19.4.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 103/5


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/592 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 1ης Μαρτίου 2016

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την υποχρέωση εκκαθάρισης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (1), και ιδίως το άρθρο 5 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) έχει ενημερωθεί για τις κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών (OTC) πιστωτικών παραγώγων, τις οποίες έχει εξουσιοδοτηθεί να εκκαθαρίζει ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP). Για κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες, η ΕΑΚΑΑ έχει αξιολογήσει τα κριτήρια που είναι ουσιώδους σημασίας για την υποβολή τους στην υποχρέωση εκκαθάρισης, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου τυποποίησης, του όγκου και της ρευστότητας, καθώς και της διαθεσιμότητας πληροφοριών τιμολόγησης. Με πρωταρχικό στόχο τη μείωση του συστημικού κινδύνου, η ΕΑΚΑΑ έχει καθορίσει τις κατηγορίες των εξωχρηματιστηριακών πιστωτικών παραγώγων που θα πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(2)

Η διάρκεια είναι ένα κοινό και ουσιώδες χαρακτηριστικό των εξωχρηματιστηριακών πιστωτικών παραγώγων. Αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία κατά την οποία λήγει η σύμβαση πιστωτικού παραγώγου. Αυτό το χαρακτηριστικό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό των κατηγοριών εξωχρηματιστηριακών πιστωτικών παραγώγων που πρόκειται να υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης.

(3)

Διαφορετικοί αντισυμβαλλόμενοι χρειάζονται διαφορετικές χρονικές περιόδους για την καθιέρωση των απαραίτητων ρυθμίσεων για την εκκαθάριση των εξωχρηματιστηριακών πιστωτικών παραγώγων που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομαλή και έγκαιρη υλοποίηση αυτής της υποχρέωσης, οι αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να κατατάσσονται σε κατηγορίες στις οποίες επαρκώς παρόμοιοι αντισυμβαλλόμενοι υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης από την ίδια ημερομηνία.

(4)

Η πρώτη κατηγορία θα πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τους χρηματοοικονομικούς όσο και τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους οι οποίοι, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, είναι εκκαθαριστικά μέλη τουλάχιστον ενός από τους σχετικούς CCP και για τουλάχιστον μία από τις κατηγορίες των εξωχρηματιστηριακών πιστωτικών παραγώγων που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης, καθώς οι εν λόγω αντισυμβαλλόμενοι έχουν ήδη πείρα με την εθελοντική εκκαθάριση και έχουν ήδη δημιουργήσει τις συνδέσεις με τους εν λόγω CCP για να εκκαθαρίζουν τουλάχιστον μία από τις εν λόγω κατηγορίες. Οι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι που είναι εκκαθαριστικά μέλη θα πρέπει επίσης να συμπεριληφθούν σε αυτήν την πρώτη κατηγορία, αφού η πείρα και η προετοιμασία τους προς την κεντρική εκκαθάριση τους είναι συγκρίσιμη με εκείνη των χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων που περιλαμβάνονται σε αυτήν.

(5)

