15.4.2014 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 111/50 |
ΟΔΗΓΙΑ 2014/48/ΕΕ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 24ης Μαρτίου 2014
για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/48/ΕΚ για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη: τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 115,
την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),
τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Η οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου (3) εφαρμόζεται στα κράτη μέλη από την 1η Ιουλίου 2005 και αποδείχθηκε αποτελεσματική κατά τα πρώτα τρία έτη εφαρμογής της, εντός των ορίων που θέτει το πεδίο εφαρμογής της. Ωστόσο, από την πρώτη έκθεση της Επιτροπής, της 15ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας, συνάγεται ότι η εν λόγω οδηγία δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις προσδοκίες που διατυπώθηκαν στα συμπεράσματα τα οποία εγκρίθηκαν ομόφωνα από το Συμβούλιο κατά τη σύνοδό του στις 26 και 27 Νοεμβρίου 2000. Ειδικότερα, δεν καλύπτονται ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι ισοδύναμα με τοκοφόρους τίτλους και ορισμένα έμμεσα μέσα κατοχής των τίτλων αυτών. |
(2) |
Για την καλύτερη επίτευξη του στόχου της οδηγίας 2003/48/ΕΚ, προέχει καταρχάς να βελτιωθεί η ποιότητα των πληροφοριών που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της ταυτότητας και της κατοικίας των πραγματικών δικαιούχων. Ως εκ τούτου, ο φορέας πληρωμής θα πρέπει να χρησιμοποιεί τα στοιχεία που αφορούν τόσο την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης όσο και τον αριθμό φορολογικού μητρώου ή τυχόν ισοδύναμα στοιχεία που παρέχονται από τα κράτη μέλη. Η οδηγία 2003/48/ΕΚ δεν επιβάλλει υποχρέωση στα κράτη μέλη να εισαγάγουν αριθμούς φορολογικού μητρώου. Ως εκ τούτου, θα πρέπει επίσης να βελτιωθεί η κοινοποίηση των πληροφοριακών στοιχείων για τους κοινούς λογαριασμούς και άλλες περιπτώσεις πραγματικής συγκυριότητας. |
(3) |
Η οδηγία 2003/48/ΕΚ εφαρμόζεται μόνο σε τόκους που καταβάλλονται προς άμεσο όφελος φυσικών προσώπων που κατοικούν στην Ένωση. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν συνεπώς να παρακάμψουν την οδηγία 2003/48/ΕΚ χρησιμοποιώντας μια παρένθετη οντότητα ή νομικό μόρφωμα, ιδίως αν είναι εγκατεστημένα σε περιοχή δικαιοδοσίας στην οποία δεν διασφαλίζεται η φορολόγηση των εισοδημάτων που καταβάλλονται στην εν λόγω οντότητα ή στο μόρφωμα. Έχοντας επίσης υπόψη τα μέτρα καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες τα οποία θεσπίζει η οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), κρίνεται συνεπώς ενδεδειγμένο να ζητείται από τους φορείς πληρωμής να εφαρμόζουν μια μέθοδο διαφάνειας στις πληρωμές που πραγματοποιούνται προς ορισμένες οντότητες ή νομικά μορφώματα εγκατεστημένα ή έχοντα τον τόπο ουσιαστικής διεύθυνσής τους σε ορισμένες χώρες ή εδάφη όπου δεν ισχύουν η οδηγία 2003/48/ΕΚ ή μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος. Οι εν λόγω φορείς πληρωμής θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα πληροφοριακά στοιχεία που έχουν ήδη στη διάθεσή τους σχετικά με τον (τους) πραγματικό(-ούς) δικαιούχο(-ους) τέτοιων οντοτήτων ή νομικών μορφωμάτων με σκοπό την εξασφάλιση της εφαρμογής της οδηγίας 2003/48/ΕΚ όταν ο πραγματικός δικαιούχος που εντοπίζεται με αυτόν τον τρόπο είναι ιδιώτης μόνιμος κάτοικος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο φορέας πληρωμής. Προκειμένου να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος που βαρύνει τους φορείς πληρωμής, θα πρέπει να καταρτισθεί ενδεικτικός κατάλογος οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων εγκατεστημένων σε τρίτες χώρες και δικαιοδοσιών τις οποίες αφορά το εν λόγω μέτρο. |
(4) |
Θα πρέπει επίσης να αποφευχθεί η τεχνητή παράκαμψη της οδηγίας 2003/48/ΕΚ μέσω της πληρωμής εισοδημάτων υπό μορφή τόκων μέσω οικονομικών φορέων εγκατεστημένων εκτός της Ένωσης. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστούν οι αρμοδιότητες των οικονομικών φορέων όταν γνωρίζουν ότι η πληρωμή τόκων που πραγματοποιείται υπέρ ενός φορέα εγκατεστημένου εκτός του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2003/48/ΕΚ γίνεται προς όφελος φυσικού προσώπου, για το οποίο γνωρίζουν ότι είναι κάτοικος άλλου κράτους μέλους και το οποίο μπορούν να θεωρήσουν ως πελάτη τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρείται ότι οι εν λόγω οικονομικοί φορείς ενεργούν ως φορείς πληρωμής. Το μέτρο αυτό θα επιτρέψει ειδικότερα την πρόληψη ενδεχόμενης κατάχρησης του διεθνούς δικτύου χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ήτοι υποκαταστημάτων, θυγατρικών, συνδεδεμένων ή μητρικών εταιρειών, με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων της οδηγίας 2003/48/ΕΚ. |
(5) |
Η εμπειρία έχει καταδείξει ότι πρέπει να αποσαφηνιστεί η υποχρέωση να ενεργεί κάποιος ως φορέας πληρωμής κατά την είσπραξη εισοδημάτων από τόκους. Το κυριότερο είναι να προσδιορίζονται σαφώς οι ενδιάμεσες δομές που υπόκεινται σε αυτή την υποχρέωση. Οι οντότητες και τα νομικά μορφώματα τα οποία δεν υπόκεινται σε πραγματική φορολόγηση πρέπει να εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας 2003/48/ΕΚ κατά την είσπραξη των τόκων που προέρχονται από οποιονδήποτε οικονομικό φορέα προηγούμενου σταδίου. Ένας ενδεικτικός κατάλογος ανάλογων οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων σε κάθε κράτος μέλος θα διευκολύνει την εφαρμογή των νέων διατάξεων. |
(6) |
