24.7.2012 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 197/1 |
ΟΔΗΓΙΑ 2012/18/EE ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 4ης Ιουλίου 2012
για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες και για την τροποποίηση και στη συνέχεια την κατάργηση της οδηγίας 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),
Μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή των Περιφερειών,
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Η οδηγία 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 1996, για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες (3) θεσπίζει κανόνες για την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων που ενδέχεται να προκύψουν από ορισμένες βιομηχανικές δραστηριότητες και για τον περιορισμό των συνεπειών τους στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον. |
(2) |
Τα μεγάλα ατυχήματα συχνά έχουν σοβαρές συνέπειες, όπως αποδεικνύεται από τα ατυχήματα στο Seveso, στο Bhopal, στη Schweizerhalle, στο Enschede, στην Τουλούζη και στο Buncefield. Επιπλέον, είναι δυνατόν να επεκταθούν οι επιπτώσεις πέραν των εθνικών συνόρων. Κατά συνέπεια, είναι επιτακτικότερη η ανάγκη να διασφαλιστεί ότι λαμβάνονται τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα για την κατοχύρωση υψηλού επιπέδου προστασίας των πολιτών, των κοινοτήτων και του περιβάλλοντος σε όλη την Ένωση. Υπάρχει επομένως ανάγκη να εξασφαλίζεται τουλάχιστον η διατήρηση ή να επιτυγχάνεται αύξηση του υφιστάμενου υψηλού επιπέδου προστασίας. |
(3) |
Η οδηγία 96/82/ΕΚ έχει συμβάλει καθοριστικά στη μείωση της πιθανότητας και των συνεπειών των εν λόγω ατυχημάτων, βελτιώνοντας κατά συνέπεια το επίπεδο προστασίας σε ολόκληρη την Ένωση. Από την επανεξέταση της συγκεκριμένης οδηγίας επιβεβαιώθηκε ότι το ποσοστό των μεγάλων ατυχημάτων έχει παραμείνει σταθερό. Ενώ συνολικά οι υφιστάμενες διατάξεις είναι κατάλληλες για τον σκοπό για τον οποίον προορίζονται, απαιτούνται ορισμένες αλλαγές προκειμένου να ενισχυθεί περαιτέρω το επίπεδο της προστασίας, ιδίως όσον αφορά την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων. Ταυτόχρονα, το σύστημα που θεσπίστηκε με την οδηγία 96/82/ΕΚ θα πρέπει να προσαρμοστεί στις αλλαγές του ενωσιακού συστήματος κατάταξης των ουσιών και μειγμάτων στο οποίο παραπέμπει η εν λόγω οδηγία. Επιπλέον, θα πρέπει να αποσαφηνιστούν και να επικαιροποιηθούν αρκετές άλλες διατάξεις. |
(4) |
Είναι επομένως σκόπιμο να αντικατασταθεί η οδηγία 96/82/ΕΚ προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση και η περαιτέρω βελτίωση του υφιστάμενου επιπέδου προστασίας, με διατάξεις αποτελεσματικότερες και αποδοτικότερες και, όπου είναι δυνατόν, μειώνοντας τον περιττό διοικητικό φόρτο, με εξορθολογισμό ή απλούστευση, υπό τον όρο ότι δεν διακυβεύεται η ασφάλεια και η προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας. Ταυτόχρονα, οι νέες διατάξεις θα πρέπει να είναι σαφείς, συνεκτικές και εύκολα κατανοητές προκειμένου να συμβάλουν στη βελτίωση της εφαρμογής και της επιβολής, ενώ το επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος θα πρέπει να παραμείνει τουλάχιστον το ίδιο ή να αυξηθεί. Η Επιτροπή θα πρέπει να συνεργαστεί με τα κράτη μέλη για την πρακτική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Η εν λόγω συνεργασία θα πρέπει να αφορά, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της αυτοταξινόμησης ουσιών και μειγμάτων. Στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να συμμετέχουν, κατά περίπτωση, εκπρόσωποι της βιομηχανίας, εργαζόμενοι, και μη κυβερνητικές οργανώσεις που προωθούν την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. |
(5) |
Στη σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη σχετικά με τις διασυνοριακές επιπτώσεις των βιομηχανικών ατυχημάτων, η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ένωσης με την απόφαση 98/685/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1998, σχετικά με τη σύμβαση για τις διασυνοριακές επιπτώσεις των βιομηχανικών ατυχημάτων (4), προβλέπονται μέτρα σχετικά με την πρόληψη, την ετοιμότητα αντιμετώπισης και την αντιμετώπιση των βιομηχανικών ατυχημάτων που ενδέχεται να προκαλέσουν διασυνοριακές επιπτώσεις, καθώς και για τη διεθνή συνεργασία σε αυτόν τον τομέα. Με την οδηγία 96/82/ΕΚ ενσωματώνεται η σύμβαση στο δίκαιο της Ένωσης. |
(6) |
Τα μεγάλα ατυχήματα είναι δυνατόν να έχουν συνέπειες πέραν των συνόρων και το οικολογικό και οικονομικό κόστος ενός ατυχήματος βαρύνει όχι μόνο την πληγείσα μονάδα, αλλά και τα οικεία κράτη μέλη. Επομένως είναι απαραίτητο να λαμβάνονται και να εφαρμόζονται μέτρα ασφάλειας και μείωσης των κινδύνων, για την αποφυγή ενδεχόμενων ατυχημάτων, τη μείωση του κινδύνου πρόκλησης ατυχημάτων και τον περιορισμό των συνεπειών τους, ώστε να καταστεί δυνατή η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας σε ολόκληρη την Ένωση. |
(7) |
Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρμόζονται τηρουμένων των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία και το περιβάλλον της εργασίας και, ιδιαίτερα, με την επιφύλαξη της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφαλείας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (5). |
(8) |
Ορισμένες βιομηχανικές δραστηριότητες θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, εφόσον υπόκεινται σε άλλη νομοθεσία σε επίπεδο Ένωσης ή εθνικό, παρέχοντας ισοδύναμο επίπεδο ασφαλείας. Η Επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει να εξετάζει αν υπάρχουν σημαντικά κενά στο υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο, ιδίως όσον αφορά νέους και αναδυόμενους κινδύνους από άλλες δραστηριότητες και από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες, καθώς και να υποβάλλει, όπου είναι σκόπιμο, νομοθετικές προτάσεις για την κάλυψη των κενών αυτών. |
(9) |
Στο παράρτημα Ι της οδηγίας 96/82/ΕΚ απαριθμούνται οι επικίνδυνες ουσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, μεταξύ άλλων, με παραπομπές σε ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, τη συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών (6) καθώς και της οδηγίας 1999/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 1999, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων παρασκευασμάτων (7). Οι οδηγίες 67/548/EOK και 1999/45/ΕΚ έχουν αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, επισήμανση και συσκευασία των χημικών ουσιών και των μειγμάτων τους (8), με τον οποίο εφαρμόζεται εντός της Ένωσης το παγκοσμίως εναρμονισμένο σύστημα ταξινόμησης και επισήμανσης των χημικών προϊόντων, που έχει εγκριθεί σε διεθνές επίπεδο στο πλαίσιο της δομής του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Με τον εν λόγω κανονισμό θεσπίζονται νέες τάξεις και κατηγορίες κινδύνου, οι οποίες αντιστοιχούν μόνο εν μέρει σε εκείνες που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των οδηγιών εκείνων που έχουν καταργηθεί. Ωστόσο, ορισμένες ουσίες ή μείγματα δεν θα ταξινομούνταν στο συγκεκριμένο σύστημα, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν κριτήρια μέσα σε εκείνο το πλαίσιο. Επομένως, είναι ανάγκη να τροποποιηθεί το παράρτημα Ι της οδηγίας 96/82/ΕΚ για να ευθυγραμμιστεί με τον εν λόγω κανονισμό, διατηρώντας παράλληλα το υφιστάμενο επίπεδο προστασίας που προβλέπονται στην ίδια οδηγία ή αυξάνοντάς το περαιτέρω. |
(10) |
Στην ταξινόμηση του αναβαθμισμένου βιοαερίου θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις όσον αφορά τα πρότυπα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τυποποίησης (CEN). |
(11) |
Ενδέχεται να υπάρξουν ανεπιθύμητες συνέπειες από την ευθυγράμμιση με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 και τις επακόλουθες προσαρμογές του εν λόγω κανονισμού, με αντίκτυπο στην ταξινόμηση ουσιών και μειγμάτων. Με βάση τα κριτήρια που περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει αν υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες και μείγματα που, παρά την ταξινόμηση επικινδυνότητάς τους, δεν ενέχουν σημαντικό κίνδυνο ατυχήματος και, όπου είναι σκόπιμο, να υποβάλει νομοθετική πρόταση προκειμένου να αποκλείσει την εν λόγω επικίνδυνη ουσία από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Η αξιολόγηση θα πρέπει να αρχίζει σύντομα, ιδίως μετά από αλλαγή στην ταξινόμηση ουσίας ή μείγματος, προκειμένου να αποφεύγεται περιττός φόρτος για τους φορείς εκμετάλλευσης και τις αρμόδιες αρχές στα κράτη μέλη. Οι εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν αυστηρότερα μέτρα προστασίας. |
(12) |
Οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να έχουν τη γενική υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων και τον μετριασμό και την εξάλειψη των συνεπειών τους. Σε περιπτώσεις που οι επικίνδυνες ουσίες σε μονάδα υπερβαίνουν ορισμένες ποσότητες, ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει να παρέχει στην αρμόδια αρχή επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να τη διευκολύνει να ταυτοποιεί τη μονάδα, τις υπάρχουσες σε αυτή επικίνδυνες ουσίες και τους πιθανούς κινδύνους. Ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει επίσης να συντάσσει και, όπου προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, να κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή την πολιτική του για την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων (ΠΠΜΑ), όπου να καθορίζει τη συνολική προσέγγιση και τα μέτρα του φορέα εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένων των κατάλληλων συστημάτων διαχείρισης της ασφαλείας, για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων. Όταν οι φορείς εκμετάλλευσης εντοπίζουν και αξιολογούν κινδύνους μεγάλων ατυχημάτων, θα πρέπει να λαμβάνουν επίσης υπόψη τις επικίνδυνες ουσίες που μπορεί να παραχθούν σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος μέσα στη μονάδα. |
(13) |
Η οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας (9) κανονικά αφορά την περιβαλλοντική βλάβη λόγω μεγάλου ατυχήματος. |
(14) |
Για να μειωθεί ο κίνδυνος πολλαπλασιαστικών επιδράσεων, όταν η χωροθέτηση ή η εγγύτητα μονάδας αυξάνει την πιθανότητα μεγάλων ατυχημάτων ή επιδείνωσης των συνεπειών μεγάλων ατυχημάτων, οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να συνεργάζονται για την ανταλλαγή των κατάλληλων πληροφοριών και την ενημέρωση του κοινού, συμπεριλαμβανομένων των γειτονικών μονάδων που ενδέχεται να επηρεαστούν. |
(15) |
Στις περιπτώσεις μονάδων με σημαντικές ποσότητες επικινδύνων ουσιών, προκειμένου ο φορέας εκμετάλλευσης να αποδείξει ότι έγιναν τα δέοντα για την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων και να προετοιμάσει σχέδια έκτακτης ανάγκης και μέτρα αντιμετώπισης, θα πρέπει να παρέχει στην αρμόδια αρχή πληροφορίες υπό μορφή έκθεσης ασφαλείας. Η εν λόγω έκθεση ασφαλείας θα πρέπει να περιέχει λεπτομέρειες σχετικά με την μονάδα, τις υπάρχουσες επικίνδυνες ουσίες, τις εγκαταστάσεις ή τις αποθήκες, τα πιθανά μεγάλα ατυχήματα και ανάλυση κινδύνων, τα προληπτικά μέτρα και τα μέτρα παρέμβασης και τα διαθέσιμα διοικητικά συστήματα, με σκοπό να προληφθεί και να μειωθεί ο κίνδυνος μεγάλων ατυχημάτων και να καταστεί δυνατή η λήψη των αναγκαίων μέτρων περιορισμού των συνεπειών τους. Ο κίνδυνος μεγάλου ατυχήματος θα μπορούσε να αυξηθεί, αν υπάρχει πιθανότητα φυσικής καταστροφής λόγω της θέσης της μονάδας. Τούτο θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επεξεργασία σεναρίων μεγάλου ατυχήματος. |
(16) |
Για την ετοιμότητα για περιστάσεις έκτακτης ανάγκης, σε μονάδες με σημαντικές ποσότητες επικινδύνων ουσιών, είναι αναγκαίο να καταρτίζονται εξωτερικά και εσωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης και να υιοθετούνται διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι τα σχέδια δοκιμάζονται και αναθεωρούνται όταν ενδείκνυται και ότι εφαρμόζονται στην περίπτωση μεγάλου ατυχήματος ή σχετικής απειλής. Θα πρέπει να ζητείται η γνώμη του προσωπικού της μονάδας όσον αφορά το εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης, ενώ, όσον αφορά το εξωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης, θα πρέπει το ενδιαφερόμενο κοινό να έχει τη δυνατότητα να εκφράσει τη γνώμη του. Η ανάθεση σε τρίτους μπορεί να έχει αντίκτυπο στην ασφάλεια μιας μονάδας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης να λαμβάνουν το γεγονός αυτό υπόψη στη χάραξη ΠΠΜΑ, την εκπόνηση έκθεσης ασφαλείας ή την κατάρτιση σχεδίου έκτακτης ανάγκης, |
(17) |
Κατά την εξέταση των προσφερόμενων μεθόδων λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένων της παρακολούθησης και του ελέγχου, οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με βέλτιστες πρακτικές. |
(18) |
Για τη βελτίωση της προστασίας των κατοικημένων περιοχών, των περιοχών όπου συχνάζει το κοινό και των περιοχών με ιδιαίτερο φυσικό ενδιαφέρον ή ιδιαίτερη ευαισθησία, είναι αναγκαίο στις πολιτικές των κρατών μελών για την εξασφάλιση κατάλληλων αποστάσεων μεταξύ των περιοχών αυτών και των μονάδων που ενέχουν τέτοιους κινδύνους και, όσον αφορά υπάρχουσες μονάδες, να εφαρμόζονται, εν ανάγκη, πρόσθετα τεχνικά μέτρα ώστε να διατηρείται σε αποδεκτό επίπεδο η επικινδυνότητα για το κοινό ή το περιβάλλον. Κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη επαρκείς πληροφορίες και οι τεχνικές συμβουλές σχετικά με την επικινδυνότητα. Προκειμένου να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος, ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι διαδικασίες και τα μέτρα θα πρέπει να ενσωματωθούν, όπου είναι δυνατόν, σε διαδικασίες και μέτρα που ορίζονται βάσει άλλης σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης. |
(19) |
Για να προωθηθεί η πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με το περιβάλλον, σύμφωνα με τη σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος (σύμβαση του Ώρχους), η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ένωσης με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της σύμβασης για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος (10), θα πρέπει να βελτιωθεί το επίπεδο και η ποιότητα των πληροφοριών που παρέχονται στο κοινό. Ειδικότερα, στα άτομα που είναι πιθανό να πληγούν από μεγάλο ατύχημα θα πρέπει να παρέχονται επαρκή στοιχεία σχετικά με τον ενδεδειγμένο τρόπο αντίδρασης εάν αυτό συμβεί. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν ενημέρωση σχετικά με τον τρόπο πληροφόρησης για τα δικαιώματα των προσώπων που πλήττονται από μεγάλο ατύχημα. Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται στο κοινό θα πρέπει να συντάσσονται κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Εκτός από την παροχή πληροφοριών με ενεργό τρόπο, χωρίς να χρειάζεται αίτημα από το κοινό και χωρίς να αποκλείονται άλλες μορφές διάδοσης, οι πληροφορίες θα πρέπει επιπλέον να διατίθενται σε μόνιμη βάση και να επικαιροποιούνται ηλεκτρονικά. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες δικλείδες ασφαλείας όσον αφορά την εμπιστευτικότητα, για την αντιμετώπιση, μεταξύ άλλων, των ανησυχιών σχετικά με την προστασία από κακόβουλες ενέργειες. |
(20) |