Η δεύτερη και η τρίτη κατηγορία θα πρέπει να περιλαμβάνουν τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους που δεν περιλαμβάνονται στην πρώτη κατηγορία, ταξινομημένους ανάλογα με τα επίπεδα της δικαιοπρακτικής και επιχειρησιακής ικανότητάς τους όσον αφορά τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα. Το επίπεδο δραστηριότητας σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα θα πρέπει να χρησιμεύσει ως βάση για τη διαφοροποίηση του βαθμού της δικαιοπρακτικής και επιχειρησιακής ικανότητας των χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να καθοριστεί ένα ποσοτικό κατώτατο όριο για την κατανομή μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης κατηγορίας, με βάση τον αθροιστικό μέσο όρο, του τέλους του μήνα, του ονομαστικού ποσού των μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων παραγώγων. Το εν λόγω όριο θα πρέπει να καθοριστεί σε κατάλληλο επίπεδο για να διαφοροποιήσει τους μικρότερους συμμετέχοντες στην αγορά, εξακολουθώντας να καταγράφει σημαντικό επίπεδο κινδύνου σύμφωνα με τη δεύτερη κατηγορία. Το κατώτατο όριο θα πρέπει επίσης να ευθυγραμμιστεί με το κατώτατο όριο που συμφωνήθηκε σε διεθνές επίπεδο σχετικά με τις απαιτήσεις περιθωρίου για μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενα παράγωγα, προκειμένου να ενισχυθεί η κανονιστική σύγκλιση και να περιοριστεί το κόστος συμμόρφωσης για τους αντισυμβαλλομένους. Όπως και στα εν λόγω διεθνή πρότυπα, ενώ το κατώτατο όριο ισχύει γενικά σε επίπεδο ομίλου, λόγω των πιθανών κοινών κινδύνων εντός του ομίλου, για τα επενδυτικά κεφάλαια το κατώτατο όριο θα πρέπει να εφαρμόζεται χωριστά σε κάθε κεφάλαιο, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις ενός κεφαλαίου δεν επηρεάζονται συνήθως από τις υποχρεώσεις άλλων κεφαλαίων ή του διαχειριστή των επενδύσεών τους. Άρα, το κατώτατο όριο θα πρέπει να εφαρμόζεται χωριστά σε κάθε κεφάλαιο, εφόσον, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή πτώχευσης του κεφαλαίου, κάθε επενδυτικό κεφάλαιο αποτελεί μια εντελώς χωριστή και κλειστής διάρθρωσης δέσμη περιουσιακών στοιχείων που δεν είναι εξασφαλισμένη, εγγυημένη ή υποστηριζόμενη από άλλα επενδυτικά κεφάλαια ή τον ίδιο τον διαχειριστή επενδύσεων.

(6)

Ορισμένοι οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων («ΟΕΕ») δεν υπάγονται στον ορισμό των χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, παρά το γεγονός ότι έχουν έναν βαθμό λειτουργικής ικανότητας σε σχέση με τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, παρόμοιο με εκείνον των ΟΕΕ που υπάγονται στον εν λόγω ορισμό. Ως εκ τούτου, οι ΟΕΕ που κατατάσσονται ως μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να περιλαμβάνονται στις ίδιες κατηγορίες αντισυμβαλλομένων, όπως οι ΟΕΕ που κατατάσσονται ως χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι.

(7)

Η τέταρτη κατηγορία θα πρέπει να περιλαμβάνει τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους που δεν περιλαμβάνονται στις άλλες κατηγορίες, δεδομένης της πιο περιορισμένης πείρας και επιχειρησιακής ικανότητάς τους με τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα και την κεντρική εκκαθάριση σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες αντισυμβαλλομένων.

(8)

Η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η υποχρέωση εκκαθάρισης για τους αντισυμβαλλομένους της πρώτης κατηγορίας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ενδέχεται να μην έχουν τις απαραίτητες προϋπάρχουσες συνδέσεις με τους CCP για όλες τις κατηγορίες που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης. Επιπροσθέτως, οι αντισυμβαλλόμενοι σε αυτήν την κατηγορία αποτελούν το σημείο πρόσβασης στην εκκαθάριση για αντισυμβαλλομένους που δεν είναι εκκαθαριστικά μέλη, αφού η εκκαθάριση πελατών και η έμμεση εκκαθάριση πελατών αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά ως συνέπεια της έναρξης ισχύος της υποχρέωσης εκκαθάρισης. Τέλος, αυτή η πρώτη κατηγορία αντισυμβαλλομένων αντιπροσωπεύει σημαντικό μέρος του όγκου των εξωχρηματιστηριακών πιστωτικών παραγώγων που ήδη εκκαθαρίζονται, και ο όγκος των συναλλαγών προς εκκαθάριση θα αυξηθεί σημαντικά μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα τεθεί σε ισχύ η υποχρέωση εκκαθάρισης που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό. Ως εκ τούτου, ένα εύλογο χρονοδιάγραμμα για να προετοιμαστούν οι αντισυμβαλλόμενοι της πρώτης κατηγορίας για την εκκαθάριση επιπρόσθετων κατηγοριών, ώστε να αντιμετωπιστεί η αύξηση της εκκαθάρισης πελατών και της έμμεσης εκκαθάρισης πελατών και να προσαρμοστούν στην αύξηση του όγκου των συναλλαγών προς εκκαθάριση, θα πρέπει να οριστεί σε έξι μήνες. Επιπλέον, η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η υποχρέωση εκκαθάρισης για τους αντισυμβαλλομένους της πρώτης κατηγορίας θα πρέπει να λαμβάνει επίσης υπόψη αν περισσότεροι του ενός κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι ήδη εκκαθαρίζουν την ίδια κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων τη στιγμή έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, η ύπαρξη σημαντικού αριθμού αντισυμβαλλομένων που προσπαθούν να προβούν σε ρυθμίσεις εκκαθάρισης με τον ίδιο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ταυτόχρονα θα σήμαινε ότι απαιτείται περισσότερος χρόνος από ό,τι στην περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν τη δυνατότητα επιλογής περισσότερων του ενός κεντρικών αντισυμβαλλομένων για προβούν σε ρυθμίσεις εκκαθάρισης. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να χορηγείται πρόσθετη προθεσμία τριών μηνών, για να εξασφαλισθεί η ομαλή υλοποίηση της υποχρέωσης εκκαθάρισης.

