογή του άρθρου 49 του CIR. Επομένως, η απαλλαγή των λιμένων από τον ISoc δεν αιτιολογείται από κατευθυντήριο κανόνα του βελγικού φορολογικού συστήματος, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το άρθρο 49 του CIR συνιστά τέτοιο κατευθυντήριο κανόνα. Επιπλέον, ούτε οι βελγικές αρχές ούτε οι ενδιαφερόμενοι αποδεικνύουν ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του μέτρου (84) και της διατύπωσής του, μια τέτοια διάταξη μπορεί όντως να εμποδίζει τη δυνατότητα έκπτωσης των εξόδων των μη οικονομικών δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος των λιμένων. Εξάλλου, οι λιμένες της Αμβέρσας και του Zeebruges προβάλλουν το συγκεκριμένο πρόβλημα ως απλό κίνδυνο και όχι ως πραγματικό γεγονός.

(106)

Ακολούθως, το επιχείρημα ότι η απαλλαγή των λιμένων από τον ISoc, όπως και η απαλλαγή από τον φόρο των αγαθών της δημόσιας περιουσίας ή της ιδιωτικής περιουσίας ορισμένων δημόσιων προσώπων τα οποία διατίθενται για δημόσια υπηρεσία, απορρέει από γενική αρχή του δικαίου, ακόμη και από το ίδιο το βελγικό Σύνταγμα, ακόμη και αν θεωρηθεί αληθές (85), δεν μπορεί να αιτιολογήσει, αφ' εαυτού, την εν λόγω απαλλαγή λόγω της φύσης ή της εν γένει οικονομίας του συστήματος, στο μέτρο που οι ενδεχόμενοι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από τον συνταγματικό νομοθέτη ή τα εθνικά δικαστήρια μπορεί να είναι εξωγενείς στην ορθή λειτουργία του φορολογικού συστήματος ή στις κατευθυντήριες αρχές του.

(107)

Τέλος, τα επιχειρήματα των βελγικών αρχών και των ενδιαφερομένων που αφορούν τα κριτήρια που διατύπωσε η εθνική νομολογία για την εκτίμηση του κατά πόσον ένα νομικό πρόσωπο είναι «εταιρεία» κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 του CIR (ιδίως, απουσία βιομηχανικών και εμπορικών μεθόδων) είναι αλυσιτελή προκειμένου να αποδειχθεί ότι το μέτρο αιτιολογείται από την εγγενή λογική του φορολογικού συστήματος, δεδομένου ότι σκοπός τους είναι στην πραγματικότητα να αποδείξουν ότι οι λιμένες δεν είναι «εταιρείες», και στην περίπτωση αυτή η μη υπαγωγή τους στον ISoc θα είναι επιλεκτική λόγω και μόνο της επιλογής των χρησιμοποιούμενων κριτηρίων για τον καθορισμό των ορίων του συστήματος αναφοράς (πρβλ. ανωτέρω) και όχι λόγω παρέκκλισης από το εν λόγω σύστημα αναφοράς η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι αιτιολογημένη.

5.1.5.   ΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΗΡΕΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

(108)

Για να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, το μέτρο πρέπει να επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών της Ένωσης και να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Τα δύο αυτά κριτήρια συνδέονται στενά μεταξύ τους.

(109)

Κατά τη νομολογία, νόθευση του ανταγωνισμού διαπιστώνεται γενικά όταν το κράτος παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα σε επιχείρηση η οποία δραστηριοποιείται σε ελευθερωμένο τομέα όπου υπάρχει, ή θα μπορούσε να υπάρχει, ανταγωνισμός (86). Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι υφίσταται ανταγωνισμός στον τομέα των λιμένων, ο οποίος εντείνεται από τη φύση και τα χαρακτηριστικά των μεταφορών, ιδίως των θαλάσσιων και των εσωτερικών πλωτών μεταφορών. Οι υπηρεσίες μεταφορών που προσφέρουν οι λιμένες ανταγωνίζονται, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, εκείνες που προσφέρουν άλλοι λιμένες ή που προσφέρονται σε άλλους λιμένες καθώς και από άλλους παρόχους υπηρεσιών μεταφορών στο Βέλγιο και σε άλλα κράτη μέλη.

(110)

Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης των ενδιαφερομένων σχετικά με σχέδιο κανονισμού στον τομέα των λιμένων, «[ό]λοι οι ενδιαφερόμενοι φορείς τόνισαν την ανάγκη ενός σταθερού περιβάλλοντος και ισότιμων όρων ανταγωνισμού […] για τις διαλιμενικές (ανταγωνισμός μεταξύ των λιμένων) […] σχέσεις στην ΕΕ» (87). Ομοίως, οι λιμένες, και ιδίως οι εσωτερικοί λιμένες και γενικότερα οι μεταφορές μέσω της πλωτής οδού στην αλυσίδα των οποίων αυτοί αποτελούν κρίκο, ανταγωνίζονται άλλες μορφές μεταφορών. Κατά τα λοιπά, ο ανταγωνισμός είναι ιδιαίτερα έντονος μεταξύ των λιμένων των βελγικών και των ολλανδικών ακτών (συναφώς, γίνεται συχνά λόγος για τη ζώνη Άμστερνταμ – Ρότερνταμ – Αμβέρσα).

(111)

Επομένως, ενισχύοντας τη θέση των δικαιούχων στις διεθνείς συναλλαγές, το μέτρο μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές εντός της Ένωσης και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

(112)

Εξάλλου, το επιχείρημα ότι παρόμοια μέτρα κρατικών ενισχύσεων υφίστανται σε άλλα κράτη μέλη καθώς και η συμπεριφορά της Επιτροπής σε σχέση με τα ενδεχόμενα αυτά μέτρα δεν ασκούν επιρροή στον χαρακτηρισμό του οικείου μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης, δεδομένου ότι το μέτρο από το οποίο επωφελούνται οι βελγικοί λιμένες που προβλέπονται στο άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR έχει όντως ως συνέπεια τη βελτίωση της ανταγωνιστικής τους θέσης σε σχέση με μια κατάσταση αναφοράς στην οποία θα φορολογούνταν υπό τις κανονικές συνθήκες του συστήματος φόρου εταιρειών (88).

(113)

Επιπλέον, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι οι λιμένες επωφελούνται νόμιμου μονοπωλίου για την προσφορά των υπηρεσιών τους εντός του λιμένα που εκμεταλλεύονται, οι υπηρεσίες μεταφορών που προσφέρουν ανταγωνίζονται, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό, τις υπηρεσίες που προσφέρουν άλλοι πάροχοι υπηρεσιών μεταφορών, και ιδίως οι λιμένες άλλων κρατών μελών.

(114)

Η γνωμοδότηση της ολλανδικής αρχής ανταγωνισμού την οποία ανέφεραν οι ενδιαφερόμενοι είναι αλυσιτελής στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας κρατικής ενίσχυσης. Συγκεκριμένα, δεν αφορά την αξιολόγηση ενός καθεστώτος υπό το πρίσμα του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, η οποία απαιτεί ιδιαίτερη εξέταση της προϋπόθεσης που σχετίζεται με τον ανταγωνισμό. Εξάλλου, από το άρθρο 25 του φλαμανδικού διατάγματος περί λιμένων της 2ας Μαρτίου 1999 συνάγεται ότι οι τιμές που εφαρμόζουν οι λιμένες επιδρούν στην ανταγωνιστική θέση τους (89). Επιπλέον, η ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ ευρωπαϊκών λιμένων επιβεβαιώνεται από τα σχόλια των ολλανδικών δημόσιων λιμένων.