Από την πρώτη έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2003/48/ΕΚ συνάγεται ότι η οδηγία μπορεί να παρακαμφθεί με τη χρήση χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία, όσον αφορά το επίπεδο κινδύνου, την ευελιξία και τη συμφωνημένη απόδοση, ισοδυναμούν με απαιτήσεις. Είναι συνεπώς αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι η οδηγία δεν καλύπτει απλώς τους τόκους, αλλά και άλλα κατ' ουσίαν ισοδύναμα εισοδήματα. |
(7) |
Ομοίως, οι συμβάσεις ασφάλισης ζωής που περιλαμβάνουν εγγυημένη εισοδηματική απόδοση ή των οποίων η απόδοση συνδέεται σε ποσοστό άνω του 40 % με τα εισοδήματα που προέρχονται από απαιτήσεις ή με ισοδύναμα εισοδήματα που καλύπτονται από την οδηγία 2003/48/ΕΚ, θα πρέπει να περιληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. |
(8) |
Όσον αφορά τα επενδυτικά ταμεία που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση, η οδηγία 2003/48/ΕΚ καλύπτει προς το παρόν μόνο τα εισοδήματα που διανέμονται από τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) που είναι εγκεκριμένοι σύμφωνα με την οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), η οποία, μεταξύ άλλων, κατήργησε και αντικατέστησε την οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου (6). Τα ισοδύναμα εισοδήματα που προέρχονται από μη ΟΣΕΚΑ εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/48/ΕΚ μόνον όταν οι μη ΟΣΕΚΑ είναι οντότητες χωρίς νομική προσωπικότητα και συνεπώς ενεργούν ως φορείς πληρωμής κατά την είσπραξη των τόκων. Για να διασφαλίζεται η εφαρμογή των ίδιων κανόνων σε όλα τα επενδυτικά ταμεία ή μηχανισμούς επενδύσεων, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής τους, θα πρέπει να αντικατασταθεί στην οδηγία 2003/48/ΕΚ η παραπομπή προς την οδηγία 85/611/ΕΟΚ με παραπομπή στον αριθμό μητρώου σύμφωνα με το δίκαιο ενός κράτους μέλους ή στους κανόνες λειτουργίας ή καταστατικά έγγραφα που διέπονται από το δίκαιο ενός από τα κράτη μέλη. Επιπλέον, θα πρέπει να διασφαλίζεται ίση μεταχείριση λαμβανομένης υπόψη της Συνθήκης για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. |
(9) |
Όσον αφορά τα επενδυτικά ταμεία που δεν είναι εγκατεστημένα σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, είναι ανάγκη να αποσαφηνιστεί ότι η οδηγία καλύπτει τους τόκους και τα ισοδύναμα εισοδήματα που προέρχονται από όλα τα εν λόγω ταμεία, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής τους και του τρόπου με τον οποίο προτείνονται στους επενδυτές. |
(10) |
Θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ο ορισμός των τόκων έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι κατά τον υπολογισμό του ποσοστού των στοιχείων ενεργητικού που επενδύονται στα μέσα αυτά δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο οι άμεσες επενδύσεις σε απαιτήσεις, αλλά και οι έμμεσες επενδύσεις. Εξάλλου, για να διευκολυνθεί η από τους φορείς πληρωμής εφαρμογή της οδηγίας 2003/48/ΕΚ στα εισοδήματα που προέρχονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων εγκατεστημένους σε άλλες χώρες, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι ο υπολογισμός της σύνθεσης των στοιχείων ενεργητικού για τη μεταχείριση ορισμένων εισοδημάτων των οργανισμών αυτών διέπεται από τους κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου στο οποίο είναι εγκατεστημένοι. |
(11) |
Τόσο η διαδικασία πιστοποίησης που επιτρέπει στους πραγματικούς δικαιούχους που έχουν τη φορολογική τους κατοικία σε κάποιο κράτος μέλος να αποφεύγουν την παρακράτηση φόρου στην πηγή για τους τόκους που λαμβάνουν σε κράτος μέλος το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/48/ΕΚ, όσο και η εναλλακτική διαδικασία, δηλαδή η εκούσια γνωστοποίηση στοιχείων στο κράτος κατοικίας του πραγματικού δικαιούχου, έχουν τα πλεονεκτήματά τους. Ωστόσο, η διαδικασία της εκούσιας γνωστοποίησης είναι λιγότερο επαχθής για τον πραγματικό δικαιούχο και είναι συνεπώς σκόπιμο να παρέχεται στους πραγματικούς δικαιούχους η δυνατότητα επιλογής της διαδικασίας. |
(12) |
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν στατιστικά στοιχεία χρήσιμα για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/48/ΕΚ ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα των πληροφοριών που διαθέτει η Επιτροπή για την κατάρτιση της έκθεσης σχετικά με την εφαρμογή της ανωτέρω οδηγίας η οποία υποβάλλεται στο Συμβούλιο ανά τριετία. |
(13) |
Σύμφωνα με το σημείο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (7), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίζουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία της οδηγίας με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, και να τους δημοσιοποιούν. |
(14) |
Προκειμένου να διασφαλισθούν ομοιόμορφες συνθήκες για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/48/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). |
(15) |
Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, ήτοι η αποτελεσματική φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις που περιλαμβάνονται γενικά στο φορολογητέο εισόδημα φυσικών προσώπων που κατοικούν σε όλα τα κράτη μέλη, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω του εύρους της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτών των στόχων. |
(16) |
Η οδηγία 2003/48/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Η οδηγία 2003/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
1) |
Στο άρθρο 1, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εκτέλεση των καθηκόντων που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας από τους φορείς πληρωμής και τους λοιπούς οικονομικούς φορείς που είναι εγκατεστημένοι ή έχουν ενδεχομένως την ουσιαστική τους διεύθυνση στο έδαφός τους, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασης του οφειλέτη της απαίτησης που παράγει τους τόκους». |
