29.10.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 287/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1021/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 9ης Οκτωβρίου 2013

για την τροποποίηση των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1999/4/ΕΚ και 2000/36/ΕΚ και των οδηγιών του Συμβουλίου 2001/111/ΕΚ, 2001/113/ΕΚ και 2001/114/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες που πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2 και το άρθρο 114 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 1999/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Φεβρουαρίου 1999, για τα εκχυλίσματα καφέ και τα εκχυλίσματα κιχωρίου (3), η οδηγία 2000/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2000, για τα προϊόντα κακάο και σοκολάτας που προορίζονται για τη διατροφή του ανθρώπου (4), η οδηγία 2001/111/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, για ορισμένα σάκχαρα που προορίζονται για τη διατροφή του ανθρώπου (5), η οδηγία 2001/113/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, για τις μαρμελάδες, τα ζελέ και τις μαρμελάδες εσπεριδοειδών καθώς και την κρέμα κάστανου που προορίζονται για τη διατροφή του ανθρώπου (6), και η οδηγία 2001/114/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, για ορισμένα μερικά ή ολικά αφυδατωμένα, διατηρημένα γάλατα που προορίζονται για τη διατροφή του ανθρώπου (7), αναθέτουν εξουσίες στην Επιτροπή για την εφαρμογή ορισμένων εκ των διατάξεων των εν λόγω οδηγιών. Οι εν λόγω εξουσίες έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει η απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (8). Είναι σκόπιμο, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, να ευθυγραμμισθεί η εν λόγω ανάθεση εξουσιών με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(2)

Ειδικότερα, οι οδηγίες 2000/36/ΕΚ, 2001/111/ΕΚ, 2001/113/ΕΚ και 2001/114/ΕΚ αναθέτουν εξουσίες στην Επιτροπή σχετικά με τη λήψη των απαραίτητων μέτρων για την εφαρμογή των οδηγιών τα οποία αφορούν την προσαρμογή στην τεχνολογική πρόοδο. Τα μέτρα αυτά υπάγονται προς το παρόν στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην περίπτωση της οδηγίας 2000/36/ΕΚ και στην κανονιστική διαδικασία στην περίπτωση των οδηγιών 2001/111/ΕΚ, 2001/113/ΕΚ και 2001/114/ΕΚ. Είναι σκόπιμο, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, να ευθυγραμμισθεί η εν λόγω ανάθεση εξουσιών με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ και η εμβέλεια των εν λόγω εξουσιών θα πρέπει να επανεξετασθεί.

(3)

Τα παραρτήματα των οδηγιών 2000/36/ΕΚ, 2001/111/ΕΚ και 2001/113/ΕΚ περιλαμβάνουν τεχνικά στοιχεία που ενδέχεται να χρειάζεται να προσαρμοστούν ή να επικαιροποιηθούν για να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις των σχετικών διεθνών προτύπων. Ωστόσο, οι οδηγίες 2000/36/ΕΚ και 2001/111/ΕΚ δεν αναθέτουν στην Επιτροπή κατάλληλες εξουσίες για την ταχεία τροποποίηση των παραρτημάτων τους ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις αυτές. Επομένως, για να εξασφαλισθεί η συνεπής εφαρμογή των οδηγιών 2000/36/ΕΚ και 2001/111/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή πρόσθετες εξουσίες για την τροποποίηση των τμημάτων Γ και Δ του παραρτήματος I της οδηγίας 2000/36/ΕΚ και του τμήματος Β του παραρτήματος της οδηγίας 2001/111/ΕΚ ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις των σχετικών διεθνών προτύπων. Επιπλέον, η οδηγία 2001/113/ΕΚ αναθέτει στην Επιτροπή εξουσίες για την ευθυγράμμιση της εν λόγω οδηγίας με τις εξελίξεις των σχετικών διεθνών προτύπων σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία. Είναι σκόπιμο, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, να ευθυγραμμισθεί η εν λόγω ανάθεση εξουσιών με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ενώ η εμβέλεια των εν λόγω εξουσιών θα πρέπει να επανεξετασθεί.