(115)

Εξάλλου, οι παραπομπές στα σημεία 211, 219 και 220 της ανακοίνωσης της 19ης Ιουλίου 2016 δεν είναι λυσιτελείς εν προκειμένω, καθώς δεν αφορούν τις λιμενικές υποδομές οι οποίες αναφέρονται στο σημείο 215. Το σημείο αυτό υποδεικνύει ότι «η δημόσια χρηματοδότηση των λιμενικών υποδομών ευνοεί μια οικονομική δραστηριότητα και υπόκειται, ως εκ τούτου, στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων» και ότι «οι λιμένες μπορεί να ανταγωνίζονται μεταξύ τους και η χρηματοδότηση των λιμενικών υποδομών είναι επίσης πιθανό να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών». Επιπλέον, στα σημεία 219 και 220 της ως άνω ανακοίνωσης αναφέρεται ότι οι ενισχύσεις στηνκατασκευή των οικείων υποδομών μπορούν να μην έχουν συνέπειες στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ή στον ανταγωνισμό, ενώ το επίμαχο στην παρούσα διαδικασία μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση στην κατασκευή των υποδομών, αλλά λειτουργική ενίσχυση η οποία σχετίζεται με τα κέρδη που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της εκμετάλλευσής τους.

5.1.6.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(116)

Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω επιχειρημάτων, η προβλεπόμενη στο άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR φορολογική απαλλαγή για τους βελγικούς λιμένες συνιστά κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που τα απαλλασσόμενα εισοδήματα προέρχονται από τις οικονομικές δραστηριότητες που ασκούν οι λιμένες.

5.2.   ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

(117)

Απόκειται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να αποδείξει ότι τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης μπορούν να θεωρηθούν συμβατά με την εσωτερική αγορά. Στις διάφορες απαντήσεις και σχόλια που υπέβαλαν, οι βελγικές αρχές δεν πρόβαλαν κανένα επιχείρημα όσον αφορά τη συμβατότητα του μέτρου. Η Περιφέρεια της Βαλονίας και οι λιμένες της Βαλονίας θεωρούν ότι το άρθρο 93 και το άρθρο 106 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ θα μπορούσαν να αποτελούν κατάλληλη βάση για τη θεμελίωση της συμβατότητας. Το ίδιο θεωρούν οι λιμενικές αρχές της Αμβέρσας και του Zeebruges όσον αφορά το άρθρο 93 ΣΛΕΕ.

(118)

Πρώτον, το άρθρο 106 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι αντιστάθμιση για την επιτέλεση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να χαρακτηριστεί συμβατή με την εσωτερική αγορά, εάν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις (90). Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το επίμαχο μέτρο, το οποίο συνδέει το ύψος της ενίσχυσης με τα πραγματοποιηθέντα κέρδη, δεν σχετίζεται με το καθαρό κόστος της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας, ούτε περιορίζεται σε αυτό (91), ενώ αυτή είναι αναγκαία προϋπόθεση για την αναγνώριση της ενίσχυσης ως συμβατής βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, το μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιστάθμιση δημόσιας υπηρεσίας συμβατή με την εσωτερική αγορά και δεν είναι συμβατό βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ.

(119)

Δεύτερον, το άρθρο 93 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι οι ενισχύσεις που ανταποκρίνονται στις ανάγκες συντονισμού των μεταφορών ή που αντιστοιχούν στην αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας μπορούν επίσης να χαρακτηριστούν συμβατές με την εσωτερική αγορά. Μολονότι οι λιμένες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των πολυτροπικών μεταφορών, δεν εμπίπτουν όλες οι επενδύσεις των λιμένων στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 93 ΣΛΕΕ, το οποίο περιορίζεται στις ενισχύσεις που ανταποκρίνονται στις ανάγκες συντονισμού των μεταφορών. Εξάλλου, η απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών δεν συνιστά ενίσχυση στις επενδύσεις, αλλά λειτουργική ενίσχυση η οποία δεν στοχεύει σε συγκεκριμένες επενδύσεις. Το μέτρο ευνοεί τις επιχειρήσεις με τα υψηλότερα κέρδη, οι οποίες έχουν, επομένως, a priori μεγαλύτερη εσωτερική δυνατότητα χρηματοδότησης επενδύσεων. Επίσης, δεν στοχεύει στην αντιστάθμιση του κόστους ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας, όπως επισημαίνεται ανωτέρω. Επιπλέον, το μέτρο, μια φορολογική απαλλαγή, καταλήγει σε πλεονέκτημα χωρίς ανώτατο όριο σε σχέση με οποιαδήποτε έξοδα. Επομένως, δεν περιορίζεται στο αναγκαίο ποσό για τη διασφάλιση του συντονισμού των μεταφορών ούτε στην αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας και, ως εκ τούτου, δεν διασφαλίζει τον σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας. Επίσης, δεν μπορεί να του αποδοθεί χαρακτήρας κινήτρου. Ως εκ τούτου, το άρθρο 93 ΣΛΕΕ δεν εφαρμόζεται.

(120)

Τρίτον, και παρότι ούτε το Βέλγιο ούτε οι ενδιαφερόμενοι επικαλέστηκαν το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) ΣΛΕΕ, η Επιτροπή εξετάζει αν το επίμαχο μέτρο μπορεί να εξυπηρετεί την «προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών» χωρίς να αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον. Ωστόσο, για τους λόγους που προεκτέθηκαν (απουσία αναλογικότητας, απουσία χαρακτήρα κινήτρου και απουσία συνδέσμου με προσδιορισμένο σκοπό γενικού συμφέροντος), η Επιτροπή εκτιμά ότι το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) ΣΛΕΕ δεν εφαρμόζεται.

5.3.   ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ Η ΝΕΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗ

(121)

Οι βελγικές αρχές εξήγησαν ότι οι λιμένες υπόκεινται στον φόρο νομικών προσώπων από τη δεκαετία του 1960 και ότι προηγουμένως υπέκειντο στον διαφοροποιημένο φόρο, ο οποίος ήταν παρόμοιος με τον φόρο νομικών προσώπων. Η φορολογική μεταχείριση των λιμένων συνδεόταν επίσης με το νομικό καθεστώς των λιμένων, το οποίο άλλαξε με την πάροδο του χρόνου. Κατά τις βελγικές αρχές, το σύστημα φόρου νομικών προσώπων εφαρμοζόταν ήδη στους λιμένες πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Ρώμης το 1958. Επομένως, σύμφωνα με τις παραληφθείσες πληροφορίες, οι λιμένες απαλλάσσονταν πάντοτε από τον φόρο εταιρειών.

(122)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο β) σημείο i) του κανονισμού διαδικασίας, τα καθεστώτα ενισχύσεων που είχαν τεθεί σε εφαρμογή πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης συνιστούν υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων.

(123)

Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, η φορολογική απαλλαγή των λιμένων από τον φόρο εταιρειών εφαρμοζόταν πριν από το 1958 και δεν τροποποιήθηκε ουσιαστικά έκτοτε. Ως εκ τούτου, το μέτρο θεωρείται υφιστάμενο καθεστώς ενίσχυσης.

6.   ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΒΕΛΓΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΣΤΟΥΣ ΒΕΛΓΙΚΟΥΣ ΛΙΜΕΝΕΣ

(124)

Όσον αφορά το αίτημα των βελγικών αρχών για τη χορήγηση μεταβατικής περιόδου, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, στο παρόν στάδιο της διαδικασίας που αφορά υφιστάμενη ενίσχυση, δεν μπορεί καταρχήν να χορηγηθεί μεταβατική περίοδος, εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Στην οριστική απόφαση, η Επιτροπή μπορεί μόνο να χορηγήσει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εύλογη προθεσμία εκτέλεσης, λαμβανομένων υπόψη των απαιτούμενων τροποποιήσεων.