2) |
Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο: «Άρθρο 1α Ορισμοί ορισμένων όρων Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:
|
3) |
Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 2 Ορισμός του δικαιούχου 1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 έως 4, ως “πραγματικός δικαιούχος” νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο στο οποίο καταβάλλονται τόκοι ή κάθε φυσικό πρόσωπο προς όφελος του οποίου εξασφαλίζεται πληρωμή τόκων, εκτός εάν προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι η πληρωμή των τόκων δεν πραγματοποιήθηκε ή εξασφαλίστηκε για δικό του λογαριασμό, δηλαδή ότι:
2. Σε περίπτωση που ένας φορέας πληρωμής έχει πληροφορίες που υποδεικνύουν ότι το άτομο το οποίο εισπράττει τόκους ή υπέρ του οποίου εξασφαλίζονται τόκοι ενδέχεται να μην είναι ο πραγματικός δικαιούχος, και σε περίπτωση που τo στοιχείo α), β) ή γ) της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται στο άτομο αυτό, ο φορέας προβαίνει στις δέουσες ενέργειες για να καθορίσει την ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 2. Αν ο φορέας πληρωμής αδυνατεί να προσδιορίσει τον πραγματικό δικαιούχο, το εν λόγω φυσικό πρόσωπο θεωρείται ως πραγματικός δικαιούχος. 3. Σε περίπτωση που οικονομικός φορέας ο οποίος επίσης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1) καταβάλλει τόκους ή εξασφαλίζει την καταβολή τόκων σε οντότητα ή νομικό μόρφωμα που δεν υπόκειται σε πραγματική φορολόγηση και είναι εγκατεστημένο ή έχει τον τόπο της ουσιαστικής του διεύθυνσης σε χώρα ή δικαιοδοτική ενότητα εκτός του οριζόμενου στο άρθρο 7 της παρούσας οδηγίας εδάφους και εκτός του πεδίου εδαφικής εφαρμογής των συμφωνιών και διακανονισμών που προβλέπουν τα ίδια ή ισοδύναμα μέτρα με εκείνα της παρούσης οδηγίας, εφαρμόζονται το δεύτερο έως πέμπτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Η πληρωμή θεωρείται ότι έχει γίνει ή εξασφαλιστεί προς το άμεσο όφελος οποιουδήποτε ατόμου που κατοικεί σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οικονομικού φορέα και το οποίο ορίζεται κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 6 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ ως ο πραγματικός δικαιούχος της οντότητας ή του νομικού μορφώματος. Η ταυτότητα του ατόμου αυτού προσδιορίζεται σύμφωνα με τα μέτρα δέουσας μέριμνας για τον πελάτη που προβλέπονται στο άρθρο 7 και στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) της εν λόγω οδηγίας. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, το εν λόγω άτομο θεωρείται ωσαύτως ο πραγματικός δικαιούχος. Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι κατηγορίες οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων που αναφέρονται στον ενδεικτικό κατάλογο του παραρτήματος I θεωρούνται ότι δεν υπόκεινται σε πραγματική φορολόγηση. Ο οικονομικός φορέας περί του οποίου το πρώτο εδάφιο προσδιορίζει τη νομική μορφή και τον τόπο εγκατάστασης ή ενδεχομένως τον τόπο ουσιαστικής διεύθυνσης της οντότητας ή του νομικού μορφώματος, χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες που του αποκαλύπτει οποιοδήποτε άτομο ενεργεί εξ ονόματος της οντότητας ή του νομικού μορφώματος και ειδικότερα σύμφωνα με τα στοιχεία β) και γ) της παραγράφου 1, παρεκτός εάν ο οικονομικός φορέας διαθέτει πιο αξιόπιστες πληροφορίες που υποδεικνύουν ότι οι παραληφθείσες πληροφορίες είναι ανακριβείς ή ελλιπείς για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας παραγράφου. Όταν μια οντότητα ή ένα νομικό μόρφωμα δεν εμπίπτει στις κατηγορίες που αναφέρονται στο παράρτημα I ή όταν εμπίπτει σε αυτές τις κατηγορίες αλλά ισχυρίζεται ότι υπόκειται σε πραγματική φορολόγηση, ο οικονομικός φορέας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο προσδιορίζει το κατά πόσον υπόκειται σε πραγματική φορολόγηση βάσει γενικώς αναγνωρισμένων περιστάσεων ή βάσει επίσημων εγγράφων που προσκομίζει η οντότητα ή το νομικό μόρφωμα ή που καθίστανται διαθέσιμα μέσω μέτρων δέουσας μέριμνας για τον πελάτη λαμβανόμενων σύμφωνα με την οδηγία 2005/60/ΕΚ. 4. Σε περίπτωση που οντότητα ή νομικό μόρφωμα θεωρείται φορέας πληρωμής κατά την είσπραξη τόκων ή την εξασφάλιση της πληρωμής τους κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2, η πληρωμή των τόκων θεωρείται ότι περιέρχεται στα κατωτέρω αναφερόμενα άτομα, τα οποία λογίζονται ως πραγματικοί δικαιούχοι για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:
(*1) Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15)»." |
4) |
Τα άρθρα 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 3 Στοιχεία ταυτότητας και κατοικία του πραγματικού δικαιούχου 1. Κάθε κράτος μέλος προβαίνει στη θέσπιση και διασφαλίζει την εφαρμογή στο έδαφός του των αναγκαίων διαδικασιών που επιτρέπουν στον φορέα πληρωμής να προσδιορίζει τους πραγματικούς δικαιούχους και την κατοικία τους για τους σκοπούς των άρθρων 8 έως 12. Οι διαδικασίες αυτές πληρούν τους ελάχιστους κανόνες που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3. 2. Ο φορέας πληρωμής προσδιορίζει την ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου βάσει των ελάχιστων κριτηρίων τα οποία διαφέρουν ανάλογα με την ημερομηνία σύναψης σχέσεων μεταξύ του φορέα πληρωμής και του πραγματικού δικαιούχου, ως εξής:
Τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου καθορίζονται βάσει διαβατηρίου ή επίσημου δελτίου ταυτότητας ή άλλου επίσημου εγγράφου ταυτότητας, όταν αυτό ισχύει, όπως προσδιορίζεται στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 4 το οποίο υποβάλλει ο πραγματικός δικαιούχος. Όποια από τα στοιχεία αυτά δεν αναγράφονται στα έγγραφα αυτά καθορίζονται βάσει οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού εγγράφου ταυτότητας το οποίο υποβάλλει ο πραγματικός δικαιούχος. 3. Σε περίπτωση που ο πραγματικός δικαιούχος παρουσιάσει εκουσίως πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας εκδοθέν από την αρμόδια αρχή μιας χώρας εντός της τριετίας που προηγείται της ημερομηνίας πληρωμής ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία όταν η πληρωμή θεωρείται ότι περιέρχεται σε πραγματικό δικαιούχο, θεωρείται ότι η κατοικία του βρίσκεται στη χώρα αυτή. Εάν δεν υποβάλλει ανάλογο πιστοποιητικό, θεωρείται ότι η κατοικία του βρίσκεται στη χώρα στην οποία βρίσκεται η μόνιμη κατοικία του. Ο φορέας πληρωμής προσδιορίζει τη διεύθυνση της μόνιμης κατοικίας του πραγματικού δικαιούχου βάσει των ακόλουθων ελάχιστων κριτηρίων:
Στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, όπου οι πραγματικοί δικαιούχοι παρουσιάζουν διαβατήριο ή επίσημο δελτίο ταυτότητας ή άλλο επίσημο έγγραφο ταυτότητας εκδοθέν από κράτος μέλος και δηλώνουν ότι είναι κάτοικοι τρίτης χώρας, η κατοικία διαπιστώνεται μέσω πιστοποιητικού φορολογικής κατοικίας εκδοθέντος κατά την τριετία που προηγείται της ημερομηνίας πληρωμής ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία όταν η πληρωμή θεωρείται ότι περιέρχεται σε πραγματικό δικαιούχο από την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας στην οποία δηλώνει ότι κατοικεί ο πραγματικός δικαιούχος. Εάν δεν υποβληθεί ανάλογο πιστοποιητικό, ως χώρα κατοικίας θεωρείται το κράτος μέλος το οποίο εξέδωσε το διαβατήριο, επίσημο δελτίο ταυτότητας ή άλλο επίσημο έγγραφο ταυτότητας. Όσον αφορά πραγματικούς δικαιούχους για τους οποίους ο φορέας πληρωμής διαθέτει επίσημα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι η φορολογική τους κατοικία βρίσκεται σε χώρα άλλη από τη χώρα της μόνιμης κατοικίας, είτε λόγω διπλωματικών προνομίων είτε λόγω άλλων διεθνών κανόνων, η μόνιμη κατοικία καθορίζεται μέσω των επίσημων αυτών εγγράφων που έχει στη διάθεσή του ο φορέας πληρωμής. 4. Κάθε κράτος μέλος που αποδίδει αριθμούς φορολογικού μητρώου ή ισοδύναμους πληροφορεί την Επιτροπή, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με τη δομή και το μορφότυπο των αριθμών αυτών καθώς και με την επίσημη τεκμηρίωση όπου περιέχονται πληροφορίες σχετικά με τους αποδιδόμενους αριθμούς. Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει επίσης την Επιτροπή για τις τυχόν αλλαγές εν προκειμένω. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπίλημα των σχετικών πληροφοριών που λαμβάνει. Άρθρο 4 Φορείς πληρωμών 1. Ένας εγκατεστημένος σε κράτος μέλος οικονομικός φορέας που καταβάλλει τόκους ή εξασφαλίζει την καταβολή τους προς άμεσο όφελος του πραγματικού δικαιούχου θεωρείται ότι είναι ο φορέας πληρωμής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, είναι άνευ σημασίας εάν ο οικονομικός φορέας είναι ο οφειλέτης της απαίτησης ή ο εκδότης του τίτλου που παράγει τα εισοδήματα, ή ο οικονομικός φορέας που είναι επιφορτισμένος από τον οφειλέτη ή από τον εκδότη ή ακόμη και από τον πραγματικό δικαιούχο να καταβάλει τα εισοδήματα ή να εξασφαλίσει την πληρωμή τους. Ένας οικονομικός φορέας εγκατεστημένος σε κράτος μέλος θεωρείται επίσης φορέας πληρωμής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
Εφόσον πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου, η πληρωμή που πραγματοποιείται ή εξασφαλίζεται από τον πρώτο οικονομικό φορέα θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί προς τον πραγματικό δικαιούχο ή εξασφαλιστεί προς άμεσο όφελός του κατά τα οριζόμενα στο στοιχείο β) του εν λόγω εδαφίου. 2. Μια οντότητα ή ένα νομικό μόρφωμα που έχει τον τόπο της ουσιαστικής του διεύθυνσης εντός κράτους μέλους και το οποίο δεν υπόκειται σε πραγματική φορολόγηση βάσει των γενικών κανόνων που διέπουν την άμεση φορολογία είτε στο εν λόγω κράτος μέλος, είτε στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο είτε σε οιαδήποτε άλλη χώρα ή περιοχή δικαιοδοσίας στην οποία έχει την άλλως πως μόνιμη φορολογική κατοικία, θεωρείται φορέας πληρωμής κατά την είσπραξη τόκων ή κατά την εξασφάλιση της πληρωμής αυτής. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι κατηγορίες οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων που αναφέρονται στον ενδεικτικό κατάλογο του παραρτήματος II θεωρούνται ότι δεν υπόκεινται σε πραγματική φορολόγηση. Όταν μια οντότητα ή ένα νομικό μόρφωμα δεν ανήκει σε καμία από τις κατηγορίες που αναφέρονται στον ενδεικτικό κατάλογο του παραρτήματος II ή όταν καλύπτεται από το εν λόγω παράρτημα αλλά ισχυρίζεται ότι υπόκειται σε πραγματική φορολόγηση, ο οικονομικός φορέας προσδιορίζει το κατά πόσον υπόκειται σε πραγματική φορολόγηση βάσει γενικώς αναγνωρισμένων περιστάσεων ή βάσει επίσημων εγγράφων που προσκομίζει η οντότητα ή το νομικό μόρφωμα ή που καθίστανται διαθέσιμα μέσω μέτρων δέουσας μέριμνας για τον πελάτη λαμβανόμενων σύμφωνα με την οδηγία 2005/60/ΕΚ. Κάθε οικονομικός φορέας εγκατεστημένος σε κράτος μέλος ο οποίος προβαίνει σε πληρωμή τόκων ή εξασφαλίζει πληρωμή τόκων προς όφελος οντότητας ή νομικού μορφώματος που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο και που έχει τον τόπο ουσιαστικής διεύθυνσης σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος όπου ο οικονομικός φορέας είναι εγκατεστημένος ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος, χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες που αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 2 παράγραφος 3 και όποιες άλλες διαθέσιμες πληροφορίες, σχετικά με τα εξής:
