14.3.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 74/8


ΚΑΤΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 241/2014 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 7ης Ιανουαρίου 2014

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ιδρύματα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 26 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 27 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 28 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 29 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 32 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 36 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 41 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 52 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 76 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 78 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 79 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 83 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 481 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο και το άρθρο 487 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού συνδέονται στενά, δεδομένου ότι αναφέρονται σε στοιχεία των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων και σε αφαιρέσεις από εκείνα τα ίδια στοιχεία ιδίων κεφαλαίων για τους σκοπούς της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ ταυτόχρονα, και να διευκολυνθούν τα πρόσωπα που υπόκεινται στις εξ αυτών υποχρεώσεις να έχουν πλήρη εικόνα και συνεκτική πρόσβαση στο κείμενο των διατάξεων αυτών, κρίνεται σκόπιμο να συμπεριληφθούν σε έναν ενιαίο κανονισμό όλα τα απαιτούμενα βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τα ίδια κεφάλαια.

(2)

Για να υπάρξει μεγαλύτερη σύγκλιση σε όλη την Ένωση του τρόπου αφαίρεσης των προβλέψιμων μερισμάτων από τα ενδιάμεσα κέρδη περιόδου ή τα κέρδη τέλους χρήσεως, είναι αναγκαίο να θεσπιστεί ιεράρχηση των τρόπων αξιολόγησης της έκπτωσης, πρώτον, με τη λήψη απόφασης για τις διανομές μερισμάτων από τον αρμόδιο φορέα, κατόπιν, με τη μερισματική πολιτική και, τρίτον, με ένα ιστορικό ποσοστό διανομής.

(3)

Εκτός από τις γενικές απαιτήσεις ίδιων κεφαλαίων, όπως αυτές προστίθενται στις ή τροποποιούνται από τις ειδικές απαιτήσεις ίδιων κεφαλαίων που ορίζονται γι’ αυτά τα είδη ιδρυμάτων, είναι αναγκαία η εξειδίκευση των όρων με τους οποίους οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφανθούν ότι ένα είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας χαρακτηρίζεται ως αλληλασφαλιστική ένωση, συνεταιριστική εταιρεία, ταμιευτήριο ή παρόμοιο ίδρυμα, για τον σκοπό των ιδίων κεφαλαίων, προκειμένου να μετριαστεί ο κίνδυνος του να μπορεί κάθε ίδρυμα να λειτουργεί υπό το ειδικό καθεστώς της αλληλασφαλιστικής ένωσης, της συνεταιριστικής εταιρείας, του ταμιευτηρίου ή παρόμοιου φορέα στον οποίο μπορούν να εφαρμόζονται συγκεκριμένες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, σε περίπτωση που το εν λόγω ίδρυμα δεν έχει κοινά χαρακτηριστικά με αυτά των ενωσιακών ιδρυμάτων του συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα.

(4)

Για ένα ίδρυμα που αναγνωρίζεται από την ισχύουσα εθνική νομοθεσία ως αλληλασφαλιστική ένωση, συνεταιριστική εταιρεία, ταμιευτήριο ή ανάλογο ίδρυμα, είναι σκόπιμο, σε ορισμένες περιπτώσεις, να γίνεται διάκριση μεταξύ των κατόχων των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και των μελών του εν λόγω ιδρύματος, εφόσον τα μέλη απαιτείται εν γένει να διαθέτουν μέσα κεφαλαίου προκειμένου να έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν μερίσματα, καθώς και δικαίωμα σε ένα μέρος των κερδών και των αποθεματικών.

(5)

Γενικά, το κοινό χαρακτηριστικό των συνεταιριστικών ιδρυμάτων, ταμιευτηρίων, αλληλασφαλιστικών ενώσεων ή παρόμοιων ιδρυμάτων είναι ότι ασκούν τις δραστηριότητές του προς όφελος των πελατών και μελών του ιδρύματος και ως παροχή υπηρεσιών στο κοινό. Ο πρωταρχικός τους στόχος δεν είναι η δημιουργία και η απόδοση οικονομικού οφέλους σε εξωτερικούς φορείς παροχής κεφαλαίων, όπως οι μέτοχοι ανώνυμων εταιρειών. Για τον λόγο αυτό, τα κεφαλαιακά μέσα που χρησιμοποιούνται από τα εν λόγω ιδρύματα διαφέρουν από τα εκδιδόμενα από ανώνυμες εταιρείες κεφαλαιακά μέσα που, γενικά, παρέχουν στους μετόχους πλήρη πρόσβαση σε αποθεματικά και τα κέρδη υπό συνθήκες ομαλής λειτουργίας και κατά την εκκαθάριση και μπορούν να μεταβιβαστούν σε τρίτους.

(6)

Ένα κοινό χαρακτηριστικό των συνεταιριστικών ιδρυμάτων είναι, εν γένει, η δυνατότητα των μελών να παραιτούνται και, ως εκ τούτου, να απαιτούν την εξόφληση των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που κατέχουν. Αυτό δεν εμποδίζει μια συνεταιριστική εταιρεία να εκδίδει αποδεκτές κοινές μετοχές της κατηγορίας 1, οι κάτοχοι των οποίων δεν έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν τα μέσα στο ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέσα αυτά πληρούν τις διατάξεις του άρθρου 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Όταν ένα ίδρυμα εκδίδει διάφορα είδη μέσων βάσει του άρθρου 29 του εν λόγω κανονισμού, δεν θα πρέπει να παρέχονται προνόμια μόνο σε ορισμένους από αυτούς τους τύπους μέσων, εκτός από αυτούς που προβλέπονται στο άρθρο 29 παράγραφος 4 του ίδιου κανονισμού.

(7)

Η δομή των ταμιευτηρίων προσιδιάζει γενικά στη δομή ιδρυμάτων στα οποία δεν υφίσταται κυριότητα του κεφαλαίου, δηλαδή κανένας κάτοχος συμμετοχής στο κεφάλαιο ο οποίος να μπορεί να επωφεληθεί από τα κέρδη του ιδρύματος. Ένα βασικό χαρακτηριστικό των αλληλασφαλιστικών ενώσεων είναι ότι, κατά κανόνα, τα μέλη δεν συμμετέχουν στο κεφάλαιο του ιδρύματος και δν ωφελούνται, σε κανονικές συνθήκες δραστηριότητας, από την άμεση διανομή των αποθεματικών. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα εν λόγω ιδρύματα, προκειμένου να αναπτύξουν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, να εκδίδουν μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σε επενδυτές ή μέλη που μπορεί να κατέχουν συμμετοχή στο κεφάλαιο και να ωφελούνται σε κάποιο βαθμό από τα αποθεματικά σε συνθήκες ομαλής λειτουργίας και σε περίπτωση εκκαθάρισης.

(8)

Όλα τα υφιστάμενα ιδρύματα, που έχουν ήδη συσταθεί και αναγνωρισθεί ως αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες, ταμιευτήρια ή παρεμφερή ιδρύματα σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2012, εξακολουθούν να κατατάσσονται σε αυτή την κατηγορία για τους σκοπούς του δευτέρου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή για όσο διάστημα εξακολουθούν να πληρούν τα κριτήρια βάσει των οποίων αναγνωρίστηκαν ως μία από τις εν λόγω οντότητες σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο.

(9)

Ο καθορισμός των καταστάσεων που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως έμμεση χρηματοδότηση για όλους τους τύπους των κεφαλαιακών μέσων είναι πρακτικά πιο εφικτός και ολοκληρωμένος μέσω του προσδιορισμού των χαρακτηριστικών της αντίθετης έννοιας, δηλαδή της άμεσης χρηματοδότησης.

(10)

Για την εφαρμογή των κανόνων περί ιδίων κεφαλαίων στις αλληλασφαλιστικές ενώσεις, τις συνεταιριστικές εταιρείες, τα ταμιευτήρια και παρόμοιους φορείς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με τον κατάλληλο τρόπο οι ιδιαιτερότητες των ιδρυμάτων αυτών. Θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες, ώστε να διασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, ότι τα εν λόγω ιδρύματα είναι σε θέση να περιορίζουν την εξόφληση των κεφαλαιακών μέσων τους, κατά περίπτωση. Συνεπώς, εάν η ισχύουσα εθνική νομοθεσία απαγορεύει την άρνηση εξόφλησης μέσων γι’ αυτά τα είδη ιδρυμάτων, έχει καίρια σημασία οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα να παρέχουν στο ίδρυμα τη δυνατότητα να αναβάλλει την εξόφληση και να περιορίζει το εξοφλητέο ποσό. Επιπλέον, δεδομένης της σημασίας που έχει η δυνατότητα περιορισμού ή αναβολής της εξόφλησης συνεταιριστικών μεριδίων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να περιορίζουν την εξόφληση συνεταιριστικών μεριδίων και τα ιδρύματα θα πρέπει να τεκμηριώνουν κάθε απόφαση περιορισμού της εξόφλησης.

(11)

Είναι αναγκαίο να οριστεί η έννοια του κέρδους από πωλήσεις και να εναρμονιστεί ο χειρισμός της σε σχέση με ένα μελλοντικό περιθώριο εσόδων από τιτλοποιήσεις με τις διεθνείς πρακτικές, όπως αυτές που ορίζονται από την Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία και για να διασφαλιστεί ότι τα ίδια κεφάλαια ενός ιδρύματος δεν εμπεριέχουν κανένα ανακλητό κέρδος από πωλήσεις, λόγω της έλλειψης μονιμότητας.

(12)

Για να αποφευχθεί η καταχρηστική επιλογή ευνοϊκότερου πλαισίου προληπτικής εποπτείας και να εξασφαλιστεί η εναρμονισμένη εφαρμογή των κανόνων για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις στην Ένωση, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η εφαρμογή ενιαίας μεθόδου όσον αφορά την αφαίρεση από τα ίδια κεφάλαια ορισμένων στοιχείων, όπως οι ζημίες για το τρέχον οικονομικό έτος, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και περιουσιακά στοιχεία συνταξιοδοτικών ταμείων προκαθορισμένων παροχών.

(13)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ένας συνεκτικός τρόπος αξιολόγησης σε όλη την Ένωση των κινήτρων εξόφλησης, είναι αναγκαίο να περιγραφούν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες γεννάται προσδοκία ότι το εν λόγω μέσο είναι πιθανό να εξοφληθεί. Είναι επίσης αναγκαίο να σχεδιαστούν οι κανόνες που οδηγούν σε έγκαιρη ενεργοποίηση των μηχανισμών απορρόφησης ζημιών για υβριδικά μέσα, με στόχο να αυξηθεί, ως εκ τούτου, η απορροφητικότητα των ζημιών αυτών των μέσων στο μέλλον. Επιπλέον, δεδομένου ότι τα μέσα που εκδίδονται από οντότητες ειδικού σκοπού παρέχουν μικρότερη βεβαιότητα από άποψη προληπτικής εποπτείας σε σύγκριση με απευθείας εκδοθέντα μέσα, η χρήση οντοτήτων ειδικού σκοπού για την έμμεση έκδοση των ιδίων κεφαλαίων πρέπει να είναι περιορισμένη και να υπόκειται σε αυστηρό πλαίσιο.

(14)

Είναι αναγκαίο να εξισορροπείται η ανάγκη διασφάλισης των κατάλληλων υπολογισμών της έκθεσης ιδρυμάτων σε έμμεσες συμμετοχές που προκύπτουν από συμμετοχές σε δείκτες με την ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι αυτό δεν θα καταστεί υπερβολικά επαχθές γι’ αυτά.

(15)

Κρίνεται αναγκαίο να υπάρχει μια λεπτομερής και ολοκληρωμένη διαδικασία για τη χορήγηση από τις αρμόδιες αρχές εποπτικών αδειών για τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων. Εξοφλήσεις, μειώσεις και επαναγορές των μέσων ιδίων κεφαλαίων δεν θα πρέπει να ανακοινώνονται στους μετόχους πριν λάβει το ίδρυμα την προηγούμενη έγκριση της οικείας αρμόδιας αρχής. Τα ιδρύματα πρέπει να παρέχουν αναλυτικό κατάλογο των στοιχείων, έτσι ώστε να παρέχονται στην αρμόδια αρχή όλες οι σχετικές πληροφορίες πριν αποφασίσει να χορηγήσει τη σχετική άδεια.

(16)

Προβλέπεται δυνατότητα προσωρινής αναστολής της αφαίρεσης από τα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων για την εκπόνηση και την εφαρμογή σχεδίων χρηματοδοτικής συνδρομής, κατά περίπτωση. Ως εκ τούτου, η διάρκεια των εν λόγω αναστολών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τη διάρκεια των σχεδίων χρηματοδοτικής συνδρομής.

(17)

Για να μπορούν οι οντότητες ειδικού σκοπού να περιληφθούν σε πρόσθετα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2, τα στοιχεία ενεργητικού των οντοτήτων ειδικού σκοπού τα οποία δεν επενδύονται σε μέσα ιδίων κεφαλαίων που εκδίδονται από ιδρύματα θα πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο και να είναι ασήμαντα. Για να επιτευχθεί αυτό, το εν λόγω ποσό των στοιχείων του ενεργητικού θα πρέπει να υπόκειται σε ανώτατο όριο εκφραζόμενο σε σχέση με τον μέσο όρο των συνολικών στοιχείων ενεργητικού της οντότητας ειδικού σκοπού.