Η διαχείριση των πληροφοριών θα πρέπει να συνάδει με το Ενιαίο Σύστημα Πληροφοριών για το Περιβάλλον (ΕΣΠΠ-SEIS), μια πρωτοβουλία που ξεκίνησε με την ανακοίνωση της Επιτροπής της 1ης Φεβρουαρίου 2008 με τίτλο «Η πορεία προς το Ενιαίο Σύστημα Πληροφοριών για το Περιβάλλον (ΕΣΠΠ-SEIS)». Θα πρέπει επίσης να συνάδει με την οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2007, για τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (INSPIRE) (11), καθώς και με τους κανόνες εφαρμογής της, με στόχο τη διευκόλυνση της ανταλλαγής των περιβαλλοντικών χωρικών πληροφοριών μεταξύ των οργανισμών του δημόσιου τομέα και την καλύτερη διευκόλυνση της πρόσβασης του κοινού στις χωρικές πληροφορίες σε ολόκληρη την Ένωση. Οι πληροφορίες θα πρέπει να διατηρούνται σε δημόσια προσβάσιμη βάση δεδομένων σε επίπεδο Ένωσης, η οποία θα διευκολύνει επίσης την παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με την εφαρμογή. |
(21) |
Σύμφωνα με τη σύμβαση του Ώρχους, απαιτείται αποτελεσματική συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων προκειμένου το ενδιαφερόμενο κοινό να έχει τη δυνατότητα να εκφράζει, και ο φορέας λήψης των αποφάσεων να λαμβάνει υπόψη, απόψεις και ανησυχίες που ενδεχομένως είναι σχετικές με τις εν λόγω αποφάσεις, ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη λογοδοσία και τη διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και συμβάλλοντας στην ευαισθητοποίηση του κοινού για περιβαλλοντικά θέματα και στην υποστήριξη εκ μέρους του κοινού των αποφάσεων που λαμβάνονται. |
(22) |
Για να εξασφαλίζεται η λήψη ενδεδειγμένων μέτρων αντιμετώπισης σε περίπτωση μεγάλου ατυχήματος, ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει να ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή και να της κοινοποιεί τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων του ατυχήματος στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. |
(23) |
Οι τοπικές αρχές έχουν συμφέρον να προλαμβάνουν τα μεγάλα ατυχήματα και να αμβλύνουν τις συνέπειές τους και μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν υπόψη το γεγονός αυτό στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. |
(24) |
Για να διευκολύνεται η ανταλλαγή πληροφοριών και να αποφεύγονται ατυχήματα παρεμφερούς φύσεως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαβιβάζουν στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με μεγάλα ατυχήματα που συμβαίνουν στο έδαφός τους, ούτως ώστε η Επιτροπή να αναλύει τους κινδύνους και να διαχειρίζεται σύστημα διάδοσης πληροφοριών, ιδίως όσον αφορά τα μεγάλα ατυχήματα και τα διδάγματα που αποκομίσθηκαν. Η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει να καλύπτει επίσης «παρ’ ολίγον ατυχήματα» τα οποία τα κράτη μέλη θεωρούν ότι παρουσιάζουν ιδιαίτερο τεχνικό ενδιαφέρον για την αποτροπή μεγάλων ατυχημάτων και τον περιορισμό των συνεπειών τους. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους ώστε να είναι πλήρεις οι πληροφορίες που περιέχονται στα συστήματα πληροφόρησης που δημιουργήθηκαν για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα μεγάλα ατυχήματα. |
(25) |
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν τις αρχές οι οποίες θα είναι αρμόδιες να διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους. Οι αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή θα πρέπει να συνεργάζονται σε δραστηριότητες για την ενίσχυση της εφαρμογής, όπως η ανάπτυξη της κατάλληλης καθοδήγησης και οι ανταλλαγές των βέλτιστων πρακτικών. Για την αποφυγή περιττού διοικητικού φόρτου, οι υποχρεώσεις ενημέρωσης θα πρέπει να ενσωματωθούν, όπου κρίνεται απαραίτητο, σε αυτές που ορίζονται βάσει άλλης νομοθεσίας της Ένωσης. |
(26) |
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την παρούσα οδηγία. Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή, θα πρέπει να υπάρχει σύστημα επιθεωρήσεων, το οποίο να συμπεριλαμβάνει πρόγραμμα επιθεωρήσεων σε τακτά χρονικά διαστήματα και έκτακτες επιθεωρήσεις. Όποτε είναι δυνατόν, οι επιθεωρήσεις θα πρέπει να συντονίζονται με εκείνες που ορίζονται βάσει άλλης νομοθεσίας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης, όπου ενδείκνυται, της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (12). Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε να υπάρχει επαρκές προσωπικό με τις ικανότητες και τα προσόντα που απαιτούνται για την αποτελεσματική διενέργεια των επιθεωρήσεων. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρέχουν την κατάλληλη στήριξη, χρησιμοποιώντας εργαλεία και μηχανισμούς για την ανταλλαγή πείρας και την εδραίωση της γνώσης, ακόμη και σε επίπεδο Ένωσης. |
(27) |
Προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η τεχνολογική εξέλιξη, θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την τροποποίηση των παραρτημάτων II έως VI, προκειμένου να προσαρμόζονται στην τεχνική πρόοδο. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει τις απαραίτητες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και τη σύνταξη κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να διασφαλίζει την κατά τον δέοντα τρόπο ταυτόχρονη και έγκαιρη διαβίβαση των συναφών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. |
(28) |
Για την εξασφάλιση ενιαίων όρων για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (13). |
(29) |
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν κανόνες για τις εφαρμοστέες κυρώσεις σε περιπτώσεις παραβάσεων των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και να διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. |
(30) |
Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου. |
(31) |
Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (14), τα κράτη μέλη ανέλαβαν να συνοδεύσουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα στα οποία θα επεξηγείται η σχέση μεταξύ των συστατικών στοιχείων μιας οδηγίας και των αντίστοιχων μερών των πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι δικαιολογημένη. |
(32) |
Επομένως, η οδηγία 96/82/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί και στη συνέχεια να καταργηθεί, |
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Αντικείμενο
Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες για την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες και τον περιορισμό των συνεπειών τους στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον, με στόχο να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας σε όλη την Ένωση με συνεπή και αποτελεσματικό τρόπο.
Άρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής
1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις μονάδες, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1.
2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα ακόλουθα:
α) |
στρατιωτικές μονάδες, εγκαταστάσεις ή αποθήκες· |
β) |
κινδύνους από ιοντίζουσα ακτινοβολία προερχόμενη από ουσίες· |
γ) |
οδική, σιδηροδρομική, εσωτερική πλωτή, θαλάσσια ή αεροπορική μεταφορά και άμεσα σχετιζόμενη ενδιάμεση προσωρινή αποθήκευση επικίνδυνων ουσιών εκτός των μονάδων που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένης της φόρτωσης, εκφόρτωσης και μεταφόρτωσης από και προς άλλο μεταφορικό μέσο σε νηοδόχους, αποβάθρες και σιδηροδρομικούς σταθμούς διαλογής· |
δ) |
μεταφορά επικίνδυνων ουσιών μέσω αγωγών, συμπεριλαμβανομένων των σταθμών άντλησης, έξω από τις μονάδες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία· |
ε) |
εκμετάλλευση, δηλαδή η έρευνα, η εξόρυξη και η επεξεργασία, ορυκτών σε ορυχεία και λατομεία, μεταξύ άλλων και μέσω γεωτρήσεων· |
στ) |
υπεράκτια έρευνα και εκμετάλλευση ορυκτών, συμπεριλαμβανομένων των υδρογονανθράκων· |
ζ) |
υπόγεια υπεράκτια αποθήκευση αερίου, σε ειδικούς αποθηκευτικούς χώρους και σε χώρους στους οποίους γίνεται ακόμα έρευνα και εκμετάλλευση ορυκτών, συμπεριλαμβανομένων των υδρογονανθράκων· |
η) |
χώρους υγειονομικής ταφής αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένης της υπόγειας εναποθήκευσης αποβλήτων. |
Ανεξάρτητα από τα στοιχεία ε) και η) του πρώτου εδαφίου, συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας η υπόγεια αποθήκευση φυσικού αερίου στα φυσικά πετρώματα, σε θόλους άλατος και σε εγκαταλελειμμένα ορυχεία, και οι εργασίες χημικής και θερμικής επεξεργασίας και αποθήκευσης που σχετίζονται με τις εργασίες αυτές, στις οποίες υπεισέρχονται οι επικίνδυνες ουσίες.
Άρθρο 3
Ορισμοί
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) |
«μονάδα», ο υπό έλεγχο φορέα εκμετάλλευσης συνολικός χώρος όπου υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες σε μία ή περισσότερες εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των κοινών ή συναφών υποδομών ή δραστηριοτήτων· οι μονάδες κατατάσσονται σε κατώτερης ή ανώτερης βαθμίδας· |
2) |
«μονάδα κατώτερης βαθμίδας», μονάδα όπου υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες σε ποσότητες ίσες ή μεγαλύτερες των ποσοτήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι μέρος 1 στήλη 2 ή στο παράρτημα Ι μέρος 2 στήλη 2, αλλά μικρότερες των ποσοτήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι μέρος 1 στήλη 3 ή στο παράρτημα Ι μέρος 2 στήλη 3, χρησιμοποιώντας, όπου έχει εφαρμογή, τον αθροιστικό κανόνα που καθορίζεται στη σημείωση 4 του παραρτήματος Ι· |
3) |
«μονάδα ανώτερης βαθμίδας», μονάδα όπου υπάρχουν επικίνδυνες ουσίες σε ποσότητες ίσες ή μεγαλύτερες των ποσοτήτων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι μέρος 1 στήλη 3 ή στο παράρτημα Ι μέρος 2 στήλη 3, χρησιμοποιώντας, όπου έχει εφαρμογή, τον αθροιστικό κανόνα που καθορίζεται στη σημείωση 4 του παραρτήματος Ι· |
4) |
«γειτονική μονάδα», μονάδα που βρίσκεται κοντά σε άλλη μονάδα, σε απόσταση που αυξάνει την επικινδυνότητα ή τις συνέπειες μεγάλου ατυχήματος· |
5) |
«νέα μονάδα» είναι:
|
6) |
«υφιστάμενη μονάδα», μονάδα που στις 31 Μαΐου 2015 εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 96/82/ΕΚ και από την 1η Ιουνίου 2015 εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας χωρίς να έχει αλλάξει η ταξινόμησή της ως κατώτερης ή ανώτερης βαθμίδας μονάδα· |
7) |
«άλλη μονάδα», χώρος λειτουργίας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή μονάδα κατώτερης βαθμίδας που αναβαθμίζεται σε ανώτερης βαθμίδας ή αντίστροφα, την 1η Ιουνίου 2015 ή αργότερα για λόγους άλλους από αυτούς που αναφέρονται στο σημείο 5· |
8) |
«εγκατάσταση», επίγειο ή υπόγειο τεχνικό υποσύνολο μονάδας, όπου γίνεται παραγωγή, χρησιμοποίηση, χειρισμός ή αποθήκευση επικίνδυνων ουσιών· σε αυτό συγκαταλέγονται όλος ο εξοπλισμός, οι κατασκευές, οι αγωγοί, οι μηχανές, τα εργαλεία, οι ιδιωτικές σιδηροδρομικές διακλαδώσεις, οι νηοδόχοι, οι αποβάθρες φορτοεκφόρτωσης που εξυπηρετούν την εγκατάσταση, οι προβλήτες, οι αποθήκες ή συναφείς κατασκευές, πλωτές ή μη, που χρειάζονται για τη λειτουργία της συγκεκριμένης εγκατάστασης· |
9) |
«φορέας εκμετάλλευσης», κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο εκμεταλλεύεται ή κατέχει μονάδα ή εγκατάσταση ή, αν προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, στο οποίο εκχωρήθηκε η αποφασιστική οικονομική εξουσία ή η εξουσία λήψης αποφάσεων επί της τεχνικής λειτουργίας της μονάδας ή εγκατάστασης· |
10) |
«επικίνδυνη ουσία», ουσία ή μείγμα που καλύπτεται από το μέρος 1 ή απαριθμείται στο μέρος 2 του παραρτήματος Ι, μεταξύ άλλων υπό μορφή πρώτης ύλης, προϊόντος, παραπροϊόντος, καταλοίπου ή ενδιάμεσου προϊόντος· |
11) |
«μείγμα», μείγμα ή διάλυμα που αποτελείται από δύο ή περισσότερες ουσίες· |
12) |
«ύπαρξη επικίνδυνων ουσιών», η πραγματική ή προβλεπόμενη παρουσία επικίνδυνων ουσιών στη μονάδα ή επικίνδυνων ουσιών που τεκμαίρεται λογικά ότι προβλέπεται να προκύψουν κατά την απώλεια ελέγχου της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων δραστηριοτήτων αποθήκευσης, σε οποιαδήποτε εγκατάσταση της μονάδας, σε ποσότητες ίσες με ή μεγαλύτερες από τις οριακές ποσότητες που αναφέρονται στο μέρος 1 ή το μέρος 2 του παραρτήματος Ι· |
13) |
«μεγάλο ατύχημα», συμβάν, όπως μεγάλη διαρροή, πυρκαγιά ή έκρηξη που προκύπτει από ανεξέλεγκτες εξελίξεις κατά τη λειτουργία οποιασδήποτε μονάδας καλυπτόμενης από την παρούσα οδηγία, το οποίο προκαλεί σοβαρούς κινδύνους, άμεσους ή απώτερους, για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, εντός ή εκτός της μονάδας, και σχετίζεται με μία ή περισσότερες επικίνδυνες ουσίες· |
14) |
«κίνδυνος», εγγενής ιδιότητα επικίνδυνης ουσίας ή φυσικής κατάστασης που ενδέχεται να βλάψει την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον· |
15) |
«επικινδυνότητα», πιθανότητα συγκεκριμένης επίδρασης εντός δεδομένης χρονικής περιόδου ή υπό συγκεκριμένες συνθήκες· |
16) |
«αποθήκευση», η παρουσία ποσότητας επικίνδυνων ουσιών με σκοπό την εναποθήκευση, την παράδοση προς ασφαλή φύλαξη ή την αποθεματοποίηση· |
17) |
«κοινό», ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, οι ενώσεις, οι οργανώσεις και οι ομάδες αυτών· |
18) |
«ενδιαφερόμενο κοινό», το κοινό το οποίο θίγεται ή ενδέχεται να θιγεί ή του οποίου διακυβεύονται συμφέροντα από αποφάσεις που λαμβάνονται για οποιοδήποτε από τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1· για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, μη κυβερνητικές οργανώσεις που προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος και τηρούν τις τυχόν εφαρμοστέες απαιτήσεις σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία θεωρείται ότι έχουν συμφέρον· |
19) |
«επιθεώρηση», όλες οι δράσεις, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων επισκέψεων, ελέγχων των εσωτερικών μέτρων, συστημάτων, εκθέσεων και εγγράφων παρακολούθησης, καθώς και κάθε απαραίτητης συνέχειας που δίδεται από την αρμόδια αρχή ή για λογαριασμό της, με σκοπό τον έλεγχο και την προώθηση της συμμόρφωσης των μονάδων με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. |
Άρθρο 4
Εκτίμηση κινδύνων μεγάλου ατυχήματος από συγκεκριμένη επικίνδυνη ουσία
1. Η Επιτροπή εκτιμά, όταν είναι σκόπιμο ή σε κάθε περίπτωση στη βάση κοινοποίησης από κράτος μέλος σύμφωνα με την παράγραφο 2, αν είναι δυνατόν στην πράξη, μια επικίνδυνη ουσία που καλύπτεται από το μέρος 1 ή απαριθμείται στο μέρος 2 του παραρτήματος Ι να προκαλέσει έκλυση μάζας ή ενέργειας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγάλο ατύχημα, υπό κανονικές ή μη συνθήκες που μπορούν να προβλεφτούν εύλογα. Η εκτίμηση αυτή λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και βασίζεται σε ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
α) |
φυσική μορφή της επικίνδυνης ουσίας υπό κανονικές συνθήκες κατεργασίας ή χειρισμού ή σε αιφνίδιο έλεγχο του περιορισμού· |
β) |
εγγενείς ιδιότητες της επικίνδυνης ουσίας ή των επικίνδυνων ουσιών, ιδιαίτερα εκείνων που συνδέονται με τη διάχυση σε περίπτωση μεγάλου ατυχήματος, όπως η μοριακή μάζα και η πίεση κορεσμένων ατμών· |
γ) |
μέγιστη συγκέντρωση των ουσιών σε περίπτωση μειγμάτων. |
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, θα πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη ο περιορισμός και η γενική συσκευασία της επικίνδυνης ουσίας, όπου είναι σκόπιμο, ιδιαίτερα μάλιστα σε περίπτωση που καλύπτονται από ειδική νομοθεσία της Ένωσης.
2. Όταν κράτος μέλος θεωρεί ότι επικίνδυνη ουσία δεν ενέχει κίνδυνο μεγάλου ατυχήματος σύμφωνα με την παράγραφο 1, το κοινοποιεί στην Επιτροπή μαζί με σχετική αιτιολόγηση, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 3.
3. Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, οι πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτίμηση των κινδύνων για την υγεία και των φυσικών και περιβαλλοντικών κινδύνων της επικίνδυνης ουσίας περιλαμβάνουν:
α) |
πλήρη κατάλογο των ιδιοτήτων που χρειάζονται για την εκτίμηση της πιθανότητας να προκαλέσει η επικίνδυνη ουσία βλάβες σε περιουσιακά στοιχεία, στην υγεία ή στο περιβάλλον· |
β) |
τις φυσικές και τις χημικές ιδιότητες (π.χ. μοριακή μάζα, πίεση κορεσμένων ατμών, εγγενής τοξικότητα, σημείο βρασμού, αντιδραστικότητα, ιξώδες, διαλυτότητα και άλλες σχετικές ιδιότητες)· |
γ) |
ιδιότητες που ενέχουν κίνδυνο για την υγεία ή το περιβάλλον (π.χ. αντιδραστικότητα, τοξικότητα σε συνδυασμό με πρόσθετους παράγοντες όπως ο τρόπος προσβολής του σώματος, ο λόγος τραυματισμών προς θανάτους, και οι μακροπρόθεσμες συνέπειες, όπως επίσης άλλες ιδιότητες κατά περίπτωση)· |
δ) |
ιδιότητες που ενέχουν κίνδυνο για το περιβάλλον (π.χ. οικοτοξικότητα, ανθεκτικότητα, βιοσωρευτικότητα, δυνατότητα μεταφοράς μακράς εμβέλειας στο περιβάλλον, όπως επίσης άλλες ιδιότητες κατά περίπτωση)· |
ε) |
όταν υπάρχουν, ενωσιακή ταξινόμηση της ουσίας ή του μείγματος· |
στ) |
πληροφορίες σχετικά με ειδικές συνθήκες επίδρασης (π.χ. θερμοκρασία, πίεση, και άλλες συνθήκες κατά περίπτωση) υπό τις οποίες η επικίνδυνη ουσία αποθηκεύεται, χρησιμοποιείται ή/και υπάρχει σε περίπτωση απρόβλεπτων μη φυσιολογικών λειτουργιών ή ατυχήματος όπως πυρκαγιά. |
4. Με βάση την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή υποβάλλει, αν είναι σκόπιμο, νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, προκειμένου η συγκεκριμένη επικίνδυνη ουσία να εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 5
Γενικές υποχρεώσεις του φορέα εκμετάλλευσης
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο φορέας εκμετάλλευσης να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη των μεγάλων ατυχημάτων και τον περιορισμό των συνεπειών τους στον άνθρωπο και στο περιβάλλον.
2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο φορέας εκμετάλλευσης να υποχρεούται να αποδεικνύει ανά πάσα στιγμή στην κατά το άρθρο 6 αρμόδια αρχή, ιδίως για τους σκοπούς των επιθεωρήσεων και ελέγχων του άρθρου 20, ότι ο φορέας εκμετάλλευσης έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα που προσδιορίζονται στην παρούσα οδηγία.
Άρθρο 6
Αρμόδια αρχή
1. Με την επιφύλαξη των ευθυνών του φορέα εκμετάλλευσης, τα κράτη μέλη συγκροτούν ή διορίζουν την αρμόδια αρχή ή αρχές που είναι υπεύθυνες για την εκτέλεση των καθηκόντων που καθορίζει η παρούσα οδηγία («αρμόδια αρχή») και, ενδεχομένως, τους οργανισμούς που επικουρούν την αρμόδια αρχή σε τεχνικό επίπεδο. Τα κράτη μέλη που συγκροτούν ή διορίζουν περισσότερες από μια αρμόδιες αρχές μεριμνούν για τον πλήρη συντονισμό των διαδικασιών για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
2. Οι αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή συνεργάζονται σε δραστηριότητες για την υποστήριξη της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, με τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων, όπου είναι σκόπιμο.
3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να αποδέχονται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισοδύναμες πληροφορίες τις οποίες υποβάλλουν φορείς εκμετάλλευσης σύμφωνα με τη λοιπή σχετική νομοθεσία της Ένωσης και οι οποίες πληρούν οποιεσδήποτε από τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε να τηρούνται οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 7
Κοινοποίηση
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον φορέα εκμετάλλευσης να διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή κοινοποίηση που να περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:
α) |
το όνομα ή/και την εμπορική επωνυμία του φορέα εκμετάλλευσης και την πλήρη διεύθυνση της σχετικής μονάδας· |
β) |
την έδρα του φορέα εκμετάλλευσης και την πλήρη διεύθυνση· |
γ) |
το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα του υπευθύνου της μονάδας, αν δεν είναι ο αναφερόμενος στο στοιχείο α)· |
δ) |
επαρκείς πληροφορίες για την ταυτοποίηση των σχετικών ή ενδεχόμενων επικίνδυνων ουσιών και της κατηγορίας τους· |
ε) |
την ποσότητα και τη φυσική μορφή της σχετικής επικίνδυνης ουσίας ή των σχετικών επικίνδυνων ουσιών· |
στ) |
τη δραστηριότητα που ασκείται ή προβλέπεται στην εγκατάσταση ή στην αποθήκη· |
ζ) |
το άμεσο περιβάλλον της μονάδας, καθώς και παράγοντες που μπορεί να προκαλέσουν μεγάλο ατύχημα ή να επιδεινώσουν τις συνέπειές του, καθώς και λεπτομέρειες, αν υπάρχουν, σχετικά με τις γειτονικές μονάδες, όπως επίσης και τοποθεσιών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, περιοχών και έργων που θα ήταν δυνατόν να αποτελέσουν αιτία για αύξηση της επικινδυνότητας ή των συνεπειών μεγάλου ατυχήματος και των πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων. |
2. Η κοινοποίηση ή η επικαιροποίησή της αποστέλλεται στην αρμόδια αρχή εντός των ακόλουθων προθεσμιών:
α) |
για νέες μονάδες, εντός εύλογης προθεσμίας πριν από την έναρξη της κατασκευής ή λειτουργίας, ή πριν από τις τροποποιήσεις που θα έχουν ως αποτέλεσμα την αλλαγή του καταλόγου επικίνδυνων ουσιών· |
β) |
για όλες τις άλλες περιπτώσεις, εντός ενός έτους από την ημερομηνία από την οποία εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία στη σχετική μονάδα. |
3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται αν ο φορέας εκμετάλλευσης έχει ήδη αποστείλει κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εθνικής νομοθεσίας πριν την 1η Ιουνίου 2015 και οι πληροφορίες που περιέχονται σε αυτήν πληρούν την παράγραφο 1 και παραμένουν αμετάβλητες.
4. Ο φορέας εκμετάλλευσης ενημερώνει εκ των προτέρων την αρμόδια αρχή στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) |
ουσιαστική αύξηση ή μείωση της ποσότητας ή ουσιαστική μεταβολή της φύσης ή της φυσικής μορφής της υπάρχουσας επικίνδυνης ουσίας, όπως δήλωσε ο φορέας εκμετάλλευσης με την κοινοποίηση που υπέβαλε κατά την παράγραφο 1, ή σημαντική μεταβολή των διεργασιών χρήσης της· |
β) |
μετατροπή μονάδας ή εγκατάστασης, η οποία ενδέχεται να έχει σημαντικές συνέπειες όσον αφορά τους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος· |
γ) |
οριστική παύση λειτουργίας ή παροπλισμός της μονάδας· ή |
δ) |
αλλαγές στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β) ή γ). |
Άρθρο 8
Πολιτική πρόληψης μεγάλων ατυχημάτων
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο φορέας εκμετάλλευσης να συντάσσει υποχρεωτικώς γραπτό έγγραφο εκθέτοντας την οικεία πολιτική πρόληψης μεγάλων ατυχημάτων (ΠΠΜΑ) και να εξασφαλίζει την ορθή της εφαρμογή. Η ΠΠΜΑ είναι σχεδιασμένη για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Είναι ανάλογη προς τους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος. Περιλαμβάνει τους γενικούς στόχους και τις αρχές δράσης του φορέα εκμετάλλευσης, τον ρόλο και την ευθύνη της διοίκησης, καθώς και την προσήλωση στη διαρκή βελτίωση του ελέγχου των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων και στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας.
2. Η ΠΠΜΑ καταρτίζεται και, αν το επιβάλλει το εθνικό δίκαιο, αποστέλλεται στην αρμόδια αρχή εντός των ακόλουθων προθεσμιών:
α) |
για νέες μονάδες, εντός εύλογης προθεσμίας πριν από την έναρξη της κατασκευής ή λειτουργίας ή πριν από τις τροποποιήσεις που θα έχουν ως αποτέλεσμα την αλλαγή του καταλόγου επικίνδυνων ουσιών· |
β) |
για όλες τις άλλες περιπτώσεις, εντός ενός έτους από την ημερομηνία από την οποία εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία στη σχετική μονάδα. |
3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται, εάν ο φορέας εκμετάλλευσης έχει ήδη καταρτίσει την ΠΠΜΑ και, όταν απαιτείται από το εθνικό δίκαιο, την έχει αποστείλει στην αρμόδια αρχή πριν από την 1η Ιουνίου 2015 και οι πληροφορίες που περιέχονται σε αυτήν πληρούν την παράγραφο 1 και έχουν παραμείνει αμετάβλητες.
4. Με την επιφύλαξη του άρθρου 11, ο φορέας εκμετάλλευσης επανεξετάζει περιοδικά και, όταν χρειάζεται, επικαιροποιεί την ΠΠΜΑ, τουλάχιστον ανά πενταετία. Όταν επιβάλλεται από το εθνικό δίκαιο, ο φορέας εκμετάλλευσης αποστέλλει χωρίς καθυστέρηση την επικαιροποιημένη ΠΠΜΑ στην αρμόδια αρχή.
5. Η ΠΠΜΑ εφαρμόζεται με κατάλληλα μέσα, δομές και σύστημα διαχείρισης ασφαλείας, σύμφωνα προς τις απαιτήσεις του παραρτήματος III, και ανάλογα προς τους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος και την πολυπλοκότητα της οργάνωσης ή των δραστηριοτήτων της μονάδας. Γα τις μονάδες κατώτερης βαθμίδας, η υποχρέωση εφαρμογής της ΠΠΜΑ μπορεί να υλοποιηθεί με άλλα κατάλληλα μέσα, δομές και συστήματα διαχείρισης, ανάλογα προς τους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που καθορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ.
Άρθρο 9
Πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αρμόδια αρχή, χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες που παρέχουν οι φορείς εκμετάλλευσης σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 10, ή σε συνέχεια αιτήματος της αρμόδιας αρχής για πρόσθετες πληροφορίες, ή μέσω επιθεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 20, να καθορίζουν όλες τις μονάδες ή ομάδες μονάδων κατώτερης και ανώτερης βαθμίδας όπου η επικινδυνότητα ή οι συνέπειες μεγάλου ατυχήματος ενδέχεται να αυξάνονται λόγω της γεωγραφικής θέσης και της εγγύτητας αυτών των μονάδων, καθώς και τους καταλόγους επικίνδυνων ουσιών.
2. Αν η αρμόδια αρχή διαθέτει πρόσθετες πληροφορίες επιπλέον αυτών που διαβίβασε ο φορέας εκμετάλλευσης σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο ζ), κοινοποιεί τις πληροφορίες αυτές στον εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης, αν αυτό απαιτείται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι φορείς εκμετάλλευσης των μονάδων που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1:
α) |
να ανταλλάσσουν κατάλληλες πληροφορίες που καθιστούν δυνατό να συνεκτιμούνται δεόντως για τις εν λόγω μονάδες η φύση και η έκταση του συνολικού κινδύνου μεγάλου ατυχήματος στις οικείες ΠΠΜΑ, στα συστήματα διαχείρισης της ασφαλείας, στις εκθέσεις ασφαλείας και στα εσωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης, κατά περίπτωση· |
β) |
να συνεργάζονται για την ενημέρωση του κοινού και των γειτονικών χώρων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, καθώς και για την παροχή πληροφοριών στην αρμόδια αρχή κατά την κατάρτιση εξωτερικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης. |
Άρθρο 10
Έκθεση ασφαλείας
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον φορέα εκμετάλλευσης μονάδας ανώτερης βαθμίδας να καταρτίζει έκθεση ασφαλείας με σκοπό:
α) |
να καταδεικνύεται ότι εφαρμόζεται, σύμφωνα με τα στοιχεία του παραρτήματος III, πολιτική πρόληψης μεγάλων ατυχημάτων και σύστημα διαχείρισης της ασφαλείας προς υλοποίησή της· |
β) |
να καταδεικνύεται ότι έχουν προσδιοριστεί οι κίνδυνοι μεγάλου ατυχήματος και τα σενάρια πιθανών μεγάλων ατυχημάτων και ότι έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη και τον περιορισμό των συνεπειών τους στον άνθρωπο και το περιβάλλον· |
γ) |
να καταδεικνύεται ότι παρέχουν επαρκή αξιοπιστία και ασφάλεια ο σχεδιασμός, η κατασκευή, η λειτουργία και η συντήρηση κάθε εγκατάστασης, αποθήκης, εξοπλισμού και υποδομής που αφορούν τη λειτουργία της και έχουν σχέση με τους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος εντός της μονάδας· |
δ) |
να καταδεικνύεται ότι έχουν καταρτιστεί εσωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης και παρέχουν τις πληροφορίες που καθιστούν δυνατή την κατάρτιση του εξωτερικού σχεδίου έκτακτης ανάγκης· |
ε) |
να εξασφαλίζεται επαρκής πληροφόρηση της αρμόδιας αρχής, ώστε να είναι σε θέση να αποφασίζουν για την χωροθέτηση νέων δραστηριοτήτων ή έργων κοντά σε υπάρχουσες μονάδες. |
2. Η έκθεση ασφαλείας περιέχει τουλάχιστον τα στοιχεία και τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα II. Αναφέρονται σε αυτήν οι ονομασίες των σχετικών οργανισμών που συμμετέχουν στην εκπόνηση της έκθεσης.
3. Η έκθεση ασφαλείας αποστέλλεται στην αρμόδια αρχή εντός των ακόλουθων προθεσμιών:
α) |
για νέες μονάδες, εντός εύλογης προθεσμίας πριν από την έναρξη της κατασκευής ή λειτουργίας, ή πριν από τις τροποποιήσεις που θα έχουν ως αποτέλεσμα την αλλαγή του καταλόγου επικίνδυνων ουσιών· |
β) |
για τις υπάρχουσες μονάδες ανώτερης βαθμίδας, έως την 1η Ιουνίου 2016· |
γ) |
για τις άλλες μονάδες, εντός δύο ετών από την ημερομηνία από την οποία εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία στη σχετική μονάδα. |
4. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν εφαρμόζονται, εάν ο φορέας εκμετάλλευσης έχει ήδη αποστείλει την έκθεση ασφαλείας στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εθνικής νομοθεσίας πριν από την 1η Ιουνίου 2015 και οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε αυτήν πληρούν τις παραγράφους 1 και 2 και έχουν παραμείνει αμετάβλητες. Προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, ο φορέας εκμετάλλευσης υποβάλλει τα τυχόν τροποποιούμενα μέρη τις έκθεσης ασφαλείας στη μορφή που αποφασίζει η αρμόδια αρχή, υπό την επιφύλαξη των κατά την παράγραφο 3 προθεσμιών.
5. Με την επιφύλαξη του άρθρου 11, ο φορέας εκμετάλλευσης επανεξετάζει περιοδικά και, όταν χρειάζεται, επικαιροποιεί την έκθεση ασφαλείας, τουλάχιστον ανά πενταετία.
Επιπλέον, ο φορέας εκμετάλλευσης επανεξετάζει και, όταν χρειάζεται, επικαιροποιεί την έκθεση ασφαλείας μετά από μεγάλο ατύχημα στη μονάδα του, και οποιαδήποτε άλλη στιγμή, με πρωτοβουλία του φορέα εκμετάλλευσης ή μετά από αίτημα της αρμόδιας αρχής, όταν το δικαιολογούν νέα δεδομένα ή νέες τεχνολογικές γνώσεις σχετικά με την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της γνώσης που προκύπτει από την ανάλυση των ατυχημάτων ή, στο μέτρο του δυνατού, των «παρ’ ολίγον ατυχημάτων», και της εξέλιξης των γνώσεων σχετικά με την εκτίμηση των κινδύνων.
Η επικαιροποιημένη έκθεση ασφαλείας ή τα επικαιροποιημένα μέρη της αποστέλλονται στην αρμόδια αρχή χωρίς καθυστέρηση.
6. Προτού ο φορέας εκμετάλλευσης αρχίσει την κατασκευή ή την εκμετάλλευση ή, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία β) και γ) και στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή, εντός εύλογων προθεσμιών από την παραλαβή της έκθεσης, ανακοινώνει στον φορέα εκμετάλλευσης τα συμπεράσματά τους από την εξέταση της έκθεσης ασφαλείας και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 19, απαγορεύει την έναρξη λειτουργίας ή τη συνέχιση της εκμετάλλευσης της εν λόγω μονάδας.
Άρθρο 11
Μετατροπές εγκατάστασης, μονάδας ή αποθήκης
Σε περίπτωση μετατροπής εγκατάστασης, μονάδας, αποθήκης ή διεργασίας παραγωγής ή της φύσης ή της φυσικής μορφής ή των ποσοτήτων επικίνδυνων ουσιών που ενδέχεται να έχει σημαντικές συνέπειες στους κινδύνους μεγάλου ατυχήματος ή να μετατρέψουν μονάδα κατώτερης βαθμίδας σε ανώτερης ή το αντίστροφο, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο φορέας εκμετάλλευσης να επανεξετάσει και, εάν χρειάζεται, να επικαιροποιήσει την κοινοποίηση, την ΠΠΜΑ, το σύστημα διαχείρισης της ασφαλείας και την έκθεση ασφάλειας και να ενημερώσει την αρμόδια αρχή για τις λεπτομέρειες των εν λόγω επικαιροποιήσεων πριν από την εν λόγω μετατροπή.