(4)

Επομένως, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος και οι εξελίξεις των σχετικών διεθνών προτύπων, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά τα εξής: τροποποίηση των τμημάτων Γ και Δ του παραρτήματος I της οδηγίας 2000/36/ΕΚ, τροποποίηση του τμήματος Β του παραρτήματος της οδηγίας 2001/111/ΕΚ και τροποποίηση του παραρτήματος II και του τμήματος Β του παραρτήματος III της οδηγίας 2001/113/ΕΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, ακόμη και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(5)

Μετά την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της ευρωπαϊκής αρχής για την ασφάλεια των τροφίμων και των διαδικασιών σε θέματα ασφάλειας των τροφίμων (9), που ισχύει για όλα τα στάδια της παραγωγής, της μεταποίησης και της διανομής τροφίμων και ζωοτροφών σε επίπεδο Ένωσης, καθώς και σε εθνικό επίπεδο, οι γενικές διατάξεις της Ένωσης σχετικά με τα είδη διατροφής ισχύουν άμεσα για τα προϊόντα που καλύπτονται από τις οδηγίες 1999/4/ΕΚ, 2000/36/ΕΚ, 2001/111/ΕΚ, 2001/113/ΕΚ και 2001/114/ΕΚ. Κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται πλέον η Επιτροπή να έχει την εξουσία να εναρμονίζει τις διατάξεις αυτών των οδηγιών προς τις γενικές διατάξεις της Ένωσης σχετικά με τα είδη διατροφής. Οι διατάξεις που αναθέτουν αυτές τις εξουσίες θα πρέπει συνεπώς να διαγραφούν.

(6)

Ο παρών κανονισμός περιορίζεται αφενός στην ευθυγράμμιση της υφισταμένης στις οδηγίες 1999/4/ΕΚ, 2000/36/ΕΚ, 2001/111/ΕΚ, 2001/113/ΕΚ και 2001/114/ΕΚ ανάθεσης εξουσιών στην Επιτροπή με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ και αφετέρου, όπου κρίνεται σκόπιμο, στην επανεξέταση της εμβέλειας των εν λόγω εξουσιών. Δεδομένου ότι παραμένει η περίπτωση οι στόχοι του παρόντος κανονισμού να μην είναι δυνατόν να επιτυγχάνονται επαρκώς από τα κράτη μέλη και να μπορεί συνεπώς να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να εγκρίνει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων του.

(7)

Κατά συνέπεια, οι οδηγίες 1999/4/ΕΚ, 2000/36/ΕΚ, 2001/111/ΕΚ, 2001/113/ΕΚ και 2001/114/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως.

(8)

Επειδή οι τροποποιήσεις των οδηγιών 1999/4/ΕΚ, 2000/36/ΕΚ, 2001/111/ΕΚ, 2001/113/ΕΚ και 2001/114/ΕΚ αφορούν μόνο τις εξουσίες της Επιτροπής, δεν χρειάζεται να ενσωματωθούν στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 1999/4/ΕΚ

Τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 1999/4/ΕΚ διαγράφονται.

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2000/36/ΕΚ

Η οδηγία 2000/36/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Με σκοπό να λαμβάνονται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος και οι εξελίξεις στα σχετικά διεθνή πρότυπα, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 6 για την τροποποίηση των τμημάτων Γ και Δ του παραρτήματος I.».

2)

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 18 Νοεμβρίου 2013. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της εκάστοτε περιόδου.

3.   Η εξουσία που προβλέπεται στο άρθρο 5 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 5 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

Άρθρο 3

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2001/111/ΕΚ

Η οδηγία 2001/111/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

Με σκοπό να λαμβάνονται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος και οι εξελίξεις στα σχετικά διεθνή πρότυπα, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 5 για την τροποποίηση του τμήματος Β του παραρτήματος.».

2)

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 18 Νοεμβρίου 2013. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της εκάστοτε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 4 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 4 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

Άρθρο 4

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2001/113/ΕΚ

Η οδηγία 2001/113/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Με σκοπό να λαμβάνονται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος και οι εξελίξεις στα σχετικά διεθνή πρότυπα, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 6 για την τροποποίηση του παραρτήματος II και του παραρτήματος III τμήμα Β.».

2)

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 18 Νοεμβρίου 2013. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της εκάστοτε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 5 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 5 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

Άρθρο 5

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2001/114/ΕΚ

Τα άρθρα 5 και 6 της οδηγίας 2001/114/ΕΚ διαγράφονται.

Άρθρο 6

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 9 Οκτωβρίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

V. LEŠKEVIČIUS


(1)  ΕΕ C 229 της 31.7.2012, σ. 143.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2013 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 26ης Σεπτεμβρίου 2013.

(3)  ΕΕ L 66 της 13.3.1999, σ. 26.

(4)  ΕΕ L 197 της 3.8.2000, σ. 19.

(5)  ΕΕ L 10 της 12.1.2002, σ. 53.

(6)  ΕΕ L 10 της 12.1.2002, σ. 67.

(7)  ΕΕ L 15 της 17.1.2002, σ. 19.

(8)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(9)  ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1.