10.9.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 235/42


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 8ης Μαρτίου 2011

σχετικά με την κρατική ενίσχυση στην υπόθεση C 24/09 (πρώην N 446/08) — Κρατική ενίσχυση υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων, Αυστριακός Νόμος για την Πράσινη Ηλεκτρική Ενέργεια, Αυστρία

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2011) 1363]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2011/528/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα ανωτέρω άρθρα (1), και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Στις 27 Ιουνίου 2008 η Αυστρία προέβη σε προκαταρκτική κοινοποίηση της πρόθεσής της να τροποποιήσει τον ισχύοντα αυστριακό νόμο για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια (στο εξής: «ÖSG»), την τρέχουσα έκδοση του οποίου η Επιτροπή είχε εγκρίνει το 2006 ως κρατική ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά (2). Στις 4 Σεπτεμβρίου 2008 η Αυστρία κοινοποίησε το νέο κείμενο του ÖSG, το οποίο αποτελεί αντικείμενο της παρούσας απόφασης της Επιτροπής.

(2)

Η Επιτροπή, με επιστολή της 28ης Οκτωβρίου 2008, ζήτησε επιπρόσθετες πληροφορίες. Κατόπιν επιστολής υπενθύμισης η Αυστρία διαβίβασε στις 22 Δεκεμβρίου 2008 περαιτέρω πληροφορίες μέσω επιστολής. Μετά από συνάντηση με εκπροσώπους της Αυστρίας στις 11 Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή ζήτησε με επιστολή της 19ης Φεβρουαρίου 2009 επιπρόσθετες πληροφορίες τις οποίες διαβίβασε η Αυστρία μέσω επιστολής της 17ης Μαρτίου 2009. Η Επιτροπή ζήτησε, τέλος, με επιστολή της 8ης Μαΐου 2009, συμπληρωματικές πληροφορίες τις οποίες υπέβαλε η Αυστρία με επιστολές της 9ης και 19ης Ιουνίου 2009.

(3)

Στις 9 Ιουλίου 2008 η Επιτροπή έλαβε διαμαρτυρία του αυστριακού ομοσπονδιακού επιμελητηρίου εργαζομένων (österreichische Bundesarbeitskammer) σχετικά με τον ÖSG, η οποία αφορά σε μέτρο που προβλέπει ο ÖSG υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων.

(4)

Στις 22 Ιουλίου 2009 η Επιτροπή υιοθέτησε μια υβριδική απόφαση βάσει της οποίας εγκρίθηκαν μέτρα υπέρ των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Η Επιτροπή χαρακτήρισε τα εν λόγω μέτρα ως συμβιβάσιμα με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (στο εξής: «κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος») (3), ωστόσο αποφάσισε να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας του μηχανισμού απαλλαγής που προβλέπει ο ÖSG για τις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις (4).

(5)

Με επιστολή της 23ης Ιουλίου 2009 η Επιτροπή ενημέρωσε την Αυστρία σχετικά με την εν λόγω απόφαση και κάλεσε την Αυστρία να διαβιβάσει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση του μέτρου.

(6)

Η Επιτροπή δημοσίευσε την απόφασή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (5) και κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν παρατηρήσεις επί του μέτρου.

(7)

Με επιστολή της 19ης Αυγούστου 2009 η Αυστρία ζήτησε παράταση της προθεσμίας την οποία και εκχώρησε η Επιτροπή με επιστολή της 9ης Σεπτεμβρίου 2009. Η Αυστρία υπέβαλε τελικά τις παρατηρήσεις της 8ης Οκτωβρίου 2009.

(8)

Εν τω μεταξύ, το αυστριακό ομοσπονδιακό επιμελητήριο εργαζομένων υπέβαλε μέσω επιστολής 7ης Οκτωβρίου 2009 τις παρατηρήσεις του σχετικά με το μέτρο υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων. Οι παρατηρήσεις διαβιβάστηκαν στην Αυστρία, η οποία κλήθηκε να λάβει θέση. Η Αυστρία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις 23 Δεκεμβρίου 2009, ενώ στις 23 Απριλίου 2010 διαβίβασε περαιτέρω πληροφορίες.

(9)

Με επιστολές της 21ης Ιουνίου 2010 και 19ης Ιουλίου 2010, η Επιτροπή ζήτησε από την Αυστρία επιπρόσθετες πληροφορίες, οι οποίες διαβιβάστηκαν στις 13 Σεπτεμβρίου 2010. Κατόπιν πρωτοβουλίας της Αυστρίας, στις 9 Ιουλίου 2010 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ της Επιτροπής και εκπροσώπων της Αυστρίας.

(10)

Με επιστολή της 24ης Νοεμβρίου 2010 η Αυστρία υπογράμμισε τη σημασία του ÖSG για τη χώρα και έκανε έκκληση για την έκδοση απόφασης στην υπόθεση έως στις αρχές Δεκεμβρίου 2010. Η Επιτροπή απάντησε στην εν λόγω επιστολή της 7ης Δεκεμβρίου 2010. Στις 9 Δεκεμβρίου 2010 πραγματοποιήθηκε δεύτερη συνάντηση με εκπροσώπους της Αυστρίας.

(11)

Με επιστολή της 30ής Δεκεμβρίου 2010, η Αυστρία απέσυρε τα επιχειρήματα που είχε προβάλει υπέρ του μέτρου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και ζήτησε από την Επιτροπή την έγκριση του μηχανισμού απαλλαγής υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων. Η Επιτροπή απάντησε στην εν λόγω επιστολή της 25ης Ιανουαρίου 2011.

2.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(12)

Η Επιτροπή ενέκρινε με απόφαση της 22ας Ιουλίου 2009 το τροποποιημένο κείμενο του ÖSG, με εξαίρεση το άρθρο 22c του ÖSG, το οποίο προβλέπει τον μηχανισμό απαλλαγής υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, η περιγραφή περιορίζεται στον εν λόγω μηχανισμό.

2.1.   Περιγραφή του μηχανισμού απαλλαγής υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων

(13)

Σύμφωνα με το Μέρος 3 του ÖSG η Αυστρία εκχωρεί σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις άδεια για την ανάληψη καθηκόντων ως κέντρου διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια. Ο εκδοχέας έχει ιδίως την ευθύνη να αγοράζει έναντι σταθερής τιμής πράσινη ηλεκτρική ενέργεια από παραγωγούς και να την πωλεί έναντι σταθερής τιμής σε εταιρείες ηλεκτροδότησης. Οι εταιρείες ηλεκτροδότησης υποχρεούνται να αγοράζουν συγκεκριμένο ποσοστό της συνολικής ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας που προσφέρουν από το κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια, το οποίο ποσοστό αντιστοιχεί στο μέσο μερίδιο πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας επί του συνολικού μείγματος ηλεκτρικής ενέργειας στην Αυστρία.

(14)

Η Αυστρία έχει διορίσει επί του παρόντος την Abwicklungsstelle für Ökostrom AG (OeMAG) ως αποκλειστικό κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια σε όλη τη χώρα. Η OeMAG είναι ανώνυμη εταιρεία ιδιωτικού δικαίου, η οποία ελέγχεται από ορκωτό λογιστή. Το αυστριακό ομοσπονδιακό υπουργείο οικονομίας και εργασίας καθώς και η αυστριακή ρυθμιστική αρχή για την ενέργεια E-Control GmbH διενεργούν επανέλεγχο της OeMAG. Οι τελικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή του μέτρου υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων (όπως οι τρόποι κατανομής της ηλεκτρικής ενέργειας στους εμπόρους ηλεκτρικής ενέργειας, η τιμή που πρέπει να καταβάλλουν οι έμποροι ηλεκτρικής ενέργειας και η συμμετοχή των τελικών καταναλωτών) ορίζονται εκ των προτέρων από τις αυστριακές αρχές μέσω νόμου ή κανονισμού. Οι διαφορές μεταξύ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων εκδικάζονται σε τακτικό δικαστήριο και δεν επιλύονται μέσω διοικητικών διαδικασιών.

(15)

Η OeMAG είναι ανώνυμη εταιρεία υπό την ιδιοκτησία εταιρειών, οι οποίες δραστηριοποιούνται ως διαχειριστές δικτύων μεταφοράς, τραπεζών και βιομηχανικών επιχειρήσεων. Ενώ η Verbund-APG κατέχει το 24,4 % των μετοχών, οι VKW Netz AG, TIWAG Netz AG, CISMO GmbH, Oesterreichische Kontrollbank AG (OeKB), Investkreditbank AG και Smart Technologies κατέχουν έκαστη το 12,6 % των μεριδίων της OeMAG. Η Verbund-APG είναι θυγατρική της Verbund AG σε ποσοστό 100 % (Österreichische Elektrizitätswirtschafts-Aktiengesellschaft, Verbundgesellschaft), της οποίας ποσοστό 51 % των μεριδίων ανήκει στη Δημοκρατία της Αυστρίας. Η VKW Netz AG ανήκει στην Illwerke AG, η οποία επίσης ανήκει σε ποσοστό 95,5 % στο ομόσπονδο κράτος Vorarlberg. Η TIWAG-Netz AG ανήκει στην TIWAG AG, η οποία με τη σειρά της ανήκει σε ποσοστό 100 % στο ομόσπονδο κράτος του Τυρόλου. Η CISMO GmbH ανήκει στην Oesterreichische Kontrollbank AG καθώς και σε διαχειριστές δικτύων μεταφοράς και εταιρείες ηλεκτροδότησης και παροχής φυσικού αερίου, η Oesterreichische Kontrollbank AG (OeKB) ανήκει σε αυστριακές τράπεζες, η Investkredit Bank AG ανήκει κυρίως στις Volksbanken (συνεταιριστικές τράπεζες) και, τέλος, η Smart Technologies ανήκει στη Siemens. Συνεπώς, μέτοχοι ελεγχόμενοι από το δημόσιο και μέτοχοι ελεγχόμενοι από ιδιώτες κατέχουν το 49,6 % και το 50,4 % αντίστοιχα των μετοχών της OeMAG. Η Επιτροπή δεν έχει καμία πληροφορία σχετικά με τη δυνατότητα που έχουν οι από το δημόσιο ελεγχόμενοι μέτοχοι να ασκήσουν μεμονωμένα ή τουλάχιστον από κοινού έλεγχο επί της OeMAG.

(16)

Βάσει μηχανισμού που προβλέπεται στο άρθρο 22c παράγραφος 1 του ÖSG, οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις μπορούν να ζητήσουν από τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας να μην τους προμηθεύουν με πράσινη ενέργεια. Βασική προϋπόθεση είναι οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις να προσκομίσουν αποδείξεις ότι:

α)

υφίσταται δικαίωμα επιστροφής κατά την έννοια του νόμου περί επιστροφής των φόρων κατανάλωσης ενέργειας, και

β)

οι δαπάνες για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια ανέρχονται σε τουλάχιστον 0,5 % της καθαρής αξίας παραγωγής τους.

Η απαλλαγή, κατόπιν αιτήματος, εγκρίνεται από την αυστριακή ρυθμιστική αρχή για την ενέργεια, την Energie-Control GmbH.

(17)

Εφόσον εγκριθεί η απαλλαγή, απαγορεύεται διά του νόμου στις εταιρείες ηλεκτροδότησης να χρεώνουν στους εν λόγω μεγάλους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας τις συμπληρωματικές δαπάνες για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια.

(18)

Το άρθρο 22c παράγραφος 5 του ÖSG προβλέπει συναφώς ότι «Συμβάσεις μεταξύ των διανομέων ηλεκτρικής ενέργειας και των [μεγάλων] τελικών καταναλωτών [ηλεκτρικής ενέργειας] […] [πρέπει να] προβλέπουν υποχρεωτικά ότι στους εν λόγω τελικούς καταναλωτές δεν παρέχεται […] πράσινη ηλεκτρική ενέργεια, η οποία διανέμεται στους διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας από το κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια […], και δεν είναι δυνατή η μετακύλιση δαπανών για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια. Οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη είναι άκυρη» (6).

(19)

Εφόσον εγκριθεί για μια ενεργειοβόρο επιχείρηση η απαλλαγή από την υποχρέωση αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 22c παράγραφος 2 του ÖSG υποχρεούται να καταβάλει ποσό αντιστάθμισης που αντιστοιχεί στο 0,5 % της καθαρής αξίας παραγωγής της επιχείρησης κατά το παρελθόν ημερολογιακό έτος.

2.2.   Σύνοψη του περιεχομένου της απόφασης κίνησης της διαδικασίας

(20)

Στην κοινοποίησή της η Αυστρία υποστήριξε ότι ο μηχανισμός απαλλαγής πρέπει να εξεταστεί ανεξάρτητα από τον γενικό κανόνα περί ενισχύσεων υπέρ των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, διότι αφορά αποκλειστικά «συμβατικές σχέσεις ιδιωτικού δικαίου» μεταξύ ενεργειοβόρων επιχειρήσεων και διανομέων ηλεκτρικής ενέργειας. Η Αυστρία προέβαλε το επιχείρημα ότι η απαλλαγή δεν συνιστά κρατική ενίσχυση και ότι, ακόμη και αν ίσχυε κάτι τέτοιο, η ενίσχυση αυτή θα ήταν συμβιβάσιμη κατ’ αναλογία προς το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(21)

Ωστόσο, ήδη στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας η Επιτροπή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι –σε ό,τι αφορά την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης– η «απαλλαγή» από τον μηχανισμό χρηματοδότησης δεν μπορεί να αξιολογηθεί ανεξάρτητα από τον μηχανισμό χρηματοδότησης αυτόν καθεαυτόν. Η Επιτροπή υποστήριξε την άποψη ότι μια «εξαίρεση» (απαλλαγή) είναι εξ ορισμού άρρηκτα συνδεδεμένη με τον «κανόνα» και ότι ο μηχανισμός απαλλαγής αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του γενικού κανόνα, πρέπει δε να αξιολογηθεί ως τέτοιος βάσει της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, οι διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας των οποίων μεγάλο μέρος της πελατείας αποτελείται από επιχειρήσεις που εμπίπτουν σε απαλλαγή, μπορούν να ζητήσουν απαλλαγή από την καταβολή του σταθερού τιμολογίου τροφοδότησης, γεγονός που θα συνεπάγετο άμεσες ζημίες και για την OeMAG, ενισχύοντας το συμπέρασμα ότι πρόκειται για κρατική ενίσχυση (7).

(22)

Η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το συμβιβάσιμο του μηχανισμού απαλλαγής προς τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με τον μηχανισμό απαλλαγής.

(23)

Καθότι εκκρεμεί ακόμη η οριστική απόφαση της Επιτροπής, η Αυστρία ενέκρινε τον μηχανισμό απαλλαγής (8) δυνάμει του προσωρινού πλαισίου κρατικών ενισχύσεων που προβλέπει τη δυνατότητα χορήγησης ενισχύσεων ύψους έως 500 000 ευρώ κατά τη χρονική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2008 έως την 31η Δεκεμβρίου 2010 (9). Η Επιτροπή ενέκρινε τη ρύθμιση «Περιορισμένες κρατικές ενισχύσεις συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά δυνάμει του προσωρινού πλαισίου («Ρύθμιση μικρών ενισχύσεων για την Αυστρία») (Mit dem Gemeinsamen Markt vereinbare begrenzte Beihilfen nach dem Vorübergehenden Gemeinschaftsrahmen («Österreichregelung Kleinbeihilfen”)» (N 47 a/2009) (10). Η ρύθμιση ισχύει για επιχειρήσεις οι οποίες δεν ήταν προβληματικές την 1η Ιουλίου 2008 και εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς της οικονομίας, εκτός της αλιείας και της πρωτογενούς παραγωγής αγροτικών προϊόντων. Περισσότερες από 2 000 επιχειρήσεις επωφελήθηκαν του εν λόγω μέτρου.

3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ

(24)

Όπως ήδη στη διαδικασία προκαταρκτικής κοινοποίησης και κοινοποίησης, η Αυστρία υποστήριξε ότι το μέτρο υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων δεν συνιστά κρατική ενίσχυση διότι δεν αφορά κρατικούς πόρους και δεν είναι επιλεκτικό.

(25)

Σύμφωνα με την άποψη της Αυστρίας, ο μηχανισμός απαλλαγής μπορεί, ακόμη και αν συνιστά κρατική ενίσχυση, να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμος με την εσωτερική αγορά κατ’ αναλογία προς το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2008, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης (γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία) (11) (στο εξής: «ΓΚΑΚ») και το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (12) (στο εξής: «οδηγία περί ενεργειακών φόρων»).

3.1.   Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο κράτος

(26)

Αναφορικά με τους κρατικούς πόρους, η Αυστρία υποστηρίζει ότι ο ÖSG είναι ανάλογος του γερμανικού νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας («EEG»), ο οποίος κατά την άποψη της Αυστρίας δεν επιβαρύνει τους κρατικούς πόρους. Η Αυστρία παραπέμπει σχετικά στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση PreussenElektra  (13).

(27)

Σύμφωνα με την Αυστρία, οι μηχανισμοί απαλλαγής στο πλαίσιο του ÖSG και του EEG παρουσιάζουν τα ακόλουθα κοινά χαρακτηριστικά:

α)

Σε αμφότερα τα συστήματα οι επιπρόσθετες δαπάνες που προκύπτουν από το εγγυημένο τιμολόγιο τροφοδότησης βαρύνουν τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι υποχρεούνται να αγοράζουν συγκεκριμένο ποσοστό ανανεώσιμης ενέργειας σε σταθερή τιμή.

β)

Σε αμφότερα τα συστήματα οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας δεν υποχρεούνται να αγοράζουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια για πελάτες οι οποίοι απαλλάσσονται από την υποχρέωση αγοράς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας.

γ)

Αμφότερα τα συστήματα προβλέπουν για παράγοντες της αγοράς, οι οποίοι δεν ενεργούν ως δημόσιοι οργανισμοί, την υποχρέωση αγοράς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας από παραγωγούς. Οι εν λόγω παράγοντες της αγοράς δικαιούνται διά του νόμου να μετακυλούν τις επιπρόσθετες δαπάνες στους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας. Τέλος, οι εκάστοτε υποχρεώσεις αγοράς και οι τιμές καθορίζονται διά του νόμου.

δ)

Σε αμφότερα τα συστήματα η ρυθμιστική αρχή ελέγχει το ενδεχόμενο υπεραντιστάθμισης για επιχειρήσεις οι οποίες υποχρεούνται να αγοράζουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια από παραγωγούς.

(28)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή επεσήμανε στις αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 48 γιατί και υπό ποια έννοια το υπό εξέταση μέτρο είναι συγκρίσιμο με το μέτρο σχετικά με το οποίο απεφάνθη το Δικαστήριο στην υπόθεση Essent  (14). Η Αυστρία απορρίπτει το συμπέρασμα αυτό για τους εξής λόγους:

α)

Στην OeMAG δεν έχει εκχωρηθεί από το κράτος συγκεκριμένη αρμοδιότητα για την επιβολή τελών. Στο πλαίσιο αυτό, η Αυστρία παραπέμπει εκ νέου στη Γερμανία, όπου κατά τη γνώμη της, οι διαχειριστές δικτύων έχουν τον ίδιο ακριβώς ρόλο με αυτόν της OeMAG.

β)

Η OeMAG είναι ιδιωτική επιχείρηση και όχι οργανισμός δημοσίου δικαίου όπως οι οργανισμοί που αποτελούσαν αντικείμενο των αποφάσεων στις υποθέσεις Air France  (15) και Salvat Père  (16). Στο πλαίσιο αυτό, η Αυστρία υποστηρίζει ότι το κράτος δεν έχει ούτε εξουσία για τον διορισμό μελών του διοικητικού ή του εποπτικού συμβουλίου ούτε δικαιώματα άσκησης αρνησικυρίας σχετικά με αποφάσεις της OeMAG, ούτε εποπτικές αρμοδιότητες. Το κράτος δεν έχει επίσης καμία εξουσία ανάληψης των καθηκόντων της OeMAG.

γ)

Για δικαστικές διαφορές που αφορούν την OeMAG αρμόδια είναι τα τακτικά δικαστήρια.

δ)

Ο μόνος έλεγχος στον οποίο υπόκειται η OeMAG από το κράτος είναι ο μεταγενέστερος έλεγχος από το αυστριακό ελεγκτικό συνέδριο.

ε)

Ο κρατικός προϋπολογισμός δεν επιβαρύνεται με ενδεχόμενες ζημίες της OeMAG, ενώ ο ρόλος των κρατικών αρχών περιορίζεται στον καθορισμό των τιμών αγοράς και πώλησης της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Ως εκ τούτου, δεν υφίσταται επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό, όπως συνάγεται από τις υποθέσεις Sloman Neptun  (17) και Pearle  (18).

στ)

Η χορήγηση απαλλαγής δεν απόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Energie-Control GmbH σύμφωνα με το άρθρο 22c του ÖSG.

ζ)

Το συνολικό ποσό που καταβάλλουν οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας στην OeMAG δεν εξαρτάται από τον μηχανισμό απαλλαγής. Η κατανομή του συνολικού ποσού εξαρτάται αποκλειστικά από τις διάφορες κατηγορίες τελικών καταναλωτών.

3.2.   Επιλεκτικότητα

(29)

Η Αυστρία υποστηρίζει περαιτέρω ότι η απαλλαγή για ενεργειοβόρες επιχειρήσεις δεν συνιστά κρατική ενίσχυση διότι δεν είναι επιλεκτική.

(30)

Η Αυστρία υπενθυμίζει ότι οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις απαλλάσσονται μόνο εν μέρει από τη χρηματοδότηση της προώθησης των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Υποχρεούνται να καταβάλλουν απευθείας στην OeMAG ποσό αντιστάθμισης ύψους 0,5 % επί της καθαρής αξίας παραγωγής τους και, άρα, συνεχίζουν να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της προώθησης της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας.

(31)

Η Αυστρία, βασιζόμενη στην υπόθεση Adria-Wien Pipeline  (19), υποστηρίζει ότι το μέτρο δεν περιορίζεται de jure σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας ούτε είναι de facto επιλεκτικό. Ακόμη και αν προκύπτει επιλεκτικότητα prima facie, αυτή δικαιολογείται σε κάθε περίπτωση από τη λογική του συστήματος.

(32)

Επιλεκτικότητα de jure: Σύμφωνα με τον ÖSG δεν είναι επιλέξιμοι για ενίσχυση μόνο συγκεκριμένοι τομείς της οικονομίας ή επιχειρήσεις συγκεκριμένου μεγέθους ούτε προβλέπονται άλλα επιλεκτικά κριτήρια. Η Αυστρία ενισχύει την άποψή της με το επιχείρημα ότι από τη νομολογία δεν προκύπτει ότι από τον καθορισμό και μόνο συγκεκριμένης καθαρής αξίας παραγωγής πληρούται το στοιχείο της «επιλεκτικότητας» που απαιτείται για την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης. Η Αυστρία υποστηρίζει περαιτέρω ότι το μέτρο δεν προβλέπει περιορισμούς σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, αναφορικά με το μέγεθος της επιχείρησης ή άλλα επιλεκτικά κριτήρια, και επισημαίνει ότι το μέτρο στο πλαίσιο της χρονικά περιορισμένης ρύθμισης αφορά δεκαεννέα διαφορετικούς τομείς της οικονομίας και περίπου 2 300 επιχειρήσεις. Για τον λόγο αυτόν, το μέτρο δεν είναι de jure επιλεκτικό.

(33)

Επιλεκτικότητα de facto: Κατά την άποψη της Αυστρίας ο μεγάλος αριθμός των τομέων της οικονομίας και των επιχειρήσεων που επωφελούνται του μηχανισμού απαλλαγής, καθώς και το γεγονός ότι το μέτρο δεν προβλέπει περιορισμούς σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, βάσει του μεγέθους της επιχείρησης ή άλλα επιλεκτικά κριτήρια, συνηγορούν στο ότι πρόκειται για de facto γενικό μέτρο. Η άποψη αυτή ενισχύεται επίσης από την υπόθεση Adria-Wien Pipeline. Η Αυστρία αναγνωρίζει ότι το Δικαστήριο στην εν λόγω υπόθεση εξέτασε τη μερική επιστροφή φόρων ενέργειας η οποία εκχωρούνταν σε επιχειρήσεις των οποίων οι φόροι ενέργειας υπερέβαιναν το 0,35 % της καθαρής αξίας παραγωγής τους. Το Δικαστήριο απεφάνθη ως εξής: «[…] Τα εθνικά μέτρα τα οποία προβλέπουν την επιστροφή μέρους των φόρων επί της ενέργειας, που πλήττουν το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια, δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της συνθήκης ΕΚ […] (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 107 της ΣΛΕΕ), εφόσον έχουν εφαρμογή επί όλων των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους» (20).

(34)

Δικαιολόγηση βάσει της λογικής του συστήματος: Σε ό,τι αφορά τη διάρθρωση του μηχανισμού αναχρηματοδότησης και απαλλαγής η Αυστρία σημειώνει ότι η διαφοροποίηση του συστήματος χρηματοδότησης σχεδιάστηκε κατ’ αναλογία προς άλλα συστήματα χρηματοδοτούμενα από φόρους και επιβαρύνσεις. Για να λαμβάνει υπόψη τη βιωσιμότητα μιας επιχείρησης, η διαφοροποίηση αντιστοιχεί υποχρεωτικά στη λογική του συστήματος και, άρα, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Κατά την άποψη της Αυστρίας, η Επιτροπή είχε υποστηρίξει τη θέση αυτή και σε δύο παλαιότερες αποφάσεις κρατικής ενίσχυσης (21).

(35)

Επιπλέον η Αυστρία υποδεικνύει ότι τα οφέλη που προκύπτουν για το περιβάλλον μέσω του ÖSG δεν θα υποβαθμίζονταν από τον μηχανισμό απαλλαγής διότι δεν θα μειωνόταν ο βαθμός προώθησης της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Μόνο μέσω της μείωσης των δαπανών για το περιβάλλον μπορεί να δημιουργηθεί για ορισμένες επιχειρήσεις ένας βιώσιμος μηχανισμός χρηματοδότησης της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας που απαιτείται για τη διασφάλιση της προώθησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

3.3.   Το συμβιβάσιμο

(36)

Σε ό,τι αφορά το συμβιβάσιμο, η Αυστρία υποστηρίζει ότι μπορεί να διαπιστωθεί αναλογία μεταξύ του μηχανισμού απαλλαγής και του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(37)

Το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (παράγραφοι 151 έως 159) περιέχει διατάξεις για κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται υπό τη μορφή εκπτώσεων ή απαλλαγών από περιβαλλοντικούς φόρους. Προβλέπονται δύο τύποι ελέγχου: οι ενισχύσεις υπό τη μορφή εκπτώσεων ή απαλλαγών από εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους χαρακτηρίζονται ως συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, εφόσον οι δικαιούχοι των ενισχύσεων καταβάλλουν τουλάχιστον το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας όπως ορίζεται στην οδηγία περί ενεργειακών φόρων (22). Εάν το μέτρο προβλέπει εκπτώσεις ή απαλλαγές από εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους, οι οποίες υπερβαίνουν αυτό το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας, ή εκπτώσεις ή απαλλαγές από μη εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διαβιβάσουν λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα του εκάστοτε μέτρου.

(38)

Στο πλαίσιο αυτό, η Αυστρία προτείνει κατ’ αναλογία εφαρμογή του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, το οποίο αφορά σε μέτρα υπό τη μορφή εκπτώσεων ή απαλλαγών από περιβαλλοντικούς φόρους. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της Αυστρίας, το μέτρο μπορεί ειδικότερα να αξιολογηθεί κατ’ αναλογία προς τις διατάξεις σχετικά με εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους. Επί αυτής της νομικής βάσης ο μηχανισμός απαλλαγής μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμος με την εσωτερική αγορά, στον βαθμό που οι ωφελούμενες επιχειρήσεις συνεχίζουν να καταβάλλουν το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας που ορίζει η οδηγία περί ενεργειακών φόρων, ήτοι 0,5 ευρώ/Α, κάτι που ήδη ισχύει. Ως εκ τούτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επιπρόσθετη απαλλαγή από το σύστημα σταθερού τιμολογίου τροφοδότησης υπό τη μορφή μερικής απαλλαγής από την καταβολή ποσού για τη χρηματοδότησή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά διότι η υπολειπόμενη εισφορά για τη χρηματοδότηση της προώθησης της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας συνεχίζει να είναι συμπληρωματική του ελάχιστου φόρου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.

(39)

Σύμφωνα με την άποψη της Αυστρίας ο μηχανισμός απαλλαγής συνεπάγεται, εμμέσως τουλάχιστον, υψηλότερο βαθμό προστασίας του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό ο μηχανισμός απαλλαγής είναι απαραίτητος προκειμένου να καταστεί εφικτή η γενικότερη αύξηση του ποσού που καταβάλλουν οι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια.

(40)

Η Αυστρία ενισχύει το ως άνω επιχείρημα μέσω της σύγκρισης του λεκτικού της παραγράφου 152 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και του άρθρου 25 του γενικού κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία (ΓΚΑΚ) (23). Μέσω της σύγκρισης της διατύπωσης του ΓΚΑΚ σε διάφορες γλωσσικές εκδοχές η Αυστρία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ παρουσιάζει ευρύτερη διατύπωση από την παράγραφο 152 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος: ενώ οι εκπτώσεις από τους περιβαλλοντικούς φόρους, σύμφωνα με την παράγραφο 152 των κατευθυντήριων γραμμών, προϋποθέτουν πλήρως εναρμονισμένους φόρους ενέργειας, από το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ συνάγεται ότι οι εκπτώσεις από τους περιβαλλοντικούς φόρους -όπως εκπτώσεις από επιβαρύνσεις για την ηλεκτρική ενέργεια δυνάμει της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων- χορηγούνται απλώς και μόνο εφόσον πληρούν τις διατάξεις της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων (οδηγία 2003/96/ΕΚ). Ως εκ τούτου, οι διατάξεις που ορίζονται στην οδηγία περί ενεργειακών φόρων για φορολογικές εκπτώσεις εμπεριέχονται στον μηχανισμό απαλλαγής για ενεργειοβόρες επιχειρήσεις. Η λογική, οι εκτιμήσεις και τα στοιχεία των διατάξεων της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων, καθώς και οι διατάξεις που βασίζονται στην οδηγία περί ενεργειακών φόρων όπως το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ, εφαρμόζονται στον προτεινόμενο μηχανισμό απαλλαγής. Συνεπώς, τόσο ο μηχανισμός απαλλαγής όσο και το αυστριακό σύστημα χρέωσης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας πληρούν συνεπώς τις προϋποθέσεις της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων και δικαιολογούνται δυνάμει του άρθρου 25 του ΓΚΑΚ και, κατ’ αναλογία προς το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ, είναι συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά (24).

(41)

Στο πλαίσιο αυτό η Αυστρία υπενθυμίζει ότι κατά την προετοιμασία του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος υπήρξαν επικρίσεις από κράτη μέλη. Η Αυστρία παραπέμπει επίσης στο «Joint paper on the revision of the Community guidelines on State aid for environmental protection and Energy Tax Directive» της 7ης Δεκεμβρίου 2006 (25). Στο εν λόγω κοινό έγγραφο καθίσταται σαφές ότι τα κράτη μέλη έχουν ανάγκη από ευελιξία προκειμένου να είναι σε θέση να προβούν σε εύλογες διαφοροποιήσεις. Στη φύση και στη λογική των περιβαλλοντικών φόρων και επιβαρύνσεων ανήκαν επίσης οι εκπτώσεις ή οι διαφοροποιημένοι συντελεστές. Τα κράτη μέλη υποστήριζαν συνεπώς τη διασταλτική ερμηνεία των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και του ΓΚΑΚ.

(42)

Τέλος, η Αυστρία περιγράφει αναλυτικά ότι και σε άλλα κράτη μέλη εφαρμόζονται παρόμοια συστήματα, επισημαίνει δε ότι ο ÖSG είναι σε πολλά σημεία συγκρίσιμος με τον γερμανικό νόμο περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (EEG). Καθότι οι αυστριακές ενεργειοβόρες επιχειρήσεις ανταγωνίζονται επιχειρήσεις σε άλλα κράτη μέλη (π.χ. Γερμανία) και σε τρίτες χώρες, ο μηχανισμός απαλλαγής είναι απαραίτητος προκειμένου να αποφευχθούν μειονεκτήματα στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(43)

Μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας το αυστριακό ομοσπονδιακό επιμελητήριο εργαζομένων υπέβαλε παρατηρήσεις. Το ομοσπονδιακό επιμελητήριο εργαζομένων, το οποίο αριθμεί 3,2 εκατ. μέλη, κρίνει ότι το σύστημα χρηματοδότησης του ÖSG εμπεριέχει κρατική ενίσχυση. Επιπλέον, δεν συμμερίζεται την άποψη της Αυστρίας ως προς το συμβιβάσιμο του μηχανισμού απαλλαγής υπέρ των μεγάλων καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Το ομοσπονδιακό επιμελητήριο εργαζομένων επισημαίνει ότι ο μηχανισμός συνεπάγεται πρόσθετη επιβάρυνση για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) και τα νοικοκυριά που υποχρεούνται να αναλάβουν επιπλέον έξοδα σχετιζόμενα με την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια χωρίς να είναι μεγάλοι καταναλωτές. Η κατάσταση αυτή θα οδηγήσει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού εις βάρος των ΜΜΕ.

(44)

Το ομοσπονδιακό επιμελητήριο εργαζομένων παραπέμπει στην απόφαση της Επιτροπής της 4ης Ιουλίου 2006 (26), στην οποία η Επιτροπή είχε ήδη χαρακτηρίσει το σταθερό τιμολόγιο τροφοδότησης ως κρατική ενίσχυση. Καθότι το νομικό πλαίσιο για τα σταθερά τιμολόγια τροφοδότησης δεν έχει αλλάξει έκτοτε, το σύστημα προώθησης που προβλέπεται στον ÖSG, στην έκδοση του 2008, συνεχίζει να συνιστά κρατική ενίσχυση. Ως εκ τούτου, το ομοσπονδιακό επιμελητήριο εργαζομένων θέτει το ερώτημα πώς η Αυστρία υποστηρίζει πλέον διαφορετική θέση από εκείνη που διατύπωσε στην κοινοποίηση της παλαιότερης έκδοσης του ÖSG.

(45)

Το επιμελητήριο δεν συμμερίζεται την άποψη της Αυστρίας ότι η απαλλαγή των μεγάλων καταναλωτών από την υποχρέωση αγοράς, όπως προβλέπεται στον ÖSG, μπορεί να ταυτιστεί με το ανώτατο όριο των φόρων κατανάλωσης ενέργειας. Παραπέμποντας σε παλαιότερη απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την έγκριση ανώτατου ορίου για φόρους κατανάλωσης ενέργειας, η Αυστρία αιτείται τώρα κατά μη αξιόπιστο τρόπο την έγκριση του μηχανισμού απαλλαγής για τους μεγάλους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας. Το ομοσπονδιακό επιμελητήριο εργαζομένων κρίνει, ωστόσο, ότι η αναλογία αυτή δεν είναι αξιόπιστη.

(46)

Συνεπώς, το ανώτατο όριο για φόρους κατανάλωσης ενέργειας συνιστά φορολογική ενίσχυση με την οποία, έμμεσα τουλάχιστον, επιτυγχάνεται η βελτίωση της προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ η μη στοχοθετημένη στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής πολιτικής απαλλαγή από την υποχρέωση αγοράς για ενεργειοβόρες επιχειρήσεις δεν εμπίπτει στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(47)

Καθότι ο ÖSG διέπει ιδίως την απαλλαγή μεγάλων καταναλωτών από την υποχρέωση αγοράς, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως απαλλαγή από περιβαλλοντικούς φόρους ή έκπτωση κατά την έννοια του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(48)

Ακόμη και αν το κεφάλαιο 4 μπορούσε να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία, ο μηχανισμός απαλλαγής δεν θα ήταν συμβιβάσιμος με τις οικείες διατάξεις για τους εξής λόγους: Δεν προβλέπεται περιορισμός του μέτρου σε δέκα έτη. Επιπλέον, η πιθανή αύξηση του κόστους παραγωγής στους ωφελούμενους τομείς της οικονομίας (π.χ. χαρτί, χάλυβας) μετακυλίεται στους καταναλωτές, διότι υπάρχει επαρκής ελαστικότητα των τιμών βάσει της μέχρι στιγμής κατάστασης της αγοράς. Συνεπώς, ο μηχανισμός απαλλαγής δεν πληροί την προϋπόθεση που προβλέπεται στην παράγραφο 158 στοιχείο γ) των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(49)

Επιπροσθέτως, η απαλλαγή δεν είναι αναλογική διότι δεν απαιτείται από τους ενεργειοβόρους καταναλωτές να αγοράζουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια και, άρα, δεν αντανακλάται η προώθηση των εναλλακτικών πηγών ενέργειας στις τιμές της αγοράς. Οι ΜΜΕ και τα νοικοκυριά θα πρέπει πλέον να αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου τις συμπληρωματικές δαπάνες για την παραγωγή πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, παρόλο που καταναλώνουν μικρό ποσοστό ενέργειας. Συνεπώς, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 159 στοιχείο α) των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(50)

Δεν υφίστανται συμφωνίες κατά την έννοια της παραγράφου 159 στοιχείο γ) των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος βάσει των οποίων οι ωφελούμενοι μεγάλοι καταναλωτές ενέργειας να υποχρεούνται στην επίτευξη των στόχων που ορίζει ο ÖSG. Τέλος, ο μηχανισμός απαλλαγής υπέρ των μεγάλων καταναλωτών δεν συμβάλλει στην προώθηση της ενεργειακής απόδοσης ή της φιλικής προς το περιβάλλον χρήσης ενέργειας αλλά, αντιθέτως, τους αποκλείει από οιαδήποτε συμμετοχή στην επίτευξη των στόχων της πολιτικής της ΕΕ για το περιβάλλον.

(51)

Κατά την άποψη του ομοσπονδιακού επιμελητηρίου εργαζομένων, το υπό εξέταση άρθρο 22 του ÖSG συνιστά ενίσχυση λειτουργίας sui generis, η οποία δεν εμπίπτει στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, διότι δεν αποφέρει κανένα όφελος για το περιβάλλον. Δεδομένου ότι η ενίσχυση δεν περιορίζεται χρονικά ούτε είναι σταδιακά μειούμενη και με την πάροδο του χρόνου οδηγεί σε στρέβλωση του ανταγωνισμού, κυρίως εις βάρος των ΜΜΕ, κατά την άποψη του ομοσπονδιακού επιμελητηρίου εργαζομένων δεν πρέπει να εγκριθεί.

5.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(52)

Η Επιτροπή εξέτασε το κοινοποιηθέν μέτρο βάσει των άρθρων 107 επ. της ΣΛΕΕ και των άρθρων 61 επ. της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (27).

(53)

Η Επιτροπή επισημαίνει καταρχάς ότι ο κοινοποιηθείς νόμος περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά μέτρα, τα οποία υποβλήθηκαν αμφότερα σε έλεγχο βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο της απόφασης της Επιτροπής της 22ας Ιουλίου 2009 (28). Αφενός ο ÖSG προβλέπει ενισχύσεις υπό μορφή σταθερών τιμολογίων τροφοδότησης υπέρ των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Αφετέρου περιέχει μια ρήτρα σύμφωνα με την οποία οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις μπορούν –υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις– να απαλλάσσονται (εν μέρει) από την υποχρέωση καταβολής του σταθερού τιμολογίου τροφοδότησης. Στην απόφαση της 22ας Ιουλίου 2009 η Επιτροπή ενέκρινε τα σταθερά τιμολόγια τροφοδότησης υπέρ των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ως κρατική ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, ωστόσο εξέφρασε ταυτοχρόνως αμφιβολίες σχετικά με το συμβιβάσιμο του μηχανισμού απαλλαγής με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις και, για τον λόγο αυτό, κίνησε για το συγκεκριμένο τμήμα του ÖSG επίσημη διαδικασία έρευνας. Στην απόφαση της 22ας Ιουλίου 2009, η Επιτροπή ενέκρινε μεν την υποστήριξη των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ως κρατική ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, ωστόσο δεν τοποθετήθηκε οριστικά ως προς το ερώτημα εάν η απαλλαγή ενεργειοβόρων επιχειρήσεων από την υποχρέωση αγοράς συνιστά κρατική ενίσχυση και εάν, στην περίπτωση αυτή, ο μηχανισμός απαλλαγής είναι συμβιβάσιμος με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Τα ερωτήματα αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας έρευνας που προηγήθηκε της παρούσας απόφασης. Όπως αναλύεται ωστόσο στη συνέχεια, το γεγονός ότι στην απόφαση της 22ας Ιουλίου 2009 οι πόροι που κατανέμονται από την OeMAG στους παραγωγούς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας χαρακτηρίζονται ως κρατικοί πόροι είναι σημαντικό για τη διερεύνηση της παρουσίας κρατικών πόρων στον μηχανισμό που απαλλάσσει ενεργειοβόρες επιχειρήσεις από τη συνεισφορά τους στους εν λόγω πόρους.

5.1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

(54)

Ένα μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ όταν 1) μέσω του μέτρου παρέχεται πλεονέκτημα στον αποδέκτη της ενίσχυσης, 2) το μέτρο χρηματοδοτείται από το κράτος ή με κρατικούς πόρους, 3) μέσω του μέτρου επωφελούνται μεμονωμένες επιχειρήσεις ή τομείς της οικονομίας, και 4) το μέτρο είναι σε θέση να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά.

5.1.1.   Πλεονέκτημα

(55)

Για να αποδειχθεί ότι προκύπτει το εικαζόμενο πλεονέκτημα από την απαλλαγή ή μερική απαλλαγή από επιβάρυνση που πηγάζει από ρύθμιση, πρέπει απλώς να διασαφηνιστεί εάν ένα κρατικό μέτρο ευνοεί, στο πλαίσιο νομοθετικού συστήματος συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή κλάδους της παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ έναντι άλλων επιχειρήσεων οι οποίες, σε ό,τι αφορά τον σκοπό του υπό εξέταση μέτρου, βρίσκονται de jure και de facto σε συγκρίσιμη κατάσταση (29).

(56)

Στην προκείμενη περίπτωση, στόχος του υπό εξέταση μέτρου είναι η συγκέντρωση εσόδων από τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας για τη χρηματοδότηση της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις είναι de facto και de jure ισότιμες με όλους τους υπόλοιπους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας διότι όλοι καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια και προμηθεύονται την ενέργεια αυτή από τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας έναντι των οποίων υποχρεούνται να αγοράζουν ως έναν βαθμό πράσινη ηλεκτρική ενέργεια σε σταθερή τιμή καθοριζόμενη διά του νόμου ή βάσει κανονισμού (τιμή διακανονισμού). Χωρίς μηχανισμό απαλλαγής, οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις είναι αυτές που καταβάλλουν στους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας τις συμπληρωματικές δαπάνες για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια, όπως καταδεικνύεται στα σχετικά τιμολόγιά τους. Στη συνέχεια, οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας μετακυλίουν τις συμπληρωματικές δαπάνες που προκύπτουν από την υποχρέωσή τους να αγοράσουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια από το κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ενέργεια. Παράλληλα, άλλοι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας που βρίσκονται στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση, καθότι όλοι αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια, δεν έχουν αυτήν τη δυνατότητα. Για τον λόγο αυτό, ο μηχανισμός απαλλαγής ευνοεί τις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις έναντι όλων των υπόλοιπων καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας.

(57)

Χάρη στην απαλλαγή που χορηγεί η E-Control GmbH, οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις έχουν ωστόσο δικαίωμα να μην προμηθεύονται πράσινη ηλεκτρική ενέργεια και στους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας απαγορεύεται διά του νόμου, σύμφωνα με την υποχρέωση εφοδιασμού πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας από το κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ενέργεια, να μετακυλίουν το προκύπτον κόστος στις απαλλαχθείσες επιχειρήσεις. Αντ’ αυτού, οι επιχειρήσεις καταβάλλουν το 0,5 % της καθαρής αξίας παραγωγής τους στο κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ενέργεια.

(58)

Για τον λόγο αυτό ο μηχανισμός απαλλαγής έχει ως αποτέλεσμα η συνεισφορά των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων στα έσοδα του κέντρου διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια να παραμένει σταθερή όταν επιτευχθεί συγκεκριμένο ανώτατο όριο. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις αυτές απαλλάσσονται βάσει της νομοθεσίας από μια επιβάρυνση την οποία, υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, θα έπρεπε να καταβάλλουν. Ως εκ τούτου, για τις επιχειρήσεις που είναι επιλέξιμες για τον μηχανισμό απαλλαγής υφίσταται πλεονέκτημα.

(59)

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαβίβασε η Αυστρία, η συνολική ελάφρυνση ενδέχεται να ανέρχεται έως και σε 44 εκατ. ευρώ ετησίως (30). Το μέτρο συνιστά συνεπώς πλεονέκτημα για τις εν λόγω ενεργειοβόρες επιχειρήσεις.

5.1.2.   Κρατικοί πόροι και καταλογισμός στο κράτος

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, για να μπορεί ένα πλεονέκτημα να χαρακτηριστεί ως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει να χορηγείται άμεσα ή έμμεσα από κρατικούς πόρους και να μπορεί να καταλογιστεί στο Δημόσιο (31).

(60)

Επ’ αυτού, η Αυστρία παρουσίασε διττή επιχειρηματολογία. Πρώτον, οι πόροι που ελέγχονται από την OeMAG δεν καταλογίζονται στο Δημόσιο. Δεύτερον, σε περίπτωση που οι πόροι που ελέγχονται από την OeMAG καταλογίζονταν στο Δημόσιο, οι ζημίες που θα προκαλούνταν στα έσοδα της OeMAG λόγω του μηχανισμού απαλλαγής δεν θα συνιστούσαν ζημίες σε κρατικούς πόρους, διότι κάτω από το επίπεδο της OeMAG (δηλαδή στο επίπεδο των ενεργειοβόρων καταναλωτών και των διανομέων ηλεκτρικής ενέργειας) δεν υπάρχει συμμετοχή του Δημοσίου.

(61)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ο μηχανισμός απαλλαγής για ενεργειοβόρες επιχειρήσεις μειώνει τα έσοδα του κέντρου διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια –OeMAG– διότι οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας δεν υποχρεούνται να αγοράζουν πράσινη ηλεκτρική ενέργεια για τις υπό απαλλαγή ενεργειοβόρες επιχειρήσεις και, άρα, οι άμεσες πληρωμές των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων στην OeMAG είναι χαμηλότερες από τα ποσά που θα εισέπραττε η OeMAG εάν δεν είχε χορηγηθεί απαλλαγή.

(62)

Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει εάν οι πόροι που ελέγχονται δυνάμει του ÖSG από το κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια –OeMAG– αποτελούν κρατικούς πόρους. Σε μια τέτοια περίπτωση, το υπό αξιολόγηση μέτρο θα συνεπάγετο ζημίες στα κρατικά έσοδα και, άρα, θα χρηματοδοτούνταν με κρατικούς πόρους.

(63)

Στην υπόθεση Essent  (32) ανατέθηκε από το κράτος στη SEP, μια επιχείρηση υπό την ιδιοκτησία διαφόρων παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από τις Κάτω Χώρες, η διαχείριση μιας οικονομικής υπηρεσίας γενικού συμφέροντος, συγκεκριμένα, να εισπράττει φορολογικές επιβαρύνσεις οι οποίες επιβάλλονταν στους χρήστες του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας. Βάσει νομοθετικών ρυθμίσεων η SEP μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα έσοδα από τις επιβαρύνσεις μόνο για τον σκοπό που οριζόταν διά του νόμου, ήτοι για την αντιστάθμιση ζημιών που προέκυπταν για τις εταιρείες ηλεκτροδότησης λόγω της ελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

(64)

Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου οι φορολογικές επιβαρύνσεις που επιβάλλει η SEP συνιστούν κρατικούς πόρους διότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

Η προσαύξηση της τιμής αποτελεί φορολογική επιβάρυνση που επιβλήθηκε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις με επίσημη κρατική πράξη (σκέψεις 47 και 66 της απόφασης).

β)

Στη SEP ανατέθηκε από το κράτος η διαχείριση οικονομικής υπηρεσίας γενικού συμφέροντος σχετικά με την επιβολή των φορολογικών επιβαρύνσεων (σκέψη 68).

γ)

Η SEP δεν έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα έσοδα από τις φορολογικές επιβαρύνσεις για σκοπούς πέραν όσων προβλέπονται από τον νόμο και υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο κατά την άσκηση των καθηκόντων της (σκέψη 69).

(65)

Στην απόφαση καθίσταται σαφές ότι η υπόθεση PreussenElektra δεν είναι συγκρίσιμη, διότι στο γερμανικό νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο, σύμφωνα με την απόφαση «το κράτος δεν είχε αναθέσει στις επιχειρήσεις να διαχειρίζονται έναν κρατικό πόρο, αλλά οι επιχειρήσεις υπείχαν υποχρέωση αγοράς μέσω των δικών τους χρηματικών πόρων» (33). Συνεπώς, η Επιτροπή παρατήρησε στην απόφασή της 22ας Ιουλίου 2009 ότι, στην προκείμενη περίπτωση, η OeMAG ιδρύθηκε και εξουσιοδοτήθηκε από το αυστριακό Δημόσιο και, λόγω του καθεστώτος αυτού, είχε αναλάβει την αποστολή να διαχειρίζεται τους πόρους που προορίζονται για τη στήριξη της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Από τα ανωτέρω η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ιδιωτικός χαρακτήρας της OeMAG δεν επαρκεί για να διαπιστωθεί ότι το μέτρο δεν ενέχει χαρακτήρα κρατικής ενίσχυσης. Ειδικότερα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το ανακοινωθέν μέτρο δεν είναι συγκρίσιμο με το σύστημα PreussenElektra. Ενώ το πλαίσιο της PreussenElektra ρύθμιζε αποκλειστικά την εμπορική σχέση μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων χωρίς την παρέμβαση ενδιάμεσου οργανισμού, ανατέθηκε βάσει του αυστριακού νόμου για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια στην OeMAG η επιβολή και η κατανομή των πόρων που προορίζονται για τη στήριξη της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας.

(66)

Το Δικαστήριο προβαίνει σε διάκριση μεταξύ της εν λόγω υπόθεσης και των υποθέσεων Pearle και PreussenElektra. Στην υπόθεση Pearle η χρήση των πόρων από επιβαρύνσεις που επιβάλλονταν από αρμόδιο οργανισμό δεν προβλεπόταν από τις κρατικές αρχές αλλά αφορούσε τη χρηματοδότηση ιδιωτικής διαφημιστικής εκστρατείας. Στην υπόθεση PreussenElektra οι ιδιωτικές εταιρείες ηλεκτροδότησης, οι οποίες υποχρεούνταν στην αγορά πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας έναντι σταθερής τιμής, χρησιμοποιούσαν ιδίους πόρους και όχι τα έσοδα φορολογικών επιβαρύνσεων που επιβάλλονταν για λογαριασμό του κράτους (σκέψεις 72 έως 74).

(67)

Η Επιτροπή πρέπει συνεπώς να εξετάσει εάν η OeMAG στην προκείμενη περίπτωση έχει επιφορτιστεί από το κράτος, ομοίως όπως η SEP, με την επιβολή και διαχείριση μιας φορολογικής επιβάρυνσης ή εάν η OeMAG, όπως συνέβη στην υπόθεση PreussenElektra, χρησιμοποίησε ιδίους πόρους (34).

(68)

Παρουσία φορολογικής επιβάρυνσης: Η Επιτροπή οφείλει καταρχάς να διαπιστώσει εάν οι πόροι που επιβάλλονται από την OeMAG συνιστούν φορολογική επιβάρυνση. Η Επιτροπή παρατηρεί σχετικά ότι τα άρθρα 10 και 19 του ÖSG υποχρεώνουν τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας να προμηθεύονται συγκεκριμένη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας σε τιμή που υπερβαίνει την αγοραία τιμή, την αποκαλούμενη τιμή διακανονισμού. Συμφωνά με το άρθρο 22b ÖSG, το επίπεδο της τιμής διακανονισμού καθορίζεται ετησίως από το ομοσπονδιακό υπουργείο οικονομίας και εργασίας, ενώ ορίζονται επίσης προτερόθετες αξίες. Για τον λόγο αυτό η διαφορά μεταξύ της αγοραίας τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας και της τιμής διακανονισμού που καθορίζεται με επίσημη κρατική πράξη συνιστά φορολογική επιβάρυνση στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, και αντίθετα με την υπόθεση PreussenElektra, το ποσό αυτό δεν καταβάλλεται σε άλλους παράγοντες της αγοράς, οι οποίοι ασκούν κανονική εμπορική δραστηριότητα, στοιχεία τα οποία είχαν οδηγήσει το Δικαστήριο στην υπόθεση PreussenElektra να θεωρήσει ότι δεν εμπλέκονται κρατικοί πόροι. Αντίθετα, στην προκείμενη περίπτωση το ποσό αυτό καταβάλλεται σε συγκεκριμένη αρχή η οποία έχει αναλάβει αποκλειστικά την επιβολή και την κατανομή των εν λόγω πόρων για σκοπούς γενικού συμφέροντος.

(69)

Διορισμός ιδιωτικού οργανισμού για την επιβολή και διαχείριση της φορολογικής επιβάρυνσης: Ο ÖSG προβλέπει ότι η συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση δεν επιβάλλεται από το κράτος αλλά από οντότητα που έχει εξουσιοδοτηθεί ως κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια. Επί του παρόντος η OeMAG είναι το εξουσιοδοτημένο κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια σε ολόκληρη την αυστριακή επικράτεια. Μέσω της εξουσιοδότησης αυτής, ανατίθεται στην OeMAG η διαχείριση οικονομικής υπηρεσίας γενικού συμφέροντος με την αρμοδιότητα να επιβάλλει φορολογική επιβάρυνση υπό τη μορφή τιμής διακανονισμού σε όλους τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας.

(70)

Οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας είναι εν γένει ελεύθεροι να μετακυλήσουν τη φορολογική επιβάρυνση στους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας και, από οικονομικής απόψεως, υποθέτει κανείς ότι αυτό πράττουν. Ωστόσο, ο ÖSG τούς απαγορεύει να μετακυλήσουν την επιβάρυνση στις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις, οι οποίες απαλλάσσονται από την υποχρέωση αγοράς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας δυνάμει του άρθρου 22c ÖSG.

(71)

Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι στην OeMAG ανατέθηκε από το κράτος η διαχείριση οικονομικής υπηρεσίας γενικού συμφέροντος που συνίσταται στην επιβολή και διαχείριση της φορολογικής επιβάρυνσης.

(72)

Χρήση των πόρων για σκοπό καθοριζόμενο διά του νόμου και έλεγχος των πόρων: Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η OeMAG δυνάμει του άρθρου 23 ÖSG πρέπει να διαχειρίζεται τα έσοδα από την τιμή διακανονισμού σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό. Οι πόροι που εισρέουν στον λογαριασμό αυτό πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την αγορά πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Η OeMAG οφείλει να υποβάλλει ανά πάσα στιγμή στο ομοσπονδιακό υπουργείο οικονομίας και εργασίας και στο αυστριακό ελεγκτικό συνέδριο όλα τα έγγραφα που σχετίζονται με τον λογαριασμό. Ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της OeMAG, το αυστριακό ελεγκτικό συνέδριο υποχρεούται να διενεργεί δυνάμει του άρθρου 15 ÖSG μεταγενέστερους ελέγχους στην OeMAG.

(73)

Η Επιτροπή συμπεραίνει από τα ανωτέρω ότι η OeMAG υποχρεούται να χρησιμοποιεί τους πόρους για σκοπό καθοριζόμενο διά του νόμου και ότι το κράτος ασκεί αυστηρό έλεγχο επί της χρήσης των πόρων.

(74)

Για τον λόγο αυτό η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι –κατ’ αναλογία προς τις υποθέσεις Essent και Steinike– οι πόροι που συγκεντρώνει και διαχειρίζεται η OeMAG συνιστούν κρατικούς πόρους.

(75)

Η Αυστρία προέβαλε πολλαπλά επιχειρήματα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η κατάσταση της OeMAG είναι συγκρίσιμη με εκείνη της PreussenElektra και όχι με αυτήν της Essent. Από τις ακόλουθες αιτιολογικές σκέψεις καταδεικνύεται ότι τα εν λόγω επιχειρήματα καταρρίπτονται μετά από προσεκτικότερη εξέταση.

(76)

Καταρχάς η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Αυστρία συνέκρινε τον νόμο για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια με τον παλαιότερο και τον ισχύοντα γερμανικό νόμο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και αναφέρθηκε στην απόφαση PreussenElektra του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2001 (35). Η σύγκριση ωστόσο αυτή δεν είναι σχετική με την προκείμενη υπόθεση. Στην παρούσα απόφαση η Επιτροπή αξιολογεί αποκλειστικά το προτεινόμενο μέτρο και όχι τη γερμανική ή άλλη συγκρίσιμη νομοθεσία, διότι κάθε περίπτωση πρέπει να αξιολογείται βάσει των εκάστοτε συνθηκών που συντρέχουν. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να διαπιστωθεί σε ό,τι αφορά τα εγειρόμενα επιχειρήματα ότι η αυστριακή νομοθεσία αποκλίνει σημαντικά από τον γερμανικό νόμο, ο οποίος αξιολογήθηκε στην υπόθεση PreussenElektra. Στην υπόθεση εκείνη το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κρατικοί πόροι μπορούν να εμπεριέχονται μόνο σε πλεονεκτήματα τα οποία χορηγούνται απευθείας από το κράτος ή από ιδιωτικό οργανισμό που διορίζεται ή δημιουργείται από το κράτος. Στη συνέχεια το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η υποχρέωση των ιδιωτικών εταιρειών ηλεκτροδότησης για αγορά ηλεκτρικής ενέργειας δεν συνεπάγεται έμμεση ή άμεση μεταβίβαση κρατικών πόρων. Το αναφερόμενο πλαίσιο συνεπώς δεν είναι πανομοιότυπο με το πλαίσιο που αξιολογήθηκε στην απόφαση PreussenElektra. Όπως διασαφηνίζεται στην απόφαση της 22ας Ιουλίου 2009, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το αυστριακό σύστημα εμπεριέχει πόρους που καταλογίζονται στο κράτος. Ειδικότερα, η Επιτροπή παρατήρησε ότι το αυστριακό σύστημα αποκλίνει από το γερμανικό στον βαθμό που προβλέπει έναν ενδιάμεσο οργανισμό διορισμένο από το κράτος (π.χ. την OeMAG) και το κράτος παρακολουθεί και ελέγχει την επιβολή και την κατανομή των πόρων τους οποίους διαχειρίζεται ο εν λόγω οργανισμός. Επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το αυστριακό σύστημα προβλέπει τη δυνατότητα απευθείας καταβολής πληρωμών από το κράτος στην OeMAG.

(77)

Σε ό,τι αφορά τον γερμανικό νόμο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας κοινοποίησης, ότι η Επιτροπή δεν έχει μέχρι σήμερα αξιολογήσει το εν λόγω μέτρο και ότι, συνεπώς, δεν μπορεί να προβεί σε λεπτομέρειες μιας εικαζόμενης αναλογίας μεταξύ του αυστριακού νόμου για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια και του ισχύοντος γερμανικού νόμου για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

(78)

Η Αυστρία υποστηρίζει επίσης ότι η OeMAG αποτελεί ιδιωτική επιχείρηση και όχι οργανισμό δημοσίου δικαίου όπως οι οργανισμοί που εξετάζονται στις αποφάσεις των υποθέσεων Air France και Salvat Père. Οι αυστριακές αρχές ασκούν έλεγχο επί της OeMAG μόνον μέσω του μεταγενέστερου ελέγχου των λογαριασμών και της στέρησης της εξουσιοδότησης.

(79)

Η Επιτροπή παραπέμπει σχετικά στην υπόθεση Essent υποστηρίζοντας ότι δεν έχει σημασία εάν το κράτος αναθέτει την επιβολή και τη διαχείριση των εσόδων της φορολογικής επιβάρυνσης σε μια ιδιωτική ή δημόσια οντότητα. Από τις δηλώσεις του Δικαστηρίου δεν προκύπτει εάν η SEP τελούσε υπό κρατική ή ιδιωτική ιδιοκτησία και, άρα, αυτό δεν είναι σχετικό για την αξιολόγηση. Τα ανωτέρω συνάδουν με το σημείο 106 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Mengozzi στην υπόθεση Essent και με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Steinike  (36).

(80)

Το γεγονός ότι η OeMAG αποτελεί επιχείρηση ελεγχόμενη από ιδιώτες δεν αποκλείει συνεπώς την παρουσία κρατικών πόρων. Καθοριστικής σημασίας είναι κυρίως εάν η OeMAG διορίστηκε από το κράτος να επιβάλλει και να διαχειρίζεται κάποια φορολογική επιβάρυνση.

(81)

Η Αυστρία υποστηρίζει επίσης ότι ενδεχόμενες ζημίες της OeMAG δεν βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό και ότι ο ρόλος των κρατικών αρχών περιορίζεται στον καθορισμό των τιμών αγοράς και πώλησης της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, συνεχίζει, δεν προκύπτει επιβάρυνση για τον κρατικό προϋπολογισμό όπως διαπιστώθηκε στις υποθέσεις Sloman Neptun και Pearle.

(82)

Η Επιτροπή παραπέμπει σχετικά στην υπόθεση Essent και υπογραμμίζει ότι πόροι που τίθενται στη διάθεση ιδιωτικών οντοτήτων, οι οποίες διορίστηκαν από το κράτος για την επιβολή και διαχείριση φορολογικής επιβάρυνσης, συνιστούν κρατικούς πόρους. Αντιστοίχως, μια έκπτωση στο ύψος της επιβάρυνσης την οποία υποχρεούνται να καταβάλλουν οι επιχειρήσεις που υπόκεινται σε αυτήν είναι αρκετή για να επιβαρύνει το κράτος.

(83)

Σε ό,τι αφορά το επιχείρημα της Αυστρίας, σύμφωνα με το οποίο δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Energie-Control GmbH η χορήγηση της απαλλαγής από την υποχρέωση αγοράς για ενεργειοβόρες επιχειρήσεις, η Επιτροπή παραπέμπει στις δηλώσεις του γενικού εισαγγελέα Mengozzi, ο οποίος στο σημείο 109 των προτάσεών του στην υπόθεση Essent δήλωσε ότι, για την απάντηση στο ερώτημα εάν συγκεκριμένοι πόροι συνιστούν κρατικούς πόρους, δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο κατά πόσο τα ενδιάμεσα πρόσωπα που διορίζονται από το κράτος για την επιβολή και διαχείριση της φορολογικής επιβάρυνσης διαθέτουν διακριτική ευχέρεια.

(84)

Αναφορικά με το τελευταίο επιχείρημα της Αυστρίας, ότι δηλαδή το συνολικό ποσό που καταβάλλουν οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας στην OeMAG δεν εμπίπτει στον μηχανισμό απαλλαγής και μόνον η κατανομή του συνολικού ποσού αλλάζει για τις διάφορες κατηγορίες, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το γεγονός ότι οι ζημίες σε κρατικά έσοδα μπορούν να αντισταθμιστούν με την αύξηση των κρατικών εσόδων από άλλες πηγές, δεν έχει καθοριστική σημασία σε ό,τι αφορά τη χρήση κρατικών πόρων. Καθοριστικής σημασίας είναι κυρίως ότι ευνοείται μια επιχείρηση και ότι αυτή η ευνοϊκή μεταχείριση οδηγεί σε ζημίες στα έσοδα του κράτους από την εν λόγω επιχείρηση. Είναι αυτονόητο ότι το κράτος πρέπει τελικά να αναζητήσει άλλες πηγές εσόδων προκειμένου να αντισταθμίσει τις ζημίες.

(85)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα πραγματικά γεγονότα στην προκείμενη υπόθεση αντιστοιχούν στα πραγματικά γεγονότα που εξετάστηκαν στις υποθέσεις Essent και Steinike. Συγκεκριμένα, πληρούνται όλα τα κριτήρια παρουσίας κρατικών πόρων που ορίστηκαν στις δύο προαναφερθείσες υποθέσεις και, άρα, το υπό εξέταση μέτρο χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους.

(86)

Η χρήση των πόρων που ελέγχονται από την OeMAG ρυθμίζεται νομικά μέσω του ÖSG. Συνεπώς, η χρήση των πόρων είναι καταλογιστέα στο κράτος.

(87)

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι λόγω του μηχανισμού απαλλαγής προκύπτουν ζημίες σε κρατικούς πόρους και αυτό καταλογίζεται στο κράτος.

5.1.3.   Επιλεκτικότητα του μέτρου

(88)

Η Επιτροπή αναφέρει το ενδεχόμενο ότι το μέτρο παρουσιάζεται μεν, θεωρητικά, τόσο σε σχέση με τις επιχειρήσεις όσο και με τους τομείς της οικονομίας ως ουδέτερο, ωστόσο στην πράξη θα μπορούσε να παρουσιάζει επιλεκτικότητα.

(89)

Η Αυστρία ισχυρίζεται ότι ο μηχανισμός απαλλαγής δεν συνεπάγεται κρατική ενίσχυση διότι δεν είναι επιλεκτικός αλλά, αντίθετα, αποτελεί γενικό μέτρο το οποίο είναι ανοιχτό προς όλες τις επιχειρήσεις και τους τομείς της οικονομίας. Πρώτον, η Αυστρία υποστηρίζει ότι το κατώφλι του 0,5 % στο κοινοποιηθέν καθεστώς δεν εμπεριέχει περιορισμούς αναφορικά με συγκεκριμένους κλάδους της παραγωγής, με το μέγεθος των επιχειρήσεων ή άλλα επιλεκτικά κριτήρια (37). Δεύτερον, η Αυστρία διαπιστώνει ότι το μέτρο αφορά de facto 2 300 επιχειρήσεις από δεκαεννέα διαφορετικούς τομείς της οικονομίας, γεγονός που καταδεικνύει ότι το μέτρο είναι όντως ανοιχτό προς όλες τις επιχειρήσεις και τους τομείς της οικονομίας.

(90)

Ένα μέτρο είναι επιλεκτικό όταν ευνοεί μόνο συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή κλάδους παραγωγής. Αντίθετα, δεν είναι επιλεκτικό όταν ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις στην εθνική επικράτεια ενός κράτους, ανεξάρτητα από το αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους.

(91)

Σε ό,τι αφορά το πρώτο μέρος της επιχειρηματολογίας, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το κατώφλι του 0,5 % δεν επαρκεί προκειμένου να χαρακτηριστεί το κοινοποιηθέν καθεστώς ως γενικό μέτρο. Η Επιτροπή διαπιστώνει, αντιθέτως, ότι εξαιτίας του εν λόγω κατωφλίου δεν μπορούν να επωφεληθούν του κοινοποιηθέντος μέτρου όλες οι επιχειρήσεις στην εθνική επικράτεια.

(92)

Η Αυστρία υποστήριξε ότι το κοινοποιηθέν μέτρο προβλέπεται για επιχειρήσεις των οποίων οι δαπάνες, λόγω της συμμετοχής τους στην προώθηση της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, υπερβαίνουν το 0,5 % της καθαρής αξίας παραγωγής τους. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις πλησιάζουν τον ορισμό των ενεργειοβόρων κλάδων παραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων (38). Η Αυστρία υποστηρίζει ωστόσο ότι το εν λόγω κατώφλι του 0,5 % δεν επαρκεί προκειμένου να χαρακτηριστεί ως επιλεκτικό το κοινοποιηθέν μέτρο. Κατά την άποψη της Αυστρίας, η θέση αυτή ενισχύεται από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Adria Wien. Στην εν λόγω υπόθεση το Δικαστήριο εκδίκασε τη (μερική) επιστροφή των φόρων για την ενέργεια που χορηγήθηκε σε επιχειρήσεις των οποίων οι επιβαρύνσεις για την ενέργεια υπερέβαιναν το 0,35 % της καθαρής αξίας παραγωγής τους. Το Δικαστήριο απεφάνθη ως εξής: «[…] εθνικά μέτρα τα οποία προβλέπουν την επιστροφή μέρους των φόρων επί της ενέργειας, που πλήττουν το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια, δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της συνθήκης [νυν άρθρο 107 της ΣΛΕΕ], εφόσον έχουν εφαρμογή επί όλων των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους» (39).

(93)

Η Επιτροπή υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η εν λόγω απόφαση δεν αποκλείει την παρουσία επιλεκτικότητας σε σχέση με το κατώφλι του 0,5 % στην προκείμενη υπόθεση. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου αφορούσε την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως εκ μέρους αυστριακού δικαστηρίου όπου αξιολογήθηκε το ισχύον καθεστώς για την επιστροφή των φόρων για την ενέργεια. Το αυστριακό δικαστήριο είχε υποβάλει δύο ερωτήματα. Πρώτον, ζήτησε να μάθει εάν η επιστροφή φόρων στο πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιλεκτική διότι χορηγείται αποκλειστικά σε επιχειρήσεις που παράγουν ενσώματα αγαθά. Δεύτερον, υπέβαλε το (υποθετικό) ερώτημα πώς θα έκρινε το Δικαστήριο την επιστροφή φόρων η οποία δεν θα περιοριζόταν σε επιχειρήσεις των οποίων η δραστηριότητα συνίσταται κυρίως στην παραγωγή ενσώματων αγαθών αλλά θα ίσχυε για όλες τις επιχειρήσεις ανεξάρτητα από το αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους.

(94)

Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το μέτρο μέσω του περιορισμού της επιστροφής φόρων σε επιχειρήσεις που παράγουν ενσώματα αγαθά ήταν επιλεκτικό. Σε ό,τι αφορά την υποθετική φύση του δεύτερου ερωτήματος, στο πώς θα αξιολογούσε το Δικαστήριο την επιστροφή φόρων που θα απευθυνόταν σε όλους τους τομείς της οικονομίας, το Δικαστήριο απεφάνθη κατά γενικό τρόπο. Διαπίστωσε ότι ένα μέτρο παρουσιάζει επιλεκτικότητα όταν ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής, ενώ δεν παρουσιάζει επιλεκτικότητα όταν αποβαίνει αδιακρίτως υπέρ όλων των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων (40). Τέλος, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κρατικά μέτρα δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις «εφόσον έχουν εφαρμογή επί όλων των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους.» (41) Το Δικαστήριο, ωστόσο, δεν καθόρισε εάν ένα μέτρο που υπόκειται σε κατώφλι της τάξεως του 0,35 % έχει κατά την άποψή του εφαρμογή σε όλες τις επιχειρήσεις. Αυτό διαπίστωσε επίσης ο γενικός εισαγγελέας Jacobs στις προτάσεις του για την τελική απόφαση του Δικαστηρίου: «… οι συνέπειες της καθιέρωσης του κατωφλίου του 0,35 % δεν εξετάστηκαν από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπόθεσης Adria-Wien…» (42). Το Δικαστήριο δεν χρειάστηκε να κρίνει εάν ο μηχανισμός απαλλαγής αυτός καθεαυτός (ήτοι χωρίς τον περιορισμό σε επιχειρήσεις που παράγουν κυρίως ενσώματα αγαθά) ήταν de facto επιλεκτικός. Το Δικαστήριο, συνεπώς, δεν απέκλεισε ότι το κατώφλι του 0,35 % θα ήταν επιλεκτικό εάν συνεπάγετο ότι το μέτρο δεν θα είχε de facto εφαρμογή σε όλες τις επιχειρήσεις που ήταν εγκατεστημένες στην εθνική επικράτεια.

(95)

Η Επιτροπή υποστήριξε, αντιθέτως, την άποψη ότι το Δικαστήριο έδωσε ορισμένες υποδείξεις σχετικά με τον ενδεχόμενο επιλεκτικό χαρακτήρα ενός τέτοιου κατωφλίου ακόμη και αν το μέτρο ισχύει πιθανόν για διάφορους τομείς παραγωγής. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο στην απάντησή του επί του δεύτερου ερωτήματος απεφάνθη ότι ούτε ο μεγάλος αριθμός των ωφελουμένων επιχειρήσεων ούτε η ποικιλία και η σημασία των κλάδων στους οποίους ανήκουν οι εν λόγω επιχειρήσεις καθιστούν δυνατό τον χαρακτηρισμό μιας κρατικής πρωτοβουλίας ως γενικού μέτρου οικονομικής πολιτικής (43). Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι μεγάλος αριθμός μέτρων ειδικών ανά κλάδο μπορούν να χαρακτηριστούν, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ως de facto επιλεκτικά, εφόσον δεν χορηγούνται σε όλες τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην εθνική επικράτεια (44). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ακόμη και μέτρα τα οποία εφαρμόζονται σε όλους τους κλάδους παραγωγής μπορούν να χαρακτηριστούν ως επιλεκτικά εφόσον δεν χορηγούνται de facto σε όλες τις επιχειρήσεις της εκάστοτε χώρας.

(96)

Την ίδια άποψη εκφέρει και η Επιτροπή σε μια απόφασή της σχετικά με το αυστριακό σύστημα επιστροφής ενεργειακών φόρων (45). Κατ’ εφαρμογή της ως άνω απόφασης του Δικαστηρίου η Αυστρία επέκτεινε το μέτρο κατά τρόπο που πλέον ήταν σε θέση να επωφεληθούν επιχειρήσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Κατά την εκτίμηση της τροποποιημένης ρύθμισης, η Επιτροπή χαρακτήρισε το μέτρο για άλλη μια φορά ως επιλεκτικό διότι παρόλο που τυπικά η επιστροφή ίσχυε για όλες τις επιχειρήσεις, στην πράξη ευνοούσε μόνο επιχειρήσεις οι οποίες παρουσίαζαν υψηλή κατανάλωση ενέργειας σε σχέση με την καθαρή αξία παραγωγής (46). Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιστροφή φόρων συνιστούσε παράνομη (ήτοι μη κοινοποιηθείσα) κρατική ενίσχυση μη συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά (47).

(97)

Οι επιπτώσεις της απόφασης της Επιτροπής είχαν αργότερα ως αποτέλεσμα την υποβολή στο Δικαστήριο αιτήματος έκδοσης προδικαστικής απόφασης εκ μέρους αυστριακού διοικητικού δικαστηρίου (48). Τα ερωτήματα που υπέβαλε το αυστριακό διοικητικό δικαστήριο αφορούσαν το πεδίο εφαρμογής των επιπτώσεων του παράνομου χαρακτήρα της επιστροφής του φόρου, και το Δικαστήριο δεν εξέδωσε νέα απόφαση σε ό,τι αφορά την επιλεκτικότητα. Το ζήτημα αυτό αποτέλεσε, ωστόσο, αντικείμενο των παρατηρήσεων του γενικού εισαγγελέα. Στις προτάσεις του ο γενικός εισαγγελέας διαπίστωσε τα εξής: «… όπως επισημαίνει η Επιτροπή, με την παροχή του δικαιώματος για επιστροφή του φόρου ενέργειας μόνο σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών (πέραν των επιχειρήσεων παραγωγής ενσώματων αγαθών) οι οποίες δεν αποκλείονται λόγω μη πληρώσεως του όρου του 0,35 %, απλώς θα διευρυνόταν ο κύκλος των δικαιούχων της ενίσχυσης. Ωστόσο, η μεταβολή αυτή δεν θα ήταν ικανή να άρει τον χαρακτήρα της ρύθμισης ως ενίσχυσης, αφού θα εξακολουθούσε να έχει επιλεκτικό χαρακτήρα» (49). Ο γενικός εισαγγελέας διαπίστωσε επίσης: «Η συλλογιστική της Επιτροπής στην απόφασή της του 2004 είναι πειστική όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του κριτηρίου του 0,35 % στο πλαίσιο της τροποποιημένης ρύθμισης, […]» (50).

(98)

Η Επιτροπή συμπεραίνει από τα ανωτέρω ότι το κατώφλι του 0,5 % στην προκείμενη περίπτωση αποτελεί κριτήριο επιλογής με το οποίο περιορίζεται η εφαρμογή του κοινοποιηθέντος μέτρου σε ενεργειοβόρες επιχειρήσεις, ενώ αποκλείονται οι μη ενεργειοβόρες επιχειρήσεις. Ανεξαρτήτως του αριθμού των τομέων της οικονομίας οι οποίοι επωφελούνται του μέτρου, το κατώφλι συνεπάγεται ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν έχει εφαρμογή σε όλες τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην εθνική επικράτεια. Συνεπώς, το κατώφλι καθιστά το κοινοποιηθέν μέτρο επιλεκτικό.

(99)

Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι επιλέξιμες για τον υπό εξέταση μηχανισμό απαλλαγής είναι μόνον οι επιχειρήσεις στις οποίες χορηγείται επιστροφή φόρου σύμφωνα με τον αυστριακό νόμο περί έκπτωσης του φόρου κατανάλωσης ενέργειας, ο οποίος αποτέλεσε αντικείμενο της απόφασης της Επιτροπής σχετικά με την κρατική ενίσχυση στην υπόθεση C-33/2003. Η επιχειρηματολογία της Επιτροπής στην εν λόγω απόφαση ισχύει αντίστοιχα εν προκειμένω.

(100)

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας της Αυστρίας, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το κοινοποιηθέν μέτρο είναι επιλεκτικό για τον πρόσθετο λόγο ότι απευθύνεται de facto κατά προτεραιότητα σε περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων που παράγουν συγκεκριμένα ενεργειοβόρα αγαθά. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ένα μέτρο πρέπει να εξετάζεται όχι ως προς τους στόχους ή τα αίτια υιοθέτησής του αλλά ως προς τις επιπτώσεις του (51). Ακόμη και όταν ένα μέτρο απευθύνεται τυπικά σε όλους τους τομείς της οικονομίας και σε όλες τις επιχειρήσεις, μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιλεκτικό εφόσον δεν έχει de facto εφαρμογή σε όλες τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην εθνική επικράτεια. Το Δικαστήριο διαπίστωσε σχετικά: «Ούτε ο μεγάλος αριθμός των ωφελουμένων επιχειρήσεων ούτε η ποικιλία και η σημασία των κλάδων στους οποίους ανήκουν οι εν λόγω επιχειρήσεις καθιστούν δυνατό τον χαρακτηρισμό μιας κρατικής πρωτοβουλίας ως γενικού μέτρου οικονομικής πολιτικής» (52).

(101)

Κατά τον έλεγχο που διενήργησε, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το κοινοποιηθέν καθεστώς επικεντρώνεται κατά προτεραιότητα σε πολύ λίγες επιχειρήσεις, κυρίως επιχειρήσεις παραγωγής αγαθών. Η Αυστρία υπέβαλε στις 9 Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά στοιχεία που βασίζονταν στην επί του παρόντος εφαρμογή του καθεστώτος με εντάσεις ενίσχυσης κάτω των κοινοποιηθέντων κατωφλίων. Σύμφωνα με τα εν λόγω στοιχεία, από τις περίπου 300 000 αυστριακές επιχειρήσεις, μόνον περίπου 2 000 προσέφυγαν στην εν λόγω ρύθμιση (ήτοι κάτω του 1 % του συνόλου των αυστριακών επιχειρήσεων). Επιπλέον, στο πλαίσιο της σημερινής εφαρμογής του καθεστώτος, περίπου το 66 % των πόρων ευνοούν επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή αγαθών (53). Αναφορικά με την περίπτωση που η Αυστρία αυξήσει τις εντάσεις ενίσχυσης πάνω από τα όρια «de minimis», κάτω από τα οποία εφαρμόζεται επί του παρόντος προσωρινά η ρύθμιση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το μέτρο θα συγκεντρωνόταν τότε ακόμη εντονότερα σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή αγαθών. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι βάσει των στοιχείων που υπέβαλε η Αυστρία μόνο δώδεκα επιχειρήσεις θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μεγαλύτερες εντάσεις ενίσχυσης, έναντι αυτού που ισχύει στο πλαίσιο της επί του παρόντος ισχύουσας έκδοσης της ρύθμισης, και ότι μόνο δύο από τις επιχειρήσεις αυτές δραστηριοποιούνται στον κλάδο των μεταφορών, ενώ οι υπόλοιπες δέκα εμπίπτουν στον κλάδο της παραγωγής αγαθών (54).

(102)

Βάσει των ανωτέρω η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κοινοποιηθέν καθεστώς δεν εφαρμόζεται καθόλου ή εφαρμόζεται ελάχιστα στην πλειονότητα των τομέων της αυστριακής οικονομίας, ενώ ευνοούνται επιχειρήσεις που ανήκουν σε έναν εξ αυτών, συγκεκριμένα στον τομέα της παραγωγής αγαθών. Ανεξάρτητα από τον αριθμό των τομέων της οικονομίας στους οποίους ανήκουν επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να επωφεληθούν του μέτρου, το μέτρο επικεντρώνεται κυρίως σε επιχειρήσεις παραγωγής αγαθών και πρέπει άρα να χαρακτηριστεί ως de facto επιλεκτικό.

(103)

Από τα ανωτέρω η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κοινοποιηθείς μηχανισμός απαλλαγής είναι επιλεκτικός διότι προβλέπει αφενός το κατώφλι του 0,5 %, μέσω του οποίου το μέτρο περιορίζεται στις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις και, αφετέρου, οι επιχειρήσεις αυτές δραστηριοποιούνται κυρίως στην παραγωγή αγαθών.

(104)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ένα μέτρο παρά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του δεν πληροί το κριτήριο της επιλεκτικότητας όταν δικαιολογείται βάσει της φύσης ή της εσωτερικής διάρθρωσης του συστήματος στο οποίο ανήκει (55). Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου το εμπλεκόμενο κράτος μέλος πρέπει να υποβάλει σχετικές αποδείξεις (56).

(105)

Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των στόχων που επιδιώκονται μέσω συγκεκριμένου φορολογικού καθεστώτος, και οι οποίοι δεν εμπίπτουν στο εν λόγω καθεστώς, και των εγγενών μηχανισμών του ίδιου του φορολογικού συστήματος, οι οποίοι απαιτούνται για την επίτευξη των εν λόγω στόχων. Στο πλαίσιο της δικαιολόγησης βάσει της φύσης και της εσωτερικής διάρθρωσης του φορολογικού συστήματος στο οποίο ανήκει το μέτρο εξετάζονται μόνο οι προαναφερόμενοι μηχανισμοί (57). Οι εξωγενείς στόχοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον έλεγχο του συμβιβάσιμου χαρακτήρα του μέτρου (58).

(106)

Η Αυστρία υποστηρίζει την άποψη ότι η διαφοροποίηση των ποσών κατά το άρθρο 22c του ÖSG έχει ως στόχο να λάβει υπόψη τις δυνατότητες των επιχειρήσεων σε σχέση με την καταβολή επιπρόσθετων φορολογικών επιβαρύνσεων. Επιπροσθέτως, τα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα που προβλέπονται στον ÖSG δεν επηρεάζονται από τον μηχανισμό απαλλαγής διότι τα ποσά ενίσχυσης για την προώθηση της παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας δεν θα μειώνονταν. Μόνο μέσω της μείωσης των περιβαλλοντικών δαπανών για ορισμένες επιχειρήσεις θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας βιώσιμος μηχανισμός χρηματοδότησης για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια, ο οποίος είναι απαραίτητος για τη διασφάλιση της προώθησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

(107)

Η Επιτροπή διαπιστώνει σχετικά ότι ο εγγενής στόχος του συστήματος που διαμορφώνεται μέσω της τιμής διακανονισμού είναι η συγκέντρωση εσόδων που πρέπει να επενδυθούν ιδίως στην προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ο μηχανισμός απαλλαγής βασίζεται, αντιθέτως, στον στόχο της αύξησης της ανταγωνιστικότητας των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων, στον βαθμό που αυτές καλούνται να καταβάλλουν χαμηλότερη τιμή για την ηλεκτρική ενέργεια, και με αυτόν τον τρόπο, στον στόχο της ευρύτερης αποδοχής του συστήματος που στηρίζεται στην τιμή διακανονισμού. Συνεπώς, επιδιώκεται ένας στόχος που δεν εμπίπτει στη συλλογιστική και στην εσωτερική διάρθρωση του συστήματος.

(108)

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, για τη δικαιολόγηση ενός μέτρου βάσει της φύσης και της εσωτερικής διάρθρωσης του φορολογικού συστήματος δεν μπορεί να γίνει επίκληση της επιδίωξης ενός τέτοιου εξωγενούς στόχου (59). Αυτό μπορεί να αναλυθεί μόνο κατά τον έλεγχο του συμβιβάσιμου του μέτρου (60).

(109)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι σε αμφότερες τις αποφάσεις κρατικών ενισχύσεων στις οποίες παραπέμπει η Αυστρία προς ενίσχυση του επιχειρήματός της, ότι δηλαδή ο μηχανισμός απαλλαγής δικαιολογείται βάσει της συλλογιστικής και της εσωτερικής διάρθρωσης του συστήματος, συνέτρεχαν διαφορετικές συνθήκες. Η απόφαση N 271/06 σχετικά με τις φορολογικές ρυθμίσεις της Δανίας για την υπερθέρμανση είχε ως στόχο να διασφαλίσει ουδέτερη φορολογική μεταχείριση όλων των προϊόντων ενέργειας και όχι να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα. Η απόφαση N 860/06 σχετικά με απαλλαγές από ενεργειακούς φόρους στη Γερμανία για προϊόντα ενέργειας διττής χρησιμότητας βασιζόταν στη γενική αρχή φορολόγησης αποκλειστικά ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνταν για θέρμανση ή ως καύσιμα.

(110)

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η κοινοποιηθείσα απαλλαγή ενεργειοβόρων κλάδων παραγωγής δεν δικαιολογείται βάσει της φύσης ή της εσωτερικής διάρθρωσης του συστήματος στο οποίο ανήκει.

(111)

Βάσει των ανωτέρω η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κοινοποιηθέν μέτρο πληροί το κριτήριο της επιλεκτικότητας διότι είναι de facto επιλεκτικό και δεν δικαιολογείται βάσει της φύσης ή της εσωτερικής διάρθρωσης του συστήματος.

5.1.4.   Νόθευση του ανταγωνισμού και επηρεασμός του εμπορίου

(112)

Οι δικαιούχοι του μέτρου, το οποίο κατά την άποψη της Επιτροπής συνιστά κρατική ενίσχυση, δραστηριοποιούνται κυρίως στην παραγωγή ενεργειοβόρων αγαθών όπως μετάλλων ή προϊόντων χάρτου (61). Στους συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας διενεργούνται συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται εκείνες άλλων κρατών μελών. Ως εκ τούτου, το υπό εξέταση μέτρο μπορεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά.

5.1.5.   Συμπέρασμα

(113)

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο μηχανισμός απαλλαγής συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, διότι συνεπάγεται ζημίες σε κρατικούς πόρους, οι οποίες παρέχουν επιλεκτικό πλεονέκτημα στις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις. Συνεπώς, το μέτρο θα μπορούσε να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά.

5.2.   Νομιμότητα της ενίσχυσης

(114)

Η Αυστρία δεσμεύτηκε να μην υλοποιήσει το μέτρο ενίσχυσης προτού λάβει την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Αυστρία κοινοποίησε το μέτρο πριν από την υλοποίησή του και, άρα, συμμορφώνεται προς τη δέσμευση που υπέχει δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ (62).

5.3.   Έλεγχος του συμβιβάσιμου της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά

(115)

Η Επιτροπή δύναται να χαρακτηρίσει κρατικές ενισχύσεις ως συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου το κράτος μέλος οφείλει να προσκομίσει αποδείξεις σχετικά με το συμβιβάσιμο ενός μέτρου με την εσωτερική αγορά (63).

(116)

Η Επιτροπή έχει μεγάλη διακριτική ευχέρεια σε υποθέσεις κρατικής ενίσχυσης που εμπίπτουν στο άρθρο 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ (64). Ασκώντας αυτήν τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει, δημοσίευσε κατευθυντήριες γραμμές και ανακοινώσεις στις οποίες ορίζονται τα κριτήρια βάσει των οποίων ορισμένοι τύποι κρατικών ενισχύσεων μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμοι με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή κατά πάγια νομολογία δεσμεύεται από τις κατευθυντήριες γραμμές και τις ανακοινώσεις που δημοσιεύονται στον τομέα του ελέγχου κρατικών ενισχύσεων στον βαθμό που αυτές δεν αποκλίνουν από τις διατάξεις της ΣΛΕΕ και έχουν αναγνωριστεί από τα κράτη μέλη (65).

(117)

Συνεπώς, πρέπει καταρχάς να ελεγχθεί κατά πόσο η κοινοποιηθείσα ενίσχυση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής μιας ή περισσότερων κατευθυντήριων γραμμών ή ανακοινώσεων και μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, εφόσον πληροί τα κριτήρια που ορίζονται σε αυτές.

(118)

Η Αυστρία υποστηρίζει ότι το κοινοποιηθέν μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (66) ή/και ότι εφαρμόζονται οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές. Επιπροσθέτως, η Αυστρία δηλώνει ότι η κρατική ενίσχυση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΓΚΑΚ (67).

(119)

Δεν υπάρχουν, ωστόσο, σαφώς καθορισμένες συνθήκες υπό τις οποίες μπορούν να χορηγούνται κρατικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις. Ειδικότερα, μπορούν να χορηγούνται κρατικές ενισχύσεις προς επιχειρήσεις υπό μορφή φορολογικών διευκολύνσεων υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις δυνάμει του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (68) ή δυνάμει του άρθρου 25 του ΓΚΑΚ (69). Επιπλέον, τα μέτρα μπορούν να εξετάζονται υπό ορισμένες προϋποθέσεις απευθείας βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

5.3.1.   Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος

(120)

Το πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος ορίζεται ως εξής (70):

(58)

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται στις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Η εφαρμογή του θα είναι σύμφωνη με τις άλλες κοινοτικές πολιτικές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις, άλλες διατάξεις της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη νομοθεσία που εκδίδεται σύμφωνα με τις εν λόγω συνθήκες.

(59)

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται στις ενισχύσεις [24] για τη στήριξη της προστασίας του περιβάλλοντος σε όλους τους τομείς που διέπονται από τη συνθήκη ΕΚ. Οι κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται επίσης στους τομείς που υπόκεινται σε ειδικούς κοινοτικούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις (μεταποίηση χάλυβα, ναυπηγικές εργασίες, αυτοκίνητα οχήματα, συνθετικές ίνες, μεταφορές, άνθρακας, γεωργία και αλιεία) εκτός εάν οι ειδικοί αυτοί κανόνες ορίζουν διαφορετικά.

(121)

Σύμφωνα με την παράγραφο 70 σημείο 1 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος ως προστασία του περιβάλλοντος νοείται κάθε ενέργεια που αποσκοπεί στην αποκατάσταση ή στην πρόληψη βλαβών στο φυσικό περιβάλλον ή στους φυσικούς πόρους από δραστηριότητες του ίδιου του δικαιούχου, στη μείωση του κινδύνου τέτοιων ζημιών ή στην αποτελεσματικότερη χρήση των φυσικών πόρων, περιλαμβανομένων μέτρων για την εξοικονόμηση ενέργειας και της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Στην παράγραφο 151 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των οικείων κατευθυντήριων γραμμών οι ενισχύσεις οι οποίες συμβάλλουν, έστω και έμμεσα, στην αύξηση του επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας.

(122)

Η Αυστρία υποστηρίζει ότι ο μηχανισμός απαλλαγής συνεισφέρει έμμεσα στην προστασία του περιβάλλοντος για δύο λόγους: Ο μηχανισμός αποτελεί αφενός σημαντική προϋπόθεση προκειμένου να διασφαλιστεί η πολιτική στήριξη για την αύξηση της τιμής διακανονισμού σε υψηλότερο επίπεδο, η οποία απαιτείται με τη σειρά της για τη χρηματοδότηση μεγαλύτερου ποσοστού της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και, αφετέρου, συνεπάγεται υψηλότερες τιμές κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας παρέχοντας έτσι κίνητρο για ενεργειακά αποδοτικότερο εμπόριο.

(123)

Η Επιτροπή διαπιστώνει αναφορικά με το πρώτο επιχείρημα ότι δεν υπάρχει υποχρεωτικά συσχέτιση μεταξύ της τιμής διακανονισμού και της αύξησης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Η Αυστρία βάσει της οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (στο εξής: «οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας») (71) υποχρεούται να αυξήσει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Ωστόσο, εναπόκειται στην Αυστρία να αποφασίσει τους τρόπους χρηματοδότησης που θα εφαρμόσει. Η Αυστρία θα μπορούσε, για παράδειγμα, να χρησιμοποιήσει ακόμη και έσοδα από φόρους. Ο μηχανισμός απαλλαγής δεν είναι άρα απαραίτητος για την αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

(124)

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο επιχείρημα, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ο μηχανισμός απαλλαγής λειτουργεί ως ανώτατο όριο. Η μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας που πληρώνουν οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις μειώνεται με κάθε πρόσθετη kWh που καταναλώνεται και η οποία υπερβαίνει το κατώφλι. Αντί να αποτελεί κίνητρο για την προώθηση της ενεργειακής απόδοσης, ο μηχανισμός απαλλαγής οδηγεί μάλλον σε μείωση αυτής.

(125)

Η Επιτροπή καταλήγει συνεπώς στο συμπέρασμα ότι ο μηχανισμός απαλλαγής δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(126)

Ακόμη και αν το μέτρο ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, κάτι που δεν ισχύει στην προκείμενη περίπτωση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά διότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(127)

Στο κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος σε ό,τι αφορά τον έλεγχο του συμβιβάσιμου γίνεται διάκριση μεταξύ εναρμονισμένων και μη εναρμονισμένων περιβαλλοντικών φόρων. Η παραφορολογική επιβάρυνση υπό τη μορφή της τιμής διακανονισμού δεν συνιστά εναρμονισμένο σε επίπεδο Ένωσης περιβαλλοντικό φόρο. Η Επιτροπή διαπιστώνει σχετικά ότι στην οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας επιδιώκονται δεσμευτικοί στόχοι σε σχέση με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όμως εναπόκειται στην κρίση των κρατών μελών ο τρόπος επίτευξης των εν λόγω στόχων.

(128)

Ο μηχανισμός απαλλαγής θα έπρεπε συνεπώς να εξεταστεί βάσει των μη εναρμονισμένων περιβαλλοντικών φόρων σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (72).

(129)

Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, το κράτος μέλος οφείλει να διαβιβάσει πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τον σχετικό τομέα (ή τομείς) και τις κατηγορίες δικαιούχων που καλύπτονται από τις εκπτώσεις/απαλλαγές, την κατάσταση των κύριων δικαιούχων σε κάθε σχετικό τομέα και τον τρόπο με τον οποίο η επιβολή του φόρου μπορεί να συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος Οι απαλλασσόμενοι φορείς πρέπει να περιγράφονται σαφώς και πρέπει να παρέχεται κατάλογος με τους μεγαλύτερους δικαιούχους σε κάθε τομέα (λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη τον κύκλο εργασιών, το μερίδιο που κατέχουν στην αγορά και το μέγεθος της φορολογικής τους βάσης) (73). Βάσει των εν λόγω πληροφοριών η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει κατά πόσο οι εκπτώσεις ή απαλλαγές από περιβαλλοντικούς φόρους είναι αναγκαίοι και αναλογικοί. Σε ό,τι αφορά το κριτήριο της αναγκαιότητας, η επιλογή των δικαιούχων της ενίσχυσης πρέπει να γίνεται βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων. Ο περιβαλλοντικός φόρος χωρίς έκπτωση πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής για κάθε τομέα ή κατηγορία μεμονωμένων δικαιούχων που δεν μπορεί να μετακυλήσει στους καταναλωτές χωρίς να σημειωθεί σημαντική μείωση των πωλήσεων (74). Σε ό,τι αφορά την αναλογικότητα της ενίσχυσης, το εκάστοτε κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει ότι οι δικαιούχοι της ενίσχυσης καταβάλλουν το 20 % τουλάχιστον του εθνικού φόρου, εκτός εάν μπορεί να δικαιολογηθεί χαμηλότερο ποσοστό και αν οι εκπτώσεις ή οι απαλλαγές συνδέονται με τη σύναψη συμφωνιών για την επίτευξη στόχων περιβαλλοντικής προστασίας (75).

(130)

Η Επιτροπή διαπιστώνει, ωστόσο, ότι η Αυστρία δεν διαβίβασε τις προαναφερθείσες πληροφορίες –παρά τις επανειλημμένες προτροπές της Επιτροπής (76). Συνεπώς, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να ελέγξει εάν η ενίσχυση είναι αναγκαία και αναλογική ή τον τρόπο με τον οποίο συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος.

5.3.2.   Αναλογία προς το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος

(131)

Σε ό,τι αφορά το γεγονός ότι ο κοινοποιηθείς μηχανισμός απαλλαγής δεν συμβάλλει ούτε καν έμμεσα στην προστασία του περιβάλλοντος, η Επιτροπή εξέτασε επίσης εάν θα μπορούσε να εγκρίνει τον μηχανισμό απαλλαγής κατ’ αναλογία προς το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(132)

Σύμφωνα με την άποψη της Αυστρίας, ο μηχανισμός απαλλαγής θα μπορούσε να εξεταστεί κατ’ αναλογία προς τις διατάξεις σχετικά με τις φορολογικές εκπτώσεις για εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους που προβλέπονται στις παραγράφους 152 και 153 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στο κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος προβλέπονται δύο μέθοδοι για τον έλεγχο των εκπτώσεων από φορολογικές εκπτώσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Πρώτον, το κεφάλαιο 4 περιέχει διατάξεις για εκπτώσεις από εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους στο πλαίσιο της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων, οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμοι με την εσωτερική αγορά χωρίς περαιτέρω έλεγχο, στον βαθμό που τηρείται το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας που ορίζεται στην οδηγία περί ενεργειακών φόρων. Δεύτερον, το κεφάλαιο 4 περιέχει συγκεκριμένους κανόνες για τον έλεγχο εκπτώσεων από μη εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους καθώς και εκπτώσεων από εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους οι οποίοι εμπίπτουν στο ελάχιστο επίπεδο φορολογίας που ορίζεται στην οδηγία περί φορολογίας της ενέργειας. Σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες, το κράτος μέλος πρέπει, μεταξύ άλλων, να υποβάλει αναλυτικά στοιχεία σχετικά με την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα του εκάστοτε μέτρου. Η Αυστρία προβάλλει το επιχείρημα ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να εγκρίνει τον μηχανισμό απαλλαγής ως παραφορολογική επιβάρυνση βάσει της γενικής αρχής ότι οι ωφελούμενες επιχειρήσεις καταβάλλουν τουλάχιστον το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας των αυστριακών ενεργειακών φόρων.

(133)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι στην πρακτική λήψης αποφάσεων και στη νομολογία των ευρωπαϊκών δικαιοδοτικών οργάνων δεν υπάρχουν προδεδικασμένα όπου να εφαρμόστηκαν οι κανόνες για τον έλεγχο εναρμονισμένων ενεργειακών φόρων δυνάμει του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος κατ’ αναλογία προς παραφορολογικές επιβαρύνσεις.

(134)

Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ένας πρότυπος κανόνας του κοινοτικού δικαίου μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις: Πρώτον, οι εφαρμοστέοι βάσει των εκάστοτε πραγματικών γεγονότων κανόνες πρέπει να παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με αυτούς των οποίων επιδιώκεται η κατ’ αναλογία εφαρμογή. Δεύτερον, οι εφαρμοστέοι βάσει των εκάστοτε πραγματικών γεγονότων κανόνες πρέπει να εμφανίζουν κενό που είναι ασυμβίβαστο με κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου και που μπορεί να καλυφθεί με την εν λόγω κατ’ αναλογία εφαρμογή (77). Σε ό,τι αφορά τις ως άνω προϋποθέσεις, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι αναλογίες στο κοινοτικό δίκαιο μπορούν να εφαρμόζονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

(135)

Πρώτον, οι εφαρμοστέοι βάσει των εκάστοτε πραγματικών γεγονότων κανόνες πρέπει να παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με αυτούς των οποίων επιδιώκεται η κατ’ αναλογία εφαρμογή. Καθότι το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος προβλέπει απαλλαγές ή/και εκπτώσεις από περιβαλλοντικούς φόρους, πρέπει οι κανόνες οι οποίοι αφορούν τις κοινοποιηθείσες στο πλαίσιο του ÖSG φορολογικές επιβαρύνσεις να εμφανίζουν μεγάλη ομοιότητα με τους κανόνες που εφαρμόζονται στους περιβαλλοντικούς φόρους.

Η Επιτροπή διαπίστωσε, ωστόσο, ότι σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο το νομικό καθεστώς που διέπει τους περιβαλλοντικούς φόρους δεν είναι συγκρίσιμο με περιστάσεις όπου σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλονται παραφορολογικές επιβαρύνσεις. Παρόλο που το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει ειδικούς κανόνες για τις παραφορολογικές επιβαρύνσεις, προβλέπει ειδικούς κανόνες για την επιβολή των περιβαλλοντικών φόρων. Πρόκειται συγκεκριμένα για το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας που ορίζεται στην οδηγία περί ενεργειακών φόρων καθώς και για απαλλαγές από το εν λόγω ελάχιστο επίπεδο φορολογίας το οποίο διασφαλίζεται υπό τις προϋποθέσεις του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και του άρθρου 25 του ΓΚΑΚ. Αναφορικά με τις παραφορολογικές επιβαρύνσεις η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν υπάρχουν ούτε κανόνες για τις απαλλαγές ή τις εκπτώσεις ούτε κανόνες για ελάχιστους συντελεστές.

(136)

Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι παραφορολογικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται από την αυστριακή νομοθεσία δεν υπόκεινται σε κανόνες οι οποίοι να αντιστοιχούν στους κανόνες που ισχύουν για τους περιβαλλοντικούς φόρους σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.

(137)

Δεύτερον, οι κανόνες που ισχύουν βάσει των πραγματικών γεγονότων πρέπει να περιέχουν κενό το οποίο είναι ασυμβίβαστο με γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου και μπορεί να καλυφθεί με την κατ’ αναλογία εφαρμογή.

(138)

Μέτρα τα οποία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος μπορούν ωστόσο να εξεταστούν βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή δεν ήταν συνεπώς σε θέση να διαπιστώσει στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος ανάλογη «lacuna», η οποία θα δικαιολογούσε εκτίμηση του κοινοποιηθέντος μέτρου μέσω εφαρμογής κατ’ αναλογία ελέγχου. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει για αμφότερα τα σενάρια, ήτοι για αναλογίες με εναρμονισμένους και μη εναρμονισμένους φόρους.

(139)

Επιπλέον, η απουσία κανόνων σχετικά με απαλλαγές από παραφορολογικές επιβαρύνσεις δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με την επίκληση αναλογίας προς τους υφιστάμενους βάσει του κοινοτικού δικαίου κανόνες σχετικά με εκπτώσεις από ενεργειακούς φόρους. Η Επιτροπή διαπιστώνει σχετικά ότι η κατ’ αναλογία εφαρμογή των κανόνων για εκπτώσεις από εναρμονισμένους ενεργειακούς φόρους σε μη εναρμονισμένες παραφορολογικές επιβαρύνσεις θα σήμαινε επίσης ότι οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να τηρήσουν το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων μέσω της καταβολής των εν λόγω παραφορολογικών επιβαρύνσεων. Συνεπώς, η εφαρμογή αυτή δεν συνάδει με το πνεύμα της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων. Η Επιτροπή υποστηρίζει την άποψη ότι το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων καθορίστηκε μόνο για τους σκοπούς της εφαρμογής στο πλαίσιο του εναρμονισμένου συστήματος ενεργειακών φόρων. Η χρήση του ως κριτηρίου αξιολόγησης εκτός του πεδίου των εναρμονισμένων κανόνων θα συνεπάγετο μη προβλεπόμενη εφαρμογή. Οι ελάχιστοι συντελεστές δεν ορίστηκαν προφανώς με στόχο τον καθορισμό της συνολικής επιβάρυνσης την οποία θα όφειλαν να αναλάβουν οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις λόγω ρυθμιστικών μέτρων ειδικών για το περιβάλλον, όπως αυτά προκύπτουν ιδίως από μηχανισμούς χρηματοδότησης για σταθερά τιμολόγια τροφοδότησης. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα λαμβάνονταν επίσης υπόψη ότι η πολιτική στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων παρουσιάζει ανοχή σε σχέση με φοροαπαλλαγές όταν υφίσταται υπέρβαση εναρμονισμένου ελάχιστου συντελεστή για τον λόγο ότι η ίση μεταχείριση διασφαλίζεται τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό μέσω της τήρησης των ελάχιστων συντελεστών που ισχύουν σε όλα τα κράτη μέλη. Το επιχείρημα αυτό δεν ισχύει ωστόσο αφεαυτού για επιβαρύνσεις που προκύπτουν από μη εναρμονισμένα συστήματα σταθερού τιμολογίου τροφοδότησης όπου ενδέχεται, λόγω αποκλίσεων από τις πρότυπες εισφορές, να προκληθεί νόθευση του ανταγωνισμού.

(140)

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η απουσία κανόνων σχετικά με την έκπτωση παραφορολογικών επιβαρύνσεων δεν συνιστά κενό ασυμβίβαστο με γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου το οποίο θα μπορούσε να καλυφθεί μέσω της επίκλησης αναλογίας προς τους υφιστάμενους κανόνες σχετικά με εκπτώσεις από εναρμονισμένους ενεργειακούς φόρους.

(141)

Ακόμη και αν ήταν εφικτή η κατ’ αναλογία εφαρμογή, ο μηχανισμός απαλλαγής δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμος, για τους λόγους που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 129 έως 133.

(142)

Η Επιτροπή συμπεραίνει από τα ανωτέρω ότι δεν μπορεί να διαπιστωθεί αναλογία μεταξύ του κοινοποιηθέντος μηχανισμού απαλλαγής και των κανόνων για τον έλεγχο εκπτώσεων από εναρμονισμένους ενεργειακούς φόρους δυνάμει του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και, άρα, δεν μπορεί να εγκρίνει τον μηχανισμό απαλλαγής βάσει μιας τέτοιας αναλογίας.

5.3.3.   Αναλογία προς το άρθρο 25 του γενικού κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία (ΓΚΑΚ)

(143)

Η Επιτροπή εξέτασε επίσης εάν θα μπορούσε να εγκρίνει τον μηχανισμό απαλλαγής κατ’ αναλογία προς το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ.

(144)

Κατά την άποψη της Αυστρίας, το διαφορετικό λεκτικό του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και του άρθρου 25 του ΓΚΑΚ επιτρέπει κάποιο περιθώριο για την έγκριση του μέτρου κατ’ αναλογία προς το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ. Η Αυστρία παρέπεμψε στην παράγραφο 152 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος όπου αναφέρεται:

«Για να εγκριθούν δυνάμει του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ, οι εκπτώσεις ή οι απαλλαγές από τους εναρμονισμένους φόρους, ιδίως από αυτούς που εναρμονίστηκαν προς την οδηγία 2003/96/ΕΚ, πρέπει να είναι συμβατές με την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία και να πληρούν όλους τους όρους και τους περιορισμούς που προβλέπονται σε αυτή».

(145)

Το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ ορίζει αντιθέτως:

«Τα καθεστώτα περιβαλλοντικών ενισχύσεων με τη μορφή μείωσης των περιβαλλοντικών φόρων που πληρούν τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2003/96/ΕΚ συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 της συνθήκης και απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, εφόσον πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου» (78).

(146)

Από το ως άνω λεκτικό η Αυστρία έκρινε ότι το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ παρουσιάζει κατά πάσα πιθανότητα πιο διασταλτική διατύπωση σε σχέση με την παράγραφο 152 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Η Αυστρία προέβαλε το επιχείρημα ότι η παράγραφος 152 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος ισχύει κατά πάσα πιθανότητα μόνον για φόρους που εναρμονίστηκαν με την οδηγία περί ενεργειακών φόρων, ενώ το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ περιείχε την προϋπόθεση ότι ο μηχανισμός απαλλαγής πρέπει να τηρεί το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας που ορίζεται στην οδηγία περί ενεργειακών φόρων, ακόμη και αν δεν πρόκειται για εναρμονισμένο ενεργειακό φόρο. Κατά την άποψη της Αυστρίας, το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ θα μπορούσε συνεπώς να εφαρμοστεί στην έκπτωση από μη εναρμονισμένους ενεργειακούς φόρους οι οποίοι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμοι με την εσωτερική αγορά, εφόσον το γενικό φορολογικό σύστημα τηρεί το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας της ενέργειας. Η Αυστρία παραδέχθηκε, ωστόσο, ότι οι εισφορές που καταβάλλονται στο πλαίσιο του ÖSG δεν αποτελούν φόρους (79), όμως υποστήριξε ότι ο κοινοποιηθείς μηχανισμός απαλλαγής θα μπορούσε να εξεταστεί και να εγκριθεί κατ’ αναλογία προς όσα προβλέπει το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ για καθορισμό των περιβαλλοντικών φόρων.

(147)

Κατά την άποψη της Επιτροπής δεν υπάρχει, ωστόσο, περιθώριο κατ’ εφαρμογή αναλογίας προς το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ. Πρώτον, οι κανόνες που εφαρμόζονται στα προκείμενα πραγματικά γεγονότα δεν εμφανίζουν μεγάλη ομοιότητα με εκείνους των οποίων επιδιώκεται η κατ’ αναλογία εφαρμογή. Σύμφωνα με το λεκτικό του άρθρου 25 του ΓΚΑΚ είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη διάταξη ισχύει μόνο για περιβαλλοντικούς φόρους οι οποίοι εναρμονίστηκαν με την οδηγία περί ενεργειακών φόρων. Υπό αυτή την έννοια, ο χαρακτηρισμός ενός φόρου ως ενεργειακού αποτελεί «προϋπόθεση» για την εφαρμογή του άρθρου 25 του ΓΚΑΚ. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται επίσης από το γεγονός ότι από τη συλλογιστική του συστήματος του ΓΚΑΚ προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του δεν μπορεί να υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος στις οποίες βασίζεται. Το άρθρο 25 του ΓΚΑΚ ισχύει άρα προφανώς μόνο για περιβαλλοντικούς φόρους οι οποίοι εναρμονίστηκαν με την οδηγία περί ενεργειακών φόρων. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι εισφορές που καταβάλλονται στο πλαίσιο του νόμου περί πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας δεν συνιστούν ωστόσο περιβαλλοντικούς φόρους, και οι διατάξεις της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων δεν ισχύουν. Συνεπώς, οι κανόνες για τους ενεργειακούς φόρους και οι κανόνες για τα αυστριακά σταθερά τιμολόγια τροφοδότησης δεν εμφανίζουν μεγάλη συγκρισιμότητα. Δεύτερον, οι κανόνες που είναι εφαρμοστέοι στα πραγματικά γεγονότα δεν εμπεριέχουν κάποιο κενό το οποίο είναι ασυμβίβαστο με γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου και το οποίο μπορεί να καλυφθεί με την κατ’ αναλογία εφαρμογή. Οι φορολογικές εκπτώσεις ή συγκρίσιμα μέτρα τα οποία δεν εμπίπτουν στον ΓΚΑΚ δεν είναι αυτά καθεαυτά ασυμβίβαστα με το κοινοτικό δίκαιο, αλλά προϋποθέτουν μόνο την τήρηση της γενικής υποχρέωσης κοινοποίησης δυνάμει του άρθρου 108 της ΣΛΕΕ. Μπορούν να ελεγχθούν σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος ή –εφόσον δεν εφαρμόζονται αυτές– απευθείας δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ και να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι κανόνες που ισχύουν για τον έλεγχο του αυστριακού κανόνα περί κρατικών ενισχύσεων δεν περιέχουν κενό ασυμβίβαστο με το κοινοτικό δίκαιο.

(148)

Βάσει των ανωτέρω η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να συνάγει αναλογία μεταξύ των εισφορών στο πλαίσιο του νόμου για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια και των εναρμονισμένων ενεργειακών φόρων δυνάμει του άρθρου 25 του ΓΚΑΚ και, άρα, να εγκρίνει τον μηχανισμό απαλλαγής βάσει μιας τέτοιας αναλογίας.

5.3.4.   Το συμβιβάσιμο δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ

(149)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Αυστρία υποστήριξε πως ο μηχανισμός απαλλαγής μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμος απευθείας βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι το κράτος μέλος οφείλει να αναλύσει τους λόγους για τους οποίους μπορεί να διαπιστωθεί το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης (80) και ότι πρέπει να αποδείξει ότι πληρούνται οι ισχύουσες προϋποθέσεις, γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους η Αυστρία δεν μπορεί να επικαλεστεί το συγκεκριμένο άρθρο για την εκτίμηση του συμβιβάσιμου.

(150)

Η Επιτροπή εξέτασε επίσης κατά πόσο θα μπορούσε ο μηχανισμός απαλλαγής να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμος επί της συγκεκριμένης νομικής βάσης.

(151)

Δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) «οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον» μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή μπορεί να χαρακτηρίσει μια κρατική ενίσχυση ως συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά εφόσον αυτή συμβάλλει στην επίτευξη ενός στόχου κοινού συμφέροντος (81), είναι αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω στόχου (82) και δεν αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που αντίκειται προς το κοινό συμφέρον.

(152)

Αντίστοιχα, είναι συνήθης πρακτική της Επιτροπής (83) ότι απευθείας δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμβιβάσιμα τα μέτρα που είναι αναγκαία και αναλογικά και των οποίων οι θετικές συνέπειες επί του στόχου κοινού συμφέροντος αντισταθμίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο. Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να εξετάσει τα εξής ερωτήματα:

1)

Είναι η στοχοθέτηση της κρατικής ενίσχυσης σαφώς ορισμένη και εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον;

2)

Το μέτρο της ενίσχυσης είναι σε θέση να υλοποιήσει τον στόχο κοινού συμφέροντος; Ειδικότερα:

α)

Είναι το μέτρο ενίσχυσης το κατάλληλο και αναγκαίο μέσο ή υπάρχουν άλλα καταλληλότερα μέσα;

β)

Υπάρχει μέσω της ενίσχυσης κάποιο κίνητρο, δηλαδή επηρεάζεται μέσω της ενίσχυσης η συμπεριφορά επιχειρήσεων;

γ)

Είναι η ενίσχυση αναλογική, δηλαδή θα μπορούσε η ίδια αλλαγή συμπεριφοράς να επιτευχθεί με μικρότερη ενίσχυση;

3)

Περιορίζονται οι στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο σε βαθμό που οι θετικές συνέπειες να υπερτερούν των αρνητικών επιπτώσεων;

(153)

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αυστρίας, το μέτρο εξυπηρετεί κατά προτεραιότητα τους στόχους της προστασίας του περιβάλλοντος. Όπως όμως αναλύεται στις αιτιολογικές σκέψεις 126 έως 129, ο μηχανισμός απαλλαγής ουδόλως συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος.

(154)

Επιπροσθέτως, η θετική για το περιβάλλον επίδραση του μέτρου επιτυγχάνεται μέσω της γενικής αύξησης του σταθερού τιμολογίου τροφοδότησης, κάτι που –κατά την άποψη της Αυστρίας– δεν θα ήταν εφικτό χωρίς να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων μέσω του κοινοποιηθέντος μηχανισμού απαλλαγής. Οι αυστριακές αρχές αναγνωρίζουν επίσης στις δηλώσεις τους ότι στόχος του μηχανισμού απαλλαγής είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων της Αυστρίας έναντι ανταγωνιστών σε άλλα κράτη μέλη. Η Επιτροπή ουδέποτε έχει δεχτεί στις αποφάσεις που εκδίδει ότι ανάλογες ενισχύσεις συμβάλλουν στην επίτευξη στόχου κοινού συμφέροντος.

(155)

Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Ωστόσο, ακόμη και όταν η Επιτροπή αποδέχεται τη μείωση ενός περιβαλλοντικού φόρου, απαιτεί την επιβολή του ελάχιστου επιπέδου φορολογίας. Η συνολική εισφορά που καταβάλλει η επιχείρηση η οποία επωφελείται από την έκπτωση του φόρου στα φορολογικά έσοδα συνολικά συνεχίζει έτσι να αυξάνεται με κάθε μονάδα ρύπανσης που προκαλείται. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Η εισφορά ξεκινά από το κατώφλι του 0,5 % της καθαρής αξίας παραγωγής. Επιπλέον, οι προκληθείσες μονάδες ρύπανσης δεν υπόκεινται πλέον σε παραφορολογικές επιβαρύνσεις. Αυτό σημαίνει ότι η εισφορά ανά προκληθείσα μονάδα ρύπανσης συρρικνώνεται με κάθε επιπρόσθετη μονάδα. Το σύστημα παρέχει συνεπώς κίνητρο για την κατασπατάληση περαιτέρω φυσικών πόρων αντί της διαφύλαξής τους.

(156)

Η Επιτροπή υποστηρίζει συνεπώς την άποψη ότι η ενίσχυση δεν συμβάλλει σε στόχο κοινού συμφέροντος.

(157)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου «[…] Οι ενισχύσεις λειτουργίας, δηλαδή οι ενισχύσεις που αποβλέπουν στο να απαλλάξουν μια επιχείρηση από τις δαπάνες στις οποίες θα έπρεπε η ίδια να υποβληθεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεως των συνήθων δραστηριοτήτων της, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης [νυν άρθρο 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ] […]». (84) Το Δικαστήριο υπογραμμίζει περαιτέρω: «Πράγματι, κατά τη νομολογία, οι ενισχύσεις αυτές νοθεύουν, καταρχήν, τους όρους του ανταγωνισμού στους τομείς στους οποίους χορηγούνται, χωρίς ωστόσο να καθιστούν, ως εκ της φύσεώς τους, δυνατή την επίτευξη ενός από τους στόχους που καθορίζουν οι προμνησθείσες εξαιρετικές διατάξεις» (85). Στην προκείμενη περίπτωση, η Επιτροπή κρίνει ότι ο μηχανισμός απαλλαγής συνιστά ενίσχυση λειτουργίας διότι απαλλάσσει τις ωφελούμενες επιχειρήσεις από μέρος των δαπανών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στις οποίες θα έπρεπε οι ίδιες να υποβληθούν στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών δραστηριοτήτων τους.

(158)

Η Επιτροπή θεωρεί συνεπώς ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν κατάλληλο πολιτικό μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου, ακόμη και αν η ανταγωνιστικότητα αποτελούσε στόχο κοινού συμφέροντος.

(159)

Σε ό,τι αφορά τους περιβαλλοντικούς στόχους η Επιτροπή έχει αποδεχθεί μια περιορισμένη εξαίρεση από αυτή τη βασική αρχή, εφόσον όμως υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος στόχος. Οι εκπτώσεις και οι απαλλαγές από περιβαλλοντικούς φόρους υπέρ συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας ή ομάδων επιτρέπονται σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος εφόσον καθιστούν εφικτή την αυστηρότερη φορολόγηση άλλων επιχειρήσεων έτσι ώστε να επιτευχθεί συνολικά καλύτερη εσωτερίκευση των δαπανών και καλύτερη προστασία του περιβάλλοντος. Συνεπώς, η Επιτροπή κρίνει ότι ανάλογες ενισχύσεις μπορούν να κριθούν αναγκαίες για τον έμμεσο περιορισμό αρνητικών εξωγενών επιδράσεων, διότι καθιστούν εφικτή την εισαγωγή ή/και διατήρηση σχετικά υψηλότερων εθνικών περιβαλλοντικών φόρων.

(160)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ωστόσο ότι οι εισφορές στην προώθηση της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας από τις οποίες πρόκειται να απαλλαχθούν οι ωφελούμενες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της κοινοποιηθείσας ρύθμισης, δεν συνιστούν περιβαλλοντικούς φόρους κατά την έννοια της παραγράφου 70 σημείο 14 και της παραγράφου 151 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Οι φόροι είναι επιβαρύνσεις που εισρέουν στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους. Οι εισφορές από τις οποίες πρόκειται να απαλλαχθούν οι ωφελούμενες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της κοινοποιηθείσας ρύθμισης δεν θα εισρεύσουν ωστόσο στον γενικό προϋπολογισμό του κράτους. Αντιθέτως, χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση των εισφορών προς την OeMAG, την οποία υποστηρίζουν οι παραγωγοί πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας μέσω σταθερών τιμολογίων τροφοδότησης. Συνεπώς, οι εν λόγω εισφορές δεν αποτελούν περιβαλλοντικούς φόρους.

(161)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το ενδεχόμενο εξαίρεσης από τον γενικό κανόνα του ασυμβίβαστου των ενισχύσεων λειτουργίας που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο περιοριστικό. Συνεπώς, ως εξαίρεση, το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να περιορίζεται στους περιβαλλοντικούς φόρους.

(162)

Η Επιτροπή διαπιστώνει για άλλη μια φορά ότι η εφαρμογή του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος σε ό,τι αφορά παραφορολογικές επιβαρύνσεις θα αντέκρουε στους στόχους των εν λόγω κανόνων και της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων. Επιπλέον, μια τέτοια πρακτική θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενική εφαρμογή των οικείων διατάξεων στις παραφορολογικές επιβαρύνσεις για τον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος (π.χ. παραφορολογικές επιβαρύνσεις στα απόβλητα κ.λπ.). Μια τόσο όμως ευρεία εφαρμογή υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής και τους στόχους του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(163)

Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας που χορηγούνται υπό μορφή έκπτωσης παραφορολογικών επιβαρύνσεων δεν συνιστούν κατάλληλο μέσο για τη βελτίωση της προστασίας του περιβάλλοντος. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι μέχρι στιγμής δεν έχει εφαρμόσει τις προϋποθέσεις του κεφαλαίου 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος σε άλλους τύπους δασμών και παραφορολογικών επιβαρύνσεων.

(164)

Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι η έκταση ενός περιβαλλοντικού φόρου, ακόμη και όταν εφαρμόζεται μόνο ο μειωμένος φορολογικός συντελεστής, είναι ευθέως ανάλογος προς την έκταση της ρύπανσης που προκαλεί η ωφελούμενη επιχείρηση στο περιβάλλον. Ακόμη και σε περίπτωση εφαρμογής μειωμένου συντελεστή, ο περιβαλλοντικός φόρος για τις επιχειρήσεις συνεχίζει να αποτελεί κίνητρο για τη διαφύλαξη των φυσικών πόρων. Στην προκείμενη περίπτωση, ωστόσο, μετά από συγκεκριμένο ανώτατο όριο η εισφορά παραμένει σταθερή. Μονάδες ρύπανσης που υπερβαίνουν το εν λόγω όριο δεν υπόκεινται πλέον σε φορολογία. Μέσω του μηχανισμού απαλλαγής η παραφορολογική επιβάρυνση δεν αποτελεί πλέον κίνητρο για τη διαφύλαξη των φυσικών πόρων.

(165)

Για την περίπτωση που οι ενισχύσεις λειτουργίας υπό μορφή εκπτώσεων από παραφορολογικές επιβαρύνσεις αναγνωρίζονταν ως κατάλληλο πολιτικό μέσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι για τον έλεγχο της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας ανάλογων ενισχύσεων λειτουργίας θα απαιτούνταν έλεγχος συγκρίσιμος με τον έλεγχο των εκπτώσεων από μη εναρμονισμένους περιβαλλοντικούς φόρους σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (86) διότι ο έλεγχος μη εναρμονισμένων φόρων κατά το άρθρο 4 αντανακλά τις γενικές βασικές αρχές της λεπτομερέστερης οικονομικής έρευνας κατά το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

(166)

Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις το κράτος μέλος οφείλει να διαβιβάσει πληροφορίες σχετικά με τους τομείς της οικονομίας ή τις ομάδες δικαιούχων της ενίσχυσης που εμπίπτουν στις απαλλαγές/εκπτώσεις, την κατάσταση των κύριων δικαιούχων σε κάθε συναφή τομέα και τον τρόπο με τον οποίο η επιβολή του φόρου μπορεί να συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος. Οι απαλλασσόμενοι φορείς πρέπει να περιγράφονται σαφώς και πρέπει να παρέχεται κατάλογος με τους μεγαλύτερους δικαιούχους σε κάθε τομέα (λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη τον κύκλο εργασιών, το μερίδιο που κατέχουν στην αγορά και το μέγεθος της φορολογικής τους βάσης) (87). Βάσει των πληροφοριών αυτών η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει κατά πόσο οι εκπτώσεις/απαλλαγές από περιβαλλοντικούς φόρους είναι αναγκαίες και αναλογικές. Σε ό,τι αφορά το κριτήριο της αναγκαιότητας, η επιλογή των δικαιούχων πρέπει να πραγματοποιείται βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων. Η ουσιαστική αύξηση του κόστους παραγωγής δεν μπορεί να μετακυλήσει στους καταναλωτές χωρίς σημαντική μείωση των πωλήσεων (88). Σε ό,τι αφορά την αναλογικότητα της ενίσχυσης κάθε κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει ότι οι δικαιούχοι της ενίσχυσης καταβάλλουν το 20 % τουλάχιστον του εθνικού φόρου, ανάλογα με τις περιβαλλοντικές τους επιδόσεις, εκτός εάν μπορεί να δικαιολογηθεί χαμηλότερο ποσοστό λόγω περιορισμένης στρέβλωσης του ανταγωνισμού, και ότι οι εκπτώσεις ή απαλλαγές συνδέονται με τη σύναψη συμφωνιών για την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων (89).

(167)

Η Επιτροπή διαπιστώνει, ωστόσο, ότι η Αυστρία δεν διαβίβασε τις προαναφερθείσες πληροφορίες, παρά τις επανειλημμένες προτροπές της Επιτροπής (90). Συνεπώς, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να ελέγξει κατά πόσο η ενίσχυση ήταν αναγκαία και αναλογική ή με ποιον τρόπο θα συνέβαλε στην προστασία του περιβάλλοντος.

(168)

Τέλος, η Αυστρία δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι ο μηχανισμός απαλλαγής εμπεριέχει χαρακτήρα κινήτρου.

(169)

Η Επιτροπή υποδεικνύει ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου τέτοιου είδους ενισχύσεις λειτουργίας απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις συνθήκες διεξαγωγής του εμπορίου (91). Στην προκείμενη περίπτωση, το ενδεχόμενο νόθευσης του ανταγωνισμού εμφανίζεται ακόμη πιο ισχυρό διότι οι επιχειρήσεις που είναι επιλέξιμες για τον μηχανισμό απαλλαγής λαμβάνουν ήδη ενισχύσεις λειτουργίας υπό μορφή εκπτώσεων κατά τη φορολόγηση κατανάλωσης ενέργειας. Η χορήγηση δεύτερης ενίσχυσης λειτουργίας η οποία, συν τοις άλλοις, δεν περιορίζεται χρονικά, θα νόθευε τον ανταγωνισμό και θα επηρέαζε το εμπόριο κατά τρόπο που αντίκειται στο κοινό συμφέρον.

(170)

Η Επιτροπή συνάγει, ως εκ τούτου, το συμπέρασμα ότι ο μηχανισμός απαλλαγής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ ως συμβιβάσιμος με την εσωτερική αγορά.

5.4.   Συμπέρασμα

(171)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή εξέτασε τόσο το σύστημα υποστήριξης των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας όσο και τον μηχανισμό απαλλαγής για ενεργειοβόρες επιχειρήσεις. Σε ό,τι αφορά την υποστήριξη των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι στην απόφασή της στις 22 Ιουλίου 2009 είχε χαρακτηρίσει το συγκεκριμένο μέτρο ως κρατική ενίσχυση συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά. Αναφορικά με τον μηχανισμό απαλλαγής, ο οποίος αποτέλεσε αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι και αυτό το μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Ωστόσο, κατά την άποψη της Επιτροπής, για τον μηχανισμό απαλλαγής, ο οποίος συνιστά αμιγώς ενίσχυση λειτουργίας, δεν μπορεί να εφαρμοστεί καμία από τις εξαιρέσεις στη γενική αρχή της απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων που προβλέπονται στη ΣΛΕΕ.

Η Επιτροπή εκτιμώντας όλα τα γεγονότα των οποίων έλαβε γνώση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κρατική ενίσχυση την οποία προτίθεται να χορηγήσει η Αυστρία σε ενεργειοβόρες επιχειρήσεις δεν πρέπει να χαρακτηριστεί ως συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση υπό μορφή μερικής απαλλαγής από την υποχρέωση αγοράς πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία η Αυστρία προτίθεται να χορηγήσει σε ενεργειοβόρες επιχειρήσεις, είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

Συνεπώς, η ενίσχυση δεν πρέπει να χορηγηθεί.

Άρθρο 2

Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Αυστρία ανακοινώνει στην Επιτροπή τα μέτρα που λήφθηκαν για την εκτέλεσή της.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Αυστρία.

Βρυξέλλες, 8 Μαρτίου 2011.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ C 217 της 11.9.2009, σ. 12.

(2)  ΕΕ C 221 της 14.9.2006, σ. 8, απόφαση της Επιτροπής της 4ης Ιουλίου 2006 στις υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων NN 162/A/03 και N 317/A/06 – Στήριξη της παραγωγής ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, βάσει του νόμου για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια (τιμολόγια τροφοδότησης).

(3)  ΕΕ C 82 της 1.4.2008, σ. 1.

(4)  ΕΕ C 217 της 30.12009, σ. 12, υπόθεση C 24/2009 (πρώην N 446/08), K(2009) 3538 τελικό (ΕΕ C 217 της 11.9.2009, σ.12).

(5)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(6)  Άρθρο 22c παράγραφος 5 ÖSG: «Συμβάσεις μεταξύ των διανομέων ηλεκτρικής ενέργειας και των τελικών καταναλωτών σε περίπτωση απόφασης δυνάμει της παραγράφου 1 εμπεριέχουν υποχρεωτικά ρήτρα σύμφωνα με την οποία οι εν λόγω τελικοί καταναλωτές, από τη χρονική στιγμή της απαλλαγής τους από την ποσόστωση προς τους διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας (άρθρο 15 παράγραφος 1 σημείο 3 και παράγραφος 1a), δεν προμηθεύονται με πράσινη ηλεκτρική ενέργεια, η οποία διανέμεται στους διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας από το κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια (άρθρο 19 παράγραφος 1) και δεν υφίσταται μετακύλιση των δαπανών για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια. Οποιαδήποτε αντίθετη συμβατική διάταξη είναι άκυρη».

(7)  Άρθρο 15 παράγραφος 1a του ÖSG: «Εάν οι διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας αποδείξουν στο κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια ότι προμηθεύουν τελικούς καταναλωτές οι οποίοι εμπίπτουν στην απόφαση δυνάμει του άρθρου 22c παράγραφος 1, αυτό πρέπει να ληφθεί αμμελλητί υπόψη από το κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια κατά τον καθορισμό των ποσοστώσεων για τους διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας (άρθρο 15 παράγραφος 1 σημείο 3). Δεδομένων των ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας που δεν πρέπει να εκχωρούνται, αυξάνεται η ποσόστωση όλων των διανομέων ηλεκτρικής ενέργειας για τις υπόλοιπες ποσότητες ενέργειας προς διανομή. Εάν δεν μπορεί να γίνει άμεσα προσαρμογή της ποσόστωσης λόγω των κανόνων που ισχύουν στην αγορά, το κέντρο διακανονισμού για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια έχει το δικαίωμα να συμψηφίσει κατά τον βέλτιστο δυνατό τρόπο το πλεόνασμα ενέργειας που προκύπτει από την κατάργηση της δυνατότητας εκχώρησης κατά την έννοια του άρθρου 15 παράγραφος 4».

(8)  Επιστολή της Αυστρίας της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 σε απάντηση των ερωτημάτων της Επιτροπής της 19ης Ιουλίου 2010 (σ. 5).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 379 της 28.12.2006, σ. 5).

(10)  ΕΕ C 106 της 8.5.2009, σ. 8.

(11)  ΕΕ L 214 της 9.8.2008, σ. 3.

(12)  ΕΕ L 283 της 31.10.2003, σ. 51.

(13)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2001 στην υπόθεση C-379/98 PreussenElektra/Schleswig-Holstein, Συλλογή 2001, σ. I-2099.

(14)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 2008 στην υπόθεση C-206/06 Essent, Συλλογή 2008, σ. I- 5497.

(15)  ΔΕΚ, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου1996, υπόθεση T- 358/94, Συλλογή 1996, σ. II-2109.

(16)  ΔΕΚ, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, υπόθεση T 136/05, Συλλογή 2007, σ. II- 4063.

(17)  ΔΕΚ, απόφαση της 17ης Μαρτίου 1993, υποθέσεις C-72/91 και C-73/91, Συλλογή 1993, σ. I-887.

(18)  ΔΕΚ, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2004, υπόθεση C-345/02, Συλλογή 2004, σ. I-7139.

(19)  ΔΕΚ, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2001, Adria-Wien Pipeline GmbH, υπόθεση C-143/99, Συλλογή 2001, σ. I-8365.

(20)  ΔΕΚ, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2001, Adria-Wien Pipeline GmbH, υπόθεση C-143/99, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 16.

(21)  N 271/06, Δανία, φοροαπαλλαγή για πλεονάζουσα θερμότητα (ΕΕ C 41 της 24.2.2007, σ. 2) · N 820/06, Γερμανία, φοροαπαλλαγή για συγκεκριμένες ενεργειοβόρες διεργασίες (ΕΕ C 80 της 13.4.2007, σ. 4).

(22)  Οδηγία 2003/96/ΕΚ.

(23)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 800/2008.

(24)  Παρατηρήσεις της Αυστρίας που διαβιβάστηκαν στις 9 Σεπτεμβρίου 2010 αναφορικά με την απόφαση της Επιτροπής της 22ας Ιουλίου 2009 για την κίνηση της διαδικασίας.

(25)  Δημοσιεύθηκε από τη Γερμανία, τη Δανία, τις Κάτω Χώρες, τη Φινλανδία, τη Σουηδία και την Αυστρία.

(26)  Βλέπε υποσημείωση 2.

(27)  Η ακόλουθη εκτίμηση βασίζεται τόσο στη ΣΛΕΕ όσο και στη συμφωνία για τον ΕΟΧ. Χάριν απλότητας θα αναφέρονται στο εξής μόνον οι διατάξεις της ΣΛΕΕ.

(28)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης C 24/09 (πρώην-N446/08) – Αυστριακός νόμος για την Πράσινη Ενέργεια — Ενδεχόμενη χορήγηση ενίσχυσης στους μεγάλης κλίμακας καταναλωτές ενέργειας.

(29)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 17 Ιουνίου 1999 στην υπόθεση C-75/97 Βέλγιο/Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψεις 28 έως 31. Υπόθεση C-143/99 Adria-Wien Pipeline κ.λπ./Finanzlandesdirektion für Kärnten, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 41.

(30)  Επιστολή της Αυστρίας της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 σε απάντηση της αίτησης πληροφοριών εκ μέρους της Επιτροπής στις 19 Ιουλίου 2010.

(31)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2002, υπόθεση C-482/99 Γαλλία/Επιτροπή (Stardust Marine), Συλλογή 2002, σ. I-4397, σκέψη 24.

(32)  Βλέπε υποσημείωση 14.

(33)  Υπόθεση C-206/06 Essent κατά Aluminium, Συλλογή 2008, σ. I-05497, σκέψη 74.

(34)  Βλέπε συναφώς σκέψη 74 στην απόφαση Essent.

(35)  Υπόθεση C-379/98, PreussenElektra κατά Schleswag, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001, Συλλογή 2001, σ. I-2099. Η απόφαση εξέτασε το γερμανικό σύστημα σταθερού τιμολογίου τροφοδότησης του έτους 1998 και διαπίστωσε ότι δεν εμπεριέχει κρατικές ενισχύσεις. Στο εν λόγω σύστημα, ο γερμανικός νόμος ρυθμίζει απευθείας τη σχέση μεταξύ των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας και των διανομέων ηλεκτρικής ενέργειας, υποχρεώνοντας τους ιδιωτικούς παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας να αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που παράγεται στην επικράτεια διανομής τους έναντι ελάχιστης τιμής (σταθερό τιμολόγιο τροφοδότησης). Οι διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας ήταν στη συνέχεια σε θέση να αποφασίσουν τον τρόπο με τον οποίο θα εισέπρατταν τις προκύπτουσες συμπληρωματικές δαπάνες για την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια από τους τελικούς καταναλωτές. Για τη διασφάλιση ομοιόμορφης συμμετοχής στην αγορά πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, οι επιχειρήσεις παραγωγής ενέργειας ήταν υποχρεωμένες να αντισταθμίζουν τις ποσότητες πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ τους. Ως αποτέλεσμα προέκυψαν ποσότητες διαθέσιμης πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας που αντιστοιχούσαν κατά προσέγγιση στο μερίδιο αγοράς των επιχειρήσεων.

(36)  Υπόθεση 76/78, Steinike και Weinlig/Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Συλλογή 1977, σ. 595, σκέψη 21: Η απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 καλύπτει όλες τις κρατικές ενισχύσεις ή τις ενισχύσεις που χορηγούνται από κρατικούς πόρους, χωρίς να γίνεται διάκριση εάν η ενίσχυση χορηγείται απευθείας από το κράτος ή από δημόσια οντότητα που δημιουργήθηκε ή διορίστηκε από το κράτος για την εφαρμογή της ενίσχυσης ή από ιδιωτική οντότητα. Κατά την εφαρμογή του άρθρου 92 πρέπει να λαμβάνονται κυρίως υπόψη οι επιπτώσεις της ενίσχυσης στις ωφελούμενες επιχειρήσεις ή παραγωγούς και όχι το καθεστώς που διέπει τους οργανισμούς που είναι αρμόδιοι για τη διάθεση και τη διαχείριση της ενίσχυσης.

(37)  Η Αυστρία διαβίβασε τα εν λόγω στοιχεία βάσει της εμπειρίας που σχετίζεται με την εφαρμογή μιας τροποποιημένης έκδοσης του υπό εξέταση καθεστώτος με εντάσεις ενίσχυσης κάτω των κοινοποιηθέντων ορίων.

(38)  Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας περί ενεργειακών φόρων «Ως «ενεργειοβόρος επιχείρηση» νοείται η επιχείρηση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11, στην οποία είτε η αγορά ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας ανέρχεται τουλάχιστον στο 3,0 % της αξίας παραγωγής, είτε ο καταβλητέος εθνικός ενεργειακός φόρος ανέρχεται τουλάχιστον στο 0,5 % της προστιθέμενης αξίας».

(39)  Υπόθεση C-143/99 Adria-Wien Pipeline κ.λπ./Finanzlandesdirektion für Kärnten, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 36.

(40)  Υπόθεση C-143/99 Adria-Wien Pipeline κ.λπ./Finanzlandesdirektion für Kärnten, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψεις 34-35.

(41)  Υπόθεση C-143/99 Adria-Wien Pipeline κ.λπ./Finanzlandesdirektion für Kärnten, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 36.

(42)  Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 29ης Νοεμβρίου 2005 στην υπόθεση C-368/04 Transalpine Ölleitung, σκέψη 72.

(43)  Υπόθεση C-143/99 Adria-Wien Pipeline κ.λπ./Finanzlandesdirektion für Kärnten, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 48.

(44)  Το Δικαστήριο εκδίκασε σε πρώτο βαθμό το βασκικό καθεστώς ενισχύσεων υπό μορφή έκπτωσης φόρου για επενδύσεις ύψους άνω των 2,5 δισεκατ. ESP διότι το υπό εξέταση φορολογικό πλεονέκτημα περιοριζόταν σε επιχειρήσεις με σημαντικούς χρηματοοικονομικούς πόρους (συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-92/00 και T-103/00 Diputación Foral de Alava κ.λπ./Επιτροπή, Συλλογή 2002, σ. II-1385, σκέψη 39 (μια έφεση κατά της εν λόγω απόφασης απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-186/02 P και C-188/02 P Ramondín SA κ.λπ./Επιτροπή, Συλλογή 2004, σ. I-10653, σκέψεις 60 επ.). Το Δικαστήριο εκδίκασε επίσης ένα καθεστώς ενίσχυσης για την αγορά επαγγελματικών οχημάτων ως de facto επιλεκτικό διότι, μεταξύ άλλων, αποκλείονταν από το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος μεγάλες επιχειρήσεις (υπόθεση C-409/00 Ισπανία/Επιτροπή, Συλλογή 2003, σ. I-1487, σκέψη 50).

(45)  Απόφαση της Επιτροπής της 9ης Μαρτίου 2004 C33/2003 σχετικά με μέτρο ενίσχυσης που εφάρμοσε η Αυστρία το οποίο αφορά την έκπτωση του φόρου κατανάλωσης φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού το 2002 και το 2003, αιτιολογικές σκέψεις 47-49 (ΕΕ L 190 της 22.7.2005, σ. 13).

(46)  Απόφαση 2005/565/ΕΚ, αιτιολογική σκέψη 46.

(47)  Απόφαση 2005/565/ΕΚ, αιτιολογικές σκέψεις 68-70.

(48)  Υπόθεση C-368/04, Transalpine Pipeline, Συλλογή 2006, σ. I-09957.

(49)  Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 29ης Νοεμβρίου 2005 στην υπόθεση C-368/04 Transalpine Pipeline, σκέψη 73.

(50)  Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 29ης Νοεμβρίου 2005 στην υπόθεση C-368/04 Transalpine Pipeline, σκέψη 72.

(51)  Υπόθεση 173/73, Ιταλία/Επιτροπή, Συλλογή 1974, σ. 709, σκέψη 13.

(52)  Υπόθεση C-75/97, Βέλγιο/Επιτροπή, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψη 32.

(53)  Στον συγκεκριμένο τομέα της οικονομίας παρατηρείται σημαντική συγκέντρωση σε επιμέρους τομείς όπως παραγωγή ξύλου, χάρτου, τροφίμων, υάλου, κεραμικών, μετάλλων και χημικών προϊόντων.

(54)  Επιστολή της Αυστρίας της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 προς απάντηση των ερωτημάτων της Επιτροπής της 19ης Ιουλίου 2010 (σ. 17 και πίνακας 5 στη σ. 17).

(55)  Υπόθεση 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1974, σ. 709, σκέψη 33, υπόθεση C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψεις 28-31, υπόθεση C-143/99, Adria-Wien Pipeline κ.λπ./Finanzlandesdirektion für Kärnten, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 41.

(56)  Υπόθεση C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-07115, σκέψη 81.

(57)  Βλέπε υποσημείωση 56.

(58)  Υπόθεση C-487/06 P, Επιτροπή κατά British Aggregates Association, Συλλογή 2008, σ. I-10505, σκέψεις 84-92.

(59)  Πορτογαλία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31, σκέψη 82, όπου λαμβάνονται υπόψη η «κοινωνική συνοχή» και η «περιφερειακή ανάπτυξη» ως εξωγενείς πολιτικοί στόχοι.

(60)  Βλέπε υποσημείωση 58.

(61)  Βλέπε υποσημείωση 54.

(62)  Καθότι εκκρεμεί η οριστική απόφαση της Επιτροπής, η Αυστρία χορήγησε τα πλεονεκτήματα του μηχανισμού απαλλαγής επί τη βάσει των ενισχύσεων «de minimis».

(63)  ΔΕΚ, απόφαση της 28ης Απριλίου 1993, Ιταλία κατά Επιτροπής, υπόθεση C-364/90, Συλλογή 1993, σ. I-2097, σκέψη 20. Πρωτοδικείο, 15 Δεκεμβρίου 1999, Freistaat Sachsen, Volkswagen AG και Volkswagen Sachsen GmbH κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-132/96 και T-143/96, Συλλογή II-3663, σκέψη 140. ΔΕΚ, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, υπόθεση C-372/97, Συλλογή 2004, σ. I-3679, σκέψη 81.

(64)  ΔΕΚ, απόφαση της 21ης Μαρτίου 1990, Βέλγιο κατά Επιτροπής, υπόθεση C-142/87, Συλλογή 1990, σ. I-959, σκέψη 56. ΔΕΚ, 11 Ιουλίου 1996, Syndicat français de l’Express international (SFEI) κ.λπ. κατά La Poste κ.λπ., υπόθεση C-39/94, Συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψη 36.

(65)  ΔΕΚ, απόφαση της 24ης Μαρτίου 1993, Comité international de la rayonne et des fibres synthétiques κατά Επιτροπής, υπόθεση C-313/90, Συλλογή 1993, σ. I-1125, σκέψη 36, ΔΕΚ, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1996, IJssel-Vliet Combinatie BV κατά Minister van Economische Zaken, υπόθεση C-311/94, Συλλογή 1996, σ. I-5023, σκέψη 43, ΔΕΚ, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, Ισπανία κατά Επιτροπής, υπόθεση C 351/98, Συλλογή 2002, σ. I-8031, σκέψη 53.

(66)  Βλέπε υποσημείωση 3.

(67)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 800/2008 της 6ης Αυγούστου 2008 για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης (γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία) (ΕΕ L 214 της 9.8.2008, σ. 3).

(68)  Βλέπε υποσημείωση 3.

(69)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 800/2008.

(70)  Βλέπε υποσημείωση 3.

(71)  ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 16.

(72)  Όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το σταθερό τιμολόγιο τροφοδότησης προφανώς δεν αποτελεί εναρμονισμένο περιβαλλοντικό φόρο.

(73)  Παράγραφος 156 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισύχεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(74)  Παράγραφος 158 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισύχεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(75)  Παράγραφος 159 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισύχεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

(76)  Η Αυστρία δεν απάντησε στα σχετικά ερωτήματα που υπέβαλε η Επιτροπή στις 21 Ιουνίου 2010 και 19 Ιουλίου 2010.

(77)  Υπόθεση 165/84 Krohn κατά Bundesanstalt für Landwirtschaftliche Marktordnung, Συλλογή 1985, σ. 3997, σκέψη 14. Υπόθεση 6/78 Union française de Céréales κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas, Συλλογή 1978, σ. 1675.

(78)  Σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 του ΓΚΑΚ, οι δικαιούχοι της μείωσης φόρων καταβάλλουν τουλάχιστον το κοινοτικό ελάχιστο επίπεδο φόρου που θεσπίζεται με την οδηγία 2003/96/ΕΚ (οδηγία περί ενεργειακών φόρων). Σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 3 του ΓΚΑΚ οι φορολογικές μειώσεις χορηγούνται για δεκαετείς το πολύ περιόδους. Μετά το πέρας των εν λόγω δεκαετών περιόδων, τα κράτη μέλη αξιολογούν εκ νέου τη σκοπιμότητα των σχετικών μέτρων ενίσχυσης.

(79)  Επιστολή της Αυστρίας της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 προς απάντηση των ερωτημάτων που υπέβαλε η Επιτροπή στις 19 Ιουλίου 2010, σ. 19.

(80)  Βλέπε υποσημείωση 63.

(81)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιανουαρίου 2009 στην υπόθεση T-162/06 Kronoply κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II-1, ιδίως σκέψεις 65, 66, 74, 75.

(82)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2001 στην υπόθεση T-187/99 Agrana Zucker und Stärke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1587, σκέψη 74. Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 2002 στην υπόθεση T-126/99 Graphischer Maschinenbau GmbH κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2427, σκέψεις 41-43. Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 2008 στην υπόθεση C-390/06 Nuova Agricast, Συλλογή 2008, σ. I-2577, σκέψεις 68-69.

(83)  Κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία, σημείο 1.3 (ΕΕ C 323 της 30.12.2006, σ. 1). Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, σημείο 1.3 (ΕΕ C 82 της 1.4.2008, σ. 1).

(84)  Υπόθεση T-459/93 Siemens SA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1675, σκέψη 48.

(85)  Υπόθεση T-459/93 Siemens SA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1675, σκέψη 48. Βλέπε επίσης αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2010, Freistaat Sachsen und Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής, υπόθεση T-396/08, σκέψεις 46-48, C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-6857, σκέψη 30, καθώς και την παρατεθείσα νομολογία.

(86)  Όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το σταθερό τιμολόγιο τροφοδότησης προφανώς δεν αποτελεί εναρμονισμένο περιβαλλοντικό φόρο.

(87)  Βλέπε υποσημείωση 73.

(88)  Βλέπε υποσημείωση 74.

(89)  Βλέπε υποσημείωση 75.

(90)  Η Αυστρία δεν απάντησε στα σχετικά ερωτήματα που υπέβαλε η Επιτροπή στις 21 Ιουνίου 2010 και 19 Ιουλίου 2010.

(91)  Υπόθεση T-459/93 Siemens SA/Επιτροπή, Συλλογή 1995, σ. II-1675, σκέψη 48.