Άρθρο 12
Σχέδια έκτακτης ανάγκης
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, για κάθε μονάδα ανώτερης βαθμίδας:
α) |
ο φορέας εκμετάλλευσης να καταρτίζει εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν εντός της μονάδας· |
β) |
ο φορέας εκμετάλλευσης να παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες στην αρμόδια αρχή, ώστε αυτή να είναι σε θέση να καταρτίσει εξωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης· |
γ) |
οι αρχές που έχουν οριστεί για τον σκοπό αυτόν από το κράτος μέλος, να καταρτίζουν, εντός δύο ετών από την παραλαβή των απαιτούμενων πληροφοριών από τον φορέα εκμετάλλευσης σύμφωνα με το στοιχείο β), εξωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται εκτός της μονάδας. |
2. Οι φορείς εκμετάλλευσης συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 εντός των ακόλουθων χρονικών ορίων:
α) |
για τις νέες μονάδες, ένα εύλογο χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη της λειτουργίας, ή πριν από τις τροποποιήσεις που θα έχουν ως αποτέλεσμα την αλλαγή του καταλόγου επικίνδυνων ουσιών |
β) |
για τις υπάρχουσες μονάδες ανώτερης βαθμίδας, έως την 1η Ιουνίου 2016, εκτός αν το εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης που καταρτίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εθνικής νομοθεσίας πριν από την ημερομηνία αυτή, καθώς και οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε αυτό, όπως επίσης και οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), συμφωνούν με τον παρόν άρθρο και δεν έχουν μεταβληθεί |
γ) |
για τις άλλες μονάδες, εντός δύο ετών από την ημερομηνία από την οποία εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία στη σχετική μονάδα. |
3. Τα σχέδια έκτακτης ανάγκης εκπονούνται με τους ακόλουθους στόχους:
α) |
τον περιορισμό και τη θέση υπό έλεγχο περιστατικών, ούτως ώστε να ελαχιστοποιούνται οι επιπτώσεις τους και να περιορίζονται οι βλάβες που προκαλούνται στον άνθρωπο, στο περιβάλλον και στην περιουσία· |
β) |
την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων προστασίας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος από τις επιδράσεις μεγάλων ατυχημάτων· |
γ) |
την ανακοίνωση των αναγκαίων πληροφοριών στο κοινό και στις οικείες υπηρεσίες ή αρχές της περιοχής· |
δ) |
την αποκατάσταση και τον καθαρισμό του περιβάλλοντος μετά από μεγάλο ατύχημα. |
Τα σχέδια έκτακτης ανάγκης περιέχουν τις πληροφορίες που καθορίζονται στο παράρτημα IV.
4. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα εσωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία να καταρτίζονται ύστερα από διαβούλευση με το προσωπικό που απασχολείται εντός της μονάδας, συμπεριλαμβανομένου του σχετικού επί μακρόν εργαζομένου προσωπικού υπεργολαβίας.
5. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι παρέχεται έγκαιρα στο ενδιαφερόμενο κοινό η ευκαιρία να εκφράσει τη γνώμη του για τα εξωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης όταν αυτά εκπονούνται ή τροποποιούνται σημαντικά.
6. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα εσωτερικά και τα εξωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης να επανεξετάζονται, να δοκιμάζονται και, όταν χρειάζεται, να επικαιροποιούνται από τους φορείς εκμετάλλευσης και τις κοινοποιημένες αρχές, ανά ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα όχι μεγαλύτερα των τριών ετών. Η επανεξέταση λαμβάνει υπόψη τις μετατροπές στις σχετικές μονάδες ή εντός των οικείων υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης, τις νέες τεχνικές γνώσεις και τις γνώσεις που αφορούν την αντιμετώπιση μεγάλων ατυχημάτων.
Όσον αφορά τα εξωτερικά σχέδια έκτακτης ανάγκης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη να διευκολύνεται η αυξημένη συνεργασία κατά την παροχή βοήθειας πολιτικής προστασίας σε σοβαρές περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
7. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα σχέδια έκτακτης ανάγκης να εφαρμόζονται χωρίς καθυστέρηση από τον φορέα εκμετάλλευσης και, ενδεχομένως, από την αρμόδια αρχή που ορίζεται για τον σκοπό αυτό σε περίπτωση μεγάλου ατυχήματος ή σε περίπτωση ανεξέλεγκτου συμβάντος τέτοιου ώστε ευλόγως να αναμένεται ότι θα καταλήξει σε μεγάλο ατύχημα.
8. Η αρμόδια αρχή μπορεί, παραθέτοντας τους σχετικούς λόγους, να αποφασίσει, με βάση τις πληροφορίες της έκθεσης ασφαλείας, ότι δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 1 σχετικά με την υποχρέωση κατάρτισης εξωτερικού σχεδίου έκτακτης ανάγκης.
Άρθρο 13
Σχεδιασμός χρήσεων γης
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι στόχοι της πρόληψης μεγάλων ατυχημάτων και του περιορισμού των συνεπειών τους στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον να λαμβάνονται υπόψη στις πολιτικές χρήσης γης ή άλλες σχετικές πολιτικές. Τα κράτη μέλη επιδιώκουν αυτούς τους στόχους ελέγχοντας:
α) |
τη χωροθέτηση νέων μονάδων· |
β) |
τις μετατροπές στις μονάδες οι οποίες καλύπτονται από το άρθρο 11· |
γ) |
τα νέα χωροταξικά έργα κοντά σε μονάδες, όπως δίκτυο μεταφορών, χώροι δημόσιας χρήσης και οικιστικές ζώνες, όταν η χωροθέτηση ή τα έργα ενδέχεται να προκαλέσουν ή να αυξήσουν τον κίνδυνο ενός μεγάλου ατυχήματος είτε να επιδεινώσουν τις συνέπειές του. |
2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε στις πολιτικές χρήσης γης ή και σε άλλες σχετικές πολιτικές και στις διαδικασίες εφαρμογής αυτών να συνεκτιμάται μακροπρόθεσμα η ανάγκη:
α) |
να τηρούνται κατάλληλες αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ των μονάδων που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία και των οικιστικών ζωνών, των κτιρίων και των χώρων δημόσιας χρήσης, των χώρων αναψυχής και, στο μέτρο του δυνατού, του κύριου δικτύου μεταφορών· |
β) |
να προστατεύονται οι περιοχές ιδιαίτερης φυσικής ευαισθησίας ή ενδιαφέροντος κοντά στις μονάδες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, όπου είναι σκόπιμο με κατάλληλες αποστάσεις ασφαλείας ή με άλλα σχετικά μέτρα· |
γ) |
στην περίπτωση υφιστάμενων μονάδων, να λαμβάνονται πρόσθετα τεχνικά μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 5, ώστε να μην αυξάνεται η επικινδυνότητα για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. |
3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλες οι αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες σχεδιασμού που έχουν εξουσία λήψης αποφάσεων σε αυτόν τον τομέα να θεσπίζουν κατάλληλες διαδικασίες διαβούλευσης για να διευκολύνουν την εφαρμογή των πολιτικών που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1. Οι διαδικασίες οργανώνονται κατά τρόπον ώστε, όταν πρόκειται να ληφθούν αποφάσεις, να διασφαλίζεται ότι οι φορείς εκμετάλλευσης παρέχουν επαρκείς πληροφορίες για την επικινδυνότητα της μονάδας και υπάρχουν τεχνικές συμβουλές σχετικά με την εν λόγω επικινδυνότητα, βασιζόμενες σε συγκεκριμένη για την κάθε περίπτωση μελέτη ή γενικά κριτήρια.
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε φορέας εκμετάλλευσης μονάδας κατώτερης μονάδας να παρέχει, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής, επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την επικινδυνότητα της μονάδας οι οποίες απαιτούνται για τον σχεδιασμό χρήσεων γης.
4. Οι απαιτήσεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την αξιολόγηση των επιπτώσεων ορισμένων δημόσιων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (15), της οδηγίας 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων κα ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (16) και άλλης σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν συντονισμένες ή κοινές διαδικασίες, ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και οι απαιτήσεις της εν λόγω νομοθεσίας, μεταξύ άλλων προκειμένου να αποφεύγεται η αλληλοεπικάλυψη των εκτιμήσεων ή διαβουλεύσεων.
Άρθρο 14
Ενημέρωση του κοινού
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα V να είναι μονίμως διαθέσιμες στο κοινό, ακόμη και σε ηλεκτρονική μορφή. Οι πληροφορίες επικαιροποιούνται διαρκώς, αν χρειαστεί, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση των τροποποιήσεων που καλύπτει το άρθρο 11.
2. Για μονάδες ανώτερης βαθμίδας, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι:
α) |
όλα τα πρόσωπα που ενδέχεται να πληγούν από μεγάλο ατύχημα λαμβάνουν τακτικά και με την πλέον ενδεδειγμένη μορφή, χωρίς να χρειάζεται να τις ζητήσουν, σαφείς και εύληπτες πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας και την απαιτούμενη συμπεριφορά σε περίπτωση μεγάλου ατυχήματος· |
β) |
η έκθεση ασφαλείας τίθεται στη διάθεση του κοινού μετά από αίτημα, με την επιφύλαξη του άρθρου 22 παράγραφος 3· στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το άρθρο 22 παράγραφος 3, τίθεται στη διάθεση του κοινού τροποποιημένη έκθεση, π.χ. με τη μορφή περίληψης μη τεχνικού περιεχομένου, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τις γενικές πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους μεγάλων ατυχημάτων και τις πιθανές επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον σε περίπτωση μεγάλου ατυχήματος· |
γ) |
ο κατάλογος των επικίνδυνων ουσιών τίθεται στη διάθεση του κοινού μετά από αίτημα, με την επιφύλαξη του άρθρου 22 παράγραφος 3. |
Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου περιλαμβάνουν τουλάχιστον αυτές που αναφέρονται στο παράρτημα V. Εξάλλου, οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται σε όλα τα κτίρια και τους χώρους δημόσιας χρήσης, συμπεριλαμβανομένων των σχολείων και των νοσοκομείων, καθώς και σε όλες τις γειτονικές μονάδες στην περίπτωση μονάδων που καλύπτονται από το άρθρο 9. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες παρέχονται τουλάχιστον ανά πενταετία, επανεξετάζονται περιοδικά και, αν χρειαστεί, επικαιροποιούνται, μεταξύ άλλων και σε περίπτωση τροποποιήσεων που καλύπτονται από το άρθρο 11.
3. Κάθε κράτος μέλος θέτει στη διάθεση των κρατών μελών τα οποία είναι πιθανόν να υποστούν τις διασυνοριακές επιδράσεις μεγάλου ατυχήματος σε μονάδα ανώτερης βαθμίδας, επαρκείς πληροφορίες ώστε τα εν λόγω κράτη μέλη να δύνανται να εφαρμόσουν, κατά περίπτωση, όλες τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 12 και 13 και του παρόντος άρθρου.
4. Όταν ένα κράτος μέλος κρίνει ότι μια μονάδα ευρισκόμενη κοντά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους δεν δημιουργεί κίνδυνο μεγάλου ατυχήματος πέραν της περιμέτρου της σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 8 και, επομένως, δεν απαιτείται εξωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1, ενημερώνει το άλλο κράτος μέλος για την αιτιολογημένη αυτή απόφαση.
Άρθρο 15
Δημόσια διαβούλευση και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να έχει έγκαιρα τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με ειδικά επιμέρους έργα όσον αφορά:
α) |
τον σχεδιασμό νέων μονάδων, σύμφωνα με το άρθρο 13· |
β) |
σημαντικές μετατροπές μονάδων βάσει του άρθρου 11, όταν οι προβλεπόμενες μετατροπές υπόκεινται στις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 13 όσον αφορά τον σχεδιασμό· |
γ) |
τα νέα έργα κοντά σε μονάδες, όταν η χωροθέτηση των έργων ενδέχεται να αυξήσει τον κίνδυνο μεγάλου ατυχήματος ή να επιδεινώσει τις συνέπειές του, σύμφωνα με το άρθρο 13. |
2. Για τα ειδικά επιμέρους έργα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων ή, το αργότερο, μόλις οι πληροφορίες είναι ευλόγως δυνατό να παρασχεθούν, ενημερώνεται το κοινό, είτε με ανακοινώσεις είτε με άλλα πρόσφορα μέσα, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών μέσων όπου αυτά είναι διαθέσιμα, σχετικά με:
α) |
το αντικείμενο του συγκεκριμένου έργου· |
β) |
κατά περίπτωση, το γεγονός ότι ένα έργο υπόκειται σε εθνική ή διασυνοριακή εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή σε διαβουλεύσεις μεταξύ κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3· |
γ) |
τα στοιχεία της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για τη λήψη της απόφασης, από την οποία είναι δυνατόν να ζητηθούν πληροφορίες και στην οποία είναι δυνατόν να υποβληθούν παρατηρήσεις ή ερωτήματα, καθώς και τις λεπτομέρειες του χρονοδιαγράμματος για τη διαβίβαση των παρατηρήσεων ή ερωτημάτων· |
δ) |
τη φύση των πιθανών αποφάσεων ή, στην περίπτωση που υφίσταται, το σχέδιο απόφασης, |
ε) |
το χρονοδιάγραμμα και τους τόπους ή τα μέσα που προβλέπονται για την παροχή των σχετικών πληροφοριών· |
στ) |
λεπτομέρειες σχετικά με τη ρύθμιση της συμμετοχής του κοινού και τη διαβούλευση με αυτό σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου. |
3. Για τα ειδικά επιμέρους έργα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, σε εύλογο χρονικό διάστημα, να τίθενται στη διάθεση του ενδιαφερόμενου κοινού τα ακόλουθα:
α) |
σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, οι κύριες εκθέσεις και συμβουλές που είναι στη διάθεση της αρμόδιας αρχής κατά τη χρονική στιγμή που ενημερώνεται το ενδιαφερόμενο κοινό σύμφωνα με την παράγραφο 2· |
β) |
σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες (17), πληροφορίες πλην εκείνων οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και έχουν σχέση με την εν λόγω απόφαση και καθίστανται διαθέσιμες μόνο αφού προηγηθεί η ενημέρωση του ενδιαφερόμενου κοινού κατά την εν λόγω παράγραφο. |
4. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να έχει το δικαίωμα να διατυπώσει σχόλια και απόψεις προς την αρμόδια αρχή πριν από τη λήψη απόφασης για ειδικό επιμέρους έργο όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων που διενεργούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 να συνεκτιμούνται δεόντως κατά τη λήψη της απόφασης.
5. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν λαμβάνονται οι σχετικές αποφάσεις, η αρμόδια αρχή να θέτει στη διάθεση του κοινού:
α) |
το περιεχόμενο της απόφασης και τους λόγους στους οποίους βασίζεται, συμπεριλαμβανομένων τυχόν μετέπειτα επικαιροποιήσεων· |
β) |
τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων που διεξήχθησαν πριν από τη λήψη της απόφασης και επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο συνεκτιμήθηκαν στην εν λόγω απόφαση. |
6. Όταν καταρτίζονται γενικά σχέδια ή προγράμματα για τα θέματα που αναφέρονται στα στοιχεία α) ή γ) της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε να παρέχεται έγκαιρα στο κοινό ουσιαστική δυνατότητα συμμετοχής στην προετοιμασία και την τροποποίηση ή την επανεξέταση με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον (18).
Τα κράτη μέλη εντοπίζουν το κοινό που δικαιούται να συμμετέχει για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων μη κυβερνητικών οργανώσεων οι οποίες ανταποκρίνονται στις σχετικές απαιτήσεις που επιβάλλονται δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, όπως εκείνες που προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος.
Η παρούσα παράγραφος δεν έχει εφαρμογή σε έργα και προγράμματα στα οποία εφαρμόζεται διαδικασία δημόσιας συμμετοχής με βάση την οδηγία 2001/42/ΕΚ.
7. Οι λεπτομερείς ρυθμίσεις για την ενημέρωση του κοινού και τη διαβούλευση με το ενδιαφερόμενο κοινό καθορίζονται από τα κράτη μέλη.
