27.9.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 260/104


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/1700 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 7ης Απριλίου 2016

σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA. 15836 (2012/C) (πρώην NN 34/2000 και NN 34A/2000) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Αυστρία (Μέτρα εμπορικής προώθησης της AMA)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2016) 1972]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με την απόφαση που εξέδωσε στις 27 Οκτωβρίου 2011 (2), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής το Δικαστήριο) επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοδικείου (3) (νυν Γενικό Δικαστήριο) με την οποία είχε ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής C(2004) 2037 της 30ής Ιουνίου 2004 στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης NN 34A/2000 η οποία αφορούσε τα προγράμματα ποιότητας και τα σήματα ποιότητας AMA Biosiegel (εφεξής το σήμα βιολογικών προϊόντων) και AMA Gütesiegel (εφεξής το σήμα ποιότητας).

(2)

Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με αυτήν. Επομένως, πρέπει να εκδώσει νέα απόφαση.

(3)

Οι προπαρατεθείσες αποφάσεις αποτελούν την κατάληξη διαδικασίας της οποίας τα κύρια στάδια περιγράφονται κατωτέρω.

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

1.1.   ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ — ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ

(4)

Σε συνέχεια δύο καταγγελιών, οι οποίες υποβλήθηκαν στις 21 Σεπτεμβρίου 1999 και στις 5 Νοεμβρίου 1999 και πρωτοκολλήθηκαν στις 23 Σεπτεμβρίου 1999 και στις 20 Ιανουαρίου 2000 αντίστοιχα, η Επιτροπή ζήτησε από τις αυστριακές αρχές, με επιστολή της 15ης Φεβρουαρίου 2000, να παράσχουν τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με μέτρα ενίσχυσης που αφορούν τις δραστηριότητες εμπορικής προώθησης της Agrarmarkt Austria Marketing GesmbH (AMA Marketing), θυγατρικής της Agrarmarkt Austria (AMA).

(5)

Οι αυστριακές αρχές διαβίβασαν τις ζητηθείσες πληροφορίες με επιστολή της 20ής Μαρτίου 2000, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 21 Μαρτίου 2000.

(6)

Με επιστολή της 4ης Απριλίου 2000, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 7 Απριλίου 2000, η δεύτερη καταγγέλλουσα υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες.

(7)

Ελήφθησαν επίσης συμπληρωματικές πληροφορίες που υποβλήθηκαν από τη δεύτερη καταγγέλλουσα στις 18 Μαΐου 2000 και στις 30 Μαΐου 2001 και πρωτοκολλήθηκαν αντίστοιχα στις 26 Μαΐου 2000 και στις 6 Ιουνίου 2001. Η Επιτροπή έλαβε και τρίτη καταγγελία επί του ίδιου θέματος στις 22 Ιανουαρίου 2003.

1.2.   ΥΠΟΘΕΣΗ NN 34/2000 ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ

(8)

Βάσει των πληροφοριών που έλαβε με τις καταγγελίες, η Επιτροπή ενημέρωσε τις αυστριακές αρχές, με επιστολή της 19ης Ιουνίου 2000, ότι τα επίμαχα μέτρα είχαν καταχωριστεί ως μη κοινοποιηθείσα ενίσχυση (NN 34/2000) και ζήτησε από τις αυστριακές αρχές να υποβάλουν συμπληρωματικές πληροφορίες. Οι αυστριακές αρχές απάντησαν με επιστολή της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, η οποία πρωτοκολλήθηκε την ίδια ημέρα, και με επιστολή της 16ης Οκτωβρίου 2000, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2000. Συμπληρωματικές πληροφορίες ζητήθηκαν με επιστολή της 15ης Οκτωβρίου 2001, στην οποία οι αυστριακές αρχές απάντησαν με επιστολή της 7ης Νοεμβρίου 2001. Με επιστολή της 19ης Δεκεμβρίου 2002, οι αυστριακές αρχές παρείχαν συμπληρωματικές πληροφορίες και ενημέρωσαν την Επιτροπή σχετικά με τις τροποποιημένες (εσωτερικές) οδηγίες για την AMA (AMA Richtlinien), οι οποίες ρυθμίζουν τις δραστηριότητες διαφήμισης για προϊόντα που φέρουν το σήμα ποιότητας AMA και το σήμα βιολογικών προϊόντων AMA και οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ στις 26 Σεπτεμβρίου 2002.

(9)

Με την εν λόγω επιστολή, η οποία περιλάμβανε συμπληρωμένο έντυπο κοινοποίησης, οι αυστριακές αρχές ισχυρίστηκαν ότι κοινοποίησαν τα μέτρα για το σήμα ποιότητας και το σήμα βιολογικών προϊόντων AMA τα οποία εφαρμόστηκαν βάσει των νέων εσωτερικών κανόνων (4). Ωστόσο, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η εν λόγω επιστολή δεν μπορούσε να θεωρηθεί κοινοποίηση νέας ενίσχυσης, καθώς οι τροποποιημένες οδηγίες για την AMA είχαν ήδη τεθεί σε ισχύ στις 26 Σεπτεμβρίου 2002 και, επομένως, εφαρμόστηκαν πριν από οποιαδήποτε έγκριση των μέτρων ενίσχυσης που βασίζονταν σε αυτές (5).

(10)

Κατόπιν αιτήματος των αυστριακών αρχών της 8ης Μαρτίου 2004, το οποίο ελήφθη την ίδια ημέρα, η Επιτροπή αποφάσισε να διαχωρίσει την υπόθεση NN 34/2000 σε δύο χωριστούς φακέλους. Ο αριθμός καταχώρισης NN 34A/2000 δόθηκε στη διαδικασία εξέτασης σχετικά με τις διατάξεις για το σήμα βιολογικών προϊόντων AMA και το σήμα ποιότητας AMA που εφαρμόστηκαν μετά τις 26 Σεπτεμβρίου 2002, ενώ με τον αριθμό καταχώρισης NN 34/2000 η Επιτροπή εξέτασε τα μέτρα που αφορούσαν το σήμα βιολογικών προϊόντων AMA και το σήμα ποιότητας AMA πριν από τις 26 Σεπτεμβρίου 2002 καθώς και τα λοιπά μέτρα εμπορικής προώθησης της ΑΜΑ.

(11)

Στις 16 Μαρτίου 2004, για εσωτερικούς διοικητικούς λόγους, ανοίχθηκε νέος φάκελος (NN 34B/2000) σχετικά με τα μέτρα που εφαρμόστηκαν πριν από τις 26 Σεπτεμβρίου 2002. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η εν λόγω υπόθεση δεν έχει κανέναν αντίκτυπο επί της ουσίας της παρούσας διαδικασίας.

(12)

Με τους νέους εσωτερικούς κανόνες της AMA θεσπίστηκε νέος σχεδιασμός για τα σήματα και εφαρμόστηκαν νέα πρότυπα ποιότητας στα προϊόντα που φέρουν οποιοδήποτε από τα εν λόγω σήματα. Από τις εξηγήσεις που παρείχαν οι αυστριακές αρχές και από τη λεπτομερή εξέταση των νέων σημάτων και προτύπων ποιότητας προέκυψε ότι αυτά είχαν θεσπιστεί με σκοπό τη συμμόρφωση με τους νέους κοινοτικούς κανόνες.

(13)

Παρότι η νέα έκδοση των εσωτερικών κανόνων της AMA δεν προέβλεπε προϋποθέσεις όσον αφορά την προέλευση των προϊόντων, η βασική νομική πράξη η οποία ρυθμίζει την AMA, ο νόμος για την AMA, εξακολουθούσε να κάνει αναφορά μόνον σε εθνικά προϊόντα. Συναφώς, με επιστολή της 19ης Δεκεμβρίου 2002, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 2002, οι αυστριακές αρχές επιβεβαίωσαν ότι, βάσει των νέων κανόνων, τα σήματα AMA διατίθενται σε όλα τα προϊόντα ανεξαρτήτως της προέλευσής τους και δεσμεύτηκαν να προσαρμόσουν στη συνέχεια τον νόμο για την AMA. Για τους ανωτέρω λόγους, οι υπηρεσίες της Επιτροπής εκτίμησαν ότι το μη κοινοποιηθέν καθεστώς ενισχύσεων το οποίο καταχωρίστηκε ως NN 34/2000 τροποποιήθηκε ουσιαστικά από τις 26 Σεπτεμβρίου 2002 ώστε να συνάδει με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων και ότι, ως εκ τούτου, δικαιολογούνταν χωριστή αξιολόγηση του καθεστώτος μετά την εν λόγω ημερομηνία.

1.3.   ΜΗ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΘΕΙΣΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗ NN 34A/2000 ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟ

(14)

Σε σχέση με την υπόθεση NN 34A/2000, οι αυστριακές αρχές παρείχαν συμπληρωματικές πληροφορίες με επιστολές της 2ης Απριλίου 2004 (που πρωτοκολλήθηκε στις 5 Απριλίου 2004), της 19ης Απριλίου 2004, της 29ης Απριλίου 2004, της 4ης Μαΐου 2004, της 7ης Μαΐου 2004, της 13ης Μαΐου 2004, της 9ης Ιουνίου 2004, της 16ης Ιουνίου 2004 και της 24ης Ιουνίου 2004, οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν κατά την ημερομηνία παραλαβής τους.

(15)

Με την απόφαση C(2004) 2037 η Επιτροπή αποφάσισε να μην εγείρει αντιρρήσεις στο συγκεκριμένο μέτρο και το έκρινε συμβατό με την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης ΕΚ [νυν άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ], δεδομένου ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα σημεία 13 και 14 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας (6) (εφεξής οι κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006) και στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές περί κρατικών ενισχύσεων που αφορούν στη διαφήμιση προϊόντων που παρατίθενται στο παράρτημα I της Συνθήκης ΕΚ και ορισμένων προϊόντων εκτός παραρτήματος I (7) (εφεξής οι κατευθυντήριες γραμμές για τη διαφήμιση). Το καθεστώς ενίσχυσης που εξετάστηκε στο πλαίσιο της υπόθεσης NN 34A/2000 περιοριζόταν χρονικά έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008 για όλα τα μέτρα σημάτων ποιότητας (AMA Gütesiegel) και για τα μέτρα στήριξης της ποιότητας του σήματος βιολογικών προϊόντων (Biozeichen), ενώ τα μέτρα διαφήμισης του σήματος βιολογικών προϊόντων (Biozeichen) περιορίζονταν χρονικά έως τις 31 Μαρτίου 2006.

(16)

Σύμφωνα με την απόφαση, όλα τα μέτρα τα οποία εφάρμοσαν η AMA και η AMA Marketing πριν από τις 26 Σεπτεμβρίου 2002, και τα οποία εξακολουθούσαν να αποτελούν αντικείμενο της υπόθεσης NN 34/2000, εξαιρούνταν ρητώς από την εξέταση στο πλαίσιο της υπόθεσης NN 34A/2000. Ωστόσο, δεν είναι σαφές εν προκειμένω πότε τέθηκαν σε ισχύ οι νέοι εσωτερικοί κανόνες της AMA, δηλαδή αν τα μέτρα ενίσχυσης χορηγήθηκαν βάσει των νέων κανόνων ήδη από τις 26 Σεπτεμβρίου 2002, ημερομηνία έναρξης ισχύος των κανόνων, ή αν υπήρξε μεταβατική περίοδος μετά τις 26 Σεπτεμβρίου 2002, κατά τη διάρκεια της οποίας η ενίσχυση συνέχισε να χορηγείται βάσει των παλαιών κανόνων.

(17)

Στην απάντησή τους της 14 Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές υποστήριξαν ότι δεν εφαρμόστηκε μεταβατική περίοδος και ότι οι νέοι κανόνες τέθηκαν σε ισχύ στις 26 Σεπτεμβρίου 2002.

1.4.   ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ ΤΗΣ AMA (ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΓΕΝΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ, ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΕΚΤΟΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑ ΑΓΟΡΑΣ) — N 239/2004

(18)

Στις 28 Μαΐου 2004 οι αυστριακές αρχές κοινοποίησαν τα μέτρα εμπορικής προώθησης της AMA, τα οποία περιλαμβάνουν μέτρα εμπορικής προώθησης γενικής φύσεως, μέτρα εμπορικής προώθησης εκτός Αυστρίας και έρευνα αγοράς. Το καθεστώς ενίσχυσης, το οποίο καταχωρίστηκε με αριθμό κρατικής ενίσχυσης N 239/2004, εγκρίθηκε με την απόφαση της Επιτροπής C(2004) 3945 της 20ής Οκτωβρίου 2004. Με την απόφαση C(2010) 377 της 21ης Ιανουαρίου 2010, η Επιτροπή ενέκρινε με αριθμό κρατικής ενίσχυσης N 496/2009 τη συνέχιση του προαναφερθέντος καθεστώτος ενίσχυσης έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013. Οι αποφάσεις αυτές δεν επηρεάζονται από τις προπαρατεθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου και τα εγκριθέντα μέτρα δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας απόφασης.

1.5.   ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ NN 34A/2000

(19)

Με επιστολή της 15ης Μαρτίου 2006, η οποία πρωτοκολλήθηκε την ίδια ημέρα, οι αυστριακές αρχές κοινοποίησαν παράταση, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, των μέτρων που αφορούν το σήμα βιολογικών προϊόντων (8) (καθεστώς κρατικής ενίσχυσης N 175/2006 εγκριθέν με την απόφαση της Επιτροπής C(2006) 2281 της 2 Ιουνίου 2006). Με επιστολή της 19ης Νοεμβρίου 2008, η Αυστρία κοινοποίησε παράταση, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013, του μέτρου ενίσχυσης NN 34A/2000 το οποίο αφορά τόσο το σήμα ποιότητας όσο και το σήμα βιολογικών προϊόντων και έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2010. Η κοινοποιηθείσα ενίσχυση, η οποία καταχωρίστηκε ως N 589/2008 και εγκρίθηκε με την απόφαση της Επιτροπής C(2009) 1092 της 25ης Φεβρουαρίου 2009, αντικατέστησε ταυτόχρονα το μέτρο ενίσχυσης N 175/2006.

(20)

Η παρούσα απόφαση δεν αφορά τα εγκριθέντα καθεστώτα ενίσχυσης N 175/2006, N 589/2008, N 239/2004 και N 496/2009 τα οποία περιγράφηκαν ανωτέρω.

(21)

Αντικείμενο της παρούσας απόφασης είναι τα μη κοινοποιηθέντα μέτρα της AMA βάσει του καθεστώτος ενίσχυσης NN 34/2000 (τα οποία αφορούν το διάστημα πριν από τις 26 Σεπτεμβρίου 2002) και τα μέτρα της AMA τα οποία είχαν εξεταστεί στο πλαίσιο της ακυρωθείσας απόφασης της Επιτροπής NN 34A/2000 (τα οποία αφορούν το διάστημα μετά τις 26 Σεπτεμβρίου 2002).

2.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ) ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

2.1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ — ΥΠΟΘΕΣΗ T-375/04

(22)

Η απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση NN 34A/2000 προσεβλήθη στις 17 Σεπτεμβρίου 2004 ενώπιον του Πρωτοδικείου (νυν Γενικό Δικαστήριο) από τους ενάγοντες που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 4. Η υπόθεση καταχωρίστηκε με αριθμό T-375/04.

(23)

Στην απόφασή του της 18ης Νοεμβρίου 2009, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή όφειλε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας λόγω της ύπαρξης αντίφασης μεταξύ i) του κειμένου του βασικού νόμου για την ΑΜΑ του 1992, το οποίο σύμφωνα με το Γενικό Δικαστήριο περιορίζει το καθεστώς στα εθνικά προϊόντα, και ii) των εσωτερικών οδηγιών για την AMA και των διαβεβαιώσεων των αυστριακών αρχών ότι το καθεστώς ήταν ανοικτό σε προϊόντα από άλλα κράτη μέλη. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η συγκεκριμένη αντίφαση αρκούσε για να δημιουργηθούν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του καθεστώτος με την εσωτερική αγορά.

(24)

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα (σκέψη 86 της απόφασης) ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο πρώην άρθρο 88 παράγραφος 2 της ΣΕΚ (νυν άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ). Για τον λόγο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση NN 34A/2000.

2.2.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ — ΥΠΟΘΕΣΗ C-47/10

(25)

Η Δημοκρατία της Αυστρίας άσκησε αίτηση αναίρεσης κατά της ανωτέρω απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Ιανουαρίου 2010. Η αίτηση αναίρεσης καταχωρίστηκε ως υπόθεση C-47/10.

(26)

Με την απόφαση που εξέδωσε στις 27 Οκτωβρίου 2011, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναίρεσης της Δημοκρατίας της Αυστρίας και επικύρωσε πλήρως την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.

2.3.   ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΤΑΔΙΑ

(27)

Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας βάσει του άρθρου 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ στην υπόθεση NN 34A/2000. Λαμβάνοντας υπόψη το σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας της 12ης Ιουνίου 2012 (9), η Επιτροπή κάλεσε τις αυστριακές αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν εντός προθεσμίας ενός μηνός τις παρατηρήσεις τους προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι αμφιβολίες όσον αφορά την αντίφαση που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη (23).

(28)

Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις εκ μέρους τρίτων μερών.

(29)

Η Αυστρία απάντησε με επιστολή της 29ης Ιουνίου 2012 ζητώντας παράταση της προθεσμίας υποβολής απάντησης. Στις 13 Ιουλίου 2012, η Επιτροπή συμφώνησε να παραταθεί η προθεσμία.

(30)

Οι αυστριακές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στις 14 Σεπτεμβρίου 2012.

(31)

Η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες με επιστολή της 19ης Φεβρουαρίου 2014. Οι αυστριακές αρχές απάντησαν στις 14 Μαρτίου 2014 και ζήτησαν παράταση της προθεσμίας υποβολής απάντησης. Η Αυστρία υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες στις 7 Μαΐου 2014.

(32)

Στις 17 Δεκεμβρίου 2014 η Επιτροπή απέστειλε νέο αίτημα για παροχή πληροφοριών. Στις 23 Δεκεμβρίου 2014 οι αυστριακές αρχές ζήτησαν παράταση της προθεσμίας υποβολής απάντησης. Η Επιτροπή συμφώνησε να παραταθεί η προθεσμία με επιστολή της 8ης Ιανουαρίου 2015. Η απάντηση των αυστριακών αρχών υποβλήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015 και στις 3 Μαρτίου 2015.

3.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

3.1.   ΤΙΤΛΟΣ

(33)

Μέτρα εμπορικής προώθησης της AMA

3.2.   ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(34)

Ο νόμος για την AMA, με τον οποίο συστάθηκε η AMA, τέθηκε σε ισχύ το 1992. Βάσει των πληροφοριών που παρείχαν οι αυστριακές αρχές με επιστολή της 4ης Ιουλίου 1997, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 7 Ιουλίου 1997, τα μέτρα εμπορικής προώθησης ισχύουν από το 1994, δηλαδή πριν από την 1 Ιανουαρίου 1995, ημερομηνία ένταξης της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, οι αυστριακές αρχές δεν κοινοποίησαν τα μέτρα της AMA στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 143 ή το άρθρο 144 της πράξης προσχώρησης της Δημοκρατίας της Αυστρίας (10).

(35)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, η Αυστρία ανέφερε ότι η Επιτροπή «ενημερώθηκε» σχετικά με τα μέτρα εμπορικής προώθησης από το Österreichische Weinmarketing. Ωστόσο, οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο των εν λόγω παρατηρήσεων (11) αφορούν μόνο κατάλληλα μέτρα τα οποία επέβαλε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 93 παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 108 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ) για τον αμπελοοινικό τομέα. Τα εν λόγω μέτρα δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης.

(36)

Με επιστολή της 7ης Φεβρουαρίου 1997, στο πλαίσιο της έκθεσης παρακολούθησης του ΟΟΣΑ, η Επιτροπή ενημέρωσε την Αυστρία ότι τα μέτρα προώθησης της AMA ενδέχεται να συνιστούν κρατική ενίσχυση και ζήτησε, ως εκ τούτου, από τις αυστριακές αρχές να παράσχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκτίμηση των εν λόγω μέτρων βάσει των ισχυόντων κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και να συμπληρώσουν τα σχετικά έντυπα κοινοποίησης. Με επιστολή της 23ης Ιουνίου 1997 οι αυστριακές αρχές διαβίβασαν τις ζητηθείσες πληροφορίες καθώς και συμπληρωμένο έντυπο κοινοποίησης. (12)

(37)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012 οι αυστριακές αρχές υποστήριξαν ότι η επιστολή της 23ης Ιουνίου 1997 συνιστούσε έγκυρη κοινοποίηση και ότι, με τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας, το κράτος μέλος είχε το δικαίωμα να πιστεύει ότι υφίστατο έγκυρη έγκριση κρατικής ενίσχυσης για τα εν λόγω μέτρα.

(38)

Όσον αφορά την ημερομηνία λήξης της εφαρμογής, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραστηριοτήτων εμπορικής προώθησης της AMA.

(39)

Η Επιτροπή επισημαίνει εν προκειμένω ότι, με απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή ενέκρινε στο πλαίσιο της κρατικής ενίσχυσης με αριθμό N 239/2004 τα ακόλουθα μέτρα εμπορικής προώθησης της AMA: μέτρα εμπορικής προώθησης γενικής φύσεως (διαφήμιση και δραστηριότητες δημοσίων σχέσεων), μέτρα εμπορικής προώθησης εκτός Αυστρίας και έρευνα αγοράς.

(40)

Εν συντομία, όσον αφορά τα σήματα βιολογικών προϊόντων και ποιότητας της AMA, η ημερομηνία λήξης της εφαρμογής του μέτρου ήταν στις 31 Δεκεμβρίου 2008, με εξαίρεση τα μέτρα διαφήμισης του σήματος βιολογικών προϊόντων τα οποία έληξαν στις 31 Δεκεμβρίου 2006 (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 15 και 19 ανωτέρω). Όσον αφορά τα λοιπά μέτρα εμπορικής προώθησης της AMA, αυτά εφαρμόστηκαν έως τις 20 Οκτωβρίου 2004, ημερομηνία έγκρισης του κοινοποιηθέντος μέτρου N 239/2004 (βλέπε κεφάλαιο 1.4 και αιτιολογική σκέψη 39 ανωτέρω).

(41)

Η Επιτροπή επισημαίνει περαιτέρω ότι ένα μέτρο εκστρατείας προώθησης του βόειου κρέατος της AMA κοινοποιήθηκε και εγκρίθηκε στο πλαίσιο της κρατικής ενίσχυσης με αριθμό N 570/1998 με επιστολή της 15ης Δεκεμβρίου 1998. Η διάρκεια της ενίσχυσης περιοριζόταν σε δύο έτη.

(42)

Με εξαίρεση τα μέτρα που καλύπτονται από τις αποφάσεις της Επιτροπής στις υποθέσεις N 570/1998, NN 34A/2000 και N 239/2004, η Επιτροπή δεν γνωρίζει κανένα άλλο εγκεκριμένο μέτρο ενίσχυσης σχετικό με τις δραστηριότητες εμπορικής προώθησης της AMA κατά την επίμαχη περίοδο.

3.3.   ΎΨΟΣ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(43)

Βάσει των πληροφοριών που παρασχέθηκαν στις λεπτομερείς εκθέσεις προϋπολογισμού για τα έτη 1995-1999 (13) και 2000-2008 (14), για δραστηριότητες εμπορικής προώθησης της AMA δαπανήθηκαν τα ακόλουθα ποσά:

1995

:

13 084 204,72 EUR

1996

:

16 241 658,38 EUR

1997

:

15 306 219,65 EUR

1998

:

18 217 604,15 EUR

1999

:

18 158 485,48 EUR

2000

:

15 867 096,22 EUR

2001

:

12 092 317,52 EUR

2002

:

13 538 228,32 EUR

2003

:

9 044 509,01 EUR

2004

:

10 559 442,86 EUR

2005

:

8 994 712,20 EUR

2006

:

12 193 320,12 EUR

2007

:

12 285 344,67 EUR

2008

:

15 087 084,71 EUR

(44)

Με επιστολή της 12ης Ιουνίου 2012 η Επιτροπή κάλεσε τις αυστριακές αρχές να επιβεβαιώσουν τα ανωτέρω ποσά και να παράσχουν ανάλυση του προϋπολογισμού ανά έτος για κάθε κατηγορία ενίσχυσης (διαφήμιση για σήματα ποιότητας, διαφήμιση για σήματα βιολογικών προϊόντων, διαφήμιση γενικής φύσεως, διαφήμιση εκτός Αυστρίας, μέτρα ποιότητας καθώς και τεχνική υποστήριξη τόσο για τα σήματα όσο και για τα γενικά προϊόντα). Τα ακόλουθα ποσά παρατέθηκαν στις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012.

(EUR)

 

Werbemaßnahmen für Gütesiegel und Biozeichen

generische Werbung

Werbung außerhalb Österreichs

Qualitätsmaßnahmen

technische Hilfe für beide Siegel und generische Erzeugnisse

Sonstiges nicht zuordenbar

Summe

1995

1 299 346,00

6 362 489,86

3 571 312,11

371 139,09

582 771,80

897 145,82

13 084 204,68

1996

2 233 341,97

8 643 529,94

2 888 555,25

394 070,06

779 226,09

1 302 935,06

16 241 658,37

1997

1 711 790,25

8 550 846,55

2 679 179,98

362 098,72

752 833,66

1 249 471,22

15 306 220,38

1998

1 347 618,61

9 607 372,32

3 555 154,59

689 570,37

1 078 268,11

1 939 620,16

18 217 604,16

1999

1 950 511,57

9 740 191,85

3 444 902,31

802 776,30

874 229,94

1 345 873,52

18 158 485,49

2000

1 616 472,22

8 148 390,41

2 387 445,85

1 327 850,90

993 697,77

1 393 239,07

15 867 096,22

2001

1 537 390,80

5 448 146,98

2 234 769,81

728 167,14

899 896,37

1 243 946,42

12 092 317,52

2002

1 336 612,09

7 237 058,31

2 092 667,47

381 162,95

825 295,61

1 665 431,89

13 538 228,32

2003

1 628 162,19

3 561 930,45

1 487 154,69

74 665,78

491 988,97

1 800 606,93

9 044 509,01

2004

1 562 732,58

4 934 174,90

1 366 698,52

129 725,39

804 018,00

1 762 093,47

10 559 442,86

(45)

Οι αυστριακές αρχές παρέθεσαν τα ακόλουθα ποσά για τα μέτρα που αφορούν το σήμα βιολογικών προϊόντων και το σήμα ποιότητας κατά την περίοδο 2002-2008.

Jahr

Gesamtkosten It. Jahresbericht

davon AMA-Gütesiegel

in % von Gesamt

davon AMA-Bio-Zeichen

in % von Gesamt

2002

13 538 228,32

1 356 909,27

10,02

320 695,40

2,37

2003

9 044 509,01

2 139 261,31

23,65

829 573,19

9,17

2004

10 559 442,86

1 187 575,61

11,25

994 446,40

9,42

2005

8 994 712,20

1 709 859,07

19,01

714 448,63

7,94

2006

12 193 320,12

2 834 299,23

23,24

327 752,62

2,69

2007

12 285 344,67

3 466 665,92

28,22

641 760,86

5,22

2008

15 087 995,71

3 410 221,60

22,60

1 273 517,59

8,44

Summe

81 703 552,89

16 104 792,01

 

5 102 194,69

 

3.4.   ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ

(46)

Από τις διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι οι δικαιούχοι των μέτρων εμπορικής προώθησης είναι παραγωγοί γεωργικών προϊόντων καθώς και επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται στη μεταποίηση και στην εμπορία γεωργικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της βιομηχανίας τροφίμων.

3.5.   ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

(47)

Βασική νομική πράξη για όλα τα μέτρα εμπορικής προώθησης της AMA είναι ο νόμος για την AMA — Bundesgesetz über die Errichtung der Marktordnungsstelle «Agrarmarkt Austria» (ομοσπονδιακός νόμος για την ίδρυση του ρυθμιστικού της αγοράς οργανισμού «Agrarmarkt Austria») (15).

(48)

Σε συνέχεια του αιτήματος παροχής πληροφοριών της 30ής Απριλίου 2014, οι αυστριακές αρχές υπέβαλαν όλες τις εκτελεστικές νομικές πράξεις (Richtlinien, Verordnungen κ.λπ., συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών οδηγιών της AMA και άλλων εσωτερικών κανόνων), οι οποίες ρυθμίζουν το σήμα ποιότητας και το σήμα βιολογικών προϊόντων καθώς και τα αντίστοιχα μέτρα εμπορικής προώθησης.

3.6.   Η AMA MARKETING ΚΑΙ Η ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΜΕ ΦΟΡΟΥΣ ΥΠΕΡ ΤΡΙΤΩΝ

(49)

Η AMA είναι φορέας δημοσίου δικαίου ο οποίος ιδρύθηκε το 1992 με τον νόμο για την AMA και ελέγχεται από το κράτος. Το καθεστώς τελεί υπό τη διαχείριση της AMA Marketing, πλήρως ελεγχόμενης θυγατρικής της AMA.

(50)

Στην υπόθεση NN 34A/2000 οι αυστριακές αρχές παρείχαν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με το καθεστώς και τις δραστηριότητες της AMA:

(51)

Σύμφωνα με τις αυστριακές αρχές, η AMA και η AMA Marketing δεν εμπορεύονται αγαθά ή υπηρεσίες. Η AMA Marketing επιβλέπει τη χρήση του σήματος ποιότητας και του σήματος βιολογικών προϊόντων, προγραμματίζει και συντονίζει τα μέτρα προώθησης (διαφήμιση, πανηγύρεις, εκθέσεις, εκδηλώσεις δημοσίων σχέσεων και άλλα παρόμοια), παράγει ενημερωτικό υλικό σχετικά με προγράμματα και σήματα ποιότητας και αναθέτει τη διεξαγωγή ερευνών σε διάφορα θέματα τα οποία σχετίζονται με την ποιότητα της γεωργικής παραγωγής.

(52)

Η AMA Marketing δεν διενεργεί διαφημιστικές εκστρατείες ούτε ελέγχους προϊόντων. Αντ' αυτού, η AMA Marketing επιλέγει ιδιωτικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για τη μεταφορά της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου (16) και ακολούθως της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17), για τη διενέργεια τέτοιων εκστρατειών ή ελέγχων.

(53)

Οι αυστριακές επιχειρήσεις γεωργικών προϊόντων και τροφίμων καταβάλλουν υποχρεωτικά εισφορές, που καθορίζονται από τον νόμο για την AMA, για τη χρηματοδότηση κατά 100 % των εν λόγω μέτρων. Η AMA και η AMA Marketing χρηματοδοτούνται επίσης από τις εν λόγω εισφορές.