Τα άτομα που θεωρούνται πραγματικοί δικαιούχοι των τόκων που πληρώθηκαν ή που εξασφαλίστηκαν προς όφελος των οντοτήτων ή των νομικών μορφωμάτων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου καθορίζονται σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 4. Σε περίπτωση που εφαρμόζεται το στοιχείο γ) του άρθρου 2 παράγραφος 4, η οντότητα ή το νομικό μόρφωμα γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο έχει την ουσιαστική του διεύθυνση, οποτεδήποτε ένα άτομο αποκτήσει μεταγενεστέρως δικαιώματα επί περιουσιακών στοιχείων που παράγουν τόκους ή επί άλλων περιουσιακών στοιχείων που αντιπροσωπεύουν τους τόκους αυτούς, τις προσδιοριζόμενες στο άρθρο 8 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο πληροφορίες. Η οντότητα ή το νομικό μόρφωμα ενημερώνει ωσαύτως την αρμόδια αρχή για κάθε ενδεχόμενη αλλαγή του τόπου της ουσιαστικής του διεύθυνσης. Οι επιβαλλόμενες με το πέμπτο εδάφιο υποχρεώσεις εξακολουθούν να ισχύουν επί 10 έτη από την ημερομηνία της τελευταίας καταβολής τόκων που εισπράχθηκαν από την οντότητα ή το νομικό μόρφωμα ή που εξασφαλίστηκαν για λογαριασμό του, ή από την τελευταία ημερομηνία κατά την οποία ένα άτομο απέκτησε δικαιώματα επί περιουσιακών στοιχείων που παράγουν τόκους ή επί άλλων περιουσιακών στοιχείων που αντιπροσωπεύουν αυτούς τους τόκους, αναλόγως του ποια ημερομηνία είναι η μεταγενέστερη. Εάν, σε περίπτωση όπου εφαρμόζεται το άρθρο 2 παράγραφος 4 στοιχείο γ), μια οντότητα ή ένα νομικό μόρφωμα έχει μετακινήσει τον τόπο της ουσιαστικής του διεύθυνσης σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή του πρώτου κράτους μέλους γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του νέου κράτους μέλους τις ακόλουθες πληροφορίες:
Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται εάν η οντότητα ή το νομικό μόρφωμα παράσχει αποδεικτικά στοιχεία ότι εμπίπτει σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
3. Μια οντότητα προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 που είναι παρόμοια με οργανισμό, ταμείο ή μηχανισμό συλλογικών επενδύσεων που προβλέπονται από την παράγραφο 2 όγδοο εδάφιο στοιχείο α) μπορεί να επιλέξει να εκληφθεί για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ως τέτοιος οργανισμός, ταμείο ή μηχανισμός επενδύσεων. Εφόσον μια οντότητα ασκεί το δικαίωμα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η καταστατική της έδρα εκδίδει πιστοποιητικό για τον σκοπό αυτό. Η οντότητα υποβάλλει το πιστοποιητικό στον οικονομικό φορέα που πραγματοποιεί ή εξασφαλίζει την πληρωμή των τόκων. Στην περίπτωση αυτή ο οικονομικός φορέας απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 τέταρτο εδάφιο. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους λεπτομερείς κανόνες που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου για τις οντότητες που έχουν την ουσιαστική τους διεύθυνση στο έδαφός τους, χάριν ουσιαστικής εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.». |
5) |
Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 6 Ορισμός των τόκων 1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “τόκοι” νοούνται:
2. Όσον αφορά το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, σε περίπτωση που ο φορέας πληρωμής δεν διαθέτει κανένα στοιχείο σχετικά με το ποσό του εισοδήματος που πληρώνεται, πραγματοποιείται ή πιστώνεται, όλο το ποσό της πληρωμής θεωρείται τόκος. Όσον αφορά το στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, σε περίπτωση που ο φορέας πληρωμής δεν διαθέτει κανένα στοιχείο σχετικά με το ποσό του τόκου ή του εισοδήματος που καθίσταται δεδουλευμένο ή κεφαλαιοποιείται κατά την πώληση, την εξαγορά ή την εξόφληση, όλο το ποσό της πληρωμής θεωρείται τόκος. Όσον αφορά τα στοιχεία δ) και ε) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, σε περίπτωση που ο φορέας πληρωμής δεν διαθέτει κανένα στοιχείο σχετικά με το μερίδιο των εισοδημάτων που προέρχονται από καταβολές τόκων κατά την έννοια των στοιχείων α), β) ή γ) του εν λόγω εδαφίου, όλα τα εισοδήματα θεωρούνται τόκοι. Όσον αφορά το στοιχείο στ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, σε περίπτωση που ο φορέας πληρωμής δεν διαθέτει κανένα στοιχείο σχετικά με το ποσό του οφέλους από σύμβαση ασφάλισης ζωής, όλο το ποσό της πληρωμής θεωρείται τόκος. 3. Όσον αφορά την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο ε), σε περίπτωση που ο φορέας πληρωμής δεν διαθέτει κανένα στοιχείο σχετικά με το ποσοστό των στοιχείων ενεργητικού που έχει επενδυθεί σε απαιτήσεις ή στους αντίστοιχους τίτλους, ή σε μετοχές ή μερίδια όπως ορίζονται στο στοιχείο αυτό, θεωρείται ότι το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο του 40 %. Όταν δεν είναι σε θέση να καθορίσει το ποσό του εισοδήματος που αποκόμισε ο πραγματικός δικαιούχος, ως εισόδημα θεωρείται το προϊόν της πώλησης, της εξόφλησης ή της εξαγοράς των μετοχών ή μεριδίων. Όσον αφορά το στοιχείο στ) σημείο ii) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, όταν ο φορέας πληρωμής δεν διαθέτει κανένα στοιχείο σχετικά με το ποσοστό απόδοσης που συνδέεται με τόκους κατά την έννοια των σημείων α), β), γ), δ) ή ε) του εν λόγω εδαφίου, το ποσοστό αυτό θεωρείται ότι υπερβαίνει το 40 %. 4. Όταν η καταβολή των τόκων, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, πραγματοποιείται υπέρ οντότητας ή νομικού μορφώματος του άρθρου 4 παράγραφος 2 ή πιστώνεται σε λογαριασμό της εν λόγω οντότητας ή του νομικού μορφώματος, θεωρείται ως περιερχόμενη σε άτομα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 4. Στην περίπτωση της οντότητας αυτό ισχύει μόνον αν η οντότητα δεν άσκησε το δικαίωμα που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3. 