Για καθένα από τα διαφορετικά στάδια, προβλέπονται εύλογα χρονικά πλαίσια, τα οποία παρέχουν επαρκή χρονικά διαστήματα για την ενημέρωση του κοινού καθώς και για την προετοιμασία και την αποτελεσματική συμμετοχή του ενδιαφερομένου κοινού στη λήψη αποφάσεων για το περιβάλλον, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 16
Πληροφορίες που παρέχει ο φορέας εκμετάλλευσης και μέτρα που πρέπει να ληφθούν μετά από μεγάλο ατύχημα
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, το συντομότερο δυνατόν ύστερα από ένα μεγάλο ατύχημα, ο φορέας εκμετάλλευσης να υποχρεούται, με τον καταλληλότερο τρόπο:
α) |
να ενημερώνει την αρμόδια αρχή· |
β) |
να παρέχει στην αρμόδια αρχή, μόλις είναι διαθέσιμες, πληροφορίες σχετικά με:
|
γ) |
να πληροφορεί την αρμόδια αρχή σχετικά με τα προβλεπόμενα μέτρα για:
|
δ) |
να επικαιροποιεί τις παρεχόμενες πληροφορίες, σε περίπτωση που διεξοδικότερη διερεύνηση αποκαλύψει πρόσθετα στοιχεία τα οποία μεταβάλλουν τις εν λόγω πληροφορίες ή τα συμπεράσματα που συνάχθηκαν. |
Άρθρο 17
Ενέργειες που πρέπει να αναλάβει η αρμόδια αρχή μετά από μεγάλο ατύχημα
Σε συνέχεια μεγάλου ατυχήματος, τα κράτη μέλη αναθέτουν στην αρμόδια αρχή:
α) |
να εξασφαλίζουν ότι λαμβάνονται επείγοντα μέτρα και τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα που ενδεχομένως κρίνονται αναγκαία· |
β) |
να συγκεντρώνουν, με επιθεωρήσεις, έρευνες ή με άλλο τρόπο, τις απαραίτητες πληροφορίες για να αναλύονται πλήρως τεχνικές, οργανωτικές και διοικητικές πτυχές του ατυχήματος· |
γ) |
να προβαίνουν στις ενδεδειγμένες ενέργειες, ώστε να εξασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης λαμβάνει τα απαιτούμενα μέτρα αποκατάστασης· |
δ) |
να διατυπώνουν συστάσεις για μελλοντικά προληπτικά μέτρα και |
ε) |
να ενημερώνουν τα πρόσωπα που ενδέχεται να πληγούν για το ατύχημα που συνέβη και, όπου είναι σκόπιμο, για τα μέτρα που λαμβάνονται για τον μετριασμό των συνεπειών του. |
Άρθρο 18
Πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη μετά από μεγάλο ατύχημα
1. Για την πρόληψη και τον μετριασμό των επιπτώσεων μεγάλων ατυχημάτων, τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τα μεγάλα ατυχήματα που πληρούν τα κριτήρια του παραρτήματος VI και συνέβησαν στο έδαφός τους. Παρέχουν στην Επιτροπή τα ακόλουθα στοιχεία:
α) |
το κράτος μέλος, την ονομασία και τη διεύθυνση της αρχής που είναι υπεύθυνη για την έκθεση· |
β) |
την ημερομηνία, την ώρα και τον τόπο του ατυχήματος, καθώς και την πλήρη ονομασία του φορέα εκμετάλλευσης και τη διεύθυνση της συγκεκριμένης μονάδας· |
γ) |
σύντομη περιγραφή των περιστάσεων του ατυχήματος, με μνεία των ενεχόμενων επικινδύνων ουσιών, και τις άμεσες επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον· |
δ) |
σύντομη περιγραφή των ληφθέντων μέτρων έκτακτης ανάγκης και των απαραίτητων άμεσων προφυλάξεων για την αποφυγή επανάληψης του ατυχήματος· |
ε) |
τα αποτελέσματα της ανάλυσης που διεξήγαγαν και τις σχετικές συστάσεις. |
2. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου παρέχονται το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός ενός έτους από την ημερομηνία του ατυχήματος, χρησιμοποιώντας τη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 4. Όταν μέσα στη συγκεκριμένη προθεσμία είναι δυνατή μόνο η παροχή προκαταρκτικών πληροφοριών σύμφωνα με το στοιχείο ε) της παραγράφου 1 για περίληψη στη βάση δεδομένων, οι πληροφορίες πρέπει να επικαιροποιηθούν όταν θα είναι διαθέσιμα τα αποτελέσματα της περαιτέρω ανάλυσης και θα έχουν γίνει συστάσεις.
Η υποβολή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) από τα κράτη μέλη επιτρέπεται να καθυστερήσει προκειμένου να καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση των νομικών διαδικασιών, οσάκις η εν λόγω υποβολή πληροφοριών ενδέχεται να επηρεάσει τις εν λόγω διαδικασίες.
3. Για τους σκοπούς της παροχής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου από τα κράτη μέλη, καταρτίζεται, με εκτελεστικές πράξεις, σχετικό έντυπο υποβολής στοιχείων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 27 παράγραφος 2.
4. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στη Επιτροπή την ονομασία και τη διεύθυνση κάθε οργανισμού ο οποίος ενδεχομένως διαθέτει πληροφορίες για μεγάλα ατυχήματα και είναι σε θέση να συμβουλεύσει τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που πρέπει να επέμβουν σε περίπτωση τέτοιου ατυχήματος.
Άρθρο 19
Απαγόρευση λειτουργίας
1. Τα κράτη μέλη απαγορεύουν τη λειτουργία ή την έναρξη λειτουργίας μονάδας, εγκατάστασης ή αποθήκης, ή τμήματός τους, εάν τα μέτρα που έλαβε ο φορέας εκμετάλλευσης με σκοπό για την πρόληψη ή τον μετριασμό των κινδύνων μεγάλου ατυχήματος είναι σαφώς ανεπαρκή. Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη λαμβάνουν μεταξύ άλλων υπόψη σοβαρών παραλείψεων όσον αφορά τη λήψη των αναγκαίων μέτρων που προσδιορίζονται στην έκθεση της επιθεώρησης.
Τα κράτη μέλη δύνανται να απαγορεύουν τη λειτουργία ή την έναρξη λειτουργίας μονάδας, εγκατάστασης ή αποθήκης, ή τμήματός τους, εάν ο φορέας εκμετάλλευσης δεν έχει υποβάλει εμπροθέσμως την κοινοποίηση, τις εκθέσεις ή τις λοιπές πληροφορίες που απαιτούνται βάσει της παρούσας οδηγίας.
2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι φορείς εκμετάλλευσης να έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν ενώπιον αρμόδιου σώματος οριζόμενου από την εθνική νομοθεσία και διαδικασίες, κατά της απόφασης απαγόρευσης την οποία λαμβάνει αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 1.
Άρθρο 20
Επιθεωρήσεις
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να οργανώνουν σύστημα επιθεωρήσεων.
2. Οι επιθεωρήσεις αρμόζουν στον τύπο της συγκεκριμένης μονάδας. Δεν εξαρτώνται από την παραλαβή της έκθεσης ασφαλείας ή άλλων εκθέσεων. Οι επιθεωρήσεις επαρκούν για την προγραμματισμένη και συστηματική εξέταση των τεχνικών, οργανωτικών και διοικητικών συστημάτων που εφαρμόζονται στη μονάδα, ώστε να εξασφαλίζεται ιδίως ότι:
α) |
ο φορέας εκμετάλλευσης είναι δυνατόν να αποδείξει ότι, για τις δραστηριότητες που ασκούνται στη μονάδα, έχει λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα για την πρόληψη κάθε μεγάλου ατυχήματος· |
β) |
ο φορέας εκμετάλλευσης είναι δυνατόν να αποδείξει ότι έχει προβλέψει ενδεδειγμένα μέσα για τον περιορισμό των συνεπειών μεγάλων ατυχημάτων, εντός και εκτός του χώρου της μονάδας του· |
γ) |
τα δεδομένα και οι πληροφορίες που περιέχει η έκθεση ασφαλείας, ή άλλη υποβαλλόμενη έκθεση, αποτυπώνουν πιστά τις συνθήκες στη μονάδα· |
δ) |
παρέχονται στο κοινό οι πληροφορίες κατά το άρθρο 14. |
3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλες οι μονάδες να καλύπτονται από σχέδιο επιθεωρήσεων σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο και να διασφαλίζεται ότι αυτό το σχέδιο επανεξετάζεται τακτικά και, κατά περίπτωση, επικαιροποιείται.
Κάθε σχέδιο επιθεωρήσεων περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
α) |
γενική εκτίμηση των σημαντικών ζητημάτων ασφαλείας· |
β) |
τη γεωγραφική περιοχή που καλύπτει το σχέδιο επιθεωρήσεων· |
γ) |
κατάλογο των μονάδων που καλύπτει το σχέδιο· |
δ) |
κατάλογο των μονάδων με πιθανά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα σύμφωνα με το άρθρο 9· |
ε) |
κατάλογο των μονάδων όπου ιδιαίτερη εξωτερική επικινδυνότητα ή πηγές κινδύνου θα ήταν δυνατόν να αυξήσουν την επικινδυνότητα ή τις συνέπειες μεγάλου ατυχήματος· |
στ) |
διαδικασίες τακτικών επιθεωρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων τέτοιων επιθεωρήσεων σύμφωνα με την παράγραφο 4· |
ζ) |
διαδικασίες για τις έκτακτες επιθεωρήσεις κατά την παράγραφο 6· |
η) |
διατάξεις σχετικά με τη συνεργασία των διαφορετικών αρχών επιθεώρησης. |
4. Με βάση τα σχέδια επιθεωρήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3, η αρμόδια αρχή καταρτίζει, σε τακτά διαστήματα, προγράμματα τακτικών επιθεωρήσεων για όλες τις μονάδες, συμπεριλαμβανομένης της συχνότητας των επισκέψεων χώρων για τους διαφορετικούς τύπους μονάδων.
Το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών επισκέψεων χώρων δεν υπερβαίνει το ένα έτος για μονάδες ανώτερης βαθμίδας και τα τρία έτη για μονάδες κατώτερης βαθμίδας, εκτός αν η αρμόδια αρχή έχει καταρτίσει πρόγραμμα επιθεωρήσεων με βάση συστηματική εκτίμηση των κινδύνων μεγάλου ατυχήματος στις αντίστοιχες μονάδες.
5. Η συστηματική εκτίμηση των κινδύνων των αντίστοιχων μονάδων βασίζεται τουλάχιστον στα ακόλουθα κριτήρια:
α) |
στις πιθανές επιπτώσεις των συγκεκριμένων μονάδων στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον· |
β) |
στο ιστορικό της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. |
Ανάλογα με την περίπτωση, λαμβάνονται επίσης υπόψη τα σχετικά ευρήματα των επιθεωρήσεων στο πλαίσιο άλλης νομοθεσίας της Ένωσης.
6. Οι έκτακτες επιθεωρήσεις διενεργούνται, το ταχύτερο δυνατόν, για τη διερεύνηση σοβαρών καταγγελιών, μεγάλων ατυχημάτων και «παρ’ ολίγον» ατυχημάτων, περιστατικών και περιπτώσεων μη συμμόρφωσης.
7. Εντός τεσσάρων μηνών μετά από κάθε επιθεώρηση, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στον φορέα της εκμετάλλευσης τα συμπεράσματα της επιθεώρησης και όλα τα μέτρα που κρίνει αναγκαία. Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης λαμβάνει όλα τα αναγκαία εκείνα μέτρα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την παραλαβή της κοινοποίησης.
8. Εάν στο πλαίσιο επιθεώρησης διαπιστωθεί σημαντική περίπτωση μη συμμόρφωσης με την παρούσα οδηγία, διενεργείται πρόσθετη επιθεώρηση εντός έξι μηνών.
9. Οι επιθεωρήσεις συντονίζονται, στο μέτρο του δυνατού, και συνδυάζονται, κατά περίπτωση, με τις επιθεωρήσεις στο πλαίσιο άλλης νομοθεσίας της Ένωσης.
10. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τις αρμόδιες αρχές να παρέχουν τους μηχανισμούς και τα εργαλεία για την ανταλλαγή πείρας και την εμπέδωση των γνώσεων, και να συμμετέχουν σε τέτοιους μηχανισμούς σε επίπεδο Ένωσης, όπου ενδείκνυται.
11. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι φορείς εκμετάλλευσης να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές κάθε αναγκαία βοήθεια για να διευκολύνουν τις τελευταίες να διενεργούν επιθεωρήσεις και να συγκεντρώνουν όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες προκειμένου να εκτελούν τα καθήκοντά τους για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, συγκεκριμένα για να μπορεί η αρχή να εκτιμά πλήρως την πιθανότητα μεγάλου ατυχήματος και να προσδιορίζει την έκταση ενδεχόμενης αυξημένης πιθανότητας ή βαρύτερων μεγάλων ατυχημάτων, να καταρτίζει εξωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης και να λαμβάνει υπόψη ουσίες που ενδέχεται να χρειάζονται ειδική προσοχή λόγω της φυσικής μορφής, των ιδιαίτερων συνθηκών ή της θέσης τους.
Άρθρο 21
Σύστημα και ανταλλαγές πληροφοριών
1. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τις πείρα που απέκτησαν όσον αφορά την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων και τον περιορισμό των συνεπειών τους. Οι πληροφορίες αφορούν κυρίως τη λειτουργικότητα των μέτρων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.
2. Έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2019 και στη συνέχεια ανά τετραετία, τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.
3. Για τις μονάδες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) |
το όνομα ή την εμπορική επωνυμία του φορέα εκμετάλλευσης και την πλήρη διεύθυνση της σχετικής μονάδας· |
β) |
τη δραστηριότητα ή τις δραστηριότητες της μονάδας. |
Η Επιτροπή συγκροτεί και επικαιροποιεί βάση δεδομένων η οποία περιέχει τις πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη. Πρόσβαση στη βάση δεδομένων έχουν μόνο πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την Επιτροπή ή τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.
4. Η Επιτροπή συγκροτεί και τηρεί στη διάθεση των κρατών μελών βάση δεδομένων που περιέχει, ιδίως, λεπτομερή στοιχεία για τα μεγάλα ατυχήματα τα οποία συνέβησαν στο έδαφος των κρατών μελών, με στόχο:
α) |
την ταχεία διάδοση σε όλες τις αρμόδιες αρχές των πληροφοριών που παρέχονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφοι 1 και 2· |
β) |
τη γνωστοποίηση στις αρμόδιες αρχές της ανάλυσης των αιτίων μεγάλων ατυχημάτων και των σχετικών διδαγμάτων που αποκομίσθηκαν· |
γ) |
την ενημέρωση των αρμόδιων αρχών σχετικά με τα προληπτικά μέτρα· |
δ) |
την παροχή πληροφοριών σχετικά με τους οργανισμούς που είναι σε θέση να παρέχουν συμβουλές ή σχετικές πληροφορίες όσον αφορά τα περιστατικά και την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων και τον μετριασμό των συνεπειών τους. |
5. Η Επιτροπή πρέπει, έως την 1η Ιανουαρίου 2015, να έχει θεσπίσει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των εντύπων διαβίβασης των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου από τα κράτη μέλη και τις σχετικές βάσεις δεδομένων που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 27 παράγραφος 2.
6. Η βάση δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 4 περιλαμβάνει τουλάχιστον:
α) |
τις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφοι 1 και 2· |
β) |
την ανάλυση των αιτίων των ατυχημάτων· |
γ) |
τα διδάγματα που αποκομίσθηκαν από τα ατυχήματα· |
δ) |
τα προληπτικά μέτρα που είναι αναγκαία για να μην επαναληφθούν τα ατυχήματα. |
7. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί όσα δεδομένα δεν είναι εμπιστευτικού χαρακτήρα.
Άρθρο 22
Πρόσβαση στις πληροφορίες και εμπιστευτικότητα
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υποχρεούται η αρμόδια αρχή, για λόγους διαφάνειας, να θέτει στη διάθεση κάθε αιτούντος φυσικού ή νομικού προσώπου που το ζητεί σύμφωνα με την οδηγία 2003/4/ΕΚ οποιεσδήποτε πληροφορίες τηρεί κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.
2. Η αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί ή να περιορίσει τη διάθεση οποιαδήποτε πληροφορίας που ζητείται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων και δυνάμει του άρθρου 14, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2003/4/ΕΚ.
3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, η εν λόγω αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί τη διάθεση όλων των πληροφοριών τις οποίες τηρεί κατά το άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ), στην περίπτωση που ο φορέας εκμετάλλευσης έχει ζητήσει να μην δημοσιοποιηθούν ορισμένα τμήματα της έκθεσης ασφαλείας ή του καταλόγου επικίνδυνων ουσιών, για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2003/4/ΕΚ.
Για τους ίδιους λόγους, η αρμόδια αρχή δύναται επίσης να αποφασίσει να μην δημοσιοποιηθούν ορισμένα τμήματα της έκθεσης ή του καταλόγου. Στις περιπτώσεις αυτές, κατόπιν έγκρισης από την εν λόγω αρχή, ο φορέας εκμετάλλευσης παρέχει στην αρμόδια αρχή έκθεση ή κατάλογο που έχει τροποποιηθεί με αφαίρεση των εν λόγω τμημάτων.
Άρθρο 23
Πρόσβαση στη δικαιοσύνη
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:
α) |
οι αιτούντες που ζητούν πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχείο β) ή γ) ή το άρθρο 22 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας έχουν δικαίωμα προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/4/ΕΚ κατά πράξεων ή παραλείψεων της αρμόδιας αρχής σε σχέση με το αίτημά τους· |
β) |
το εθνικό νομικό σύστημά τους να παρέχει στο ενδιαφερόμενο κοινό πρόσβαση στις διαδικασίες προσφυγής που ορίζονται στο άρθρο 11 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ για τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 15 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας. |
Άρθρο 24
Κατευθυντήριες γραμμές
Η Επιτροπή μπορεί να αναπτύσσει κατευθυντήριες γραμμές για την απόσταση ασφαλείας και τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.
Άρθρο 25
Τροποποίηση των παραρτημάτων
Εκχωρείται στην Επιτροπή εξουσία για τη θέσπιση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 26 για την προσαρμογή των παραρτημάτων II έως VI στην τεχνική πρόοδο. Οι προσαρμογές αυτές δεν πρέπει να επιφέρουν ουσιαστικές τροποποιήσεις όσον αφορά τις υποχρεώσεις των κρατών μελών και των φορέων εκμετάλλευσης όπως ορίζονται στην παρούσα οδηγία.