(9)

Η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η υποχρέωση εκκαθάρισης για τους αντισυμβαλλομένους της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς θα αποκτήσουν πρόσβαση σε έναν CCP με το να γίνονται πελάτες ή έμμεσοι πελάτες ενός εκκαθαριστικού μέλους. Αυτή η διαδικασία μπορεί να απαιτήσει από 12 έως 18 μήνες, ανάλογα με τη νομική και λειτουργική ικανότητα των αντισυμβαλλομένων και το επίπεδο προετοιμασίας τους όσον αφορά την καθιέρωση των ρυθμίσεων με τα εκκαθαριστικά μέλη, οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκκαθάριση των συμβάσεων. Επιπλέον, η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η υποχρέωση εκκαθάρισης για τους αντισυμβαλλομένους της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας θα πρέπει να λαμβάνει επίσης υπόψη αν περισσότεροι του ενός κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι ήδη εκκαθαρίζουν την ίδια κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων τη στιγμή έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, η ύπαρξη σημαντικού αριθμού αντισυμβαλλομένων που προσπαθούν να προβούν σε ρυθμίσεις εκκαθάρισης με τον ίδιο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ταυτόχρονα θα σήμαινε ότι απαιτείται περισσότερος χρόνος από ό,τι στην περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν τη δυνατότητα επιλογής περισσότερων του ενός κεντρικών αντισυμβαλλομένων για προβούν σε ρυθμίσεις εκκαθάρισης. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να χορηγείται πρόσθετη προθεσμία τριών μηνών, για να εξασφαλισθεί η ομαλή υλοποίηση της υποχρέωσης εκκαθάρισης.

(10)

Η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η υποχρέωση εκκαθάρισης για τους αντισυμβαλλομένους της τέταρτης κατηγορίας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη νομική και λειτουργική τους ικανότητα, καθώς και την πιο περιορισμένη πείρα τους με τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα και την κεντρική εκκαθάριση σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες αντισυμβαλλομένων.

(11)

Για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται μεταξύ ενός αντισυμβαλλομένου εγκατεστημένου σε τρίτη χώρα και ενός άλλου αντισυμβαλλομένου εγκατεστημένου στην Ένωση, που ανήκουν στον ίδιο όμιλο και περιλαμβάνονται στην ίδια ενοποίηση σε πλήρη βάση και υπόκεινται σε κατάλληλες κεντρικές διαδικασίες αξιολόγησης του κινδύνου, μέτρησης και ελέγχου, θα πρέπει να προβλεφθεί αναβολή της ημερομηνίας εφαρμογής της υποχρέωσης εκκαθάρισης. Η διαφορετική ημερομηνία εφαρμογής θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι εν λόγω συμβάσεις δεν υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ελλείψει εκτελεστικών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 που να καλύπτουν τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που ορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, καθώς και όσον αφορά την περιοχή δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένος ο μη ενωσιακός αντισυμβαλλόμενος. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να επαληθεύουν εκ των προτέρων ότι οι αντισυμβαλλόμενοι που συνάπτουν αυτές τις συμβάσεις ανήκουν στον ίδιο όμιλο και πληρούν τους λοιπούς όρους ενδοομιλικών συναλλαγών, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(12)