5. Όσον αφορά την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία γ) και ε), τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να ζητούν από τους φορείς πληρωμής που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους να υπολογίζουν τους τόκους ή άλλα σχετικά εισοδήματα σε ετήσια βάση σε χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει το έτος και να αντιμετωπίζουν αυτούς τους ετήσιους τόκους ή τα άλλα συναφή εισοδήματα ως πληρωμή τόκων ακόμη και αν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν διενεργηθεί καμία πώληση, εξαγορά ή εξόφληση. 6. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία δ) και ε), τα κράτη μέλη έχουν δικαίωμα να αποκλείσουν από τον ορισμό των τόκων κάθε εισόδημα που προβλέπεται στις εν λόγω διατάξεις το οποίο διανέμεται από οργανισμούς ή οντότητες ή ταμεία ή μηχανισμούς επενδύσεων των οποίων οι κανόνες λειτουργίας ή οι συστατικές πράξεις διέπονται από το δίκαιό τους, εφόσον οι άμεσες ή έμμεσες επενδύσεις των εν λόγω επιχειρήσεων, οντοτήτων, ταμείων ή μηχανισμών σε απαιτήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) του εν λόγω εδαφίου ή σε τίτλους που αναφέρονται στο στοιχείο β) του εν λόγω εδαφίου δεν υπερβαίνει το 15 % των στοιχείων του ενεργητικού τους. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να αποκλείσουν από τον ορισμό των τόκων της παραγράφου 1 τους τόκους που έχουν καταβληθεί ή πιστωθεί σε λογαριασμό οντότητας ή νομικού μορφώματος που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 και που έχει τον τόπο ουσιαστικής διεύθυνσης στο έδαφός τους, εφόσον οι άμεσες ή έμμεσες επενδύσεις της εν λόγω οντότητας ή του νομικού μορφώματος στις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) ή στους τίτλους που αναφέρονται στο στοιχείο β) του εν λόγω εδαφίου δεν υπερβαίνουν το 15 % των στοιχείων του ενεργητικού του. Στην περίπτωση της οντότητας αυτό ισχύει μόνον αν η οντότητα δεν άσκησε το δικαίωμα που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3. Σε περίπτωση που κράτος μέλος ασκήσει είτε το ένα ή και τα δύο δικαιώματα που αναφέρονται στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο, θα πρέπει να το κοινοποιήσει στην Επιτροπή. Η Επιτροπή δημοσιεύει τη σχετική πληροφορία στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, από την ημερομηνία της δημοσίευσης, η απόφαση του κράτους μέλους είναι δεσμευτική για τα άλλα κράτη μέλη. 7. Από την 1η Ιανουαρίου 2016, το κατώτατο όριο του 40 % που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο ε) και στοιχείο στ) σημείο ii) και στην παράγραφο 3 ανέρχεται σε 25 %. 8. Τα ποσοστά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο ε) και στην παράγραφο 6 καθορίζονται σε συνάρτηση με την επενδυτική πολιτική ή σε συνάρτηση με τη στρατηγική και τους στόχους στον τομέα των επενδύσεων που θεσπίζεται στα έγγραφα που διέπουν τη λειτουργία των συγκεκριμένων οργανισμών, οντοτήτων ή επενδυτικών ταμείων και μηχανισμών. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα έγγραφα περιλαμβάνουν:
Σε περίπτωση που τα έγγραφα δεν χαράσσουν πολιτική ή στρατηγική και στόχους στο τομέα των επενδύσεων, τα ποσοστά καθορίζονται βάσει της πραγματικής σύνθεσης των στοιχείων ενεργητικού των εν λόγω οργανισμών, οντοτήτων ή επενδυτικών ταμείων και μηχανισμών, όπως προκύπτει από τον μέσο όρο των στοιχείων ενεργητικού κατά την έναρξη, ή κατά την ημερομηνία της πρώτης εξαμηνιαίας έκθεσής τους, και κατά τη λήξη της τελευταίας λογιστικής περιόδου που προηγείται της ημερομηνίας κατά την οποία πραγματοποιείται ή εξασφαλίζεται από τον φορέα πληρωμής η πληρωμή των τόκων προς τον πραγματικό δικαιούχο. Όσον αφορά τους άρτι συσταθέντες οργανισμούς, οντότητες ή επενδυτικά ταμεία ή μηχανισμούς, η πραγματική σύνθεση προκύπτει από τον μέσο όρο των στοιχείων ενεργητικού στην ημερομηνία έναρξης και στην ημερομηνία της πρώτης αξιολόγησης περιουσιακών στοιχείων κατά τα οριζόμενα στις πράξεις που διέπουν τη λειτουργία των εν λόγω οργανισμών ή οντοτήτων ή επενδυτικών ταμείων και μηχανισμών. Η σύνθεση των στοιχείων ενεργητικού υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος ή στη χώρα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου που δεν ανήκει στην Ένωση και όπου είναι εγγεγραμμένοι ο οργανισμός ή άλλο ταμείο ή μηχανισμός συλλογικών επενδύσεων ως τέτοιοι, ή από το δίκαιο του οποίου διέπονται οι κανόνες λειτουργίας του ή οι συστατικές του πράξεις. Η σύνθεση υπολογιζόμενη ως τοιαύτη είναι δεσμευτική για τα άλλα κράτη μέλη. 9. Τα εισοδήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) δεν θεωρούνται πληρωμή τόκων παρά μόνο στο μέτρο που οι τίτλοι που παράγουν τα εισοδήματα αυτά εκδόθηκαν για πρώτη φορά την 1η Ιουλίου 2014 και εντεύθεν. Οι τίτλοι που έχουν εκδοθεί πριν από αυτή την ημερομηνία δεν λαμβάνονται υπόψη για τα ποσοστά που ορίζονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο ε) και στην παράγραφο 6. 10. Τα οφέλη που προέρχονται από συμβάσεις ασφάλισης ζωής θεωρούνται πληρωμή τόκων σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο στ) μόνο στο μέτρο που οι συμβάσεις ασφάλισης ζωής που παράγουν αυτά τα οφέλη συνήφθησαν για πρώτη φορά την 1η Ιουλίου 2014 και μετά. 11. Τα κράτη μέλη έχουν την επιλογή να θεωρήσουν το αναφερόμενο στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο ε) σημείο i) εισόδημα, το οποίο προκύπτει από την πώληση, την εξαγορά ή την εξόφληση μετοχών ή μεριδίων σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων με νομική προσωπικότητα, οι οποίοι δεν είναι ΟΣΕΚΑ εγκεκριμένοι σύμφωνα με την οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2), ως καταβολή τόκων μόνον εφόσον συσσωρεύεται υπέρ αυτών των οργανισμών από την 1η Ιουλίου 2014 και μετά. (*2) Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32)»." |