(18)

Σκοπός των μεταβατικών διατάξεων είναι να καταστεί δυνατή η ομαλή μετάβαση στο νέο κανονιστικό πλαίσιο και, ως εκ τούτου, είναι σημαντικό, κατά την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων για προσαρμογές και αφαιρέσεις, αυτή η μεταβατική μεταχείριση που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 να εφαρμόζεται με συνέπεια, αλλά με τρόπο που λαμβάνει υπόψη το αρχικό σημείο εκκίνησης που δημιούργησαν οι εθνικές διατάξεις ενσωμάτωσης του προηγούμενου κανονιστικού πλαισίου της Ένωσης που συνέθεταν οι οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2006/48/ΕΚ (2) και 2006/49/ΕΚ (3).

(19)

Τα αποδεκτά ως προϋφιστάμενο καθεστώς πλεονάζοντα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 επιτρέπεται, βάσει των ίδιων διατάξεων, να συμπεριλαμβάνονται στα όρια των μέσων που είναι αποδεκτά ως προϋφιστάμενο καθεστώς για τις χαμηλότερες κατηγορίες κεφαλαίου. Αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να μεταβάλει τα όρια για τα μέσα που είναι αποδεκτά για τις κατώτερες κατηγορίες και, ως εκ τούτου, κάθε ένταξη στα αποδεκτά ως προϋφιστάμενο καθεστώς στα όρια της κατώτερης κατηγορίας θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον εφόσον υπάρχει επαρκής πρόβλεψη σε αυτή την κατώτερη κατηγορία. Τέλος, εφόσον αυτά είναι πλεονάζοντα μέσα της ανώτερης κατηγορίας, θα πρέπει να είναι δυνατή η εκ νέου κατάταξη, στο μέλλον, των εν λόγω μέσων σε ανώτερη κατηγορία κεφαλαίων.

(20)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών στην Επιτροπή.

(21)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα δυνητικά κόστη και τις ωφέλειες και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, η οποία συστάθηκε βάσει του άρθρου 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

(22)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών θα πρέπει να επανεξετάζει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, και ιδίως τους κανόνες για τον καθορισμό των διαδικασιών για τις εγκρίσεις εξόφλησης μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αλληλασφαλιστικών ενώσεων, συνεταιριστικών εταιρειών, ταμιευτηρίων ή παρόμοιων ιδρυμάτων και να προτείνει τροποποιήσεις, εάν είναι απαραίτητο.

(23)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών συμβουλεύτηκε την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων σχετικά με τη μεταχείριση κεφαλαιακών μέσων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εταιρειών τρίτων χωρών και με τη μεταχείριση κεφαλαιακών μέσων επιχειρήσεων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΑ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίους κανόνες σχετικά με:

α)

την έννοια του «προβλέψιμου» κατά τον προσδιορισμό της αφαίρεσης τυχόν προβλέψιμων επιβαρύνσεων ή μερισμάτων από τα ίδια κεφάλαια, σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αποφασίζουν ότι ένα είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας χαρακτηρίζεται ως αλληλασφαλιστική ένωση, συνεταιριστική εταιρεία, ταμιευτήριο ή παρόμοιο ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

τις ισχύουσες μορφές και τη φύση της έμμεσης χρηματοδότησης των μέσων ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

δ)

τη φύση των περιορισμών της εξόφλησης που είναι απαραίτητοι σε περίπτωση που το ίδρυμα απαγορεύεται να αρνηθεί την εξόφληση των μέσων δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ε)

την περαιτέρω διευκρίνιση της έννοιας του κέρδους από πωλήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

στ)

την εφαρμογή των αφαιρέσεων από τα στοιχεία κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και τις λοιπές αφαιρέσεις για μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ζ)

τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα ιδρύματα τη μείωση του ποσού των περιουσιακών στοιχείων του συνταξιοδοτικού ταμείου προκαθορισμένων παροχών, σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

η)

τη μορφή και τη φύση των κινήτρων εξόφλησης, τη φύση κάθε επανάκτησης της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου ενός πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 μετά από μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου, σε προσωρινή βάση, και τις διαδικασίες και το χρονοδιάγραμμα σε σχέση με γεγονότα ενεργοποίησης, τα χαρακτηριστικά των μέσων που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ανακεφαλαιοποίηση και τη χρήση οντοτήτων ειδικού σκοπού, σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

θ)

τον απαιτούμενο βαθμό ασφαλείας των εκτιμήσεων που χρησιμοποιούνται ως εναλλακτική λύση για τον υπολογισμό των υποκείμενων ανοιγμάτων για έμμεσες συμμετοχές που προκύπτουν από τοποθετήσεις κεφαλαιακών μέσων που περιλαμβάνονται σε δείκτες, σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ι)

ορισμένους λεπτομερείς όρους που πρέπει να πληρούνται πριν την έκδοση εποπτικών αδειών για τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων και τη σχετική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 78 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ια)

τους όρους χορήγησης της προσωρινής αναστολής της αφαίρεσης από ίδια κεφάλαια, βάσει του άρθρου 79 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ιβ)

τα είδη των στοιχείων ενεργητικού που μπορούν να σχετίζονται με τη λειτουργία οντοτήτων ειδικού σκοπού και τις έννοιες των όρων «ελάχιστο» και «ασήμαντο» με σκοπό τον προσδιορισμό του αποδεκτού πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και του κεφαλαίου της κατηγορίας 2 που εκδίδεται από οντότητα ειδικού σκοπού, σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ιγ)

τους λεπτομερείς όρους για προσαρμογές ίδιων κεφαλαίων δυνάμει των μεταβατικών διατάξεων, σύμφωνα με το άρθρο 481 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ιδ)

τους όρους για τα στοιχεία ίδιων κεφαλαίων που εξαιρούνται από την αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος για συμπερίληψη στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή στα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 σε άλλα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων, σύμφωνα με το άρθρο 487 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Κεφάλαια και μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

Υποτμήμα 1

Προβλέψιμα μερίσματα και επιβαρύνσεις

Άρθρο 2

Έννοια του «προβλέψιμου» στο προβλέψιμο μέρισμα για τους σκοπούς του άρθρου 26 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Το ποσό των προβλέψιμων μερισμάτων που πρέπει να αφαιρούν τα ιδρύματα από τα ενδιάμεσα κέρδη περιόδου ή τα κέρδη τέλους χρήσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4.

2.   Όταν η διοίκηση ενός ιδρύματος έχει λάβει επισήμως απόφαση ή προτείνει απόφαση στο αρμόδιο όργανο του ιδρύματος σχετικά με το ύψος του ποσού των μερισμάτων που θα διανεμηθεί, το ποσό αυτό αφαιρείται από τα αντίστοιχα ενδιάμεσα κέρδη περιόδου ή τα κέρδη τέλους χρήσεως.

3.   Όταν καταβάλλονται ενδιάμεσα μερίσματα, το υπόλοιπο ποσό των ενδιάμεσων κερδών που προκύπτει από τον υπολογισμό που καθορίζεται στην παράγραφο 2, το οποίο πρέπει να προστεθεί στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, μειώνεται, λαμβάνοντας υπόψη τους κανόνες που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 4, κατά το ποσό του τυχόν προβλέψιμου μερίσματος που αναμένεται να καταβληθεί από το υπολειπόμενο ενδιάμεσο κέρδος με τα τελικά μερίσματα για το πλήρες οικονομικό έτος.

4.   Πριν λάβει το διοικητικό όργανο επισήμως απόφαση ή προτείνει απόφαση στον αρμόδιο φορέα για τη διανομή μερισμάτων, το ποσό των προβλέψιμων μερισμάτων που πρέπει να αφαιρέσουν τα ιδρύματα από τα ενδιάμεσα κέρδη ή τα κέρδη τέλους χρήσεως είναι ίσο με το ποσό των ενδιάμεσων κερδών ή των κερδών τέλους χρήσεως πολλαπλασιαζόμενο επί τον δείκτη διανομής μερισμάτων.

5.   Ο δείκτης διανομής μερισμάτων καθορίζεται με βάση τη μερισματική πολιτική που εγκρίνεται για τη σχετική περίοδο από το διοικητικό συμβούλιο ή άλλο αρμόδιο όργανο.

6.   Όταν η μερισματική πολιτική προβλέπει μία κλίμακα αμοιβών αντί μιας σταθερής τιμής, για τους σκοπούς της παραγράφου 2 χρησιμοποιείται η υψηλότερη τιμή της κλίμακας αμοιβών.

7.   Όταν δεν υφίσταται εγκεκριμένη μερισματική πολιτική, ή όταν η αρμόδια αρχή θεωρεί πιθανό ότι το ίδρυμα δεν θα εφαρμόσει τη μερισματική πολιτική του ή ότι η πολιτική αυτή δεν αποτελεί συνετή βάση για τον καθορισμό του ποσού που θα αφαιρεθεί, ο δείκτης διανομής μερίσματος βασίζεται στο υψηλότερο από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

στους μέσους δείκτες διανομής μερίσματος κατά την τριετία που προηγήθηκε του εξεταζόμενου έτους·

β)

στον δείκτη διανομής μερίσματος του έτους που προηγείται του έτους της εξεταζόμενης περιόδου.

8.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει στο ίδρυμα να προσαρμόσει τον υπολογισμό του δείκτη διανομής μερίσματος, όπως περιγράφεται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 7, ώστε να εξαιρεθούν τα έκτακτα μερίσματα που καταβάλλονται κατά τη διάρκεια της περιόδου.

9.   Το ποσό των προβλέψιμων μερισμάτων που πρέπει να αφαιρεθεί καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τυχόν κανονιστικούς περιορισμούς στη διανομή, και ιδίως περιορισμούς που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 141 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Το ποσό των κερδών μετά την αφαίρεση των προβλέψιμων επιβαρύνσεων που υπόκεινται σε τέτοιους περιορισμούς μπορεί να περιληφθεί σε στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, εφόσον πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Όταν εφαρμόζονται παρόμοιοι περιορισμοί, τα προβλέψιμα μερίσματα που πρέπει να αφαιρούνται βασίζονται στο σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου που εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 142 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

10.   Το ποσό των προβλέψιμων μερισμάτων που πρέπει να καταβάλλονται σε μορφή που δεν μειώνει το ποσό των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως τα μερίσματα υπό μορφή μετοχών, γνωστά ως μερίσματα σε γραμμάτιο ή σε είδος, δεν αφαιρείται από τα ενδιάμεσα κέρδη περιόδου ή τα κέρδη τέλους χρήσεως που συμπεριλαμβάνονται στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

11.   Η αρμόδια αρχή βεβαιώνεται ότι έχουν εκτελεστεί όλες οι απαραίτητες μειώσεις των προσωρινών κερδών ή κερδών τέλους χρήσεως και όλες εκείνες που συνδέονται με προβλέψιμες επιβαρύνσεις, είτε βάσει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου είτε βάσει άλλης προσαρμογής, πριν επιτρέψει να συμπεριλάβει το ίδρυμα ενδιάμεσα κέρδη ή κέρδη τέλους χρήσεως στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

Άρθρο 3

Έννοια του «προβλέψιμου» στην προβλέψιμη επιβάρυνση για τους σκοπούς του άρθρου 26 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Το ποσό των προβλέψιμων επιβαρύνσεων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

το ποσό των φόρων·

β)

το ποσό τυχόν υποχρεώσεων ή περιστάσεων που προκύπτουν κατά τη σχετική περίοδο αναφοράς, που είναι πιθανό να μειώσουν τα κέρδη του ιδρύματος και για το οποίο η αρμόδια αρχή δεν έχει βεβαιωθεί ότι έχουν τηρηθεί όλες οι αναγκαίες προσαρμογές αξίας, όπως οι πρόσθετες προσαρμογές αξίας, σύμφωνα με το άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή ότι έχουν γίνει προβλέψεις.

2.   Προβλέψιμες επιβαρύνσεις που δεν έχουν ληφθεί ήδη υπόψη στον λογαριασμό κερδών και ζημιών πρέπει να αποδίδονται στην ενδιάμεση περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας σημειώνονται, έτσι ώστε κάθε ενδιάμεση περίοδος να βαρύνεται με ένα εύλογο ποσό αυτών των επιβαρύνσεων. Σημαντικά ή μη επαναλαμβανόμενα γεγονότα εξετάζονται πλήρως και αμελλητί στην ενδιάμεση περίοδο κατά την οποία προέκυψαν.