Άρθρο 26
Άσκηση της εξουσιοδότησης
1. Εκχωρείται στην Επιτροπή εξουσία για τη θέσπιση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.
2. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 25 για διάστημα πέντε ετών, από τις 13 Αυγούστου 2012. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με την ανάθεση της εξουσίας όχι αργότερα από εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εκφράσει αντιρρήσεις για αυτήν την παράταση, το αργότερο τέσσερεις μήνες πριν από τέλος κάθε περιόδου.
3. Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 25 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης θέτει τέρμα στην εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται στις διατάξεις της. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ.
4. Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.
5. Κάθε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 25 τίθεται σε ισχύ μόνο αν δεν έχουν εκφραστεί αντιρρήσεις γι’ αυτήν ούτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε από το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μην εκφράσουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.
Άρθρο 27
Διαδικασία επιτροπής
1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που συστάθηκε με την οδηγία 96/82/ΕΚ. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
2. Όποτε γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
Άρθρο 28
Κυρώσεις
Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Οι επιβαλλόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή έως την 1η Ιουνίου 2015 και της γνωστοποιούν αμέσως κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.
Άρθρο 29
Υποβολή εκθέσεων και επανεξέταση
1. Με βάση τις πληροφορίες που υποβάλλουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 18 και το άρθρο 21 παράγραφος 2 και τα στοιχεία που διατηρούνται σε βάσεις δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφοι 3 και 4 και λαμβάνοντας υπόψη την εφαρμογή του άρθρου 4, η Επιτροπή υποβάλλει έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2020 και στη συνέχεια ανά τετραετία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και την αποτελεσματική λειτουργία της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών για τα μεγάλα ατυχήματα που έχουν σημειωθεί στο έδαφος της Ένωσης και τις πιθανές επιπτώσεις τους στην αποτελεσματική λειτουργία της παρούσας οδηγίας. Στην πρώτη από τις εν λόγω εκθέσεις, η Επιτροπή περιλαμβάνει αξιολόγηση της ανάγκης να τροποποιηθεί το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Η έκθεση αυτή μπορεί, όταν είναι σκόπιμο, να συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση.
2. Στο πλαίσιο της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας, η Επιτροπή μπορεί να εξετάσει την ανάγκη να αντιμετωπιστεί το θέμα της οικονομικής ευθύνης του φορέα εκμετάλλευσης σε σχέση με μεγάλα ατυχήματα, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών ζητημάτων.
Άρθρο 30
Τροποποίηση της οδηγίας 96/82/ΕΚ
Στην οδηγία 96/82/ΕΚ, στον τίτλο «Πετρελαϊκά προϊόντα» του μέρους Ι του παραρτήματος Ι προστίθενται οι λέξεις «δ) βαρύ μαζούτ».
Άρθρο 31
Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο
1. Έως την 31η Μαΐου 2015, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από την 1η Ιουνίου 2015.
Κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς το άρθρο 30 της παρούσας οδηγίας, έως τις 14 Φεβρουαρίου 2014. Εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από τις 15 Φεβρουαρίου 2014.
Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.
Οι διατάξεις, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, παραπέμπουν στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.
2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 32
Κατάργηση
1. Η οδηγία 96/82/ΕΚ καταργείται από την 1η Ιουνίου 2015.
2. Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία ερμηνεύονται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος VII.
Άρθρο 33
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 34
Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Στρασβούργο, 4 Ιουλίου 2012.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
M. SCHULZ
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
Α. Δ. ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ
(1) ΕΕ C 248 της 25.8.2011, σ. 138.
(2) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Ιουνίου 2012 και απόφαση του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2012.
(3) ΕΕ L 10 της 14.1.1997, σ. 13.
(4) ΕΕ L 326 της 3.12.1998, σ. 1.
(5) ΕΕ L 183 της 29.6.1989, σ. 1.
(6) ΕΕ 196 της 16.8.1967, σ. 1.
(7) ΕΕ L 200 της 30.7.1999, σ. 1.
(8) ΕΕ L 353 της 31.12.2008, σ. 1.
(9) ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 56.
(10) ΕΕ L 124 της 17.5.2005, σ. 1.
(11) ΕΕ L 108 της 25.4.2007, σ. 1.
(12) ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 17.
(13) ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.
(14) ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.
(15) ΕΕ L 26 της 28.1.2012, σ. 1.
(16) ΕΕ L 197 της 21.7.2001, σ. 30.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΩΝ
Παράρτημα Ι |
— |
Επικίνδυνες ουσίες |
Παράρτημα ΙΙ |
— |
Δεδομένα και πληροφορίες που πρέπει τουλάχιστον να αφορά η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 έκθεση ασφάλειας |
Παράρτημα ΙΙΙ |
— |
Πληροφορίες κατά το άρθρο 8 παράγραφος 5 και το άρθρο 10 που αφορούν το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και την οργάνωση της μονάδας με σκοπό την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων |
Παράρτημα IV |
— |
Δεδομένα και πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στα σχέδια έκτακτης ανάγκης που προβλέπονται στο άρθρο 12 |
Παράρτημα V |
— |
Πληροφοριακά στοιχεία που πρέπει να γνωστοποιούνται στο κοινό κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 παράγραφος 1 και του άρθρου 14 παράγραφος 2 στοιχείο α) |
Παράρτημα VI |
— |
Κριτήρια για την προβλεπόμενη στο άρθρο 18 παράγραφος 1 κοινοποίηση μεγάλου ατυχήματος στην Επιτροπή |
Παράρτημα VII |
— |
Πίνακας αντιστοιχίας |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΟΥΣΙΕΣ
Οι επικίνδυνες ουσίες που εμπίπτουν στις κατηγορίες κινδύνου που απαριθμούνται στη στήλη 1 του μέρους 1 του παρόντος παραρτήματος υπόκεινται στις οριακές ποσότητες που καθορίζονται στις στήλες 2 και 3 του μέρος 1.
Όταν μια επικίνδυνη ουσία εμπίπτει στο μέρος 1 του παρόντος παραρτήματος και απαριθμείται επίσης στο μέρος 2, εφαρμόζονται οι οριακές ποσότητες που καθορίζονται στις στήλες 2 και 3 του μέρος 2.
ΜΕΡΟΣ 1
Κατηγορίες επικίνδυνων ουσιών
Το παρόν μέρος καλύπτει όλες τις επικίνδυνες ουσίες που εμπίπτουν στις κατηγορίες κινδύνου που απαριθμούνται στη στήλη 1:
Στήλη 1 |
Στήλη 2 |
Στήλη 3 |
||||||
Κατηγορίες κινδύνου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 |
Οριακή ποσότητα (τόνοι) επικίνδυνων ουσιών όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 10 για την εφαρμογή των |
|||||||
Απαιτήσεων κατώτερης βαθμίδας |
Απαιτήσεων ανώτερης βαθμίδας |
|||||||
Τμήμα «Η» — ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ |
||||||||
H1 ΟΞΕΙΑΣ ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑΣ Κατηγορίας 1, όλες οι οδοί έκθεσης |
5 |
20 |
||||||
H2 ΟΞΕΙΑΣ ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑΣ
|
50 |
200 |
||||||
H3 ΕΙΔΙΚΗ ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΑ ΟΡΓΑΝΑ-ΣΤΟΧΟΥΣ (STOT) ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΦΑΠΑΞ ΕΚΘΕΣΗ STOT ΕΕ Κατηγορία 1 |
50 |
200 |
||||||
Τμήμα «P» - ΦΥΣΙΚΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ |
||||||||
P1α ΕΚΡΗΚΤΙΚΕΣ (βλέπε σημείωση 8)
|
10 |
50 |
||||||
P1β ΕΚΡΗΚΤΙΚΕΣ (βλέπε σημείωση 8) Εκρηκτικές, διαίρεση 1.4 (βλέπε σημείωση 10) |
50 |
200 |
||||||
P2 ΕΥΦΛΕΚΤΑ ΑΕΡΙΑ Εύφλεκτα αέρια, κατηγορίας 1 ή 2 |
10 |
50 |
||||||
P3α ΕΥΦΛΕΚΤΑ ΑΕΡΟΛΥΜΑΤΑ (βλέπε σημείωση 11.1) «Εύφλεκτα» αερολύματα κατηγορίας 1 ή 2, τα οποία περιέχουν εύφλεκτα αέρια κατηγορίας 1 ή 2 ή εύφλεκτα υγρά κατηγορίας 1 |
150 (καθαρό) |
500 (καθαρό) |
||||||
P3β ΕΥΦΛΕΚΤΑ ΑΕΡΟΛΥΜΑΤΑ (βλέπε σημείωση 11.1) «Εύφλεκτα» αερολύματα κατηγορίας 1 ή 2, τα οποία δεν περιέχουν εύφλεκτα αέρια κατηγορίας 1 ή 2 ή εύφλεκτα υγρά κατηγορίας 1 (βλέπε σημείωση 11.2) |
5 000 (καθαρό) |
50 000 (καθαρό) |
||||||
P4 ΟΞΕΙΔΩΤΙΚΑ ΑΕΡΙΑ Οξειδωτικά αέρια, κατηγορίας 1 |
50 |
200 |
||||||
P5α ΕΥΦΛΕΚΤΑ ΥΓΡΑ
|
10 |
50 |
||||||
P5β ΕΥΦΛΕΚΤΑ ΥΓΡΑ
|
50 |
200 |
||||||
P5γ ΕΥΦΛΕΚΤΑ ΥΓΡΑ Εύφλεκτα υγρά, κατηγορίας 2 ή 3 που δεν καλύπτονται από τις P5α και P5β |
5 000 |
50 000 |
||||||
P6α ΑΥΤΟΑΝΤΙΔΡΩΣΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΙΓΜΑΤΑ και ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΥΠΕΡΟΞΕΙΔΙΑ Αυτοαντιδρώσες ουσίες και μείγματα, τύπου Α ή Β ή οργανικά υπεροξείδια, τύπου Α ή Β |
10 |
50 |
||||||
P6β ΑΥΤΟΑΝΤΙΔΡΩΣΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΙΓΜΑΤΑ και ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΥΠΕΡΟΞΕΙΔΙΑ Αυτοαντιδρώσες ουσίες και μείγματα, τύπου C, D, E ή F ή οργανικά υπεροξείδια, τύπου C, D, E ή F |
50 |
200 |
||||||
P7 ΠΥΡΟΦΟΡΙΚΑ ΥΓΡΑ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΑ
|
50 |
200 |
||||||
P8 ΟΞΕΙΔΩΤΙΚΑ ΥΓΡΑ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΑ
|
50 |
200 |
||||||
Τμήμα «E» ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ |
||||||||
Ε1 Επικίνδυνο για το υδάτινο περιβάλλον, κατηγορίας οξέος κινδύνου 1 ή χρόνιου κινδύνου 1 |
100 |
200 |
||||||
Ε2 Επικίνδυνο για το υδάτινο περιβάλλον, κατηγορίας χρόνιου κινδύνου 2 |
200 |
500 |
||||||
Τμήμα «O» ΑΛΛΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ |
||||||||
O1 Ουσίες ή μείγματα με δήλωση κινδύνου EUH014 |
100 |
500 |
||||||
O2 Ουσίες και μείγματα τα οποία, σε επαφή με το νερό, εκλύουν εύφλεκτα αέρια, κατηγορίας 1 |
100 |
500 |
||||||
O3 Ουσίες ή μείγματα με δήλωση κινδύνου EUH029 |
50 |
200 |
ΜΕΡΟΣ 2
Κατονομαζόμενες επικίνδυνες ουσίες
Στήλη 1 |
Αριθμός CAS (1) |
Στήλη 2 |
Στήλη 3 |
||||||||||||
|
Οριακή ποσότητα (τόνοι) για την εφαρμογή των |
||||||||||||||
Επικίνδυνες ουσίες |
|||||||||||||||
|
|
απαιτήσεων κατώτερης βαθμίδας |
απαιτήσεων ανώτερης βαθμίδας |
||||||||||||
|
— |
5 000 |
10 000 |
||||||||||||
|
— |
1 250 |
5 000 |
||||||||||||
|
— |
350 |
2 500 |
||||||||||||
|
— |
10 |
50 |
||||||||||||
|
— |
5 000 |
10 000 |
||||||||||||
|
— |
1 250 |
5 000 |
||||||||||||
|
1303-28-2 |
1 |
2 |
||||||||||||
|
1327-53-3 |
|
0,1 |
||||||||||||
|
7726-95-6 |
20 |
100 |
||||||||||||
|
7782-50-5 |
10 |
25 |
||||||||||||
|
— |
|
1 |
||||||||||||
|
151-56-4 |
10 |
20 |
||||||||||||
|
7782-41-4 |
10 |
20 |
||||||||||||
|
50-00-0 |
5 |
50 |
||||||||||||
|
1333-74-0 |
5 |
50 |
||||||||||||
|
7647-01-0 |
25 |
250 |
||||||||||||
|
— |
5 |
50 |
||||||||||||
|
— |
50 |
200 |
||||||||||||
|
74-86-2 |
5 |
50 |
||||||||||||
|
75-21-8 |
5 |
50 |
||||||||||||
|
75-56-9 |
5 |
50 |
||||||||||||
|
67-56-1 |
500 |
5 000 |
||||||||||||
|
101-14-4 |
|
0,01 |
||||||||||||
|
624-83-9 |
|
0,15 |
||||||||||||
|
7782-44-7 |
200 |
2 000 |
||||||||||||
|
584-84-9 |
10 |
100 |
||||||||||||
2,6 Διισοκυανικό τολουόλιο |
91-08-7 |
||||||||||||||
|
75-44-5 |
0,3 |
0,75 |
||||||||||||
|
7784-42-1 |
0,2 |
1 |
||||||||||||
|
7803-51-2 |
0,2 |
1 |
||||||||||||
|
10545-99-0 |
|
1 |
||||||||||||
|
7446-11-9 |
15 |
75 |
||||||||||||
|
— |
|
0,001 |
||||||||||||
|
— |
0,5 |
2 |
||||||||||||
|
— |
2 500 |
25 000 |
||||||||||||
|
7664-41-7 |
50 |
200 |
||||||||||||
|
7637-07-2 |
5 |
20 |
||||||||||||
|
7783-06-4 |
5 |
20 |
||||||||||||
|
110-89-4 |
50 |
200 |
||||||||||||
|
3030-47-5 |
50 |
200 |
||||||||||||
|
5397-31-9 |
50 |
200 |
||||||||||||
|
|
200 |
500 |
||||||||||||
|
107-10-8 |
500 |
2 000 |
||||||||||||
|
1663-39-4 |
200 |
500 |
||||||||||||
|
16529-56-9 |
500 |
2 000 |
||||||||||||
|
533-74-4 |
100 |
200 |
||||||||||||
|
96-33-3 |
500 |
2 000 |
||||||||||||
|
108-99-6 |
500 |
2 000 |
||||||||||||
|
109-70-6 |
500 |
2 000 |
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
1. |
Οι ουσίες και τα μείγματα ταξινομούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008. |
2. |
Τα μείγματα αντιμετωπίζονται όπως οι καθαρές ουσίες, υπό τον όρο ότι παραμένουν εντός των ορίων συγκέντρωσης τα οποία καθορίζονται, ανάλογα με τις ιδιότητές τους, στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 ή στην τελευταία προσαρμογή του στην τεχνική πρόοδο, εκτός εάν δίδεται ειδικά ποσοστιαία σύνθεση ή άλλη περιγραφή. |
3. |
Οι οριακές ποσότητες που ορίζονται ανωτέρω αναφέρονται σε κάθε μονάδα.
Οι ποσότητες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή των σχετικών άρθρων είναι σε μέγιστες ποσότητες οι οποίες ευρίσκονται ή μπορεί να ευρεθούν οποιαδήποτε στιγμή. Οι επικίνδυνες ουσίες που υπάρχουν σε μονάδα μόνο σε ποσότητες το πολύ ίσες προς το 2 % της σχετικής οριακής ποσότητας δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής υπάρχουσας ποσότητας εφόσον βρίσκονται σε τέτοιο σημείο της μονάδας, ώστε να μην μπορούν να αποτελέσουν το έναυσμα μεγάλου ατυχήματος σε άλλο σημείο στην εν λόγω μονάδα. |
4. |
Κατά περίπτωση, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες που διέπουν το άθροισμα επικίνδυνων ουσιών ή κατηγοριών επικίνδυνων ουσιών:
Εάν σε μονάδα δεν υπάρχει μεμονωμένη επικίνδυνη ουσία σε ποσότητα ίση ή μεγαλύτερη των αντίστοιχων οριακών ποσοτήτων, εφαρμόζεται ο ακόλουθος κανόνας προκειμένου να προσδιορισθεί κατά πόσον η μονάδα καλύπτεται από τις αντίστοιχες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις μονάδες ανώτερης βαθμίδας όταν το άθροισμα: q1/QU1 + q2/QU2 + q3/QU3 + q4/QU4 + q5/QU5 + … είναι μεγαλύτερο από ή ίσο με 1, όπου qx = η ποσότητα της επικίνδυνης ουσίας x (ή της κατηγορίας επικίνδυνων ουσιών) που εμπίπτει στο μέρος 1 ή στο μέρος 2 του παρόντος παραρτήματος, και QUX = η αντίστοιχη οριακή ποσότητα για την επικίνδυνη ουσία ή την κατηγορία x από τη στήλη 3 του μέρους 1 ή από τη στήλη 3 του μέρους 2 του παρόντος παραρτήματος. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται για τις μονάδες κατώτερης βαθμίδας όταν το άθροισμα: q1/QL1 + q2/QL2 + q3/QL3 + q4/QL4 + q5/QL5 + … είναι μεγαλύτερο από ή ίσο με 1, όπου qx = η ποσότητα της επικίνδυνης ουσίας x (ή της κατηγορίας επικίνδυνων ουσιών) που εμπίπτει στο μέρος 1 ή στο μέρος 2 του παρόντος παραρτήματος, και QLX = η αντίστοιχη οριακή ποσότητα για την επικίνδυνη ουσία ή την κατηγορία x από τη στήλη 2 του μέρους 1 ή από τη στήλη 2 του μέρους 2 του παρόντος παραρτήματος. Ο κανόνας αυτός χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των κινδύνων για την υγεία, των κινδύνων λόγω φυσικοχημικών ιδιοτήτων των ουσιών και των κινδύνων για το περιβάλλον. Κατά συνέπεια, πρέπει να εφαρμόζεται τρεις φορές:
Οι σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται όταν οποιοδήποτε από τα ως άνω αθροίσματα α), β) ή γ) είναι μεγαλύτερο ή ίσο του 1. |
5. |
Στην περίπτωση επικίνδυνων ουσιών που δεν εμπίπτουν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008, συμπεριλαμβανομένων των αποβλήτων, τα οποία εντούτοις υπάρχουν, ή ενδέχεται να υπάρχουν, σε μονάδα και που εμφανίζουν, ή ενδέχεται να εμφανίσουν, υπό τις συνθήκες που επικρατούν στη μονάδα, ισοδύναμες ιδιότητες όσον αφορά τη δυνατότητα πρόκλησης μεγάλων ατυχημάτων, τα εν λόγω ουσίες και μείγματα κατατάσσονται προσωρινά στην παρεμφερέστερη κατηγορία ή κατονομαζόμενη επικίνδυνη ουσία η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. |
6. |
Στην περίπτωση επικίνδυνων ουσιών με ιδιότητες που επιτρέπουν ταξινόμηση σε περισσότερες της μιας κατηγορίες, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι χαμηλότερες οριακές ποσότητες. Ωστόσο, για την εφαρμογή του κανόνα κατά τη σημείωση 4 θα χρησιμοποιείται η οριακή ποσότητα για κάθε ομάδα κατηγοριών των στοιχείων α), β) και γ) της σημείωσης 4, που αντιστοιχεί στη σχετική ταξινόμηση. |
7. |
Οι επικίνδυνες ουσίες που εμπίπτουν στην οξείας τοξικότητας κατηγορία 3 με έκθεση διά του στόματος (H 301) εμπίπτουν στην καταχώριση H2 Οξείας τοξικότητας στις περιπτώσεις όπου δεν προκύπτει οξεία τοξικότητα ούτε διά της εισπνοής ούτε διά του δέρματος, για παράδειγμα λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων για την τοξικότητα σε έκθεση διά της εισπνοής ή διά του δέρματος. |
8. |
Στην τάξη κινδύνου «εκρηκτικά» περιλαμβάνονται τα εκρηκτικά αντικείμενα [βλέπε παράρτημα 1 ενότητα 2.1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008]. Εάν είναι γνωστή η ποσότητα της εκρηκτικής ουσίας ή του εκρηκτικού μείγματος που περιέχει το αντικείμενο, είναι η ποσότητα που λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Εάν δεν είναι γνωστή η ποσότητα της εκρηκτικής ουσίας ή του εκρηκτικού μείγματος που περιέχει το αντικείμενο, ολόκληρο το αντικείμενο θεωρείται εκρηκτική ουσία για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. |
9. |
Δοκιμές για τις εκρηκτικές ιδιότητες των ουσιών και των μειγμάτων είναι απαραίτητες μόνον εάν η διαδικασία ελέγχου σύμφωνα με το προσάρτημα 6 μέρος 3 στις συστάσεις των Ηνωμένων Εθνών για τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων (Εγχειρίδιο Δοκιμών και Κριτηρίων του ΟΗΕ) (2) προσδιορίζει την ουσία ή το μείγμα ως δυνητικά ενέχουσα εκρηκτικές ιδιότητες. |
10. |
Αν τα εκρηκτικά της διαίρεσης 1.4 έχουν αποσυσκευαστεί ή επανασυσκευαστεί, υπάγονται στην κατηγορία P1α, εκτός εάν προκύπτει ότι ο κίνδυνος εξακολουθεί να αντιστοιχεί στην διαίρεση 1.4 σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008. |
11.1. |
Τα εύφλεκτα αερολύματα ταξινομούνται σύμφωνα με την οδηγία 75/324/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατών μελών των αναφερομένων στις συσκευές αερολυμάτων (3) (οδηγία συσκευών αερολυμάτων). Τα «Εξαιρετικά εύφλεκτα» και «Εύφλεκτα» αερολύματα κατά την οδηγία 75/324/ΕΟΚ αντιστοιχούν στα «Εύφλεκτα αερολύματα» κατηγορίας 1 ή 2 κατά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008. |
11.2. |
Προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αυτή η καταχώριση, πρέπει να τεκμηριώνεται ότι το δοχείο δεν περιέχει εύφλεκτο αέριο κατηγορίας 1 ή 2 ή δεν περιέχει εύφλεκτο υγρό κατηγορίας 1. |
12. |
Σύμφωνα με την παράγραφο 2.6.4.5 του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008, υγρά με σημείο ανάφλεξης άνω των 35 °C, δεν χρειάζεται να ταξινομούνται στην κατηγορία 3 εάν έχουν σημειωθεί αρνητικά αποτελέσματα κατά την εξέταση διατήρησης της καύσης L.2 μέρος III τμήμα 32 του εγχειριδίου δοκιμών και κριτηρίων του ΟΗΕ. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει υπό ιδιαίτερες συνθήκες, όπως υψηλή θερμοκρασία ή πίεση, και συνεπώς τα εν λόγω υγρά περιλαμβάνονται σε αυτήν την καταχώριση. |
13. |
Νιτρικό αμμώνιο (5 000 / 10 000): λιπάσματα ικανά για αυτοσυντηρούμενη αποσύνθεση
Ισχύει για τα σύνθετα λιπάσματα με βάση το νιτρικό αμμώνιο (το σύνθετο λίπασμα περιέχει νιτρικό αμμώνιο και φωσφορικά άλατα ή/και ανθρακικό κάλιο) τα οποία είναι ικανά για αυτοσυντηρούμενη αποσύνθεση σύμφωνα με τη δοκιμή σκάφης των ΗΕ (βλέπε Εγχειρίδιο Δοκιμών και Κριτηρίων του ΟΗΕ, μέρος ΙΙΙ εδάφιο 38.2) και των οποίων η περιεκτικότητα σε άζωτο που προκύπτει από το νιτρικό αμμώνιο είναι:
|
14. |
Νιτρικό αμμώνιο (1 250 / 5 000): τύπος χαρακτηρισμού λιπάσματος
Ισχύει για τα απλά λιπάσματα με βάση το νιτρικό αμμώνιο και τα σύνθετα λιπάσματα με βάση το νιτρικό αμμώνιο που πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος III-2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2003/2003 και των οποίων η περιεκτικότητα σε άζωτο που προκύπτει από το νιτρικό αμμώνιο είναι:
|
15. |
Νιτρικό αμμώνιο (350 / 2 500): τεχνική ποιότητα
Ισχύει για το νιτρικό αμμώνιο και τα μείγματα νιτρικού αμμωνίου των οποίων η περιεκτικότητα σε άζωτο που προκύπτει από το νιτρικό αμμώνιο είναι:
Ισχύει επίσης για υδατικά διαλύματα νιτρικού αμμωνίου στα οποία η συγκέντρωση νιτρικού αμμωνίου είναι άνω του 80 % κατά βάρος. |
16. |
Νιτρικό αμμώνιο (10 / 50): υλικό «εκτός προδιαγραφών» και λιπάσματα που δεν ανταποκρίνονται επιτυχώς στη δοκιμή εκρηκτικότητας
Ισχύει
|
17. Νιτρικό κάλιο (5 000/10 000)
Ισχύει για τα σύνθετα λιπάσματα με βάση το νιτρικό κάλιο υπό μορφή (βώλων/κόκκων) τα οποία έχουν το ίδιο επικίνδυνες ιδιότητες με το καθαρό νιτρικό κάλιο.
18. Νιτρικό κάλιο (1 250/5 000)
Ισχύει για τα σύνθετα λιπάσματα με βάση το νιτρικό κάλιο (υπό κρυσταλλική μορφή) τα οποία έχουν το ίδιο επικίνδυνες ιδιότητες με το καθαρό νιτρικό κάλιο.
19. Αναβαθμισμένο βιοαέριο
Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, το αναβαθμισμένο βιοαέριο μπορεί να ταξινομηθεί στην καταχώριση 18 του παραρτήματος Ι μέρος 2, αν έχει υποστεί επεξεργασία σύμφωνα με τα πρότυπα που εφαρμόζονται για το καθαρισμένο και αναβαθμισμένο βιοαέριο προκειμένου να εξασφαλιστεί ποιότητα εφάμιλλη με εκείνη του φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένης της περιεκτικότητας σε μεθάνιο, και αν η περιεκτικότητά του σε οξυγόνο δεν υπερβαίνει το 1 %.
20. Πολυχλωροδιβενζοφουράνια και πολυχλωροδιβενζοδιοξίνες
Οι ποσότητες πολυχλωροδιβενζοφουρανίων και πολυχλωροδιβενζοδιοξινών υπολογίζονται με τη χρήση των ακόλουθων συντελεστών:
WHO 2005 TEF |
|||
2,3,7,8-TCDD |
1 |
2,3,7,8-TCDF |
0,1 |
1,2,3,7,8-PeCDD |
1 |
2,3,4,7,8-PeCDF |
0,3 |
|
|
1,2,3,7,8-PeCDF |
0,03 |
|
|
|
|
1,2,3,4,7,8-HxCDD |
0,1 |
|
|
1,2,3,6,7,8-HxCDD |
0,1 |
1,2,3,4,7,8-HxCDF |
0,1 |
1,2,3,7,8,9-HxCDD |
0,1 |
1,2,3,7,8,9-HxCDF |
0,1 |
|
|
1,2,3,6,7,8-HxCDF |
0,1 |
1,2,3,4,6,7,8-HpCDD |
0,01 |
2,3,4,6,7,8-HxCDF |
0,1 |
|
|
|
|
OCDD |
0,0003 |
1,2,3,4,6,7,8-HpCDF |
0,01 |
|
|
1,2,3,4,7,8,9-HpCDF |
0,01 |
|
|
|
|
|
|
OCDF |
0,0003 |
(T = τετρα, Pe = πεντα, Hx = εξα, Hp = επτα, O = οκτα) |
|||
Παραπομπή - Van den Berg et al: The 2005 World Health Organization Re-evaluation of Human and Mammalian Toxic Equivalency Factors for Dioxins and Dioxin-like Compounds |
21. |
Στις περιπτώσεις όπου η συγκεκριμένη επικίνδυνη ουσία εμπίπτει στην κατηγορία P5α εύφλεκτων υγρών ή στην κατηγορία P5β εύφλεκτων υγρών, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται οι ελάχιστες οριακές ποσότητες. |
(1) Ο αριθμός CAS σημειώνεται μόνο ενδεικτικά.
(*1) Με την προϋπόθεση ότι το μείγμα, αν δεν περιείχε υποχλωριώδες νάτριο, θα περιλαμβανόταν στην κατηγορία 1 ως προς την υδάτινη τοξικότητα [H400].
(2) Πληρέστερη καθοδήγηση σχετικά με την απαλλαγή από τη δοκιμή περιλαμβάνεται στην περιγραφή της μεθόδου Α.14, βλέπε κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 440/2008 της Επιτροπής, της 30ής Μαΐου 2008, για τον καθορισμό των μεθόδων δοκιμής κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) (ΕΕ L 142 της 31.5.2008, σ. 1).
(3) ΕΕ L 147 της 9.6.1975, σ. 40.
(4) Περιεκτικότητα σε άζωτο 15,75 % κατά βάρος λόγω νιτρικού αμμωνίου αντιστοιχεί σε 45 % νιτρικό αμμώνιο.
(5) Περιεκτικότητα σε άζωτο 24,5 % κατά βάρος λόγω νιτρικού αμμωνίου αντιστοιχεί σε 70 % νιτρικό αμμώνιο.
(6) ΕΕ L 304 της 21.11.2003, σ. 1.
(7) Περιεκτικότητα σε άζωτο 28 % κατά βάρος λόγω νιτρικού αμμωνίου αντιστοιχεί σε 80 % νιτρικό αμμώνιο.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
Δεδομένα και πληροφορίες που πρέπει τουλάχιστον να αφορά η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 έκθεση ασφάλειας
1. |
Πληροφορίες σχετικά με το σύστημα διαχείρισης και την οργάνωση της μονάδας με σκοπό την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων.
Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να καλύπτουν τα στοιχεία που περιέχονται στο παράρτημα III. |
2. |
Παρουσίαση του περιβάλλοντος της μονάδας
|
3. |
Περιγραφή της εγκατάστασης:
|
4. |
Προσδιορισμός και ανάλυση επικινδυνότητας ατυχήματος και μέθοδοι πρόληψης:
|
5. |
Μέτρα προστασίας και παρέμβασης για τον περιορισμό των συνεπειών μεγάλου ατυχήματος:
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ
Πληροφορίες κατά το άρθρο 8 παράγραφος 5 και το άρθρο 10 που αφορούν το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και την οργάνωση της μονάδας με σκοπό την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων
Για την εφαρμογή του συστήματος του φορέα εκμετάλλευσης για τη διαχείριση της ασφαλείας, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:
α) |
το σύστημα διαχείρισης της ασφαλείας πρέπει να είναι ανάλογο με τους κινδύνους, τις βιομηχανικές δραστηριότητες και την πολυπλοκότητα της οργάνωσης της μονάδας και να βασίζεται στην εκτίμηση της επικινδυνότητας· θα πρέπει να περιλαμβάνει το τμήμα του γενικού συστήματος διοίκησης το οποίο αφορά την οργανωτική δομή, τις αρμοδιότητες, τις πρακτικές, τις διαδικασίες, τις διεργασίες και τους πόρους για τον καθορισμό και την εφαρμογή της πολιτικής πρόληψης μεγάλων ατυχημάτων (ΠΠΜΑ)· |
β) |
το σύστημα διαχείρισης της ασφαλείας πραγματεύεται τα ακόλουθα ζητήματα:
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV
Δεδομένα και πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στα σχέδια έκτακτης ανάγκης που προβλέπονται στο άρθρο 12
1. |
Εσωτερικά σχέδια έκτακτων αναγκών:
|
2. |
Εξωτερικά σχέδια έκτακτων αναγκών:
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V
Πληροφοριακά στοιχεία που πρέπει να γνωστοποιούνται στο κοινό κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 παράγραφος 1 και του άρθρου 14 παράγραφος 2 στοιχείο α)
ΜΕΡΟΣ 1
Για όλες τις μονάδες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία:
1. |
Ονοματεπώνυμο ή εμπορική επωνυμία του φορέα εκμετάλλευσης και πλήρης διεύθυνση της μονάδας. |
2. |
Επιβεβαίωση ότι η μονάδα υπόκειται στις κανονιστικές ή/και στις διοικητικές διατάξεις εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και ότι έχει υποβληθεί στην αρμόδια αρχή η κοινοποίηση κατά το άρθρο 7 παράγραφος 1 ή η έκθεση ασφαλείας κατά το άρθρο 10 παράγραφος 1. |
3. |
Επεξηγηματικό σημείωμα, σε απλή γλώσσα, σχετικά με τις δραστηριότητες στη μονάδα. |
4. |
Οι κοινές ονομασίες και, σε περίπτωση επικίνδυνων ουσιών που καλύπτονται από το μέρος 1 του παραρτήματος 1, οι γενικές ονομασίες και η κατηγορία κινδύνου των σχετικών επικίνδυνων ουσιών που βρίσκονται στη μονάδα και είναι δυνατόν να προξενήσουν μεγάλο ατύχημα, με ένδειξη των κυρίων επικινδύνων χαρακτηριστικών τους εκφρασμένη με απλό τρόπο. |
5. |
Γενικές πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο προειδοποίησης του ενδιαφερόμενου κοινού, αν είναι αναγκαίο· επαρκείς πληροφορίες για την κατάλληλη συμπεριφορά σε περίπτωση μεγάλου ατυχήματος ή παραπομπή στο σημείο όπου οι εν λόγω πληροφορίες είναι προσβάσιμες ηλεκτρονικά. |
6. |
Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης επί τόπου σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 4, ή παραπομπή στο σημείο όπου η εν λόγω πληροφορία είναι διαθέσιμη ηλεκτρονικά· πληροφορίες για το πού μπορούν να ζητηθούν λεπτομερέστερες πληροφορίες για την επιθεώρηση και το αντίστοιχο σχέδιο επιθεωρήσεων, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του άρθρου 22. |
7. |
Λεπτομέρειες σχετικά με το που είναι δυνατόν να ζητηθούν περαιτέρω σχετικές πληροφορίες, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του άρθρου 22. |
ΜΕΡΟΣ 2
Για μονάδες ανώτερης βαθμίδας, επιπροσθέτως των πληροφοριών που αναφέρονται στο μέρος 1 του παρόντος παραρτήματος:
1. |
Γενικές πληροφορίες σχετικά με τη φύση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων, συμπεριλαμβανομένων των δυνητικών επιπτώσεών τους στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, καθώς και περιληπτικά στοιχεία των κύριων τύπων σεναρίων μεγάλων ατυχημάτων και των μέτρων ελέγχου για την αντιμετώπισή τους. |
2. |
Επιβεβαίωση ότι ο φορέας εκμετάλλευσης υποχρεούται να προβεί στις αναγκαίες ρυθμίσεις επιτόπου, ιδίως σε συνεργασία με τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, για την αντιμετώπιση των μεγάλων ατυχημάτων και τον ελαχιστοποίηση των επιδράσεών τους. |
3. |
Κατάλληλες πληροφορίες από το εξωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης το οποίο καταρτίζεται για την αντιμετώπιση τυχόν εξωτερικών επιδράσεων του ατυχήματος. Θα πρέπει να περιλαμβάνονται εν προκειμένω συστάσεις για συνεργασία σύμφωνα με τις οδηγίες ή υποδείξεις των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης όταν συμβεί ατύχημα. |
4. |
Κατά περίπτωση, μνεία για το αν πρόκειται για μονάδα που βρίσκεται κοντά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και υπάρχει πιθανότητα μεγάλου ατυχήματος με διασυνοριακές επιπτώσεις σύμφωνα με τη σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη για τις διασυνοριακές επιπτώσεις βιομηχανικών ατυχημάτων. |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI
Κριτήρια για την προβλεπόμενη στο άρθρο 18 παράγραφος 1 κοινοποίηση μεγάλου ατυχήματος στην Επιτροπή
I. Τα μεγάλα ατυχήματα που εμπίπτουν στην παράγραφο 1 ή που έχουν τουλάχιστον μία από τις συνέπειες που περιγράφονται στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή.