6) |
Το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 8 Υποβολή στοιχείων από τον φορέα πληρωμής 1. Όταν ο πραγματικός δικαιούχος των τόκων κατοικεί σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό του φορέα πληρωμής, το ελάχιστο επίπεδο πληροφοριών που πρέπει να υποβάλλεται από τον φορέα πληρωμής στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εγκατάστασής του περιλαμβάνει:
Σε περίπτωση που ο πραγματικός δικαιούχος έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο έχει τον τόπο της ουσιαστικής του διεύθυνσης ο κατά το άρθρο 4 παράγραφος 2 φορέας πληρωμής, ο εν λόγω φορέας πληρωμής παρέχει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου έχει την ουσιαστική του διεύθυνση τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στα στοιχεία α) έως δ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου. Εκτός τούτων, ο φορέας πληρωμής αναφέρει και τα εξής:
2. Οι ελάχιστες πληροφορίες που υποχρεούται να υποβάλλει ο φορέας πληρωμής όσον αφορά την πληρωμή των τόκων πρέπει να διαφοροποιούνται ανάλογα με τις ακόλουθες κατηγορίες πληρωμής τόκων και να αναφέρουν τα ακόλουθα στοιχεία:
Όταν αναφέρει κατ' εφαρμογή των στοιχείων β), γ), δ) και ζ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου τα συνολικά ποσά, ο φορέας πληρωμής ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος, ή, στην περίπτωση φορέα πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου έχει την ουσιαστική του διεύθυνση. 3. Σε περίπτωση πραγματικής συγκυριότητας, ο φορέας πληρωμής πληροφορεί την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος, ή, στην περίπτωση φορέα πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου έχει την ουσιαστική του διεύθυνση, αν το κοινοποιηθέν για κάθε πραγματικό δικαιούχο ποσό είναι το συνολικό ποσό που αναλογεί συλλογικά στους πραγματικούς δικαιούχους, το πραγματικό μερίδιο που αντιστοιχεί στον συγκεκριμένο πραγματικό δικαιούχο ή ένα μερίδιο κατ' ισομοιρία. 4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους φορείς πληρωμής να υποβάλουν μόνο τις παρακάτω πληροφορίες:
Ο φορέας πληρωμής ενημερώνει εάν θα αναφέρει τα συνολικά ποσά κατ' εφαρμογή των στοιχείων α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.». |
7) |
Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:
|
8) |
Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:
|
9) |
Το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:
|
10) |
Το άρθρο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Άρθρο 13 Εξαιρέσεις από τη διαδικασία παρακράτησης φόρου στην πηγή 1. Τα κράτη μέλη που επιβάλλουν παρακράτηση στην πηγή σύμφωνα με το άρθρο 11 προβλέπουν τις ακόλουθες διαδικασίες προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι πραγματικοί δικαιούχοι μπορούν να ζητήσουν να μην πραγματοποιηθεί παρακράτηση φόρου:
2. Μετά από αίτηση του πραγματικού δικαιούχου, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους της φορολογικής κατοικίας του εκδίδει πιστοποιητικό στο οποίο αναφέρονται:
Το πιστοποιητικό αυτό ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη. Η χορήγηση του εν λόγω πιστοποιητικού στον πραγματικό δικαιούχο που το έχει ζητήσει πραγματοποιείται εντός προθεσμίας δύο μηνών από την υποβολή της αιτήσεως.». |
11) |
Το άρθρο 14 τροποποιείται ως εξής:
|
12) |
Στο άρθρο 15 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, ο όρος «παράρτημα» αντικαθίσταται από τους όρους «παράρτημα III». |
13) |
Στο άρθρο 18, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «Η Επιτροπή υποβάλλει ανά τριετία έκθεση προς το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, βάσει των στατιστικών δεδομένων που αναφέρονται στο παράρτημα IV, τα οποία διαβιβάζει κάθε κράτος μέλος στην Επιτροπή.». |
14) |
Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: «Άρθρο 18α Εκτελεστικά μέτρα 1. Η Επιτροπή θεσπίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 18β παράγραφος 2, μέτρα που αφορούν:
2. Η Επιτροπή επικαιροποιεί τον κατάλογο που καθορίζεται στο παράρτημα III κατόπιν αιτήματος του άμεσα ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Άρθρο 18β Ειδική επιτροπή 1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή διοικητικής συνεργασίας στον τομέα της φορολογίας (“η επιτροπή”). 2. Στην περίπτωση που γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.». |
15) |
Το παράρτημα τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας οδηγίας. |
Άρθρο 2
1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως την 1η Ιανουαρίου 2016, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο αυτών των διατάξεων.
Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την πρώτη ημέρα του τρίτου ημερολογιακού έτους που έπεται του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο τέθηκε σε ισχύ η οδηγία.
Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.
2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 3
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 4
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Βρυξέλλες, 24 Μαρτίου 2014.
Για το Συμβούλιο
O Πρόεδρος
Α. ΤΣΑΥΤΑΡΗΣ
(1) ΕΕ C 184 E της 8.7.2010, σ. 488.
(2) ΕΕ C 277 της 17.11.2009, σ. 109.
(3) Οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις (ΕΕ L 157 της 26.6.2003, σ. 38).
(4) Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15).
(5) Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).
(6) Οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 375 της 31.12.1985, σ. 3).
(7) ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.