3.   Η αρμόδια αρχή βεβαιώνεται ότι έχουν εκτελεστεί όλες οι απαραίτητες μειώσεις των προσωρινών κερδών ή κερδών τέλους χρήσεως και όλες εκείνες που συνδέονται με προβλέψιμες επιβαρύνσεις, είτε βάσει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου είτε βάσει άλλης προσαρμογής, πριν επιτρέψει να συμπεριλάβει το ίδρυμα ενδιάμεσα κέρδη ή κέρδη τέλους χρήσεως στα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

Υποτμήμα 2

Συνεταιριστικές εταιρείες, ταμιευτήρια, αλληλασφαλιστικές ενώσεις και παρόμοια ιδρύματα

Άρθρο 4

Είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας ως ανώνυμη συνεταιριστική εταιρεία, γα τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίζουν ότι ένα είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως συνεταιριστική εταιρεία για τους σκοπούς του δευτέρου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2, 3 και 4:

2.   Για να χαρακτηριστεί ως συνεταιριστική εταιρεία για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το νομικό καθεστώς ενός ιδρύματος πρέπει να υπάγεται σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

στην Αυστρία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «eingetragene Genossenschaft (e.Gen.)» ή «registrierte Genossenschaft», βάσει του «Gesetz über Erwerbs- und Wirtschaftsgenossenschaften (GenG)»·

β)

στο Βέλγιο: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «société coopérative/cooperative vennostchap» και εγκριθεί κατ’ εφαρμογή του Βασιλικού Διατάγματος της 8ης Ιανουαρίου 1962 για τον καθορισμό των όρων έγκρισης των εθνικών ενώσεων συνεταιριστικών εταιρειών και συνεταιρισμών·

γ)

στην Κύπρο: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Συνεργατικό Πιστωτικό Ίδρυμα ή ΣΠΙ» που θεσπίστηκε βάσει του νόμου του 1985 για τις συνεταιριστικές εταιρείες·

δ)

στην Τσεχική Δημοκρατία: τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως «spořitelní a úvěrní družstvo» βάσει του «zákon upravující činnost spořitelních a úvěrních družstev»·

ε)

στη Δανία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «andelskasser» ή «af sammenslutninger andelskasser» βάσει του δανικού νόμου για τις επιχειρήσεις χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα·

στ)

στη Φινλανδία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως ένα από τα ακόλουθα:

1)

«Οsuuspankki» ή «andelsbank» βάσει του νόμου «Laki osuuspankeista ja muista osuuskuntamuotoisista luottolaitoksista» ή του νόμου «Lag om andelsbanker och andra kreditinstitut I andelslagsform»·

2)

«Muu osuuskuntamuotoinen luottolaitos» ή «annat kreditinstitut I andelslagsform» βάσει του νόμου «Laki osuuspankeista ja muista osuuskuntamuotoisista luottolaitoksista» ή του νόμου «Lag om andelsbanker och andra kreditinstitut I andelslagsform»·

3)

«keskusyhteisö» ή «centralinstitutet» βάσει του νόμου «Laki talletuspankkien yhteenliittymästä» ή του νόμου «Lag om en sammanslutning av inlåningsbanker»·

ζ)

στη Γαλλία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «sociétés coopératives», βάσει του «Loi no47-1775 du 10 septembre 1947 portant statut de la coopération» και έχουν εγκριθεί ως «Banques mutualistes ou coopératives» βάσει του «Code monétaire et financier, partie législative, Livre V, titre Ier, chapitre ΙΙ»·

η)

στη Γερμανία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «eingetragene Genossenschaft (EG)», των «Gesetz betreffend die Erwerbs- und Wirtschaftsgenossenschaften (Genossenschaftsgesetz –GenG)»·

θ)

στην Ελλάδα: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Πιστωτικοί Συνεταιρισμοί» βάσει του νόμου περί συνεταιρισμών αριθ. 1667/1986, τα οποία λειτουργούν ως πιστωτικά ιδρύματα και μπορεί να χαρακτηριστούν ως «Συνεταιριστική Τράπεζα» σύμφωνα με τον νόμο αριθ. 3601/2007 περί τραπεζών·

ι)

στην Ουγγαρία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Szövetkezeti hitelintézet», σύμφωνα με τον νόμο CXII του 1996 σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα·

ια)

στην Ιταλία: ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως ένα από τα ακόλουθα:

1)

«Banche popolari» που προβλέπονται στο νομοθετικό διάταγμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1993, αριθ. 385·

2)

«Banche di Credito Cooperativo» που προβλέπονται στο νομοθετικό διάταγμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1993, αριθ. 385·

3)

«Banche di garanzia collettiva dei fidi» που αναφέρονται στο άρθρο 13 του νομοθετικού διατάγματος της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, αριθ. 269, το οποίο εξελίχθηκε στον νόμο αριθ. 326 της 24ης Νοεμβρίου 2003·

ιβ)

στο Λουξεμβούργο: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Sociétés coopératives», όπως ορίζονται στο τμήμα VI του νόμου της 10ης Αυγούστου 1915 για τις εμπορικές επιχειρήσεις·

ιγ)

στις Κάτω Χώρες: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Coöperaties» ή «onderlinge waarborgmaatschappijen» βάσει του «τίτλου 3 του τόμου 2 rechtspersonen του Burgerlijk Wetboek»·

ιδ)

στην Πολωνία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «bank spółdzielczy» βάσει των διατάξεων του «Prawo bankowe»·

ιε)

στην Πορτογαλία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Caixa de Crédito Agrνcola Mútuo» ή ως «Caixa Central de Crédito Agrícola Mútuo βάσει του «Regime Jurídico do Crédito Agrícola Mútuo e das Cooperativas de Crédito Agrícola» και εγκριθεί από το «Decreto-Lei αριθ. 24/91, de 11 de Janeiro»·

ιστ)

στη Ρουμανία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Organizații cooperatiste de credit» σύμφωνα με τις διατάξεις του διατάγματος αριθ. 99/2006 για τα πιστωτικά ιδρύματα και την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων που εγκρίθηκε με τροπολογίες και συμπληρώσεις με τον νόμο αριθ. 227/2007·

ιζ)

στην Ισπανία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Cooperativas de Crédito» βάσει του «Ley 13/1989, de 26 de mayo, de Cooperativas de Crιdito»·

ιη)

στη Σουηδία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Medlemsbank» βάσει του «Lag (1995: 1570) om medlemsbanker» ή του «Kreditmarknadsförening» βάσει του Lag (2004:297) om bank- och finansieringsrörelse·

ιθ)

στο Ηνωμένο Βασίλειο: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «cooperative societies» βάσει του Industrial and Provident Societies Act 1965 και βάσει του Industrial and Provident Societies Act (Βόρεια Ιρλανδία) 1969.

3.   Όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, για να χαρακτηριστεί ως συνεταιριστική εταιρεία για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το ίδρυμα πρέπει να είναι σε θέση να εκδίδει, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία ή του καταστατικού της, στο επίπεδο της νομικής οντότητας, μόνο κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

4.   Για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως συνεταιριστική εταιρεία για τους σκοπούς της παραγράφου 1, όταν οι κάτοχοι, οι οποίοι μπορεί να είναι μέλη ή μη μέλη του ιδρύματος, των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στην παράγραφο 3 έχουν τη δυνατότητα να παραιτηθούν, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, μπορούν επίσης να έχουν το δικαίωμα να επιστρέψουν το κεφαλαιακό μέσο στο ίδρυμα, αλλά μόνο με την επιφύλαξη των περιορισμών που θέτει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία, το καταστατικό του, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και ο παρών κανονισμός. Αυτό δεν εμποδίζει το ίδρυμα να εκδίδει, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που είναι σύμφωνα με το άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στα μέλη και μη μέλη, που δεν παρέχουν δικαίωμα επιστροφής του κεφαλαιακού μέσου στο ίδρυμα.

Άρθρο 5

Είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο από την ισχύουσα εθνική νομοθεσία ως ταμιευτήριο, για τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίζουν ότι ένα είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας χαρακτηρίζεται ως ταμιευτήριο για τους σκοπούς του δευτέρου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις των παραγράφων 2, 3 και 4.

2.   Για να χαρακτηριστεί ως ταμιευτήριο για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το νομικό καθεστώς του ιδρύματος πρέπει να υπάγεται σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

στην Αυστρία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Sparkasse» υπό σκέψη 1 (1) της «Bundesgesetz über die Ordnung des Sparkassenwesens (Sparkassengesetz – SpG)»·

β)

στη Δανία: τα ιδρύματα έχουν καταχωριστεί ως «Sparekasser» βάσει του δανικού νόμου για τις επιχειρήσεις χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα·

γ)

στη Φινλανδία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Säästöpankki» ή «Sparbank» βάσει του «Säästöpankkilaki» ή του «Sparbankslag»·

δ)

στη Γερμανία: τα ιδρύματα έχουν καταχωριστεί ως «Sparkasse» ως ακολούθως:

1)

«Sparkassengesetz für Baden-Württemberg (SPG)»·

2)

«Gesetz über die öffentlichen Sparkassen (Sparkassengesetz – SpkG) in Bayern»·

3)

«Gesetz über die Berliner Sparkasse und die Umwandlung der Landesbank Berlin — Girozentrale — in eine Aktiengesellschaft (Berliner Sparkassengesetz — spkg)»·

4)

«Brandenburgisches Sparkassengesetz (BbgSpkG)»·

5)

«Sparkassengesetz für öffentlich-rechtliche Sparkassen im Lande Bremen (Bremisches Sparkassengesetz)»·

6)

«Hessisches Sparkassengesetz»·

7)

«Sparkassengesetz des Landes Mecklenburg-Vorpommern (SpkG)»·

8)

«Niedersächsisches Sparkassengesetz (NSpG)»·

9)

«Sparkassengesetz Nordrhein-Westfalen (Sparkassengesetz — SpkG)»·

10)

Sparkassengesetz (SpkG) für Rheinland-Pfalz»·

11)

«Saarländisches Sparkassengesetz (SSpG)»·

12)

«Gesetz über die öffentlich-rechtlichen kreditinstitute im Freistaat Sachsen und die Sachsen-Finanzgruppe»·

13)

«Sparkassengesetz des Landes Sachsen-Anhalt (SpkG-LSA)»·

14)

«Sparkassengesetz für das Land Schleswig-Holstein (Sparkassengesetz — SpkG)»·

15)

«Thüringer Sparkassengesetz (ThürSpkG)»·

ε)

στην Ισπανία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Real Decreto-Ley 2532/1929, de 21 de noviembre, sobre Régimen del Ahorro Popular»·

στ)

στη Σουηδία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Sparbank» βάσει του «Sparbankslag (1987: 619)».

3.   Όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, για να χαρακτηριστεί ως ταμιευτήριο για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το ίδρυμα πρέπει να είναι σε θέση να εκδίδει, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία ή το καταστατικό του, στο επίπεδο της νομικής οντότητας, μόνον κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

4.   Για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως ταμιευτήριο για τους σκοπούς της παραγράφου 1, απαγορεύεται η διανομή του αθροίσματος του κεφαλαίου, των αποθεματικών και των ενδιάμεσων κερδών ή των κερδών τέλους χρήσεως, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, στους κατόχους των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Αυτή η προϋπόθεση θεωρείται ότι πληρούται ακόμη και όταν το ίδρυμα εκδίδει μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 τα οποία παρέχουν στους κατόχους, σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας, δικαίωμα σε μέρος των κερδών και αποθεματικών, εφόσον το επιτρέπει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία, υπό τον όρο ότι το μέρος αυτό είναι ανάλογο προς τη συνεισφορά τους στο κεφάλαιο και τα αποθεματικά ή, εφόσον το επιτρέπει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία, βάσει εναλλακτικής ρύθμισης. Το ίδρυμα μπορεί να εκδίδει μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 τα οποία παρέχουν στους κατόχους, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος, δικαίωμα σε αποθεματικά που δεν είναι αναγκαστικά αναλογικό προς τη συνεισφορά σε κεφάλαια και αποθεματικά, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 29 παράγραφοι 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Άρθρο 6

Είδος επιχείρησης που αναγνωρίζεται από την ισχύουσα εθνική νομοθεσία ως αλληλασφαλιστική ένωση, για τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίζουν ότι ένα είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως αλληλασφαλιστική ένωση για τους σκοπούς του δευτέρου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2, 3 και 4.

2.   Για να χαρακτηριστεί ως αλληλασφαλιστική ένωση για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το νομικό καθεστώς του ιδρύματος πρέπει να υπάγεται σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

στη Δανία: Ενώσεις («Foreninger») ή ταμεία («Fonde») που προέρχονται από τη μετατροπή ασφαλιστικών εταιρειών («Forsikringsselskaber»), ιδρυμάτων κτηματικής πίστης («Realkreditinstitutter»), ταμιευτηρίων («Sparekasser»), συνεταιριστικών ταμιευτηρίων («Andelskasser») και ενώσεων συνεταιριστικών ταμιευτηρίων («Sammenslutninger af andelskasser») σε ανώνυμες εταιρείες, όπως ορίζει ο δανικός νόμος για τις επιχειρήσεις χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα·

β)

στην Ιρλανδία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «κατασκευαστικές εταιρείες» βάσει του νόμου για τις κατασκευαστικές εταιρείες του 1989·

γ)

στο Ηνωμένο Βασίλειο: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «κατασκευαστικές εταιρείες» βάσει του νόμου για τις κατασκευαστικές εταιρείες του 1986· ιδρύματα που καταχωρίζονται ως «ταμιευτήρια» βάσει του νόμου για τα ταμιευτήρια του 1819 (Σκωτία).

3.   Όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, για να χαρακτηριστεί ως αλληλασφαλιστική ένωση για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το ίδρυμα επιτρέπεται να εκδίδει μόνο, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία ή το καταστατικό του, στο επίπεδο της νομικής οντότητας, τα μέσα κεφαλαίου που αναφέρεται στο άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

4.   Για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως αλληλασφαλιστική ένωση για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το συνολικό ποσό ή ένα επιμέρους ποσό του αθροίσματος του κεφαλαίου και των αποθεματικών πρέπει να κατέχεται από μέλη του ιδρύματος, τα οποία δεν επωφελούνται, σε συνθήκες κανονικής λειτουργίας, από την άμεση διανομή των αποθεματικών, και ιδίως με την καταβολή μερισμάτων. Οι εν λόγω όροι θεωρείται ότι πληρούνται ακόμη και όταν το ίδρυμα εκδίδει μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 τα οποία παρέχουν δικαίωμα επί των κερδών και των αποθεματικών, εφόσον το επιτρέπει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία.