1. Εμπλεκόμενες επικίνδυνες ουσίες
Πυρκαγιά ή έκρηξη ή ατυχηματικές απορρίψεις επικίνδυνων ουσιών που αφορούν ποσότητα τουλάχιστον ίση προς το 5 % της οριακής ποσότητας που καθορίζεται στη στήλη 3 του μέρους 1 ή στη στήλη 3 του μέρους 2 του παραρτήματος Ι.
2. Σωματικές βλάβες και ζημίες σε ακίνητη περιουσία:
α) |
θάνατος· |
β) |
τραυματισμός έξι ατόμων εντός της μονάδας και εισαγωγή σε νοσοκομείο επί 24 τουλάχιστον ώρες· |
γ) |
εισαγωγή σε νοσοκομείο επί 24 τουλάχιστον ώρες ενός ατόμου εκτός της μονάδας· |
δ) |
βλάβες και ακαταλληλότητα προς χρήση μιας ή περισσοτέρων κατοικιών εκτός της μονάδας, ως συνέπεια του ατυχήματος· |
ε) |
απομάκρυνση ή περιορισμός ατόμων επί περισσότερες από δύο ώρες (άτομα × ώρες): τιμή τουλάχιστον ίση προς 500· |
στ) |
διακοπή της παροχής πόσιμου νερού, ηλεκτρικού ρεύματος, φωταερίου, τηλεφώνου επί περισσότερες από δύο ώρες (άτομα × ώρες): τιμή τουλάχιστον ίση προς 1 000. |
3. Άμεσες βλάβες στο περιβάλλον:
α) |
μόνιμες ή μακροπρόθεσμες βλάβες χερσαίων ενδιαιτημάτων:
|
β) |
ουσιαστικές ή μακροπρόθεσμες βλάβες ενδιαιτημάτων γλυκών ή θαλάσσιων υδάτων:
|
γ) |
σημαντικές βλάβες υδροφόρου ορίζοντα ή υπογείων υδάτων: 1 εκτάριο και άνω. |
4. Υλικές ζημίες:
α) |
υλικές ζημίες εντός της μονάδας: 2 000 000 ευρώ και άνω· |
β) |
υλικές ζημίες εκτός της μονάδας: 500 000 ευρώ και άνω. |
5. Διασυνοριακές ζημίες
Μεγάλο ατύχημα στο οποίο εμπλέκεται άμεσα επικίνδυνη ουσία με επιδράσεις εκτός του εδάφους του κράτους μέλους όπου συνέβη.
II. Θα πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή τα ατυχήματα ή «παρ’ ολίγον ατυχήματα» τα οποία τα κράτη μέλη κρίνουν ότι παρουσιάζουν ιδιαίτερο τεχνικό ενδιαφέρον για την πρόληψη των μεγάλων ατυχημάτων και του περιορισμού των συνεπειών τους και τα οποία δεν πληρούν τα προαναφερόμενα ποσοτικά κριτήρια.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ
Οδηγία 96/82/ΕΚ |
Παρούσα οδηγία |
Άρθρο 1 |
Άρθρο 1 |
Άρθρο 2 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 2 παράγραφος 1 και άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3 |
Άρθρο 2 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 3 παράγραφος 12 |
Άρθρο 2 παράγραφος 2 |
— |
Άρθρο 3 παράγραφος 1 |
Άρθρο 3 παράγραφος 1 |
Άρθρο 3 παράγραφος 2 |
Άρθρο 3 παράγραφος 8 |
Άρθρο 3 παράγραφος 3 |
Άρθρο 3 παράγραφος 9 |
Άρθρο 3 παράγραφος 4 |
Άρθρο 3 παράγραφος 10 |
Άρθρο 3 παράγραφος 5 |
Άρθρο 3 παράγραφος 13 |
Άρθρο 3 παράγραφος 6 |
Άρθρο 3 παράγραφος 14 |
Άρθρο 3 παράγραφος 7 |
Άρθρο 3 παράγραφος 15 |
Άρθρο 3 παράγραφος 8 |
Άρθρο 3 παράγραφος 16 |
— |
Άρθρο 3 παράγραφοι 2 έως 7 άρθρο 3 παράγραφοι 11 και 12 και άρθρο 3 παράγραφοι 17 έως 19 |
Άρθρο 4 |
Άρθρο 2 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, στοιχεία α) έως στ) και η) |
— |
Άρθρο 2 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο ζ) και άρθρο 2 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο |
— |
Άρθρο 4 |
Άρθρο 5 |
Άρθρο 5 |
Άρθρο 6 παράγραφος 1 |
Άρθρο 7 παράγραφος 2 |
Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως ζ) |
Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ) |
Άρθρο 6 παράγραφος 3 |
Άρθρο 7 παράγραφος 3 |
Άρθρο 6 παράγραφος 4 |
Άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχεία α) έως γ) |
— |
Άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο δ) |
Άρθρο 7 παράγραφος 1 |
Άρθρο 8 παράγραφος 1 |
— |
Άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) |
Άρθρο 7 παράγραφος 1α |
Άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο α) |
Άρθρο 7 παράγραφος 2 |
Άρθρο 8 παράγραφος 5 |
Άρθρο 7 παράγραφος 3 |
— |
— |
Άρθρο 8 παράγραφος 3 |
— |
Άρθρο 8 παράγραφος 4 |
— |
Άρθρο 8 παράγραφος 5 |
Άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2 |
Άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2 |
— |
Άρθρο 9 παράγραφος 2 |
Άρθρο 9 παράγραφος 1 |
Άρθρο 10 παράγραφος 1 |
Άρθρο 9 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 10 παράγραφος 2 |
Άρθρο 9 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο |
— |
Άρθρο 9 παράγραφος 3 |
Άρθρο 10 παράγραφος 3 |
Άρθρο 9 παράγραφος 4 |
Άρθρο 10 παράγραφος 6 |
Άρθρο 9 παράγραφος 5 |
Άρθρο 10 παράγραφος 5 |
Άρθρο 9 παράγραφος 6 |
— |
— |
Άρθρο 10 παράγραφος 4 |
Άρθρο 10 |
Άρθρο 11 |
Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) |
Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) και άρθρο 12 παράγραφος 2 |
Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ) |
Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ) |
Άρθρο 11 παράγραφος 2 |
Άρθρο 12 παράγραφος 3 |
Άρθρο 11 παράγραφος 3 |
Άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 |
Άρθρο 11 παράγραφος 4 |
Άρθρο 12 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 11 παράγραφος 4α |
Άρθρο 12 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 11 παράγραφος 5 |
Άρθρο 12 παράγραφος 7 |
Άρθρο 11 παράγραφος 6 |
Άρθρο 12 παράγραφος 8 |
Άρθρο 12 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 13 παράγραφος 1 |
Άρθρο 12 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 13 παράγραφος 2 |
Άρθρο 12 παράγραφος 1α |
— |
Άρθρο 12 παράγραφος 2 |
Άρθρο 13 παράγραφος 3 |
— |
Άρθρο 13 παράγραφος 4 |
Άρθρο 13 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 14 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) και άρθρο 14 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο δεύτερη περίοδος |
Άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο πρώτη και τρίτη περίοδος |
Άρθρο 14 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο τελευταία περίοδος |
Άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο δεύτερη περίοδος |
Άρθρο 14 παράγραφος 1 |
Άρθρο 13 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο |
Άρθρο 14 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίοδος |
— |
Άρθρο 14 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος |
Άρθρο 13 παράγραφος 2 |
Άρθρο 14 παράγραφος 3 |
Άρθρο 13 παράγραφος 3 |
Άρθρο 14 παράγραφος 4 |
Άρθρο 13 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος |
Άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχείο β) |
Άρθρο 13 παράγραφος 4 δεύτερη και τρίτη περίοδος |
Άρθρο 22 παράγραφος 3 πρώτο και δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 13 παράγραφος 5 |
Άρθρο 15 παράγραφος 1 |
Άρθρο 13 παράγραφος 6 |
Άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχείο γ) |
— |
Άρθρο 15 παράγραφοι 2 έως 7 |
Άρθρο 14 παράγραφος 1 |
Άρθρο 16 |
Άρθρο 14 παράγραφος 2 |
Άρθρο 17 |
Άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) |
Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) και άρθρο 18 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 15 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και άρθρο 18 παράγραφος 3 |
Άρθρο 15 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 18 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 15 παράγραφος 3 |
Άρθρο 18 παράγραφος 4 |
Άρθρο 16 |
Άρθρο 6 παράγραφος 1 |
— |
Άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 3 |
Άρθρο 17 |
Άρθρο 19 |
Άρθρο 18 παράγραφος 1 |
Άρθρο 20 παράγραφοι 1 και 2 |
Άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο α) |
Άρθρο 20 παράγραφος 4 |
Άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ) |
Άρθρο 20 παράγραφος 7 |
Άρθρο 18 παράγραφος 3 |
Άρθρο 20 παράγραφος 11 |
— |
Άρθρο 20 παράγραφοι 3, 5, 6, 8, 9 και 10 |
Άρθρο 19 παράγραφος 1 |
Άρθρο 21 παράγραφος 1 |
Άρθρο 19 παράγραφος 1α πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 21 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 19 παράγραφος 1α δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 21 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 19 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 21 παράγραφος 4 |
Άρθρο 19 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 21 παράγραφος 6 |
Άρθρο 19 παράγραφος 3 |
Άρθρο 21 παράγραφος 7 |
— |
Άρθρο 21 παράγραφος 5 |
Άρθρο 19 παράγραφος 4 |
Άρθρο 21 παράγραφος 2 |
Άρθρο 20 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 22 παράγραφος 1 |
Άρθρο 20 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 22 παράγραφος 2 |
Άρθρο 20 παράγραφος 2 |
— |
— |
Άρθρο 23 |
— |
Άρθρο 24 |
Άρθρο 21 παράγραφος 1 |
Άρθρο 25 |
Άρθρο 21 παράγραφος 2 |
Άρθρο 21 παράγραφος 5 |
Άρθρο 22 |
Άρθρο 27 |
Άρθρο 23 |
Άρθρο 32 |
Άρθρο 24 |
Άρθρο 31 |
Άρθρο 25 |
Άρθρο 33 |
Άρθρο 26 |
Άρθρο 34 |
— |
Άρθρα 26 και άρθρα 28 έως 30 |
— |
Παράρτημα Ι εισαγωγικά σημεία |
Παράρτημα Ι εισαγωγή, σημεία 1 έως 5 |
Παράρτημα Ι, σημειώσεις στο παράρτημα Ι, σημειώσεις 1 έως 3 |
Παράρτημα Ι εισαγωγή, σημεία 6 έως 7 |
— |
Παράρτημα Ι μέρος 1 |
Παράρτημα Ι μέρος 2 |
Παράρτημα Ι μέρος 1, σημειώσεις στο μέρος 1, σημειώσεις 1 έως 6 |
Παράρτημα Ι, σημειώσεις στο παράρτημα Ι, σημειώσεις 13 έως 18 |
Παράρτημα Ι μέρος 1, σημειώσεις στο μέρος 1, σημείωση 7 |
Παράρτημα Ι, σημειώσεις στο παράρτημα Ι, σημείωση 20 |
— |
Παράρτημα Ι, σημειώσεις στο παράρτημα Ι, σημείωση 7 |
Παράρτημα Ι μέρος 2 |
Παράρτημα Ι μέρος 1 |
Παράρτημα Ι μέρος 2, σημειώσεις το μέρος 2, σημείωση 1 |
Παράρτημα Ι, σημειώσεις στο παράρτημα Ι, σημειώσεις 1, 5 και 6 |
Παράρτημα Ι μέρος 2, σημειώσεις στο μέρος 2, σημείωση 2 |
Παράρτημα Ι, σημειώσεις στο παράρτημα Ι, σημειώσεις 8 έως 10 |
Παράρτημα Ι μέρος 2, σημειώσεις στο μέρος 2, σημείωση 3 |
Παράρτημα Ι, σημειώσεις στο παράρτημα Ι, σημειώσεις 11.1, 11.2 και 12 |
Παράρτημα Ι μέρος 2, σημειώσεις στο μέρος 2, σημείωση 4 |
Παράρτημα Ι, σημειώσεις στο παράρτημα Ι, σημείωση 4 |
Παράρτημα ΙΙ μέρη Ι έως ΙΙΙ |
Παράρτημα ΙΙ σημεία 1 έως 3 |
Παράρτημα ΙΙ μέρος ΙV σημείο A |
Παράρτημα ΙΙ σημείο 4 στοιχείο α) |
— |
Παράρτημα ΙΙ σημείο 4 στοιχείο α) περιπτώσεις i) έως iii) |
Παράρτημα ΙΙ μέρος ΙV σημείο Β |
Παράρτημα ΙΙ σημείο 4 στοιχείο β) |
— |
Παράρτημα ΙΙ σημείο 4 στοιχείο γ) |
Παράρτημα ΙΙ μέρος ΙV σημείο Γ |
Παράρτημα ΙΙ σημείο 4 στοιχείο δ) |
Παράρτημα II μέρος V σημεία Α έως Γ |
Παράρτημα ΙΙ σημείο 5 στοιχεία α) έως γ) |
Παράρτημα II μέρος V σημείο Δ |
— |
— |
Παράρτημα ΙΙ σημείο 5 στοιχείο δ) |
Παράρτημα ΙΙΙ εισαγωγικό εδάφιο και στοιχεία α) και β) |
Παράρτημα ΙΙΙ, εισαγωγικά εδάφια και στοιχείο α) Άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 5 |
Παράρτημα ΙΙΙ στοιχείο γ) περιπτώσεις i) έως iv) |
Παράρτημα ΙΙΙ στοιχείο β) περιπτώσεις i) έως iv) |
Παράρτημα ΙΙΙ στοιχείο γ) περιπτώσεις v) έως vii) |
Παράρτημα ΙΙΙ στοιχείο β) περιπτώσεις v) έως vii) |
Παράρτημα IV |
Παράρτημα IV |
Παράρτημα V σημείο 1 |
Παράρτημα V μέρος 1 σημείο 1 |
Παράρτημα V σημείο 2 |
— |
Παράρτημα V σημεία 3 έως 5 |
Παράρτημα V μέρος 1 σημεία 2 έως 4 |
Παράρτημα V σημείο 6 |
Παράρτημα V μέρος 2 σημείο 1 |
Παράρτημα V σημεία 7 έως 8 |
Παράρτημα V μέρος 1 σημείο 5 |
— |
Παράρτημα V μέρος 1 σημείο 6 |
Παράρτημα V σημεία 9 και 10 |
Παράρτημα V μέρος 2 σημεία 2 και 3 |
Παράρτημα V σημείο 11 |
Παράρτημα V μέρος 1 σημείο 7 |
— |
Παράρτημα V μέρος 2 σημείο 4 |
Παράρτημα VI, I |
Παράρτημα VI μέρος I |
Παράρτημα VI, ΙΙ |
Παράρτημα VΙ μέρος ΙΙ |
— |
Παράρτημα VII |