(8) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Το παράρτημα της οδηγίας 2003/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
1. |
Το παράρτημα γίνεται «παράρτημα III». |
2. |
Το ακόλουθο παράρτημα προστίθεται ως «Παράρτημα I»: «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I Ενδεικτικός κατάλογος κατηγοριών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων που θεωρούνται ότι δεν υπόκειται σε πραγματική φορολόγηση για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 3
|
3. |
Το ακόλουθο παράρτημα προστίθεται ως «Παράρτημα II»: «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II Ενδεικτικός κατάλογος κατηγοριών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων που θεωρούνται ότι δεν υπόκεινται σε πραγματική φορολόγηση για τους σκοπούς του άρθρου 4 παράγραφος 2
|
4. |
Προστίθεται το ακόλουθο παράρτημα ως «Παράρτημα IV»: «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΙΒΑΖΟΥΝ ΕΤΗΣΙΩΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ 1. Οικονομικά στοιχεία 1.1. Παρακράτηση φόρου στην πηγή: Για την Αυστρία και το Λουξεμβούργο (στο μέτρο που εφαρμόζουν τις μεταβατικές διατάξεις που θεσπίζονται στο κεφάλαιο III), το συνολικό ετήσιο ποσό των φορολογικών εσόδων που προέρχονται από την παρακράτηση του φόρου στην πηγή, που μοιράζονται με τα άλλα κράτη μέλη, κατανεμημένο ανά κράτος μέλος κατοικίας των πραγματικών δικαιούχων. Για την Αυστρία και το Λουξεμβούργο (στο μέτρο που εφαρμόζουν τις μεταβατικές διατάξεις που θεσπίζονται στο κεφάλαιο III), το συνολικό ετήσιο ποσό των φορολογικών εσόδων που μοιράζονται με τα άλλα κράτη μέλη το οποίο προέρχεται από την παρακράτηση φόρου στην πηγή που επιβάλλεται βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 5. Τα δεδομένα σχετικά με τα συνολικά φορολογικά έσοδα που προέρχονται από την παρακράτηση φόρου στην πηγή, κατανεμημένα ανά κράτος μέλος κατοικίας των πραγματικών δικαιούχων, θα πρέπει επίσης να αποστέλλονται στον εθνικό φορέα που είναι επιφορτισμένος με την κατάρτιση των στατιστικών σχετικά με το ισοζύγιο πληρωμών. 1.2. Ύψος των τόκων/εσόδων από πωλήσεις: Για τα κράτη μέλη που ανταλλάσσουν πληροφορίες ή έχουν επιλέξει την εκούσια γνωστοποίηση πληροφοριών βάσει του άρθρου 13, το ποσό των τόκων που καταβάλλονται εντός του εδάφους τους το οποίο αποτελεί αντικείμενο ανταλλαγής πληροφοριών βάσει του άρθρου 9, κατανεμημένο ανά κράτος μέλος ή εξαρτώμενη και συνδεδεμένη επικράτεια εγκατάστασης των πραγματικών δικαιούχων. Για τα κράτη μέλη που ανταλλάσσουν πληροφορίες ή έχουν επιλέξει την εκούσια γνωστοποίηση πληροφοριών βάσει του άρθρου 13, το ποσό των προϊόντων από τις πωλήσεις που πραγματοποιούνται στο έδαφός τους το οποίο αποτελεί αντικείμενο ανταλλαγής πληροφοριών βάσει του άρθρου 9, κατανεμημένο ανά κράτος μέλος ή εξαρτώμενη και συνδεδεμένη επικράτεια κατοικίας των πραγματικών δικαιούχων. Για τα κράτη μέλη που ανταλλάσσουν πληροφορίες ή έχουν επιλέξει τον μηχανισμό εκούσιας γνωστοποίησης, το ποσό των τόκων το οποίο αποτελεί αντικείμενο ανταλλαγής πληροφοριών, κατανεμημένο ανά είδος καταβαλλόμενων τόκων σύμφωνα με τις κατηγορίες που θεσπίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2. Τα δεδομένα σχετικά με τα συνολικά ποσά των τόκων και του προϊόντος από τις πωλήσεις, κατανεμημένα ανά κράτος μέλος κατοικίας των πραγματικών δικαιούχων, πρέπει επίσης να κοινοποιούνται στον εθνικό φορέα που είναι επιφορτισμένος με την κατάρτιση των στατιστικών σχετικά με το ισοζύγιο πληρωμών. 1.3. Πραγματικός δικαιούχος: Για όλα τα κράτη μέλη, ο αριθμός των πραγματικών δικαιούχων που κατοικούν σε άλλα κράτη μέλη, καθώς και σε εξαρτώμενες και συνδεδεμένες επικράτειες, κατανεμημένος ανά κράτος μέλος ή εξαρτώμενη και συνδεδεμένη επικράτεια κατοικίας. 1.4. Φορείς πληρωμής: Για όλα τα κράτη μέλη, ο αριθμός των φορέων πληρωμής (ανά κράτος μέλος αποστολέα) τους οποίους αφορά η ανταλλαγή πληροφοριών ή η παρακράτηση φόρου στην πηγή για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. 1.5. Φορείς πληρωμής κατά την είσπραξη: Για όλα τα κράτη μέλη, ο αριθμός των φορέων πληρωμής κατά την είσπραξη οι οποίοι έχουν λάβει πληρωμές τόκων κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 4. Το στοιχείο αυτό αφορά τόσο τα κράτη μέλη αποστολείς, στα οποία έχουν καταβληθεί τόκοι σε φορείς πληρωμής κατά την είσπραξη η καταστατική έδρα των οποίων βρίσκεται σε άλλα κράτη μέλη όσο και τα κράτη μέλη παραλήπτες, στο έδαφος των οποίων είναι εγκατεστημένες οντότητες ή νομικά μορφώματα αυτού του είδους. 2. Τεχνικά στοιχεία 2.1. Καταχωρίσεις: Για τα κράτη μέλη που ανταλλάσσουν πληροφορίες ή έχουν επιλέξει τη διάταξη του άρθρου 13 σχετικά με την εκούσια γνωστοποίηση στοιχείων, ο αριθμός των καταχωρίσεων που έχουν αποσταλεί και έχουν παραληφθεί. Κάθε καταχώριση αντιστοιχεί σε μία πληρωμή υπέρ ενός πραγματικού δικαιούχου. 2.2. Καταχωρίσεις που έχουν υποστεί επεξεργασία ή διόρθωση:
3. Προαιρετικά στοιχεία:
|
(1) Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι το υπεύθυνο κράτος μέλος για τις εξωτερικές σχέσεις του Γιβραλτάρ, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 355 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης».