22.12.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 398/10


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 12ης Ιουνίου 2012

σχετικα με την κρατική ενίσχυση SA.21918 (C 17/07) (πρώην NN 17/07) που χορήγησε η Γαλλία — Ρυθμιζόμενα τιμολόγια της ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2012) 2559]

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2012/C 398/05

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο (1),

Έχοντας υπόψη τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις διατάξεις των προαναφερόμενων άρθρων (2) και έλαβε υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολή της 13ης Ιουνίου 2007, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γαλλία για την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπει το άρθρο 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ σε σχέση με τα «ρυθμιζόμενα τιμολόγια πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας» (εφεξής «βασικά τιμολόγια» και τα «μεταβατικά ρυθμιζόμενα τιμολόγια προσαρμογής της αγοράς» (εφεξής «τιμολόγια επιστροφής») και τα δύο ως προς την κίτρινη και πράσινη συνιστώσα τους, όσον αφορά την εφαρμογή τους μετά την 1η Ιουλίου 2004 στους μη οικιακούς καταναλωτές οι οποίοι δεν είναι μικρές επιχειρήσεις. Η παρούσα διαδικασία δεν καλύπτει τους κανόνες και τα τιμολόγια που εφαρμόζονται στους οικιακούς καταναλωτές και τις μικρές επιχειρήσεις («μπλε» τιμολόγια).

(2)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση.

(3)

Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις ενδιαφερομένων για το θέμα. Τις κοινοποίησε στη Γαλλία παρέχοντάς της τη δυνατότητα να τις σχολιάσει και έλαβε τις παρατηρήσεις της Γαλλίας με επιστολή της 31ης Ιανουαρίου 2008.

(4)

Στο πλαίσιο της εξέτασης των εν λόγω μέτρων, η Επιτροπή έλαβε γνώση του άρθρου 166 του Νόμου αριθ. 2008-776 της 4ης Αυγούστου 2008 (4), που τέθηκε σε ισχύ στις 6 Αυγούστου 2008. Το μέτρο αυτό τροποποίησε το άρθρο 30-1 του τροποποιηθέντος νόμου αριθ. 2004-803 της 9ης Αυγούστου 2004 (5), ο οποίος θέσπισε το σύστημα των τιμολογίων επιστροφής.

(5)

Με επιστολή, της 10ης Μαρτίου 2009, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γαλλία για την απόφαση της να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της επίσημης διαδικασίας έρευνας (6) στο σύστημα των τιμολογίων επιστροφής, όπως αυτό διαμορφώθηκε με τις τροποποιήσεις του άρθρου 166 του Νόμου αριθ. 2008-776. Η Επιτροπή έκρινε, πράγματι, ότι το σύστημα των τιμολογίων επιστροφής, όσον αφορά την πράσινη και κίτρινη συνιστώσες του, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 166 του νόμου αριθ. 2008-776, εξακολουθούσε να ενέχει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης υπέρ των μη οικιακών τελικών καταναλωτών οι οποίοι δεν είναι μικρές επιχειρήσεις, όπως συνέβαινε και πριν την τροποποίηση.

(6)

Η Γαλλία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της για την επέκταση της διαδικασίας στις 16 Απριλίου 2009 και στη συνέχεια τα σχόλια επί των παρατηρήσεων των τρίτων στις 21 Οκτωβρίου 2009.

(7)

Στις 15 Σεπτεμβρίου 2009, ο γάλλος Πρωθυπουργός ενημέρωσε τους αρμόδιους Επιτρόπους σε θέματα ανταγωνισμού και ενέργειας σχετικά με τις δεσμεύσεις που είχε την πρόθεση να αναλάβει η Γαλλία στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Οι υπεύθυνοι της Επιτροπής απάντησαν με επιστολή αυθημερόν.

(8)

Στις 12 Ιανουαρίου 2012, ο γάλλος Πρωθυπουργός ενημέρωσε τους αρμόδιους Επιτρόπους για θέματα ανταγωνισμού και ενέργειας για τις πρόσθετες δεσμεύσεις που είχε την πρόθεση να αναλάβει η Γαλλία στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Οι αρμόδιοι επίτροποι απάντησαν με επιστολή αυθημερόν.

II.   ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(9)

Στο παρόν τμήμα περιγράφεται το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στα δύο συστήματα ρυθμιζόμενων τιμολογίων τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, ο τρόπος χρηματοδότησής τους και η εξέλιξη των τιμολογίων σε σχέση με τις τιμές της αγοράς. Τέλος, η εξέλιξη αυτή θα εξεταστεί στο ειδικό πλαίσιο της γαλλικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν για να καταστεί ανταγωνιστικότερη.

(10)

Η παρούσα απόφαση περιγράφει τα βασικά στοιχεία των τιμολογιακών μέτρων που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Όσον αφορά αναλυτικά στοιχεία και τις παραπομπές σε εκδοθείσες νομοθετικές πράξεις που τα διέπουν, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ανατρέξουν στην απόφαση για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας και στην απόφαση για την επέκταση αυτής της διαδικασίας.

(11)

Η λειτουργία του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία διέπεται από τον νόμο αριθ. 2000-108 της 10ης Φεβρουαρίου 2000 σχετικά με τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της δημόσιας υπηρεσίας ηλεκτρισμού (7).

(12)

Στη Γαλλία, οι τελικοί καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας μπορούν να αγοράζουν το ηλεκτρικό ρεύμα τους μέσω δύο κύριων διαύλων, στην «ελεύθερη αγορά» και στη «ρυθμιζόμενη αγορά».

(13)

Έως την 1η Ιουλίου 2007, υπήρχαν ταυτόχρονα δύο κατηγορίες τελικών καταναλωτών: οι «επιλέξιμοι πελάτες» και οι «μη επιλέξιμοι» πελάτες. Οι επιλέξιμοι πελάτες είναι αυτοί που έχουν δικαίωμα να συνάπτουν σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας με έναν προμηθευτή της επιλογής τους σε ελεύθερα καθοριζόμενη τιμή. Κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας και για την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ (8), όλοι οι μη οικιακοί πελάτες (9) είναι επιλέξιμοι από την 1η Ιουλίου 2004 και όλοι οι οικιακοί πελάτες είναι επιλέξιμοι από την 1η Ιουλίου 2007.

(14)

Στη Γαλλία, κάθε επιλέξιμος πελάτης είναι ελεύθερος, για κάθε τόπο κατανάλωσης, να ασκήσει ή μη το δικαίωμα επιλογής του, δηλαδή να κάνει χρήση του δικαιώματός του να συνάψει σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε ελεύθερα καθοριζόμενο τιμολόγιο με έναν προμηθευτή της επιλογής του, ανεξάρτητα αν ο εν λόγω προμηθευτής είναι παραδοσιακός φορέας που ήταν ήδη παρών στη γαλλική αγορά πριν την απελευθέρωσή της. Η ελεύθερη αγορά αφορά τους επιλέξιμους πελάτες οι οποίοι έχουν κάνει χρήση του δικαιώματος επιλογής τους. Στην ελεύθερη αγορά, η τελική τιμή που καταβάλλεται για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας περιλαμβάνει ένα σκέλος «προμήθειας» και ένα σκέλος «δικτύου». Το μέρος της «προμήθειας», που αποδίδεται στον πάροχο, είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης διαπραγμάτευσης ανάμεσα στον πελάτη και τον προμηθευτή και αντιστοιχεί στο κόστος εφοδιασμού και εμπορικής εκμετάλλευσης του προμηθευτή συν το περιθώριο κέρδους του. Το μέρος για τα «δίκτυα» αντιστοιχεί στις επιβαρύνσεις για τη μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας και τη χρήση των δικτύων (τιμολόγιο χρήσης των δημόσιων δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, εφεξής «TURPE»). Το ποσό του στοιχείου «δίκτυα» ρυθμίζεται από το κράτος και καταβάλλεται στους διαχειριστές των δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρισμού.

(15)

Η ρυθμιζόμενη αγορά αφορά τους επιλέξιμους πελάτες οι οποίοι αποφάσισαν να μην ασκήσουν το δικαίωμα επιλογής τους. Στη ρυθμιζόμενη αγορά, οι τελικοί καταναλωτές επωφελούνται από μια «δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού». Η λειτουργία αυτού του συστήματος και οι όροι πρόσβασης στη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού διέπονται από τον νόμο αριθ. 2000-108 σχετικά με τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της δημόσιας υπηρεσίας ηλεκτρισμού, και ιδίως τα άρθρα 2, 4 και 22.

(16)

Στη ρυθμιζόμενη αγορά, οι τελικοί καταναλωτές αγοράζουν το ηλεκτρικό ρεύμα τους από έναν προμηθευτή που ορίζει το κράτος και με ρυθμιζόμενες τιμές, δηλ. με τα βασικά τιμολόγια που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 1. Το κράτος ορίζει τους προμηθευτές οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας στο πλαίσιο της δημόσιας υπηρεσίας ηλεκτρισμού βάσει γεωγραφικών ζωνών αρμοδιότητας. Ο εν λόγω προμηθευτής είναι, σχεδόν για το 95 % του γαλλικού εδάφους, η επιχείρηση Electricité de France (εφεξής «EDF»). Οι άλλοι προμηθευτές είναι γνωστοί ως «μη εθνικοποιημένοι διανομείς» ή «τοπικές επιχειρήσεις διανομής». Η EDF κατέχει τον δικό της κλάδο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Οι τοπικές επιχειρήσεις διανομής προμηθεύονται κατά κανόνα την ηλεκτρική ενέργεια από την EDF, σε τιμές που και οι ίδιες είναι ρυθμιζόμενες και ονομάζονται «τιμολόγια μεταβίβασης ηλεκτρικής ενέργειας σε μη εθνικοποιημένους διανομείς».

(17)

Το άρθρο 66 του νόμου αριθ. 2005-781 της 13ης Ιουλίου 2005 που καθορίζει τις κατευθύνσεις σε θέματα ενεργειακής πολιτικής (10) παρέχει σε κάθε επιλέξιμο πελάτη το δικαίωμα να προμηθεύεται ηλεκτρική ενέργεια με τα βασικά τιμολόγια για κάθε τόπο κατανάλωσης για τον οποίο δεν έχει ασκηθεί στο παρελθόν το δικαίωμα επιλογής από αυτόν τον πελάτη ή από άλλο πρόσωπο.

(18)

Το εν λόγω άρθρο παρέχει το ίδιο δικαίωμα στους επιλέξιμους πελάτες για τους νέους τόπους κατανάλωσής τους, υπό τον όρο ότι αυτοί ήταν συνδεδεμένοι με τα δίκτυα διανομής ή μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας πριν την 31η Δεκεμβρίου 2007.

(19)

Το 2007, μετατέθηκε για την 1η Ιουλίου 2010 η ημερομηνία μέχρι την οποία οι τόποι κατανάλωσης που συνδέθηκαν πρόσφατα με τα δίκτυα διανομής ή μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας μπορούσαν να ασκήσουν το δικαίωμα προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας με τα βασικά τιμολόγια. Η υποχρέωση παροχής ηλεκτρικής ενέργειας με τα βασικά τιμολόγια σε δικαιούχους πελάτες βαρύνει την EDF και τις τοπικές επιχειρήσεις διανομής, ανάλογα με τη γεωγραφική ζώνη στην οποία βρίσκεται η τοποθεσία κατανάλωσης.

(20)

Το άρθρο 66 του νόμου αριθ. 2005-781 τροποποιήθηκε στη συνέχεια. Στη διατύπωσή του η οποία ήταν αποτέλεσμα των τροποποιήσεων που επήλθαν με τον νόμο αριθ. 2008-66 της 21ης Ιανουαρίου 2008 σχετικά με τα ρυθμιζόμενα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου (11), επέκτεινε το όφελος της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας με τα βασικά τιμολόγια:

α)

σε κάθε τελικό καταναλωτή για την κατανάλωση ενός τόπου για τον οποίο δεν είχε ασκηθεί το δικαίωμα επιλογής, είτε από τον ίδιο τον καταναλωτή είτε από άλλο πρόσωπο·

β)

σε κάθε τελικό οικιακό καταναλωτή (κατοικία), για την κατανάλωση ενός τόπου για τον οποίο δεν είχε ασκήσει το ίδιος το δικαίωμα επιλογής, και υπό την προϋπόθεση ότι θα υπέβαλε σχετική αίτηση πριν την 1η Ιουλίου 2010·

γ)

σε κάθε οικιακό τελικό καταναλωτή για την κατανάλωση ενός τόπου κατανάλωσης για την οποία άσκησε τη δυνατότητα επιλογής του για διάστημα άνω των έξι μηνών, υπό την προϋπόθεση ότι υπέβαλε σχετική αίτηση πριν την 1η Ιουλίου 2010·

δ)

σε κάθε τελικό μη οικιακό καταναλωτή που έχει σύμβαση ηλεκτρικής ισχύος ίσης ή κατώτερης από 36 κιλοβόλτ-αμπέρ για την κατανάλωση ενός τόπου για τον οποία δεν έχει ασκήσει ο ίδιος το δικαίωμα επιλογής και υπό την προϋπόθεση ότι έχει υποβάλει σχετική αίτηση πριν την 1η Ιουλίου 2010.

(21)

Το εφαρμοστέο νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο ορίζει ότι τα βασικά τιμολόγια καθορίζονται για κατηγορίες που βασίζονται στα εγγενή χαρακτηριστικά των παροχών, σε συνάρτηση με το κόστος αυτών των παροχών. Εξάλλου, οι αποφάσεις σχετικά με τα βασικά τιμολόγια λαμβάνονται από κοινού με τα Υπουργεία Οικονομίας και Ενέργειας, μετά από γνωμοδότηση της επιτροπής ρύθμισης της ηλεκτρικής ενέργειας (εφεξής «CRE») βάσει ανάλυσης των τεχνικών στοιχείων κόστους και της γενικής λογιστικής των φορέων. Η εξέλιξη των βασικών τιμολογίων αποφασίζεται κάθε έτος και πρέπει να αποτυπώνει τη μεταβολή του κόστους παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο συνίσταται στις επενδυτικές δαπάνες και τα έξοδα εκμετάλλευσης του συνόλου των μονάδων παραγωγής και των δικτύων μεταφοράς και διανομής, καθώς και στις τιμές των καυσίμων. Η τιμολόγηση του ηλεκτρικού ρεύματος πρέπει να αντανακλά τα κόστη παραγωγής και διάθεσης αυτής της ενέργειας στους χρήστες.

(22)

Τα βασικά τιμολόγια είναι περιεκτικά τιμολόγια που περιλαμβάνουν την τιμή προμήθειας του ηλεκτρικού ρεύματος καθώς και το σύνολο των επιβαρύνσεων μεταφοράς και χρήσης των δικτύων. Χωρίζονται σε κατηγορίες χρηστών, τις αποκαλούμενες «τιμολογιακές επιλογές». Οι τιμολογιακές επιλογές είναι συνάρτηση παραμέτρων όπως η ισχύς σύνδεσης, η διάρκεια χρήσης ή η δυνατότητα αποσύνδεσης του χρήστη. Ορισμένοι πελάτες ενδέχεται να καλύπτονται από διάφορες τιμολογιακές πολιτικές και πρέπει να επιλέγουν ανάμεσα σε αυτές.

(23)

Οι τιμολογιακές επιλογές ομαδοποιούνται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, οι οποίες αποκαλούνται «μπλε», «κίτρινα» και «πράσινα» τιμολόγια. Από το 2009 έως το 2011, τα κίτρινα τιμολόγια και τα πράσινα τιμολόγια εφαρμόζονταν περίπου σε 300 000 και σε 100 000 τόπους κατανάλωσης αντίστοιχα.

Τα μπλε τιμολόγια εφαρμόζονται σε τόπους κατανάλωσης που ηλεκτροδοτούνται βάσει σύμβασης για κατανάλωση κατώτερη ή ίση των 36 κιλοβόλτ-αμπέρ. Τα τιμολόγια αυτά, που δεν καλύπτονται από την παρούσα διαδικασία, αντιστοιχούν κατά κανόνα στους οικιακούς πελάτες και σε μικρούς τόπους κατανάλωσης μη οικιακών πελατών.

Τα κίτρινα τιμολόγια εφαρμόζονται σε τόπους κατανάλωσης με προμήθεια ρεύματος βάσει σύμβασης μεταξύ 36 και 250 κιλοβόλτ-αμπέρ. Τα τιμολόγια αυτά αντιστοιχούν κατά κανόνα σε τόπους μέσης κατανάλωσης μη οικιακών πελατών.

Τα πράσινα τιμολόγια εφαρμόζονται σε τόπους κατανάλωσης με προμήθεια ρεύματος βάσει σύμβασης ανώτερης των 250 κιλοβόλτ-αμπέρ και οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι είτε με δίκτυο διανομής, είτε απευθείας με το δίκτυο μεταφοράς. Τα τιμολόγια αυτά αντιστοιχούν κατά κανόνα σε μεγάλους τόπους κατανάλωσης μη οικιακών πελατών (12).

(24)

Το άρθρο 15 παράγραφος V και το άρθρο 16 του νόμου αριθ. 2006-1537 της 7ης Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με τον τομέα της ενέργειας (13) τροποποίησαν αυτό το καθεστώς θεσπίζοντας το σύστημα των τιμολογίων επιστροφής (14). Το σύστημα αυτό επιτρέπει στους τελικούς καταναλωτές που ηλεκτροδοτούνται στην ελεύθερη αγορά να ωφεληθούν εκ νέου από ρυθμιζόμενη τιμή, υπό ορισμένους όρους.

(25)

Στην αρχική του εκδοχή, που εφαρμόστηκε το διάστημα από το 2004 έως το 2008, το σύστημα των τιμολογίων επιστροφής επέτρεπε σε κάθε τελικό καταναλωτή που ηλεκτροδοτείται από την ελεύθερη αγορά να ζητήσει από τον προμηθευτή του ηλεκτρικού ρεύματος να αντικαταστήσει τη ρήτρα τιμολόγησης της σύμβασης προμήθειας με «τιμολόγιο επιστροφής», που καθορίζεται από το κράτος, για περίοδο δύο ετών από την υποβολή της αίτησής του, ενώ οι άλλες ρήτρες της σύμβασης προμήθειας παραμένουν αμετάβλητες (15). Για να μπορεί να ωφεληθεί από το τιμολόγιο επιστροφής, ένας τελικός καταναλωτής έπρεπε να έχει υποβάλει τη σχετική αίτηση στον προμηθευτή του πριν την 1η Ιουλίου 2007.

(26)

Εξάλλου, το άρθρο 30-1 του νόμου αριθ. 2004-803 προέβλεπε ότι το τιμολόγιο επιστροφής «εφαρμόζεται αυτοδικαίως στις τρέχουσες συμβάσεις από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης» και ότι «εφαρμόζεται επίσης στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά την υποβολή γραπτής αίτησης η οποία αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου και με άλλον προμηθευτή». Έτσι, εάν η σύμβαση παροχής ενός τελικού καταναλωτή ο οποίος ζήτησε να υπαχθεί στο τιμολόγιο επιστροφής έληγε εντός δύο ετών από την αρχική αίτηση, ο εν λόγω καταναλωτής μπορούσε να ζητήσει από οποιονδήποτε προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας που θα δεχόταν να συνάψει μαζί του σύμβαση παροχής να τον ηλεκτροδοτεί με την τιμή επιστροφής μέχρι τη λήξη αυτής της περιόδου των δύο ετών.

(27)

Από τις διατάξεις που διέπουν το σύστημα των τιμολογίων επιστροφής προέκυπτε ότι:

α)

κάθε τελικός καταναλωτής που δεν είχε υποβάλει αίτηση υπαγωγής στο σύστημα των τιμολογίων επιστροφής για έναν δεδομένο τόπο κατανάλωσης πριν την 1η Ιουλίου 2007 δεν μπορούσε πλέον να επωφεληθεί από αυτό το σύστημα για τον ίδιο τόπο κατανάλωσης μετά την 1η Ιουλίου 2007·

β)

κανένας τελικός καταναλωτής δεν μπορούσε πλέον να ωφεληθεί από το σύστημα των τιμολογίων επιστροφής μετά την 1η Ιουλίου 2009.