(125)

Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι, από την έναρξη της διαδικασίας συνεργασίας στις 9 Ιουλίου 2014, οι βελγικές αρχές είχαν ήδη στη διάθεσή τους κάποιο χρόνο για να εξετάσουν τις ενδεχόμενες νομοθετικές αλλαγές. Επισημαίνει επίσης ότι, παρά τις ανησυχίες που εκφράζουν οι βελγικές αρχές, δεν τίθεται θέμα υπαγωγής των λιμένων στον φόρο εταιρειών από την 1η Ιανουαρίου 2017.

(126)

Σύμφωνα με τον επιτακτικό ρόλο που της αναθέτουν τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή οφείλει να θέτει ταχέως τέλος στις κρατικές ενισχύσεις που κρίνονται ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και να αποκαθιστά τους όρους θεμιτού ανταγωνισμού. Εάν, στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, εκτιμά ότι χορηγείται σε ορισμένες επιχειρήσεις ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή δεν δύναται καταρχήν να αναστείλει την επίμαχη σχετική με την κρατική ενίσχυση διαδικασία ούτε να χορηγήσει μεταβατική περίοδο, δεδομένου ότι αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να επιτραπεί η καταβολή της ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά ενίσχυσης για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, και τούτο θα είναι επίσης άδικο σε σχέση με τους ανταγωνιστές που δεν λαμβάνουν ενίσχυση ή ακόμη που λαμβάνουν ενίσχυση χαμηλότερου ύψους. Συναφώς, η Επιτροπή σημειώνει ότι οι ολλανδικοί λιμένες, οι οποίοι υπόκεινται στον φόρο εταιρειών από την 1η Ιανουαρίου 2017, ζητούν την ταχεία υπαγωγή των βελγικών λιμένων στον φόρο εταιρειών.

(127)

Όπως επισημαίνεται ανωτέρω, η ενδεχόμενη ύπαρξη άλλων κρατικών ενισχύσεων σε άλλους λιμένες σε άλλα κράτη μέλη δεν δικαιολογεί την αναστολή της διαδικασίας ή την αναβολή της έναρξης ισχύος των εθνικών μέτρων εκτέλεσης της απόφασης της Επιτροπής. Μια τέτοια αναβολή θα είχε ως αποτέλεσμα την παράταση των υφιστάμενων στρεβλώσεων μεταξύ λιμένων της βόρειας Ευρώπης, και ειδικότερα μεταξύ των βελγικών λιμένων, των ήδη αναφερθέντων ολλανδικών λιμένων και των γαλλικών λιμένων, δεδομένου ότι αυτοί αποτελούν αντικείμενο παρόμοιας παράλληλης απόφασης με την οποία καταργούνται οι φορολογικές απαλλαγές από τις οποίες επωφελούνται επί του παρόντος.

(128)

Επίσης, το γεγονός ότι, κατά τους ισχυρισμούς των βελγικών αρχών, η Επιτροπή παρείχε μεγαλύτερη προθεσμία εκτέλεσης στις Κάτω Χώρες στην υπόθεση SA.25338 (92) είναι αλυσιτελές για την υποστήριξη αιτήματος χορήγησης μεταβατικής περιόδου εν προκειμένω. Η Επιτροπή μεταχειρίζεται όλα τα κράτη μέλη με τον ίδιο τρόπο και κάθε υπόθεση λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της, η δε ολλανδική υπόθεση δεν μπορεί να συγκριθεί με τη βελγική. Εξάλλου, στην οριστική απόφασή της, η Επιτροπή αρνήθηκε ρητώς να χορηγήσει μεταβατική περίοδο στις Κάτω Χώρες παρά την ύπαρξη παρόμοιων μέτρων τα οποία παραμένουν σε ισχύ σε άλλα κράτη μέλη. Επισημαίνεται επίσης ότι οι Κάτω Χώρες υποχρεώθηκαν να θέσουν τέλος στα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα πριν από το Βέλγιο, και τούτο δεν ευνοεί τους λιμένες τους.

(129)

Επιπλέον, εν προκειμένω, τα επιχειρήματα που πρόβαλαν οι βελγικές αρχές όσον αφορά τις δυσκολίες συμμόρφωσης, λαμβανομένου υπόψη του εθνικού δικαίου, δεν συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες μπορούν να δικαιολογήσουν τη χορήγηση μεταβατικής περιόδου. Ειδικότερα, όπως επισήμανε η Επιτροπή ανωτέρω, η κατάργηση του άρθρου 180 παράγραφος 2 του CIR θα πρέπει καταρχήν να επαρκεί για την υπαγωγή των λιμένων στον ISoc. Ομοίως, το γεγονός ότι η μετάβαση ενός νομικού προσώπου από τον IPM στον ISoc δεν ρυθμίζεται ρητώς από το βελγικό φορολογικόδίκαιο δεν αποτελεί επαρκές επιχείρημα· η βελγική φορολογική διοικητική αρχή έχει τη δυνατότητα (και κάνει χρήση αυτής) να επαναχαρακτηρίσει τη δραστηριότητα οντότητας που υπόκειται στον IPM ώστε να την υπαγάγει στον ISoc, απουσία νομοθετικού μέτρου που ρυθμίζει τη μετάβαση αυτή. Τέλος, οι βελγικές αρχές δεν εξηγούν για ποιον λόγο η κατάργηση ανεπιφύλακτης απαλλαγής των λιμένων από τον ISoc θα αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η περίσταση αυτή, η οποία αντλείται από το εθνικό δίκαιο, ασκεί επιρροή για τη χορήγηση μεταβατικής περιόδου. Αντιθέτως, η βελγική κυβέρνηση πρόβαλε την πρόσφατη μεταρρύθμιση για την υπαγωγή των βελγικών δήμων και κοινοτήτων στον ISoc, ενώ αυτοί απαλλάσσονταν προηγουμένως από τον ISoc και υπέκειντο στον IPM (όπως συμβαίνει με τους λιμένες), ως σκοπούσα στην προώθηση της ίσης μεταχείρισης (93).

(130)

Εξάλλου, η Επιτροπή δεν ενέκρινε ποτέ το επίμαχο μέτρο το οποίο δεν κοινοποίησαν ποτέ οι βελγικές αρχές. Επομένως, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω, δεδομένου ιδίως ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να διατάξει την ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο παρελθόν, καθώς το μέτρο συνιστά υφιστάμενη ενίσχυση.

7.   ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΤΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΟΛΛΑΝΔΙΚΩΝ ΛΙΜΕΝΩΝ

(131)

Όσον αφορά το αίτημα των ολλανδικών λιμένων να αναβληθεί η υπαγωγή τους στον φόρο εταιρειών, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η παρούσα διαδικασία δεν αφορά τους ολλανδικούς λιμένες αλλά τους βελγικούς λιμένες. Εξάλλου, στην οριστική απόφασή της στην υπόθεση SA.25338 σχετικά με τους ολλανδικούς λιμένες (94), η Επιτροπή αρνήθηκε να αναβάλει την υπαγωγή των ολλανδικών λιμένων στον φόρο εταιρειών για τους ίδιους λόγους αρχής με αυτούς που εκτίθενται στην παρούσα απόφαση. Πάντως, η υπαγωγή των ολλανδικών λιμένων στον φόρο εταιρειών απορρέει από το ολλανδικό εθνικό δίκαιο και η Επιτροπή δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, να επιβάλει σε ένα κράτος μέλος να τροποποιήσει τη νομοθεσία του ώστε να χορηγεί κρατικές ενισχύσεις σε ορισμένους φορείς εκμετάλλευσης.

8.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(132)

Η απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών που χορηγείται στους αναφερόμενους στο άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR βελγικούς λιμένες συνιστά υφιστάμενο καθεστώς κρατικής ενίσχυσης ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά.

(133)

Επομένως, οι βελγικές αρχές οφείλουν να καταργήσουν την επίμαχη απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών και να υπαγάγουν τις οικείες οντότητες στον φόρο εταιρειών. Το μέτρο αυτό πρέπει να εγκριθεί πριν από τη λήξη του τρέχοντος κατά την ημερομηνία της παρούσας απόφασης ημερολογιακού έτους και να εφαρμοστεί στα εισοδήματα που παράγουν οι οικονομικές δραστηριότητες το αργότερο από την έναρξη του φορολογικού έτους που έπεται της έγκρισής του,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών που χορηγείται στους αναφερόμενους στο άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR βελγικούς λιμένες συνιστά υφιστάμενο καθεστώς κρατικής ενίσχυσης ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

1.   Το Βέλγιο οφείλει να καταργήσει την αναφερόμενη στο άρθρο 1 απαλλαγή από τον φόρο εταιρειών και να υπαγάγει στον φόρο εταιρειών τις οντότητες στις οποίες χορηγείται η εν λόγω απαλλαγή.

2.   Το μέτρο με το οποίο το Βέλγιο εκτελεί τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από την παράγραφο 1 πρέπει να εγκριθεί πριν από τη λήξη του τρέχοντος κατά την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης ημερολογιακού έτους. Το μέτρο πρέπει να εφαρμοστεί στα εισοδήματα που παράγουν οι οικονομικές δραστηριότητες το αργότερο από την έναρξη του φορολογικού έτους που έπεται της έγκρισής του.

Άρθρο 3

Το Βέλγιο ενημερώνει την Επιτροπή, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί προς αυτήν.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο του Βελγίου.

Βρυξέλλες, 27 Ιουλίου 2017.

Για την Επιτροπή

Margrethe VESTAGER

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 302 της 19.8.2016, σ. 5.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 248 της 24.9.2015, σ. 9).

(3)  ΕΕ C 156 της 2.5.2016, σ. 46.

(4)  Διάταξη της 9ης Μαρτίου 2016, Port Autonome du Centre et de l'Ouest SCRL κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-438/15, ECLI:EU:T:2016:142.

(5)  ΕΕ C 175 της 17.5.2016, σ. 23.

(6)  Διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2016, Port Autonome du Centre et de l'Ouest SCRL κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-116/16, ECLI:EU:T:2016:656.

(7)  ΕΕ C 302 της 19.8.2016, σ. 5.

(8)  Άρθρο 1 παράγραφος 1 του CIR:«Επιβάλλονται οι ακόλουθοι φόροι εισοδήματος:

1.

φόρος επί του συνολικού εισοδήματος των κατοίκων του Βασιλείου, ο οποίος καλείται φόρος φυσικών προσώπων·

2.

φόρος επί του συνολικού εισοδήματος των ημεδαπών εταιρειών, ο οποίος καλείται φόρος εταιρειών·

3.

φόρος επί του εισοδήματος των βελγικών νομικών προσώπων, εκτός των εταιρειών, ο οποίος καλείται φόρος νομικών προσώπων·

4.

φόρος επί του εισοδήματος κατοίκων αλλοδαπής, ο οποίος καλείται φόρος κατοίκων αλλοδαπής.».

(9)  Στο άρθρο 179 του CIR επαναλαμβάνεται ο συγκεκριμένος κανόνας, ο οποίος παρατίθεται στο άρθρο 1. Οι κανόνες για τον ISoc προβλέπονται στον τίτλο III, άρθρα 179 έως 219 bis του CIR.

(10)  Οι κανόνες για τον IPM προβλέπονται στον τίτλο IV, άρθρα 220 έως 226 του CIR.

(11)  Στο άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR γίνεται παραπομπή στις ακόλουθες οντότητες: SCRL Port autonome du Centre et de l'Ouest (συνεταιριστική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης), Compagnie des installations maritimes de Bruges, Λιμένας Βρυξελλών, αυτόνομες δημοτικές λιμενικές αρχές Αμβέρσας, Οστάνδης και Γάνδης, αυτόνομοι λιμένες Λιέγης, Charleroi και Namur, ανώνυμες εταιρείες «Waterwegen en Zeekanaal» και «De Scheepvaart». Το άρθρο 110 του νόμου της 18ης Δεκεμβρίου 2016 περί οργάνωσης και ρύθμισης της πληθοχρηματοδότησης και διάφορων χρηματοοικονομικών διατάξεων (M. B. της 20ής Δεκεμβρίου 2016· Numac: 2016003460) ορίζει σχετικά με το άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR ότι: «[…] η φράση “οι αυτόνομες δημοτικές λιμενικές αρχές της Αμβέρσας και της Οστάνδης, η ανώνυμη εταιρεία δημοσίου δικαίου Havenbedrijf Gent” αντικαθίσταται από τη φράση “η αυτόνομη δημοτική λιμενική αρχή της Οστάνδης, οι ανώνυμες εταιρείες δημοσίου δικαίου Havenbedrijf Antwerpen en Havenbedrijf Gent”».

(12)  Άρθρο 220 του CIR: «Υπόκεινται στον φόρο νομικών προσώπων: […] 2. τα νομικά πρόσωπα τα οποία, δυνάμει του άρθρου 180, δεν υπόκεινται στον φόρο εταιρειών· […]».

(13)  Άρθρο 221 του CIR:«Τα νομικά πρόσωπα που υπόκεινται στον φόρο νομικών προσώπων φορολογούνται μόνο βάσει:

1.

του τεκμαρτού κατά το κτηματολόγιο εισοδήματος των ακινήτων τους που ευρίσκονται στο Βέλγιο, […]·

2.

των εισοδημάτων και εσόδων κεφαλαίου και κινητών περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων κλιμάκων εισοδήματος που προβλέπονται στο άρθρο 21 παράγραφοι 5, 6 και 10 και των τόκων που προβλέπονται στο άρθρο 21 παράγραφος 13 καθώς και των διάφορων εισοδημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 90 παράγραφοι 5 έως 7 και 11.».

(14)  Άρθρο 225 του CIR: «Ο φόρος που αφορά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 221 εισοδήματα ισούται με τον φόρο ακίνητης και κινητής περιουσίας. […]».

(15)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 2002, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, C-82/01, ECLI:EU:C:2006:617.

(16)  C.C., της 19ης Νοεμβρίου 2015, αριθ. 162/2015· M. B της 5ης Φεβρουαρίου 2016· Numac: 2015205632.

(17)  M. B. της 8ης Απριλίου 1999· Numac: 1999035415. Πρβλ. άρθρο 13 παράγραφος 3: «Τα λιμενικά τέλη καθορίζονται αυτοτελώς από τις λιμενικές αρχές, κατά εύλογη αναλογία προς την αξία της αντιπαροχής […]».

(18)  Το ίδιο επισημαίνει και η Φλαμανδική Επιτροπή Λιμένων. Διευκρινίζει ότι η κρατική χρηματοδότηση για τις θαλάσσιες υποδομές πρόσβασης (και ειδικότερα η λειτουργία των δεξαμενών ανύψωσης και η βυθοκόρηση των οδών ναυσιπλοΐας που διασχίζουν ορισμένους λιμένες), τις βασικές λιμενικές υποδομές και τις υπηρεσίες λιμενάρχη μειώθηκε τα τελευταία χρόνια.

(19)  C.C., της 1ης Δεκεμβρίου 2016, αριθ. 151/2016· M. B. της 12ης Ιανουαρίου 2017· Numac: 2016206080.

(20)  ΕΕ C 262 της 19.7.2016, σ. 1.

(21)  Έκθεση της ολλανδικής αρχής ανταγωνισμού σχετικά με τη λιμενική αρχή του Ρότερνταμ, 2005, P_600019/255.R261, σ. 2.

(22)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 1987, Επιτροπή κατά Ιταλίας, 118/85, ECLI:EU:C:1987:283, σκέψη 7· απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 1998, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C-35/96, ECLI:EU:C:1998:303, σκέψη 36.

(23)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, Pavlov κ.λπ., συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-180/98 έως C-184/98, ECLI:EU:C:2000:428, σκέψη 74.

(24)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κ.λπ. κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-443/08 και T-455/08, ECLI:EU:T:2011:117, ιδίως σκέψεις 93 και 94, η οποία επικυρώθηκε κατόπιν αναιρέσεως με την απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle GmbH κατά Επιτροπής, C-288/11 P, ECLI:EU:C:2012:821, ιδίως σκέψεις 40 έως 43 και 47. Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, T-128/98, ECLI:EU:T:2000:290, σκέψη 125, η οποία επικυρώθηκε κατόπιν αναιρέσεως με την απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 2002, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, C-82/01 P, ECLI:EU:C:2002:617.

(25)  Βλέπε, για παράδειγμα, απόφαση της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2009 σχετικά με την κρατική ενίσχυση N 385/09 – Δημόσια χρηματοδότηση λιμενικών υποδομών στον λιμένα Ventspils (ΕΕ C 62 της 13.3.2010, σ. 7)· απόφαση της Επιτροπής της 15ης Ιουνίου 2011 σχετικά με την κρατική ενίσχυση 44/2010 – Δημοκρατία της Λετονίας — Δημόσια χρηματοδότηση λιμενικών υποδομών στο Krievu salā (ΕΕ C 215 της 21.7.2011, σ. 21)· απόφαση της Επιτροπής της 22ας Φεβρουαρίου 2012 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.30742 (N/2010) – Λιθουανία – Κατασκευή υποδομών για τον τερματικό σταθμό επιβατικών και φορτηγών σκαφών στο Klaipeda (ΕΕ C 121 της 26.4.2012, σ. 1)· απόφαση της Επιτροπής της 2ας Ιουλίου 2013 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.35418 (2012/N) – Ελλάδα – Επέκταση του λιμένα του Πειραιά (ΕΕ C 256 της 5.9.2013, σ. 2)· απόφαση της Επιτροπής της 18ης Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36953 (2013/N) – Ισπανία – Λιμενική αρχή Bahía de Cádiz (ΕΕ C 335 της 16.11.2013, σ. 1).

(26)  Βλέπε, για παράδειγμα, απόφαση της Επιτροπής της 18ης Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36953 (2013/N) — Ισπανία — Λιμενική αρχή Bahía de Cádiz (ΕΕ C 335 της 16.11.2013, σ. 1).

(27)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1991, Merci Convenzionali Porto di Genova, C-179/90, ECLI:EU:C:1991:464, σκέψεις 3 και 27· απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 1997 στην υπόθεση C-242/95 GT-Link A/S κατά de Danske Statsbaner, ECLI:EU:C:1997:376, σκέψη 52: «[π]άντως, εκ τούτου δεν προκύπτει ότι η εκμετάλλευση οποιουδήποτε εμπορικού λιμένα εμπίπτει στη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος ούτε ότι, ειδικότερα, το σύνολο των παρεχομένων υπηρεσιών εντός ενός τέτοιου λιμένα αφορά μια τέτοια αποστολή.».

(28)  Βλέπε, για παράδειγμα, απόφαση της Επιτροπής της 18ης Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.37402 - Ελεύθερος λιμένας Βουδαπέστης (ΕΕ C 141 της 9.5.2014, σ. 1)· απόφαση της Επιτροπής της 17ης Οκτωβρίου 2012 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34501 — Εσωτερικός λιμένας Königs Wusterhausen / Wildau (ΕΕ C 176 της 21.6.2013, σ. 1)· απόφαση της Επιτροπής της 1ης Οκτωβρίου 2014 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.38478 — Λιμένας Györ-Gönyü (ΕΕ C 418 της 21.11.2014, σ. 1).

(29)  Πρβλ. άρθρο 15 παράγραφος 1 (σχετικά με τα «γενικά λιμενικά τέλη») του φλαμανδικού διατάγματος περί λιμένων της 2ας Μαρτίου 1999.

(30)  Πρβλ. άρθρο 15 παράγραφος 2 (σχετικά με τα «ειδικά λιμενικά τέλη») του φλαμανδικού διατάγματος περί λιμένων της 2ας Μαρτίου 1999.

(31)  Πρβλ. άρθρο 25 παράγραφος 2 («Η φλαμανδική κυβέρνηση εξουσιοδοτείται να συστήσει επιτροπή από κοινού διαβούλευσης. Καταρτίζεται πενταετές σχέδιο προώθησης, βασισμένο σε πρότυπο βιομηχανικής οικονομίας») και άρθρο 26 παράγραφος 1 («Οι διαφωνίες μεταξύ των λιμενικών αρχών σε θέματα εκμετάλλευσης, ιδίως όσον αφορά τις εμπορικές δραστηριότητες των λιμενικών αρχών […] επιλύονται από τη λιμενική επιτροπή διαφορών […]») του φλαμανδικού διατάγματος περί λιμένων της 2ας Μαρτίου 1999. Πρβλ. επίσης άρθρο 3 του διατάγματος της 1ης Απριλίου 1999 περί ίδρυσης του αυτόνομου λιμένα κεντρικού και δυτικού Βελγίου («Ως λιμενικές δραστηριότητες νοούνται οι δραστηριότητες που σχετίζονται με τη λειτουργία της εταιρείας, ήτοι η φόρτωση, η εκφόρτωση, η αποθήκευση και η μεταφορά εμπορευμάτων καθώς και οι βιομηχανικές και εμπορικές δραστηριότητες και οι δραστηριότητες υπηρεσιών.»).

(32)  Πρβλ. σχόλιο αριθ. 179/10 του CIR (βλέπε κατωτέρω).

(33)  Πρβλ. σχόλιο αριθ. 179/11 του CIR (βλέπε κατωτέρω).

(34)  Πρβλ. σχόλια αριθ. 2/4, αριθ. 179/10 και αριθ. 179/11 του CIR.

Αριθ. 2/4: «Ως “εταιρεία” νοείται κάθε εταιρεία, ένωση, ίδρυμα ή οργανισμός που:

α)

συστήνεται δεόντως·

β)

έχει νομική προσωπικότητα·

γ)

ασκεί δραστηριότητες εκμετάλλευσης ή επιχειρεί πράξεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα (άρθρο 2 παράγραφος 2 σημείο 1 πρώτο εδάφιο του CIR 92).

Για περισσότερες διευκρινίσεις όσον αφορά τις έννοιες που αναφέρονται υπό α), β) και γ), βλέπε σχόλιο 179/6 έως 20.».

Αριθ. 179/10: «Με την έκφραση “ασκεί δραστηριότητες εκμετάλλευσης” νοείται “η εκμετάλλευση κάποιου είδους βιομηχανικής, εμπορικής ή γεωργικής επιχείρησης”, της οποίας τα κέρδη θα συνιστούν επαγγελματικό εισόδημα υποκείμενο στον IPP για τον συγκεκριμένο λόγο, εάν οι εν λόγω δραστηριότητες εκμετάλλευσης ασκούνται από φυσικό πρόσωπο ή εταιρεία κ.λπ. που δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα (άρθρο 23 παράγραφος 1 σημείο 1 και άρθρο 24 του CIR 92).».

Αριθ. 179/11: «Η φράση “επιχειρεί πράξεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα” καλύπτει ταυτόχρονα:

1.

την “κερδοσκοπική απασχόληση” (άρθρο 23 παράγραφος 1 σημείο 2 και άρθρο 27 του CIR 92), την οποία η νομολογία ερμηνεύει ως “απασχόληση με κερδοσκοπικό σκοπό”·

2.

την “απασχόληση με κερδοσκοπικό χαρακτήρα, αλλά χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό”, η οποία χαρακτηρίζεται από μόνιμη επαγγελματική δραστηριότητα που περιλαμβάνει:

α)

την αρκούντως συχνή, ώστε να συνιστά “απασχόληση”, επανάληψη πράξεων βιομηχανικού, εμπορικού ή γεωργικού χαρακτήρα·

β)

την εφαρμογή βιομηχανικών ή εμπορικών μεθόδων.

Επομένως, στην περίπτωση υπό 2. πρόκειται για απασχόληση η οποία ουσιαστικά και κανονικά παράγει κέρδος, ακόμη και αν το νομικό πρόσωπο που την ασκεί δεν επιδιώκει, βάσει του καταστατικού του ή εκ των πραγμάτων, κανέναν κερδοσκοπικό σκοπό.».

(35)  Απόφαση της Επιτροπής της 16ης Οκτωβρίου 2002 σχετικά με την κρατική ενίσχυση N 438/02 — Βέλγιο — Ενίσχυση στις λιμενικές αρχές (ΕΕ C 284 της 21.11.2002, σ. 2).

(36)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 1997, Calì & Figli, C-343/95, ECLI:EU:C:1997:160, σκέψη 22.

(37)  Πρωτόκολλο (αριθ. 26) σχετικά με τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος (προσαρτημένο στη ΣΛΕΕ).

(38)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 1995, FFSA κ.λπ., C-244/94, ECLI:EU:C:1995:392, σκέψη 21· απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE, C-49/07, ECLI:EU:C:2008:376, σκέψεις 27 και 28.

(39)  Πρβλ. σημείο 14 της ανακοίνωσης της 19ης Ιουλίου 2016.

(40)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE, C-49/07, ECLI:EU:C:2008:376, σκέψη 25· απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 2002, Aéroports de Paris, C-82/01 P, σκέψεις 74 και 77.

(41)  Η Επιτροπή επισημαίνει, ιδίως, ότι, σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, ορισμένοι βελγικοί λιμένες μεταβιβάζουν μέρος των κερδών τους στον μέτοχό τους.

(42)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, Van Landewyck, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 209/78 έως 215/78 και 218/78, ECLI:EU:C:1980:248, σκέψη 88· απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 1995, FFSA κ.λπ., C-244/94, ECLI:EU:C:1995:392, σκέψη 21· απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE, C-49/07, ECLI:EU:C:2008:376, σκέψεις 27 και 28· απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2006, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., C-222/04, ECLI:EU:C:2006:8, σκέψεις 122 και 123.

(43)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 2002, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, C-82/01 P, ECLI:EU:C:2002:617, σκέψη 78.

(44)  Συνιστά ΥΓΟΣ η «παροχή υπηρεσιών τις οποίες δεν θα αναλάμβανε ένας φορέας που μεριμνά περί των ιδίων εμπορικών συμφερόντων ή τουλάχιστον δεν θα τις αναλάμβανε στην ίδια έκταση ή υπό τις αυτές προϋποθέσεις», ιδίως όσον αφορά την τιμή και την ποιότητα (πρβλ. σημεία 47 και 48 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις στην αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, ΕΕ C 8 της 11.1.2012, σ. 4).

(45)  Για τον λιμένα της Αμβέρσας το 2015, τα διάφορα λιμενικά και άλλα τέλη αντιπροσώπευαν 290,3 εκατ. EUR, ήτοι περίπου 84 % των τρεχόντων εσόδων (τα οποία περιλαμβάνουν επίσης τις επιδοτήσεις λειτουργίας που κατέβαλε η φλαμανδική κυβέρνηση) και 113 % των τρεχόντων εξόδων (πρβλ. Annual Report 2015, σ. 61-62).

(46)  Το άρθρο 25 παράγραφος 3 του φλαμανδικού διατάγματος περί λιμένων της 2ας Μαρτίου 1999 ορίζει ότι «[η] φλαμανδική κυβέρνηση και οι λιμενικές αρχές αναπτύσσουν πρωτοβουλίες για την εφαρμογή […] αρμονικών τιμολογίων στους φλαμανδικούς θαλάσσιους λιμένες προκειμένου να διασφαλίζεται με θεμιτό τρόπο η ανταγωνιστικότητα των φλαμανδικών θαλάσσιων λιμένων». Από τα έγγραφα που προσαρτώνται στα σχόλια που διαβίβασε ο λιμένας των Βρυξελλών (σ. 102) προκύπτει επίσης ότι οι τιμές (και οι εκπτώσεις) θεωρούνται μέσο για τον επηρεασμό των συμπεριφορών ζήτησης: «Ο λιμένας επιδιώκει ενεργά να αναπτύξει τις μεταφορές μέσω της πλωτής οδού και να ενισχύσει την αλλαγή του τρόπου εκτέλεσης των μεταφορών και τη μετάβαση στην πλωτή οδό με τα ακόλουθα μέτρα: Ο λιμένας συνεχίζει την πολιτική παροχής τιμολογιακών κινήτρων, ήτοι τελών ναυσιπλοΐας ύψους 0,00025 ευρώ/χιλιομετρικό τόνο και απαλλαγής από τα τέλη προσέγγισης για τις θαλάσσιες μεταφορές, τις νέες μεταφορές και τις μεταφορές που καταγράφουν αύξηση. Η Περιφέρεια θα αντισταθμίσει τις απώλειες εσόδων του λιμένα που σχετίζονται με το συγκεκριμένο μέτρο. […] Στο πλαίσιο αυτό, ο λιμένας εφαρμόζει επιστροφές επί των τελών παραχώρησης των εκτάσεών του στις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν περισσότερο την πλωτή οδό. […]».

(47)  Απόφαση αριθ. 162/2015 της 19ης Νοεμβρίου 2015 του Συνταγματικού Δικαστηρίου, σκέψη A.2.2.

(48)  Πρβλ. σημείο 220 της ανακοίνωσης της 19ης Ιουλίου 2016.

(49)  Τα λιμενικά τέλη της εσωτερικής ναυσιπλοΐας υπόκεινται στον ΦΠΑ. Πρβλ. άρθρο 5 των τιμολογίων του λιμένα της Αμβέρσας για την εσωτερική ναυσιπλοΐα (Tariff regulations for inland shipping, σ. 11). Αντιθέτως, λόγω ειδικής απαλλαγής που προβλέπει το άρθρο 139 της οδηγίας ΦΠΑ (οδηγία 2006/112/ΕΚ, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, ΕΕ L 347 της 11.12.2006, σ. 1), η οποία επαναλαμβάνεται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 σημείο 5 του βελγικού κώδικα περί ΦΠΑ, τα λιμενικά τέλη που αφορούν τις διεθνείς μεταφορές απαλλάσσονται ειδικώς από τον ΦΠΑ (καμία αναφορά στον ΦΠΑ στα τιμολόγια του λιμένα της Αμβέρσας για τη θαλάσσια ναυσιπλοΐα). Η αναγκαιότητα ειδικής απαλλαγής δείχνει ότι οι εν λόγω παροχές θα ενέπιπταν κανονικά στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ ως παροχές υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας ΦΠΑ.

(50)  Απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2008 (ΕΕ C 137 της 17.6.2009).

(51)  Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006 (ΕΕ C 276 της 14.11.2006).

(52)  Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2006 (ΕΕ C 207 της 31.8.2006).

(53)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2011 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-443/08 και T-455/08 Freistaat Sachsen κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα.

(54)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 2003, Korhonen, C-18/01, ECLI:EU:C:2003:300.

(55)  Οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209 της 24.7.1992, σ. 1).

(56)  Απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014 GRW land development scheme for industrial and commercial use (ΕΕ C 141 της 9.5.2014, σ. 1).

(57)  Πρβλ. απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.36953 (2013/N) Λιμένας Bahía de Cádiz, αιτιολογική σκέψη 29 (ΕΕ C 335 της 16.11.2013, σ. 1), απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.30742 (N/2010) Klaipėda, αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 (ΕΕ C 121 της 26.4.2012, σ. 1), απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την κρατική ενίσχυση N 44/2010 Λιμένας Krievu Sala, αιτιολογική σκέψη 67 (ΕΕ C 215 της 21.7.2011, σ. 21), απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. C 39/09 (πρώην N 385/09) Λιμένας Ventspils, αιτιολογικές σκέψεις 30, 57 και 58 (ΕΕ C 62 της 13.3.2010, σ. 7).

(58)  Βλέπε, για παράδειγμα, σημείο 2.7 του εγγράφου General terms and conditions for concessions in the Antwerp port area. Βλέπε επίσης τιμολογιακούς όρους του λιμένα Λιέγης.

(59)  Απάντηση στην κοινοβουλευτική ερώτηση αριθ. 397 του κ. Willem-Frederik Schiltz της 7ης Μαΐου 2013 (Chambre, Questions et Réponses, 2012-2013, QRVA 53/128 της 9ης Σεπτεμβρίου 2013, σ. 86)· απάντηση στην προφορική κοινοβουλευτική ερώτηση αριθ. 4288 του κ. Servais Verherstraeten της 11ης Μαΐου 2011 (Compte rendu analytique 53, Commission des Finances et du Budget 229 της 11ης Μαΐου 2011, σ. 22.). Το Δικαστήριο εκτιμά επίσης ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα είναι οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια της οδηγίας ΦΠΑ (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2007, Ministero delle Finanze – Ufficio IVA di Milano κατά CO.GE.P. Srl, C-174/06, ECLI:EU:C:2007:634, σκέψεις 31-35).

(60)  Βλέπε σημείο 207 της ανακοίνωσης της 19ης Ιουλίου 2016.

(61)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2001, Adria-Wien Pipeline, C-143/99, ECLI:EU:C:2001:598.

(62)  Βλέπε άρθρο 221 του CIR.

(63)  Βλέπε άρθρο 225 του CIR.

(64)  Πρβλ. σημείο 206 της ανακοίνωσης της 19ης Ιουλίου 2016 και, στον τομέα των ΥΓΟΣ, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans, C-280/00, ECLI:EU:C:2003:415, σκέψεις 87 έως 95.

(65)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2000, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής, C-83/98 P, ECLI:EU:C:2000:248, σκέψεις 48 έως 51.

(66)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-182/03 και C-217/03, ECLI:EU:C:2006:416, σκέψη 128.

(67)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-66/02, EU:C:2005:768, σκέψη 94.

(68)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C-88/03, ECLI:EU:C:2006:511, σκέψη 56· απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos κ.λπ., συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, ECLI:EU:C:2011:550, σκέψη 49.

(69)  Αυτό συμβαίνει όταν ένα μέτρο απορρέει ευθέως από τις θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες γραμμές του συστήματος αναφοράς που είναι εγγενείς στο φορολογικό σύστημα αναφοράς ή όταν προκύπτει από μηχανισμούς που είναι συμφυείς με το σύστημα και είναι απαραίτητοι για τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητά του, πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos κ.λπ., συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, ECLI:EU:C:2011:550, σκέψη 69.

(70)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C-88/03, ECLI:EU:C:2006:511, σκέψη 81· απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos κ.λπ., συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, ECLI:EU:C:2011:550, σκέψη 65.

(71)  Πρβλ. σχόλιο 179/2: «Εφιστάται ήδη η προσοχή στο γεγονός ότι, παρότι μπορούν να θεωρηθούν, καταρχήν, φορολογούμενοι υποκείμενοι στον ISoc, απαλλάσσονται από τον ISoc, βάσει των άρθρων 180 έως 182 του CIR 92: 1. τα νομικά πρόσωπα που εξαιρούνται “ανεπιφύλακτα” από τον ISoc (βλέπε σχόλιο του άρθρου 180 του CIR 92)· […]».

(72)  Βλέπε σχόλιο αριθ. 179/16: «Οι βελγικές εμπορικές εταιρείες (SA, SCA, SNC, SCS, SPRL, SC και SCRIS) συστήνονται, καταρχήν, για την άσκηση κερδοσκοπικής δραστηριότητας. Επομένως, κατά κανόνα, είτε εκμεταλλεύονται όντως κάποιου είδους βιομηχανική, εμπορική ή γεωργική επιχείρηση είτε ασκούν κερδοσκοπική απασχόληση, είτε και τα δύο ταυτόχρονα, και κάθε κέρδος που πραγματοποιούν πρέπει γενικά να θεωρείται ότι προκύπτει από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα». Πρβλ. επίσης σκέψεις A.2.1 και B.3.1. της απόφασης αριθ. 148/2012 του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2012 (M.B., 29 Ιανουαρίου 2013). Απαντώντας σε κοινοβουλευτική ερώτηση, ο υπουργός Οικονομικών δήλωσε ότι, όσον αφορά τις αυτόνομες δημοτικές αρχές, πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση εάν υπόκεινται στον ISoc ή στον IPM, ανάλογα με τη φύση των οικείων δραστηριοτήτων. Δεδομένου ότι, δυνάμει του βασιλικού διατάγματος της 10ης Απριλίου 1995, οι εν λόγω δραστηριότητες πρέπει να είναι βιομηχανικού ή εμπορικού χαρακτήρα, μπορεί, κατά τον υπουργό, να θεωρηθεί ότι οι αυτόνομες δημοτικές αρχές υπόκεινται καταρχήν στον ISoc (QRVA, Chambre, 1996-1997, αριθ. 86, 16 Ιουνίου 1997, σ. 11749-11750· QRVA, Chambre, 2001-2002, 26 Μαρτίου 2002, CRIV 50 COM 702, σ. 8-9).

(73)  Πρβλ. άρθρο 25 παράγραφος 2: «(Η φλαμανδική κυβέρνηση εξουσιοδοτείται να συστήσει επιτροπή από κοινού διαβούλευσης. Καταρτίζεται πενταετές σχέδιο προώθησης, βασισμένο σε πρότυπο βιομηχανικής οικονομίας.»

(74)  Πρβλ. άρθρο 26 παράγραφος 1: «Οι διαφωνίες μεταξύ των λιμενικών αρχών σε θέματα εκμετάλλευσης, ιδίως όσον αφορά τις εμπορικές δραστηριότητες των λιμενικών αρχών […] επιλύονται από τη λιμενική επιτροπή διαφορών […].»

(75)  Πρβλ. απόφαση αριθ. 136/98 της 16ης Δεκεμβρίου 1998 (M. B. της 6ης Ιανουαρίου 1999, σ. 261), σκέψη A.7.1: «Σύμφωνα με το υπουργικό συμβούλιο, οι εταιρείες και τα νομικά πρόσωπα που προβλέπονται στο άρθρο 220 παράγραφος 2 του CIR ευρίσκονται πράγματι σε συγκρίσιμη κατάσταση. Παρότι το άρθρο 180 του CIR εξαιρεί τα προαναφερθέντα νομικά πρόσωπα από τον φόρο εταιρειών, πρόκειται όντως για νομικά πρόσωπα τα οποία ασκούν δραστηριότητες εκμετάλλευση ή επιχειρούν πράξεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 σημεία 1 και 2 του CIR». Πρβλ. επίσης σκέψη A.7.2: «Μεταξύ των νομικών προσώπων που προβλέπονται στο άρθρο 220 παράγραφοι 1 και 3, αφενός, και των νομικών προσώπων που προβλέπονται στο άρθρο 220 παράγραφος 2, [δηλαδή των λιμένων] αφετέρου, υφίσταται ένα αντικειμενικό κριτήριο διάκρισης, σύμφωνα με το οποίο μόνο η δεύτερη κατηγορία επιχειρεί πράξεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα […]».

(76)  Δημόσια συνεδρίαση της Τετάρτης 29 Ιανουαρίου 1997, Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού, Ερώτηση του κ. Jacques Simonet στον αναπληρωτή πρωθυπουργό και υπουργό Οικονομικών και Εξωτερικού Εμπορίου σχετικά με την υπαγωγή των βελγικών λιμένων στον φόρο νομικών προσώπων (αριθ. 1017). Πρβλ. http://www3.dekamer.be/digidocanha/K0112/K01120466/K01120466.PDF σ. 5.

(77)  Στην απόφαση που εξέδωσε στις 8 Σεπτεμβρίου 2011 (απόφαση Paint Graphos κ.λπ., συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/08 έως C-80/08, ECLI:EU:C:2011:550, σκέψεις 55 κ. επ.), το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ιδιαίτερες αρχές λειτουργίας αποτελούν η αρχή της υπεροχής του ατόμου, ο κανόνας «της μίας ψήφου κατ' άτομο» ή ακόμη η διαχείριση προς όφελος των μελών της επίμαχης οντότητας, χαρακτηριστικά τα οποία απουσιάζουν στην περίπτωση των λιμένων.

(78)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2006, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., C-222/04, ECLI:EU:C:2006:8, σκέψεις 136 και 137.

(79)  Πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/09 P και C-107/09 P, ECLI:EU:C:2011:732., σκέψεις 101 κ. επ.

(80)  Η ερμηνεία σύμφωνα με την οποία το άρθρο 180 παράγραφος 2 του CIR εφαρμόζει απλώς τους γενικούς κανόνες στους λιμένες, θεωρώντας ότι δεν είναι «εταιρείες» εξετάζεται κατωτέρω.

(81)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2006, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., C-222/04, ECLI:EU:C:2006:8, σκέψεις 136 και 137.

(82)  Το εθνικό δίκαιο μπορεί να αξιολογεί τη συμβατότητα ενός μέτρου με κανόνες υπέρτερης ισχύος λαμβάνοντας υπόψη άλλα κριτήρια εκτός της ορθής λειτουργίας του φορολογικού συστήματος.

(83)  Ορισμένες οντότητες, ιδίως οι δήμοι και οι κοινότητες που υπάχθηκαν πρόσφατα στον ISoc στο Βέλγιο, επιτελούν επίσης αποστολές γενικού συμφέροντος. Πρβλ. σκέψη 19.1 της απόφασης αριθ. 151/2016 της 1ης Δεκεμβρίου 2016 του βελγικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, στην οποία υπενθυμίζεται ότι οι δήμοι και οι κοινότητες «συστάθηκαν με σκοπό δημόσιου συμφέροντος» και «αναλαμβάνουν το καθήκον εκτέλεσης δημοτικής υποχρέωσης».

(84)  Κατά το σημείο 11 του επίσημου σχολιασμού του άρθρου 49, η μη δυνατότητα έκπτωσης αφορά «αμιγώς ιδιωτικές πράξεις», ενώ στην παρούσα διαδικασία υποστηρίζεται ότι δεν υπάρχει δυνατότητα έκπτωσης των εξόδων που πραγματοποιούνται για το γενικό συμφέρον.

(85)  Τα σχόλια που έλαβε η Επιτροπή αφορούν τα αγαθά των «εκ φύσεως» δημόσιων διοικητικών αρχών που προβλέπονται στο άρθρο 220 παράγραφος 1 του CIR, ήτοι «του κράτους, των κοινοτήτων, των περιφερειών, των επαρχιών, των οικισμών, των ομοσπονδιών κοινοτήτων, των δημόσιων διακοινοτικών κέντρων κοινωνικής δράσης, των δημόσιων πολιτιστικών ιδρυμάτων, καθώς και των αποστραγγιστικών οργανισμών», και όχι τα αγαθά των λιμένων: το συγκεκριμένο άρθρο δεν αφορά ούτε τις αυτόνομες δημοτικές λιμενικές αρχές ούτε τα άλλα είδη βελγικών λιμένων που προβλέπονται στην αιτιολογική σκέψη 13 και στην υποσημείωση 12.

(86)  Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans, C-280/00, ECLI:EU:C:2003:415.

(87)  Πρβλ. πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά λιμενικών υπηρεσιών και τη χρηματοοικονομική διαφάνεια των λιμένων, COM/2013/296 final, σημείο 2.1 (ΕΕ C 327 της 12.11.2013, σ. 111). Πρβλ. επίσης ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με Ευρωπαϊκή Λιμενική Πολιτική COM/2007/616 τελικό, σημείο II.4.2.

(88)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1969, Επιτροπή κατά Γαλλίας, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 6/69 και 11/69, ECLI:EU:C:1969:68, σκέψη 21· απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 1977, Steinike & Weinlig, 78/76, ECLI:EU:C:1977:52, σκέψη 24· απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 1998, Vlaamse Gewest κατά Επιτροπής, T-214/95, ECLI:EU:T:1998:77, σκέψη 54, και απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 1999, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-6/97, ECLI:EU:C:1999:251, σκέψη 21.

(89)  Άρθρο 25 παράγραφος 3: «Η φλαμανδική κυβέρνηση και οι λιμενικές αρχές αναπτύσσουν πρωτοβουλίες για την εφαρμογή […] εναρμονισμένης τιμολογιακής διάρθρωσης στους φλαμανδικούς θαλάσσιους λιμένες προκειμένου να διασφαλίζεται με θεμιτό τρόπο η ανταγωνιστικότητα των φλαμανδικών θαλάσσιων λιμένων.» Άρθρο 25 παράγραφος 4: «Όταν οι τιμές […] είναι προδήλως αντίθετες προς το γενικό συμφέρον ή αντιβαίνουν στον θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ των λιμενικών αρχών, ο περιφερειακός επιθεωρητής λιμένων οφείλει να παρουσιάζει τις αποφάσεις αυτές στην επιτροπή διαβούλευσης. […]».

(90)  Πρβλ. ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις στην αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (2012/C 8/02) (ΕΕ C 8 της 11.1.2012, σ. 4). Πρβλ. επίσης απόφαση 2012/21/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ L 7 της 11.1.2012, σ. 3).

(91)  Πρβλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση C-74/16, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania κατά Ayuntamiento de Getafe, ECLI:EU:C:2017:135, σκέψη 75.

(92)  Βλ. απόφαση (ΕΕ) 2016/634 της Επιτροπής, της 21ης Ιανουαρίου 2016, σχετικά με το μέτρο ενίσχυσης αριθ. SA.25338 (2014/C) (πρώην E 3/2008 και πρώην CP 115/2004) το οποίο έθεσαν σε εφαρμογή οι Κάτω Χώρες — Απαλλαγή δημόσιων επιχειρήσεων από τον εταιρικό φόρο (ΕΕ L 113 της 27.4.2016, σ. 148).

(93)  Πρβλ. κοινοβουλευτικό έγγραφο, Chambre αριθ. 54 0672/001, σ. 8-9.

(94)  Βλέπε υποσημείωση 92.