Σε αντίθεση με τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα των οποίων οι αντισυμβαλλόμενοι είναι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι, όπου οι αντισυμβαλλόμενοι σε συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων είναι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι, βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 απαιτείται η εφαρμογή της υποχρέωσης εκκαθάρισης σε συμβάσεις που συνάπτονται μετά την κοινοποίηση στην ΕΑΚΑΑ που ακολουθεί την άδεια ενός CCP να εκκαθαρίζει μια ορισμένη κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, αλλά πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η υποχρέωση εκκαθάρισης παράγει αποτελέσματα, εφόσον αυτό δικαιολογείται από την εναπομένουσα διάρκεια των εν λόγω συμβάσεων κατά την ημερομηνία κατά την οποία η υποχρέωση παράγει αποτελέσματα. Η εφαρμογή της υποχρέωσης εκκαθάρισης για τις εν λόγω συμβάσεις θα πρέπει να επιδιώκει τον στόχο της εξασφάλισης της ενιαίας και συνεπούς εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Θα πρέπει να χρησιμεύει για την αναζήτηση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και τη μείωση του συστημικού κινδύνου, καθώς και την εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τους συμμετέχοντες στην αγορά, όταν μια κατηγορία συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων δηλωθεί ότι υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης. Ως εκ τούτου, η ελάχιστη εναπομένουσα διάρκεια θα πρέπει να καθορίζεται σε επίπεδο που να διασφαλίζει την επίτευξη αυτών των στόχων.

(13)

Πριν τεθούν σε ισχύ ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, οι αντισυμβαλλόμενοι δεν μπορούν να προβλέψουν κατά πόσον οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων τις οποίες συνάπτουν θα υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης κατά την ημερομηνία κατά την οποία η υποχρέωση παράγει αποτελέσματα. Αυτή η αβεβαιότητα έχει σημαντική επίδραση στην ικανότητα των συμμετεχόντων στην αγορά για την ακριβή τιμολόγηση των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων τις οποίες συνάπτουν, αφού οι κεντρικά εκκαθαριζόμενες συμβάσεις υπόκεινται σε διαφορετικό καθεστώς εξασφαλίσεων από ό,τι οι μη κεντρικά εκκαθαριζόμενες συμβάσεις. Η επιβολή της πρώιμης εκκαθάρισης για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, ανεξάρτητα από την εναπομένουσα διάρκειά τους κατά την ημερομηνία κατά την οποία η υποχρέωση εκκαθάρισης παράγει αποτελέσματα, θα μπορούσε να περιορίσει την ικανότητα των αντισυμβαλλομένων για την επαρκή αντιστάθμιση των κινδύνων της αγοράς και είτε να επηρεάσει τη λειτουργία της αγοράς και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα είτε να τους εμποδίζει να ασκούν τις συνήθεις δραστηριότητές τους, μέσω της αντιστάθμισής τους με άλλα κατάλληλα μέσα.

(14)

Επιπλέον, οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και πριν τεθεί σε ισχύ η υποχρέωση εκκαθάρισης δεν θα πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης έως ότου οι αντισυμβαλλόμενοι των εν λόγω συμβάσεων μπορέσουν να καθορίσουν την κατηγορία στην οποία περιλαμβάνονται και τον CCP που είναι διαθέσιμος για την εκκαθάριση των συμβάσεων αυτών, κατά πόσον υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης για μια συγκεκριμένη σύμβαση, συμπεριλαμβανομένων των ενδοομιλικών συναλλαγών τους, και πριν μπορέσουν να εφαρμόσουν τις απαραίτητες ρυθμίσεις για τη σύναψη των εν λόγω συμβάσεων, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση εκκαθάρισης. Ως εκ τούτου, προκειμένου να διαφυλαχθούν η εύρυθμη λειτουργία και η σταθερότητα της αγοράς, καθώς και οι ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των αντισυμβαλλομένων, είναι σκόπιμο να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω συμβάσεις δεν θα πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης, ανεξάρτητα από τις εναπομένουσες διάρκειες.

(15)

Οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται μετά την κοινοποίηση προς την ΕΑΚΑΑ που ακολουθεί την άδεια ενός CCP για την εκκαθάριση μιας ορισμένης κατηγορίας εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, αλλά πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η υποχρέωση εκκαθάρισης παράγει αποτελέσματα, δεν θα πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης, όταν δεν αφορούν σε σημαντικό βαθμό τον συστημικό κίνδυνο, ή όταν η υποβολή των εν λόγω συμβάσεων στην υποχρέωση εκκαθάρισης θα μπορούσε διαφορετικά να θέσει σε κίνδυνο την ομοιόμορφη και συνεκτική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Ο πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου που σχετίζεται με τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών πιστωτικών παραγώγων με μεγαλύτερες εναπομένουσες διάρκειες παραμένει στην αγορά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από εκείνον που σχετίζεται με εξωχρηματιστηριακά πιστωτικά παράγωγα με χαμηλές εναπομένουσες διάρκειες. Η επιβολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης για συμβάσεις με σύντομες εναπομένουσες διάρκειες θα συνεπαγόταν για τους αντισυμβαλλομένους επιβάρυνση δυσανάλογη σε σχέση με το επίπεδο του κινδύνου που μετριάζεται. Επιπροσθέτως, τα εξωχρηματιστηριακά πιστωτικά παράγωγα με χαμηλές εναπομένουσες διάρκειες αντιπροσωπεύουν σχετικά μικρό μέρος της συνολικής αγοράς και, κατά συνέπεια, σχετικά μικρό μέρος του συνολικού συστημικού κινδύνου που σχετίζεται με αυτήν την αγορά. Ως εκ τούτου, οι ελάχιστες εναπομένουσες διάρκειες θα πρέπει να καθορίζονται σε επίπεδο που να διασφαλίζει ότι οι συμβάσεις με εναπομένουσες διάρκειες που δεν υπερβαίνουν μερικούς μήνες δεν υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης.

(16)

Οι αντισυμβαλλόμενοι τρίτης κατηγορίας φέρουν σχετικά περιορισμένο μερίδιο του συνολικού συστημικού κινδύνου και έχουν χαμηλότερο βαθμό νομικής και λειτουργικής ικανότητας όσον αφορά τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα από ό,τι οι αντισυμβαλλόμενοι πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Βασικά στοιχεία των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, συμπεριλαμβανομένης της τιμολόγησης των εξωχρηματιστηριακών πιστωτικών παραγώγων που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης και έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος της εν λόγω υποχρέωσης, θα πρέπει να προσαρμοστούν εντός σύντομων χρονοδιαγραμμάτων, προκειμένου να ενσωματωθεί η εκκαθάριση που θα πραγματοποιηθεί μόλις μερικούς μήνες μετά τη σύναψη της σύμβασης. Αυτή η διαδικασία της προθεσμιακής εκκαθάρισης περιλαμβάνει σημαντικές προσαρμογές στο μοντέλο τιμολόγησης και τροποποιήσεις στην τεκμηρίωση των εν λόγω συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Οι αντισυμβαλλόμενοι της τρίτης κατηγορίας έχουν πολύ περιορισμένη ικανότητα να ενσωματώνουν την προθεσμιακή εκκαθάριση στις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων τους. Ως εκ τούτου, η επιβολή της εκκαθάρισης των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος της υποχρέωσης εκκαθάρισης για τους εν λόγω αντισυμβαλλομένους θα μπορούσε να περιορίσει την ικανότητά τους να αντισταθμίζουν επαρκώς τους κινδύνους τους και είτε να επηρεάσει τη λειτουργία και τη σταθερότητα της αγοράς είτε να τους εμποδίσει να ασκούν τις συνήθεις δραστηριότητές τους, εάν δεν μπορούν να συνεχίσουν την αντιστάθμιση. Συνεπώς, οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται από τους αντισυμβαλλομένους της τρίτης κατηγορίας, πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η υποχρέωση εκκαθάρισης παράγει αποτελέσματα, δεν θα πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης.

(17)

Επιπροσθέτως, οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται μεταξύ αντισυμβαλλομένων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο μπορούν να εξαιρεθούν από την εκκαθάριση, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, προκειμένου να αποφευχθεί ο περιορισμός της αποτελεσματικότητας των ενδοομιλικών διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου και, ως εκ τούτου, η υπονόμευση της επίτευξης του πρωταρχικού στόχου του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Ως εκ τούτου, οι ενδοομιλικές συναλλαγές που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις και συνάπτονται πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η υποχρέωση εκκαθάρισης παράγει αποτελέσματα για τις εν λόγω συναλλαγές δεν θα πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης.

(18)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η ΕΑΚΑΑ στην Επιτροπή.

(19)

Η ΕΑΚΑΑ διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις όσον αφορά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και οφέλη, ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), και συμβουλεύτηκε την ευρωπαϊκή επιτροπή συστημικών κινδύνων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης

Οι κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που ορίζονται στο παράρτημα υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης.

Άρθρο 2

Κατηγορίες αντισυμβαλλομένων

1.   Για τους σκοπούς των άρθρων 3 και 4, οι αντισυμβαλλόμενοι που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης υποδιαιρούνται στις κατωτέρω κατηγορίες:

α)

κατηγορία 1, η οποία περιλαμβάνει τους αντισυμβαλλομένους οι οποίοι, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, είναι εκκαθαριστικά μέλη, κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, για μία τουλάχιστον από τις κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που αναφέρονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, τουλάχιστον ενός από τους CCP που έχουν λάβει άδεια ή αναγνωριστεί πριν από την εν λόγω ημερομηνία για την εκκαθάριση μιας τουλάχιστον από αυτές τις κατηγορίες·

β)

κατηγορία 2, η οποία περιλαμβάνει τους αντισυμβαλλομένους που δεν ανήκουν στην κατηγορία 1 και ανήκουν σε όμιλο του οποίου ο αθροιστικός μέσος όρος, του τέλους του μήνα, του εκκρεμούς ακαθάριστου ονομαστικού ποσού των μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων παραγώγων για τον Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο 2016 είναι πάνω από 8 δισεκατ. ευρώ και συγκαταλέγονται στους εξής:

i)

χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι·

ii)

οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), οι οποίοι είναι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι·

γ)

κατηγορία 3, η οποία περιλαμβάνει τους αντισυμβαλλομένους που δεν ανήκουν στην κατηγορία 1 ή την κατηγορία 2 και συγκαταλέγονται στους εξής:

i)

χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι·

ii)

οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, οι οποίοι είναι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι·

δ)

κατηγορία 4, η οποία περιλαμβάνει μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους που δεν ανήκουν στην κατηγορία 1, την κατηγορία 2 ή την κατηγορία 3.

2.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού του αθροιστικού μέσου όρου, του τέλους του μήνα, του εκκρεμούς ακαθάριστου ονομαστικού ποσού του ομίλου, που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), λαμβάνονται υπόψη όλα τα μη κεντρικά εκκαθαριζόμενα παράγωγα του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος, των συμφωνιών ανταλλαγής και των συμφωνιών ανταλλαγής συναλλάγματος.

3.   Σε περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι είναι οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, ή οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), το όριο των 8 δισεκατ. ευρώ που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται εξατομικευμένα σε επίπεδο κεφαλαίου.

Άρθρο 3

Ημερομηνίες από τις οποίες παράγει αποτελέσματα η υποχρέωση εκκαθάρισης

1.   Σε σχέση με τις συμβάσεις που ανήκουν σε κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που αναφέρονται στο παράρτημα, η υποχρέωση εκκαθάρισης παράγει αποτελέσματα στις:

α)

9 Φεβρουαρίου 2017 για τους αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 1·

β)

9 Αυγούστου 2017 για τους αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2·

γ)

9 Φεβρουαρίου 2018 για τους αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 3·

δ)

9 Μαΐου 2019 για τους αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 4.

Όταν συνάπτεται σύμβαση μεταξύ δύο αντισυμβαλλομένων που περιλαμβάνονται σε διαφορετικές κατηγορίες αντισυμβαλλομένων, η ημερομηνία από την οποία αρχίζει να παράγει αποτελέσματα η υποχρέωση εκκαθάρισης για την εν λόγω σύμβαση είναι η μεταγενέστερη ημερομηνία.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχεία α), β) και γ), όσον αφορά τις συμβάσεις που αφορούν μια κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που αναφέρεται στο παράρτημα και έχουν συναφθεί μεταξύ αντισυμβαλλομένων εκτός των αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 4, οι οποίοι αποτελούν μέρος του ιδίου ομίλου και όπου ο ένας αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και ο άλλος αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος στην Ένωση, η υποχρέωση εκκαθάρισης παράγει αποτελέσματα από:

α)

τις 9 Μαΐου 2019, σε περίπτωση που δεν εκδόθηκε απόφαση ισοδυναμίας, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για τους σκοπούς του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού, που καλύπτει τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τη σχετική τρίτη χώρα· ή

β)

τη μεταγενέστερη από τις κατωτέρω ημερομηνίες, σε περίπτωση απόφασης ισοδυναμίας που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για τους σκοπούς του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού, και καλύπτει τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τη σχετική τρίτη χώρα:

i)

60 ημέρες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 για τους σκοπούς του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού, και καλύπτει τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τη σχετική τρίτη χώρα·

ii)

την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα η υποχρέωση εκκαθάρισης, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Αυτή η παρέκκλιση εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι πληρούν τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

ο αντισυμβαλλόμενος που είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα είναι είτε χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος είτε μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος·

β)

ο αντισυμβαλλόμενος που είναι εγκατεστημένος στην Ένωση είναι:

i)

χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος, μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, χρηματοοικονομικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που υπόκειται σε ενδεδειγμένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και ο αντισυμβαλλόμενος που αναφέρεται στο στοιχείο α) είναι χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος·

ii)

είτε χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος είτε μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος και ο αντισυμβαλλόμενος που αναφέρεται στο στοιχείο α) είναι μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος·

γ)

αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι περιλαμβάνονται στην ίδια ενοποίηση σε πλήρη βάση, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

δ)

αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι υπόκεινται σε διαδικασίες ενδεδειγμένης κεντρικής αξιολόγησης κινδύνων, μέτρησης και ελέγχου·

ε)

ο αντισυμβαλλόμενος που είναι εγκατεστημένος στην Ένωση έχει κοινοποιήσει εγγράφως στην αρμόδια αρχή του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α), β), γ) και δ) και, εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης, η αρμόδια αρχή έχει επιβεβαιώσει ότι πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις.

Άρθρο 4

Ελάχιστη εναπομένουσα διάρκεια

1.   Για τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 1, η ελάχιστη εναπομένουσα διάρκεια που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, κατά την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα η υποχρέωση εκκαθάρισης, είναι:

α)

5 έτη και 3 μήνες για τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί ή ανανεωθεί πριν από τις 9 Οκτωβρίου 2016 και ανήκουν στις κατηγορίες του πίνακα που παρατίθεται στο παράρτημα·

β)

6 μήνες για τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί ή ανανεωθεί από τις 9 Οκτωβρίου 2016 και ανήκουν στις κατηγορίες του πίνακα του παραρτήματος.

2.   Για τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2, η ελάχιστη εναπομένουσα διάρκεια που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, κατά την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα η υποχρέωση εκκαθάρισης, είναι:

α)

5 έτη και 3 μήνες για τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί ή ανανεωθεί πριν από τις 9 Οκτωβρίου 2016 και ανήκουν στις κατηγορίες του πίνακα που παρατίθεται στο παράρτημα·

β)

6 μήνες για τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί ή ανανεωθεί από τις 9 Οκτωβρίου 2016 και ανήκουν στις κατηγορίες του πίνακα που παρατίθεται στο παράρτημα.

3.   Για τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 3, και για τις συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και έχουν συναφθεί μεταξύ χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων, η ελάχιστη εναπομένουσα διάρκεια που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, κατά την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα η υποχρέωση εκκαθάρισης, είναι 5 έτη και 3 μήνες

4.   Σε περίπτωση που μια σύμβαση συνάπτεται μεταξύ δύο χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες ή μεταξύ δύο χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων που συμμετέχουν σε συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2, η ελάχιστη εναπομένουσα διάρκεια που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου είναι η μεγαλύτερη εναπομένουσα διάρκεια που ισχύει.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 1 Μαρτίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(3)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων πιστωτικού κινδύνου που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης

Κατηγορίες ευρωπαϊκών δεικτών CDS χωρίς τμήματα

Ονομασία

Τύπος

Υπότυπος

Γεωγραφική ζώνη

Δείκτης αναφοράς

Νόμισμα διακανονισμού

Σειρά

Διάρκεια

B.1.1

Δείκτης CDS

Δείκτης χωρίς τμήματα

Ευρώπη

iTraxx Europe Main

EUR

17 και εξής

5 έτη

B.1.2

Δείκτης CDS

Δείκτης χωρίς τμήματα

Ευρώπη

iTraxx Europe Crossover

EUR

17 και εξής

5 έτη