Άρθρο 7

Είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας ως παρόμοιο ίδρυμα για τους σκοπούς του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iv) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίζουν ότι ένα είδος επιχείρησης αναγνωρισμένο δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας χαρακτηρίζεται ως ίδρυμα παρόμοιο με συνεταιρισμούς, αλληλασφαλιστικές ενώσεις και ταμιευτήρια για τους σκοπούς του δευτέρου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις των παραγράφων 2, 3 και 4.

2.   Για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως παρόμοιο με συνεταιριστικές εταιρείες, αλληλασφαλιστικές ενώσεις και ταμιευτήρια για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το νομικό καθεστώς του ιδρύματος πρέπει να υπάγεται σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

στην Αυστρία: τα «Pfandbriefstelle der österreichischen Landes-Hypothekenbanken» βάσει του «Bundesgesetz über die Pfandbriefstelle der österreichischen Landes-Hypothekenbanken (Pfandbriefstelle-Gesetz – PfBrStG)»·

β)

στη Φινλανδία: τα ιδρύματα που έχουν καταχωριστεί ως «Hypoteekkiyhdistys» ή «Hypoteksförening» βάσει του «Laki hypoteekkiyhdistyksistä» ή του «Lag om hypoteksföreningar».

3.   Όσον αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως παρόμοιο με συνεταιριστικές εταιρείες, αλληλασφαλιστικές ενώσεις και ταμιευτήρια για τους σκοπούς της παραγράφου 1, πρέπει να μπορεί να εκδίδει, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ή με το καταστατικό της εταιρείας, στο επίπεδο της νομικής οντότητας, μόνο τα κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

4.   Για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως παρόμοιο με συνεταιριστικές εταιρείες, αλληλασφαλιστικές ενώσεις και ταμιευτήρια για τους σκοπούς της παραγράφου 1, πρέπει να πληρούνται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

όταν οι κάτοχοι, οι οποίοι μπορεί να είναι μέλη ή μη μέλη του ιδρύματος, των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αναφέρονται στην παράγραφο 3 έχουν τη δυνατότητα να παραιτηθούν, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να επιστρέψουν το κεφαλαιακό μέσο στο ίδρυμα, αλλά μόνο με την επιφύλαξη των περιορισμών που θέτει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία, του καταστατικού του, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του παρόντος κανονισμού. Αυτό δεν εμποδίζει το ίδρυμα να εκδίδει, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στα μέλη και μη μέλη, που δεν παρέχουν δικαίωμα επιστροφής του κεφαλαιακού μέσου στο ίδρυμα·

β)

απαγορεύεται η διανομή του αθροίσματος του κεφαλαίου, των αποθεματικών και των ενδιάμεσων κερδών ή των κερδών τέλους χρήσεως, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, στους κατόχους των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Αυτή η προϋπόθεση θεωρείται ότι πληρούται ακόμη και όταν το ίδρυμα εκδίδει μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 τα οποία παρέχουν στους κατόχους, σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας, δικαίωμα επί ενός μέρους των κερδών και αποθεματικών, εφόσον το επιτρέπει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία, υπό τον όρο ότι το εν λόγω μέρος είναι ανάλογο προς τη συνεισφορά τους στο κεφάλαιο και τα αποθεματικά ή, εφόσον το επιτρέπει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία, βάσει άλλης ρύθμισης. Το ίδρυμα μπορεί να εκδίδει μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 τα οποία παρέχουν στους κατόχους, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος, δικαίωμα σε αποθεματικά που δεν είναι αναγκαστικά αναλογικό προς τη συνεισφορά σε κεφάλαια και αποθεματικά, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 29 παράγραφοι 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

το συνολικό ποσό ή ένα επιμέρους ποσό του αθροίσματος του κεφαλαίου και των αποθεματικών κατέχεται από μέλη του ιδρύματος, τα οποία δεν επωφελούνται, σε συνθήκες λειτουργίας, από την άμεση διανομή των αποθεματικών, και ιδίως με την καταβολή μερισμάτων.

Υποτμήμα 3

Έμμεση χρηματοδότηση

Άρθρο 8

Έμμεση χρηματοδότηση κεφαλαιακών μέσων για τους σκοπούς του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχείο β), του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και του άρθρου 63 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Η έμμεση χρηματοδότηση κεφαλαιακών μέσων βάσει του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχείο β), του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και του άρθρου 63 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θεωρείται ότι δεν συνιστά άμεση χρηματοδότηση.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως άμεση χρηματοδότηση νοείται η χορήγηση από ένα ίδρυμα δανείου ή άλλης χρηματοδότησης οιασδήποτε μορφής σε επενδυτή, που χρησιμοποιείται για την αγορά των κεφαλαιακών μέσων.

3.   Η άμεση χρηματοδότηση περιλαμβάνει επίσης τη χορήγηση χρηματοδότησης για άλλους σκοπούς εκτός από την αγορά κεφαλαιακών μέσων ενός ιδρύματος, σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή θεωρείται συνδεδεμένο μέρος κατά την έννοια των ορισμών στην παράγραφο 9 του διεθνούς λογιστικού προτύπου 24 σχετικά με γνωστοποιήσεις συνδεδεμένων μερών, όπως εφαρμόζεται στην Ένωση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), λαμβάνοντας υπόψη τυχόν πρόσθετη καθοδήγηση η οποία καθορίζεται από την αρμόδια αρχή, εάν το ίδρυμα δεν μπορεί να αποδείξει όλα τα ακόλουθα:

α)

η συναλλαγή πραγματοποιείται υπό τους ίδιους όρους όπως άλλες συναλλαγές με τρίτους·

β)

το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή το συνδεδεμένο μέρος δεν πρέπει να βασίζεται στις διανομές ή στην πώληση των κεφαλαιακών μέσων που έχει στην κατοχή του για να στηρίξει την καταβολή των τόκων και την αποπληρωμή της χρηματοδότησης.

Άρθρο 9

Ισχύουσες μορφές και φύση της έμμεσης χρηματοδότησης κεφαλαιακών μέσων για τους σκοπούς του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχείο β), του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και του άρθρου 63 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Οι εφαρμοστέες μορφές και η φύση της έμμεσης χρηματοδότησης της αγοράς κεφαλαιακών μέσων ενός ιδρύματος πρέπει να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

χρηματοδότηση της αγοράς από έναν επενδυτή, κατά την έκδοση ή μετέπειτα, κεφαλαιακών μέσων ενός ιδρύματος από οποιαδήποτε οντότητα της οποίας το ίδρυμα έχει άμεσο ή έμμεσο έλεγχο ή από οντότητα που περιλαμβάνεται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

1)

στο πεδίο της λογιστικής ή της εποπτικής ενοποίησης του ιδρύματος·

2)

στο πεδίο του ενοποιημένου ισολογισμού ή του διευρυμένου αθροιστικού υπολογισμού, όταν ισοδυναμεί με ενοποιημένους λογαριασμούς όπως αναφέρεται στο άρθρο 49 παράγραφος 3 στοιχείο α) σημείο iv) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που καταρτίζεται από το θεσμικό σύστημα προστασίας ή το δίκτυο ιδρυμάτων συνδεδεμένων με έναν κεντρικό φορέα που δεν είναι οργανωμένος ως όμιλος στον οποίο ανήκει το ίδρυμα·

3)

στο πεδίο της συμπληρωματικής εποπτείας του ιδρύματος σύμφωνα με την οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων·

β)

χρηματοδότηση της αγοράς από έναν επενδυτή, κατά την έκδοση ή μετέπειτα, κεφαλαιακών μέσων ενός ιδρύματος από εξωτερικές οντότητες που προστατεύονται από εγγύηση ή από τη χρήση ενός πιστωτικού παράγωγου ή εξασφαλίζονται με κάποιον άλλο τρόπο, έτσι ώστε ο πιστωτικός κίνδυνος να μεταφέρεται στο ίδρυμα ή σε οντότητες επί των οποίων το ίδρυμα έχει άμεσο ή έμμεσο έλεγχο ή οντότητες που περιλαμβάνονται σε ένα από τα ακόλουθα:

1)

στο πεδίο της λογιστικής ή της εποπτικής ενοποίησης του ιδρύματος·

2)

στο πεδίο του ενοποιημένου ισολογισμού ή του διευρυμένου αθροιστικού υπολογισμού, όταν ισοδυναμεί με ενοποιημένους λογαριασμούς όπως αναφέρεται στο άρθρο 49 παράγραφος 3 στοιχείο α) σημείο iv) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που καταρτίζεται από το θεσμικό σύστημα προστασίας ή το δίκτυο ιδρυμάτων συνδεδεμένων με έναν κεντρικό φορέα που δεν είναι οργανωμένος ως όμιλος στον οποίο ανήκει το ίδρυμα·

3)

στο πεδίο της συμπληρωματικής εποπτείας του ιδρύματος σύμφωνα με την οδηγία 2002/87/ΕΚ·

γ)

χρηματοδότηση ενός δανειολήπτη που μεταβιβάζει τη χρηματοδότηση στον τελικό επενδυτή για την αγορά, κατά την έκδοση ή μετέπειτα, κεφαλαιακών μέσων ενός ιδρύματος.

2.   Για να θεωρηθούν οι ανωτέρω περιπτώσεις έμμεση χρηματοδότηση για τους σκοπούς της παραγράφου 1, κατά περίπτωση, θα πρέπει επίσης να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο επενδυτής δεν περιλαμβάνεται σε κανένα από τα ακόλουθα:

1)

στο πεδίο της λογιστικής ή της εποπτικής ενοποίησης του ιδρύματος·

2)

στο πεδίο του ενοποιημένου ισολογισμού ή του διευρυμένου αθροιστικού υπολογισμού, όταν ισοδυναμεί με ενοποιημένους λογαριασμούς όπως αναφέρεται στο άρθρο 49 παράγραφος 3 στοιχείο α) σημείο iv) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που καταρτίζεται από το θεσμικό σύστημα προστασίας ή το δίκτυο ιδρυμάτων συνδεδεμένων με έναν κεντρικό φορέα που δεν είναι οργανωμένος ως όμιλος στον οποίο ανήκει το ίδρυμα. Για τον σκοπό αυτό, ένας επενδυτής θεωρείται ότι περιλαμβάνεται στο πεδίο διευρυμένου αθροιστικού υπολογισμού, εάν το σχετικό κεφαλαιακό μέσο υπόκειται σε ενοποίηση ή σε διευρυμένο αθροιστικό υπολογισμό, σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 3 στοιχείο α) σημείο iv) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά τρόπο που να καταργείται η πολλαπλή χρήση στοιχείων ιδίων κεφαλαίων και η τυχόν δημιουργία ιδίων κεφαλαίων μεταξύ μελών του θεσμικού συστήματος προστασίας. Εάν δεν χορηγηθεί η άδεια των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ο όρος αυτός θεωρείται ότι πληρούται όταν και οι δύο οντότητες που αναφέρονται στη παράγραφο 1 στοιχείο α) και το ίδρυμα είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας και οι οντότητες αφαιρούν τη χρηματοδότηση που χορηγείται για την αγορά των κεφαλαιακών μέσων του ιδρύματος, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχεία στ) έως θ), το άρθρο 56 στοιχεία α) έως δ) και το άρθρο 66 στοιχεία α) έως δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά περίπτωση·

3)

στο πεδίο της συμπληρωματικής εποπτείας του ιδρύματος σύμφωνα με την οδηγία 2002/87/ΕΚ·

β)

ο εξωτερικός φορέας δεν περιλαμβάνεται σε κανένα από τα ακόλουθα:

1)

στο πεδίο της λογιστικής ή της εποπτικής ενοποίησης του ιδρύματος·

2)

στο πεδίο του ενοποιημένου ισολογισμού ή του διευρυμένου αθροιστικού υπολογισμού, όταν ισοδυναμεί με ενοποιημένους λογαριασμούς όπως αναφέρεται στο άρθρο 49 παράγραφος 3 στοιχείο α) σημείο iv) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που καταρτίζεται από το θεσμικό σύστημα προστασίας ή το δίκτυο ιδρυμάτων συνδεδεμένων με έναν κεντρικό φορέα που δεν είναι οργανωμένος ως όμιλος στον οποίο ανήκει το ίδρυμα·

3)

στο πεδίο της συμπληρωματικής εποπτείας του ιδρύματος σύμφωνα με την οδηγία 2002/87/ΕΚ.

3.   Για να διαπιστωθεί κατά πόσο η αγορά ενός κεφαλαιακού μέσου ενέχει άμεση ή έμμεση χρηματοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 8, το ποσό που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι καθαρό από κάθε πρόβλεψη για απομειώσεις που πραγματοποιείται σε ατομική βάση.

4.   Για να αποφευχθεί η ανάληψη άμεσης ή έμμεσης χρηματοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 8 και όταν το δάνειο ή η άλλης μορφής χρηματοδότηση ή οι εγγυήσεις χορηγούνται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα ή που θεωρείται ότι είναι συνδεδεμένο μέρος, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3, το ίδρυμα εξασφαλίζει, σε διαρκή βάση, ότι δεν έχει χορηγήσει το δάνειο ή άλλης μορφής χρηματοδότηση ή εγγυήσεις για τους σκοπούς της άμεσης ή έμμεσης ανάληψης κεφαλαιακών μέσων του ιδρύματος. Όταν το δάνειο ή η άλλης μορφής χρηματοδότηση ή οι εγγυήσεις χορηγούνται σε άλλα είδη συμβαλλόμενων, το ίδρυμα διενεργεί αυτόν τον έλεγχο με τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια.