(54)

Ο νόμος για την AMA (άρθρο 21c παράγραφος 1) ορίζει ότι οι εισφορές πρέπει να καταβάλλονται για τις εξής πράξεις ή τα εξής προϊόντα:

γάλα που προορίζεται για μεταποίηση,

σιτηρά που προορίζονται για άλεση,

ενήλικα βοοειδή, μόσχοι, χοίροι, αμνοί, πρόβατα και όρνιθες που προορίζονται για σφαγή,

εκτροφή πουλερικών για την παραγωγή αυγών,

παραγωγή οπωροκηπευτικών,

παραγωγή γεωμήλων (εκτός γεωμήλων για παραγωγή αμύλου και γεωμήλων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αλκοόλης),

παραγωγή και καλλιέργεια κηπευτικών,

καλλιέργεια αμπελώνων,

πρώτη εμπορία οίνου.

(55)

Το μέγιστο ύψος των εισφορών καθορίζεται επίσης στον νόμο για την AMA (άρθρο 21d). Το συγκεκριμένο ύψος των εισφορών καθορίζεται με κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου της AMA (Verordnung des Verwaltungsrates).

(56)

Με επιστολή της 14ης Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές κοινοποίησαν τα ακόλουθα ποσά των εισφορών που εισπράχθηκαν κατά την περίοδο 1995-2008 (18):

1995

:

13 833 026,19 EUR

1996

:

15 260 738,33 EUR

1997

:

14 340 815,84 EUR

1998

:

15 473 675,13 EUR

1999

:

15 260 405,37 EUR

2000

:

15 419 046,38 EUR

2001

:

15 228 252,40 EUR

2002

:

15 461 156,95 EUR

2003

:

13 529 199,62 EUR

2004

:

17 320 613,38 EUR

2005

:

16 003 552,29 EUR

2006

:

16 030 054,67 EUR

2007

:

15 909 792,32 EUR

2008

:

15 880 813,22 EUR

(57)

Επί παραδείγματι, το 2003 εισπράχθηκαν εισφορές συνολικού ύψους 13 529 199,62 EUR ως εξής:

Γάλα

7 754 833,88

Ενήλικα βοοειδή

1 141 663,81

Χοίροι

1 976 514,84

Μόσχοι

31 926,33

Πρόβατα και αμνοί

34 046,38

Πουλερικά για σφαγή

405 925,74

Όρνιθες ωοπαραγωγής

427 690,62

Φρούτα

769 823,87

Λαχανικά

408 448,99

Γεώμηλα

243 896,60

Κηπευτικά

334 428,56

(58)

Βάσει του άρθρου 21c παράγραφος 2 του νόμου για την AMA, τα προϊόντα με προέλευση εκτός Αυστρίας απαλλάσσονται από τις εν λόγω επιβαρύνσεις.

4.   ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ ΤΗΣ AMA

(59)

Με επιστολή της 16ης Οκτωβρίου 2000, στο πλαίσιο της διαδικασίας NN 34/2000, οι αυστριακές αρχές υπέβαλαν ετήσιες εκθέσεις για τα έτη 1995, 1996, 1997, 1998 και 1999 στις οποίες απαριθμούνται όλα τα μέτρα εμπορικής προώθησης της AMA.

(60)

Όσον αφορά το σήμα ποιότητας και το σήμα βιολογικών προϊόντων, οι αυστριακές αρχές παρείχαν λεπτομερή περιγραφή στο πλαίσιο της εκτίμησης του καθεστώτος ενίσχυσης NN 34A/2000.

(61)

Από τις πληροφορίες αυτές προκύπτει ότι οι δραστηριότητες εμπορικής προώθησης μπορούν να ομαδοποιηθούν στις ακόλουθες κατηγορίες ενίσχυσης:

διαφήμιση, η οποία περιλαμβάνει διαφήμιση για το σήμα ποιότητας και για το σήμα βιολογικών προϊόντων, μέτρα εμπορικής προώθησης γενικής φύσεως και μέτρα διαφήμισης εκτός Αυστρίας (τμήμα 4.1 κατωτέρω),

ενίσχυση για συστήματα διασφάλισης ποιότητας, ελέγχους ποιότητας και ελέγχους βιολογικών προϊόντων για τα προϊόντα που φέρουν τα σήματα ποιότητας και βιολογικών προϊόντων (τμήμα 4.2 κατωτέρω), και

μέτρα τεχνικής υποστήριξης (τμήμα 4.3 κατωτέρω).

(62)

Λεπτομερής περιγραφή των μέτρων ανά κατηγορία ενίσχυσης ακολουθεί στα κεφάλαια 4.1 έως 4.3 αντίστοιχα.

4.1.   ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ

4.1.1.   ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

(63)

Βάσει των πληροφοριών που διαβίβασαν οι αυστριακές αρχές σχετικά με το καθεστώς ενίσχυσης NN 34A/2000, το σήμα βιολογικών προϊόντων μπορεί να περιλάμβανε ή να μην περιλάμβανε ένδειξη προέλευσης. Το σήμα ποιότητας περιλάμβανε πάντοτε συγκεκριμένη ένδειξη προέλευσης και ένα δεύτερο πεδίο με χρώματα και/ή σύμβολα τα οποία υποδεικνύουν (με γραφικά μέσα) την προέλευση, ανάλογα με το κράτος μέλος ή την περιφέρεια παραγωγής.

Χρησιμοποιηθέντα λογότυπα και επιλεξιμότητα βάσει του καθεστώτος

(64)

Βάσει των πληροφοριών που διαβίβασαν οι αυστριακές αρχές σχετικά με το καθεστώς ενίσχυσης NN 34A/2000, τα σήματα είχαν την ακόλουθη εμφάνιση μετά το έτος 2002:

Εμφάνιση των σημάτων το έτος 2002  (19)

Σήμα ποιότητας  (20)

(Βαυαρία)

Σήμα ποιότητας

(ένδειξη προέλευσης)

Σήμα βιολογικών προϊόντων

Σήμα βιολογικών προϊόντων

(Αυστρία)

(απουσία ένδειξης προέλευσης)

Image

Image

Image

Image

(65)

Από τα παραδείγματα που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή για την περίοδο 1995-2002, προκύπτει ότι το σήμα βιολογικών προϊόντων είχε την ίδια εμφάνιση όπως και στην περίοδο μετά το 2002, ενώ, έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999, το σχέδιο του σήματος ποιότητας ήταν διαφορετικό (όπως απεικονίζεται κατωτέρω): αντί της μνείας «AMA Gütesiegel» τοποθετήθηκε η λέξη «Austria» (με το ίδιο μέγεθος) στο κεντρικό πεδίο, δηλαδή το οπτικά κυρίαρχο τμήμα του σήματος.

Εμφάνιση του σήματος ποιότητας κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999

Image

(66)

Τον Ιανουάριο του 2000, το αρχικό σήμα ποιότητας αντικαταστάθηκε από το σήμα που απεικονίζεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 65 (21). Αυτό αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες εκθέσεις από την περίοδο αυτή και έπειτα.

(67)

Βάσει των πληροφοριών που υποβλήθηκαν σχετικά με το καθεστώς ενίσχυσης NN 34A/2000, το σήμα βιολογικών προϊόντων και το σήμα ποιότητας χορηγούνταν μόνο σε σχέση με προϊόντα που πληρούσαν ορισμένα κριτήρια ποιότητας όσον αφορά τις μεθόδους παραγωγής, τα χαρακτηριστικά του προϊόντος και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τις απαιτήσεις που σχετίζονται με τη γεωγραφική προέλευση ενός προϊόντος.

(68)

Οι αυστριακές αρχές παρείχαν διαβεβαιώσεις ότι τηρήθηκαν οι διατάξεις της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22) στο πλαίσιο της επιδοτούμενης διαφήμισης.

(69)

Το σήμα βιολογικών προϊόντων χορηγούνταν μόνο σε σχέση με βιολογικά προϊόντα τα οποία πληρούσαν τα κριτήρια που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 του Συμβουλίου (23).

(70)

Το σήμα ποιότητας χορηγούνταν μόνο σε προϊόντα τα οποία πληρούσαν τις απαιτήσεις ποιότητας βάσει του άρθρου 24α στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 του Συμβουλίου (24). Τα προϊόντα τα οποία πληρούσαν τα κριτήρια ποιότητας που απαιτούνται για τη χρήση του σήματος ποιότητας ανταποκρίνονταν στα ακόλουθα υψηλότερα πρότυπα κατά την έννοια του σημείου 47 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006 (25).

Προϊόν

Κριτήριο

Τομέας του βοείου κρέατος

τιμή pH 36 < 5,8 εντός τουλάχιστον 36 ωρών.

Χοίρειο κρέας

PSE-χοίρειο κρέας: τιμή pH1 τουλάχιστον 30 λεπτά μετά τη σφαγή: 6,0 ή υψηλότερη.

 

Επιτρέπεται μόνο κρέας κατηγοριών S και E

 

DFD-χοίρειο κρέας: τιμή pH12 τουλάχιστον 12 ώρες μετά τη σφαγή: μέγιστο 5,8.

Γαλοπούλα

Βακτηριολογικές απαιτήσεις: μέγιστο σύνολο βακτηρίων L 50 000 KbE/cm2 και μέγιστο σύνολο εντεροβακτηρίων L 500 KbE/cm2 προ της κοπής, αντίστοιχες τιμές L 100 000 KbE/cm2 και L 1 000 KbE/cm2 μετά την κοπή.

Αυγά

Μόνον εκτροφή στο έδαφος και στο ύπαιθρο

 

Συμμετοχή σε πρόγραμμα πρόληψης και ελέγχου της σαλμονέλας.

Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα

Περιεκτικότητα σε λιποπολυσακχαρίτες ≤ 400 EU/ml

 

Μόνο 1 κατηγορία ποιότητας από τις 4 υφιστάμενες κατηγορίες.

 

Στο εύρος μικροβιολογικής ανοχής, τα κατώτερα όρια, σύμφωνα με τον αυστριακό νόμο Μilchhygieneverordnung, αποτελούν τα ανώτατα αποδεκτά όρια για τα προϊόντα με σήμα ποιότητας. Εάν το εύρος ανοχής είναι π.χ. 1-3, βάσει του νόμου, το σήμα ποιότητας επιτρέπει μόνο τιμές έως 1.

 

Περιεκτικότητα σε ζυμομύκητες και ευρωτομύκητες σε γαλακτοκομικά προϊόντα που έχουν υποστεί ζύμωση ≤ 10/ml, στο βούτυρο ≤ 100/g, στο νωπό τυρί ≤ 1 000 /g.

Μέλι

Μέγιστη περιεκτικότητα σε νερό 19 %, περιεκτικότητα HMF ≤ 20 ppm.

Σιτηρά, προϊόντα σιτηρών

Σίτος: εκατολιτρικό βάρος 80 kg, περιεκτικότητα σε γλουτένη 30 %, περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη 14 %, τιμή καθίζησης 50 Eh, χρόνος πτώσης 250 sec· εκατολιτρικό βάρος σίκαλης 72 kg, αμυλογράφημα 500AE· σίκαλη ζυθοποιίας: μέγιστη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες 12 %, περιεκτικότητα σε σίκαλη ολικής άλεσης 90 %.

Ελαιώδη φυτά και μαγειρικά έλαια

Αριθμός οξέων (SZ) 0,2 mg/kg.

 

Αριθμός υπεροξειδίων (POZ) (νωπά δείγματα) 1,5.

Παγωτό

Μόνο μη επεξεργασμένο γάλα της υψηλότερης κατηγορίας ποιότητας (S) εκ των τριών κατηγοριών.

 

Αριθμός βακτηρίων ≤ 50 000 (εύρος ανοχής + 30 000 )

 

Όλες οι μικροβιολογικές μέγιστες επιτρεπόμενες τιμές κάτω των προβλεπόμενων στον αυστριακό νόμο Speiseeisverordnung.

Φρούτα, λαχανικά, γεώμηλα για κατανάλωση

Χρήση φυτοφαρμάκων και ζιζανιοκτόνων μόνο σύμφωνα με τον θετικό κατάλογο ολοκληρωμένης παραγωγής, π.χ. μόνο περίπου 160 από τις περίπου 300 χημικές ουσίες για την προστασία των φυτών οι οποίες απαριθμούνται στον αυστριακό νόμο Pflanzenschutzmittelgesetz επιτρέπονται για τα προϊόντα με σήμα ποιότητας.

 

Στην αζωτούχο λίπανση των γεωμήλων επιτρέπονται μόνον 100 kg καθαρού αζώτου ανά εκτάριο (ορθή γεωργική πρακτική στην Αυστρία: 175 kg)

 

Δεν επιτρέπεται ιλύς καθαρισμού λυμάτων.

 

Δεν επιτρέπεται λίπανση χωρίς ανάλυση εδάφους ούτε λίπανση πέραν του επιπέδου θρεπτικών ουσιών C (βέλτιστη προμήθεια θρεπτικών ουσιών).

(71)

Η περιφέρεια προέλευσης που εμφανίζεται στα σήματα θεωρούνταν ότι ήταν η περιφέρεια στην οποία πραγματοποιήθηκε η μεταποίηση του προϊόντος και από την οποία προέρχονταν οι καθοριστικές πρώτες ύλες (wertbestimmende Rohstoffe). Το ένα τρίτο των εν λόγω πρώτων υλών μπορεί να προέρχεται από άλλες περιφέρειες, εάν δεν μπορούν να καλλιεργηθούν ή να αποκτηθούν στην περιφέρεια προέλευσης.

(72)

Στην παραγωγή νωπών αυγών, οι όρνιθες ωοπαραγωγής έπρεπε να έχουν γεννηθεί και υποβληθεί σε πάχυνση στην οικεία περιφέρεια. Στην παραγωγή βοείου και μοσχαρίσιου κρέατος, χοίρειου κρέατος, γαλοπούλας και αρνιού, τα ζώα έπρεπε να έχουν γεννηθεί στην οικεία περιφέρεια.

(73)

Όσον αφορά το λογότυπο που χρησιμοποιήθηκε στο σήμα ποιότητας, οι αυστριακές αρχές επισύναψαν στις παρατηρήσεις τις οποίες υπέβαλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012 τους ισχύοντες κανόνες για το διάστημα έως το1999. Οι συγκεκριμένες πληροφορίες δείχνουν ότι τόσο οι κανονιστικές πράξεις (AMA-Gütesiegel Richtlinien (26), Regulativ für die Verleihung des Rechts zur Führung der Urspungs- und Gütezeichen für Lebensmittel (27)) όσο και τα έντυπα αιτήσεων (Antrag auf Verleihung des Herkunfts- und Gütezeichens für Lebensmittel (28)) χρησιμοποιούσαν το λογότυπο που απεικονίζεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 65.

(74)

Μετά το έτος 1999 το λογότυπο που χρησιμοποιήθηκε για το σήμα ποιότητας ήταν ίδιο με εκείνο που απεικονίζεται στην αιτιολογική σκέψη 64 ανωτέρω.

Επιλέξιμες δαπάνες στο πλαίσιο του καθεστώτος

(75)

Όσον αφορά το σήμα ποιότητας, από τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν στις ετήσιες εκθέσεις για το διάστημα από το 1995 έως το 1999 και τις πληροφορίες που αφορούν το καθεστώς ενίσχυσης NN 34A/2000 μπορεί να συναχθεί ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε για τα έξοδα διαφημιστικών εκστρατειών για τη βελτίωση της ευαισθητοποίησης των καταναλωτών απέναντι στην ποιότητα και για την προώθηση του σήματος ποιότητας. Ο στόχος ήταν να καταστεί η εικόνα του σήματος ποιότητας οδηγός για την πραγματοποίηση αγορών (Orientierungshilfe beim Einkauf).

(76)

Όσον αφορά το σήμα βιολογικών προϊόντων, χορηγήθηκε ενίσχυση για τα έξοδα διαφημιστικών εκστρατειών για την ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τα προϊόντα που φέρουν το σήμα βιολογικών προϊόντων καθώς και σχετικά με τις απαιτήσεις για τη χρήση του σήματος και σχετικά με τη βιολογική γεωργία γενικότερα.

(77)

Οι εκστρατείες συνίσταντο σε διαφημίσεις σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, σε σημεία πώλησης και δημόσιες εκδηλώσεις, σε περίπτερα ενημέρωσης με φυλλάδια σχετικά με τα προϊόντα που φέρουν το σήμα ποιότητας ή το σήμα βιολογικών προϊόντων, σε ενημερωτικά φυλλάδια, στο πλαίσιο δοκιμής προϊόντων σε πανηγύρεις και άλλες δημόσιες εκδηλώσεις καθώς και άλλα μέσα για την προσέλκυση του ενδιαφέροντος των καταναλωτών, όπως αυτοκόλλητα δαπέδου (τα οποία τοποθετούνται σε σουπερμάρκετ) με σύμβολα και πληροφορίες σχετικά με το σήμα ποιότητας και το σήμα βιολογικών προϊόντων. Οι εκστρατείες επικεντρώνονταν σε διαφορετικές ομάδες προϊόντων κάθε φορά, ανάλογα με την τοπική κατάσταση και την κατάσταση της αγοράς.

(78)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπέβαλαν οι αυστριακές αρχές σε σχέση με το μέτρο NN 34A/2000, οι διαφημίσεις ή οι δραστηριότητες σε σημεία πώλησης και δημόσιες εκδηλώσεις κατά την περίοδο 2002-2008 δεν έκαναν μνεία σε κανέναν κατονομαζόμενο παραγωγό ή μάρκα. Αντιθέτως, περιείχαν μόνο πληροφορίες σχετικά με τις απαιτήσεις ποιότητας του προϊόντος και τους ελέγχους ποιότητας που σχετίζονται με το σήμα ποιότητας, ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να αναγνωρίζουν την ειδική ποιότητα των προϊόντων που φέρουν το σήμα. Στήριξη για δραστηριότητες σε σημεία πώλησης ήταν διαθέσιμη για όλες τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις οι οποίες επιθυμούσαν να οργανώσουν τέτοιες εκστρατείες στους χώρους τους. Οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις δεν έλαβαν καμία άμεση ενίσχυση στο πλαίσιο του κοινοποιηθέντος καθεστώτος ενίσχυσης.

(79)

Επιπλέον, σύμφωνα με τις αυστριακές αρχές, η προέλευση του προϊόντος, όταν αναφερόταν, έπρεπε να είναι το δευτερεύον μήνυμα στην επιδοτούμενη διαφήμιση. Οι αυστριακές αρχές υπέβαλαν αντιπροσωπευτικά δείγματα έντυπων και οπτικοακουστικών διαφημίσεων για να καταδείξουν τον τρόπο σχεδιασμού των διαφημίσεων προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το μήνυμα σχετικά με την προέλευση παρέμενε πάντοτε δευτερεύον.

(80)

Από τις πληροφορίες που αφορούν το μέτρο NN 34A/2000 προκύπτει ότι μέρος των μέτρων για το σήμα βιολογικών προϊόντων αφορά συγχρηματοδοτούμενες από την ΕΕ δραστηριότητες προώθησης.

4.1.2.   ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

(81)

Από τις πληροφορίες που παρατίθενται στις ετήσιες εκθέσεις 1995-1999 προκύπτει ότι οι διαφημιστικές εκστρατείες αφορούσαν γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα, κρέας και προϊόντα κρέατος, αυγά, φρούτα, λαχανικά και γεώμηλα καθώς και προϊόντα μεταποιημένα από τις εν λόγω πρώτες ύλες και άνθη.

(82)

Οι εκστρατείες συνίσταντο σε διαφημίσεις σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα και προωθητικές ενέργειες σε σημεία πώλησης, πανηγύρεις και δημόσιες εκδηλώσεις. Για τις προωθητικές ενέργειες χρησιμοποιήθηκαν ενημερωτικά περίπτερα με δείγματα προϊόντων και φυλλάδια σχετικά με τα διαφημιζόμενα προϊόντα και άλλα μέσα προσέλκυσης του ενδιαφέροντος των καταναλωτών, όπως δοκιμή προϊόντων, διαγωνισμοί με βραβεία (Gewinnspiele) καθώς και αφίσες, σημαίες και αυτοκόλλητα δαπέδου με πληροφορίες σχετικά με τα διαφημιζόμενα προϊόντα. Επιπλέον, παρήχθησαν ποικίλα έντυπα και άλλα υλικά για την προώθηση διαφόρων προϊόντων ή ομάδων προϊόντων. Στα υλικά αυτά περιλαμβάνονται ενημερωτικά φυλλάδια, περιοδικά, βιβλία μαγειρικής, ρούχα με στάμπες και προωθητικά δώρα.

Συγκεκριμένες εκστρατείες οι οποίες διεξήχθησαν στο πλαίσιο του καθεστώτος

(83)

Στα παραδείγματα διαφημίσεων από τη συγκεκριμένη περίοδο τα οποία διατέθηκαν στην Επιτροπή, η προέλευση του προϊόντος φαίνεται με τη χρήση λέξης και συμβόλου όχι μόνο στο σήμα ποιότητας αλλά και αλλού στο διαφημιστικό υλικό.

(84)

Ακολουθούν μερικά παραδείγματα τα οποία περιέχονται στην ετήσια έκθεση του 1995 και στα δείγματα τα οποία υπέβαλε η Αυστρία στην Επιτροπή:

Σε εκστρατεία του 1995 αναφερόταν η φράση «Geflügel aus Österreich». Στο κύριο οπτικό πεδίο του λογοτύπου απεικονίζεται η αυστριακή σημαία.

Διαφημιστική εκστρατεία του 1995 διεξήχθη υπό τον τίτλο «Όρεξη για Αυστρία» («Appetit auf Österreich»). Στο κύριο οπτικό πεδίο του λογοτύπου (με τη λέξη «Österreich») χρησιμοποιήθηκε ως φόντο η αυστριακή σημαία. Στο περιγραφικό μέρος της διαφήμισης, γινόταν σαφής μνεία στην προέλευση των προϊόντων «Τρόφιμα από την Αυστρία — γιατί;» («Lebensmittel aus Österreich — warum?»).

Το 1995 διεξήχθη εκστρατεία για την προώθηση αυγών από την Αυστρία με τον τίτλο «Φρέσκα αυγά ποιότητας από την Αυστρία» («Qualitätseier frisch aus Österreich»).

Προωθητικό υλικό για φράουλες το οποίο υποβλήθηκε στην Επιτροπή έφερε το λογότυπο «Φρούτα από την Αυστρία» («Obst aus Österreich»).

Εκστρατεία για μοσχαρίσιο κρέας διεξήχθη με το σύνθημα «Αυστριακό βόειο κρέας — κάθε κομμάτι είναι απόλαυση» («Österreichisches Rindfleisch, jedes Stück ein Gustostück»).

Εκστρατεία για χοίρειο κρέας διεξήχθη με το σύνθημα «Χοίρειο κρέας από την Αυστρία — ξέρετε τι τρώτε» («Schweinefleisch aus Österreich, da weiß man was man isst»).

Εκστρατεία για τυρί διεξήχθη με το σύνθημα «Typisch Österreich, Käse mit Charakter».

(85)

Στην ετήσια έκθεση του 1996, η αποστολή της AMA συνοψίζεται ως ακολούθως: «να πείσει τους εγχώριους καταναλωτές για τα οφέλη των αυστριακών προϊόντων, παρά την αυξανόμενη ποικιλία των ευρωπαϊκών τροφίμων» («die einheimischen Konsumenten, trotz der zunehmenden Vielfalt des europäisch werdender Lebensmittelangebotes, von den Vorzügen österreichischer Produkte zu überzeugen») (29). Ακολούθως αναφέρεται: «Η καλλιέργεια» προτίμησης για την Αυστρία «συμβάλλει σημαντικά στη διατήρηση του μεριδίου αγοράς των γεωργικών προϊόντων μας». («Diese Kultivierung der “Präferenz für Osterreich” ist ein wesentlicher Beitrag zur Marktanteilsicherung für unsere Agrarprodukte»). Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι η συνεργασία μεταξύ της AMA Marketing και των εθνικών παραγωγών υπήρξε τόσο επιτυχημένη ώστε σχεδόν δεν εισήλθαν στην αυστριακή αγορά αλλοδαποί παραγωγοί γάλακτος και βουτύρου (30).

(86)

Στο τελευταίο κεφάλαιο της έκθεσης με τίτλο «Εμπόριο και καταναλωτές δίνουν αξία στον πατριωτισμό» («Patriotismus bei Handel und Konsument gefragt») αναφέρεται ότι διαφυλάχθηκε το υψηλό μερίδιο αγοράς των εθνικών προϊόντων σε σύγκριση με τον ανταγωνισμό από άλλα προϊόντα της ΕΕ (31). Στην έκθεση κατονομάζονται οι εταιρείες (έμποροι λιανικής) οι οποίες συμμετέχουν (32) στην εκστρατεία και υπογραμμίζεται ότι η χρήση του κόκκινου-λευκού-κόκκινου λογοτύπου συνδυάστηκε με την ανάδειξη των πλεονεκτημάτων των αυστριακών τροφίμων για τους καταναλωτές.

(87)

Σε σχέση με τις εκστρατείες και τις δράσεις που διεξήχθησαν το 1996 παρατίθενται οι ακόλουθες περιπτώσεις ως παραδείγματα:

α)

Στην έκθεση γίνεται μνεία στην εκστρατεία «Το βούτυρό μας είναι αναντικατάστατο» («Unsere Butter kann durch nichts ersetzt werden») (33).

β)

Άλλα παραδείγματα τα οποία παρατίθενται στην ετήσια έκθεση αναφέρονται στο εγχώριο κρέας: «Η καλύτερη συνταγή της Αυστρίας» («Österreichs bestes Rezept»), «Βόειο και μοσχαρίσιο κρέας από την Αυστρία» («Rindfleisch aus Österreich») (34). Η κάλυψη του υλικού που διανεμήθηκε φαίνεται ότι υπήρξε σημαντική. Στην ετήσια έκθεση γίνεται μνεία σε 400 000 αντίτυπα του φυλλαδίου «Μοσχαρίσιο κρέας από την Αυστρία» («Kalbfleisch aus Österreich») και 800 000 αντίτυπα του φυλλαδίου «Όλα για το κρέας» («Alles über Fleisch») (35).

(88)

Στην έκθεση αναφέρονται επίσης εκστρατείες χωρίς μνεία στην προέλευση των προϊόντων, όπως «Γάλα — λευκή ενέργεια» (36) ή στη σχολική εκστρατεία που διεξήχθη με το σύνθημα «Το ακαταμάχητο μήλο» («Der unbesiegbare Apfel») (37). Η τελευταία δεν περιέχει καμία μνεία σε μάρκες ή στην προέλευση του προϊόντος, αλλά αναφέρεται μόνο σε γενικά χαρακτηριστικά του φρούτου (θρεπτικές ουσίες, ενέργεια, βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία κ.λπ.).

(89)

Στην ετήσια έκθεση του 1997 αναφέρεται ότι τα μέτρα της AMA κατάφεραν να «δημιουργήσουν φραγμούς στην είσοδο άλλων προϊόντων της ΕΕ» και μνημονεύεται η περίπτωση του γιαουρτιού για το οποίο οι εθνικοί παραγωγοί ανέκτησαν μερίδιο αγοράς της τάξης του 15 % από αλλοδαπούς παραγωγούς (38).

(90)

Για το 1999, σε ορισμένα παραδείγματα διαφημίσεων, η διαφήμιση αφορά συγκεκριμένες επιχειρήσεις (για παράδειγμα, σε έντυπη διαφήμιση για αυστριακό τυρί γίνεται αναφορά στον παραγωγό τυριού […….] (39) και σε διαφήμιση για αυστριακά αυγά γίνεται αναφορά στην εταιρεία λιανικής πώλησης τροφίμων […….] (40)).

(91)

Στη διαφήμιση για γιαούρτι με το σήμα ποιότητας «AMA», απεικονίζεται το ακόλουθο κείμενο «Γιαούρτι από την Αυστρία» (41).

(92)

Στις ετήσιες εκθέσεις για τα έτη 1997, 1998 και 1999 περιέχονται παρόμοιες εκστρατείες και συνθήματα με αυτά που περιγράφηκαν ανωτέρω.

(93)

Στις ετήσιες εκθέσεις για τα έτη 2000 και 2001 γίνεται μνεία σε εκστρατείες όπως οι ακόλουθες:

α)

Διαφήμιση για το γάλα («Frische Milch hat's in sich») (42)

β)

Σχολική εκστρατεία για το γάλα (43)

γ)

Εκστρατεία Νεολαία 2000 (Jugend 2000) (44)

δ)

Φυλλάδιο για τη γενιά 50+ (45)

4.1.3.   ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ ΕΚΤΟΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ

(94)

Σκοπός των μέτρων διαφήμισης ήταν η ενημέρωση καταναλωτών και επαγγελματιών σχετικά με τις προσφορές προϊόντων από την Αυστρία –τη γεύση και τη μαγειρική χρήση τους– και η παρότρυνσή τους να δοκιμάσουν τα εν λόγω προϊόντα (για πρώτη φορά).

(95)

Οι διαφημιστικές εκστρατείες περιλάμβαναν διαφημίσεις στα μέσα ενημέρωσης, φυλλάδια και έντυπα, προωθητικά δώρα, δοκιμή προϊόντων και απευθείας αποστολή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε καταναλωτές.

(96)

Η διαφήμιση των αυστριακών προϊόντων πραγματοποιήθηκε επίσης στο πλαίσιο εβδομάδων αυστριακών τροφίμων και διεθνών εκθέσεων σε κράτη μέλη της ΕΕ εκτός Αυστρίας.

(97)

Σύμφωνα με τις αυστριακές αρχές, οι προαναφερθείσες εισφορές για την περίοδο 2002-2008 δεν εισήγαγαν διακρίσεις κατά την έννοια του άρθρου 90 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 110 της ΣΛΕΕ). Ειδικότερα, αναφέρουν ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι προϊόντα αυστριακής προέλευσης τα οποία αποτελούσαν αντικείμενο εμπορίας εκτός Αυστρίας δεν μπορούσαν να επωφεληθούν από το μέτρο στον ίδιο βαθμό με τα προϊόντα που αποτελούσαν αντικείμενο εμπορίας στην Αυστρία.

4.2.   ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

(98)

Όσον αφορά το σήμα ποιότητας και το σήμα βιολογικών προϊόντων της AMA, χορηγήθηκε ενίσχυση για ανάπτυξη συστημάτων διασφάλισης ποιότητας (μελέτες για τη βελτίωση της ποιότητας της παραγωγής γενικά, εκπόνηση και διανομή εγγράφων διασφάλισης ποιότητας, ανάπτυξη σχετικών συστημάτων πληροφορικής εντός της AMA Marketing), ελέγχους ποιότητας και ελέγχους βιολογικών προϊόντων (επιτόπιοι έλεγχοι από εξωτερικούς φορείς και εργαστηριακές αναλύσεις). Οι κάτοχοι αδειών επιβαρύνθηκαν οι ίδιοι με το κόστος όλων των συνήθων ελέγχων ποιότητας.

(99)

Επιπλέον, στις ετήσιες εκθέσεις 1995-1999 αναφέρεται ένα μέτρο το οποίο συνίσταται στη θέσπιση συστήματος διασφάλισης ποιότητας ISO 9002.

4.3.   ΜΕΤΡΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ

4.3.1.   ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

(100)

Χορηγήθηκε ενίσχυση για σχέδια γενικής ενημέρωσης, δραστηριότητες δημοσίων σχέσεων για τη διάδοση γενικών γνώσεων σχετικά με τα σήματα και για διαγωνισμούς οι οποίοι οργανώθηκαν για την προώθηση των σημάτων ποιότητας (Gewinnspiele).

(101)

Επιλέξιμες ήταν οι δαπάνες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν για τη διοργάνωση ενημερωτικών συναντήσεων και για την παραγωγή φυλλαδίων, καταλόγων, ενημερωτικών δελτίων και περιεχομένου στο διαδίκτυο.

(102)

Ο στόχος ήταν η παροχή αντικειμενικών πληροφοριών στους καταναλωτές σχετικά με το πρόγραμμα σήματος ποιότητας και σήματος βιολογικών προϊόντων της AMA γενικά, όπως τον προσανατολισμό στην ποιότητα του προγράμματος για το σήμα ποιότητας, το περιεχόμενο των σημάτων και τα συστήματα ελέγχου.

(103)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρείχαν οι αυστριακές αρχές, τα προαναφερθέντα μέτρα δεν αφορούσαν συγκεκριμένες ομάδες προϊόντων ούτε παρότρυναν τους πελάτες να αγοράσουν ένα συγκεκριμένο προϊόν.

4.3.2.   ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΑΓΟΡΑΣ

(104)

Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις, κατά την περίοδο από το 1995 έως το 1999 χορηγήθηκε ενίσχυση για δραστηριότητες γενικής ενημέρωσης και δημοσίων σχέσεων, τη διοργάνωση εκθέσεων και τη συμμετοχή σε αυτές, καθώς και για έρευνες αγοράς.

(105)

Ο στόχος των δραστηριοτήτων γενικής ενημέρωσης και δημοσίων σχέσεων για τις οποίες χορηγήθηκε ενίσχυση ήταν η παρουσίαση των γενικών χαρακτηριστικών των τροφίμων και η αντιμετώπιση ανησυχιών γενικού ενδιαφέροντος, όπως η παροχή συμβουλών και πληροφοριών σε περίπτωση σκανδάλου σχετικού με τρόφιμο. Οι δραστηριότητες δημοσίων σχέσεων περιλάμβαναν επίσης τη βελτίωση της βάσης επικοινωνίας στα μέσα ενημέρωσης και χρησιμοποίησαν διαύλους όπως δελτία Τύπου, συνεντεύξεις Τύπου, υπηρεσίες Τύπου, ενημερωτικά δελτία, ημέρες γνωριμίας και δραστηριότητες εκπροσώπησης συμφερόντων.

(106)

Χορηγήθηκε επίσης ενίσχυση για την οργάνωση εκδηλώσεων και τη συμμετοχή σε εκδηλώσεις, όπως διαγωνισμούς, συνέδρια, σεμινάρια και ημερίδες στην Αυστρία, καθώς και σε «αυστριακές εβδομάδες» και εκθέσεις σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ.

(107)

Χορηγήθηκε ενίσχυση για έρευνες αγοράς για την εκπόνηση μελετών σχετικά με γενικά δεδομένα της αγοράς τροφίμων, την ανάπτυξη των αγορών, τη συμπεριφορά των καταναλωτών, τάσεις και αναλύσεις των πωλήσεων των σχετικών γεωργικών προϊόντων.

5.   ΕΝΤΑΣΕΙΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ

(108)

Η ενίσχυση κάλυψε ποσοστό 100 % των επιλέξιμων δαπανών των μέτρων εμπορικής προώθησης της AMA.

(109)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρείχαν οι αυστριακές αρχές, η ενίσχυση για τα προϊόντα ποιότητας και για τεχνική υποστήριξη σχετικά με το σήμα ποιότητας και το σήμα βιολογικών προϊόντων δεν υπερέβη ποτέ τα 100 000 EUR ανά δικαιούχο κατά τη διάρκεια τριετούς περιόδου.

(110)

Όσον αφορά τα μέτρα ελέγχου σχετικά με τη χρήση του σήματος ποιότητας, οι αυστριακές αρχές επιβεβαίωσαν ότι η ενίσχυση καταργήθηκε το 2009.

6.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

6.1.   ΎΠΑΡΞΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(111)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η απαγόρευση κρατικών ενισχύσεων αφορά ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

6.1.1.   ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ Ή ΜΕ ΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ

(112)

Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των κεφαλαίων ως κρατικών πόρων, δεν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες η ενίσχυση χορηγείται απευθείας από το κράτος και των περιπτώσεων όπου η ενίσχυση χορηγείται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς τους οποίους έχει ορίσει ή ιδρύσει το κράτος για τον σκοπό αυτό (46).

(113)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η ενίσχυση δεν χορηγείται απευθείας από το κράτος, αλλά από την AMA, ενδιάμεσο φορέα που συστάθηκε με νόμο και ελέγχεται από το κράτος (βλέπε αιτιολογική σκέψη 49). Η AMA διαχειρίζεται και ελέγχει πλήρως την AMA Marketing και, ως εκ τούτου, τεκμαίρεται ότι ασκεί αποφασιστική επιρροή σε αυτήν. Επομένως, για τους σκοπούς της παρούσας ενότητας, η AMA και η AMA Marketing θα αξιολογηθούν από κοινού. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί αν οι εισφορές που εισπράττει η AMA μπορούν να θεωρηθούν κρατικοί πόροι καταλογιστέοι στο κράτος.

(114)

Η AMA και η AMA Marketing συστάθηκαν με νόμο. Το κράτος καθορίζει τους στόχους των εν λόγω φορέων (άρθρο 2 του νόμου για την AMA), τη διοικητική δομή τους (άρθρα 4-17 του νόμου για την AMA) και τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου (βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 118). Επομένως, οι εν λόγω φορείς ελέγχονται από το κράτος. Οι δραστηριότητες εμπορικής προώθησης που ασκούν χρηματοδοτούνται από εισφορές υπέρ τρίτων (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 49 και 53) (47). Ο νόμος για την AMA (άρθρο 21a παράγραφος 1) καθορίζει τη χρήση των εισφορών που εισπράττονται. Η AMA υπόκειται σε έλεγχο από κρατικά όργανα, όπως το αυστριακό Ελεγκτικό Συνέδριο (48). Επιπλέον, το άρθρο 29 του νόμου για την AMA ορίζει ότι, κατά την εκτέλεση διαδικαστικών διαδικασιών, η AMA εφαρμόζει τον Γενικό Νόμο περί Διοικητικής Διαδικασίας (allgemeines Verwaltungsverfahrensgesetz).

(115)

Κατά των αποφάσεων της AMA μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) (49). Σύμφωνα με την έκδοση του 2004 του νόμου για την AMA, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή κατά των αποφάσεων της AMA ενώπιον του Υπουργείου Γεωργίας και Δασοκομίας.

(116)

Η είσπραξη της εισφοράς βάσει του νόμου για την AMA εμπίπτει στην αρμοδιότητα της AMA. Η AMA είναι αρμόδια να επιθεωρεί εγκαταστάσεις ή γεωργικές εκτάσεις και να ζητεί εκθέσεις ή αποδεικτικά στοιχεία από τις επιχειρήσεις που υποχρεούνται να καταβάλλουν την εισφορά (50). Οι παραβάσεις του νόμου για την AMA τιμωρούνται από την περιφερειακή διοικητική αρχή (Bezirksverwaltungsbehörde) με πρόστιμο ύψους έως 3 630 EUR (51). Τιμωρούνται επίσης οι απόπειρες καταστρατήγησης των κανόνων της AMA. Σε περίπτωση που το πρόστιμο δεν μπορεί να εισπραχθεί, μπορεί να επιβληθεί ποινή φυλάκισης διάρκειας έως έξι εβδομάδων (52).

(117)

Οι αυστριακές αρχές δήλωσαν ότι ο σκοπός της εισφοράς, το πεδίο εφαρμογής και το μέγιστο ύψος της καθορίζονται στον νόμο για την AMA (53). Το συγκεκριμένο ύψος της εισφοράς καθορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο της AMA (Verwaltungsrat der Agrarmarkt Austria). Το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει το συγκεκριμένο ύψος της εισφοράς βάσει της κατάστασης της αγοράς κάθε σχετικού προϊόντος, της ανάπτυξης των πωλήσεων, της κατάστασης του εισοδήματος των εγχώριων προϊόντων στην Αυστρία και στο εξωτερικό, καθώς και της αναγκαιότητας και της σκοπιμότητας της εφαρμογής μέτρων εμπορικής προώθησης (54).

(118)

Το διοικητικό συμβούλιο της AMA απαρτίζεται από 4 μέλη τα οποία εκπροσωπούν το Γεωργικό Επιμελητήριο (Landwirtschaftskammer Österreich), το Ομοσπονδιακό Εργατικό Επιμελητήριο (Bundesarbeitskammer), το Οικονομικό Επιμελητήριο (Wirtschaftskammer Österreich) και την Αυστριακή Ομοσπονδία Συνδικαλιστικών Ενώσεων (Österreichischer Gewerkschaftsbund) (55).

(119)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή έλεγξε αν στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να εφαρμοστεί η νομολογία της υπόθεσης Pearle. Στις 15 Ιουλίου 2004, το Δικαστήριο επεσήμανε στην απόφασή του στην υπόθεση Pearle  (56) ότι οι υποχρεωτικές εισφορές τις οποίες εισπράττει ενδιάμεσος οργανισμός από όλες τις επιχειρήσεις ενός εμπορικού τομέα δεν θεωρούνται κρατικοί πόροι όταν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες τέσσερις προϋποθέσεις:

το εν λόγω μέτρο θεσπίζεται από τον επαγγελματικό φορέα που εκπροσωπεί τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους ενός εμπορικού τομέα και δεν χρησιμοποιείται ως μέσο για την εφαρμογή κρατικής πολιτικής,

οι στόχοι που καθορίζονται μέσω του εν λόγω μέτρου χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από τις εισφορές των επιχειρήσεων του τομέα,

ο τρόπος χρηματοδότησης και το ποσοστό/ποσό των εισφορών καθορίζονται στο πλαίσιο του επαγγελματικού φορέα του οικείου εμπορικού τομέα από τους εκπροσώπους των εργοδοτών και των εργαζομένων, χωρίς καμία κρατική παρέμβαση,

οι εισφορές χρησιμοποιούνται υποχρεωτικά για τη χρηματοδότηση του μέτρου, χωρίς τη δυνατότητα κρατικής παρέμβασης.

(120)

Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, η Επιτροπή εκτιμά ότι το καθεστώς δεν πληροί όλες τις ως άνω προϋποθέσεις.

(121)

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, πρέπει να σημειωθεί ότι η χρηματοδότηση των μέτρων εμπορικής προώθησης δεν τελεί υπό τη διαχείριση επαγγελματικού φορέα που εκπροσωπεί τον κλάδο, αλλά της AMA Marketing, δημόσιου φορέα που έχει συσταθεί και ελέγχεται από το κράτος (βλέπε αιτιολογική σκέψη 49 και άρθρο 3 του νόμου για την AMA).

(122)

Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, η εισφορά και το μέγιστο ποσό των εισφορών επιβάλλονται με νόμο (δηλαδή με τον νόμο για την AMA) και εισπράττονται από φορέα που ελέγχεται από το κράτος και όχι από επαγγελματικό φορέα του εμπορικού τομέα. Επιπλέον, βάσει του νόμου για την AMA, η εισφορά είναι υποχρεωτική (βλέπε αιτιολογική σκέψη 53). Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν την παρέμβαση του κράτους σε ό,τι αφορά τη μέθοδο χρηματοδότησης της ενίσχυσης.

(123)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτιμά ότι η παρούσα υπόθεση δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι οι εισφορές που αναλύθηκαν στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Pearle δεν συνιστούσαν κρατικούς πόρους.

(124)

Στις 30 Μαΐου 2013, στην υπόθεση Doux Élevage, το Δικαστήριο απάντησε σε προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας των κρατικών πόρων (57).

(125)

Στην απόφασή του, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι απόφαση εθνικής αρχής με την οποία επεκτείνεται, σε όλους τους εργαζομένους στον γεωργικό τομέα, συμφωνία η οποία θεσπίζει εισφορά, στο πλαίσιο αναγνωρισμένης από την εθνική αρχή διεπαγγελματικής οργάνωσης, προκειμένου να επιτραπεί η υλοποίηση μέτρων επικοινωνίας, προώθησης, εξωτερικών σχέσεων, διασφάλισης ποιότητας, έρευνας και προάσπισης των συμφερόντων του οικείου κλάδου, καθιστώντας γενικά εφαρμοστέα την υποχρέωση καταβολής της εισφοράς, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

(126)

Στην απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι επίμαχες εισφορές προήλθαν από ιδιωτικούς οικονομικούς φορείς που ασκούν δραστηριότητα στις σχετικές αγορές, ως εκ τούτου ο εν λόγω μηχανισμός δεν συνεπάγεται καμία άμεση ή έμμεση μεταβίβαση κρατικών πόρων. Τα κεφάλαια που δημιουργήθηκαν από την καταβολή των εισφορών αυτών δεν διήλθαν από τον προϋπολογισμό του κράτους ούτε κανενός δημοσίου φορέα και το κράτος δεν παραιτήθηκε από κανένα πόρο, οποιασδήποτε μορφής, είτε πρόκειται για φόρους, επιβαρύνσεις, εισφορές ή άλλους πόρους οι οποίοι, κατά την εθνική νομοθεσία, έπρεπε να τροφοδοτήσουν τον κρατικό προϋπολογισμό.

(127)

Αντίθετα προς την υπόθεση αυτή, η παρούσα υπόθεση δεν αφορά (εθελοντικές) εισφορές οι οποίες θεσπίστηκαν συλλογικά από διεπαγγελματική οργάνωση. Όπως καταδεικνύεται στην αιτιολογική σκέψη 53 ανωτέρω, οι αυστριακές επιχειρήσεις του κλάδου γεωργικών προϊόντων και τροφίμων καταβάλλουν υποχρεωτικές εισφορές τις οποίες θεσπίζει ο νόμος για την AMA. Επομένως, οι εισφορές δεν έχουν ιδιωτικό χαρακτήρα, αλλά επιβάλλονται από το κράτος μέσω νομοθετικής πράξης.

(128)

Επιπλέον, εν αντιθέσει με την υπόθεση Doux Élevage, η AMA δεν εισπράττει εισφορές οι οποίες θεσπίζονται από ιδιωτικούς οργανισμούς. Όπως καταδεικνύεται ανωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 49 έως 54, το κράτος θεσπίζει τις εισφορές τις οποίες διαχειρίζεται η AMA, φορέας δημοσίου δικαίου ο οποίος συστάθηκε με τον νόμο για την AMA και ελέγχεται από το κράτος. Η AMA Marketing, πλήρως ελεγχόμενη θυγατρική της AMA διαχειρίζεται το καθεστώς.

(129)

Στην υπόθεση Doux Élevage, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι επίμαχες εισφορές διατηρούν τον ιδιωτικό τους χαρακτήρα καθ' όλη τη διαδρομή τους και ότι οι εθνικές αρχές δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουν τους πόρους αυτούς προκειμένου να στηρίξουν ορισμένες επιχειρήσεις. Αντιθέτως, οι οικείες διεπαγγελματικές οργανώσεις αποφάσισαν πώς θα χρησιμοποιούσαν τους πόρους αυτούς, οι οποίοι ως εκ τούτου διατέθηκαν εξ ολοκλήρου για την επίτευξη στόχων που προσδιορίστηκαν από τις εν λόγω οργανώσεις. Επίσης, οι πόροι αυτοί δεν υπόκειντο διαρκώς σε δημόσιο έλεγχο και δεν ήταν στη διάθεση των κρατικών αρχών.

(130)

Εν αντιθέσει με την υπόθεση Doux Élevage, στην παρούσα υπόθεση οι στόχοι τους οποίους επιδιώκει η AMA δεν καθορίζονται από ιδιωτικό οργανισμό ο οποίος αποφασίζει σχετικά με τη χρήση των εν λόγω πόρων, αλλά με τη νομοθετική πράξη που διέπει τον δημόσιο φορέα (δηλαδή, τον νόμο για την AMA, βλέπε αιτιολογική σκέψη 54).

(131)

Επομένως, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της υπόθεσης Doux Élevage βάσει των οποίων μπορεί να γίνει δεκτή η ύπαρξη ιδιωτικών πόρων.

(132)

Για τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή εκτιμά ότι η χρηματοδότηση των επίμαχων μέτρων από την AMA καταλογίζεται στο κράτος και ότι τα κεφάλαια συνιστούν, επομένως, κρατικούς πόρους.

6.1.2.   ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ

(133)

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, θεωρούνται ενισχύσεις οι παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, ενδέχεται να ευνοήσουν επιχειρήσεις άμεσα ή έμμεσα ή οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ως οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει η δικαιούχος επιχείρηση υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (58). Επίσης, θεωρούνται ως ενισχύσεις τα μέτρα τα οποία, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και τα οποία κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ίδιας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα (59). Το Δικαστήριο επεσήμανε επίσης ότι κρατικό μέτρο που ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή προϊόντα δεν χάνει τον χαρακτήρα του χωρίς αντάλλαγμα παρεχόμενου πλεονεκτήματος λόγω του ότι χρηματοδοτείται πλήρως ή εν μέρει με εισφορές που επιβάλλει η δημόσια αρχή και εισπράττει από τις οικείες επιχειρήσεις (60).

(134)

Το μέτρο ωφελεί εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται στην παραγωγή, στη μεταποίηση και στην εμπορία γεωργικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της βιομηχανίας τροφίμων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 46), μέσω διαφήμισης, στήριξης προϊόντων ποιότητας και τεχνικής υποστήριξης.

(135)

Συναφώς, η Επιτροπή κάλεσε τις αυστριακές αρχές να υποβάλουν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το εύρος των δικαιούχων καθώς και σχετικά με τον αριθμό των δικαιούχων κάθε μέτρου εμπορικής προώθησης. Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές απάντησαν ότι δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν οι δικαιούχοι κάθε επιμέρους μέτρου, καθώς από το καθεστώς δεν επωφελήθηκαν μόνον οι παραγωγοί και οι έμποροι λιανικής που χρησιμοποίησαν τα λογότυπα, αλλά και οι παραγωγοί οι οποίοι δεν συμμετείχαν άμεσα στο καθεστώς και, ως εκ τούτου, και ο ίδιος ο κλάδος. Η Αυστρία υποστήριξε ότι τα μέτρα αύξησαν την ευαισθητοποίηση των καταναλωτών γενικά, με αποτέλεσμα να βελτιώσουν την ποιότητα των προϊόντων τους ακόμη και παραγωγοί οι οποίοι δεν συμμετείχαν στο καθεστώς.

(136)

Επιπλέον, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή ζήτησε από την Αυστρία να αποσαφηνίσει σε ποιον βαθμό η βιομηχανία τροφίμων επωφελείται από τα μέτρα εμπορικής προώθησης. Οι αυστριακές αρχές επικαλέστηκαν το ίδιο επιχείρημα που αναπτύσσεται και ανωτέρω (αιτιολογική σκέψη 135).

(137)

Σύμφωνα με τη νομολογία (61), ένα μέτρο διατηρεί τον επιλεκτικό χαρακτήρα του ακόμη και αν εφαρμόζεται σε έναν ολόκληρο κλάδο (αλλά όχι σε άλλους κλάδους). Τα επιχειρήματα των αυστριακών αρχών σε σχέση με τον ισχυρισμό ότι το μέτρο είναι γενικού χαρακτήρα πρέπει να απορριφθούν.

6.1.3.   ΝΟΘΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ

(138)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης μιας επιχείρησης μέσω της χορήγησης κρατικής ενίσχυσης συνιστά κατά κανόνα νόθευση του ανταγωνισμού με άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν λάβει αυτή την ενίσχυση (62). Ενίσχυση σε επιχείρηση που δραστηριοποιείται σε αγορά ανοικτή στις ενδοενωσιακές συναλλαγές είναι ικανή να επηρεάσει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές (63).

(139)

Κατά την περίοδο 1995-2008 υπήρξε σημαντικός όγκος ενδοενωσιακών συναλλαγών στο εμπόριο γεωργικών προϊόντων. Ενδεικτικά, το 2004 γεωργικά προϊόντα της ΕΕ αξίας περίπου 183 δισεκατ. EUR (εισαγωγές) έως περίπου 187 δισεκατ. EUR (εξαγωγές) αποτέλεσαν αντικείμενο ενδοενωσιακών συναλλαγών, αντιπροσωπεύοντας περίπου 57 % της συνολικής γεωργικής παραγωγής αξίας 324 δισεκατ. EUR (64).

(140)

Επομένως, δεδομένων των σημαντικών ενδοενωσιακών συναλλαγών στο εμπόριο γεωργικών προϊόντων κατά τη σχετική περίοδο, μπορεί να θεωρηθεί ότι τα μέτρα που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας απόφασης νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Επιπλέον, αυτό επιβεβαιώνεται από ορισμένες δηλώσεις της ίδιας της AMA στις ετήσιες εκθέσεις της για τη σχετική περίοδο (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 84-90 ανωτέρω), οι οποίες καταδεικνύουν ότι η AMA αντιλαμβανόταν ότι οι δραστηριότητες εμπορικής προώθησης μπορούσαν να προωθήσουν την εγχώρια παραγωγή σε ανταγωνισμό με τους παραγωγούς από άλλα κράτη μέλη.

(141)

Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων, πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Μπορεί, επομένως, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα μέτρα που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας απόφασης συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου.

6.2.   ΧΡΟΝΙΚΟ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΙ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ

(142)

Τα μη κοινοποιηθέντα μέτρα εμπορικής προώθησης της AMA στο πλαίσιο του καθεστώτος ενίσχυσης NN 34/2000 και τα μέτρα της AMA της ακυρωθείσας απόφασης της Επιτροπής NN 34A/2000 ήταν το αντικείμενο της απόφασης κίνησης της διαδικασίας του 2012.

(143)

Δεδομένου ότι ο νόμος για την AMA και οι εκτελεστικές διατάξεις του έχουν τροποποιηθεί επανειλημμένως, ότι έχουν πραγματοποιηθεί πολλά διαδικαστικά στάδια και ότι η ενίσχυση αποτελείται από διάφορα μέτρα με διαφορετική διάρκεια, πρέπει να καθοριστούν οι ακριβείς ημερομηνίες έναρξης και λήξης της εφαρμογής των μέτρων και, επομένως, να προσδιοριστεί το χρονικό πεδίο εφαρμογής της απόφασης.

(144)

Βάσει των πληροφοριών που παρείχαν οι αυστριακές αρχές, τα μέτρα εμπορικής προώθησης ισχύουν από το 1994, δηλαδή πριν από την 1η Ιανουαρίου 1995, ημερομηνία ένταξης της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, οι αυστριακές αρχές δεν κοινοποίησαν τα μέτρα της AMA στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 143 ή το άρθρο 144 της πράξης προσχώρησης της Δημοκρατίας της Αυστρίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 34) και, ως εκ τούτου, αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν υφιστάμενη ενίσχυση. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να θεωρηθούν νέα ενίσχυση μη κοινοποιηθείσα κατά την ημερομηνία προσχώρησης (1η Ιανουαρίου 1995), η οποία θα πρέπει να θεωρηθεί ημερομηνία έναρξης της χορήγησης της ενίσχυσης.

(145)

Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 36, οι αυστριακές αρχές ισχυρίζονται ότι, με επιστολή της 23ης Ιουνίου 1997, υπέβαλαν συμπληρωμένο έντυπο κοινοποίησης σχετικά με τα μέτρα εμπορικής προώθησης της AMA, επί του οποίου δεν υπήρξε καμία αντίδραση από την Επιτροπή εντός της προβλεπόμενης δίμηνης προθεσμίας (65). Κατά την άποψή τους, επρόκειτο για έγκυρη κοινοποίηση και, μετά τη δίμηνη προθεσμία, η ενίσχυση θα έπρεπε να θεωρηθεί εγκριθείσα και, ως εκ τούτου, να χαρακτηριστεί υφιστάμενη ενίσχυση. Η ίδια επιχειρηματολογία αναπτύσσεται σε νομική γνωμοδότηση η οποία επισυνάπτεται στις πληροφορίες που υποβλήθηκαν στις 25 Φεβρουαρίου 2015.

(146)

Η Επιτροπή αντικρούει το επιχείρημα αυτό. Δεδομένου ότι τα μέτρα τέθηκαν σε εφαρμογή ήδη πριν από το 1997, η προαναφερθείσα επιστολή δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη κοινοποίηση των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ και, επομένως, η ενίσχυση δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί υφιστάμενη ενίσχυση. Σύμφωνα με την απόφαση που εκδόθηκε στην υπόθεση Lorenz, η ενίσχυση θα θεωρούνταν υφιστάμενη ενίσχυση μόνον εάν δεν είχε ακόμη εφαρμοστεί όταν το μέτρο κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή· σε περίπτωση προηγούμενης μη εφαρμογής, η ενίσχυση θα μπορούσε θα θεωρηθεί υφιστάμενη ενίσχυση μόνον εάν το κράτος μέλος είχε παράσχει, μετά τη δίμηνη προθεσμία, προηγούμενη ειδοποίηση στην Επιτροπή. Ωστόσο, οι αυστριακές αρχές εφάρμοσαν το μέτρο πριν από την επίσημη κοινοποίηση και δεν παρείχαν προηγούμενη ειδοποίηση στην Επιτροπή. Επομένως, η προαναφερθείσα επιστολή της 23ης Ιουνίου 1997 δεν μετατρέπει το παρόν μέτρο σε υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 108 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(147)

Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω πληροφοριών και εκτιμήσεων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα, όσον αφορά το χρονικό πεδίο εφαρμογής της απόφασης, ότι η ημερομηνία έναρξης όλων των μέτρων εμπορικής προώθησης της AMA είναι η 1η Ιανουαρίου 1995 (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 34 και 144).

(148)

Όσον αφορά την ημερομηνία λήξης της εφαρμογής, με επιστολή της 14ης Σεπτεμβρίου 2012 οι αυστριακές αρχές επιβεβαίωσαν ότι τα μέτρα που κοινοποιήθηκαν ως καθεστώς ενίσχυσης N 239/2004 αφορούν ένα μέρος των μέτρων της AMA που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας στο πλαίσιο της υπόθεσης με αριθμό NN 34/2000 (κατόπιν εκτενούς τροποποίησης των μέτρων προκειμένου να συμμορφώνονται με τους ισχύοντες κανόνες (βλέπε αιτιολογική σκέψη 39)).

(149)

Στην ίδια επιστολή οι αυστριακές αρχές επιβεβαίωσαν ότι, στο διάστημα μετά το 2002, η AMA Marketing δεν εφάρμοσε μέτρα ενίσχυσης εκτός από εκείνα που αφορούσαν οι υποθέσεις NN 34A/2000 και N 239/2004 (και τις μετέπειτα παρατάσεις τους (66)).

(150)

Από τις πληροφορίες που παρείχαν οι αυστριακές αρχές προκύπτει ότι το εγκεκριμένο καθεστώς ενίσχυσης N 570/1998 δεν αφορά τα μέτρα εμπορικής προώθησης της AMA τα οποία αποτελούν αντικείμενο της παρούσας απόφασης.

(151)

Όσον αφορά τα σήματα βιολογικών προϊόντων και ποιότητας «AMA», η ημερομηνία λήξης της χορήγησης της ενίσχυσης ήταν στις 31 Δεκεμβρίου 2008, με εξαίρεση τα μέτρα διαφήμισης του σήματος βιολογικών προϊόντων τα οποία έληξαν στις 31 Δεκεμβρίου 2006 (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 15 και 19).

(152)

Τα λοιπά μέτρα εμπορικής προώθησης της AMA εφαρμόστηκαν έως τις 20 Οκτωβρίου 2004, ημερομηνία έκδοσης της απόφασης N 239/2004 (βλέπε κεφάλαιο 1.4 και αιτιολογική σκέψη 39 ανωτέρω). Επομένως, το πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης αφορά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008 για όλα τα μέτρα, εκτός από τα μέτρα διαφήμισης του σήματος βιολογικών προϊόντων, για τα οποία η σχετική περίοδος εκτείνεται από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, και τα λοιπά μέτρα εμπορικής προώθησης, για τα οποία η σχετική περίοδος εκτείνεται από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 20 Οκτωβρίου 2004.

7.   ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(153)

Σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή πρέπει να ενημερώνεται περί των σχεδίων που αποβλέπουν να χορηγήσουν ή να τροποποιήσουν ενισχύσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, μια νέα ενίσχυση η οποία εφαρμόζεται κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ είναι παράνομη. Η υποχρέωση κοινοποίησης μιας κρατικής ενίσχυσης ορίζεται στο άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού.

(154)

Η Αυστρία δεν ενημέρωσε την Επιτροπή, βάσει του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, για τις διατάξεις θέσπισης των μέτρων και την εισφορά από την οποία χρηματοδοτούνται, προτού τα θέσει σε ισχύ.

(155)

Όπως καταδεικνύεται ανωτέρω στο κεφάλαιο 6, τα μέτρα που έθεσε σε εφαρμογή η Αυστρία συνιστούν κρατική ενίσχυση. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 34, τα μέτρα εμπορικής προώθησης ισχύουν από το 1994, δηλαδή πριν από την 1η Ιανουαρίου 1995, ημερομηνία ένταξης της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, οι αυστριακές αρχές δεν κοινοποίησαν ποτέ τα μέτρα της AMA στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 143 ή το άρθρο 144 της πράξης προσχώρησης της Δημοκρατίας της Αυστρίας. Επομένως, η ενίσχυση αποτελούσε νέα ενίσχυση κατά τον χρόνο προσχώρησης και οι αυστριακές αρχές θα όφειλαν να την έχουν κοινοποιήσει. Απουσία κατάλληλης κοινοποίησης, η ενίσχυση είναι παράνομη βάσει των αντίστοιχων διατάξεων της ΣΛΕΕ (βλέπε επίσης, εν προκειμένω, αιτιολογική σκέψη 144).

(156)

Επιπλέον, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 9, 36 και 148, ούτε η επιστολή της 23ης Ιουνίου 1997 ούτε η επιστολή της 19ης Δεκεμβρίου 2002 μπορούν να θεωρηθούν έγκυρη κοινοποίηση της νέας αυτής ενίσχυσης.

8.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟΥ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

8.1.   ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

(157)

Το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση NN 34A/2000 της Επιτροπής λόγω της ύπαρξης εσωτερικής αντίφασης στον νόμο για την AMA του 1992. Στο άρθρο 21a που αφορά τον σκοπό της εισφοράς γίνεται μνεία σε εθνικά προϊόντα. Ειδικότερα, στην παράγραφο 1 γίνεται αναφορά στον σκοπό της «προώθησης και της διασφάλισης της πώλησης εθνικών γεωργικών και δασοκομικών προϊόντων και των παράγωγων προϊόντων αυτών» (67). Στην παράγραφο 2 γίνεται αναφορά στην «προώθηση άλλων μέτρων εμπορικής προώθησης (ειδικότερα την παροχή υπηρεσιών και τα έξοδα προσωπικού που σχετίζονται με αυτά)».

(158)

Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο περιορισμός στα εθνικά προϊόντα που προβλέπεται στο άρθρο 21a παράγραφος 1 του νόμου για την AMA του 1992 δημιουργούσε αμφιβολίες ως προς το συμβατό των επίμαχων ενισχύσεων και, κατά συνέπεια, η Επιτροπή όφειλε να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας (68).

(159)

Επομένως, το ζήτημα της εθνικής προέλευσης του προϊόντος είναι ένα στοιχείο το οποίο απαιτεί λεπτομερή ανάλυση.

(160)

Οι καταγγέλλουσες ισχυρίστηκαν ότι τα σήματα και τα επιδοτούμενα μέτρα ήταν διαθέσιμα μόνο για αυστριακούς παραγωγούς. Υποστήριξαν εν προκειμένω ότι, βάσει του άρθρου 21a παράγραφος 1 του νόμου για την AMA του 1992, μόνον αυστριακά προϊόντα θα επωφελούνταν από τα επιδοτούμενα μέτρα διαφήμισης.

(161)

Συναφώς, οι αυστριακές αρχές αποσαφήνισαν με επιστολή της 19ης Δεκεμβρίου 2002 ότι τα σήματα ποιότητας και βιολογικών προϊόντων AMA ήταν διαθέσιμα για όλα τα προϊόντα ανεξαρτήτως της προέλευσής τους. Με επιστολή της 5ης Μαρτίου 2004 οι αυστριακές αρχές διαβίβασαν τους νέους εσωτερικούς κανόνες, τους οποίους εξέδωσε η AMA Marketing και ενέκρινε το αυστριακό Ομοσπονδιακό Υπουργείο Γεωργίας, Δασοκομίας, Προστασίας του Περιβάλλοντος και Υδάτινων Πόρων (BMLFUW), οι οποίοι ρυθμίζουν τη χορήγηση των εν λόγω σημάτων. Σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες, τα σήματα μπορούν να χορηγηθούν σε όλα τα προϊόντα, είτε αυστριακά είτε προερχόμενα από άλλα κράτη μέλη, τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις ποιότητας. Επιπλέον, οι αυστριακές αρχές δεσμεύτηκαν να προσαρμόσουν τον νόμο για την AMA του 1992, ο οποίος τροποποιήθηκε με νόμο με ισχύ από τον Ιούλιο του 2007. Έκτοτε, στο άρθρο 21a παράγραφος 1 του νόμου για την AMA δεν γίνεται πλέον αναφορά σε «εθνικά» προϊόντα (69).

(162)

Επομένως, ενώ για το διάστημα μετά τις 30 Ιουνίου 2007 δεν εγείρονται ιδιαίτερα προβλήματα όσον αφορά την προέλευση των προϊόντων και τους δικαιούχους των εν λόγω σημάτων ή μέτρων, απαιτείται λεπτομερέστερη ανάλυση για το διάστημα πριν από την εν λόγω ημερομηνία. Λόγω των ιδιαιτεροτήτων των διαφόρων μέτρων που περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο καθεστώς και της διαφορετικής σημασίας της μνείας στην εθνική προέλευση, απαιτείται χωριστή ανάλυση για κάθε μέτρο.

(163)

Όσον αφορά το σήμα ποιότητας, από τον Ιανουάριο του 2000, οι εκτελεστικοί κανόνες του νόμου για την AMA (Regulativ zur Verwendung des AMA-Gütesiegels für Lebensmittel) δεν περιείχαν αναφορά σε εθνικά προϊόντα, αλλά κάλυπταν όλα τα προϊόντα, ανεξαρτήτως της προέλευσής τους. Το σημείο 2.33 σχετικά με τη δήλωση προέλευσης κάνει ρητή αναφορά σε περιφέρεια (π.χ. Τιρόλο ή Βαυαρία) ή σε χώρα (π.χ. Αυστρία, Γαλλία) ως τόπο προέλευσης του προϊόντος, υποδεικνύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ότι οποιαδήποτε περιφέρεια/χώρα θα μπορούσε να αναφερθεί ως τόπος προέλευσης των προϊόντων. Ο ισχυρισμός ότι το σήμα ποιότητας ήταν διαθέσιμο μόνο για εθνικά (δηλαδή αυστριακά) προϊόντα πρέπει να απορριφθεί για το διάστημα μετά την εν λόγω ημερομηνία.

(164)

Επιπλέον, όλες οι διατάξεις που αφορούν την προέλευση του προϊόντος περιέχουν τον ακόλουθο ορισμό του όρου «εγχώριος/εθνικός» (heimisch): «Στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές ο όρος “εγχώριος/εθνικός” παραπέμπει στην περιφέρεια που προσδιορίζεται ως τόπος προέλευσης του προϊόντος» («Wird in diesen Richtlinien der Begriff» heimisch «verwendet, ist darunter die im Herkunftsanteil des Zeichens angeführte Region zu verstehen.»)  (70) Και πάλι, αυτό υποδεικνύει ότι η αναφορά σε «εθνικά προϊόντα» στις εκτελεστικές πράξεις δεν παραπέμπει μόνο σε αυστριακά προϊόντα και ότι οποιαδήποτε περιφέρεια μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως τόπος προέλευσης.

(165)

Το σήμα βιολογικών προϊόντων αυτό καθαυτό παραπέμπει πρωτίστως στις ειδικές απαιτήσεις ποιότητας ενός προϊόντος. Τα αντίστοιχα σήματα στο πλαίσιο του καθεστώτος είχαν ως κύριο μήνυμα την αναφορά στη βιολογική παραγωγή (BIO) και ήταν διαθέσιμα για όλα τα προϊόντα, ανεξαρτήτως της προέλευσής τους. Η προέλευση μπορούσε να μνημονεύεται μόνον ως δευτερεύον μήνυμα.

(166)

Όσον αφορά την ενίσχυση για προϊόντα ποιότητας, αυτή χορηγήθηκε για την ανάπτυξη συστημάτων διασφάλισης ποιότητας, ελέγχους ποιότητας και ελέγχους βιολογικών προϊόντων (αιτιολογική σκέψη 98). Επίσης, τα εν λόγω μέτρα αυτά καθαυτά δεν περιορίζονταν σε προϊόντα συγκεκριμένης εθνικής προέλευσης.

(167)

Η ενίσχυση για διαφημίσεις γενικής φύσεως δεν εγείρει ζητήματα όσον αφορά την προέλευση των εν λόγω προϊόντων, καθώς οι εκστρατείες διαφήμιζαν ή αναφέρονταν σε ένα προϊόν με αμιγώς γενικό τρόπο χωρίς καμία απολύτως αναφορά στην προέλευση.

8.2.   ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

(168)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, οι ενισχύσεις για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

(169)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κανόνων για την αξιολόγηση παράνομης ενίσχυσης (71), οι παράνομες ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 αξιολογούνται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν κατά τη στιγμή χορήγησης της ενίσχυσης.

(170)

Στο διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 ίσχυαν οι κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006. Από την 1η Ιανουαρίου 2007, ισχύουν οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας και δασοκομίας 2007-2013 (72) (εφεξής οι κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013), σύμφωνα με το σημείο 194 του εν λόγω εγγράφου.

(171)

Συναφώς πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το σημείο 196 των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013, τα κράτη μέλη διέθεταν μεταβατική περίοδο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2007 για να εναρμονίσουν τα υφιστάμενα καθεστώτα ενίσχυσης με τις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών. Στο άρθρο 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 παρέχεται ο ορισμός της υφιστάμενης ενίσχυσης. Σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο β) σημείο ii), το οποίο εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως υφιστάμενη ενίσχυση νοείται κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο.

(172)

Το καθεστώς ενίσχυσης NN 34A/2000 εγκρίθηκε πράγματι από την Επιτροπή στις 30 Ιουνίου 2004. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 2004 οι καταγγέλλουσες προσέφυγαν κατά της απόφασης της Επιτροπής ενώπιον του Πρωτοδικείου (νυν Γενικό Δικαστήριο), το οποίο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής με την απόφαση που εξέδωσε στις 18 Νοεμβρίου 2009. Η Αυστρία άσκησε αίτηση αναίρεσης κατά της εν λόγω απόφασης· το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναίρεσης και επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοδικείου στις 27 Οκτωβρίου 2011.

(173)

Οι αυστριακές αρχές υποστηρίζουν ότι το επίμαχο καθεστώς αποτελούσε υφιστάμενη ενίσχυση και έπρεπε να εκτιμηθεί βάσει των νέων κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013 μόνον από την 1η Ιανουαρίου 2008. Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, η Αυστρία κάνει επίσης μνεία στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και υποστηρίζει ότι η απόφαση της Επιτροπής ακυρώθηκε μόλις το 2011.

(174)

Σύμφωνα με τη νομολογία (73) όσον αφορά τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, «όταν έχει ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως, ο δικαιούχος δεν μπορεί να είναι βέβαιος, εφόσον ο κοινοτικός δικαστής δεν έχει αποφανθεί οριστικά». Επομένως, δεν είναι δυνατή η επίκληση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στην προκειμένη περίπτωση.

(175)

Ως εκ τούτου, το καθεστώς ενίσχυσης NN 34A/2000 δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί υφιστάμενη ενίσχυση βάσει της απόφασης της Επιτροπής της 30ής Ιουνίου 2004 και, επομένως, δεν εφαρμόζεται η μεταβατική περίοδος η οποία προβλέπεται στο σημείο 196 των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013. Το καθεστώς ενίσχυσης θα έπρεπε να είχε ευθυγραμμιστεί με τις κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013 από την 1η Ιανουαρίου 2007.

8.3.   ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ

(176)

Όσον αφορά τα μέτρα διαφήμισης, το συμβιβάσιμο των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001 πρέπει να εκτιμηθεί με βάση την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συμμετοχή του κράτους στην προώθηση των γεωργικών προϊόντων και των προϊόντων της αλιείας (74) (εφεξής η ανακοίνωση του 1986) και την πλαισίωση των κρατικών ενισχύσεων για τη διαφήμιση γεωργικών προϊόντων και ορισμένων προϊόντων που δεν αναφέρονται στο παράρτημα II της συνθήκης ΕΟΚ, εκτός όμως από τα προϊόντα αλιείας (75) (εφεξής το πλαίσιο του 1987 για τη διαφήμιση).

(177)

Οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 2002 πρέπει να εξετάζονται με βάση τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές περί κρατικών ενισχύσεων που αφορούν στη διαφήμιση προϊόντων που παρατίθενται στο παράρτημα I της συνθήκης ΕΚ και ορισμένων προϊόντων εκτός παραρτήματος I (εφεξής: οι κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τη διαφήμιση) (76).

(178)

Κατά την εκτίμηση των κρατικών ενισχύσεων για τη διαφήμιση γεωργικών προϊόντων που χορηγήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2007, η Επιτροπή εφαρμόζει το τμήμα VI.Δ των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013.

8.3.1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ

(179)

Το πλαίσιο του 1987 για τη διαφήμιση εφαρμόζεται στη διαφήμιση, η οποία νοείται ως κάθε ενέργεια που, μέσω της χρησιμοποίησης των μαζικών μέσων ενημέρωσης (όπως είναι ο Τύπος, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και οι αφίσες) προορίζεται να προτρέψει τον καταναλωτή να αγοράσει το συγκεκριμένο προϊόν. Δεν συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της, οι ενέργειες προώθησης με την ευρύτερη έννοια, όπως η διάδοση επιστημονικών γνώσεων, η διοργάνωση εμπορικών πανηγύρεων και εκθέσεων, η συμμετοχή σε αυτές και συναφείς ενέργειες δημοσίων σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων των δημοσκοπήσεων και των μελετών της αγοράς (77).

(180)

Το πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση είναι καταρχήν ίδιο με εκείνο του πλαισίου του 1987 για τη διαφήμιση που περιγράφηκε ανωτέρω, αν και με ορισμένες διαφορές. Η πρώτη ουσιώδης αλλαγή αφορά το γεγονός ότι οικονομικοί φορείς προστέθηκαν ως δυνητικοί αποδέκτες της διαφήμισης (78). Η δεύτερη αλλαγή αφορά το γεγονός ότι ο ορισμός της διαφήμισης διευρύνθηκε ώστε να συμπεριλαμβάνει διαφημιστικές δραστηριότητες (όπως η διανομή υλικού για τον σκοπό αυτό) που έχουν στόχο τους καταναλωτές στο σημείο πώλησης (79).

(181)

Το πεδίο εφαρμογής του τμήματος IV.Δ των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013 είναι πανομοιότυπο με το πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση (80).

(182)

Τόσο το πλαίσιο του 1987 για τη διαφήμιση όσο και οι κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τη διαφήμιση ισχύουν για τις διαφημιστικές δραστηριότητες αλλά όχι για τις προωθητικές δραστηριότητες. Η ενίσχυση για τη δεύτερη κατηγορία ταξινομείται ως τεχνική ενίσχυση για την οποία ισχύουν συγκεκριμένοι κανόνες.

(183)

Στην παρούσα υπόθεση, η ενίσχυση χορηγήθηκε για διαφημιστικές εκστρατείες με χρήση διαφόρων μέσων και άλλων τρόπων δημοσιοποίησης. Οι διαφημιστικές εκστρατείες αφορούσαν

τα σήματα βιολογικών προϊόντων και ποιότητας,

γενικής φύσεως προϊόντα, και

διαφήμιση εκτός Αυστρίας.

(184)

Από τις πληροφορίες που υπέβαλαν οι αυστριακές αρχές, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι στόχος των μέτρων ήταν να παρακινηθούν οι καταναλωτές να αγοράσουν το σχετικό προϊόν (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 75 και 94). Ως εκ τούτου, τα ανωτέρω μέτρα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διαφήμισης και πρέπει να αναλυθούν με βάση τους εφαρμοστέους κανόνες.

8.3.2.   ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΓΙΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ 1Η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1995 ΕΩΣ ΤΙΣ 31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2001

Προϋποθέσεις για το συμβιβάσιμο των ενισχύσεων

(185)

Το συμβιβάσιμο των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002 πρέπει να εκτιμηθεί με βάση την ανακοίνωση του 1986 και το πλαίσιο του 1987 για τη διαφήμιση (αιτιολογική σκέψη 176).

Γενικές προϋποθέσεις

(186)

Με το σημείο 2.2 του πλαισίου του 1987 για τη διαφήμιση απαγορεύονται οι ενισχύσεις για διαφημίσεις που αφορούν συγκεκριμένα εμπορικά σήματα ή επιχειρήσεις.

(187)

Στο σημείο 3 ορίζεται η προϋπόθεση να αφορά η διαφήμιση τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες κατηγορίες (θετικά κριτήρια):

πλεονασματική παραγωγή γεωργικών προϊόντων,

νέες παραγωγές ή παραγωγές αντικατάστασης που δεν είναι πλεονασματικές,

ανάπτυξη ορισμένων περιοχών,

ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ή

διαφήμιση για προϊόντα υψηλής ποιότητας και υγιεινής διατροφής.

(188)

Τέλος, σύμφωνα με το σημείο 4 του πλαισίου του 1987 για τη διαφήμιση, ενισχύσεις που παρέχονται βάσει του προαναφερθέντος πλαισίου δεν πρέπει να υπερβαίνουν το ποσό που ο ίδιος ο οικονομικός τομέας διαθέτει για μια συγκεκριμένη διαφημιστική εκστρατεία, που συνεπάγεται ότι μέγιστη ένταση της ενίσχυσης σε ποσοστό 100 % μπορεί να επιτρέπεται αλλά μόνον εάν οι επαγγελματικοί φορείς συμμετείχαν τουλάχιστον κατά το 50 % του κόστους, είτε μέσω εθελοντικών εισφορών είτε μέσω της είσπραξης λοιπών φόρων και τελών ή υποχρεωτικών εισφορών. Ως εκ τούτου, επιτρέπεται μέγιστη ένταση ενίσχυσης σε ποσοστό 100 %.

Παραβίαση του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ

(189)

Τόσο το σημείο 2 της ανακοίνωσης του 1986 όσο και το σημείο 2.1 του πλαισίου του 1987 για τη διαφήμιση (81) υπογραμμίζουν το γεγονός ότι οι ενισχύσεις για διαφήμιση δεν μπορούν να θεωρούνται συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά εάν το προωθητικό υλικό παραβιάζει το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 34 της ΣΛΕΕ).

(190)

Σύμφωνα με το σημείο 2.1 της ανακοίνωσης του 1986, οι γενικού χαρακτήρα εκστρατείες προώθησης που δεν κάνουν καμία αναφορά στην προέλευση του προϊόντος, οι εκστρατείες προώθησης των εξαγωγών που οργανώνονται σε άλλα κράτη μέλη καθώς και οι εκστρατείες στην εγχώρια αγορά για την προώθηση ειδικών χαρακτηριστικών ή ποικιλιών προϊόντων όπου δεν γίνεται ειδική αναφορά στην εθνική καταγωγή του προϊόντος, εκτός από εκείνη που είναι προφανής λόγω των αναφορών που γίνονται στα εν λόγω χαρακτηριστικά ή στις ποικιλίες ή στη συνήθη περιγραφή του προϊόντος, δεν παραβιάζουν το άρθρο 34 της ΣΛΕΕ.

(191)

Αντιθέτως, σύμφωνα με το σημείο 2.2 της ανακοίνωσης του 1986, οι ακόλουθες εκστρατείες παραβιάζουν σαφώς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 34 της ΣΛΕΕ): εκστρατείες προώθησης με τις οποίες παρέχονται συμβουλές στους καταναλωτές να αγοράζουν εθνικά προϊόντα, αποκλειστικά και μόνο λόγω της εθνικής τους καταγωγής ή εκστρατείες προώθησης με σκοπό την αποθάρρυνση αγοράς προϊόντων άλλων κρατών μελών ή τη δυσφήμιση των προϊόντων αυτών στους καταναλωτές (αρνητική προώθηση).

(192)

Επιπλέον, στο σημείο 2.3 της ανακοίνωσης του 1986 ορίζεται ότι οι εκστρατείες προώθησης στην εγχώρια αγορά κράτους μέλους, οι οποίες επειδή αναφέρουν την εθνική καταγωγή των προϊόντων είναι δυνατόν να αντιτίθενται στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 34 της ΣΛΕΕ), εκτός αν τηρούνται ορισμένοι περιορισμοί.

(193)

Σύμφωνα με το σημείο 2.3.1 της ανακοίνωσης του 1986, εκστρατείες προώθησης οι οποίες επισύρουν την προσοχή στις ποικιλίες ή στα χαρακτηριστικά προϊόντων που παράγονται σ' ένα κράτος μέλος, δεν περιορίζονται στην πραγματικότητα, σε εθνικά ή τοπικά τυπικά προϊόντα και συχνά επισύρουν την προσοχή σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προϊόντων, τα οποία παράγονται σε ένα κράτος μέλος και στην εθνική καταγωγή των προϊόντων, αν και τα προϊόντα αυτά και τα χαρακτηριστικά τους είναι παρόμοια με εκείνα που παράγονται αλλού. Στην περίπτωση που δίδεται υπερβολική έμφαση στην εθνική καταγωγή του προϊόντος, στα πλαίσια αυτών των εκστρατειών προώθησης, υπάρχει κίνδυνος παράβασης του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 34 της ΣΛΕΕ).

(194)

Επομένως, η ανακοίνωση του 1986 επέβαλλε στα κράτη μέλη την απαίτηση να εξασφαλίσουν ιδίως ότι τηρούνται αυστηρά οι ακόλουθες κατευθυντήριες γραμμές:

Είναι δυνατόν να δηλώνεται η χώρα παραγωγής με λέξεις ή σύμβολα, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει εύλογη ισορροπία μεταξύ της αναφοράς που γίνεται αφενός, στα χαρακτηριστικά και στις ποικιλίες του προϊόντος και, αφετέρου, στην εθνική του καταγωγή.

Η αναφορά στην εθνική καταγωγή πρέπει να είναι δευτερεύουσα σε σχέση με το κύριο μήνυμα που απευθύνεται στους καταναλωτές μέσω της εκστρατείας και να μην αποτελεί τον κύριο λόγο για τον οποίο δίνεται συμβουλή στους καταναλωτές να αγοράσουν το προϊόν.

Χαρακτηριστικά των προϊόντων τα οποία επιτρεπόταν να αναφέρονται ήταν η γεύση, το άρωμα, η φρεσκάδα, η ωριμότητα, η αναλογία ποιότητας/τιμής, η θρεπτική τους αξία, οι διαθέσιμες ποικιλίες, η χρήση τους (συνταγές κ.λπ.). Αντιστρόφως, έπρεπε να αποφεύγονται τα υπερθετικά όπως «το καλύτερο», «το γευστικότερο», «το τελειότερο» και εκφράσεις όπως «το αληθινό προϊόν», ή οι εκστρατείες προώθησης οι οποίες, επειδή αναφέρουν την εθνική καταγωγή, καταλήγουν στη σύγκριση του προωθούμενου προϊόντος με τα προϊόντα άλλων κρατών μελών. Αναφορά στον ποιοτικό έλεγχο έπρεπε να γίνεται μόνο εφόσον το προϊόν υπόκειτο σε γνήσιο και αντικειμενικό σύστημα ελέγχου των χαρακτηριστικών του.

Εκτίμηση

(195)

Σε νομική γνωμοδότηση που επισυνάφθηκε στις παρατηρήσεις τις οποίες υπέβαλαν στις 25 Φεβρουαρίου 2015, οι αυστριακές αρχές ισχυρίζονται ότι η παραβίαση του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 34 της ΣΛΕΕ) πρέπει να εκτιμηθεί μέσα από ένα «ιστορικό» πρίσμα και ότι κατά την περίοδο από το 1995 έως το 2002 δεν υπήρξε καμία δικαστική υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας να κρίθηκε ότι το κείμενο και τα γραφικά ενός σήματος παραβιάζουν το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ. Κατά την άποψη της Επιτροπής, το εν λόγω επιχείρημα δεν επικεντρώνεται στην ουσία της υπόθεσης. Όπως προαναφέρθηκε, τόσο η ανακοίνωση του 1986 (82) όσο και το πλαίσιο του 1987 για τη διαφήμιση περιλάμβαναν σαφείς και αναλυτικές κατευθυντήριες γραμμές προς τα κράτη μέλη σχετικά με τρόπους σχεδιασμού των μέτρων τους προκειμένου να αποφεύγονται τυχόν παραβιάσεις του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

(196)

Βάσει των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή για την περίοδο πριν από το 2002, δεν ήταν δυνατή η εκτίμηση του συμβιβάσιμου των διαφημιστικών μέτρων με τους ανωτέρω κανόνες κατά τον χρόνο της απόφασης κίνησης της διαδικασίας. Ως εκ τούτου, οι αυστριακές αρχές κλήθηκαν να παράσχουν τις απαραίτητες πληροφορίες αναφορικά με τις ανωτέρω προϋποθέσεις.

(197)

Η απάντηση που παρασχέθηκε από τις αυστριακές αρχές στις 14 Σεπτεμβρίου 2012 δεν περιλάμβανε επαρκείς πληροφορίες ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση του συμβιβάσιμου (οι αυστριακές αρχές αναφέρθηκαν απλώς στις ετήσιες εκθέσεις για τα έτη 1995 έως 2001). Επομένως, στις 19 Φεβρουαρίου 2014 απεστάλη νέο αίτημα για παροχή πληροφοριών σχετικά με τα σημεία αυτά και η Αυστρία απάντησε στις 5 Μαΐου 2014.

(198)

Στην τελευταία αυτή απάντηση, οι αυστριακές αρχές δήλωσαν ότι οι διαφημιστικές εκστρατείες αφορούσαν πλεονασματική γεωργική παραγωγή και/ή τη διαφήμιση προϊόντων υψηλής ποιότητας. Συνεπώς, πληρούνταν τα θετικά κριτήρια που ορίζονται στο σημείο 3 του πλαισίου του 1987 για τη διαφήμιση.

(199)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τις αυστριακές αρχές, η διαφήμιση δεν έκανε καμία αναφορά σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις.

(200)

Όσον αφορά τη μέγιστη ένταση ενίσχυσης, οι εισφορές του τομέα αποτελούσαν περισσότερο από το 50 % του ποσού της ενίσχυσης (βλέπε επίσης αιτιολογικές σκέψεις 43 και 56). Ως εκ τούτου, το κριτήριο του σημείου 4 του πλαισίου του 1987 για τη διαφήμιση αναφορικά με την ένταση της ενίσχυσης πληρούται.

(201)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σε σχέση με ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 34 της ΣΛΕΕ). Κατά την προκαταρκτική άποψη της Επιτροπής, η αναφορά στην εθνική προέλευση στο σήμα ποιότητας δεν φάνηκε να είναι δευτερεύουσα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 65). Επιπλέον, η Επιτροπή επεσήμανε ότι σε μεγάλο μέρος του διαφημιστικού υλικού, η αναφορά στην καταγωγή του προϊόντος δεν περιοριζόταν στο σήμα ποιότητας αλλά εμφανιζόταν και σε άλλα σημεία της διαφήμισης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 83).

(202)

Ως εκ τούτου, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, ζητήθηκε από τις αυστριακές αρχές να περιγράψουν την εμφάνιση των σημάτων ποιότητας και των σημάτων βιολογικών προϊόντων κατά την περίοδο 1995-2001 και να παράσχουν αντιπροσωπευτικά παραδείγματα προωθητικού υλικού στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν τα σήματα.

(203)

Στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές απάντησαν ότι οι ετήσιες εκθέσεις σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που παρασχέθηκαν κατά τα έτη 1995-2004 περιείχαν ήδη αυτές τις πληροφορίες. Με επιστολή της 19ης Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή απάντησε ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν επαρκούσαν για ανάλυση του συμβιβάσιμου και ζήτησαν λεπτομερή αναφορά (δηλαδή δελτία κοινοποίησης) βάσει των κανόνων που ίσχυαν κατά τον χρόνο λήψης του μέτρου. Η εν λόγω εκτίμηση παρασχέθηκε με την απάντηση της 5ης Μαΐου 2014.

(204)

Στη συνέχεια αναλύονται τα ειδικά κριτήρια για την εκτίμηση του συμβιβάσιμου για τα διάφορα είδη διαφήμισης.

Ενίσχυση για διαφήμιση γενικής φύσεως

(205)

Ως προς την αναφορά σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις σε ορισμένες διαφημιστικές εκστρατείες (αιτιολογική σκέψη 90), η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το σημείο 2.2 του πλαισίου του 1987 για τη διαφήμιση, απαγορεύονται οι ενισχύσεις για διαφήμιση που αφορά συγκεκριμένα εμπορικά σήματα ή επιχειρήσεις.

(206)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές υποστήριξαν ότι οι αναφερόμενες επιχειρήσεις είχαν συνεισφέρει στην κάλυψη μέρους του κόστους της εκστρατείας (Druck und Werbeeinschaltung). Ωστόσο, τέτοιου είδους εκστρατείες που αφορούν συγκεκριμένα εμπορικά σήματα ή επιχειρήσεις δεν μπορούν να επιτραπούν στο πλαίσιο των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις (σημείο 2.2 του πλαισίου του 1987 για τη διαφήμιση). Το γεγονός ότι οι εταιρείες συνεισέφεραν εν μέρει στο κόστος που συνδέεται με την εκστρατεία δεν μεταβάλλει την εκτίμηση αυτή.

(207)

Από τις διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι ορισμένες από τις διαφημιστικές εκστρατείες γενικής φύσεως έκαναν ρητή αναφορά στην προέλευση του προϊόντος (δηλαδή την Αυστρία) (βλέπε παραδείγματα που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 84 και 90).

(208)

Συνεπώς, τα μέτρα δεν συμμορφώνονταν με τα σημεία 2.1 (83) και 2.2 του πλαισίου του 1987 για τη διαφήμιση και παραβίαζαν το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 34 της ΣΛΕΕ). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση για μέτρα διαφήμισης κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999 που αναφέρεται στην προέλευση των προϊόντων είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά (84).

(209)

Όσον αφορά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001, οι διαφημιστικές εκστρατείες αναφέρονταν μόνο στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή ποικιλίες των προϊόντων χωρίς ειδική αναφορά στην εθνική τους προέλευση.

(210)

Επομένως, σε αυτή τη μεταγενέστερη περίοδο οι εκστρατείες δεν παραβίασαν το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και, συνεπώς, συμμορφώνονταν με το πλαίσιο του 1987 για τη διαφήμιση. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά.

Ενίσχυση για το σήμα ποιότητας

(211)

Στην απάντησή τους της 14ης Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές δήλωσαν ότι για το σήμα ποιότητας χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια σήματα με εκείνα που εγκρίθηκαν στην απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση Ν 589/2008. Ως εκ τούτου, οι αυστριακές αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αναφορά στην εθνική καταγωγή είχε δευτερεύοντα ρόλο.

(212)

Η Επιτροπή δεν συμφωνεί με τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι αυστριακές αρχές. Όπως καταδεικνύεται ανωτέρω (αιτιολογική σκέψη 65), κατά την περίοδο από το 1995 έως το 1999 χρησιμοποιήθηκε διαφορετικό λογότυπο για το σήμα ποιότητας. Στο συγκεκριμένο λογότυπο, η αναφορά στην καταγωγή δεν είναι δευτερεύουσα σε σχέση με το μήνυμα του λογοτύπου όσον αφορά την ποιότητα. Τόσο το οπτικό μήνυμα (σημαία της Αυστρίας) όσο και το χρησιμοποιούμενο κείμενο παραπέμπουν στην Αυστρία ως κύριο μήνυμα.

(213)

Συνεπώς, δεν είχε τηρηθεί το σημείο 2.3.1 της ανακοίνωσης του 1986 βάσει του οποίου η αναφορά στην εθνική καταγωγή έπρεπε να είναι δευτερεύουσα σε σχέση με το κύριο μήνυμα που απευθύνεται στους καταναλωτές μέσω της εκστρατείας και να μην αποτελεί τον κύριο λόγο για τον οποίο δίνεται συμβουλή στους καταναλωτές να αγοράσουν το προϊόν. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση για το σήμα ποιότητας για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999 ήταν ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

(214)

Όσον αφορά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα νέα λογότυπα, τα οποία ήταν τα ίδια με εκείνα που εξετάστηκαν στην απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 589/2008, συμμορφώνονται με τις προϋποθέσεις του πλαισίου του 1987 για τη διαφήμιση και, συνεπώς, θεωρεί τη σχετική ενίσχυση συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

Ενίσχυση για το σήμα βιολογικών προϊόντων

(215)

Στα διαφημιστικά μέτρα για το σήμα βιολογικών προϊόντων, όπως καταδεικνύεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 65, χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια λογότυπα με εκείνα της περιόδου μετά το 2002.

(216)

Καθώς αυτό το είδος διαφήμισης εφιστά την προσοχή στις ποικιλίες ή στα χαρακτηριστικά των προϊόντων που παράγονται σε ένα κράτος μέλος, εμπίπτουν στο σημείο 2.3.1 της ανακοίνωσης του 1986 που απαιτούσε να μην δίδεται υπερβολική έμφαση στην εθνική καταγωγή του προϊόντος.

(217)

Στη μία από τις δύο εκδόσεις του λογοτύπου δεν γινόταν καμία αναφορά στην καταγωγή των προϊόντων. Στην άλλη, η καταγωγή του προϊόντος αναφερόταν ως δευτερεύον μήνυμα. Η πρώτη δεν προκάλεσε κανένα πρόβλημα όσον αφορά κάποια δυνητική παράβαση του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 34 της ΣΛΕΕ). Όσο για τη δεύτερη, οι προϋποθέσεις του σημείου 2.3.1 της ανακοίνωσης του 1986 πληρούνταν διότι:

το λογότυπο διατηρούσε εύλογη ισορροπία μεταξύ της αναφοράς που γινόταν, αφενός, στα χαρακτηριστικά του προϊόντος (δηλαδή ότι ήταν βιολογικό) και, αφετέρου, της δήλωσης της χώρας παραγωγής μέσω κάποιας λέξης ή κάποιου συμβόλου,

η αναφορά στην εθνική καταγωγή ήταν δευτερεύουσα σε σχέση με το κύριο μήνυμα που απευθυνόταν στους καταναλωτές και δεν αποτελούσε τον κύριο λόγο για τον οποίο δινόταν συμβουλή στους καταναλωτές να αγοράσουν το προϊόν,

τα χαρακτηριστικά των προϊόντων αφορούσαν αντικειμενικά χαρακτηριστικά του προϊόντος και δεν γινόταν χρήση υπερθετικών που θα είχαν ως αποτέλεσμα τη σύγκριση του προωθούμενου προϊόντος με τα προϊόντα άλλων κρατών μελών,

αναφορές στον ποιοτικό έλεγχο γίνονταν όταν το προϊόν υπόκειτο σε γνήσιο και αντικειμενικό σύστημα ελέγχου των χαρακτηριστικών του μέσω της ΑΜΑ.

(218)

Ως εκ τούτου, η ενίσχυση για διαφήμιση σχετικά με το σήμα βιολογικού προϊόντος για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001 πληρούσε τις προϋποθέσεις της ανακοίνωσης του 1986. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση αυτή ήταν συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

Διαφήμιση εκτός Αυστρίας

(219)

Οι διαφημιστικές εκστρατείες που διοργανώθηκαν εκτός Αυστρίας δεν προέβαιναν σε συγκεκριμένες αναφορές στην εθνική καταγωγή του προϊόντος εκτός από εκείνη που είναι προφανής λόγω των αναφορών που γίνονται στα εν λόγω χαρακτηριστικά ή στις ποικιλίες ή στη συνήθη περιγραφή του προϊόντος. Συνεπώς, οι εν λόγω εκστρατείες ήταν σύμφωνες με το σημείο 2.1 της ανακοίνωσης του 1986 και δεν παραβίαζαν το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 34 της ΣΛΕΕ).

(220)

Ως εκ τούτου, η ενίσχυση για διαφήμιση εκτός Αυστρίας για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001 πληρούσε τις προϋποθέσεις της ανακοίνωσης του 1986. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση αυτή ήταν συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

8.3.3.   ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΓΙΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ 1Η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2002 ΈΩΣ ΤΙΣ 31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2006: ΣΗΜΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΣΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

(221)

Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, η ενίσχυση για δραστηριότητες διαφήμισης έπρεπε να συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις που καθορίζονταν στις κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006. Σύμφωνα με το σημείο 18 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006, τα μέτρα για την προώθηση και τη διαφήμιση των γεωργικών προϊόντων έπρεπε να υποβληθούν σε εκτίμηση σύμφωνα με το πλαίσιο του 1987 για τη διαφήμιση.

(222)

Από την 1η Ιανουαρίου 2002 και μετά, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τη διαφήμιση τέθηκαν σε ισχύ και αντικατέστησαν την ανακοίνωση του 1986 και το πλαίσιο του 1987 για τη διαφήμιση (σημεία 69 και 75 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα στηρίξει την εκτίμησή της για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 στις κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τη διαφήμιση.

(223)

Σύμφωνα με το σημείο 12 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση, για να είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις που χορηγούνται για τη διαφήμιση γεωργικών και λοιπών προϊόντων, θα πρέπει να μην παρεμποδίζουν τις συναλλαγές σε βαθμό που να αντίκειται στο κοινό συμφέρον (αρνητικά κριτήρια), και θα πρέπει να διευκολύνουν την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών (θετικά κριτήρια).

Αρνητικά κριτήρια

(224)

Στο σημείο 18 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση ορίζεται ότι δεν χορηγούνται ενισχύσεις για διαφημιστικές εκστρατείες οι οποίες παραβαίνουν το άρθρο 28 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 34 της ΣΛΕΕ) το οποίο απαγορεύει τους ποσοτικούς περιορισμούς στις εισαγωγές και τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος μεταξύ κρατών μελών.

(225)

Δεν επιτρέπεται η χορήγηση ενίσχυσης για διαφήμιση που σχετίζεται άμεσα με τα προϊόντα μιας ή περισσότερων συγκεκριμένων εταιρειών. Εάν η οργάνωση χρηματοδοτούμενων με δημόσιους πόρους διαφημιστικών δραστηριοτήτων ανατίθεται σε ιδιωτικές εταιρείες, οι εταιρείες αυτές πρέπει να επιλέγονται βάσει των αρχών της αγοράς (σημεία 29 και 30 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση).

(226)

Επιπλέον, οι εκστρατείες δεν πρέπει να παραβιάζουν δευτερογενή κοινοτική νομοθεσία και πρέπει ειδικότερα να συμμορφώνονται με τις διατάξεις της οδηγίας 2000/13/ΕΚ (σημεία 25 έως 28 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση).

Θετικά κριτήρια

(227)

Στα σημεία 31 και 32 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση ορίζεται ότι, για να μπορεί να τύχει παρέκκλισης βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης ΕΚ [νυν άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ)], η διαφήμιση πρέπει να αφορά πλεονασματικά προϊόντα ή υποεκμεταλλευόμενα είδη, νέα προϊόντα ή προϊόντα αντικατάστασης που δεν είναι πλεονασματικά, προϊόντα υψηλής ποιότητας, ανάπτυξη ορισμένων περιοχών ή ανάπτυξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ).

(228)

Στο κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 αναλύεται η εφαρμογή των προαναφερθέντων θετικών κριτηρίων για συγκεκριμένα είδη διαφήμισης, κυρίως ενίσχυση για διαφήμιση σε περίπτωση που η προέλευση είναι μέρος του μηνύματος (τμήμα 4.1) και ενίσχυση για διαφήμιση προϊόντων ποιότητας (τμήμα 4.2).

Διαφήμιση όπου η προέλευση είναι μέρος του μηνύματος

(229)

Σύμφωνα με το σημείο 23 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση, ο προσδιορισμός της χώρας παραγωγής με λέξεις ή με σύμβολα μπορούσε να γίνει με την προϋπόθεση ότι τηρείται μια εύλογη ισορροπία ανάμεσα στις αναφορές, αφενός, των ποιοτήτων και των ποικιλιών του προϊόντος και, αφετέρου, της εθνικής του προέλευσης. Οι αναφορές στην εθνική προέλευση έπρεπε να είναι δευτερεύουσες ως προς το κύριο μήνυμα που περνούσε η εκστρατεία στους καταναλωτές και δεν αποτελούσαν τον κύριο λόγο για τον οποίο παροτρύνονταν οι καταναλωτές να αγοράσουν το προϊόν. Η διαφήμιση που ανέφερε την (περιφερειακή) προέλευση του προϊόντος ως δευτερεύον μήνυμα κρίθηκε ότι δεν παραβίαζε το άρθρο 28 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 34 της ΣΛΕΕ). Προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον η προέλευση αποτελούσε πράγματι δευτερεύον μήνυμα, η Επιτροπή θα λάμβανε υπόψη τη γενική σημασία του κειμένου και/ή του συμβόλου (συμπεριλαμβανομένων των εικόνων και της γενικής παρουσίασης) που αναφέρονται στην προέλευση και τη σημασία του κειμένου και/ή του συμβόλου που αναφέρεται στο μοναδικό σημείο πώλησης (π.χ. το μέρος του διαφημιστικού μηνύματος το οποίο δεν εστιάζεται στην προέλευση) της διαφήμισης (σημεία 40 και 41 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση).

Διαφήμιση για προϊόντα ποιότητας

(230)

Όταν παρεχόταν ενίσχυση για προϊόντα που πληρούσαν ειδικούς κανόνες ποιότητας, αυτή έπρεπε να είναι διαθέσιμη για όλα τα προϊόντα που παράγονται στην Κοινότητα ανεξαρτήτως της προέλευσής τους. Τα κράτη μέλη κλήθηκαν επίσης να αναγνωρίσουν τα αποτελέσματα ανάλογων ελέγχων που είχαν διενεργηθεί σε άλλα κράτη μέλη (σημείο 49 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση).

Διαφήμιση προϊόντων βιολογικής καλλιέργειας, ειδικότερα

(231)

Σύμφωνα με το σημείο 55 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση, η ενίσχυση μπορούσε να επιτραπεί μόνον εφόσον τα προϊόντα που έφεραν ενδείξεις αναφερόμενες σε μεθόδους βιολογικής καλλιέργειας πληρούσαν τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91. Όλοι οι παραγωγοί και μεταποιητές προϊόντων βιολογικής καλλιέργειας έπρεπε να υπόκεινται στο σύστημα ελέγχων που προβλέπει ο κανονισμός.

Εκτίμηση

(232)

Κατά την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων στα μέτρα διαφήμισης για το σήμα ποιότητας και το σήμα βιολογικών προϊόντων κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή καταλήγει στα ακόλουθα συμπεράσματα:

(233)

Το σήμα ποιότητας και η μία από τις δύο εκδόσεις του σήματος βιολογικών προϊόντων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 64) περιείχαν αναφορά στην προέλευση του προϊόντος, αλλά το μήνυμα αυτό μπορεί να θεωρηθεί δευτερεύον ως προς το κύριο μήνυμα που αφορά τη (βιολογική) φύση του προϊόντος. Η αναφορά στην προέλευση του προϊόντος είχε υποδεέστερη θέση τόσο στα γραφικά (φόντο) όσο και στο κείμενο του λογοτύπου.

(234)

Όσον αφορά τον σχεδιασμό των σημάτων, η Επιτροπή παρατηρεί ότι τον κεντρικό χώρο των σημάτων καταλάμβανε το πεδίο στο οποίο κυριαρχεί το κείμενο «AMA Gütesiegel» ή «BIO», ενώ η προέλευση του προϊόντος αναγραφόταν με πολύ μικρότερα γράμματα. Τα πλαϊνά πεδία έφεραν τα εθνικά χρώματα (π.χ. κόκκινο και λευκό για την Αυστρία) χωρίς άλλα πρόσθετα σύμβολα που να προσδιορίζουν τη χώρα παραγωγής. Το κεντρικό πεδίο όχι μόνο καταλάμβανε τον οπτικά κυρίαρχο χώρο στα σήματα αλλά αποτελούσε περίπου 65 % του συνολικού πλάτους του σήματος (βλέπε αιτιολογική σκέψη 64). Οι αυστριακές αρχές διευκρίνισαν περαιτέρω ότι σε όλες τις διαφημίσεις που συνδέονται με αμφότερα τα σήματα, η ποιότητα του προϊόντος αποτελούσε το κύριο μήνυμα ενώ η προέλευση του προϊόντος, όπου αναφερόταν, δεν αποτελούσε παρά μόνο δευτερεύον μήνυμα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 79).

(235)

Σύμφωνα με τις αυστριακές αρχές, το σήμα βιολογικών προϊόντων παρεχόταν μόνο σε βιολογικά προϊόντα τα οποία πληρούσαν τα κριτήρια που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 69).

(236)

Οι αυστριακές αρχές έχουν παράσχει διαβεβαιώσεις ότι η επιδοτούμενη διαφήμιση πληρούσε τις διατάξεις της οδηγίας 2000/13/ΕΚ (βλέπε αιτιολογική σκέψη 68).

(237)

Η διαφήμιση δεν αφορούσε τα προϊόντα μιας ή περισσότερων συγκεκριμένων εταιρειών. Οι αυστριακές αρχές διευκρίνισαν ότι στις διαφημίσεις στο σημείο πώλησης δεν κατονομάζονταν επιχειρήσεις ή προϊόντα και ότι ο ιδιοκτήτης του σημείου πώλησης δεν επωφελούνταν από την ενίσχυση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 78).

(238)

Οι αυστριακές αρχές έχουν διευκρινίσει ότι όλες οι διαφημιστικές δραστηριότητες που χρηματοδοτήθηκαν από την AMA Marketing εκτελέστηκαν από ιδιωτικές εταιρείες που επελέγησαν με δημόσιο διαγωνισμό (βλέπε αιτιολογική σκέψη 52).

(239)

Επιπλέον, σύμφωνα με τις αυστριακές αρχές, η δυνατότητα χρήσης του σήματος ποιότητας ήταν ανοιχτή για όλα τα προϊόντα που παράγονται στην Ένωση εφόσον πληρούσαν τις ειδικές απαιτήσεις για τη χρήση του σήματος. Αυτές οι ειδικές απαιτήσεις είτε αφορούσαν την ποιότητα του προϊόντος είτε περιορίζονταν στη διασφάλιση της αναφερόμενης γεωγραφικής προέλευσης του προϊόντος. Σε κάθε περίπτωση, η συμμόρφωση με τις ειδικές απαιτήσεις μπορούσε να επιτευχθεί ανεξαρτήτως της γεωγραφικής προέλευσης του προϊόντος (βλέπε αιτιολογική σκέψη 161).

(240)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή επεσήμανε ότι δεν διέθετε πληροφορίες σχετικά με το ζήτημα του κατά πόσον αναγνωρίζονταν ισοδύναμοι έλεγχοι που είχαν διενεργηθεί σε άλλα κράτη μέλη. Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές επιβεβαίωσαν ότι τέτοιου είδους έλεγχοι αναγνωρίζονταν και προσκόμισαν υποστηρικτικά στοιχεία εν προκειμένω.

(241)

Παρότι οι αυστριακές αρχές επιβεβαίωσαν ότι από το 2002 η δυνατότητα χρήσης του σήματος ποιότητας και του σήματος βιολογικών προϊόντων ήταν ανοιχτή για όλα τα προϊόντα, ανεξαρτήτως της προέλευσής τους, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες δεδομένου ότι η αναφορά σε εθνικά προϊόντα στην κύρια νομική βάση για τη λήψη των μέτρων, ήτοι στον νόμο για την ΑΜΑ, καταργήθηκε μόλις το 2007 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 161).

(242)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν, οι αυστριακές αρχές παρέθεσαν, αφενός, τους νέους εσωτερικούς κανόνες σύμφωνα με τους οποίους η δυνατότητα χρήσης των σημάτων ήταν ανοιχτή για όλα τα προϊόντα και, αφετέρου, δεδομένα που καταδείκνυαν ότι μη αυστριακά προϊόντα είχαν πράγματι λάβει τα σήματα μετά το 2001. Επίσης, επιβεβαίωσαν εκ νέου ότι από το 2002 οι κανόνες εφαρμόζονταν σε όλα τα προϊόντα ανεξαρτήτως της προέλευσής τους.

(243)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή επεσήμανε ότι δεν ήταν σαφές αν οι νέοι εσωτερικοί κανόνες της ΑΜΑ είχαν τεθεί σε ισχύ ήδη από τις 26 Σεπτεμβρίου 2002 ή αν υπήρξε μια μεταβατική περίοδος μετά τις 26 Σεπτεμβρίου 2002 κατά τη διάρκεια της οποίας συνέχιζαν να χορηγούνται ενισχύσεις σύμφωνα με τους παλαιούς κανόνες. Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές δήλωσαν ότι δεν υπήρξε τέτοια μεταβατική περίοδος.

(244)

Στην αιτιολογική σκέψη 175 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν διέθετε αρκετές πληροφορίες ώστε να εκτιμήσει αν οι κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις εφαρμόζονταν στα συγχρηματοδοτούμενα μέτρα προώθησης του σήματος βιολογικών προϊόντων που προαναφέρθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 80. Για τον σκοπό αυτό, οι αυστριακές αρχές κλήθηκαν να παράσχουν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την έγκριση των μέτρων από την άποψη των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων καθώς και σχετικά με τη διάρκεια της περιόδου προγραμματισμού. Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές ανέφεραν ότι τα μέτρα προώθησης του σήματος βιολογικών προϊόντων αποτέλεσαν μέρος του αυστριακού συγχρηματοδοτούμενου προγράμματος ενημέρωσης και προώθησης για τα βιολογικά προϊόντα.

(245)

Στην απάντησή τους στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές δήλωσαν επίσης τα ακόλουθα: Κατά την περίοδο 2002-2008 (20 Σεπτεμβρίου 2002 - 15 Σεπτεμβρίου 2005) εκτελέστηκε συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα ενημέρωσης και προώθησης για τα βιολογικά προϊόντα. Το εν λόγω πρόγραμμα είχε εγκριθεί με την απόφαση C (2002) 3116 της Επιτροπής της 22ας Αυγούστου 2002 (85). Επίσης, με την απόφαση C (2007) 3299 της Επιτροπής της 10ης Ιουλίου 2007 εγκρίθηκε ακόμη ένα τριετές πρόγραμμα σχετικά με το σήμα βιολογικών προϊόντων (1η Οκτωβρίου 2007 - 30 Σεπτεμβρίου 2010) (86).

(246)

Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η ενίσχυση για μέτρα διαφήμισης που εφαρμόστηκαν κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 πληρούσε τις κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τη διαφήμιση και, συνεπώς, τις κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση αυτή ήταν συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

8.3.4.   ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΕΚΤΟΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ ΓΕΝΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΙΑ, 2002-2004 (87)

(247)

Εκστρατείες διαφήμισης μπορούσαν να εγκριθούν μόνον εάν οργανώνονταν άμεσα ή έμμεσα από ένα κράτος μέλος στην αγορά ενός άλλου κράτους μέλους ή στην τοπική αγορά του υποστηριζόμενου κράτους μέλους οι οποίες διαφήμιζαν το προϊόν με καθαρά γενικό τρόπο χωρίς οιαδήποτε αναφορά στην εθνική του προέλευση (σημείο 19 στοιχεία α)-β) των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση).

(248)

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τη διαφήμιση, η Επιτροπή υιοθέτησε θετική στάση έναντι των εκστρατειών διαφήμισης που πραγματοποιούνταν με σκοπό να παρουσιάσουν στους καταναλωτές τα γεωργικά και λοιπά προϊόντα ενός συγκεκριμένου κράτους μέλους ή μιας συγκεκριμένης περιοχής. Το πρωταρχικό επίκεντρο τέτοιου είδους εκστρατειών θα μπορούσε να είναι η καταγωγή του προϊόντος υπό την προϋπόθεση ότι η εκστρατεία πραγματοποιήθηκε εκτός του κράτους μέλους ή της περιφέρειας στην οποία παράχθηκαν τα γεωργικά και λοιπά προϊόντα. Οι εκστρατείες έπρεπε να περιορίζονται στην παρουσίαση των αντικειμενικών χαρακτηριστικών των συγκεκριμένων προϊόντων και θα έπρεπε καταρχήν να μην περιλαμβάνουν υποκειμενικούς ισχυρισμούς σχετικά με την ποιότητα των προϊόντων (σημεία 35-39 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση).

(249)

Με βάση τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες κατά τον χρόνο της απόφασης κίνησης της διαδικασίας για την περίοδο 2002-2004 σχετικά με τη διαφήμιση γενικής φύσεως και τη διαφήμιση εκτός Αυστρίας (βλέπε ενότητες 2.7.1.2 και 2.7.1.3 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας), δεν ήταν δυνατό να εκτιμηθεί το συμβιβάσιμο των μέτρων με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο σημείο 19 στοιχείο β) καθώς και στα σημεία 29, 30 και 39 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση.

(250)

Ως εκ τούτου, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, οι αυστριακές αρχές κλήθηκαν να παράσχουν τις απαραίτητες πληροφορίες αναφορικά με τις ανωτέρω διατάξεις.

Θετικά κριτήρια

(251)

Οι διαφημιστικές εκστρατείες εκτός του κράτους μέλους και η διαφήμιση γενικής φύσεως εντός του κράτους μέλους έπρεπε να συμμορφώνονται με τα θετικά κριτήρια των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 227 και 228).

(252)

Επιπλέον, στο σημείο 47 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση προβλεπόταν ότι για τη διαφήμιση προϊόντων που πληρούν συγκεκριμένες απαιτήσεις ποιότητας, τα προϊόντα αυτά θα πρέπει να πληρούν κανόνες ή προδιαγραφές που είναι σαφώς υψηλότεροι ή περισσότερο ειδικοί από τους προβλεπόμενους στη συναφή κοινοτική ή εθνική νομοθεσία.

(253)

Στο σημείο 60 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση προβλεπόταν ότι στην περίπτωση ενισχύσεων για διαφήμιση, το ποσοστό της άμεσης ενίσχυσης δεν έπρεπε, κατά κανόνα, να υπερβαίνει το 50 % και οι επιχειρήσεις του τομέα έπρεπε να συνεισφέρουν τουλάχιστον το 50 % του κόστους, εάν η άμεση ενίσχυση προερχόταν από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό. Η συνεισφορά του τομέα θα μπορούσε επίσης να προέρχεται από λοιπούς φόρους και τέλη ή υποχρεωτικές εισφορές.

(254)

Όσον αφορά τη διαφήμιση γενικής φύσεως και τη διαφήμιση εκτός Αυστρίας, βάσει των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή κατά τον χρόνο της απόφασης κίνησης της διαδικασίας για την περίοδο 2002-2004, δεν ήταν δυνατή η εκτίμηση του συμβιβάσιμου των μέτρων με τους ανωτέρω κανόνες. Ως εκ τούτου, οι αυστριακές αρχές κλήθηκαν να παράσχουν τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τους όρους που προβλέπονται στο σημείο 32 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση (αιτιολογική σκέψη 174 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας).

(255)

Στην απάντηση με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 2012, η Αυστρία παρέπεμψε στις παρατηρήσεις τις οποίες είχε υποβάλει στις 13 Δεκεμβρίου 2002. Αυτές οι παρατηρήσεις, ωστόσο, περιλάμβαναν μόνο συγκεκριμένα παραδείγματα και την εθνική νομική βάση για τα μέτρα. Ως εκ τούτου, στο αίτημά της για παροχή πληροφοριών της 19ης Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε από τις αυστριακές αρχές να συμπληρώσουν τα σχετικά έντυπα κοινοποίησης και να τα υποβάλουν στην Επιτροπή. Στην απάντησή τους στις 30 Απριλίου 2014, οι αυστριακές αρχές υπέβαλαν τα έντυπα κοινοποίησης που ζητήθηκαν. Ωστόσο, οι πληροφορίες που συμπληρώθηκαν στα έντυπα αφορούσαν μόνο γενικές περιγραφές των όρων του καθεστώτος και δεν επαρκούσαν για τη δέουσα εκτίμηση των μέτρων.

(256)

Στο αίτημά της για παροχή πληροφοριών της 17ης Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με το εν λόγω μέτρο. Στην απάντησή της στις 25 Φεβρουαρίου 2015, η Αυστρία επιβεβαίωσε ότι:

α)

οι διαφημιστικές εκστρατείες διαφήμιζαν τα προϊόντα με καθαρά γενικό τρόπο χωρίς οιαδήποτε αναφορά στην εθνική τους προέλευση [σημείο 19, στοιχεία α)-β) των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση]·

β)

η ενίσχυση δεν χορηγήθηκε για διαφήμιση που σχετιζόταν άμεσα με τα προϊόντα μιας ή περισσότερων συγκεκριμένων εταιρειών (σημείο 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση)·

γ)

οι ιδιωτικές εταιρείες στις οποίες είχε ανατεθεί η οργάνωση των δημόσια χρηματοδοτούμενων διαφημιστικών δραστηριοτήτων επελέγησαν βάσει των αρχών της αγοράς (σημείο 30 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση)·

δ)

οι εκστρατείες περιορίζονταν στην παρουσίαση των αντικειμενικών χαρακτηριστικών των συγκεκριμένων προϊόντων και δεν περιλάμβαναν υποκειμενικούς ισχυρισμούς σχετικά με την ποιότητα των προϊόντων (σημεία 35-39 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση)·

ε)

η εν λόγω διαφήμιση αφορούσε την προώθηση προϊόντων υψηλής ποιότητας (σημεία 31 και 32 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση). Οι εν λόγω κανόνες ή προδιαγραφές ήταν σαφώς υψηλότεροι ή περισσότερο ειδικοί από τους προβλεπόμενους στη συναφή κοινοτική ή εθνική νομοθεσία.

(257)

Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η ενίσχυση για εκστρατείες διαφήμισης εκτός Αυστρίας και για διαφήμιση γενικής φύσεως στην Αυστρία που πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο από το 2002 έως το 2004 πληρούσε τις κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τη διαφήμιση και, συνεπώς, με τις κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση αυτή ήταν συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

8.3.5.   ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΓΙΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2007 — 2008

(258)

Κατά την εκτίμηση της κρατικής ενίσχυσης για τη διαφήμιση γεωργικών προϊόντων που χορηγήθηκε μετά την 1η Ιανουαρίου 2007, η Επιτροπή εφαρμόζει την ενότητα VI.Δ των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013.

Διαφήμιση προϊόντων ποιότητας

(259)

Στο στάδιο της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή δεν διέθετε επαρκείς πληροφορίες για να εκτιμήσει αν τα εν λόγω μέτρα ήταν σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013. Εν προκειμένω, η Επιτροπή εξέφρασε ορισμένες αμφιβολίες ως προς τη συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις που διέφεραν από τις απαιτήσεις των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006.

(260)

Ειδικότερα, η Επιτροπή επέστησε την προσοχή των αυστριακών αρχών στις τροποποιήσεις που ορίζονται στο σημείο 153 στοιχείο γ) δεύτερο ήμισυ της πρότασης, στο σημείο 155 δεύτερη πρόταση, καθώς και στο σημείο 158 των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013. Ως εκ τούτου, οι αυστριακές αρχές κλήθηκαν να παράσχουν τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να καταδειχθεί ότι τα μέτρα διαφήμισης των προϊόντων ποιότητας συμμορφώνονταν με τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών.

(261)

Σύμφωνα με το σημείο 153 των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013, οι κρατικές ενισχύσεις για διαφημιστικές εκστρατείες στο εσωτερικό της Κοινότητας θα κηρύσσονταν συμβατές με τη Συνθήκη, εφόσον πληρούνταν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

η διαφημιστική εκστρατεία προοριζόταν για προϊόντα ποιότητας, τα οποία ορίζονται ως προϊόντα που πληρούν τα κριτήρια που πρόκειται να καθοριστούν σύμφωνα με το άρθρο 32 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου (88), για ονομασίες που είναι αναγνωρισμένες από την Κοινότητα [προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης (ΠΟΠ), προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις (ΠΓΕ) ή άλλες ονομασίες προέλευσης που προστατεύονται από την κοινοτική νομοθεσία] ή για εθνικά ή περιφερειακά σήματα ποιότητας,

η διαφημιστική εκστρατεία δεν προοριζόταν για τα προϊόντα μιας ή περισσοτέρων συγκεκριμένων επιχειρήσεων,

η διαφημιστική εκστρατεία πληρούσε το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/13/ΕΚ, καθώς και τους ειδικούς κανόνες επισήμανσης που έχουν θεσπιστεί για διάφορα προϊόντα (όπως ο οίνος, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα αβγά και τα πουλερικά) (βλέπε σημείο 152 στοιχείο ι) των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013).

(262)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τις αυστριακές αρχές στις 30 Απριλίου 2014, πληρούνταν οι προϋποθέσεις του σημείου 153 των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013.

(263)

Στο σημείο 155 των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013 προβλεπόταν ότι στην περίπτωση των εθνικών ή περιφερειακών σημάτων ποιότητας, η προέλευση των προϊόντων μπορούσε να αναφέρεται (μόνον) ως δευτερεύον μήνυμα. Για να κρίνει κατά πόσον η προέλευση συνιστούσε όντως δευτερεύον μήνυμα, η Επιτροπή χρειάστηκε να λάβει υπόψη τη συνολική σημασία του κειμένου και/ή συμβόλου, συμπεριλαμβανομένων των εικόνων και της εν γένει παρουσίασης, τα οποία αναφέρονταν στην προέλευση, και τη σημασία του κειμένου και/ή συμβόλου που αναφέρονταν στη μοναδικότητα του προϊόντος (unique selling point) της διαφήμισης, δηλαδή το μέρος του διαφημιστικού μηνύματος που δεν εστιαζόταν στην προέλευση.

(264)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 30 Απριλίου 2014, οι αυστριακές αρχές επιβεβαίωσαν ότι τα σήματα που χρησιμοποιούνταν το 2007 ήταν πανομοιότυπα με εκείνα που εγκρίθηκαν μέσω απόφασης της Επιτροπής του 2004 (βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 233). Η Επιτροπή παραπέμπει στην εκτίμηση αυτή και θεωρεί συνεπώς ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του σημείου 155 των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013.

(265)

Στο σημείο 156 των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013 οριζόταν ότι το ποσοστό της έντασης άμεσης ενίσχυσης δεν έπρεπε να υπερβαίνει το 50 %. Εάν ο κλάδος συνεισέφερε τουλάχιστον το 50 % του κόστους, ανεξαρτήτως της μορφής της συνεισφοράς, το ποσοστό ενίσχυσης μπορούσε να φθάσει έως και το 100 % των επιλέξιμων δαπανών. Όπως καταδείχθηκε ανωτέρω (αιτιολογική σκέψη 200), η προϋπόθεση αυτή πληρούται.

(266)

Στο σημείο 158 των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013 προβλεπόταν ότι οι διαφημιστικές δραστηριότητες με ετήσιο προϋπολογισμό άνω των 5 εκατ. EUR έπρεπε να κοινοποιούνται χωριστά. Από τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τις αυστριακές αρχές (αιτιολογική σκέψη 45), μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται, δεδομένου ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός που διατέθηκε για το σήμα ποιότητας κατά τα έτη 2007 και 2008 ήταν κάτω των 5 εκατ. EUR.

(267)

Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, τα διαφημιστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν κατά την περίοδο από το 2007 έως το 2008 πληρούν τις κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013 και είναι, συνεπώς, συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά.

(268)

Η Επιτροπή επισημαίνει εν προκειμένω ότι τα διαφημιστικά μέτρα για το σήμα βιολογικών προϊόντων έπαψαν να εφαρμόζονται στο τέλος του 2006 και συνεπώς δεν εξετάζονται στο πλαίσιο της εκτίμησης βάσει των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 15).

Διαφήμιση γενικής φύσεως

(269)

Οι διατάξεις σχετικά με τη διαφήμιση γενικής φύσεως και τη διαφήμιση σε τρίτες χώρες δεν αφορούν την περίοδο 2007-2008, εφόσον τα μέτρα ενίσχυσης που σχετίζονταν με τις εν λόγω δραστηριότητες έπαψαν να εφαρμόζονται το 2004 με την έγκριση του καθεστώτος ενισχύσεων N 239/2004, όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 39.

8.4.   ΜΕΤΡΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1995-1999

(270)

Ειδικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις εφαρμόζονται για τον γεωργικό τομέα μόλις από την 1η Ιανουαρίου 2000. Το συμβιβάσιμο των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή πρέπει, επομένως, να εκτιμηθεί με βάση τη Συνθήκη και λαμβανομένων υπόψη των καθιερωμένων πρακτικών της Επιτροπής τη δεδομένη χρονική στιγμή (βλέπε αιτιολογική σκέψη 169 ανωτέρω).

8.4.1.   ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1995-1999

(271)

Οι ενέργειες προώθησης με την ευρύτερη έννοια, όπως η διάδοση των επιστημονικών γνώσεων στο ευρύ κοινό, η διοργάνωση πανηγύρεων ή εκθέσεων, η συμμετοχή σε αυτές και παρεμφερείς δραστηριότητες δημοσίων σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων των μελετών της αγοράς, ή η έρευνα αγοράς αποκλείονταν από το πεδίο εφαρμογής του πλαισίου του 1987 για τη διαφήμιση βάσει του σημείου 1.1 αυτού. Όσον αφορά τις δαπάνες για τις εν λόγω δραστηριότητες, αποτελούσε πάγια τακτική της Επιτροπής να θεωρεί ενισχύσεις σε ποσοστό έως και 100 % συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης [νυν άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ] (89).

(272)

Επιπλέον, σύμφωνα με την πρακτική και την πολιτική της, η Επιτροπή υιοθέτησε θετική στάση έναντι των μέτρων ήπιας ενίσχυσης που προορίζονταν να παράσχουν τεχνική υποστήριξη στον γεωργικό τομέα. Για παράδειγμα, εγκρίθηκε ενίσχυση σε ποσοστό έως 100 % των επιλέξιμων δαπανών για μέτρα που προορίζονται για τη διάδοση νέων τεχνικών.

(273)

Τα μέτρα εμπορικής προώθησης της ΑΜΑ που περιγράφηκαν στο κεφάλαιο 4.3 ανωτέρω εμπίπτουν στις κατηγορίες αυτές.

(274)

Στόχος των επίμαχων μέτρων ήταν η διάδοση γενικών γνώσεων μέσω της οργάνωσης έργων γενικής πληροφόρησης. Εστίαζαν δε στην παροχή πρακτικών πληροφοριών στους πελάτες και δεν τους παρότρυναν να αγοράσουν ένα συγκεκριμένο προϊόν.

(275)

Συνεπώς, τα μέτρα ήταν σύμφωνα με την πρακτική την οποία εφάρμοζε τη δεδομένη χρονική στιγμή η Επιτροπή, που θεωρούσε εύλογο τον επιδιωκόμενο στόχο. Η ένταση της ενίσχυσης που ανερχόταν σε ποσοστό 100 % συμμορφωνόταν επίσης με τη μέγιστη ένταση ενίσχυσης που θεωρούνταν κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή ότι ήταν αναλογική σε σχέση με τον εν λόγω στόχο και τον περιορισμένο αρνητικό αντίκτυπο στον ανταγωνισμό και στις εμπορικές συναλλαγές.

(276)

Η ενίσχυση για προώθηση με την ευρύτερη έννοια κατά την περίοδο 1995-1999 ήταν σύμφωνη με την εδραιωμένη πρακτική της Επιτροπής τη δεδομένη χρονική στιγμή και η Επιτροπή θεωρεί ότι τα εν λόγω μέτρα ήταν συνεπώς συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης ΕΚ [νυν άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ].

8.4.2.   ΤΕΧΝΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ, ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1995-1999

(277)

Όσον αφορά την ενίσχυση για τεχνική βοήθεια και συμβουλευτικές υπηρεσίες σε σχέση με την κατάρτιση συστημάτων διασφάλισης ποιότητας, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι υπηρεσίες αυτές συνιστούσαν μια μορφή «ήπιας ενίσχυσης» για την επίτευξη ενός στόχου κοινού συμφέροντος και ήταν αναλογικές (δεδομένου ιδίως ότι δεν επηρέαζαν τους όρους του ανταγωνισμού σε σημαντικό βαθμό), και συνεπώς ότι ήταν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

(278)

Μπορεί να θεωρηθεί ότι τα μέτρα που περιγράφηκαν στο κεφάλαιο 4.3 αποτελούσαν τέτοιου είδους ήπια ενίσχυση η οποία, σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική της Επιτροπής τη δεδομένη χρονική στιγμή, θεωρούνταν συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

(279)

Όσον αφορά τα μέτρα ελέγχου για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με το επίπεδο ποιότητας ή τα πρότυπα ιχνηλασιμότητας του κλάδου, η Επιτροπή, ακολουθώντας την προσέγγιση που κοινοποιήθηκε στα κράτη μέλη στην επιστολή σχετικά με την κτηνοτροφία (90), επέτρεπε συστηματικά τη χορήγηση ενισχύσεων σε ποσοστό έως και 100 % του κόστους των υποχρεωτικών ελέγχων. Αυτό βασιζόταν και πάλι στην ιδέα ότι αυτού του είδους η ενίσχυση αποσκοπούσε στην υλοποίηση ενός στόχου κοινού συμφέροντος και ήταν αναλογική, με δεδομένο ιδίως τον περιορισμένο αρνητικό αντίκτυπο που είχε αυτού του είδους η έμμεση στήριξη στον ανταγωνισμό και στις συναλλαγές.

(280)

Όσον αφορά τα εν λόγω μέτρα, ζητήθηκε από τις αυστριακές αρχές να διευκρινίσουν αν οι έλεγχοι της ΑΜΑ είναι υποχρεωτικοί ή όχι και, εάν όχι, να αναφέρουν αν τηρείται το όριο έντασης των ενισχύσεων.

(281)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 30 Απριλίου 2014, οι αυστριακές αρχές απάντησαν ότι οι εν λόγω έλεγχοι είναι υποχρεωτικοί σύμφωνα με τις εκτελεστικές νομικές πράξεις για την ΑΜΑ και ότι τηρείται το όριο έντασης της ενίσχυσης.

(282)

Συνεπώς, πληρούνται οι προϋποθέσεις για το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης.

8.5.   ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2000-2006

(283)

Οι δραστηριότητες που αφορούσαν την ανάπτυξη συστημάτων ποιότητας και ελέγχων ποιότητας ήταν επιλέξιμες για ενίσχυση τόσο σε σχέση με το σήμα βιολογικών προϊόντων όσο και σε σχέση με το σήμα ποιότητας. Αυτό συνιστά ενίσχυση για την παραγωγή και την εμπορία προϊόντων ποιότητας που πρέπει να υποβληθεί σε εκτίμηση βάσει του σημείου 13 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006.

Εφαρμοστέοι κανόνες

(284)

Στο σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006 ορίζονται οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων θα μπορούσαν να χορηγούνται ενισχύσεις για την ενθάρρυνση της παραγωγής και εμπορίας γεωργικών προϊόντων ποιότητας.

(285)

Σύμφωνα με το σημείο 13.2 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006, στήριξη μπορούσε να χορηγηθεί, μεταξύ άλλων, για την κάλυψη του κόστους παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, για τεχνικές μελέτες, μελέτες σκοπιμότητας και σχεδιασμού και δραστηριότητες έρευνας της αγοράς, καθώς και για την καθιέρωση συστημάτων διασφάλισης της ποιότητας. Στην περίπτωση των ΜΜΕ, το κόστος δεν μπορούσε να υπερβαίνει τα 100 000 EUR ανά δικαιούχο σε διάστημα τριών ετών ή το 50 % των επιλέξιμων δαπανών, εάν το ποσό αυτό ήταν υψηλότερο. Για μεγάλες επιχειρήσεις, ίσχυε αποκλειστικά το πρώτο όριο.

(286)

Όπως διευκρινίζεται στο σημείο 13.3 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006, η Επιτροπή έκρινε ότι καμία ενίσχυση δεν θα έπρεπε να χορηγείται για τους συνήθεις ελέγχους ποιότητας που εκτελούνται από τον παρασκευαστή. Ενίσχυση θα μπορούσε να χορηγηθεί μόνο σε σχέση με τους ελέγχους που εκτελούνται από ή για λογαριασμό τρίτων, όπως οι ρυθμιστικές αρχές ή οργανισμοί που είναι αρμόδιοι για την επίβλεψη της χρήσης των σημάτων. Στο σημείο 13.4 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006 προβλεπόταν ότι η ενίσχυση για ελέγχους των μεθόδων βιολογικής παραγωγής που διενεργούνται στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 επιτρεπόταν σε ποσοστό έως 100 % των πραγματικών δαπανών.

(287)

Στο σημείο 13.5 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006 οριζόταν ότι ενισχύσεις μπορούσαν να χορηγούνται σε αρχικό ποσοστό μέχρι 100 % του κόστους των ελέγχων που διενεργούνται από οργανισμούς αρμόδιους για την επίβλεψη της χρήσης σημάτων ποιότητας καθώς και σημάτων στο πλαίσιο αναγνωρισμένων συστημάτων διασφάλισης της ποιότητας. Οι ενισχύσεις αυτές έπρεπε να μειώνονται προοδευτικά, έτσι ώστε να έχουν καταργηθεί το έβδομο έτος από την καθιέρωσή τους.

Εκτίμηση

(288)

Η ενίσχυση για τις δαπάνες κατάρτισης και διανομής των εγγράφων διασφάλισης ποιότητας και η ανάπτυξη των συστημάτων πληροφορικής στο πλαίσιο της AMA Marketing προοριζόταν να χρηματοδοτήσει το διοικητικό κόστος της AMA Marketing (ενός δημόσιου φορέα, και όχι οικονομικού φορέα) και συνεπώς δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση για την παραγωγή, τη διανομή ή την εμπορική προώθηση προϊόντων που παρατίθενται στο παράρτημα I της Συνθήκης.

(289)

Όπως περιγράφηκε στην αιτιολογική σκέψη 98, η ενίσχυση για ελέγχους ποιότητας ήταν διαθέσιμη για εξωτερικούς ελέγχους που διενεργούνταν από φορείς που επελέγησαν για τον σκοπό αυτόν, υπό την προϋπόθεση της χρήσης του σήματος βιολογικών προϊόντων ή του σήματος ποιότητας. Οι έλεγχοι αναφορικά με τη χρήση του σήματος βιολογικών προϊόντων και του σήματος ποιότητας επιδοτήθηκαν σε ποσοστό 100 %, ενώ το κόστος των συνήθων ελέγχων το ανέλαβαν οι κάτοχοι των αδειών και, συνεπώς, δεν επιδοτήθηκε.

(290)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές επιβεβαίωσαν ότι η ενίσχυση για ελέγχους ποιότητας δεν υπερέβη ποτέ το όριο των 100 000 EUR ανά δικαιούχο σε μια τριετία. Συνεπώς, πληρούνταν οι προϋποθέσεις του σημείου 13.2 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006.

(291)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012 και στις 30 Απριλίου 2014, οι αυστριακές αρχές δεν παρείχαν επαρκείς πληροφορίες για την εκτίμηση των προϋποθέσεων των σημείων 13.3, 13.4 και 13.5 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006.

(292)

Ως εκ τούτου, στο αίτημά της για παροχή πληροφοριών της 17 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε εκ νέου πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με το μέτρο αυτό. Στην απάντησή της του Φεβρουαρίου του 2015, η Αυστρία επιβεβαίωσε ότι:

α)

η ενίσχυση δεν χορηγήθηκε για τους συνήθεις ελέγχους ποιότητας που εκτελέστηκαν από τον παρασκευαστή (σημείο 13.3 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006)·

β)

η ενίσχυση χορηγήθηκε μόνο σε σχέση με τους ελέγχους που εκτελέστηκαν από ή για λογαριασμό τρίτων, όπως οι ρυθμιστικές αρχές ή οργανισμοί που είναι αρμόδιοι για την επίβλεψη της χρήσης των σημάτων (σημείο 13.3 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006)·

γ)

η ενίσχυση χορηγήθηκε για ελέγχους των μεθόδων βιολογικής παραγωγής που διενεργήθηκαν στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 σε ποσοστό έως 100 % των πραγματικών δαπανών (σημείο 13.4 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006).

(293)

Στις προηγούμενες παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012 και στις 30 Απριλίου 2014, οι αυστριακές αρχές είχαν ήδη επιβεβαιώσει ότι οι ενισχύσεις παρουσίαζαν προοδευτική μείωση και καταργήθηκαν εντελώς το 2009. Συνεπώς, δεδομένου ότι οι κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006 προβλέπουν προοδευτική μείωση της ενίσχυσης, οι προϋποθέσεις του σημείου 13.5 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006 πληρούνταν για όλα τα μέτρα που χορηγήθηκαν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

(294)

Ωστόσο, δεδομένου ότι οι εν λόγω ενισχύσεις χορηγήθηκαν επίσης μετά την 1η Ιανουαρίου 2007 (δηλαδή κατά τα έτη 2007 και 2008), για την περίοδο αυτή ισχύουν οι κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013.

(295)

Όσον αφορά τη δεύτερη νομική πράξη, οι προϋποθέσεις, σε σύγκριση με τις κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006, μεταβλήθηκαν από δύο απόψεις: ο κατάλογος των ειδών ενισχύσεων υποβλήθηκε σε περαιτέρω επεξεργασία (91) και αυτό το είδος ενισχύσεων ήταν διαθέσιμο μόνο σε παραγωγούς του πρωτογενούς τομέα (92).

(296)

Ως εκ τούτου, τα μέτρα αυτά προς όφελος των παραγωγών του πρωτογενούς τομέα που συνεχίστηκαν μετά το 2007 πληρούν τις κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013 και είναι συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά.

(297)

Ωστόσο, οι ενισχύσεις που δόθηκαν σε επιχειρήσεις μεταποίησης και εμπορίας πρέπει να υποβληθούν σε εκτίμηση σύμφωνα με το σημείο 99 των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013. Συνεπώς, γίνεται αναφορά στην εκτίμηση στην ενότητα 8.6.2 κατωτέρω.

(298)

Τέλος, όσον αφορά την εισαγωγή του συστήματος διασφάλισης ποιότητας ISO 9002 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 99), στην αιτιολογική σκέψη 203 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας οι αυστριακές αρχές κλήθηκαν να αναφέρουν αν το εν λόγω μέτρο εφαρμοζόταν και μετά το 1999. Εάν η απάντηση στο ερώτημα αυτό ήταν καταφατική, οι αυστριακές αρχές θα έπρεπε να αποδείξουν ότι το μέτρο πληρούσε τις προϋποθέσεις του σημείου 13 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006.

(299)

Στην απάντησή της του Φεβρουαρίου του 2015, η Αυστρία δήλωσε ότι ούτε το πρότυπο ISO 9001:1994 ούτε καμία άλλη πιστοποίηση δεν υπήρξε ποτέ υποχρεωτική σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για την ΑΜΑ (σήμα ποιότητας ή σήμα βιολογικών προϊόντων). Επιπλέον, οι αυστριακές αρχές υποστηρίζουν ότι και το σύστημα διασφάλισης ποιότητας ISO 9002 δεν ήταν ούτε απαιτούμενο ούτε εφαρμοστέο.

(300)

Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η ενίσχυση για προϊόντα ποιότητας που χορηγήθηκε κατά την περίοδο 2000-2006 πληροί τις κατευθυντήριες γραμμές του 2001 για τη διαφήμιση. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση ήταν συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

8.6.   ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ 1Η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2007 ΕΩΣ ΤΙΣ 31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2008

(301)

Αυτού του είδους οι ενισχύσεις πρέπει να υποβληθούν σε εκτίμηση σύμφωνα με το κεφάλαιο IV.Ι των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013.

8.6.1.   ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΤΟΜΕΑ

(302)

Σύμφωνα με το σημείο 98 των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013, η Επιτροπή μπορούσε να κηρύσσει τις κρατικές ενισχύσεις για την ενθάρρυνση της παραγωγής ποιοτικών γεωργικών προϊόντων, οι οποίες χορηγούνται στους παραγωγούς του πρωτογενούς τομέα, συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης ΕΚ [νυν άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ], εφόσον πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής (93).

(303)

Στο άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 προβλεπόταν ότι οι ενισχύσεις ήταν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης ΕΚ [νυν άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ] εφόσον χορηγούνταν για την κάλυψη των επιλέξιμων δαπανών που απαριθμούνται στο άρθρο 14 παράγραφος 2 και πληρούσαν τις προϋποθέσεις των παραγράφων 3 έως 6 του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006.

(304)

Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006, οι ενισχύσεις για την ενθάρρυνση της παραγωγής γεωργικών προϊόντων ποιότητας θα μπορούσαν να καλύπτουν ποσοστό έως και 100 % των επιλέξιμων δαπανών, μεταξύ άλλων:

α)

για δραστηριότητες έρευνας της αγοράς, επινόησης και σχεδιασμού προϊόντος (συμπεριλαμβανομένης της προετοιμασίας αιτήσεων αναγνώρισης γεωγραφικών ενδείξεων και ονομασιών προέλευσης ή έκδοσης πιστοποιητικών ιδιοτυπίας)· για τέλη που εισπράττουν οι αναγνωρισμένοι οργανισμοί πιστοποίησης για την πρώτη πιστοποίηση συστημάτων διασφάλισης της ποιότητας και ανάλογων συστημάτων·

β)

για την εφαρμογή συστημάτων διασφάλισης της ποιότητας, όπως οι σειρές διεθνών προτύπων ISO 9000 ή 14000, συστημάτων που βασίζονται στην ανάλυση κινδύνων και τα κρίσιμα σημεία ελέγχου (HACCP), συστημάτων ιχνηλασιμότητας, συστημάτων για τη διασφάλιση της τήρησης των κανόνων αυθεντικότητας και εμπορίας ή συστημάτων περιβαλλοντικού ελέγχου·

γ)

για υποχρεωτικούς ελέγχους που διενεργούνται σύμφωνα με την κοινοτική ή εθνική νομοθεσία από αρμόδιες αρχές ή για λογαριασμό τους, εκτός εάν η κοινοτική νομοθεσία ορίζει ότι το κόστος αυτό βαρύνει τις επιχειρήσεις·

δ)

μέχρι τα μέγιστα ποσά στήριξης που ορίζονται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 για τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 32 του εν λόγω κανονισμού.

(305)

Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006, η ενίσχυση μπορούσε να χορηγείται μόνο σε σχέση με το κόστος των υπηρεσιών που παρέχονται από τρίτους και/ή των ελέγχων που διενεργούνται από ή για λογαριασμό τρίτων, όπως οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές ή οι εξουσιοδοτημένοι από αυτές φορείς ή ανεξάρτητοι οργανισμοί που είναι υπεύθυνοι για τον έλεγχο και την εποπτεία της χρήσης των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης, των σημάτων βιολογικής καλλιέργειας ή των σημάτων ποιότητας, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω ονομασίες και σημάνσεις είναι σύμφωνες με την κοινοτική νομοθεσία. Η ενίσχυση δεν μπορούσε να χορηγείται σε σχέση με επενδυτικές δαπάνες.

(306)

Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006, η ενίσχυση δεν μπορούσε να χορηγείται για την κάλυψη του κόστους των ελέγχων που διενεργούνται από τον ίδιο τον κάτοχο της εκμετάλλευσης ή τον παραγωγό ή όταν η κοινοτική νομοθεσία προέβλεπε ότι το κόστος ελέγχου βαρύνει τους παραγωγούς, χωρίς να προσδιορίζει το πραγματικό ύψος των επιβαρύνσεων.

(307)

Στο άρθρο 14 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 οριζόταν ότι, εξαιρουμένων των ενισχύσεων της παραγράφου 2 στοιχείο στ) του εν λόγω κανονισμού, η ενίσχυση έπρεπε να χορηγείται σε είδος μέσω επιδοτούμενων υπηρεσιών και δεν μπορούσε να περιλαμβάνει άμεσες χρηματικές πληρωμές προς τους παραγωγούς.

(308)

Όλοι όσοι είναι επιλέξιμοι στην εξεταζόμενη περιοχή έπρεπε να έχουν πρόσβαση στην ενίσχυση, υπό αντικειμενικά καθορισμένους όρους. Εάν οι υπηρεσίες παρέχονταν από ομάδες παραγωγών ή άλλες οργανώσεις αμοιβαίας υποστήριξης, η ιδιότητα του μέλους αυτών των οργανώσεων δεν έπρεπε να αποτελεί όρο για την πρόσβαση στις υπηρεσίες και η συνεισφορά για την κάλυψη των διοικητικών δαπανών έπρεπε να περιορίζεται αναλογικά στο κόστος της παροχής της υπηρεσίας (άρθρο 14 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006).

(309)

Σύμφωνα με το σημείο 100 των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013, η Επιτροπή δεν ενέκρινε κρατικές ενισχύσεις προς όφελος μεγάλων επιχειρήσεων για την κάλυψη των δαπανών τους.

(310)

Οι πλέον ουσιώδεις προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013 για το συμβιβάσιμο των ενισχύσεων προς τους παραγωγούς του πρωτογενούς τομέα δεν έχουν μεταβληθεί σε σύγκριση με τις κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006 που περιγράφηκαν ανωτέρω. Γίνεται αναφορά στην εκτίμηση στην ενότητα 8.5.

(311)

Οι ουσιώδεις μεταβολές σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο συνδέονταν με το γεγονός ότι η ενίσχυση έπρεπε να χορηγείται σε είδος (μέσω επιδοτούμενων υπηρεσιών) και ότι έπρεπε να είναι προσβάσιμη σε όλους όσοι ήταν επιλέξιμοι στην εξεταζόμενη περιοχή, υπό αντικειμενικά καθορισμένους όρους. Οι αυστριακές αρχές επιβεβαίωσαν ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνταν.

(312)

Συνεπώς, η ενίσχυση για προϊόντα ποιότητας των παραγωγών του πρωτογενούς τομέα είναι σύμφωνη με τις κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση αυτή είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης ΕΚ [νυν άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ].

8.6.2.   ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΑΣ

Εφαρμοστέοι κανόνες

(313)

Σύμφωνα με το σημείο 99 των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013, η Επιτροπή μπορούσε να κηρύσσει τις κρατικές ενισχύσεις για την ενθάρρυνση της παραγωγής και εμπορίας ποιοτικών γεωργικών προϊόντων, οι οποίες χορηγούνται σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων, συμβατές με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ), εφόσον πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής (94).

(314)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 70/2001 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της Επιτροπής (95) (ΓΚΑΚ 2008-2013), ο οποίος στο άρθρο 43 προβλέπει ότι οι παραπομπές στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 70/2001 θα πρέπει να νοούνται ως παραπομπές στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 800/2008. Όπως ορίζει το σχετικό άρθρο 45, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 800/2008 άρχισε να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή στις 29 Αυγούστου 2008. Κατά συνέπεια, για το διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2007 και 28ης Αυγούστου 2008 για τη συγκεκριμένη ενίσχυση ίσχυε το άρθρο 5 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 και, μετά την εν λόγω ημερομηνία, τέθηκε σε εφαρμογή το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 800/2008.

(315)

Όσον αφορά τις ενισχύσεις για συμβουλευτικές υπηρεσίες, με τα εν λόγω άρθρα ορίζονται οι ίδιες προϋποθέσεις: ενισχύσεις μπορούσαν να χορηγηθούν προς ΜΜΕ, το κόστος παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών από εξωτερικούς συμβούλους ήταν επιλέξιμο, η ένταση των ενισχύσεων δεν μπορούσε να υπερβαίνει το 50 % των επιλέξιμων δαπανών των υπηρεσιών και οι εν λόγω υπηρεσίες δεν μπορούσαν να αποτελούν συνεχόμενη ή περιοδική δραστηριότητα ούτε να συνδέονται με τις συνήθεις λειτουργικές δαπάνες της επιχείρησης, όπως τακτικές υπηρεσίες παροχής φορολογικών και νομικών συμβουλών ή διαφημιστικές υπηρεσίες.

(316)

Επιπλέον, όσον αφορά τόσο την πρωτογενή παραγωγή όσο και τη μεταποίηση και εμπορία, σύμφωνα με το άρθρο 101 των κατευθυντήριων γραμμών, η ενίσχυση για επενδύσεις που είναι αναγκαίες για την αναβάθμιση των παραγωγικών εγκαταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων που είναι αναγκαίες για τη διαχείριση του συστήματος τεκμηρίωσης και για την εκτέλεση ελέγχων διαδικασιών και προϊόντων, μπορούσε να χορηγείται μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται για τις επενδυτικές ενισχύσεις στις κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013.

(317)

Εν προκειμένω, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή εξέφρασε ορισμένες αμφιβολίες ως προς τη συμμόρφωση με τις εν λόγω προϋποθέσεις που διέφεραν από τις απαιτήσεις που ορίζονταν στις κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006.

(318)

Ειδικότερα, η Επιτροπή επέστησε την προσοχή των αυστριακών αρχών στις ακόλουθες ουσιώδεις τροποποιήσεις:

α)

στις κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013, η ενίσχυση για τον έλεγχο των μεθόδων βιολογικής παραγωγής που διενεργείται στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 και η ενίσχυση για τους ελέγχους που διενεργούνται από άλλους φορείς αρμόδιους για την επίβλεψη της χρήσης σημάτων ποιότητας και σημάτων στο πλαίσιο αναγνωρισμένων συστημάτων διασφάλισης ποιότητας δεν θεωρούνταν πλέον συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

β)

Επίσης, επιστήθηκε ιδιαίτερα η προσοχή στις απαιτήσεις που ορίζονταν στο άρθρο 14 παράγραφοι 5 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006. Σύμφωνα με αυτά τα άρθρα, οι υπηρεσίες έπρεπε να παρέχονται σε είδος και να βασίζονται σε αντικειμενικά καθορισμένους όρους προς όλες τις επιχειρήσεις που ήταν επιλέξιμες στην εξεταζόμενη περιοχή.

γ)

Μια ακόμα σημαντική τροποποίηση σε σύγκριση με τις κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006 αφορά τη διαφοροποίηση μεταξύ της πρωτογενούς παραγωγής και της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων. Όσον αφορά τη μεταποίηση και εμπορία, από το 2007 επιτρεπόταν η χορήγηση ενίσχυσης μόνο προς ΜΜΕ, το πεδίο εφαρμογής των επιλέξιμων δαπανών περιορίστηκε στις συμβουλευτικές και άλλες υπηρεσίες και η ένταση της ενίσχυσης μειώθηκε στο 50 %. Επιπλέον, η ενίσχυση προς μεγάλες εταιρείες για τον τομέα πρωτογενούς παραγωγής δεν μπορούσε να κηρυχθεί συμβιβάσιμη.

Εκτίμηση

(319)

Από τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες στο στάδιο της διαδικασίας προκαταρκτικής εξέτασης, δεν ήταν σαφές αν το 2007 οι αυστριακές αρχές ευθυγράμμισαν τα υπό εξέταση μέτρα με τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013. Συνεπώς, οι αυστριακές αρχές κλήθηκαν να υποβάλουν επιπλέον πληροφορίες προκειμένου να αποδείξουν ότι κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2007 τα μέτρα στήριξης της ποιότητας συμμορφώνονταν με τους νέους κανόνες που ίσχυαν από την 1η Ιανουαρίου 2007.

(320)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές ισχυρίστηκαν ότι η υποχρέωση προσαρμογής στους νέους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις ίσχυε από την 1η Ιανουαρίου 2008 και όχι από την 1η Ιανουαρίου 2007, όπως επισημάνθηκε από την Επιτροπή (βλέπε επίσης αιτιολογικές σκέψεις 172-173). Ως εκ τούτου, οι αυστριακές αρχές δεν υπέβαλαν περαιτέρω πληροφορίες για την εκτίμηση του συμβιβάσιμου. Στο αίτημα για παροχή πληροφοριών της 19ης Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή κάλεσε εκ νέου τις αυστριακές αρχές να παράσχουν τις αναγκαίες πληροφορίες εν προκειμένω. Στην απάντησή τους της 30ής Απριλίου 2014, οι αυστριακές αρχές υποστήριξαν την άποψη την οποία είχαν εκφράσει και στις παρατηρήσεις που είχαν υποβάλει στο παρελθόν και δεν προσκόμισαν περισσότερες πληροφορίες για την εκτίμηση του συμβιβάσιμου.

(321)

Στο αίτημα για παροχή πληροφοριών της 17ης Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή κάλεσε εκ νέου τις αυστριακές αρχές να παράσχουν τις αναγκαίες πληροφορίες για εκτίμηση του συμβιβάσιμου των μέτρων ποιότητας. Οι αυστριακές αρχές επανέλαβαν ότι η υποχρέωση προσαρμογής στους νέους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις ίσχυε από την 1η Ιανουαρίου 2008 και όχι από την 1η Ιανουαρίου 2007.

(322)

Η Επιτροπή επιθυμεί να επισημάνει ότι, αντίθετα προς τα όσα ισχυρίζονται οι αυστριακές αρχές, η υποχρέωση προσαρμογής του καθεστώτος στους νέους κανόνες ίσχυε από την 1η Ιανουαρίου 2007 και όχι από την 1η Ιανουαρίου 2008.

(323)

Κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος των νέων κανόνων (δηλαδή την 1η Ιανουαρίου 2007), η υπόθεση T-375/04 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 22) που οδήγησε στην ακύρωση της απόφασης NN 34A/2000 της Επιτροπής της 30ής Ιουνίου 2004 της Επιτροπής εκκρεμούσε. Η μετέπειτα ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής στις 18 Νοεμβρίου 2009 είχε αναδρομική ισχύ.

(324)

Ως εκ τούτου, η Αυστρία δεν μπορούσε να βασιστεί στην απόφαση αυτή για να θεωρήσει ότι η ενίσχυση αποτελούσε υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων κατά την έννοια του σημείου 196 των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013.

(325)

Επιπλέον, σύμφωνα με την πάγια νομολογία:

«κατ' ουσίαν, […] η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του δικαιούχου της ενισχύσεως δεν μπορεί να δημιουργηθεί από απόφαση της Επιτροπής δεχόμενη ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, αφενός μεν, σε περίπτωση κατά την οποία η απόφαση αυτή προσβλήθηκε εμπροθέσμως και ακυρώθηκε ακολούθως από το κοινοτικό δικαστήριο, αφετέρου δε, καθόσον δεν έχει εκπνεύσει η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής ή, σε περίπτωση κατά την οποία ασκήθηκε προσφυγή, καθόσον δεν έχει αποφανθεί οριστικά το κοινοτικό δικαστήριο (96)».

(326)

Μολονότι τα μέτρα που καλύπτονται σε αυτό το τμήμα είχαν κηρυχθεί συμβιβάσιμα μέσω της απόφασης NN 34A/2000 της 30ής Ιουνίου 2004 της Επιτροπής, βάσει της απόφασης αυτής δεν δημιουργήθηκε εύλογη εμπιστοσύνη, ούτε στο επίπεδο των δικαιούχων ούτε στο επίπεδο του κράτους μέλους. Ήδη από τις 17 Σεπτεμβρίου 2004 είχε υποβληθεί προσφυγή ακύρωσης, η οποία και εκκρεμούσε κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος των νέων κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Ως εκ τούτου, λόγω της εκκρεμούς προσφυγής ακύρωσης, οι αυστριακές αρχές θα έπρεπε να είχαν εφαρμόσει τις κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013 από την 1η Ιανουαρίου 2007.

(327)

Όπως προαναφέρθηκε, οι κανόνες που αφορούν επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων έχουν μεταβληθεί ουσιαστικά στις κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013. Εφόσον οι αυστριακές αρχές δεν προέβησαν σε καμία προσαρμογή, τα μέτρα για τα βιολογικά προϊόντα, τις μεγάλες επιχειρήσεις και τα μέτρα πέραν των υπηρεσιών σε είδος (όπως περιγράφηκαν στην αιτιολογική σκέψη 318) δεν ήταν σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα εν λόγω μέτρα ενίσχυσης ήταν ασυμβίβαστα με την κοινή αγορά. Τα λοιπά μέτρα [δηλαδή εκείνα που δεν αφορούν βιολογικά προϊόντα, μεγάλες επιχειρήσεις και τα μέτρα πέραν των υπηρεσιών σε είδος (97)] συμμορφώνονταν με τις κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013 και, συνεπώς, ήταν συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά.

8.7.   ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ 1Η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2000 ΕΩΣ ΤΙΣ 31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2006

(328)

Η ενίσχυση για τεχνική υποστήριξη για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 πρέπει να εκτιμηθεί σύμφωνα με το σημείο 14 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006. Σύμφωνα με το σημείο 14.1 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, αυτού του είδους οι ενισχύσεις θεωρούνταν από την Επιτροπή «ήπιες ενισχύσεις» που συνέβαλαν στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της γεωργίας στην Κοινότητα, ενώ είχαν πολύ περιορισμένες επιπτώσεις στον ανταγωνισμό. Ενίσχυση μπορούσε να χορηγηθεί για ποσοστό έως 100 % του κόστους προκειμένου να καλυφθούν, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες δραστηριότητες: διοργάνωση διαγωνισμών, εκθέσεων και πανηγύρεων, συμπεριλαμβανομένης της στήριξης για το κόστος συμμετοχής στις εκδηλώσεις αυτές· και άλλες δραστηριότητες για τη διάδοση νέων τεχνικών, όπως είναι εύλογα πιλοτικά έργα μικρής κλίμακας ή έργα επίδειξης.

(329)

Το συνολικό ποσό της παρεχόμενης στήριξης δεν μπορούσε να υπερβαίνει τα 100 000 EUR σε διάστημα τριών ετών ανά δικαιούχο ή, στην περίπτωση των ΜΜΕ, το 50 % του επιλέξιμου κόστους, εάν το ποσό αυτό ήταν υψηλότερο (σημείο 14.3 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006). Αυτού του είδους η ενίσχυση έπρεπε να είναι διαθέσιμη σε όλους όσοι είναι επιλέξιμοι στη συγκεκριμένη περιοχή με βάση αντικειμενικά οριζόμενα κριτήρια (σημείο 14.2 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006).

8.7.1.   ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ 1Η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2000 ΕΩΣ ΤΙΣ 31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2006

(330)

Όσον αφορά τα σήματα βιολογικών προϊόντων και ποιότητας, χορηγήθηκε ενίσχυση για έργα γενικής πληροφόρησης, δραστηριότητες δημοσίων σχέσεων για τη διάδοση γενικών γνώσεων σχετικά με τα σήματα και για διαγωνισμούς ποιότητας (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 100-103). Τα μέτρα αυτά δεν ενθάρρυναν τους πελάτες να αγοράσουν ένα συγκεκριμένο προϊόν. Ως εκ τούτου, αντί να αποτελούν διαφημιστικά μέτρα, συνιστούσαν γενικά προωθητικά μέτρα και ήπιες ενισχύσεις που εμπίπτουν στο σημείο 14 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006.

(331)

Τα μέτρα πληροφόρησης εμπίπτουν στον τομέα της διάδοσης γνώσεων σχετικά με νέες τεχνικές. Εξ ορισμού, τέτοιου είδους γενικά μέτρα ενέχουν οφέλη για όλους τους παραγωγούς που χρησιμοποιούν τα σήματα.

(332)

Η ενίσχυση για την κάλυψη του κόστους για μέτρα τεχνικής υποστήριξης εμπίπτει στο σημείο 14.1 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006. Στις πληροφορίες που παρασχέθηκαν σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων NN 34A/2000, οι αυστριακές αρχές διευκρίνισαν ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν υπερέβη ποτέ το ποσό των 100 000 EUR ανά δικαιούχο σε διάστημα τριών ετών (βλέπε αιτιολογική σκέψη 109). Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, οι αυστριακές αρχές κλήθηκαν να παράσχουν πληροφορίες που θα αποδείκνυαν ότι οι ανωτέρω διασφαλίσεις είχαν όντως τηρηθεί. Επιπλέον, τους ζητήθηκε να αναφέρουν αν πληρούνταν οι απαιτήσεις που ορίζονταν στα σημεία 14.2 και 14.3 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006 και σε σχέση με την περίοδο 2000-2001 (98).

(333)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές επιβεβαίωσαν ότι η ενίσχυση για τα εν λόγω μέτρα δεν υπερέβη ποτέ το όριο των 100 000 EUR ανά δικαιούχο σε διάστημα τριών ετών. Συνεπώς, καλυπτόταν η προϋπόθεση του σημείου 14.3 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006.

(334)

Όσον αφορά τις προϋποθέσεις του σημείου 14.2 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006, η Επιτροπή κάλεσε τις αυστριακές αρχές, στο πλαίσιο νέου αιτήματος για παροχή πληροφοριών στις 17 Δεκεμβρίου 2014, να παράσχουν τις πληροφορίες που ήταν απαραίτητες για τη διενέργεια εκτίμησης του συμβιβάσιμου.

(335)

Στην απάντησή τους στις 25 Φεβρουαρίου 2015, οι αυστριακές αρχές επιβεβαίωσαν ότι το καθεστώς ήταν ανοιχτό σε όλους όσοι ήταν επιλέξιμοι στη συγκεκριμένη περιοχή υπό αντικειμενικά καθορισμένους όρους. Συνεπώς, καλυπτόταν η προϋπόθεση του σημείου 14.2 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006.

(336)

Ως εκ τούτου, η ενίσχυση τεχνικής υποστήριξης συμμορφωνόταν με τους όρους που προβλέπονταν στις κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006 και η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση ήταν συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης ΕΚ [νυν άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ].

8.7.2.   ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ 1Η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2000 ΕΩΣ ΤΙΣ 31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2004 (99)

(337)

Η ενίσχυση για την κάλυψη του κόστους των μέτρων τεχνικής υποστήριξης σχετικά με τα γενικής φύσεως προϊόντα που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 104-107 εμπίπτει στο σημείο 14.1 (τέταρτη περίπτωση) των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006. Όσον αφορά τις προϋποθέσεις των σημείων 14.2 και 14.3, κατά τον χρόνο της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή δεν διέθετε καθόλου πληροφορίες σχετικά με την περίοδο αυτή βάσει των οποίων να είναι σε θέση να εκτιμήσει κατά πόσον πληρούνταν οι εν λόγω προϋποθέσεις. Έτσι, οι αυστριακές αρχές κλήθηκαν να υποβάλουν τις αναγκαίες πληροφορίες.

(338)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές επιβεβαίωσαν ότι η ενίσχυση για τα εν λόγω μέτρα δεν υπερέβη ποτέ το όριο των 100 000 EUR ανά δικαιούχο σε διάστημα τριών ετών. Συνεπώς, καλυπτόταν η προϋπόθεση του σημείου 14.3 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006.

(339)

Όσον αφορά την προϋπόθεση του σημείου 14.2 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006 σχετικά με την ενίσχυση που είναι διαθέσιμη σε όλους όσοι είναι επιλέξιμοι στη συγκεκριμένη περιοχή, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται διότι τα μέτρα τεχνικής υποστήριξης αφορούσαν γενικές πληροφορίες για τα προϊόντα. Συνεπώς, καλυπτόταν η προϋπόθεση του σημείου 14.2 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006.

(340)

Ως εκ τούτου, η ενίσχυση τεχνικής υποστήριξης πληρούσε τις προϋποθέσεις που προβλέπονταν στις κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση αυτή ήταν συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ).

8.8.   ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ 1Η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2007 ΕΩΣ ΤΙΣ 31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2008

8.8.1.   ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

Ενίσχυση για παραγωγούς του πρωτογενούς γεωργικού τομέα

(341)

Σύμφωνα με το σημείο 103 των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013, η Επιτροπή μπορούσε να κηρύσσει τις κρατικές ενισχύσεις για την παροχή τεχνικής υποστήριξης, οι οποίες χορηγούνται στους παραγωγούς του πρωτογενούς τομέα, συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης ΕΚ [νυν άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ], εφόσον πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006.

(342)

Σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006, η ενίσχυση ήταν συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης ΕΚ [νυν άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ] εφόσον παρεχόταν για την κάλυψη των επιλέξιμων δαπανών για τις δραστηριότητες τεχνικής υποστήριξης που απαριθμούνται στο άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 και πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 15 παράγραφοι 3 και 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006.

(343)

Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 όσον αφορά τη διοργάνωση και συμμετοχή σε φόρα ανταλλαγής γνώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, διαγωνισμούς, εμπορικές εκθέσεις και πανηγύρεις, ενίσχυση θα μπορούσε να χορηγηθεί για τις ακόλουθες επιλέξιμες δαπάνες: τα έξοδα συμμετοχής, τα έξοδα μετακίνησης, το κόστος δημοσιεύσεων, το μίσθωμα των εκθεσιακών χώρων και συμβολικά βραβεία που απονέμονται στο πλαίσιο διαγωνισμών, αξίας μέχρι 250 ευρώ ανά βραβείο και νικητή.

(344)

Το άρθρο 15 παράγραφος 2 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 επέτρεπε την παροχή ενίσχυσης για την κάλυψη των δαπανών που σχετίζονται με την εκλαΐκευση της επιστημονικής γνώσης και τεκμηριωμένες πληροφορίες για συστήματα ποιότητας ανοικτά σε προϊόντα άλλων χωρών (χωρίς να κατονομάζονται μεμονωμένες επιχειρήσεις, εμπορικά σήματα ή προέλευση).

(345)

Με το άρθρο 15 παράγραφος 2 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 επιτρέπονταν οι ενισχύσεις για την κάλυψη του κόστους δημοσιεύσεων, όπως κατάλογοι ή δικτυακοί τόποι που παρέχουν τεκμηριωμένες πληροφορίες για παραγωγούς από συγκεκριμένη περιοχή ή παραγωγούς συγκεκριμένου προϊόντος, υπό τον όρο ότι οι πληροφορίες και η παρουσίαση παραμένουν ουδέτερες και ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί έχουν ίσες ευκαιρίες να περιληφθούν στις δημοσιεύσεις.

(346)

Με το άρθρο 15 παράγραφοι 3 και 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 επιτρεπόταν η χορήγηση ενίσχυσης για τεχνική υποστήριξη σε ποσοστό έως 100 % των δαπανών, εφόσον πληρούνταν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: η ενίσχυση έπρεπε να χορηγείται σε είδος μέσω επιδοτούμενων υπηρεσιών και δεν έπρεπε να περιλαμβάνει άμεσες χρηματικές πληρωμές σε παραγωγούς· όλοι όσοι ήταν επιλέξιμοι στην εξεταζόμενη περιοχή έπρεπε να έχουν πρόσβαση στην ενίσχυση, υπό αντικειμενικά καθορισμένους όρους· όταν η τεχνική υποστήριξη παρεχόταν από ομάδες παραγωγών ή άλλες οργανώσεις, η ιδιότητα του μέλους της ομάδας ή οργάνωσης δεν μπορούσε να αποτελεί προϋπόθεση για την πρόσβαση στην υπηρεσία. Η ενδεχόμενη εισφορά μη μελών για την κάλυψη των διοικητικών δαπανών της σχετικής ομάδας ή οργάνωσης έπρεπε να περιορίζεται στο κόστος παροχής της υπηρεσίας.

Επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της μεταποίησης και εμπορίας

(347)

Σύμφωνα με το σημείο 105 των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013, η Επιτροπή μπορούσε να κηρύσσει τις κρατικές ενισχύσεις για την παροχή τεχνικής υποστήριξης προς επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στους τομείς της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης ΕΚ [νυν άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ], εφόσον πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001. Στο άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 800/2008, που αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 70/2001, προβλεπόταν ότι οι παραπομπές στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 70/2001 θα έπρεπε να νοούνται ως παραπομπές στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 800/2008 (100).

(348)

Όσον αφορά τις προϋποθέσεις του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 800/2008 και του άρθρου 5 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 γίνεται παραπομπή στην αιτιολογική σκέψη 315 ανωτέρω.

(349)

Στο άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 800/2008 και στο άρθρο 5 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 προβλέπεται ότι, όσον αφορά την ενίσχυση για συμμετοχή σε εκθέσεις και πανηγύρεις, η ένταση της ενίσχυσης δεν υπερβαίνει το 50 % των επιλέξιμων δαπανών και ότι με τον όρο «επιλέξιμες δαπάνες» νοείται το κόστος μίσθωσης, εγκατάστασης και διαχείρισης περιπτέρου για την πρώτη συμμετοχή μιας επιχείρησης σε συγκεκριμένη πανήγυρη ή έκθεση.

8.8.2.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ (ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΤΟΜΕΑ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ)

Ενίσχυση για παραγωγούς του πρωτογενούς γεωργικού τομέα

(350)

Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι, ουσιαστικά, οι κανόνες που ίσχυαν από την 1η Ιανουαρίου 2007 σχετικά με την τεχνική υποστήριξη για τους παραγωγούς του πρωτογενούς γεωργικού τομέα ήταν σχεδόν ταυτόσημοι με τις προϋποθέσεις που καθορίζονταν στις κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006. Οι επιλέξιμες δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 είναι ουσιαστικά πανομοιότυπες με τις δαπάνες που απαριθμούνται στο σημείο 14 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006 (101). Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 15 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 είναι πανομοιότυπες με τη διάταξη που περιέχεται στο σημείο 14.2 των κατευθυντήριων γραμμών 2000-2006. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006, στις κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013 αναφέρεται ότι η ενίσχυση πρέπει να παρέχεται σε είδος μέσω επιδοτούμενων υπηρεσιών. Ως προς το σημείο αυτό, οι αυστριακές αρχές επεσήμαναν ότι, ακόμα και κατά την περίοδο πριν από το 2007, η τεχνική υποστήριξη είχε τη μορφή επιδοτούμενων υπηρεσιών.

(351)

Γίνεται αναφορά στην εκτίμηση του συμβιβάσιμου στο τμήμα 8.7 ανωτέρω. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση αυτή ήταν συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

Επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της μεταποίησης και εμπορίας

(352)

Όσον αφορά την τεχνική υποστήριξη για επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της μεταποίησης και της εμπορίας, με τις κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013 καθιερώθηκαν ουσιώδεις αλλαγές σε σύγκριση με τους προηγούμενους κανόνες· ως εκ τούτου, απαιτείται χωριστή εκτίμηση για την κατηγορία αυτή. Από τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες στο στάδιο της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, δεν ήταν σαφές αν το 2007 οι αυστριακές αρχές ευθυγράμμισαν τα υπό εξέταση μέτρα τεχνικής στήριξης με τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις των κατευθυντήριων γραμμών. Συνεπώς, οι αυστριακές αρχές κλήθηκαν να υποβάλουν επιπλέον πληροφορίες προκειμένου να αποδείξουν ότι κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008 τα μέτρα πληρούσαν τους νέους κανόνες. Εν προκειμένω, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς τη συμμόρφωση με τις εν λόγω προϋποθέσεις που διέφεραν από τις απαιτήσεις που ορίζονταν στις κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006. Ειδικότερα, η Επιτροπή επέστησε την προσοχή των αυστριακών αρχών στις ακόλουθες ουσιώδεις τροποποιήσεις:

στη διαφοροποίηση μεταξύ, αφενός, της πρωτογενούς παραγωγής και, αφετέρου, της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων,

ως προς τη δεύτερη αυτή κατηγορία, μόνον οι ενισχύσεις για ΜΜΕ μπορούσαν να κηρυχθούν συμβιβάσιμες σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013, το πεδίο εφαρμογής των επιλέξιμων δαπανών περιορίστηκε στις συμβουλευτικές υπηρεσίες και στη συμμετοχή σε πανηγύρεις και εκθέσεις, και η ένταση της ενίσχυσης μειώθηκε σε 50 %·

(353)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές ισχυρίστηκαν ότι η υποχρέωση προσαρμογής στους νέους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις ίσχυε από την 1η Ιανουαρίου 2008 και όχι από την 1η Ιανουαρίου 2007, όπως επισημάνθηκε από την Επιτροπή (βλέπε επίσης αιτιολογικές σκέψεις 172-175). Ως εκ τούτου, οι αυστριακές αρχές δεν υπέβαλαν περαιτέρω πληροφορίες για την εκτίμηση του συμβιβάσιμου. Στο αίτημα για παροχή πληροφοριών της 19ης Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή κάλεσε εκ νέου την Αυστρία να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες εν προκειμένω. Στην απάντησή τους της 30ής Απριλίου 2014, οι αυστριακές αρχές υποστήριξαν την άποψη την οποία είχαν εκφράσει και στις παρατηρήσεις που είχαν υποβάλει το 2012 και δεν προσκόμισαν περισσότερες πληροφορίες για την εκτίμηση του συμβιβάσιμου.

(354)

Γίνεται παραπομπή στον συλλογισμό που αναπτύσσεται στις αιτιολογικές σκέψεις 322-326 ανωτέρω, που ισχύει ομοίως και για το είδος της ενίσχυσης που αναφέρεται στο παρόν τμήμα.

(355)

Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, εάν η ενίσχυση τεχνικής στήριξης που παρασχέθηκε σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008 δεν πληρούσε τις νέες προϋποθέσεις που προβλέπονταν για τη συγκεκριμένη κατηγορία ενισχύσεων στις κατευθυντήριες γραμμές 2007-2013 (δηλαδή ενίσχυση για μεγάλες επιχειρήσεις, ενίσχυση για πρώτη συμμετοχή σε πανηγύρεις, ποσοστό ενίσχυσης άνω του 50 % για οποιαδήποτε υπηρεσία πέραν των συμβουλευτικών υπηρεσιών και της συμμετοχής σε πανηγύρεις άνω του 50 % ή της αποζημίωσης σε είδος) (αιτιολογική σκέψη 350), η Επιτροπή θεωρεί ότι τέτοιου είδους ενίσχυση ήταν ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης ΕΚ [νυν άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ].

(356)

Για άλλα μέτρα εκτός από εκείνα που αναφέρονται στην ανωτέρω αιτιολογική σκέψη, τα κριτήρια για το συμβιβάσιμο δεν έχουν μεταβληθεί σε σύγκριση με τις κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006. Γίνεται αναφορά στην εκτίμηση του συμβιβάσιμου στην αιτιολογική σκέψη 328 και επόμενες. Συνεπώς, τα εν λόγω μέτρα είναι συμβιβάσιμα.

8.9.   ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΥΠΕΡ ΤΡΙΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(357)

Εφόσον τα μέτρα που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας απόφασης χρηματοδοτούνται από εισφορές υπέρ τρίτων, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει τόσο τα χρηματοδοτούμενα μέτρα, δηλαδή την ενίσχυση που πράγματι διατέθηκε, όσο και τον τρόπο χρηματοδότησής τους.

(358)

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στην περίπτωση που η Επιτροπή εξετάζει ένα μέτρο ενίσχυσης, οφείλει να λαμβάνει επίσης υπόψη τον τρόπο χρηματοδοτήσεως της ενίσχυσης, ιδίως μέσω υποχρεωτικών εισφορών, στην περίπτωση που αυτός αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του μέτρου (102).

(359)

Για να θεωρηθεί ότι ένας φόρος ή μέρος του φόρου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μέτρου ενισχύσεως, πρέπει να υφίσταται οπωσδήποτε σχέση μεταξύ του φόρου και της ενισχύσεως βάσει της συναφούς εθνικής νομοθεσίας, υπό την έννοια ότι το προϊόν του φόρου πρέπει να προορίζεται απαραίτητα για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως (103) και το ύψος του φόρου θα πρέπει να επηρεάζει άμεσα το ύψος της κρατικής ενίσχυσης (104).

8.9.1.   ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1995 — 2001

(360)

Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 235 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, η εφαρμογή αυτών των κριτηρίων για τα υπό εξέταση μέτρα οδήγησε την Επιτροπή στα ακόλουθα προκαταρκτικά συμπεράσματα: το πρώτο κριτήριο φαινόταν να πληρούται εφόσον, σύμφωνα με τις αυστριακές αρχές, οι εισπραχθείσες εισφορές χρηματοδοτούσαν αποκλειστικά τα μέτρα ενίσχυσης που καλύπτονταν από την απόφαση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 53).

(361)

Όσον αφορά το ερώτημα για το αν το ποσό της εισφοράς είχε άμεσο αντίκτυπο στο ποσό της κρατικής ενίσχυσης, στο στάδιο της απόφασης κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή δεν διέθετε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να εκτιμήσει αν είχε τηρηθεί το κριτήριο αυτό. Για τον σκοπό αυτό, οι αυστριακές αρχές κλήθηκαν να διευκρινίσουν αν το επίμαχο ποσό της ενίσχυσης συνδεόταν απευθείας με τα έσοδα από την εισφορά, δηλαδή αν είχε οριστεί προκαταβολικά ή αν εξαρτιόταν από τις συγκεκριμένες ανάγκες εμπορικής προώθησης της ΑΜΑ.

(362)

Η Επιτροπή ανέφερε επίσης ότι, σε περίπτωση που κατέληγε στο συμπέρασμα, μετά την υποβολή των απαραίτητων πληροφοριών, ότι οι εισφορές αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του μέτρου ενίσχυσης, θα έπρεπε να εξετάσει αν η χρηματοδότηση του καθεστώτος επιφέρει διακρίσεις μεταξύ εισαγόμενων προϊόντων και προϊόντων που παράγονται στην Αυστρία (105), ή μεταξύ εξαγόμενων εθνικών προϊόντων και εθνικών προϊόντων που πωλούνται στην εγχώρια αγορά (106) (αιτιολογική σκέψη 236 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας).

(363)

Οι αυστριακές αρχές κλήθηκαν να παράσχουν πληροφορίες σχετικά με τα σημεία αυτά. Ειδικότερα, κλήθηκαν να αναφέρουν αν το άρθρο 21c παράγραφος 2 του νόμου για την ΑΜΑ, βάσει του οποίου τα αγαθά με προέλευση εκτός Αυστρίας εξαιρούνται από την εισφορά (βλέπε αιτιολογική σκέψη 58) ίσχυε ήδη το 1995 ή αν προστέθηκε από μεταγενέστερη τροποποίηση του νόμου. Επιπλέον, το κράτος μέλος κλήθηκε να διευκρινίσει αν τα προϊόντα αυστριακής προέλευσης που αποτελούσαν αντικείμενο εμπορίας εκτός Αυστρίας μπορούσαν να επωφεληθούν από το μέτρο στον ίδιο βαθμό με τα προϊόντα που αποτελούσαν αντικείμενο εμπορίας στην Αυστρία.

(364)

Στην αιτιολογική σκέψη 237 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι όφειλε επίσης να επαληθεύσει αν η επιβολή της εισφοράς αντέβαινε ενδεχομένως στους στόχους της κοινής οργάνωσης αγοράς στον γεωργικό τομέα. Σε αυτό το πλαίσιο, έπρεπε να διαπιστωθεί αν οι εισφορές επηρέασαν την τιμή των τελικών προϊόντων και, κατά συνέπεια, αν εισάγονταν ενδεχομένως διακρίσεις κατά των εγχώριων προϊόντων σε σχέση με τα εισαγόμενα προϊόντα.

(365)

Εν προκειμένω, στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας οι αυστριακές αρχές κλήθηκαν να παράσχουν δεδομένα που να καταδεικνύουν το ποσοστό επί των αντίστοιχων τιμών πώλησης στο οποίο ανερχόταν η εισφορά και να διευκρινίσουν σε ποιον βαθμό ο πιθανός αρνητικός αντίκτυπος τον οποίο επέφερε η εισφορά αντισταθμιζόταν από τις θετικές συνέπειες των μέτρων που χρηματοδοτούνταν από την ίδια αυτή εισφορά. Επιπλέον, οι αυστριακές αρχές κλήθηκαν να διευκρινίσουν αν οι τιμές των σχετικών προϊόντων καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό με γνώμονα την αγορά.

(366)

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι τα αλλοδαπά προϊόντα εξαιρούνταν από την υποχρέωση καταβολής της εισφοράς σύμφωνα με το άρθρο 2c παράγραφος 2 του νόμου για την ΑΜΑ. Αυτή η εξαίρεση ίσχυε από την 1η Ιανουαρίου 1994 και, συνεπώς, για ολόκληρη την περίοδο υπό εκτίμηση.

(367)

Όσον αφορά τη σχέση με τους στόχους της κοινής οργάνωσης αγοράς στον γεωργικό τομέα, στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012, οι αυστριακές αρχές δήλωσαν ότι, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι τιμές διαμορφώνονταν βάσει της προσφοράς και της ζήτησης στις σχετικές αγορές και χωρίς καμία παρέμβαση από την πλευρά των αρχών, δεν ήταν δυνατόν να υπολογιστεί το ποσοστό των τιμών πώλησης στο οποίο αντιστοιχούσε η εισφορά.

(368)

Στην ίδια απάντηση, οι αυστριακές αρχές ισχυρίστηκαν ότι το ύψος της εισφοράς δεν είχε άμεση επίδραση στο ύψος της κρατικής ενίσχυσης. Συμπληρωματικά με τα έσοδα από την εισφορά για την ΑΜΑ, υπήρχαν και πρόσθετες πηγές χρηματοδότησης. Συγκεκριμένα, πέραν των «καθαρών εσόδων» από την εισφορά και των κονδυλίων της ΕΕ (για συγχρηματοδοτούμενες πράξεις), εισπράχθηκαν και άλλα έσοδα από οικονομικούς φορείς μέσω τελών άδειας χρήσης και από τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως που καταβάλλονταν στο κατάστημα της ΑΜΑ (βιβλία μαγειρικής κ.λπ.) για τη χρηματοδότηση των μέτρων.

(369)

Για την ακρίβεια, οι αυστριακές αρχές κατέδειξαν ότι μέρος της χρηματοδότησης των μέτρων για την ΑΜΑ δεν καλυπτόταν από την εισφορά (107) και, συνεπώς, το ποσό της ενίσχυσης που καταβλήθηκε (και το οποίο με τη σειρά του επηρέασε το πεδίο εφαρμογής των μέτρων που πράγματι εφαρμόστηκαν) δεν εξαρτιόταν αποκλειστικά από τα έσοδα από την εισφορά· επιπλέον, τα έσοδα από την εισφορά δεν διατέθηκαν αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση της ενίσχυσης (108).

(370)

Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα κριτήρια για την ύπαρξη ειδικής σχέσης μεταξύ της εισφοράς και της ενίσχυσης κατά την έννοια της νομολογίας δεν πληρούνταν για την περίοδο 1995-2001.

8.9.2.   ΠΕΡΙΟΔΟΣ 2002 — 2008

(371)

Οι αυστριακές αρχές κλήθηκαν επίσης να παράσχουν τις αναγκαίες πληροφορίες που θα επέτρεπαν στην Επιτροπή να εκτιμήσει αν η χρηματοδότηση του μέτρου με φόρους υπέρ τρίτων (εισφορά) αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος των μέτρων ενίσχυσης για την περίοδο 2002-2008 (αιτιολογική σκέψη 238 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας).

(372)

Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, και δεδομένου ότι οι πηγές χρηματοδότησης παρέμειναν οι ίδιες, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υπήρξε ειδική σχέση μεταξύ της εισφοράς και των μέτρων κρατικής ενίσχυσης ούτε για την περίοδο 2002-2008.

9.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΤΗΣ

(373)

Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, και με την επιφύλαξη της αιτιολογικής σκέψης 378 κατωτέρω, τα μέτρα εμπορικής προώθησης της ΑΜΑ συνιστούν κρατική ενίσχυση.

(374)

Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν και με την επιφύλαξη της αιτιολογικής σκέψης 378 κατωτέρω, τα μέτρα ενίσχυσης που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 208, 213, 327 τρίτη πρόταση και 355 είναι ασυμβίβαστα με την εσωτερική αγορά. Τα υπόλοιπα μέτρα που αποτέλεσαν αντικείμενο εκτίμησης ανωτέρω είναι συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά.

(375)

Τυχόν αποζημίωση η οποία κατά τον χρόνο της χορήγησης πληρούσε τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον κανονισμό για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (109) θεωρείται ότι δεν συνιστά ενίσχυση. Τυχόν ενίσχυση η οποία, κατά τον χρόνο της χορήγησής της, πληρούσε τις προϋποθέσεις απαλλαγής κατά κατηγορία ή εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, μέχρι τις μέγιστες εντάσεις ενισχύσεων που ισχύουν για τον συγκεκριμένο τύπο βοήθειας.

10.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ

(376)

Σύμφωνα με τη Συνθήκη και την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα να αποφασίσει ότι το ενδιαφερόμενο κράτος πρέπει να καταργήσει ή να τροποποιήσει την ενίσχυση (110) όταν διαπιστωθεί το ασυμβίβαστο της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά. Επίσης, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση του κράτους να καταργήσει την ενίσχυση την οποία η Επιτροπή έχει θεωρήσει μη συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά σκοπό έχει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (111). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο στόχος έχει επιτευχθεί όταν ο λαβών την ενίσχυση έχει αποδώσει τα ποσά που χορηγήθηκαν υπό μορφή παράνομης ενίσχυσης, χάνοντας με τον τρόπο αυτόν το πλεονέκτημα που απολάμβανε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, και όταν επανέρχονται τα πράγματα στην προ της καταβολής της ενίσχυσης κατάσταση (112).

(377)

Σύμφωνα με την εν λόγω νομολογία, το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου (113) (εφεξής διαδικαστικός κανονισμός) προβλέπει ότι «σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο».

(378)

Σύμφωνα με το άρθρο 17 του διαδικαστικού κανονισμού, οι εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση μη συμβιβάσιμης ενίσχυσης υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής. Η προθεσμία αυτή αρχίζει να προσμετράται από την ημέρα κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση χορηγήθηκε στον δικαιούχο. Κάθε ενέργεια που εκτελείται από την Επιτροπή σχετικά με την παράνομη ενίσχυση διακόπτει την προθεσμία παραγραφής. Η προθεσμία παραγραφής αναστέλλεται για όσο διάστημα η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας ενώπιον του ΔΕΕ.

(379)

Η καταγγελία βάσει της οποίας κινήθηκε η παρούσα διαδικασία ελήφθη στις 21 Σεπτεμβρίου 1999 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 4) και η Επιτροπή καταχώρισε το καθεστώς ως μη κοινοποιηθείσα ενίσχυση κατά το έτος 2000 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 8). Επιπλέον, με την απόφαση του 2004 αναγνωρίζεται το γεγονός ότι η Επιτροπή αποφάσισε, για διοικητικούς λόγους, να διαιρέσει τη διαδικασία (βλέπε αιτιολογική σκέψη 10) και να διενεργήσει χωριστές εκτιμήσεις για τα μέτρα πριν και μετά το 2003. Αυτή η διαίρεση της διαδικασίας αποτέλεσε αίτημα των αυστριακών αρχών που είχε υποβληθεί στις 8 Μαρτίου 2004.

(380)

Οι προαναφερθείσες ενέργειες (διαίρεση της διαδικασίας που αναγνωρίστηκε μέσω της απόφασης του 2004) και επιστολές (αυστριακό αίτημα της 8ης Μαρτίου 2004) αποτελούν ενέργειες διακοπής κατά την έννοια του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2015/1589 του Συμβουλίου.

(381)

Αυτό σημαίνει ότι η Επιτροπή έχει την αρμοδιότητα να διατάξει ανάκτηση από την 1η Ιανουαρίου 1995, ημερομηνία προσχώρησης της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(382)

Η απόφαση NN 34A/2000 της Επιτροπής προσεβλήθη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Ιουνίου 2004· κατά της απόφασης την οποία εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο ασκήθηκε έφεση ενώπιον του Δικαστηρίου στις 27 Ιανουαρίου 2010. Η απόφαση του Δικαστηρίου απαγγέλθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2011 (βλέπε ανωτέρω αιτιολογική σκέψη 22). Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 τρίτη πρόταση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, η προθεσμία παραγραφής αναβλήθηκε μεταξύ 30ής Ιουνίου 2004 και 27ης Οκτωβρίου 2011.

(383)

Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η προθεσμία παραγραφής των 10 ετών για ανάκτηση σχετικά με τα μέτρα που υποβλήθηκαν σε εκτίμηση στην εν λόγω απόφαση δεν έχει λήξει. Ως εκ τούτου, η μη συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση που προσδιορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 374 ανωτέρω πρέπει να ανακτηθεί από τις αυστριακές αρχές.

(384)

Στο άρθρο 16 παράγραφος 1 του διαδικαστικού κανονισμού προσδιορίζεται ότι «σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο».

(385)

Στο άρθρο 16 παράγραφος 3 του διαδικαστικού κανονισμού ορίζεται ότι «η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής».

(386)

Τα μέσα τα οποία προβλέπονται στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας που έχει θεσπιστεί από τα κράτη μέλη, και διά των οποίων τα κράτη μέλη εκτελούν τις αποφάσεις ανάκτησης, θα πρέπει να εφαρμόζουν πλήρως την απόφαση ανάκτησης. Συνεπώς, είναι απαραίτητο τα εθνικά μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη να οδηγούν στην πραγματική και άμεση εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής.

(387)

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, σε περίπτωση αρνητικών αποφάσεων για μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις, ιδίως όταν έχει παρέλθει σημαντικό χρονικό διάστημα, η Επιτροπή μπορεί να καταλήξει σε κατά προσέγγιση εκτιμήσεις των ποσών προς ανάκτηση (114).

(388)

Η Επιτροπή επιθυμεί να επισημάνει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, «κανένας κοινοτικός νομικός κανόνας δεν επιβάλλει στην Επιτροπή, κατά την εντολή επιστροφής ενίσχυσης που έχει κηρυχθεί ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, να καθορίσει το ακριβές ποσό της προς επιστροφή ενίσχυσης. Αρκεί η απόφαση της Επιτροπής να περιέχει στοιχεία βάσει των οποίων ο αποδέκτης της να μπορεί να καθορίσει ο ίδιος, χωρίς υπερβολικές δυσχέρειες, το ύψος αυτό (115)».

(389)

Δεδομένης της φύσης ορισμένων από τα εν λόγω μέτρα (δηλαδή μέτρα σχετικά με έμμεσες ενισχύσεις προς μεγάλο αριθμό δικαιούχων), η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει στην παρούσα απόφαση το ακριβές ποσό της ενίσχυσης ανά δικαιούχο για κάθε μέτρο για το οποίο έχει διαταχθεί ανάκτηση.

(390)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επιθυμεί να επισημάνει ότι τα ποσά που κοινοποιήθηκαν από τις αυστριακές αρχές κατά τη διάρκεια της υπό διερεύνηση περιόδου (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 43-45) αποτελούν το σημείο αφετηρίας για τον υπολογισμό των ενισχύσεων προς ανάκτηση από τους αντίστοιχους δικαιούχους. Οι κατηγορίες μη συμβιβάσιμης ενίσχυσης, καθώς και οι αντίστοιχες προθεσμίες, έχουν προσδιοριστεί στην απόφαση.

(391)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτιμά ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάκτησης, οι αυστριακές αρχές πρέπει να παράσχουν μια εύλογη μέθοδο υπολογισμού της ενίσχυσης ανά δικαιούχο και να την κοινοποιήσουν στην Επιτροπή, σε πνεύμα έντιμης συνεργασίας με την Επιτροπή.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Αυστρία για τα ακόλουθα μέτρα και τις ακόλουθες περιόδους είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

ενίσχυση για διαφήμιση γενικής φύσεως κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001,

ενίσχυση για διαφήμιση κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006,

ενίσχυση για/μέσω διαφημιστικών εκστρατειών εκτός Αυστρίας και διαφήμιση γενικής φύσεως στην Αυστρία, κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως την 1η Ιανουαρίου 2004,

ενίσχυση για διαφήμιση ποιότητας κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008,

ενίσχυση για/μέσω μέτρων προώθησης με την ευρύτερη έννοια και μέτρα τεχνικής υποστήριξης κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999,

ενίσχυση υπό μορφή τεχνικής βοήθειας, συμβουλευτικών υπηρεσιών και μέτρων ελέγχου που σχετίζονται με προϊόντα ποιότητας κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999,

ενίσχυση για προϊόντα ποιότητας κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006,

ενίσχυση υπό μορφή τεχνικής υποστήριξης κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006,

ενίσχυση υπό μορφή τεχνικής υποστήριξης για γενικής φύσεως προϊόντα κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004,

ενίσχυση υπό μορφή τεχνικής υποστήριξης κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008 για τους παραγωγούς του πρωτογενούς κλάδου.

Άρθρο 2

Τα ακόλουθα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων, που χορηγήθηκαν παράνομα από την Αυστρία, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ασυμβίβαστα με την εσωτερική αγορά, για τις αντίστοιχες περιόδους που επισημαίνονται:

ενίσχυση για διαφήμιση γενικής φύσεως κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999,

ενίσχυση για το σήμα ποιότητας κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999,

ενίσχυση για προϊόντα ποιότητας κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008,

τεχνική υποστήριξη για επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της μεταποίησης και εμπορίας κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008.

Άρθρο 3

Οι ατομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 2 δεν συνιστούν ενίσχυση εάν, κατά τον χρόνο χορήγησής τους, πληρούσαν τις προϋποθέσεις που ορίζει κανονισμός που θεσπίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 (116), ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης.

Άρθρο 4

Οι ατομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 2 και οι οποίες, κατά τον χρόνο χορήγησής τους, πληρούσαν τις προϋποθέσεις που ορίζει κανονισμός που θεσπίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 ή στο πλαίσιο άλλου εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεων είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά μέχρι του ανώτατου ορίου των εντάσεων ενίσχυσης που ισχύουν για το συγκεκριμένο είδος ενισχύσεων.

Άρθρο 5

Η Αυστρία ανακτά από τους δικαιούχους της τη μη συμβιβάσιμη ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 2.

Τα προς ανάκτηση ποσά περιλαμβάνουν τόκους από την ημερομηνία εκταμίευσής τους μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (117).

Άρθρο 6

Η ανάκτηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 είναι άμεση και πραγματική.

Η Αυστρία διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 7

Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Αυστρία υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον κατάλογο των δικαιούχων που έλαβαν ενισχύσεις βάσει των καθεστώτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 και το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που εισέπραξε καθένας από αυτούς βάσει του καθεστώτος·

β)

το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από τους δικαιούχους·

γ)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει ώστε να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

δ)

έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στον δικαιούχο να επιστρέψει την ενίσχυση.

Η Αυστρία τηρεί ενήμερη την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που χορηγήθηκε βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 2. Υποβάλλει αμέσως, μετά από απλό αίτημα της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 8

H παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Δημοκρατία της Αυστρίας.

Βρυξέλλες, 7 Απριλίου 2016.

Για την Επιτροπή

Phil HOGAN

Μέλος της Επιτροπής


(1)  Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.15836, της 12ης Ιουνίου 2012, C(2012) 3760 final, ΕΕ C 301 της 5.10.2012, σ. 22.

(2)  Υπόθεση C-47/10 P Δημοκρατία της Αυστρίας κατά Scheucher-Fleisch GmbH κ.λπ., ECLI:EU:C:2011:698.

(3)  Υπόθεση T-375/04 Scheucher-Fleisch GmbH κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ECLI:EU:T:2009:445.

(4)  Η ίδια επιχειρηματολογία αναπτύσσεται σε νομική γνωμοδότηση η οποία επισυνάπτεται στις πληροφορίες που υποβλήθηκαν στις 26 Φεβρουαρίου 2015.

(5)  Τα μέτρα της AMA σχετικά με το σήμα ποιότητας και το σήμα βιολογικών προϊόντων που εφαρμόστηκαν από τις 26 Σεπτεμβρίου 2002 βάσει των τροποποιημένων εσωτερικών κανόνων εγκρίθηκαν στις 30 Ιουνίου 2004 με την απόφαση που εξέδωσε η Επιτροπή στην υπόθεση NN 34A/2000 (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 10 έως 16).

(6)  ΕΕ C 28 της 1.2.2000, σ. 2.

(7)  ΕΕ C 252 της 12.9.2001, σ. 5.

(8)  Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 15 ανωτέρω, βάσει του καθεστώτος ενίσχυσης NN 34A/2000, τα μέτρα διαφήμισης του σήματος βιολογικών προϊόντων περιορίζονταν χρονικά έως τις 31 Μαρτίου 2006 και τα μέτρα στήριξης της ποιότητας του σήματος βιολογικών προϊόντων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008.

(9)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(10)  Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως του Βασιλείου της Νορβηγίας, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας και των προσαρμογών των συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ένωση, ΕΕ C 241 της 29.8.1994, σ. 21 όπως προσαρμόστηκε από ΕΕ L 1 της 1.1.1995, σ. 1.

(11)  Ειδικότερα, η παραπομπή στην απόφαση της Επιτροπής N88/98.

(12)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 145 και επόμενες.

(13)  Οι εν λόγω εκθέσεις επισυνάφθηκαν ως παράρτημα στην επιστολή των αυστριακών αρχών της 16ης Οκτωβρίου 2000 με την οποία απάντησαν στο αίτημα της Επιτροπής της 19ης Ιουνίου 2000 για παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών.

(14)  Οι εν λόγω εκθέσεις υποβλήθηκαν με την επιστολή των αυστριακών αρχών της 14ης Σεπτεμβρίου 2012.

(15)  Bundesgesetzblatt für die Republik Österreich (BGBl.) 376/1992.

(16)  Οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209 της 24.7.1992, σ. 1).

(17)  Οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 114).

(18)  Παράρτημα στα σημεία 31) και 47) των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012. Στις υποβληθείσες παρατηρήσεις περιλαμβάνονται το κυρίως έγγραφο και τα παραρτήματά του.

(19)  Τα σήματα αυτά απεικονίζονταν στην αιτιολογική σκέψη 13 της απόφασης NN 34A/2000 της Επιτροπής.

(20)  Το λογότυπο αυτό χρησιμοποιήθηκε επίσης για την περίοδο 1999-2002.

(21)  Το σήμα χρησιμοποιείται στις οδηγίες για τα προϊόντα του έτους 2000 (Richtlinien für Frischfleisch, Fleischerbetriebe, Fleischwaren, Frischeier, Putenfleisch, Milch und Milchprodukte, Obst, Gemüse und Speisekartoffeln, Speisefette, Speiseöle, Diverse Lebensmittel).

(22)  Οδηγία 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων (ΕΕ L 109 της 6.5.2000, σ. 29).

(23)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1991, περί του βιολογικού τρόπου παραγωγής γεωργικών προϊόντων και των σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά προϊόντα και στα είδη διατροφής (ΕΕ L 198 της 22.7.1991, σ. 1).

(24)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών (ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 80).

(25)  Τα πρότυπα αυτά περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 59 της απόφασης NN 34A/2000 της Επιτροπής.

(26)  AMA-Gütesiegel Richtlinie Frischfleisch του Απριλίου του 1999, Richtlinien Frischfleisch του Απριλίου του 1997, Richtlinien Frischfleisch του Απριλίου του 1997 (Anpassung entsprechend Beiratsbeschluss vom 22.1.1998), Richtlinien Frischfleisch vom Februar 1996, Richtlinien diverse Lebensmittel.

(27)  Του Φεβρουαρίου του 1997.

(28)  Σύμφωνα με τις αυστριακές αρχές, το εν λόγω έντυπο χρησιμοποιήθηκε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000.

(29)  Έκθεση δραστηριοτήτων της AMA (Tätigkeitsbericht) 1996, σελίδα 3.

(30)  Έκθεση δραστηριοτήτων της AMA (Tätigkeitsbericht) 1996, σελίδα 12.

(31)  Έκθεση δραστηριοτήτων της AMA (Tätigkeitsbericht) 1996, σελίδα 35.

(32)  [….] Εμπίπτει στην υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου.

(33)  Έκθεση δραστηριοτήτων της AMA (Tätigkeitsbericht) 1996, σελίδα 15.

(34)  Αμφότερα τα παραδείγματα παρατίθενται στην έκθεση δραστηριοτήτων της AMA (Tätigkeitsbericht) 1996, σελίδα 17.

(35)  Έκθεση δραστηριοτήτων της AMA (Tätigkeitsbericht) 1996, σελίδα 19.

(36)  Έκθεση δραστηριοτήτων της AMA (Tätigkeitsbericht) 1996, σελίδα 13.

(37)  Έκθεση δραστηριοτήτων της AMA (Tätigkeitsbericht) 1996, σελίδα 26.

(38)  Έκθεση δραστηριοτήτων της AMA (Tätigkeitsbericht) 1997, σελίδα 3. «Die österreichische Naturqualität hat sich mit der Unterstützung der AMA auch 1997 am Heimmarkt eine Position gesichert, mit der es gelungen ist, Eintrittsbarieren gegenüber EU-Anbietern aufzubauen und gleichzeitig den heimischen Produkten Unverwechselbarkeit zu garantieren. Dass der “Geschmack der Natur” am Heimmarkt sogar Marktanteile zurückgewonnen hat, ist im Marktsegment Fruchtjoghurt klar abzulesen. So konnten 1997 von den heimischen Herstellern 15 % Marktanteil von ausländischen Anbietern zurückgewonnen werden».

(39)  Εμπίπτει στην υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου.

(40)  Ibid.

(41)  Το συγκεκριμένο παράδειγμα διαφήμισης αναφέρεται στη σελίδα 10 της έκθεσης δραστηριοτήτων της AMA (Tätigkeitsbericht) 1999.

(42)  Έκθεση δραστηριοτήτων της AMA (Tätigkeitsbericht) 2000, σελίδα 9.

(43)  Έκθεση δραστηριοτήτων της AMA (Tätigkeitsbericht) 2000, σελίδα 10.

(44)  Έκθεση δραστηριοτήτων της AMA (Tätigkeitsbericht) 2000, σελίδα 11.

(45)  Έκθεση δραστηριοτήτων της AMA (Tätigkeitsbericht) 2000, σελίδα 12.

(46)  Αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2001 στην υπόθεση C-379/98, Preussen Elektra, ECLI:EU:C:2001:160, σκέψη 58, και της 20ής Νοεμβρίου 2003 στην υπόθεση C-126/01, GEMO ECLI:EU:C:2003:622, σκέψη 23.

(47)  Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στις 14 Σεπτεμβρίου 2012.

(48)  Ibid.

(49)  Άρθρο 21i του νόμου για την AMA.

(50)  Άρθρο 21k του νόμου για την AMA.

(51)  Άρθρο 21l του νόμου για την AMA.

(52)  Άρθρο 21l παράγραφος 2 του νόμου για την AMA.

(53)  Άρθρα 21a παράγραφος 1, 21c και 21d, αντίστοιχα.

(54)  Βλέπε υποσημείωση 47.

(55)  Άρθρο 11 παράγραφος 1 του νόμου για την AMA.

(56)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2004 στην υπόθεση C-345/02, Pearle, ECLI:EU:C:2004:448, σκέψεις 35-38.

(57)  Απόφαση της 30ής Μαΐου 2013 στην υπόθεση C-677/11, Doux Élevage SNC και Coopérative agricole GBP-ARREE κατά Ministère de l'Agriculture, ECLI:EU:C:2013:348, σκέψεις 32, 35 και 38.

(58)  Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-280/00, Altmark, ECLI:EU:C:2003:415, σκέψη 84.

(59)  Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-355/00, ΦΡΕΣΚΟΤ AE κατά Ελληνικού Δημοσίου, ECLI:EU:C:2003:298, σκέψη 83.

(60)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 1977 στην υπόθεση 78/76, Steinike & Weinlig, ECLI:EU:C:1977:52, σκέψη 22.

(61)  Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1999:311, σκέψη 31.

(62)  Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση 730/79, Philip Morris Holland BV κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1980:209, σκέψεις 11 και 12.

(63)  Βλέπε ειδικότερα την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση 102/87, Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1988:391.

(64)  Πηγή: Eurostat.

(65)  Σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο β) σημείο iii) σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1), εάν η Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση, το οικείο κράτος μέλος μπορεί να θέσει σε εφαρμογή το μέτρο, αφού ειδοποιήσει προηγουμένως σχετικά την Επιτροπή, εκτός εάν η τελευταία λάβει απόφαση εντός προθεσμίας 15 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της ειδοποίησης. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 τέθηκε σε ισχύ το 1999 και, επομένως, δεν εφαρμόζεται στην επίμαχη επιστολή η οποία χρονολογείται από το 1997. Ωστόσο, οι προαναφερθείσες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 αποτελούν κωδικοποίηση της νομολογίας στην υπόθεση Lorenz (απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση 120/73, Lorenz, ECLI:EU:C:1973:152, σκέψεις 4 έως 6), βάσει της οποίας η ενίσχυση θεωρείται εγκριθείσα και χαρακτηρισθείσα υφιστάμενη ενίσχυση μετά την παρέλευση δύο μηνών από την κοινοποίηση και την προηγούμενη ειδοποίηση χωρίς αντίδραση από την Επιτροπή.

(66)  N 175/2006, N 589/2008 και N 496/2009.

(67)  Förderung und Sicherung des Absatzes von inlandischen land- und forstwirtschaftlichen Erzeugnissen.

(68)  Υπόθεση T-375/04 Scheucher-Fleisch GmbH κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ECLI:EU:T:2009:445, σκέψεις 86 και 87.

(69)  BGBl. Teil I, αριθ. 55/2007.

(70)  Η μνεία αυτή περιέχεται σε όλα τα άρθρα σχετικά με την προέλευση των προϊόντων των κανόνων που ρυθμίζουν το λογότυπο του νωπού κρέατος από το 1995.

(71)  ΕΕ C 119 της 22.5.2002, σ. 22.

(72)  ΕΕ C 319 της 27.12.2006, σ. 1.

(73)  Υπόθεση C-199/06, CELF κατά SIDE, ECLI:EU:C:2008:79, σκέψη 68.

(74)  ΕΕ C 272 της 28.10.1986, σ. 3.

(75)  ΕΕ C 302 της 12.11.1987, σ. 6.

(76)  ΕΕ C 252 της 12.9.2001, σ. 5.

(77)  Σημείο 1.1 του πλαισίου του 1987 για τη διαφήμιση.

(78)  Σημείο 5 στοιχείο β) των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση.

(79)  Σημείο 7 των κατευθυντήριων γραμμών του 2001 για τη διαφήμιση.

(80)  Σημείο 152 στοιχείο α) των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013.

(81)  Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το σημείο 2.1.1 (με την υποσημείωση 1) του πλαισίου για τη διαφήμιση κάνει απευθείας αναφορά στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής στην ανακοίνωση του 1986.

(82)  Όπως μπορεί να διαπιστωθεί από το κείμενο της ανακοίνωσης του 1986, σκοπός της ήταν να παράσχει καθοδήγηση με την οποία θα διασφαλιζόταν ότι οι εκστρατείες προώθησης από τα κράτη μέλη θα παρέμεναν εντός των επιτρεπόμενων ορίων βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, ιδίως της υπόθεσης 222/82, Apple & Pear Development Council κατά K.J. Lewis Ltd και λοιπών, EU:C:1983:370.

(83)  Σε σχέση με την ανακοίνωση του 1986.

(84)  Βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 65 ανωτέρω.

(85)  Ο συνολικός προϋπολογισμός του μέτρου ήταν 4 165 399 EUR και συγχρηματοδοτήθηκε από κονδύλια της ΕΕ για ποσό 2 082 699 EUR και από εθνικούς πόρους για ποσό 709 721,78 EUR. Το υπόλοιπο ποσό χρηματοδοτήθηκε από την εισφορά για την ΑΜΑ.

(86)  Ο συνολικός προϋπολογισμός ανερχόταν σε 2 659 974 EUR. Κατά τα έτη 2007 και 2008, το χορηγούμενο από την ΕΕ τμήμα ανερχόταν σε 550 047 EUR και το χορηγούμενο από εθνικούς πόρους τμήμα ανερχόταν σε 142 967 EUR.

(87)  Η περίοδος μετά το 2004 καλύπτεται από την απόφαση N 239/2004. Βλέπε αιτιολογική σκέψη 39 ανωτέρω.

(88)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 277 της 21.10.2005, σ. 1).

(89)  Βλέπε εν προκειμένω, για παράδειγμα, αποφάσεις της Επιτροπής στις υποθέσεις N 570/1998 (αναφέρθηκε ήδη στην αιτιολογική σκέψη 41 ανωτέρω), N 662/1998 [απόφαση της Επιτροπής της 30ής Απριλίου 1999, SG(99) D/3095] και C(1999) 4227 [απόφαση της Επιτροπής, της 25ης Νοεμβρίου 1999, σχετικά με το μέτρο το οποίο η Γερμανία σχεδιάζει να εφαρμόσει για την προώθηση γεωργικών προϊόντων της περιφέρειας Mecklenburg-Vorpommern (ΕΕ L 37 της 12.2.2000, σ. 31)]. Για τους σκοπούς της εκτίμησης στο πλαίσιο του παρόντος τμήματος, η Επιτροπή παραπέμπει στην εκτίμηση που διενεργήθηκε στο πλαίσιο των προαναφερθεισών αποφάσεων.

(90)  Πρόταση καταλλήλων μέτρων όσον αφορά τις ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη μέλη στον τομέα της κτηνοτροφίας και των κτηνοτροφικών προϊόντων. Αριθ. S/75/29416 της 29 Σεπτεμβρίου 1975.

(91)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 304 κατωτέρω.

(92)  Βλέπε λεπτομερή ανάλυση του κεφαλαίου IV.Ι των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013 στο τμήμα 8.6 κατωτέρω.

(93)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 (ΕΕ L 358 της 16.12.2006, σ. 3).

(94)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 33).

(95)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2008, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ' εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης (ΕΕ L 214 της 9.8.2008, σ. 3).

(96)  Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-1/09, Centre d'exportation du livre français (CELF) και Ministre de la Culture et de la Communication κατά Société internationale de diffusion et d'édition (SIDE), ECLI:EU:C:2010:136, σκέψη 45.

(97)  Σε αντίθεση με το προηγούμενο νομικό πλαίσιο, αυτές οι κατηγορίες δεν ήταν πλέον επιλέξιμες στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών 2007-2013. Βλέπε αιτιολογική σκέψη 318.

(98)  Όσον αφορά την περίοδο αναφοράς για την οποία έπρεπε να παρασχεθούν πληροφορίες, οι αυστριακές αρχές κλήθηκαν να λάβουν υπόψη τα σχόλια που συμπεριλήφθηκαν στην αιτιολογική σκέψη 243 ανωτέρω όσον αφορά την ύπαρξη (ή τη μη ύπαρξη) μεταβατικής περιόδου.

(99)  Τα γενικής φύσεως μέτρα μετά το έτος 2004 καλύπτονταν από την απόφαση N 239/2004 της Επιτροπής (βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 20 ανωτέρω). Η απόφαση αυτή δεν επηρεάστηκε από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 22 και επόμενες.

(100)  Όπως επεξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 314 ανωτέρω, κατά το διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2007 και 28ης Αυγούστου 2008 για τη συγκεκριμένη ενίσχυση ίσχυε το άρθρο 5 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 και, μετά την ημερομηνία αυτή, τέθηκαν σε εφαρμογή τα άρθρα 26 και 27 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 800/2008. Ωστόσο, εφόσον στα εν λόγω άρθρα ορίζονται οι ίδιες προϋποθέσεις, δεν απαιτείται διαφοροποίηση στην εκτίμηση μεταξύ των προαναφερθεισών χρονικών περιόδων.

(101)  Στις κατευθυντήριες γραμμές 2000-2006 παρατίθεται μη εξαντλητικός κατάλογος των δραστηριοτήτων που καλύπτονται από τις τεχνικές ενισχύσεις.

(102)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 2003 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-261/01 και C-262/01, Belgische Staat κατά Van Calster, ECLI:EU:C:2003:571, σκέψη 49.

(103)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιανουαρίου 2005 στην υπόθεση C-174/02, Streekgewest Westelijk Noord-Brabant κατά Staatssecretaris van Financiën, ECLI:EU:C:2005:10, σκέψη 26, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 2005 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-266/04 έως C-270/04, C-276/04 και C-321/04 έως C-325/04, Nazairdis SAS κ.λπ. κατά Caisse nationale de l'organisation autonome d'assurance vieillesse des travailleurs non salariés des professions industrielles et commerciales (Organic), ECLI:EU:C:2005:657, σκέψεις 46 έως 49.

(104)  Streekgewest Westelijk Noord-Brabant κατά Staatssecretaris van Financiën, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 102, σκέψη 28 και απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2006, C-41/05, Air Liquide Industries Belgium, ECLI:EU:C:2006:403, σκέψη 46.

(105)  Όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ εγχώριων και εξαγόμενων προϊόντων, βλέπε μεταξύ άλλων την απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 2002, στην υπόθεση C-234/99, Nygard, ECLI:EU:C:2002:244, σκέψεις 21-22.

(106)  Όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ εγχώριων και εξαγόμενων προϊόντων, βλέπε μεταξύ άλλων την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1992 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/90, C-79/90, C-80/90, C-81/90, C-82/90 και C-83/90, Compagnie Commerciale de l'Ouest, ECLI:EU:C:1992:118, σκέψη 26.

(107)  Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στις 25 Φεβρουαρίου 2015, τα ποσά που εισπράχθηκαν από άδειες χρήσης κυμαίνονταν σε ποσοστό μεταξύ 2,01 % και 2,84 % των ετήσιων εσόδων. Τα έσοδα από το κατάστημα της ΑΜΑ κυμαίνονταν σε ποσοστό μεταξύ 0,08 % και 0,48 % των ετήσιων εσόδων.

(108)  Βλέπε, για παράδειγμα, την κατάσταση για το έτος 2001: όπως μπορεί να διαπιστωθεί από τους πίνακες που αναπαράγονται ανωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 43 και 56, το ποσό της εισφοράς που εισπράχθηκε ανερχόταν σε 15 εκατ. EUR, αλλά μόνο 12 εκατ. EUR καταβλήθηκαν ως ενίσχυση. Μολονότι τα ποσά και τα ποσοστά διαφέρουν για κάθε έτος (για ορισμένα έτη το ποσό της ενίσχυσης υπερέβαινε το ποσό των εισφορών που εισπράχθηκαν), είναι σαφές ότι το ποσό της εισφοράς δεν μεταφραζόταν άμεσα σε συγκεκριμένο επίπεδο ενίσχυσης.

(109)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1407/2013 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 352 της 24.12.2013, σ. 1), κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 379 της 28.12.2006, σ. 5), κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 69/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 30), ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis (ΕΕ C 68 της 6.3.1996, σ. 9), κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1408/2013 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας («de minimis») στον γεωργικό τομέα (ΕΕ L 352 της 24.12.2013, σ. 9), κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1535/2007 της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2007, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας («de minimis») στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 337 της 21.12.2007, σ. 35), κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1860/2004 της Επιτροπής, της 6ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας (ΕΕ L 325 της 28.10.2004, σ. 4).

(110)  Υπόθεση C-70/72, Επιτροπή κατά Γερμανίας, ECLI:EU:C:1973:87, σκέψη 13.

(111)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92, C-279/92 και C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1994:325, σκέψη 75.

(112)  Υπόθεση C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:1999:311, σκέψεις 64-65.

(113)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕΕ L 248 της 24.9.2015, σ. 9).

(114)  Υπόθεση T-366/00, Scott SA κατά Επιτροπής, ECLI:EU:T:2007:99, σκέψη 96.

(115)  Υπόθεση C-480/98, Ισπανία κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2000:559, σκέψη 25.

(116)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1998, για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ L 142 της 14.5.1998, σ. 1).

(117)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1).