(28)

Όπως τα βασικά τιμολόγια, έτσι και τα τιμολόγια επιστροφής είναι συνολικές χρεώσεις που περιλαμβάνουν την τιμή προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος καθώς και το σύνολο των χρεώσεων για τα συστήματα μεταφοράς και χρήσης των δικτύων μεταφοράς και διανομής. Το τιμολόγιο επιστροφής δεν μπορεί να είναι υψηλότερο κατά ποσοστό άνω του 25 % από το βασικό τιμολόγιο που εφαρμόζεται σε έναν τόπο κατανάλωσης με τα ίδια χαρακτηριστικά.

(29)

Οι κλίμακες χρέωσης των τιμολογίων επιστροφής καθορίζονται με υπουργικό διάταγμα, με αναφορά στο επίπεδο του βασικού τιμολογίου που θα εφαρμοζόταν σε έναν καταναλωτή με τα ίδια χαρακτηριστικά και ο οποίος δεν θα είχε ασκήσει το δικαίωμα επιλογής του. Έπεται ότι τα τιμολόγια επιστροφής ακολουθούν την εξέλιξη των βασικών τιμολογίων. Το διάταγμα της 3ης Ιανουαρίου 2007 σχετικά με τον καθορισμό του επιπέδου του μεταβατικού ρυθμιζόμενου τιμολογίου προσαρμογής της αγοράς (16) καθορίζει τις κατωτέρω σχετικές τιμές:

για το κίτρινο τιμολόγιο, 20 % επιπλέον από το βασικό τιμολόγιο,

για το πράσινο τιμολόγιο, 23 % επιπλέον από το βασικό τιμολόγιο.

(30)

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30-2 του νόμου αριθ. 2004-803, οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας που τροφοδοτούν ορισμένους πελάτες τους με το τιμολόγιο επιστροφής, μετά από αίτηση αυτών των πελατών, και διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να παράγουν ή να αγοράσουν τις αναγκαίες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας για την τροφοδότηση αυτών των πελατών σε τιμή χαμηλότερη από τη χρέωση της «προμήθειας» ρεύματος στο τιμολόγιο επιστροφής, δικαιούνται αποζημίωση. Η αποζημίωση αυτή καλύπτει τη διαφορά ανάμεσα, αφενός, στην τιμή κόστους του εν λόγω προμηθευτή ή την τιμή εφοδιασμού του στην χονδρική αγορά, που συνυπολογίζεται στο πλαίσιο ενός ανώτατου ορίου που ορίζεται ειδικά γι’ αυτόν και έχει καθοριστεί σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται σε υπουργικό διάταγμα και, αφετέρου, στα έσοδα που αντιστοιχούν στις εν λόγω προμήθειες. Κατά περίπτωση, το κόστος παραγωγής ενός προμηθευτή υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη το κόστος παραγωγής των «συνδεδεμένων επιχειρήσεων» που είναι εγκατεστημένες στο εθνικό έδαφος. Οι επιβαρύνσεις που αποζημιώνονται υπολογίζονται βάσει λογιστικών στοιχείων που τηρούν οι προμηθευτές σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίζει η CRE. Τα εν λόγω λογιστικά στοιχεία ελέγχονται με δικά τους έξοδα και η CRE μπορεί να αναθέσει την επαλήθευσή τους σε ανεξάρτητο οργανισμό της επιλογής της.

(31)

Οι αναλυτικοί κανόνες που διέπουν το σύστημα αποζημίωσης έχουν θεσπιστεί με το διάταγμα αριθ. 2007-689 της 4ης Μαΐου 2007 σχετικά με την αποζημίωση των επιβαρύνσεων του μεταβατικού ρυθμιζόμενου τιμολογίου προσαρμογής της αγοράς (17). Το αναφερόμενο στην αιτιολογική σκέψη 30 ανώτατο όριο υπολογίζεται με αναφορά στις τιμές που καταγράφονται στη γαλλική αγορά χονδρικής με τρόπο που, σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, να αποφεύγονται οι κερδοσκοπικές συμπεριφορές και οι καταχρήσεις. Αρχικά, το ανώτατο όριο υπολογιζόταν βάσει μαθηματικού τύπου που ορίστηκε με υπουργικό διάταγμα της 4ης Μαΐου 2007. Ο εν λόγω τύπος καθόριζε το ανώτατο όριο ως συνδυασμό των μέσων όρων των τιμών που παρατηρούνταν στην κύρια γαλλική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (Powernext) για τις τυποποιημένες προθεσμιακές ετήσιες, τριμηνιαίες, μηνιαίες και ημερήσιες συμβάσεις βασικής κατανάλωσης και κατανάλωσης αιχμής (18). Επέτρεπε μόνο μια οριακή προσαρμογή του ανώτατου ορίου στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε προμηθευτή. Τροποποιήθηκε με υπουργικό διάταγμα της 22ας Δεκεμβρίου 2008 που τελειοποίησε τη μέθοδο, ώστε να λαμβάνεται καλύτερα υπόψη στον υπολογισμό του ανώτατου ορίου η ύπαρξη διαφορών ανάμεσα στο κόστος παραγωγής, σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά της κατανάλωσης των πελατών που τροφοδοτούνται με το τιμολόγιο επιστροφής.

(32)

Από το διάταγμα αριθ. 2007-689, όπως τροποποιήθηκε, συνάγεται ότι, αν ένας προμηθευτής διαθέτει, απευθείας ή μέσω συνδεδεμένων εταιρειών, μέσα παραγωγής στη Γαλλία που καλύπτουν το σύνολο της κατανάλωσης των τελικών πελατών του και η τιμή κόστους του είναι κατώτερη από τις τιμές της γαλλικής χονδρικής αγοράς, οι επιβαρύνσεις για τις οποίες χορηγείται αποζημίωση καθορίζονται με αναφορά σε αυτό το κόστος παραγωγής και όχι σε σχέση με τις τιμές που παρατηρούνται στην αγορά χονδρικής. Επιπλέον, εάν αυτό τα κόστος είναι κατώτερο από το μερίδιο της «προμήθειας» ρεύματος των τιμολογίων επιστροφής, ο εν λόγω προμηθευτής δεν δικαιούται καμία αποζημίωση. Αυτό ισχύει για την EDF, η οποία προμηθεύει τον κύριο όγκο της ηλεκτρικής ενέργειας στο πλαίσιο του συστήματος των τιμολογίων επιστροφής στην ελεύθερη αγορά και η οποία διαθέτει σημαντική ικανότητα παραγωγής πυρηνικής και υδροηλεκτρικής ενέργειας με κόστος παραγωγής χαμηλότερο από το μερίδιο της «προμήθειας» ρεύματος των τιμολογίων επιστροφής.

(33)

Στον βαθμό που ένας προμηθευτής δεν διαθέτει, απευθείας ή μέσω συνδεδεμένων εταιρειών, μέσα παραγωγής στη Γαλλία που να καλύπτουν τη συνολική κατανάλωση των τελικών πελατών του, η αποζημίωση που του καταβάλλεται καθορίζεται, εντός του αναφερόμενου στην αιτιολογική σκέψη 30 ανώτατου ορίου, με βάση τις τιμές που παρατηρούνται στην αγορά χονδρικής, τις ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που πωλούνται στους εγκατεστημένους στη Γαλλία τελικούς καταναλωτές, τις τιμές κόστους που συνδέονται με τα μέσα παραγωγής τα οποία διαθέτει ο εν λόγω προμηθευτής στη Γαλλία άμεσα ή μέσω συνδεδεμένων εταιρειών και το μερίδιο των ποσοτήτων που έχουν πωληθεί το οποίο έχει παραχθεί από αυτά τα μέσα παραγωγής.

(34)

Εξάλλου, κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνονται επίσης υπόψη οι δαπάνες εμπορικής εκμετάλλευσης που συνδέονται με την προμήθεια στο τιμολόγιο επιστροφής, αφού αφαιρεθούν τα έσοδα από αυτήν την προμήθεια. Τέλος, οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που διέπουν τον μηχανισμό αποζημίωσης δεν προβλέπουν περιθώριο κέρδους για τους προμηθευτές οι οποίοι αποζημιώνονται.

(35)

Η αποζημίωση χρηματοδοτείται με το προϊόν δύο υποχρεωτικών εισφορών:

αφενός της «εισφοράς στη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού», επιβάρυνσης που καταβάλλει το σύνολο των πελατών και έχει θεσπιστεί με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του νόμου αριθ. 2000-108. Το μερίδιο αυτό περιορίζεται σε 0,55 EUR/MWh που εισπράττεται επί της κλίμακας εισφοράς στη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού (19). Περιορίζεται επίσης από το γεγονός ότι, με βάση τις διατάξεις του νόμου αριθ. 2000-108, το συνολικό ποσό της εισφοράς στη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού δεν μπορεί να είναι ανώτερο από το ποσό που εφαρμοζόταν στις 9 Δεκεμβρίου 2006, ήτοι 4,5 EUR/MWh. Ο νόμος του προϋπολογισμού του 2011 προβλέπει ότι, στο εξής, εφαρμόζεται η εισφορά στη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού, όπως προτείνεται από την CRE, εντός του ορίου, ωστόσο, μιας αύξησης 3 EUR/MWh σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

μιας εισφοράς οφειλόμενης από τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που εκμεταλλεύονται εγκαταστάσεις ολικής εγκατεστημένης ισχύος άνω των 2 gigawatts. Η εισφορά αυτή επιβάλλεται επί της παραγωγής τους ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικές και υδροηλεκτρικές μονάδες κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους. Ενώ αρχικά περιοριζόταν σε 1,3 EUR ανά MWh παραγόμενη από τις πυρηνικές και υδροηλεκτρικές μονάδες παραγωγικής ικανότητας άνω των 2 gigawatts, το 2008 τέθηκε ανώτατο όριο 3 EUR/MWh γι’ αυτή την εισφορά.

(36)

Ο νόμος προβλέπει ότι το προϊόν αυτών των δύο υποχρεωτικών εισφορών εισπράττεται από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Το ποσό της αποζημίωσης το οποίο δικαιούται κάθε εμπλεκόμενος προμηθευτής υπολογίζεται από την CRE με βάση τις δηλώσεις που τις υποβάλλουν οι εν λόγω προμηθευτές. Η CRE κοινοποιεί το αποτέλεσμα αυτών των υπολογισμών στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το οποίο πραγματοποιεί τις αντίστοιχες πληρωμές.

(37)

Σε περίπτωση που οι δύο υποχρεωτικές εισφορές δεν αρκούν για την καταβολή του συνόλου των αποζημιώσεων για ένα συγκεκριμένο έτος, το προς είσπραξη υπολειπόμενο ποσό προστίθεται στο ποσό των επιβαρύνσεων που πρέπει να εισπραχθεί το επόμενο έτος. Έτσι, οι επιβαρύνσεις που έπρεπε να καλυφθούν το 2011 αποτελούνται από προβλεπόμενες επιβαρύνσεις για το 2011 ύψους 3,4 δισ. EUR και την αναπροσαρμογή του 2009, ύψους 1,4 δισ. EUR, που αντιπροσωπεύει συνολικό ποσό 4,8 δισ. EUR. Για να είναι δυνατή η πλήρης αποζημίωση αυτών των επιβαρύνσεων, η εισφορά στη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού θα έπρεπε να ανέλθει το 2011 σε 12,9 EUR/MWh, εκ των οποίων τα 9,3 EUR/MWh για την κάλυψη των επιβαρύνσεων για το 2011 και 3,6 EUR/MWh για τη χρηματοδότηση της ρύθμισης του 2009. Ωστόσο, η εισφορά στη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού καθορίστηκε το 2011 σε 7,5 EUR/MWh, με αποτέλεσμα να δημιουργείται προβλεπόμενο έλλειμμα αντιστάθμισης της EDF για το 2011 ύψους 2 δισ. EUR, στο οποίο προστίθεται το εκτιμώμενο έλλειμμα 1 δισ. EUR του 2001.

(38)

Το άρθρο 166 του νόμου αριθ. 2008-776 τροποποίησε το άρθρο 30-1 του νόμου αριθ. 2004-803, παρέχοντας τη δυνατότητα σε κάθε τελικό καταναλωτή ο οποίος διέθετε τόπο κατανάλωσης που τροφοδοτούνταν ήδη με ηλεκτρικό ρεύμα στο πλαίσιο του συστήματος των τιμολογίων επιστροφής να συνεχίσει να ωφελείται από τα τιμολόγια επιστροφής για τον ίδιο τόπο κατανάλωσης μέχρι τις 30 Ιουνίου 2010, ενώ αρχικά ο τελικός καταναλωτής μπορούσε να ωφεληθεί από αυτά μόνον για περίοδο δύο ετών που έληγε το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2009.

(39)

Εξάλλου, το άρθρο 166 του νόμου αριθ. 2008-776 παρείχε τη δυνατότητα σε όλους τους τελικούς καταναλωτές να υποβάλουν αίτηση έως τις 30 Ιουνίου 2010, ενώ προηγουμένως οι αιτήσεις υπαγωγής στο σύστημα των τιμολογίων επιστροφής δεν γίνονταν δεκτές μετά την 1η Ιουλίου 2007.

(40)

Προέβλεπε ακόμη ότι ένας τελικός καταναλωτής που είχε παραιτηθεί από το όφελος των τιμολογίων επιστροφής για την ηλεκτροδότηση ενός τόπου δεν μπορούσε πλέον να ζητήσει να ωφεληθεί εκ νέου από αυτό το καθεστώς για την ηλεκτροδότηση του εν λόγω τόπου.

(41)

Τέλος, πρόβλεπε ότι κανείς τελικός καταναλωτής δεν μπορούσε να ωφελείται από το σύστημα των τιμολογίων επιστροφής μετά τις 30 Ιουνίου 2010.

(42)

Από την 1η Ιανουαρίου 2004, τα βασικά τιμολόγια και, από το 2006, τα τιμολόγια επιστροφής αναθεωρούνταν κάθε έτος με υπουργικά διατάγματα. Η διάρθρωση του συστήματος τιμολογίων, δηλαδή το σύνολο των τιμολογιακών επιλογών και εκδοχών που προτείνονταν στους διάφορους τελικούς καταναλωτές σε συνάρτηση με την ισχύ σύνδεσής τους και τα χαρακτηριστικά της κατανάλωσης, παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη από το 2004. Οι διάφορες αναθεωρήσεις του επιπέδου των βασικών τιμολογίων και των τιμολογίων επιστροφής είχαν τη μορφή μέσης αύξησης η οποία καθορίζονταν ειδικά για κάθε μεγάλη κατηγορία τιμολογιακών επιλογών και στη συνέχεια απορρίπτονταν για κάθε τιμολογιακή επιλογή και εκδοχή.

Πίνακας 1

Βασικά τιμολόγια και τιμολόγια επιστροφής (ευρώ/MWh άνευ φόρων) από την 1η Ιανουαρίου 2004 έως την 1η Ιανουαρίου 2012  (20)

Ευρώ/MWh

Κίτρινο βασικό τιμολόγιο

Πράσινο βασικό τιμολόγιο

Κίτρινο τιμολόγιο επιστροφής

Πράσινο τιμολόγιο επιστροφής

1η Ιανουαρίου 2004

68,5

51,3

Δεν υπήρχε

Δεν υπήρχε

15 Αυγούστου 2006

69,3

51,6

Δεν υπήρχε

Δεν υπήρχε

16 Αυγούστου 2007

70,3

52,4

84,4

64,7

15 Αυγούστου 2008

72,8

55,3

87,3

68

15 Αυγούστου 2009

76,3

58,1

91,6

71,5

15 Αυγούστου 2010

79,7

61,3

95,6

75,4

1η Ιανουαρίου 2012

82,9

63,5

Δεν υφίσταται πλέον

Δεν υφίσταται πλέον

(43)

Στην ελεύθερη αγορά, οι τιμές παρέμειναν σχετικά σταθερές μεταξύ 30 και 35 EUR/MWh κατά τη διάρκεια του 2004, στη συνέχεια αυξάνονταν συνεχώς το 2005 και υπερέβησαν τα 50 EUR/MWh στο τέλος του 2005. Κατά τη διάρκεια του 2006, οι τιμές κυμάνθηκαν μεταξύ 50 και 60 EUR/MWh με μέση τιμή περίπου 55 EUR/MWh. Μέχρι τις 7 Δεκεμβρίου του 2006, στην ελεύθερη αγορά, οι τιμές μπορούσαν να εξελίσσονται ανεξάρτητα από το επίπεδο των βασικών τιμών, εφόσον ένας τελικός καταναλωτής που ηλεκτροδοτούνταν στην ελεύθερη αγορά δεν μπορούσε να επανέλθει στην ρυθμιζόμενη αγορά, εάν η τιμή που ελάμβανε στην ελεύθερη αγορά ήταν ανώτερη από τα βασικά τιμολόγια.

(44)

Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπέβαλε η CRE (21), οι τιμές των προθεσμιακών συμβάσεων στη χονδρική αγορά παρουσίαζαν πολύ μεγαλύτερη διακύμανση από αυτήν των τιμολογίων επιστροφής και ήταν σαφώς ανώτερες από το μερίδιο χρέωσης της «προμήθειας» των πράσινων και κίτρινων τιμολογίων κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων τριμήνων του 2008. Οι τιμές των ετήσιων συμβάσεων βασικής κατανάλωσης για το 2009 ανήλθαν σε 85,6 EUR/MWh στις 30 Σεπτεμβρίου 2008. Οι τιμές των ετήσιων συμβάσεων κατανάλωσης αιχμής το 2009 ανέρχονταν περίπου σε 120 EUR/MWh την ίδια ημερομηνία. Οι γαλλικές αρχές ανέφεραν ότι, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2008, οι τιμές των ετήσιων συμβάσεων βασικής κατανάλωσης στην αγορά Powernext αυξήθηκαν από 60 σε 80 EUR/MWh, ενώ υπερέβησαν και τα 90 EUR/MWh.

(45)

Το 2009, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος μειώθηκαν, ως επακόλουθο της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας και της μείωσης της τιμής των ορυκτών καυσίμων. Στην έκθεσή της για τη λειτουργία της αγοράς της 21ης Δεκεμβρίου 2009 (22), η CRE επιβεβαίωσε ότι, από το 2008, οι προθεσμιακές συμβάσεις παρουσίασαν μείωση της τάξης του 50 %. Στις 30 Ιουνίου 2009, οι τιμές της ετήσιας σύμβασης βασικής κατανάλωσης για το 2010, που ήταν κατώτερες από 60 EUR/MWh, επανήλθαν στα επίπεδα των αρχών του 2007. Η τάση αυτή αφορά το σύνολο των προθεσμιακών συμβάσεων, περιλαμβανομένων των μηνιαίων και τριμηνιαίων συμβάσεων.

(46)

Αυτές οι τιμές της αγοράς είναι τιμές προμήθειας, δηλαδή δεν περιλαμβάνουν το κόστος μεταφοράς και χρήσης του δικτύου. Για να είναι δυνατή η σύγκρισή τους με τα τιμολόγια που περιλαμβάνουν όλες τις χρεώσεις, πρέπει να αφαιρεθεί από τα τιμολόγια αυτά το μέρος που αντιστοιχεί στη χρέωση για το δίκτυο μεταφοράς και για τη χρήση του δικτύου, ώστε να ληφθεί το μερίδιο που αντιστοιχεί στη χρέωση προμήθειας ρεύματος. Σύμφωνα με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Παρισίων, το κόστος μεταφοράς και χρήσης του παρεχόμενου ρεύματος αντιπροσώπευε ποσοστό μεταξύ 30 % έως και άνω του 50 % της συνολικής τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, ανάλογα με την προμήθεια ρεύματος βάσει σύμβασης και την τάση σύνδεσης (23). Η εταιρεία POWEO εκτιμά ότι το μερίδιο της χρέωσης για τη μεταφορά ανέρχεται περίπου στο 45% του τιμολογίου ενός επαγγελματία πελάτη (24).

(47)

Με βάση τα ανωτέρω και την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, ο πίνακας 2 παρουσιάζει την εξέλιξη της τιμής του μεριδίου της χρέωσης προμήθειας στα βασικά τιμολόγια και τα τιμολόγια επιστροφής, δηλαδή χωρίς το μερίδιο της χρέωσης για τη μεταφορά και τη χρήση του δικτύου από τη συνολική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος στα τιμολόγια κατά το διάστημα από τον Ιανουάριο του 2004 έως τον Ιανουάριο του 2012. Για να εκτιμηθεί η ύπαρξη ενδεχόμενου οικονομικού πλεονεκτήματος προς όφελος των δικαιούχων των εν λόγω τιμολογίων, πρέπει να συγκριθεί το μερίδιο της χρέωσης της «προμήθειας» ρεύματος με τις διαθέσιμες τιμές αγοράς κατά τη διάρκεια της περιόδου, όπως περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 43 έως 45, σύγκριση η οποία παρουσιάζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 109 και 110.

Πίνακας 2

Μερίδιο της «προμήθειας» ρεύματος στα βασικά τιμολόγια και τα τιμολόγια επιστροφής (ευρώ/MWh άνευ φόρων) από την 1η Ιανουαρίου 2004 έως την 1η Ιανουαρίου 2012  (25)

Ευρώ

Μερίδιο χρέωσης της «προμήθειας» του κίτρινου τιμολογίου

Μερίδιο χρέωσης προμήθειας «πράσινου» τιμολογίου

Μερίδιο χρέωσης προμήθειας «κίτρινου» τιμολογίου επιστροφής

Μερίδιο χρέωσης της προμήθειας του «πράσινου» τιμολογίου επιστροφής

1η Ιανουαρίου 2004

n.d.

n.d.

ανεφάρμοστο

ανεφάρμοστο

15 Αυγούστου 2006

37,1

33,8

ανεφάρμοστο

ανεφάρμοστο

16 Αυγούστου 2007

38,2

34,7

52,1

46,9

15 Αυγούστου 2008

42,4

38,9

59

51,6

15 Αυγούστου 2009

43,7

41,1

62,5

54,5

15 Αυγούστου 2010

46,1

43,7

62

57,8

1η Ιανουαρίου 2012

46,1

44,3

Δεν υφίσταται πλέον

Δεν υφίσταται πλέον

(48)

Η γαλλική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας παρουσιάζει ειδικά χαρακτηριστικά στο πλαίσιο της Ένωσης. Μία μόνο επιχείρηση, η EDF, κατέχει το 87 % της ικανότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην ηπειρωτική και μητροπολιτική Γαλλία, συμπεριλαμβανομένων όλων των πηγών, ιδίως της πυρηνικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής (26). Συνεπώς, η EDF (ή, σε μικρότερο βαθμό, οι τοπικές επιχειρήσεις διανομής) διατηρεί στη Γαλλία μερίδιο αγοράς άνω του 85% και κατέχει δεσπόζουσα θέση σε όλες τις κατηγορίες πελατών, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ιδιώτες, για μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή για μεγάλους καταναλωτές. Συνεπώς, σύμφωνα με το παρατηρητήριο των αγορών της CRE του τρίτου τριμήνου 2011, μόνο το 7 % των τόπων κατανάλωσης (και το 35 % της συνολικής κατανάλωσης) ηλεκτροδοτείται στην ελεύθερη αγορά (που αντιπροσωπεύει το 18 % των μεγάλων μη οικιακών τόπων κατανάλωσης, το 15 % των μικρών μη οικιακών τόπων κατανάλωσης και το 5 έως 6 % των λοιπών τόπων κατανάλωσης), ενώ το υπόλοιπο 93 % ηλεκτροδοτείται με βάση ρυθμιζόμενα τιμολόγια. Η συντριπτική πλειοψηφία των τόπων κατανάλωσης που υπάγονται σε ρυθμιζόμενες τιμές είναι πελάτες της EDF.

(49)

Ειδικότερα, η EDF παράγει τη συνολική παραγωγή πυρηνικής ηλεκτρικής ενέργειας, που αντιπροσωπεύει σταθερά ποσοστό του 75 % της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στη Γαλλία, λόγω του μεγάλου αριθμού πυρηνικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής. Εξάλλου, η EDF εκμεταλλεύεται τις κύριες εκχωρήσεις δικαιώματος εκμετάλλευσης υδροηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η ανάπτυξη νέων ικανοτήτων υδροηλεκτρικής παραγωγής προσκρούει σε φυσικούς περιορισμούς. Το σύνολο των πυρηνικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που κατασκευάστηκαν πριν από την απελευθέρωση των αγορών στο επίπεδο της Ένωσης έχουν πολύ υψηλό βαθμό τυποποίησης (κατά κύριο λόγο μία μόνο τεχνολογία για την παραγωγή διαφορετικών μεγεθών εγκατεστημένης ισχύος: από 900 έως 1 600 MW), και ως εκ τούτου ευνοούν τις οικονομίες κλίμακας στον τομέα της συντήρησης, των επενδύσεων, της κατάρτισης και της κατανομής του προσωπικού κλπ., και σε μεγάλο βαθμό την απόσβεση με μέσο κόστος παραγωγής κατά πολύ χαμηλότερο από αυτό των άλλων παραδοσιακών τεχνολογιών.

(50)

Πράγματι, η διάρθρωση του συνολικού κόστους της πυρηνικής ηλεκτρικής ενέργειας χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη σημασία των πάγιων εξόδων (όπως η απόσβεση των πυρηνικών σταθμών, τα έξοδα επεξεργασίας και αποθήκευσης των αποβλήτων, τα έξοδα παροπλισμού) και από το σχετικά χαμηλό μεταβλητό κόστος (ιδίως καύσιμο). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το συνολικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στην Ευρώπη από φυσικό αέριο (68 EUR/MWe) και από άνθρακα (61 EUR/MWe) είναι αντίστοιχα κατά 76 % και κατά 59 % υψηλότερο από το κόστος της πυρηνικής ηλεκτρικής ενέργειας (39 EUR/MWe). Επιπλέον, τα μεταβλητά στοιχεία κόστους του καυσίμου έχουν ακόμα καθοριστικότερη σημασία για τη διαμόρφωση των τιμών στη χονδρική αγορά με βάση το οριακό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Όμως αυτά τα μεταβλητά στοιχεία του κόστους αντιπροσωπεύουν κατά μέσο όρο το 28 % του συνολικού αντίστοιχου κόστους για τις μονάδες άνθρακα, το 70 % για τις μονάδες παραγωγής με φυσικό αέριο και μόνο το 16 % για τον κύκλο του πυρηνικού καυσίμου (27).

(51)

Έτσι, όσον αφορά τη γαλλική αγορά, σύμφωνα με εκτιμήσεις της CRE το 2011, η τιμή που θα εξασφάλιζε οικονομικούς όρους μακροπρόθεσμης εκμετάλλευσης των πυρηνικών μονάδων παραγωγής της EDF κυμαινόταν μεταξύ 36 και 39 EUR/MWh, ενώ τα λειτουργικά έξοδα ανέρχονται σε 25 EUR/MWh (28). Το γεγονός ότι η EDF διαθέτει πυρηνική ηλεκτρική ενέργεια με τέτοια απόκλιση οριακού κόστους της παρέχει σημαντικότατο πλεονέκτημα έναντι ενός ανταγωνιστή που παράγει θερμική ηλεκτρική ενέργεια ή ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.

(52)

Λόγω της διασύνδεσης με τα γειτονικά κράτη μέλη, η τιμή χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία καθορίζεται σε περιφερειακό επίπεδο («ζώνη» Γαλλίας/Γερμανίας/Benelux). Έτσι, σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται, σε επίπεδο ανώτερο από το επίπεδο της τιμής της πυρηνικής ενέργειας, με βάση το κόστος λειτουργίας των μονάδων παραγωγής με φυσικό αέριο και άνθρακα, γεγονός που παρέχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην πυρηνική ενέργεια, υπό μορφή προσόδου κατά τον καθορισμό των τιμών. Κανένας πραγματικός ή δυνητικός ανταγωνιστής δεν ωφελείται με παρόμοιους όρους ούτε θα μπορούσε, πριν παρέλθουν αρκετές δεκαετίες, να αποκτήσει παραγωγικό δυναμικό χαμηλού κόστους που να αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό του συνόλου των πυρηνικών μονάδων και των υδροηλεκτρικών σταθμών παραγωγής της EDF.

(53)

Λαμβανομένης υπόψη αυτής της κατάστασης, στις 15 Σεπτεμβρίου 2009, ο γάλλος Πρωθυπουργός, αφενός, και οι αρμόδιοι Επίτροποι ανταγωνισμού και ενέργειας, αφετέρου, αντάλλαξαν επιστολές σχετικά με τις αρχές που θα διέπουν ένα σχέδιο μεταρρύθμισης της γαλλικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο προέβλεπε ιδίως:

α)

την ταχεία κατάργηση των τιμολογίων επιστροφής και τη σταδιακή κατάργηση των ρυθμιζόμενων τιμολογίων για τις μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις, με στόχο την πλήρη εξάλειψή τους το 2015·

β)

έναν μηχανισμό «ρυθμιζόμενης πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια» κατά τρόπο που να υποχρεώνει την EDF να πωλεί ένα μέρος της παραγωγής της πυρηνικής ενέργειας σε ρυθμιζόμενη τιμή βάσει του κόστους (της τάξης του 25 %, με ανώτατο όριο 100 TWh) στους ανταγωνιστές της στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, με στόχο να τονωθεί ο ανταγωνισμός σε αυτή την αγορά. Οι ανταγωνιστές της EDF θα ήταν με τον τρόπο αυτό σε θέση να κάνουν προσφορές σε συγκρίσιμες τιμές τις οποίες μπορεί να προσφέρει η EDF, γεγονός που θα επέτρεπε τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό και θα καθιστούσε περιττή τη διατήρηση των ρυθμιζόμενων τιμολογίων.

(54)

Για να υλοποιηθούν οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Γαλλία, η γαλλική κυβέρνηση διόρισε μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων, με πρόεδρο τον κ. Paul Champsaur, αρμόδια να συντάξει τις προτάσεις οργάνωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Βάσει αυτών των προτάσεων καταρτίστηκαν ο νόμος αριθ. 2010-1488 σχετικά με τη νέα οργάνωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ο οποίος ψηφίστηκε την 7η Δεκεμβρίου 2010 (29), και το διάταγμα εφαρμογής του αριθ. 2011-466 της 28ης Απριλίου 2011 (30).

(55)

Ο νόμος αριθ. 2010-1488 ορίζει ότι τα τιμολόγια επιστροφής θα καταργούνταν την 1η Ιουλίου 2011, ενώ το κίτρινο και το πράσινο βασικό τιμολόγιο θα έπρεπε να καταργηθούν το 2015. Ο νόμος αριθ. 2010-1488 τροποποίησε επίσης τον νόμο αριθ. 2000-108 της 10ης Φεβρουαρίου 2000 σχετικά με τον εκσυγχρονισμό και της ανάπτυξη της δημόσιας υπηρεσίας ηλεκτρισμού, εισάγοντας άρθρο 4 παράγραφος 1 το οποίο προβλέπει ότι, από την 1η Ιουλίου 2011 και για διάρκεια 15 ετών, οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας έχουν δικαίωμα νόμιμης πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια για συνολική ποσότητα που δεν υπερβαίνει τα 100 TWh, ή περίπου το 25 % της παραγωγής των υφισταμένων πυρηνικών μονάδων. Η τιμή της ρυθμιζόμενης πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια καθορίζεται σε ένα πρώτο στάδιο από την κυβέρνηση μετά από γνωμοδότηση της CRE. Η παράγραφος VII του άρθρου 4-1 ορίζει ότι, για να εξασφαλιστεί μια δίκαιη αμοιβή της EDF, η τιμή πρέπει να είναι αντιπροσωπευτική των οικονομικών όρων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας των πυρηνικών μονάδων της κατά τη διάρκεια εφαρμογής του μηχανισμού. Η τιμή ρυθμιζόμενης πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα κατωτέρω στοιχεία:

α)

απόδοση των κεφαλαίων σε συνάρτηση με τη φύση της δραστηριότητας·

β)

το κόστος εκμετάλλευσης·

γ)

το κόστος των επενδύσεων συντήρησης ή που είναι αναγκαίες για την επέκταση της διάρκειας της άδειας εκμετάλλευσης·

δ)

τα προβλεπόμενα στοιχεία κόστους που συνδέονται με τις μακροπρόθεσμες επιβαρύνσεις της πυρηνικής ενέργειας.

(56)

Η τιμή της ρυθμιζόμενης πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια καθορίστηκε με διάταγμα του Υπουργού ενέργειας του Μαΐου 2011 σε 40 EUR/MWh από την 1η Ιουλίου 2011, ώστε να είναι δυνατό να προσφερθεί στον καταναλωτή που επωφελούνταν από το τιμολόγιο επιστροφής μέχρι τις 30 Ιουνίου 2011 μια προσφορά με βάση την τιμή πρόσβασης (χονδρικής) στο ίδιο επίπεδο με αυτό της λιανικής αγοράς. Με διαφορετικό διάταγμα, η τιμή ρυθμιζόμενης πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια για το 2012 ορίστηκε σε 42 EUR/MWh (31). Η κυβέρνηση ανέφερε ότι το επίπεδο της τιμής που ορίστηκε για το 2011 ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης να εξασφαλιστεί η συνέχεια, στο επίπεδο των τιμών χονδρικής, με το τιμολόγιο επιστροφής. Για το 2012, η κυβέρνηση δικαιολόγησε το επίπεδο τιμών με την προκαταβολική συνεκτίμηση των αναγκαίων επενδύσεων για την ενίσχυση της ασφάλειας των πυρηνικών μονάδων παραγωγής μετά το δυστύχημα της Φουκουσίμα.

(57)

Από τις 8 Δεκεμβρίου 2013, η τιμή ρυθμιζόμενης πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια θα καθορίζεται από την CRE. Διάταγμα του Συμβουλίου Επικρατείας πρέπει να προσδιορίσει τους όρους καθορισμού από την CRE των τιμών πρόσβασης.

(58)

Η πρώτη περίοδος εφαρμογής της ρυθμιζόμενης πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια άρχισε την 1η Ιουλίου 2011. 32 προμηθευτές υπέγραψαν συμφωνία-πλαίσιο με την EDF και θα πρέπει να τους παρασχεθεί ρυθμιζόμενη πρόσβαση στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια για ποσότητα 61,3 TWh σε διάστημα από την 1η Ιουνίου 2011 έως τις 30 Ιουνίου 2012. Για το 2011, ποσοστό 84,4% της ποσότητας παραδοσιακής πυρηνικής ενέργειας στην οποία παρέχεται ρυθμιζόμενη πρόσβαση έχει παραχωρηθεί σε προμηθευτές ανταγωνιστές της EDF. Η ποσότητα αυτή αντιπροσωπεύει το μερίδιο παραδοσιακής πυρηνικής παραγωγής επί της συνολικής κατανάλωσης των τελικών καταναλωτών στην ηπειρωτική μητροπολιτική Γαλλία.

(59)

Τον Ιανουάριο του 2012, με νέα ανταλλαγή επιστολών μεταξύ του Γάλλου Πρωθυπουργού και των Επιτρόπων ανταγωνισμού και ενέργειας, καθορίστηκαν οι δεσμεύσεις της Γαλλίας για δύο πρόσθετα στοιχεία:

οι αποφάσεις που θα λαμβάνονται μετά το θέρος του 2012 για τα ρυθμιζόμενα τιμολόγια θα επιτρέπουν να μειωθεί, σε σχέση με το 2012 και στη συνέχεια κάθε έτος σε σχέση με το προηγούμενο, η διαφορά ανάμεσα στις πρόσθετες επιβαρύνσεις και το ρυθμιζόμενο τιμολόγιο,

το επίπεδο της τιμής της ρυθμιζόμενης πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια δεν θα μεταβληθεί για όσο διάστημα δεν θα έχει τεθεί σε ισχύ το διάταγμα περί καθορισμού της μεθόδου υπολογισμού της τιμής της ρυθμιζόμενης πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια· η δημοσίευση του διατάγματος προβλέπεται να πραγματοποιηθεί το αργότερο έως τις 7 Δεκεμβρίου 2013.

III.   ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΩΝ ΠΟΥ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΣΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(60)

Στις αποφάσεις της για την κίνηση και στη συνέχεια για την επέκταση της διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή είχε κρίνει ότι τα ρυθμιζόμενα πράσινα και κίτρινα βασικά τιμολόγια και τα τιμολόγια επιστροφής καταλογίζονταν στο γαλλικό κράτος, εφόσον είχαν τεθεί σε εφαρμογή και αναθεωρούνταν με νομοθετικές ή κανονιστικές πράξεις του κράτους. Τα τιμολόγια αυτά αφορούσαν πόρους υπό τον έλεγχο του κράτους, όπως είναι πόροι της EDF, ή ειδικές εισφορές υπό τον έλεγχο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, μιας οντότητας που ορίστηκε από το κράτος.

(61)

Εφόσον οι ρυθμιζόμενες τιμές παρείχαν οικονομικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις τιμές της αγοράς προς όφελος των επιχειρήσεων που προμηθεύονταν ηλεκτρικό ρεύμα με αυτές τις τιμές και δραστηριοποιούνται σε όλους τους τομείς της οικονομίας που είναι ανοικτοί στον ανταγωνισμό και στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, τα τιμολόγια κρίνονται εξομοιούμενα με καθεστώτα ενισχύσεων που μπορούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(62)

Στις αποφάσεις αυτές, η Επιτροπή είχε εκφράσει επίσης αμφιβολίες σχετικά με το συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά των βασικών τιμολογίων και των τιμολογίων επιστροφής.

(63)

Θεωρούσε ιδίως ότι οι εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 107 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ εκ πρώτης όψεως δεν εφαρμόζονται, διότι οι ενισχύσεις δεν χορηγούνται σε μεμονωμένους καταναλωτές, δεν αποσκοπούν στην αποκατάσταση ζημιών που προκαλούνται από φυσικές καταστροφές ή από άλλες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ούτε χορηγούνται στην οικονομία συγκεκριμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που επλήγησαν από τη διαίρεση της Γερμανίας.

(64)

Εκ πρώτης όψεως δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν ούτε και οι εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχεία α), β) και γ) της ΣΛΕΕ. Πράγματι, με εξαίρεση τις έκτακτες περιστάσεις που δεν φαινόταν να συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση, το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) δεν επιτρέπει τη χορήγηση λειτουργικών ενισχύσεων. Επιπλέον, οι ενισχύσεις δεν αποσκοπούν στην προώθηση της υλοποίησης ενός σημαντικού έργου κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ούτε στην αποκατάσταση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας ενός κράτους μέλους, ούτε αποσκοπούν στην προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της κληρονομιάς.

(65)

Το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ προβλέπει τη δυνατότητα να επιτρέπονται ενισχύσεις που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της ανάπτυξης ορισμένων δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν νοθεύουν τους όρους των συναλλαγών σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Η Επιτροπή επισήμανε ότι οι εν λόγω ενισχύσεις δεν μπορούσαν να επιτραπούν με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές και τα πλαίσια εφαρμογής των διατάξεων αυτού του άρθρου.

(66)

Η Επιτροπή είχε διατυπώσει επίσης αμφιβολίες όσον αφορά το γεγονός ότι τα εν λόγω τιμολόγια, που εφαρμόζονται στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν να συνιστούν αντιστάθμιση για την παροχή μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

(67)

Στην απόφασή της για την επέκταση της διαδικασίας, η Επιτροπή έκρινε ότι οι διατυπωθείσες αμφιβολίες στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας το 2007 ως προς το συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά του στοιχείου κρατικής ενίσχυσης που ενείχε αρχικά το σύστημα των τιμολογίων επιστροφής ίσχυαν επίσης και για το στοιχείο ενίσχυσης που ενέχει αυτό το σύστημα των τιμολογίων επιστροφής, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 166 του νόμου αριθ. 2008-776.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(68)

Διάφοροι ενδιαφερόμενοι προμηθευτές και πελάτες κοινοποίησαν τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή.

(69)

Η Poweo, με επιστολή της 14ης Αυγούστου 2007, δήλωσε ότι συμφωνεί με την ανάλυση της Επιτροπής ως προς την ύπαρξη ενίσχυσης. Αναφορικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος, η επιχείρηση επιβεβαιώνει ότι τα βασικά τιμολόγια συνιστούν πλεονέκτημα σε σχέση με τους όρους εφοδιασμού στην χονδρική αγορά, σε σχέση με το τιμολόγιο επιστροφής και σε σχέση με τις εμπορικές προσφορές της EDF. Τα τιμολόγια επιστροφής συνιστούν πλεονέκτημα σε σχέση με τους όρους εφοδιασμού στη χονδρική αγορά. Σχετικά με την επιλεκτικότητα, η Poweo προσθέτει ότι η άσκηση του δικαιώματος επιλογής του τιμολογίου της αγοράς είναι αμετάκλητη (ο πελάτης δεν μπορεί πλέον να επανέλθει στο ρυθμιζόμενο τιμολόγιο). Εξάλλου, το βασικό τιμολόγιο και το τιμολόγιο επιστροφής ευνοούν τις επιχειρήσεις που καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια σε βάρος άλλων πηγών ενέργειας. Με επιστολή της 25ης Ιουνίου 2009, στην οποία διατυπώνει με τις παρατηρήσεις της για την απόφαση επέκτασης της διαδικασίας, η Poweo έδωσε πρόσθετα στοιχεία για τον τρόπο επεξεργασίας των τιμολογιακών προσφορών της.

(70)

Η ENEL, σε επιστολή της 21ης Σεπτεμβρίου 2007, θεωρεί ότι τα παραδοσιακά τιμολόγια είναι υπερβολικά χαμηλά, ότι τα τιμολόγια επιστροφής είναι καταστροφικά για τους εναλλακτικούς φορείς. Η επιχείρηση προσθέτει ότι οι νέοι τόποι κατανάλωσης είχαν δικαίωμα στα παραδοσιακά τιμολόγια, παρά την αντίθετη γνώμη του γαλλικού Συμβουλίου Επικρατείας για το θέμα. Με επιστολή της 27ης Μαΐου 2009, η ENEL προσθέτει ότι οι τιμές των ρυθμιζόμενων πράσινων και κίτρινων τιμολογίων είναι χαμηλότερες από τις τιμές της αγοράς και δεν έχουν εξελιχθεί σύμφωνα με τις διακυμάνσεις αυτών των τιμών, εμποδίζοντας την άσκηση κάθε ανταγωνισμού. Επιπλέον, η προβλεπόμενη αποζημίωση προς όφελος των προμηθευτών στο πλαίσιο του μηχανισμού του τιμολογίου επιστροφής είναι ανεπαρκής, εφόσον προσαυξάνει το συνεπαγόμενο πλεονέκτημα για τους πελάτες. Τέλος, το τιμολόγιο επιστροφής δεν επιτρέπει στους προμηθευτές να καλύψουν τα κόστος παραγωγής και εμπορικής εκμετάλλευσής τους ούτε την επαρκή απόδοση του επενδυμένου κεφαλαίου. Εμπόδισε την ανάπτυξη του ανταγωνισμού στη γαλλική αγορά.

(71)

Η Electrabel, με επιστολή της 19ης Σεπτεμβρίου 2007, θεωρεί ότι η ενίσχυση παρέχει πλεονέκτημα σε ορισμένους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας. Η αποζημίωση που καταβάλλεται σε ορισμένους προμηθευτές δεν εξαρτάται από τη διαφορά κύκλου εργασιών ανάμεσα στη συμβατική τιμή και το τιμολόγιο επιστροφής, αλλά υπολογίζεται σε συνάρτηση με το κόστος εφοδιασμού του προμηθευτή. Δεν υπάρχει, συνεπώς, καμία συσχέτιση ανάμεσα στην απώλεια εσόδων που υφίσταται ο προμηθευτής και την αποζημίωση που εισπράττει, παρά το γεγονός ότι ο υποτιθέμενος στόχος της είναι να αντισταθμίσει αυτό το διαφυγόν κέρδος. Όσον αφορά την ύπαρξη υπηρεσίας γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος για την οποία χρεώνονται οι πελάτες, πραγματικοί δικαιούχοι του τιμολογίου επιστροφής, η Electrabel θεωρεί ότι αυτό δεν έχει αποδειχθεί. Σε επιστολή της 26ης Ιουνίου 2009, η Electrabel προσθέτει ότι το τιμολόγιο επιστροφής έχει ως αποτέλεσμα να επεξεργάζονται οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας ομοιόμορφες προσφορές και συνιστά εμπόδιο στη δημιουργικότητά τους. Το σύνολο σχεδόν των πελατών της Electrabel ζήτησε να υπαχθεί στο τιμολόγιο επιστροφής. Το τιμολόγιο επιστροφής προκάλεσε τον σταδιακό εξοστρακισμό των εναλλακτικών προμηθευτών προς όφελος της EDF, διότι, με ίσες τιμές, οι πελάτες προτιμούν συνήθως την EDF. Η Electrabel θεωρεί ότι υπάρχει πλεονέκτημα υπέρ των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας σε βάρος άλλων μορφών ενέργειας, όπως το φυσικό αέριο. Το τιμολόγιο επιστροφής έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, εφόσον η δυνατότητα αυτού του ευεργετήματος εξαρτάται από την ημερομηνία επιλεξιμότητας του τόπου κατανάλωσης που και αυτή με τη σειρά της εξαρτάται απ’ το μέγεθος του τόπου κατανάλωσης.

(72)

Μια επιχείρηση που ζήτησε να τηρηθεί η ανωνυμία της θεωρεί ότι τα ρυθμιζόμενα τιμολόγια συνιστούν κρατική ενίσχυση υπέρ της EDF, διότι το μπλε τιμολόγιο είναι ανώτερο από το τιμολόγιο της αγοράς. Εφόσον η EDF επωφελείται εκ των πραγμάτων από μονοπώλιο της εφαρμογής αυτών των τιμολογίων, έχει οικονομικό όφελος λόγω θέσης. Μία από τις θυγατρικές της εν λόγω επιχείρησης δεν μπόρεσε να εισέλθει στη γαλλική αγορά λόγω των τιμολογίων επιστροφής. Η είσοδος στην αγορά ήταν ήδη δύσκολη λόγω του επιπέδου των τιμολογίων χονδρικής και των άλλων στοιχείων του κόστους (ιδίως της τιμής πρόσβασης στο δίκτυο) για τους πελάτες που υπάγονταν στο πράσινο και το κίτρινο τιμολόγιο. Το τιμολόγιο επιστροφής δημιουργούσε πρόσθετη δυσκολία, λόγω του επιπέδου του.

(73)

Στις παρατηρήσεις τους της 13ης Αυγούστου 2007, η Uniden (ένωση των βιομηχανιών χρηστών ενέργειας) θεωρεί ότι η ατελής λειτουργία της αγοράς καθιστά αναγκαία τα ρυθμιζόμενα τιμολόγια. Τα μεταβατικά τιμολόγια δεν αποτελούν κρατικούς πόρους, διότι επιτρέπουν στους εναλλακτικούς φορείς να έχουν πρόσβαση στην πυρηνική και υδροηλεκτρική ενέργεια την οποία δεν διαθέτουν, διασφαλίζοντας παράλληλα κάλυψη των εξόδων για τους παραδοσιακούς φορείς εκμετάλλευσης. Δεν έχει αποδειχθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας, διότι η διάρθρωση των τιμολογίων ανταποκρίνεται στη διάρθρωση των πραγματικών στοιχείων του κόστους ανά κατηγορία πελατών.

(74)

Στις 28 Μαΐου 2009, στις παρατηρήσεις της επί της απόφασης για την επέκταση της διαδικασίας, η UNIDEN αμφισβητεί την ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με τον επιλεκτικό χαρακτήρα των τιμολογίων, διότι δεν συνυπολόγισε τις διαφορές του κόστους προμήθειας ανάμεσα στις κατηγορίες πελατών. Η διάκριση ανάμεσα στην εφαρμογή του τιμολογίου επιστροφής κατά τη διάρκεια της σύμβασης και η υπογραφή σύμβασης απευθείας στην τιμή επιστροφής, μολονότι φαινομενικά είναι λογική, στην πραγματικότητα κρίνεται λανθασμένη. Πράγματι, η τιμή είναι μια απλή συνιστώσα της συνολικής οικονομικής αξίας μιας σύμβασης προμήθειας. Οι καταναλωτές θα απέδιδαν την ίδια αξία στη σταθερότητα και την ορατότητα της τιμής την οποία καταβάλλουν για την ηλεκτροδότησή τους. Σε αντίθεση με όσα αναφέρονται στην απόφαση για την επέκταση της διαδικασίας, το τιμολόγιο επιστροφής επιβλήθηκε στον καταναλωτή, ανεξάρτητα από την αίτησή του. Υπάρχουν πράγματι συγκεκριμένα παραδείγματα αιτήσεων που δεν ικανοποιήθηκαν για συμβάσεις μετά τις 10 Ιουνίου 2010 και για καταναλωτές οι οποίοι δεν ζητούσαν κατ’ ανάγκη την εφαρμογή του τιμολογίου επιστροφής. Συνεπώς, ο υπολογισμός ενός ενδεχόμενου «οικονομικού πλεονεκτήματος» είναι καταχρηστικός, εφόσον ο μηχανισμός επιβλήθηκε στους καταναλωτές. Φαίνεται δύσκολο, όσον αφορά την πρώτη περίοδο εφαρμογής του τιμολογίου επιστροφής, να γίνεται επίκληση του επιλεκτικού χαρακτήρα, διότι ο μηχανισμός περιοριζόταν στους καταναλωτές που είχαν υποβάλει αίτηση πριν τις 30 Ιουνίου 2007. Κάθε καταναλωτής είχε στην πραγματικότητα στη διάθεσή του προθεσμία έξι μηνών για να λάβει μια απόφαση που θα του παρείχε ασφάλεια και διαφάνεια ως προς τις τιμές για διάστημα δύο ετών. Επίσης, η απαγόρευση των υπαναχωρήσεων κατά τη διαχείριση των τιμολογίων επιστροφής είναι σωστό μέτρο που έχει ως αποκλειστικό σκοπό να εμποδίζει την κερδοσκοπική συμπεριφορά μεταξύ των τιμών της αγοράς και του τιμολογίου επιστροφής, στο βαθμό που ο εποχικός χαρακτήρας της τιμής επιστροφής καθορίζεται εκ των προτέρων, ενώ της αγοράς μεταβάλλεται συνεχώς.

(75)

Σχετικά με τη χρηματοδότηση από κρατικούς πόρους, ο καταναλωτής, ο οποίος δεν ωφελήθηκε από την αναμενόμενη μείωση της εισφοράς στη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού θα ωφελούνταν από κρατική ενίσχυση, ενώ η εν λόγω εισφορά χρηματοδότησε την αντιστάθμιση του τιμολογίου επιστροφής. Όσον αφορά την εισφορά των παραγωγών υδροηλεκτρικής ή πυρηνικής ενέργειας, πρέπει να επισημανθεί ότι το επίπεδο της εισφοράς είναι κατά πολύ χαμηλότερο από τη διαφορά ανάμεσα στην τιμή της ενέργειας στο τιμολόγιο επιστροφής και στην τιμή της ενέργειας στο πράσινο τιμολόγιο ή το τιμολόγιο που προβλέπεται σε «ελεύθερες» συμβάσεις οι οποίες συνάπτονται ελεύθερα από τους παραγωγούς. Η UNIDEN καταλήγει ότι, στην πράξη, αυτή η εισφορά απλώς παρακρατεί το «επιπλέον κέρδος» αυτών των παραγωγών λόγω της εισαγωγής του συστήματος των τιμολογίων επιστροφής.

(76)

Η CLEEE (επιτροπή συνδέσμου των επιχειρήσεων οι οποίες έχουν ασκήσει το δικαίωμα επιλογής τους), με επιστολή της 16ης Αυγούστου 2007, ανέφερε ότι η λειτουργία της γαλλικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ήταν κακή και ότι οι τιμές που εφαρμόζονταν στην ελεύθερη αγορά δεν αντανακλούσαν το κόστος παραγωγής. Η τιμή της αγοράς την οποία έλαβε η Επιτροπή υπόψη ως σημείο αναφοράς ήταν κατά την άποψή της νοθευμένη. Η χρηματοδότηση του τιμολογίου επιστροφής δεν προερχόταν από κρατικούς πόρους, αλλά πόρους των καταναλωτών και των παραγωγών οι οποίοι επιτύγχαναν ένα περιθώριο πωλώντας με το τιμολόγιο επιστροφής. Εφόσον το τιμολόγιο επιστροφής ήταν ανοικτό σε όλους, η CLEEE αμφισβητεί τον επιλεκτικό χαρακτήρα του. Με επιστολή της 2ας Ιουνίου 2009, η CLEEE προσθέτει ότι το τιμολόγιο επιστροφής δεν συνιστούσε πλεονέκτημα, διότι απλώς περιόριζε το μειονέκτημα που υφίσταντο οι πελάτες οι οποίοι εγκατέλειπαν τα ρυθμιζόμενα τιμολόγια και δεν μπορούσαν πλέον να επανέλθουν σε αυτά. Η CLEEE θεωρεί ότι η τιμή της αγοράς δεν μπορεί να ληφθεί ως δείκτης για να διαπιστωθεί η ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος, εφόσον είναι αποτέλεσμα μη προσαρμοσμένων ή νοθευμένων μηχανισμών της αγοράς. Η CLEEE αμφισβητεί ότι το τιμολόγιο επιστροφής είναι επιλεκτικό διότι, κατά την άποψή της, έχουν πρόσβαση σε αυτό όλοι οι καταναλωτές που άσκησαν το δικαίωμα επιλογής τους και δεν ευνοεί κανέναν τόπο κατανάλωσης, καμία επιχείρηση και κανέναν τομέα δραστηριότητας ούτε κάποια γεωγραφική ζώνη.

(77)

Η CLEEE εμμένει στη διάρθρωση και το επίπεδο του τιμολογίου επιστροφής και εξηγεί τη βασική διάκριση ανάμεσα στα χαρακτηριστικά της κατανάλωσης και τον όγκο της κατανάλωσης. Τα μερίδια χρέωσης της σταθερής συνεχούς προμήθειας καθ' όλη τη διάρκεια του έτους («parts rubans») στο τιμολόγιο επιστροφής είναι κατά την άποψή της ακριβώς τα ίδια, σε αντίθεση με αυτό που άφηναν να εννοηθεί τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή. Το τιμολόγιο επιστροφής δεν απέφερε πλεονέκτημα στους πολύ μεγάλους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας σε βάρος των μικρότερων. Η CLEEE αμφισβητεί ότι το τιμολόγιο επιστροφής πρέπει να θεωρηθεί ότι χρηματοδοτείται με κρατικούς πόρους και ότι στην προκειμένη περίπτωση συντρέχει ο όρος του επηρεασμού των συναλλαγών, ιδίως διότι η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι το τιμολόγιο επιστροφής ήταν κατώτερο από το κόστος παραγωγής ούτε ότι οι καταναλωτές που ωφελούνται από το τιμολόγιο επιστροφής αγόραζαν το ηλεκτρικό ρεύμα σε χαμηλότερη τιμή από αυτήν που το αγόραζαν οι ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη οι οποίοι επίσης επωφελούνται συχνά από ρυθμιζόμενα τιμολόγια. Η CLEEE προσθέτει ότι το τιμολόγιο επιστροφής (εάν υποτεθεί ότι συνιστά κρατική ενίσχυση, το οποίο κατά την άποψή της δεν συμβαίνει) θα ήταν συμβιβάσιμο με τη Συνθήκη. Πράγματι, το άρθρο 30-1 του νόμου της 9ης Αυγούστου 2004 σχετικά με τη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου και τις εταιρείες ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου χαρακτήρισε το τιμολόγιο επιστροφής ως υπηρεσία γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος για τις επιχειρήσεις του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας. Η CLEEE υπενθύμισε ότι το μέτρο αυτό ήταν απολύτως αναγκαίο για την προστασία των καταναλωτών που είχαν ασκήσει το δικαίωμα επιλογής τους και ταυτόχρονα τηρούσε την αρχή της αναλογικότητας, χωρίς να επηρεάζει υπέρμετρα τις συναλλαγές.

(78)

Η SNC Paris Voltaire, με επιστολή της 20ής Ιουλίου 2009, θεωρεί ότι η χρηματοδότηση της γεωγραφικής εξίσωσης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στα εδάφη που δεν ήταν συνδεδεμένα μέσω της εισφοράς στη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού συνιστά κρατική ενίσχυση.

V.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ

(79)

Στις παρατηρήσεις τους επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, οι γαλλικές αρχές αμφισβητούν την ανάλυση της Επιτροπής.

(80)

Όσον αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος, η Γαλλία θεωρεί ότι:

α)

η ενδεχόμενη απόκλιση ανάμεσα στο επίπεδο των βασικών τιμολογίων και τις τιμές στα χρηματιστήρια ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως στο Powernext, είναι σαφώς συγκυριακές (στο διάστημα από το 1999 έως το 2004, οι τιμές ήταν κατώτερες από αυτές των ρυθμιζόμενων τιμολογίων)·

β)

η αναφορά στις τιμές των χρηματιστηρίων ηλεκτρικής ενέργειας είναι αλυσιτελής, εφόσον οι επιχειρήσεις αγοράζουν το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας εκτός χρηματιστηρίου και οι τιμές που παρατηρούνται στο χρηματιστήριο Powernext δεν δικαιολογούνται από τα βασικά οικονομικά μεγέθη που καθορίζουν την πραγματικότητα των συναλλαγών μεταξύ αγοραστών και παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας.

(81)

Βάσει αυτών των δύο λόγων, η Γαλλία κρίνει ότι τα βασικά τιμολόγια δεν συνιστούν πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις που υπάγονται σε αυτά.

(82)

Οι γαλλικές αρχές αμφισβητούν, εξάλλου, τον επιλεκτικό χαρακτήρα των βασικών τιμολογίων και επιβεβαιώνουν ότι είναι λογικό και συνεπές από οικονομική άποψη τα βασικά τιμολόγια να μην έχουν την ίδια οικονομική (και ονομαστική) επίπτωση για ένα μεγάλο καταναλωτή και ένα μικρό καταναλωτή ηλεκτρικού ρεύματος και ότι το κόστος δεν είναι ανάλογο με τον όγκο της κατανάλωσης, διότι υπάρχει μεγάλο φάσμα στοιχείων κόστους των μέσων παραγωγής. Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η ρύθμιση των βασικών τιμολογίων συνιστά γενικό μέτρο ρύθμισης των τιμών που εφαρμόζονται έναντι όλων των επιχειρήσεων που καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια, οι οποίες δεν έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμα επιλογής τους και να έχουν πρόσβαση στην ελεύθερη αγορά.

(83)

Οι γαλλικές αρχές αμφισβητούν το επιχείρημα ότι χρησιμοποιούνται κρατικοί πόροι για δύο λόγους:

α)

τα βασικά τιμολόγια δεν συνεπάγονται τη χρήση δημοσιονομικών ή φορολογικών πόρων και δεν εμπόδισαν την EDF να παρουσιάσει θετικά αποτελέσματα·

β)

τα βασικά τιμολόγια, που αντανακλούν τα βασικά μεγέθη της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και το κόστος των μονάδων παραγωγής της EDF, αποτελούν το σωστό επίπεδο τιμής πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας και δεν μπορούν, συνεπώς, να θεωρηθούν ως διαφυγόν κέρδος για την EDF.

(84)

Η Γαλλία προσθέτει ότι, εφόσον δεν επηρεάζεται ο ανταγωνισμός, δεν μπορούν να επηρεαστούν και οι διασυνοριακές συναλλαγές.

(85)

Η Γαλλία ισχυρίζεται ότι το τιμολόγιο επιστροφής δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

(86)

Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, το τιμολόγιο επιστροφής καταρτίζεται με απλή προσαύξηση των βασικών τιμολογίων, διατηρώντας ολόκληρη τη διάρθρωση αυτών των τιμολογίων. Εφόσον η έννοια του πλεονεκτήματος σε σχέση με τους τελικούς πελάτες οι οποίοι διαθέτουν μη ρυθμιζόμενες προσφορές δεν είναι συναφής στο πλαίσιο των βασικών τιμολογίων, δεν είναι συνεπώς a fortiori συναφής ούτε στο πλαίσιο του τιμολογίου επιστροφής. Εξάλλου, η μη απαλλαγή από επιβαρύνσεις των τελικών πελατών οι οποίοι ηλεκτροδοτούνται με τα βασικά τιμολόγια σημαίνει κατ’ ανάγκη έλλειψη απαλλαγής από επιβάρυνση για όσους ηλεκτροδοτούνται με το τιμολόγιο επιστροφής.

(87)

Κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, η ρύθμιση του τιμολογίου επιστροφής συνιστά γενικό μέτρο ρύθμισης των τιμών που εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις που καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια.

(88)

Οι γαλλικές αρχές αμφισβητούν την ύπαρξη οποιασδήποτε χρηματοδότησης με κρατικούς πόρους. Πράγματι, ο καταλογισμός του μέτρου στο κράτος, από την άποψη ότι το μέτρο επιβλήθηκε με νόμο, δεν αρκεί για να τεκμηριωθεί η μεταβίβαση κρατικών πόρων. Ειδικότερα, το σκέλος της αντιστάθμισης με το οποίο βαρύνονται οι τελικοί καταναλωτές μέσω της εισφοράς στη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού αποκλείει τη σύνδεση με κρατικούς πόρους. Οι γαλλικές αρχές θεωρούν, συνεπώς, ότι η χρησιμοποίηση μέρους των εσόδων της εισφοράς στη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού για την τροφοδότηση του μηχανισμού αντιστάθμισης των προμηθευτών οι οποίοι ωφελούνται με το τιμολόγιο επιστροφής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται τη μεταβίβαση κρατικών πόρων. Το άλλο σκέλος της αντιστάθμισης χρηματοδοτείται από την εισφορά την οποία καταβάλλουν οι παραγωγοί υδροηλεκτρικής και πυρηνικής ενέργειας, ανεξάρτητα από το αν είναι δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίοι διαθέτουν σημαντικά μέσα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (κατώτατο όριο 2 000 MW) με χαμηλό κόστος και μεγάλη απόσβεση. Δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η εισφορά αυτή συνεπάγεται άμεση ή έμμεση μεταβίβαση κρατικών πόρων.

(89)

Η Γαλλία παραπέμπει στην απόφαση «PreussenElektra AG» του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-379/98 (σκέψη 58) (32): «από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 1 πρέπει να θεωρούνται μόνον τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται αμέσως ή εμμέσως με κρατικούς πόρους». Ως προς αυτό, πρέπει να διαπιστωθεί ότι δεν υφίσταται καμία άμεση ή έμμεση σχέση ανάμεσα στον μηχανισμό (πράξεις καταβολής ή επιστροφής) και τους κρατικούς πόρους, έστω και μέσω της παρέμβασης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. Πράγματι, ο ρόλος του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων είναι απολύτως διαφανής. Σε καμία στιγμή το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων δεν έχει την παραμικρή αρμοδιότητα στον καθορισμό του ύψους ή τον προορισμό των ανακτώμενων και αναδιανεμόμενων ποσών. Τα ποσά αυτά καταλογίζονται σε χωριστό λογαριασμό και δεν υφίσταται η παραμικρή συγχώνευση με πόρους στους οποίους το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ασκεί διαχειριστική εξουσία. Η παρέμβαση του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων αποτελεί εγγύηση απλούστευσης και διαφάνειας στις συναλλαγές μεταξύ των εισφερόντων και των δικαιούχων της αποζημίωσης.

(90)

Η Γαλλία υπέβαλε τα σχόλιά της επί των παρατηρήσεων των τρίτων στις 31 Ιανουαρίου 2008. Υπενθυμίζει ότι δεν μπορούν να λαμβάνονται ως σημείο αναφοράς οι τιμές που καταγράφονται στα χρηματιστήρια ηλεκτρικής ενέργειας. Πράγματι, οι τιμές που παρατηρούνται στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία αντανακλούν το κόστος παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία, ανεξάρτητα αν αυτή διατίθεται στη Γαλλία ή όχι. Ως προς αυτό, παρατηρεί ότι δεν παραδίδονται όλες οι ποσότητες που ανταλλάσσονται στα χρηματιστήρια ηλεκτρικής ενέργειας: περίπου το 10 % των ποσοτήτων που ανταλλάσσονται στην αγορά Powernext παραδίδονται πράγματι. Η Γαλλία προσθέτει ότι οι τιμές που παρατηρούνται στα χρηματιστήρια ηλεκτρικής ενέργειας δεν αντανακλούν την τιμή των υφισταμένων συμβάσεων με τους τελικούς καταναλωτές.

(91)

Η Γαλλία ισχυρίζεται ότι, στο πλαίσιο του μηχανισμού αντιστάθμισης του τιμολογίου επιστροφής, αποκλείεται κάθε δυνατότητα υπεραντιστάθμισης. Υπενθυμίζει ότι ο μηχανισμός θεσπίστηκε μετά από ευρεία διαβούλευση του συνόλου των εμπλεκομένων μερών, με σταθερό γνώμονα να περιοριστούν στο ελάχιστο οι δυσμενείς επιπτώσεις και η καιροσκοπία, και αυτό υπό τον έλεγχο της CRE. Το σύστημα λειτουργεί ως εξής: κάθε προμηθευτής που τροφοδοτεί έναν τελικό πελάτη με το τιμολόγιο επιστροφής μπορεί να λάβει αποζημίωση. Η αποζημίωση υπολογίζεται ως η διαφορά ανάμεσα στα έσοδα του από τιμολόγια επιστροφής (σε ευρώ ανά MWh) και στο κόστος εφοδιασμού του. Το κόστος εφοδιασμού, ωστόσο, υπόκειται σε ανώτατο όριο βάσει θεωρητικού κόστους εφοδιασμού που καθορίζεται με αναφορά στις τιμές οι οποίες καταγράφονται στα χρηματιστήρια ηλεκτρικής ενέργειας (πρόκειται κατά προσέγγιση για έναν σταθμισμένο μέσο όρο των διαφόρων τιμών που καταγράφονται στα χρηματιστήρια ηλεκτρικής ενέργειας). Το ανώτατο όριο του κόστους εφοδιασμού για ένα έτος Ν είναι με ακρίβεια γνωστό μόνο στο τέλος του ίδιου του έτους Ν. Είναι δύσκολο να χαραχθεί μια στρατηγική που θα μπορούσε πράγματι να επιτρέψει την υπεραντιστάθμιση. Αν υποτεθεί ότι ένας φορέας εκμετάλλευσης κατορθώσει να επεξεργαστεί μια τέτοια στρατηγική, αυτή θα υποστεί κυρώσεις από την CRE, οργανισμό υπεύθυνο για την εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού.

(92)

Οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι, εάν η Επιτροπή καταλήξει στο αμφισβητούμενο από αυτές συμπέρασμα ότι τα βασικά τιμολόγια και το τιμολόγιο επιστροφής συνιστούν ενίσχυση, η ενίσχυση αυτή θα έπρεπε να κριθεί συμβιβάσιμη βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2003/54/ΕΚ. Επίσης, οι τιμές αυτές θα έπρεπε να θεωρηθούν, κατά την άποψη των γαλλικών αρχών, ενισχύσεις συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ με την αιτιολογία ότι διορθώνουν μια δυσλειτουργία της αγοράς. Σε κάθε περίπτωση, τα βασικά τιμολόγια πρέπει να χαρακτηριστούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις, διότι υπήρχαν πριν από την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Τέλος, εάν η Επιτροπή αρνηθεί να θεωρήσει τα βασικά τιμολόγια ως προϋπάρχουσα ενίσχυση, οι γαλλικές αρχές θεωρούν ότι οι ενισχύσεις αυτές βασίζονται στις αρχές της εύλογης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου.

(93)

Οι γαλλικές αρχές εμμένουν στην ανάλυση την οποία υπέβαλαν απαντώντας στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας. Όσον αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος, αναφέρουν ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι τιμές που καταγράφονται στα χρηματιστήρια ηλεκτρικής ενέργειας μπορούν να θεωρηθούν ως κατάλληλο σημείο αναφοράς, σε αντίθεση με την περίοδο 2004-2007, οι τιμές της αγοράς βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με αυτές του τιμολογίου επιστροφής το 2009.

(94)

Ως προς την επιλεκτικότητα, υποστηρίζουν ότι σκοπός του τιμολογίου επιστροφής είναι να αποφευχθεί η καιροσκοπία ανάμεσα σε ένα ρυθμιζόμενο σύστημα και στις τιμές της αγοράς. Το τιμολόγιο επιστροφής δεν έχει σε καμία περίπτωση επιλεκτικό χαρακτήρα, αλλά είναι ένα γενικό μέτρο: οι φορείς πρέπει να το λαμβάνουν υπόψη όταν επιλέγουν ανάμεσα στις προσφορές των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας. Ως προς αυτό, οι γαλλικές αρχές υπενθυμίζουν ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα κρατικό μέτρο που ευνοεί αδιακρίτως το σύνολο των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στο εθνικό έδαφος δεν μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση. Η Γαλλία προσθέτει ότι οι διαφορετικές τιμολογήσεις στο τιμολόγιο επιστροφής βασίζονται σε αντικειμενικά και τεχνικά κριτήρια, τα οποία είναι, εξάλλου, τα ίδια με αυτά του βασικού τιμολογίου.

(95)

Κατά τη άποψη των γαλλικών αρχών, η έννοια της επιλεκτικότητας πρέπει να αναλυθεί με βάση το σύνολο των όρων που προσφέρει η αγορά σε όλες τις επιχειρήσεις. Είναι συναφής και λειτουργική μόνο όταν ο αναλυόμενος μηχανισμός συνιστά καθοριστικό πλεονέκτημα υπέρ μιας ειδικής κατηγορίας φορέων της αγοράς σε βάρος άλλων κατηγοριών. Όμως, αυτό δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Το ότι οι άλλες επιχειρήσεις δεν έχουν, γενικά, συνάψει σύμβαση για το τιμολόγιο επιστροφής σημαίνει ότι είχαν στη διάθεσή τους ευνοϊκότερους όρους προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στην τιμή της αγοράς. Η ύπαρξη αυτού του μηχανισμού δεν τις φέρει κατά κανένα τρόπο σε μειονεκτική θέση. Το κριτήριο της επιλεκτικότητας μπορεί να αναλυθεί μόνο σε σχέση με τη φύση των επιχειρήσεων: κάθε επιχείρηση επεξεργάζεται τη δική της στρατηγική εκμεταλλευόμενη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις δυνατότητες που της προσφέρονται όσον αφορά το κόστος εφοδιασμού, σε συνάρτηση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Είναι επιβεβλημένη, εξάλλου, η διαπίστωση ότι όλες οι κατηγορίες επιχειρήσεων έχουν συνάψει συμβάσεις προμήθειας με το τιμολόγιο επιστροφής. καμία κατηγορία επιχειρήσεων δεν αποκλείεται από αυτό.

(96)

Όσον αφορά την ύπαρξη και τη διάθεση κρατικών πόρων, η Γαλλία αναφέρει, απαντώντας στην αιτιολογική σκέψη 77 της απόφασης για την επέκταση της διαδικασίας, ότι ο ιδιωτικός όμιλος GDF Suez, με ικανότητα παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας 3 000 MW και με ανταγωνιστικό κόστος (περίπου 30 EUR MWh, περιλαμβανομένου του τέλους), δεν λαμβάνει αποζημίωση. Εξάλλου, η EDF και GDF Suez, μολονότι δεν υπάγονται στο ίδιο καθεστώς, αντιμετωπίζονται παρόλα αυτά με τους ίδιους ακριβώς όρους όσον αφορά τη χρηματοδότηση του μηχανισμού του τιμολογίου επιστροφής. Οι γαλλικές αρχές απορρίπτουν, συνεπώς, στον ισχυρισμό ότι διατίθενται κρατικοί πόροι με το επιχείρημα ότι η EDF συμμετέχει στη χρηματοδότηση του μηχανισμού.

(97)

Όσον αφορά τον επηρεασμό των συναλλαγών και του ανταγωνισμού, οι γαλλικές αρχές υπενθυμίζουν ότι η Επιτροπή φέρει το βάρος της αποδείξεως ότι ο ανταγωνισμός πράγματι επηρεάζεται, λαμβάνοντας υπόψη επιχειρήσεις που βρίσκονται ακριβώς στην ίδια κατάσταση από πραγματική και νομική άποψη. Σε κάθε περίπτωση, το τιμολόγιο επιστροφής δεν τροποποιεί κάποια προγενέστερη κατάσταση πραγμάτων κατά τρόπο ώστε οι επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στη γαλλική αγορά να ωφελούνται από την ανταγωνιστικότητα του παραγωγικού δυναμικού ηλεκτρικής ενέργειας της Γαλλίας, και ιδίως παραγωγής πυρηνικής ενέργειας.

VI.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ — ΥΠΑΡΞΗ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(98)

Το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι: «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως».

(99)

Υφίσταται κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ όταν ένα μέτρο παρέχει πλεονέκτημα σε ορισμένες επιχειρήσεις ή κλάδους παραγωγής, όταν το μέτρο αυτό είναι επιλεκτικό, χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους και νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές.

(100)

Η Επιτροπή ανέλυσε την ύπαρξη στοιχείου κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ προς όφελος μη οικιακών πελατών που ωφελούνται από ένα από τα τιμολογιακά καθεστώτα τα οποία εξετάζονται κατά την παρούσα διαδικασία. Εξάλλου, όσον αφορά τα βασικά τιμολόγια, η Επιτροπή περιόρισε την ανάλυσή της στην περίοδο που αρχίζει την 1η Ιουλίου 2004, ημερομηνία απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτήν πράγματι την ημερομηνία όλοι οι μη οικιακοί πελάτες κατέστησαν επιλέξιμοι, κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2003/54/ΕΚ. Μέχρι τότε, οι δικαιούχοι ήταν μόνο μια μικρή μειοψηφία επιχειρήσεων.

(101)

Για να θεωρηθεί ένα μέτρο ενίσχυσης επιλεκτικό κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή κλάδους παραγωγής, στοιχείο που το διαχωρίζει από γενικά μέτρα που εφαρμόζονται σε όλους τους τομείς της οικονομίας.

(102)

Η Επιτροπή θεωρεί πως το γεγονός ότι τα βασικά τιμολόγια και τα τιμολόγια επιστροφής εφαρμόζονται καταρχήν σε όλες τις επιχειρήσεις που καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια δεν επιτρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικά μέτρα. Πράγματι, για να μπορούν να χαρακτηριστούν γενικά, πρέπει τα εν λόγω μέτρα να εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις και όχι μόνο σε αυτές που καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια, εφόσον ορισμένες μπορούν να επωφεληθούν από αυτή την κατανάλωση σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν άλλες πηγές ενέργειας.

(103)

Τα επίμαχα τιμολογιακά μέτρα είναι επιλεκτικά, διότι ευνοούν τις επιχειρήσεις που καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια σε σχέση με τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν ενέργεια από ορυκτά, όπως ο άνθρακας, το πετρέλαιο και τα παράγωγά του ή, σε κάποιο βαθμό, το φυσικό αέριο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι τιμές του φυσικού αερίου υπόκεινται επίσης σε ρύθμιση. Εξάλλου, παρόμοια τιμολογιακά μέτρα ευνοούν, εκ των πραγμάτων, τις επιχειρήσεις που καταναλώνουν μεγαλύτερες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας, εφόσον το πλεονέκτημα που αποκομίζουν αυξάνεται αναγκαστικά με το επίπεδο κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.

(104)

Εξάλλου, υφίσταται κάποιου είδους επιλεκτική μεταχείριση μεταξύ επιχειρήσεων που καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια, εφόσον οι θεσπισθέντες κανόνες ορίζουν κατηγορίες επιχειρήσεων οι οποίες μπορούν ή δεν μπορούν να ωφεληθούν από τα ρυθμιζόμενα τιμολόγια. Ο αμετάκλητος χαρακτήρας της άσκησης του δικαιώματος επιλογής ανάμεσα στα τιμολόγια της αγοράς και τα ρυθμιζόμενα τιμολόγια που προέβλεπε το άρθρο 66 του νόμου αριθ. 2005-781 της 13ης Ιουλίου 2005 ενέχει προφανώς στοιχείο επιλεκτικότητας: οι επιχειρήσεις που επέλεξαν την ηλεκτροδότηση με την τιμή της αγοράς δεν μπορούν πλέον να ηλεκτροδοτηθούν με τα βασικά τιμολόγια. Επιπλέον, η εφαρμογή των κριτηρίων που αντιπροσωπεύουν οι ημερομηνίες στις οποίες είχε ασκηθεί το δικαίωμα επιλογής ή εκείνες στις οποίες υποβλήθηκαν οι αιτήσεις για την ηλεκτροδότηση βάσει ενός τιμολογιακού καθεστώτος έχει ως πρόσθετο αποτέλεσμα να περιορίζεται το όφελος από τα τιμολόγια σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις, αποκλείοντας άλλες.

(105)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κρίνει ότι τα κίτρινα και πράσινα βασικά τιμολόγια και τα τιμολόγια επιστροφής έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, εφόσον εφαρμόζονται αποκλειστικά στις επιχειρήσεις που καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια, αν και εφαρμόζονται σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται περισσότερους από 400 000 τόπους κατανάλωσης ηλεκτρισμού στη Γαλλία. Ούτε ο μεγάλος αριθμός των δικαιούχων επιχειρήσεων ούτε η ποικιλομορφία των τομέων στους οποίους ανήκουν αυτές οι επιχειρήσεις δεν επιτρέπουν ένα μέτρο κρατικής ενίσχυσης να χαρακτηριστεί ως μέτρο γενικής εφαρμογής.

(106)

Η εξέταση της εφαρμογής αυτών των μέτρων σε πολύ μεγάλο φάσμα οικονομικών τομέων οι οποίοι έχουν ωφεληθεί και ωφελούνται απ’ αυτό το μέτρο πρέπει να πραγματοποιηθεί στο στάδιο της εκτίμησης του συμβιβάσιμου των τιμολογίων με την εσωτερική αγορά και όχι στο στάδιο της εκτίμησης του επιλεκτικού χαρακτήρα αυτών των μέτρων.

(107)

Υφίσταται πλεονέκτημα σε σχέση με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, εάν ένα μέτρο κρατικής ενίσχυσης επιτρέπει σε μια επιχείρηση να μην επιβαρύνεται με τα έξοδα με τα οποία συνήθως θα επιβαρυνόταν χωρίς το εν λόγω μέτρο. Η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας με προτιμησιακούς όρους ως αποτέλεσμα μιας εθνικής νομοθεσίας ενδέχεται να εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου, εφόσον η πληρωμή για την προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος είναι σαφώς ένα πάγιο έξοδο με το οποίο βαρύνεται συνήθως μια επιχείρηση. Πρέπει, συνεπώς, να αναλυθεί εάν τα επίμαχα μέτρα συνεπάγονται ελάφρυνση από αυτή την επιβάρυνση.

(108)

Η Επιτροπή ανέλυσε αν τα βασικά τιμολόγια και τα τιμολόγια επιστροφής επιτρέπουν στους δικαιούχους τους να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια σε ευνοϊκότερη τιμή από αυτήν την οποία θα κατέβαλαν, εάν δεν υπήρχαν αυτά τα τιμολόγια, δηλαδή με τις τιμές της αγοράς. Όπως φαίνεται, εξάλλου, να επιβεβαιώνεται από το υπουργικό διάταγμα της 22ας Δεκεμβρίου 2008, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχεται στην ελεύθερη αγορά σε έναν τόπο μεγάλης ή μέσης κατανάλωσης θα έπρεπε, εάν δεν υπήρχε το τιμολόγιο επιστροφής, να αντιστοιχούν σε μεγάλο βαθμό σε έναν συνδυασμό των τιμών των προθεσμιακών συμβάσεων βασικής κατανάλωσης και κατανάλωσης αιχμής στη χονδρική αγορά, εφόσον ο συνδυασμός αυτός συνδέεται με τα χαρακτηριστικά της κατανάλωσης του εν λόγω τόπου κατανάλωσης.

(109)

Από το 2006 και μετά, υπήρξαν τακτικές προσαρμογές των βασικών τιμολογίων, όπως δείχνει ο πίνακας 1. Από τον Ιανουάριο του 2004 έως τον Ιανουάριο του 2012, τα κίτρινα βασικά τιμολόγια αυξήθηκαν κατά 21 % και τα πράσινα κατά 23,8 %. Οι αυξήσεις αυτές δεν επέτρεψαν, ωστόσο, να εξασφαλιστεί κάλυψη του κόστους παραγωγής από το σκέλος της χρέωσης «προμήθειας» ρεύματος στα βασικά τιμολόγια. Πράγματι, από τη σύγκριση των δεδομένων του πίνακα 2 στις τιμές της αγοράς που αναλύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 43 έως 45, συνάγεται ότι, από το 2004, το μερίδιο της «προμήθειας» ρεύματος στα κίτρινα και πράσινα βασικά τιμολόγια κυμαίνεται συστηματικά κατά ποσοστό άνω του 25 % σε επίπεδο κατώτερο από τις τιμές που παρατηρούνται στην αγορά.

(110)

Τα κίτρινα και πράσινα τιμολόγια επιστροφής αυξήθηκαν κατά 13 % και 16 % αντίστοιχα κατά την περίοδο εφαρμογής τους, από το 2007 έως το 2011. Όσον αφορά τα πράσινα τιμολόγια επιστροφής, από την εξέταση του μεριδίου της προμήθειας ρεύματος σε σχέση με τις τιμές αναφοράς της αγοράς συνάγεται η ύπαρξη πλεονεκτήματος τουλάχιστον 9 % κάθε έτος κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Όσον αφορά τα κίτρινα τιμολόγια επιστροφής, η σύγκριση με τις τιμές προμήθειας βάσης αποδεικνύει ετήσιο πλεονέκτημα το οποίο δεν είναι, ωστόσο, συστηματικό. Κατά μέσο όρο για την εξεταζόμενη περίοδο, οι τιμές ήταν κατά 13 % χαμηλότερες από την τιμή της αγοράς. Εξάλλου, τα κίτρινα τιμολόγια αφορούν τις μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες παρουσιάζουν συνήθως υψηλότερη κατανάλωση αιχμής, γεγονός που υποεκτιμά μια σύγκριση που βασίζεται σε βασικές συμβάσεις.

(111)

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, τόσο κατά συστηματικό τρόπο κάθε έτος για τα βασικά τιμολόγια και στα πράσινα τιμολόγια επιστροφής όσο και κατά μέσο όρο για τα κίτρινα τιμολόγια επιστροφής κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής τους, η εφαρμογή των εν λόγω τιμολογίων απέφερε οικονομικό πλεονέκτημα στις δικαιούχους επιχειρήσεις, οι οποίες δεν θα εξασφάλιζαν αυτές τις τιμές με τους όρους της αγοράς.

(112)

Τα αποτελέσματα της σύγκρισης με τις τιμές αγορές που αποδεικνύουν την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος επιβεβαιώνονται από τη γνώμη της CRE για το σχέδιο διατάγματος της 10ης Αυγούστου 2006 σχετικά με την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας. Σε αυτή τη γνώμη της, η CRE ανέφερε ότι το μερίδιο χρέωσης της «προμήθειας» στα βασικά τιμολόγια δεν αντανακλούσε πάντοτε την πραγματική κατάσταση του κόστους προμήθειας και ήταν ιδίως οριακό, ακόμη και αρνητικό, για ορισμένους πελάτες που υπάγονται σε πράσινα και κίτρινα τιμολόγια (33).

(113)

Επίσης, στη γνώμη της, της 23ης Ιουλίου 2009, για το σχέδιο διατάγματος που ρυθμίζει τις τιμές πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, η CRE αναφέρει ότι η μη συνεκτίμηση του TURPE στα ρυθμιζόμενα τιμολόγια είχε μέχρι τότε ως επακόλουθο την εμφάνιση μηχανικά τιμολογιακών κενών, δηλ. καταστάσεων όπου το μερίδιο ενός τιμολογίου που αφορά την παραγωγή, το οποίο λαμβάνεται αφού αφαιρεθούν από αυτά τα περιεκτικά τιμολόγια το ισχύον TURPE και τα έξοδα εμπορικής εκμετάλλευσης, είναι σημαντικά κατώτερο από το μερίδιο παραγωγής που επιτρέπει την κάλυψη του κόστους παραγωγής.

(114)

Έτσι, στη γνώμη της, της 10ης Αυγούστου 2009, σχετικά με τα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας, η CRE αναφέρει ότι, με τα ισχύοντα τιμολόγια από τον Αύγουστο του 2008, 222 000 τόποι κατανάλωσης, ένα μέρος των οποίων υπάγεται σε κίτρινο ή πράσινο τιμολόγιο, που αντιπροσωπεύουν κατανάλωση 2 200 GWh, παρουσιάζουν το λεγόμενο «βαθύ» τιμολογιακό κενό, δηλαδή εικαζόμενη χρέωση «προμήθειας» κάτω των 20 EUR/MWh. Όσον αφορά τους τόπους θερινής κατανάλωσης, που επωφελούνται όλοι από τα κίτρινα και πράσινα τιμολόγια, 22 000 τόποι κατανάλωσης (με κατανάλωση 1 200 GWh) παρουσιάζουν βαθύ τιμολογιακό κενό και οι 7 500 από αυτούς καταγράφουν αρνητική χρέωση για το σκέλος της προμήθειας ρεύματος.

(115)

Η τιμολογιακή κίνηση του Αυγούστου 2009 επέτρεψε να περιοριστούν τα βαθιά τιμολογιακά κενά κατά 82 % ως προς τον αριθμό των τόπων κατανάλωσης και τον όγκο, ενώ 1 500 τόποι κατανάλωσης εξακολουθούν να παρουσιάζουν βαθύ τιμολογιακό κενό. Η τιμολογιακή κίνηση του Αυγούστου 2010 συνέβαλε σχεδόν στο να εξαλειφθούν τα βαθιά τιμολογιακά κενά, εφόσον δεν αφορούσαν πλέον περισσότερους από 300 τόπους κατανάλωσης.

(116)

Οι υπολογισμοί της CRE αποδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικότατου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος προς όφελος των επιχειρήσεων που επωφελούνται από τα τιμολόγια αποσύνδεσης ή θερινής κατανάλωσης. Είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσαν όλες οι παροχές που υπάγονται σε κίτρινα και πράσινα τιμολόγια, για τις οποίες το μερίδιο της «προμήθειας» είναι κατώτερο των 20 EUR/MWh, να επιτύχουν την ίδια τιμολόγηση σε κανονικές συνθήκες της αγοράς. Αυτό αποδεικνύει ακόμη περισσότερο ότι τα βασικά τιμολόγια μπορούν να συνιστούν πλεονέκτημα για σημαντικό αριθμό επιχειρήσεων.

(117)

Το Συμβούλιο Επικρατείας, μετά την αίτηση αναίρεσης του διατάγματος της 12ης Αυγούστου 2008 σχετικά με την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που υπέβαλε η Poweo, έκρινε, με απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, ότι τα κίτρινα και πράσινα τιμολόγια βάσει του διατάγματος της 13ης Αυγούστου 2007 ήταν ανεπαρκή για να καλύψουν το μέσο πλήρες κόστος της EDF και ζήτησε από τους αρμόδιους Υπουργούς να εκδώσουν νέο διάταγμα.

(118)

Από την πλευρά τους, οι γαλλικές αρχές υποστηρίζουν ότι η πιθανή διαφορά ανάμεσα στο επίπεδο των ρυθμιζόμενων τιμολογίων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας και των τιμών που παρατηρούνται στα χρηματιστήρια ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως στο Powernext, ήταν σαφώς συγκυριακή. Από τις διαδοχικές γνωμοδοτήσεις της CRE για τα ρυθμιζόμενα τιμολόγια τα έτη μετά την κίνηση της διαδικασίας από την Επιτροπή συνάγεται ότι αυτό δεν συνέβαινε.

(119)

Η Γαλλία προσθέτει ότι η αναφορά στις τιμές των χρηματιστηρίων ηλεκτρικής ενέργειας είναι αλυσιτελής, εφόσον η αγορά του μεγαλύτερου μέρους της ηλεκτρικής ενέργειας από τις επιχειρήσεις πραγματοποιείται εκτός χρηματιστηρίου και ότι οι τιμές που καταγράφονται στο Powernext δεν δικαιολογούνται από τα βασικά οικονομικά μεγέθη που καθορίζουν την πραγματικότητα των συναλλαγών ανάμεσα σε αγοραστές και παραγωγούς ηλεκτρικού ρεύματος. Αντιθέτως, Επιτροπή θεωρεί ότι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στο Powernext χρησιμεύουν ως βάση για να επεξεργάζονται οι προμηθευτές τις προσφορές τους σε τιμές της αγοράς.

(120)

Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των επιλέξιμων πελατών επέλεξε να διατηρήσει τα βασικά τιμολόγια ή να υπαχθεί στα πράσινα και κίτρινα τιμολόγια επιστροφής είναι σημαντικό. Συναφώς, στις 30 Ιουνίου 2011, ημερομηνία κατάργησης του τιμολογίου επιστροφής, η CRE ανέφερε ότι, επί συνόλου 4 907 000 μη οικιακών τόπων κατανάλωσης, οι 4 202 000 τόποι ηλεκτροδοτούνταν με τα βασικά τιμολόγια και 7 220 τόποι με το τιμολόγιο επιστροφής. Σε όρους ετήσιας κατανάλωσης, τα βασικά τιμολόγια αντιπροσώπευαν 161 TWh (ήτοι το 54,6 % της κατανάλωσης των μη οικιακών τόπων κατανάλωσης) και το τιμολόγιο επιστροφής 75 TWh (25,4 %). Συνεπώς, τέσσερα έτη μετά την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς, το μερίδιο αγοράς των προσφορών με ελεύθερο τιμολόγιο ανερχόταν μόλις στο 20 %.

(121)

Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που υπέβαλαν οι εναλλακτικοί φορείς οι οποίοι κοινοποίησαν τις παρατηρήσεις τους. Έτσι, η Electrabel ανέφερε ότι το 90,4 % των πελατών της που ηλεκτροδοτούνταν προηγουμένως με το τιμολόγιο της αγοράς επέλεξαν να υπαχθούν στο τιμολόγιο επιστροφής. Κατά την άποψη της Electrabel, για το σύνολο της περιόδου εφαρμογής του τιμολογίου επιστροφής, το πλεονέκτημα του πελάτη ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 11 EUR/MWh. Η Poweo αναφέρει ότι, το 2007, υπέστη ζημία 33 έως 34 EUR/MWh κατά μέσο όρο για έναν πελάτη που υπαγόταν στο κίτρινο τιμολόγιο και 26,6 EUR/MWh κατά μέσο όρο για έναν πελάτη που υπαγόταν στο πράσινο τιμολόγιο, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος εφοδιασμού της και τα έξοδα εμπορικής εκμετάλλευσης.

(122)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κρίνει ότι υφίσταται οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ των κατηγοριών πελατών που τιμολογούνται με τα βασικά τιμολόγια και τα πράσινα και κίτρινα τιμολόγια επιστροφής.

(123)

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει να διαπιστωθεί αν τα επίμαχα μέτρα αφορούν κρατικούς πόρους προς όφελος των δικαιούχων και, ιδίως όσον αφορά πόρους δημόσιων επιχειρήσεων, αν αυτό συμβαίνει βάσει αποφάσεων που λαμβάνονται από το κράτος ή καταλογίζονται σε αυτό.

(124)

Στην προκειμένη περίπτωση, ο καταλογισμός στο κράτος είναι προφανής, εφόσον τόσο ο μηχανισμός των βασικών τιμολογίων όσο και των τιμολογίων επιστροφής έχουν τεθεί σε εφαρμογή με νομοθετικές και κανονιστικές πράξεις του γαλλικού κράτους. Επιπλέον, το επίπεδο των τιμών καθορίζεται με υπουργικό διάταγμα για κάθε μία από τις κατηγορίες τιμών. Οι αποφάσεις είναι, συνεπώς, αποφάσεις του κράτους, στη λήψη των οποίων οι επιχειρήσεις που οφείλουν να τις εκτελέσουν δεν έχουν καμία συμμετοχή.

(125)

Τα βασικά τιμολόγια χρηματοδοτούνται με πόρους της EDF και των τοπικών επιχειρήσεων διανομής, οι οποίες πωλούν το ηλεκτρικό ρεύμα στους πελάτες τους σε τιμή χαμηλότερη από την τιμή η οποία θα ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς. Πρέπει να αναλυθεί αν οι πόροι τους μπορεί να χαρακτηριστούν κρατικοί πόροι.

(126)

Το κράτος κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου της EDF. Στις 31 Δεκεμβρίου 2010, κατείχε το 84,48 %. Η EDF είναι, συνεπώς, υπό τον έλεγχο του κράτους. Πρόκειται για δημόσια επιχείρηση και οι πόροι της είναι, συνεπώς, πόροι του κράτους. Όταν ένας καταναλωτής ο οποίος ωφελείται από τιμολόγιο ηλεκτροδοτείται από την EDF, οι νομικές και κανονιστικές αποφάσεις του κράτους επιβάλλουν στην EDF να παρέχει ηλεκτρικό ρεύμα σε τιμή κατώτερη από αυτήν που θα εφαρμοζόταν στην αγορά, χρησιμοποιώντας, ως εκ τούτου, τους πόρους που βρίσκονται υπό τον δημόσιο έλεγχο της EDF.

(127)

Από τα μη αμφισβητούμενα στοιχεία που αναφέρονται στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας συνάγεται ότι οι τοπικές επιχειρήσεις διανομής είναι 168. Οι 144 από αυτές είναι δημόσιες επιχειρήσεις ή μικτές επιχειρήσεις. Οι δημόσιες επιχειρήσεις είναι δημόσιοι οργανισμοί που ελέγχονται εξ ολοκλήρου από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (παραδείγματος χάρη τους δήμους). Οι επιχειρήσεις μικτής οικονομίας είναι ανώνυμες εταιρείες στις οποίες οι δημόσιες αρχές κατέχουν το πλειοψηφικό κεφάλαιο και οι πόροι τους συνιστούν συνεπώς, κρατικούς πόρους. Αυτές οι τοπικές επιχειρήσεις διανομής ελέγχονται, συνεπώς, άμεσα από το κράτος. Μία από τις τοπικές επιχειρήσεις διανομής είναι EPIC (δημόσιος οργανισμός βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα). Οι EPIC είναι δημόσιοι οργανισμοί που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο κράτος και οι πόροι τους είναι, συνεπώς, κρατικοί πόροι.

(128)

Άλλες τοπικές επιχειρήσεις διανομής, όπως η Electricité de Strasbourg, είναι ανώνυμες εταιρείες, στις οποίες η πλειοψηφική συμμετοχή κατέχεται από κοινού από την EDF ή/και τις δημοτικές αρχές. Οι εταιρείες αυτές είναι επίσης υπό τον έλεγχο του κράτους.

(129)

Τέλος, μικρή μειοψηφία τοπικών επιχειρήσεων διανομής (20 από τις 168) έχουν συνεταιριστική δομή ή διάρθρωση εταιρείας ηλεκτρισμού συλλογικού γεωργικού συμφέροντος, για τις οποίες είναι δυσκολότερο να διαπιστωθεί αν ελέγχονται από το κράτος.

(130)

Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η EDF διανέμει η ίδια σχεδόν το σύνολο (περίπου 95 %) της συνολικής ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας που υπάγεται στα πάγια τιμολόγια και η τεράστια πλειοψηφία των άλλων διανομέων ελέγχεται από το κράτος, η Επιτροπή θεωρεί ότι μπορεί να διαπιστωθεί ότι τα εμπλεκόμενα ποσά αντιπροσωπεύουν, σχεδόν στο σύνολο τους, κρατικούς πόρους.

(131)

Όσον αφορά τις τοπικές επιχειρήσεις διανομής, αυτές αγοράζουν συνήθως από την EDF την ηλεκτρική ενέργεια την οποία διανέμουν με τα βασικά τιμολόγια, μέσω ενός συστήματος που και αυτό ρυθμίζεται από το κράτος, του επονομαζόμενου συστήματος των «τιμολογίων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε μη εθνικοποιημένες εταιρείες διανομής». Μέσω αυτού του συστήματος, η EDF υπόκειται στην υποχρέωση να προμηθεύει τις τοπικές επιχειρήσεις διανομής με την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας την οποία χρειάζονται για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις προμήθειας στο πλαίσιο του συστήματος των βασικών τιμολογίων, σε τιμή που τους επιτρέπει να πωλούν την ηλεκτρική ενέργεια στο βασικό τιμολόγιο χωρίς ζημία. Συνεπώς, οι τιμές τις οποίες προσφέρουν χρηματοδοτούνται με πόρους της EDF. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, in fine, το σύνολο των πόρων που εμπλέκονται στο σύστημα των βασικών τιμολογίων προέρχονται από δημόσιες επιχειρήσεις.

(132)

Η Επιτροπή δεν συμμερίζεται τη γνώμη των γαλλικών αρχών ότι τα τιμολόγια επιστροφής κατά κανένα τρόπο δεν χρησιμοποιούν δημοσιονομικούς ή φορολογικούς πόρους και ότι δεν εμπόδισαν την EDF να παρουσιάσει θετικά αποτελέσματα, ούτε ότι τα βασικά τιμολόγια και τα τιμολόγια επιστροφής (που βασίζονται άμεσα στα βασικά τιμολόγια) τα οποία αντανακλούν τα βασικά μεγέθη της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και το κόστος του παραγωγικού δυναμικού της EDF, συνιστούν το σωστό επίπεδο τιμών πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας και δεν μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθούν διαφυγόν κέρδος για την EDF. Είναι προφανές ότι, χωρίς τα βασικά τιμολόγια, η τιμή την οποία θα εφάρμοζε η EDF στους πελάτες της που τιμολογούνται με αυτά τα τιμολόγια θα έτεινε προς τις υψηλότερες τιμές που παρατηρούνται στις αγορές από το 2004, και με αυτό τον τρόπο το διαφυγόν κέρδος για την EDF και τις τοπικές επιχειρήσεις διανομής θα αποτελούσε διαφυγόντα κέρδη για το γαλλικό κράτος ή τις δημόσιες αρχές οι οποίες κατέχουν τον έλεγχο των επιχειρήσεων αυτών.

(133)

Τα βασικά τιμολόγια χρηματοδοτούνται, συνεπώς, με κρατικούς πόρους και καταλογίζονται στο κράτος.

(134)

Τα τιμολόγια επιστροφής χρηματοδοτούνται με τα έσοδα δύο εισφορών που επέβαλε το κράτος, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 35 και 36.

(135)

Κατά την πάγια πρακτική της Επιτροπής (34), η οποία είναι σύμφωνη με τη νομολογία του Δικαστηρίου σε αυτόν τον τομέα (35), τα έσοδα που προέρχονται από εισφορές αυτού του τύπου συνιστούν κρατικούς πόρους, όταν πληρούνται σωρευτικά οι κατωτέρω τρεις όροι:

α)

οι εισφορές πρέπει να επιβάλλονται από το κράτος· αυτό ισχύει στην προκειμένη περίπτωση εφόσον οι δύο εισφορές επιβλήθηκαν με τον νόμο αριθ. 2008-108·

β)

τα έσοδα από τις εισφορές πρέπει να καταβάλλονται σε οργανισμό που ορίζει το κράτος· στην προκειμένη περίπτωση ο εν λόγω οργανισμός είναι το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων·

γ)

τα έσοδα από τις εισφορές πρέπει να χρησιμοποιούνται προς όφελος ορισμένων επιχειρήσεων, σύμφωνα με τους κανόνες που θέσπισε το κράτος· και αυτός ο όρος συντρέχει, εφόσον τα έσοδα από τις εισφορές χρησιμοποιούνται κατ’ εφαρμογή του νόμου αριθ. 2000-108, ώστε να ωφελούνται τελικά οι κατηγορίες χρηστών που καθορίζονται από το κράτος, σε βαθμό που επίσης καθορίζεται από το κράτος.

(136)

Μετά την έκδοση της απόφασης Preussen Elektra, την οποία επικαλούνται οι γαλλικές αρχές, σύμφωνα με την πρακτική της σε θέματα λήψης αποφάσεων σχετικά με τα τιμολόγια τη ηλεκτρικής ενέργειας, η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει την ύπαρξη εισφορών με ποσά που καθορίζονται από το κράτος και επιβάλλονται από αυτό, με τα οποία χρηματοδοτείται η εφαρμογή αυτών των τιμολογίων. Σε συνάρτηση με την ύπαρξη ενός δημόσιου οργανισμού ελέγχου μέσω του οποίου διακινούνται τα κεφάλαια, η Επιτροπή μπόρεσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αποφανθεί ότι υπήρχε χρήση κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (36) ή, αντιθέτως, ότι δεν υπήρχε εμπλοκή παρόμοιων πόρων, κυρίως με το αιτιολογικό ότι τα εν λόγω ποσά δεν διακινούνταν μέσω κανενός ταμείου που σύστησε ή διαχειριζόταν το κράτος (37) .

(137)

Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή, με βάση την έως τώρα πρακτική της κρίνει, αντιθέτως, ότι ο μηχανισμός λειτουργίας των τιμολογίων επιστροφής, οι κανόνες των οποίων καθορίζονται από το κράτος, συνδέεται άρρηκτα με τη χρήση κρατικών πόρων. Η εισφορά στη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού μπορεί να εξομοιωθεί, ως προς τη λογική της, με φόρο που ορίζεται από το κράτος και διακινείται μέσω του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ενός δημόσιου φορέα υπό τον έλεγχο της ρυθμιστικής αρχής.

(138)

Τα τιμολόγια επιστροφής χρηματοδοτούνται, συνεπώς, με κρατικούς πόρους.

(139)

Τα βασικά τιμολόγια και τα τιμολόγια επιστροφής συνιστούν καθεστώτα ενισχύσεων, που εφαρμόζονται σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας στη Γαλλία, υπό τη μόνη προϋπόθεση ότι αυτοί καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια. Χιλιάδες επιχειρήσεις οι οποίες ωφελούνται από αυτά τα τιμολόγια στους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών στη Γαλλία δραστηριοποιούνται σε πλήρως απελευθερωμένες για τον ανταγωνισμό αγορές στο εσωτερικό της εσωτερικής αγοράς, στις οποίες δεν υφίστανται αποκλειστικά δικαιώματα ή περιορισμοί των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών.

(140)

Όπως έχει ήδη επισημάνει στις αποφάσεις της για την κίνηση και την παράταση της διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή θεωρεί ότι η επίπτωση των υπό εξέταση καθεστώτων στον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών είναι προφανής, εφόσον οι οικονομικές δραστηριότητες τις οποίες αναπτύσσουν οι πελάτες που επωφελούνται από τα βασικά τιμολόγια και τα τιμολόγια επιστροφής αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών.

(141)

Η Επιτροπή κρίνει ότι τα κίτρινα και πράσινα βασικά τιμολόγια και τα κίτρινα και πράσινα τιμολόγια επιστροφής συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ προς τους οικονομικούς φορείς οι οποίοι τιμολογούνται με αυτά.

VII.   ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΩΣ ΝΕΑΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(142)

Κανένα από τα δύο συστήματα τιμολογίων που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ πριν τεθεί σε εφαρμογή.

(143)

Μολονότι τα βασικά ρυθμιζόμενα τιμολόγια είχαν τεθεί σε εφαρμογή το 1945, συνεπώς πριν από τη Συνθήκη ΕΚ, ταυτόχρονα με τη δημιουργία της EDF, και εφαρμόζονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του μονοπωλίου της ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία, παρόλα αυτά συνιστούν νέες κρατικές ενισχύσεις και όχι ενισχύσεις προϋπάρχουσες των Συνθηκών. Πράγματι, οι ειδικές αποφάσεις με τις οποίες τροποποιούνταν το επίπεδο των βασικών τιμολογίων, τόσο σε απόλυτες όσο και σε σχετικές τιμές σε σχέση με άλλα τιμολόγια, λαμβάνονταν περιοδικά σε ετήσια βάση. Επιπλέον, οι ετήσιες αποφάσεις καθορισμού του επιπέδου τους έχουν κάποιο χαρακτήρα διακριτικής μεταχείρισης και δεν λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή των κανόνων που προϋπήρχαν της Συνθήκης ΕΚ. Μολονότι οι γενικές αρχές καθορισμού των ρυθμιζόμενων τιμολογίων που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 21 καθορίστηκαν με νομοθετικές ή κανονιστικές εφαρμοστικές πράξεις, οι οποίες σε κάθε περίπτωση εκδόθηκαν μετά τη Συνθήκη ΕΚ, οι διαδοχικές γνωμοδοτήσεις της CRE που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 112 έως 114 αποδεικνύουν σαφώς ότι οι ετήσιες αποφάσεις καθορισμού του επιπέδου των τιμολογίων δεν είχαν κατ’ ανάγκη ως γνώμονα την κάλυψη του κόστους της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.

(144)

Τα δύο συστήματα τιμολογίων που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, τα οποία τέθηκαν σε εφαρμογή χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση είναι, συνεπώς, παράνομα.

VIII.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ — ΤΟ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(145)

Όπως έκρινε η Επιτροπή στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, δεν εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση οι διατάξεις του άρθρου 107 παράγραφος 2 και παράγραφος 3 στοιχεία α), β) και δ) της ΣΛΕΕ.

(146)

Επιπλέον, η Επιτροπή εξακολουθεί να θεωρεί ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί τα άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ σχετικά με τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς ορισμένων ενδιαφερομένων τρίτων μερών. Πράγματι, το άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (38), περιορίζει ενδεχόμενες υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος μόνο στις επιχειρήσεις του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας. Στην προκειμένη περίπτωση, οι δικαιούχοι της ενίσχυσης δεν είναι οι επιχειρήσεις του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά οι επιχειρήσεις-πελάτες, που δεν παρέχουν κατά κανένα τρόπο κάποια υπηρεσία γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος.

(147)

Η μόνη βάση συμβιβάσιμου των εν λόγω ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά θα μπορούσε να είναι το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ το οποίο προβλέπει ότι: «Δύναται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά: (…) οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον (…)».

(148)

Στις αποφάσεις της για την κίνηση και την επέκταση της διαδικασίας, η Επιτροπή διαπίστωνε ότι οι εν λόγω ενισχύσεις δεν μπορούσαν να επιτραπούν βάσει των κατευθυντήριων γραμμών και πλαισίων που εξηγούν την εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. Ως προς τα πραγματικά περιστατικά, τα εξεταζόμενα στην παρούσα διαδικασία μέτρα ενίσχυσης αφορούν τους μηχανισμούς ρυθμιζόμενων τιμολογίων για τους οποίους δεν υπάρχει προηγούμενο στη μέχρι τώρα πρακτική της Επιτροπής. Εφαρμόζονται σε χιλιάδες επιχειρήσεις και εξομοιώνονται με καθεστώτα ενίσχυσης τέτοιου μεγέθους που δεν έχει κοινό μέτρο με τα καθεστώτα ενισχύσεων τα οποία διέπονται από κανόνες που έχουν επιβληθεί με την πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων στο παρελθόν ή έχουν παγιωθεί με ειδικές νομοθετικές πράξεις ή πλαίσια. Όμως, σε τομείς που δεν καλύπτονται από τις διάφορες αναλυτικές πράξεις που συνιστούν το πλαίσιο της εκτίμησης του συμβιβάσιμου των ενισχύσεων, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μια ενίσχυση να πληροί τους όρους του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

(149)

Υπό αυτές τις συνθήκες, πρέπει να εξεταστεί, λαμβάνοντας εξάλλου υπόψη τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Γαλλία στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, αν οι κρατικές ενισχύσεις που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας συμβάλλουν σε έναν στόχο κοινού συμφέροντος, αν είναι αναγκαίες για την αντιστάθμιση μιας ανεπάρκειας της αγοράς και εάν, προς τον σκοπό αυτό, έχουν αναλογικό χαρακτήρα και δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών σε μέτρο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον.

(150)

Η επιτυχία της πλήρους απελευθέρωσης των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί στόχο κοινού συμφέροντος τον οποίο επισημαίνουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης κατά την άσκηση των αντίστοιχων δραστηριοτήτων και αρμοδιοτήτων τους.

(151)

Η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει, βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ το βάσιμο κρατικών ενισχύσεων οι οποίες είναι χρονικά περιορισμένες και έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την πλαισίωση και διευκόλυνση της πραγματικής επιτυχίας της διαδικασίας απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όταν οι δυνάμεις της αγοράς είναι από μόνες τους ανεπαρκείς για να επιτύχουν αυτόν τον στόχο. Ενδέχεται, συνεπώς, αυτά τα μέτρα να αφορούν ιστορικούς φορείς που διαθέτουν προνομιακή θέση στην εθνική αγορά τους (39). Πρέπει, συνεπώς, να διαπιστωθεί αν οι εν λόγω ενισχύσεις μπορούν να συμβάλουν στην πραγματική επιτυχία αυτής της απελευθέρωσης της αγοράς τελικοί αποδέκτες της οποίας πρέπει να είναι οι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας.

(152)

Οι γαλλικές αρχές ανέλαβαν τη δέσμευση, στις 12 Ιανουαρίου 2012, να τερματίσουν την εφαρμογή των ρυθμιζόμενων τιμολογίων το 2015, ενώ τα τιμολόγια επιστροφής έχουν ήδη καταργηθεί τον Ιούλιο του 2011. Δεδομένου του μεταβατικού και χρονικά οριοθετημένου χαρακτήρα της, η κρατική ενίσχυση μπορεί να διευκολύνει μια σταδιακή μετάβαση σε μια πραγματικά ανταγωνιστική αγορά, σε συνθήκες που κρίνονται αποδεκτές σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε στη Γαλλία πριν την απελευθέρωση της αγοράς και, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, να συμβάλει στην επίτευξη ενός στόχου κοινού συμφέροντος.

(153)

Τα ρυθμιζόμενα τιμολόγια εφαρμόζονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου του μονοπωλίου παραγωγής, μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία. Η ύπαρξή τους και η διατήρησή τους μετά την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου 2004 για τους επαγγελματίες πελάτες και την 1η Ιανουαρίου 2007 για το σύνολο των πελατών, ανταποκρίνονται σε μια λογική προστασίας των καταναλωτών έναντι της δεσπόζουσας θέσης του μοναδικού προμηθευτή. Τα ρυθμιζόμενα τιμολόγια, και ως προς τη διάρθρωση και ως προς το επίπεδο των τιμών, μολονότι αποτελούν κληροδότημα της περιόδου του μονοπωλίου της EDF στη Γαλλία, το οποίο σταδιακά καταργείται, έχουν ως στόχο να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποκομίσει η EDF έκτακτα κέρδη μέσω της υπερβολικής τιμολόγησης από την πλευρά ενός φορέα εκμετάλλευσης που μπορεί να διατηρήσει ένα σημαντικό μερίδιο λιανικής αγοράς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την απελευθέρωση της αγοράς. Εντούτοις, η πρόληψη από τις γαλλικές αρχές του ενδεχομένου καταχρηστικής τιμολόγησης εκ μέρους της EDF είχε ως αποτέλεσμα τη χορήγηση ενίσχυσης προς όφελος των γάλλων καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας.

(154)

Πράγματι, λόγω της ειδικής διάρθρωσης της γαλλικής αγοράς, που αναλύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 52, η EDF βρισκόταν, κατά τον χρόνο της απελευθέρωσης της αγοράς, σε κατάσταση οιονεί μονοπωλίου που της παρείχε απόλυτη ελευθερία καθορισμού των τιμών λιανικής στη γαλλική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο περιορισμός της ελευθερίας καθορισμού των τιμών με τη διατήρηση εκ των προτέρων κανονιστικών πράξεων μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται με βάση την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της γαλλικής αγοράς.

(155)

Λαμβανομένης υπόψη της διάστασης και του μοναδικού χαρακτήρα των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων που απέφερε και αποφέρει σε αυτή την επιχείρηση η εκμετάλλευση των πυρηνικών μονάδων της ηλεκτροπαραγωγής, που εξηγούνται διεξοδικά στις αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 50, θα ήταν μάταιο να ελπίζει κανείς ότι η λειτουργία του ανταγωνισμού με τους νεοεισερχόμενους φορείς στην αγορά θα μπορούσε από μόνη της να δημιουργήσει άριστες συνθήκες ανταγωνισμού στην παροχή υπηρεσιών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Χωρίς να ληφθούν άλλα διαρθρωτικά μέτρα, μόνο ο εκ των υστέρων έλεγχος ορισμένων συμπεριφορών εφαρμογής καταχρηστικών τιμών δεν θα ήταν αρκετός από μόνος του για να εξασφαλίσει την βέλτιστη λειτουργία, περιλαμβανομένης της εισόδου νέων ανταγωνιστών στην αγορά. Αντίθετα, μια απόλυτη ελευθερία τιμολογιακής πολιτικής θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να διαιωνιστεί η ειδική κατάσταση της EDF, η οποία θα διέθετε αρκετούς χρηματοδοτικούς πόρους για να εξοστρακίσει τους ανταγωνιστές της ή για να διατηρήσει μια πρόσοδο που θα της επέτρεπε να αυξάνει και να διαφοροποιεί τα μέσα παραγωγής της, τόσο στη Γαλλία όσο και στην εσωτερική αγορά.

(156)

Εξάλλου, αυτή η ανεπάρκεια της αγοράς πρέπει επίσης να αναλυθεί και από την άποψη των δικαιούχων της ενίσχυσης. Πολλές επιχειρήσεις, κυρίως οι μεγαλύτεροι καταναλωτές, έλαβαν τις αποφάσεις τους, ιδίως σε θέματα επενδύσεων σε βαρύ εξοπλισμό, βασιζόμενες σε προβλεπόμενες δαπάνες ηλεκτρικής ενέργειας που συνδέονταν με τα ρυθμιζόμενα τιμολόγια τα οποία αντανακλούσαν κυρίως το μέσο κόστος των σταθμών πυρηνικής ενέργειας και όχι κυμαινόμενες τιμές που εξαρτώνται από τις τιμές των ορυκτών καυσίμων και του CO2, οι οποίες καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη διαμόρφωση των τιμών στην ελεύθερη αγορά. Μία βίαιη μετάβαση από το ένα σύστημα τιμών στο άλλο, που συνεπάγεται επιπλέον καθαρή μέση αύξηση, θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες σε πολλές επιχειρήσεις των οποίων το ακίνητο κεφάλαιο σε εξοπλισμούς που καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια είναι ελάχιστα ευέλικτο βραχυπρόθεσμα. Συνεπώς, μια μεταβατική περίοδος σαφώς προσδιορισμένη κρίνεται απαραίτητη.

(157)

Η ενίσχυση που απορρέει από τα τιμολόγια τα οποία εξετάζονται στην παρούσα διαδικασία μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αναγκαία για την αποκατάσταση αυτής της ανεπάρκειας της αγοράς. Τα οφέλη από τη διαφοροποίηση της προσφοράς που συνδέονται με τη μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία στα στάδια που προηγούνται του τομέα δραστηριότητας των δικαιούχων της ενίσχυσης θα επέτρεπε να εναρμονιστεί το παραγωγικό κεφάλαιο αυτών των δικαιούχων με χαρακτηριστικά αγοραίας τιμής που νοθεύονται σε μικρότερο βαθμό λόγω της δεσπόζουσας θέσης της EDF, βελτιώνοντας τις συνθήκες για την ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων τις οποίες ασκούν, που αποτελεί και τον στόχο του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

(158)

Με την ίδια νομική βάση, υπό ορισμένους όρους, και ιδίως τον χρονικό περιορισμό των ενισχύσεων, λειτουργικές ενισχύσεις οι οποίες μειώνουν τις πάγιες δαπάνες των δικαιούχων για την ενέργεια, χωρίς αντάλλαγμα ούτε πραγματικό αποτέλεσμα κινήτρου, κρίνονται συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά όταν μειώνουν τις φορολογικές επιβαρύνσεις που προστίθενται σε αυτές τις δαπάνες, εφόσον η έλλειψη ενίσχυσης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ουσιαστική αύξηση του κόστους παραγωγής των εν λόγω τομέων (40).

(159)

Τόσο το σύστημα των βασικών τιμολογίων όσο και τα τιμολόγια επιστροφής παρουσίασαν, από την περίοδο που καλύπτει η παρούσα διαδικασία, συνεχείς αυξήσεις, περιλαμβανομένης της περιόδου κατά την οποία οι αγοραίες τιμές μειώθηκαν από το 2009. Όπως συνάγεται από τις γνώμες της CRE που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 113 και 114, σκοπός αυτής της γενικής διαδικασίας αύξησης των τιμών, και πιο συγκεκριμένα από το 2009, ήταν να μειωθεί ο αριθμός των τόπων κατανάλωσης που ωφελούνται με τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα σε σχέση με την αγοραία τιμή.

(160)

Σύμφωνα με τις επιστολές της 15ης Σεπτεμβρίου 2009, η μετάβαση θα κλιμακωθεί έως το 2015. Εξάλλου, οι δεσμεύσεις της Γαλλίας όσον αφορά το πάγωμα της ρυθμιζόμενης τιμής πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια το 2012 και το 2013 και ο καθορισμός της σύμφωνα με τις παραμέτρους που προβλέπει ο νόμος αριθ. 2010-1488 για τη νέα οργάνωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, αφενός και, την αύξηση των ρυθμιζόμενων τιμών κάθε έτος έως το 2015, αφετέρου, και στη συνέχεια η κατάργησή τους επιτρέπουν να συνεχιστεί η σύγκλιση, σε έναν εύλογο χρονικό ορίζοντα, με τις αγοραίες τιμές ή, σε κάθε περίπτωση, τη σταδιακή αύξησή τους.

(161)

Ένα σύστημα που διασφαλίζει σταδιακή και συνεχή αύξηση και στη συνέχεια την κατάργηση των τιμολογίων, διευκολύνει τη μετάβαση προς τις αγοραίες τιμές στο πλαίσιο ενός συστήματος που οι δυσλειτουργίες του έχουν αποκατασταθεί από ένα μηχανισμό που έχει επιληφθεί με νομοθετικά μέτρα, ο οποίος ευνοεί στην ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού ανταγωνισμού με πρόσβαση σε προμήθειες από το σύνολο των μονάδων εκμετάλλευσης της EDF. Η ενίσχυση το ύψος της οποίας μειώνεται σταδιακά, η οποία επιτρέπει στις δικαιούχες επιχειρήσεις να προσαρμόσουν τα μέσα παραγωγής τους στις νέες συνθήκες της αγοράς, τα οποία διαστασιοποιήθηκαν σε συνάρτηση με τις τιμές των ρυθμιζόμενων τιμολογίων, μπορεί να θεωρηθεί αναλογική.

(162)

Υπό αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή κρίνει ότι η ενίσχυση που απορρέει από την εφαρμογή των εξεταζόμενων κατά την παρούσα διαδικασία τιμολογίων πληροί τον όρο της αναλογικότητας.

(163)

Τα υπό εξέταση μέτρα αφορούν εκατοντάδες χιλιάδες τόπους κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και, κατ’ επέκταση, χιλιάδες δικαιούχους που ηλεκτροδοτούνται με τα βασικά τιμολόγια και τα τιμολόγια επιστροφής, σε συνθήκες μετάβασης σε μια πλήρως απελευθερωμένη αγορά. Μολονότι είναι επιλεκτικές κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, από την άποψη ότι προορίζονται μόνο στις επιχειρήσεις που καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια, οι υπό εξέταση ενισχύσεις δεν έχουν κατά κανένα τρόπο ως αποδέκτες συγκεκριμένους δικαιούχους, ούτε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας. Μέτρα που στοχεύουν ελάχιστα σε συγκεκριμένες κατηγορίες δικαιούχων, όπως τα υπό εξέταση, μπορεί να είναι λιγότερο περιοριστικά του ανταγωνισμού σε σχέση με επιλεκτικότερα μέτρα.

(164)

Η Επιτροπή θεωρεί, εξάλλου, ότι έχουν τηρηθεί οι όροι που τέθηκαν κατά την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ της Επιτροπής και της Γαλλίας τον Σεπτέμβριο του 2009 και τον Ιανουάριο του 2012. Τα δύο καθοριστικά στοιχεία, δηλαδή η εφαρμογή ριζικής μεταρρύθμισης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία, ιδίως με την παροχή ρυθμιζόμενης πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια στους ανταγωνιστές της EDF, και η κατάργηση των πράσινων και κίτρινων ρυθμιζόμενων τιμολογίων, έχουν θεσπιστεί με το νόμο αριθ. 2010-1488.

(165)

Από την πρόσφατη πρακτική της Επιτροπής σε θέματα λήψης αποφάσεων στον τομέα της ενέργειας συνάγεται ότι, με τη νομική βάση του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή μπορεί να συνεκτιμά οφέλη σε όρους βελτίωσης του ανταγωνισμού σε μια άλλη αγορά από αυτή στην οποία δραστηριοποιούνται οι δικαιούχοι της ενίσχυσης, για να αποφανθεί σχετικά με το συμβιβάσιμο αυτής της ενίσχυσης (41). Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να συνεκτιμηθούν τα προβλεπόμενα οφέλη στην αγορά προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας που απορρέουν από τις δεσμεύσεις τις οποίες έχει αναλάβει η Γαλλία κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας.

(166)

Τα πρώτα αποτελέσματα από τα σημεία αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας μέσω ρυθμιζόμενης πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια δείχνουν ότι η ζήτηση προσεγγίζει τα 60 TWh. Συνολικά, 32 εναλλακτικοί προμηθευτές χρησιμοποίησαν τη ρυθμιζόμενη πρόσβαση στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια και οι αιτήσεις τους ικανοποιήθηκαν εξ ολοκλήρου. Λαμβανομένων υπόψη των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών της αγοράς προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία, που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 52, αυτά τα πρώτα αποτελέσματα δείχνουν ότι υπάρχει σταδιακό άνοιγμα που επιτρέπει έναν ανταγωνισμό ο οποίος δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί χωρίς τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Γαλλία όσον αφορά την πρόσβαση στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια, η οποία μπορεί να ανέλθει έως το 25 % περίπου της παραγωγής της EDF. Κανένας εναλλακτικός προμηθευτής δεν θα μπορούσε να αποκτήσει μέσα παραγωγής αυτής της τάξης μεγέθους που διαθέτει ο ιστορικός φορέας σε τόσο μικρό διάστημα. Η πρόσθετη δέσμευση της Γαλλίας όσον αφορά το πάγωμα της τιμής της ρυθμιζόμενης πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια μέχρι να τεθεί σε ισχύ το διάταγμα που καθορίζει τη μέθοδο υπολογισμού αυτής της τιμής και, κατά συνέπεια, την προβλεπόμενη μείωση σε πραγματικές τιμές, εκτιμάται ότι θα επιταχύνει αυτή τη διαδικασία μετάβασης σε μία ανταγωνιστικότερη αγορά. Όσον αφορά τη μεταγενέστερη περίοδο, όπως αναφέρθηκε στην επιστολή των αρμόδιων Επιτρόπων ανταγωνισμού και ενέργειας της 15ης Σεπτεμβρίου 2009, οι προβλεπόμενες τεχνικές λεπτομέρειες αυτής της ρυθμιζόμενης πρόσβασης θα έχουν καθοριστική σημασία από πολλές απόψεις. Συνεπώς, πρέπει να προβλεφθεί ότι το μέτρο του καθορισμού της μεθόδου υπολογισμού για τον προσδιορισμό της τιμής της ρυθμιζόμενης πρόσβασης θα υποβληθεί στην Επιτροπή στο στάδιο του προσχεδίου για την προηγούμενη έγκρισή της. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή θα επαληθεύσει ιδίως αν η εν λόγω μέθοδος είναι αντικειμενική, βασίζεται σε γενικά αναγνωρισμένες και καθιερωμένες λογιστικές αρχές και καταλήγει στον καθορισμό τιμών που επιτρέπουν την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά.

(167)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η μεταρρύθμιση που επήλθε με τον νόμο αριθ. 2010-1488 έχει ευνοϊκή επίπτωση στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά, εφόσον διευκολύνει την είσοδο νέων ανταγωνιστών και την παραμονή αυτών που ήδη δραστηριοποιούνται σε αυτήν. Η ρυθμιζόμενη πρόσβαση στην πυρηνική ενέργεια εντός του ανώτατου ορίου των 100 TWh θα πρέπει να συμβάλει, παράλληλα με τη σταδιακή διασύνδεση των αγορών στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ανάπτυξη των διασυνδέσεων, στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού που θα έχει ως αποτέλεσμα τη συμπίεση των τιμών στη Γαλλία και στα άλλα κράτη μέλη.

(168)

Εν ολίγοις, τα πλεονεκτήματα για την αγορά της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, η επιτυχής απελευθέρωση της οποίας αποτελεί προτεραιότητα για την εσωτερική αγορά της Ένωσης, εξισορροπεί τις βέβαιες αρνητικές επιπτώσεις για τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, τα οποία περιορίζονται, ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του ελάχιστα επιλεκτικού χαρακτήρα του μέτρου, όπως αναλύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 101 έως 106 και 139 έως 140. Ως εκ τούτου, η κρατική ενίσχυση που ενέχουν τα βασικά τιμολόγια και τα τιμολόγια επιστροφής δεν επηρεάζει τις συναλλαγές σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον της Ένωσης και, ως εκ τούτου, πληροί το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

IX.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γαλλία έθεσε παράνομα σε εφαρμογή την εξεταζόμενη ενίσχυση, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η ενίσχυση αυτή είχε μεταβατικό χαρακτήρα που συνδέεται με την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία και ότι συνοδεύεται με δεσμεύσεις για ριζική μεταρρύθμιση των όρων ανταγωνισμού στη γαλλική αγορά προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν έχει επηρεάσει και δεν επηρεάζει τις συναλλαγές σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον, κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, με την επιφύλαξη ότι θα τηρηθούν οι όροι που ορίζονται στα άρθρα 1 έως 4.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το μέτρο ενίσχυσης που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία μέσω των ρυθμιζόμενων τιμολογίων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας (τιμολόγια επονομαζόμενα «πράσινα» και «κίτρινα») και των μεταβατικών ρυθμιζόμενων τιμολογίων προσαρμογής της αγοράς για τους μεγάλους και μεσαίους καταναλωτές είναι συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά, με την τήρηση των όρων που προβλέπονται στο άρθρο 2.

Άρθρο 2

Η Γαλλία θέτει σε εφαρμογή μηχανισμό ρυθμιζόμενης πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια που παράγεται από τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις, ο οποίος συνίσταται στην υποχρέωση της επιχείρησης Electricité de France να πωλεί στους ανταγωνιστές της στην αγορά λιανικής ηλεκτρικής ενέργειας, σε ρυθμιζόμενη τιμή, κατά το διάστημα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025, μέρος της παραγωγής της πυρηνικής ηλεκτρικής ενέργειας, εντός ανώτατου ορίου 100 TWh. Η ρυθμιζόμενη τιμή πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια επανεξετάζεται κάθε έτος και αντανακλά τους οικονομικούς όρους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη διάρκεια εφαρμογής του μηχανισμού. Το επίπεδο της τιμής ρυθμιζόμενης πρόσβασης στην παραδοσιακή πυρηνική ενέργεια δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 42 EUR ανά MWh και δεν μεταβάλλεται, εάν δεν τεθεί προηγουμένως σε ισχύ μέτρο καθορισμού της μεθόδου υπολογισμού για τον καθορισμό της εν λόγω τιμής. Το εν λόγω μέτρο θα υποβληθεί στην Επιτροπή υπό μορφή σχεδίου για την εκ των προτέρων έγκρισή του.

Η Γαλλία τερματίζει τη χορήγηση κάθε ενίσχυσης που είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής μεταβατικών ρυθμιζόμενων τιμολογίων προσαρμογής της αγοράς για τους μεγάλους και μεσαίους καταναλωτές οι οποίοι ενδεχομένως θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν και δεν θα θέσει σε εφαρμογή κανέναν ισοδύναμο μηχανισμό.

Οι αποφάσεις τις οποίες έλαβε η Γαλλία το θέρος του 2012 όσον αφορά τα ρυθμιζόμενα τιμολόγια πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας επιτρέπουν τη σταδιακή μείωση σε σχέση με το 2012, και στη συνέχεια κάθε έτος σε σχέση με το προηγούμενο έτος, της διαφοράς ανάμεσα στο άθροισμα των στοιχείων κόστους και του ρυθμιζόμενου τιμολογίου.

Η Γαλλία τερματίζει κάθε ενίσχυση που είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής των ρυθμιζόμενων τιμολογίων πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015 για τους μεγάλους και μεσαίους καταναλωτές και δεν θα εφαρμόσει κανέναν ισοδύναμο μηχανισμό.

Άρθρο 3

Η Γαλλία ενημερώνει την Επιτροπή εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να συμμορφωθεί με αυτήν.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 12 Ιουνίου 2012.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ έγιναν άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Και στις δύο περιπτώσεις, οι διατάξεις είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημες. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι αναφορές στα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ νοούνται κατά περίπτωση ως αναφορές στα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ. Η ΣΛΕΕ εισήγαγε επίσης ορισμένες τροποποιήσεις ορολογίας, όπως η αντικατάσταση του όρου «Κοινότητα» από τον όρο «Ένωση», «κοινή αγορά» από «εσωτερική αγορά» και «Πρωτοδικείο» από το «Γενικό Δικαστήριο». Στην παρούσα απόφαση χρησιμοποιείται η ορολογία της ΣΛΕΕ.

(2)  ΕΕ C 164 της 18.7.2007, σ. 9 και ΕΕ C 96 της 25.4.2009, σ. 18.

(3)  ΕΕ C 164 της 18.7.2007, σ. 9.

(4)  JORF αριθ. 181 της 5.8.2008, σ. 12471.

(5)  JORF αριθ. 185 της 11.8.2004, σ. 14256.

(6)  ΕΕ C 96 της 25.4.2009, σ. 18.

(7)  JORF αριθ. 35 της 11.2.2000, σ. 2143. Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε επανειλημμένα, τελευταία φορά με τον νόμο αριθ. 2007-290 της 5ης Μαρτίου 2007 ο οποίος θεσπίζει το αντιτάξιμο δικαίωμα στην κατοικία και αφορά διάφορα μέτρα υπέρ της κοινωνικής συνοχής (JORF αριθ. 55 της 6.3.2007, σ. 4190).

(8)  ΕΕ L 176 της 15.7.2003, σ. 37, έχει πλέον αντικατασταθεί από την οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 55).

(9)  Το άρθρο 2 παράγραφος 11 της οδηγίας 2003/54/ΕΚ ορίζει τους μη οικιακούς πελάτες ως τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια η οποία δεν προορίζεται για οικιακή χρήση. Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει τους παραγωγούς και τους πελάτες χονδρικής.

(10)  JORF αριθ. 163 της 14.7.2005, σ. 11570.

(11)  JORF αριθ. 18 της 22.1.2008, σ. 1122.

(12)  Οι όροι «μεγάλοι τόποι κατανάλωσης», «μεσαίοι τόποι κατανάλωσης» και «μικροί τόποι κατανάλωσης» αντιστοιχούν στον διαχωρισμό της αγοράς σε τμήματα τον οποίο χρησιμοποιεί παραδοσιακά η CRE στις δημοσιεύσεις της.

(13)  JORF αριθ. 284 της 8.12.2006, σ. 18531.

(14)  Τα μέτρα αυτά εισήγαγαν τα άρθρα 30-1 και 30-2 στον νόμο αριθ. 2004-803 της 9ης Αυγούστου 2004 σχετικά με τις δημόσιες υπηρεσίες ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και τις επιχειρήσεις ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, τα οποία θεσπίζουν και διέπουν το σύστημα των τιμολογίων επιστροφής.

(15)  Πηγή: «Note interprétative sur la mise en œuvre du tarif réglementé transitoire d'ajustement du marché», Υπουργείο Οικονομίας, Οικονομικών και Βιομηχανίας, διαθέσιμο στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.industrie.gouv.fr/energie/electric/note-interpretative-tarif_retour.pdf (εμφάνιση της ιστοσελίδας στις 9 Φεβρουαρίου 2009).

(16)  JORF αριθ. 4 της 5.1.2007, σελίδα 170.

(17)  JORF αριθ. 105 της 5.5.2007, σελίδα 7952.

(18)  Οι προθεσμιακές συμβάσεις βασικής κατανάλωσης αντιστοιχούν σε σταθερή προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου (έτους, τριμήνου, μήνα, ημέρας). Οι προθεσμιακές συμβάσεις κατανάλωσης αιχμής αντιστοιχούν σε προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας κατά τις ώρες 8 π.μ. έως 20 μ.μ., εκτός Σαββατοκύριακου.

(19)  Η εισφορά στη δημόσια υπηρεσία ηλεκτρισμού χρηματοδοτεί επίσης και άλλες δαπάνες, το πρόσθετο κόστος των οποίων συνδέεται με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (42,4 %), το επιπλέον κόστος που συνδέεται με τη συμπαραγωγή (21 %) και τα επονομαζόμενα κοινωνικά τιμολόγια (1,4 %) (εκτιμήσεις της CRE για το έτος 2011).

(20)  Τιμές που βασίζονται στη γνώμη της CRE για τα διατάγματα σχετικά με τις τιμές πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας.

(21)  Βλ. παραδείγματος χάρη Observatoire des marchés de l'électricité et du gaz — troisième trimestre 2008 de la CRE, σελίδα 22, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.cre.fr/fr/marches/observatoire_des_marches

(22)  Διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.cre.fr/documents/publications/rapports-thematiques/fonctionnement-des-marches-de-gros-de-l-electricite-et-du-gaz-naturel/consulter-le-rapport

(23)  http://www.environnement.ccip.fr/energie/electricite/reseau-transport-electricite.htm

(24)  Πηγή: POWEO, αναφέρεται από Companynews. http://www.companynewsgroup.com/imprimer.asp?co_id=111260

(25)  Τιμές που βασίζονται στις γνωμοδοτήσεις της CRE για τα διατάγματα σχετικά με τις τιμές πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας.

(26)  Απόφαση της αρχής ανταγωνισμού αριθ. 11/D-09 της 8ης Ιουνίου 2011.

(27)  Βλ. «Coûts prévisionnels de production d'électricité», EDF AEN-IEA, Έκδοση 2010, μέσες τιμές με προεξόφληση 5 %.

(28)  Γνώμη της CRE της 5ης Μαΐου 2011, σ. 5.

(29)  JORF αριθ. 0284 της 8ης Δεκεμβρίου 2010, σελίδα 21467.

(30)  JORF αριθ. 0100 της 29ης Απριλίου 2011, σελίδα 7472.

(31)  Διατάγματα που δημοσιεύθηκαν στην JORF αριθ. 0117 της 20ής Μαΐου 2011 σελίδα 8792 και σελίδα 8793.

(32)  Διάταγμα της 13ης Μαρτίου 2001, Συλλογή 2001, σελίδα I-02099.

(33)  Γνώμη της ρυθμιστικής επιτροπής ενέργειας της 9ης Αυγούστου 2006 σχετικά με το σχέδιο διατάγματος για τις τιμές πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας, τμήμα 2.2, δεύτερη παράγραφος. http://www.cre.fr/imgAdmin/1161595981902.pdf

(34)  Βλ. παραδείγματος χάρη, απόφαση της Επιτροπής στις υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων Ν 161/04 — Υπερβάλλον κόστος στην Πορτογαλία (ΕΕ C 250 της 8.10.2005, σ. 9) ή την πιο πρόσφατη απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση C 24/09 (πρώην N 446/08), κρατική ενίσχυση προς όφελος των επιχειρήσεων υψηλής ενεργειακής εντάσεως, αυστριακός νόμος σχετικά με την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια (ΕΕ L 235 της 10.9.2011, σ. 42).

(35)  Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλία/Επιτροπή (173/73, Συλλογή 1974, σ. 709) και της 22ας Μαρτίου 1977, Steinike/Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (78-76, Συλλογή 1977, σ. 595)

(36)  Αποφάσεις της Επιτροπής της 15ης Ιανουαρίου 2002 αριθ. N 826/01, Ιρλανδία — Alternative Energy Requirements I έως IV και αριθ. N 553/01, Renewable Energy (ΕΕ C 59 της 6.3.2002).

(37)  Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2002 στην υπόθεση N 661/99, Ηνωμένο Βασίλειο — Competitive Transition Charge (ΕΕ C 45 της 19.2.2002). Το επιπλέον κόστος που συνεπάγεται η υποχρέωση αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας χρηματοδοτήθηκε με εισφορά επονομαζόμενη «Competitive Transition Charge» την οποία καταβάλλουν οι καταναλωτές κατ’ αναλογία της κατανάλωσής τους και το ποσό της οποίας καθορίστηκε από τη δημόσια ρυθμιστική αρχή στο επίπεδο του επιπλέον κόστους, χωρίς να οριστεί δημόσιος οργανισμός για τη διαχείριση των ποσών (ΕΕ C 113 της 14.5.2002).

(38)  ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 55. Το άρθρο 3 παράγραφος 3 ορίζει ότι: «Τηρώντας πλήρως τις οικίες διατάξεις της Συνθήκης, και ιδίως το άρθρο 86, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ηλεκτρικής ενεργείας, χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας οι οποίες μπορούν να αφορούν την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας του εφοδιασμού, την τακτική παροχή, την ποιότητα και τις τιμές παροχής, καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής αποδοτικότητας, της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και της προστασίας του κλίματος. Οι υποχρεώσεις αυτές πρέπει να ορίζονται σαφώς, να είναι διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες και να διασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενέργειας της Κοινότητας στους εθνικούς καταναλωτές».

(39)  Στην ανακοίνωσή της του 2001 σχετικά με τη μεθοδολογία ανάλυσης των κρατικών ενισχύσεων που συνδέονται με επιλέξιμο λανθάνον κόστος (εκδόθηκε στις 26 Ιουλίου 2001 και κοινοποιήθηκε στα κράτη μέλη με επιστολή υπ’ αριθ. SG (2001) D/290869 της 6.8.2001 η Επιτροπή δήλωσε:

«Η σταδιακή μετάβαση από μια κατάσταση κατά την οποία ο ανταγωνισμός ήταν σε μεγάλο βαθμό περιορισμένος σε μια κατάσταση πραγματικού ανταγωνισμού στο ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να πραγματοποιηθεί σε οικονομικά αποδεκτές συνθήκες, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας. (…)

Οι κρατικές ενισχύσεις που αντιστοιχούν στο επιλέξιμο λανθάνον κόστος που ορίζεται στην παρούσα ανακοίνωση αποσκοπούν στο να διευκολύνουν τη μετάβαση των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού σε μια αγορά ανταγωνιστικής ηλεκτρικής ενέργειας. Η Επιτροπή μπορεί να επιδείξει ευνοϊκή στάση έναντι αυτών των ενισχύσεων στο βαθμό που η νόθευση του ανταγωνισμού αντισταθμίζεται από τη συνεισφορά τους στην υλοποίηση ενός κοινοτικού στόχου τον οποίο οι δυνάμεις της αγοράς δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν. Πράγματι, η νόθευση του ανταγωνισμού που προκαλούν οι ενισχύσεις οι οποίες καταβάλλονται για να διευκολυνθεί η μετάβαση των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού από μια κατά το μάλλον ή ήττον κλειστή αγορά σε μια εν μέρει απελευθερωμένη αγορά μπορεί να μην είναι αντίθετη προς το κοινό συμφέρον, εφόσον είναι χρονικά περιορισμένη και έχει περιορισμένα αποτελέσματα, διότι η ελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι προς το γενικό συμφέρον της κοινής αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 2 και το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο κ) της Συνθήκης και ολοκληρώνει τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς.»

(40)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (ΕΕ C 82 της 1.4.2008, σ. 1), κεφάλαιο IV, παράγραφοι 153-154.

(41)  SA.31953 (11/N) — Construction of a LNG Terminal in Swinoujsciu (ΕΕ C 361 της 10.12.2011), SA.30980 (11/N) Construction of interconnection and cross-border power line between Poland and Lithuania (ΕΕ C 79 της 12.3.2011), SA.29870 (N 660/09) Aid to PGNiG for underground gas storage (ΕΕ C 213 της 6.8.2010).