5.   Όσον αφορά τις αλληλασφαλιστικές ενώσεις, τις συνεταιριστικές εταιρείες και παρόμοια ιδρύματα, όταν, για να λάβει δάνειο ένας πελάτης είναι υποχρεωμένος βάσει της εθνικής νομοθεσίας ή του καταστατικού του ιδρύματος να αναλάβει κεφαλαιακά μέσα, το εν λόγω δάνειο δεν πρέπει να θεωρηθεί ως άμεση ή έμμεση χρηματοδότηση, εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το αναληφθέν ποσό θεωρείται ασήμαντο από την αρμόδια αρχή·

β)

σκοπός του δανείου δεν είναι η αγορά κεφαλαιακών μέσων του ιδρύματος που χορηγεί το δάνειο·

γ)

η ανάληψη ενός ή περισσοτέρων κεφαλαιακών μέσων του ιδρύματος είναι αναγκαία για να γίνει ο δικαιούχος του δανείου μέλος της αλληλασφαλιστικής ένωσης, της συνεταιριστικής εταιρείας ή του ανάλογου ιδρύματος.

Υποτμήμα 4

Περιορισμοί στην εξόφληση κεφαλαιακών μέσων

Άρθρο 10

Περιορισμοί ως προς την εξόφληση κεφαλαιακών μέσων που εκδίδονται από αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες, ταμιευτήρια και παρόμοια ιδρύματα, για τους σκοπούς του άρθρου 29 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του άρθρου 78 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Ένα ίδρυμα μπορεί να εκδώσει μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 με δυνατότητα εξόφλησης μόνο όταν η δυνατότητα αυτή προβλέπεται από την ισχύουσα εθνική νομοθεσία.

2.   Η δυνατότητα του ιδρύματος να θέτει περιορισμούς στην εξόφληση βάσει των διατάξεων που διέπουν τα κεφαλαιακά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2 στοιχείο β) και το άρθρο 78 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καλύπτει τόσο το δικαίωμα αναβολής της εξόφλησης όσο και το δικαίωμα περιορισμού του προς εξόφληση ποσού. Το ίδρυμα πρέπει να είναι σε θέση να αναβάλει την εξόφληση ή να περιορίσει το προς εξόφληση ποσό για απεριόριστο χρονικό διάστημα, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3.

3.   Η έκταση των περιορισμών της εξόφλησης που περιλαμβάνονται στις διατάξεις που διέπουν τα μέσα καθορίζεται από το ίδρυμα με βάση την προληπτική κατάσταση του ιδρύματος ανά πάσα στιγμή και αφορά ιδίως, αλλά δεν περιορίζεται στα ακόλουθα:

α)

τη συνολική κατάσταση του ιδρύματος ως προς τη χρηματοδότηση, τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα·

β)

το ποσό του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 και το συνολικό κεφάλαιο σε σύγκριση με το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο υπολογίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις ειδικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όπως ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6 της εν λόγω οδηγίας.

Άρθρο 11

Περιορισμοί ως προς την εξόφληση κεφαλαιακών μέσων που εκδίδονται από αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες, ταμιευτήρια και παρόμοια ιδρύματα, για τους σκοπούς του άρθρου 29 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του άρθρου 78 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Οι περιορισμοί της εξόφλησης που περιέχονται σε συμβατικές ή νομικές διατάξεις και διέπουν τα μέσα δεν εμποδίζουν την αρμόδια αρχή να επιβάλλει πρόσθετο περιορισμό στη εξόφληση των μέσων, σε κατάλληλη βάση, σύμφωνα με το άρθρο 78 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τις βάσεις των περιορισμών της εξόφλησης που περιλαμβάνονται στις συμβατικές και νομικές διατάξεις που διέπουν το μέσο. Απαιτούν από τα ιδρύματα να τροποποιήσουν τις αντίστοιχες συμβατικές διατάξεις, όταν δεν έχουν πεισθεί ως προς την καταλληλότητα των βάσεων των περιορισμών. Όταν τα ιδρύματα υπάγονται στο εθνικό δίκαιο, σε περίπτωση απουσίας συμβατικών διατάξεων, η νομοθεσία επιτρέπει στο ίδρυμα να περιορίσει την εξόφληση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφοι 1 έως 3, ώστε τα μέσα να είναι αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

3.   Κάθε απόφαση περιορισμού της εξόφλησης τεκμηριώνεται σε εσωτερικό επίπεδο και υποβάλλεται εγγράφως από το ίδρυμα στην αρμόδια αρχή, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους, με βάση τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 3, η εξόφληση έχει εν μέρει ή πλήρως απορριφθεί ή αναβληθεί.

4.   Όταν λαμβάνονται περισσότερες αποφάσεις περιορισμού της εξόφλησης εντός της ίδιας χρονικής περιόδου, τα ιδρύματα μπορούν να τεκμηριώνουν τις εν λόγω αποφάσεις σε ένα ενιαίο σύνολο εγγράφων.

ΤΜΗΜΑ 2

Εποπτικές προσαρμογές

Άρθρο12

Η έννοια του κέρδους από πωλήσεις για τους σκοπούς του άρθρου 32 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Με τον όρο κέρδος από πωλήσεις που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 νοείται κάθε αναγνωρισμένο κέρδος από πωλήσεις για το ίδρυμα, που εγγράφεται ως αύξηση οποιουδήποτε στοιχείου ιδίων κεφαλαίων και συνδέεται με μελλοντικό περιθώριο εσόδων από την πώληση τιτλοποιημένων περιουσιακών στοιχείων, όταν αυτά αφαιρούνται από τον ισολογισμό του ιδρύματος στο πλαίσιο μιας πράξης τιτλοποίησης.

2.   Το αναγνωρισμένο κέρδος από πωλήσεις προσδιορίζεται ως η διαφορά μεταξύ των στοιχείων α) και β) κατωτέρω, όπως καθορίζεται με την εφαρμογή του σχετικού λογιστικού πλαισίου:

α)

της καθαρής αξίας των στοιχείων του ενεργητικού που έχουν ληφθεί καθώς και κάθε νέου περιουσιακού στοιχείου που λαμβάνεται, αφαιρουμένου κάθε άλλου στοιχείου ενεργητικού ή κάθε νέας υποχρέωσης που αναλαμβάνεται·

β)

και της λογιστικής αξίας των τιτλοποιημένων στοιχείων ενεργητικού ή του μέρους που έπαψε να αναγνωρίζεται.

3.   Το αναγνωρισμένο κέρδος από πωλήσεις που συνδέεται με το μελλοντικό περιθώριο εσόδων παραπέμπει, στο πλαίσιο αυτό, στο αναμενόμενο μελλοντικό «υπερβάλλον περιθώριο», όπως ορίζεται στο άρθρο 242 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΤΜΗΜΑ 3

Αφαιρέσεις από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

Άρθρο 13

Αφαίρεση ζημιών της τρέχουσας χρήσης, για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά τη διάρκεια του έτους, και ανεξαρτήτως του αν το ίδρυμα κλείσει τους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς του στο τέλος κάθε ενδιάμεσης περιόδου, το οικείο ίδρυμα καθορίζει τους λογαριασμούς κερδών και ζημιών και αφαιρεί τυχόν προκύπτουσες ζημίες από τα στοιχεία κοινών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1, όταν προκύπτουν.

2.   Για τους σκοπούς του καθορισμού των λογαριασμών κερδών και ζημιών, σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα έσοδα και έξοδα καθορίζονται με την ίδια διαδικασία και με βάση τα ίδια λογιστικά πρότυπα με αυτά της οικονομικής έκθεσης στο τέλος του έτους. Τα έσοδα και έξοδα υπολογίζονται με σύνεση και αποδίδονται στην ενδιάμεση περίοδο κατά την οποία συνέβησαν, με αποτέλεσμα κάθε ενδιάμεση περίοδος να φέρει ένα εύλογο ποσό των αναμενόμενων ετήσιων εσόδων και δαπανών. Λαμβάνονται πλήρως υπόψη και χωρίς καθυστέρηση τα σημαντικά και μη επαναλαμβανόμενα γεγονότα στην ενδιάμεση περίοδο κατά την οποία προκύπτουν.

3.   Όταν οι ζημίες για το τρέχον οικονομικό έτος έχουν ήδη μειώσει τα στοιχεία κοινών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1 ως αποτέλεσμα της ενδιάμεσης οικονομικής έκθεσης ή της οικονομικής έκθεσης του τέλους του έτους, δεν είναι αναγκαία η αφαίρεση. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η οικονομική έκθεση σημαίνει ότι το κέρδος και οι ζημίες έχουν προσδιοριστεί μετά το κλείσιμο των ενδιάμεσων ή των ετήσιων λογαριασμών, σύμφωνα με το λογιστικό πλαίσιο στο οποίο υπάγεται το ίδρυμα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων και της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου (9) για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

4.   Οι παράγραφοι 1 έως 3 εφαρμόζονται κατά τον ίδιο τρόπο στα κέρδη και τις ζημίες που περιλαμβάνονται στο λοιπό συνολικό συσσωρευμένο εισόδημα.

Άρθρο 14

Αφαιρέσεις αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται στη μελλοντική κερδοφορία, για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Οι αφαιρέσεις αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται στη μελλοντική κερδοφορία δυνάμει του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 πρέπει να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

2.   Ο συμψηφισμός μεταξύ αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων και των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων πραγματοποιείται χωριστά για την κάθε φορολογητέα οντότητα. Οι σχετικές αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις περιορίζονται σε εκείνες που απορρέουν από τη φορολογική νομοθεσία του ίδιου κράτους με αυτό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Για τον υπολογισμό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων σε ενοποιημένη βάση, μια φορολογητέα οντότητα περιλαμβάνει όλες τις οντότητες που είναι μέλη του ίδιου φορολογικού ομίλου, δημοσιονομική εξυγίανση, ενιαία φορολογική οντότητα ή ενοποιημένη φορολογική δήλωση, βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας.

3.   Το ποσό των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων που είναι επιλέξιμες για συμψηφισμό με αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία ισούται με τη διαφορά μεταξύ του ποσού του στοιχείου α) και του ποσού του στοιχείου β) κατωτέρω:

α)

του ποσού των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων, όπως αναγνωρίζονται βάσει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου·

β)

και του ποσού των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων που προκύπτουν από τα άυλα περιουσιακά στοιχεία και από περιουσιακά στοιχεία των συνταξιοδοτικών ταμείων προκαθορισμένων παροχών.

Άρθρο 15

Αφαίρεση περιουσιακών στοιχείων συνταξιοδοτικών ταμείων προκαθορισμένων παροχών, για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και του άρθρου 41 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Η αρμόδια αρχή χορηγεί μόνον την προηγούμενη έγκριση που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν η απεριόριστη ικανότητα χρήσης των αντίστοιχων περιουσιακών στοιχείων συνταξιοδοτικών ταμείων προκαθορισμένων παροχών συνεπάγεται άμεση και απρόσκοπτη πρόσβαση στα στοιχεία ενεργητικού, όπως όταν η χρήση των περιουσιακών στοιχείων δεν υπόκειται σε περιορισμό και δεν υπάρχει κανενός είδους απαίτηση τρίτων επί των συγκεκριμένων στοιχείων ενεργητικού.

2.   Μπορεί να υφίσταται απρόσκοπτη πρόσβαση στα περιουσιακά στοιχεία, όταν το ίδρυμα δεν υποχρεούται να ζητήσει και να λάβει ειδική έγκριση από τον διαχειριστή των συνταξιοδοτικών ταμείων ή των δικαιούχων συντάξεων, κάθε φορά που θα έχουν πρόσβαση σε πλεόνασμα κεφαλαίων στο σχέδιο.

Άρθρο 16

Αφαιρέσεις προβλέψιμων φορολογικών επιβαρύνσεων για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ) και του άρθρου 56 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Με την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα εφαρμόζει λογιστικό πλαίσιο και λογιστικές πολιτικές που προβλέπουν την πλήρη αναγνώριση τρεχουσών και αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων συνδεόμενων με συναλλαγές και άλλα γεγονότα που αναγνωρίζονται στον ισολογισμό ή στο λογαριασμό κερδών και ζημιών, το ίδρυμα μπορεί να θεωρεί ότι έχουν ήδη ληφθεί υπόψη οι προβλεπόμενες φορολογικές επιβαρύνσεις. Η αρμόδια αρχή βεβαιώνεται ότι έχουν γίνει όλες οι αναγκαίες αφαιρέσεις, είτε βάσει ισχυόντων λογιστικών προτύπων ή άλλων προσαρμογών.

2.   Όταν το ίδρυμα υπολογίζει το κεφάλαιό του κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 με βάση τις οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, η προϋπόθεση της παραγράφου 1 θεωρείται ότι πληρούται.

3.   Όταν δεν πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου 1, το ίδρυμα μειώνει τα στοιχεία κεφαλαίου του κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά το εκτιμώμενο ποσό των τρεχουσών και αναβαλλόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων που δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμη στον ισολογισμό ή στον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης που σχετίζονται με συναλλαγές και άλλα γεγονότα που αναγνωρίζονται στον ισολογισμό ή στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης. Το εκτιμώμενο ποσό των τρεχουσών και αναβαλλόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων καθορίζεται με τη χρήση μεθόδου ισοδύναμης με αυτήν που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002. Το εκτιμώμενο ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων δεν μπορεί να συμψηφίζεται με αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που δεν αναγνωρίζονται στις οικονομικές καταστάσεις.

ΤΜΗΜΑ 4

Άλλες αφαιρέσεις από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 και κατηγορίας 2

Άρθρο 17

Άλλες μειώσεις για τα κεφαλαιακά μέσα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Τοποθετήσεις σε μέσα κεφαλαίου χρηματοδοτικών ιδρυμάτων κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 αφαιρούνται σύμφωνα με τους ακόλουθους υπολογισμούς:

α)

όλα τα μέσα που χαρακτηρίζονται ως κεφάλαια βάσει του ισχύοντος εταιρικού δικαίου για το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που τα εξέδωσε και, εάν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα υπόκειται σε απαιτήσεις φερεγγυότητας, οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία των ιδίων κεφαλαίων της υψηλότερης δυνατής ποιότητας χωρίς κανένα περιορισμό, αφαιρούνται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1·

β)

όλα τα μέσα που χαρακτηρίζονται ως κεφάλαια βάσει του ισχύοντος εταιρικού δικαίου για τον εκδότη και, εφόσον το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν υπόκειται σε απαιτήσεις φερεγγυότητας, τα οποία είναι αόριστης διάρκειας, απορροφούν το πρώτο και αναλογικά μεγαλύτερο μερίδιο των ζημιών, όπως προκύπτουν, ιεραρχούνται χαμηλότερα από όλες τις άλλες αξιώσεις σε περίπτωση αφερεγγυότητας και εκκαθάρισης και δεν υπόκεινται σε καμία προτιμησιακή ή προκαθορισμένη διανομή, αφαιρούνται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

γ)

όλα τα μέσα μειωμένης εξασφάλισης που απορροφούν ζημίες στη βάση συνεχούς λειτουργίας, περιλαμβανομένης της διακριτικής ευχέρειας για ακύρωση πληρωμών τοκομεριδίων, αφαιρούνται από τα πρόσθετα στοιχεία κεφαλαίου της κατηγορίας 1. Όταν το ποσό των εν λόγω μέσων μειωμένης εξασφάλισης υπερβαίνει το ποσό των πρόσθετων κεφαλαίων κατηγορίας 1, το πλεονάζον ποσό αφαιρείται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

δ)

όλα τα άλλα μέσα μειωμένης εξασφάλισης αφαιρούνται από τα στοιχεία κεφαλαίου της κατηγορίας 2. Εάν το ποσό των εν λόγω μέσων μειωμένης εξασφάλισης υπερβαίνει το ποσό του κεφαλαίου της κατηγορίας 2, το πλεονάζον ποσό πρέπει να αφαιρείται από τα πρόσθετα στοιχεία κεφαλαίου της κατηγορίας 1. Όταν το ποσό των πρόσθετων κεφαλαίων της κατηγορίας 1 είναι ανεπαρκές, το εναπομένον πλεονάζον ποσό αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

ε)

κάθε άλλο μέσο που περιλαμβάνουν τα ίδια κεφάλαια του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος κατ’ εφαρμογή του ισχύοντος πλαισίου προληπτικής εποπτείας ή κάθε άλλο μέσο για το οποίο το ίδρυμα δεν μπορεί να αποδείξει ότι εφαρμόζονται οι όροι που αναφέρονται στα στοιχεία α), β), γ) και δ) αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

2.   Στις προβλεπόμενες στην παράγραφο 3 περιπτώσεις, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις αφαιρέσεις που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για τοποθετήσεις σε κεφαλαιακά μέσα βάσει αντίστοιχης μεθόδου αφαίρεσης. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, με τον όρο αντίστοιχη μέθοδος αφαίρεσης νοείται μια μέθοδος που εφαρμόζει την αφαίρεση στο ίδιο στοιχείο του κεφαλαίου που θα χαρακτήριζε το κεφάλαιο, εάν αυτό εκδιδόταν από το ίδιο το ίδρυμα.

3.   Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 αφαιρέσεις δεν εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα έχει άδεια λειτουργίας και υπόκειται στην εποπτεία αρμόδιας αρχής, και με την επιφύλαξη απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας ισοδύναμων με εκείνες που εφαρμόζονται στα ιδρύματα βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Η προσέγγιση αυτή εφαρμόζεται σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τρίτων χωρών μόνον όταν έχει διεξαχθεί συντονισμένη αξιολόγηση ισοδυναμίας του καθεστώτος προληπτικής εποπτείας της οικείας τρίτης χώρας και έχει εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αυτό είναι τουλάχιστον ισοδύναμο με αυτό που εφαρμόζεται στην Ένωση.

β)

όταν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα είναι ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) και δεν επωφελείται από προαιρετικές εξαιρέσεις, όπως προβλέπεται από το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας·

γ)

όταν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα είναι ίδρυμα πληρωμών, κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) και δεν επωφελείται από την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 26 της εν λόγω οδηγίας·

δ)

όταν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα είναι διαχειριστής εναλλακτικών επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

Άρθρο 18

Κεφαλαιακά μέσα ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών, για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Οι τοποθετήσεις σε κεφαλαιακά μέσα ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών που υπόκεινται σε καθεστώς φερεγγυότητας το οποίο είτε έχει αξιολογηθεί ως μη ισοδύναμο με το προβλεπόμενο στον τίτλο I κεφάλαιο VI της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 227 της εν λόγω οδηγίας, είτε δεν έχει αξιολογηθεί, αφαιρούνται με τους ακόλουθους τρόπους:

α)

όλα τα μέσα που χαρακτηρίζονται ως κεφάλαιο από το ισχύον εταιρικό δίκαιο για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις της τρίτης χώρας που τα έχει εκδώσει, και τα οποία περιλαμβάνονται στην υψηλότερη δυνατή ποιότητα της κατηγορίας ρυθμιστικών ιδίων κεφαλαίων χωρίς κανένα περιορισμό βάσει του καθεστώτος τρίτης χώρας, δεν αφαιρούνται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

β)

κάθε μέσο μειωμένης εξασφάλισης που απορροφά ζημίες στη βάση συνεχούς λειτουργίας, περιλαμβανομένης της διακριτικής ευχέρειας για ακύρωση πληρωμών τοκομεριδίων, αφαιρείται από τα πρόσθετα στοιχεία κεφαλαίου κατηγορίας 1. Όταν το ποσό των εν λόγω μέσων μειωμένης εξασφάλισης υπερβαίνει το ποσό του πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1, το πλεονάζον ποσό αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

γ)

κάθε μέσο μειωμένης εξασφάλισης αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου της κατηγορίας 2. Όταν το ποσό των εν λόγω μέσων μειωμένης εξασφάλισης υπερβαίνει το ποσό του κεφαλαίου της κατηγορίας 2, το πλεονάζον ποσό αφαιρείται από τα πρόσθετα στοιχεία κεφαλαίου της κατηγορίας 1. Όταν αυτό το πλεονάζον ποσό είναι μεγαλύτερο από το ποσό του πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1, το εναπομένον πλεονάζον ποσό αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1·

δ)

για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών που υπόκεινται σε απαιτήσεις προληπτικής φερεγγυότητας, κάθε άλλο μέσο που περιλαμβάνεται στα ίδια κεφάλαια ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών κατ’ εφαρμογή του ισχύοντος καθεστώτος φερεγγυότητας ή κάθε άλλο μέσο για τα οποίο το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α), β) ή γ), αφαιρούνται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

2.   Όταν το καθεστώς φερεγγυότητας της τρίτης χώρας, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για τα ίδια κεφάλαια, έχει αξιολογηθεί ως ισοδύναμο με το καθεστώς που ορίζεται στον τίτλο I κεφάλαιο VI της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 227 της εν λόγω οδηγίας, οι τοποθετήσεις κεφαλαιακών μέσων των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων της τρίτης χώρας αντιμετωπίζονται ως τοποθετήσεις κεφαλαιακών μέσων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων εξουσιοδοτημένων σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

3.   Στις προβλεπόμενες στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου περιπτώσεις, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις μειώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 44 στοιχείο β), στο άρθρο 58 και στο άρθρο 68 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά περίπτωση, για τοποθετήσεις σε ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων.

Άρθρο 19

Κεφαλαιακά μέσα των επιχειρήσεων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

Τοποθετήσεις σε κεφαλαιακά μέσα επιχειρήσεων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας αφαιρούνται με τους ακόλουθους τρόπους:

α)

όλα τα μέσα που χαρακτηρίζονται ως κεφάλαιο βάσει του εταιρικού δικαίου που διέπει την επιχείρηση που τα εξέδωσε και υπάγονται στην κατηγορία της υψηλότερης δυνατής ποιότητας ιδίων κεφαλαίων χωρίς κανέναν περιορισμό δεν αφαιρείται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

β)

κάθε μέσο μειωμένης εξασφάλισης που απορροφά ζημίες στη βάση συνεχούς λειτουργίας, περιλαμβανομένης της διακριτικής ευχέρειας για ακύρωση πληρωμών τοκομεριδίων, αφαιρείται από τα πρόσθετα στοιχεία κεφαλαίου κατηγορίας 1. Όταν το ποσό των εν λόγω μέσων μειωμένης εξασφάλισης υπερβαίνει το ποσό του πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1, το πλεονάζον ποσό αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

γ)

κάθε μέσο μειωμένης εξασφάλισης αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου της κατηγορίας 2. Όταν το ποσό των εν λόγω μέσων μειωμένης εξασφάλισης υπερβαίνει το ποσό του κεφαλαίου της κατηγορίας 2, το πλεονάζον ποσό αφαιρείται από τα πρόσθετα στοιχεία κεφαλαίου της κατηγορίας 1. Όταν αυτό το ποσό είναι μεγαλύτερο το ποσό του πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1, το εναπομένον πλεονάζον ποσό αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1·

δ)

κάθε άλλο μέσο που περιλαμβάνουν τα ίδια κεφάλαια του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος κατ’ εφαρμογή του ισχύοντος καθεστώτος φερεγγυότητας ή κάθε άλλο μέσο για το οποίο το ίδρυμα δεν μπορεί να αποδείξει ότι εφαρμόζονται οι όροι α), β), ή γ) αφαιρείται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ 1

ΤΜΗΜΑ 1

Μορφή και φύση των κινήτρων εξόφλησης

Άρθρο 20

Μορφή και φύση των κινήτρων εξόφλησης για τους σκοπούς του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) και του άρθρου 63 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Με τον όρο «κίνητρα εξόφλησης» νοούνται όλα τα στοιχεία που δημιουργούν, κατά την ημερομηνία έκδοσης, την προσδοκία ότι το κεφαλαιακό μέσο είναι πιθανό να εξοφληθεί.

2.   Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κίνητρα περιλαμβάνουν τις ακόλουθες μορφές:

α)

δικαίωμα ανάκλησης σε συνδυασμό με αύξηση του πιστωτικού περιθωρίου του μέσου, εάν δεν πραγματοποιηθεί η ανάκληση·

β)

δικαίωμα ανάκλησης σε συνδυασμό με μια απαίτηση ή επιλογή του επενδυτή να μετατρέψει το μέσο σε μέσο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, εάν δεν πραγματοποιηθεί η ανάκληση·

γ)

δικαίωμα ανάκλησης σε συνδυασμό με μεταβολή του επιτοκίου αναφοράς, όταν το πιστωτικό περιθώριο επί του δεύτερου επιτοκίου αναφοράς είναι μεγαλύτερο από το επιτόκιο της αρχικής πληρωμής, αφαιρουμένου του επιτοκίου ανταλλαγής (swap rate)·

δ)

δικαίωμα ανάκλησης σε συνδυασμό με αύξηση του ποσού της εξόφλησης στο μέλλον·

ε)

δικαίωμα εκ νέου πώλησης σε συνδυασμό με αύξηση του πιστωτικού περιθωρίου του μέσου ή μεταβολή του επιτοκίου αναφοράς, όταν το πιστωτικό περιθώριο επί του δεύτερου επιτοκίου αναφοράς είναι μεγαλύτερο από το επιτόκιο της αρχικής πληρωμής, αφαιρουμένου του επιτοκίου ανταλλαγής (swap rate), εάν το μέσο δεν διατεθεί σε νέα πώληση·

στ)

πώληση του μέσου κατά τρόπο που υποδηλώνει στους επενδυτές ότι το μέσο αυτό θα ανακληθεί.

ΤΜΗΜΑ 2

Μετατροπή ή μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου

Άρθρο 21

Φύση της επανάκτησης μετά από μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου για τους σκοπούς του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ) και του άρθρου 52 παράγραφος 2 στοιχείο γ) σημείο ii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Η μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου εφαρμόζεται κατ’ αναλογία σε όλους τους κατόχους των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 που περιλαμβάνουν παρόμοιο μηχανισμό απομείωσης και πανομοιότυπο επίπεδο ενεργοποίησης.

2.   Για να θεωρηθεί προσωρινή η μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)

όλες οι πληρωτέες διανομές μετά από μείωση της ονομαστικής αξίας βασίζονται στο μειωμένο ποσό του κεφαλαίου·

β)

οι επανακτήσεις της ονομαστικής αξίας βασίζονται στα κέρδη μετά τη λήψη επίσημης απόφασης από το ίδρυμα που επιβεβαιώνει τα τελικά κέρδη·

γ)

κάθε επανάκτηση της ονομαστικής αξίας του μέσου ή πληρωμή τοκομεριδίων για το απομειωμένο ποσό του κεφαλαίου υπόκειται στην πλήρη διακριτική ευχέρεια του ιδρύματος, με την επιφύλαξη των περιορισμών που προκύπτουν από τα στοιχεία δ) έως στ) και χωρίς υποχρέωση του ιδρύματος να διενεργεί ή να επιταχύνει επανάκτηση της ονομαστικής αξίας υπό ειδικές περιστάσεις·

δ)

η επανάκτηση της ονομαστικής αξίας διενεργείται σε αναλογική βάση μεταξύ παρόμοιων πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 που αποτέλεσαν αντικείμενο μείωσης της ονομαστικής τους αξίας·

ε)

το ανώτατο ποσό που μπορεί να αποδοθεί στο άθροισμα της επανάκτησης της ονομαστικής αξίας του μέσου από κοινού με την πληρωμή τοκομεριδίων επί του μειωμένου ποσού του κεφαλαίου ισούται με το κέρδος του ιδρύματος πολλαπλασιαζόμενο επί το ποσό που προκύπτει από τη διαίρεση του ποσού που καθορίζεται στο σημείο 1) διά του ποσού που καθορίζεται στο σημείο 2):

1)

το άθροισμα της ονομαστικής αξίας, πριν την απομείωσή της, όλων των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 του ιδρύματος η ονομαστική αξία των οποίων έχει μειωθεί·

2)

το συνολικό κεφάλαιο της κατηγορίας 1 του ιδρύματος.

στ)

το άθροισμα των απομειωμένων ποσών και των πληρωμών τοκομεριδίων για το μειωμένο ποσό του κεφαλαίου αντιμετωπίζεται ως πληρωμή που επιφέρει μείωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και υπόκειται, μαζί με άλλες διανομές για μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στους περιορισμούς ως προς το μέγιστο διανεμητέο ποσό που αναφέρεται στο άρθρο 141 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όπως ενσωματώνεται στην εθνική νομοθεσία ή σε κανονισμό.

3.   Για τους σκοπούς του στοιχείου ε) της παραγράφου 2, ο υπολογισμός πραγματοποιείται τη στιγμή της επανάκτησης της ονομαστικής αξίας.

Άρθρο 22

Διαδικασίες και χρονοδιάγραμμα για τον προσδιορισμό της επέλευσης γεγονότος ενεργοποίησης για τους σκοπούς του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Εάν το ίδρυμα διαπιστώσει ότι ο δείκτης κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 έχει μειωθεί κάτω από το επίπεδο που ενεργοποιεί τη μετατροπή ή τη μείωση της αξίας του μέσου στο επίπεδο εφαρμογής των απαιτήσεων που προβλέπονται στον τίτλο II του πρώτου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το διοικητικό όργανο ή κάθε άλλο αρμόδιο όργανο του ιδρύματος, αποφασίζει αμελλητί ότι έχει επέλθει γεγονός ενεργοποίησης και υπάρχει αμετάκλητη υποχρέωση μείωσης της αξίας ή μετατροπής του μέσου.

2.   Το προς απομείωση ή μετατροπή ποσό καθορίζεται το συντομότερο δυνατόν και εντός μέγιστης προθεσμίας ενός μηνός από τον χρόνο της διαπίστωσης της επέλευσης του γεγονότος ενεργοποίησης, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1.

3.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει τη σύντμηση της αναφερόμενης στην παράγραφο 2 μέγιστης προθεσμίας του ενός μηνός, όταν εκτιμά ότι έχει διαπιστωθεί με επαρκή βεβαιότητα το ποσό που πρέπει να μετατραπεί ή να απομειωθεί, ή όταν κρίνει ότι απαιτείται άμεση μετατροπή ή μείωση της αξίας.

4.   Όταν απαιτείται ανεξάρτητη επανεξέταση του προς απομείωση ή μετατροπή ποσού, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν το πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1, ή όταν η αρμόδια αρχή απαιτεί ανεξάρτητη επανεξέταση για τον προσδιορισμό του προς απομείωση ή μετατροπή ποσού, το διοικητικό όργανο ή κάθε άλλο αρμόδιο όργανο του ιδρύματος μεριμνά για την άμεση εκτέλεση αυτής της εντολής. Η εν λόγω ανεξάρτητη επανεξέταση ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατό, χωρίς να δημιουργεί εμπόδια στο ίδρυμα ως προς την απομείωση ή τη μετατροπή του πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 και την ικανοποίηση των απαιτήσεων των παραγράφων 2 και 3.

ΤΜΗΜΑ 3

Τα στοιχεία των μέσων που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την κεφαλαιοποίηση

Άρθρο 23

Χαρακτηριστικά μέσων που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ανακεφαλαιοποίηση για τους σκοπούς του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

Στα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ανακεφαλαιοποίηση ενός ιδρύματος περιλαμβάνονται διατάξεις που επιβάλλουν στο ίδρυμα να αποζημιώνει υφιστάμενους κατόχους κεφαλαιακών μέσων σε περίπτωση έκδοσης ενός νέου κεφαλαιακού μέσου.

ΤΜΗΜΑ 4

Χρήση οντοτήτων ειδικού σκοπού για την έμμεση έκδοση μέσων ιδίων κεφαλαίων

Άρθρο 24

Χρήση οντοτήτων ειδικού σκοπού για την έμμεση έκδοση μέσων ιδίων κεφαλαίων για τους σκοπούς του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιστ) και του άρθρου 63 στοιχείο ιδ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Όταν το ίδρυμα ή η οντότητα εντός της ενοποίησης σύμφωνα με το πρώτο μέρος, τίτλος II, κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εκδίδει κεφαλαιακό μέσο που έχει αναληφθεί από οντότητα ειδικού σκοπού, το εν λόγω κεφαλαιακό μέσο δεν αναγνωρίζεται, στο επίπεδο του ιδρύματος ή της προαναφερθείσας οντότητας, ως κεφάλαιο υψηλότερης ποιότητας από την κατώτατη ποιότητα του κεφαλαίου που εκδίδεται στην οντότητα ειδικού σκοπού και του κεφαλαίου που εκδίδει σε τρίτους η οντότητα ειδικού σκοπού. Η εν λόγω απαίτηση εφαρμόζεται σε ενοποιημένη, υποενοποιημένη και ατομική βάση εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας.

2.   Τα δικαιώματα των κατόχων των μέσων που εκδίδονται από οντότητα ειδικού σκοπού δεν είναι ισχυρότερα από τα δικαιώματα που παρέχουν τα μέσα που εκδίδονται απευθείας από το ίδρυμα ή μια οντότητα που αποτελεί μέρος της ενοποίησης, κατ’ εφαρμογή του πρώτου μέρους, τίτλος II, κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Έμμεσες συμμετοχές που προκύπτουν από τοποθετήσεις που περιλαμβάνονται σε δείκτες

Άρθρο 25

Βαθμός ασφαλείας που απαιτείται στις εκτιμήσεις για τον υπολογισμό των ανοιγμάτων που χρησιμοποιούνται ως εναλλακτικές λύσεις για τα υποκείμενα ανοίγματα για τους σκοπούς του άρθρου 76 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Μία εκτίμηση είναι επαρκώς ασφαλής όταν ικανοποιείται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

όταν η επενδυτική εντολή του δείκτη προσδιορίζει ότι ένα κεφαλαιακό μέσο μιας οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα που αποτελεί μέρος του δείκτη δεν μπορεί να υπερβαίνει ένα ανώτατο ποσοστό του δείκτη, το ίδρυμα χρησιμοποιεί το εν λόγω ποσοστό ως εκτίμηση για την αξία των τοποθετήσεων που αφαιρείται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή τα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 ή 2, όπως ορίζει το άρθρο 17 παράγραφος 2, ή από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν μπορεί να καθορίσει την ακριβή φύση της τοποθέτησης.

β)

όταν το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να καθορίσει το ανώτατο ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο α) και όταν ο δείκτης, όπως αποδεικνύεται από την επενδυτική εντολή ή άλλες σχετικές πληροφορίες, περιλαμβάνει κεφαλαιακά μέσα οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, το ίδρυμα αφαιρεί το πλήρες ποσό των τοποθετήσεων σε δείκτες από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών του της κατηγορίας 1, πρόσθετης κατηγορίας 1 ή κατηγορίας 2, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 ή από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν μπορεί να προσδιορίσει την ακριβή φύση της τοποθέτησης.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 εφαρμόζονται τα ακόλουθα:

α)

μια έμμεση συμμετοχή που προκύπτει από συμμετοχή σε δείκτη περιλαμβάνει το τμήμα του δείκτη που έχει επενδυθεί σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετης κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνονται στον δείκτη·

β)

ένας δείκτης περιλαμβάνει, αλλά δεν περιορίζεται σε δείκτες κεφαλαίων, δείκτες μετοχών ή ομολόγων ή οποιοδήποτε άλλο σύστημα, όταν το υποκείμενο μέσο είναι κεφαλαιακό μέσο που εκδίδεται από οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Άρθρο 26

Η έννοια της λειτουργικής επιβάρυνσης στο άρθρο 76 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 76 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ως λειτουργική επιβάρυνση νοείται η κατάσταση κατά την οποία, κατά την εκτίμηση των αρμόδιων αρχών, δεν δικαιολογούνται μέθοδοι εξέτασης σε συνεχή βάση των συμμετοχών στο κεφάλαιο οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα. Κατά την αξιολόγηση της φύσης καταστάσεων λειτουργικής επιβάρυνσης, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τον χαμηλό βαθμό σημαντικότητας και τη σύντομη περίοδο διακράτησης παρόμοιων θέσεων. Μια περίοδος διακράτησης μικρής διάρκειας απαιτεί την τεκμηρίωση της έντονης ρευστότητας του δείκτη από το ίδρυμα.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, μια θέση, θεωρείται ότι παρουσιάζει χαμηλό βαθμό σημαντικότητας, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το μεμονωμένο καθαρό άνοιγμα που προκύπτει από συμμετοχές που περιλαμβάνονται σε δείκτες και μετράται πριν από κάθε εξέταση δεν υπερβαίνει το 2 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως υπολογίζεται στο άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β)

το συνολικό καθαρό άνοιγμα που προκύπτει από συμμετοχές που περιλαμβάνονται σε δείκτες και μετράται πριν από κάθε εξέταση δεν υπερβαίνει το 5 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως υπολογίζεται στο άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

το άθροισμα της συνολικής καθαρής έκθεσης που προκύπτει από συμμετοχές που περιλαμβάνονται σε δείκτες και μετράται πριν από κάθε εξέταση και τυχόν άλλων συμμετοχών που αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν υπερβαίνει το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως υπολογίζεται στο άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΤΜΗΜΑ 2

Εποπτική άδεια για τη μείωση ιδίων κεφαλαίων

Άρθρο 27

Έννοια της βιώσιμης ικανότητας εσόδων του ιδρύματος για τους σκοπούς του άρθρου 78 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

Βιώσιμη ικανότητα εσόδων του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 78 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σημαίνει ότι η αποδοτικότητα του ιδρύματος, όπως εκτιμάται από την αρμόδια αρχή, εξακολουθεί να είναι ασφαλής ή δεν παρουσιάζει καμία αρνητική μεταβολή μετά την αντικατάσταση των μέσων με μέσα ιδίων κεφαλαίων ίσης ή υψηλότερης ποιότητας, κατά την ημερομηνία εκείνη και για το προβλέψιμο μέλλον. Η εκτίμηση της αρμόδιας αρχής λαμβάνει υπόψη την αποδοτικότητα του ιδρύματος σε ακραίες καταστάσεις.

Άρθρο 28

Διαδικασία και απαιτήσεις δεδομένων για την υποβολή αίτησης από ένα ίδρυμα να πραγματοποιήσει εξοφλήσεις, μειώσεις και επαναγορές, για τους σκοπούς του άρθρου 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Εξοφλήσεις, μειώσεις και επαναγορές μέσων ιδίων κεφαλαίων δεν ανακοινώνονται στους κατόχους των μέσων πριν λάβει το ίδρυμα την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής.

2.   Όταν οι εξοφλήσεις, μειώσεις και επαναγορές αναμένεται να λάβουν χώρα με επαρκή βεβαιότητα και μόλις ληφθεί η εκ των προτέρων άδεια της αρμόδιας αρχής, το ίδρυμα αφαιρεί τα προς εξόφληση, μείωση ή εξαγορά ποσά από τα αντίστοιχα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων του πριν την πραγματοποίηση της εξόφλησης, της μείωσης ή επαναγοράς. Επαρκής βεβαιότητα θεωρείται ότι υπάρχει ιδίως όταν το ίδρυμα έχει δημοσιοποιήσει την πρόθεσή του να προβεί σε εξόφληση, μείωση ή επαναγορά μέσων ιδίων κεφαλαίων.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζεται σε ενοποιημένο, υποενοποιημένο και ατομικό επίπεδο εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, κατά περίπτωση.

Άρθρο 29

Υποβολή αίτησης από το ίδρυμα να διενεργήσει εξοφλήσεις, μειώσεις και επαναγορές για τους σκοπούς του άρθρου 77 και του άρθρου 78 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και κατάλληλες βάσεις περιορισμού της εξόφλησης για τους σκοπούς του άρθρου 78 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Ένα ίδρυμα υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια αρχή πριν από τη μείωση ή την επαναγορά μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, ή πριν την ανάκληση, την εξόφληση ή την επαναγορά των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2.

2.   Η αίτηση μπορεί να περιλαμβάνει σχέδιο για την εκτέλεση των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για διάφορα κεφαλαιακά, για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

3.   Σε περίπτωση επαναγοράς μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 για σκοπούς ειδικής διαπραγμάτευσης, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρέχουν την άδειά τους σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 78 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εκ των προτέρων σε πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 77 του ίδιου κανονισμού για ένα προκαθορισμένο ποσό που δεν υπερβαίνει τα ακόλουθα ποσά:

α)

για μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, το ποσό δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο από τα ακόλουθα ποσά:

1)

το 3 % του ποσού της σχετικής έκδοσης·

2)

το 10 % του ποσού κατά το οποίο το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 υπερβαίνει το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, σύμφωνα με το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις ειδικές απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όπως ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6 της εν λόγω οδηγίας·

β)

για τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2, αυτό το προκαθορισμένο ποσό δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο από τα ακόλουθα ποσά:

1)

το 10 % του ποσού της σχετικής έκδοσης·

2)

ή το 3 % του συνολικού ποσού ανεξόφλητων πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2, κατά περίπτωση.

4.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να παρέχουν εκ των προτέρων την άδειά τους για πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όταν τα σχετικά μέσα ιδίων κεφαλαίων μεταβιβάζονται στους υπαλλήλους του ιδρύματος ως μέρος των αποδοχών τους. Τα ιδρύματα ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για τις αγορές μέσων ιδίων κεφαλαίων για τους σκοπούς αυτούς και αφαιρούν τα μέσα αυτά από τα ίδια κεφάλαια με μια αντίστοιχη μέθοδο αφαίρεσης για όσο διάστημα είναι στην κατοχή του ιδρύματος. Δεν απαιτείται πλέον αφαίρεση σε αντίστοιχη βάση, όταν οι δαπάνες που συνδέονται με κάποια πράξη σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο περιλαμβάνονται ήδη στα ίδια κεφάλαια ως αποτέλεσμα της ενδιάμεσης ή τέλους χρήσεως οικονομικής έκθεσης.

5.   Μια αρμόδια αρχή δύναται να παρέχει εκ των προτέρων άδεια, σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 78 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, για πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 77 του ίδιου κανονισμού για προκαθορισμένο ποσό, όταν το προς ανάκληση, εξόφληση ή επαναγορά ποσό των μέσων ιδίων κεφαλαίων είναι επουσιώδες σε σχέση με το ανεξόφλητο ποσό της αντίστοιχης έκδοσης μετά την εκτέλεση της ανάκλησης, εξόφλησης ή επαναγοράς.

6.   Οι παράγραφοι 1 έως 5 εφαρμόζονται σε ενοποιημένο, υποενοποιημένο και ατομικό επίπεδο εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, κατά περίπτωση.

Άρθρο 30

Περιεχόμενο της αίτησης που πρέπει να υποβάλλεται από το ίδρυμα για τους σκοπούς του άρθρου 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Η αναφερόμενη στο άρθρο 29 αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τις ακόλουθες τουλάχιστον πληροφορίες:

α)

μια καλά τεκμηριωμένη εξήγηση των λόγων για την εκτέλεση μιας από τις δράσεις που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 1·

β)

στοιχεία σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας που καλύπτουν περίοδο τουλάχιστον 3 ετών, μεταξύ άλλων και το επίπεδο και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων πριν και μετά την εκτέλεση της πράξης και τον αντίκτυπο της πράξης στις κανονιστικές απαιτήσεις·

γ)

τον αντίκτυπο στην κερδοφορία του ιδρύματος από την αντικατάσταση ενός κεφαλαιακού μέσου που προβλέπεται στο άρθρο 78 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

δ)

αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους το ίδρυμα είναι ή ενδέχεται να είναι εκτεθειμένο και κατά πόσον το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων εξασφαλίζει την αναγκαία κάλυψη αυτών των κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των δοκιμών αντοχής σε κύριους κινδύνους που αποδεικνύουν τις πιθανές ζημίες βάσει διαφορετικών σεναρίων.

ε)

κάθε άλλη πληροφορία που θεωρείται αναγκαία από την αρμόδια αρχή για την αξιολόγηση της σκοπιμότητας χορήγησης άδειας σύμφωνα με το άρθρο 78 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Η αρμόδια αρχή παρέχει απαλλαγή από την υποβολή ορισμένων από τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2, όταν βεβαιωθεί ότι έχει ήδη στη διάθεσή της τα εν λόγω στοιχεία.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται σε ενοποιημένο, υποενοποιημένο και ατομικό επίπεδο εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, κατά περίπτωση.

Άρθρο 31

Χρόνος υποβολής της αίτησης από το ίδρυμα και εξέτασης της αίτησης από την αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του άρθρου 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Το ίδρυμα διαβιβάζει πλήρη αίτηση και τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 29 και 30 στην αρμόδια αρχή τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία της ανακοίνωσης στους κατόχους των μέσων κάποιας από τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα, κατά περίπτωση και σε έκτακτες περιστάσεις, να υποβάλλουν την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 αίτηση εντός χρονικού πλαισίου μικρότερου από την περίοδο των 3 μηνών.

3.   Η αρμόδια αρχή εξετάζει μια αίτηση είτε κατά τη διάρκεια της αναφερόμενης στην παράγραφο 1 προθεσμίας είτε και κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τα νέα στοιχεία που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, όταν είναι διαθέσιμα και εφόσον τα κρίνουν ουσιώδη. Οι αρμόδιες αρχές αρχίζουν την επεξεργασία της αίτησης μόνον εφόσον βεβαιωθούν ότι τα απαιτούμενα βάσει του άρθρου 28 στοιχεία έχουν δοθεί από το ίδρυμα.

Άρθρο 32

Οι αιτήσεις για εξοφλήσεις, μειώσεις και επαναγορές από αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες, ταμιευτήρια ή παρόμοια ιδρύματα, για τους σκοπούς του άρθρου 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Όσον αφορά την εξόφληση μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αλληλασφαλιστικών ενώσεων, συνεταιριστικών εταιρειών, ταμιευτηρίων ή παρόμοιων ιδρυμάτων, η αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 29 παράγραφοι 1, 2 και 6 και οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή με την ίδια συχνότητα με εκείνη που χρησιμοποιεί το αρμόδιο όργανο του ιδρύματος για την εξέταση των εξοφλήσεων.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγήσουν εκ των προτέρων άδεια για πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 77 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για την εξόφληση προκαθορισμένου ποσού, χωρίς το ποσό της εγγραφής νέου που καταβάλλεται σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κατά τη διάρκεια μιας περιόδου έως ενός έτους. Αυτό το προκαθορισμένο ποσό μπορεί να ανέλθει έως το 2 % του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, εάν βεβαιωθούν ότι η ενέργεια αυτή δεν θα θέσει σε κίνδυνο την τρέχουσα ή μελλοντική κατάσταση φερεγγυότητας του ιδρύματος.

ΤΜΗΜΑ 3

Προσωρινή αναστολή της αφαίρεσης από τα ίδια κεφάλαια

Άρθρο 33

Προσωρινή αναστολή της αφαίρεσης από τα ίδια κεφάλαια για τους σκοπούς του άρθρου 79 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Η διάρκεια μιας προσωρινής αναστολής δεν υπερβαίνει το χρονοδιάγραμμα που προβλέπεται στο σχέδιο της πράξης χρηματοοικονομικής συνδρομής. Η εν λόγω αναστολή δεν παρέχεται για περίοδο μεγαλύτερη των 5 ετών.

2.   Η αναστολή εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με τα νέα μέσα στην οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα που υπόκειται στην πράξη χρηματοδοτικής συνδρομής.

3.   Για τη χορήγηση προσωρινής αναστολής της αφαίρεσης από ίδια κεφάλαια, μια αρμόδια αρχή μπορεί να κρίνει ότι οι προσωρινές τοποθετήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 79 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 έχουν σκοπό τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής για την αναδιάρθρωση και διάσωση μιας οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα, όταν η πράξη εκτελείται βάσει σχεδίου και είναι εγκεκριμένη από την αρμόδια αρχή και όταν το σχέδιο αναφέρει σαφώς φάσεις, χρονοδιάγραμμα και στόχους και προσδιορίζει την αλληλεπίδραση μεταξύ των προσωρινών τοποθετήσεων και της χρηματοδοτικής συνδρομής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ 1 ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ 2 ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ

Άρθρο 34

Το είδος των στοιχείων που μπορούν να αφορούν τη λειτουργία των οντοτήτων ειδικού σκοπού και έννοια του ελάχιστου και ασήμαντου σε σχέση με το αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 που εκδίδονται από οντότητες ειδικού σκοπού, για τους σκοπούς του άρθρου 83 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Τα περιουσιακά στοιχεία μιας οντότητας ειδικού σκοπού θεωρείται ότι είναι ελάχιστα και ασήμαντα όταν πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα περιουσιακά στοιχεία της οντότητας ειδικού σκοπού που δεν αποτελούνται από τις επενδύσεις στα ίδια κεφάλαια της συνδεδεμένης θυγατρικής περιορίζονται σε διαθέσιμα που προορίζονται για πληρωμές τοκομεριδίων και την εξόφληση των οφειλόμενων μέσων ιδίων κεφαλαίων·

β)

το ποσό των περιουσιακών στοιχείων της οντότητας ειδικού σκοπού, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στο στοιχείο α), δεν υπερβαίνει το 0,5 % του μέσου όρου των συνολικών στοιχείων ενεργητικού της οντότητας ειδικού σκοπού κατά τα τελευταία τρία έτη.

2.   Για τους σκοπούς του στοιχείου β) της παραγράφου 1, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέπει σε ένα ίδρυμα να χρησιμοποιεί υψηλότερο ποσοστό, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το υψηλότερο ποσοστό είναι αναγκαίο αποκλειστικά για την κάλυψη των δαπανών λειτουργίας της οντότητας ειδικού σκοπού·

β)

το αντίστοιχο ονομαστικό ποσό δεν υπερβαίνει τις 500 000 ευρώ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ

Άρθρο 35

Πρόσθετες προσαρμογές και αφαιρέσεις για τους σκοπούς του άρθρου 481 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Οι προσαρμογές στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2, σύμφωνα με το άρθρο 481 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφαρμόζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 7.

2.   Όταν, σύμφωνα με τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, οι εν λόγω μειώσεις και προσαρμογές προκύπτουν από στοιχεία ιδίων κεφαλαίων, όπως αναφέρει το άρθρο 57 στοιχεία α), β) και γ) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, η προσαρμογή διενεργείται σε στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

3.   Σε περιπτώσεις άλλες από εκείνες που καλύπτονται από την παράγραφο 1 και όταν, σύμφωνα με τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, οι εν λόγω μειώσεις και προσαρμογές έχουν εφαρμοστεί στο σύνολο των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 57 στοιχεία α) έως γα) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 154 της εν λόγω οδηγίας, η προσαρμογή διενεργείται σε πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1.

4.   Όταν το ποσό των πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1 είναι χαμηλότερο από τη σχετική προσαρμογή, η υπολειπόμενη προσαρμογή διενεργείται σε στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

5.   Σε περιπτώσεις άλλες πλην εκείνων που καλύπτονται από τις παραγράφους 1 και 2 όταν, βάσει των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, οι εν λόγω μειώσεις και προσαρμογές έχουν εφαρμοστεί σε στοιχεία ίδιων κεφαλαίων, όπως αναφέρει το άρθρο 57 στοιχεία δ) έως η) ή στο σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, η προσαρμογή διενεργείται στα στοιχεία της κατηγορίας 2.

6.   Όταν το ποσό των στοιχείων της κατηγορίας 2 είναι χαμηλότερο από τη σχετική προσαρμογή, η υπολειπόμενη προσαρμογή διενεργείται σε πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1.

7.   Όταν το ποσό της κατηγορίας 2 και των πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1 είναι χαμηλότερο από τη σχετική προσαρμογή, η υπολειπόμενη προσαρμογή διενεργείται σε στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

Άρθρο 36

Στοιχεία που εξαιρούνται από την αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1 σε άλλα στοιχεία ιδίων κεφαλαίων, για τους σκοπούς του άρθρου 487 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

1.   Κατά την αντιμετώπιση των μέσων ιδίων κεφαλαίων, βάσει των όσων ορίζονται στο άρθρο 487 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2021, η εν λόγω αντιμετώπιση των μέσων μπορεί να είναι ολική ή μερική. Κάθε παρόμοια αντιμετώπιση δεν επηρεάζει τον υπολογισμό του ορίου που ορίζεται στο άρθρο 486 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 μέσα ιδίων κεφαλαίων μπορούν εκ νέου να αντιμετωπιστούν ως στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 484 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, υπό την προϋπόθεση ότι είναι στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 484 παράγραφος 3 του ίδιου κανονισμού και υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό τους δεν υπερβαίνει πλέον τα ισχύοντα ποσοστά που αναφέρονται στο άρθρο 486 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.

3.   Τα μέσα ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν εκ νέου να αντιμετωπιστούν ως στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 484 παράγραφος 4, υπό την προϋπόθεση ότι είναι στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 484 παράγραφος 3 ή στο άρθρο 484 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό τους δεν υπερβαίνει πλέον τα ισχύοντα ποσοστά που αναφέρονται στο άρθρο 486 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 37

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 7 Ιανουαρίου 2014.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.

(2)  Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1).

(3)  Οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(5)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(6)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).

(9)  Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1).

(10)  Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).

(11)  Οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1).

(12)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές εναλλακτικών επενδύσεων (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(13)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).